astrosunnefo Δημοσ. 28 Απριλίου 2017 Δημοσ. 28 Απριλίου 2017 Σ' ευχαριστώ, storm. Σημαίνει πολλά το να τ' ακούω από σένα. 1
Moderators stormrain Δημοσ. 19 Μαΐου 2017 Moderators Δημοσ. 19 Μαΐου 2017 Λιγο μεγαλο, 2000 λεξεις περιπου. Felicità «Για πάντα;»«Για πάντα!»Το μισογεμάτο ποτήρι με τη βότκα της έπεσε από το χέρι και το κρύσταλλο έγινε θρύψαλα στο μάρμαρο. Έμεινε για λίγο να κοιτά τα αστραφτερά κομματάκια που γυάλιζαν στο φως, δίχως όμως να μπορεί να εστιάσει σε αυτά. Τα βουρκωμένα της μάτια δεν την βοηθούσαν άλλωστε.Με αργά βήματα πλησίασε το μεγάλο ξύλινο έπιπλο και έβγαλε ένα καινούριο ποτήρι. Χρειάστηκε να ενεργοποιήσει συνειδητά κάθε μυ του χεριού της για να σηκώσει το μασίφ κρυστάλλινο καπάκι του μπουκαλιού και να καταφέρει να ολοκληρώσει την κίνησή της χωρίς να προκαλέσει άλλη μια καταστροφή. Ο γνώριμος ήχος του υγρού που γέμιζε το ποτήρι την μαγνήτισε στιγμιαία και της έφερε στο μυαλό τον ήχο της ήρεμης θάλασσας που γλύφει έναν βράχο.Οι λέξεις που είχαν ειπωθεί σε εκείνη την παραλία πριν τριάντα χρόνια ακόμα τριβέλιζαν το μυαλό της που και που. Έρχονταν και έφευγαν, μαζί με τη μοναξιά της, σαν ένας παλιός φίλος που ακόμα και όταν χάνεται για πολύ καιρό, είναι πάντοτε παρών. Την αγκάλιαζε αυτήν τη μοναξιά, δεν τη φοβόταν, είχε μάθει να την έχει σύμμαχο από επιλογή, όχι ανάγκη και όταν εκείνη την έπνιγε, τότε την έκανε πέρα για λίγο μέχρι να την καλέσει και πάλι στην αγκαλιά της.Έφερε ένα τσιγάρο στο στόμα της και τα χείλη της ζάρωσαν αφήνοντας μικρά αυλάκια στο κόκκινο κραγιόν που εκείνος αγαπούσε. Το κάψιμο στον λαιμό της την ανακούφισε, ήταν ένας πόνος που μπορούσε να ελέγξει και σε αντίθεση με εκείνον που είχε βιώσει στο παρελθόν, μπορούσε να διακόψει ανά πάσα στιγμή. Μια τουλούπα καπνού φίλησε το πρόσωπό και τα ξανθά μαλλιά της, κάνοντάς την να χαθεί στο γκρίζο σύννεφο.«Για πάντα;» «Για πάντα»Κατέβηκαν τρέχοντας τον κακοτράχαλο δρόμο που οδηγούσε στην πιο απομονωμένη παραλία του νησιού. Οι φωνές και τα γέλια τους αντηχούσαν όμως κανείς από τους άλλους λουόμενους δεν φαινόταν να δίνει σημασία, πόσο μάλλον να ενοχληθεί. Άλλωστε ήταν απλώς άλλο ένα νέο ζευγάρι που ζούσε τον έρωτά του στο νησί. Τίποτα εκτός του συνηθισμένου.Σταμάτησαν απότομα κάτω από τη σκιά ενός τεράστιου βράχου που έδινε την εντύπωση εισόδου σπηλιάς. Ο Τηλέμαχος την κοίταξε περιμένοντας να δει την αντίδρασή της για το σημείο. Εκείνη απλώς χαμογέλασε και άπλωσε την πετσέτα τους πάνω από την λεπτή άμμο. Για λίγο δε μιλούσε κανείς από τους δύο, μονάχα απολάμβαναν το αέναο γαλάζιο του Αιγαίου με όλες τους τις αισθήσεις. Ξαφνικά η Στέλλα πετάχτηκε και τον τράβηξε από το χέρι.