Προς το περιεχόμενο

Πίνακας επιτευγμάτων

  1. polemikos

    polemikos

    News Editors


    • Πόντοι

      243

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      4.286


  2. Crash24

    Crash24

    News Editors


    • Πόντοι

      175

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      2.040


  3. Hal9000

    Hal9000

    Administrators


    • Πόντοι

      113

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      20.073


  4. poulinos

    poulinos

    Reviewers


    • Πόντοι

      106

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      87.140


Δημοφιλές περιεχόμενο

Προβολή περιεχομένου με τις περισσότερες αντιδράσεις από 26/07/2012 σε Reviews

  1. ADSL2+, VDSL2, Gigabit θύρες, Ethernet θύρες, Vectoring (g.vector),super vectoring, 802.11ac, FXS, BRI, Annex a, Annex b, Vpn, Firewall, Dual Band, wan, USB. Καθημερινά ακούμε, βλέπουμε, διαβάζουμε πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά να αναφέρονται για ADSL/VDSL modem/routers και αναρωτιόμαστε τι εξοπλισμό θα χρειαστούμε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας ή αν ο εξοπλισμός που θα αγοράσουμε θα αξίζει τα χρήματα που θα δώσουμε και αν θα είναι συμβατός με τις μελλοντικές εξελίξεις στο Internet. Την απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έρχεται να μας δώσει μία από τις κορυφαίες εταιρείες στο χώρο, η AVM δίνοντας μας την ευκαιρία να παρουσιάσουμε το κορυφαίο μοντέλο της που δεν είναι άλλο από το FRITZ!BOX 7590. Η AVM διαθέτει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων όπως VDSL/ADSL routers, Powerlines, WiFi sticks, DECT phones(FON),repeaters όπως και συσκευές για radiator control, power outlets. Ιδρύθηκε το 1986, έχει έδρα το Βερολίνο και απασχολεί 660 υπαλλήλους. Τo τμήμα υποστήριξης όπως και το τμήμα κατασκευής βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ τα προϊόντα της εταιρείας συνοδεύονται από 5 χρόνια εγγύησης. Unboxing Ας ξεκινήσουμε με το unboxing του FRITZ!Box 7590 το οποίο είναι σχεδιασμένο να υποστηρίξει όλο το οικιακό μας δίκτυο αλλά και μια μικρή εταιρεία, όχι μόνο στον τομέα του Internet αλλά και στον τομέα του τηλεφωνικού κέντρου, όπως και στην υποστήριξη smart home. Έρχεται σε μια προσεγμένη συσκευασία στην οποία αναγράφονται μερικά από τα χαρακτηριστικά του ADSL2+/VDSL2 modem router τονίζοντας με διαφορετικό χρώμα ότι υποστηρίζει 300mbit VDSL όπως και High end WiFi. Η συσκευασία έρχεται με ταινία ασφαλείας και αυτό που αναφέρεται στο πάνω μέρος είναι ότι καλύπτεται από 5 χρόνια εγγύησης που ελάχιστοι κατασκευαστές προσφέρουν όπως και δωρεάν υποστήριξη μέσω mail. Στο πίσω μέρος αναφέρονται σε διάφορες γλώσσες πολλά από τα χαρακτηριστικά της συσκευής όπως ότι υπάρχουν BRI και FXS θύρες, 4 gigabit θύρες, 4x4 wireless AC + N. Ανοίγοντας την συσκευασία βλέπουμε όλα τα απαραίτητα καλώδια για την σύνδεση μας. Στην συσκευασία περιλαμβάνονται και καλώδια για να συνδέσουμε τις τηλεφωνικές μας συσκευές στις FON 1 & 2(FXS) ή στην FON S0(ISDN,BRI) του FRITZ αν η τηλεφωνία μας είναι VOIP όπως και δύο adapters σε περίπτωση που συνδέσουμε την TDM τηλεφωνία μας πάνω στο FRITZ!BOX. Υπάρχει ένα διαφημιστικό φυλλάδιο για άλλα προϊόντα της AVM , ένας γρήγορος οδηγός με οδηγίες και ένα sticker για τα στοιχεία του FRITZ!Box. Δεν υπάρχει αναλυτικό εγχειρίδιο για την συσκευή είτε σε cd είτε σε έντυπη μορφή το οποίο δεν θεωρείται αρνητικό αφού τα εγχειρίδια είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρείας συν ότι μέσα στα μενού στο FRITZ!Box υπάρχουν οδηγίες/εξηγήσεις για τα πάντα. Μέσα στην συσκευασία δυστυχώς δεν θα βρούμε φίλτρο ή splitter το οποίο μπορεί να χρειαστεί κατά την αρχική εγκατάσταση. Έχοντας το FRITZ!Box στα χέρια μας ,μας προκαλεί εντύπωση οι πολλαπλές θύρες που βλέπουμε στο πίσω μέρος όπως και ο σχεδιασμός του. Η πάνω πλευρά εκτός από τα ενδεικτικά LED (τα οποία ρυθμίζουν αυτόματα την φωτεινότητα τους σύμφωνα με τον υπόλοιπο φωτισμό στον χώρο μας) και τα πλήκτρα, έχει και τις θύρες εξαερισμού. Στο κάτω μέρος παρατηρούμε ότι είναι όλο θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε η μπροστινή πλευρά να είναι ανασηκωμένη ελαφρώς αφήνοντας ένα μικρό κενό στο κάτω μέρος για αποφυγή υπερθέρμανσης ακόμα και σε υψηλές θερμοκρασίες που μπορεί να συναντήσουμε το καλοκαίρι. Τεχνικά Χαρακτηριστικά To FRITZ!BOX 7590 υποστηρίζει ADSL2+, VDSL2, VDSL2 vectoring, 35b super vectoring μέχρι 300mbit/s. Μπορεί να καλύψει οποιαδήποτε ανάγκη τωρινή η μελλοντική καθώς υποστηρίζει όλους τους τύπους συνδέσεων (DSL, all-ip ,ISDN,analog). Ας προχωρήσουμε στα πιο βασικά χαρακτηριστικά της συσκευής που την κάνουν να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό: Επεξεργαστής: Dual quad-core MIPS CPU @ 2GHz. Μνήμη: 512MB RAM. Storage: 512MB NAND flash. Gigabit wan για υποστήριξη καλωδιακού, οπτικού, δορυφορικού Internet από άλλο Modem. 4x4 Multi-User Mimo antennas (802.11 ac,802,11n) 5ghz 1733mbit/s + 2.4ghz 800mbit/s). 8 antennas. Ταυτόχρονη δυνατότητα χρήσης και των 2 Bands. Υποστήριξη smart Wi-Fi (FRITZ!MESH), firewall 4 Gigabit θύρες 2 θύρες USB 3.0 για εκτυπωτές, συσκευές αποθήκευσης και 3g/4g dongles. ISDN S0 για υποστήριξη ISDN τηλεφωνίας. 2 FXS θύρες για αναλογικές συσκευές, τηλεφωνικά κέντρα, fax. Media server για μουσική, εικόνες, video FRITZ!OS με υποστήριξη guest network, FRITZ!NAS, MyFRITZ!.Η AVM εξασφαλίζει την ασφάλεια και προσθέτει νέες λειτουργίες με updates ακόμα και για παλαιότερα μοντέλα ώστε τα μοντέλα της να ειναι up to date. Δυνατότητες fax to mail, telephony app από το WiFi για iOS και Android Υποστήριξη ECO MODE, energy saving αναλόγως το ποιες λειτουργίες του FRITZ!BOX χρησιμοποιούμε για ελαχιστοποίηση κατανάλωσης Υποστήριξη διαφόρων λειτουργιών όπως Vpn, Ipv6, Dynamic DNS, Qos, Parental Control To FRITZ!BOX 7590 έχει σχεδιαστεί σαν μια ολοκληρωμένη λύση για όλο το δίκτυο με ενσωματωμένο τηλεφωνικό κέντρο και υποστήριξη Smart Home. Προσφέρει τοπικό και απομακρυσμένο έλεγχο του FRITZ!BOX, NAS και του Smart Home. Μια φωτογραφία από το εσωτερικό του FRITZ!BOX με την ψύκτρα στην CPU. Η εταιρεία προσφέρει διάφορα προϊόντα για την εκμετάλλευση του συνόλου των λειτουργιών του FRITZ!Box όπως το FRITZDECT 200 για Smart Home, FRITZ!WLAN stick AC model, FRITZ!WLAN Repeater και FRITZ!Powerline Adapters για επέκταση του ασυρμάτου δικτύου και τα FRITZ!FON για χρήση της τηλεφωνίας. Δυνατότητες και Μενού Ας δούμε στην πράξη τι δυνατότητες μας δίνει το συγκεκριμένο FRITZ!BOX 7590 και ας αναλύσουμε τις πιο σημαντικές από αυτές. Ξεκινώντας με την εισαγωγική εικόνα αφού έχουμε κάνει Login θα ενεργοποιηθεί αυτόματα o wizard για να μας βοηθήσει να ρυθμίσουμε τη σύνδεση, το ασύρματο δίκτυο όπως και την Voip τηλεφωνία που ενδεχομένως να έχουμε. Αν το παρακάμψουμε, μεταφερόμαστε στην αρχική εικόνα του FRITZ!Box 7590 και βλέπουμε τα παρακάτω μενού στα οποία μπορούμε να περιηγηθούμε εύκολα. Εδώ μπορούμε να δούμε ένα γενικό overview των ρυθμίσεων που έχουμε κάνει. Internet Ένα από τα σημαντικά προτερήματα είναι ότι υποστηρίζει ANNEX A αλλά και ΑΝΝΕΧ Β, δυνατότητα που λίγα Modem/Router υποστηρίζουν ώστε να μην χρειαστεί να το αλλάξετε σε περίπτωση που είχατε πχ ISDN και θέλετε να γυρίσετε σε POTS. Στο VDSL2 η Ελλάδα είναι REGION (B) ANNEX B στο οποίο συγχρόνισε κανονικά. Είναι από τα ελάχιστα Modem/Router αυτήν την στιγμή που υποστηρίζει super vectoring 35b profile για ταχύτητες μέχρι 300mbits/s. Διαθέτει Online monitor/meter που δείχνει σε πραγματικό χρόνο το throughput που υπάρχει στην γραμμή στο download και στο upload όπως και μετρητές δεδομένων για να βλέπετε τα Mbytes που έχετε κάνει download ή upload, ιδιαίτερα χρήσιμο όταν υπάρχει ογκοχρέωση για παράδειγμα σε 3g/4g σύνδεση με USB Dongle. Στο DSL information παρέχονται αναλυτικά στοιχεία για την γραμμή όπως τι chipset έχει το Dslam, ποιο είναι το attainable rate της γραμμής, αν είσαστε σε Dslam που έχει ενεργοποιημένο το vectoring, σε τι profile έχετε συγχρονίσει, αν η γραμμή είναι σε Fast path ή σε Interleave path, γραφήματα για signal to noise ratio όπως και bits per tone. Δίνεται η δυνατότητα στον χρήστη σε περίπτωση αστάθειας της γραμμής να διαλέξει ανάμεσα σε maximum performance και maximum stability σε διάφορα χαρακτηριστικά της γραμμής όπως Rfi, Inp. Υποστηρίζει Ipv6 το οποίο δοκιμάστηκε σε σύνδεση FORTHnet(NOVA) χωρίς να αντιμετωπίσουμε πρόβλημα ή δυσκολία. Οι Dns μπορούν να δοθούν manually για όποιον μπορεί να θέλει να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένους DNS και όχι του ISP. Επιπλέον υποστηρίζει 3g/4g backup USB dongle. Έγινε δοκιμή με Huawei stick (πάροχος Wind) στο οποίο έδωσε μια LAN IP και κάνοντας Login στην IP έγινε το setup του 3g/4g Internet. Μπορεί είτε να είναι always on είτε να ενεργοποιείται όταν γίνει disconnect to DSL ως failover δηλαδή. Ένα από τα σημαντικότερα features που πολλοί θα λατρέψουν είναι η καρτέλα filters. Αυτό που μπορεί να κάνει ένας χρήστης είναι να ορίσει για κάθε μία συσκευή είτε είναι smartphone είτε PC, το τι θα μπορεί να βλέπει ο χρήστης στο Internet. Μπορεί είτε να ορίσει ποιες ιστοσελίδες θα βλέπει (parental control) για χώρους εργασίας ή για μικρά παιδιά είτε αντίθετα να μπλοκάρει τα sites που μπορεί να μην θέλει να δουν. Αλλά ο έλεγχος δεν σταματάει εδώ. Εκτός από ιστοσελίδες μπορεί να δοθεί πρόσβαση στον χ χρήστη να είναι στο Internet συγκεκριμένες ώρες την ημέρα όπως και να του μπλοκάρει κάποια applications πχ torrents. Μπορούν να φτιαχτούν διαφορετικά access profiles για τον κάθε χρήστη. Για τους φανατικούς του gaming το FRITZ!Box 7590 είναι εδώ να τους βοηθήσει ακόμα περισσότερο. Μπορείτε να δώσετε προτεραιότητα στo Online gaming με σκοπό να μην έχετε lag ή ενοχλητικά spikes στο ping όταν ένας άλλος χρήστης βλέπει για παράδειγμα YouTube στο δίκτυο σας. Ο ορισμός μπορεί να γίνει ανά application που έχουμε την δυνατότητα να προσθέσουμε είτε γενικότερα να ορίσουμε ένας υπολογιστής να έχει προτεραιότητα σε όλη την κίνηση που δημιουργεί/χρησιμοποιεί. Ακόμα και αν δύο υπολογιστές χρησιμοποιούνται για gaming μπορεί να δοθεί προτεραιότητα και στους δύο. Υποστηρίζονται υπηρεσίες dyndns.org, no-ip.com αλλά και οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία αρκεί να έχετε το Update url. Υποστηρίζει VPN το οποίο έγινε δοκιμή από smartphone με Android προς το FRITZ!Box με επιτυχία. Μπορεί να πραγματοποιηθεί VPN και ανάμεσα σε δύο δίκτυα που βρίσκονται πίσω από δύο ή περισσότερα FRITZ!BOX. Τηλεφωνία Στην τηλεφωνία οι λειτουργίες που μπορεί να κάνει είναι απλά αμέτρητες. Ξεκινώντας να υπενθυμίσουμε ότι έχει 2 FXS θύρες για αναλογικές συσκευές, μια BRI/ISDN/S0 για ISDN συσκευές ή για τηλεφωνικό κέντρο όπως ακόμα και η Pots γραμμή μας (TDM) μπορεί να συνδεθεί πάνω στο FRITZ!BOX. Ας τα δούμε ένα ένα. Δυνατότητα λίστας κλήσεων εισερχομένων,εξερχομένων,αναπάντητων. Δυνατότητα μέχρι και 5 αυτόματων τηλεφωνητών οι οποίοι μπορούν να βγάλουν ένα αυτοματοποιημένο μήνυμα ή να μας αφήσουν μήνυμα στο οποίο μπορούμε να έχουμε πρόσβαση και απομακρυσμένα. Υποστήριξη τηλεφωνικού κέντρου. Κάθε συσκευή έχει ένα εσωτερικό νούμερο ώστε να μπορεί να γίνει μεταφορά της κλήσης από την μία τηλεφωνική συσκευή στη άλλη. Και για όσους δεν ξυπνάνε το πρωί μια τηλεφωνική συσκευή πάνω στο FRITZ!BOX μπορεί να αρχίσει να κουδουνίζει την ώρα που επιθυμείτε εσείς. Λειτουργία fax που όταν λάβετε fax το αποστέλλει στο email που θα ορίσετε. Δυνατότητα χειρισμού κλήσεων. Ποιες συσκευές θα λαμβάνουν κλήσεις, ποιες συσκευές θα μπορούν να κάνουν εξερχόμενες κλήσεις, εκτροπές κλήσεων κτλ. Σαν τηλεφωνικές συσκευές μπορεί να οριστεί μια συσκευή συνδεδεμένη σε μια θύρα του FRITZ!Box (δοκιμάστηκε με αναλογική συσκευή PANASONIC DECT σε FXS όπως και με ISDN συσκευή(ARGUS 142) στην S0, ένα FRITZ!FON, ένα smartphone που με εφαρμογή και από το WiFi μπορεί να λειτουργήσει σαν τηλέφωνο (δοκιμάστηκε με Android smartphone) ή ένα ασύρματο τηλέφωνο που θα γίνει pairing με το FRITZ!Box αντί για την βάση που δίνει (δοκιμάστηκε με PANASONIC DECT). Επίσης ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα είναι ότι όποιος έχει στο σπίτι TDM γραμμή δηλαδή απλή αναλογική(landline) μπορεί να τη συνδέσει στο FRITZ!Box ώστε να τη διαχειριστεί σαν να ήταν VOIP. Ένα παράδειγμα είναι να χρησιμοποιήσετε την απλή τηλεφωνική γραμμή από το smartphone σας όταν είσαστε σπίτι και να δέχεστε, πραγματοποιείται κλήσεις κανονικά και όλα αυτά συνδεδεμένος στο WiFi. Δοκιμάστηκε με Android smartphone με την χρήση του FRITZ!FON app. Δεν θα χρειαστείτε ούτε σταθερή τηλεφωνική συσκευή ούτε ασύρματη, απλά το smartphone σας. Home Network Με το beta firmware που έχει βγάλει η FRITZ!BOX πλέον υποστηρίζει Mesh WiFi. Όπως βλέπετε, υπάρχει όλη η τοπολογία του δικτύου με τις συνδεδεμένες συσκευές και μία από αυτές είναι ένα FRITZ!WLAN Repeater στο οποίο άμα κάνουμε κλικ θα μας δρομολογήσει στο περιβάλλον χρήσης του. Έτσι το Mesh μας βοηθάει στην κεντρική διαχείριση (UNIFIED) όλων των FRITZ! συσκευών από μία σελίδα όπως και λόγω της τεχνολογίας του Mesh, οι ρυθμίσεις που έχουμε κάνει στο FRITZ!Box, για παράδειγμα στην καρτέλα wireless μπορούν να μεταφερθούν εάν επιθυμούμε απευθείας στο FRITZ!WLAN Repeater. Η LAN4 μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν GUEST NETWORK σε περίπτωση που θέλουμε να δώσουμε συγκεκριμένη πρόσβαση σε έναν φίλο ή πελάτη από ένα Access Point που μπορεί να έχουμε συνδέσει. Η πρόσβαση στο internet είτε στο Home Network είτε στο Guest Network μπορεί να φιλτραριστεί μέσα από το ενσωματωμένο Firewall του FRITZ!Box. Στην USB 3.0 μπορεί να συνδεθεί ένας εξωτερικός δίσκος Fat32/Ntfs, exFat για να μπορείτε να αποθηκεύετε τα αρχεία σας και να μπορεί να υπάρχει πρόσβαση από το τοπικό δίκτυο αλλά και απομακρυσμένα αφού μπορεί να οριστεί ποιοι χρήστες θα έχουν αυτήν την δυνατότητα. Επίσης δυνατότητα να συνδεθεί ένας εκτυπωτής ώστε να γίνει δικτυακός και να εκτυπώνουν όλοι οι υπολογιστές, laptops απευθείας. Ακόμα, να συνδεθεί ένα 3g/4g dongle ώστε σε περίπτωση που υπάρχει δυσλειτουργία στη γραμμή, να έχουμε πρόσβαση στο Internet όπως και σε περίπτωση που ο χρήστης είναι για παράδειγμα στο εξοχικό του και δεν έχει υπάρχει γραμμή Internet. Στην περίπτωση που είσαστε εκτός και θέλετε πρόσβαση στα αρχεία από τον δίσκο σας μπορείτε με Ftp/Ftps να δείτε τα αρχεία σας ή ακόμα και να έχετε απομακρυσμένη διαχείριση του FRITZ!Box. Έγιναν δοκιμές τόσο με τοπική πρόσβαση όσο και απομακρυσμένη με ένα Kingston USB stick 32Gbytes σε NTFS που ήταν συνδεδεμένο στην USB και έγιναν αντιγραφή τυχαία αρχεία δοκιμαστικά από το USB stick στο laptop και αντίστροφα. Το ίδιο το FRITZ!Box διαθέτει όπως αναφέρει στο Interface 344,84 Μbytes internal space ώστε για μικρά αρχεία να μην χρειάζεται να συνδεθεί εξωτερικός σκληρός δίσκος ή USB stick. Υποστηρίζει Media server/Web Radio/Podcast ώστε να βλέπετε τις αγαπημένες σας ταινίες κάνοντας streaming κατευθείαν από τον σκληρό δίσκο/USB stick που έχετε συνδέσει στην USB 3.0. Υποστηρίζει συσκευές για SMART HOME οι οποίες αναφέρονται στην καρτέλα SMART HOME ώστε να υπάρχει διαχείριση των συσκευών αυτών τόσο από τοπικό δίκτυο όσο και από το απομακρυσμένο δίκτυο. Ασύρματες Δυνατότητες Στο wireless μπορούμε να έχουμε ενεργοποιημένα και τα 2 band (2,4Ghz και 5Ghz) με το ίδιο ή με διαφορετικό SSID. Αντίθετα με άλλα modem/router που πολλοί χρήστες δεν μπορούσαν να φτάσουν το μέγιστο της VDSL με ασύρματη σύνδεση, με το FRITZ!Box 7590 και με δοκιμή απο smartphone Χiaomi Mi Max 2 ήταν εφικτό και στα 2 bands (VDSL 50/5). Μέσα από το interface μπορούμε να δούμε τους χρήστες που έχουν συνδεθεί με αναλυτικά στοιχεία όπως σε ποιο band συνδέθηκαν, με τι ταχύτητα, σε τι protocol πχ 802.11 ac ακόμα και με τι δύναμη σήματος. Υπάρχει δυνατότητα Mac Filtering όπως και να δούμε όλα τα γειτονικά WiFi σε ποιο channel είναι ώστε αν θέλουμε να δώσουμε στο δικό μας το πιο καθαρό κανάλι αν και το FRITZ!BOX το κάνει αυτόματα. Αν υπάρχει το ίδιο SSID και στα 2 bands γίνεται αυτόματη μετάβαση από το ένα band στο άλλο αν χρειαστεί για μέγιστη απόδοση. Επίσης δύο βασικές δυνατότητες είναι να απενεργοποιείται το WiFi τις ώρες που επιθυμούμε όπως και να δημιουργήσουμε ένα SSID το οποίο θα είναι για τους επισκέπτες μας και θα ισχύουν διαφορετικοί κανόνες από ότι στα SSID του κεντρικού οικιακού ασύρματου δικτύου μας. Χρήσιμο για όσους είτε είναι σε εταιρεία και θέλουν ένα ξεχωριστό δίκτυο για τους επισκέπτες είτε για όταν θέλουμε να δώσουμε Internet σε ένα γείτονα ή φίλο αλλά υπό προϋποθέσεις πχ στο bandwidth ή στις σελίδες που μπορούν να επισκεφτούν. Το ίδιο ισχύει και για το Guest network από την LAN4. Δίνεται η δυνατότητα να υπάρχει captive portal ώστε να υπάρχει logo ή Redirect στην ιστοσελίδα που θέλετε όπως και κάποια terms of use που θα πρέπει ο χρήστης να τα κάνει accept για να συνεχίσει. Μπορεί να περιοριστεί το bandwidth όταν χρησιμοποιείται εσείς την γραμμή και να ξαναδοθεί όλο το bandwidth αυτόματα στο Guest network όταν δεν την χρησιμοποιεί κανείς στο home network. Υποστηρίζει WPA/WPA2 και open network ενώ ευτυχώς δεν υπάρχει η δυνατότητα για WEP KEY. Το κάθε FRITZ!Box έρχεται με διαφορετικό login password για το ίδιο το FRITZ!BOX όπως και διαφορετικό WPA2 key για το Wireless το οποίο είναι εκτυπωμένο σε αυτοκόλλητο στο κάτω μέρος. Το FRITZ!Box έχει την δυνατότητα να λειτουργήσει και σαν repeater σε περίπτωση που χρειαστεί αν έχετε βάλει σαν modem/router κάποιο άλλο προσωρινά ή στην περίπτωση που είσαστε σε άλλο σπίτι και θέλετε να έχετε μεγαλύτερη εμβέλεια. DECT: Το FRITZ!Box μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν DECT STATION με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 συσκευών. Έγινε δοκιμή με Panasonic Dect το οποίο το συγχρονίσαμε με το DECT STATION του FRITZ!BOX οπότε τα ασύρματα τηλέφωνα που έχετε σπίτι μπορούν να λειτουργήσουν πάνω στο FRITZ!BOΧ. Η ίδια η εταιρεία δίνει και τα FRITZ!FON τα οποία έχουν βέβαια παραπάνω δυνατότητες. DIAGNOSTICS: Στα διαγνωστικά υπάρχει μια σειρά διαγνωστικών για την κατάσταση του FRITZ!BOX όπως και διάφορες πληροφορίες. SYSTEM: Στην καρτέλα SYSTEM έχουμε το Event log ώστε να δούμε τυχόν προβλήματα, ENERGY MONITOR για την κατανάλωση του FRITZ!Box, ένα PUSH SERVICE για να μας στέλνει email όταν γίνει ένα event που έχουμε ορίσει. Στα στατιστικά μπορούμε να δούμε την θερμοκρασία της CPU όπως την χρήση της CPU και της RAM. Υπάρχει LED για το συγχρονισμό αλλά όχι για το πότε είμαστε online. Οπότε αυτό μπορεί να γίνει assign στο Led info το οποίο μπορεί να οριστεί τι λειτουργία θα έχει. To Led info μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους λειτουργίες όπως να γίνεται κόκκινο όταν υπάρχει error μέχρι να μας δείχνει πότε είναι Online. Ακόμα μπορούμε να ορίσουμε ποιοι χρήστες θα μπορούν να κάνουν τι. Από απομακρυσμένη διαχείριση του FRITZ!Box, από πρόσβαση read ή read/write στον αποθηκευτικό χώρο μέχρι ποια συσκευή θα μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποια συγκεκριμένη εφαρμογή. Παράλληλα μας δίνει την δυνατότητα αυτόματης αναβάθμισης του λογισμικού ώστε να μην χρειάζεται να γίνει download χειροκίνητα μέσα από την ιστοσελίδα, εκτός και αν πρόκειται για Beta Firmware. Wizards: Αναλόγως την υπηρεσία που θέλουμε να κάνουμε Setup υπάρχουν διάφοροι WIZARDS ώστε να κάνουν την διαδικασία πιο εύκολη. FRITZ!NAS: Εδώ υπάρχει η δυνατότητα διαχείρισης upload/download τοπικά του USB storage device μας. 13 Ιουλίου 2020 AVM have released a big update - FRITZ!OS 7.20 - which delivers a wide range of free new features for FRITZ! products. With FRITZ!OS 7.20, users get enhanced performance, including powerful Mesh Wi-Fi, fast VPN connections and high-performance use of network storage. In addition, there are new convenience features for the smart home network, telephony and FRITZ!Fon. Enhanced security is also delivered by the new encryption standard WPA3. The roll-out of FRITZ!OS 7.20 is starting today with the FRITZ!Box 7590, soon to be followed by the FRITZ!Repeater 2400. The update will also be available for other FRITZ! products in the next few weeks. en.avm.de/fritzos Συμπέρασμα Αυτό είναι το FRITZ!Box 7590. Ένα modem/router που με τα χαρακτηριστικά του θα καλύψει έναν απαιτητικό χρήστη, μια μικρή εταιρεία αλλά και τον απλό χρήστη που θέλει να εξερευνήσει τα χαρακτηριστικά ενός ποιο προχωρημένου router με λειτουργίες όπως Nas, Telephony, Qos και Smart Home. To web interface του είναι απλό και κατανοητό με ανάλυση των λειτουργιών του σε κάθε βήμα με δυνατότητα simple και advanced view. Οι ρυθμίσεις και τα διαγνωστικά βοηθάνε στη ρύθμιση του εξοπλισμού. Ακόμα και πιο προχωρημένες λειτουργίες, όπως το Qos, γίνονται απλά χωρίς εξειδικευμένη γνώση. Δεν διαθέτει CLI interface ενώ δεν υπάρχουν πολύ αναλυτικές ρυθμίσεις για τους guru. Προσωπικά έχοντας χρησιμοποιήσει από την AVM και άλλο προϊόν τους πριν από πολλά χρόνια (ISDN BLUETOOTH MODEM), οι εντυπώσεις είναι σίγουρα θετικές. To συγκεκριμένο review είναι λίγο πιο τεχνικό γιατί αυτός που θα διαθέσει 285 ευρώ για modem/router θα θέλει να μάθει περισσότερα για τις δυνατότητες της συσκευής παρά για την συσκευασία ή οτιδήποτε άλλο. Μας άρεσε Supervectoring 35b profile Υποστήριξη Νas, Mesh, WiFi AC, Media Server, Telephony, 3g/4g failover. Πληθώρα θυρών και ρυθμίσεων Τιμή Δε μας άρεσε Χαμηλή ταχύτητα USB 3.0 .33 Μbytes σε ανάγνωση και 15 Mbytes σε εγγραφή Χαμηλή εσωτερική χωρητικότητα
    23 πόντοι
  2. Τις τελευταίες εβδομάδες, μια νέα έκδοση του PlayStation 5 έκανε την εμφάνισή της στην Ιαπωνία, διαθέτοντας αρχικά μικρότερο βάρος κατά 300 γραμμάρια αλλά και διαφορετικό τρόπο εγκατάστασης της βάσης η οποία δεν απαιτεί πλέον κατσαβίδι. Όμως η σημαντικότερη αλλαγή βρίσκεται στο εσωτερικό της κονσόλας και πιο συγκεκριμένα στο σύστημα ψύξης, με τη Sony να έχει προχωρήσει σε αλλαγές πιθανότατα για τη μείωση του κόστους παραγωγής αλλά και καλύτερων επιδόσεων στον τομέα της θερμοκρασίας. Μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε ένα από τα πρώτα κομμάτια της κονσόλας που πλέον διατίθεται και στην Ελλάδα, και φυσικά δε χάσαμε την ευκαιρία να προχωρήσουμε στις απαραίτητες δοκιμές προκειμένου να διαπιστώσουμε τι τελικά ισχύει και τι όχι. Η πρώτη μέτρηση που κάναμε είναι αυτή για το θόρυβο λειτουργίας και τις στροφές περιστροφής του ανεμιστήρα των PS5 κάτω από τις ίδιες συνθήκες λειτουργίας. Γιατί μπορεί να αυξήσαν τις στροφές στο νέο PS5 για να αντισταθμίσουν την πιο μικρή ψύκτρα, οπότε αν πάρεις απλά μετρήσεις θερμοκρασίας το αποτέλεσμα δε θα σημαίνει κάτι. Οι μετρήσεις θερμοκρασίας μεταξύ νέου και παλιού PS5 θα πρέπει να «δεθούν» με τον εκλυόμενο θόρυβο. Μόνο έτσι η σύγκριση θα είναι δίκαιη. Πως να εντοπίσετε τη νέα έκδοση Πώς ξεχωρίζει το νέο PS5, είτε μιλάμε για την έκδοση με οπτικό οδηγό (disc) είτε για τη ψηφιακή έκδοση (digital) ; Όπως μπορείτε να δείτε και από τις φωτογραφίες, δίπλα στο Pegi.info (ένα 7) υπάρχει ένας κωδικός. Η νέα έκδοση διαθέτει τον κωδικό CFI-1116A (disc) and CFI-1100B (digital) σε αυτό το σημείο. Στα παλιά μοντέλα οι αντίστοιχοι κωδικοί είναι CF1016A (disc) και CFI-1015B (digital). Γνωρίζουμε πάντως ότι η έκδοση με τον κωδικό CFI-1116A (disc) είναι ήδη διαθέσιμη στη χώρα μας. Μετρήσεις θερμοκρασίας Εδώ είναι το σημείο που θέλει προσοχή. Θα τοποθετήσουμε 4 σένσορες σε κάθε PS5, στα ίδια ακριβώς σημεία, για να έχουμε μια πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει. Και τα δύο PlayStation (παλιά και νέα έκδοση) θα τρέχουν ταυτόχρονα, βασικά θα βρίσκονται στην εισαγωγική σκηνή του παιχνιδιού DMC 5 Special Edition οπότε και τα αποτελέσματα θα είναι άμεσα συγκρίσιμα. Η θερμοκρασία ambient θα είναι κοντά στους 26 βαθμούς Κελσίου. Παρόλο που διαθέτουμε ένα πανάκριβο Keysight logger στη διάθεση μας, θα χρησιμοποιήσουμε ένα Picoscope TC-08 temperature logger, το οποίο είναι πολύ πιο εύκολη στη χρήση. Θα πάρουμε και IR φωτογραφίες με μια πανάκριβη κάμερα της Fluke, αλλά αυτές είναι πιο πολύ για λόγους εντυπωσιασμού μιας και οι σένσορες μέσα στα PS5 αναφέρουν πολύ πιο αξιόπιστες μετρήσεις. PS5 CFI-1116A vs CF1016A Πέρα από μετρήσεις θερμοκρασίας, ήχου και duty cycle ανεμιστήρα, θα πάρουμε επίσης και μετρήσεις κατανάλωσης σε διάφορε models λειτουργίας και στις δυο κονσόλες. Για τις μετρήσεις κατανάλωσης θα χρησιμοποιήσουμε έναν υψηλής ακρίβειας αναλυτή ενέργειας, της GW-Instek. Εξωτερικές Διαφορές Εξωτερικά οι δύο εκδόσεις είναι ακριβώς ίδιες. Οι μόνες αλλαγές που εντοπίσαμε είναι οι παρακάτω: Διαφορετική βίδα στερέωσης για τη βάση (stand) του PS5. 300 γραμμάρια πιο ελαφρύ το νέο PS5 Εσωτερικές Διαφορές CFI-1116A vs CF1016A (αλλά και ομοιότητες) Ο ανεμιστήρας στα PS5 που έχουμε στη διάθεση μας είναι ακριβώς ο ίδιος και στα δύο μοντέλα, ο Nidec G12L12MS1AH-56J14. Για όσους δεν το γνωρίζουν, η Nidec είναι κορυφαία και πανάκριβη μάρκα ανεμιστήρων. Υπόψιν δεν έχουν όλα τα PS5 τον ίδιο ανεμιστήρα ο οποίος διαφοροποιείται ανάλογα με τη φουρνιά παραγωγής. H ψύκτρα στο νέο PS5 είναι εμφανώς πιο μικρή στο νέο PS5 CFI-1116A αλλά έχει τον ίδιο αριθμός heatpipes με την παλιά. Στην πλακέτα του Wi-Fi και Bluetooth τα καλώδια έχουν διαφορετικό χρώμα και υπάρχουν δύο έξτρα συνδέσεις στο πάνω μέρος. Σε γενικές γραμμές η πιο σημαντική διαφορά είναι η ψύκτρα. Fan Duty Cycle Θόρυβος Στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο μας, προχωρήσαμε σε μια σειρά δοκιμών, πολλές από τις οποίες μπορείτε να δείτε στο βίντεο που συνοδεύει αυτή την παρουσίαση όπως αυτές για το ανεμιστήρα και φυσικά τις διαφορές στις δύο θερμοκρασίες των δύο μοντέλων. Σε ότι αφορά το θόρυβο, δεν θα πρέπει να περιμένετε κάποια διαφορά. Θερμοκρασίες Κατανάλωση Συμπέρασμα Ποιο το συμπέρασμα τελικά των παραπάνω μετρήσεων; Παρόλα τα όσα λέγονται το τελευταίο διάστημα, στις δικές μας μετρήσεις το νέο PS5 δείχνει να είναι κατά τι καλύτερο από το αρχικό μοντέλο, τουλάχιστον το μοντέλο που είχαμε στη διάθεσή μας. Δεδομένο είναι ότι η θερμοκρασία εξόδου στο νέο PS5 είναι υψηλότερη από το «παλιό», κάτι που σημαίνει ότι το σύστημα ψύξης κάνει καλύτερη δουλειά. Δεν πρόκειται για κάποια αλλαγή στον επεξεργαστή ή στο ρεύμα (CPU Core Voltage) αυτού μιας και οι καταναλώσεις ενέργειας είναι παραπλήσιες. Επίσης, είμασταν τυχεροί αφού και τα δύο PlayStation 5 που είχαμε στη διάθεσή μας είχαν το ίδιο μοντέλο ανεμιστήρα με την ίδια ρύθμιση στο κύκλωμα ελέγχου στροφών. Οπότε οι όποιες διαφορές στα αποτελέσματα οφείλονται κατά κύριο λόγο στη διαφορετικής σχεδίασης ψύκτρα. Όσοι σκέφτεστε να προχωρήσετε στην αγορά της κονσόλας, θα σας προτείναμε να προμηθευτείτε τη νέα έκδοση η οποία όπως μάθαμε, θα πάρει πολύ σύντομα τη θέση της προηγούμενης.
    22 πόντοι
  3. Στις 4 Νοεμβρίου κυκλοφόρησαν και επίσημα οι 12ης γενιάς επεξεργαστές της Intel, με την κωδική ονομασία Alder Lake, οι οποίοι υπόσχονται δραματική αύξηση στις επιδόσεις σε σχέση με τους προηγούμενους Rocket Lake. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Intel τα καινούρια CPUs διαλύουν τους AMD Zen 3, με τους τελευταίους να βρίσκονται στην αγορά αρκετό καιρό όμως και σύντομα η AMD θα τους ανανεώσει οπότε ο πόλεμος θα αρχίσει ξανά. Η πιο σημαντική αλλαγή στους Alder Lake είναι η κατασκευή τους η οποία ανομάζεται Intel 7. Στην ουσία πρόκεται για λιθογραφία των 10nm αλλά μέσω ειδικού σχεδιασμού έχει τα ίδια αποτελέσματα, σύμφωνα με την Intel πάντα, σε εξοικονόμιση χώρου με την 7nm λιθογραφία που χρησιμοποιούν άλλοι κατασκευαστές. Οπότε και η Intel την ονομάζει Intel 7, σε μια προσπάθεια να τραβήξει τα βλέματα μακρυά από τα πραγματικά νανόμετρα. Το μάρκετινγ σε όλο το μεγαλείο του. Αν δεν μπορείς να ακολουθήσεις τον ανταγωνισμό σε κάτι, μετενόμασε το! Οι καινούριοι Alder Lake έρχονται σε έξι εκδόσεις και αποτελούνται από δύο ειδών πυρήνες, τους υψηλής απόδοσης, Golden Cove, και τους χαμηλής κατανάλωσης, Gracemont. Η Intel υπόσχεται 19% αυξημένες επιδόσεις στους Golden Cove ή P πυρήνες έναντι των Cypress Cove των Rocket Lake και περίπου 20% αύξηση σε σχέση με τους AMD Zen 3. Η ενσωματωμένη κάρτα γραφικών είναι η UHD770 για την οποία δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, μιας και δεν είναι καινούρια. Αν θέλετε κάτι απλά για να κρατάει το καλώδιο σύνδεσης με την οθόνη στη θέση του, θα βολέψει. Αν όμως θέλετε να παίζεται κανά παιχνίδι που και που, τότε θα χρειαστείτε ξεχωριστή κάρτα γραφικών. Οι μεγάλες αλλαγές, εκτός από τους νέους πυρήνες, είναι o νέας τεχνολογίας PCIe δίαυλος επικοινωνίας και η καινούριου τύπου μνήμη που υποστηρίζουν οι Alder Lake. Ευτυχώς, για εσάς που δε θέλετε να βάλετε βαθιά το χέρι στην τσέπη, υπάρχει υποστήριξη DDR4. Οι Alder Lake υποστηρίζουν μέχρι και 128GB DDR5-4800 MHz RAM και έχουν 40-bit κανάλια επικοινωνίας για κάθε ζεύγος μνημών DIMMs, ενώ η DDR4 χρησιμοποιεί ένα 64-bit κανάλι για κάθε DIMM. Όσον αφορά τις PCIe συσκευές, υποστηρίζεται το καινούριο Gen 5 πρότυπο. Οι Alder Lake έχουν 16 PCIe Gen 5 διαύλους οι οποίοι πηγαίνουν προς τη θύρα της κάρτας γραφικών. Διαθέτουν επίσης τέσσερα Gen 4 διαύλους με τη θύρα NVMe, που βρίσκεται κοντά στον επεξεργαστή. Για να εκμεταλευτείτε τα παραπάνω όμως, χρειάζεται και το ανάλογο Chipset, με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα. Για την υποστήριξη όλων των καινούριων χαρακτηριστικών, ειδικά των P και E πυρήνων, απαιτείται και το ανάλογο λογισμικό, το οποίο δεν είναι άλλο από τα Windows 11. Σε αυτή την έκδοση των Windows βρίσκουμε για πρώτη φορά την ποιότητα εξυπηρέτησης για διεργασίες λογισμικού. Τα προγράμματα ενημερώνουν το λειτουργικό για την ισχύ που απαιτούν, οπότε και προωθούτε προς τους αντίστοιχους πυρήνες, είτε τους P είτε τους E. Ο Thread Director της Intel αναλαμβάνει αυτή τη διαδικασία. Το καινούριο Intel Ζ690 chipset είναι το πρώτο που υποστηρίζει τους επεξεργαστές νέας γενιάς και το πιο προηγμένο από τα νέας τεχνολογίας chipset, καθώς και το πιο ακριβό. Υποστηρίζει DDR5 αλλά και DDR4, προς το παρόν όμως δε θα βρείτε μητρικές κάρτες με ταυτόχρονη υποστήριξη και των δύο ειδών μνήμης. Το Z690 έχει αυξημένο εύρος ζώνης σε σχέση με τον προκάτοχο του, για την επικοινωνία με τις περιφερειακές συσκευές. Επιπλέον διαθέτει ενσωματωμένο SATA RAID ελεγκτή, υποστήριξη 2.5 Gigabit Ethernet και υποστήριξη για ένα σκασμό από USB θύρες, ανάμεσα στις οποίες και τέσσερις USB 3 2x2. Η διαδικασία υπερχρονισμού είναι διαφορετική από ότι είχαμε συναντήσει μέχρι στιγμής λόγω των δύο τύπων πυρήνων που διαθέτουν οι επεξεργαστές Alder Lake. Οι P και E πυρήνες μπορούν να χρονιστούν διαφορετικά και ανεξάρτητα. Επιπλέον η μνήμη μπορεί να αλλάξει συχνότητα λειτουργία στον αέρα, κάτι που θα χαροποιήσει ιδιαίτερα τους ψαγμένους χρήστες. Μέσα από το νέο Intel Extreme Tuning Utility λογισμικό έχετε πρόσβαση σε όλες τις επιλογές υπερχρονισμού των καινούριων επεξεργαστών. Θέλει αρκετό χρόνο και υπομονή για να τα ανακαλύψετε και για να τα πειράξετε όλα, μέχρι να φτάσετε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αρκετά όμως με τις, απαραίτητες, λεπτομέρειες. Ας περάσουμε και στην ουσία που δεν είναι άλλη από το πώς αποδίδουν οι καινούριοι επεξεργαστές. Τεστ Συστήματα Intel και AMD Λόγω της πρόσφατης αλλαγής σε Windows 11 δεν υπήρχε χρόνος για πλήρη ανανέωση της βάσης δεδομένων των επεξεργαστών, οπότε και θα πρέπει να αρκεστείτε σε έναν μόνο αντίπαλο για τον Intel i9-12900KF, ο οποίος θα είναι ο AMD Ryzen 7 5800x. Στο AMD σύστημα το DOCP έχει ενεργοποιηθεί για να επιτρέψει 4000 MHz ταχύτητα στις μνήμης. Επιπλέον το Vcore έχει τεθεί στα 1.3V και η θερμοκρασία throttling στους 95 βαθμούς Κελσίου. Το Intel σύστημα χρησιμοποιεί μια Asus Prime Z690-A μητρική, 32 GB DDR5 RAM, Corsair Dominator και το ίδιο σύστημα ψύξης με το AMD σύστημα, μια Noctua Chromax.Black NH-D15s. Τέλος, η θερμοκρασία που έλαβαν μέρος όλες οι δοκιμές είναι 24, +-2, βαθμοί Κελσίου. Καμιά από τις Intel, Asus και Corsair δεν μας έστειλε υλικό για τις ανάγκες της δοκιμής αυτής. Μόνο η Noctua και οι Patriot βοήθησαν με την ψύκτρα και τις DDR4 μνήμες του AMD συστήματος. Αποτελέσματα Δοκιμών Synthetic Benchmarks – Super Pi & wPrime Ο επεξεργαστής της Intel εύκολα περνά μπροστά εδώ. AIDA 64 CPU Benchmarks, Digital Photo Processing, Encryption & Hashing Στο μετροπρόγραμμα κωδικοποίησης του AIDA ο Intel χάνει, αλλά κερδίζει στα υπόλοιπα δύο. Rendering Στο Blender χρησιμοποιώ την BMW 27 σκηνή. Ο Intel διαλύει τον κακόμοιρο AMD σε αυτό το τεστ. Στο Cinebench και πάλι δυνατή πρωτιά για τον Intel. Το Corona Renderer είναι παλιό αλλά ακόμη παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τις επιδόσεις στο rendering. Παρόλο που το image που χρησιμοποίησα δουλεύει άψογα σε άλλα συστήματα και επιπλέον τσέκαρα τον δίσκο για λάθη αρκετές φορές, το DaVinci δε δούλευε σωστά στη σκηνή που επέλεξα για rendering, στο Intel σύστημα. Είτε με πετούσε στην επιφάνεια εργασίας ή κόλλαγε. Μετά από αρκετή ώρα κατάφερα να βγάλω αποτελέσματα. Δεν είμαι σίγουρος αν οφείλετε το πρόβλημα στον επεξεργαστή ή στις DDR5 μνήμες, ή σε κάποια ασυμβατότητα του DaVinci. Θα το ψάξω με την πρώτη ευκαιρία. Και στο Keyshot η διαφορά στις επιδόσεις είναι τεράστια. Ανάπτυξη Λογισμικού Στην ανάπτυξη λογισμικού η διαφορά είναι μεγάλη. Επιδόσεις Web Browser Καμία σχέση μεταξύ των δύο επεξεργαστών και στην εκτέλεση κώδικα Javascript. AI – Machine Learning Το Tensorflow τρέχει πολύ πιο γρήγορα στον 12900KF. Productivity και Microsoft Office Ακόμη και σε εφαρμογές γραφείου, η διαφορά μεταξύ των επεξεργαστών είναι μεγάλη. Συμπίεση Δεδομένων Δεν περίμενα τόσο μεγάλη διαφορά στη συμπίεση δεδομένων. Τόσο στη συμπίεση όσο και στην αποσυμπίεση, το μετροπρόγραμμα του 7-Zip αποδίδει πολύ καλύτερα στον Intel επεξεργαστή. Media Encoding Σημαντικό προβάδισμα και πάλι για τον Intel και στην κωδικοποίηση πολυμέσων. Puget Μετροπρογράμματα Δεν περίμενα μικρότερη διαφορά και στα μετροπρογράμματα της Puget. HD Gaming Σε HD gaming τα πράγματα είναι λίγο μπερδεμένα. Σε δύο παιχνίδια, Cyberpunk 2077 και Assasin’s Creed Valhalla ο AMD περνά μπροστά, ενώ χάνει με τεράστια διαφορά στα Hitman 3 και Far Cry 6. Στο Shadow of the Tomb Raider η διαφορά είναι επίσης εμφανής, ενώ είναι μικρότερη στο Metro Exodus το οποίο δείχνει να έχει ένα πάνω ταβάνι στα frames. Κατανάλωση Ενέργειας Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πανίσχυρος 12900KF θέλει πολύ ρεύμα σε multi-thread καταστάσεις, ενώ σε μονού-thread είναι αρκετά οικονομικός, περνώντας μπροστά από τους Zen 3 και Rocket Lake. Αποδοτικότητα H Intel κράτησε την αποδοτικότητα κοντά στα επίπεδα της προηγούμενης γενιάς, ενώ η αποδοτικότητα με πολλαπλά threads είναι πολύ καλή. Θερμοκρασίες Λειτουργίας Τις μέγιστες θερμοκρασίες λειτουργίες τις μετράω με το Blender, αντί του εξωπραγματικού Prime95 και small FFTs συνδυασμού, που μπορεί μέχρι και να προκαλέσει μόνιμη βλάβη σε επεξεργαστές με μικρή λιθογραφία κατασκευής όπως οι Zen 3. Οι 12ης γενιάς Intel έχουν δύο διαφορετικούς πυρήνες με διαφορετικές θερμοκρασίες λειτουργίες, οπότε και στο παρακάτω γράφημα έλαβα υπόψη τον πιο ζεστό P(erformance) πυρήνα. Υπερχρονισμός Από τη στιγμή που ακόμη και η πανίσχυρη D15s τα βρίσκει σκούρα με τον 12900KF, χτυπώντας 99αρα στον πιο ζεστό πυρήνα, δεν υπάρχει νόημα για manual overclock. Μόνο αν έχετε μια καλή υδρόψυξη θα πρέπει να πουσάρετε περισσότερο τον συγκεκριμένο επεξεργαστή. Σε αντίθετη περίπτωση αφήνετε τον αλγόριθμο υπερχρονισμού της Intel να αναλάβει. Το πρόγραμμα επίσης της Intel, XTU overclocking software, θα βοηθήσει πολύ τους επίδοξους overclockers με δυνατά συστήματα ψύξης. Όπως και να έχει είπα να δοκιμάσω την τύχη μου με το XTU και το άφησα να «πάει» τον επεξεργαστή μέχρι και 5.01 GHz σε όλους τους πυρήνες και έτρεξα τα παρακάτω μετροπρογράμματα, όπου μπορείτε να δείτε τις διαφορές. IR Images Με το CPU Overclocked & Blender Συνολικές Επιδόσεις & HD Gaming Επιδόσεις Ο i9-12900KF είναι 19,5% μπροστά από τον Ryzen 7, ο οποίος χάνει 15% περίπου από τον Ryzen 9 5900x. Αυτό σημαίνει ότι ο i9 είναι 4.5% μπροστά από τον 5900x. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση, δεδομένου ότι ο προηγούμενης γενιάς i9-11900Κ έχανε από τον Ryzen 9 κατά 16%. Η διαφορά στις επιδόσεις των παιχνιδιών υπάρχει, αλλά δεν είναι τόσο μεγάλη σε σχέση με την συνολική που είδαμε παραπάνω. Απόδοση ανά Τιμή – ALL CPU Tests & Gaming Χάρις στις πρόσφατες μειώσεις τιμών, ο 5800x περνά σημαντικά μπροστά από τον 12900KF, ειδικά στα παιχνίδια. Συμπέρασμα Μερικοί θα αναρωτιέστε, μα γιατί δεν χρησιμοποίησε τον AMD Ryzen 9 5900x, απέναντι στον i9-12900KF, απλά διότι δε μου έστειλε η AMD τον συγκεκριμένο επεξεργαστή και τον 5800x της δοκιμής τον έχω πληρώσει από την τσέπη μου. Το ίδιο συνέβη φυσικά και με το σύστημα της Intel, με όλα τα πράγματα να είναι αγορασμένα από μένα μιας και η Intel δεν υποστηρίζει κανένα Ελληνικό media, από όσο γνωρίζω τουλάχιστον. Μετά από αρκετό καιρό η Intel κερδίζει ξανά το βραβείο των κορυφαίων επιδόσεων με τους Alder Lake επεξεργαστές, οι οποίοι είναι σαφώς καλύτεροι από τους αντίστοιχους Zen 3. Αν ζοριστεί ο γίγαντας Intel έχει τα μέσα και την τεχνογνωσία να ανταποδώσει το χτύπημα και εν τέλη αυτό είναι καλό, για όλους εμάς, τους καταναλωτές. Βλέπετε, οι τιμές των AMD Zen 3 έχουν αρχίσει επιτέλους να πέφτουν και θα πέσουν και άλλο, μέχρι να βγει η νέα γενιά επεξεργαστών που θα αντιμετωπίσει τους Alder Lake. Ελπίζω σύντομα να μου δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσω και το μικρότερο μέλος της νέας σειράς της Intel, τον i5-12600K και να τον αντιπαραθέσω απέναντι στον AMD Ryzen 5 5600x.
