astrosunnefo Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2016 @storm Φοβερές οι ιστορίες σου, και το γράψιμό σου απολαυστικό. Like. Πόσο μ' αρέσουν αυτές οι ψηλαφήσεις ψυχοσύνθεσης, εσωτερικής αναζήτησης και γενικότερης φιλοσόφησης μέσα απ' τις προσεχτικά παραταγμένες λεξούλες που προσπαθούν να πουν κάτι. Συνειρμικά μου ήρθε αυτή η ιστοριούλα που είχα γράψει το '13. Δεν έχει, βέβαια, τη δική σου μαστοριά, αλλά i'm on it. Στον χορό των... αντιφάσεων «Κι είναι και καμιά φορά, που το μέσα σου γίνεται τόσο ανυπόμονο κι αρχίζει να κραυγάζει, μη μπορώντας να παραμείνει βουβό άλλο εντός, θαρρείς και νομίζει πως δεν υπάρχει αύριο, και σπεύδει να ξεμυτίσει από μέσα σου όπως όπως. Είναι η στιγμή, που η μάσκα γίνεται διάφανη. Τι κι αν εσύ δυσανασχετείς και προσπαθείς σπασμωδικά να το ελέγξεις; Εις μάτην! Είναι φορές που επιτυγχάνεται η εναλλαγή των ρόλων, κι εσύ δεν μπορείς να το αποτρέψεις. Ο κουμανταδόρος είναι αυτό, κι εσύ απλώς ακολουθείς σιωπηλά με χαμηλωμένο βλέμμα. Είναι η στιγμή που, εν μέσω παράστασης, παθαίνεις σεντόνι. Χάνεις τα λόγια σου, δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι, τι κάνεις και πώς να συνεχίσεις. Ο υποβολέας είναι εκεί. Συνεχίζει να σου υπαγορεύει χαμηλοφώνως, αλλά εσύ έχεις χάσει την αίσθηση της ακοής. Και παραμένεις μετέωρος. Γιατί και οι καλύτεροι ηθοποιοί έχουν τις άτυχες μέρες τους. Κι η μάσκα πέφτει, ξεσκεπάζεσαι. Κι ο άλλος σε βλέπει, δίχως την μάσκα σου, και τρομάζει. Τρομάζει κι αηδιάζει, καθώς συνειδητοποιεί το αληθινό σου Εγώ, όσο το μέσα σου βγάζει, ουρλιάζοντας, όσα είχες καταπιεσμένα και φυλαγμένα καλά στα μύχια συρτάρια σου, τόσο καιρό.» Αυτές οι λέξεις παρατάχθηκαν ευθύς αμέσως στο μυαλό της κυρα - Φλώρας, καθώς διέσχιζε τον διάδρομο κι έριξε μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη. Γιατί δεν αντίκριζε το είδωλό της πια. Μπορούσε να θωρεί την εσώτερη μορφή της, μορφή μαύρη κι άχαρη. Σμιλεμένη άτσαλα, με βαριές κινήσεις. Όχι προσεκτικές και μελετημένες. Οι κινήσεις της είχαν κάτι απ’ την αδιάφορη γρηγοράδα ζώου, που διασχίζει τον δρόμο, ενόσω περνούν, με ανεπτυγμένη ταχύτητα, τα οχήματα. «Μπορείς μ’ αυτά τα δεδομένα να έχεις άρτιο αποτέλεσμα;» αναρωτήθηκε και κούνησε απογοητευμένα το κεφάλι της, όσο γέμιζε ένα ποτήρι κονιάκ κι άναβε το τσιγάρο της. Μπορεί να ήταν σε προχωρημένη ηλικία και να την ταλαιπωρούσαν καρδιολογικά προβλήματα, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να σταματήσει τις καταχρήσεις. Έχουν κάτι από την γλυκιά γεύση του ρίσκου, που από νια αγαπούσε. Άλλωστε, αυτή η αβεβαιότητα την έκανε να αντικρίσει το πραγματικό ποιόν της και να ξεκολλήσει απ’ το πλασματικό φαίνεσθαι. Μια διαδικασία που για χρόνια είχε αφημένη στην άκρη, τεχνηέντως, και της θύμισε το γεγονός πως "όλοι είμαστε περαστικοί από τούτη τη ζωή". Κάτι που έπρεπε να κοντοζυγώσει, για να το αντιληφθεί, ή και να παραδεχτεί. Οι σκέψεις της, λεπτό το λεπτό, γινόντουσαν ολοένα και πιο ζοφώδεις. Ένιωθε να την πνίγουν, να γίνονται θηλιά στο λαιμό της και να την σφίγγουν όλο και πιο δυνατά. Αποφάσισε να πάει έναν περίπατο, για να αποφορτιστεί και ν' αδειάσει το κεφάλι της. Έβαλε τα παπούτσια της, πήρε την τσάντα της και το μπαστούνι της, και βγήκε στην αυλίτσα. Νοέμβριος μήνας κι είχε βάλει κρύο. Έφτιαξε καλύτερα το κασκόλ της, βγήκε στον δρόμο και ξεκίνησε την γνωστή διαδρομή. Γνωστή διαδρομή. Γνώριμη κι η παραμικρή πιθαμή. Όλα ίδια, μα τόσο αλλιώτικα συνάμα. Τούτη την φορά παρατηρούσε λεπτομέρειες κι αντίκριζε ομορφιές, που δεν είχε ξαναματαδεί έως τώρα. Βλέπεις, η καρδιά, που είναι γεμάτη από εγωισμό, είναι πολύ απασχολημένη, για να κάτσει να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο πέρα από την ίδια. Και παραμένει παγωμένη στις οποιεσδήποτε δυσδιάκριτες συγκινήσεις. Στα μισά της διαδρομής ξεκίνησε να ψιχαλίζει. Θαρρείς και τα σύννεφα δάκρυζαν, που θωρούσαν την αλλαγή της Φλώρας. Μετείχαν κι αυτά, με τον τρόπο τους, στην ιερουργία. Οι σταγόνες της βροχής άρχισαν να αλλοιώνουν το σκηνικό, να το αλλάζουν. Τα πάντα έχαναν την μορφή τους και μετουσιώνονταν σε κάτι άλλο. Μονάδες ενός ιδεατού σκηνικού που θύμιζε παραμύθι. Παραπέρα οδοντωτοί τροχοί γυρνούσαν ασταμάτητα. Τρεις παράξενες γυναικείες παρουσίες στον τροχό της Ειμαρμένης, έτρεχαν γοργά ολούθε και μιλούσαν βιαστικά αναμεταξύ τους φορές φορές. Θα μπορούσε να υποτεθεί πως ήταν ένα καλοστημένο εργοστάσιο. Αλλά, όχι σαν τα υπόλοιπα. Αφού το μάτι της εισέπραξε την γενική εικόνα, άρχισε να ρουφάει πιο αργά ό,τι κοιτούσε τριγύρω και το περνούσε απ' την διαδικασία της πολτοποίησης - ανάλυσης. Δεν άργησε να καταλάβει πως ενώ ήταν θεατής στις διαδικασίες που εκτελούνταν, αυτή παρέμενε αόρατη σ' αυτές. Αφού περνούσε η ώρα κι είχε προλάβει να περισυλλέξει κάμποσα πράγματα, άρχισε να ενώνει τα κομμάτια του παζλ, και κατάλαβε πως όλες οι διαδικασίες αφορούσαν την Γένεση ενός κοριτσιού. Πριν προλάβει να το χωνέψει καλά - καλά, εμφανίστηε η Ρεαλιστικότητα, στην οποία έτεινε την σκάλα του ο Ρομαντισμός. Την Σκληρότητα χάιδεψε τρυφερά η Ευαισθησία. Η Διαλλακτικότητα έκλεισε το μάτι στην Αδιαλλαξία. Η αισιοδοξία έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο στην Απαισιοδοξία, την πήρε αγκαλιά και άρχισε να τις εξιστορεί σχέδια για το μέλλον. Η Αναποφασιστικότητα πήρε μια ελαφριά σπρωξιά απ' την Αποφασιστικότητα, κι έκανε ένα δειλό βήμα μπροστά. [...] Η κυρά - Φλώρα μετέωρη και με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούσε την αρμονική συνύπαρξη των αντιφάσεων και την θέλησή τους να σμίξουν στον χορό, παρά την φαινομενική τους ασυμβατότητα. Τουλάχιστον, προσπαθούσαν. Κι ας μην ήξεραν τα βήματα, κι ας υπήρχε έλλειψη χάρης και συντονισμού. Σάματις οι χορευτές μπορούν εξ αρχής να ακολουθήσουν την χορογραφία κατά γράμμα; Την Φλώρα την είχε κυριεύσει το υπέροχα μαγικό συνονθύλευμα, στο οποίο ήταν μάρτυρας. Τα σύννεφα έριξαν και τις τελευταίες τους ψιχάλες. Το σκηνικό πήρε την πρότερή του μορφή, καθετί από αλλού φερμένο εξαφανίστηκε και η Φλώρα, μέχρι να φτάσει πάλι στο σπίτι της, αναρωτιόταν αν ό,τι είδε όντως το είδε, ή ήταν παραισθήσεις. Όταν έπεσε στο κρεβάτι της, την πήρε αμέσως ο ύπνος, δίχως να χρειαστεί να πάρει χάπι. Ήταν ο πιο ανάλαφρος και γλυκός ύπνος που είχε κάνει ποτέ. 2
Moderators stormrain Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2016 Moderators Δημοσ. 3 Σεπτεμβρίου 2016 Φοβερη η ιστορία σου, και το κομματι με τις αντιφασεις πραγματικα πολυ ιδιαίτερο!! Keep it up 1
L0k0p0k013 Δημοσ. 4 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 4 Σεπτεμβρίου 2016 Τρεις έντεκα τρεις δώδεκα τρεις δεκαπέντε και έντεκα.