«Έλα, πάμε να βουτήξουμε»«Μισό λεπτάκι, έχω το τσιγάρο ακόμα» της είπε παίζοντας.«Να το σβήσεις τότε, ξέρεις πόσο το σιχαίνομαι» απάντησε και με μια γρήγορη κίνηση του το πήρε από το στόμα και το έσβησε σε μια πέτρα.«Πόσον καιρό είμαστε μαζί;» τη ρώτησε γελώντας ανάμεσα σε δυο βουτιές.«Μου φαίνεται αιώνας» του απάντησε βρέχοντας τον.«Και πως θα αντέξεις για πάντα μαζί μου;»Οι ανταύγειες των γκρίζων της ματιών φαίνονταν ακόμα πιο έντονες κάτω από το φώς του ήλιου. Ο Τηλέμαχος είχε χαθεί στο βλέμμα της και εκείνη στο δικό του.«Για πάντα;»«Για πάντα!»Όταν τον είχε γνωρίσει είχε μόλις τελειώσει την Φιλοσοφική και ακόμα θυμόταν τη στιγμή της πρώτης τους επαφής σε εκείνο το πάρτι που είχε πάει από υποχρέωση σε μια συμφοιτήτριά της.«Στέλλα να σου γνωρίσω τον Τηλέμαχο Αργυρό» είχε πει η φίλη της και η Στέλλα που κοιτούσε αλλού, ένιωσε να τη διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα τη στιγμή που συναντήθηκαν τα μάτια τους. Ψέλλισε κάτι ακατάληπτο και ο νεαρός το είχε χρησιμοποιήσει πολύ εύστοχα σπάσει τον πάγο με χιούμορ.Εκείνη ήταν σίγουρη πως τον είχε γοητεύσει, από μικρή κοπέλα ήξερε τι προκαλούσε στο αντίθετο φύλο και αυτό της έδινε πάντα αυτοπεποίθηση. Άλλωστε η εμφάνισή της ήταν ένα από τα κύρια εφόδιά της στην πορεία της, η οποία όμως συνοδευόταν από την οξυδέρκεια ενός ανθρώπου που ήθελε τα πάντα στη ζωή. Και μέχρι στιγμής τα είχε καταφέρει καλά.Το επώνυμο του νέου άνδρα της ήταν ιδιαίτερα οικείο και ρωτώντας τη φίλη της βεβαιώθηκε πως επρόκειτο για τον γιο ενός από τους πιο παλιούς επιχειρηματίες της χώρας. Τα μάτια της άστραψαν, ο νεαρός ήταν ιδιαίτερα γοητευτικός δίχως να γνωρίζει το υπόβαθρό του, τώρα που έμαθε και την καταγωγή του είχε γίνει ακαταμάχητος. Θα έκανε τα πάντα για να τον γνωρίσει καλύτερα, όμως δε χρειάστηκε αφού ο Τηλέμαχος φρόντισε να της κάνει σαφές το ενδιαφέρον του.Τα πρώτα δύο χρόνια της σχέσης τους ήταν ονειρικά, περνούσαν τον χρόνο τους στην Αθήνα και την Νέα Υόρκη, σε φιλανθρωπικά γκαλά και δεξιώσεις, απολαμβάνοντας τον έρωτά τους. Η Στέλλα ένιωθε αγνά συναισθήματα αγάπης για τον Τηλέμαχο, είχε γνωρίσει πολλούς άνδρες στη ζωή της και η ιδιοσυγκρασία της ήταν τέτοια που της επέτρεπε να ξεχωρίζει με βεβαιότητα τα συναισθήματά της. Αυτό που ένιωθε για εκείνον ήταν έρωτας και αγάπη. Ταυτόχρονα είχε ενσωματωθεί στον τρόπο ζωής του, ο οποίος όχι μόνο την γοήτευε, αλλά της έδινε και τη σιγουριά της παραμονής της στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας.«Για πάντα;»«Για πάντα!»Με αυτές τις λέξεις σε εκείνο το μικρό νησάκι του Αιγαίου, ο Τηλέμαχος της είχε πει πως την ήθελε για σύζυγό του. Με εκείνες τις δυο λέξεις είχαν επισφραγίσει τον έρωτά τους και τον είχαν μετατρέψει σε κάτι που στο μυαλό της φάνταζε αιώνιο.Η καύτρα του τσιγάρου είχε φτάσει τώρα στο δάχτυλό της και χάιδευε το χρυσό δαχτυλίδι του δείκτη της, μέχρι που το τσούξιμο την έκανε να μορφάσει από τον ξαφνικό πόνο. Με μια απότομη κίνηση συνέθλιψε στο σταχτοδοχείο ό,τι είχε απομείνει από το τσιγάρο και με μανιώδεις κινήσεις έβγαλε ένα ακόμα από το μισοάδειο πακέτο της. Σηκώθηκε από τον καναπέ και ο ανεπαίσθητος ήχος των τακουνιών της έσπαγε τη σιωπή του έρημου σπιτιού. Τα μάτια του Τηλέμαχου την καλούσαν να πάει σε εκείνον, σιωπηλά όπως πάντα, όμως εκείνη άκουγε σχεδόν αυτό που θα μπορούσε να ήταν το ουρλιαχτό του.Με τα ακροδάχτυλά της χάιδεψε το μέτωπό του και το φρεσκοβαμμένο νύχι της γυάλισε σαν αίμα κάτω από το ατροφικό φως του κομοδίνου. Έμεινε να κοιτάει τα μάτια του και το τσιγάρο σιγόκαιγε στα χείλη της.Ο γάμος τους είχε οριστεί για το ερχόμενο καλοκαίρι, έτσι θα είχε όλον τον χρόνο μπροστά της για να διαλέξει νυφικό από τους καλύτερους μόδιστρους της Ιταλίας και να οργανώσει πλήρως την τελετή και τη δεξίωση. Είχε σκεφτεί τα πάντα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, δεν ήταν δύσκολο άλλωστε, από κοριτσάκι συζητούσε με τις φίλες της για τον γάμο τους και τα γέλια τους γέμιζαν την πλατεία του μικρού ορεινού χωριού της Ημαθίας.Και να που τώρα είχε έρθει η ώρα της να θριαμβεύσει. Ένιωθε άτρωτη, πιο δυνατή από όλους τους ανθρώπους, ένιωθε θεά. Αυτό είχε αρχίσει πια να φαίνεται και στη συμπεριφορά της. Η ταπεινοφροσύνη δεν ήταν ποτέ μέρος του χαρακτήρα της, όμως πλέον είχε οδηγηθεί στον αντίποδα της. Στα τριάντα της χρόνια αισθανόταν πως είχε κυριεύσει τον κόσμο και πως οι υπόλοιποι βρίσκονταν εκεί για να ικανοποιούν την κάθε της επιθυμία. Η αγάπη της για τον Τηλέμαχο δεν είχε φθίνει ούτε στο ελάχιστο, όμως τώρα αντί να είναι συνοδοιπόρος της, είχε μετατραπεί σε κομπάρσο στην ίδια του την παράσταση.Εκείνος όμως την υπεραγαπούσε και δεν μπορούσε να της χαλάσει χατίρι.«Μα να αφήσουμε να πετάξουν εκατό λευκά περιστέρια; Δεν το θεωρείς κάπως υπερβολικό όλο αυτό Στέλλα;»«Καθόλου υπερβολικό, στο κάτω-κάτω συμβολίζει την αγάπη μας»«Πολύ φοβάμαι πως για τους καλεσμένους θα συμβολίσει και την αμετροέπειάς μας» της είχε πει σκεφτικός.