    20 πόντοι
  4. Πριν λίγο καιρό είχαμε την ευκαιρία να αξιολογήσουμε έναν από τους καλύτερους σημερινούς επεξεργαστές, τον AMD Ryzen 9 3900XT και πρόσφατα μας δόθηκε η δυνατότητα να αξιολογήσουμε τον επεξεργαστή, που σήμερα χαρακτηρίζεται από πολλούς -και από την AMD βεβαίως- ως ο καλύτερος επεξεργαστής για παιχνίδια των ημερών μας. Η οικογένεια επεξεργαστών «Ryzen XT» με τον κορυφαίο πριν από λίγο καιρό Ryzen 9 3900XT σχεδιάστηκε για να αποτελέσει την απάντηση της AMD στη 10η γενιά επεξεργαστών Intel Core με την κωδική ονομασία «Comet Lake». Ο Ryzen 9 3900XT που αξιολογήσαμε πριν από λίγο καιρό όπως είναι γνωστό βασίζεται στην αρχιτεκτονική Zen 2. Πριν από μερικούς μήνες ωστόσο, η γνωστή Αμερικάνικη εταιρεία ανακοίνωσε τους πρώτους επεξεργαστές αρχιτεκτονικής Zen 3, οι οποίοι σχεδιάστηκαν για να μεγιστοποιήσουν την επιφάνεια επίθεσης στην Intel φέρνοντας σημαντικά οφέλη στις single και multi-thread ροές εργασίας και βεβαίως στα παιχνίδια. Η νέα αρχιτεκτονική Zen 3 που έφτασε με τους επεξεργαστές Ryzen 5000 -γνωστούς αλλιώς και με την κωδική ονομασία «Vermeer» για την πλατφόρμα AM4 υπόσχεται σημαντική αύξηση στο IPC (Instructions per Clock) σε σχέση με την προηγούμενη, η οποία ήταν ούτως ή άλλως εντυπωσιακή στον συγκεκριμένο τομέα. Η νέα σειρά επεξεργαστών αποτελείται από τέσσερα μοντέλα επεξεργαστών, τους Ryzen 5 5600X (6 cores/ 12 threads), Ryzen 7 5800X (8 cores/ 16 threads), Ryzen 9 5900X (12cores /24 threads) και Ryzen 9 5950X (16 cores/ 32 threads) με τους τρεις τελευταίους να διαθέτουν 105W TDP και τον πρώτο και «μικρότερο» να διαθέτει 65W TDP (Thermal Design Power). Λίγα λόγια για την αρχιτεκτονική «Zen 3» Στην πορεία προς την αναζήτηση σημαντικών βελτιώσεων στην απόδοση της νέας γενιάς επεξεργαστών, ένας από τους στόχους των μηχανικών της AMD που επιμελήθηκαν τη νέα σχεδίαση της σειράς Ryzen 5000, ήταν η ελαχιστοποίηση της inter-core και inter-CCX υστέρησης, και όπως είναι φανερό και από τις μετρήσεις που πραγματοποιήσαμε, τουλάχιστον στις περισσότερες, ο στόχος φαίνεται να επετεύχθη γρήγορα και αποτελεσματικά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Συνήθως, στη συσκευασία (package) των desktop επεξεργαστών αρχιτεκτονικής «Zen 2» όπως για παράδειγμα είναι ο Ryzen 9 3900XT έχουμε δύο πολυπύρηνα dies (οκτώ πυρήνων έκαστο), τα οποία κατασκευάζονται με μέθοδο 7nm και στα οποία η AMD αναφέρεται ως CCDs (αλλιώς γνωστά και ως «chiplets»). Τα CCDs επικοινωνούν με το I/O die που κατασκευάζεται στα 12nm χρησιμοποιώντας ένα τύπου υπερσυνδέσμου που ονομάζεται «Infinity Fabric». Καθώς ένα CCD μπορεί να ενσωματώνει έως και δύο τετραπύρηνα συμπλέγματα (clusters) που ονομάζονται CCX (Core Complex), η AMD μπορεί να σχεδιάσει επεξεργαστές με έως και οκτώ CCDs στη συσκευασία τους, για 64 φυσικούς πυρήνες. Με τη νέα ωστόσο αρχιτεκτονική «Zen 3», η AMD θέλησε να μειώσει σημαντικά την υστέρηση που υπάρχει στην «επικοινωνία» των CCX μεταξύ τους και στων πυρήνων. Αν και συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον σχεδιασμό MCM (Multi-Chip Module) ή πιο απλά τον «σχεδιασμό chiplets» τώρα χρησιμοποιείται ένα CCX (των 8 πυρήνων αντί δύο των τεσσάρων πυρήνων) ανά CCD και η λανθάνουσα μνήμη τρίτου επιπέδου (Level 3 ή L3 cache) μεγέθους 32MB είναι προσβάσιμη από το σύνολο των πυρήνων. Στο παρελθόν (Zen 2), κάθε CCX και επομένως κάθε τέσσερις πυρήνες είχαν πρόσβαση σε 16MB L3 cache. Η αυξημένη πολυπλοκότητα -για χάρη της κατασκευαστικής ευκολίας- είχε ωστόσο επιπτώσεις στην απόδοση καθώς προσέθετε επιπλέον «βαθμούς υστέρησης». Ο νέος σχεδιασμός, σε συνδυασμό με την ελαφρώς βελτιωμένη μέθοδο 7nm+ της TSMC είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη της πολυπλοκότητας και επομένως της υστέρησης, με αποτέλεσμα η AMD να κάνει λόγο για 19% βελτίωση στην απόδοση IPC (Instructions per Cycle). Αν και η συνεισφορά της νέας σχεδίασης CCX/ CCD παίζει σημαντικό ρόλο στην αύξηση της απόδοσης IPC, εντούτοις πραγματοποιήθηκαν πολλές ακόμα βελτιώσεις, όπως στην ιεραρχία της λανθάνουσας μνήμης συνολικά (cache), στον τομέα της μονάδας πρόβλεψης διακλαδώσεων (branch prediction) κ.ά. Οι νέοι επεξεργαστές AMD Ryzen 5000 series επίσης έρχονται με συνολικά 24 PCIe Gen4 lanes, με τέσσερα να χρησιμεύουν για την επικοινωνία του επεξεργαστή με το chipset και τα υπόλοιπα 20 lanes να παραμένουν διαθέσιμα για χρήση. Πλατφόρμα Οι νέοι επεξεργαστές αρχιτεκτονικής Zen 3 όπως είναι οι Ryzen 5 5600X, Ryzen 7 5800X, Ryzen 9 5900X και Ryzen 9 5950X υποστηρίζουν τον ίδιο τύπο/ ταχύτητα μνήμης DDR4 ωστόσο έχουν γίνει ορισμένες βελτιώσεις. Στην περίπτωση των επεξεργαστών αρχιτεκτονικής Zen 2, όταν χρησιμοποιηθεί μνήμη DDR4 συχνότητας λειτουργίας 3733MHz ή υψηλότερης, ενεργοποιείται ο πολλαπλασιαστής 2:1 για τον υπερσύνδεσμο Infinity Fabric που «συνδέει» τα στοιχεία του επεξεργαστή με το I/O die, ο οποίος ξεκινά να λειτουργεί στη «μισή» συχνότητα από αυτή της μνήμης, με αποτέλεσμα να μειώνεται και η ταχύτητα που επικοινωνούν μεταξύ τους τα διάφορα στοιχεία του επεξεργαστή και το I/O die (ακριβώς για αυτό το λόγο η AMD συνιστά τη χρήση μνήμης DDR4-3600). Στη περίπτωση ωστόσο τον επεξεργαστών αρχιτεκτονικής Zen 3, το όριο «ανέβηκε» στα 4000MHz μειώνοντας σημαντικά τις απώλειες. Όσον αφορά στην πλατφόρμα (για την οποία επαναλαμβάνουμε όσα είχαμε αναφέρει και στην προηγούμενη δοκιμή μας με τον Ryzen 9 3900XT), μπορείτε να χρησιμοποιήσετε σχεδόν… «out-of-the-box» έναν τελευταίας γενιάς επεξεργαστή Ryzen 5000 series σε συνδυασμό με κάποιο mainboard που βασίζεται στο chipset AMD B550 ή X570 (το πιθανότερο είναι να χρειαστεί να προχωρήσετε σε αναβάθμιση του BIOS ωστόσο, όπως κάναμε και εμείς στην περίπτωση του ASRock B550 Taichi). Στην περίπτωση των mainboards με chipset Series 400 είναι απαραίτητο να συμβουλευτείτε την ιστοσελίδα του κατασκευαστή του mainboard σχετικά με τη συμβατότητα του (απαιτείται 32MB BIOS storage). Το σύστημα του Insomnia βασίζεται σε ένα mainboard που διαθέτει το AMD B550 chipset και πιο συγκεκριμένα στο ASRock B550 Taichi. Το τελευταίο παρέχει υποστήριξη στη 4η γενιά του πρότυπου PCI Express, κάτι που είναι απαραίτητο για τις τελευταίες γενιές καρτών γραφικών. Η βασική υποδοχή PCI Express x16 και μία από τις υποδοχές M.2 NVMe που «συνδέονται» με τον επεξεργαστή είναι τύπου PCI Express Gen 4.0 αν και όλα τα downlink PCIe lanes που προσφέρει το B550 chipset είναι 3ης γενιάς. Σε σχέση με τα τωρινά chipsets AMD 400-series που περιορίζονται στο πρότυπο PCI Express Gen 2.0, το AMD B550 «βγάζει» οκτώ συνολικά PCI Express Gen 3.0 lanes που συνδυάζονται με ακόμα 20 lanes από τον ίδιο τον επεξεργαστή (24 lanes αν είναι της σειράς Ryzen 5000) για να προσφέρουν συνολικά στην πλατφόρμα 32 PCI Express lanes (x16 PCIe Gen 4.0 + x4 PCIe Gen 4.0 + x8 PCIe Gen 3.0). Το AMD B550 υποστηρίζει 6 x SATA 6Gbps υποδοχές με υποστήριξη AHCI και RAID, 2 x USB 3.2 Gen 2.0 10Gbps και 2 x USB 3.2 Gen 1.0 5Gbps υποδοχές καθώς και 6 x USB 2.0. Όσον αφορά στις δυνατότητες συνδεσιμότητας από τον ίδιο τον επεξεργαστή (π.χ. στην περίπτωση Matisse) έχουμε υποστήριξη για 4 x USB 3.2 Gen 2.0 10Gbps και 2 x SATA 6Gbps θύρες. O επεξεργαστής «βγάζει» και έναν σύνδεσμο PCI-Express 4.0 x4 για την υποστήριξη μίας υποδοχής M.2 NVMe ή U.2 NVMe. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα motherboards που βασίζονται στο X570 είναι τα ακριβότερα, όσοι χρήστες επιλέγουν μία τέτοιου επιπέδου λύση, επιδιώκουν το «future-proof» στοιχείο και βεβαίως την υψηλότερη δυνατή απόδοση, καθώς το πρότυπο PCI Express 4.0 αξιοποιείται πλήρως. Όμως με την αμέσως επόμενη λύση, κάποιο οικονομικότερο mainboard με το B450, θα έπρεπε -μεταξύ άλλων- να συμβιβαστούν με την απουσία υποστήριξης PCI Express 4.0 και να ζήσουν με την 3η έκδοση του προτύπου, με ότι απώλειες σημαίνει αυτό για την απόδοση από τη πλευρά της κάρτας γραφικών ή και του NVMe M.2 SSD. Όμως με το B550, η AMD καλύπτει σε σημαντικό βαθμό το κενό που υπήρχε στην αγορά, καθώς τα mainboards που ολοκληρώνονται γύρω από αυτό όχι μόνο εκμεταλλεύονται τη συνδεσιμότητα PCI Express 4.0 που προσφέρουν οι επεξεργαστές Ryzen «Matisse» και «Vermeer» για τη κάρτα γραφικών (PCIe 4.0 x16) αλλά έχουν στη διάθεση τους και μία υποδοχή M.2 NVMe με συνδεσιμότητα 4ης γενιάς PCIe. Και εδώ είναι μία βασική διαφορά μεταξύ των chipsets B550 και X570, καθώς το πρώτο διαθέτει την «υπόλοιπη συνδεσιμότητα» (π.χ. τις υπόλοιπες PCIe και M.2 υποδοχές) να περιορίζεται στην 3η γενιά του προτύπου PCI Express. Αυτό σημαίνει ότι το στοιχείο «future-proof» που αναζητούν αρκετοί χρήστες καλύπτεται σε σημαντικό βαθμό από ένα mainboard που βασίζεται στο AMD B550 chipset, και επομένως αποτελεί μία εξαιρετική λύση για τους νέας γενιάς επεξεργαστές Ryzen που βασίζονται στην αρχιτεκτονική Zen 3. Το chipset επίσης παρέχει υποστήριξη Multi-GPU για όσους ενδιαφέρονται. Δύο χαρακτηριστικά που το B550 υπερισχύει κατά την άποψη μας του X570 είναι η κατανάλωση (το TDP του chipset είναι ιδιαίτερα χαμηλό) και η απουσία ενεργού συστήματος ψύξης (με ανεμιστήρα). Με το πέρασμα του χρόνου, ένα ενεργό σύστημα ψύξης –ειδικά με τους πολύστροφους μικρούς σε διαστάσεις ανεμιστήρες σαν αυτούς που βρίσκονται στα mainboards- μπορεί να δυσλειτουργήσει ή να αστοχήσει, και τέτοιες ζημιές συνήθως στοιχίζουν ακριβά. Δύο ωστόσο είναι οι βασικότεροι λόγοι για να επιλέξει κάποιος το AMD X570 έναντι του B550: α) το overclocking, επειδή κατά γενική ομολογία τα mainboards με το X570 διαθέτουν καλύτερο σύστημα τροφοδοσίας/ VRM και β) τα πολλά περισσότερα PCIe 4.0 lanes, που επιτρέπουν την εγκατάσταση στο σύστημα ενός 2ου NVMe M.2 PCIe 4.0 SSD (π.χ. σε συστοιχία RAID) ή περισσότερων. Χαρακτηριστικά Ο νέος επεξεργαστής Ryzen 9 5900X της AMD λανσαρίστηκε τον Νοέμβριο φέτος και ανήκει στην οικογένεια «Vermeer» που βασίζεται στην αρχιτεκτονική Zen 3. Κάνει χρήση του socket AM4 και ενσωματώνει 12 πυρήνες και 24 threads χάρη στην τεχνολογία Simultaneous Multi-Threading (SMT). Ο επεξεργαστής ενσωματώνει 64MB L3 cache και λειτουργεί στα 3,7GHz. Παρόλα αυτά, με «boost» μπορεί να φτάσει -ανάλογα τη ροή εργασίας- και τα 4,8GHz. Ο ελεγκτής μνήμης στον επεξεργαστή μπορεί να υποστηρίξει μνήμη DDR4-3200 σε Dual Channel mode ωστόσο με την κατάλληλη μνήμη, μπορεί να υποστηρίξει σημαντικά ταχύτερα αρθρώματα μνήμης. Το TDP του επεξεργαστή είναι 105W. Σύστημα μέτρησης Το σύστημα μέτρησης του Insomnia αποτελείται από το mainboard της ASRock, B550 Taichi, το οποίο διαθέτει 16 Power Phase Design, Digi Power και στοιχεία Dr.MOS (ένα από τα καλύτερα πιστεύουμε στην κατηγορία) ενώ υποστηρίζει μνήμες DDR4 έως και 5200+MHz (OC). Ο επεξεργαστής συνοδεύεται από μνήμες HyperX Predator DDR4-3200 (2x 8GB) και από το Samsung NVMe M.2 SSD 970 EVO Plus 500GB ενώ η κάρτα γραφικών είναι η Gigabyte GeForce RTX 2070 Super 8GB. Το τροφοδοτικό Straight Power 11 850W Platinum της εταιρείας be quiet! και το tower Silent Base 801 με Window επίσης της be quiet! συμπληρώνουν τον εξοπλισμό μας. Mainboard: ASRock B550 Taichi Μνήμη: HyperX Predator 2 x 8GB DDR4-3200 Κάρτα γραφικών: Gigabyte GeForce RTX 2070 SUPER 8GB SSD: Samsung 970 EVO Plus 500GB NVMe M.2 Τροφοδοτικό: Cooler Master Silent Pro Gold 1000W Ψύκτρα: Cooler Master Hyper 212 RGB Black Edition Λογισμικό: Windows 10 Pro 64-bit (Performance Power Settings, Nvidia GeForce Game Ready Driver v4 ). Μετρήσεις Προσπαθήσαμε να «τρέξουμε» όσο το δυνατόν περισσότερα benchmarks και παιχνίδια, ωστόσο για χάριν ευκολίας, καλύτερης διαχείρισης του χρόνου και αξιοπιστίας χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τίτλοι παιχνιδιών που ενσωματώνουν «benchmarks». Συνθετικά benchmarks SPECWorkstation 3.0.4 Το SPECWorkstation 3.0.4 είναι ένα ολοκληρωμένο benchmark με τη βοήθεια του οποίου είναι δυνατή η αξιολόγηση πολλών παραμέτρων της απόδοσης ενός υπολογιστή με επαγγελματικές εφαρμογές. Το τεστ συνθέτει μία πλήρη γκάμα από εφαρμογές που διακρίνονται σε έξι διαφορετικές κατηγορίες, σενάρια χρήσης, τις Media and Entertainment, Product Development, Life Sciences, Financial Services, Energy και General Operations. PCMark 10 Το γνωστό συνθετικό benchmark PCMark 10 παρέχει μία ολοκληρωμένη εικόνα για την απόδοση ενός συστήματος σε σύγκριση με ένα άλλο χρησιμοποιώντας ένα σύνολο από ενέργειες και διεργασίες που πραγματοποιούνται σε ένα σύγχρονο περιβάλλον χρήσης. Οι ρουτίνες του ποικίλουν, από την εκκίνηση των εφαρμογών (app start-up), την πλοήγηση στο Internet (web browsing) ή το video conferencing μέχρι την επεξεργασία βίντεο (video editing) και εικόνας (image editing), το rendering ή και το visualization. Όπως δείχνουν τα αποτελέσματα, ο Ryzen 9 5900X επικρατεί του 3900XT σχεδόν σε όλες τις ρουτίνες, εκτός από δύο, τα Video Conferencing Score και Video Editing. 3DMark Το 3DMark αποκαλύπτει την απόδοση του συστήματος στα τρισδιάστατα γραφικά. Αν και η συνεισφορά του επεξεργαστή δεν είναι αμελητέα, εντούτοις η κάρτα γραφικών είναι εκείνη που καθορίζει το αποτέλεσμα. Τρέξαμε τη ρουτίνα «Time Spy Extreme». Superposition Το απαιτητικό Superposition benchmark μας αποκαλύπτει την συνολική απόδοση του συστήματος κατά την επεξεργασία τρισδιάστατων γραφικών. Η κάρτα γραφικών, παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Super Pi mod1.5 XS Το Super Pi είναι ένα από τα δημοφιλέστερα benchmarks για επεξεργαστές και χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια σε διάφορους διαγωνισμούς. Είναι ένα single-threaded benchmark που υπολογίζει το π (pi) έως ένα συγκεκριμένο αριθμό δεκαδικών ψηφίων και αποκαλύπτει τον χρόνο που απαιτείται για να ολοκληρωθεί ο υπολογισμός για να τελειώσει τον υπολογισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπολογίζεται το πρώτο εκατομμύριο των δεκαδικών ψηφίων και στην δεύτερη περίπτωση τριάντα δύο εκατομμύρια δεκαδικά ψηφία του π (pi). Η εφαρμογή χρησιμοποιεί τον αλγόριθμο Gauss-Legendre. Συμπίεση WinRAR Χρησιμοποιήσαμε τη δημοφιλή εφαρμογή συμπίεσης WinRAR για να συμπιέσουμε ένα φάκελο μεγέθους 2.5GB με εκατοντάδες αρχεία, από τραγούδια MP3 και διάφορους τύπους εικόνων (.jpeg, .png κ.α) μέχρι αρχεία .doc και .txt. Web Browsing Chromium Octane 2.0 Το Octane 2.0 είναι ένα benchmark που υπολογίζει την απόδοση της μηχανής Javascript τρέχοντας ένα σύνολο από τεστ που αντιπροσωπεύουν διάφορα σενάρια χρήσης. Mozilla Kraken 1.1 Το Kraken 1.1 μοιάζει με το Octane 2.0 με την έννοια ότι μετράει την απόδοση της μηχανής Javascript, παρόλα αυτά χρησιμοποιεί διαφορετικά τεστ. Rendering Cinebench R20 Το Cinebench R20 είναι η τελευταία έκδοση του δημοφιλέστερου μετροπρογράμματος rendering για επεξεργαστές και βασίζεται στον renderer του λογισμικού Cinema 4D της Maxon. Με το Cinebench R20 είναι δυνατή η αξιολόγηση της single-threaded απόδοσης όσο και της multi-threaded. POV-Ray H ray tracing μηχανή persistence of vision είναι ένα επίσης γνωστό εργαλείο benchmarking για επεξεργαστές, και είναι δυνατόν να ρυθμιστεί για την αξιολόγηση της single-threaded ή multi-threaded απόδοσης ενός επεξεργαστή. Corona 1.3 Το συγκεκριμένο benchmark βασίζεται στον φωτορεαλιστικό renderer που βρίσκεται στα Cinema 4D και 3ds Max και δεν υποστηρίζει GPU rendering, οπότε και ο επεξεργαστής παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόδοση του συστήματος. Video Encoding Handbrake 1.3.1 Το Handbrake είναι ένας multi-threaded video transcoder, τον οποίο χρησιμοποιήσαμε για να μετατρέψουμε ένα βίντεο ανάλυσης 4K σε 1080p30 (διαθέτει συγκεκριμένη προεπιλογή Apple 1080p30). Αν και ολιγόλεπτης διάρκειας βίντεο, η διαφορά είναι αρκετή ανάμεσα στοn τελευταίας γενιάς επεξεργαστή της AMD και τους υπόλοιπους, οπότε και για έναν χρήστη που πραγματοποιεί συχνά τέτοιου είδους μετατροπές η εξοικονόμηση χρόνου σε μεγαλύτερης διάρκειας βίντεο θα είναι σημαντική. Gaming Για να αξιολογήσουμε την απόδοση του συστήματος στα παιχνίδια, χρησιμοποιήσαμε τo γνωστό benchmark 3D Mark (στις ρουτίνες Time Spy, Time Spy Extreme και Port Royal ) καθώς και τα παιχνίδια Chernobylite, F1 2018, Gears 5, Shadow of the Tomb Raider, Godfall, Dirt 5 κ.ά. Στα παιχνίδια χρησιμοποιήσαμε ως επί το πλείστον τις αναλύσεις 1280 x 720 pixels, 1920 x 1080 pixels και 3840 x 2160 pixels χρησιμοποιώντας αντίστοιχα τις προεπιλεγμένες ρυθμίσεις Low, High ή Very High (Ultra ή Ultimate) στα ενσωματωμένα benchmark τους. Από τα παρακάτω αποτελέσματα, ένα είναι το σίγουρο συμπέρασμα, το οποίο βεβαίως είναι γνωστό στους περισσότερους : Δεν είναι απολύτως απαραίτητη η αγορά ενός ιδιαίτερα γρήγορου και ακριβού επεξεργαστή για να απολαύσει κάποιος το gaming. Αντιθέτως, η καλή κάρτα γραφικών είναι αυτή που κάνει πραγματικά τη διαφορά. Chernobylite F1 2018 Gears 5 Shadow of the Tomb Raider Metro Dirt 5 Godfall Κατανάλωση και θερμοκρασία Χάρη στην αρχιτεκτονική Zen 3 και τις βελτιστοποιήσεις στην κατασκευαστική μέθοδο των 7nm, ο επεξεργαστής Ryzen 9 5900X εργάζεται σε θερμοκρασίες που μπορεί να ξεπεράσουν τους 80°C. Στο PCMark 10, κατά μέσο όρο, η κατανάλωση του συστήματος κυμάνθηκε κοντά στα 255W. Όταν ωστόσο ξεκινήσουν να εργαστούν όλοι οι πυρήνες ταυτόχρονα (100% CPU usage), όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο Cinebench R20, τότε η κατανάλωση ανεβαίνει κατά περίπου 100W (λίγο πάνω από τα 350W συνολικά με την κάρτα γραφικών σε κατάσταση ηρεμίας) και οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 82°C. Overclocking Όπως όλοι οι επεξεργαστές Ryzen, έτσι και ο Ryzen 9 5900X έχει ξεκλείδωτο πολλαπλασιαστή (multiplier) και επομένως ο υπερχρονισμός δεν πρόκειται να σας προβληματίσει. Παρόλα αυτά, όσο απλή και αν είναι η διαδικασία στη πλατφόρμα της AMD, ακόμα και για έναν όχι ιδιαίτερα έμπειρο χρήστη, ο υπερχρονισμός θα απαιτήσει αρκετή προσπάθεια για να φτάσεις την υψηλότερη δυνατή και σταθερή συχνότητα λειτουργίας με την χαμηλότερη δυνατή τάση λειτουργίας (για ασφάλεια και μακροζωία). Το ζήτημα είναι αν πραγματικά «αξίζει» να προχωρήσετε στον υπερχρονισμό του επεξεργαστή και αν αξίζει το ρίσκο. Το συμπέρασμα που καταλήξαμε, τόσο με τον υπερχρονισμό του Ryzen 9 3900XT παλαιότερα, όσο και με τον υπερχρονισμό του Ryzen 9 5900X είναι ότι τα οφέλη είναι ελάχιστα σε σχέση με το ρίσκο ή το… άγχος. Αν και δεν είναι δύσκολο να υπερχρονίσετε τον συγκεκριμένο επεξεργαστή εύκολα στα 4.4-4,6GHz με τάση από 1.25V έως 1.4V περίπου, ανάλογα τη συχνότητα λειτουργίας, δεν υπάρχουν οφέλη στο gaming ενώ σε άλλες περιπτώσεις, και για καθημερινή χρήση, δεν είναι πρακτικώς «ορατά» (όπως είναι φανερό και από το παράδειγμα του Cinebench R20). Συμπέρασμα Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ryzen 9 3900XT είναι ένας από τους καλύτερους επεξεργαστές που υπάρχουν για τον σημερινό χρήστη, ο Ryzen 9 5900X ανεβάζει ακόμα περισσότερο τον πήχη, απευθυνόμενος στον χρήστη που θέλει τον καλύτερο «gaming επεξεργαστή» των ημερών μας (αν εξαιρέσουμε τα μοντέλα HEDT – High-End DeskTop όπως είναι οι «Threadripper» που απευθύνονται στους χρήστες που θέλουν να βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας και μπορούν να ανταπεξέλθουν στο εξαιρετικά υψηλό κόστος της πλατφόρμας). Αν είστε gamer ή χρησιμοποιείτε συχνά multi-threaded εφαρμογές ή εφαρμογές παραγωγικότητας, ο Ryzen 9 5900X είναι μία από τις καλύτερες λύσεις στην αγορά, αν όχι η καλύτερη. Βεβαίως, υπάρχουν και οι Ryzen 9 5800X και 5600Χ που είναι επίσης πολύ καλές λύσεις και κοστίζουν αρκετά λιγότερο αν σας ενδιαφέρει περισσότερο η απόδοση στα παιχνίδια και δεν έχετε να κάνετε με βαριές, multi-threaded εφαρμογές.
    16 πόντοι
  5. Μετά τo Review του FRITZ!Box 7590, ήρθε η στιγμή να ανέβει στον πάγκο των δοκιμών, το μικρό του αδερφάκι, το FRITZ!Box 7530. Το FRITZ!Box 7530 θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε έναν μικρό γίγαντα. Είναι ένα Adsl/Vdsl Modem Router, που υποστηρίζει 35b Super Vectoring και διαθέτει αρκετά από τα χαρακτηριστικά του FRITZ!Box 7590. Είναι μία πιο απλή και οικονομική λύση για τον χρήστη, που ενδεχομένως να μην χρειάζεται τις παραπάνω δυνατότητες του FRITZ!Box 7590. Αν και οι δυνατότητες συγκριτικά με το FRITZ!Box 7590 είναι λιγότερες, μπορούμε να πούμε ότι συνεχίζουν να είναι περισσότερες σε σύγκριση με παρόμοια μοντέλα από άλλους κατασκευαστές. Unboxing To FRITZ!Box έρχεται σε μία μικρή συσκευασία, με το μπλε χρώμα να κυριαρχεί όπως μας έχει συνηθίσει η AVM σε όλα τα προϊόντα της. Συγκριτικά με το FRITZ!Box 7590, είναι μικρότερο το κουτί αλλά βλέποντας τα εξωτερικά, έχουν πολλά κοινά. Στην μπροστινή πλευρά βλέπουμε το FRITZ!Box 7530 και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, τονίζοντας με κίτρινο χρώμα τα δύο πιο δυνατά χαρακτηριστικά, που είναι Dsl μέχρι 300Mbit/s και Wireless LAN μέχρι 866Mbit/s. Με μεγάλα γράμματα αναγράφεται η υποστήριξη Mesh Wifi που είναι κύριο χαρακτηριστικό του FRITZ!Os 7. Στην πίσω πλευρά σε διάφορες γλώσσες (δεν υπάρχουν ελληνικά) αναφέρονται πιο αναλυτικά, τα τεχνικά χαρακτηριστικά και με ποιες συσκευές της AVM μπορεί να συνδυαστεί, όπως ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Fon και άλλα. Επίσης υπάρχει μια εικόνα με την πίσω πλευρά του FRITZ!Box 7530 και τα Ports που διαθέτει, εξηγώντας τι είναι το κάθε ένα. Βλέποντας την κάτω και την πάνω πλευρά του κουτιού, ένα χαμόγελο ακόμα εμφανίζεται στο πρόσωπο μας. Ο λόγος είναι τα πέντε χρόνια εγγύηση που συνοδεύουν τον εξοπλισμό. Όταν οι περισσότερες εταιρείες δίνουν δύο με τρία χρόνια εγγύηση, η AVM κάνει την διαφορά, με πέντε χρόνια το οποίο υποδηλώνει άριστη ποιότητα κατασκευής. Στην αριστερή πλευρά αναφέρονται διευκρινήσεις σχετικά με το προϊόν, ενώ στην δεξιά πλευρά αναγράφονται τα πλεονεκτήματα του FRITZ!Box 7530, τι είναι το FRITZ!Os και τα περιεχόμενα της συσκευασίας. Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε το εγχειρίδιο χρήσης, που αναγράφονται τα βήματα της εγκατάστασης με εικόνες και κείμενο σε διάφορες γλώσσες. Σε ένα αυτοκόλλητο υπάρχουν τα στοιχεία για το WiFi (SSID, Network Key και FRITZ!Box Password). Δεν υπάρχει ούτε εδώ η ελληνική γλώσσα, αλλά όπως και στα άλλα προϊόντα της AVM οι εικόνες βοηθούν πάρα πολύ στην εγκατάσταση. Συνοδεύεται από ένα καλώδιο Ethernet 1.5m, ένα τηλεφωνικό καλώδιο 4 μέτρα και ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με τις κατηγορίες των προϊόντων που έχει η AVM. Και φυσικά το FRITZ!Box 7530 στο συνηθισμένο λευκό/κόκκινο χρώμα και το τροφοδοτικό του . Επίσης, αναγράφονται πληροφορίες για τα LED και τα κουμπιά του FRITZ!Box 7530. H ψύξη γίνεται παθητικά με θύρες εξαερισμού στο πάνω και κάτω μέρος. Δεν υπάρχει αναλυτικό εγχειρίδιο για την συσκευή σε Cd ή σε έντυπη μορφή, το οποίο δεν θεωρείται αρνητικό, αφού τα εγχειρίδια είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Επιπλέον, μέσα στo Web Interface του FRITZ!Box υπάρχουν οδηγίες/επεξηγήσεις για όλες τις επιλογές. Η συσκευασία έρχεται με ταινία ασφαλείας και μέσα δεν θα βρούμε φίλτρο ή Splitter, που ενδεχομένως να χρειαστεί κατά την αρχική εγκατάσταση. Στο Site της AVM για κάθε προϊόν πέρα από το Manual υπάρχουν και FAQ για να λύσουν τυχόν απορίες. Έχοντας τα FRITZ!Box 7590 και 7530 στα χέρια μας βλέπουμε ότι εξωτερικά είναι ακριβώς ο ίδιος σχεδιασμός. Οι διαφορές είναι στα λιγότερα Ports που διαθέτει το FRITZ!Box 7530 και το μικρότερο μέγεθος. Το FRITZ!Box 7530 σε αντίθεση με το FRITZ!Box 7590 έχει μία FXS, δεν έχει S0, έχει μία USB, δεν δέχεται την Landline τηλεφωνία, δεν υπάρχει ξεχωριστή Gigabit Wan αλλά η μία Gigabit Lan λειτουργεί και ως Gigabit Wan και έχει μικρότερες ταχύτητες στο WiFi. Παρόλα αυτά το WiFi συνεχίζει να είναι Dual Band 802.11n + 802.11ac για να πάρουμε τα μέγιστα από την Dsl μας. Στην πάνω πλευρά εκτός από τα ενδεικτικά LED και τα πλήκτρα, έχει και τις θύρες εξαερισμού. Η κάτω πλευρά είναι όλο θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε η μπροστινή πλευρά να είναι ανασηκωμένη ελαφρώς, αφήνοντας ένα μικρό κενό στο κάτω μέρος, για την αποτελεσματική ψύξη του, ακόμα και το καλοκαίρι που οι θερμοκρασίες ενδέχεται να είναι υψηλές. Αξίζει να σημειωθεί οτι σε όση ώρα το δοκιμάσαμε η θερμοκρασία παρέμενε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Παρακάτω θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά του, πως το παραμετροποιούμε και τι μας προσφέρει. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Ενσωματωμένο Dsl Modem για Adsl/Vdsl γραμμές μέχρι 300Mbit/s. Υποστηρίζει 35b Super Vectoring. Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή σε Vdsl η μεγαλύτερη ταχύτητα που δίνουν οι πάροχοι είναι 200Mbit/s οπότε το FRITZ!Box 7530 μας καλύπτει. Wireless AC + N with Multi-User MIMO. Τα 2,4 Ghz δίκτυα τριγύρω μας είναι πάρα πολλά, με πολλές παρεμβολές μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορούμε να πετύχουμε την μέγιστη ταχύτητα που μας δίνει ο πάροχος όταν είμαστε συνδεδεμένοι με WiFi, οπότε τα 5Ghz είναι πλέον μονόδρομος. Τα καινούρια Laptops, Tablets, Smartphones υποστηρίζουν τα 5Ghz και καλό θα είναι για να πετύχουμε τις μέγιστες επιδόσεις να συνδεόμαστε εκεί. Dual Band WiFi 802.11n 2,4Ghz, 400Mbits // 802.11ac 5Ghz, 866Mbits. Αν μία συσκευή είναι παλιότερης τεχνολογίας και δεν διαθέτει 5Ghz τότε αυτόματα θα συνδεθεί στα 2,4Ghz αφού και τα δύο Bands μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα. 4 x Gigabit Ethernet Ports. Το ένα Gigabit Port λειτουργεί και ως Gigabit Wan. Ένα καλό Router πρέπει πλέον να έχει Gigabit Ports. Οι λόγοι είναι πάρα πολλοί με τον πιο σημαντικό να είναι το Streaming. Για να κάνουμε Streaming μια ταινία πολλών Gbytes σε μια 4K Smart Tv, χρειαζόμαστε αρκετά μεγάλη ταχύτητα. Τα Fast Ethernet Ports έχουν δώσει πλέον την θέση τους στα Gigabit Ethernet Ports για αυτό ακριβώς το λόγο: Πολύ μεγάλες ταχύτητες στο Streaming αλλά και σε πιθανές μεταφορές μεγάλων αρχείων μεταξύ των υπολογιστών στο τοπικό δίκτυο. Επίσης αν λόγο πχ VoIP τηλεφωνίας δεν μπορούμε να αλλάξουμε το Dsl Modem Router του παρόχου, τότε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την Gigabit Wan Port του FRITZ!Box 7530. Με αυτόν τον τρόπο το Dsl Modem Router του παρόχου θα το χρησιμοποιούμε για την τηλεφωνία και το FRITZ!Box 7530 για το Internet, για Streaming, για VoIP, για σύνδεση με δικτυακό εκτυπωτή και άλλα πολλά. Η Cosmote συγκεκριμένα υποστηρίζει το FRITZ!Box 7590 για το VoIP οπότε ενδεχομένως μελλοντικά να δίνουν και το FRITZ!Box 7530. Έτσι δεν θα χρειαστεί να έχουμε δύο συσκευές αλλά όλα θα γίνονται από το FRITZ!Box. Μέση κατανάλωση 6 Watt. 1 x USB 3.0 που μας παρέχει την δυνατότητα να συνδέσουμε ένα USB εκτυπωτή, ώστε να γίνει δικτυακός και να μπορούν όλες οι συσκευές στο δίκτυο να εκτυπώνουν. Εναλλακτικά μπορεί να συνδεθεί ένας USB σκληρός δίσκος ή ένα USB Stick ώστε να χρησιμοποιείται για αποθήκευση από όλους τους χρήστες και να υπάρχει ακόμα και απομακρυσμένη πρόσβαση στο Nas Storage, σε περίπτωση που είμαστε εκτός χώρου και χρειαζόμαστε πρόσβαση στα αρχεία. Δεν υπάρχει λόγος να αγοράσουμε έναν δικτυακό εκτυπωτή. Ακόμα και ο παλιός USB εκτυπωτής μπορεί να γίνει δικτυακός. Επίσης όπως και στο FRITZ!Box 7590 έτσι και εδώ μπορούμε να συνδέσουμε ένα 3G/4G Dongle ώστε να έχουμε Internet στην περίπτωση που έχουμε τεχνικό πρόβλημα με το Dsl. 1 x FXS όπου μπορεί να συνδεθεί μία αναλογική τηλεφωνική συσκευή ή ένα PSTN PBX(τηλεφωνικό κέντρο). Η αναλογική συσκευή μπορεί να είναι ένα Fax, ένα ασύρματο τηλέφωνο ή ακόμα και μία σταθερή τηλεφωνική συσκευή. Media server. Yποστηρίζει Media Server/Web Radio/Podcast, ώστε να βλέπετε τις αγαπημένες σας ταινίες ή να ακούτε την μουσική σας κάνοντας Streaming κατευθείαν από τον USB σκληρό δίσκο/USB stick που έχετε συνδέσει στο USB 3.0 του FRITZ!Box. Με Gigabit Ethernet και Dual Band WiFi, το Streaming ακόμα και στα 4K γίνεται πανεύκολα. Υποστήριξη WPS. Το WPS είναι ένας εύκολος και γρήγορος τρόπος για να συνδέσουμε για παράδειγμα ένα Smartphone, ένα Powerline, ή ένα Repeater στο δίκτυο. Πατάμε το πλήκτρο WPS στο FRITZ!Box και μετά στην συσκευή που θέλουμε και μέσα σε δευτερόλεπτα έχουν συνδεθεί χωρίς περαιτέρω ρυθμίσεις. Dect Base Station. Το FRITZ!Box 7530 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως DECT Station, με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 συσκευών. Έγινε δοκιμή με Panasonic DECT το οποίο το συγχρονίσαμε με το DECT Station του FRITZ!Box 7530, οπότε οι ασύρματες τηλεφωνικές συσκευές που έχετε σπίτι μπορούν να λειτουργήσουν με το FRITZ!BOΧ, αν είναι συμβατές. Η ίδια η AVM διαθέτει και τα FRITZ!FON, τα οποία έχουν βέβαια παραπάνω δυνατότητες και λειτουργίες συγκριτικά με ένα απλή ασύρματη τηλεφωνική συσκευή. Κάθε μία ασύρματη τηλεφωνική συσκευή ή FRITZ!Fon μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο δίκτυο μας με ποικίλους τρόπους. Η πιο απλή χρήση είναι ως ένα τηλέφωνο που θα λειτουργεί με ένα συγκεκριμένο τηλεφωνικό νούμερο. Σε μια εταιρεία όμως, μπορεί να έχει και το δικό του εσωτερικό νούμερο ώστε να μπορούμε να μεταφέρουμε την κλήση από και προς την τηλεφωνική συσκευή. Έτσι δεν χρειάζεται η αγορά ενός τηλεφωνικού κέντρου αν οι απαιτήσεις μας δεν είναι μεγάλες αφού το FRITZ!Box 7530 μπορεί να το αναλάβει και αυτό. Υποστήριξη VPN, Firewall, DynDns, IPv6, Parental Control, Guest Network. Πλέον όλοι οι πάροχοι υποστηρίζουν IPv6. Το Guest Network θα μας βοηθήσει σε περίπτωση που θέλουμε να έχουμε στον χώρο μας ένα ξεχωριστό δίκτυο, όπου θα μπορούν να συνδεθούν οι συσκευές των επισκεπτών ή των φίλων μας. Δημιουργεί ένα δεύτερο SSID, με διαφορετικά δικαιώματα, για παράδειγμα να μην μπορούν να επικοινωνήσουν οι συσκευές μεταξύ τους ή να μην έχουν πρόσβαση σε κάποια δικτυακή συσκευή που μπορεί να διαθέτουμε. Χρήσιμο για όσους είναι σε εταιρεία και θέλουν ένα ξεχωριστό δίκτυο για τους επισκέπτες ή για όταν θέλουμε να δώσουμε Internet σε ένα γείτονα ή φίλο αλλά υπό προϋποθέσεις για παράδειγμα στο Bandwidth ή στις ιστοσελίδες που μπορούν να επισκεφτούν. Υπάρχει ακόμα η δυνατότητα στο Guest Network να εμφανίζεται ένα Logo που θα επιλέξουμε εμείς όπως και να ορίσουμε ανακατεύθυνση σε μία σελίδα για παράδειγμα το Facebook της εταιρείας. FRITZ!OS με υποστήριξη FRITZ!NAS, MyFRITZ!. Η AVM εξασφαλίζει την ασφάλεια και προσθέτει νέες λειτουργίες με καινούρια Firmwares, ακόμα και για παλαιότερα μοντέλα, ώστε να είναι up to date. Δυνατότητες Fax to Mail, FRITZ!App Fon για iOS και Android. Μπορούμε εύκολα και γρήγορα να λάβουμε ένα Fax σε Email ή να αποστείλουμε Fax μέσα από το FRITZ!Box 7590. Με τη εφαρμογή FRITZ!App Fon μπορούμε να πραγματοποιήσουμε κλήσεις από το δίκτυο του σπιτιού μας όπως και να ελέγχουμε το Smart Home. Ένα απλό παράδειγμα είναι ένα φωτιστικό που έχουμε συνδεδεμένο στο FRITZ!Dect 200 το οποίο μπορούμε να το ανάψουμε και να το σβήσουμε οποιαδήποτε στιγμή θέλουμε, όπου και αν βρισκόμαστε. Υποστήριξη Eco Mode, Energy Saving αναλόγως το ποιες λειτουργίες του FRITZ!Box χρησιμοποιούμε, για ελαχιστοποίηση στην κατανάλωση. Τι μας προσφέρει Ασύρματη σύνδεση με Tablets και Smartphones και ενσύρματη ή ασύρματη σύνδεση με έναν ή περισσότερους υπολογιστές. Parental Control για τον περιορισμό της χρήσης του Internet, με την χρήση διαφόρων προφίλ. Υποστήριξη DynDns, σε περιπτώσεις απομακρυσμένης πρόσβασης σε συσκευές συνδεδεμένες στο FRITZ!Box 7530. QoS (Quality Of Service). Με αυτήν την δυνατότητα μπορούμε να ορίσουμε προτεραιότητες ανά εφαρμογή ή ανά συσκευή. Πολύ χρήσιμο για τους Gamers που δεν θα έχουν προβλήματα με Lag Spikes όταν οι υπόλοιπες συσκευές στο δίκτυο κάνουν χρήση του Internet. Υποστήριξη VPN (IPSec) για απομακρυσμένη διαχείριση. Mesh networking: Μέσα από το FRITZ!Box 7530 μπορεί να γίνει κεντρική διαχείριση όλων την συνδεδεμένων συσκευών FRITZ. Παραμετροποίηση του FRITZ!Box 7530 ως Mesh Repeater. Σε περίπτωση που έχουμε δύο FRITZ!Box μπορούμε το ένα να το χρησιμοποιήσουμε ως Repeater για την επέκταση του δικτύου μας. Δυνατότητα δημιουργίας Guest Network όπως και δημιουργία κανόνων στο Parental Control, ώστε να ελέγχουμε την πρόσβαση στο Internet και το δίκτυο. Push Service για ενημέρωσή με E-mail για την χρήση του FRITZ!Box 7530, όπως και τυχόν αλλαγές στο Configuration. 