headbanger Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Το να οδηγάς μηχανή είναι καύλα. Πέρα από την βολικότητα (παρκινγκ, κίνηση, ελευθερια). Έχει ενεργητική ασφάλεια, αλλά αμα γίνει η μαλακια πάντα η μηχανή χάνει την μάχη ενάντια ακομα και σε fiat uno. Βέβαια καλό θα ήτανε ο κόσμος να χρησιμοποιεί τους καθρέφτες και να μην οδηγάει 1000 κιλά ατσάλι λες και είναι στο σαλόνι του , με καφέ στο ένα χέρι και τηλέφωνο στο άλλο πηγαίνοντας 130 σε περιφερειακούς. Καλή η ιστορία εν τέλη, και καλογραμμένη 1
Mr_Proper Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 περίμενα οτι το Δέσποινα ήταν λογοπαίγνιο για τη καλή παναγίτσα η οποία ήρθε να του κάνει παρέα καθώς όδευε στον θάνατο του.Κρίμα. κ όλο έλεγα τώρα θα στουκάρει τώρα θα στουκάρει. εντελώς buzzkill Αυτό θα ήταν αρκετά περίεργο αν σκεφτείς τι έκανε στην δέσποινα μετά στην φάτνη εχμμ σκηνή ήθελα να πω
zynif Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Εγώ έλεγα ότι η Δέσποινα ήταν το φάντασμα κάποιας κοπέλας που σκοτώθηκε σε τροχαίο.
Basilhs23___ Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Αν με ρωτούσες να μαντέψω ποιος μπορεί να είναι ο συγγραφέας τέτοιου κειμένου, θα έλεγα ο Νικόλαος Άσιμος. Anyway 9.5/10. 1
dollyyy19 Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 πολυ ωραια γραφή,αρχικα νομιζα οτι εγραφε ο ντανης.......η μοτο,ειναι η καλυτερη εκφραση της ελευθεριας,αλλα και του τρομου.αν γλυτωσεις απο τον τρομο,νιωθεις ελευθερος......αν δεν γλυτωσεις,δεν νιωθεις τπτ......
Zaknafein Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2015 Ωραίο το κείμενο, μόνο που φρίκαρα εκεί που κατάλαβα τι παίχτηκε με το CB γιατί κοιτούσα ένα χθες http://www.car.gr/classifieds/bikes/view/6488698/
star12 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Μια και το ξαναβρήκα μπροστά μου είπα να το μοιραστώ μαζί σας: Τον παλιό καλό καιρό που τα λεφτά στην τσέπη μου ήταν πιο λίγα και από ζητιάνου στην Ομόνοια , δούλευα σερβιτόρος σε καφετέρια με 17.000 δραχμές εβδομαδιαίο εισόδημα. Σκεφτόμουν να παρατήσω για λίγο καιρό την σχολή που σπούδαζα και να πιάσω μια καλύτερη δουλειά που να μπορώ να τα φέρω βόλτα.. Έμενα μόνος μου σε μια τρύπα στην Μεθώνης και το ψωροπερήφανο κεφάλι μου δεν μου επέτρεπε να πάω στο γέρο μου για δανεικά… Ο φίλος μου ο Γιώργος , καλός ρεμπέτης , έπαιζε σε ένα μαγαζί κοντά στα Εξάρχεια τρεις μέρες τη βδομάδα … η πρόταση για “επαγγελματική συνεργασία” ήχησε στα αυτιά μου περίεργα όταν μου την έριξε… -Ρε Άκη θέλουμε στο μαγαζί οργανοπαίχτη …ψήνεσαι να ούμε ; -Και που κολλάω εγώ ρε Γιώργη στο ρεμπετάδικο ; Να κάνω τον μπαγλαμά ; -Τον Τζουρά θα κάνεις για την