«Κάθε άλλο, ίσα-ίσα που θα λειτουργήσει και θετικά στη δουλειά σου. Κάνοντας τέτοιες κινήσεις θα δείξεις την υγεία των επιχειρήσεων σου και οι επενδυτές δε θα είναι καθόλου διστακτικοί σε συνεργασία μαζί σου»Πάντα έτσι ήταν η Στέλλα, μπορούσε να κάνει ακόμα και τον καλύτερο ρήτορα να μείνει άφωνος μπροστά στη φαινομενική λογική των επιχειρημάτων της. Αυτό ήταν και ένα από τα στοιχεία του χαρακτήρα της που σαγήνευε τον κόσμο.Ο Τηλέμαχος δεν αποτελούσε εξαίρεση, έτσι ακόμα και όταν την είχε ακούσει να ωρύεται στο τηλέφωνο συνομιλώντας με την υπάλληλο του ανθοπωλείου επειδή τα λευκά τριαντάφυλλά τους δεν ήταν αρκετά λευκά, το είχε αποδώσει στο στρες της περιόδου.«Για πάντα;»«Για πάντα!»Με προσοχή έπιασε ένα μπουκαλάκι με άρωμα και έβαλε λίγο πίσω από τα αυτιά και στο στήθος της. Έπειτα τοποθέτησε έναν δίσκο του Al Bano στο πικάπ και οι στίχοι του Felicità πλημμύρησαν για πολλοστή φορά το δωμάτιο. Το τραγούδι που συμβόλιζε τον γάμο τους. Ευτυχία… Τους φαντάστηκε να το χορεύουν στην σάλα γεμάτη από τους καλεσμένους που θα έβγαζαν επιφωνήματα θαυμασμού για το ζευγάρι και την ευτυχία τους. Τους φαντάστηκε να φιλιούνται καθώς η Romina Power θα επαναλάμβανε τη λέξη felicità… felicità…Τους φαντάστηκε να έχουν ζήσει όλη τους τη ζωή μαζί και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της για το παρελθόν. Για τη στιγμή που ο κόσμος της κατέρρευσε, μαζί του και αυτή, τη στιγμή που το μαγευτικό «για πάντα» έγινε ένα ειρωνικό «Ποτέ!»Έφερε στη μνήμη της την ημέρα του γάμου τους. Η εκκλησία ήταν γεμάτη από τους επίσημους καλεσμένους τους. Όλη η κοσμική Αθήνα βρισκόταν εκεί για να γιορτάσει με το ζευγάρι την πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής τους. Οι δημοσιογράφοι καραδοκούσαν να απαθανατίσουν το καλύτερο πλάνο της πανέμορφης νύφης. Η ίδια είχε φροντίσει να μαθευτεί σε όλους η τοποθεσία της εκκλησίας στην οποία θα τελούνταν το μυστήριο.Ο Τηλέμαχος δεν συμφωνούσε ιδιαίτερα με αυτό, ήταν άνθρωπος που δεν ήθελε να τραβά την προσοχή και τον άγχωνε το ότι θα γίνονταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ωστόσο δεν ήθελε να χαλάσει τη χαρά της μέλλουσας γυναίκας του, οπότε θα το διαχειριζόταν όπως πάντα. Καθώς την περίμενε να καταφθάσει με το υπερπολυτελές όχημα που είχαν νοικιάσει ειδικά για την περίσταση, πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο που του είχε προσφέρει συνωμοτικά ο κουμπάρος του.Η Στέλλα ήταν κατευχαριστημένη. Όλα πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει και επιτέλους θα παντρευόταν τον αγαπημένο της. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, τυφλώθηκε από τα φλας των φωτογράφων. Δε λησμόνησε όμως να πάρει το πιο όμορφο χαμόγελό της, δεν ήταν δύσκολο άλλωστε αφού έβλεπε ήδη τον Τηλέμαχο να την περιμένει στην είσοδο της εκκλησίας. Πλησίασε προς το μέρος του σχεδόν τρέχοντας από χαρά και τον αγκάλιασε. Οι φωτογράφοι δε σταματούσαν να τραβούν φωτογραφίες, ενώ οι φωνές των προσκεκλημένων κάλυπταν κάθε ήχο της ζεστής αυτής βραδιάς.Έμεινε για λίγο στην αγκαλιά του και έφερε το στόμα της κοντά στο αυτί του. Το δροσερό οικείο άρωμά του τη γέμισε σιγουριά.«Λοιπόν; Για πάντα;» ψιθύρισε και έκλεισε τα μάτια.Εκείνος δεν απάντησε, μόνο έκανε ένα βήμα πίσω κρατώντας το χέρι της. Την κοίταξε στα μάτια και άνοιξε το στόμα του για να σχηματίσει κάτι που έμοιαζε με υπόσχεση, ενώ πίεζε το δεξί του χέρι στο στήθος του. Η Στέλλα τον έπιασε και ένιωσε το σώμα του να βαραίνει. Προσπάθησε να τον συγκρατήσει αλλά δεν τα κατάφερε και εκείνος βρέθηκε στο έδαφος με έναν γδούπο που θα έμενε για πάντα στο μυαλό της.«Για πάντα;»Ποτέ ξανά…Η Στέλλα ξαναγύρισε στο υπνοδωμάτιο και τον πλησίασε. Η ξύλινη κορνίζα με την φωτογραφία του βρισκόταν στη θέση της, πάνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της, τριάντα χρόνια τον είχε πάντα κοντά της. Μπορεί στο διάστημα αυτό να είχε αλλάξει περισσότερους εραστές από όσους μπορούσε να ανακαλέσει, όμως ο Τηλέμαχος βρισκόταν πάντοτε εκεί, να της υπενθυμίζει πόσο κοντά είχε βρεθεί στην απόλυτη ευτυχία και πόσο επαρμένη ήταν να θεωρεί πως αυτή θα ήταν διαθέσιμη για πάντα.Κάποιες φορές, στην επέτειο του παρ’ ολίγον γάμου τους, έβαζε το αγαπημένο του άρωμα, φορούσε τα κοσμήματα που της είχε προσφέρει, βαφόταν με τον τρόπο που εκείνος λάτρευε και αναπολούσε εκείνες τις ανέμελες διακοπές στο γαλάζιο του Αιγαίου σαν ένα τελετουργικό, φόρο τιμής σε εκείνον που κάποτε είχε αγαπήσει.Και τότε αναρωτιόταν.«Λοιπόν; Για πάντα;»Και απαντούσε με ένα θλιμμένο χαμόγελο«Λοιπόν ποτέ» 6
astrosunnefo Δημοσ. 20 Μαΐου 2017 Δημοσ. 20 Μαΐου 2017 Σαν γλυκόπιοτο κρασί "κατεβαίνει" η ιστορία σου, storm. Ωραία γραφή, ωραίες λέξεις... παραταγμένες έτσι που στήνουν όλο το σκηνικό μπροστά σου. Την ευχαριστήθηκα. Μ' άρεσε η υπόθεση - κι ότι η ροή τρεφόταν μέσα απ' τις αναμνήσεις της. Είναι περίεργο πως καμιά φορά δεν μπορείς ν' αντέξεις το βάρος αυτών των αναμνήσεων και θες να ξεφύγεις, μα ταυτόχρονα δεν θες να ξεχάσεις ποτέ. Κι όμως, εν τέλει είναι τόσο λογικό. Μπράβο σου. Πήγα να ενοχληθώ εκεί που αναφέρεις πως τον βρήκε ακαταμάχητο, επειδή ήταν φτασμένος, αλλά χαμογέλασα λίγο παρακάτω, που τη γνωρίζουμε καλύτερα. Νοερώς σου έκανα και πατ πατ, που έκλεισες τόσο αριστοτεχνικά αυτή τη "τρυπούλα". Πολυαγαπημένο Felicità. <3 1