3G/4G Fallback σε περίπτωση που το Dsl δεν λειτουργεί λόγω βλάβης. Τέσσερις Gigabit Ethernet και Dual Band WiFi για γρήγορες μεταφορές δεδομένων ανάμεσα στους υπολογιστές, Smartphone, Tablets, ενσύρματα και ασύρματα. Θύρα USB 3.0. Με το FRITZ!Nas ορίζουμε τους χρήστες και τα δικαιώματα που θα έχουν για την πρόσβαση στο Nas Storage. Στο FXS Port μπορούν να συνδεθούν αναλογικές τηλεφωνικές συσκευές ή ένα PSTN PBX. DECT Base Station με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 ασύρματων συσκευών DECT είτε της AVM είτε ενός τρίτου κατασκευαστή, αρκεί να συνεργάζονται. Δυνατότητα του FRITZ!Box να λειτουργεί ως PBX. Είτε χρησιμοποιήσουμε τα FXS, είτε το DECT Base Station, μπορούμε την VoIP γραμμή να την δρομολογήσουμε σε όποια θύρα επιθυμούμε. Και για όσους ξεχνούν εύκολα, μια τηλεφωνική συσκευή πάνω στο FRITZ!Box μπορεί να αρχίσει να κουδουνίζει την ώρα που επιθυμείτε εσείς για να θυμηθείτε κάποιο ραντεβού. Λειτουργία Fax to Mail. Δεν υπάρχει λόγος να γίνεται σπατάλη χαρτιού και μελανιού/toner για τα Fax. Το Fax μετατρέπεται σε E-mail και αποστέλλεται στο E-mail που επιθυμεί ο χρήστης. Ακόμα ένα Green Feature από την AVM. Gigabit Wan. Ακόμα και αν η σύνδεση μας δεν είναι Dsl/3G/4G αλλά είναι Fiber, Cable, Satellite ή οτιδήποτε άλλο, το FRITZ!Box 7530 μπορεί να γυρίσει σε λειτουργία Router και να εκμεταλλευτούμε όλα τα χαρακτηριστικά του. Με το FRITZ!APP Fon, ένα Smartphone μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασύρματη τηλεφωνική συσκευή και να πραγματοποιεί, δέχεται κλήσεις με ασφάλεια (VPN) είτε από το τοπικό δίκτυο είτε από το απομακρυσμένο. Δεν χρειάζεται πλέον να γίνεται εκτροπή για να μην χάνουμε τις κλήσεις, δεν χρειάζεται να διαθέτουμε ασύρματο τηλέφωνο στο χώρο μας. Απλά ένα Smartphone. Υποστηρίζει συσκευές για SMART HOME. Η διαχείρισή τους, μπορεί να γίνει από το τοπικό αλλά και από το απομακρυσμένο δίκτυο. Υπάρχουν Smart Plugs, όπως το FRITZ!DECT 200 που είδαμε σε προηγούμενο Review, μέχρι το FRITZ!DECT 301 που είναι ένα Smart Radiator, για να ρυθμίζεται την θερμοκρασία του χώρου σας πριν ακόμα φτάσετε εκεί. Υποστηρίζει Media Server/Web Radio/Podcast. Με Gigabit Ethernet και WiFi με συνολικό Bandwidth 1266Mbit/s το Streaming ακόμα και στα 4K γίνεται πανεύκολα. Εγκατάσταση Η εγκατάσταση είναι αρκετά εύκολη και τα βήματα που πρέπει να πραγματοποιηθούν, είναι τα παρακάτω: Συνδέουμε το Dsl του Splitter με τo Dsl του FRITZ!Box. Αν το FRITZ!Box 7530 χρησιμοποιηθεί ως Router τότε συνδέουμε με Ethernet καλώδιο τo Gigabit Wan (Lan1) του FRITZ!Box 7530 με ένα Ethernet του Modem/Router. Σύνδεση του τροφοδοτικού με τo FRITZ!Box 7530 και με μία διαθέσιμη πρίζα ρεύματος. Σύνδεση του FRITZ!Box 7530 με τον υπολογιστή μας με Gigabit Ethernet ή με WiFi με τα στοιχεία SSID/Wlan Network Key που αναγράφονται στο αυτοκόλλητο που υπάρχει στην συσκευασία. Η παραμετροποίηση μπορεί να γίνει και από Smartphone, ή Tablet, ή Laptop. Από τον browser ανοίγουμε την διεύθυνση http://fritz.box ή την IP 192.168.178.1 για να συνδεθούμε με το Web Interface με τον κωδικό FRITZ!Box Password που υπάρχει στο αυτοκόλλητο όπως και στην κάτω πλευρά του FRITZ!Box 7530. Αυτόματα τρέχει ο Wizard για την αναγκαία παραμετροποίηση. Υπάρχει και δυνατότητα παραμετροποίησης του εξοπλισμού και από το Smartphone ή το Tablet μας με το MyFRITZ!App 2. Mesh Networking To FRITZ!Os 7 υποστηρίζει Mesh Networking. Μέσα από το Web Interface υπάρχει όλη η τοπολογία του δικτύου με τις συνδεδεμένες συσκευές στις οποίες άμα κάνουμε κλικ θα μας δρομολογήσει στο Web Interface τους. Οι συνδεδεμένες συσκευές μπορεί να είναι ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Dect, ένα FRITZ!Powerline μέχρι και ένα δεύτερο FRITZ!Box. Έτσι το Mesh Networking μας βοηθάει στην κεντρική διαχείριση όλων των FRITZ! συσκευών από μία σελίδα, όπως και λόγω των Features του Mesh Networking, οι ρυθμίσεις που έχουμε κάνει στο FRITZ!Box, για παράδειγμα στην καρτέλα Wireless μπορούν να μεταφερθούν απευθείας στο FRITZ!WLAN Repeater ή στο FRITZ!Powerline. Επιπλέον δεν χρειάζεται να συνδεθούμε στην κάθε συσκευή, για να εγκαταστήσουμε ένα νεότερο Firmware. Αν υπάρχει νεότερο Firmware θα μας το εμφανίσει αυτόματα και απλά πατάμε το Update για να γίνει εγκατάσταση. Η λειτουργία για Update του Firmware δεν ισχύει μόνο για τις συνδεδεμένες συσκευές στο FRITZ!Box αλλά και για το ίδιο το FRITZ!Box.Αν έχουμε ένα Guest Network θα μεταφερθούν οι ρυθμίσεις σε όλο το Mesh Network. Το MESH Networking, αρχίζει και "μπαίνει" όλο και περισσότερο στην ζωή μας με τις περισσότερες εταιρείες να βγάζουν καινούρια προϊόντα ή αναβαθμίσεις για τα υπάρχοντα, ώστε να υπάρχει υποστήριξη. Tο Mesh Networking δεν έχει περιορισμούς. Δημιουργήθηκε για να καλύψει από ένα μικρό χώρο, που θα χρειαστεί μόνο ένα Powerline ή ένα Repeater, μέχρι πολύ μεγάλους χώρους που θα χρειαστούν πολλά Powerlines , Repeaters, Access Points ώστε να υπάρχει συνολική κάλυψη. Web Interface Η Default IP για το Web Interface είναι η 192.168.178.1, που μπορούμε να συνδεθούμε με Ethernet ή με WiFi. Την πρώτη φορά που θα συνδεθούμε και αφού βάλουμε το Password, θα ξεκινήσει αυτόματα ο Wizard, που θα μας ρωτήσει σε ποια χώρα βρισκόμαστε. Αφού διαλέξουμε Greece, θα μας ρωτήσει αν η γραμμή μας Dsl είναι Annex A ή Annex B. Αφού επιλέξουμε κάνει ένα Reboot και μετά συνεχίζει ο Wizard όπου διαλέξαμε τo Dsl και Other Service Provider. Ως διαθέσιμες επιλογές υπάρχει η Cosmote και η Vodafone. Θα μας ζητήσει τo όνομα παρόχου, Vpi/Vci, όπως και Username/Password της σύνδεσης. Σειρά έχει να τρέξει αυτόματα, ο Wizard της τηλεφωνίας για να παραμετροποιήσουμε την IP Based (VoIP) τηλεφωνία. Μετά από το βήμα της τηλεφωνίας έρχεται η σειρά των ερωτήσεων για το Wireless. Αφού το ρυθμίσουμε έχουμε τελειώσει με την εγκατάσταση. Δεν χρειάστηκε κάποια άλλη ρύθμιση, είχαμε απευθείας Internet με Vdsl. Οι δυνατότητες του FRITZ!Box 7530 είναι αμέτρητες. Συνδέσαμε επίσης το FRITZ!Dect 200 σε ελάχιστα δευτερόλεπτα με την χρήση του Dect Button και το FRITZ!Powerline 1260E με την χρήση WPS. Αυτόματα μεταφέρθηκαν και όλες οι ρυθμίσεις του Wifi στο FRITZ!Powerline 1260E. Δοκιμές Αφού αναφέραμε αναλυτικά τα χαρακτηριστικά συνέχεια είχε να υποβάλουμε το FRITZ!Box 7530 σε μερικές δοκιμασίες τις οποίες πέρασε επιτυχώς. Η Vdsl 50Mbit Download/5Mbit Upload λειτούργησε σταθερά και απροβλημάτιστα πάνω στο FRITZ!Box 7530. Με ευκολία καταφέραμε στο WiFi και στα 5Ghz να τερματίσουμε την Vdsl γραμμή από το Laptop και το Smartphone. Συνδέσαμε ένα Kingston USB Stick που το αναγνώρισε επιτυχώς και ήταν προσβάσιμο από τις συσκευές του δικτύου μας. Το Guest Network έγινε παραμετροποίηση με ελάχιστα clicks και ήταν έτοιμο για να δώσει πρόσβαση σε όποιον το χρειαζόταν. Συνδέσαμε το FRITZ!Dect 200 για να παρατηρούμε την θερμοκρασία του χώρου και το FRITZ!Powerline 1260E για να δώσουμε Internet στο Nova On Demand κάνοντας Streaming μία ταινία. Επίσης υποστηρίζει Band Steering. Όταν μία συσκευή υποστηρίζει και τα 2,4Ghz και τα 5Ghz, το FRITZ!BOX 7530 μπορεί να καθορίσει σε ποιο από τα δύο Bands πρέπει να συνδεθεί η συσκευή για να έχει τις μέγιστες επιδόσεις. Τα 5Ghz ναι μεν είναι καλύτερα στο θέμα της μέγιστης ταχύτητας αλλά τα 2,4Ghz τα καταφέρνουν καλύτερα όταν πρέπει να διαπεράσουν ένα εμπόδιο. Επιπλέον το Band Steering αναλαμβάνει να αλλάξει το Band που έχει συνδεθεί μια συσκευή αν κρίνει ότι υπάρχει μεγάλο φόρτο σε αυτό για αποφυγή μειωμένης ταχύτητας. Δοκιμάσαμε να συνδέσουμε πολλές συσκευές (Smartphones, Tablets, Laptops) ταυτόχρονα στο WiFi και δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα. Εφαρμόσαμε σε ένα Smartphone εύκολα και επιτυχώς ένα προφίλ ώστε να έχει πρόσβαση μόνο στις σελίδες που είχαμε ορίσει. Συμπεράσματα Το FRITZ!Box 7530 είναι ένα Dsl Modem Router που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλά διαφορετικά σενάρια και καταστάσεις που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινότητα μας. Είναι μία αξιόλογη και ταυτόχρονα οικονομική λύση (149 ευρώ). Τα επιπλέον Feature μπορούν ανά πάσα στιγμή να μας χρησιμέψουν και να τα ενεργοποιήσουμε/παραμετροποιήσουμε με μερικά κλικ. Τα χαρακτηριστικά του θα ικανοποιήσουν τους περισσότερους χρήστες, αφού μας παρέχει πάρα πολλές δυνατότητες. Συγκριτικά με άλλα Dsl Modem Router δίνει πολύ παραπάνω λειτουργίες όπως Guest Network, Mesh Networking, Band Steering. Η παραμετροποίηση του δεν θα δυσκολέψει καθόλου τον χρήστη, ακόμα και αν οι γνώσεις του είναι περιορισμένες αφού με τον αρχικό Wizard που θα τρέξει αυτόματα, θα γίνουν όλες οι απαραίτητες ρυθμίσεις για να έχουμε Internet ενσύρματα και ασύρματα. Το Internet μπορεί να διαμοιραστεί ενσύρματα σε μία κονσόλα, έναν αποκωδικοποιητή, ή ασύρματα σε Smartphones, Laptops και Tablets. Το WiFi 802.11ac είναι αρκετό για να υποστηρίξει Streaming σε μία Smart TV από μια συσκευή που βρίσκεται στο τοπικό μας δίκτυο. Παρότι έχει λιγότερα Features από το FRITZ!Box 7590 μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για επαγγελματική χρήση. Mε το FRITZ!Box 7530, μπορεί ο χρήστης να έχει Vdsl μέχρι 300Mbit και ταυτόχρονα μια Fallback σύνδεση 3G/4G, έτοιμη για χρήση σε περίπτωση βλάβης της Dsl απλά με την χρήση ενός Dongle. Επιπρόσθετα με τo FXS, και το DECT Station, μας δίνεται η δυνατότητα να έχουμε ένα Mini PBX με δυνατότητα Fax, αυτόματου τηλεφωνητή και κουδούνι πόρτας. Τα Fax και τα μηνύματα του τηλεφωνητή μπορούν να αποθηκευτούν στον ενσωματωμένο αποθηκευτικό χώρο που έχει το FRITZ!Box 7530 ή σε USB Stick/USB σκληρό δίσκο. Επιπρόσθετα έχουμε πρόσβαση σε αυτά, τόσο μέσα από το δίκτυο μας όσο και απομακρυσμένα. Το Dual Band WiFi και οι Gigabit Ports θα αντεπεξέλθουν επιτυχώς στο μεγάλο φόρτο και το Guest Network θα είναι Up and Running σε ελάχιστο χρόνο για να εξυπηρετήσει τους επισκέπτες. Streaming, Podcasts, Nas Storage, FXS, όλα εκεί, σε ένα FRITZ!Box μαζεμένα, για να είναι η παραμετροποίηση πιο εύκολη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ένα FRITZ!Box πολλά Features. Προσωπικά δοκιμάζοντας και αυτό το προϊόν της AVM μόνο θετικά λόγια μπορώ να πω, τόσο από την ποιότητα κατασκευής όσο και από τις δυνατότητες που προσφέρει. Έχοντας δοκιμάσει πάρα πολλά Dsl Modem Router μπορώ να πω ότι είναι μια αγορά που αξίζει και που θα αφήσει ευχαριστημένο το χρήστη. Πολλοί ενδεχομένως να πουν ότι τα FRITZ!Box σε μερικές περιπτώσεις είναι πιο ακριβά από άλλες λύσεις. Είναι απολύτως λογικό διότι η πληθώρα των Features, το ανεβάζει αρκετά πάνω από τον ανταγωνισμό και δικαιολογεί το κόστος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ακόμα και παλαιότερα μοντέλα FRITZ!Box, χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα για διάφορες λειτουργίες σε ένα δίκτυο. Επίσης σε κάθε αναβάθμιση Firmware πέρα από διόρθωση κάποιων Bugs που μπορεί να υπάρχουν, προσθέτονται και καινούρια χαρακτηριστικά. Αυτό που συνεχίζει και μου κάνει θετική εντύπωση με τα FRITZ!Box, είναι η πληθώρα ρυθμίσεων. Ένα παράδειγμα που δεν το βλέπουμε σχεδόν ποτέ σε άλλους κατασκευαστές, είναι το να χρησιμοποιηθεί το FRITZ!Box ως Repeater. Αντίστοιχα και σε FRITZ!Powerlines που το Powerline μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως Powerline, ως Access Point και ως Repeater. Με αυτόν τον τρόπο ακόμα και αν αναβαθμίσουμε σε ένα πιο καινούριο μοντέλο, μπορούμε το προηγούμενο να το χρησιμοποιήσουμε με διαφορετικό τρόπο. Για το FRITZ!Box 7530, η τιμή μόνο μεγάλη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Αν κοιτάξουμε την αγορά θα δούμε ότι τα Dsl Modem Router που υποστηρίζουν 35b Super Vectoring είναι πολύ λίγα και οι τιμές τους αρκετά υψηλές. Γιατί να διαλέξουμε τα συγκεκριμένα FRITZ!Box και όχι κάποιο άλλο προϊόν από έναν άλλο κατασκευαστή; Ο πρώτος λόγος είναι ότι αναβαθμίζονται για να μας προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες, όπως το Mesh Networking, στην έκδοση 7 του FRITZ!OS. Μπορούν ακόμα να συνεργαστούν με τα υπόλοιπα προϊόντα της AVM για ένα ολοκληρωμένο δικτυακό περιβάλλον και για ένα Smart Home ενώ στηρίζονται στη δική τους πλατφόρμα FRITZ!OS 13 Ιουλίου 2020 AVM have released a big update - FRITZ!OS 7.20 - which delivers a wide range of free new features for FRITZ! products. With FRITZ!OS 7.20, users get enhanced performance, including powerful Mesh Wi-Fi, fast VPN connections and high-performance use of network storage. In addition, there are new convenience features for the smart home network, telephony and FRITZ!Fon. Enhanced security is also delivered by the new encryption standard WPA3. The roll-out of FRITZ!OS 7.20 is starting today with the FRITZ!Box 7590, soon to be followed by the FRITZ!Repeater 2400. The update will also be available for other FRITZ! products in the next few weeks. en.avm.de/fritzos Μας άρεσε: Super vectoring 35b Profile. Υποστήριξη Νas, Mesh, WiFi AC, Media Server, Telephony. Gigabit Lan, MIMO Wlan, Dual Band WiFi. Εύχρηστο interface, πληθώρα Ports και ρυθμίσεων. Πέντε χρόνια εγγύηση. Value For Money για τα χαρακτηριστικά που μας προσφέρει. Δεν έχει πολλά να "ζηλέψει" από το FRITZ!Box 7590. Δεν μας άρεσε: Χαμηλή ταχύτητα USB 3.0 αν και έχει βελτιωθεί αρκετά με τα τελευταία Firmwares.
    15 πόντοι
  6. Μετά το FRITZ!Box 6850 5G, το FRITZ!Repeater 3000 AX , το FRITZ!7530 AX τα FRITZ!Box 4060/4040, το FRITZ!Repeater 6000, το FRITZ!Repeater 1200 AX και το FRITZ!Repeater 3000 που ανέβηκαν στο παρελθόν στον πάγκο των δοκιμών, σειρά είχε να δούμε την αναβαθμισμένη έκδοση του FRITZ!Box 5530 Fiber που δεν είναι άλλο από το FRITZ!Box 5590 Fiber. Όπως έχουμε μάθει και από τα υπόλοιπα μοντέλα της AVM το 5590 μεταφράζεται ως: 55 επειδή είναι για τεχνολογία Fiber και το 90 επειδή είναι το καλύτερο και πιο δυνατό μοντέλο της σειράς. Το FRITZ!Box 5590 Fiber ήρθε για να αντικαταστήσει το FRITZ!Box 5491 που ήταν ο προκάτοχος του για το GPON όπως και του FRITZ!Box 5490 που ήταν για AON. Σήμερα θα δούμε αναλυτικά το FRITZ!Box 5590 Fiber. Αυτή η νέα και ενδιαφέρουσα πρόταση της AVM έρχεται να προστεθεί στην γκάμα των προϊόντων που μπορούν να μας προσφέρουν Internet μέσα από την δύναμη της οπτική ίνας. Για αρκετούς τα FTTH Modem Routers (ΟΝΤ) είναι κάτι άγνωστο. Για άλλους είναι μία πραγματικότητα που την ζουν κάθε μέρα αφού το FTTH έχει φτάσει στην περιοχή τους ενώ για άλλους είναι ένα "'όνειρο" και είναι στην αναμονή περιμένοντας το FTTH να γίνει διαθέσιμο. Πριν προχωρήσουμε στο Review θα πρέπει να αναφέρουμε μερικές τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με την τεχνολογία του FTTH και στην δική μας περίπτωση του GPON όπως και για το FRITZ!5590 Fiber. Αυτή η εισαγωγή είναι απαραίτητη για να λυθούν οι απορίες που θα προκύψουν. Ας ξεκινήσουμε: Στην Ελλάδα το FTTH που δίνουν οι πάροχοι είναι τεχνολογίας PON (Passive Optical Network) και υπάρχει και το AON (Active Optical Network). Το PON συγκεκριμένα είναι GPON δηλαδή Gigabit Passive Optical Network. Τι είναι τώρα το GPON και πως λειτουργεί. Με πολύ απλά λόγια από την πλευρά του παρόχου υπάρχει ένα OLT (Optical Line Terminal) το οποίο είναι το "μηχάνημα" που πάνω σε αυτό έχουν συνδεθεί οι οπτικές ίνες που φέρνουν το Internet στο σπίτι μας και στο ONT (Optical Network Terminal). Ενδιάμεσα από το OLT και το ONT υπάρχουν Passive Optical Splitters. Τι κάνουν αυτά: Τα Passive Optical Splitters δέχονται μία οπτική ίνα ως Input και βγάζουν πολλές ίνες ως Output. Οπότε από το OLT μπορεί να έχουμε πχ 10 ίνες οι οποίες όμως δεν θα πάνε σε 10 σπίτια αλλά η κάθε μία από αυτές μπορεί να πάει σε ένα passive optical splitter που το χωρίζει σε 32 ίνες. Έτσι σε μία ίνα αντί για 1 συνδρομητή μπορεί να είναι 32 συνδρομητές. Πάμε τώρα σε αυτό που ενδιαφέρει στην πράξη εμάς τους τελικούς χρήστες. Εφόσον μία οπτική ίνα εξυπηρετεί 32 συνδρομητές πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνει διαχωρισμός ποιος συνδρομητής είναι ποιος. Οπότε το κάθε ONT έχει ένα μοναδικό ID που συνήθως αναφέρεται πάνω στο ίδιο το ONT. Στην περίπτωση του FRITZ!Box 5590 το ID είναι της μορφής AVMG xxxx xxxx. Για να αναγνωριστεί και να "συγχρονίσει" το ONT πάνω στην οπτική ίνα πρέπει ο πάροχος να το δηλώσει στο OLT. Αν δεν το δηλώσει τότε δεν θα γίνει ποτέ το Connection. Με την ισχύουσα νομοθεσία στην Ελλάδα που αναφέρει ότι ο πάροχος πρέπει να υποστηρίζει οποιοδήποτε Modem Router, θα νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα FTTH Modem Router κοινώς ένα ONT και να δώσουμε στον πάροχο μας το ID και να είμαστε έτοιμοι για surfing. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Στην περίπτωση του FTTH ο πάροχος δεν θα δεχτεί να περάσει το ID του ONT ώστε να γίνει η σύνδεση. Μας δίνει ένα δικό του ONT το οποίο απλά μετατρέπει την οπτική ίνα σε Ethernet και μετά μας δίνει την επιλογή να εγκαταστήσουμε οποιοδήποτε Router επιθυμούμε αρκεί να έχει WΑΝ Port. Στην παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε ένα HUAWEI ONT το οποίο απλά μετατρέπει την οπτική ίνα σε Ethernet. Που θέλουμε να καταλήξουμε. Τo FRITZ!Box 5590 Fiber λειτουργεί και ως ONT αλλά ταυτόχρονα έχει και WΑΝ Port για να εγκατασταθεί ως Router. Την παρούσα στιγμή δεν μπορούμε λόγω των περιορισμών να εγκαταστήσουμε το FRITZ!Box 5590 Fiber ως ONT αλλά μόνο ως Router. Θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε όλα τα χαρακτηριστικά του εν λόγω CPE αλλά η διασύνδεση θα είναι με το ONT που μας έχει δώσει ο πάροχος και όχι απευθείας με την οπτική ίνα πάνω στο FRITZ!Box 5590 Fiber. Την δεδομένη στιγμή που γράφεται το παρόν Review μόνο η Cosmote δίνει το FRITZ!Box 5530 Fiber στις συνδέσεις 1Gbit χωρίς την χρήση ξεχωριστού ONT. Στο μέλλον ας ελπίσουμε ότι θα αλλάξουν κάποια πράγματα στην νομοθεσία και θα μπορεί ο χρήστης να χρησιμοποιήσει το FRITZ!Box 5590 Fiber χωρίς ONT. Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε το SFP που έχει το FRITZ!Box 5590 Fiber το οποίο είναι για GPON και πρέπει να συνδεθεί με οπτική ίνα LC-APC και όχι SC-APC που δέχονται τα ONT των ελληνικών παρόχων. Σε αυτό το Review θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες που μας προσφέρει το FRITZ!Box 5590 Fiber. Οι ρυθμίσεις και η παραμετροποίηση δεν αλλάζουν σε κάτι συγκριτικά με τα υπόλοιπα FRITZ!Box λόγω του ενιαίου FRITZ!OS 7 που είναι εγκατεστημένο στις συσκευές. Οπότε οποιοδήποτε μοντέλο και να έχει ήδη στην κατοχή του ο χρήστης από αυτήν την σειρά αλλά και την προηγούμενη, το Web Interface είναι ακριβώς το ίδιο. Υπάρχει η ίδια ευκολία ρυθμίσεων (Mesh, WPS) για τον αρχάριο χρήστη που μπορεί να μην κατέχει πολλές γνώσεις. Οι δυνατότητες που διαθέτει είναι πάρα πολλές όπως θα δούμε και επίσης αναβαθμίζονται συνεχώς. Το μόνο που θα χρειαστεί για την εγκατάσταση του είναι μια μια παροχή ρεύματος και να τρέξουμε την αυτοματοποιημένη διαδικασία. Μέσα σε 2-3 λεπτά είναι έτοιμο για χρήση. Η AVM για όποιον δεν γνωρίζει διαθέτει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων όπως VDSL2/ADSL2+/4G/5G/FTTH Routers, Powerlines, WiFi Sticks, DECT Phones(FON), Repeaters όπως και συσκευές για Radiator Control, Power Outlets. Ιδρύθηκε το 1986, έχει έδρα το Βερολίνο και το 2021 απασχολούσε 880 υπαλλήλους. Το 2021 πραγματοποίησε τζίρο 570 εκατομμύρια ευρώ. Τo τμήμα υποστήριξης όπως και το τμήμα κατασκευής βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ τα προϊόντα της εταιρείας συνοδεύονται από 5 χρόνια εγγύησης. Η AVM είναι ένας από τους κορυφαίους κατασκευαστές προϊόντων στην Ευρώπη για ευρυζωνικές και ψηφιακές συνδέσεις. To όνομα AVM όλοι το γνωρίζουν πλέον μετά από τόσα χρόνια και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι συνώνυμο με την πρωτοπορία, την αξιοπιστία και την τεχνολογική υπεροχή. Διαθέτει το ευέλικτο λειτουργικό σύστημα FRITZ!OS που είναι σήμα κατατεθέν της AVM. Το πρώτο μου προϊόν από την AVM ήταν ενα Bluetooth ISDN που για την εποχή του ήταν πολύ "μπροστά". Η AVM με λίγα λόγια, απλά ξεφεύγει από το μέσο όρο των συμβατικών Routers που κατακλύζουν την αγορά. Φέτος η AVM κλείνει και τα 20 χρόνια στην αγορά. https://en.avm.de/about-avm/press/press-releases/2024/03/20-years-of-fritzbox-the-heart-of-the-digital-home-is-celebrating-its-birthday H AVM ακόμα και όταν βγάλει ένα νεότερο προϊόν συνεχίζει να αναβαθμίζει και τα παλιότερα μοντέλα. Έτσι ξέρουμε ότι τα χρήματα που θα διαθέσουμε για την αγορά του εξοπλισμού δεν θα πάνε χαμένα λόγω ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα βγει νεότερο μοντέλο. Επίσης κάτι που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι αντίθετα με άλλες εταιρείες δεν υπάρχουν ΣΥΝΗΘΩΣ Version 1 , Version 2, Version 3. Το τονίζουμε αυτό διότι πολλές εταιρείες βγάζουν το ίδιο προϊόν σε νέο Version με αποτέλεσμα να σταματάει η υποστήριξη μετά από λίγο καιρό στο παλιό Version. Και επειδή το Hardware είναι διαφορετικό έχουν και άλλα Firmware. Στην AVM ακόμα και να υπάρξει Version 2 θα αναβαθμιστεί κανονικά και το Version 1. Αυτό διότι το FRITZ!OS 7 είναι ένα ολοκληρωμένο λειτουργικό που θα προσφέρει στην συσκευή μας όλες τις αναβαθμίσεις που θα πάρουν και οι υπόλοιπες. Φανταστείτε το ως Windows που απλά τα εγκαθιστούμε σε οποιονδήποτε υπολογιστή θέλουμε. Τέλος, υπάρχει δωρεάν υποστήριξη από την AVM μέσω E-mail. Τι είναι το FTTH; Θα το εξηγήσουμε με πολύ απλά λόγια: To Fiber to the Home (οπτική ίνα μέχρι την κατοικία) ή FTTH είναι μια FTTx τεχνολογία (δηλαδή μια αρχιτεκτονική σύνδεσης σε δίκτυο Οπτικών ινών), στην οποία η οπτική ίνα φτάνει μέχρι το χώρο (κατοικίας ή εργασίας) του τελικού χρήστη. Το FTTH έρχεται έτσι σε αντίθεση με μεθόδους όπως οι Fiber to the Building (FTTB), Fiber to the Node (FTTN), Fiber to the Curb (FTTC), ή Hybrid Fibre-Coaxial (HFC), στις οποίες χρησιμοποιείται κάποιο παραδοσιακό φυσικό μέσο (όπως χάλκινα ή ομοαξονικά καλώδια) για το τελευταίο μίλι (Last Mile). To FTTH, λόγω του ότι χρησιμοποιεί 100% οπτικές ίνες, μπορεί να πετύχει πάρα πολύ υψηλούς ρυθμούς μετάδοσης δεδομένων. Unboxing FRITZ!Box 5590 Fiber Η πρώτη μας έκπληξη ήταν ότι είναι λίγο μεγαλύτερο σε διαστάσεις συγκριτικά με τα περισσότερα FRITZ!Βox που έχουμε κάνει Review. Το μέγεθος του δηλαδή είναι 254 x 63 x 191 mm συγκριτικά με το FRITZ!Box 7530 AX που είναι 200 x 45 x 152 mm. Για όποιον έχει το FRITZ!Box 7590 AX τότε είναι ακριβώς το ίδιο μέγεθος. Λογικό το μεγαλύτερο μέγεθος αφού και τα Interfaces είναι πολύ περισσότερα συγκριτικα με το FRITZ!Box 7530 AX αλλά και το μικρότερο μοντέλο που είναι το FRITZ!Box 5530 Fiber. To FRITZ!Box 5590 Fiber έρχεται σε μία όμορφη συσκευασία, με το μπλε χρώμα να κυριαρχεί όπως μας έχει συνηθίσει η AVM σε όλα τα προϊόντα της. Η συσκευασία είναι από σκληρό χαρτόνι. Στην μπροστά πλευρά βλέπουμε το FRITZ!Box 5590 Fiber, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, που είναι υποστήριξη Fiber Optics, Wireless Dual Band, Gigabit Lan, Dect, Usb, 2.5Gbit Wan κτλ. Aναγράφεται με μεγάλα γράμματα ότι είναι NEW Version Wi-Fi 6. Είναι Dual Radio και θα αναφερθούμε σε αυτό πιο αναλυτικά παρακάτω. Στην πίσω πλευρά σε διάφορες γλώσσες (δεν υπάρχουν ελληνικά) αναφέρονται πιο αναλυτικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως και με ποιες συσκευές της AVM μπορεί να συνδυαστεί, όπως ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Fon και άλλα. Στην πάνω και κάτω πλευρά αναγράφεται το μοντέλο όπως υπάρχει και το Logo FRITZ!, ενώ στην δεξιά πλευρά αναγράφονται τα πλεονεκτήματα του όπως και τα περιεχόμενα της συσκευασίας που θα δούμε και σε φωτογραφίες στην συνέχεια του Review. Στην αριστερή πλευρά αναφέρονται κάποιες υποσημειώσεις όπως Modem ID και ότι είναι η έκδοση με SFP GPON. Παρότι είναι το μόνο FRITZ!Box που δεν γράφει πάνω ότι έχει 5 χρόνια εγγύηση στην πράξη ισχύει η 5ετής εγγύση που έχουν άλλωστε όλα τα FRITZ!Box που είναι και η μεγαλύτερη που έχουμε δει σε δικτυακά προϊόντα. Συνεργάζεται με όλα τα Mesh προϊόντα της AVM για να έχει ο χρήστης ένα ενιαίο δίκτυο, με εύκολη διαχείριση και παραμετροποίηση. Ας δούμε τι κρύβεται μέσα στο κουτί: Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε το εγχειρίδιο χρήσης, που αναγράφονται τα βήματα της εγκατάστασης με εικόνες και κείμενα σε διάφορες γλώσσες. Δεν υπάρχει ούτε εδώ η ελληνική γλώσσα, αλλά όπως και στα άλλα προϊόντα της AVM οι εικόνες βοηθούν πάρα πολύ στην εγκατάσταση. Συνοδεύεται από ένα καλώδιο Ethernet 1.5m, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με τις κατηγορίες των προϊόντων που έχει η AVM, μία καρτέλα με τα στοιχεία για το WiFi (SSID, Network Key και FRITZ!Box Password) και ένα ενημερωτικό φυλλάδιο σχετικά με την απόρριψη των ηλεκτρονικών συσκευών. Στην καρτέλα για το WiFI υπάρχουν κενά πεδία, που αντίστοιχα μπορούμε να γράψουμε τα δικά μας SSID, Network Key και FRITZ!Box Password, ώστε να τα θυμόμαστε. Και φυσικά το FRITZ!Box 5590 Fiber σε λευκό/κόκκινο χρώμα, με το τροφοδοτικό του. Επίσης αναγράφονται πληροφορίες για τα LED του. Συνοδεύεται από πενταετή εγγύηση, όπως όλα τα προϊόντα της AVM. Δεν υπάρχει αναλυτικό εγχειρίδιο για την συσκευή σε Cd ή σε έντυπη μορφή, το οποίο δεν θεωρείται αρνητικό, αφού τα εγχειρίδια είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Επιπλέον μέσα στo Web Interface του FRITZ!Box υπάρχουν οδηγίες/επεξηγήσεις για όλες τις επιλογές. Η πάνω πλευρά εκτός από τα ενδεικτικά LED, (στα οποία μπορούμε να ρυθμίσουμε την φωτεινότητα τους) έχει και τα πλήκτρα για συγκεκριμένες λειτουργίες όπως και θύρες εξαερισμού. Η κάτω πλευρά είναι όλο θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε η μπροστινή πλευρά να είναι ανασηκωμένη ελαφρώς, αφήνοντας ένα μικρό κενό στο κάτω μέρος, για την αποτελεσματική ψύξη του, ακόμα και το καλοκαίρι που οι θερμοκρασίες ενδέχεται να είναι υψηλές. Η συσκευασία έρχεται με ταινία ασφαλείας. Στο Site της AVM για κάθε προϊόν πέρα από το Manual υπάρχουν και FAQ για να λύσουν τυχόν απορίες σχετικά με τα Features και την παραμετροποίηση της συσκευής. Το Manual μπορεί κανείς να το κατεβάσει από το: https://assets.avm.de/files/docs/fritzbox/fritzbox-5590/fritzbox-5590_man_en_GB.pdf ενώ το Quick Guide είναι διαθέσιμο εδώ: https://assets.avm.de/files/docs/fritzbox/fritzbox-5590/fritzbox-5590_qig_en_GB.pdf Στο Υoutube μπορούμε να δούμε τις δυνατότητες για τα FRITZ! προϊόντα. https://www.youtube.com/fritzboxenglish Το FRITZ!Box 5590 FIber παρότι είναι για FTTH όπως και το FRITZ!Box 5530 Fiber στην πράξη έχει μερικές αναβαθμίσεις συγκριτικά με το δεύτερο. Συγκεκριμένα εδώ μπορούμενα δούμε τις διαφορές τους και για ευκολία ακολουθεί ένα Screenshot. Την παράσταση κλέβει η 2.5Gbit Wan θύρα. Και υπάρχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Tο FRITZ!Box 5491 Fiber ήταν για GPON ενώ το FRITZ!Box 5490 Fiber για AON. Πλέον δεν χρειάζονται δύο διαφορετικά μοντέλα. Το FRITZ!Box 5590 Fiber είναι ένα και αναλόγως το SFP που θα εγκαταστήσουμε μπορεί να λειτουργήσει και σε GPON αλλά και σε AON. Το Easter Egg θα το αναφέρουμε πιο μετά γιατί υπάρχει ακόμα ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Close up στις Gigabit Lan που μπορεί να συνδεθεί μία συσκευή. Από αριστερά προς τα δεξιά έχουμε. SFP Connector, Fon1/Fon2, 2.5Gbit Wan, 4 x Gigabit Lan, Power Connector και μία USB 3.0. Στην μπροστινή πλευρά υπάρχουν τα ενδεικτικά LED και τα αντίστοιχα κουμπιά για διάφορες λειτουργίες. Πχ ενεργοποίηση του (WPS). Αναλόγως το χρώμα και αν αναβοσβήνουν μας δίνουν πληροφορίες για την σύνδεση. Στο πάνω και στο κάτω μέρος έχει τις θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Δεν υπάρχουν ενοχλητικά ανεμιστηράκια να δουλεύουν και να μας ενοχλούν σε περίπτωση που το έχουμε τοποθετήσει στο δωμάτιο μας. Το τροφοδοτικό του μάρκας Ktec είναι 12 Volt και 2,5 Amps (30W). Σε ένα μικρό Sticker στο κάτω μέρος υπάρχει το SSID, το Network Key το Default FRITZ!Box Password και το Modem ID. Αξίζει να σημειωθεί ότι όση ώρα το δοκιμάσαμε, η θερμοκρασία παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα. Παρακάτω θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά του FRITZ!Box 5530 Fiber , πως το παραμετροποιούμε και τι μας προσφέρει. FRITZ!Box 5590 Fiber. Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί ONT (εφόσον αλλάξει κάτι στην νομοθεσία). PBX για μια μικρή εταιρεία ώστε να μην χρειαστεί αγορά ξεχωριστού τηλεφωνικού κέντρου. 4G, 5G Dongle ως backup σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα της οπτικής ίνας. NAS, Media Server, Fax, Τηλεφωνητής. Χρήσιμα Feature για μια εταιρεία. Usb εκτυπωτής ο οποίος μπορεί με το FRITZ!Box να μετατραπεί σε δικτυακό. Οι χρήσεις είναι πάρα πολλές και μπορούν να γίνουν όλες ταυτόχρονα. Τεχνικά Χαρακτηριστικά FRITZ!Box 5590 Fiber Ασύρματο router με υποστήριξη AON, GPON and XGS-PON. (ΑΟΝ ΙTU-T G.652; IEEE 802.3ah-2004 1000BASE-BX10)/(GPON ITU-T G.984.2/984.5)/(XGS PON ITU-T G.9807) 4 x Gigabit Lan (10/100/1000) Wi-Fi 6 up to 2400 Mbit/s (5GHz) Wi-Fi 6 up to 1200 Mbit/s (2.4GHz) Dual Wireless Radios 1 x 5 GHz and 1 x 2.4 GHz (802.11 ac/n/g/a). Ταυτόχρονη χρήση και των δύο Band. 4 x 4 Wi-Fi 6 with MIMO Mesh WiFi WPA2/WPA3 encryption Wi-Fi Protected Setup (WPS) Μέση κατανάλωση 12 Watt Push Service Led on/off Διαστάσεις 254 x 63 x 191 mm Eco Mode, Energy Saving Smart Steering και CrossBand Repeating Fritz!OS Maximum Transmitter Power. Αν δεν θέλουμε το WiFi να εκπέμπει στο 100% μπορούμε να ελαττώσουμε το ποσοστό εκπομπής IPv6 Χαμηλή κατανάλωση 2 x USB 3.0 2 x FXS. (2 x RJ11 , 1 x TAE) Media Server Κουμπί Wlan για απενεργοποίηση/ενεργοποίηση του WiFi Dect Base Station with HD Telephony. Up to six cordless telephones IP-based Telephony Dect ULE, Han Fun Υποστήριξη VPN, Firewall, DynDns, IPv6, Parental Control, Guest Network, WOL FRITZ!OS με υποστήριξη FRITZ!NAS, MyFRITZ!. Η AVM εξασφαλίζει την ασφάλεια και προσθέτει νέες λειτουργίες και αναβαθμίσεις με καινούρια Firmwares, ακόμα και για παλαιότερα μοντέλα, ώστε να είναι up to date Δυνατότητες Fax to Mail, FRITZ!App Fon για iOS και Android Υποστήριξη Eco Mode, DECT Eco, Energy Saving αναλόγως το ποιες λειτουργίες του FRITZ!Box χρησιμοποιούμε, για ελαχιστοποίηση στην κατανάλωση FRITZ!App Fon Stateful Packet Inspection Firewall DLNA/UPnP AV Wake on Lan over the internet FRITZ!Box 5590 Fiber. Τι μας προσφέρει Λειτουργία ONT/Wan Router Ασύρματη σύνδεση με Tablets και Smartphones και ενσύρματη ή ασύρματη σύνδεση με έναν ή περισσότερους υπολογιστές. Parental Control για τον περιορισμό της χρήσης του Internet, με την χρήση διαφόρων προφίλ. Υποστήριξη DynDns, σε περιπτώσεις απομακρυσμένης πρόσβασης σε συσκευές συνδεδεμένες στο FRITZ!Box 5590 FIber. QoS (Quality Of Service). Υποστήριξη VPN (IPSec) για απομακρυσμένη διαχείριση. Υποστήριξη IPV6. Mesh networking: Μέσα από το Web Interface μπορεί να γίνει κεντρική διαχείριση όλων την συνδεδεμένων συσκευών FRITZ. Παραμετροποίηση του ως Mesh Repeater. Το FRITZ!Box με ένα USB Stick συνδεδεμένο στη μία εκ των δύο USB 3.0 θύρα. Δυνατότητα δημιουργίας Guest Network όπως και δημιουργία κανόνων στο Parental Control, ώστε να ελέγχουμε την πρόσβαση στο Internet και το δίκτυο. Push Service για ενημέρωσή με E-mail για την χρήση του, όπως και τυχόν αλλαγές στο Configuration. Τέσσερις Gigabit Ethernet και Dual Band WiFi για γρήγορες μεταφορές δεδομένων ανάμεσα στους υπολογιστές, Smartphone, Tablets, ενσύρματα και ασύρματα. 2 θύρες USB 3.0 που μπορούμε να συνδέσουμε ένα USB εκτυπωτή ώστε να γίνει δικτυακός και να μπορούν όλες οι συσκευές στο δίκτυο να εκτυπώνουν. Εναλλακτικά μπορεί να συνδεθεί ένας USB σκληρός δίσκος ή ένα USB Stick ώστε να χρησιμοποιείται για αποθήκευση από όλους τους χρήστες και να υπάρχει ακόμα και απομακρυσμένη πρόσβαση στο Nas Storage, σε περίπτωση που είμαστε εκτός χώρου και χρειαζόμαστε πρόσβαση στα αρχεία. Με το FRITZ!Nas ορίζουμε τους χρήστες και τα δικαιώματα που θα έχουν για την πρόσβαση στο Nas Storage. Η Usb μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με USB 4G, 5G Dongle. Wan Port 2.5Gbit Στην FXS, μπορεί να συνδεθεί αναλογική τηλεφωνική συσκευή ή ένα PSTN PBX. DECT Base Station με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 ασύρματων συσκευών DECT είτε της AVM είτε ενός τρίτου κατασκευαστή, αρκεί να συνεργάζονται. Δυνατότητα του FRITZ!Box να λειτουργεί ως PBX. Είτε χρησιμοποιήσουμε την FXS, είτε το DECT Base Station, μπορούμε την VoIP τηλεφωνία να την δρομολογήσουμε όπου επιθυμούμε. Η κάθε μία συσκευή θα έχει ένα εσωτερικό νούμερο ώστε να μπορεί να γίνει μεταφορά της κλήσης, από την μία τηλεφωνική συσκευή στη άλλη. Και για όσους δεν σηκώνονται το πρωί, μια τηλεφωνική συσκευή πάνω στο FRITZ!Box μετατρέπεται σε ξυπνητήρι και αρχίσει να κουδουνίζει την ώρα που επιθυμείτε εσείς. Λειτουργία Fax to Mail. Δεν υπάρχει λόγος να γίνεται σπατάλη χαρτιού και μελανιού/toner για τα Fax. Το Fax μετατρέπεται σε E-mail και αποστέλλεται στο E-mail που επιθυμεί ο χρήστης. Με το FRITZ!APP Fon, ένα Smartphone μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασύρματη τηλεφωνική συσκευή και να πραγματοποιεί, δέχεται κλήσεις με ασφάλεια (VPN) είτε από το τοπικό δίκτυο είτε από το απομακρυσμένο. Δεν χρειάζεται πλέον να γίνεται εκτροπή για να μην χάνουμε τις κλήσεις, δεν χρειάζεται να διαθέτουμε ασύρματο τηλέφωνο στο χώρο μας. Απλά ένα Smartphone. Υποστηρίζει συσκευές για SMART HOME. Η διαχείρισή τους, μπορεί να γίνει από το τοπικό αλλά και από το απομακρυσμένο δίκτυο. Υπάρχουν Smart Plugs, όπως το FRITZ!DECT 200 που είδαμε σε προηγούμενο Review, το FRITZ!DECT 301 που είναι ένα Smart Radiator για να ρυθμίζεται την θερμοκρασία του χώρου σας πριν ακόμα φτάσετε εκεί ή και το FRITZ!DECT 500 που είναι μια Smart λάμπα. Επιπρόσθετα το FRITZ!DECT 440 που είναι ένας τετραπλός διακόπτης που μπορούμε να ορίσουμε διαφορετικές λειτουργίες για κάθε κουμπί. Υποστηρίζει Media Server/Web Radio/Podcast, ώστε να βλέπετε τις αγαπημένες σας ταινίες ή να ακούτε την μουσική σας κάνοντας Streaming κατευθείαν από τον USB σκληρό δίσκο/USB Stick που έχετε συνδέσει στις USB 3.0 του FRITZ!Box. Με Gigabit Ethernet και WiFi με συνολικό Bandwidth 3600Mbits (2400+1200) το Streaming ακόμα και στα 4K γίνεται πανεύκολα. Τι κρύβεται στο εσωτερικό της συσκευής Δεν θα άντεχα να μην μπω στον πειρασμό να ανοίξω τα πλαστικά του FRITZ!Box ώστε να δω τι κρύβεται μέσα του. Μετά την αφαίρεση των πλαστικών βλέπουμε το παρακάτω. Στα αριστερά και δεξιά εκεί που ενώνονται το μαύρο, μπλέ, άσπρο καλώδιο είναι οι Antennas. Ομολογώ ότι είναι το πρώτο μοντέλο της FRITZ που ανοίγω και βλέπω ψύκτρα. Μία μαύρη μεγάλη ψύκτρα καλύπτει πολλά Components. Η ψύξη είναι παθητική ώστε να μην χρειαστούν Fan για την ψύξη. Ότι τοποθετήθηκε ψύκτρα από την άλλη είναι απολύτως λογική. Τα SFP γενικότερα σε λειτουργία αναπτύσσουν αρκετά μεγάλη θερμοκρασία συν την επιπλέον θερμοκρασία από το WiFi Module κτλ κτλ. Mesh Networking To FRITZ!Os 7 υποστηρίζει Mesh Networking. Μέσα από το Web Interface υπάρχει όλη η τοπολογία του δικτύου με τις συνδεδεμένες συσκευές στις οποίες άμα κάνουμε κλικ θα μας δρομολογήσει στο Web Interface τους. Οι συνδεδεμένες συσκευές μπορεί να είναι ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Dect, ένα FRITZ!Powerline μέχρι και ένα δεύτερο FRITZ!Box. Έτσι το Mesh Networking μας βοηθάει στην κεντρική διαχείριση όλων των FRITZ! συσκευών από μία σελίδα, όπως και λόγω των Features του Mesh Networking, οι ρυθμίσεις που έχουμε κάνει στο FRITZ!Box, για παράδειγμα στην καρτέλα Wireless μπορούν να μεταφερθούν απευθείας στο FRITZ!WLAN Repeater ή στο FRITZ!Powerline. Επιπλέον δεν χρειάζεται να συνδεθούμε στην κάθε συσκευή, για να εγκαταστήσουμε ένα νεότερο Firmware. Αν υπάρχει νεότερο Firmware θα μας το εμφανίσει αυτόματα και απλά πατάμε το Update για να γίνει εγκατάσταση. Η λειτουργία για Update του Firmware δεν ισχύει μόνο για τις συνδεδεμένες συσκευές στο FRITZ!Box αλλά και για το ίδιο το FRITZ!Box. Αν έχουμε ένα Guest Network θα μεταφερθούν οι ρυθμίσεις σε όλο το Mesh Network. Το Mesh Networking, αρχίζει και "μπαίνει" όλο και περισσότερο στην ζωή μας με τις περισσότερες εταιρείες να βγάζουν καινούρια προϊόντα ή αναβαθμίσεις για τα υπάρχοντα, ώστε να υπάρχει υποστήριξη. Όπως βλέπουμε στην παρακάτω φωτογραφία στην καρτέλα Mesh, υπάρχει ένα σχεδιάγραμμα τι έχει συνδεθεί που και με ποιο τρόπο. Εδώ θα εμφανιστούν όχι μόνο οι ασύρματες συσκευές που έχουν συνδεθεί όπως στην περίπτωση μας ένα Laptop και ένα Smartphone αλλά και όλες οι συσκευές της AVM. Επίσης αν ανιχνευτεί αυτόματα καινούριο Firmware μας το εμφανίζει και απλά πατάμε (όπως και έγινε) το κουμπί Perform Update ώστε να αναβαθμιστεί στην τελευταία έκδοση. Tο Mesh Networking δεν έχει περιορισμούς. Δημιουργήθηκε για να καλύψει από ένα μικρό χώρο, που θα χρειαστεί μόνο ένα Powerline ή ένα Repeater, μέχρι πολύ μεγάλους χώρους που θα χρειαστούν πολλά Powerlines , Repeaters, Access Points ώστε να υπάρχει συνολική κάλυψη. Μερικά από τα χαρακτηριστικά του Mesh Network σε συνδυασμό με τα FRITZ! Μέσα από το FRITZ!Box μπορούμε να δούμε την τοπολογία του δικτύου μας. Όλες οι FRITZ συσκευές εμφανίζονται σε ένα ενιαίο σχέδιο. Με μία ματιά βλέπουμε που και πως έχει συνδεθεί η συσκευή μας, ποια συσκευή είναι και την IP που έχει πάρει. Αν υπάρχει αναβάθμιση για μία FRITZ συσκευή θα εμφανιστεί το κουμπί για να την κάνουμε Update. Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε για Firmware, δεν χρειάζεται να πάμε στο Web Interface της κάθε συσκευής για να γίνει το Update. Απλά πατάμε το Update και όλα τα υπόλοιπα γίνονται αυτόματα. Με την χρήση του Mesh και του WPS όλες οι ρυθμίσεις που έχουμε πραγματοποιήσει στο FRITZ!Box θα περαστούν αυτόματα και στις υπόλοιπες πχ το Guest Network κτλ. Ταυτόχρονα θα υπάρχει ένα SSID. Όλο το δίκτυο και όλες οι συσκευές θα αποτελούν μέρος αυτού του δικτύου. Δεν χρειάζεται να αλλάζουμε δίκτυο κάθε φορά που μετακινούμαστε στο χώρο. Το Smart Roaming θα μας συνδέσει αυτόματα στο ασύρματο δίκτυο που έχει το καλύτερο σήμα. Υποστηρίζονται οι τεχνολογίες Smart Steering, WiFi Steering και CrossBand Repeating. Όλα εύκολα και απλά. Με απλά λόγια το FRITZ θα αποφασίσει με βάση το φόρτο του δικτύου και άλλες παραμέτρους αν μια Dual Band συσκευή θα πρέπει να αλλάξει Band για καλύτερη απόδοση του δικτύου. Και με το WiFi Steering αν έχουμε πολλαπλές συσκευές FRITZ, τότε η ασύρματη συσκευή μας θα συνδέεται κάθε φορά αυτόματα στο WiFi που έχει το καλύτερο σήμα ώστε να έχουμε μέγιστες αποδόσεις. Το Mesh δίκτυο μπορεί να αποτελείται από ένα FRITZ!Box και ένα FRITZ!Repeater για ένα μικρό χώρο μέχρι πολλά FRITZ!Repeaters, FRITZ!Powerlines για ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο. Άτομα κάθε ηλικίας που δεν έχουν πολλές γνώσεις μπορούν εύκολα και απλά να δημιουργήσουν το δικό τους δίκτυο στο σπίτι χωρίς να χρειαστεί να κάνουν πολύπλοκες ρυθμίσεις ή να ζητήσουν βοήθεια από έναν εξειδικευμένο τεχνικό. Εγκατάσταση/Παραμετροποίηση Η εγκατάσταση είναι αρκετά εύκολη και τα βήματα που πρέπει να πραγματοποιηθούν, είναι τα παρακάτω: ΠΡΟΣΟΧΗ. Τα βήματα αναφέρονται στην εγκατάσταση ως Router με την χρήση της Wan Port και όχι ως ONT. Σύνδεση του τροφοδοτικού με το FRITZ!Box 5590 Fiber με μία διαθέσιμη πρίζα ρεύματος. Σύνδεση του FRITZ!Box 5590 Fiber με τον υπολογιστή μας με Fast/Gigabit Ethernet ή με WiFi με τα στοιχεία SSID/Wlan Network Key που αναγράφονται στην καρτέλα που υπάρχει στην συσκευασία. Η παραμετροποίηση μπορεί να γίνει και από Smartphone, Tablet, ή Laptop. Από τον browser ανοίγουμε την διεύθυνση http://fritz.box ή την IP 192.168.178.1 για να συνδεθούμε με το Web Interface με τον κωδικό FRITZ!Box Password που υπάρχει στην καρτέλα. Αυτόματα τρέχει ο Wizard για την αναγκαία παραμετροποίηση. Παραμετροποιούμε με την χρήση της Wan Port όπως και τη VoIP τηλεφωνία. Υπάρχει και δυνατότητα παραμετροποίησης του εξοπλισμού και από το Smartphone ή το Tablet μας με το MyFRITZ!App. Με το MyFRITZ!App έχετε εύκολη και ασφαλή πρόσβαση στο FRITZ!Box και στο οικιακό σας δίκτυο στο σπίτι ή εν κινήσει. Μέσω της προστατευμένης, ιδιωτικής σύνδεσης VPN, μπορείτε να έχετε πρόσβαση και να ελέγχετε τις συσκευές και τα δεδομένα στο οικιακό σας δίκτυο. Η εφαρμογή σας ειδοποιεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα για κλήσεις, φωνητικά μηνύματα και άλλα συμβάντα. Απολαύστε πρόσβαση από κινητά από παντού στις φωτογραφίες, τη μουσική και άλλα δεδομένα που είναι αποθηκευμένα στο FRITZ!Box σας. Επιπρόσθετα υπάρχουν πολλά Apps για smartphones πχ FRITZ!App Fon από την AVM ώστε να εκμεταλλευτούμε το FRITZ!Box ακόμα περισσότερο. FRITZ!App Wlan To FRITZ!App Wlan είναι ένα Application για Smartphones το οποίο μας προσφέρει αρκετές δυνατότητες για το ασύρματο δίκτυο. Μπορούμε να δούμε σε ποια συσκευή FRITZ! είμαστε συνδεδεμένοι και ας έχει όλο το δίκτυο το ίδιο SSID. Θα μας βοηθήσει να αξιολογήσουμε αν το FRITZ!Repeater , FRITZ!Box είναι στην κατάλληλη θέση για να πετύχουμε την μέγιστη ταχύτητα ή αν χρειάζεται να το μετακινήσουμε αλλού. Μας εμφανίζει ποιες συσκευές δεσμεύουν ποια κανάλια και επιπρόσθετα μας δίνεται η δυνατότητα να τρέξουμε μετρήσεις ταχύτητας στο WiFi. Με τις μετρήσεις αυτές θα γνωρίζουμε αν η συσκευή είναι στο σωστό σημείο σε σύγκριση με το FRITZ!Box ή το FRITZ!Repeater και ποια είναι η μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να επιτευχθεί στα 2.4GHz και στα 5Ghz από εκείνο ακριβώς το σημείο. Web Interface FRITZ!Box 5590 Fiber Η Default IP για το Web Interface είναι η 192.168.178.1, που μπορούμε να συνδεθούμε με Ethernet ή με WiFi. Την πρώτη φορά που θα συνδεθούμε και αφού διαλέξουμε την γλώσσα που επιθυμούμε μας ζητάει να βάλουμε το Password. Μετα το Password θα ξεκινήσει αυτόματα ο Wizard, που θα μας ρωτήσει σε ποια χώρα βρισκόμαστε. Αφού διαλέξουμε Greece, κάνει ένα Reboot και μετά συνεχίζει ο Wizard, που μας ρωτάει αν θέλουμε να ενεργοποιήσουμε τα Diagnostics and Maintenance. Μετά μας ρωτάει αν θα χρησιμοποιήσουμε την SFP Port ή την Wan Port. Διαλέγουμε Connection via a network termination device (ONT) και πατάμε Configure Internet Connection via Lan. Στην επόμενη καρτέλα, μας ρωτάει για το όνομα του παρόχου και αν θα γίνει κλήση PPPOE ή χρήση DHCP. Εμείς διαλέγουμε PPPOE και εισάγουμε το Username/Password του παρόχου. Μπορούμε να αλλάξουμε και τα Connection Settings για χρήση VLAN. Συνεχίζει ο Wizard με επιλογές για να παραμετροποιήσουμε την Voip τηλεφωνία, το WiFi και να γίνει έλεγχος για πιο νέο Firmware. Δεν χρειάστηκε κάποια άλλη ρύθμιση και είχαμε απευθείας Internet. Τόσο απλά και εύκολα! Όπως βλέπουμε και στην παρακάτω εικόνα στους Providers υπάρχει ήδη η Cosmote. Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε την καρτέλα Overview που μας δείχνει αρκετά στοιχεία για την σύνδεση μας με τον Provider αλλά και για τους Clients στο Lan. FRITZ!OS 7 Το FritzOS είναι το λειτουργικό σύστημα για τα προϊόντα της AVM. Με αυτόματες αν το επιθυμούμε αλλά και εξαιρετικά συχνές αναβαθμίσεις είναι εδώ για να μας προσφέρει ένα τεράστιο εύρος λειτουργιών που μας επιτρέπει να ρυθμίσουμε ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά στη χρήση και στο customization του router. Εύχρηστο UI, προηγμένα security features αλλά και τη δυνατότητα να φτιάξουμε το δικό μας NAS δίκτυο, το εν λόγω λειτουργικό σύστημα αποτελεί το σήμα κατατεθέν της AVM. Πρόκειται από μόνο του, έναν επιπρόσθετο λόγο για να διαλέξουμε ένα από τα τα routers της. Αυτό που κάνει το FRITZ!Box 5590 Fiber να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό, είναι η δύναμη του λειτουργικού συστήματος FRITZ!OS. Κάτι που οφείλουμε να σημειώσουμε πως ισχύει για όλα τα προϊόντα FRITZ! της AVM. Το FRITZ!OS συνδυάζει ιδανικά την ευκολία χρήσης με έναν μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών και λειτουργιών. Το καθαρό user interface και οι χρήσιμοι οδηγοί σε καθοδηγούν βήμα-βήμα για την ολοκλήρωση κάθε είδους ρύθμισης. Συχνά προσθέτουν ακόμα και νέες λειτουργίες. Μπορείς να απολαμβάνεις ασφαλές σερφάρισμα χάρη στο ενσωματωμένο firewall ή να απαγορεύσεις την πρόσβαση σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες. WiFi 6 Ποια είναι η διαφορά για το νέο αυτό Standard και τι μας προσφέρει. Το 2020 είναι το έτος του WiFi 6 , που προσφέρει μεγαλύτερες ταχύτητες και καλύτερες επιδόσεις. Τα ονόματα IEEE 802.11 AC ή ως συντόμευση Wireless AC αλλάζουν και αυτά και πλέον γίνεται αντικατάσταση από Version Numbers. Ο λόγος που γίνεται, είναι η πιο εύκολη και σαφής αναγνώριση των ασύρματων προτύπων. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα του WiFi 6; OFDMA : Ποιο αποδοτικό. Το OFDMA στο WiFi 6 αναθέτει “κομμάτια” του ασύρματου δικτύου σε διαφορετικές συσκευές με αποτέλεσμα πιο αποδοτικό διαμοιρασμό όπως και παραπάνω Bandwidth ανά Stream. 1024-QAM : To WiFi 6 αυξάνει την ταχύτητα του ασύρματου δικτύου συγκριτικά με τον προκάτοχό του μέχρι και 40%. 2.4 GHz : Ένα μεγάλο άλμα για τα 2.4 GHz. Από τότε που παρουσιάστηκαν τα 2.4 GHz πριν περίπου 10 χρόνια δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Η βαρύτητα είχε πέσει στα 5GHz. Με το WiFi 6 αυτό αλλάζει και το Bandwidth έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Μπορούν να συνδεθούν παραπάνω συσκευές και αυτό εξυπηρετεί τις περιπτώσεις που κάποιος έχει πολλές συσκευές που λειτουργούν μόνο στα 2.4 Ghz. ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ, ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ : Η μπαταρία στα Smartphones και σε άλλες φορητές συσκευές θα αυξηθεί με το WiFi 6 με τους νέους μηχανισμούς εξοικονόμησης ενέργειας που διαθέτει. Επιπρόσθετα υποστηρίζεται WPA3 για μεγαλύτερη ασφάλεια. Το FRITZ!Box 5590 Fiber υποστηρίζει 2.4 GHz και 5 GHz (WiFi 6) Δοκιμές Αφού αναφέραμε αναλυτικά τα χαρακτηριστικά συνέχεια είχε να το υποβάλουμε σε μερικές δοκιμασίες. Η FTTH σύνδεση 100Mbit Download/10Mbit Upload λειτούργησε σταθερά και απροβλημάτιστα. Με ευκολία καταφέραμε στο WiFi και στα 5Ghz να τερματίσουμε το Bandwidth από το Laptop και το Smartphone. Έγιναν δοκιμές τόσο με τοπική πρόσβαση όσο και απομακρυσμένη με ένα Kingston USB Stick 128Gbytes σε NTFS που ήταν συνδεδεμένο στην USB και έγιναν αντιγραφή τυχαία αρχεία δοκιμαστικά από το USB stick στο laptop και αντίστροφα. Το ίδιο το FRITZ!Box διαθέτει όπως αναφέρει στο Interface 1.47 GB free internal space, ώστε για μικρά αρχεία να μην χρειάζεται να συνδεθεί εξωτερικός σκληρός δίσκος ή USB Stick. Ο εσωτερικός χώρος είναι πιο πολύ για Fax, για μυνήματα του τηλεφωνητή και για μικρά αρχεία όπως Word κτλ. Θα ήταν μια πολύ καλή κίνηση η AVM να ενσωμάτωνε για παράδειγμα 64Gbytes ή ακόμα και 128Gbytes εσωτερικού χώρου ώστε ο χρήστης να μπορεί να αποθηκεύσει και ταινίες. Πλέον το κόστος για 64/128Gbytes είναι πολύ μικρό. Το Guest Network έγινε παραμετροποίηση με ελάχιστα clicks και ήταν έτοιμο για να δώσει πρόσβαση σε όποιον το χρειαζόταν. Συνδέσαμε το FRITZ!Dect 200 για να παρατηρούμε την θερμοκρασία του χώρου και το FRITZ!Powerline 1260E για να δώσουμε Internet σε ένα απομακρυσμένο PC. Συνδέσαμε στην Gigabit Lan θύρα του FRITZ!Box 5590 Fiber το ΕΟΝ ΒΟΧ ώστε να παρακολουθήσουμε μία ταινία. Δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα κατά την προβολή μιας ταινίας. Δοκιμάστηκε το EON BOX και ασύρματα και όλα λειτούργησαν απροβλημάτιστα. Επίσης υποστηρίζει Band Steering. Όταν μία συσκευή υποστηρίζει και 2.4GHz αλλά και 5GHz, το FRITZ!Box μπορεί να καθορίσει σε ποιο από τα δύο Bands πρέπει να συνδεθεί η συσκευή για να έχει τις μέγιστες επιδόσεις. Τα 5GHz ναι μεν είναι καλύτερα στο θέμα της μέγιστης ταχύτητας αλλά τα 2.4GHz τα καταφέρνουν καλύτερα όταν πρέπει να διαπεράσουν ένα εμπόδιο σε αντάλλαγμα χαμηλότερες ταχύτητες. Επιπλέον το Band Steering αναλαμβάνει να αλλάξει το Band που έχει συνδεθεί μια συσκευή αν κρίνει ότι υπάρχει μεγάλο φόρτο σε αυτό για αποφυγή μειωμένης ταχύτητας. Δοκιμάσαμε να συνδέσουμε πολλές συσκευές (Smartphones, Tablets, Laptops) ταυτόχρονα στο WiFi και δεν αντιμετωπίσαμε πρόβλημα. Επόμενη δοκιμή ήταν να συνδέσουμε την έξυπνη λάμπα της AVM (FRITZ!DECT 500) στο FRITZ!Box το οποίο απαιτεί ελάχιστα κλικ ώστε να μας προσφέρει όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου στο χώρο μας. Διαλέξτε το χρώμα που ταιριάζει στην διάθεση σας ή για την δουλειά που θέλετε να κάνετε. Δοκιμάσαμε να συνδέσουμε πολλές συσκευές (Smartphones, Tablets, Laptops) ταυτόχρονα στο WiFi και δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα που είναι απολύτως λογικό αφού ειναι Dual Radio/Band. Εφαρμόσαμε σε ένα Smartphone εύκολα και επιτυχώς ένα προφίλ, ώστε να έχει πρόσβαση μόνο στις σελίδες που είχαμε ορίσει. Κατεβάσαμε το FRITZ!App Wlan στο Samsung Galaxy S22. Το συγκεκριμένο Smartphone υποστηρίζει Wi-Fi 6 οπότε και συνδέθηκε στα 1.2Gbps με το FRITZ!Box και με WPA3. Μέσα από το συγκεκριμένο App έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε Speedtest ώστε να δούμε την μέγιστη ταχύτητα που μπορούμε να πετύχουμε στο σημείο που βρισκόμαστε. Είναι ένα εργαλείο ώστε να δούμε αν κάποιο σημείο στο σπίτι δεν έχει καλό WiFi και που ίσως να χρειάζεται την προσθήκη ενός Repeater/Access Point. Έγινε σύνδεση στο FRITZ!Box με το Laptop HP ENVY το οποίο έχει για Wireless Network Adapter την Intel WiFi 6 AX201. Το Laptop συνδέθηκε στα 2400Mbit !!!!! Μια λειτουργία που θα εκτιμήσουν πολλοί την σήμερον ημέρα είναι ότι μπορεί να φτιαχτεί λίστα με τους ανεπιθύμητους αριθμούς που δεν θέλουμε να μπορούν να μας καλέσουν. Τα νούμερα μπορεί να είναι μεμονωμένα, μπορεί να είναι κάποιο φάσμα ή ακόμα και ολόκληρος τηλεφωνικός κατάλογος που θα έχουμε δημιουργήσει μέσα στο FRITZ!Box!!!! Υποστηρίζει WPA3 για μέγιστη ασφάλεια, κάτι που το καθιστά ακόμα πιο FutureProof. Στην επόμενη δοκιμή αφού συνδεθήκαμε στο WiFi του FRITZ!Box 5590 Fiber αρχίσαμε να περπατάμε προς ένα FRITZ!Repeater που είχαμε εγκαταστήσει για να δούμε αν και πόσο γρήγορα θα γίνει η εναλλαγή στο πιο δυνατό σήμα. Πράγματι εκεί που το σήμα είχε μειωθεί, το Smart Roaming ανέλαβε να μας συνδέσει στο FRITZ!Repeater που είχε καλύτερο σήμα. Η αλλαγή γίνεται ταχύτατα, και ο χρήστης δεν θα την αντιληφθεί πάρα μόνο από το ότι θα έχει ξανά δυνατό σήμα. Επαναλάβαμε την δοκιμή την ώρα που είχαμε ανοιχτό συνέχεια το Measure WiFi του FRITZ!App Wlan και στο γράφημα φαίνεται μια στιγμιαία πτώση της ταχύτητας μέχρι να γίνει η εναλλαγή. Αυτό επιτυγχάνεται λόγω των χαρακτηριστικών του Mesh Network. Ότι συσκευή FRITZ και να βάλουμε στο δίκτυο μας είτε Repeater είτε Access Point είτε Powerline θα εμφανιστεί μέσα στο Mesh Networking του FRITZ!Box 5590 Fiber. Και μπορούν να συνδεθούν όπως εμείς επιθυμούμε. Ατέλειωτοι συνδυασμοί. Αν έχουμε συνδέσει ένα USB Stick, ή ένα USB HDD στο FRITZ!Box συνεχίζει να είναι διαθέσιμο κανονικά είτε συνδεόμαστε στο FRITZ!Box κατευθείαν είτε διαμέσου ενός FRITZ!Repeater. Οι φωτογραφίες, τα τραγούδια, οι ταινίες μας διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή. Αν αντιμετωπίσουμε προβλήματα στο δίκτυο μας μπορούμε εύκολα να βρούμε που είναι το πρόβλημα. Μέσα από το FRITZ!Box μπορούμε να δούμε όλο το δίκτυο μας χάρις στο Mesh Networking. Βλέπουμε τι έχει συνδεθεί που, τι IP έχει και σε τι ταχύτητα έχει γίνει το Connection. Οπότε με αυτά τα στοιχεία μπορούμε να δούμε γιατι πχ ο συγκεκριμένος Client που συνδέεται στο χ Repeater έχει χαμηλή ταχύτητα. Επίσης αν έχουμε κάποιο FRITZ!Box που μας έχει περισσέψει μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως Access Point/Repeater. Και το Mesh Networking δεν ισχύει μόνο για το Internet αλλά και για την τηλεφωνία μας με τα FRITZ!Fon (Mesh Telephony). FAQ Στο Site της AVM υπάρχει το Knowledge Base όπου μπορούμε να βρούμε απαντήσεις σε πολλαααααά ερωτήματα. https://en.avm.de/service/fritzbox/knowledge-base/?product=FRITZ-Box-5590-Fiber&query= Εμείς θα απαντήσουμε σε ένα δύο βασικά ερωτήματα που αφορούν τους ελληνικούς Providers. 1.Μπορώ να χρησιμοποιήσω την Fiber Port. -> Όχι. Στην παρούσα φάση ο πάροχος δεν θα δεχτεί να περάστει το Modem ID στο OLT για να έχετε πρόσβαση στο Internet. 2. Ποιο είναι το Easter Egg? Το Easter Egg αν και το αναφέραμε πιο πάνω χωρίς να το αναλύσουμε είναι ότι το FRITZ!Box 5590 Fiber μπορεί να δεχτεί XGS-PON SFP το οποίο στην πράξη είναι 10-Gigabit-capable symmetric passive optical network. Υποστηρίζει μέχρι 10Gbit Download/10Gbit Upload. Δυστυχώς κανείς πάροχος ακόμα δεν το υποστηρίζει και σίγουρα δεν πρόκειται να το δούμε σύντομα. 3. Έχω Vodafone/Cosmote. Θα λειτουργήσει η VoIP τηλεφωνία στο FRITZ!Box. Ναι, θα χρειαστεί να την παραμετροποιήσετε manually αφού ο πάροχος σας δώσει τα στοιχεία. 4. Για Nova όμως δεν μας είπες. Η Nova ήταν να κάνει κάποιες αλλαγές ώστε να μπορεί ο τελικός χρήστης να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε CPE θέλει και να μπορεί να λειτουργεί η τηλεφωνία. Δεν γνωρίζω αν έχουν ολοκληρωθεί οι ενέργειες και στο Insomnia.gr δεν έχω δει κάπου κάποιο θέμα που να παραμετροποίησε ένας χρήστης την τηλεφωνία σε FRITZ!Box. Επίσης η NOVA δεν έδινε ONT Standalone αλλά έδινε το Nokia που είναι Modem, Router και ONT σε ένα. Θεωρητικά θα πρέπει να δώσει στον χρήστη απλά ένα ONT όπως κάνει η Cosmote και η Vodafone ώστε ο χρήστης να συνδέσει το FRITZ!Box 5590 Fiber πίσω από αυτο. Αν κάποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω ας με ενημερώσει για να γίνει Edit το παρόν Review. Συμπεράσματα Κάπου εδώ το Review οδεύει προς το τέλος του όλοι περιμένουν τα συμπεράσματα μας σχετικά με το FRITZ!Box 5590 Fiber και κατά πόσο αξίζει η αγορά του. Για τον χρήστη που θέλει ένα καλό, σταθερό Router το FRITZ!Box 5590 Fiber είναι εδώ. Είναι ένα Modem Router - ONT που όπως αναφέραμε, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλά διαφορετικά σενάρια και καταστάσεις που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινότητα μας. Είναι μία αξιόλογη λύση όταν το Modem Router του παρόχου δεν μπορεί να μας καλύψει και επιθυμούμε πολύ παραπάνω Features. Είναι ένα δυνατό Hardware για τον απαιτητικό χρήστη. Τα χαρακτηριστικά του θα ικανοποιήσουν τους περισσότερους χρήστες, αφού μας παρέχει πολλές δυνατότητες. Συγκριτικά με άλλα Modem Router δίνει πολύ παραπάνω λειτουργίες όπως Guest Network, Mesh Networking και αυτό δικαιολογεί την τιμή του, που είναι κάπως αυξημένη. Τη στιγμή που γράφεται το Review η τιμή του ξεκινάει στα 326 Ευρώ στο www.skroutz.gr . Λόγω του Mesh Networking και των LED η παραμετροποίηση μπορεί να γίνει πολύ εύκολα χωρίς να μπερδέψει τον χρήστη και υπάρχουν αναλυτικές οδηγίες σε κάθε βήμα με επεξήγηση. Ακόμα και αν οι γνώσεις του χρήστη είναι περιορισμένες με τον αρχικό Wizard που θα τρέξει αυτόματα, θα γίνουν όλες οι απαραίτητες ρυθμίσεις για να έχουμε Internet ενσύρματα και ασύρματα. Λόγω του Mesh το troubleshooting γίνεται ακόμα πιο εύκολο αφού μπορούμε από το σχεδιάγραμμα να δούμε που υπάρχει το πρόβλημα. Επίσης η δυνατότητα λειτουργίας και ως Mesh Repeater, κάνει την αγορά μας πιο Futureproof. Ακόμα και εάν οι ανάγκες αλλάξουν ή θελήσουμε να το χρησιμοποιήσουμε σε κάποιον άλλο χώρο σε άλλο Mode, το FRITZ!Βox 5590 Fiber είναι εκεί και μπορεί να το επιτύχει. Το Internet μπορεί να διαμοιραστεί ενσύρματα σε μία κονσόλα, έναν αποκωδικοποιητή, ή ασύρματα σε Smartphones, Laptops και Tablets. Το Dual Band WiFi 6 είναι αρκετό για να υποστηρίξει Streaming σε μία Smart TV από το Internet ή από μια συσκευή που βρίσκεται στο τοπικό μας δίκτυο. Επιπρόσθετα με τις δύο FXS και το DECT Station μας δίνεται η δυνατότητα να έχουμε ένα Mini PBX με δυνατότητα Fax, αυτόματου τηλεφωνητή και κουδούνι πόρτας. Το Dual Band WiFi και οι Gigabit Ports θα αντεπεξέλθουν επιτυχώς στο μεγάλο φόρτο και το Guest Network θα είναι Up and Running σε ελάχιστο χρόνο για να εξυπηρετήσει τους επισκέπτες. Streaming, Podcasts, Nas Storage, FXS όλα εκεί, σε ένα FRITZ!Box μαζεμένα, για να είναι η παραμετροποίηση πιο εύκολη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ένα FRITZ!Box πολλά Features. Για όποιον θέλει κάτι καλύτερο από το Router του παρόχου και με περισσότερες δυνατότητες τότε το FRITZ!Box 5590 Fiber είναι η ιδανική λύση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επεκτείνει το WiFi δίκτυο μας ως Repeater ή ως Access Point αν και η πρωταρχική του χρήση δεν είναι αυτή. Γιατί να διαλέξουμε τo συγκεκριμένα FRITZ!Box και όχι κάποιο άλλο προϊόν από έναν άλλο κατασκευαστή; Έχουν παραπάνω δυνατότητες συγκριτικά με άλλα Modem Router. Αναβαθμίζονται για να μας προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες, όπως το Mesh Networking. Μπορούν να συνεργαστούν με τα υπόλοιπα προϊόντα της AVM για ένα ολοκληρωμένο δικτυακό περιβάλλον. Κοινή ενιαία πλατφόρμα (FRITZ!OS). Eίναι μια ολοκληρωμένη λύση για το σπίτι αλλά ακόμα και για μια μικρή εταιρεία. Στο παρακάτω Link αναφέρονται κάποια από τα πλεονεκτήματα γιατί να αγοράσουμε προϊόντα FRITZ!. https://en.avm.de/fritz-heres-why/ Επίσης υπάρχουν ακόμα αρκετές δικτυακές συσκευές που δεν διαθέτουν WiFi ή το WiFi είναι Optional οπότε η ύπαρξη τεσσάρων Gigabit Ports είναι χρήσιμη. Το FRITZ!Box 5590 Fiber μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο από τον οικιακό χρήστη, αλλά μπορεί παράλληλα να αποτελέσει και μια αξιόπιστη και πανίσχυρη λύση για όλες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θέλουν κάτι καλύτερο. Προσωπικά δοκιμάζοντας και αυτό το προϊόν της AVM μόνο θετικά λόγια μπορώ να πω, τόσο από την ποιότητα κατασκευής όσο και από τις δυνατότητες που προσφέρει. Έχοντας δοκιμάσει και άλλα Routers, μπορώ να πω ότι είναι μια αγορά που αξίζει και που θα αφήσει ευχαριστημένο το χρήστη. Πολλοί ενδεχομένως να πουν ότι τα FRITZ! σε μερικές περιπτώσεις είναι πιο ακριβά από άλλες λύσεις. Είναι απολύτως λογικό διότι η πληθώρα των Features, το ανεβάζει αρκετά πάνω από τον ανταγωνισμό και δικαιολογεί το κόστος. Η τιμή παρότι φαίνεται υψηλή , στην πράξη δεν είναι και τόσο. Αν κοιτάξουμε την αγορά θα δούμε ότι τα Router που υποστηρίζουν τέτοια χαρακτηριστικά είναι σχετικά ακριβά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ακόμα και παλαιότερα μοντέλα FRITZ, χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα για διάφορες λειτουργίες σε ένα δίκτυο. Επίσης σε κάθε αναβάθμιση Firmware πέρα από διόρθωση κάποιων Bugs που μπορεί να υπάρχουν, προσθέτονται και καινούρια χαρακτηριστικά. Και είναι ένα CPE που θα το κρατήσει κανείς για πολλά χρόνια. Αυτό που συνεχίζει και μου κάνει θετική εντύπωση με τα FRITZ!, είναι η πληθώρα ρυθμίσεων και των διαφορετικών Modes. Με αυτόν τον τρόπο ακόμα και αν αναβαθμίσουμε σε ένα πιο καινούριο μοντέλο, μπορούμε το προηγούμενο να το χρησιμοποιήσουμε με διαφορετικό τρόπο. Επίσης θα μας συντροφεύει με αναβαθμίσεις και νέα Security Features για πολλά χρόνια μετά την αγορά του. Να ενημερώσουμε ότι το FRITZ!OS 7.80 είναι διαθέσιμο για τα FRITZ! προϊόντα. To FRITZ! Lab είναι μια υποσελίδα στο site της AVM που απευθύνεται στους χρήστες που θέλουν να δοκιμάσουν πρώτοι τα νέα Firmware που βγαίνουν για τα προϊόντα που έχουν στη κατοχή τους. Τα FRITZ!Box 5590 Fiber είναι η ναυαρχίδα της AVM για το FTTH και για τον χρήστη που θέλει τα μέγιστα. Η τελική απόφαση είναι δική σας. Εμείς είμαστε εδώ να λύσουμε τις απορίες σας. Ευχαριστούμε την AVM για την παραχώρηση του δείγματος δοκιμής.
    14 πόντοι
  7. Η φετινή ναυαρχίδα της Samsung έφτασε, με το Samsung Galaxy S23 Ultra να ηγείται της νέας σειράς. Αλλάζοντας πολλά, κυρίως στο εσωτερικό, δεν πρόκειται για κάποια δραματική ανανέωση εκ πρώτης όψεως όμως όσα φέρνει είναι καλοδεχούμενα. Η συσκευή πέρασε από τα χέρια μας, δοκιμάστηκε και παρακάτω αποτυπώνουμε την εμπειρία μας μαζί της. Σχεδιασμός – Οθόνη Εξωτερικά, το κινητό είναι πρακτικά ολόιδιο με το Galaxy S22 Ultra. Αυτό σημαίνει διαστάσεις 163.4x78.1x8.9mm και βάρος 233 γραμμάρια, ένα τηλέφωνο πολύ μεγάλο που «γεμίζει» την παλάμη και το βάρος είναι αισθητό. Όσον αφορά στον σχεδιασμό, η πλάτη φιλοξενεί τρεις κάμερες σε κάθετη διάταξη και δίπλα μια κάμερα και έναν αισθητήρα ξανά σε κάθετη διάταξη, με τους φακούς μονάχα να προεξέχουν και οποιοδήποτε εξόγκωμα καμερών να αποτελεί παρελθόν. Κατά τα άλλα, η πλάτη είναι πεντακάθαρη φέροντας μόνο το λογότυπο της εταιρείας στο κάτω μέρος. Διατίθεται σε τέσσερα χρώματα: Phantom Black, Green, Cream και Lavender. Το πρώτο, κλασικό χρώμα είναι αυτό που είχε η συσκευή μας. Τα υλικά του κινητού προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από ανακύκλωση, όπως και η γραφίδα S Pen που περιλαμβάνεται. Η πλάτη της συσκευής είναι γυάλινη, τύπου Gorilla Glass Victus 2 και το πλαίσιο αλουμινένιο, διατηρώντας την κλασική ποιότητα που χαρακτηρίζει τη σειρά. Δεδομένου ότι πρόκειται για τόσο μεγάλη συσκευή, το γυαλί της πλάτης δεν βοηθάει ιδιαίτερα στο κράτημα γιατί είναι γλιστερό, όμως κατά πάσα πιθανότητα λίγοι θα κρατήσουν τη συσκευή εκτός θήκης. Η αριστερή πλευρά της συσκευής είναι εντελώς καθαρή, με τα πλήκτρα έντασης και ενεργοποίησης, το οποίο λειτουργεί και ως αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος, να βρίσκονται στην δεξιά πλευρά. Η επάνω πλευρά είναι επίσης καθαρή, με λίγες οπές μικροφώνων και τίποτα άλλο. Κάτω θα βρούμε ένα ηχείο, μια θύρα USB-C και την υποδοχή κάρτας SIM. Βεβαίως, δεξιά υπάρχει η υποδοχή του S Pen, το οποίο μπαίνει μέσα στο κινητό. Μπροστά θα βρούμε μια τεράστια οθόνη 6.8” τύπου Dynamic AMOLED 2x, με ανάλυση Quad HD (3088x1400) και μέγιστη φωτεινότητα στα 1750 nits. Ο ρυθμός ανανέωσης ρυθμίζεται αυτόματα ή χειροκίνητα, φτάνοντας από τα 120Hz έως το 1Hz. Η αυτόματη ρύθμιση φάνηκε να λειτουργεί δίχως προβλήματα, οπότε δεν ασχοληθήκαμε ιδιαίτερα με τις χειροκίνητες επιλογές, όμως καλό είναι να υπάρχουν για όσους θέλουν π.χ. να εξοικονομήσουν μπαταρία βάζοντας όριο τα 60Hz. Οι οθόνες των Galaxy S Ultra είχαν πάντα πιο αυστηρές γωνίες συγκριτικά με άλλα κινητά, κάτι που τις κάνει ιδιαίτερα απολαυστικές για ταινίες και σειρές. Παρακολουθώντας βίντεο από το Netflix, η ποιότητα ήταν άψογη τόσο στα φωτεινά και πολύχρωμα όσο στα σκοτεινά και μουντά σημεία κάθε εικόνας. Είναι από τις λίγες φορές που ένα smartphone μάς έδωσε τόση ευχαρίστηση στον συγκεκριμένο τομέα. Η κάμερα είναι διακριτική, τύπου punch-hole, και δεν εμποδίζει στην παρακολούθηση βίντεο όμως σίγουρα θα προτιμούσαμε μια λύση όπως στην εσωτερική κάμερα του Galaxy Fold 4, η οποία παίρνει τα χρώματα της οθόνης και «κρύβεται». Ειδικά για άτομα με τις δικές μας συνήθειες, που δεν περιλαμβάνουν τόσο πολύ την χρήση της κάμερας selfie, μια τέτοια δυνατότητα θα ήταν άκρως καλοδεχούμενη. Παράλληλα, η οθόνη είναι άψογη και για εργασία, με τα έγγραφα κειμένων να διαβάζονται άνετα και εξίσου άνετα να γράφουμε. Η εμπειρία γίνεται ακόμη καλύτερη με το S Pen, που επιτρέπει να διαλέγουμε κομμάτια κειμένου ή εικόνας με ευκολία, να γράφουμε χειρόγραφες σημειώσεις οι οποίες μετατρέπονται σε ψηφιακό κείμενο και άλλες παρόμοιες λειτουργίες. Δεν αλλάζει κάτι δραστικό συγκριτικά με την περυσινή υλοποίηση, παραμένει κάτι ευπρόσδεκτο αλλά όχι κάτι επαναστατικό για εμάς. Επίσης, κάτι που πρέπει να αλλάξει για να συνοδεύει καλύτερα το S Pen, είναι η κυρτότητα της οθόνης. Στην καμπύλη δεν πιάνει εύκολα η γραφίδα, κάτι που παρατηρήσαμε κυρίως κάνοντας multi-tasking, αφού το περιεχόμενο έφτανε συχνότερα στις άκρες της οθόνης. Δεδομένου του πόσο τετραγωνισμένη είναι η οθόνη, θα βοηθούσε και η καμπύλη να εξομαλυνθεί πλήρως. Τα δύο ηχεία της συσκευής προσφέρουν ποιοτικό και δυνατό ήχο, άψογο για ταινίες και παιχνίδια, με την αναμενόμενη ελαφρά παραμόρφωση στην μουσική όταν η ένταση είναι κοντά στο 100%. Κάνουν άψογα τη δουλειά τους, βέβαια, σε όλα τα σενάρια που τα χρησιμοποιήσαμε και το μοναδικό παράπονο είναι πως, ανάλογα το πώς κρατάει κανείς το κινητό σε οριζόντια θέση, ίσως καλύπτει λίγο το ηχείο με το χέρι παίζοντας παιχνίδια. Στη συσκευασία θα βρούμε ένα καλώδιο φόρτισης και τίποτα άλλο πρακτικής αξίας, δείχνοντας το… μινιμαλιστικό πνεύμα των εταιρειών που όσο πάει αφαιρούν και περισσότερα από το κουτί. Επιδόσεις – Μπαταρία Το Samsung Galaxy S23 Ultra έρχεται με αποθηκευτικό χώρο 256GB, 512GB ή 1TB και 8GB ή 12GB RAM. Για το τέλος, αφήσαμε το… κερασάκι. Καμία έκδοση της φετινής κυκλοφορίας δεν περιλαμβάνει επεξεργαστή Exynos, αλλά αποκλειστικά φέρουν τον Qualcomm Snapdragon 8 Gen 2 (1x Cortex-X3 @ 3.36GHz, 2x Cortex-A715 @ 2.8GHz, 2x Cortex-A710 @ 2.8GHz και 3x Cortex-A510 @ 2.0GHz, GPU: Adreno 740). Στο Geekbench 5, ο επεξεργαστής επέστρεψε σκορ 1394 (Single-Core) και 4883 (Multi-Core), δραματικά ανώτερα από τα αντίστοιχα του Galaxy S22 Ultra. Οπότε, αφενός δεν τίθεται θέμα Exynos σε καμία αγορά, αφετέρου η δύναμη είναι τόση που δεν υπάρχει κάτι το οποίο θα ζορίσει πραγματικά τη συσκευή. Από multi-tasking με 3-4 εφαρμογές ανοιχτές, μέχρι παιχνίδια όπως Genshin Impact σε max ρυθμίσεις γραφικών, δεν υπήρξε κάτι που ζέστανε τη συσκευή ή προκάλεσε καθυστερήσεις και δύσκολα θα δούμε κάτι τέτοιο στο κοντινό μέλλον. Το μεγαλύτερο κέρδος, ίσως, είναι στην εξοικονόμηση ενέργειας. Παρότι το κινητό εξοπλίζεται με μπαταρία 5000mAh, όπως και ο προκάτοχός του, η μπαταρία διαρκεί αισθητά περισσότερο. Με όριο στα 60Hz, άντεξε ακόμη και δύο ημέρες προτού η μπαταρία φτάσει σε μονοψήφια νούμερα. Με τον προσαρμόσιμο ρυθμό ανανέωσης, χρειαζόταν φόρτιση πριν το τέλος της δεύτερης ημέρας, οπότε οι χρήστες δεν «τιμωρούνται» ιδιαίτερα αν προτιμούν τα 120Hz. Αλλά, η φόρτιση είναι άλλη ιστορία. Με όριο τα 45W ενσύρματα και 10W ασύρματα, η τόσο μεγάλη μπαταρία δεν φορτίζει πολύ γρήγορα. Η Samsung ισχυρίζεται πως κάνει το 0%-65% σε μισή ώρα, όμως σε εμάς έφτασε κάτω από το 60%. Επίσης, μια πλήρης φόρτιση χρειάζεται περίπου μια ώρα, πάντοτε με φορτιστή 45W ο οποίος κοστίζει 50€ επιπλέον. Αν κάποιος έχει φορτιστή 25W από προπέρσινη ναυαρχίδα Samsung, ας πούμε, ο χρόνος φόρτισης αυξάνεται ακόμη περισσότερο αν δεν δώσει τα επιπλέον 50€. Θέλαμε σίγουρα καλύτερα αποτελέσματα σε τέτοια κλίμακα τιμής. Το One UI 5.1, βασισμένο σε Android 13, φέρνει όσα περιμέναμε από μια συσκευή Samsung. Πολλές δυνατότητες παραμετροποίησης, καθόλου παρεμβατικές εφαρμογές και… εκπλήξεις όπως διαφημίσεις, μηδενικά κολλήματα και crashes. Δεδομένου πως η εταιρεία υπόσχεται 4 χρόνια αναβαθμίσεων Android και 5 χρόνια ενημερώσεων ασφαλείας, το κινητό θα φτάσει έως το Android 17 (θεωρητικά) και πάλι θα λειτουργεί άψογα, κάνοντάς το μια καλή επιλογή για όσους προτίθενται να επενδύσουν πολλά για μια συσκευή που θα κρατήσουν αρκετά χρόνια. Ενημέρωση: Η Samsung ανακοίνωσε ότι από τις 28 Μαρτίου 2024, η αναβαθμισμένη έκδοση One UI 6.1 θα φέρει το Galaxy AI σε μια ευρύτερη γκάμα συσκευών, μεταξύ των οποίων και το Galaxy S23 Ultra. Συγκεκριμένα, οι σειρές Galaxy S23, S23 FE, Z Flip5, Z Fold5, Tab S9 (5G) και Tab S9 (Wi-Fi) θα εξοπλιστούν με το Galaxy AI, προσφέροντας στους χρήστες "καινοτόμους τρόπους επικοινωνίας, δημιουργίας και παραγωγικότητας". Οι λειτουργίες Interpreter και Live Translate αναλαμβάνουν να κάνουν τα ταξίδια στο εξωτερικό πιο εύκολα, μεταφράζοντας τις συζητήσεις και τις κλήσεις των χρηστών σε πραγματικό χρόνο. Επιπροσθέτως, με τη λειτουργία Circle to Search with Google, οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν πρόσθετες πληροφορίες για οτιδήποτε τους ενδιαφέρει, απλά κυκλώνοντάς το στην οθόνη της συσκευής τους. Με τη λειτουργία Generative Edit, οι χρήστες θα μπορούν να επεξεργαστούν τις φωτογραφίες τους όπως επιθυμούν, ακόμη και αν δεν είναι τέλειες από την αρχή. Τέλος, το Note Assist, με δυνατότητες όπως η αυτόματη μορφοποίηση κειμένου, η δημιουργία περίληψης και η μετάφραση, θα ενισχύσει σημαντικά την καθημερινή παραγωγικότητα των χρηστών. Κάμερα Περνάμε στην κάμερα, έναν από τους τομείς που βελτιώθηκαν αισθητά. Βασικός πρωταγωνιστής είναι η κάμερα με αισθητήρα 200MP (f/1.7), που συνοδεύεται από μια ultra-wide 12MP (f/2.2), έναν τηλεφακό 10MP με 3x optical zoom (f/2.4) και έναν τηλεφακό 10MP με 10x optical zoom (f/4.9). Η μπροστινή κάμερα διαθέτει ανάλυση 12MP. Τι σημαίνουν τα 200MP στην πράξη; Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες στην οθόνη του κινητού, δεν πρόκειται για κάποια κοσμογονική αλλαγή που ίσως περιμένει κανείς από τον διπλασιασμό των MP. Ωστόσο, δεν σημαίνει πως η κάμερα πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Οι φωτογραφίες συνεχίζουν να έχουν φοβερή λεπτομέρεια, τόσο σε φωτεινά όσο και σε σκοτεινά σημεία, με το δεύτερο κυρίως να προκαλεί πολύ θετικές εντυπώσεις. Δεν πρόκειται για φαινόμενο υπερέκθεσης που μετατρέπει το μαύρο σε γκρι, αλλά για πραγματικά σκοτεινές εικόνες όπου η λεπτομέρεια διατηρείται άψογα. Το ίδιο ισχύει τόσο για φωτογραφίες σε φωτεινούς χώρους με σκοτεινά σημεία, αλλά και για νυχτερινές λήψεις, οι οποίες πράγματι είναι αισθητά καλύτερες συγκριτικά με τα αποτελέσματα του περυσινού μοντέλου. Αν είχαμε ένα παράπονο από την κάμερα, δεν έχει να κάνει με την ποιότητα ή κάποια εμφανή επεξεργασία που υφίστανται οι εικόνες, αλλά με την παλέτα χρωμάτων. Παραμένουν λίγο πιο ζωηρά τα χρώματα, όπως συνηθίζεται σε κινητά Samsung, εις βάρος της φυσικότητας σε ορισμένες σκηνές. Βέβαια, αυτό είναι και θέμα γούστου οπότε δεν το μετράμε σαν πραγματικό μειονέκτημα. Εξάλλου, μπορεί να γίνει εύκολα επεξεργασία τόσο στο κινητό όσο και σε υπολογιστές, και δη επαγγελματικού επιπέδου επεξεργασία, αφού επιτρέπεται εξαγωγή σε μορφή RAW για φωτογραφίες τραβηγμένες στα 50MP (πέρυσι, το όριο ήταν στα 12MP). Ένα άλλο πλεονέκτημα του νέου αισθητήρα, είναι πως ο χρήστης μπορεί να τραβήξει μια φωτογραφία και να κάνει περικοπή, για να κάνει zoom σε ένα σημείο χωρίς να μειωθεί η ποιότητα, λόγω της εξαιρετικά υψηλής ανάλυσης. Ο αντίκτυπος, βέβαια, είναι πως οι φωτογραφίες στα 200MP απαιτούν έκαστη περίπου 40MP, οπότε πολύ γρήγορα φτάνουν να καταλαμβάνουν αρκετό χώρο στη μνήμη. Τα 3x και 10x optical zoom προσφέρουν ποιότητα που δεν βρίσκεται εύκολα σε κινητό, ενώ το 30x Superzoom επίσης προσφέρει πολύ καλής ποιότητας εικόνες, κάτι που δεν συνηθίζεται σε φωτογραφίες με τόσο υψηλό ψηφιακό zoom. Η ultra-wide κάμερα είναι πολύ ποιοτική, τόσο σε επίπεδο χρωμάτων όσο και ανάλυσης, θορύβου και λεπτομέρειας. Τραβώντας την ίδια σκηνή τόσο με τον βασικό όσο και με τον ultra-wide φακό, τα αποτελέσματα ήταν πολύ ικανοποιητικά ακόμη και σε νυχτερινή λήψη. Στο κομμάτι του βίντεο, υποστηρίζεται ακόμη και ανάλυση 8K σε 30fps και Super Steady Mode, με ακόμη καλύτερη σταθεροποίηση συγκριτικά με του περυσινού μοντέλου. Εύκολα μπορεί κανείς να τραβήξει κινηματογραφικού ύφους βίντεο, από άποψης σταθερότητας στην κίνηση, καθώς με χαλαρό τρέξιμο-γρήγορο περπάτημα οι λήψεις ήταν αρκετά καλές. Το Super Steady Mode έχει τον ανάλογο αντίκτυπο στην ποιότητα, κυρίως στα χρώματα, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι εμφανώς χειρότερο – μόνο αν συγκρίνει κανείς λήψεις με και χωρίς το SSM θα δει την διαφορά. Τέλος, η μπροστινή κάμερα έχει πολύ διαφορετική εικόνα συγκριτικά με την περυσινή. Αρχικά, από 40MP ο αισθητήρας πλέον είναι στα 12MP. Παρόλα αυτά, δείχνει περισσότερη λεπτομέρεια μεν, αλλά τα χρώματα είναι πολύ πιο μουντά και χωρίς ζωηράδα, σίγουρα όχι τη ζωηράδα που έχουν οι υπόλοιπες κάμερες. Κατά τα άλλα, για βιντεοκλήσεις και την εκάστοτε selfie είναι άψογη, ενώ και στις νυχτερινές λήψεις τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Μπορεί με μια ματιά η αλλαγή από τα 40MP στα 12MP να μοιάζει με «σκότωμα», αλλά η πραγματικότητα διαφέρει. Συμπέρασμα Το Samsung Galaxy S23 Ultra είναι η κορυφαία ναυαρχίδα με Android που μπορεί να αποκτήσει κανείς, από σχεδόν κάθε άποψη. Αυτονομία, ισχύς, οθόνη, ευελιξία (S Pen), φωτογραφία και βίντεο – σε όλους τους τομείς τα καταφέρει άψογα. Με εξαίρεση, δυστυχώς, την φόρτιση που είναι κατώτερη των προσδοκιών μας και ένα παράπονο για την κυρτότητα της οθόνης. Κοιτάζοντας συνολικά τη συσκευή, βέβαια, είναι δύσκολο να σταθεί κανείς σε αυτά και να μην την προτείνει. Ακόμη και από άποψης μακροχρόνιας υποστήριξης λογισμικού, είναι ανώτερη του ανταγωνισμού με διαφορά. Για όποιον ψάχνει ένα κινητό που θα κρατήσει χρόνια, λειτουργώντας άψογα σε υψηλό επίπεδο, το Galaxy S23 Ultra είναι μονόδρομος.