defacer Δημοσ. 4 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 4 Σεπτεμβρίου 2016 Φανταστικό θέμα! Ανυπομονώ να διαβάσω τις ιστορίες με την απαιτούμενη προσοχή, πράγμα που δυστυχώς αυτή τη στιγμή δε γίνεται. Κανα δυο δικά μου που έχω πρόχειρα: Μικρό "Paingod" Inspired by Harlan Ellison, πρόταση σερβιρίσματος: μαζί με Portishead Χαράζει, κι εγώ ξυπνάω απ’ το νυχτερινό μου ταξίδι. Με μικρά κι απρόσεχτα βήματα αφήνω πίσω μου τους ψίθυρους της νύχτας, και σκέφτομαι ξανά όλα τα μυστικά που πέθαναν κι απόψε. Τα σκουριασμένα τριξίματα π’ αγωνιούσαν ν’ ακουστούν, και τις ανησυχίες που κατά λάθος γεννήθηκαν αυτό το βράδυ. Βαδίζω πάνω από κρυφούς σωλήνες γεμάτος με το αίμα όσων εμπιστεύτηκαν τον άνθρωπο, κι ακούω τους δρόμους ν’ αναρωτιούνται: «Είναι δυνατόν να μην έμαθε κανείς πως έχουμε πόλεμο; Κανείς να μη μπορεί να δει την αλήθεια, μετά απ’ όσα τους είπαμε;»Σαν άλλος θεός του πόνου, μ’ ακόντια μαύρης απελπισίας κυνηγώ όσους αγάπησαν, να στερεώσω τρόπαια σε πέτρινους τοίχους τις καρδιές τους. Να ψάξω ανάμεσα σε σωρούς από τσαλακωμένες προσδοκίες για το ραβασάκι που θα χαραχτεί στου καθενός τους την ταφόπλακα. Με τα πιο κρυφά τους δάκρυα να προσφέρω σπονδή στην κακία του κόσμου. Κι όταν πια δω και τον τελευταίο να κλαίει πάνω από κάποιο γκρεμό με τα χέρια ανοιχτά σα φτερούγες χάρτινες, θα ξέρω πως τα κατάφερα, πως όλοι έχουν σωθεί.Και τότε θα ξεριζώσω την ψυχή μου, θα την εξορίσω στη βαθύτερη σπηλιά του πιο απόμακρου πλανήτη που τριγυρίζει το σκοτεινότερο αστέρι του κόσμου, και με την τελευταία μου ανάσα θα καταραστώ την αγάπη να μην ξαναβγεί από κει μέσα, παρά μόνο αν περάσει μια μέρα χωρίς ν’ ακουστεί έστω και το μικρότερο ψέμα απ’ ανθρώπινο στόμα. Κι ελπίζω, ώσπου να φτάσει η στιγμή εκείνη, κάποιος να μου εξηγήσει πώς; Πώς είναι δυνατόν να έχω αμφιβολίες γι’ αυτό που κάνω; Μεγάλο "Η Νεράιδα του Δάσους" Περπατούσα μόνος ανάμεσα στα σιωπηλά δέντρα, νιώθοντας τις χλιαρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν πάνω μου, να μουσκεύουν τα μαλλιά μου και να σχηματίζουν μικρά ρυάκια γλιστρώντας σιγά σιγά πάνω στα μάγουλά μου. Η βροχή μύριζε σα χορτάρι, ή ίσως η οσμή του υγρού φρέσκου χώματος μου θύμιζε τη βροχή. Όπως και να 'χει, δεν υπήρχε άλλος εκτός από μένα για να γευτεί τη μυρωδιά. Όλοι με είχαν εγκαταλείψει, όλοι εκτός από τις σκέψεις μου, που μ' ακολουθούσαν όπως κι εγώ ακολουθούσα το μονοπάτι, με σιγουριά και σεβασμό συγχρόνως. Κατά κάποιο τρόπο μάλιστα οι σκέψεις αυτές είχαν μια παρουσία εντονότερη από κάθε τι χειροπιαστό, και παραμέριζαν τα πάντα στην άκρη της συνείδησής μου. Το αδιάκοπο σφυροκόπημα της βροχής πάνω στα έλατα, τη γη και το δέρμα μου έμοιαζε απόκοσμο, σα να προερχόταν από κάπου πολύ μακριά. Αν ήμουν στεγνός θα ορκιζόμουν πως ήταν ψεύτικο. Παραμερίζοντας ανούσιες φαντασίες σαν κι αυτές, προσπάθησα γι άλλη μια φορά να ξεδιαλύνω το απεχθές αυτό κουβάρι σκέψεων που αντίκρυζα όποτε έκλεινα τα μάτια. Δεν ήξερα γιατί βρισκόμουν εκεί, όχι. Ούτε ήξερα γιατί συνέχιζα να περπατάω, ή πού θα με οδηγούσε το μονοπάτι. Με είχε κυριεύσει όμως μια ακαθόριστη αίσθηση προσμονής και τα μουρμουρητά της ήταν που υπαγόρευαν τα βήματά μου. Ήταν η πλήρης βεβαιότητα πως κάτι σημαντικό θα συμβεί, πλήρης σαν τη μαγεία που ασκούν οι προβολείς του αυτοκινήτου στο ελάφι και σαν την έκσταση της πυγολαμπίδας όταν την αγκαλιάζουν οι φλόγες. Βέβαια κανείς δε μου υποσχόταν πως το επικείμενο γεγονός θα ήταν λιγότερο επικίνδυνο για μένα απ' ότι η φωτιά για την πυγολαμπίδα, αλλά πάλι κανείς δεν υποσχόταν τίποτα και στην πυγολαμπίδα. Τότε ήταν που άκουσα για πρώτη φορά το τραγούδι της. Στην αρχή δεν το είχα προσέξει, συγχέοντάς το με τον ήχο του ανέμου που χαϊδεύει τα φύλλα. Όσο πλησίαζα όμως -- γιατί τώρα ήμουν σίγουρος ότι κάπου πλησίαζα -- αυτό κέρδιζε συνεχώς σε δύναμη και ομορφιά. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχε ξεπεράσει σε ένταση το υψίσυχνο σφύριγμα του αέρα, είχε πνίξει το μελωδικό πλατσούρισμα της βροχής... με είχε κυριεύσει. Όταν αργότερα με ρωτούσαν, το περιέγραφα σα μια μεικτή χορωδία αγγέλων και δαιμονικών να τραγουδά μόνο μιά νότα, μιά νότα που ήταν συγχρόνως θρήνος και έκσταση, που ο νους δε μπορούσε να τη συλλάβει αλλά μόνο να τη ζήσει· γιατί καθώς ένιωθα τα περάσματά της ν' αγγίζουν την ψυχή μου και τις κορώνες τις να διαπερνούν το μυαλό μου, ήξερα πως αυτό το τραγούδι δεν ήταν ανθρώπινο, μα κάτι παραπάνω... Άξαφνα, φτάνοντας στην κορυφή ενός λασπωμένου υψώματος, είδα και την ίδια. Αν και καθόταν πάνω στον πεσμένο κορμό μιας βελανιδιάς, το παράστημά της παρέπεμπε σε βασίλισσα που κάθεται στο θρόνο της. Τ' ολόλευκο φόρεμα που αγκάλιαζε το κορμί της αρχίζοντας από τους ώμους και φτάνοντας μέχρι τους λεπτοκαμωμένους αστραγάλους της μου θύμισε κύκνο· μόνο που καμιά βασίλισσα δε μπορούσε να έχει τόση χάρη, και κανένας κύκνος δεν ήταν τόσο όμορφος. Τα χρυσοκόκκινα σγουρά μαλλιά της χύνονταν ατίθασα πάνω στους ώμους της, περιβάλλοντας σα φωτοστέφανο αγγέλου ένα πρόσωπο τόσο τέλειο που έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι. Σταμάτησα παραπατώντας κι έμεινα άφωνος να την κοιτάω, μ' ένα παιδικό χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. Το σώμα μου είχε παραλύσει· η καρδιά μου χτυπούσε σα δαιμονισμένη, τόσο δυνατά που νόμιζα πως άκουγα εντονότερα τον ήχο της παρά τον αέρα που ολοένα και δυνάμωνε. Η οπτασία -- τι άλλο μπορεί να ήταν; -- συνέχιζε να τραγουδά με τα μάτια κλειστά, ενώ μέσα μου η ηδονή των αισθήσεων πάλευε με το φόβο του υπερφυσικού. Έκανα την αμυδρή σκέψη πως σίγουρα ονειρεύομαι, είμαι