Προς το περιεχόμενο

Ιστορίες των insomniacs


Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

 

 

           ' ΦΥΓΕ .. '

 

           Ερχεσαι κάθε βράδυ και με πονάς
          μ' ενα μαχαίρι μου ανοίγεις δρόμο
                     επιτελούς τι θες ?

 

          Με έμαθες τόσο καιρό για τα καλά
          ξέρεις κάθε ίχνος της ψυχής μου
             ποτέ δεν με άφησες ... γιατί ?

 

            Θέλω να φύγεις , να με προδώσεις 
            θέλω να φύγεις , να με απατήσεις
          πήγαινε αλλού να βρεις το ταίρι σου
   δεν αντέχει άλλο πια το μυαλό μου την συνεχή σου παρουσία ..

       

    Μοναξιά μου φύγε για πάντα ...  

 

 

Κατοχυρωμένο και έτοιμο προς μελοποίηση ..
 

 

Σχωρνάτε με για το off, αλλά τι να κάνω που μου ήρθε ο συνειρμός;

 

Μάους, μου το θύμισες με τους στίχους σου.

Λατρεμένο μου. Αφιερωμένο with love.

 

 

 

 

  • Like 1
  • 2 εβδομάδες αργότερα...
Δημοσ.

και απο εμενα

Τα κενα ημερολογια που προδιδουν
τα μεσαια παιδια της ανθρωποτητας
το χειροτερο απο παρελθον και μελλον
το δικο μας παρον
μια γενια
φυτεμενη στη μεση
μια γενια βολεμενη
στη μεση
μια γενια στριμωγμενη
στη μεση
μια γενια που ζει σε διαμερισματα
μια γενια με τηλεοραση
με χρωματιστα αυτοκινητα
με αλυσιδες ζαχαροπλαστειων
με αλυσιδες βενζιναδικων και στριπτιτζαδικων
μια γενια να πνιγεται με αλυσιδες
χωρις κατοχη
χωρις επανασταση και καταστροφη
χωρις πεινα
χωρις τιποτα να δειξει
μονo
να στεκεται ορθια στην εξυπηρετηση πελατων
να κραταει βαρδιες φυλαξης τη νυχτα
και να σερβιρει
με μονο κτημα της τη μεση
η μονη απο ολες γεννημενη στη μεση
να αγαπαει στη μεση
να γαμαει στη μεση
κουρασμενη στη μεση
ξαπλωμενη στη μεση
να κοιμαται στη μεση
να αρρωσταινει στη μεση
κοιτα την να κοντοστεκεται
για μια ολοκληρη γενια
μια ολοκληρη γενια να πεθαινει στη μεση
μια ολοκληρη γενια αφεθηκε
μια γενια που κηδευτηκε στη μεση

 

  • 1 μήνα μετά...
  • Moderators
Δημοσ.

Aυτο ειναι το τελευταιο. Κανω κατι σεμιναρια δημιουργικης γραφης και μας εδωσαν την πρωτη παραγραφο με σκοπο να τη συνεχισουμε, ολη η ιστορια πρεπει να ειναι μεχρι 800 λεξεις.

Δεν με τρελανε ιδιαιτερα το θεμα, συν το οτι ειχα ηδη τους ηρωες ετοιμους οποτε ψιλοτεμπελιασα, αλλα here goes. 

 

 

Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός της. Στον βρώμικο κακοφωτισμένο διάδρομο υπήρχαν δεκάδες, εκατοντάδες κόκκινα τριαντάφυλλα. Κάλυπταν όλο το δάπεδο το οποίο συνήθως διέσχιζαν μόνο κατσαρίδες. Μα δε θα ξέφευγε ποτέ; Έκλεισε την πόρτα και πανικόβλητη άρχισε να πετάει ρούχα σε μια βαλίτσα.
«Σήκω, πρέπει να φύγουμε, ξέρει ότι είμαστε εδώ» φώναξε ανυπόμονα στον άνδρα που την κοιτούσε απορημένος καθώς πεταγόταν από τον φθαρμένο καναπέ και κατευθυνόταν κι εκείνος προς την πόρτα του διαμερίσματος. Την άνοιξε, έβγαλε το κεφάλι του έξω και την ξανάκλεισε απότομα.
«Ξέρει; Μα πως το έμαθε δηλαδή; Αφού νοίκιασα ο ίδιος το σπίτι και δεν έδωσα καν το πραγματικό μου όνομα!» αποκρίθηκε εκείνος σαστισμένα ενώ ταυτόχρονα έβγαζε τη δική του βαλίτσα από την ντουλάπα.
«Δεν ξέρω πως το έμαθε, που θες να ξέρω πως το έμαθε, αυτό μας ενδιαφέρει τώρα; Στο είχα πει πως θα είναι δύσκολο, έχει ανθρώπους παντού!» του είπε εκνευρισμένη.
«Ηρέμησε Μελίνα και μην τα βάζεις μαζί μου σε παρακαλώ. Δεν είμαι εγώ το πρόβλημα αλλά ο πρώην άνδρας σου. Που δεν είναι καν πρώην βασικά» της αποκρίθηκε χαμηλόφωνα σε ήρεμο τόνο.
Η γυναίκα σταμάτησε τις κινήσεις της και για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε να τον κοιτά. Φυσικά και είχε δίκιο, φυσικά και το πρόβλημά της δεν ήταν εκείνος αλλά ο χειριστικός και κτητικός σύζυγός της. Πλησιάζοντας αργά τον νέο άνδρα τον αγκάλιασε και έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Για λίγο δεν είπε κανείς τίποτα.
«Στέφανε τι βλέπεις όταν με κοιτάς;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
«Τι βλέπω… Βλέπω έναν άνθρωπο με δυναμισμό, βλέπω μια γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα που δε συμβιβάζεται και διεκδικεί τη ζωή της. Και πάνω από όλα βλέπω τη γυναίκα που αγαπώ» κατέληξε φιλώντας την απαλά με στοργή.
Η γυναίκα γέλασε. Ήταν ένα επιτηδευμένο γέλιο που έκρυβε μια θλίψη, ένα γέλιο από εκείνα που είναι θέμα δευτερολέπτων να εξελιχθούν σε κλάμα.
«Θέλεις να σου πω τι βλέπω εγώ όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη όμως; Βλέπω έναν κυνηγημένο που κρύβεται γιατί φοβάται τις συνέπειες των πράξεων του. Και το χειρότερο είναι πως παίρνει μαζί του άλλον έναν άνθρωπο που δεν του αξίζει καθόλου όλο αυτό».
«Μην το κάνεις αυτό, δε βοηθά πουθενά. Κατ’ αρχήν ήταν επιλογή μου να σε ακολουθήσω και να μείνω εδώ μαζί σου Μελίνα, όπως επιλογή μου ήταν να παρατήσω τη δουλειά μου και τα πάντα. Όπως εσύ αποφάσισες να αφήσεις το παρελθόν σου και τον Στέργιο για να είσαι μαζί μου» είπε σκουπίζοντας ένα δάκρυ που ξεκίνησε να κυλά στο μάγουλο της.
«Όμως το παρελθόν μου προκαλεί τα πάντα που μας συμβαίνουν, δεν το βλέπεις; Ο Στέργιος είναι επικίνδυνος άνθρωπος, με διασυνδέσεις, χρήματα της νύχτας όπως γνωρίζεις πολύ καλά και το κυριότερο, έχει ένα τεράστιο εγώ να τον συμβουλεύει. Δεν μπόρεσε με τίποτα να δεχθεί πως ήθελα να χωρίσουμε, πως περιφρόνησα τα χρήματά του και τον ίδιο. Το ότι πρακτικά έφυγα από τον γάμο μας με τον νεαρό λογιστή του ήταν το τελειωτικό χτύπημα για εκείνον. Γι’ αυτό δε μας αφήνει σε ησυχία έναν χρόνο τώρα».
«Είναι εμμονικό πάντως αυτό. Στο κάτω κάτω η σχέση μας ξεκίνησε μήνες αφότου του ζήτησες το διαζύγιο. Δε νομίζω πως έχεις να λογοδοτήσεις πουθενά».
«Το θέμα όμως δεν είναι τι νομίζω εγώ κι εσύ αγάπη μου, το θέμα είναι τι θεωρεί ο ίδιος. Και όπως είδες γέμισε τριαντάφυλλα τον διάδρομο για να μας χλευάσει στην ουσία. Ή μάλλον για να μας τρομοκρατήσει, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος μαζί του…»
«Είναι τόσο αδίστακτος λοιπόν;»
«Ήμουν μαζί του πάνω από είκοσι χρόνια Στέφανε και δυστυχώς τον γνωρίζω πάρα πολύ καλά. Πίστεψέ με, αυτό δεν είναι καν το πιο αδίστακτο πράγμα που τον έχω ακούσει να έχει κάνει. Αυτός είναι και ο λόγος που φοβάμαι πραγματικά για εμάς. Το κακό είναι πως δεν μπορώ να αποκωδικοποιήσω το μήνυμα του, αν επρόκειτο για προειδοποίηση ή χλεύη. Είμαι σίγουρη πως αν δεν ήμουν η μητέρα του παιδιού του θα ήταν πολύ χειρότερες οι συνέπειες. Ευτυχώς που ο Αλέξανδρος σπουδάζει στο εξωτερικό και δεν ξέρει για τις δουλειές του πατέρα του».
«Άκου, δεν έχει σημασία, εμείς άλλωστε δε θα είμαστε εδώ για να το ανακαλύψουμε,  σε μισή ώρα θα έχουμε φύγει. Και ευτυχώς εδώ που τα λέμε γιατί δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορούσα να διαπραγματεύομαι με τις κατσαρίδες για την αποκλειστική χρήση του σπιτιού, χάρισμά τους πια» είπε θεατρικά σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει το κλίμα.
«Χάρισμά τους και το σπίτι και τα τριαντάφυλλα»  συνέχισε εκείνη στον ίδιο τόνο, εμφανώς πιο ήρεμη πια.
Πλέον είχαν μαζέψει όλα τους τα υπάρχοντα τα οποία ήταν υπολογισμένα τόσα όσα να χωρούν άνετα στις δυο βαλίτσες που κρατούσαν και βγήκαν στον διάδρομο του ορόφου. Τα τριαντάφυλλα έσπαγαν κάτω από τα πόδια τους και ο χώρος ανέβλυζε ένα ασυνήθιστα όμορφο για το κτήριο άρωμα.  Ο Στέφανος της έπιασε το χέρι ενώ με το άλλο πίεζε το κουμπί του ασανσέρ.
«Που πάμε τώρα;» τη ρώτησε.
«Όπου μας βγάλει, όπως πάντα» απάντησε εκείνη σφίγγοντάς τον καθώς η πόρτα του ασανσέρ έκλεινε πίσω τους.
Στον σκοτεινό τώρα διάδρομο μια ανδρική φιγούρα έκανε την εμφάνιση της φωτιζόμενη μονάχα από την οθόνη του κινητού που είχε στα χέρια της καθώς πληκτρολογούσε ένα μήνυμα.
«Φεύγουν, σε λίγο θα είναι στην είσοδο»

 

  • Like 3
Δημοσ.

Storm, σας έδωσαν τη φόρμα, δηλαδή; Θεματικά εννοώ. Διαλυμένος γάμος, νέα γνωριμία, άνθρωποι της νύχτας κλπ; Πάντως, μου άρεσε αυτό που διάβασα. Για μένα, ήταν σαν ένα απόσπασμα παρμένο από έτοιμο βιβλίο, που λέξη-λέξη έχτιζε όλο το σκηνικό που εκτυλισσόταν ενόσω τα μάτια σάρωναν τις γραμμές.

 

Επίσης, μου άρεσε το ότι τα σκορπισμένα τριαντάφυλλα ήταν απ' τον πρώην της. Όπως κι η περιγραφή που τα παπούτσια τους πατούν τα τριαντάφυλλα, απελευθερώνοντας τη μυρωδιά τους, που σε συνδυασμό με το νέο τους ξεκίνημα, αφήνει ν' αναδυθεί ελπιδοφόρο άρωμα στην ατμόσφαιρα. Κάτι που μας παίρνεις πίσω, βέβαια, και μας βάζεις ξανά στο τριπάκι τής αγωνίας για τη τύχη τους.