    12 πόντοι
  8. Μετά το review του D-LINK COVR C1202 σειρά έχει να ανέβει στον πάγκο των δοκιμών το D-LINK COVR-1102 από την D-LINK. Όπως και το D-LINK COVR C1202 έτσι και αυτό είναι ένα Dual Band Whole Home Mesh Wi-Fi System. H στιγμή που ήρθε ήταν η κατάλληλη για να γίνει το Review αφού είμαστε για ακόμα μία φορά σε Lockdown. Επίσης λόγω ότι και αυτήν την φορά αρκετός κόσμος θα δουλεύει από το σπίτι, μπορεί ενδεχομένως να χρειαστεί ένα Whole Home WiFi System ώστε να έχει πλήρη κάλυψη με WiFi σε όλους τους χώρους. Το D-LINK COVR-1102 μπορεί να ενσωματωθεί στο δίκτυο μας ανεξαρτήτως κατασκευαστή του Dsl Modem/Router που έχουμε. Όπως επίσης ότι μπορεί να διαθέτουμε μία άλλη συσκευή της D-LINK δεν σημαίνει οτι μας εμποδίζει να χρησιμοποιήσουμε και το συγκεκριμένο Mesh System. H D-LINK είναι μία εταρεία από την Taiwan η οποία ιδρύθηκε το 1986 ως Datex Systems Inc και το 1994 μετονομάστηκε σε D-LINK Corporation. Η D-LINK έχει μια μεγάλη γκάμα δικτυακών προϊόντων εκτός από Mesh WiFi Systems όπως Routers, Modems, IP Cameras, Switches όπως και αρκετές επιλογές για ένα έξυπνο σπίτι ώστε να κάνουμε την ζωή μας πιο εύκολη και να εξοικονομούμε χρόνο και χρήματα. Μέσα από την D-LINK μπορούμε να γνωρίσουμε και το Smart Home. Ποιος δεν θέλει άλλωστε να ελέγχει διάφορες έξυπνες λειτουργίες στο σπίτι, από το Smartphone, είτε βρίσκεται μέσα σε αυτό είτε εκτός. Το πιο απλό παράδειγμα είναι να απενεργοποιήσουμε μια συσκευή που ξεχάσαμε ανοιχτή πριν φύγουμε από το σπίτι με μία Smart Plug. Αλλά πέρα από το Smart Home η D-LINK έχει πάρα πολλά προϊόντα για να μοιράσουμε το Internet σε κάθε γωνία του σπιτιού μας και να αναβαθμίσουμε το δίκτυο μας. Whole Home Mesh WiFi System Τo Mesh Networking δημιουργήθηκε για να κάνει την ζωή μας πιο εύκολη όπως και να μας προσφέρει αρκετές καινοτομίες με σκοπό απρόσκοπτο και καλύτερο WiFi .Μπορεί να καλύψει από ένα μικρό χώρο μέχρι πολύ μεγαλύτερους χώρους ώστε να υπάρχει ομοιόμορφη κάλυψη και WiFi παντού. Mία από τις μεγάλες ανάγκες που υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει, είναι η ευκολία χρήσης. Η πρόσβαση στο Internet και η δημιουργία ενός ασύρματου δικτύου, χρειάζεται να μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε με απλά βήματα και οδηγίες. Στο Mesh Networking όλα είναι πιο απλά. Μπορούμε μέσα από το Web Interface μιας συσκευής να έχουμε την κεντρική διαχείριση όλων των συσκευών. Δεν χρειάζονται πλέον πολύπλοκες ρυθμίσεις, ούτε χρειάζεται για κάθε συσκευή να ψάχνουμε στο Site του κατασκευαστή για να βρούμε πιο καινούριο Firmware και να αναρωτιόμαστε πως θα το εγκαταστήσουμε. Μέσα από ένα Wizard μπορούμε να παραμετροποιήσουμε όλο το δίκτυο και μέσα σε ελάχιστα λεπτά να είναι "up and running". Και αν η εταιρεία έχει διαθέσιμο ένα νέο Firmware, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε καθόλου. Μέσα από το Web Interface θα γίνει Download και εγκατάσταση αυτόματα. Όλες οι τεχνολογίες τρέχουν αυτόματα για εμάς στο Background που έχει σαν αποτέλεσμα ο χρήστης να μην χρειάζεται εξειδικευμένες γνώσεις. Unboxing To D-LINK COVR -1102 έρχεται σε μία μεγάλη συσκευασία από σκληρό χαρτόνι για να προστατέψει αποτελεσματικά το προϊόν. Τα χρώματα και τα σχέδια είναι απλά και λιτά αλλά πολύ όμορφα. Παρότι υπάρχει έντονα το λευκό στοιχείο η συγκεκριμένη συσκευασία μας άρεσε πάρα πολύ.Στην μπροστινή πλευρά υπάρχουν τα δύο D-LINK COVR-1102 και αναφέρεται ότι είναι το 2-Pack διότι υπάρχει και το 3-Pack αν επιθυμούμε να καλύψουμε ένα μεγαλύτερο χώρο. Είναι ένα Dual Band Whole Home Wi-Fi System, που είναι High Performance, και μπορεί να καλύψει μέχρι 325 τετραγωνικά μέτρα σε ένα ενιαίο δίκτυο. Η πραγματική κάλυψη εξαρτάται από τα τυχόν εμπόδια που μπορεί να υπάρχουν. Αν παρεμβάλλονται τοίχοι τότε η κάλυψη είναι πολύ μικρότερη όπως συμβαίνει άλλωστε με όλα τα WiFi προϊόντα. Συνεργάζεται με Google Assistant και με Amazon Alexa που είναι πολύ χρήσιμο αφού αρκετός κόσμος ασχολείται με το Smart Home. Στην πίσω πλευρά αναφέρονται οι δυνατότητες και τα χαρακτηριστικά του, που θα αναφερθούμε αναλυτικά για αυτά παρακάτω. Στην αριστερή πλευρά βλέπουμε ότι η εγκατάσταση και η διαχείριση του δικτύου μπορεί να γίνει από το Smartphone/Tablet με την χρήση του D-LΙΝΚ WiFi Αpp. Στην δεξιά πλευρά υπάρχει ένα σχέδιο με τα Ports που διαθέτει το D-LINK COVR-1102 και αν προσέξουμε θα δούμε οτι υποστηρίζει και WPA3. Στην πάνω πλευρά υπάρχει το Logo της D-Link και στην κάτω πλευρά αναφέρονται τα περιεχόμενα της συσκευασίας. Συνοδεύονται από δύο χρόνια εγγύηση καλής λειτουργίας. Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε τα δύο D-LINK COVR-1102 , ένα Ethernet Cable, τα δύο τροφοδοτικά, ένα Quick Guide φυλλάδιο για την εγκατάσταση, ένα Quick Installation Card με τα απαραίτητα στοιχεία όπως SSID/Passkey και το QR-CODE που μπορούμε να κάνουμε Scan, όπως ένα φυλλάδιο με πληροφορίες για την εγγύηση και ένα με το Statement. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Wireless AC + N. Υποστηρίζει 802.11 a, b, g, n, ac(wave ii). 128 Mbyte SDRAM. Flash 16Mbyte. Υποστήριξη WPA2/WPA3. Dual Band MU-MIMO WiFi 802.11n 2,4Ghz, 300Mbits // 802.11ac 5Ghz, 867 Mbits. 2 x Gigabit Ethernet Ports(WAN/LAN). Μέση κατανάλωση 8,5 Watt. Optional Ethernet Backhaul. Εσωτερικές κεραίες (2x2 + 2x2). Beamforcing. Voice Control Support(Amazon Alexa, Google Assistant). Υποστήριξη Multicast Support, Guest Zone, PPPoe(IPv4,IPV6), Static IP(IPv4,IPV6), PPTP, L2TP, DHCP. Υποστήριξη Smart Roaming, Parental Controls, Smart Steering, Simple Setup, Expandable Network. Led στο πάνω μέρος τα οποία ταυτόχρονα είναι και διαγνωστικά αναλόγως με την κατάσταση που βρίσκονται. Θερμοκρασία λειτουργίας 0-40 βαθμούς Celcius. 197 γραμμάρια. Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά μερικά χαρακτηριστικά και τι ακριβώς είναι: Blanket Coverage(Smart Roaming). Ακόμα και όταν περπατάμε στον χώρο και αλλάζουμε από το ένα D-LINK COVR AC1102 στο άλλο, παραμένουμε συνδεδεμένοι πάντα με το καλύτερο δυνατό σήμα και ταχύτητα, αφού η εναλλαγή γίνεται αυτόματα, χωρίς να χρειάζεται αποσύνδεση και επανασύνδεση. Όλο το δίκτυο είναι ενιαίο, με ένα SSID. Η αλλαγή γίνεται πάρα πολύ γρήγορα και ο χρήστης δεν θα την καταλάβει πάρα μόνο αν τρέχει μόνιμο Ping. Smart Steering. Όσο συνδέονται επιπλέον συσκευές στο δίκτυο, το Smart Steering αναλαμβάνει να εξισορροπήσει την κίνηση ανάμεσα στα 2,4Ghz και στα 5Ghz, ώστε η κάθε συσκευή που συνδέεται στο WiFi να έχει την μέγιστη απόδοση. Επιπρόσθετα μπορούν να συνδεθούν με Gigabit Ethernet τυχόν συσκευές που δεν έχουν δυνατότητα WiFi. Simple Setup. Τα D-LINK COVR-1102 είναι ήδη Paired, οπότε η εγκατάσταση γίνεται με πολύ απλά βήματα. Parental Controls. Μπορούμε να δούμε ποιες συσκευές είναι συνδεδεμένες και να μπλοκάρουμε όποιες επιθυμούμε, ώστε να μην έχουν πρόσβαση στο Internet. QoS Engine. Αν για παράδειγμα ένας χρήστης χρησιμοποιεί το Internet για Online Gaming, μπορούμε να του δώσουμε προτεραιότητα σε σχέση με τις άλλες συσκευές, για να μην αντιμετωπίζει Lag. Guest Network. Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα Guest Network ώστε να δίνουμε πρόσβαση στο Internet σε έναν φίλο ή στους επισκέπτες μιας εταρείας. Time and Schedule. Μπορούμε να ορίσουμε ποιες ώρες τις εβδομάδας θα υπάρχει πρόσβαση στο Internet ανά SSID ή ανά Client. Website Filter. Ορισμός Whitelist ή Blacklist των ιστοσελίδων που μπορεί να επισκεφτεί ο χρήστης. Υποστήριξη IpV4, IpV6, Firewall με ορισμό κανόνων, DMZ, Static Routes, DynDns. Διαφορετικοί τρόποι λειτουργίας ανάλογα τις ανάγκες μας. Dynamic Ip (DHCP), Static Ip, Pppoe, Pptp, L2tp, μέχρι και Vlans για IpTV, VoIP, Internet. Εγκατάσταση Η εγκατάσταση είναι πολύ εύκολη από τον υπολογιστή ή από την εφαρμογή και τα βήματα που πρέπει να πραγματοποιηθούν, είναι τα παρακάτω: Από υπολογιστή: Συνδεόμαστε στο SSID που εκπέμπει το D-LINK COVR AC1102 με τα στοιχεία που υπάρχουν στην κάτω πλευρά και ανοίγουμε το Web Interface με την διεύθυνση covr.local. Συνδέουμε τo Gigabit Port 1 με μια Lan του DSL Modem/Router που έχουμε. Με το που ανοίξει το Web Interface μας αναφέρει τα βήματα που θα ακολουθήσουν για να γίνει η εγκατάσταση. Κάνει αυτόματα αναγνώριση της σύνδεσης Internet και αφού τελείωσει με αυτό μας ζητάει να δώσουμε τα στοιχεία που θέλουμε για το WiFi. Το επόμενο βήμα είναι να εισάγουμε τον κωδικό που επιθυμούμε για το Admin Account. Στην συνέχεια να διαλέξουμε το Time Zone και στο τέλος αν επιθυμούμε τα Firmware Updates να γίνουν αυτόματα. Με αυτά τα απλά βήματα η εγκατάσταση έχει τελειώσει. Μετά το Reboot συνδέουμε απλά στο ρεύμα τo δεύτερο D-LINK COVR-1102 και είμαστε έτοιμοι. Αν χρειαστεί να τοποθετηθεί και τρίτο τότε υπάρχει διαδικασία για την προσθήκη του που και αυτή είναι πολύ εύκολη. Στη δοκιμή που κάναμε με το που ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση μας ενημέρωσε ότι υπάρχει διαθέσιμη αναβάθμιση. Με έναν κλικ επιλέξαμε να πραγματοποιηθεί και μετά από 4-5 λεπτά είχαν αναβαθμιστεί. Στο πάνω μέρος του κάθε D-LINK COVR υπάρχει ένα διαγνωστικό LED, όπου στο εγχειρίδιο χρήσης μας αναφέρει τι σημαίνει το κάθε χρώμα και η κάθε κατάσταση που μπορεί να πάρει, ώστε να μπορέσουμε να επιλύσουμε τυχόν προβλήματα. Για παράδειγμα αν προσπαθήσουμε να εγκαταστήσουμε το δεύτερο D-LINK COVR-1102 πολύ μακριά από το πρώτο, τότε θα αναβοσβήνει το Led σε λευκό χρώμα υποδεικνύοντας χαμηλή στάθμη ή θα αναβοσβήνει πορτοκαλί που σημαίνει ότι δεν υπάρχει σύνδεση. Από Smartphone/Tablet: Ανοίγουμε το App D-Link Wi-Fi και διαλέγουμε το Install New Device. Σκανάρουμε το QR-CODE στο κάτω μέρος της συσκευής και διαλέγουμε στην περίπτωση μς Set up New Network. Συνδέουμε τo Gigabit Port 1 με μια Lan του DSL Modem/Router που έχουμε.Υπάρχουν μέχρι και εικόνες με τις οδηγίες όπως τρέχει το Wizard. Συνεχίζει το Wizard και συνδεόμαστε στο D-LINK Covr-1102 για να ορίσουμε τα στοιχεία του WiFi, τον κωδικό του Admin Account και αν θέλουμε τα Firmware Updates να γίνονται αυτόματα. Μετά το Reboot συνδέουμε απλά στο ρεύμα τo δεύτερο D-LINK COVR-1102 και είμαστε έτοιμοι. Μας προτρέπει αν θέλουμε να κάνουμε εγγραφή στο Cloud Service ώστε να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το Amazon Alexa ή το Google Assistant. Και ready to surf στο Internet. Web Interface Η πρόσβαση στο Web Interface μπορεί να γίνει με την διεύθυνση covr.local ή με την IP που έχει το COVR-1102. Με το που συνδεθούμε και εισάγουμε το Admin Password μεταφερόμαστε σε ένα απλό και εύκολο Web Interface, που μπορούμε να δούμε διάφορες πληροφορίες όπως την Wan Ip, τους συνδεδεμένους Clients, πόσα D-LINK COVR είναι συνδεδεμένα, όπως και να πραγματοποιήσουμε τις ρυθμίσεις που θέλουμε για WiFi, Network, Port Forwarding, Parental Control, Guest Network και άλλα. D-LINK WIFI App Παρακάτω βλέπουμε τρεις διαφορετικές εικόνες από το D-LINK WiFi App. To App δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το Web Interface. Και από εδώ μπορούμε να πραγματοποιήσουμε οποιαδήποτε ρύθμιση . Υπάρχουν όλες οι ρυθμίσεις διαθέσιμες. Δεν είναι δηλαδή κάποια Cut έκδοση του Web Interface. Οπότε αν δεν διαθέτετε υπολογιστή δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Το App είναι εδώ για τα ΠΑΝΤΑ. Δοκιμές Μετά το απαραίτητο Setup ήρθε η ώρα για δοκιμές. Guest Network: Δημιουργήσαμε ένα Guest Network για πρόσβαση των τρίτων προσώπων. Κυριολεκτικά ήταν υπόθεση ενός λεπτού για να το ενεργοποιήσουμε. Σειρά είχε το Time Schedule. Δημιουργήσαμε έναν κανόνα για το πότε θέλουμε να έχει Internet και πότε να μην έχει μια συσκευή. Στη συνέχεια με το Parental Control ορίσαμε τον κανόνα αυτό σε μία συσκευή του δικύου μας. Πράγματι το Internet σταμάτησε τις ώρες που είχαμε ορίσει για το Smartphone μας. Επόμενη δοκιμή να δώσουμε Internet σε έναν αποκωδικοποιητή απευθείας από το δεύτερο D-LINK COVR. Είδαμε On Demand χωρίς κανένα πρόβλημα. Η Ethernet τονίζουμε ότι είναι Gigabit Ethernet για μέγιστες ταχύτητες και όχι Fast Ethernet. Για όποιον έχει δομημένη καλωδίωση στο σπίτι ή στο χώρο εργασίας μπορεί αντί για WiFi Βackhaul να ενώσει τα D-LINK COVR με Ethernet Backhaul. Αυτό έχει τα εξής θετικά. Δεν χρειάζεται να είναι εντός εμβέλειας WiFi το πρώτο COVR από τα υπόλοιπα. Επίσης το WiFi χρησιμοποιείται μόνο για τους Clients και δεν καταναλώνεται μέρος του Bandwidth από το WiFi Backhaul. Επιπρόσθετα μπορούμε να μπλοκάρουμε μερικές ιστοσελίδες ώστε να μην είναι δυνατή η πρόσβαση σε αυτές πχ σε περιβάλλον εργασίας. Σε θέματα κάλυψης μείναμε πολύ ικανοποιημένη τερματίζοντας την Vdsl γραμμή μας. Το Smart Roaming δουλεύει απροβλημάτιστα. Aφού συνδεθήκαμε στο πρώτο D-LINK COVR αρχίσαμε να περπατάμε προς το δεύτερο, για να δούμε αν και πόσο γρήγορα θα γίνει η εναλλαγή στο πιο δυνατό σήμα. Πράγματι εκεί που το σήμα είχε μειωθεί, το Smart Roaming ανέλαβε να μας συνδέσει στο δεύτερο D-LINK COVR που είχε καλύτερο σήμα. Η αλλαγή γίνεται ταχύτατα, και ο χρήστης δεν θα την αντιληφθεί πάρα μόνο από το ότι θα έχει ξανά δυνατό σήμα. Ακόμα και στην δοκιμή να αποσυνδέσουμε από το ρεύμα το D-LINK COVR που είχαμε συνδεθεί, μέσα σε δύο τρία δευτερόλεπτα είχαμε ξανασυνδεθεί στο κοντινότερο D-LINK COVR. Δοκιμάστηκαν γενικότερα και άλλες λειτουργίες και δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα. Συμπεράσματα Αυτό είναι το D-LINK COVR-1102. Ένα Dual Band Whole Home WiFi System με υποστήριξη Mesh Network και Ethernet Backhauling. Με τις δυνατότητες του θα καλύψει ακόμα και τους προχωρημένους χρήστες. To Web Interface του είναι απλό και κατανοητό με εικόνες που βοηθούν στη χρήση του. Ακόμα και πιο προχωρημένες λειτουργίες, όπως το Qos, γίνονται απλά χωρίς εξειδικευμένη γνώση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα μεγάλο σπίτι που θέλουμε να καλύψουμε όλους τους χώρους, όπως και σε μια μικρή εταιρεία για πρόσβαση των υπαλλήλων με WiFi στο Internet. Το Guest Network με ελάχιστα κλικ είναι έτοιμο να υποδεχτεί φίλους και επισκέπτες. Συγκριτικά με άλλα συστήματα Mesh αυτό που κάνει το Dlink να ξεχωρίζει είναι ότι έχει δυνατότητες να χρησιμοποιθεί και ως Router με δικό του NAT οπότε και οι επιλογές για παραπάνω παραμετροποίηση είναι πολύ περισσότερες όπως το VPN, QoS, Static Routes κτλ. Είναι μια εύκολη, γρήγορη και δελεαστική λύση αφού όπως αναφέρεται μπορεί να καλύψει περίπου 350 τετραγωνικά μέτρα (εξαρτάτε βέβαια και τα εμπόδια) αλλά ανά πάσα στιγμή μπορούμε να προσθέσουμε επιπλέον D-LINK COVR για μεγαλύτερη κάλυψη. Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι η τιμή του αφού σύμφωνα με το skroutz.gr ξεκινάει από τα 75 ευρώ. Είναι από τα πολύ καλά μοντέλα της αγοράς με πολύ καλά χαρακτηριστικά. Οπότε αν οι απαιτήσεις σας καταλήγουν στην αγορά ενός Mesh WiFi System τότε το συγκεκριμένο θα σας καλύψει με αυτά που δίνει. Αν δεν μας καλύπτει το WiFi του Modem/Router του παρόχου μας μπορούμε να το απενεργοποιήσουμε τελείως και να αναλάβει όλο το WiFi το D-LINK COVR-1102. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να το έχουμε παράλληλα αλλά σε αυτήν την περίπτωση αν το Modem/Router του παρόχου δεν υποστήριζει για παράδειγμα 5Ghz τότε θα έχουμε μειωμένη απόδοση όταν θα συνδεθούμε στο WiFi του συγκεκριμένου Modem/Router. Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι υποστηρίζει WPA3. Είναι μια πολύ καλή κίνηση της D-LINK διότι σχετίζεται με την ασφάλεια μας. Αυτό το καθιστά μια Futureproof συσκευή που ακολουθεί την αιχμή της τεχνολογίας για να προσφέρει στον χρήστη την καλύτερη δυνατή εμπειρία.
    12 πόντοι
  9. Ένα από τα προβλήματα ή μία από τις προκλήσεις, αν προτιμάτε, που φέρνει μαζί της η ακατάπαυστη χρήση της τεχνολογίας, είναι η έκθεση των ματιών των ανθρώπων σε οθόνες. Από το tablet στο smartphone κι από την τηλεόραση στον υπολογιστή, οι ώρες που περνάμε μπροστά από μία οθόνη σε καθημερινή βάση φτάνουν συχνά σε δυσθεώρητα νούμερα. Οι ειδικοί έχουν κρούσει επανειλημμένα τον κώδωνα του κινδύνου σε ό,τι αφορά την υγεία των ματιών μας, με τους κατασκευαστές να έχουν σκύψει τα τελευταία χρόνια πάνω από το πρόβλημα, προσπαθώντας να βρουν λύση. Η TCL είναι ένας εξ αυτών, έχοντας αναπτύξει την τεχνολογία NXTPAPER με την οποία έχει πλαισιώσει το tablet της, NXTPAPER 11. Τι προσφέρει αυτό και πού υπερτερεί έναντι του ανταγωνισμού; Πάμε να το αναλύσουμε. Σχεδιασμός Το NXTPAPER 11 είναι μία πρόταση στις 11 ίντσες ή για να ακριβολογούμε στις 10,95. Οι διαστάσεις του είναι 259,04 x 163,64 x 6,9 χιλ. ενώ το βάρος του κυμαίνεται στα 462 γραμμάρια. Παίρνοντάς το στα χέρια σας, θα διαπιστώσετε ότι η κατασκευή και συναρμολόγησή του είναι αρκετά στιβαρές (απόρροια του σώματος αλουμινίου), αποπνέοντας έτσι έναν premium αέρα που για τα οικονομικά του δεδομένα. Η προτεινόμενη τιμή λιανικής στη χώρα μας είναι €280 συνιστά μάλλον ευχάριστη έκπληξη, με την εντυπωσιακή συσκευασία να περιλαμβάνει θήκη προστασίας και το Τ-Pen που θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Στην πρόσοψη δεσπόζει η οθόνη LCD ενώ στις πλάγιες όψεις θα βρείτε όλα κι όλα δύο πλήκτρα: αυτό της ενεργοποίησης και εκείνο της αυξομείωσης της έντασης του ήχου. Η συσκευή έρχεται και με τέσσερα στερεοφωνικά ηχεία εκ δεξιών και εξ ευωνύμων ενώ διατίθεται μόνο σε ένα χρώμα (σκούρο γκρι). Περί μπλε ακτινοβολίας Πριν περάσουμε στην οθόνη που αποτελεί και το μεγάλο «όπλο» του NXTPAPER 11, θα ήταν καλό να μιλήσουμε για το πρόβλημα που έρχεται να λύσει εκείνη: τη βλαβερή μπλε ακτινοβολία. Είμαστε σίγουροι πως θα έχετε συναντήσει τον παραπάνω όρο σε αρκετές περιπτώσεις. Αυτό που ενδεχομένως όμως να μη γνωρίζετε είναι πως δεν έχουν όλα τα είδη μπλε ακτινοβολίας τα ίδια βλαβερά αποτελέσματα. Η μπλε ακτινοβολία εντοπίζεται στο ορατό φάσμα, ανάμεσα στα 380 και τα 500 nm. Ξεχωρίζει γιατί διαθέτει το μικρότερο μήκος κύματος και κατ’ επέκταση την υψηλότερη ενέργεια από το ορατό φως. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η βλαβερή μπλε ακτινοβολία είναι εκείνη μεταξύ 415 και 455 nm. Ο άνθρωπος χρόνο με τον χρόνο περνά ολοένα και περισσότερες ώρες μπροστά σε κάποια οθόνη. Οι πιο πρόσφατες έρευνες κάνουν λόγο για έξι ώρες και 37 λεπτά ημερησίως κατά μέσο όρο με τον αριθμό αυτό να αυξάνεται σημαντικά στις νεότερες γενιές. Η έκθεση στη βλαβερή μπλε ακτινοβολία δε, έχει συνδεθεί με μια σειρά διαφόρων παθήσεων, από πονοκεφάλους και ξηροφθαλμία, μέχρι θολή όραση και εκφύλιση της ωχράς κυλίδας, ενώ έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει και τον κιρκάδιο ρυθμό, το «ρολόι» του σώματος, από τη λειτουργία του οποίου εξαρτάται η ποιότητα του ύπνου (και κατ’ επέκταση πολλά άλλα ακόμα). Οθόνη – Εμπειρία θέασης Έχοντας εξηγήσει το πρόβλημα της μπλε ακτινοβολίας, ήρθε η ώρα να περάσουμε και στην οθόνη του NXTPAPER 11 που είναι άλλωστε και ο βασικός λόγος για τον οποίο θα προτιμήσει κάποιος την πρόταση της TCL. Πρόκειται για μία LCD 10,95 ιντσών, με πάνελ IPS, ανάλυσης FHD+ (2000x1000 pixels), ρυθμό ανανέωσης 60 Hz, 10 σημεία αφής, δυνατότητα απεικόνισης 16,7 εκατ. χρωμάτων, μέγιστη φωτεινότητα 500 nits και τεχνολογίες NXTPAPER 2.0 (150% φωτεινότερη σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη έκδοση κατά την TCL) και NXTVISION. Σημειώστε ότι καταλαμβάνει το 85% της επιφάνειας της πρόσοψης του tablet. Η υφή της είναι ματ, κάτι που ναι μεν κρατά μακριά τις δαχτυλιές στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως μοιραία θα κάνει τη ζωή σας δυσκολότερη όσο περισσότερο μεγαλώνει η γωνία θέασης. Η αντιθαμβωτική της επιφάνεια πάντως, διευκολύνει σημαντικά τη χρήση του tablet σε εξωτερικούς χώρους, έστω κι αν η μέγιστη φωτεινότητα είναι μάλλον χαμηλή. Στη θεωρία -και με λίγη φαντασία- είναι σαν η οθόνη να διαθέτει έξτρα επιστρώσεις μεμβράνης ή γυαλιού, μόνο που στην πραγματικότητα η TCL έχει πετύχει τον στόχο της με έναν συνδυασμό hardware (επίστρωση νανοχημικού υλικού, ισορροπία μεταξύ κόκκινου, μπλε και πράσινου, φιλτράρισμα οπίσθιου φωτισμού) και software. Σύμφωνα με την TCL, το NXTPAPER 11 έχει τη δυνατότητα φιλτραρίσματος του 61% της βλαβερής μπλε ακτινοβολίας, ένα ποσοστό που έχει πιστοποιηθεί από την TUV Rheinland. Δοκιμάζοντάς το μπορεί να μην ήμασταν σε θέση να μετρήσουμε τις επιδόσεις του, όμως οι εμπειρίες θέασης και ανάγνωσης που μας προσέφερε ήταν πράγματι από τις πιο ξεκούραστες (αν όχι οι πλέον ξεκούραστες) που είχαμε με κάποιο tablet. Η οθόνη έδειξε την αξία της κυρίως τις βραδινές ώρες: αν συνηθίζετε να διαβάζετε, να ενημερώνεστε ή εν πάση περιπτώσει να περνάτε την ώρα σας στο tablet πριν κοιμηθείτε, το NXTPAPER 11 θα αποδειχθεί σωτήριο. Ενεργοποιώντας τη λειτουργία ανάγνωσης (Reading mode), η οθόνη μετατρέπεται σε μονόχρωμη όπως ακριβώς σε ένα e-reader. Παράλληλα υπάρχουν λειτουργίες φροντίδας ματιών (ρίχνει τους τόνους των χρωμάτων) και σκοτεινού περιβάλλοντος. Γενικώς η όλη εμπειρία ήταν εξαιρετική ως προς την ανάγνωση, πραγματοποιώντας πλήρως την υπόσχεση της TCL για υφή που παραπέμπει σε χαρτί. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Κάτω από την οθόνη των 10,95 ιντσών όμως κρύβονται υποσυστήματα που συνθέτουν ένα αξιόλογο tablet. Η TCL έχει εξοπλίσει το NXTPAPER 11 με chipset MTK Helio P60T και οκταπύρηνο επεξεργαστή, γραφικά Imagination PowerVR GE8320, 4 GB RAM και 128 GB εσωτερικού αποθηκευτικού χώρου με δυνατότητα προσθήκης κάρτας μνήμης microSD έως και 1 TB. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του NXTPAPER 11 είναι λίγο-πολύ ό,τι θα περίμενε κάποιος από μία πρόταση στη συγκεκριμένη κατηγορία και κρίνονται επαρκή για τον λόγο για τον οποίο θα το προτιμήσει. Η λύση της TCL άλλωστε έρχεται να αντικαταστήσει τα e-readers, ανταγωνιζόμενη παράλληλα άλλες budget υλοποιήσεις: η λογική λέει πως ο μέσος χρήστης, πέραν της ανάγνωσης, θα το χρησιμοποιήσει για browsing, επικοινωνία, ενημέρωση, gaming και σε κάποιον βαθμό streaming (και ως προς αυτό το τελευταίο, το NXPAPER 11 δεν είναι ότι απογοητεύει, απλά δεν αριστεύει). Εδώ αξίζει να κάνουμε μια παρένθεση για να δηλώσουμε την ικανοποίησή μας με τον ήχο που αποδίδει το tablet. Τα τέσσερα ηχεία του προσφέρουν ισχυρό και ισορροπημένο, στερεοφωνικό ήχο με βαθύ μπάσο. Η TCL έχει ενσωματώσει την τεχνολογία Sound Booster για έξτρα νεύρο. Tο NXTPAPER 11 τα καταφέρνει αξιοπρεπώς και σίγουρα καλύτερα σε σχέση με την προηγούμενη γενιά της σειράς. Για όσους θέλουν πάντως πιο… πριβέ εμπειρίες, μπορούν να συνδέσουν τα ασύρματα ακουστικά της αρεσκείας τους μέσω Bluetooth (υποστηρίζεται το πρότυπο Bluetooth 5.0). Δεν θα λέγαμε όχι και σε θύρα 3,5 χιλ. για έξτρα ευελιξία αλλά η TCL δεν μας έκανε το χατίρι. Η μπαταρία του συγκαταλέγεται χωρίς αμφιβολία στα δυνατά του σημεία. Με χωρητικότητα που φτάνει τα 8000 mAh, προσφέρει στο tablet την απαραίτητη αυτονομία προκειμένου ο χρήστης του να το εκμεταλλευτεί δίχως να έχει τον νου του διαρκώς στις αντοχές του. Σύμφωνα με την TCL, το NXTPAPER 11 αντέχει 13 ώρες online streaming με τη φωτεινότητα της οθόνης στο 65% και την ένταση του ήχου στο 35%. Χρησιμοποιώντας το κατά τη διάρκεια των δοκιμών μας, ήμασταν σε θέση να βγάλουμε μέχρι και ολόκληρες μέρες χρήσης χωρίς φόρτιση, κάτι που είμαστε σίγουροι πως μπορεί να κάνει ο καθένας, εφ’ όσον γίνει λίγο δημιουργικός σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείριση πόρων της συσκευής. Αξίζει να προσθέσουμε ότι υποστηρίζεται και αμφίδρομη φόρτιση με χρήση ειδικού μετασχηματιστή. Για τις κάμερές του δεν έχουμε να πούμε κάτι το ιδιαίτερο. Τα tablets σπάνια μας δίνουν λόγο να κάνουμε ειδική αναφορά στον τομέα της φωτογραφίας και του βίντεο και το NXTPAPER 11 δεν αποτελεί εξαίρεση. Η TCL το έχει εφοδιάσει με δύο κάμερες 8 MP έκαστη, μία στην πρόσοψη και μία στην πίσω όψη του. Η ποιότητά τους δεν είναι κάτι το συγκλονιστικό: φτάνουν για τηλεδιασκέψεις και λογικά αυτός θα είναι και μόνος λόγος για τον οποίο θα τις χρησιμοποιήσετε. Στα θετικά και το γεγονός πως η πίσω κάμερα διαθέτει γωνία θέασης 100ο προσφέροντας μεγαλύτερα κάδρα και ένα κλικ εντυπωσιακότερες εικόνες σε σχέση με ό,τι ίσως να περιμένατε. Η μόνη μας ένσταση εδώ είναι πως θα περιμέναμε να έχει δοθεί έμφαση στην κάμερα πρόσοψης αφού αυτή χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στις βιντεοκλήσεις… Το NXTPAPER 11 τρέχει Android 13, προσφέροντας έτσι μία αρκετά φιλική προς τον χρήστη εμπειρία. Διαθέτει πλήθος επιπρόσθετων λειτουργιών σχεδιασμένων να βελτιώσουν την εργονομία και την παραγωγικότητα, όπως τα Extend (επέκταση οθόνης υπολογιστή), Floating Window (κάτι σαν picture-in-picture που θα σας επιτρέψει να παρακολουθείτε βίντεο κατά το browsing ή το chatting) και PC Mode (δημιουργεί ένα περιβάλλον που παραπέμπει σε Windows για ευκολότερη διαχείριση αρχείων και φακέλων). Για να είμαστε ειλικρινείς δεν θα λέγαμε όχι και σε μία έκδοση με λίγη περισσότερη μνήμη RAM η οποία θα εξασφάλιζε στο tablet πολύ πιο ομαλές επιδόσεις και θα του έδινε έστω μια ώθηση στο gaming. Ως προς αυτό το τελευταίο μην περιμένετε πολλά, πέραν των απλών, casual τίτλων. Από την πρώτη στιγμή πάντως της αρχικής ρύθμισης, η TCL κάνει σαφές ότι το NXTPAPER 11 απευθύνεται και στις μικρές ηλικίες, κάτι απόλυτα λογικό. Έτσι μία από τις αρχικές ερωτήσεις που θα κληθείτε να απαντήσετε είναι αν η συσκευή θα χρησιμοποιηθεί από ένα παιδί ή έναν ενήλικα, προχωρώντας αυτόματα στη συνέχεια στις κατάλληλες ρυθμίσεις προκειμένου να γλυτώσετε χρόνο. Ένα θετικό με το NXTPAPER 11 είναι το ότι η TCL δεν το γέμισε με bloatware όπως συμβαίνει με άλλες προτάσεις της budget κατηγορίας. Η home screen του συστήματος είναι γεμάτη με εφαρμογές της Google αλλά πέραν αυτών, τα apps που χρειάστηκε να διαγράψουμε δυσανασχετώντας ήταν λιγότερα του μέσου όρου. Εγκατεστημένες θα βρείτε και μια σειρά από εφαρμογές της ίδιας της TCL -κάποιες είναι δωρεάν και κάποιες απαιτούν ετήσια συνδρομή. Συμπέρασμα Πριν καταλήξουμε στη γνώμη μας για το TCL NXTPAPER 11 θα πρέπει να μπούμε στη θέση του καταναλωτή που σκέφτεται να επενδύσει σε αυτό και να καταλάβουμε τι θέλει από το tablet του. Ξεκινάμε με το ότι πρόκειται για μία λύση στη budget κατηγορία, οπότε αναπόφευκτα υπάρχουν και συγκεκριμένοι περιορισμοί ως προς τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες. Το ζητούμενο είναι μία συσκευή που θα έχει τη δυνατότητα να ικανοποιήσει τις βασικές, καθημερινές ανάγκες ενός μέσου/casual χρήστη με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγνωση, και το NXTPAPER 11 πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις. Είναι κατάλληλο για browsing σε sites και social media, προσφέρει ικανοποιητικές -αν και όχι τέλειες- εμπειρίες streaming βίντεο, αποδίδει εξαιρετικό για τα δεδομένα του ήχο και επιτυγχάνει ικανοποιητικές επιδόσεις φτάνει να μην το ζορίσει κανείς (εξ ου και η επιθυμία μας για έκδοση με 8 GB RAM). Mπορεί να τρέξει και χαμηλών απαιτήσεων video games, αποτελώντας ένα από τα tablets που προτείνουμε για τις μικρές ηλικίες ενώ χάρη στο Android 13 και τις επιπρόσθετες λειτουργίες της TCL, θα προσαρμοστεί στις ανάγκες του εκάστοτε χρήστη, αυξάνοντας μέχρι και την παραγωγικότητά του (για έλεγχο και απάντηση σε emails, λήψη σημειώσεων, δημιουργία εγγράφων κλπ). Φυσικά εκεί που το NXTPAPER 11 «λάμπει» είναι σε κάθε είδους εμπειρία ανάγνωσης. Ό,τι κι αν θελήσει να διαβάσει κάποιος, από βιβλία και εγχειρίδια, μέχρι περιοδικά και έγγραφα, το tablet της TCL δεν θα κάνει τα πράγματα απλά πιο ευχάριστα αλλά και πιο υγιεινά για τα μάτια. Για όσους αρέσκονται στο γράψιμο και θέλουν το ολοκληρωμένο πακέτο της TCL, υπάρχει και η γραφίδα T-Pen με τα 4096 επίπεδα πίεσης που το «απογειώνει». Εξαιρετικά βολική και άνετη στο κράτημα, σε συνδυασμό με τη ματ οθόνη, είναι λες και κρατάτε σημειώσεις σε τετράδιο. Το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι η γραφίδα αποτελεί μέρος του πακέτου, μαζί με μια πανέμορφη θήκη, κάτι που σίγουρα ανεβάζει την αξία του προϊόντος σε συνδυασμό με την ανταγωνιστική τιμή. Εν τέλει, αξίζει το NXTPAPER 11; Διαβάστε προσεκτικά τις προηγούμενες τρεις παραγράφους κι αν σε αυτές δείτε να αντικατοπτρίζονται τα «θέλω» και οι προτεραιότητές σας, τότε σκεφτείτε το σοβαρά. Πρόκειται για μία εξαιρετικά αξιόλογη πρόταση και εκ των καλυτέρων στην κατηγορία της.
    10 πόντοι