Moderators stormrain Δημοσ. 22 Μαΐου 2017 Moderators Δημοσ. 22 Μαΐου 2017 Ευχαριστώ πολυ Let's keep 'em coming 1
fasttam Δημοσ. 24 Ιουνίου 2017 Δημοσ. 24 Ιουνίου 2017 Από τον αγαπημένο μου χώρο, αυτόν της Επ. Φαντασίας ΤΡΥΦΕΡΗ ΣΑΝ ΜΕΤΑΛΛΟ.pdf 2
Toxo <3 lover Δημοσ. 25 Ιουνίου 2017 Δημοσ. 25 Ιουνίου 2017 Από τον αγαπημένο μου χώρο, αυτόν της Επ. Φαντασίας ΤΡΥΦΕΡΗ ΣΑΝ ΜΕΤΑΛΛΟ.pdf Δεν ξέρω αν σε ενδιαφέρει το οποιοδήποτε σχόλιο, αλλά θα το κάνω. Αρχικά να σου πω ότι με έκανες να το διαβάσω δυο φορές γιατί μια φορά δεν ήταν αρκετή, μπράβο. Το τέχνασμα με το παιχνίδισμα των λέξεων είναι από τα πιο αγαπημένα που συναντάμε σε παραμύθια και δίνει στην ιστορία ένα στοιχείο πιο παιδικό με την πολύ καλή έννοια. Με έβαλε σε σκέψεις, ήταν ωραίο, έρρεε, προσωπικά οι γλαφυρές περιγραφές δεν με συγκινούν γιατί ενσωματώνονται συχνά σε κείμενα μόνο και μόνο επειδή πουλάνε, δεν σου λέω ότι είχες αυτό το κίνητρο, είναι καθαρά προσωπικό γούστο. Συνολικά το απόλαυσα και το βρίσκω αξιόλογο γιατί δίνει τροφή για σκέψη, δεν έχει σωστό και λάθος. Να καταλάβεις ή όχι κάτι. Καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει διαφορετικά.
fasttam Δημοσ. 27 Ιουνίου 2017 Δημοσ. 27 Ιουνίου 2017 Ευχαριστώ πολύ για όσα έγραψες. Φυσικά και με ενδιαφέρουν!
Moderators stormrain Δημοσ. 10 Δεκεμβρίου 2018 Moderators Δημοσ. 10 Δεκεμβρίου 2018 Αφου ξαναθυμηθηκα αυτο το νημα, here goes 😛 Alice in Sexland Spoiler Η γυναίκα τέντωσε το πόδι της και φόρεσε προσεκτικά το καλσόν της. Τα καλοσχηματισμένα δάχτυλά της έλαμπαν βαμμένα κατακόκκινα κάτω από το δικτυωτό ύφασμα. Ο άνδρας στο κρεβάτι απέναντί της την παρακολουθούσε αναψοκοκκινισμένος ακόμα, παρατηρώντας την κάθε της κίνηση. «Θα μου πεις πως σε λένε τελικά;» «Σου είπα, λέγε με όπως προτιμάς. Εσύ πληρώνεις άλλωστε» απάντησε εκείνη απλά, φυσώντας μια τούφα από τα ξανθά μαλλιά της που έπεφταν στο πρόσωπο της. Για λίγο τον κοίταξε με τα ουρανίσια μάτια της και χάιδεψε μηχανικά τον μηρό της κάτω από την κοντή άσπρη της φούστα, αφήνοντας να ξεπροβάλλει η άκρη από ένα μικρό τατουάζ. Το τραπουλόχαρτο με τη φιγούρα της ντάμας κούπα δεν πέρασε απαρατήρητο. «Ωραίο τατουάζ! Πότε το έκανες;» «Παλιά… Άκου, έχεις ένα τσιγάρο;» Εκείνος της πρόσφερε γρήγορα το πακέτο του και της άναψε το τσιγάρο με τον βαρύ ασημένιο αναπτήρα του. Το κόκκινο κραγιόν της σχημάτισε δεκάδες μικρές ρυτίδες στα χείλη της καθώς εκείνη ρουφούσε με μανία την πρώτη τζούρα. Έκλεισε για λίγο τα μάτια της σαν να ήθελε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της. «Αλίκη» είπε