 

Μπράβο σου! :-)

  • Like 2
  • Moderators
Δημοσ.

Storm, σας έδωσαν τη φόρμα, δηλαδή; Θεματικά εννοώ. Διαλυμένος γάμος, νέα γνωριμία, άνθρωποι της νύχτας κλπ; Πάντως, μου άρεσε αυτό που διάβασα. Για μένα, ήταν σαν ένα απόσπασμα παρμένο από έτοιμο βιβλίο, που λέξη-λέξη έχτιζε όλο το σκηνικό που εκτυλισσόταν ενόσω τα μάτια σάρωναν τις γραμμές.

 

Επίσης, μου άρεσε το ότι τα σκορπισμένα τριαντάφυλλα ήταν απ' τον πρώην της. Όπως κι η περιγραφή που τα παπούτσια τους πατούν τα τριαντάφυλλα, απελευθερώνοντας τη μυρωδιά τους, που σε συνδυασμό με το νέο τους ξεκίνημα, αφήνει ν' αναδυθεί ελπιδοφόρο άρωμα στην ατμόσφαιρα. Κάτι που μας παίρνεις πίσω, βέβαια, και μας βάζεις ξανά στο τριπάκι τής αγωνίας για τη τύχη τους.

 

Μπράβο σου! :-)

Thanks για το feedback  :)

 

Οχι, απλως μας εδωσαν την πρωτη παραγραφο χωρις να μας κατευθυνουν με καποιον αλλον τροπο.

Ειναι διαφορετικη φαση καθε φορα, το τελευταιο ηταν χτισιμο χαρακτηρα, επρεπε να περιγραψουμε μια Χ ημερα ενος ηρωα απο το πρωι που ξυπνα μεχρι το βραδυ που κοιμαται. Η παραμετρος ηταν πως πρεπει ο χαρακτηρας αυτος να εχει κατι που μας ειναι απωθητικο. Ειπα να δοκιμασω να γραψω λιγοτερο μελο αυτην τη φορα και κατεληξα στο παρακατω :lol:

 

 

 

Οι κανόνες της Ζωής

«Το παιδί!» φώναξε έντρομη η κυρία Ζωή καθώς πεταγόταν από το κρεβάτι της . Βαριανασαίνοντας κάθισε στην άκρη του κρεβατιού προσπαθώντας να ηρεμήσει από τον εφιάλτη.

Το «παιδί»… Μα ποιο παιδί; Ο γιος της ήταν πλέον τριάντα χρονών και από τότε που έμπλεξε με αυτήν την τσούχτρα τη Λίλη μόνο ραντεβού που δεν έκλεινε για να τον βλέπει κι ας έμενε δυο στενά πιο δίπλα. «Μα όνομα κι αυτό! Λίλη. Σαν τον σκύλο της κυρά Φρόσως στο χωριό» μονολόγησε καθώς ετοίμαζε το γκαζάκι για τον καφέ της.

Αποφάσισε το απόγευμα να περάσει από το σπίτι του Ιάσωνα. Θα της άνοιγαν την πόρτα ήθελαν δεν ήθελαν. Το είχε εφαρμόσει με επιτυχία και στο παρελθόν, χτυπούσε το κουδούνι και ταυτόχρονα καλούσε και στο σταθερό τους, αν νόμιζαν πως θα την ξεγελούσαν παριστάνοντας πως λείπουν ήταν γελασμένοι.

Ήπιε τον καφέ της στο πόδι και ετοιμάστηκε να πάει στη λαϊκή, σήμερα θα έφτιαχνε γεμιστά, άλλωστε καλό θα ήταν να είχε και μια δικαιολογία για να πάει στον Ιάσωνα, τα γεμιστά του άρεσαν πολύ, άσε που η προκομμένη του έφτιαχνε όλο κάτι νερόβραστα, «στον ατμό για πιο υγιεινά» όπως έλεγε.

Έβαλε κραγιόν και λίγο άρωμα στο λαιμό της, σε περίπτωση που πετύχαινε τον κύριο Στέλιο με τις ντομάτες. Αυτή η φαντασμένη η φίλη της η Νόπη νόμιζε πως της έκανε τα γλυκά μάτια, που σιγά μη γυρνούσε να κοιτάξει την ξερακιανή. Ενώ η ίδια ήταν σωστή γυναίκα, με καμπύλες και από τότε που είχε πεθάνει ο Σωτηράκης ήταν και μόνη της . Σίγουρα εκείνη καλόβλεπε περισσότερο, μάλιστα κάθε φορά της έκοβε και κάτι από τον λογαριασμό. Αν αυτό δεν ήταν απόδειξη τότε τι;

Ο κύριος Στέλιος όμως δεν ήταν εκεί σήμερα και είχε αφήσει στο πόστο του τον βοηθό του, έναν μελαμψό νεαρό. Η κυρία Ζωή δεν τους εμπιστευόταν καθόλου αυτούς τους τύπους. Να, κι αυτός τώρα δα πήγε να τη γελάσει, οι ντομάτες που της έβαλε δεν έκαναν ούτε για πελτέ.

«Άφησέ τες κάτω αυτές παιδάκι μου! Τι είμαι καμιά χαζή; Αυτά να τα κάνεις στη χώρα σου» είπε δυνατά, σπρώχνοντας τη σακούλα από τον αποσβολωμένο νεαρό. Έπιασε τις ντομάτες που ήθελε μια προς μια, ζουλώντας λιγάκι για να βεβαιωθεί πως ήταν φρέσκες και πετούσε με περιφρόνηση όσες δεν της άρεσαν. Αναρωτιόταν γιατί κανείς δεν είχε συνεχίσει τα σχόλια. Μήπως δεν είχε φωνάξει αρκετά δυνατά; Ένας κύριος μονάχα την κοιτούσε υποτιμητικά, λέγοντας κάτι στον νεαρό, πράγμα που δεν της πέρασε απαρατήρητο.

«Ναι, σιγοντάρισέ τον εσύ! Γι’ αυτό πάμε κατά διαόλου!» είπε με μια νευρική κίνηση του χεριού της καθώς απομακρυνόταν.

Γύρισε σπίτι και εκνευρισμένη ξεκίνησε να ετοιμάζει τα γεμιστά. Κάθε τόσο έβγαινε στο μπαλκόνι της και έριχνε ένα βλέμμα στο δρόμο.