  10. Έπειτα από 7 χρόνια, ήρθε η ώρα να γίνει η μετάβαση σε μια νέα γενιά κονσολών. Για την Microsoft, «σημαιοφόρος» είναι το Xbox Series X, η ισχυρότερη εκ των δύο κονσολών που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στην αγορά. Είναι γνωστό πως, παρά την πολύ καλή φήμη που πλέον έχει το Xbox One χάρη στις κινήσεις της ομάδας του Phil Spencer, η αρχή της προηγούμενης ήταν κάθε άλλο παρά ρόδινη για την αμερικανική εταιρεία. Αν έπρεπε να συνοψίσουμε σε λίγες λέξεις το λανσάρισμα του Xbox Series X θα λέγαμε αυτό: η ιστορία δεν επαναλήφθηκε. Σχεδιασμός Ξεκινώντας από το κουτί, η συσκευασία είναι προσεγμένη και φωνάζει “premium” κατά το πρώτο άνοιγμα. Όλα τακτοποιημένα και άνετα, με την κονσόλα τυλιγμένη με ένα φυλλάδιο όπου αναγράφεται το σλόγκαν της νέας γενιάς: “Power your dreams”. Η συσκευασία περιλαμβάνει τα εξής: • Κονσόλα Xbox Series X • Ασύρματο χειριστήριο Xbox • Καλώδιο HDMI 2.1 • Καλώδιο τροφοδοσίας • 2x αλκαλικές μπαταρίες τύπου ΑΑ για το χειριστήριο Αφότου βγήκε το Xbox Series X από το κουτί, παρατηρήθηκε πως το πλαστικό του κέλυφος είναι... μαγνήτης δακτυλικών αποτυπωμάτων, όμως με ένα απλό πέρασμα με ένα μαλακό πανί, όλα εξαφανίζονται. Η πρώτη σκέψη ήταν, «είναι ογκώδες», όμως σε πραγματικές συνθήκες δεν ισχύει πλήρως αυτό. Σε σχήμα μονόλιθου (ή μικρού κουτιού PC, αν θέλετε), το Xbox Series X εκτείνεται για 15.1 x 15.1 εκατοστά σε πλάτος και βάθος, με ύψος 30.1 εκατοστά. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως όταν στέκεται όρθιο, είναι πολύ κοντά στο ύψος ενός Xbox One X, με μικρότερο βάθος όμως μεγαλύτερο πλάτος ελέω του ορθογώνιου σχεδιασμού του. Αυτό είναι θετικό ή αρνητικό ανάλογα με το πού υπολογίζει να το τοποθετήσει κανείς αλλά και πως. Το Xbox Series X είναι φτιαγμένο να στέκεται όρθιο ή ξαπλωμένο δίχως να απαιτείται ξεχωριστή βάση για αυτό, καθώς στη μια πλευρά διαθέτει διακριτικά ποδαράκια (οριζόντια τοποθέτηση) και στην άλλη μια στρογγυλή, ενσωματωμένη βάση (κάθετη τοποθέτηση). Η Microsoft το σχεδίασε με έναν μεγάλο ανεμιστήρα στην κορυφή, οδηγώντας τον αέρα προς τα έξω μέσω μιας εξόδου, το οποίο είναι πρακτικό για κάποιον που δεν έχει άπλετο χώρο όμως όπως πάντα, προτείνεται να του δοθεί ικανός χώρος για να «ανασαίνει» και όχι να στριμωχτεί, καθώς από την κάτω μεριά γίνεται η εισροή αέρα. Επομένως, τόσο λόγω σχήματος όσο και σχεδιασμού ψύξης, είναι καλύτερο να τοποθετηθεί κάθετα αλλά δεν έχει κανένα απολύτως πρόβλημα για όποιον θέλει και μπορεί να το χρησιμοποιήσει οριζόντια στο έπιπλό του. Είναι απλό στην όψη, ενσωματώνεται εύκολα σε πολλά σαλόνια δίχως να επηρεάζει την αισθητική, και παρά το φαινομενικά απλό του σχήμα είναι κομψό και επιβλητικό. Μετά την τοποθέτηση, σειρά έχουν οι θύρες και τα πλήκτρα. Στην μπροστινή πλευρά βρίσκεται το σήμα Xbox που λειτουργεί ως πλήκτρο on/off, η είσοδος του blu-ray drive για τους δίσκους παιχνιδιών ή ταινιών και δίπλα απο τη σχισμή, το πλήκτρο που εξάγει τους δίσκους. Λίγο πιο χαμηλά από αυτά, βρίσκεται το πλήκτρο ζεύξης για αξεσουάρ (που λειτουργεί και ως δέκτης IR), δίπλα από μια θύρα USB 3.2 Type-A. Στην πίσω μεριά, εντοπίζονται λίγες ακόμη οπές εξαερισμού και οι βασικότερες θύρες της κονσόλας: η είσοδος του καλωδίου τροφοδοσίας, η έξοδος HDMI 2.1, η είσοδος LAN, δύο ακόμη θύρες USB 3.2 Type-A και μια είσοδος για ειδικές κάρτες SSD – τον βασικό τρόπο επέκτασης του αποθηκευτικού χώρου. Κάτι που ίσως σημειωθεί ως έλλειψη είναι μια θύρα USB-C, όμως δεν είναι απολύτως απαραίτητη – περισσότερα παρακάτω, όπου θα δούμε το χειριστήριο. Μια όμορφη προσθήκη είναι ανάγλυφα σύμβολα πάνω από κάθε θύρα, για εύκολη εύρεση της θύρας που ψάχνει κανείς, με την αφή. Επίσης, τα νέα είναι ευχάριστα για όσους απογοητεύτηκαν με τη χρήση εξωτερικού τροφοδοτικού (το λεγόμενο power brick), καθώς το καλώδιο τροφοδοσίας ενώνει την κονσόλα απευθείας με την πρίζα. Αφότου συνδέθηκε στην πρίζα, τέθηκε σε λειτουργία και... ησυχία. Αυτό που μας έκανε εντύπωση είναι πως από την πρώτη στιγμή λειτουργίας έως τις τελευταίες μας ώρες με την κονσόλα, είναι το πόσο χαμηλό θόρυβο παράγει – πρακτικά, είναι αθόρυβη. Σε απλές διαδικασίες, όπως η πλοήγηση στα μενού, σχεδόν κυριολεκτικά ξεχάσαμε πως λειτουργούσε. Αυτό ίσχυσε ακόμη και για παιχνίδια, με κάποιες μικρές εξαιρέσεις όπως το Assassin's Creed Valhalla, όπου ο θόρυβος αυξήθηκε λίγο όμως ακόμη παρέμενε ανεπαίσθητος. Με απλά λόγια, οι ήχοι του παιχνιδιού που βγαίνουν από την τηλεόραση υπερκαλύπτουν τον θόρυβο της κονσόλας ακόμη και αν η ένταση βρίσκεται σε επίπεδο ψιθύρου. Παράλληλα με τον θόρυβο, ανέβηκε η θερμοκρασία του μηχανήματος, όπως είναι φυσιολογικό. Στις πιο έντονες στιγμές, δηλαδή gameplay ενός νέου παιχνιδιού όπως το Assassin's Creed Valhalla, τα επίπεδα θερμοκρασίας ήταν λίγο-πολύ παρόμοια με ενός Xbox One X στην αίσθηση. Για τον λόγο αυτό, προτείνεται ξανά να υπάρχει χώρος περιμετρικά της κονσόλας και σε καμιά περίπτωση να μην παρεμποδίζεται η ροή αέρα. Σε τέτοιες συνθήκες, δεν εκτιμούμε πως θα υπάρξει κάποιο πρόβλημα, ενώ ακόμη κι όταν ζεστάθηκε λίγο, η απόδοσή του (σε χρόνους απόκρισης, απόδοση παιχνιδιού κλπ) δεν επηρεάστηκε στο ελάχιστο, πράγμα που σημαίνει ότι είναι φυσιολογικό να λειτουργεί σε τέτοια επίπεδα θερμοκρασίας και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Πρώτες ρυθμίσεις – Μενού Υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων που θα αγοράσουν Xbox Series X: εκείνοι που είχαν Xbox One κι εκείνοι που δεν είχαν Xbox One. Και για τους δύο, οι πρώτες ρυθμίσεις της κονσόλας θα είναι μια εξίσου εύκολη και γρήγορη διαδικασία. Μέσω του Xbox App για κινητά, η εφαρμογή ανιχνεύει το Wi-Fi της κονσόλας και η όλη διαδικασία συνεχίζεται και ολοκληρώνεται μέσω της εφαρμογής, με τυπικότητες όπως δημιουργία λογαριασμού (χρειάζεται ένα Microsoft e-mail, όπως Hotmail, Outlook κλπ) και σύνδεση σε οικιακό δίκτυο. Για όσους, δε, κάνουν τη μετάβαση από Xbox One, τα πάντα μεταφέρονται από την προηγούμενη κονσόλα τους στο Series X, ως είχαν κι αυτό περιλαμβάνει χρώματα, ρυθμίσεις, ομαδοποιήσεις εφαρμογών/παιχνιδιών και άλλα. Το μόνο που δε μεταφέρεται είναι οι εγκαταστάσεις παιχνιδιών, όπως είναι λογικό, όμως κατά τα άλλα η κονσόλα είναι πανέτοιμη για χρήση. Η ευκολία αυτή υπάρχει και σε βαθύτερο επίπεδο, όπως η σωστή ρύθμιση εικόνας βάσει των όσων υποστηρίζονται από την τηλεόραση του χρήστη. Γίνεται αυτόματη ανίχνευση για τον τύπο HDR, τα υποστηριζόμενα Hz και την ανάλυση, για παράδειγμα, ανάλογα με τη θύρα στην οποία έχει συνδεθεί η κονσόλα. Αυτό πρέπει να το έχουν κατά νου όσοι διαθέτουν μια από τις νέες τηλεοράσεις με HDMI 2.1, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία αυτών διαθέτει μόνο μια θύρα HDMI 2.1 και η κονσόλα πρέπει να συνδεθεί εκεί για να αξιοποιηθεί πλήρως – θα επεκταθούμε και για αυτό παρακάτω. Όσοι έχουν στην κατοχή τους Xbox One και έχουν κάνει την αναβάθμιση στην πιο πρόσφατη έκδοση λογισμικού, θα παρατηρήσουν ότι το dashboard είναι ολόιδιο, με μια μικρή διαφορά που θα γίνει άμεσα αισθητή: ταχύτητα. Η μετάβαση οπουδήποτε από οπουδήποτε είναι αστραπιαία, κάτι που κανείς δεν μπορούσε να πει για τα παλαιότερα dashboards του Xbox One. Το Xbox Home είναι σε μεγάλο βαθμό παραμετροποιήσιμο, επιτρέποντας στον χρήστη να φτιάξει ομάδες εφαρμογών/παιχνιδιών (σαν φακέλους στη λογική) κι έπειτα να αλλάξει τη σειρά εμφάνισής τους. Η λογική που επικρατεί είναι πως το μενού εκτείνεται κάθετα, γεμίζοντας τον διαθέσιμο χώρο με επιλογές για τον χρήστη σε κάθετο και οριζόντιο επίπεδο. Ο διαχωρισμός, πρακτικά, γίνεται ανά «οθόνη», καθώς κάθε φάκελος ή εφαρμογή καταλαμβάνει την πλήρη έκταση της οθόνης. Κάτι πολύ σημαντικό για την ελληνική αγορά είναι πως η κονσόλα υποστηρίζει την ελληνική γλώσσα ως γλώσσα συστήματος (σε μενού κλπ) από την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας, κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως το dashboard λειτουργεί σε ανάλυση 1080p, ανεξάρτητα από το αν η τηλεόραση είναι 4K ή έχει επιλεγεί εξαγωγή σήματος σε 4K, γενικά. Για τον μέσο χρήστη, δεν σημαίνει κάτι αυτό, καθώς οι πιθανότητες λένε πως δεν θα το παρατηρήσει καν. Το UI του Xbox One X, για παράδειγμα, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο παρά το γεγονός ότι και εκείνη η κονσόλα είναι παραπάνω από ικανή για να το στηρίξει σε 4K, όμως η ερώτηση είναι: υπάρχει νόημα να δεσμευτούν πόροι για αυτό; Πόροι οι οποίοι μπορούν να αξιοποιηθούν για πολύ χρησιμότερες λειτουργίες, όπως το εντυπωσιακό Quick Resume. Με λίγα λόγια, επιτρέπει στον παίκτη να συνεχίσει ένα παιχνίδι ακριβώς από το σημείο που το άφησε, μέσα σε δευτερόλεπτα – ένα, ή πολλά παιχνίδια. Η «μαγεία» του Quick Resume είναι πως λειτουργεί απρόσκοπτα ακόμη και με 3-4 παιχνίδια ανοιχτά ταυτόχρονα! Μάλιστα, η μετάβαση από το ένα στο άλλο είναι υπόθεση ελάχιστων δευτερολέπτων, συχνά κάτω από 5 δευτερόλεπτα. Ο μοναδικός όρος για να λειτουργήσει είναι το παιχνίδι από το οποίο βγαίνει ο παίκτης να μην είναι online multiplayer, σαν το Sea of Thieves, για παράδειγμα. Όπως είναι φυσικό, ο παίκτης μοιράζεται τον κόσμο στον οποίο βρίσκεται με άλλους, οπότε θα ήταν αδύνατο να παραμένει εκεί και δη χωρίς επιπτώσεις. Παρότι η Microsoft δεν έχει δώσει ένα όριο στα παιχνίδια που μπορούν να παραμείνουν ανοιχτά παράλληλα, παρατηρήσαμε πως μετά τα 4 παιχνίδια το σύστημα άρχισε να γίνεται πιο αργό ενώ κάποια παιχνίδια δεν ξεκίνησαν από το σημείο όπου τα αφήσαμε. Αντ' αυτού, μεταφερθήκαμε στο κεντρικό τους μενού, γλιτώνοντας κάποια δευτερόλεπτα από το αρχικό loading και τους τίτλους αρχής, όμως όχι στο σημείο που ήμασταν. Σε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον βέβαια, είναι δύσκολο να φανταστούμε πως κάποιος θα είχε ανά πάσα στιγμή πάνω από 4 παιχνίδια παράλληλα ανοιγμένα – είναι πιθανό όμως ασυνήθιστο και ειδικά για τον μέσο χρήστη. Επιδόσεις - Δυνατότητες Εισχωρώντας στα ενδότερα, αρχίζουμε να μπαίνουμε στο «ζουμί». Σε πρώτη φάση, ας βγάλουμε από τη μέση την ερώτηση των τεχνικών χαρακτηριστικών, τα οποία έχουν ως εξής: • CPU: 8x Cores @ 3.8 GHz (3.6 GHz w/ SMT) Custom Zen 2 CPU • GPU: 12 TFLOPS, 52 CUs @ 1.825 GHz Custom RDNA 2 GPU • Die Size: 360.45 mm2 • Process: 7nm • Enhanced Memory: 16 GB GDDR6 w/ 320b bus • Memory Bandwidth: 10GB @ 560 GB/s, 6GB @ 336 GB/s • Εσωτερική μονάδα αποθήκευσης: 1TB Custom NVME SSD • Throughput: 2.4 GB/s (Raw), 4.8 GB/s • Επέκταση χώρου αποθήκευσης: Seagate 1TB Expansion Card • Εξωτερική μονάδα αποθήκευσης: USB 3.2 External HDD Support • Οπτικό μέσο: 4K UHD Blu-ray Drive • Τροφοδοτικό: 315W Ας δούμε τι προσφέρουν αυτά, με απλά λόγια. Καταρχάς, όπως αναφέρθηκε και για το μενού, οι αστραπιαίοι χρόνοι απόκρισης εκτείνονται σε κάθε μήκος και πλάτος του συστήματος και αυτό φυσικά συμπεριλαμβάνει τα παιχνίδια. Ο χρόνος που απαιτείται για να μεταβεί κάποιος από το Xbox Home σε ένα παιχνίδι είναι μόλις λίγα δευτερόλεπτα, στην πλειοψηφία των δοκιμών μας μονοψήφιος αριθμός δευτερολέπτων. Εντός παιχνιδιού, η ταχύτητα παραμένει σε παρόμοια επίπεδα, καθώς ο χρόνος που απαιτείται για ένα fast travel στο Yakuza: Like a Dragon ή Assassin's Creed Valhalla είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Κάντε εικόνα το εξής: το γραφικό που τυπικά συνοδεύει ένα loading screen, μετά βίας προλαβαίνει να προβληθεί. Αν μη τι άλλο, η νέα γενιά σημαίνει «ταχύτητα» σε κάθε τομέα, οπότε μάλλον ήρθε η ώρα να αποχαιρετίσουμε τα hints και mini-games στα loading screens. Ένας ακόμη τομέας όπου έγιναν άλματα είναι η ανάλυση συνδυαστικά με τα καρέ ανά δευτερόλεπτο που υποστηρίζονται από τις κονσόλες και -σημαντικότερο- από τα παιχνίδια. Με την έλευση του Xbox Series X, η ανάλυση 4K και 60fps σε πληθώρα τίτλων γίνεται πλέον μια πραγματικότητα και με την πάροδο του χρόνου, φαίνεται πως αυτό θα αποτελέσει το στάνταρ της γενιάς. Πέραν αυτού, υπάρχει η ακόμη εντυπωσιακότερη επιλογή για 120fps (συνήθως, σε ανάλυση χαμηλότερη από 4K). Βέβαια, αυτό απαιτεί την ανάλογη τηλεόραση όπως αναφέρθηκε αρκετά παραπάνω. Κατά γενικό κανόνα, οι φετινές QLED και OLED ενσωματώνουν τη θύρα όπως και κάποιες LED, για παράδειγμα μερικές premium τηλεοράσεις Sony. Το Xbox One X υποστήριζε 120Hz, όμως ουσιαστικά δεν υπήρχαν παιχνίδια που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τη δυνατότητα. Με το Xbox Series X, τα 120fps γίνονται πραγματικότητα για αρκετούς τίτλους, όπως τα Gears 5, The Falconeer, Dirt 5 και Yakuza: Like a Dragon ενώ το Gears of War: Ultimate Edition και η συλλογή Halo: The Master Chief Collection θα λάβουν σχετική αναβάθμιση σε δεύτερο χρόνο. Οι τηλεοράσεις 4K ενσωματώνουν θύρα HDMI 2.0 (ικανή για 4K/60) οπότε δεν τίθεται θέμα συμβατότητας και η παρουσία τους σε σπίτια είναι συντριπτικά μεγαλύτερη από ότι αυτών με HDMI 2.1, κάνοντας τήν πρόταση για 4K/60 πολύ πιο ρεαλιστική και προσιτή για τους ενδιαφερόμενους. Επομένως, η συμπερίληψη των 120Hz πρόκειται περισσότερο για future-proofing αυτή τη στιγμή παρά για κίνηση με άμεσο κέρδος, καθώς η πλειοψηφία του κόσμου δεν διαθέτει τηλεόραση που μπορεί να ανταποκριθεί 1:1 στα όσα προσφέρει η κονσόλα. Μάλιστα, το Xbox Series X είναι ικανό να αναπαράγει περιεχόμενο σε 8K/60, το οποίο είναι ο ορισμός του future-proofing – αν οι τηλεοράσεις με HDMI 2.1 είναι ακόμα «νεογνά» σε θέμα μεριδίου αγοράς, οι τηλεοράσεις 8K είναι... «αγέννητες». Γυρίζοντας πίσω στο κομμάτι 4K/60, η αναβάθμιση δεν σταματά εκεί. Βασιζόμενο στην τεχνολογία RDNA 2 της AMD και διαθέτοντας πλήρη υποστήριξη DirectX 12, το Xbox Series X σκαρφαλώνει στην κλίμακα δύναμης προσφέροντας 12tflops ισχύος στα γραφικά, που με τη σειρά του σημαίνει υποστήριξη ray tracing για πρώτη φορά σε κονσόλες. Οι νέοι τίτλοι λοιπόν, δεν θα επωφελούνται μονάχα της αυξημένης ανάλυσης ή του μεγαλύτερου ρυθμού ανανέωσης, αλλά και εντελώς νέων τεχνολογιών. Μάλιστα, οι τεχνολογίες αυτές μπορούν να δώσουν νέα πνοή ακόμη και σε παλαιότερους τίτλους – αν λάβουν τη σχετική αναβάθμιση. Μιλώντας για αναβαθμίσεις, το Smart Delivery είναι στην «καρδιά» του Xbox σαν πλατφόρμα, ανεξάρτητα από το αν είναι One ή Series. Ας πούμε πως ο χρήστης αγοράζει ένα παιχνίδι Xbox με σκοπό να παίξει στο Xbox One S του. Όταν αγοράσει το Xbox Series X, με το ίδιο δισκάκι (ή κατέβασμα μέσω του Store, αν αγοράστηκε ψηφιακά) θα μπορεί να παίξει στη νέα κονσόλα και μέσω του Smart Delivery, θα λάβει αυτόματα τις διαθέσιμες αναβαθμίσεις (εάν υπάρχουν). Ένα παιχνίδι που φέρει τη σήμανση “Optimized for Xbox Series X”, θα επωφελείται από αυξημένη ανάλυση, αριθμό καρέ, ray tracing ή οποιοδήποτε συνδυασμό αυτών, έναντι της έκδοσης Xbox One. Ουσιαστικά, ξεμπλέκει από την όποια σκέψη συμβατότητας και ξέρει πως θα έχει την κατάλληλη έκδοση για την πλατφόρμα του, δωρεάν και δίχως κάποια ιδιαίτερη διαδικασία να ακολουθήσει – η αναβάθμιση δεν διαφέρει από ένα απλό, παραδοσιακό update ως προς τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται. Επιπλέον, οι αναβαθμίσεις δεν περιορίζονται μόνο σε παιχνίδια που θα κυκλοφορήσουν από εδώ και στο εξής. Για παράδειγμα, το Dirt 5 είναι ένας τίτλος Optimized for Xbox Series X, διαθέτοντας επιλογές για αναπαραγωγή σε 4K/60 ή σε 120fps με χαμηλότερη ανάλυση και κάποιες αλλαγές σε εφέ και γραφικά. Από την άλλη, το Gears 5 θα τρέχει σε 4K/60 στο Campaign του και σε 4K/120fps στοVersus Multiplayer, με την ποιότητα των textures να είναι επίσης ανώτερη και εφάμιλλη των ρυθμίσεων “Ultra” σε ένα ισχυρό PC – όμως το Gears 5 είναι περυσινός τίτλος Xbox One που θα λάβει αναδρομικά την αναβάθμιση. Για τους χρήστες που έχουν ήδη μια βιβλιοθήκη παιχνιδιών στο Xbox One τους, ενσωματώθηκε ένα χρήσιμο φίλτρο “Optimized for Xbox Series X|S” στο “My Games & Apps” οπότε θα μπορούν με ευκολία να διακρίνουν για ποιους από τους τίτλους που ήδη έχουν στην κατοχή τους υπάρχει αναβάθμιση στη νέα κονσόλα. Για κάποιο λόγο, το φίλτρο δεν έχει τεθεί ακόμη σε λειτουργία (επιστρέφει κενή λίστα ενώ είχαμε επιβεβαιωμένα αναβαθμισμένα παιχνίδια) και πιθανότατα να λειτουργήσει από την ημέρα κυκλοφορίας και μετά – ανεξήγητη απόφαση για κάποιον που προετοιμάζεται να αναβαθμίσει από Xbox One σε Xbox Series X. Κάτι που χρήζει ειδικής μνείας είναι ο αποθηκευτικός χώρος και το πώς ακριβώς λειτουργεί ανά περίπτωση. Αρχικά, από το 1TB είναι διαθέσιμα περίπου 802GB για τον χρήστη. Το θετικό είναι πως δεν είναι απαραίτητο κάθε παιχνίδι να εγκατασταθεί στον εσωτερικό SSD αν υπάρχει εξωτερική μονάδα αποθήκευσης, καθώς μέσω εκείνης μπορούν να «τρέξουν» παιχνίδια Xbox One, Xbox 360 ή Xbox. Αν κάποιο από αυτά τα παιχνίδια διαθέτει upgrade για Xbox Series X, όμως, τότε πρέπει αναγκαστικά να μεταφερθεί στην εσωτερική μνήμη. Όπως είναι φυσικό, αν ένα παιχνίδι έχει εγκατασταθεί σε εξωτερικό δίσκο, τότε οι σβέλτες ταχύτητες που αναφέρονται παραπάνω δεν θα υπάρχουν σε επίπεδο παιχνιδιού παρά μόνο συστήματος – ο εσωτερικός SSD είναι που κάνει τη διαφορά. Η Microsoft προχώρησε ένα βήμα παραπέρα με την όλη λογική της αναβάθμισης. Όπως είναι γνωστό, κάθε παιχνίδι Xbox One (που δεν απαιτεί το Kinect) θα λειτουργεί απευθείας στο Xbox Series X, όπως και οι τίτλοι Xbox 360 και Xbox που υποστηρίζονται ήδη στο Xbox One. Κάποια παιχνίδια, όπως τα Sekiro: Shadows Die Twice, Hitman 2 και Monster Hunter World, είχαν την επιλογή ξεκλειδώματους του ορίου framerate. Αυτό ήταν δίκοπο μαχαίρι για χρήστες Xbox One X, καθώς σε κάποιες στιγμές είχαν όντως περισσότερα από 30 καρέ όμως ο αριθμός δεν ήταν ιδανικός και μάλιστα ήταν μεταβαλλόμενος ανάλογα με τα όσα εκτυλίσσονταν στην οθόνη, οπότε η εμπειρία δεν ήταν πάντα ομαλή. Στο Xbox Series X, τέτοιου είδους παιχνίδια απολαμβάνουν σχεδόν κλειδωμένα 60fps δίχως την ανάγκη για οποιαδήποτε αναβάθμιση. Μάλιστα, η υποστήριξη παλαιότερων παιχνιδιών δεν σταματάει εκεί. Μια από τις πιο εντυπωσιακές τεχνολογίες που ενσωματώνει το Xbox Series X είναι το Auto HDR, το οποίο μέσω αλγορίθμου προσθέτει HDR σε οποιοδήποτε παιχνίδι δεν το υποστηρίζει, διευρύνοντας σημαντικά το βάθος χρωμάτων και βελτιώνοντας την εικόνα. Καθώς ενσωματώνεται σε επίπεδο συστήματος, ούτε αυτό απαιτεί κάποιο update για να λειτουργήσει με τα παιχνίδια – απλώς χρειάζεται να ενεργοποιηθεί ως λειτουργία μέσα από τις ρυθμίσεις της κονσόλας. Κάποια παιχνίδια έχουν εξαιρεθεί, όπως τα Fortnite και Fallout: New Vegas καθώς από δοκιμές τής Microsoft τα αποτελέσματα είτε δεν ήταν ικανοποιητικά είτε παρέμβαιναν στην αισθητική του παιχνιδιού, όμως θα υποστηρίζεται για τον όγκο των παιχνιδιών. Δεν περιορίζεται σε παιχνίδια Xbox 360 ή Xbox, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και σε τίτλους Xbox One, όπως το Batman Arkham Knight, οι οποίοι ποτέ δεν έλαβαν σχετική αναβάθμιση κατά την κυκλοφορία του Xbox One X. Όπως είναι κατανοητό, είναι μια αυτοματοποιημένη διαδικασία και επομένως, τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα τέλεια. Συγκεκριμένα, δυσκολεύεται κυρίως σε σκηνές με πάρα πολύ έντονο φωτισμό (όπως ένας έντονος ήλιος που περνάει από πολλά σύννεφα ή μια τεράστια έκρηξη) και σε τέτοιες περιπτώσεις έχει την τάση να δίνει περισσότερη φωτεινότητα από όση χρειάζεται, με αποτέλεσμα κάποιες λεπτομέρειες να χάνονται. Όμως, στις περιπτώσεις που λειτουργεί καλά, λειτουργεί κυριολεκτικά άψογα. Εξάλλου, αν τα αποτελέσματα δεν ικανοποιούν τότε ο χρήστης μπορεί να το απενεργοποιήσει – δυστυχώς δεν υπάρχει η δυνατότητα παραμετροποίησής του. Μιας και αναφερόμαστε στο HDR, η κονσόλα δεν προορίζεται μόνο για gaming κι έτσι διαθέτει τεχνολογίες που μπορούν να αξιοποιηθούν και στις ταινίες. Υποστηρίζει τα πρότυπα HDR10 και Dolby Vision, το δεύτερο εκ των οποίων είναι συνηθέστερο σε ταινίες όμως από το 2021 κι έπειτα αναμένεται να εμφανίζεται και στα παιχνίδια. Στο λανσάρισμα, οι δημοφιλέστερες εφαρμογές video streaming (Netflix, YouTube, Apple TV) θα είναι διαθέσιμες στην κονσόλα και σε διάφορους βαθμούς υποστηρίζουν κάποιες επιπλέον τεχνολογίες, όπως HDR ή 4K. Τα Disney+ και HBO Max επίσης θα είναι εκεί, όμως δεν υποστηρίζονται στη χώρα μας. Επιπλέον, η κονσόλα υποστηρίζει Windows Sonic, Dolby Atmos και DTS Headphone: X, δίνοντας επιλογές και στο κομμάτι του ήχου. Παιχνίδια με Dolby Atmos, όπως Gears 5, Assassin's Creed Origins και Call of Duty: Warzone προσφέρουν τα μέγιστα, με ξεκάθαρο και απολαυστικό surround που (με την όποια δόση υπερβολής) πηγαίνει τον χρήστη ένα βήμα πιο βαθιά στην εμπειρία. Ας σημειωθεί εδώ πως τα Dolby Atmos και DTS Headphone: X απαιτούν την αγορά άδειας χρήσης για να λειτουργήσουν ακόμη και αν ήδη έχει κάποιος συμβατό εξοπλισμό. Βιβλιοθήκη παιχνιδιών Φυσικά, καθώς μιλάμε για μια παιχνιδοκονσόλα, ζωτικής σημασίας είναι τα παιχνίδια, όπου τα νέα είναι καλά και κακά αναλόγως τη σκοπιά. Με την αναβολή κυκλοφορίας του Halo Infinite, το Xbox Series X λανσάρεται δίχως το “killer app” που θα σπρώξει κάποιον στην αγορά του ακόμη και για ένα μόνο παιχνίδι. Όμως, τα πράγματα δεν είναι όλα «μαύρα». Αρχικά, ένας μεγάλος τίτλος που οι κριτικοί λάτρεψαν θα κάνει ντεμπούτο σε κονσόλες Xbox μαζί με την νέα κονσόλα. Το όνομα αυτού, Gears Tactics, ένα παιχνίδι turn-based tactics που θυμίζει X-COM όμως διατηρεί αναλλοίωτο το “DNA” της σειράς – αλλά τον περασμένο Απρίλιο, κυκλοφόρησε για PC. Τα Yakuza: Like a Dragon και Assassin's Creed Valhalla θα κυκλοφορήσουν σε πολλαπλές πλατφόρμες, όμως θα είναι αναβαθμισμένα στο Xbox Series X από την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας – κυκλοφορούν ταυτόχρονα με την κονσόλα. Σίγουρα, δεν έχουν το βάρος ενός νέου Halo που αποδεδειγμένα μπορεί να σηκώσει στους «ώμους» του ένα λανσάρισμα, όμως επιλογές υπάρχουν. Και εκεί είναι που γίνεται η διαφορά: ένας συνδρομητής Xbox Game Pass θα έχει εκατοντάδες παιχνίδια να παίξει από την πρώτη ημέρα που θα πιάσει στα χέρια του την κονσόλα, πολλά εκ των οποίων θα είναι Optimized for Xbox Series X ενώ ακόμη και κάποια που δεν είναι, εκμεταλλεύονται συστημικές αναβαθμίσεις (όπως Auto HDR) για να δώσουν έναν λόγο επιστροφής σε αυτά. Μαζί με το backwards compatibility, που περιλαμβάνει τίτλους Xbox One, Xbox 360 και Xbox, η λίστα διαθέσιμων τίτλων αυξάνεται κατά μερικές χιλιάδες – όμως πάλι, έχει μεγάλη διαφορά το «διαθέσιμος τίτλος» από το «αποκλειστικός τίτλος», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον καθένα. Και μιλώντας αποκλειστικά για αποκλειστικά, δεν υπάρχει κάτι εξαιρετικό στο άμεσο μέλλον – το αξιοσημείωτο The Medium δέχτηκε αναβολή για τον Ιανουάριο του 2021 και επρόκειτο για ένα από τα εντυπωσιακότερα next-gen παιχνίδια. Με τον Covid-19 να έχει επηρεάσει την ανάπτυξη πολλών παιχνιδιών, αλλά και την ομοιογένεια των νέων κονσολών τόσο μεταξύ τους όσο και με της προηγούμενης γενιάς, η μετάβαση δεν θυμίζει τόσο το παραδοσιακό «άλμα» που έγινε από το Xbox στο Xbox 360. Θυμίζει περισσότερο την μετάβαση από Xbox 360 σε Xbox One, όπου υπήρχαν cross-gen τίτλοι στο λανσάρισμα, ελάχιστα exclusives και δεν είδαμε την πραγματική δύναμη και δυνατότητες της νέας γενιάς για μερικά χρόνια. Αν κάποιος κάνει λίγη υπομονή, θα μπορεί να παίξει το Call of Duty Black Ops Cold War απευθείας στο Xbox Series X με όλες τις βελτιώσεις, όμως θα είναι ένα next-gen παιχνίδι; Ουσιαστικά, όχι. Κάποιος που έχει μεγάλη βιβλιοθήκη παιχνιδιών Xbox και δεν «καίγεται» να παίζει νέα παιχνίδια από την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας τους, θα έχει τεράστιο όφελος αν μεταβεί στο Xbox Series X λόγω της ποιότητας του backwards compatibility που ξεφεύγει από τα όρια του απλά «συμβατού». Για τον μέσο χρήστη όμως, η πραγματική ερώτηση που πρέπει να κάνει στον εαυτό του όποιος σκέφτεται την αναβάθμιση είναι η εξής: έχω/θέλω Game Pass; Η υπηρεσία της Microsoft είναι το «κλειδί» για όποιον συνδρομητή σκέφτεται τη μετάβαση, καθώς θα είναι απρόσκοπτη σε επίπεδο που δεν «καταλαβαίνει» κανείς ότι άλλαξε γενιά και κονσόλα - μάλιστα, με το λανσάρισμα της κονσόλας θα ενσωματωθεί το EA Play στη συνδρομή Xbox Game Pass Ultimate, προσφέροντας ακόμη περισσότερα παιχνίδια στη λίστα. Τα saves μεταφέρονται και οι αναβαθμίσεις παιχνιδιών για Series X είναι δωρεάν και από την πρώτη μέρα θα μπορεί να κατεβάσει πάνω από 200 παιχνίδια - οπότε τίποτα δεν τον κρατάει πίσω. Ούτε καν η συμβατότητα αξεσουάρ, καθώς χειριστήρια, ακουστικά και οτιδήποτε άλλο θα λειτουργεί κανονικότατα στο Xbox Series X. Χειριστήριο – Αξεσουάρ Το ανασχεδιασμένο χειριστήριο του Xbox Series X είναι φαινομενικά ίδιο με του Xbox One, αλλά δέχτηκε κάποιες μικρές και σημαντικές αλλαγές. Για αρχή, το d-pad είναι πλέον σε σχήμα δίσκου οκτώ κατευθύνσεων έναντι σταυρού τεσσάρων κατευθύνσεων. Οι λαβές στην πίσω πλευρά του χειριστηρίου είναι ανάγλυφες και επενδυμένες με καουτσούκ για καλύτερο και σταθερότερο κράτημα, όπως και τα δύο πλήκτρα-σκανδάλες. Μια καλοδεχούμενη προσθήκη είναι το κουμπί “Capture” στο κέντρο, το οποίο επιτρέπει την αποτύπωση στιγμιοτύπου ή την καταγραφή βίντεο με ένα ή δύο πατήματα, κι έπειτα ο χρήστης μπορεί να μοιραστεί το υλικό είτε στο Feed του είτε σε συνδεδεμένους λογαριασμούς social media. Είναι κάτι που έλειπε από το Xbox One και η λύση με το Xbox button ήταν ξεκάθαρα σκέψη-μπάλωμα – όντως, ήρθε σε δεύτερο χρόνο και ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα εύχρηστη η διαδικασία. Στην επάνω όψη βρίσκεται μια θύρα USB-C, όμως στο εσωτερικό δεν υπάρχει επαναφορτιζόμενη μπαταρία και συνεχίζεται η παράδοση των μπαταριών AA. Είναι μια καλή λύση για κάποιον που δε θέλει καλώδια κι αντ' αυτού αλλάζει διαρκώς μπαταρίες (επαναφορτιζόμενες και μη) για να μη σταματάει το παιχνίδι, όμως αυτό είναι ξεκάθαρα θέμα προτίμησης. Θα πρέπει κάποιος να στηριχτεί σε επίσημα και ανεπίσημα προϊόντα για να εξοπλιστεί με επαναφοτιζόμενες μπαταρίες, είτε το Play & Charge Kit είτε τυπικές, επαναφορτιζόμενες AA (οι οποίες δεν φορτίζουν μέσω του χειριστηρίου, παρά μόνο μέσω του φορτιστή τους). Οι βελτιώσεις του χειριστηρίου ίσως δεν ακούγονται εντυπωσιακές, όμως είναι στοχευμένες και δεν επεμβαίνουν πολύ στην επιτυχημένη φόρμουλα που έχει στα χέρια της η Microsoft. Το controller παραμένει άκρως βολικό ακόμη και μετά από ώρες παιχνιδιού, ακόμη και για ανθρώπους με μεγάλα χέρια ή δάχτυλα, ενώ χάρη στη διαγώνια τοποθέτηση των μοχλών είναι βολικό για πληθώρα παιχνιδιών είτε κάνουν χρήση του d-pad είτε όχι. Καθώς αναφέρθηκε το Play & Charge Kit, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του software υπάρχει και στο hardware της κονσόλας: backwards compatibility. Όλα τα αξεσουάρ (πέραν του Kinect) που έχει κάποιος για Xbox One, από χειριστήρια έως ακουστικά, είναι πλήρως συμβατά με το Xbox Series X – το καινούριο χειριστήριο, αντίστοιχα, λειτουργεί και σε Xbox One. Αυτό ίσως κάνει την σκέψη της μετάβασης ευκολότερη για κάποιον που έχει πληθώρα αξεσουάρ, καθώς θα γλιτώσει από έξοδα όπως έξτρα χειριστήριο ή ακουστικά και μπορεί να εστιάσει μόνο στην αγορά της κονσόλας. Συμπέρασμα Το Xbox Series X είναι ένα πραγματικό «κτήνος» επιδόσεων, από ταχύτητες και γραφικά έως πρωτοφανείς λειτουργίες όπως το Auto HDR. Είναι μια επένδυση που θα εντυπωσιάσει από την πρώτη ημέρα, δεδομένου πως ο χρήστης έχει στην κατοχή του τον κατάλληλο εξοπλισμό. Πέραν τούτου, είναι ξεκάθαρα μια επένδυση που θα αρχίσει να δείχνει τις πραγματικές της δυνατότητες σε βάθος χρόνου -ίσως και με την έλευση του Halo Infinite- καθώς κατά την κυκλοφορία αλλά και για λίγους μήνες αργότερα, λείπει το «ένα παιχνίδι» που θα κάνει κάποιον να τρέξει προς την κονσόλα. Βέβαια, για κάποιον που ήδη ανήκει στο οικοσύστημα του Xbox ή θέλει να εισέλθει για πρώτη φορά, η μετάβαση είναι μια άκρως δελεαστική πρόταση καθώς ο συνδυασμός backwards compatibility (software και hardware), αναβαθμίσεων και Xbox Game Pass είναι κάτι που δύσκολα θα μπορέσει να αντισταθεί όποιος περάσει λίγο χρόνο με τη νέα κονσόλα.
    10 πόντοι
  11. Τους τελευταίους μήνες, η εταιρεία be quiet! ανανεώνει σταδιακά και ουσιαστικά την προϊοντική της γκάμα, ανακοινώνοντας νέες λύσεις ή ανασχεδιασμένες εκδόσεις ήδη επιτυχημένων εμπορικά προϊόντων. Ανάμεσα στα νέα προϊόντα που παρουσίασε η γνωστή Γερμανική εταιρεία βρίσκεται και το Dark Base 701, ένα κουτί που απευθύνεται σε παίκτες και απαιτητικούς χρήστες, οι οποίοι επιθυμούν να «στήσουν» ένα σύστημα υψηλών προδιαγραφών για παιχνίδι ή εργασία με απαιτητικές εφαρμογές δημιουργίας περιεχομένου. Όπως είναι φανερό και από την ονομασία του, το συγκεκριμένο κουτί, που αποτελεί το βασικό θέμα του παρόντος άρθρου, ανήκει στη σειρά «Dark Base», την κορυφαία σειρά κουτιών της γνωστής κατασκευάστριας. Η σειρά Dark Base που διακρίνεται για την υψηλή ποιότητα κατασκευής, την απαράμιλλη ευελιξία και τα κορυφαία χαρακτηριστικά ψύξης και μείωσης θορύβου βρίσκεται πάνω από τη σειρά Silent Base, τη σειρά Shadow Base και την οικονομικότερη σειρά Pure Base. Επαγγελματική εμφάνιση και υψηλή ποιότητα κατασκευής Το Dark Base 701 ακολουθεί τη γνωστή «επαγγελματική» σχεδιαστική γλώσσα της εταιρείας που συνδυάζει λιτές γραμμές με απέριττα, μίνιμαλ στοιχεία. Καθώς ωστόσο προορίζεται και για παίκτες, στην πρόσοψη υπάρχουν δύο σχετικά διακριτικές κάθετες ράβδοι φωτισμού τεχνολογίας LED RGB που «τρέχουν» κατά μήκος των δύο εμπρόσθιων πυλώνων. Για ακόμη μία φορά η be quiet! παρουσίασε ένα προϊόν μέσω του οποίου αποδεικνύει την προσοχή και την έμφαση που δίνει στην ποιότητα κατασκευής και στην λεπτομέρεια με εξαιρετικής ποιότητας πλαστικά τμήματα και αψεγάδιαστο φινίρισμα που βρίσκεται στην κορυφή της «τροφικής αλυσίδας». Κορυφαία ροή αέρα και ευχρηστία Το Dark Base 701 αποτελεί τον διάδοχο του Dark Base 700, το οποίο σχεδιάστηκε με γνώμονα την αθόρυβη λειτουργία, χαρακτηριστικό που είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί στη ροή του αέρα. Καθώς ωστόσο τα υποσυστήματα των υπολογιστών γίνονται ολοένα και απαιτητικότερα ενεργειακά, οι απαιτήσεις για καλή ψύξη και επαρκή ροή αέρα είναι σημαντικά μεγαλύτερες. Με το τελευταίο κατά νου, η be quiet! σχεδίασε το κουτί Dark Base 701 με διάτρητα πάνελ ώστε να αυξηθεί η ροή του αέρα στο εσωτερικό του κουτιού. Ευελιξία και συμβατότητα To Dark Base 701 διαθέτει υποστήριξη για έως και δύο συστήματα υδρόψυξης 360 mm, τα οποία μπορούν να τοποθετηθούν στο άνω ή στο μπροστινό τμήμα του κουτιού. Επίσης, υποστηρίζει τροφοδοτικά ATX μήκους έως 250 mm και κάρτες γραφικών μήκους έως 430 mm. Από πλευράς ανεμιστήρων, μπορούν να τοποθετηθούν έως και τρεις ανεμιστήρες 120mm ή 140mm στο άνω τμήμα ή στο μπροστινό μέρος ενώ ένας ακόμη ανεμιστήρας 120mm ή 140mm μπορεί να τοποθετηθεί στο πίσω μέρος. Για αυξημένη ροή αέρα, μπορεί να τοποθετηθεί ένας επιπλέον ανεμιστήρας 120mm ή 140mm στο κάτω μέρος του κουτιού. Όπως μπορείτε να δείτε και στην παρακάτω εικόνα, το Dark Base 701 διαθέτει πολλά αφαιρούμενα ή συρταρωτά τμήματα για μέγιστη ευελιξία και προσαρμοστικότητα. Χάρη σε αυτή την λογική, η διαδικασία συναρμολόγησης -ή αναβάθμισης- ενός υπολογιστή γίνεται απλούστερη ενώ ευκολότερος είναι και ο καθαρισμός εφόσον κριθεί απαραίτητος. Χαρακτηριστικά και δυνατότητες Στο άνω τμήμα της πρόσοψης, το κουτί της be quiet! διαθέτει μία υποδοχή USB 3.2 Gen 2 Type-C και δύο υποδοχές USB 3.2 Gen 1 Type-A, υποδοχές για μικρόφωνο και ακουστικά και δύο κουμπιά, ένα για τους ανεμιστήρες (για τη ρύθμιση του ρυθμού περιστροφής των ανεμιστήρων που έχουν συνδεθεί με τον ενσωματωμένο ελεγκτή PWM σε τρία επίπεδα) και έναν για τον φωτισμό των δύο διακριτικών ράβδων στην πρόσοψη και των ανεμιστήρων (οι οποίοι έχουν συνδεθεί με τον ελεγκτή φωτισμού που επίσης διαθέτει το κουτί). Όσον αφορά στον φωτισμό, υπάρχουν προ-ρυθμισμένα χρώματα και εφέ (τύπου ουράνιου τόξου). Τόσο το άνω τμήμα όσο και τα «πλαϊνά καλύμματα» αφαιρούνται εύκολα χάρη στις χειρόβιδες που υπάρχουν. Το ένα από τα δύο πλαϊνά καλύμματα είναι κατασκευασμένο από φιμέ ενισχυμένο γυαλί (tempered glass) ενώ το άλλο διαθέτει ηχομονωτική επένδυση (πάχους μερικών χιλιοστών) για τον περιορισμό του παραγόμενου θορύβου, αν και όπως αναφέραμε, πρώτο μέλημα της be quiet! με το Dark Base 701 ήταν η αδιάλειπτη και ισχυρή ροή αέρα προς το εσωτερικό για την υψηλότερη δυνατή απόδοση και όχι ο περιορισμός του θορύβου (υπάρχει η σειρά Silent Base για όσους επιθυμούν αθόρυβη λειτουργία). Το άνω τμήμα της κατασκευής είναι διάτρητο για μέγιστη ροή αέρα. Ακριβώς από κάτω υπάρχει μία ειδική, μεταλλική βάση (tray) που αφαιρείται και τοποθετείται συρταρωτά. Η βάση επιτρέπει την εγκατάσταση έως και τριών ανεμιστήρων 120mm ή 140mm ή την εγκατάσταση ενός ψυγείου υδρόψυξης μεγέθους 360mm. Η εγκατάσταση/ τοποθέτηση του ψυγείου υδρόψυξης στο άνω μέρος του κουτιού είναι εξαιρετικά απλή κατά αυτόν τον τρόπο καθώς σου επιτρέπει να εργαστείς με το ψυγείο και τη βάση εύκολα και μακριά από το κουτί. Η εταιρεία πάντως έχει προ-εγκαταστήσει τρεις ποιοτικούς και υψηλής απόδοσης ανεμιστήρες Silent Wings 140mm PWM στο κουτί, έναν στο μπροστινό τμήμα, έναν στο άνω τμήμα και έναν στο πίσω μέρος (140mm). Η εταιρεία βεβαίως έχει εφοδιάσει το Dark Base 701 και με φίλτρα σκόνης (στην πρόσοψη και στο κάτω μέρος) που αφαιρούνται εύκολα και πλένονται για… ανώδυνο καθάρισμα. Η Dark Base 701 διαθέτει επτά συνολικά υποδοχές PCIe και τρεις κάθετα προσανατολισμένες υποδοχές PCIe καθώς υποστηρίζει και κάθετα τοποθετημένες κάρτες γραφικών με σχεδιασμό έως και τριών υποδοχών (triple-slot) και όχι παραπάνω καθώς είτε δεν θα υπάρχει αρκετή ροή αέρα (η κάρτα γραφικών σχεδόν θα ακουμπά στο γυάλινο πλαϊνό) είτε θα χρειαστεί να κάνετε… πατέντες. Σκεφτείτε τώρα να τοποθετήσετε την κάρτα γραφικών κάθετα με την μητρική πλακέτα ανεστραμμένη; Ευτυχώς, το Dark Base 701 δίνει και αυτή τη δυνατότητα επιλογής στον χρήστη για ένα αρκετά εντυπωσιακό αποτέλεσμα όπως μπορείτε να δείτε και στην παρακάτω εικόνα. Η βάση για την μητρική (το motherboard tray) μπορεί να αφαιρεθεί και να τοποθετηθεί ανάποδα ώστε να εξυπηρετήσει ιδιαίτερες ανάγκες (υπάρχουν ορισμένοι χρήστες που προτιμούν να έχουν τον υπολογιστή στην αριστερή πλευρά του γραφείου τους, οπότε είναι θετικό που το Dark Base 701 παρέχει αυτή την ευκολία) ή για να διευκολύνει την εγκατάσταση των υποσυστημάτων για κάποια συγκεκριμένη ομάδα χρηστών. Το τροφοδοτικό, το οποίο τοποθετείται στη θέση του συρταρωτά από το πίσω μέρος του κουτιού, βρίσκεται όπως θα δείτε και παρακάτω στο δικό του διαμέρισμα για λόγους που έχουν να κάνουν με την καθαρότερη ροή αέρα, τον περιορισμό της παραγόμενης -από το τροφοδοτικό- θερμότητας αλλά και του θορύβου. Ο θάλαμος για το τροφοδοτικό απομονώνει το συγκεκριμένο υποσύστημα από τα υπόλοιπα. Τα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης είναι η μείωση του θορύβου και η ελαχιστοποίηση των παρεμβολών στη ροή του αέρα και στην θερμοκρασία των υπόλοιπων υποσυστημάτων. Ο θάλαμος απομόνωσης επίσης βοηθάει σημαντικά και στην τακτοποίηση των καλωδίων (ώστε να μην φαίνονται και να μην επηρεάζουν αρνητικά το ρεύμα αέρα) ενώ ενσωματώνει και τον κλωβό για τους τρεις σκληρούς δίσκους 3,5” (σύμφωνα με την εταιρεία μπορεί να δεχτεί πέντε μονάδες αποθήκευσης 3,5” και τρεις μονάδες αποθήκευσης 2,5”. Ακριβώς πάνω από τον κλωβό για τους σκληρούς δίσκους υπάρχει ένα αφαιρούμενο πλαστικό κάλυμμα (το οποίο μπορεί να αλλάξει με ένα άλλο που διαθέτει γρίλιες για τον εξαερισμό των σκληρών δίσκων). Με την αφαίρεση του συμπαγούς πλαϊνού καλύμματος, έχετε πρόσβαση σε αρκετές δυνατότητες και λύσεις διαχείρισης των καλωδιώσεων για ένα άψογο οπτικά αποτέλεσμα. Πίσω από τη συρταρωτή βάση της μητρικής πλακέτας βρίσκεται ο PWM και ARGB ελεγκτής/ hub που επιτρέπει την σύνδεση έως και οκτώ ανεμιστήρων PWM και δύο επιπλέον συσκευών ARGB (έχουν ήδη συνδεθεί οι μπροστινές ράβδοι φωτισμού και οι τρεις προεγκατεστημένοι ανεμιστήρες). Συμπέρασμα Το Dark Base 701 δεν είναι τερατώδες από άποψη διαστάσεων ( 565 x 249 x 523 mm με τα ποδαράκια), μπορεί όμως να χωρέσει σχεδόν τα πάντα, ακόμα και μητρικές τύπου EATX με διαστάσεις 305 x 275 mm, τροφοδοτικά ATX μήκους έως 250 mm και κάρτες γραφικών μήκους έως 430 mm. Επίσης μπορεί να δεχτεί έως και δύο ψυγεία υδρόψυξης έως και 360mm. Αν και οι σειρές Shadow Base και Silent Base διαθέτουν εξαιρετικές λύσεις για όλους τους χρήστες -ειδικά τους χρήστες και παίκτες που δίνουν προτεραιότητα στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα θορύβου- όσοι αποζητούν την υψηλότερη απόδοση είναι καλύτερο να στραφούν σε κάποιο προϊόν της σειράς Dark Base και το νεότερο «701» είναι μία εξαιρετική πρόταση, με κορυφαία ποιότητα κατασκευής και φινίρισμα, πολλές δυνατότητες και ακόμα περισσότερες ευκολίες.
    9 πόντοι