αναίσθητος σ' ένα λασπωμένο μονοπάτι κι όλα αυτά τα φαντάζομαι. Ή ακόμα ότι κάτι μου συνέβη κι αυτός είναι ο παράδεισος· μα ναι, η αψεγάδιαστη ομορφιά της μόνο σ' έναν άγγελο θα μπορούσε ν΄ανήκει. Γονάτισα· η βροχή είχε σταματήσει, μα τώρα το χώμα ποτιζόταν απ' τα σιωπηλά μου δάκρυα. Νομίζω ότι εκείνη αισθάνθηκε την παρουσία μου τότε, ή ίσως απλά να με είχε ακούσει. Χωρίς καμιά προειδοποίηση είδα, η μάλλον ένιωσα, μια εκτυφλωτική λάμψη να με διαπερνά απ' άκρη σ' άκρη, σβήνοντας τη μορφή της από τα μάτια μου μα όχι κι απ' το μυαλό μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τα βλέφαρά της ν' ανασηκώνονται και τα μάτια της να μου χαρίζουν ένα ανεκτίμητο χαμόγελο... Φαντάζομαι πως από καθαρή τύχη με βρήκαν στο δάσος το ίδιο βράδυ. Εγώ σίγουρα δε θα είχα καταφέρει να βγω απ' αυτό μόνος μου. Ανακουφίστηκαν όταν με είδαν, βέβαια, μα κανείς τους δεν πίστεψε την ιστορία μου· ούτε τότε, μα ούτε και μέχρι σήμερα. Μόνο μια φορά, μετά από πολλά χρόνια, ο εγγονός μου μου είπε ότι, όπως λέει το παραμύθι, η οπτασία που συνάντησα εκείνη τη μέρα ήταν η νεράιδα του δάσους, που η ομορφιά της τυφλώνει όποιον άτυχο ρίξει το βλέμμα του πάνω της. Χαϊδεύοντας τα σγουρά του μαλλιά, χαμογέλασα και του απάντησα πως έβλεπα μια χαρά. Κι αν τα πάντα γύρω μου φαινόντουσαν μαύρα, αυτό συνέβαινε γιατί δεν ήταν όμορφα. Τα πάντα, εκτός από κείνη. Ναι, έχω θέμα με τις κοκκινομάλλες. Deal with it. 3
Moderators stormrain Δημοσ. 4 Σεπτεμβρίου 2016 Moderators Δημοσ. 4 Σεπτεμβρίου 2016 Πολλοι γραφετε σε πρωτο προσωπο βλεπω ε. Πολυ καλη προσεγγιση αλλα δυσκολη για μενα, οσες φορες το εχω δοκιμασει δε μου βγαινει με τιποτα
astrosunnefo Δημοσ. 7 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 7 Σεπτεμβρίου 2016 @defacer Ό,τι άλλο έχεις, που θες να μοιραστείς φυσικά, να το βάλεις. Δεν σ' το ζητώ. Το απαιτώ.
aneurysm Δημοσ. 7 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 7 Σεπτεμβρίου 2016 Κανεις ποιήματα? Η ειναι για άλλο θρεντ? 2
astrosunnefo Δημοσ. 7 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 7 Σεπτεμβρίου 2016 Ο Manuel δεν το συγκεκριμενοποιεί. Ό,τι θέλει ο καθένας.
Επισκέπτης Δημοσ. 7 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 7 Σεπτεμβρίου 2016 Ναι, παιδιά, εννοείται, ότι θέλετε βάλτε!
defacer Δημοσ. 11 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 11 Σεπτεμβρίου 2016 @defacer Ό,τι άλλο έχεις, που θες να μοιραστείς φυσικά, να το βάλεις. Δεν σ' το ζητώ. Το απαιτώ. Yes ma'am. Ορίστε μία που έχω πρόχειρη, σε πρώτο πρόσωπο για να πειράζουμε λίγο και τον storm. Σεντονάκι. Γράφτηκε ακριβώς πριν 15 χρόνια κατά τη διάρκεια εξεταστικής, προσπαθώντας να κάνω οτιδήποτε άλλο από το να διαβάσω. Εισαγωγή Αέρας. Παντού τριγύρω μου, ο αέρας σφυρίζει τα ονόματα των ανθρώπων που γνώρισα και των ταξιδιών που έκανα. Είναι γεμάτος οσμές και χρώματα, όχι όμως σαν αυτά που βλέπεις όταν ανέβεις στην κορυφή του κόσμου και τα σύννεφα βρίσκονται μπροστά σου, πίσω σου, παντού τριγύρω σου και συνωμοτούν με τον ήλιο να σε πνίξουν σε μια χρυσαφένια θάλασσα. Άλλα χρώματα, γαλάζιο και καφέ, χιλιάδες αποχρώσεις του πράσινου, και κόκκινο σκούρο σαν αίμα, και χρώματα της αγάπης, που 'ναι διαφορετικά για τον καθένα. Δεν μπορεί παρά να σε μεθύσει όλος αυτός ο παιχνιδότοπος των αισθήσεων, αλλά ίσως είναι γιατί εκεί που πάω πρέπει να φτάσω ζαλισμένος. Σκηνή Πρώτη Φως. Ο ήχος της καρδιάς μου που χτυπάει. Και φως. Μελωδίες, αισθήσεις και κλάμα μπλέκονται και φτιάχνουν τον παράδεισο, έτσι όπως μόνο οι αθώοι μπορούν να τον γνωρίσουν. Σιγά σιγά, τα μάτια μου ανοίγουν κι αγκαλιάζουν αχόρταγα τον κόσμο. Υπάρχει μια απέραντη σκάλα μπροστά μου, αλλά δεν ξέρω αν λέγεται όντως σκάλα ή κάπως αλλιώς, κι η δροσερή υγρασία που εξερευνούν τα δάχτυλα των ποδιών μου είναι το πρώτο από τα σκαλοπάτια της. Γράφει "ΑΡΧΗ" επάνω, δεν ξέρω να διαβάζω αλλά το κατάλαβα, και χαρούμενος για το μυστικό που ανακάλυψα σκέφτομαι κιόλας με ποιόν θα το μοιραστώ. Το επόμενο σκαλοπάτι κάτι γράφει κι αυτό, αλλά περιέργως είναι λιγάκι θολά τα γράμματα κι η αγνή μου δίψα δεν είναι αρκετή για να τα ξεχωρίσω. Κάποιος με σκουντάει στην πλάτη, κι όλα σβήνουν σαν όνειρο το ξημέρωμα. Σκηνή Δεύτερη Κάτι ζεστό μ' αγκαλιάζει χωρίς να μ' αγγίζει. Βρίσκεται κάπου κοντά, κι ας μη μπορώ να το δω· κρύβεται πάντα σε μικρές όμορφες γωνίτσες, προστατευμένο από τα ξένα βλέμματα και τ' απλωμένα χέρια που είναι διάφανα σαν την ψυχή του ιδιοκτήτη τους. Ένα φωτεινό μαντήλι που δεν υπάρχει στ' αλήθεια είναι τυλιγμένο γύρω απ' το λαιμό μου, κι η λάμψη του με βοηθά να διαβάσω τα γράμματα στο σκαλοπάτι καθώς τα ψηλαφίζω· "ΦΙΛΙΑ" γράφει. Είμαι γονατιστός, αν και τώρα πια μπορώ να περπατήσω, μα κι αν δε μπορούσα το μαντήλι θα γινόταν γέρικος βράχος δίπλα μου να στηριχτώ. Τα διάφανα πλάσματα χωρίς να το καταλάβω έγιναν κηφήνες και ο βόμβος τους πνίγει τον αέρα, το νιώθω γιατί είναι σα να κινούμαι νωχελικά στο βουρκωμένο βυθό της θάλασσας, αλλά εγώ θα μοιραστώ το μυστικό με το βράχο μου, κι αυτός σ' αντάλλαγμα θα μ' αφήσει να χαϊδέψω τις χαρακιές και τ' αυλάκια που άφησε πάνω του ο καιρός. Κάποιος με σκουντάει στην πλάτη, κι όλα σβήνουν σαν αρχαία βασίλεια στο πέρασμα των αιώνων. Σκηνή Τρίτη Το κόκκινο ποτίζει τα πάντα. Είναι αργό χρώμα το κόκκινο, μα δεν αφήνει κανέναν απ' αυτούς που πρόφτασε να ξεφύγει από τα νύχια του. Και το τοπίο έχει πάρει ένα χρώμα αλλόκοτο, σα να παρακολουθώ μια πυρκαγιά το ηλιοβασίλεμα, κι η ζέστη είναι αφόρητη. Είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, η καρδιά μου χτυπάει σα δαιμονισμένη, το αίμα κυλάει μέσα