ακρίβεια…. και λίγο κιθάρα στα πιο “αλαφριά” να ούμε… -Ρε Γιώργη εγώ κιθάρα ηλεκτρική και μπάσο κατέχω και αυτά “γρατζουνιστά” που λέμε… θα τρίζουν τα κόκαλα των παλιών ρε …που θα πάω ξυπόλητος…. -Μη φοβάσαι.. έλα συ και θα συγχρονιστούμε και το παλιό και το καινούργιο …και να δεις θα γουστάρεις …. άσε που θα λιγδώσει το άντερό σου που φέξαν και τα αυτιά σου από την νηστικομάρα… Έτσι κι έγινε. Τρεις φορές την εβδομάδα ο “κύριος” Άκης άφηνε την ηλεκτρική, έπαιρνε το κομπλόι και ανέβαινε στο μικρό πάλκο, έπαιρνε πότε το τζουρά και πότε την κιθάρα και έπαιζε στην αρχή με πολύ “τράκο” , και μετέπειτα πιο ψύχραιμα , πιο καθαρά και γαλήνια… με τον καιρό έκανε σιγόντο και στο Γιώργο και την Κατερίνα, τις κύριες φωνές του μαγαζιού. Και το πράγμα τσούλησε πολύ ωραία όπως είχε πει ο Γιώργης …ερχόντουσαν φίλοι από την σχολή , τις μέρες που έπαιζα και τη βρίσκανε όμορφα μαζί με τους μόνιμους θαμώνες του μαγαζιού που κατέβαιναν μέρα παρά μέρα να πιουν ένα κρασί και να ξεχάσουν λίγο τις στεναχώριες τους…. Μέρες ξενοιασιάς… πήρα τότε και την πρώτη μου μηχανή ένα παλιό CB750 που την είχε ξεχάσει ο χάρος αλλά εγώ την γούσταρα. Αλήτισσα και αρχόντισσα συνάμα … στα νιάτα της ήταν πολύ ωραία “γκόμενα” αλλά ο καιρός την είχε σπάσει… εγώ πάντως την έβλεπα κούκλα … ο μήνας λοιπόν είχε πάντα εννιά και μόνο ο φουκαράς ο κόκορας που πηγαινοερχόταν με την σχολή στην πλάτη έκανε παράπονα ..… Κάποιες Παρασκευές που είχαμε μόνο φοιτητόκοσμο δεν παίζαμε παλιό ρεμπέτικο αλλά γύριζε το πρόγραμμα σε πιο ελαφρύ ρεπερτόριο και εγώ σιγοντάριζα με κιθάρα. Τα παιδιά που έρχονταν δεν έκαναν τόσο κέφι με Μάρκο και έτσι έμπαινε και ο Γρηγόρης στο παιχνίδι. Ο Γιώργης είχε μύτη για τον κόσμο. Ένα περίεργο πράγμα. Ήξερε ποια μέρα θα είχαμε δουλειά , ποια μέρα θα είχαμε κεσάτια πότε θα είχαμε νεολαία και πότε κάνας παλιός μερακλής θα έμπαινε να κάνει φασαρία. Είχαμε και τσαμπουκάδες στο μαγαζί. Κάθε ρεμπετάδικο που σέβεται τον εαυτό του οφείλει μια στο τόσο να ρίχνει ένα γερό “ταφταλέ” έτσι να ανάβουν τα αίματα και μετά να μονιάζουν όλοι με τραγούδι και κρασί. Πότε για καμιά κοπέλα , πότε για κάποια ζεϊμπεκιά που άλλος την περίμενε και άλλος την χόρεψε , απ΄ όλα είχε ο μπαξές όρεξη να είχες μόνο και να μην τα έπαιρνες και πολύ στα σοβαρά. -“Ζόρικη θα είναι η μέρα σήμερα μόρτη μου” , έκανε ο Γιώργος και τράβηξε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του. Έσκυψε πάλι στο μπουζούκι του και συνέχισε το κούρδισμα. Τι μου τσαμπουνάει τώρα σκέφτηκα εγώ. Στραβωμένος θα είναι γιατί κλείνει το μαγαζί σήμερα για καλοκαίρι και η δουλειά είχε κόψει πολύ. -“Άραξε ρε Γιώργη , τελευταία μέρα που είναι σήμερα .