  12. Η σειρά T της Xiaomi είναι αρκετά ιδιαίτερη εκ φύσεως. Με τις συσκευές της να κυκλοφορούν λίγο πριν το λανσάρισμα της αμέσως επόμενης αριθμητικά, ξεφεύγουν από την πεπατημένη που ακολουθούν οι περισσότεροι σχεδιαστές με smartphones που είτε είναι πιο συμπαγή και ελαφριά, είτε έχουν λίγο πιο light τεχνικά χαρακτηριστικά. Στην περίπτωση του Xiaomi 13T Pro όμως έχουμε πιθανότατα ό,τι καλύτερο θα μπορούσαμε να περιμένουμε, χάρη σε μία πρόταση που υπερτερεί στα σημεία του 13 Pro εισάγοντας παράλληλα αρκετές καινοτομίες στη σειρά T και ενώ από πλευράς κόστους βρίσκεται σε υψηλά μεν, αρκετά πιο… γήινα δε επίπεδα. Τι εντυπώσεις μας άφησε όμως το Xiaomi 13T Pro; Για να δούμε… Εμφάνιση – Σχεδιασμός Από πλευράς διαστάσεων το Xiaomi 13T Pro δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το 13 Pro. Μιλάμε για μια συσκευή που δεν περνά απαρατήρητη άλλωστε με διαστάσεις 162,2 x 75,7 x 8,5 χιλ. και βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 200 και 206 γραμμαρίων -ανάλογα την έκδοση που θα επιλέξει κάποιος. Έρχεται σε τρεις επιλογές χρωμάτων: απαλό πράσινο, μαύρο και ανοιχτό μπλε. Από αυτές, οι δύο πρώτες φέρουν γυάλινη πλάτη με την τρίτη να διαθέτει επένδυση από vegan δέρμα (σημείωση: η λέξη «vegan» δεν θα πρέπει να δημιουργεί εντυπώσεις ως προς τη βιωσιμότητα του κινητού, αφού η συσκευασία του κάθε άλλο παρά φιλική απέναντι στο περιβάλλον είναι ενώ δεν αναφέρεται η χρήση ανακυκλωμένων υλικών στην κατασκευή του). Αισθητικά η τελευταία είναι κλάσεις ανώτερη των άλλων δύο: η αίσθηση που αφήνει στην αφή είναι απλά υπέροχη, η υφή είναι συν τοις άλλοις και αντιολισθητική ενώ και το ίδιο το χρώμα την κολακεύει ακόμα περισσότερο. Μόνη παραφωνία το πλαίσιο των καμερών το οποίο είναι μαύρου χρώματος και ξεχωρίζει πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε (ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που έχουμε δει πραγματικά premium υλοποιήσεις όπως αυτές των ASUS Zenfone 10, iPhone 15, Samsung Galaxy S23 κ.α.). Σε αυτό ξεχωρίζουν η κύρια κάμερα και ο τηλεφακός ενώ σε περίπτωση που θελήσετε να ισορροπήσετε τη συσκευή σε μία επιφάνεια, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη διάφανη θήκη που θα βρείτε στη συσκευασία. Επιπλέον η μαύρη έκδοση που είχαμε για τους σκοπούς της δοκιμής, μάζευε πολύ εύκολα δακτυλιές. Η αριστερή πλευρά του smartphone είναι εντελώς άδεια. Στη δεξιά υπάρχουν τα πλήκτρα αυξομείωσης της έντασης του ήχου και ενεργοποίησης/κλειδώματος ενώ στην επάνω του πλευρά συναντάμε τη θύρα υπερύθρων, μικρόφωνο και το ένα -το μικρότερο- εκ των δύο στερεοφωνικών ηχείων. Στην κάτω έχουμε τη θύρα USB Type-C, το έτερο ηχείο και την υποδοχή για την κάρτα SIM. Στην πρόσοψη φυσικά δεσπόζει η οθόνη για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω ενώ ψηλά στο κέντρο υπάρχει σε μορφή punch hole η (spoiler alert) μάλλον μέτρια κάμερα πρόσοψης. Η συναρμολόγηση της συσκευής πάντως είναι αρκετά στιβαρή αφήνοντας άριστες εντυπώσεις, ενώ στα θετικά προσμετράμε και την προστασία από νερό και σκόνη βάσει πιστοποίησης IP68. Οθόνη – Κάμερες Η Xiaomi δεν έκανε… τσιγγουνιές σε ό,τι αφορά την οθόνη του 13T Pro αφού το έχει εφοδιάσει με μία AMOLED 6,67 ιντσών, ανάλυσης FHD+ (μεταφράζεται σε 2712 x 1220 pixels) στα 446 ppi, με λόγο διαστάσεων 20:9, μέγιστο ρυθμό ανανέωσης εικόνας 144 Hz, ρυθμό δειγματοληψίας έως και 480 Hz, τυπική και μέγιστη φωτεινότητα 1200 και 2600 nits και τεχνολογίες AdaptiveSync, HDR10+ και Dolby Vision. Φέρει προστασία Corning Gorilla Glass 5 ενώ από κάτω της υπάρχει σαρωτής δακτυλικού αποτυπώματος ο οποίος μας άφησε άριστες εντυπώσεις κατά τις δοκιμές μας αφού σε όλες τις περιπτώσεις ήταν ταχύτατος, επιτρέποντας το ξεκλείδωμα της συσκευής και την ταυτοποίησή μας στη στιγμή και δίχως την παραμικρή καθυστέρηση. Η οθόνη του Xiaomi 13T Pro δεν είναι ιδανική μόνο στα χαρτιά αλλά και στην πραγματικότητα. Για την ακρίβεια μιλάμε για την καλύτερη οθόνη που έχουμε δει σε συσκευή της Xiaomi (μαζί με αυτές των 13T και Redmi K60 Ultra) και μία από τις καλύτερες προτάσεις στην κατηγορία του 13T Pro μαζί με εκείνη του Motorola Edge 40 Pro. Η εμπειρίες θέασης που χαρίζει είναι απλά εξαιρετικές, προσφέροντας και πλήρεις δυνατότητες παραμετροποίησης. Ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να προσαρμόσει τον ρυθμό ανανέωσης. Βρήκαμε ότι η αυτόματη λειτουργία είναι μακράν η καλύτερη επιλογή που μπορεί να κάνει κανείς, με το smartphone να αυξομειώνει τον ρυθμό ανανέωσης μεταξύ 60 και 144 Hz ανάλογα την εφαρμογή (υπάρχει και επιλογή 30 Hz αλλά πρακτικά χρησιμοποιείται μόνο για τις ανάγκες της λειτουργίας Always On). Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ο ρυθμός θα βρίσκεται στα 60 Hz ενώ εννοείται πως τα 144 Hz προσφέρονται μόνο στις εφαρμογές και τα παιχνίδια που τα υποστηρίζουν (hint: δεν είναι πολλά). Δεν έχουμε κανένα παράπονο ως προς τα χρώματα και την πιστότητά τους. Η συσκευή διαθέτει βάθος χρώματος 12 bit (με δυνατότητα απεικόνισης έως 68 δισ. χρώματα) προσφέρει διάφορες επιλογές, καθεμία εκ των οποίων αφορά και διαφορετικό χρωματικό χώρο (DCI-P3, DCI-P3 με έξτρα κορεσμό, sRGB). Η φωτεινότητα βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα με τις τιμές της να ανταποκρίνονται πλήρως στα όσα υπόσχεται η Xiaomi. Η αυτόματη προσαρμογή μοιάζει να ‘ναι για άλλη μια φορά η βέλτιστη λύση αφού εξασφαλίζει πως ακόμα και κάτω από τις ακτίνες του ήλιου, το περιεχόμενο της οθόνης θα είναι ευδιάκριτο (βοηθά σε αυτό και η λειτουργία Sunlight Boost). Εκεί που η οθόνη του Xiaomi 13T Pro δείχνει τα δόντια της, είναι κατά το streaming και το gaming. Η υποστήριξη HDR10, HDR10+ και Dolby Vision έχει ως αποτέλεσμα το συμβατό περιεχόμενο (βλ. Netflix, Prime και λοιπές πλατφόρμες που το υποστηρίζουν) να φαίνεται απλά υπέροχο. Όσον αφορά στο gaming, οι υψηλοί ρυθμοί ανανέωσης και δειγματοληψίας κάνουν θαύματα, προσφέροντας gameplay χωρίς ίχνος lag, κάτι που βέβαια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά της συσκευής στα οποία θα επεκταθούμε παρακάτω. Εξίσου ενδιαφέροντα είναι τα πράγματα στον τομέα των καμερών. Για τις ανάγκες του 13T Pro, η Xiaomi συνεργάστηκε με τη Leica για πρώτη φορά στη συγκεκριμένη σειρά, προικίζοντάς το με ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σετ τριών φακών. Έτσι λοιπόν, στο πίσω μέρος του Xiaomi 13T Pro συναντάμε φακό επτά σημείων ανάλυσης 50 MP με αισθητήρα Sony IMX 707 1/1,28 ιντσών στα 1,22 μm, διάφραγμα f/1,9 και OIS, τον οποίο πλαισιώνει τηλεφακός πέντε στοιχείων OmniVision OV50D ανάλυσης επίσης 50 MP, 0,61 μm, 1/2,88 ιντσών, οπτικό zoom 2x και διάφραγμα f/1,9 και υπερευρυγώνια κάμερα OmniVision OV13B στα 13 MP, 1,12 μm, 1/30,6 ιντσών και διάφραγμα f/2,2. Η κύρια κάμερα μπορεί να μοιάζει με πισωγύρισμα σε σχέση με εκείνη του Xiaomi 12T Pro, τουλάχιστον βάσει τεχνικών χαρακτηριστικών (υπενθυμίζουμε ότι ο προκάτοχος του 13T Pro διέθετε κάμερα ανάλυσης 200 MP) όμως στην πράξη τα όσα μπορεί να πετύχει είναι κλάσεις ανώτερα. Για την ακρίβεια, το Xiaomi 13T Pro διαθέτει όπως διαπιστώσαμε μία από τις καλύτερες κάμερες όχι απλά στην κατηγορία του αλλά στην αγορά! Στη διάθεσή σας βρίσκονται δύο λειτουργίες επεξεργασίας: η Leica Vibrant και Leica Authentic. Σε κάθε σας λήψη θα πρέπει να έχετε επιλέξει μία εκ των δύο. Η πρώτη προσφέρει πιο ζωηρά και έντονα χρώματα με υψηλότερη αντίθεση, ενώ η δεύτερη εστιάζει στον ρεαλισμό.Παράλληλα υπάρχει και λειτουργία AI για έξτρα βελτιώσεις η οποία όμως είναι καθαρά προαιρετική. Η προεπιλεγμένη ανάλυση των φωτογραφιών του Xiaomi 13T Pro είναι στα 12,5 MP. Έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε τα 50 MP όμως ρεαλιστικά δεν θα δείτε σπουδαίες διαφορές -πέραν των επιπρόσθετων λεπτομερειών λόγω της μεγαλύτερης ανάλυσης. Παρ’ ότι δοκιμάσαμε αρκετά και τις δύο λειτουργίες, δεν μπορέσαμε να βγάλουμε «νικητή». Όχι ότι είναι απαραίτητο να γίνει κάτι τέτοιο. Τα πάντα είναι θέμα προτίμησης και αισθητικής του εκάστοτε χρήστη: η Leica Vibrant εκμεταλλεύεται περισσότερο το HDR, η Leica Authentic δίνει έμφαση στο φυσικό αποτέλεσμα. Διαλέγετε και παίρνετε. Περνώντας στη λειτουργία πορτρέτου, το Xiaomi 13T Pro σας δίνει ουκ ολίγες επιλογές προκειμένου να βρείτε εκείνη που σας εκφράζει περισσότερο. Όποια κι αν επιλέξετε, το αποτέλεσμα θα είναι λεπτομερέστατο, με σπουδαία χρώματα και φυσικούς τόνους, ενώ και το bokeh είναι ακριβώς όπως πρέπει. Το Xiaomi 13T Pro δεν πτοείται ούτε όταν πέσει το σκοτάδι. Διαθέτει Auto Night Mode το οποίο και θα σας συστήναμε να χρησιμοποιήσετε αφού το smartphone ξέρει καλύτερα από εσάς πότε πρέπει να χρησιμοποιήσει τη σχετική λειτουργία και πότε όχι. Όπως και τη μέρα πάντως, έτσι και τη νύχτα -ή τέλος πάντων σε χώρους με περιορισμένο φως- οι λήψεις σας θα είναι άκρως εντυπωσιακές, χωρίς θόρυβο, με μεγάλο δυναμικό εύρος και εντυπωσιακό βαθμό λεπτομέρειας. Γενικά παρατηρήσαμε τις ημέρες που δοκιμάζαμε τη συσκευή, μια "δίψα" για την πραγματοποίηση φωτογραφικών λήψεων, κάτι που είχαμε καιρό να νιώσουμε. Εκεί που δυστυχώς το Xiaomi 13T Pro μας τα χαλάει είναι στην κάμερα πρόσοψης. Η Xiaomi επέλεξε να το εξοπλίσει με έναν αισθητήρα Sony IMX596 ανάλυσης 20 MP, 26 χιλ. και διαφράγματος f/2,2 στις 1/2,8 ίντσες σχεδιασμού Quad Bayer. Ναι μεν υποστηρίζονται HDR και Auto Night Mode όμως η ποιότητα είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων μέτρια. Η κάμερα είναι μια χαρά για βιντεοκλήσεις και selfies που θα τις χαζέψετε στην οθόνη του smartphone όμως για καθετί παραπάνω κρίνεται μάλλον ανεπαρκής. Εννοείται πως η Leica δεν έχει την παραμικρή εμπλοκή στη συγκεκριμένη κάμερα και πώς θα μπορούσε άλλωστε. Η Xiaomi θα μπορούσε να διορθώσει το πρόβλημα σε μεταγενέστερη έκδοση της σειράς T, όμως με το 13T Pro έπαιξε κι έχασε. Στα του βίντεο, μπορείτε να τραβήξετε 8K@24fps κλιπ, αν και η δική μας προτίμηση ήταν η επιλογή 4K@60fps, κυρίως λόγω καλύτερης σταθεροποίησης. Η ρύθμιση αυτή προσφέρεται τόσο στην κύρια κάμερα, όσο και στον τηλεφακό, με την υπερευρυγώνια να έχει ταβάνι τα 1080p@60fps. Στη διάθεσή σας βρίσκονται αρκετές έξτρα δυνατότητες όπως λειτουργία Super Stable, Teleprompter (θα το βρουν εξαιρετικά χρήσιμο όσοι αρέσκονται να δημιουργούν περιεχόμενο βίντεο), HDR10+ και δυνατότητα επιλογής codec (h.264 ή h.265). Το Xiaomi 13T Pro δεν θα σας απογοητεύσει ό,τι κι αν διαλέξετε με το τελικό αποτέλεσμα να διαθέτει σπουδαία αντίθεση, ισορροπημένα χρώματα και μεγάλο δυναμικό εύρος. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Στο εσωτερικό του το Xiaomi 13T Pro κρύβει το ισχυρότερο SoC της MediaTek, Dimensity 9200+. Μπορεί αυτό βάσει benchmarks να υπολείπεται σε ισχύ του Snapdragon 8 Gen 2 του 13 Pro όμως στην πράξη δεν πρόκειται να εντοπίσετε κάτι τέτοιο όσο κι αν ζορίσετε τη συσκευή. Ο οκταπύρηνος επεξεργαστής συνοδεύεται από γραφικά ARM Immortalis G-715 MC11, 12 GB ή 16 GB ταχύτατης RAM και 256 GB, 512 GB ή 1 TB αποθηκευτικού χώρου UFS 4.0 χωρίς υποδοχή για κάρτα μνήμης (αλλά με δυνατότητα RAM Extension 4 GB, 6 GB ή 8 GB). Προσπαθήσαμε να φέρουμε το Xiaomi 13T Pro στα όριά του. Τρέξαμε απαιτητικά video games (Asphalt 9: Legends, EA Sports FC 24, Mortal Kombat, GRID Autosport), χρησιμοποιήσαμε εφαρμογές παράλληλα και αρχίσαμε να εναλλασσόμαστε κατά ριπάς μεταξύ τους. Το Xiaomi 13T Pro δεν κατάλαβε τίποτα, παραμένοντας εξίσου σβέλτο. Το μόνο που παρατηρήσαμε σε κάποια από τα παραπάνω ήταν μία ελαφριά αύξηση της θερμοκρασίας στις επιφάνειές του αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να μας ενοχλήσει. Η συσκευή θερμαινόταν κομματάκι και κατά τη φόρτιση, κάτι μάλλον αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς την σούπερ ταχεία φόρτιση 120 W που υποστηρίζει με χρήση του παρεχόμενου φορτιστή που σας περιμένει μέσα στη συσκευασία. Η μπαταρία των 5000 mAh βγάζει άνετα μία ημέρα σκληρής χρήσης (αν μιλάμε για casual καταστάσεις, τότε θα τη δείτε να αντέχει και μέχρι το επόμενο μεσημέρι) κι ακόμα κι όταν έρθει η ώρα της φόρτισης, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερα: 0-100 σε κάτι λιγότερο από μισή ώρα! Αν υπήρχε και ασύρματη φόρτιση, το Xiaomi 13T Pro θα άγγιζε την τελειότητα. Η συσκευή τρέχει Android 13 με την Xiaomi να προσφέρει -κρατηθείτε- τέσσερα χρόνια αναβαθμίσεων λειτουργικού και πέντε χρόνια ενημερώσεων ασφαλείας. Με άλλα λόγια, αν ψάχνετε για μία future-proof λύση, εδώ είστε. Στο Xiaomi 13T Pro συναντάμε το MIUI 14, ένα από τα πιο ιδιαίτερα περιβάλλοντα χρήστη αφού αισθητικά ακροβατεί μεταξύ Android και iOS: αν συνεχίσετε με τις προεπιλογές του, θα καταλήξετε με ένα περιβάλλον που φέρνει περισσότερο σε αυτό της Apple, κάτι που ενδεχομένως να μπερδέψει όσους έρχονται από άλλους κατασκευαστές Android. Οι φίλοι της Xiaomi πάντως δεν θα έχουν πρόβλημα, κάτι που ισχύει με οποιονδήποτε είναι διατεθειμένος να αφιερώσει χρόνο ώστε να προσαρμόσει το MIUI στα μέτρα του -και αυτό δεν πρόκειται να τον απογοητεύσει. Οι συντομεύσεις, τα πρόσθετα μενού και οι έξτρα λειτουργίες είναι εδώ για να κάνουν τη ζωή σας ευκολότερη, φτάνει να τα ανακαλύψετε. Στα θετικά του περιβάλλοντος της Xiaomi βρίσκεται και το περιορισμένο bloatware. Συμπέρασμα Το Xiaomi 13T Pro είναι μία από τις πλέον value for money προτάσεις στην κατηγορία του ειδικά αν συνδυαστεί με τις πολύ ενδιαφέρουσες προωθητικές ενέργειες στις οποίες προχωρά η εδώ αντιπροσωπεία κατά το λανσάρισμα. Αν βρίσκεστε σε αναζήτηση high-end Android συσκευής, το συγκεκριμένο θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει την ιδανική επιλογή για εσάς. Με σπουδαία οθόνη, υπέροχες κάμερες, μεγάλη αυτονομία και φοβερά τεχνικά χαρακτηριστικά που εγγυώνται απόλυτα ομαλές εμπειρίες χρήσης όσο κι αν το ζορίσετε, το Xiaomi 13T Pro έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στα «θέλω» σας όποια κι αν είναι αυτά. Τα όποια αρνητικά του είναι δευτερευούσης σημασίας και μπροστά στα όσα μπορεί να κάνει, περνούν μάλλον απαρατήρητα.
    9 πόντοι
  13. Το φετινό iPhone 15 Pro αποτελεί σημείο αναφοράς, ίσως για τον πιο παράξενο λόγο. Δεν θα συζητηθεί τόσο λόγω της κάμερας, της οθόνης ή του design αλλά λόγω της… θύρας USB-C. Είναι το πρώτο iPhone που λέει «αντίο» στη θύρα Lightning κι εκσυγχρονίζεται, προσφέροντας ευελιξία στους χρήστες. Πέραν αυτού, όμως, υπάρχουν κι άλλες βελτιώσεις σε κάμερα, σχεδιασμό και «εντόσθια». Έχοντας χρησιμοποιήσει για αρκετό διάστημα το iPhone 15 Pro, παραθέτουμε την γνώμη μας για τη φετινή ναυαρχίδα της Apple. Σχεδιασμός – Οθόνη Η πρώτη μεγάλη αλλαγή φαίνεται από την στιγμή που πιάνουμε τη συσκευή στα χέρια μας. Είναι ελαφρύτερη κατά ~20 γραμμάρια (πλέον στα 221 γραμμάρια), χάρη στο υλικό κατασκευής που προτιμήθηκε φέτος: τιτάνιο αντικαθιστά το ανοξείδωτο ατσάλι του περυσινού μοντέλου. Οι διαστάσεις παραμένουν παρόμοιες όμως ελάχιστα μικρότερες (159.9x76.7x8.3cm), οπότε η χρήση με ένα χέρι είναι λίγο ευκολότερη υπόθεση. Οι τέσσερις καμπύλες και οι επίπεδες πλευρές παραμένουν ανέγγιχτα, διατηρώντας την σχεδιαστική φιλοσοφία των τελευταίων λίγων μοντέλων της εταιρείας. Στην πλάτη δεν αλλάζουν πολλά, πέραν του υλικού. Είναι σίγουρα ωραίο στο άγγιγμα και δεν γλιστράει όσο περιμέναμε, αλλά είναι εξίσου σίγουρο πως το κινητό θα φοράει συνεχώς θήκη – η πιστοποίηση IP68, για προστασία από νερό και σκόνη, παραμένει. Στην επάνω αριστερή γωνία βρίσκεται το κλασικό πλέον κομμάτι της κάμερας, με στρογγυλεμένες γωνίες και ημιδιάφανο υλικό, φιλοξενώντας τρεις φακούς. Στη δεξιά πλευρά υπάρχει το πλήκτρο ενεργοποίησης, όμως στην αριστερή υπάρχει μια έκπληξη. Αντί του mute button, πλέον υπάρχει το action button, ένα απλό κουμπί όπως τα δύο πλήκτρα ρύθμισης έντασης που βρίσκονται από κάτω του. Το action button προσφέρει κάτι πιο χρήσιμο από το mute ή τουλάχιστον, για εκείνους που έχουν το iPhone αθόρυβο σχεδόν πάντοτε. Στην ίδια πλευρά, βρίσκεται η υποδοχή κάρτας SIM. Το action button είναι χρήσιμο, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά αργότερα, αλλά από άποψης σχεδιασμού θα μπορούσε να είναι λίγο πιο εύχρηστο. Όπως έχει, δεν ξεχωρίζει στο άγγιγμα από το κουμπί της έντασης, οπότε μέχρι να συνηθίσουμε την ύπαρξή του σκεφτόμασταν δύο φορές ποιο κουμπί πάμε να πατήσουμε. Στην κάτω πλευρά βρίσκουμε ηχείο και μικρόφωνο, όπως και κάτι που -επιτέλους- μπορούμε να γράψουμε για ένα iPhone: μια θύρα USB-C. Μετά από τόσα χρόνια και τόσες συσκευές (όπως και πιέσεις από την Ε.Ε.) η Apple αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη θύρα που βρίσκουμε σε κάθε άλλο κινητό, όπως και αμέτρητες άλλες συσκευές, από αξεσουάρ μέχρι laptops. Ευχαριστούμε Ε.Ε! Στην μπροστινή πλευρά υπάρχει η οθόνη τεχνολογίας Super Retina XDR με πάνελ OLED και διαγώνιο 6.7”. Υποστηρίζει HDR10 και Dolby Vision κι ο ρυθμός ανανέωσης φτάνει τα 120Hz, ενώ η φωτεινότητα βρίσκεται στα 1000nits με peak στα 1600nits (2000nits σε εξωτερικούς χώρους). Παρατηρούμε πως τα περιθώρια είναι ελάχιστα μικρότερα, δίνοντας μια καθαρή όψη στη συσκευή, όμως θα τα θέλαμε μικρότερα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η οθόνη είναι «κόσμημα», με κανένα ψεγάδι σε οποιονδήποτε τομέα: από χρώματα μέχρι φωτεινότητα, μαύρα στα σκοτεινά σημεία και ταχύτητα, δεν υπάρχει κάτι που μας απογοήτευσε είτε παίζαμε παιχνίδια, είτε βλέπαμε ταινίες, είτε απλώς χρησιμοποιούσαμε το κινητό για καθημερινές δουλειές. Μόνο ένα πράγμα παραμένει απαράλλαχτο, δυστυχώς, κι είναι το “dynamic island”. Τα pixels ενδιάμεσα του island και του πλαισίου είναι πρακτικά άχρηστα, ενώ η τοποθέτησή του λίγο πιο χαμηλά (συγκριτικά με την αρχική τοποθεσία του παλιού notch) κάνει ακόμη πιο ενοχλητική την παρουσία του. Σίγουρα είναι πιο χρήσιμο από τη στιγμή που μπορεί να εμφανίζει δυναμική πληροφορία ως μέρος του iOS αλλά το 1 χρόνο που έχει περάσει από την πρώτη του υλοποίηση στο iPhone 14 Pro, δεν μπορούμε να πούμε ότι οι developers το αγάπησαν αφού ελάχιστες τρίτες εφαρμογές το εκμεταλλεύονται. Επιδόσεις – Μπαταρία Στο iPhone 15 Pro ενσωματώνεται το πρώτο τσιπ 3nm, το A17 Pro της Apple. Η RAM αναβαθμίστηκε επίσης, πλέον φτάνοντας τα 8GB αντί για τα 6GB και η ROM προσφέρεται στα 128GB, 256GB, 512GB και 1TB. Οι πιο παρατηρητικοί θα δουν πως η επιλογή των 128GB είναι και πάλι εδώ αν και στη Max έκδοση αποτελεί παρελθόν, κάτι που ίσως δούμε τον επόμενο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα από τα σημεία διαφοροποίησης από το μεγαλύτερο αδερφάκι του, πέρα από τη μεγαλύτερη οθόνη, μπαταρία και το καλύτερο zoom. Το Geekbench αποτελεί το κοινό σημείο μεταξύ iOS και Android, όσον αφορά στη σύγκριση επιδόσεων, οπότε στραφήκαμε εκεί. Το iPhone 15 Pro επέστρεψε σκορ 2932 (Single-Core) και 7310 (Multi-Core), σχεδόν 40% (Single-Core) και 36% (Multi-Core) περισσότερο από τα αντίστοιχα του Samsung Galaxy S23 Ultra. Ας έχουμε κατά νου, πάντα, ότι τέτοιες συγκρίσεις δεν είναι 1:1 αφού το λειτουργικό σύστημα και πολλά ακόμη στοιχεία παίζουν σημαντικό ρόλο, σε κάθε περίπτωση υπάρχει σαφής διαφορά από τις android ναυαρχίδες. Μια άλλη, πιο ουσιαστική σύγκριση είναι με το περυσινό Phone 14 Pro, το οποίο βρισκόταν στις ~400 (Single-Core) και ~1000 (Multi-Core) μονάδες χαμηλότερα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά στο πόσο καλά τα πήγε στην καθημερινότητά μας. Δεν υπήρξε εφαρμογή που καθυστέρησε έστω και ελάχιστα να ανοίξει, το multi-tasking ήταν πάντοτε άμεσο κι οποιαδήποτε δουλειά θέλαμε να κάνουμε, γινόταν άμεσα. Επεξεργαστήκαμε φωτογραφίες και βίντεο, χρησιμοποιήσαμε πολλές εφαρμογές (Slack, Outlook, Gmail, Adobe Lightroom, Spotify και άλλες), κάποιες ταυτόχρονα και κάποιες όχι, όμως σε καμία περίπτωση δεν είχαμε πρόβλημα. Στα παιχνίδια, ο A17 Pro υπόσχεται τρομερά πράγματα. Η Apple παρουσίασε τα Resident Evil Village, Assassin’s Creed Mirage και Death Stranding να τρέχουν απευθείας στο iPhone 15 Pro, όχι μέσω cloud ή κάποιου παρόμοιου τρόπου, το οποίο από μόνο του είναι εντυπωσιακό. Βέβαια, ακόμη δεν είναι κανένα παιχνίδι διαθέσιμο, οπότε από πρώτο χέρι δεν έχουμε εμπειρία του πόσο κοντά στις υποσχέσεις της εταιρείας βρίσκεται η πραγματικότητα. Σε πράγματα απτά, όπως τα Fantasian, Call of Duty Mobile, Genshin Impact, Castlevania Grimoire of Souls και άλλα, τα γραφικά και η απόδοση ήταν στο κορυφαίο επίπεδο δίχως ψεγάδι. Παίζοντας σε τόσο μεγάλη και ποιοτική οθόνη, η εμπειρία ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να περιμένουμε από gaming σε smartphone. Η μπαταρία φτάνει τα 4852mAh και είναι ελάχιστα μεγαλύτερη συγκριτικά με το αντίστοιχο περυσινό μοντέλο. Ήδη τα τελευταία μοντέλα έχουν μικρές βελτιώσεις στην αυτονομία, χωρίς να ξεπερνά όμως σε καμία περίπτωση τη 1 μέρα. Η αυτονομία μπορεί να αγγίξει τις δύο ημέρες χρήσης με την οθόνη στα 60Hz και την εξοικονόμηση ενέργειας ενεργή. Η φόρτιση είναι άλλη ιστορία. Παρά την στροφή σε USB-C, υποστηρίζεται φόρτιση στα 20W η οποία χρειάζεται περίπου μιάμιση ώρα, με το 0%-50% να επιτυγχάνεται σε περίπου 35-40 λεπτά. Είναι απογοητευτικά νούμερα για μια ναυαρχίδα τέτοιας τιμής κι ελπίζουμε κάποια στιγμή η Apple να ασχοληθεί με το θέμα της φόρτισης. Η ασύρματη φόρτιση παραμένει στα 15W, όμως είναι ακόμη πιο αργή – καλοδεχούμενη η επιλογή, βέβαια. Με το iOS 17, έρχονται διάφορες βελτιώσεις, με την σημαντικότερη για εμάς να είναι τα widgets. Πλέον, είναι εφικτό να γίνονται επιλογές σε ένα widget απευθείας από την αρχική οθόνη, χωρίς να ανοιχτεί η εφαρμογή του (π.χ. τικ σε μια λίστα αντικειμένων). Μια εντυπωσιακή νέα λειτουργία είναι το StandBy Mode, όπου το iPhone -όταν φορτίζει και βρίσκεται σε οριζόντια διάταξη- αυτόματα μπαίνει σε λειτουργία always-on και προβάλλει πληροφορίες όπως η ώρα, το ημερολόγιο και άλλες. Είναι όμορφο μεν, αλλά ουσιαστικά προϋποθέτει τη χρήση συγκεκριμένων φορτιστών για να λειτουργήσει κι έτσι, δεν θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον. Τέλος, το action button είναι σίγουρα καλοδεχούμενο, αφού μπορεί να συνδεθεί με μια συντόμευση ή εφαρμογή και, πατώντας το παρατεταμένα, να εκτελέσει την ενέργεια που ορίσαμε. Αρχικά, είναι ρυθμισμένο να λειτουργεί όπως το mute button που αντικατέστησε, δηλαδή πατώντας το να ενεργοποιείται ή απενεργοποιείται η σίγαση. Σίγουρα, είναι ωραίο να ορίζουμε συντομεύσεις σε ένα πλήκτρο, όμως μπορεί να εκτελέσει μόνο μία ενέργεια αφού λειτουργεί μόνο με παρατεταμένο πάτημα. Το απλό ή διπλό πάτημα δεν κάνει οτιδήποτε, οπότε η όλη ευελιξία του περιορίζεται αρκετά. Δεν είναι κάτι που δεν λύνεται μέσω software update, θεωρούμε, οπότε μακάρι η Apple να το κάνει λίγο πιο ευέλικτο σύντομα. Κάμερα Με μια ματιά, οι κάμερες είναι σχεδόν ίδιες με του περυσινού μοντέλου. Ενσωματώνεται αισθητήρας 48MP wide (24mm, f/1.78, sensor shift OIS) στη βασική κάμερα, ένας αισθητήρας 12MP ultra-wide (f/2.2) κι ένας τηλεφακός 12MP (f/2.8). Εδώ βρίσκουμε και μια σημαντική διαφορά με το Pro Max αφού το οπτικό zoom φτάνει στο μεγαλύτερο μοντέλο το 5x, από 3x στα προηγούμενα μοντέλα αλλά και το iPhone 15 Pro. Από μόνη της, η προσθήκη αυτή ανεβάζει ένα σκαλί την κάμερα του Max με το «καλημέρα», καθώς είναι μια αλλαγή που ζητούσαμε πολύ και επιτέλους, η Apple την υλοποίησε όμως μόνο στο Pro Max μοντέλο πο πρέπει να έχετε υπόψη σας. Επίσης ,το ψηφιακό zoom στη περίπτωση αυτή φτάνει το 25x (από 15x στο Pro). Η βασική κάμερα του iPhone 15 Pro πλέον τραβάει φωτογραφίες στα 24MP απευθείας, αντί για 12MP όπως στο προηγούμενο μοντέλο. Επιπλέον, φωτογραφίζοντας πρόσωπα ή ζώα σε λειτουργία πορτρέτου, είναι εφικτό να προστεθεί εφέ bokeh σε δεύτερο χρόνο, σαν να τραβήχτηκε η φωτογραφία απευθείας με αυτό τον τρόπο. Σε φωτογραφίες εντός πόλης, με ήλιο ή συννεφιά, τα αποτελέσματα ήταν σαν να βγήκαν από επαγγελματική φωτογραφική μηχανή. Καμία υπερβολή σε χρώματα ή φώτα, μόνο ρεαλιστικές εικόνες με βάθος στην χρωματική παλέτα. Φωτογραφίσαμε κτήρια, αυτοκίνητα, πλατείες, άτομα εν κινήσει, οτιδήποτε βλέπαμε μπροστά μας και τα αποτελέσματα ήταν πάντοτε υπέροχα. Ακόμη και σε κοντινή ανάλυση, δεν εντοπίζαμε εμφανή σημάδια ψηφιακής επεξεργασίας, ούτε στα σκοτεινά σημεία μιας φωτογραφίας, ούτε εκεί όπου μπλέκονται πολλές λεπτομέρειες σε ένα σημείο. Παρομοίως, οι νυχτερινές λήψεις ήταν εξίσου εντυπωσιακές, κάνοντας κυριολεκτικά την νύχτα μέρα με άνεση. Τα πορτρέτα είναι ίσως τα εντυπωσιακότερα που έχουμε δει, αποφεύγοντας την υπερβολική επεξεργασία και φαινόμενα “beautify”, αποτυπώνοντας απλώς όσα βλέπει ο φακός. Οι ατέλειες, οι γραμμές στο δέρμα, οι τρίχες, όλα είναι εύκολα διακριτά και τα αποτελέσματα πολύ φυσικότερα από ότι συμβαίνει σε άλλες ναυαρχίδες και μάλιστα, με μηδενική προσπάθεια από πλευράς χρήστη. Ο υπερευρυγώνιος φακός δεν άλλαξε ιδιαίτερα, με ουσιαστική διαφορά να είναι η αντιθαμβωτική επίστρωση στο γυαλί του φακού. Σίγουρα δεν αγγίζει τα επίπεδα ποιότητας του βασικού αισθητήρα, αλλά παραμένει ποιοτικός και με το παραπάνω, τουλάχιστον για τη χρήση που κάνουμε εμείς – τοπία, μεγάλες εκτάσεις, γενικότερα πλάνα όπου δεν μας νοιάζει τόσο η μικρή λεπτομέρεια, όσο η απαθανάτιση ενός μεγάλου κάδρου. Σε νυχτερινές λήψεις, η ποιότητα δεν είχε μεγάλη απόκλιση, οπότε κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί πρωί και βράδυ. Περνάμε στον τηλεφακό, ο οποίος τα καταφέρνει άψογα σε έως και 3x zoom. Συγκρίνοντας το αποτέλεσμα με άλλες ναυαρχίδες, στο ίδιο επίπεδο zoom, η ποιότητα είναι -στην χειρότερη- συγκρίσιμη όμως συνήθως, καλύτερη. Πρακτικά, όλα τα οφέλη της βασικής κάμερας (χρώματα, λεπτομέρεια, μηδενικός θόρυβος κλπ) κληρονομούνται σε έως και 5x οπτικό zoom, οπότε θέματα που είναι λίγο πιο μακριά αποτυπώνονται άψογα. Δοκιμάζοντας το 15x digital zoom, βέβαια, τα αποτελέσματα αλλάζουν αρκετά. Οι φωτογραφίες είναι ικανοποιητικές μεν, όμως χάνουν πολύ την λάμψη και τη λεπτομέρεια, με τα χρώματα να δείχνουν μουντά και τον θόρυβο να εμφανίζεται συχνά. Είναι πρόοδος μεν, αλλά υπάρχουν αρκετά περιθώρια βελτίωσης. Γενικότερα, το zoom στο iPhone 15 Pro παραμένει ένα από τα αδύνατα σημεία της συσκευής, με τον ανταγωνισμό να έχει καλύτερες επιδόσεις. Επίσης, ένα παράδοξο που παρατηρήσαμε, είναι πως παρά τις αλλαγές στο γυαλί των φακών, εμφανίζονται κατοπτρισμοί στο βίντεο. Είναι ένα πρόβλημα που το έχουμε αναφέρει και σε παρουσιάσεις προηγούμενων μοντέλων, οπότε περιμέναμε να έχει λυθεί με την αλλαγή γυαλιού, όμως δεν ισχύει. Κατά τα άλλα, οι επιδόσεις στα βίντεο είναι οι αναμενόμενες: σταθερότητα επαγγελματικού επιπέδου, κρυστάλλινη ποιότητα εικόνας, καθαρός ήχος χωρίς επιπλέον εξοπλισμό. Για vlogging και παρόμοιες χρήσεις, μπορεί άνετα να αντικαταστήσει μια φωτογραφική μηχανή για τους περισσότερους χρήστες. Συμπέρασμα Συνολικά, το iPhone 15 Pro είναι μια από τις καλύτερες συσκευές που πιάσαμε ποτέ στα χέρια μας. Η οθόνη είναι φανταστική, το ίδιο κι ο επεξεργαστής, τον οποίο ανυπομονούμε να δοκιμάσουμε σε AAA games όπως το Assassin’s Creed Mirage. Η μπαταρία μεγάλωσε και αντέχει το ίδιο και περισσότερο, ενώ η κάμερα επίσης βελτιώθηκε, κυρίως στο κομμάτι του οπτικού zoom. Βέβαια, το εντυπωσιακότερο σημείο είναι η θύρα USB-C, προσφέροντας πρωτόγνωρη ευελιξία στη συμβατότητα με φορτιστές και αξεσουάρ. Παραμένει «αγκάθι» η αργή φόρτιση στα 20W, παρά την αλλαγή θύρας. Επίσης, το action button είναι μια καλή ιδέα, αλλά περιορίζεται αρκετά και καταλήγει να μην χρησιμοποιείται τόσο όσο περιμέναμε. Τέλος, το dynamic island είναι εκνευριστική επιλογή, μια μαύρη κηλίδα σε μια -κατά τα άλλα- άριστη οθόνη.
    9 πόντοι
  14. Στα τέλη του Αυγούστου, η AMD ανακοίνωσε στην εκδήλωση «together we advance_PCs» τη νέα σειρά επεξεργαστών Ryzen 7000, οι οποίοι βασίζονται στην 4η γενιά της αρχιτεκτονικής Zen, της αρχιτεκτονικής που τοποθέτησε την εταιρεία στο προσκήνιο της τεχνολογικής εξέλιξης. Με τη νέα, βελτιωμένη αρχιτεκτονική, οι επεξεργαστές Ryzen βασίζονται πλέον στην αιχμή της τεχνολογίας, καθώς πλέον όχι μόνο διαθέτουν νέα συσκευασία Land-Grid Array και κατασκευάζονται με μέθοδο FinFET 5nm (TSMC Ν5) αλλά διαθέτουν νέο PCI-Express Root Complex που παρέχει υποστήριξη στο νέο πρότυπο διασύνδεσης PCIe 5.0 αλλά και ένα σύγχρονο ελεγκτή μνήμης DDR5 SDRAM. Πλατφόρμα AM5 Οι νέοι επεξεργαστές συνοδεύονται από πλειάδα νέων mainboards, τα οποία ολοκληρώνονται γύρω από τη νέα βάση ΑΜ5 -οι ακροδέκτες πλέον βρίσκονται στο 1718-pin LGA socket και όχι στην συσκευασία του επεξεργαστή- η οποία μπορεί να προσφέρει ισχύ έως και 230W. Ευτυχώς για τους κατόχους ακριβών συστημάτων υδρόψυξης, οι οπές για την τοποθέτηση και ασφάλιση του waterblock στο mainboard, βρίσκονται ακριβώς στα ίδια σημεία που βρίσκονται και εκείνες του socket AM4, επομένως διατηρείται η προς τα πίσω συμβατότητα και έτσι οι χρήστες που επιθυμούν να αναβαθμίσουν, δεν είναι απαραίτητο να προμηθευτούν νέο σύστημα ψύξης. Όπως αναφέραμε, η νέα πλατφόρμα AM5 όχι μόνο προσφέρει υποστήριξη στον νέο τύπο μνήμης DDR5 SDRAM, αλλά υποστηρίζει και το πρότυπο PCI Express Gen.5 παρέχοντας έως και 24 PCIe 5.0 lanes. Οι νέοι επεξεργαστές AMD Ryzen 7000-series έρχονται με τα νέα chipsets AMD X670E, X670, B650 και B650E (όπου «E» είναι Extreme). Το X670 Extreme προσφέρει τις καλύτερες δυνατότητες overclocking και παρέχει υποστήριξη στη μνήμη DDR5 SDRAM και στο πρότυπο PCIe 5.0 για NVMe M.2 PCIe SSDs και κάρτες γραφικών. Το X670 παρέχει τα παραπάνω αλλά η υποστήριξη για κάρτες γραφικών PCIe 5.0 είναι προαιρετική. Η διαφορά μεταξύ των B650 και B650E είναι ότι ενώ το B650E υποστηρίζει τόσο το PCIe Gen5 για κάρτες γραφικών (προαιρετικά) και μέσα αποθήκευσης, το απλό B650 υποστηρίζει μνήμη DDR5 αλλά η υποστήριξη στο PCIe 5.0 τόσο για τα νέα SSDs όσο και για τις κάρτες γραφικών είναι προαιρετικά. Μία ακόμα νέα τεχνολογία που έρχεται με τη νέα πλατφόρμα της εταιρείας είναι η AMD EXPO. Πρόκειται για μία τεχνολογία που θυμίζει αρκετά την Intel XMP (eXtreme Memory Profiles) και έχει παρόμοιο στόχο: να βοηθήσει τους χρήστες να αυξήσουν την απόδοση του συστήματος τους ωθώντας τη μνήμη στα όρια της, αλλά με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Η πλατφόρμα της AMD, θα υποστηρίζει επίσης και Intel XMP-συμβατές μνήμες. 4η γενιά Zen Όπως έκανε με όλους τους τελευταίους επεξεργαστές της, η AMD αξιοποίησε αρθρωτό σχεδιασμό MCM (Multi-Chip Module) και χρησιμοποίησε πολλαπλά chiplets για την κατασκευή των νέων μοντέλων Ryzen 7000-series. Στη συσκευασία (package) κάθε επεξεργαστή Ryzen 7000-series εντοπίζονται ένα ή δύο CCDs (CPU Core Dies) που είναι κατασκευασμένα με μέθοδο 5nm (TSMC FinFET N5) και τα οποία ενσωματώνουν τους πυρήνες του επεξεργαστή γενικής χρήσης. Στο κέντρο της συσκευασίας βρίσκεται η μονάδα IOD (I/O Die), η οποία έχει κατασκευαστεί με μέθοδο 6nm (TSMC, FinFET 6nm) και περιλαμβάνει τον ελεγκτή μνήμης DDR5, το PCI-Express Root Complex, το σύστημα γραφικών κ.ά. Όσον αφορά το τελευταίο, αξίζει να αναφέρουμε ότι όλοι οι νέοι επεξεργαστές Ryzen 7000-series ενσωματώνουν ένα RDNA 2 σύστημα γραφικών AMD Radeon Graphics, του οποίου σκοπός είναι κατά κύριο λόγο να προσφέρει «εικόνα» στην περίπτωση που δεν υπάρχει διακριτή κάρτα γραφικών (π.χ. για αποσφαλμάτωση) και όχι να προσφέρει υψηλά frame rates στα παιχνίδια. Επιπλέον, επεκτείνει τις δυνατότητες και τις εφαρμογές των επεξεργαστών σε περιβάλλοντα CAD, CAM, business κ.λπ. Το σύστημα γραφικών AMD Radeon Graphics ενσωματώνει δύο πυρήνες με συχνότητα λειτουργίας που κυμαίνεται μεταξύ 400MHz (Base) και 2.200MHz. Η εταιρεία δηλώνει εξαιρετικά υπερήφανη για το «ενεργειακό προφίλ» των νέων προϊόντων της, κάνοντας λόγο για μεγάλο επίτευγμα καθώς στο ίδιο επίπεδο απόδοσης με τη περασμένη γενιά, η κατανάλωση εμφανίζεται μειωμένη έως και κατά 62%. Από την άλλη, στον ίδιο ενεργειακό φάκελο, ένας επεξεργαστής Ryzen 7000-series μπορεί να προσφέρει έως και κατά 49% υψηλότερη απόδοση σε σύγκριση με τον προκάτοχό του. Όσον αφορά στην απόδοση IPC (Instructions-per-Clock), παρουσιάζεται βελτιωμένη έως και κατά 13% σε σχέση με τη περασμένη γενιά. Με τις συχνότητες λειτουργίας να φτάνουν πλέον τα 5,7GHz, η γνωστή εταιρεία κάνει λόγο για όφελος της τάξης του 29% στην απόδοση σε single-threaded ροές εργασίας. Η AMD επίσης αναφέρει έως 1.3x βελτίωση στο nT FP32 inferencing με το σετ εντολών AVX-512 και έως 2.5x βελτίωση στο nT inferencing με το σετ εντολών AVX-512 VNNI. Μοντέλα Ο AMD Ryzen™ 9 7950X είναι το κορυφαίο μοντέλο της σειράς και αντικαθιστά στο προϊοντικό χαρτοφυλάκιο της εταιρείας τον Ryzen 9 5950X. Η ναυαρχίδα της σειράς διαθέτει 16 πυρήνες, 32 threads και 80MB Cache (L2 και L3 Cache συνολικά) με τη βασική συχνότητα λειτουργίας (Base Clock) να είναι 4,5GHz και την «ενισχυμένη» (Max. Boost Clock) να αγγίζει τα 5,7GHz. Το TDP του κορυφαίου επεξεργαστή της AMD είναι 170W. Εκτός από τον κορυφαίο AMD Ryzen™ 9 7950X, η εταιρεία ανακοίνωσε και τον AMD Ryzen™ 9 7900X, ο οποίος διαθέτει 12 πυρήνες, 24 threads, συχνότητα λειτουργίας από 4,7GHz έως 5,6GHz και 76MB L2 και L3 cache συνολικά με 170W TDP. Επίσης ανακοίνωσε και τους AMD Ryzen™ 7 7700X και AMD Ryzen™ 5 7600X με τον πρώτο να διαθέτει 8 πυρήνες και 16 threads, συχνότητα λειτουργίας από 4,5GHz έως 5,4GHz, 40MB L2 και L3 cache συνολικά και 105W TDP. Το ίδιο TDP έχει και το μοντέλο Ryzen™ 5 7600X ωστόσο διαθέτει 6 πυρήνες, 12 threads, συχνότητα λειτουργίας που ξεκινά από τα 4,7GHz και φτάνει τα 5,3GHz με «Boost» και 38MB L2 και L3 cache συνολικά. Σύστημα μέτρησης Το σύστημα μέτρησης του Insomnia αποτελείται από το mainboard της ASRock, B550 Taichi, το οποίο διαθέτει 16 Power Phase Design, Digi Power και στοιχεία Dr.MOS (ένα από τα καλύτερα πιστεύουμε στην κατηγορία) ενώ υποστηρίζει μνήμες DDR4 έως και 5200+MHz (OC). Ο επεξεργαστής συνοδεύεται από μνήμες HyperX Predator DDR4-3200 (2x 8GB) και από το Samsung NVMe M.2 SSD 970 EVO Plus 500GB ενώ η κάρτα γραφικών είναι η AMD Radeon RX 6800. Το τροφοδοτικό Straight Power 11 850W Platinum της εταιρείας be quiet! και το tower Silent Base 801 με Window επίσης της be quiet! συμπληρώνουν τον εξοπλισμό μας. Στην περίπτωση των δύο νέων επεξεργαστών της AMD, Ryzen 5 7600X και Ryzen 9 7900X, χρησιμοποιήσαμε το mainboard GIGABYTE X670E AORUS MASTER με το ίδιο SSD (Samsung 970 EVO Plus 500GB) και με το κιτ μνήμης G.SKILL Trident Z5 Neo DDR5-6000 (EXPO) 2x16GB (CL30-38-38-96 1.35V). Η κάρτα γραφικών παρέμεινε επίσης όμοια (Radeon RX 6800). Σύστημα AM4 Mainboard: ASRock B550 Taichi Μνήμη: HyperX Predator 2 x 8GB DDR4-3200 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm Κάρτα γραφικών: AMD Radeon RX 6800 SSD: Samsung NVMe M.2 SSD 970 EVO Plus 500GB Τροφοδοτικό: be quiet! Straight Power 11 850W Platinum Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 10 Pro 64-bit Σύστημα AM5 Mainboard: GIGABYTE X670E AORUS MASTER Μνήμη: G.SKILL Trident Z5 Neo 2 x 16GB DDR5-6000 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm Κάρτα γραφικών: AMD Radeon RX 6800 SSD: Samsung NVMe M.2 SSD 970 EVO Plus 500GB Τροφοδοτικό: be quiet! Straight Power 11 850W Platinum Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 10 Pro 64-bit Στην περίπτωση του συστήματος της Intel -το οποίο είχαμε για ελάχιστο χρόνο στην κατοχή μας, καθώς δεν μας ανήκε με αποτέλεσμα να «τρέξουμε» επιλεκτικά ορισμένα benchmarks- ο επεξεργαστής Intel Core i9-12900K βρισκόταν εγκατεστημένος στο mainboard Gigabyte Z690 AORUS MASTER σε συνδυασμό με ένα kit μνήμης CORSAIR Vengeance DDR5 5200 2x 8GB (16GB) και με ένα WD SN850 NVMe SSD 1TB. Για τις μετρήσεις τοποθετήσαμε στο σύστημα την κάρτα γραφικών AMD Radeon RX 6800 επίσης. Προσπαθήσαμε να «τρέξουμε» όσο το δυνατόν περισσότερα benchmarks και παιχνίδια, ωστόσο για χάριν ευκολίας, καλύτερης διαχείρισης του χρόνου και αξιοπιστίας χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τίτλοι παιχνιδιών που είχαμε στην κατοχή μας με ενσωματωμένες ρουτίνες benchmark με ελάχιστες εξαιρέσεις. Συνθετικά benchmarks SPECWorkstation 3.0.4 Το SPECWorkstation 3.0.4 είναι ένα ολοκληρωμένο benchmark με τη βοήθεια του οποίου είναι δυνατή η αξιολόγηση πολλών παραμέτρων της απόδοσης ενός υπολογιστή με επαγγελματικές εφαρμογές. Το τεστ συνθέτει μία πλήρη γκάμα από εφαρμογές που διακρίνονται σε έξι διαφορετικές κατηγορίες, σενάρια χρήσης, τις Media and Entertainment, Product Development, Life Sciences, Financial Services, Energy και General Operations. PCMark 10 Το γνωστό συνθετικό benchmark PCMark 10 παρέχει μία ολοκληρωμένη εικόνα για την απόδοση ενός συστήματος σε σύγκριση με ένα άλλο χρησιμοποιώντας ένα σύνολο από ενέργειες και διεργασίες που πραγματοποιούνται σε ένα σύγχρονο περιβάλλον χρήσης. Οι ρουτίνες του ποικίλουν, από την εκκίνηση των εφαρμογών (app start-up), την πλοήγηση στο Internet (web browsing) ή το video conferencing μέχρι την επεξεργασία βίντεο (video editing) και εικόνας (image editing), το rendering ή και το visualization. 3DMark Το 3DMark αποκαλύπτει την απόδοση του συστήματος στα τρισδιάστατα γραφικά. Αν και η συνεισφορά του επεξεργαστή δεν είναι αμελητέα, εντούτοις η κάρτα γραφικών είναι εκείνη που καθορίζει το αποτέλεσμα. Τρέξαμε τη ρουτίνα «Time Spy Extreme». Superposition Το απαιτητικό Superposition benchmark μας αποκαλύπτει την συνολική απόδοση του συστήματος κατά την επεξεργασία τρισδιάστατων γραφικών. Η κάρτα γραφικών, παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Super Pi mod1.5 XS Το Super Pi είναι ένα από τα δημοφιλέστερα benchmarks για επεξεργαστές και χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια σε διάφορους διαγωνισμούς. Είναι ένα single-threaded benchmark που υπολογίζει το π (pi) έως ένα συγκεκριμένο αριθμό δεκαδικών ψηφίων και αποκαλύπτει τον χρόνο που απαιτείται για να ολοκληρωθεί ο υπολογισμός για να τελειώσει τον υπολογισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπολογίζεται το πρώτο εκατομμύριο των δεκαδικών ψηφίων και στην δεύτερη περίπτωση τριάντα δύο εκατομμύρια δεκαδικά ψηφία του π (pi). Η εφαρμογή χρησιμοποιεί τον αλγόριθμο Gauss-Legendre. Εφαρμογές WinRAR Χρησιμοποιήσαμε τη δημοφιλή εφαρμογή συμπίεσης WinRAR για να συμπιέσουμε ένα φάκελο μεγέθους 2.5GB με εκατοντάδες αρχεία, από τραγούδια MP3 και διάφορους τύπους εικόνων (.jpeg, .png κ.α) μέχρι αρχεία .doc και .txt. Chromium Octane 2.0 Το Octane 2.0 είναι ένα benchmark που υπολογίζει την απόδοση της μηχανής Javascript τρέχοντας ένα σύνολο από τεστ που αντιπροσωπεύουν διάφορα σενάρια χρήσης. Mozilla Kraken 1.1 Το Kraken 1.1 μοιάζει με το Octane 2.0 με την έννοια ότι μετράει την απόδοση της μηχανής Javascript, παρόλα αυτά χρησιμοποιεί διαφορετικά τεστ. Rendering Cinebench R20 Το Cinebench R20 είναι η τελευταία έκδοση του δημοφιλέστερου μετροπρογράμματος rendering για επεξεργαστές και βασίζεται στον renderer του λογισμικού Cinema 4D της Maxon. Με το Cinebench R20 είναι δυνατή η αξιολόγηση της single-threaded απόδοσης όσο και της multi-threaded. POV-Ray H ray tracing μηχανή persistence of vision είναι ένα επίσης γνωστό εργαλείο benchmarking για επεξεργαστές, και είναι δυνατόν να ρυθμιστεί για την αξιολόγηση της single-threaded ή multi-threaded απόδοσης ενός επεξεργαστή. Corona 1.3 Το συγκεκριμένο benchmark βασίζεται στον φωτορεαλιστικό renderer που βρίσκεται στα Cinema 4D και 3ds Max και δεν υποστηρίζει GPU rendering, οπότε και ο επεξεργαστής παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόδοση του συστήματος. Handbrake 1.3.1 Το Handbrake είναι ένας multi-threaded video transcoder, τον οποίο χρησιμοποιήσαμε για να μετατρέψουμε ένα βίντεο ανάλυσης 4K σε 1080p30 (διαθέτει συγκεκριμένη προεπιλογή Apple 1080p30). Αν και ολιγόλεπτης διάρκειας βίντεο, η διαφορά είναι αρκετή ανάμεσα στους τελευταίας γενιάς επεξεργαστές της AMD και τους υπόλοιπους, οπότε και για έναν χρήστη που πραγματοποιεί συχνά τέτοιου είδους μετατροπές η εξοικονόμηση χρόνου σε μεγαλύτερης διάρκειας βίντεο θα είναι σημαντική. Gaming Για να αξιολογήσουμε την απόδοση του συστήματος στα παιχνίδια, χρησιμοποιήσαμε τo γνωστό benchmark 3D Mark (στις ρουτίνες Time Spy, Time Spy Extreme και Port Royal ) καθώς και τα παιχνίδια Chernobylite, F1 2018, Gears 5, Shadow of the Tomb Raider, Godfall, Cyberpunk 2077, Dirt 5 κ.ά. Στα παιχνίδια χρησιμοποιήσαμε ως επί το πλείστον τις αναλύσεις 1280 x 720 pixels, 1920 x 1080 pixels και 3840 x 2160 pixels χρησιμοποιώντας αντίστοιχα τις προεπιλεγμένες ρυθμίσεις Low, High ή Very High (Ultra ή Ultimate) στα ενσωματωμένα benchmark τους. Chernobylite F1 2018 Gears 5 Shadow of the Tomb Raider Metro Apex Legends Cyberpunk 2077 Dirt 5 Κατανάλωση και θερμοκρασία Χάρη στην αρχιτεκτονική Zen 4 και τις βελτιστοποιήσεις στην κατασκευαστική μέθοδο των 5nm, οι νέοι επεξεργαστές της AMD «εργάζονται» με σημαντικά χαμηλότερες θερμοκρασίες σε σχέση με το παρελθόν. Στο PCMark 10, κατά μέσο όρο, η κατανάλωση του συστήματος κυμάνθηκε κοντά στα 255W. Όταν ωστόσο ξεκινήσουν να εργαστούν όλοι οι πυρήνες ταυτόχρονα (100% CPU usage), όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο Cinebench R20, τότε η κατανάλωση ανεβαίνει κατά περίπου 100W (λίγο πάνω από τα 350W συνολικά με την κάρτα γραφικών σε κατάσταση ηρεμίας) και οι θερμοκρασίες ξεπερνούν τους 82°C. Overclocking Όπως όλοι οι επεξεργαστές Ryzen, έτσι και οι νέοι Ryzen 5 7600X και Ryzen 9 7900X έχουν ξεκλείδωτο πολλαπλασιαστή (multiplier) και επομένως ο υπερχρονισμός δεν πρόκειται να σας προβληματίσει (υπό φυσιολογικές συνθήκες). Στη περίπτωση του Ryzen 5 7600X και χωρίς να ρισκάρουμε ιδιαίτερα, καταφέραμε να τον υπερχρονίσουμε σχετικά εύκολα στα 5,5GHz με τάση 1,22-1,23V περίπου. Η θερμοκρασία του δεν ξεπέρασε τους 73-74°C όταν τρέξαμε το Cinebench R20 (All-Cores) σε «loop». Δυστυχώς, δεν καταφέραμε να υπερχρονίσουμε τον Ryzen 9 7900X σταθερά σε όλους τους πυρήνες. Ακόμα και όταν δοκιμάσαμε να τον υπερχρονίσουμε στα 5.2GHz με τάση περίπου 1,32V, οι θερμοκρασίες ξεπερνούσαν τους 100°C όταν τρέξαμε το Cinebench R20 (All-Cores) με το chip βεβαίως να κάνει «throttling». Ενδεχομένως με κάποιο καλύτερο δείγμα επεξεργαστή ή με καλύτερο σύστημα ψύξης να μπορούσαμε να πετύχουμε κάτι άλλο. Συμπέρασμα Οι νέοι επεξεργαστές της AMD πραγματικά αλλάζουν το παιχνίδι (game changers) και τα οφέλη στην απόδοση σε σύγκριση με την περασμένη γενιά είναι πραγματικά αξιοσημείωτα. Στη δική μας περίπτωση, το σύστημα που βασίζεται στη νέα πλατφόρμα AM5 αναμφισβήτητα είχε πρόσθετο όφελος από τη διπλάσια ποσότητα μνήμης, ωστόσο είμαστε σίγουροι ότι τα πράγματα δεν θα ήταν και πολύ διαφορετικά, με την έννοια ότι η κυριαρχία και τα οφέλη της σειράς AMD Ryzen 7000 είναι μεγάλα και αδιαμφισβήτητα σε σύγκριση με την περασμένη γενιά επεξεργαστών, τόσο της AMD όσο και της Intel. Από την άλλη, ενδεχομένως τα αποτελέσματα να ήταν λιγότερο «σφικτά» μεταξύ των επεξεργαστών στα παιχνίδια αν η κάρτα γραφικών μας ήταν σημαντικά ισχυρότερη. Ο επεξεργαστής Ryzen 5 7600X αναμφισβήτητα αποτέλεσε έκπληξη με την απόδοση του, ειδικά στα παιχνίδια και είμαστε σίγουροι ότι δεν θα είναι λίγοι εκείνοι που θα τον προτιμήσουν για το επόμενο gaming PC τους -αν και ενδεχομένως το μοντέλο Ryzen 7 7700X να μοιάζει ελκυστικότερο από άποψη απόδοσης προς τιμή. Με εξαιρετικές δυνατότητες overclocking -και χωρίς ρίσκο- επίσης, παίρνεις έναν επεξεργαστή με έντονο το future-proof στοιχείο. Ο κορυφαίος Ryzen 9 7900X από την άλλη είναι ένα all-around τερατάκι που είναι ιδανικός για όλες τις εργασίες, για multitasking, για rendering, για επεξεργασία βίντεο ή για παιχνίδια. Αναμφισβήτητα, είναι ένας από τους καλύτερους επεξεργαστές των ημερών μας. Βεβαίως, αναμένουμε και τα κορυφαία high-end μοντέλα Core 13ης γενιάς της Intel, οπότε η μάχη αναμένεται να ανάψει για τα καλά…