φυσώντας μια τουλούπα καπνού προς το μέρος του. «Το όνομά μου είναι Αλίκη.» «Και το τατουάζ;» «Το τατουάζ τι;» «Τι συμβολίζει;» «Τίποτα. Είναι απλά η Ντάμα Κούπα. Η Δούκισσα…» Το τσιγάρο είχε φτάσει μέχρι τη μέση και με μια χαριτωμένη και προσεκτική κίνηση, το έσβησε στο σταχτοδοχείο μπροστά της. «Λοιπόν; Δε θα ρωτήσεις κάτι άλλο; Μέχρι πριν λίγο ήθελες να μάθεις τα πάντα για μένα» «Φυσικά και θέλω να μάθω τα πάντα για σένα Αλίκη…» «Όμως δεν έχει νόημα να πάμε στο παρελθόν μου, γιατί ήμουν ένας άλλος άνθρωπος τότε…» του είπε παιχνιδιάρικα. «Ναι αλλά εμένα με ενδιαφέρει…» «Κοίτα… Εγώ… Δεν είμαι τρελή… Όλοι αυτό μου έλεγαν… Όμως εγώ δεν είμαι…» Ο άνδρας άναψε ένα τσιγάρο, εμφανώς αμήχανος από την τροπή που είχε πάρει η συζήτηση. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στον κακοφωτισμένο χώρο του υπνοδωματίου της. Παντού γύρω του δέσποζαν φιγούρες από γάτες και λαγούς σε διάφορες μορφές, από μεταλλικά πρες παπιέ , μέχρι παιδικά σκίτσα σε φθαρμένες κόλλες χαρτί, ατάκτως καρφωμένα στους τοίχους. Ξαφνικά ένιωσε άβολα. «Σε πιστεύω πως δεν είσαι τρελή. Όμως τι είναι όλα αυτά;» κάνοντας έναν κύκλο με το χέρι του στο χώρο. Αμέσως το μετάνιωσε, δεν ήταν σίγουρος πως ήθελε να διαβεί αυτό το μονοπάτι, όμως πλέον ήταν αργά. «Όλα αυτά είναι η ιστορία μου. Η ιστορία μου στη λαγότρυπα όπως ακριβώς την έζησα. Και όχι όπως την φαντάστηκα όπως έλεγαν όλοι…» «Ποια λαγότρυπα; Κάποιο είδος ναρκωτικού εννοείς; Δεν τα αγγίζω αυτά, έχω γυναίκα και παιδί στο σπίτι, δεν είμαι για τέτοια…» Η κοπέλα τον κοίταξε τόσο έντονα που τον έκανε να χαμηλώσει το βλέμμα του. Η φλόγα των ματιών της έσβησε σιγά σιγά. Ήταν άλλος ένας πελάτης, άλλος ένας που προσπάθησε να την προσεγγίσει κάνοντας πως ενδιαφέρεται. Παραλίγο να την πατήσει όμως με αυτόν, παραήταν πειστικός. Ευτυχώς όμως εκείνη δεν ήταν πια κοριτσάκι. «Θέλεις λίγο τσάι; Θα το φτιάξω ειδικά για σένα, θα δεις, θα σου αρέσει» του είπε προκλητικά και το αριστερό της φρύδι υψώθηκε σε μια έντονη γωνία. Με θεατρικές κινήσεις έβαλε την τσαγέρα στη φωτιά και έριξε τα φυλλαράκια του τσαγιού σχεδόν επιλέγοντάς τα ένα ένα, φροντίζοντας να τον κάνει να βλέπει την κάθε της κίνηση. Εκείνος ένιωσε τους τοίχους του ήδη κλειστοφοβικού δωματίου να συγκλίνουν. «Κοίτα, πρέπει να φύγω, με περιμένει και η γυναίκα μου σπίτι» είπε και με γρήγορες κινήσεις μάζεψε όπως όπως τα ρούχα του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Η Αλίκη κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να μη γελάσει. «Φύγε και να