Τίποτα φοιτητές θα έρθουν και αυτοί με το ζόρι. Δεν είδες χτες που παίζαμε για την πάρτη μας;” , απάντησα εγώ μα όχι με τόση σιγουριά … λες η μύτη του να μυρίστηκε τίποτα ; Με κοίταξε με ένα σπασμένο χαμόγελο αμίλητος. -“Γιώργη κόψε την πλάκα ρε φίλε .Την είδες την σκηνή και τον σάκο; Έ, μόλις τελειώσουμε απόψε ο Άκης “αλεμάω” ακούς; Φορτώνω και την κιθάρα στη μηχανή και έφυγα για Άγιο Κωνσταντίνο. Με περιμένουν οι μάγκες , και «ραντεβού το Σεπτέμβριο» που λεν στα σινεμά. Καμία όρεξη για χουνέρια δεν έχω απόψε. Μόνο να κλείσουμε καλά θέλω….” μου απλώνει το τσιγάρο κόβοντάς μου τη φράση στη μέση. -“Είπα εγώ ότι δεν θα κλείσουμε καλά; Εγώ είπα ότι θα είναι ζόρικη η μέρα….” και δώστου πάλι το μισό χαμόγελο. Τον κοίταξα και κούνησα το κεφάλι μου.. -“…..Τι να σου πω ρε Γιώργη…Πιάσε μια να κουρδίσω και εγώ….” Παραδόξως το μαγαζί είχε αρκετό κόσμο –όλο νεολαία- για τελευταία μέρα. Καλοκαίριαζε για καλά και ο κόσμος προτιμούσε ανοιχτές αυλές και γλάστρες με τριανταφυλλιές και βασιλικούς , αλλά είχε πέσει σύρμα από κάτι φίλους και είχαν έρθει για να μας ακούσουν κάνοντας μπούγιο. Το πρόγραμμα κυλούσε ωραία και οι παρέες έκαναν κέφι μέχρι αργά. Στο τέλος μείνανε λίγοι “οι καλοί” που λέγαμε που δεν έφευγαν αν δεν παίρνανε τα κλειδιά. Μπορούσα να διακρίνω κάθε τραπέζι εύκολα γιατί δεν είχε ντουμάνια. Τότε την πρόσεξα στο βάθος. Μια κοπέλα σε μια παρέα νεαρά παιδιά ήταν σκυφτή και κοιτούσε το ποτήρι της. Λεπτά χαρακτηριστικά και μακριά μαύρα μαλλιά. Ένα φρέσκο δάκρυ κυλούσε από το μάγουλό της. Ο Γιώργης τραγουδούσε .Είχε ωραία φωνή αλλά το τραγούδι δεν ήταν θλιμμένο. H κοπέλα όμως έκλαιγε . -Γιώργη πιάσε την “Αρχόντισσα” ρε φίλε… Γύρισα και του είπα όταν τέλειωσε το τραγούδι. - “Ποια Αρχόντισσα να πιάσω ρε αλάνι; Του Τσιτσάνη η την απέναντι στο τραπέζι που κοιτάς τόση ώρα;” Κόκκαλο εγώ , πάλι το σπασμένο χαμόγελο ο Γιώργης… -“Την είδες που κλαίει ρε Γιώργη η κοπέλα ; Ξέρεις τίποτα ; “ -“Παίξε τώρα και θα σου πω μετά…Δικά σου τα τραγούδια ότι γουστάρεις , λίγοι και καλοί μείναμε τώρα …” Το παράπονο της κοπέλας παρέμεινε στο τραπέζι της και μου βάραινε την σκέψη όση ώρα παίζαμε. Κάποια στιγμή που κάναμε ένα διάλειμμα ο Γιώργης με έπιασε από κοντά. “Η κοπέλα έχει ξανάρθει στο μαγαζί αλλά όχι μόνη της….