«Άργησε πάλι ο Αργύρης σήμερα. Αχ καημένη Νόπη…» σκέφτηκε κοιτώντας το φαγητό. Ένα μικρό μειδίαμα είχε σχηματιστεί στα χείλη της και μόλις το αντιλήφθηκε το εξαφάνισε.

Έχοντας πλέον τελειώσει όλες τις δουλειές του σπιτιού, έβαλε τρεις γεμιστές ντομάτες που μοσχομύριζαν σε ένα τάπερ και ξεκίνησε για το σπίτι του Ιάσωνα. Με το κινητό στο χέρι να έχει ήδη σχηματισμένο το νούμερο του σπιτιού, πίεσε το κουδούνι.

Μια… δυο… τρεις… τέσσερεις…

Επιτέλους η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά της μια νεαρή κοπέλα με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Η κυρία Ζωή όρμησε σχεδόν στην είσοδο σπρώχνοντάς την ελαφρά. Το βλέμμα της μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όργωσε τον χώρο καταγράφοντας κάθε ατέλεια. Έκανε μια νοητή σημείωση να ζητήσει τα κλειδιά από τον  Ιάσωνα για να έρθει να καθαρίσει μια από αυτές τις ημέρες που θα έλειπαν, γιατί αν περίμενε από τη σταυροχέρα...

«Ο Ιάσωνας;»

«Λείπει, είναι στη δουλειά. Καθίστε θα σας φτιάξω καφεδάκι» είπε καλοσυνάτα η κοπέλα.

«Όχι είμαι βιαστική, του έφερα φαγητό γιατί αν αδυνατίσει κι άλλο θα τον πάρει ο αέρας» είπε δίνοντάς της τη σακούλα ενώ έκανε μεταβολή προς την πόρτα. Με μια αέρινη κίνηση πέρασε σχεδόν επιδεικτικά το χέρι της από ένα έπιπλο, το έφερε στο ύψος των ματιών της και φύσηξε στα δάχτυλά της κοιτάζοντάς την με σουφρωμένα χείλη.

«Το τάπερ μη μου χάσεις» είπε με στόμφο κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

«Ο γιός μου εξουθενώνεται και αυτή όλη μέρα κάθεται μπροστά σε έναν υπολογιστή και το λέει δουλειά» ξεφύσησε κλωτσώντας τους φακέλους αλληλογραφίας στην είσοδο της πολυκατοικίας της βλαστημώντας ταυτόχρονα τους γείτονες που δεν τους είχαν μαζέψει δυο μέρες τώρα.

Η κυρία Ζωή κουρασμένη πια ξάπλωσε στο κρεβάτι της και άνοιξε την τηλεόραση. Για να γελάσει επέλεξε μια εκπομπή διαγωνισμού μαγειρικής. Οι καυγάδες των διαγωνιζομένων πάντα την διασκέδαζαν.

«Αύριο πρέπει να σηκωθώ πρωί πρωί για τη λειτουργία στην εκκλησία. Μην πάει πάλι πρώτη η Νόπη και μου πιάσει το καλό στασίδι» σκέφτηκε καθώς τα βλέφαρά της βάραιναν.

 

 

 

  • Like 3
Δημοσ.

Αρρωστου ηλιου ανατολη

Η πολη μουγγη

Φοβισμενη η ζωη

Η συμφωνία του πεπρωμένου ηχει

Πολιτισμού τελευταία πνοη

Ανασταση ενστικτων ολικη

Η λογικη φυλακισμένη θρηνεί

Αντίληψη πραγμάτων μηδενικη

Συναισθηματων καταρευση μαζικη

Ανελπιδη ευχη

Μαυρος καθρέφτης, λαμπερη μορφη

Ψυχη απολυτα αγνη

Απειροσυνη ελευθεριας μαγικη

  • Like 3
Δημοσ.

Τίποτα χριστουγεννιάτικο, να μπαίνουμε στο κλίμα;

 

 

Ο Βασίλης

 

 

Ο στριγκός κι επίμονος ήχος τού ξυπνητηριού ενημέρωνε πως η ώρα είχε φτάσει 7.30 το πρωί.

Ο Βασίλης είχε σηκωθεί ένα τέταρτο νωρίτερα. Μόλις είχε πλυθεί κι ακουμπούσε το βάρος του νυσταγμένα και ράθυμα στον νεροχύτη, κοιτώντας το νερό που ακόμα έτρεχε. Έκανε να κλείσει το νερό, καθώς τα μάτια του σηκωνόντουσαν για να συναντήσουν την αντανάκλασή του στον καθρέφτη.

Τα μάτια του ποτέ δεν στεκόντουσαν στο είδωλό του παραπάνω απ' όσο έπρεπε - ίσα ίσα για να βεβαιωθεί πως ήταν σουλουπωμένος.

Τα χέρια του κινούνταν σβέλτα κι έφτιαχναν τα μαλλιά του, όσα είχαν απομείνει από αυτά. Το βλέμμα του σταθερό. Η έκφρασή του, όπως πάντα, σοβαρή κι αυταρχική, κοσμούσε το αυλακωμένο του πρόσωπο - θαρρείς και κάθε χαρακιά στο πρόσωπό του είχε σημαδέψει και την ψυχή του, το μέσα του.   

Η σφραγίδα τού χρόνου τον είχε αλλάξει... Κάθε ψεγάδι τον αποστράγγιζε, συρρίκνωνε  την καλοσύνη και την ευγενή του φύση. Εξήντα δύο χρόνια ζωής μετρούσε, και το βάρος τους ήταν ανυπολόγιστο στις δικές του πλάτες - λες και κάθε έτος ζύγιζε το διπλάσιο γι' αυτόν.

Βαρύς και κουρασμένος απ' τα συμπαρομαρτούντα στο προσκήνιο της ζωής, είχε βγει σε πρόωρη σύνταξη και ζούσε αποτραβηγμένος λίγο πιο έξω απ' την πόλη, σε μια μικρή ξύλινη παράγκα. Ένας μικρός χώρος όλος κι όλος με τα απολύτως απαραίτητα. Μοναδική του συντροφιά: τα βιβλία του - ανεξίτηλη η αγάπη του γι' αυτά στον χρόνο, όπως και κάποιες ξύλινες φιγούρες, που τους έδινε ζωή μέσα από κομμάτια ξύλου που πήγαινε κι έκοβε περιστασιακά.