θυμάσαι, όλοι είμαστε τρελοί εδώ» του είπε δίνοντας μεγάλη έμφαση στο «όλοι». Μάλλον το είχε παρακάνει και τον τρόμαξε πολύ, σκέφτηκε πίνοντας μια γουλιά από το τσάι της. Είχε μείνει μόνη της πια και με αργές κινήσεις φόρεσε τα υπόλοιπα ρούχα της. Έξω από το παλιό βικτωριανό κτήριο η πανσέληνος έλουζε με φως τον δρόμο. Άνοιξε ένα κουτί σε σχήμα λαγού και έβγαλε ένα ολοστρόγγυλο μπισκότο από μέσα. Ετοιμαζόταν να το βουτήξει στην κούπα με το τσάι που είχε το σχήμα κεφαλιού γάτας, όταν την κίνησή της διέκοψε ο ήχος από έντονα χτυπήματα στην πόρτα. «Κι άλλος πελάτης» σκέφτηκε και ίσιωσε την μικρή άσπρη φούστα της, σπεύδοντας προς την πόρτα με το μπισκότο ακόμα στο χέρι. Την άνοιξε και ήρθε αντιμέτωπη με τον άδειο κακοφορμισμένο διάδρομο του κτηρίου. Έκλεισε βιαστικά την πόρτα, χάνοντας για κλάσματα δευτερολέπτου ένα τεράστιο χαμόγελο δίχως πρόσωπο που έσβηνε μπροστά στην ξεκολλημένη ταπετσαρία του διαδρόμου.
kallair Δημοσ. 11 Δεκεμβρίου 2018 Δημοσ. 11 Δεκεμβρίου 2018 Ας ποσταρω και εγώ κατι που ειχα γραψει πριν καμποσο.. γραφω κατα καιρους όταν εχω αναλαμπες και οιστρο. κατάθεση ψυχής εικονες μενουνε παλιες και σου στοιχειωνουν τις στιγμες σαν καθεσαι μοναχος και σιγοψιθυριζεις λογια που ηθελες να πεις, τραγουδια που εγραψες χωρις να τα ακουσει ποτέ αλλος κανενας. οι στιχοι σου όρκοι, προσευχή, ειναι κατάθεση ψυχης που ξεγυμνωνει κάθε σου αλήθεια. σου ακουμπανε την καρδιά μα εσύ την νιώθεις μαχαιριά γιατι κακές στιγμές ειναι που σου θυμίζουν. δεν σε πειραζει όμως γιατι, ξέρεις πως έκανες εσύ οτι καλύτερο για μην τηνε πληγώσεις. κι όταν περάσει πια καιρός, θα'ναι η σιωπή ο οδηγός, βουβός κριτής της άλλωτε χαράς σου. λενε πως αν θα'τανε γραφτό θα είχε γίνει και απτό ψυχή και σώμα, ένα θα είχαμε γίνει. μα τελικα τι είναι μεμπτό; να σκέφτεσαι αν το σωστό θα ήταν να'σουν ειλικρινής μαζί της; ή να φυλούσες φυλαχτό, το ποθο που είχες, στο μυαλό εκεί πολυ βαθιά να είχες κρύψει; και σε λευκή κολλα χαρτί, μουτζουρωμένη απ το κρασι που χύθηκε, και από τα δακρυα σου. χαράζεις σκέψεις σου βαθιές, δίνεις φωνή και στις σιωπές που κάθε νυχτα νιώθεις σαν στοιχειά σου. και η σιωπή μοιαζει κραυγή, γεμίζει όλη την αυγή καθώς η μέρα που'ρχεται σε βρίσκει ξύπνιο και ο Μορφέας τώρα πια την έχει πάρει μακριά σαν ένα όνειρο γλυκο, νωχελικά αναπολώ πλέον το άρωμα σου.. 1
Προτεινόμενες αναρτήσεις
Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε
Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!
Δημιουργία νέου λογαριασμούΣύνδεση
Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.
Συνδεθείτε τώρα