Θυμάσαι ένα ψηλό παλικάρι που ερχότανε μαζί της όταν είχες πρωτοπιάσει δουλειά εδώ; “ Προσπάθησα να θυμηθώ … μια ψηλή φιγούρα με κράνος , ένα ευγενικό παιδί που ερχότανε στο μαγαζί μαζί της … -“Ναι κάτι θυμάμαι αλλά αμυδρά. Για τον γκόμενο έκλαιγε έτσι ρε; “, απάντησα απότομα. -“Ποιο γκόμενο ρε μαλάκα, αδερφός της ήτανε…” με αποπήρε ο Γιώργος. -“Ήτανε είπες; “ -“Πρίν ένα χρόνο … με τη μηχανή ήτανε το παιδί…Γυρνούσε σπίτι του από την δουλειά και πετάχτηκε ένας από στόπ…στον τόπο έμεινε…εικοσπέντε χρονώ παλικαράκι.” Δαγκώθηκα. – “Όχι ρε πούστη μου…” Να με συμπαθάς ρε Γιώργη νόμιζα … -“Ντάξει είμαστε ρε που να το ήξερες ; Και εγώ τυχαία το είχα μάθει από ένα παιδί που ξέρω και είναι στην παρέα τους απόψε , φιλαράκι μου. Φαίνεται την έφεραν να ξεσκάσει και την πήρε από κάτω. Τι να πείς γάμησέ τα αλάνι. Άντε πάμε για τα τελευταία να κλείσουμε.” Πέντε τραγούδια ακόμη παίξαμε αλλά ήμουν άκεφος. Ήθελα να σχολάσω και να σηκωθώ να φύγω. Ξαφνικά ένιωθα πολύ κουρασμένος. Τελικά μπορεί να κοιμόμουν σπίτι και να ξεκινούσα το πρωί. Όλη μου η διάθεση είχε φύγει. Άκου εικοσιπέντε χρονών …Δεν υπήρχε Θεός εκείνη τη μέρα ρε πούστη μου; Καληνυχτίσαμε τον κόσμο και μαζέψαμε τα όργανα. Εγώ έβαλα την ακουστική κιθάρα στη θήκη με την πατέντα για να την βάζω στη μηχανή . Το μεροκάματο κανόνισα να μου το δώσει ο Γιώργης όταν θα γυρνούσα Αθήνα. Βγήκα από το μαγαζί σφεντόνα και κίνησα προς τη μηχανή. Όπως σήκωσα το κεφάλι μου την είδα που στεκόταν μπροστά της. Η παρέα της ήταν στο μπροστινό αυτοκίνητο και περίμενε το Γιώργο – μου είχε πει θα έφευγαν μαζί να πάνε για φαγητό. Πήγα πιο κοντά να ξεκλειδώσω το λουκέτο. Γύρισε απότομα - δυο κατάμαυρα μάτια με κάρφωσαν. Κοκάλωσα. “Δεν θα ξεκλειδώσεις;” με ρώτησε. “Εεε…. ναι. Θα ξεκλειδώσω. Κάνεις λίγο στην άκρη μην σε χτυπήσω με την κιθάρα;” Όλη η ταστιέρα εξείχε πάνω από το κεφάλι μου. Αν έσκυβα απότομα για το λουκέτο θα την έτρωγε όλη στη μούρη. Έκανε ένα βήμα πίσω. Ακούμπησα στη σέλα την σκηνή , τον υπνόσακο και τον σάκο με τα πράγματα και προσεκτικά έλυσα το λουκέτο και το έβαλα πίσω. “Παίζεις πολύ όμορφα. Και τραγουδάς και καλά.” Ψέλλισα ένα ευχαριστώ με το ζόρι χωρίς να την κοιτάξω. Ντράπηκα .Ήθελα να της πω για τον αδερφό της αλλά σκέφτηκα ότι δεν μου έπεφτε λόγος να μιλήσω ούτε ήταν και η ώρα σωστή. Ανέβηκα στη Honda για να βάλω μπροστά να ζεσταίνεται όσο να φορτώσω σωστά τα πράγματα. Έβαλα νεκρά. Πάτησα την μίζα. Ο γνώριμος ήχος δεν ήρθε. Η μηχανή δεν έκανε κιχ. Άσχημη ώρα διάλεξε ο Σοϊχίρο και το κατασκεύασμα του να με φουμάρει σκεφτόμουν. Σε μισό δευτερόλεπτο το μυαλό μου είχε κάνει fastback σε όλα όσα έκανα δύο μέρες πριν που αφορούσαν την συντήρηση της . Λάδια , μπαταρία, λάστιχα, φρένα και αλυσίδα. Δεν είχα ξεχάσει τίποτα . Έκλεισα τον διακόπτη και τον άνοιξα πάλι. Γύρισα το κλειδί. Πάτησα την μίζα. Σιγή. Η μηχανή είχε μουλαρώσει και θα έμενε εκεί. Δεν είχε διακοπές. Θα μέναμε εκεί σε αυτή τη στιγμή εγώ πάνω στη μηχανή να προσπαθώ με την κιθάρα στην πλάτη και