μου σιγοβράζοντας κι η λάμψη της λάβας αστράφτει στα μάτια μου. Μ' έχει κυριέψει ένας απερίγραπτος θυμός -- και ποιός δε θα εξοργιζόταν όταν υποφέρει; -- που τα φλογισμένα γράμματα στο σκαλοπάτι με καίνε, πόσο πολύ με καίνε, δε φτάνει που γράφουν "ΜΙΣΟΣ", θέλουν τώρα να το χαράξουν και πάνω μου. Ο καπνός γλιστράει μέσα απ' τα ρουθούνια μου σα μαύρο δηλητηριώδες φίδι και μου λέει να καταστρέψω κάτι, ο,τιδήποτε, κι αν είναι κάτι όμορφο ακόμη καλύτερα· "είναι πολύ πιο εύκολο απ' ότι να το δημιουργήσεις," μου ψιθυρίζει. Όταν επιτέλους έρχεται, το σκούντημα είναι σαν ανακούφιση, κι όλα σβήνουν σαν πατημασιές στο χώμα καθώς βρέχει. Σκηνή Τέταρτη Δεν υπάρχει πολύ φως· μερικές σταγόνες μονάχα. Και μέσα σ' αυτό το σχεδόν-σκοτάδι, ένας χορός των αισθήσεων ξετυλίγει το νήμα του. Μπορώ να διακρίνω αμυδρά τις σκιές που πρωταγωνιστούν, μάλλον τις ζωντανεύει το φεγγάρι, ή ίσως και να 'ναι η λάμψη στα μάτια της. Ξέπνοοι ψίθυροι που μοιάζουν με μουσική, ανάσες που χαϊδεύουν ιδρωμένους λαιμούς και δάχτυλα που σπαρταράνε πάνω στον τοίχο φτιάχνουν τα σκηνικά. Οι σκέψεις μοιάζουν να έχουν εξοριστεί μακριά από τούτο το άδυτο, οι λέξεις εδώ δεν έχουν νόημα και γι' αυτό τα λιγοστά γράμματα στο έδαφος δεν απευθύνονται σε κανέναν. "ΠΑΘΟΣ". Ο πειρασμός που έχω μπροστά μου δεν είναι μήλο και δεν είναι απαγορευμένος, πώς είναι δυνατόν να με γεμίζει με ηδονή; Αυτή τη φορά το σκούντημα είναι βίαιο, σα να με γραπώνει κάποιο αρπακτικό, κι όλα σβήνουν σαν το άγγιγμα μιας παλιάς ξεχασμένης αγάπης. Σκηνή Πέμπτη Ξημερώνει μια καινούρια μέρα, τόσο ξεχωριστή όσο κι όλες οι εκείνες που προηγήθηκαν, τόσο ανεξιχνίαστη όσο κι αυτές που θ' ακολουθήσουν. Μόνο που σήμερα είναι το ομορφότερο πρωινό της ζωής μου· το διαβάζω στον τρόπο με τον οποίο παίζουν οι ηλιαχτίδες στα φύλλα των δέντρων και το ακούω σε κάθε βήμα των περαστικών τριγύρω μου. Συνήθως, τις ημέρες μιλάω ευγενικά σε όλους και συμβιβάζομαι, ενώ τα βράδια παρακολουθώ το φεγγάρι να κάνει το ασημένιο σιωπηλό ταξίδι του κι αναπολώ. Και κάπου ανάμεσα σ' όλα αυτά έρχονται στιγμές απόκρυφες που νιώθω πως μπορώ ν' αλλάξω τα χρώματα του κόσμου και να τον κάνω υπέροχο· τώρα όμως θα ήταν ιερόσυλο να κάνω ο,τιδήποτε άλλο απ' το να κλείσω τα μάτια και να ονειρευτώ, γιατί σήμερα είναι από μόνος του υπέροχος, και δεν τολμώ να ρωτήσω τι όμορφες σκέψεις έκανα για ν' αξίζω κάτι τέτοιο. Το ηλιοβασίλεμα με βρίσκει καθισμένο στην αμμουδιά να σκέφτομαι γιατί άραγε στις πέτρες γράφει "ΧΑΡΑ", αφού αυτή είναι ζωγραφισμένη με χρυσά γράμματα σ' όλο τον ορίζοντα. Νόμιζα πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, μα κάποιος με σκουντάει στην πλάτη, κι όλα σβήνουν σαν αστέρια στο βυθό της θάλασσας. Σκηνή Έκτη Περιμένω την ομίχλη που μ' αγκαλιάζει απάνθρωπα να διαλυθεί, ελπίζοντας να πάρει μαζί της και την αγωνία μου. Όπου κι αν στρέψω το βλέμμα, μια θάλασσα από αναμμένα κεριά μ' αντικρίζει, κεριά όμοια σα σταγόνες αίματος, κοντά, μικρά και μαύρα σαν την προδοσία. Το βλέπω στο παράστημά τους πως υπήρχαν εδώ πριν από μένα, και με περίμεναν να έρθω να σταθώ απέναντί τους, ανάμεσά τους όπως είμαι τώρα, να τα κοιτάξω και ν' απελπιστώ. Το πρώτο απ' αυτά σβήνει, κι ένα παγωμένο βάρος με πλακώνει. Κι έπειτα το δεύτερο. Και το τρίτο. Το φως συνεχώς λιγοστεύει, όχι γιατί σβήνουν τα κεριά, αλλά επειδή ο σταυρός που κουβαλάω γίνεται πλέον ασήκωτος. Όχι από τις αμαρτίες των ανθρώπων, αλλά από τις δικές μου. Ένα κερί σβησμένο για κάθε ψεύτικη λέξη, ένα φιτίλι ορφανό για κάθε χαμένη στιγμή. Καθώς ανεβαίνω τα σκαλιά που γράφουν "ΛΥΠΗ", η αγωνία μου μεγαλώνει κι αυτή σαν το σκοτάδι. Το βάρος του σταυρού είναι αβάσταχτο και με γονατίζει δίπλα στην τελευταία ασθενική φλόγα, μα ακόμα κι έτσι, μπροστά στο έρεβος της ψυχής μου μοιάζει με φτερό στον άνεμο. Το ξέρω πως είναι μάταιο, όμως θέλω να προστατέψω τη φλόγα με τα καταματωμένα χέρια μου, ίσως γιατί πεθαίνω κι ελπίζω, πέρα από κάθε ελπίδα, ν' αναστηθώ. Αλλά δεν προλαβαίνω· καθώς σκύβω ευλαβικά να την αγκαλιάσω έρχεται το γνώριμο σκούντημα, κι η ελπίδα σβήνει μαζί με το κερί, σαν τη λάμψη στα μάτια του ετοιμοθάνατου. Σκηνή Έβδομη Τώρα πια βρίσκομαι ψηλά, πιο ψηλά κι απ' τις καθημερινές χαρές των ανθρώπων, πάνω ακόμα κι απ' τα μικρά παιδιά που εξερευνούν το ουράνιο τόξο στα όνειρά τους. Είμαι τόσο κοντά στον ήλιο που νιώθω το ζεστό χάδι του ν' ανακατεύει τα μαλλιά μου. Είμαι ζωντανός, ελαφρύς, χαμογελαστός, ευτυχισμένος, γλυκός κι αφελής σα δεκάχρονο αγοράκι. Είμαι ερωτευμένος. Η αγκαλιά τ' ουρανού χωράει δυο καρδιές μόνο, είναι πολύ πιο μικρή απ' αυτή της ξενιτιάς κι είναι όλη δική μας. Δε θα τολμούσα να πω πως λέγεται τούτο το μέρος, ο καθένας του δίνει κι άλλο όνομα, κι εξάλλου η μαγεία, όταν εξηγηθεί, εξαφανίζεται, χάνεται. Θα μπορούσα όμως να πετάω εδώ ακούραστα για πάντα, κι αν ήταν παραμύθι αυτό που ζω έτσι θα 'θελα να τελειώνει. Μόνο που θυμάμαι τι συνέβη νωρίτερα και χαμογελάω. Το σκούντημα διαλέγει εκείνη τη στιγμή για να 'ρθει, απαλό σα χάδι, κι όλα σβήνουν σα λόγια που τα παίρνει ο άνεμος. Κρυφακούγοντας Ένα Όνειρο - Πεταλουδίτσα, νομίζω πως πέφτω. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με! Δώσε μου τα φτερά σου! - Να τα κάνεις τι; Όταν κάποτε σου τα χάρισα, εσύ τ' άφησες σπίτι και πήγες να βρεις τον εαυτό σου περπατώντας. Δε σου αξίζουν! Επίλογος Πέφτω. Άλλος ένας κύκλος κλέινει τώρα ανάμεσα σε τοπία πλημμυρισμένα γνώριμες κι εγκάρδιες μυρωδιές. Όσο για μένα, σας αποχαιρετώ γελώντας, όπως σας γνώρισα. Τώρα πια ξέρω που πηγαίνω, μα δε θα το πω πουθενά· όποιος είναι περίεργος, ας τολμήσει ν' ανέβει ψηλά, κι ίσως κάποια μέρα τύχει να πέσουμε μαζί. Παντού τριγύρω μου, ο αέρας σφυρίζει τα ονόματα των ανθρώπων που γνώρισα και των ταξιδιών που έκανα. Το δικό της, όμως, το τραγουδάει... 4