Κατευθύνθηκε έξω κι έκλεισε το ξυπνητήρι, που συνέχιζε στον επίμονο ρυθμό του.

Η ματιά του πήγε κι ακούμπησε στο ανοιχτό βιβλίο - ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι που είχε ξεχάσει ο εγγονός του, που τον είχε επισκεφτεί τις προάλλες, ξαποσταίνοντας στην πολύχρωμη εικονογράφηση. Ένα περήφανο ελατάκι, φορτωμένο στολίδια και με πολλά δώρα από κάτω του, του έκλεινε το μάτι. Κάθισε στην πολυθρόνα και πήρε να το ξεφυλλίζει, χαμένος στις χριστουγεννιάτικες αφηγήσεις και τις ζωγραφιές που τις συνόδευαν.

"Μα τι ώρα να έχει πάει;" αργοσάλεψε η σκέψη στην άκρη τού μυαλού του, ενώ έκλειναν τα βλέφαρά του σε έναν βαθύ, γλυκό ύπνο. Και μες στον ύπνο του το σπιτικό του άλλαξε, δεν φορούσε πια το ντύμα τής απλότητας. Το βλέμμα ζέσταιναν έντονα χρώματα από στολίδια που δέσποζαν στον χώρο, που τον άλλαζαν... κι από ένα μικρό φτωχικό τον μετέτρεπαν σε παλατάκι.

"Τι όμορφα που είναι" μουρμούριζε μέσα στον ύπνο του, κι ένα πλατύ χαμόγελο μεταμόρφωνε το πρόσωπό του, αφήνοντάς του γλυκάδα στα χείλη.

Ο Βασίλης έστριψε στο πλάι και μιαν άλλη εικόνα είχε ξεδιπλωθεί μπροστά του. Ήταν ο εγγονός του που τον επανέφερε στο τώρα λέγοντάς του "σειρά σου τώρα", καθισμένος στην άκρη του τραπεζιού, μπροστά από ένα επιτραπέζιο. Το χέρι του μάζεψε το ζάρι, και το άφησε κάτω με την ένδειξη του τέσσερα. Άρπαξε το πιόνι του και το προχώρησε τέσσερα νταμάκια μπροστά, αφήνοντάς το πάνω στο πρόσωπο του νάνου.

 

Αίφνης, με το που άφησε το πιόνι του επάνω στον νάνο, ο νάνος ξεπήδησε απ' το ταμπλό και του άρπαξε το χέρι, τραβώντας τον μέσα στο παιχνίδι.

 

Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε πόσα λεπτά βρισκόταν μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Η μόνη του αίσθηση ήταν αυτή του γλιστρήματος,  σαν αυτή της τσουλήθρας, κι η πίεση που ασκούσε το χέρι τού νάνου στο δικό του, έτσι όπως τον κρατούσε σφιχτά κοντά του.

Ένα σύμφυρμα ζοφερών σκέψεων κι ερωτηματικών τυραννούσε το μυαλό του μέσα σ' αυτή τη νεφελώδη αβεβαιότητα, που ξαφνικά ξετυλίχτηκε μπροστά του. Αλλά γρήγορα η προσοχή του εστίασε στο λευκό που ολοένα και μεγάλωνε, καθώς το πλησίαζε, ώσπου προσγειώθηκε μαζί με τον νάνο πάνω σε μία σωρό από λευκούς φακέλους, ή διπλωμένα χαρτιά.

Η ταραχή κι η απορία του πήραν να μεγαλώνουν, όταν τα μάτια του αντίκρισαν γύρω του ταράνδους, νάνους και διάφορα ξωτικά που τρέχανε αλαφιασμένα δώθε κείθε, είτε διαβάζοντας απ' τη χάρτινη στοίβα είτε απιθώνοντας κουτιά σε ποικίλα μεγέθη, μέσα σ' ένα ευμέγεθες έλκηθρο, κι ακούγοντας μια παράξενη, διαπεραστική φωνή να διαμαρτύρεται εντόνως και με μια ανάσα "Άγιε Βασίλη, πάλι μας την έσκασες και μας άφησες να κάνουμε όλη τη δουλειά", δίνοντάς του την κόκκινη στολή του.

Ο Βασίλης πετάχτηκε όρθιος.

"Τι όνειρο κι αυτό" μουρμούρισε σαστισμένος.

Αλλά ο σπόρος τής αφύπνισης είχε μπει μέσα του, ο κρουνός είχε ανοίξει.

Γιατί μέσα μας όλοι κρύβουμε έναν εν δυνάμει Άγιο Βασίλη.

 

  • Like 3
Δημοσ.

Πόσο χαίρομαι που βρήκα αυτό το θέμα...

 

Κοιτάζω εδώ και ώρα το τετράδιο και το μολύβι, τη γόμα, αχ η γόμα! Με κοιτάζουν κι αυτά. Η ιστορία μου παραμένει μισή έχω 10 tabs ανοιχτά για να μελετήσω το πλαίσιο της ιστορίας μου, αλλά δεν το ζω αρκετά για να το βάλω σε λέξεις. Είχε ξεκινήσει πολύ ωραία. Αν μου βγει, θα το μοιραστώ γιατί μου δώσατε κίνητρο.  :)

 

Άσκηση για εργαστήρι δημιουργικής γραφής κι εγώ. 

  • Like 2
Δημοσ.

Πόσο χαίρομαι που βρήκα αυτό το θέμα...

 

Κοιτάζω εδώ και ώρα το τετράδιο και το μολύβι, τη γόμα, αχ η γόμα! Με κοιτάζουν κι αυτά. Η ιστορία μου παραμένει μισή έχω 10 tabs ανοιχτά για να μελετήσω το πλαίσιο της ιστορίας μου, αλλά δεν το ζω αρκετά για να το βάλω σε λέξεις. Είχε ξεκινήσει πολύ ωραία. Αν μου βγει, θα το μοιραστώ γιατί μου δώσατε κίνητρο. :)

 

Άσκηση για εργαστήρι δημιουργικής γραφής κι εγώ.