εκείνη να με κοιτάζει . Για πάντα. Πλησίασε πιο κοντά μου. Το δαχτυλό μου είχε μείνει κολλημένο στο μπουτόν της μίζας. “Δεν παίρνει μπροστά ;” μου είπε. Η χειρότερη φράση που μπορεί να ακούσει άντρας για την μηχανή του . Η αμέσως επόμενη στην λίστα μετά την “Δεν πειράζει αγάπη μου όλοι το παθαίνουν καμιά φορά”. “Θα πάρει. “ απάντησα κοφτά. Το δάχτυλο μου ακόμη πάνω στο μπουτόν της μίζας και την στιγμή που σκέφτομαι να ανάψω ένα τσιγάρο και κοιτάζω προς το μαγαζί να πάω να φωνάξω το Γιώργο να την σπρώξουμε μπας και πάρει, εκείνη με ακουμπά στο χέρι απαλά σχεδόν αέρινα. Γυρίζω απότομα το κεφάλι μου ξαφνιασμένος. Την κοιτώ στα μάτια. Και η μηχανή παίρνει μπροστά. Ναι, η γριά μοτοσικλέτα παίρνει μπροστά βγάζοντας ένα δυνατό ξερό θόρυβο που σκίζει το στενό δρομάκι και κάνει την παρέα που περιμένει το φίλο μου να πεταχτεί απότομα ξαφνιασμένη. Έχω μείνει άναυδος δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα μόνο την κοιτάζω. Μια κοιτάζω την μηχανή και μια εκείνη .Τι έγινε τώρα; “Δέσποινα με λένε.” , μου κάνει. “…….” εγώ ίσα που ανασαίνω… κάτσε να θυμηθώ το όνομά μου.. “Πάμε μια βόλτα;” μου κάνει με σιγουριά ενώ εγώ ο ηλίθιος προσπαθώ ακόμη να βρω το λόγια μου. “Πού;” ρωτάω - επιτέλους το αυτόματο μιλάει.. “Δεν ξέρω.. εσύ οδηγάς.. κάπου μακριά. Σκηνή έχεις, δεν έχεις ;” με κοιτάζει αλλά εγώ πλέον δεν βλέπω… κατάλαβα όμως … Έγνεψα καταφατικά νεύμα και ξεκαβάλησα . Φόρτωσα προσεκτικά τα πράγματα πίσω – πίσω στη μηχανή. Πήρα το κράνος του Κωστάκη που έπαιζε μπουζούκι μαζί μας και δεν είχε φύγει ακόμη από το μαγαζί, και έντυσα την Δέσποινα όσο καλύτερα μπορούσα. Συνεννοήθηκε με την παρέα της και τους καληνύχτισε , έκανα τράκα δυο πακέτα τσιγάρα από τον Γιώργο και ένα άλλο παιδί , πήρα και δύο μπουκάλια νερό και ανέβηκα πάνω. Η Δέσποινα έβαλε την κιθάρα στην πλάτη της και ανέβηκε στην γριά πίσω μου. Με αγκάλιασε απαλά με τα χέρια της. Όλος ο τόπος μύρισε γιασεμί. Ένα γιασεμί μετά και δύο τριαντάφυλλα περνούσαμε την λομπάρδα. Οδηγούσα σιγά αν και ο δρόμος ήταν άδειος. Δεν ήθελα να τρομάξει. Με έσφιγγε με δύναμη. Κάποια στιγμή κατάλαβα τους λυγμούς της αν και προσπαθούσε να τους κρύψει ώρα. Άνοιξα το γκάζι και τις άφησα και τις δυο να ξεσπάσουν. Η Δέσποινα είχε αφεθεί πλέον και έκλαιγε με όλη της την μανία. Δεν την ένοιαζε . Δεν με ντρέπονταν . Θέλει δύναμη ψυχής τέτοιο κλάμα. Και η γριά ούρλιαζε μανιασμένα θαρρείς και ήθελε να ξεπλύνει την ντροπή για όλες τους…να ζητήσει συγνώμη για το κακό που της έκανε.. Άκου εικοσιπέντε χρονών …Δεν υπήρχε Θεός εκείνη τη μέρα ρε πούστη μου; Μετά το λιθάρι υπήρχε ένα απάνεμο λιμανάκι που μπορούσαμε να σταθούμε. Κατέβασα