astrosunnefo Δημοσ. 13 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 13 Σεπτεμβρίου 2016 Yes ma'am. Ορίστε μία που έχω πρόχειρη, σε πρώτο πρόσωπο για να πειράζουμε λίγο και τον storm. Σεντονάκι. Γράφτηκε ακριβώς πριν 15 χρόνια κατά τη διάρκεια εξεταστικής, προσπαθώντας να κάνω οτιδήποτε άλλο από το να διαβάσω. Εισαγωγή Αέρας. Παντού τριγύρω μου, ο αέρας σφυρίζει τα ονόματα των ανθρώπων που γνώρισα και των ταξιδιών που έκανα. Είναι γεμάτος οσμές και χρώματα, όχι όμως σαν αυτά που βλέπεις όταν ανέβεις στην κορυφή του κόσμου και τα σύννεφα βρίσκονται μπροστά σου, πίσω σου, παντού τριγύρω σου και συνωμοτούν με τον ήλιο να σε πνίξουν σε μια χρυσαφένια θάλασσα. Άλλα χρώματα, γαλάζιο και καφέ, χιλιάδες αποχρώσεις του πράσινου, και κόκκινο σκούρο σαν αίμα, και χρώματα της αγάπης, που 'ναι διαφορετικά για τον καθένα. Δεν μπορεί παρά να σε μεθύσει όλος αυτός ο παιχνιδότοπος των αισθήσεων, αλλά ίσως είναι γιατί εκεί που πάω πρέπει να φτάσω ζαλισμένος. Σκηνή Πρώτη Φως. Ο ήχος της καρδιάς μου που χτυπάει. Και φως. Μελωδίες, αισθήσεις και κλάμα μπλέκονται και φτιάχνουν τον παράδεισο, έτσι όπως μόνο οι αθώοι μπορούν να τον γνωρίσουν. Σιγά σιγά, τα μάτια μου ανοίγουν κι αγκαλιάζουν αχόρταγα τον κόσμο. Υπάρχει μια απέραντη σκάλα μπροστά μου, αλλά δεν ξέρω αν λέγεται όντως σκάλα ή κάπως αλλιώς, κι η δροσερή υγρασία που εξερευνούν τα δάχτυλα των ποδιών μου είναι το πρώτο από τα σκαλοπάτια της. Γράφει "ΑΡΧΗ" επάνω, δεν ξέρω να διαβάζω αλλά το κατάλαβα, και χαρούμενος για το μυστικό που ανακάλυψα σκέφτομαι κιόλας με ποιόν θα το μοιραστώ. Το επόμενο σκαλοπάτι κάτι γράφει κι αυτό, αλλά περιέργως είναι λιγάκι θολά τα γράμματα κι η αγνή μου δίψα δεν είναι αρκετή για να τα ξεχωρίσω. Κάποιος με σκουντάει στην πλάτη, κι όλα σβήνουν σαν όνειρο το ξημέρωμα. Σκηνή Δεύτερη Κάτι ζεστό μ' αγκαλιάζει χωρίς να μ' αγγίζει. Βρίσκεται κάπου κοντά, κι ας μη μπορώ να το δω· κρύβεται πάντα σε μικρές όμορφες γωνίτσες, προστατευμένο από τα ξένα βλέμματα και τ' απλωμένα χέρια που είναι διάφανα σαν την ψυχή του ιδιοκτήτη τους. Ένα φωτεινό μαντήλι που δεν υπάρχει στ' αλήθεια είναι τυλιγμένο γύρω απ' το λαιμό μου, κι η λάμψη του με βοηθά να διαβάσω τα γράμματα στο σκαλοπάτι καθώς τα ψηλαφίζω· "ΦΙΛΙΑ" γράφει. Είμαι γονατιστός, αν και τώρα πια μπορώ να περπατήσω, μα κι αν δε μπορούσα το μαντήλι θα γινόταν γέρικος βράχος δίπλα μου να στηριχτώ. Τα διάφανα πλάσματα χωρίς να το καταλάβω έγιναν κηφήνες και ο βόμβος τους πνίγει τον αέρα, το νιώθω γιατί είναι σα να κινούμαι νωχελικά στο βουρκωμένο βυθό της θάλασσας, αλλά εγώ θα μοιραστώ το μυστικό με το βράχο μου, κι αυτός σ' αντάλλαγμα θα μ' αφήσει να χαϊδέψω τις χαρακιές και τ' αυλάκια που άφησε πάνω του ο καιρός. Κάποιος με σκουντάει στην πλάτη, κι όλα σβήνουν σαν αρχαία βασίλεια στο πέρασμα των αιώνων. Σκηνή Τρίτη Το κόκκινο ποτίζει τα πάντα. Είναι αργό χρώμα το κόκκινο, μα δεν αφήνει κανέναν απ' αυτούς που πρόφτασε να ξεφύγει από τα νύχια του. Και το τοπίο έχει πάρει ένα χρώμα αλλόκοτο, σα να παρακολουθώ μια πυρκαγιά το ηλιοβασίλεμα, κι η ζέστη είναι αφόρητη. Είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, η καρδιά μου χτυπάει σα δαιμονισμένη, το αίμα κυλάει μέσα μου σιγοβράζοντας κι η λάμψη της λάβας αστράφτει στα μάτια μου. Μ' έχει κυριέψει ένας απερίγραπτος θυμός -- και ποιός δε θα εξοργιζόταν όταν υποφέρει; -- που τα φλογισμένα γράμματα στο σκαλοπάτι με καίνε, πόσο πολύ με καίνε, δε φτάνει που γράφουν "ΜΙΣΟΣ", θέλουν τώρα να το χαράξουν και πάνω μου. Ο καπνός γλιστράει μέσα απ' τα ρουθούνια μου σα μαύρο δηλητηριώδες φίδι και μου λέει να καταστρέψω κάτι, ο,τιδήποτε, κι αν είναι κάτι όμορφο ακόμη καλύτερα· "είναι πολύ πιο εύκολο απ' ότι να το δημιουργήσεις," μου ψιθυρίζει. Όταν επιτέλους έρχεται, το σκούντημα είναι σαν ανακούφιση, κι όλα σβήνουν σαν πατημασιές στο χώμα καθώς βρέχει. Σκηνή Τέταρτη Δεν υπάρχει πολύ φως· μερικές σταγόνες μονάχα. Και μέσα σ' αυτό το σχεδόν-σκοτάδι, ένας χορός των αισθήσεων ξετυλίγει το νήμα του. Μπορώ να διακρίνω αμυδρά τις σκιές που πρωταγωνιστούν, μάλλον τις ζωντανεύει το φεγγάρι, ή ίσως και να 'ναι η λάμψη στα μάτια της. Ξέπνοοι ψίθυροι που μοιάζουν με μουσική, ανάσες που χαϊδεύουν ιδρωμένους λαιμούς και δάχτυλα που σπαρταράνε πάνω στον τοίχο φτιάχνουν τα σκηνικά. Οι σκέψεις μοιάζουν να έχουν εξοριστεί μακριά από τούτο το άδυτο, οι λέξεις εδώ δεν έχουν νόημα και γι' αυτό τα λιγοστά γράμματα στο έδαφος δεν απευθύνονται σε κανέναν. "ΠΑΘΟΣ". Ο πειρασμός που έχω μπροστά μου δεν είναι μήλο και δεν είναι απαγορευμένος, πώς είναι δυνατόν να με γεμίζει με ηδονή; Αυτή τη φορά το σκούντημα είναι βίαιο, σα να με γραπώνει κάποιο αρπακτικό, κι όλα σβήνουν σαν το άγγιγμα μιας παλιάς ξεχασμένης αγάπης. Σκηνή Πέμπτη Ξημερώνει μια καινούρια μέρα, τόσο ξεχωριστή όσο κι όλες οι εκείνες που προηγήθηκαν, τόσο ανεξιχνίαστη όσο κι αυτές που θ' ακολουθήσουν. Μόνο που σήμερα είναι το ομορφότερο πρωινό της ζωής μου· το διαβάζω στον τρόπο με τον οποίο παίζουν οι ηλιαχτίδες στα φύλλα των δέντρων και το ακούω σε κάθε βήμα των περαστικών τριγύρω μου. Συνήθως, τις ημέρες μιλάω ευγενικά σε όλους και συμβιβάζομαι, ενώ τα βράδια παρακολουθώ το φεγγάρι να κάνει το ασημένιο σιωπηλό ταξίδι του κι αναπολώ. Και κάπου ανάμεσα σ' όλα αυτά έρχονται στιγμές απόκρυφες που νιώθω πως μπορώ ν' αλλάξω τα χρώματα του κόσμου και να τον κάνω υπέροχο· τώρα όμως θα ήταν