Να δεις εγώ που έχω ξεκινήσει να γράφω μυθιστόρημα χοχοχο.

Δημοσ.

Να δεις εγώ που έχω ξεκινήσει να γράφω μυθιστόρημα χοχοχο.

 

Για εμάς ούτε ένα ψιχουλάκι όμως, ε; Καλάαα! Όταν θα γίνεις συγγραφέας, σε βλέπω να τρέχεις σε όλα τα βιβλιοπωλεία (στα μεγάλα, γιατί στα μικρά εννοείται πως δεν θα καταδεχτείς να μπεις, η φτασμένη!!!) και να σε αγοράζεις, για να μη δεις ότι έμειναν απούλητες οι ντάνες στα ράφια. Κι αντικρίζοντας τέτοια κατρακύλα, αδερφούλα μου, θα έχει σαν απόρροια να πατήσεις κάτι ωραιότατα γοερά κλάματα, μετά στηθοκοπημάτων (αλά Κινγκ Κονγκ), και πάπαλα όλα τα αντίτυπα -όχι μόνο τα δικά σου, αλλά και των υπολοίπων. Έεεετσι, όχι μόνο να μη πληρωθείς, αλλά να πληρώνεις κιόλας. Εννοείται πως δεν θα υπάρξει καμία παρηγοριά, έτσι; Μη λέμε τ' αυτονόητα. Θα είμαστε απασχολημένοι, σκύβοντας, όλο ενδιαφέρον κι έκσταση, πάνω απ' τις ντάνες των stormrain και Τοξοτίνας. :devil:

 

Εκτός κι αν μας δώσεις κατιτίς, να μας γλυκάνεις, και δώσουμε περήφανο παρών. Θα σε διαβάζουμε και θα λέμε είναι γραμμένο από τη basketballfan που εκτιμούμε και θαυμάζουμε τα μάλα. Και δώσ' του η διαφήμιση. Θα φιγουράρεις στη λίστα με τα μπεστ σέλλερς σε χρόνο ντε-τε.

 

Διαλέγεις και παίρνεις. :lol: 

Δημοσ.

Για εμένα το γράφω. Δεν νομίζω ότι θα το εκδόσω ποτέ, ούτως ή άλλως. Επίσης, λόγω των τωρινών συνθηκών, μίνιμου θα πάρει 3 χρονάκια :P

 

Εεε θα ανεβάσω, αλλά όταν έχω φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο :D

Δημοσ.

Μη μασάς, σε πειράζω.

 

Αλλά, αλήθεια τώρα και πέρα απ' την πλάκα, αν θέλεις, θα χαιρόμασταν να μοιραστείς μαζί μας κάνα απόσπασμα.

Θα μείνουμε συντονισμένοι. :-)

Δημοσ.

Ουφ, σε μία ώρα έχουμε συνάντηση, μόλις το ολοκλήρωσα! Μπορώ να διαβάσω κι άλλες ιστορίες σας τώρα.  ^_^ Fan, να μας γράφεις σε συνέχειες, καλά σου λέει. Πολλοί μεγάλοι συγγραφείς εξέδιδαν τα έργα τους σε συνέχειες μέσα από εφημερίδες. Μπορεί να είσαι η επόμενη. 

  • Like 2
  • Moderators
Δημοσ.

Για το τελευταιο διηγημα μας εχει δοθει το θεμα που ειναι: Ειστε σε κεντρικη πλατεια, βλεπετε εναν νεαρο να αρπαζει τσαντα απο μια κυρια, τον καταδιωκετε και συνειδητοποιειτε πως ειναι καποιος του περιβαλλοντος σας. Σε πρωτοπροσωπη αφηγηση.

 

 

ΤΥΧΑΙΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Όση ώρα μου μιλούσε δεν μπορούσα να σταματήσω να παρατηρώ  το πρόσωπό της. Είχε μια περίεργη γοητεία παρά την ηλικία της, ίσως το σπασμένο χαμόγελό της που σαν να στράβωνε λιγάκι στη δεξιά γωνία, ίσως τα διεισδυτικά μάτια της με τις ανεπαίσθητες ανταύγειες, ίσως να βοηθούσε και ο εντυπωσιακός κόκκινος σκελετός των μικρών στρογγυλών γυαλιών της.
Έδειχνε καταρρακωμένη, ο τρόπος που ο νεαρός της είχε αρπάξει την τσάντα ήταν πολύ επιθετικός, την έριξε κάτω και χτύπησε το κεφάλι της. Είχα προβλέψει τη σκηνή πριν καν αυτή εξελιχθεί, η κίνηση του τύπου ήταν ξεκάθαρη. Και συνάμα εξαιρετικά οικεία. Τη στιγμή που η Αλίκη έπεφτε στο έδαφος, ήταν ακριβώς η στιγμή που αποφάσιζα να κυνηγήσω τον κλέφτη. Μέχρι τότε είχα διαισθητικά επιλέξει να παραμείνω απλός παρατηρητής.
Τις σκέψεις μου είχε διακόψει το χέρι της που έπιανε το δικό μου.
«Σε ευχαριστώ πολύ» θυμάμαι να μου λέει «όμως δεν ξέρω καν το όνομά σου».
Συστηθήκαμε σε εκείνο το καφέ που με πήγε για να με ευχαριστήσει που είχα σώσει την πολύτιμη τσάντα της. Αισθανόμουν λίγο ένοχος και φοβισμένος για να αρνηθώ.
Συνέχισε να μιλά και εγώ συνέχισα να επεξεργάζομαι τη στιγμή που έβαλα τρικλοποδιά στον κλέφτη και τον αναγνώριζα. Παραλίγο να λιποθυμήσει όταν συνειδητοποίησε πως τον κατεδίωκε ο ίδιος του ο αδελφός. Τον είχα αφήσει να φύγει με την υπόσχεση πως θα τον κανόνιζα στο σπίτι, μάλλον ήμουν πολύ κλονισμένος για να κάνω κάτι διαφορετικό. Του είχα πάρει την τσάντα από τα χέρια και εκείνος τρομαγμένος το έβαζε στα πόδια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευα πως είχα βιώσει ο, τι πιο σοκαριστικό θα μπορούσε να ζήσει κανείς δεδομένων των συνθηκών. Τώρα γελάω με την αφέλειά μου.
Η τσάντα της ήταν ανοιχτή, πιθανώς ο αδερφός μου είχε προλάβει να την ανοίξει και καθώς την ξεσκόνιζα για να την επιστρέψω, κάτι μεταλλικό έπεσε στο πόδι μου. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Κόσμος που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή με πλησίαζε και εγώ με χέρια που έτρεμαν έσκυψα και το σήκωσα γρήγορα και προσεχτικά το έβαλα πίσω στη θέση του. Ακόμα θυμάμαι τη ναυτία που μου είχε έρθει ξαφνικά.
Την πλησίασα και την παρατήρησα καλά. Ήταν τόσο καλοντυμένη και απέπνεε έναν ξεκάθαρο καθωσπρεπισμό που το μυαλό μου δεν μπορούσε με τίποτα να αποδεχθεί πως αυτό το πράγμα της ανήκε. Τώρα γνωρίζω πως αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας της.
«Ξέρω πως το είδες, σε είδα που το μάζευες από κάτω, δεν είναι ακριβώς αυτό που νομίζεις» μου είχε πει και θα θυμάμαι πάντα το πάθος με το οποίο ρούφηξε τον καφέ της σα να με ζύγιζε. Ξεπερνώντας το αρχικό μου ένστικτο να σηκωθώ και να φύγω, της έγνεψα καταφατικά.
Της είχα απαντήσει πως δεν βρισκόμουν εκεί για να την κρίνω. Στο κάτω κάτω μόλις είχα μάθει πως ο αδερφός μου ήταν κλεφτρόνι, η κατάπληξη αυτή μάλλον υπερίσχυε της άλλης, που δε με αφορούσε μάλιστα.
Ή μήπως…;
Δε θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που συνειδητοποίησα πως το όπλο που είχε πέσει από την τσάντα της, είχε τώρα τα αποτυπώματά μου πάνω του. Ένα όπλο που δεν ήξερα ούτε τι μέρος του λόγου ήταν ο κάτοχός του, ούτε πού είχε χρησιμοποιηθεί πριν το αγγίξω. Μου ήρθε σκοτοδίνη και παραλίγο να πέσω από την καρέκλα μου, προσπάθησα όμως να το κρύψω. Σχεδόν άκουγα το αίμα να κυκλοφορεί στα μηνίγγια μου.
Η Αλίκη το είχε καταλάβει και μου έσφιξε το χέρι λέγοντάς μου να μην ανησυχώ, πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Ίσως όχι τον δικό μου, αλλά σίγουρα υπό έλεγχο.
Έκρινε πως μπορούσε να με εμπιστευθεί. Πρόσφατα μου είπε πως ο λόγος ήταν πως είχε καταλάβει ότι γνώριζα τον κλέφτη, ωστόσο διατήρησα την ισορροπία παίρνοντάς του την τσάντα, δίχως να τον καταδώσω. Μπορεί όμως και να ήταν ψέματα, γενικώς έχει την τάση να τροποποιεί την αλήθεια ιδίως όταν μιλά για την κρίση της. Πάντα με γοήτευε αυτό.
Είναι τρομερό πως μια απόφαση μιας τυχαίας στιγμής είναι ικανή να θέσει σε λειτουργία αλυσιδωτές αντιδράσεις που σου αλλάζουν τη ζωή. Νομίζω πως η δική μου ζωή άλλαξε όταν εκείνη είχε βγάλει γύρω στα δέκα διαβατήρια και άλλα χαρτιά που αποδείκνυαν την ιδιότητά της ως κατάσκοπος.
Για λίγα δευτερόλεπτα θυμάμαι να κοιτώ γύρω μου, περίμενα να εμφανιστούν κάμερες, κόσμος να γελά, ίσως και ο αδερφός μου να μου λέει πως όλο αυτό ήταν μια από τις φάρσες του. Όμως κανείς δεν είχε εμφανιστεί και εγώ είχα μείνει μετέωρος να την ακούω με πλήρη προσοχή να αγορεύει.
Πλέον έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από τη γνωριμία μας, ένας χρόνος κατά τη διάρκεια του οποίου έζησα πράγματα που άλλοι δε ζουν ούτε σε μια ζωή. Εκείνη μεταξύ άλλων είχε γίνει ο μέντοράς μου και η χαρισματική προσωπικότητά της είναι ο λόγος που βρίσκομαι στη Βιέννη. Το ότι πάντα έλεγε ότι θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να καταδώσει τον αδερφό μου για τις βρομοδουλειές του, βοήθησε επίσης.
Ετοιμάζομαι να μπω στο αρχηγείο της μεγαλύτερης οργάνωσης λαθρεμπορίας όπλων στον κόσμο ως συνεργάτης και το στόμα μου έχει στεγνώσει. Αν παρά την εκπαίδευσή μου κάτι πάει στραβά είμαι νεκρός. Η αναδρομή της πρώτης μας συνάντησης με βοηθά πάντα στο να έχω ένα σημείο αναφοράς, μια άγκυρα με το παρελθόν μου. Καθαρίζω το μυαλό μου και ανοίγω αποφασιστικά την πόρτα…

 

 

@Τοxo<3 lover και basketballfan αντε ποσταρετε και εσεις τιποτα.

  • Like 3
Δημοσ.

Να σας πω ότι στη δημιουργική γραφή εμείς γράφουμε παραμύθια. Το συγκεκριμένο απευθυνόταν σε μεγαλύτερα παιδάκια λόγω θεματολογίας. Το πλαίσιο ήταν Αναγέννηση και μαθηματικά. Το δικό μου παραμύθι τοποθετείται στη Γαλλία τον 16ο αιώνα. 

 

Χάιδευε απαλά τις ράχες των βιβλίων όπως φανταζόταν πως θα χάιδευε κανείς τα μαλλιά μιας κοπέλας. Κάποιος άλλος. Όχι εκείνος. Εκείνος ποτέ. Τράβηξε από το ράφι το αγαπημένο του βιβλίο και κύλησε στον κόσμο του που λίγο αισθανόταν να διαφέρει από τον δικό του.