στο μονοπατάκι την γριά και καβατζώσαμε μια άκρη και έστησα την σκηνή. Έκανε ακόμη πολύ ψύχρα και εγώ είχα παγώσει από την διαδρομή. Άναψα μια φωτιά με κάτι ξερόκλαδα και το ζιπέλαιο που κουβαλούσα. Δεν φαινόταν. Το απάγκιο μας ήταν κρυφό απ’ όλους. Έπιασα την κιθάρα Δεν έκλαψε τώρα. Ήθελα να την ρωτήσω. “Δέσποινα…σε είδα στο μαγαζί που έκλαιγες …και τώρα στο δρόμο πάνω στην μηχανή… μου είπε ο Γιώργος για τον αδερφό σου… Λυπάμαι ειλικρινά Δέσποινα…λυπάμαι…” με κοίταξε με μάτια που βούρκωσαν στην στιγμή. “Δεν κλαίω μόνο για τον αδερφό μου Άκη…Κλαίω και για μένα … καταράστηκα όλες τις μηχανές του κόσμου από το ατύχημα και μετά…έβλεπα ανθρώπους πάνω σε μηχανές και ήθελα να τις κάψω…αρρώστησα .. και σήμερα έκλαιγα πάλι για τον ίδιο λόγο… που είδα την μηχανή σου … Πού την αγόρασες;” “Σε ένα μαγαζί στα Πατήσια … μα γιατί με ρωτάς;” , αν και ήδη με είχαν ζώσει τα φίδια σαν να είχα ήδη ακούσει την απάντηση. Και θυμήθηκα την φάτσα του πωλητή όταν κόμπιασε που τον ρώτησα για τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, και κατάλαβα γιατί η μηχανή ήταν ξαναβαμμένη, και μου ήρθαν όλα μαζεμένα .. και θυμήθηκα το ψηλό μελαχρινό παλικαράκι με το κράνος και την σιγανή φωνή όταν είχα πιάσει δουλειά στις αρχές στο μαγαζί , και τον φίλο του Γιώργη να μας λέει για ένα παιδί που έπαθε ατύχημα με μηχανή και στο τέλος εμένα μπροστά στο μαγαζί να παζαρεύω την γριά… που τώρα δεν μου φαίνονταν όμορφη γριά, τώρα την έβλεπα πια όπως ήταν…. σίδερα χωρίς ψυχή που χρωστούσαν… σίδερα που είχαν πάρει μια ψυχή… Η Δέσποινα κατάλαβε την θύελλα στο μυαλό μου και πλησίασε κοντά μου… “Δεν σου το είπα για να στεναχωρηθείς… στο είπα για να καταλάβεις πως απόψε η μηχανή με λύτρωσε…τώρα βλέπω όπως πρέπει να βλέπω…” με κοίταζε με τα κατάμαυρα μάτια της… Και όλα μύρισαν γιασεμί. Ο ήλιος έκανε περίεργα σκαριφήματα με ομόκεντρους κύκλους πάνω της . Στέγνωνε σιγά – σιγά την υγρασία και της ξαναέδινε ζωντανά χρώματα… όπως προχωρούσε φώτιζε την παλιά ονομασία που πλέον είχε αποκτήσει άλλο νόημα στην ζωή μου…Δέσποινα την έλεγαν …CB την έλεγαν…. δεν θυμάμαι πως την έλεγαν… αυτό που θυμάμαι είναι πως.... .......μύριζε γιασεμί. Αναδημοσιεύεται χωρίς την άδεια του συγγραφέα. Πηγή Λόγια του Συγγραφέα καλα και συ δε μποουσες να κανεις λιγο υπομονη να μας το πεις τη παρασκευη;;