ιερόσυλο να κάνω ο,τιδήποτε άλλο απ' το να κλείσω τα μάτια και να ονειρευτώ, γιατί σήμερα είναι από μόνος του υπέροχος, και δεν τολμώ να ρωτήσω τι όμορφες σκέψεις έκανα για ν' αξίζω κάτι τέτοιο. Το ηλιοβασίλεμα με βρίσκει καθισμένο στην αμμουδιά να σκέφτομαι γιατί άραγε στις πέτρες γράφει "ΧΑΡΑ", αφού αυτή είναι ζωγραφισμένη με χρυσά γράμματα σ' όλο τον ορίζοντα. Νόμιζα πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, μα κάποιος με σκουντάει στην πλάτη, κι όλα σβήνουν σαν αστέρια στο βυθό της θάλασσας. Σκηνή Έκτη Περιμένω την ομίχλη που μ' αγκαλιάζει απάνθρωπα να διαλυθεί, ελπίζοντας να πάρει μαζί της και την αγωνία μου. Όπου κι αν στρέψω το βλέμμα, μια θάλασσα από αναμμένα κεριά μ' αντικρίζει, κεριά όμοια σα σταγόνες αίματος, κοντά, μικρά και μαύρα σαν την προδοσία. Το βλέπω στο παράστημά τους πως υπήρχαν εδώ πριν από μένα, και με περίμεναν να έρθω να σταθώ απέναντί τους, ανάμεσά τους όπως είμαι τώρα, να τα κοιτάξω και ν' απελπιστώ. Το πρώτο απ' αυτά σβήνει, κι ένα παγωμένο βάρος με πλακώνει. Κι έπειτα το δεύτερο. Και το τρίτο. Το φως συνεχώς λιγοστεύει, όχι γιατί σβήνουν τα κεριά, αλλά επειδή ο σταυρός που κουβαλάω γίνεται πλέον ασήκωτος. Όχι από τις αμαρτίες των ανθρώπων, αλλά από τις δικές μου. Ένα κερί σβησμένο για κάθε ψεύτικη λέξη, ένα φιτίλι ορφανό για κάθε χαμένη στιγμή. Καθώς ανεβαίνω τα σκαλιά που γράφουν "ΛΥΠΗ", η αγωνία μου μεγαλώνει κι αυτή σαν το σκοτάδι. Το βάρος του σταυρού είναι αβάσταχτο και με γονατίζει δίπλα στην τελευταία ασθενική φλόγα, μα ακόμα κι έτσι, μπροστά στο έρεβος της ψυχής μου μοιάζει με φτερό στον άνεμο. Το ξέρω πως είναι μάταιο, όμως θέλω να προστατέψω τη φλόγα με τα καταματωμένα χέρια μου, ίσως γιατί πεθαίνω κι ελπίζω, πέρα από κάθε ελπίδα, ν' αναστηθώ. Αλλά δεν προλαβαίνω· καθώς σκύβω ευλαβικά να την αγκαλιάσω έρχεται το γνώριμο σκούντημα, κι η ελπίδα σβήνει μαζί με το κερί, σαν τη λάμψη στα μάτια του ετοιμοθάνατου. Σκηνή Έβδομη Τώρα πια βρίσκομαι ψηλά, πιο ψηλά κι απ' τις καθημερινές χαρές των ανθρώπων, πάνω ακόμα κι απ' τα μικρά παιδιά που εξερευνούν το ουράνιο τόξο στα όνειρά τους. Είμαι τόσο κοντά στον ήλιο που νιώθω το ζεστό χάδι του ν' ανακατεύει τα μαλλιά μου. Είμαι ζωντανός, ελαφρύς, χαμογελαστός, ευτυχισμένος, γλυκός κι αφελής σα δεκάχρονο αγοράκι. Είμαι ερωτευμένος. Η αγκαλιά τ' ουρανού χωράει δυο καρδιές μόνο, είναι πολύ πιο μικρή απ' αυτή της ξενιτιάς κι είναι όλη δική μας. Δε θα τολμούσα να πω πως λέγεται τούτο το μέρος, ο καθένας του δίνει κι άλλο όνομα, κι εξάλλου η μαγεία, όταν εξηγηθεί, εξαφανίζεται, χάνεται. Θα μπορούσα όμως να πετάω εδώ ακούραστα για πάντα, κι αν ήταν παραμύθι αυτό που ζω έτσι θα 'θελα να τελειώνει. Μόνο που θυμάμαι τι συνέβη νωρίτερα και χαμογελάω. Το σκούντημα διαλέγει εκείνη τη στιγμή για να 'ρθει, απαλό σα χάδι, κι όλα σβήνουν σα λόγια που τα παίρνει ο άνεμος. Κρυφακούγοντας Ένα Όνειρο - Πεταλουδίτσα, νομίζω πως πέφτω. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με! Δώσε μου τα φτερά σου! - Να τα κάνεις τι; Όταν κάποτε σου τα χάρισα, εσύ τ' άφησες σπίτι και πήγες να βρεις τον εαυτό σου περπατώντας. Δε σου αξίζουν! Επίλογος Πέφτω. Άλλος ένας κύκλος κλέινει τώρα ανάμεσα σε τοπία πλημμυρισμένα γνώριμες κι εγκάρδιες μυρωδιές. Όσο για μένα, σας αποχαιρετώ γελώντας, όπως σας γνώρισα. Τώρα πια ξέρω που πηγαίνω, μα δε θα το πω πουθενά· όποιος είναι περίεργος, ας τολμήσει ν' ανέβει ψηλά, κι ίσως κάποια μέρα τύχει να πέσουμε μαζί. Παντού τριγύρω μου, ο αέρας σφυρίζει τα ονόματα των ανθρώπων που γνώρισα και των ταξιδιών που έκανα. Το δικό της, όμως, το τραγουδάει... Αυτό ήταν χρυσοκέντητο "κουβερλί", ξέρεις εσύ. Εντάξει, τι να γράψω τώρα; Ενθουσιάστηκα και μαγεύτηκα. Μου άφησες κάτι όμορφο, μια γλύκα, κάνοντας τον εξής συνειρμό: έναν γεροντότερο και πολύπειρο defacer με τον εγγονό παραδίπλα, που του κάνει γνώριμα, μέσα απ' την εξιστόρησή του, τα θαυμαστά και πολύτιμα τής ζήσης. Μπορεί να ήταν λίγες οι λέξεις, που σχημάτιζαν το κάθε σκαλοπάτι, αλλά έπλεκαν πυκνή και δυνατή επιφάνεια, ικανή να συγκρατήσει το βάρος και να επιτρέψει το ανέβασμα στο επόμενο. 2
Moderators stormrain Δημοσ. 13 Σεπτεμβρίου 2016 Moderators Δημοσ. 13 Σεπτεμβρίου 2016 Yes ma'am. Ορίστε μία που έχω πρόχειρη, σε πρώτο πρόσωπο για να πειράζουμε λίγο και τον storm. Σεντονάκι. Γράφτηκε ακριβώς πριν 15 χρόνια κατά τη διάρκεια εξεταστικής, προσπαθώντας να κάνω οτιδήποτε άλλο από το να διαβάσω. Εισαγωγή Αέρας. Παντού τριγύρω μου, ο αέρας σφυρίζει τα ονόματα των ανθρώπων που γνώρισα και των ταξιδιών που έκανα. Είναι γεμάτος οσμές και χρώματα, όχι όμως σαν αυτά που βλέπεις όταν ανέβεις στην κορυφή του κόσμου και τα σύννεφα βρίσκονται μπροστά σου, πίσω σου, παντού τριγύρω σου και συνωμοτούν με τον ήλιο να σε πνίξουν σε μια χρυσαφένια θάλασσα. Άλλα χρώματα, γαλάζιο και καφέ, χιλιάδες αποχρώσεις του πράσινου, και κόκκινο σκούρο σαν αίμα, και χρώματα της αγάπης, που 'ναι διαφορετικά για τον καθένα. Δεν μπορεί παρά να σε μεθύσει όλος αυτός ο παιχνιδότοπος των αισθήσεων, αλλά ίσως είναι γιατί εκεί που πάω πρέπει να φτάσω ζαλισμένος. Σκηνή Πρώτη Φως. Ο ήχος της καρδιάς μου που χτυπάει. Και φως. Μελωδίες, αισθήσεις και κλάμα μπλέκονται και φτιάχνουν τον παράδεισο, έτσι όπως μόνο οι αθώοι μπορούν να τον γνωρίσουν. Σιγά σιγά, τα μάτια μου ανοίγουν κι αγκαλιάζουν αχόρταγα τον κόσμο. Υπάρχει μια απέραντη σκάλα μπροστά μου, αλλά δεν ξέρω αν λέγεται όντως σκάλα ή κάπως αλλιώς, κι η δροσερή υγρασία που εξερευνούν τα δάχτυλα των ποδιών μου είναι το πρώτο από τα σκαλοπάτια της. Γράφει "ΑΡΧΗ" επάνω, δεν ξέρω να διαβάζω αλλά το