Είχε κουραστεί με την δήθεν πρόοδο του γαλλικού πολιτισμού. Αν τόσο είχε προοδεύσει, θα ήταν άραγε εκείνος κλεισμένος εδώ; Όχι πως δεν περνούσε καλά στη βιβλιοθήκη, μα θα προτιμούσε η επιλογή να ήταν δική του. Ωστόσο, δεν ήταν. Τα σκούρα μαλλιά του, το χλωμό του δέρμα, η καχεκτική του φιγούρα και οι συχνές ασθένειες που τον έπλητταν ήταν σοβαροί λόγοι για τους "ανθρωπιστές κι ευγενείς" γονείς του να τον κρατούν στην απομόνωση. Πότε θα τους τελείωναν τα ψέματα που δικαιολογούσαν τη διαρκή απουσία του; 

Ο ίδιος δεν έβλεπε τον εαυτό του όπως εκείνοι. Έβλεπε το κάθε εμπόδιο ως ευκαιρία να ξεπεράσει τον εαυτό του. Να γίνει πιο δυνατός. Είχε πάρει απόφαση να βάλει ένα τέλος στον εγκλεισμό του. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να απεξαρτηθεί από τους γονείς του και να φύγει μακριά από όλους εκείνους τους τσαρλατάνους ιατρούς που έρχονταν κάθε τόσο και τον εξέταζαν με πρόσχημα το ενδιαφέρον, με σκοπό το κέρδος. Εκείνοι τον φυλάκισαν πρώτοι, οι γονείς του απλώς τους άκουσαν. Κλειστός στη βιβλιοθήκη και στον εαυτό του, στο μεγαλοπρεπές οικογενειακό του château, ο Jean έμαθε να κάνει καλά τρία πράγματα, να διαβάζει, να υπολογίζει και να σχεδιάζει. 

Ζώντας σε αυτό το κτήριο δεν θα μπορούσε παρά να θαυμάζει την αρχιτεκτονική. Εκεί πλέον στήριζε και κάθε του ελπίδα να ξεφύγει από την πολυτελή φυλακή του. Με στόχο του την πλήρη αρμονία, σχεδίαζε τα πάντα με βάση "θεϊκή αναλογία" των αρχαιοελληνικών χρόνων, τον άκρο και μέσο λόγο του Ευκλείδη που η θέα των εφαρμογών του τον έκανε να αισθάνεται πραγματικά πως όλα ήταν στη θέση τους. 

Κάποιο βράδυ από εκείνα που οι άμαξες έκαναν παρέλαση στον μεγάλο κήπο, σημάδι πως κάποια κοσμική συνάντηση είχαν πάλι, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα το έσκαγε. Μάζεψε τα πιο πολύτιμα σχέδια που είχε, ένα βιβλίο για συντροφιά, κοίταξε με νοσταλγία ίσως για τελευταία φορά τη βιβλιοθήκη του και γλίστρησε αθόρυβα στο μεγάλο διάδρομο.

Αισθανόταν το σφιγμό του να τραντάζει όλο του το σώμα, τα χέρια του είχαν κιόλας ιδρώσει και τα μαλλιά του κολλούσαν στο καυτό του μέτωπο, μα δεν είχε σκοπό να κάνει πίσω. Περπατώντας προσεκτικά για να αποφύγει οποιαδήποτε συνάντηση, βρέθηκε τώρα στο χώρο όπου περίμεναν οι άμαξες. Δεν μπορούσε να χάσει καιρό ώστε να διαλέξει μία κι έτσι κρύφτηκε στην πρώτη που βρήκε μπροστά τουκαι περίμενε...

Ο επιβάτης της δεν άργησε να έρθει κι αν έκρινε από τις προσφωνήσεις που άκουγε, θα πρέπει να ήταν πολύ σημαντικός. Έκανε μια κίνηση να σηκώσει το κεφάλι του και τότε ο χρόνος για εκείνον σταμάτησε. Αισθάνθηκε ένα τράβηγμα και την επόμενη στιγμή βρισκόταν κιόλας στο έδαφος, έτοιμος να κατασπαραχθεί από τη φρουρά του ιδιοκτήτη της άμαξας. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια και κουλουριάστηκε, έτοιμος να δεχθεί το πρώτο χτύπημα, αλλά δεν ήρθε ποτέ. 

- Τι συνέβη εδώ; ρώτησε ο άνδρας με την πληθωρική παρουσία.

- Με...μεγαλειότατε! Αυτός ο ζητιάνος! Ήθελε να βλάψει τον άρχοντά μας!

- Έχετε δει πολλούς ζητιάνους ντυμένους με τέτοια ρούχα; Μα για έλα εδώ, μικρέ. Τι κρατάς εκεί;

Ο Jean δυσκολευόταν να πιστέψει στα μάτια, στα αφτιά και στην τύχη του. Ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς François που μόλις τον έσωσε! Σηκώθηκε με μια κίνηση, μάζεψε τα πράγματά του, έστρωσε τα ρούχα του κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση όπως είχε μάθει όταν ήταν ακόμη παιδί. Ο βασιλιάς τον πλησίασε και χωρίς να κρύψει την περιέργειά του, πήρε στα χέρια του τα σχέδια του Jean κι άρχισε να τα ξεδιπλώνει.

- Δεν πιστεύω στα μάτια μου! είπε γεμάτος έκπληξη. Πού έμαθες να τα φτιάχνεις αυτά, γιε μου; 

- Μόνος μου, μεγαλειότατε. 

- Μα αυτό, αυτό είναι απίστευτο! Θέλω να έρθεις μαζί μου, γιε μου, θα το κάνεις αυτό; Στο παλάτι μου, στο Fontainebleau, υπάρχει πλέον μια σχολή αρχιτεκτόνων. Θα φοιτήσεις εκεί, πλάι στους καλύτερους κι έπειτα θα δουλεύεις για μένα.

Έτσι κι έγινε... Ο Jean, με τη βοήθεια του βασιλιά, έγινε ένας σπουδαίος και περιζήτητος αρχιτέκτονας. Κι αν και όλοι αναρωτιώνταν πώς και για ποιο λόγο ο βασιλιάς ενδιαφερόταν τόσο για τον Jean, εκείνος ήξερε πως ήταν ο άκρος και μέσος λόγος. 

 

 

  • Like 3

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!

Δημιουργία νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα
  • Δημιουργία νέου...