*nenya* Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Με συγκίνησε η ιστορία γιατί πριν λίγες μέρες έχασα θείο μου, 40 ετών, σε ατύχημα με μηχανή. Πρώτη φορά ξέχασε το κράνος του...και ήταν και η τελευταία. Τραγική ειρωνεία: έπαθε το ατύχημα την ώρα που γύριζε πίσω για να πάρει το κράνος του. Άφησε πίσω του ορφανά δύο ανήλικα κορίτσια. Κράνος και πάλι κράνος ρε παιδιά :/ έστω να έχετε παραπάνω πιθανότητες να γλιτώσετε το κεφάλι σας. Τρελαινομαι όταν βλέπω να οδηγούν κ να το έχουν στο μπρατσο περασμενο σαν να είναι βραχιόλι ξερωγω. Σημ.: όσο και να στεναχωριέμαι από τέτοια περιστατικά κατά καιρούς, ωστόσο παραμένω μεγάλη fan των μηχανών. Μπορεί να μην οδηγώ η ίδια, αλλά έχω το κράνος μου κ απολαμβάνω διαδρομές με τους φίλους μου. Είναι έρωτας οι άτιμες! Και αυτή η επιτάχυνση κ ο άνεμος να σε βαραει...τέλεια αίσθηση.
Super Moderators Thresh Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Super Moderators Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Σεντόνια δεν διαβάζω.. 1
Basilhs23___ Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Με συγκίνησε η ιστορία γιατί πριν λίγες μέρες έχασα θείο μου, 40 ετών, σε ατύχημα με μηχανή. Πρώτη φορά ξέχασε το κράνος του...και ήταν και η τελευταία. Τραγική ειρωνεία: έπαθε το ατύχημα την ώρα που γύριζε πίσω για να πάρει το κράνος του. Άφησε πίσω του ορφανά δύο ανήλικα κορίτσια. Κράνος και πάλι κράνος ρε παιδιά :/ έστω να έχετε παραπάνω πιθανότητες να γλιτώσετε το κεφάλι σας. Τρελαινομαι όταν βλέπω να οδηγούν κ να το έχουν στο μπρατσο περασμενο σαν να είναι βραχιόλι ξερωγω. Σημ.: όσο και να στεναχωριέμαι από τέτοια περιστατικά κατά καιρούς, ωστόσο παραμένω μεγάλη fan των μηχανών. Μπορεί να μην οδηγώ η ίδια, αλλά έχω το κράνος μου κ απολαμβάνω διαδρομές με τους φίλους μου. Είναι έρωτας οι άτιμες! Και αυτή η επιτάχυνση κ ο άνεμος να σε βαραει...τέλεια αίσθηση. Ο θάνατος ήταν από τραυματισμό στο κεφάλι; Αν φόραγε κράνος μπορεί να το είχε αποφύγει με μεγάλη πιθανότητα.
*nenya* Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Ο θάνατος ήταν από τραυματισμό στο κεφάλι; Αν φόραγε κράνος μπορεί να το είχε αποφύγει με μεγάλη πιθανότητα. Ακριβώς. Αυτό είπαν και οι γιατροί.
pournaras Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Σεντόνια δεν διαβάζω.. Ευχαριστουμε πολυ που μας ενημερωσες... 2
Rumpelstiltskin Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 είναι ωραία ιστορία πάντως και πιστεύω αξίζει να τη διαβάσει καποιος.Εσείς που λέτε "σεντόνια δε διαβάζω" γιατί μπαίνετε στον κόπο να σχολιάσετε αφού δεν σας ενδιαφέρει? 4
tony81 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2015 Γιατί ο άλλος που έκανε παράθεση το σεντόνι για να γράψει 1 πρόταση τι σου λέει 3
Προτεινόμενες αναρτήσεις
Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε
Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!
Δημιουργία νέου λογαριασμούΣύνδεση
Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Συνδεθείτε τώρα