κατάλαβα, και χαρούμενος για το μυστικό που ανακάλυψα σκέφτομαι κιόλας με ποιόν θα το μοιραστώ. Το επόμενο σκαλοπάτι κάτι γράφει κι αυτό, αλλά περιέργως είναι λιγάκι θολά τα γράμματα κι η αγνή μου δίψα δεν είναι αρκετή για να τα ξεχωρίσω. Κάποιος με σκουντάει στην πλάτη, κι όλα σβήνουν σαν όνειρο το ξημέρωμα. Σκηνή Δεύτερη Κάτι ζεστό μ' αγκαλιάζει χωρίς να μ' αγγίζει. Βρίσκεται κάπου κοντά, κι ας μη μπορώ να το δω· κρύβεται πάντα σε μικρές όμορφες γωνίτσες, προστατευμένο από τα ξένα βλέμματα και τ' απλωμένα χέρια που είναι διάφανα σαν την ψυχή του ιδιοκτήτη τους. Ένα φωτεινό μαντήλι που δεν υπάρχει στ' αλήθεια είναι τυλιγμένο γύρω απ' το λαιμό μου, κι η λάμψη του με βοηθά να διαβάσω τα γράμματα στο σκαλοπάτι καθώς τα ψηλαφίζω· "ΦΙΛΙΑ" γράφει. Είμαι γονατιστός, αν και τώρα πια μπορώ να περπατήσω, μα κι αν δε μπορούσα το μαντήλι θα γινόταν γέρικος βράχος δίπλα μου να στηριχτώ. Τα διάφανα πλάσματα χωρίς να το καταλάβω έγιναν κηφήνες και ο βόμβος τους πνίγει τον αέρα, το νιώθω γιατί είναι σα να κινούμαι νωχελικά στο βουρκωμένο βυθό της θάλασσας, αλλά εγώ θα μοιραστώ το μυστικό με το βράχο μου, κι αυτός σ' αντάλλαγμα θα μ' αφήσει να χαϊδέψω τις χαρακιές και τ' αυλάκια που άφησε πάνω του ο καιρός. Κάποιος με σκουντάει στην πλάτη, κι όλα σβήνουν σαν αρχαία βασίλεια στο πέρασμα των αιώνων. Σκηνή Τρίτη Το κόκκινο ποτίζει τα πάντα. Είναι αργό χρώμα το κόκκινο, μα δεν αφήνει κανέναν απ' αυτούς που πρόφτασε να ξεφύγει από τα νύχια του. Και το τοπίο έχει πάρει ένα χρώμα αλλόκοτο, σα να παρακολουθώ μια πυρκαγιά το ηλιοβασίλεμα, κι η ζέστη είναι αφόρητη. Είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, η καρδιά μου χτυπάει σα δαιμονισμένη, το αίμα κυλάει μέσα μου σιγοβράζοντας κι η λάμψη της λάβας αστράφτει στα μάτια μου. Μ' έχει κυριέψει ένας απερίγραπτος θυμός -- και ποιός δε θα εξοργιζόταν όταν υποφέρει; -- που τα φλογισμένα γράμματα στο σκαλοπάτι με καίνε, πόσο πολύ με καίνε, δε φτάνει που γράφουν "ΜΙΣΟΣ", θέλουν τώρα να το χαράξουν και πάνω μου. Ο καπνός γλιστράει μέσα απ' τα ρουθούνια μου σα μαύρο δηλητηριώδες φίδι και μου λέει να καταστρέψω κάτι, ο,τιδήποτε, κι αν είναι κάτι όμορφο ακόμη καλύτερα· "είναι πολύ πιο εύκολο απ' ότι να το δημιουργήσεις," μου ψιθυρίζει. Όταν επιτέλους έρχεται, το σκούντημα είναι σαν ανακούφιση, κι όλα σβήνουν σαν πατημασιές στο χώμα καθώς βρέχει. Σκηνή Τέταρτη Δεν υπάρχει πολύ φως· μερικές σταγόνες μονάχα. Και μέσα σ' αυτό το σχεδόν-σκοτάδι, ένας χορός των αισθήσεων ξετυλίγει το νήμα του. Μπορώ να διακρίνω αμυδρά τις σκιές που πρωταγωνιστούν, μάλλον τις ζωντανεύει το φεγγάρι, ή ίσως και να 'ναι η λάμψη στα μάτια της. Ξέπνοοι ψίθυροι που μοιάζουν με μουσική, ανάσες που χαϊδεύουν ιδρωμένους λαιμούς και δάχτυλα που σπαρταράνε πάνω στον τοίχο φτιάχνουν τα σκηνικά. Οι σκέψεις μοιάζουν να έχουν εξοριστεί μακριά από τούτο το άδυτο, οι λέξεις εδώ δεν έχουν νόημα και γι' αυτό τα λιγοστά γράμματα στο έδαφος δεν απευθύνονται σε κανέναν. "ΠΑΘΟΣ". Ο πειρασμός που έχω μπροστά μου δεν είναι μήλο και δεν είναι απαγορευμένος, πώς είναι δυνατόν να με γεμίζει με ηδονή; Αυτή τη φορά το σκούντημα είναι βίαιο, σα να με γραπώνει κάποιο αρπακτικό, κι όλα σβήνουν σαν το άγγιγμα μιας παλιάς ξεχασμένης αγάπης. Σκηνή Πέμπτη Ξημερώνει μια καινούρια μέρα, τόσο ξεχωριστή όσο κι όλες οι εκείνες που προηγήθηκαν, τόσο ανεξιχνίαστη όσο κι αυτές που θ' ακολουθήσουν. Μόνο που σήμερα είναι το ομορφότερο πρωινό της ζωής μου· το διαβάζω στον τρόπο με τον οποίο παίζουν οι ηλιαχτίδες στα φύλλα των δέντρων και το ακούω σε κάθε βήμα των περαστικών τριγύρω μου. Συνήθως, τις ημέρες μιλάω ευγενικά σε όλους και συμβιβάζομαι, ενώ τα βράδια παρακολουθώ το φεγγάρι να κάνει το ασημένιο σιωπηλό ταξίδι του κι αναπολώ. Και κάπου ανάμεσα σ' όλα αυτά έρχονται στιγμές απόκρυφες που νιώθω πως μπορώ ν' αλλάξω τα χρώματα του κόσμου και να τον κάνω υπέροχο· τώρα όμως θα ήταν ιερόσυλο να κάνω ο,τιδήποτε άλλο απ' το να κλείσω τα μάτια και να ονειρευτώ, γιατί σήμερα είναι από μόνος του υπέροχος, και δεν τολμώ να ρωτήσω τι όμορφες σκέψεις έκανα για ν' αξίζω κάτι τέτοιο. Το ηλιοβασίλεμα με βρίσκει καθισμένο στην αμμουδιά να σκέφτομαι γιατί άραγε στις πέτρες γράφει "ΧΑΡΑ", αφού αυτή είναι ζωγραφισμένη με χρυσά γράμματα σ' όλο τον ορίζοντα. Νόμιζα πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, μα κάποιος με σκουντάει στην πλάτη, κι όλα σβήνουν σαν αστέρια στο βυθό της θάλασσας. Σκηνή Έκτη Περιμένω την ομίχλη που μ' αγκαλιάζει απάνθρωπα να διαλυθεί, ελπίζοντας να πάρει μαζί της και την αγωνία μου. Όπου κι αν στρέψω το βλέμμα, μια θάλασσα από αναμμένα κεριά μ' αντικρίζει, κεριά όμοια σα σταγόνες αίματος, κοντά, μικρά και μαύρα σαν την προδοσία. Το βλέπω στο παράστημά τους πως υπήρχαν εδώ πριν από μένα, και με περίμεναν να έρθω να σταθώ απέναντί τους, ανάμεσά τους όπως είμαι τώρα, να τα κοιτάξω και ν' απελπιστώ. Το πρώτο απ' αυτά σβήνει, κι ένα παγωμένο βάρος με πλακώνει. Κι έπειτα το δεύτερο. Και το τρίτο. Το φως συνεχώς λιγοστεύει, όχι γιατί σβήνουν τα κεριά, αλλά επειδή ο σταυρός που κουβαλάω γίνεται πλέον ασήκωτος. Όχι από τις αμαρτίες των ανθρώπων, αλλά από τις δικές μου. Ένα κερί σβησμένο για κάθε ψεύτικη λέξη, ένα φιτίλι ορφανό για κάθε χαμένη στιγμή. Καθώς ανεβαίνω τα σκαλιά που γράφουν "ΛΥΠΗ", η αγωνία μου μεγαλώνει κι αυτή σαν το σκοτάδι. Το βάρος του σταυρού είναι αβάσταχτο και με γονατίζει δίπλα στην τελευταία ασθενική φλόγα, μα ακόμα κι έτσι, μπροστά στο έρεβος της ψυχής μου μοιάζει με φτερό στον άνεμο. Το ξέρω πως είναι μάταιο, όμως θέλω να προστατέψω τη φλόγα με τα καταματωμένα