Η πληροφορία ότι οι New York Times θα αρχίσουν να χρεώνουν την πρόσβαση στον ιστότοπό τους κυκλοφόρησε κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου, όμως πλέον η είδηση επιβεβαιώθηκε επίσημα. Όπως αναμενόταν, μία από τις πλέον αναγνωρίσιμες εφημερίδες στον κόσμο πρόκειται να εισάγει ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο θα «προσφέρεται ελεύθερη πρόσβαση σε έναν καθορισμένο αριθμό άρθρων ανά μήνα και στη συνέχεια οι χρήστες θα χρεώνονται εφόσον ξεπεράσουν το συγκεκριμένο αριθμό».

 

Στόχος είναι να επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ της ελεύθερης πρόσβασης και της πρόσβασης επί πληρωμή, ούτως ώστε να υπάρχουν έσοδα τόσο από τις διαφημίσεις όσο και από τη χρέωση των περιεχομένων. Ο διευθύνων σύμβουλος της The New York Times Company, Arthur Sulzberger Jr., δήλωσε ότι «Το νέο επιχειρηματικό μοντέλο που εισάγουμε έχει σχεδιαστεί ώστε να προσφέρει επιπλέον στήριξη για το εξαιρετικό, επαγγελματικό δημοσιογραφικό υλικό των New York Times. Το κοινό μας είναι ιδιαίτερα πιστό και έχουμε την πεποίθηση ότι οι αναγνώστες μας θα πληρώσουν ώστε να έχουν πρόσβαση στο ψηφιακό περιεχόμενο και τις υπηρεσίες μας, οι οποίες έχουν βραβευθεί επανειλημμένα».

 

Η εταιρία αναφέρει ότι στην πορεία των αμέσως επόμενων μηνών θα δοθούν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το μοντέλο χρέωσης. Όμως, ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά σε αυτό που είναι σχεδόν βέβαιο ότι δε θα συμβεί: προσέλκυση συνδέσμων. Οποιοσδήποτε παραθέτει σύνδεσμο που οδηγεί σε άρθρο των New York Times θα γίνει αποδέκτης παραπόνων από πολλούς αναγνώστες επειδή ο σύνδεσμος θα είναι άκυρος. Ο εντοπισμός εναλλακτικών πηγών και η παράθεση συνδέσμων σε αυτές θα αποτελέσει μια πολύ ευκολότερη και μακροπρόθεσμα ασφαλέστερη λύση.

 

Εξαιρετικά αμφίβολο είναι και το κατά πόσο η νέα πολιτική θα προσελκύσει καινούργιους αναγνώστες: οπωσδήποτε ορισμένοι άνθρωποι θα γίνουν συνδρομητές. Όμως, οι περισσότεροι απλά θα επιλέγουν τα άρθρα των New York Times για όσο διάστημα είναι δωρεάν και θα σταματούν να τα συμβουλεύονται μόλις βρεθούν αντιμέτωποι με τη χρέωση. Το μοντέλο που προτίθεται να ακολουθήσει η εταιρία (από όσα γνωρίζουμε έως τώρα) δεν είναι η χειρότερη δυνατή λύση, όμως ταυτόχρονα δεν αποτελεί επαναστατική προσέγγιση. Επαρκεί οριακά ώστε να διατηρήσει τους New York Times στην επιφάνεια, από οικονομικής άποψης.

 

Ευτυχώς για τους New York Times, ένα σημαντικό κομμάτι του γρίφου για τη «σωτηρία» της βιομηχανίας των εφημερίδων δεν επαφίεται σε αυτούς, αλλά στην Apple και την επικείμενη ανακοίνωση της κυκλοφορίας του tablet. Η Apple βρήκε τον τρόπο να αλλάξει την αντίληψη ότι στο διαδίκτυο τα πάντα είναι δωρεάν: εντοπίζει ένα τμήμα της διαδικτυακής αγοράς, όπως η μουσική ή οι εφαρμογές για κινητά, δημιουργεί μια συσκευή η οποία καθιστά πανεύκολη την αγορά και χρησιμοποίηση του ψηφιακού περιεχομένου που σχετίζεται με αυτούς τους τομείς και στη συνέχεια πουλά το περιεχόμενο.

 

Η τελική τιμή του περιεχομένου αποτελεί απλά ένα κομμάτι της εξίσωσης: η διαθεσιμότητα είναι εξίσου σημαντική. Θέστε δύο ερωτήματα στον εαυτό σας: Θα αγοράσετε συνδρομή στους New York Times μέσω του διαδικτύου; Θα αγοράσετε συνδρομή στους New York Times μέσω μιας συσκευής tablet η οποία θα ολοκληρώνει τη διαδικασία με ένα απλό click;

 

Αυτός είναι τελικά ο λόγος για τον οποίο επί του παρόντος, η ανακοίνωση των New York Times σχετικά με το νέο μοντέλο πρόσβασης, το οποίο λογικά θα τεθεί σε ισχύ το 2011, δεν έχει ουσιαστικά σημασία. Πολλές εξελίξεις θα σημειωθούν στο ενδιάμεσο διάστημα και αυτή η συμβιβαστική λύση μάλλον επιχειρεί κατά κύριο λόγο να κατευνάσει τυχόν αντιδράσεις παρά να οδηγήσει στην ουσιαστική εξασφάλιση εσόδων.

 

Link.png Site: Mashable.com

Link.png Site: The New York Times Company