χέρια μου, ίσως γιατί πεθαίνω κι ελπίζω, πέρα από κάθε ελπίδα, ν' αναστηθώ. Αλλά δεν προλαβαίνω· καθώς σκύβω ευλαβικά να την αγκαλιάσω έρχεται το γνώριμο σκούντημα, κι η ελπίδα σβήνει μαζί με το κερί, σαν τη λάμψη στα μάτια του ετοιμοθάνατου. Σκηνή Έβδομη Τώρα πια βρίσκομαι ψηλά, πιο ψηλά κι απ' τις καθημερινές χαρές των ανθρώπων, πάνω ακόμα κι απ' τα μικρά παιδιά που εξερευνούν το ουράνιο τόξο στα όνειρά τους. Είμαι τόσο κοντά στον ήλιο που νιώθω το ζεστό χάδι του ν' ανακατεύει τα μαλλιά μου. Είμαι ζωντανός, ελαφρύς, χαμογελαστός, ευτυχισμένος, γλυκός κι αφελής σα δεκάχρονο αγοράκι. Είμαι ερωτευμένος. Η αγκαλιά τ' ουρανού χωράει δυο καρδιές μόνο, είναι πολύ πιο μικρή απ' αυτή της ξενιτιάς κι είναι όλη δική μας. Δε θα τολμούσα να πω πως λέγεται τούτο το μέρος, ο καθένας του δίνει κι άλλο όνομα, κι εξάλλου η μαγεία, όταν εξηγηθεί, εξαφανίζεται, χάνεται. Θα μπορούσα όμως να πετάω εδώ ακούραστα για πάντα, κι αν ήταν παραμύθι αυτό που ζω έτσι θα 'θελα να τελειώνει. Μόνο που θυμάμαι τι συνέβη νωρίτερα και χαμογελάω. Το σκούντημα διαλέγει εκείνη τη στιγμή για να 'ρθει, απαλό σα χάδι, κι όλα σβήνουν σα λόγια που τα παίρνει ο άνεμος. Κρυφακούγοντας Ένα Όνειρο - Πεταλουδίτσα, νομίζω πως πέφτω. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με! Δώσε μου τα φτερά σου! - Να τα κάνεις τι; Όταν κάποτε σου τα χάρισα, εσύ τ' άφησες σπίτι και πήγες να βρεις τον εαυτό σου περπατώντας. Δε σου αξίζουν! Επίλογος Πέφτω. Άλλος ένας κύκλος κλέινει τώρα ανάμεσα σε τοπία πλημμυρισμένα γνώριμες κι εγκάρδιες μυρωδιές. Όσο για μένα, σας αποχαιρετώ γελώντας, όπως σας γνώρισα. Τώρα πια ξέρω που πηγαίνω, μα δε θα το πω πουθενά· όποιος είναι περίεργος, ας τολμήσει ν' ανέβει ψηλά, κι ίσως κάποια μέρα τύχει να πέσουμε μαζί. Παντού τριγύρω μου, ο αέρας σφυρίζει τα ονόματα των ανθρώπων που γνώρισα και των ταξιδιών που έκανα. Το δικό της, όμως, το τραγουδάει... Ωραιοτατος defacer! Μπορω ανετα να το φανταστω ως επιλογο (ή και ως εναλλακτικη εισαγωγη) σε μυθιστορημα... Εννοειται βεβαια και ως stand alone ειναι ομορφοτατο.
defacer Δημοσ. 14 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 14 Σεπτεμβρίου 2016 Αυτό ήταν χρυσοκέντητο "κουβερλί", ξέρεις εσύ. Ωραιοτατος defacer! Μπορω ανετα να το φανταστω ως επιλογο (ή και ως εναλλακτικη εισαγωγη) σε μυθιστορημα... Εννοειται βεβαια και ως stand alone ειναι ομορφοτατο. Ευχαριστώ παιδιά, χαίρομαι που σας άρεσε. Σειρά σας τώρα. Έχετε κι άλλα, το ξέρω! ;-) Ενθουσιάστηκα και μαγεύτηκα. Μου άφησες κάτι όμορφο, μια γλύκα κάνοντας τον εξής συνειρμό: έναν γεροντότερο και πολύπειρο defacer με τον εγγονό παραδίπλα 2
astrosunnefo Δημοσ. 14 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 14 Σεπτεμβρίου 2016 Άντε, για τα μάτια σας και μόνο. Κι επειδή είπατε για ποιήματα, πάμε... Το φιλντισένιο πουλί Τι είν' η ποίηση αν όχι ένα πουλί καμωμένο από φίλντισι; Που το στιλβωμένο του φτέρωμα αντανακλά το φως και το σκότος αναλόγως του ποιητή το εσωτερικό καθεστώτος; Στα ταξίδια του τ' αλαργινά οι επηρμένοι ρούνοι τού προστάζουν την αναγέννηση ή τον αφανισμό - κι υπακούει ευλαβικά. Ένας μικρός συνένοχος, μια ιστορία με ψυχή συνωμοτική και λεξικές εκπυρσοκροτήσεις σε σύνδεση κρυπτική. Πότε γίνεται ένα λευκό λουλούδι σε σκουρόχρωμο στερέωμα, και πότε πυρά, καντάδα που υμνεί της απόγνωσης το όμμα. Ένα λυτρωτικό, μοναχικό δάκρυ σε σχήμα πουλιού, μετάληψη της διύλισης κάθε συναισθήματος αγνού. Δημιουργήθηκε έχοντας σαν υποχρεωτικές λέξεις >> αστέρι & Βηθλεέμ. Θυμάσαι; Σ' ένα κοχύλι συναντηθήκαμε.Το κάναμε βάρκα και γυρίσαμε όλο τον ωκεανό.Και καντάδα μας το τραγούδι των κοραλλιών.Θυμάσαι;Μου βαστούσες την χούφτα και χανόμασταν στους γαλαξίες.Μου έδειχνες έναν έναν τους πλανήτες.Να η Αφροδίτη, να ο Πλούτωνας. Να κι ο Δίας.Θυμάσαι;Γινόσουν φάρος για να μην χαθώ στο έρεβος.Γινόσουν βροντή για να με ξυπνάς απ' τον παρατεταμένο ύπνο.Με έλουζες με όλα τ' αστέρια τ' ουρανού, για να λάμπω, όταν ήμουν σκυθρωπή.Θυμάσαι;Πάντα προλάβαινες ν' αγκαλιάσεις την σκιά μου πριν εξαφανιστεί.Και την έντυνες με το βαθύ κόκκινο των κλειστών πετάλων ενός τριαντάφυλλου.Τότε η επιθυμία γινόταν κανίβαλος και μας κυρίευε αχόρταγα.Θυμάσαι;Με ξυπνούσες με λόγια που ακούγονταν σα προσευχή.Κι οι λαλιές μας μεταμορφώνονταν σε τραγούδι αηδονιού.Τότε ανοίγαμε φτερούγες και πετούσαμε στον δικό μας κόσμο, έναν κόσμο αυστηρά για δύο.Θυμάσαι;Κι όταν κοιμόσουν φρόντιζα τα όνειρά σου, τα έκανα γλυκά.Εξομολογούμενη τα όσα ένιωθα με την πιο κελαρυστή κι αέρινη φωνή μου."Ένα αστέρι χάραξε κάποτε ένα νοητό μονοπάτι κι, επιτέλους, με οδήγησε στην δική μου Βηθλεέμ".Θυμάσαι;Πες μου, θυμάσαι; Κι ένα ολιγόλεκτο. Δάχτυλο ψηλαφεί κοιλότητες, φωλιές -αποκεχωρηκότων- αισθημάτων. Κενό. Μοναδικό εύρημα μια άμορφη, αιχμοειδής μάζα • ξερνάει μαύρα και πηχτά χνώτα. Διάγνωση: Κλινήρης συναισθημάτων. 4
Mau-Maus Δημοσ. 14 Σεπτεμβρίου 2016 Δημοσ. 14 Σεπτεμβρίου 2016 ' ΦΥΓΕ .. ' Ερχεσαι κάθε βράδυ και με πονάς μ' ενα μαχαίρι μου ανοίγεις δρόμο επιτελούς τι θες ? Με έμαθες τόσο καιρό για τα καλά ξέρεις κάθε ίχνος της ψυχής μου ποτέ δεν με άφησες ... γιατί ? Θέλω να φύγεις , να με προδώσεις θέλω να φύγεις , να με απατήσεις πήγαινε αλλού να βρεις το ταίρι σου δεν αντέχει άλλο πια το μυαλό μου την συνεχή σου παρουσία .. Μοναξιά μου φύγε για πάντα ... Κατοχυρωμένο και έτοιμο προς μελοποίηση .. 2
Προτεινόμενες αναρτήσεις
Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε
Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!
Δημιουργία νέου λογαριασμούΣύνδεση
Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Συνδεθείτε τώρα