    9 πόντοι
  15. Πριν λίγα χρόνια, η Xiaomi μπήκε στην κατηγορία των flagships για τα καλά και με το Xiaomi 14 Ultra υπενθυμίζει πού στοχεύει. Συνεχίζοντας την στρατηγική συνεργασία με την Leica, η Xiaomi ενσωματώνει ένα εντυπωσιακό σύστημα κάμερας στη ναυαρχίδα της, η οποία στοχεύει να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τις κραταιές δυνάμεις της κατηγορίας. Έχοντας χρησιμοποιήσει το smartphone για ένα διάστημα, μεταφέρουμε την εμπειρία μας. Σχεδιασμός – Οθόνη Στον τομέα του σχεδιασμού, δεν έχουν γίνει δραματικές αλλαγές συγκριτικά με το περυσινό μοντέλο. Η πλάτη είναι επενδυμένη με οικολογικό δέρμα μαύρου ή άσπρου χρώματος, έχοντας το λογότυπο της Xiaomi κάθετα στην κάτω αριστερή γωνία, ενώ το 1/3 της συσκευής καταλαμβάνεται από το τεράστιο κομμάτι της κάμερας που βρίσκεται ψηλά. Είναι μια στρογγυλή βάση που περιλαμβάνει τέσσερις φακούς και φλας, με το λογότυπο της Leica στο κέντρο. Με μια ματιά (και αρκετή φαντασία), θυμίζει την όψη μιας κλασικής κάμερας Leica η οποία διαθέτει παρόμοια χρώματα και διάταξη στη μέση της, με το ασημένιο σώμα να εκτείνεται επάνω και κάτω. Προφανώς, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εδώ, όμως σίγουρα ο σχεδιασμός είναι κομψός δεδομένου του πρώτου σοκ που προκαλεί η τεράστια κάμερα. Σε διαστάσεις, κινείται σε αναμενόμενα υψηλά νούμερα, φτάνοντας τα 16.14x7.53x0.92cm με βάρος 224 γραμμάρια. Ενισχύεται με προστασία IP68 για νερό και σκόνη, ενώ το πλαίσιο αλουμινίου υπόσχεται αντοχή. Η οθόνη, που θα δούμε αναλυτικά αργότερα, διαθέτει γυαλί “Xiaomi Shield Glass” που φαίνεται ποιοτικό μεν, όμως δεν δοκιμάσαμε τις αντοχές του. Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα κατασκευής σε κάθε επίπεδο είναι υψηλή και αρμόζουσα μιας τέτοιας συσκευής. Στην δεξιά πλευρά θα βρούμε το πλήκτρο ρύθμισης έντασης και ενεργοποίησης, με την θύρα για κάρτα SIM να βρίσκεται στην κάτω πλευρά μαζί με τη θύρα USB-C. Ο αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος βρίσκεται πίσω από την οθόνη, όχι ιδιαίτερα χαμηλά, οπότε το ξεκλείδωμα με ένα χέρι είναι εφικτό παρά το μέγεθος της συσκευής. Βέβαια, υποστηρίζει και face unlock, για ακόμη ευκολότερο ξεκλείδωμα. Περνώντας στην οθόνη, βλέπουμε ένα πάνελ 6.73” τύπου LTPO AMOLED, με ανάλυση WQHD+ (3200x1440), δυναμικό ρυθμό ανανέωσης 1Hz-120Hz και μέγιστη φωτεινότητα στα 3000nits (περίπου 1000nits σε κανονική λειτουργία). Η Xiaomi συνεχίζει να επιλέγει ελαφρώς κυρτές πλευρές για την οθόνη, όχι μόνο στα πλάγια αλλά και κατακόρυφα, κάτι που σπάνια εντοπίζεται αλλού. Στο χέρι, η συσκευή κάθεται τέλεια παρά το μέγεθός της, καθώς και το πλαίσιο αλουμινίου έχει κυρτότητα που συνεχίζει έως την πλάτη, οπότε δεν υπάρχουν γωνίες που κάνουν άβολο το κράτημα μετά από ώρα. Το μοναδικό δύσκολο, όπως σε κάθε συσκευή τέτοιου μεγέθους, είναι η χρήση με ένα χέρι. Παρακολουθώντας περιεχόμενο σε HDR10+ (υποστηρίζει και Dolby Vision), η οθόνη δείχνει την ποιότητά της, έχοντας εξαιρετική απόδοση χρώματος και φωτεινότητα, αλλά και πραγματικά μαύρα χάρη στο πάνελ. Ο χρήστης έχει την δυνατότητα να προσαρμόσει την οθόνη περαιτέρω, μέσω έτοιμων color modes ή προσαρμόζοντας τις τιμές RGB, κάτι που δεν συναντάμε συχνά. Η οθόνη επίσης προσφέρει δυνατότητα always-on και διάφορα οπτικά στυλ, οπότε σε επίπεδο λειτουργιών, δεν υπολείπεται οποιασδήποτε άλλης ναυαρχίδας. Κάτω από έντονη ηλιοφάνεια, η οθόνη παρέμεινε εύκολη στην ανάγνωση ακόμη και με γυαλιά, με την αυτόματη ρύθμιση φωτεινότητας. Τα 3000nits που αναφέρονται, δεν θα τα δει κανείς πρακτικά στην καθημερινότητά του, καθώς αφορούν περιεχόμενο HDR κι όχι απλή χρήση, όμως ακόμη και στα 1000nits η οθόνη ήταν ευανάγνωστη. Σημειώνουμε πως η συσκευή διαθέτει στερεοφωνικά ηχεία (ένα κάτω συν το μεγάφωνο επάνω) με υψηλή ένταση, οπότε ακουμπώντας το κινητό και παρακολουθώντας ταινίες η εμπειρία ήταν άψογη – το ίδιο ισχύει και για παιχνίδια. Επιδόσεις – Μπαταρία Οι διαθέσιμες εκδόσεις του Xiaomi 14 Ultra δεν είναι πολλές, οπότε η εμπειρία για κάθε χρήστη θα είναι λίγο-πολύ ίδια. Έρχεται με Qualcomm Snapdragon 8 Gen 3 (1x Cortex-X4 @ 3.3GHz, 3x Cortex-A720 @ 3.2GHz, 2x Cortex-A720 @ 3.0 GHz, 2x Cortex-A520 @ 2.3 GHz, GPU: Adreno 750). Κάθε μοντέλο έρχεται με 16GB LPDDR5X RAM και 512GB UFS 4.0 ROM, με την κινεζική αγορά να διαθέτει περισσότερες επιλογές, όμως τουλάχιστον οι διεθνείς αγορές (όπως η δική μας) λαμβάνει την έκδοση με 16GB RAM αντί για 12GB. Πέραν αυτών, το Xiaomi 14 Ultra διατίθεται σε λευκό ή μαύρο χρώμα, με λευκό οικολογικό δέρμα και ασημένιο πλαίσιο ή μαύρο οικολογικό δέρμα και μαύρο πλαίσιο, αντίστοιχα. Πρώτα, τα benchmarks. Ο Snapdragon 8 Gen 3 έφερε σκορ 6852 (Multi-Core) και 2214 (Single-Core) στο Geekbench 6, καταλαμβάνοντας θέση στην πρώτη τριάδα και στην κορυφή, αντίστοιχα. Φυσικά, οι διαφορές από τον υπόλοιπο ανταγωνισμό είναι ουσιαστικά μηδαμινές, με μονάχα λίγες μονάδες να διαχωρίζουν τα κινητά. Όχι πως σημειώνεται ως αρνητικό για το Xiaomi 14 Ultra, απλά τονίζουμε την ομοιογένεια που προκύπτει στις ναυαρχίδες, αφού οι περισσότερες ενσωματώνουν το κορυφαίο SoC της Qualcomm. Ουδεμία έκπληξη προκαλεί, επομένως, το γεγονός πως και στην πραγματικότητα δεν εντοπίζονται αποκλίσεις από το αναμενόμενο. Το Xiaomi 14 Ultra διαχειρίζεται με χαρακτηριστική άνεση την απλή καθημερινότητά μας, περιλαμβάνοντας multi-tasking και πολλαπλά παράθυρα στο παρασκήνιο, από Slack και Outlook/Gmail μέχρι social, OneDrive και συναφείς εφαρμογές. Το multi-tasking κύλισε νεράκι, ακόμη και με παιχνίδι ανοιχτό στο παρασκήνιο, κάνοντας την εμπειρία αναμενόμενα άψογη. Σε παιχνίδια, δοκιμάσαμε τα Genshin Impact, Call of Duty Warzone Mobile, PUBG Mobile, Mortal Kombat και άλλα. Οι επιλογές σε παιχνίδια με υποστήριξη για 120Hz ήταν λίγες, οπότε το μεγαλύτερο μέρος των δοκιμών το περάσαμε στα 60Hz/fps. Παιχνίδια με υψηλές απαιτήσεις, όπως το Genshin Impact, τα πήγαν περίφημα και σταθερά στα 60fps στις υψηλότερες ρυθμίσεις γραφικών, με λιγότερο απαιτητικά παιχνίδια να κρατούν τον πήχη στα ίδια επίπεδα. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο εδώ, είναι η διαχείριση θερμότητας. Η Xiaomi αναφέρει την ύπαρξη μεγαλύτερου θαλάμου ατμού στη συσκευή, κάτι που παρατηρήσαμε εμμέσως από την θερμοκρασία που παρέμενε σε διαχειρίσιμα επίπεδα μετά από μια ώρα συνεχούς παιχνιδιού π.χ. με Genshin Impact. Το κινητό ζεσταινόταν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν γινόταν καν ενοχλητικό στο άγγιγμα. Ένα σημείο όπου ο προκάτοχός του υπέφερε συγκριτικά με τον ανταγωνισμό, είναι η αυτονομία. Περιληπτικά, το Xiaomi 13 Ultra οριακά έβγαζε μία ημέρα χρήσης, μάλιστα όχι ιδιαίτερα έντονης. Στο Xiaomi 14 Ultra βρίσκουμε μπαταρία 5000mAh, ίδιας χωρητικότητας με του προηγούμενου μοντέλου, όμως ένας συνδυασμός λογισμικού και SoC καταφέρνει να αποδώσει μεγαλύτερη αυτονομία στη φετινή συσκευή. Πλέον, κάνοντας την συνηθισμένη χρήση στη συσκευή μας, καταφέραμε να φτάνουμε στην ώρα του ύπνου με απόθεμα 20%-25%. Είναι αναβάθμιση μεν, παραμένει πίσω από τον ανταγωνισμό δε, καθώς σε καθαρό χρόνο χρήσης (screen time) είχαμε 3-4 ώρες την ημέρα. Σε αυτό που υπερτερεί του ανταγωνισμού, είναι η φόρτιση. Αφενός διαθέτει ταχεία φόρτιση 90W, αφετέρου ο συμβατός φορτιστής περιλαμβάνεται στο πακέτο, όταν άλλοι οριακά περιλαμβάνουν ένα… καλώδιο. Με τον φορτιστή αυτόν, η μπαταρία κάνει το 0%-100% σε περίπου 35 λεπτά οπότε τουλάχιστον αν υπάρχει πρίζα κοντά (π.χ. στη δουλειά, πριν το σχόλασμα), ο αντίκτυπος της χαμηλής αυτονομίας κάπως ισοσταθμίζεται. Το Xiaomi 14 Ultra κατέχει μια πρωτιά: είναι η πρώτη συσκευή με HyperOS. Το νέο λειτουργικό της Xiaomi αντικαθιστά το MIUI, παραμένει όμως βασισμένο σε Android 14. Για όσους έχουν τριβή με το MIUI, οι διαφορές δεν θα είναι κοσμογονικές – σε θεμελιώδες επίπεδο, δεν αλλάζει κάτι (π.χ. σε λειτουργίες ή χειρισμό). Αυτό που κυρίως αλλάζει είναι η απόδοση, με το νέο λειτουργικό να φαίνεται σταθερότερο και ταχύτερο, καθώς προβλήματα που συχνά-πυκνά αντιμετωπίζαμε σε προηγούμενες συσκευές δεν εμφανίστηκαν εδώ. Και στο HyperOS, η Xiaomi επενδύει στη διπλή διαχείριση ειδοποιήσεων/συντομεύσεων. Σύροντας το δάχτυλο από πάνω προς τα κάτω, ξεκινώντας από την αριστερή πλευρά έρχονται οι ειδοποιήσεις κι από την δεξιά οι συντομεύσεις. Για όσους έχουν συνηθίσει σε άλλες παραλλαγές του Android, η διαφορά είναι μεγάλη κι ίσως ενοχλητική. Για όσους προέρχονται από iPhone ή πρόσφατες συσκευές Xiaomi, δεν θα φανεί ξένο. Η Xiaomi υπόσχεται τέσσερις αναβαθμίσεις Android και πενταετή υποστήριξη μέσω ενημερώσεων ασφαλείας, ένα πολύ θετικό βήμα όμως πίσω από τον ανταγωνισμό. Αυτό που δεν είδαμε στο HyperOS είναι μια μεγάλη ενσωμάτωση AI χαρακτηριστικών, στα πρότυπα του άμεσου αντιπάλου του μοντέλου, του Galaxy S24 Ultra, κάτι που κάνει τη διαφορά στο λογισμικό. Θεωρητικά βέβαια μπορεί η Xiaomi να καλύψει αυτό το κενό με κάποια μελοντική αναβάθμιση του HyperOS παρουσιάζοντας AI λειτουργίες χρήσιμες στον τελικό χρήστη όπως κάποια σύνοψη μεγάλων κειμένων, χρήσιμων εργαλείων στην επεξεργασία φωτογραφιών και άλλα. Για την ώρα πάντως, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει ούτε σε επίπεδο φημολογίας. Κάμερα Πάμε στην κάμερα, το νούμερο ένα σημείο αναφοράς της συσκευής. Χρησιμοποιεί μια τετράδα καμερών με αισθητήρες 50MP έκαστη, όμως η βασική διαθέτει αισθητήρα Sony LYT-900 και μέγεθος 1”. Ο υπερευρυγώνιος φακός διαθέτει αισθητήρα Sony IMX858 κι ύστερα, περιλαμβάνονται δύο τηλεφακοί με οπτικό zoom 3.2x και 5x αντίστοιχα. Ο βασικός φακός διαθέτει μεταβαλλόμενο διάφραγμα, από f/1.63 σε f/2.0, f/2.80 και f/4.0, όπως και οπτική σταθεροποίηση. Ξεκινώντας με τη βασική κάμερα, οι φωτογραφίες βγαίνουν επαρκώς φωτεινές χωρίς να χαλάει η φυσικότητα των χρωμάτων ή των σκοτεινών σημείων, σε μια ηλιόλουστη ημέρα. Φωτογραφίζοντας σε πάρκο, στον δρόμο και μέσα στο σπίτι ή στο μπαλκόνι, τα αποτελέσματα ήταν σταθερά εντυπωσιακά και τονίζουμε το «φυσικά». Το μεταβαλλόμενο διάφραγμα, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες δυνατότητες της κάμερας, μπορούν να προσφέρουν εξαιρετικό εφέ bokeh. Οι δύο τηλεφακοί βοηθούν, διαχωρίζοντας πολύ καλά το θέμα από το παρασκήνιο και το θόλωμα, οπότε όποιος έχει γνώσεις φωτογραφίας ή όρεξη να πειραματιστεί, σίγουρα θα αποκτήσει φοβερά αποτελέσματα. Ειδικά στα πορτρέτα, το σύνολο των δυνατοτήτων συνδυάζεται και το αποτέλεσμα είναι φανταστικό, εφάμιλλο μιας καλής mirrorless ή DSLR. Τα πρόσωπα κρατούν αναλλοίωτη την λεπτομέρεια ακόμη και στο δέρμα, ενώ οι άκρες παραμένουν διακριτές, με εξαίρεση δύσκολες περιπτώσεις όπου οι άκρες των μαλλιών ίσως χαθούν στο παρασκήνιο – όλα αυτά σε κοντινότερη ανάλυση. Κάνοντας zoom στο 3.2x, τα αποτελέσματα παραμένουν στο υψηλότερο επίπεδο και δεν παρατηρούμε κάποια αισθητή διαφορά σε χρώματα, ποιότητα ή θόρυβο μεταξύ μιας απλής φωτογραφίας και μίας τραβηγμένης σε 3.2x. Στο 5x, τα αποτελέσματα παραμένουν λίγο-πολύ ίδια, πάντοτε μιλώντας για την απόδοση σε 50MP σε όλα τα παραπάνω σενάρια. Στο 10x zoom, ψηφιακό πλέον, οι διαφορές είναι εμφανείς και κυρίως αφορούν θόρυβο, αλλά και εντονότερη αντίθεση. Δεν είναι άσχημα, ειδικά δεδομένου του επιπέδου μεγέθυνσης, οπότε συνολικά σε συνθήκες ημέρας ή καλού φωτισμού δεν υπάρχει οποιοδήποτε παράπονο από την κάμερα. Σε πορτρέτα, μακροφωτογραφία, zoom ή απλή χρήση του 1x, η απόδοση είναι η κορυφαία που έχουμε δει φέτος και δύσκολα θα εκθρονιστεί στο μέλλον. Η νυχτερινή λήψη παράγει εφάμιλλης ποιότητας αποτελέσματα, διατηρώντας την λεπτομέρεια στις πηγές φωτός, διαχωρίζοντας σωστά τα χρώματα και εμφανίζοντας λεπτομέρειες μέσα σε σκοτεινά σημεία χωρίς παραφωνίες που προκύπτουν από υπερβολική επεξεργασία. Οι σκιές εμφανίζονται λίγο φωτεινότερες από όσο θα μας άρεσε, όμως όχι αισθητικά άσχημες – παραμένει ξεκάθαρο πως είναι νυχτερινές φωτογραφίες και δεν γίνεται προσπάθεια μετατροπής της νύχτας σε μέρα, όπως βλέπουμε ορισμένες φορές. Τα ίδια ισχύουν και για τους δύο τηλεφακούς, που παράγουν αξιέπαινα αποτελέσματα, με εξαίρεση ίσως τον φακό 5x που βγάζει λίγο πιο μουντές φωτογραφίες. Περνώντας στον υπερευρυγώνιο φακό, η απόδοση δεν είναι ίδια με της βασικής κάμερας, όπως ήταν αναμενόμενο. Αξιοσημείωτο πως φτάνει έως 0.5x αντί για 0.6x που συνήθως βλέπουμε. Η απόδοση είναι ποιοτική, οριακά χαμηλότερη από ότι στις υπόλοιπες κάμερες κι αυτό οφείλεται κυρίως στον θόρυβο που ευκολότερα εμφανίζεται εδώ. Παρόλα αυτά, χρώματα, λεπτομέρεια και αντίθεση είναι πολύ κοντά στην βασική κάμερα αν όχι ίδια σε ορισμένες περιπτώσεις. Σε νυχτερινές λήψεις, τα αποτελέσματα είναι παραπάνω από ικανοποιητικά με μια ματιά, αλλά σε κοντινή ανάλυση εμφανίζονται ατέλειες στην λεπτομέρεια. Στα βίντεο, οι κάμερες προσφέρουν πάλι ποιοτικά αποτελέσματα, καταγράφοντας σε 4K60 ανεξαιρέτως (ακόμη και η μπροστινή το καταφέρνει). Η οπτική σταθεροποίηση και το εύρος χρώματος είναι αξιοσημείωτα εδώ, καθώς από την βασική έως την υπερευρυγώνια και τους τηλεφακούς, οι κάμερες προσφέρουν πρακτικά ίδια εμπειρία λήψης, χρώματα αν και θα καταλάβετε την εναλλαγή των καμερών στο zoom. Περπατώντας και καταγράφοντας, ακόμη και με τον υπερευρυγώνιο φακό, το αποτέλεσμα είναι σταθερό και αισθητικά όμορφο. Σε νυχτερινές λήψεις, το μοναδικό που δεν ικανοποιεί τόσο συγκριτικά με όλα όσα προσφέρονται, είναι η απόδοση της υπερευρυγώνιας κάμερας – κυρίως διότι τα χρώματα είναι πιο μουντά και ο θόρυβος εμφανίζεται συχνά. Τέλος, η μπροστινή κάμερα των 32MP είναι εμφανώς πιο απλή συγκριτικά με τις υπόλοιπες, όμως ποιοτικά ικανοποιητική. Οι λεπτομέρειες διατηρούνται, το δέρμα δεν ωραιοποιείται σε αφύσικο βαθμό και τα καταφέρνει καλά σε μέτριο φωτισμό εντός σπιτιού. Δεν θα εντυπωσιάσει, ούτε θα αφήσει κάποιον με παράπονο, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Να μιλήσουμε λίγο και για το Photography Kit, το οποίο περιλαμβάνεται άνευ επιπλέον κόστους για τις προπαραγγελίες, χωρίς να έχουμε ενημέρωση αν στη συνέχεια θα πωλείται ξεχωριστά. Πρόκειται για εξέλιξη του kit που είδαμε και στο προηγούμενο μοντέλο, το οποίο πρακτικά μετατρέπει το Xiaomi 14 Ultra σε φωτογραφική μηχανή. Το kit αποτελείται από μια λαβή (με ενσωματωμένη μπαταρία 1500mAh) με πλήκτρα κλείστρου, διαφράγματος και zoom, μια επιπλέον θήκη για το κινητό και δύο χρωματιστά μεταλλικά δαχτυλίδια (προσαρμογέας φίλτρου 67mm) για τον φακό που αλλάζουν την όψη της συσκευής. Η λαβή συνδέεται μέσω USB-C με το κινητό, δίνοντάς του την όψη μιας mirrorless κάμερας και παράλληλα, φορτίζοντάς το. Μπορεί η χωρητικότητα να μην είναι τεράστια, όμως με τη λαβή ενσωματωμένη, ουσιαστικά χρησιμοποιούσαμε το κινητό για φωτογραφίες επί αρκετή ώρα δίχως να έχει πραγματικό αντίκτυπο στην μπαταρία, αφού αναπληρωνόταν. Εν ολίγοις, όποιος σκοπεύει να ασχοληθεί πολύ με φωτογραφίσεις, το kit βολεύει στο κομμάτι της αυτονομίας. Φυσικά, βολεύει και στο κομμάτι της άνεσης. Τα φυσικά πλήκτρα κάνουν την εμπειρία λίγο-πολύ ίδια με μιας παραδοσιακής κάμερας, ενώ η σύνδεση μέσω USB-C μηδενίζει τον χρόνο απόκρισης, ο οποίος ήταν λίγο μεγαλύτερος στην περυσινή εκδοχή λόγω σύνδεσης μέσω Bluetooth. Στο χέρι, η λαβή προσθέτει σημαντικό βάρος σε ένα ήδη βαρύ κι ογκώδες κινητό, όμως διευκολύνει τόσο πολύ στο κράτημα που δεν αποτελεί πρόβλημα. Εξάλλου, δεν θα βρίσκεται μόνιμα συνδεδεμένη στο κινητό. Η θήκη που περιλαμβάνεται δίνει όψη δέρματος στην πλάτη του Xiaomi 14 Ultra κι εναρμονίζεται με τη λαβή, οπότε το αποτέλεσμα θυμίζει ακόμη περισσότερο μια φωτογραφική μηχανή της Leica. Τα χρωματιστά δαχτυλίδια είναι όμορφα, αν και προτιμήσαμε το ασημένιο αντί του μπρούτζινου χρώματος, καθώς έδενε καλύτερα με το κινητό για τα δικά μας γούστα. Το μοναδικό παράπονο εδώ είναι πως η κάμερα ήδη εξέχει αρκετά, οπότε τα δαχτυλίδια ακουμπούν π.χ. στο τραπέζι όταν ακουμπάμε το κινητό, οπότε εύκολα μπορούν να γρατζουνιστούν. Συμπέρασμα Το Xiaomi 14 Ultra είναι μια φανταστικών δυνατοτήτων κάμερα, που συνοδεύεται από ένα ικανότατο smartphone. Δεν είναι υπερβολή να κλείσουμε έτσι, αφού πέραν της ομολογουμένως ασυναγώνιστης φωτογραφικής μηχανής που ενσωματώνει, το Xiaomi 14 Ultra ακολουθεί λίγο-πολύ το περυσινό μοντέλο σε σχεδιασμό και δυνατότητες, απλώς αναβαθμίζοντας τα εξαρτήματα. Για άτομα που θέλουν το κάτι παραπάνω σε κάμερα, αλλά κι ένα smartphone που δεν θα ζοριστεί πουθενά αλλού, το Xiaomi 14 Ultra είναι η δελεαστικότερη πρόταση της αγοράς. Ο πιο ουσιαστικός ανταγωνισμός είναι ο εαυτός του, δηλαδή η υψηλή τιμή (1499€) που το τοποθετεί σε μια «μοναχική» λίστα στην κορυφή. Πέραν αυτού, το μεγαλύτερο παράπονό μας έχει να κάνει με την αυτονομία, για την οποία σίγουρα δεν θα γραφτούν ύμνοι όπως αναμφίβολα θα συμβεί για την κάμερα.
    8 πόντοι
  16. Είναι μικρόβιο που, άπαξ και το «κολλήσεις», δύσκολα σε αφήνει. Μιλάμε για την ιδέα του smart home και τον εύκολο και οικονομικό τρόπο που μπορεί πλέον ο καθένας να δημιουργήσει έξυπνα σενάρια ασφάλειας και εξοικονόμησης ενέργειας για το σπίτι του. Στο review αυτό δοκιμάζουμε μια από τις καλύτερες προτάσεις στην ελληνική αγορά, αυτή της Aqara, με την εταιρεία να διαθέτει μια σειρά από έξυπνα προιόντα τα οποία καλύπτουν πολλές από τις ανάγκες ενός έξυπνου σπιτιού, συμβατά με τις κορυφαίες πλατφόρμες έξυπνου σπιτιού, όπως αυτή του HomeKit και της Google (Home). Εμείς λάβαμε τα Aqara Hub M2, Cube T1 Pro, Camera Hub G2H Pro και μια συλλογή από αισθητήρες (κίνησης, διαρροής νερού κλπ). Στο κείμενο που ακολουθεί θα αναφερθούμε σε όλα τα παραπάνω και την εμπειρία μας, έχοντας χρησιμοποιήσει το οικοσύστημα στο σπίτι. Εμφάνιση - Σχεδιασμός Πρώτη συσκευή είναι η «καρδιά» του οικοσυστήματος, το Aqara Hub M2. Είναι η μία από τις δύο συσκευές μαύρου χρώματος από όσες θα αναλυθούν στο κείμενο, αποτελώντας τον «εγκέφαλο» του συστήματος και πρέπει να ξεχωρίζει αφού η άλλη τοποθετείται εκτός σπιτιού (Smart Video Doorbell). Σε κάθε περίπτωση, ο σχεδιασμός είναι απλός και απέριττος, με τη συσκευή να είναι επίπεδη και στρογγυλή στην κορυφή, με κυρτές πλευρές που καταλήγουν στην βάση. Επάνω εντοπίζεται μόνο το λογότυπο της Aqara, χαραγμένο στο ματ πλαστικό, ενώ το κυρίως σώμα είναι γυαλιστερό μαύρο. Μπροστά βρίσκεται ένα κουμπί σύζευξης συνοδευόμενο από μια μικρή ένδειξη LED. Στην πίσω πλευρά βρίσκονται υποδοχές Ethernet, USB-A και micro-USB. Η τελευταία χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία με βάση το καλώδιο που υπάρχει στη συσκευασία αλλά χωρίς τον παρεχόμενο αντάπτορα πρίζας ενώ η USB-A χρησιμοποιείται μόνο για σύνδεση σε διαγνωστικό. Η θύρα micro-USB θα μπορούσε να ήταν USB-C χάριν ευκολίας, και έτσι θα χρειαστεί να βρείτε ένα USB-A αντάπτορα πρίζας για να συνδέσετε το καλώδιο εκτός και αν έχετε ήδη κάποιο περισσευούμενο micro-USB φορτιστή εύκαιρο. Στο κάτω μέρος θα δούμε πολλαπλές τρυπούλες κι αυτό διότι από εκεί βγαίνει ο ήχος του ενσωματωμένου ηχείου. Σειρά έχει το Aqara Camera Hub G2H Pro, μια κάμερα που εκτελεί και χρέη hub. Ο σχεδιασμός της θυμίζει επιτραπέζιο μικρόφωνο, με μια μικρή βάση που στηρίζει το μακρόστενο κυρίως σώμα σε έναν βραχίονα. Γύρω από τον φακό υπάρχει ένα πλατύ μαύρο δαχτυλίδι, όπου κρύβονται αισθητήρες και επιπλέον εξαρτήματα. Στο κάτω μέρος του σώματος, υπάρχει υποδοχή για κάρτα microSD και στην πλάτη υπάρχουν τρύπες για το μικρόφωνο, το ηχείο και μια θύρα τροφοδοσίας micro-USB. Μετά, το Aqara Cube T1 Pro. Ο συγκεκριμένος κύβος, όπως προδίδει και το όνομά του, είναι λευκός και μικρός σε μέγεθος (4.5x4.5x4.5cm). Μία πλευρά έχει κεντραρισμένο το λογότυπο της Aqara και οι υπόλοιπες από δύο έως έξι βούλες, μαρκάροντας ξεχωριστά κάθε όψη του κύβου για εύκολο προγραμματισμό ενεργειών. Οι υπόλοιπες συσκευές υιοθετούν το ίδιο γενικό μοτίβο, δηλαδή απλό και λευκό design με στρογγυλεμένες γωνίες και ένα λιτό γραφικό στην όψη που υποδεικνύει την χρήση τους – για παράδειγμα ένα θερμόμετρο στον αισθητήρα θερμοκρασίας, μια σταγόνα στον αισθητήρα διαρροής κλπ. Χαρακτηριστικά – Απόδοση Ως η καρδιά του συστήματος, το Aqara Hub M2 είναι πάλι πρώτο εδώ. Έρχεται με συνδεσιμότητα Wi-Fi 2.4GHz και Ethernet, υποστηρίζοντας πρωτόκολλα Zigbee 3.0, Bluetooth 5.0 LE όπως και IR. Στο κουτί τονίζεται η συμβατότητα με Apple HomeKit αλλά υποστηρίζονται συσκευές συμβατές με Amazon Alexa, Google Home και IFTTT. Για τις δικές μας δοκιμές, στηριχθήκαμε στην υλοποίηση του Apple HomeKit. Αρχικά, η πρώτη επαφή και ρύθμιση των συσκευών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε το Aqara App είτε το Apple Home app. Εμείς επιλέξαμε την πρώτη λύση που είναι και η πιο ολοκληρωμένη με βάση τις περισσότερες ρυθμίσεις που δίνει η εταιρεία μέσω της δική της εφαρμογή. Βέβαια δεν έλειψε και η δυνατότητα σύνδεσης με το HomeKit, όπου το Hub χρειάστηκε λίγα λεπτά μόνο κι αμέσως εμφανίστηκε στη λίστα συσκευών του Apple Home. Οι δυνατότητές του εκεί είναι κάπως περιορισμένες όπως είναι λογικό, καθώς από μόνο του δεν μπορεί να κάνει πολλά. Μπορεί να λειτουργήσει ως ξυπνητήρι και, αν τοποθετηθεί σε σημείο όπου «βλέπει» συσκευές που λειτουργούν με υπέρυθρες, μπορεί να προγραμματιστεί για να τις ελέγχει. Μας φάνηκε χρήσιμο για συσκευές όπως ένας αφυγραντήρας ή το κλιματιστικό, οπότε σίγουρα είναι καλοδεχούμενη δυνατότητα. Ωστόσο, το ηχείο είναι αρκετά αδύναμο ακόμη και για ξυπνητήρι, ενώ το προηγούμενο μοντέλο διέθετε φωτάκι νυκτός το οποίο εδώ απουσιάζει. Στα θετικά η δυνατότητα χρήσης φωνητικών εντολών μέσω της Siri, όπου το ηχείο τα πήγε καλά παρά τις εμφανείς αδυναμίες του για πιο σύνθετες ενέργειες. Τέλος, υποστηρίζει έως και 32 συσκευές μόνο του ενώ με τη χρήση repeaters, μπορεί να φτάσει τις 128. Η κάμερα Aqara G2H Pro άφησε πολύ θετικές εντυπώσεις, ιδίως λόγω μερικών ιδιαιτεροτήτων υπέρ της χρήσης Apple Home. Η κάρτα microSD είναι μια καλοδεχούμενη δυνατότητα, αλλά η υποστήριξη cloud παρέχει σίγουρα μεγαλύτερη ασφάλεια στο ενδεχόμενο διάρρηξης. Παρότι η Aqara δεν προσφέρει κάποια τέτοια υπηρεσία, μπορεί να συνδεθεί με το iCloud και να ανεβάζει τις καταγραφές απευθείας εκεί, μάλιστα χωρίς επιπλέον χρέωση πέραν της ήδη υπάρχουσας για την υπηρεσία. Μια ακόμη λειτουργία που προσφέρει το Apple Home είναι ο διαχωρισμός ανίχνευσης μεταξύ ανθρώπων, κατοικιδίων και οχημάτων (αν τοποθετηθεί σε εξωτερικό χώρο), αν και δεν είχαμε την δυνατότητα να το δούμε στην πράξη. Αυτό που καταφέραμε να δοκιμάσουμε, είναι η επικοινωνία δύο δρόμων. Παρακολουθούσαμε τα παιδιά σε άλλο δωμάτιο και τους μιλήσαμε, μας άκουσαν καθαρά κι εμείς το ίδιο, οπότε για παιδιά, ηλικιωμένους ή κατοικίδια είναι καλή λύση. Επίσης, στο βασικό Aqara app δίνεται η δυνατότητα σύνδεσης με NAS στο ίδιο δίκτυο για την αποθήκευση των καταγραφών, όμως απαιτείται κάρτα microSD για να λειτουργήσει η υπηρεσία. Για μια κάμερα τέτοιου κόστους, σίγουρα οι δυνατότητες είναι ουκ ολίγες, ξεχωρίζοντας από τον ανταγωνισμό. Υπενθυμίζουμε πως μπορεί να λειτουργήσει και ως hub για ένα οικοσύστημα συσκευών Aqara, οπότε η απόκτηση του Aqara G2H Pro και 2-3 μικροσυσκευών ακόμη είναι απόλυτα λογική κίνηση για κάποιον που δεν θέλει να χτίσει κάτι τεράστιο. Χρησιμοποιώντας την κάμερα σε εσωτερικό χώρο, δοκιμάσαμε τον έλεγχο κινήσεων σε φωτεινά και σκοτεινά δωμάτια. Το αποτέλεσμα ήταν σταθερά καλό, ακόμη και για μικρές κινήσεις – προτιμούμε ένα πιο ευαίσθητο σύστημα σε εσωτερικό χώρο. Με ποιότητα που φτάνει τα 1080p, τόσο οι νυχτερινές όσο και οι κανονικές λήψεις είχαν πολύ καλή εικόνα, κρατώντας λεπτομέρειες ακόμη και στην άκρη του δωματίου. Τα βίντεο καταγράφονται στα 20fps και όταν ανιχνεύεται μια κίνηση, το γεγονός μαρκάρεται στο χρονοδιάγραμμα του βίντεο για εύκολο εντοπισμό. Ο κύβος Aqara Cube T1 Pro ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ουσιαστικά, αντικαθιστά ένα παραδοσιακό χειριστήριο και κάθε πλευρά του εκτελεί μια ενέργεια. Είναι λίγο δύσκολο να θυμάται κανείς τι ακριβώς κάνει η κάθε μεριά απλώς από μνήμη ή έχοντας κολλήσει αυτοκόλλητες ετικέτες στην κάθε πλευρά, το οποίο δεν είναι απαραίτητα πρόβλημα της συσκευής ή του σχεδιασμού. Παρόλα αυτά, αναθέσαμε απλές ενέργειες με άμεσο αντίκτυπο για να καταλαβαίνουμε τι λειτουργεί και τι όχι, όπως η αλλαγή χρώματος στα φώτα. Η απόκριση ήταν άμεση και μέσα σε 1-2 δευτερόλεπτα είχε γίνει αυτό που «διέταξε» ο κύβος, οπότε η χρησιμότητα και λειτουργικότητά του του ως χειριστήριο δεν είναι υπό συζήτηση. Μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για απλές ενέργειες έναντι ρουτίνας ή φωνητικών εντολών. Ας δούμε όμως και τους διάφορους αισθητήρες. Πρώτος είναι ο αισθητήρας πόρτας/παραθύρου Aqara T1, τον οποίο χρησιμοποιήσαμε προφανώς, σε πόρτα και παράθυρο. Δοκιμάσαμε κάποια πρακτικά σενάρια, όπως μια ενημέρωση όταν η πόρτα μένει ανοιχτή για πάνω από 5 λεπτά ή ανάβουν τα φώτα του σαλονιού όταν η πόρτα ανοίγει απογευματινές ώρες. Αντίστοιχα, να ειδοποιούμαστε αν το παράθυρο στο δωμάτιο των παιδιών ανοίξει. Παρόμοιες δοκιμές κάναμε και με τον αισθητήρα κίνησης Aqara P1. Τον τοποθετήσαμε στον διάδρομο έξω από το δωμάτιο των παιδιών, ώστε αν το βράδυ χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν το μπάνιο, να ανάψουν αυτόματα τα φώτα για μερικά λεπτά. Σίγουρα μπορούν να δημιουργηθούν και πιο σύνθετα σενάρια, αλλά σε τεχνικό επίπεδο, οι αισθητήρες ανταποκρίθηκαν όπως περιμέναμε. Ο αισθητήρας δόνησης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Η εταιρεία προτείνει να μην τοποθετείται σε μεταλλικά ντουλάπια και κουτιά, καθώς θα υπολειτουργεί. Οπότε δοκιμάσαμε να τον τοποθετήσουμε στο συρτάρι του ξύλινου γραφείου, για να ενημερωνόμαστε όταν κάποιος το ανοίγει (κυρίως για τα παιδιά). Η αλήθεια είναι πως λειτούργησε, αλλά υπάρχουν και πιο δημιουργικοί τρόποι να τον αξιοποιήσει κανείς, αφού πέραν της δόνησης ανιχνεύει και την αλλαγή κλίσης. Θεωρητικά, μπορεί να τοποθετηθεί σε ένα ντουλάπι ή μια πόρτα, αλλά και σε συσκευές όπως πλυντήρια που παράγουν δονήσεις όταν λειτουργούν. Ύστερα, ο αισθητήρας θερμοκρασίας και υγρασίας Aqara T1. Σίγουρα πρέπει να τοποθετηθεί σε πολύ ιδανικό σημείο του χώρου, ώστε να μην εκτίθεται π.χ. στο φως του ήλιου ή ρεύματα αέρα και παράγει λανθασμένα αποτελέσματα. Οπότε τον τοποθετήσαμε πιο κεντρικά, σε ένα σημείο αρκετά ασφαλές. Σκοπός ήταν να ενεργοποιεί το καλοριφέρ όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από ένα επίπεδο, όπως και τον αφυγραντήρα όταν η υγρασία φτάσει σε ένα επίπεδο. Και στις δύο περιπτώσεις ανταποκρίθηκε καλά, όμως ιδανικά θα θέλαμε να τον δοκιμάσουμε και το καλοκαίρι, για να ενεργοποιεί τον κλιματισμό ή ανεμιστήρες. Αντίστοιχα, ο αισθητήρας νερού/διαρροής Aqara T1 είναι κάτι που ευχόμαστε να μην χρησιμοποιήσουμε σε πραγματικό σενάριο. Τον τοποθετήσαμε κάτω από τον νιπτήρα της κουζίνας, ώστε αν υπάρξει διαρροή να μας ενημερώσει έγκαιρα. Ευτυχώς, όσο καιρό το δοκιμάζαμε δεν προέκυψε κάτι τέτοιο, οπότε τον… βοηθήσαμε ρίχνοντας λίγες ποσότητες νερού περιμετρικά του. Χρειάστηκε να αδειάσουμε λίγα ποτήρια νερού προτού λειτουργήσει, το οποίο είναι μάλλον λογικό, καθώς μια διαρροή δύσκολα θα περιοριστεί σε ποσότητες 1-2 ποτηριών νερού. Για τον αισθητήρα ποιότητας αέρα TVOC, οι δοκιμές ήταν πιο περιορισμένες. Μπορούσαμε να ζητήσουμε μια ειδοποίηση αν η ποιότητα αέρα έπεφτε κάτω από το “Good”, ώστε να ανοίξουμε ένα παράθυρο και να φρεσκαριστεί ο χώρος. Για να πιέσουμε τον αισθητήρα, ψεκάζαμε διάφορα αποσμητικά γύρω του και πράγματι, η ποιότητα αέρα έπεφτε κατακόρυφα όπως βλέπαμε στην οθόνη του και λειτουργούσε η αυτοματοποίηση. Ιδανικά θα θέλαμε να έχουμε έναν smart ιονιστή, ο οποίος θα λειτουργούσε δυναμικά βάσει της ποιότητας αέρα, όμως δεν είχαμε στην κατοχή μας τέτοια συσκευή. Ώρα για την έξυπνη πρίζα. Η συγκεκριμένη συσκευή δοκιμάστηκε με έναν ανεμιστήρα καθαρά για τις ανάγκες του κειμένου, προκειμένου να τον κάνει «έξυπνο» και να τρέχουν οι αυτοματοποιήσεις. Εδώ υπάρχει ένα μικρό παράπονο για την υλοποίηση του HomeKit. Παρότι η πρίζα μπορεί να διαβάζει την κατανάλωση των συνδεδεμένων συσκευών και να την αποθηκεύει μέσω του Aqara app, δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα για το Apple Home. Τουλάχιστον, ένα άλλο σημείο παραμένει κοινό ανάμεσα στις δύο υλοποιήσεις: δεν μπορούν να γίνουν αυτοματοποιήσεις βάσει της κατανάλωσης, οπότε η λειτουργία είναι κάπως πιο περιορισμένη σε επίπεδο «ενεργοποίησε/απενεργοποίησε την πρίζα». Με μέγιστο φορτίο στα 1875W, μπορεί να αντέξει πολλές ενεργοβόρες συσκευές και ένα άλλο θετικό είναι πως λειτουργεί ως repeater, οπότε αν τοποθετηθεί στο κατάλληλο σημείο του σπιτιού είναι ιδανική λύση για να διευρύνει το δίκτυο συσκευών Aqara smart home. Τέλος ένα κομμάτι του οικοσυστήματος που μας άρεσε ίσως λίγο περισσότερο από τα άλλα, το Smart Video Doorbell G4, το οποίο είναι εξαιρετικά εύκολο στην εγκατάστασή του κι’ αυτό. Στην ουσία είναι ένα κουδούνι με κάμερα για το σπίτι που δεν χρειάζεται καμία σύνδεση. Το κεντρικό κομμάτι, το κουδούνι, διαθέτει ένα τεράστιο κουμπί και από πάνω του ακριβώς μια κάμερα με 1080p ανάλυση. Στο εσωτερικό δέχεται 6 μπαταρίες AAA που σύμφωνα με την εταιρεία και ανάλογα με τη χρήση, η αυτονομία τους μετριέται σε μήνες. Εντός του σπιτιού βάζουμε το μικρό ηχείο (σύνδεση με usb-c πρίζα) που μας ενημερώνει ότι κάποιος μας έχει χτυπήσει το κουδούνι. Μόλις πατήσει κάποιος το κουμπί, βλέπουμε σχετική αναφορά στο iPhone/iPad/android μας όπου και βλέπουμε σε πραγματικό χρόνο το video από τον επισκέπτη μας και με πολύ καλή ανάλυση. Οι δυνατότητες είναι αρκετές ενώ μας άρεσε το ότι μπορούμε να καταγράψουμε σε microSD την κίνηση έξω από το σπίτι μας, με την κάρτα να τοποθετείται όμως στο ηχείο εντός του σπιτιού και όχι στην κάμερα έξω. Οι περισσότερες από τις παραπάνω συσκευές λειτουργούν μέσω Zigbee, προσφέροντας σιγουριά πως θα λειτουργήσουν ακόμη κι αν το Wi-Fi έχει πρόβλημα, ενώ η κατανάλωση ενέργειας είναι πολύ χαμηλή. Με μια πλακέ μπαταρία (π.χ. CR2450, ανάλογα τη συσκευή) μπορούν να αντέξουν από μήνες έως πενταετία, ανάλογα πάντοτε τον τύπο συσκευής και τη χρήση που γίνεται. Επομένως, μετά την πρώτη ρύθμιση θα χρειαστεί καιρός για να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους ξανά. Συμπέρασμα Το οικοσύστημα smart συσκευών της Aqara είναι μια πλήρης λύση που μας βοήθησε πρακτικά να μετατρέψουμε όλο το σπίτι σε smart home ενώ το κόστος τους είναι ιδιαίτερα προσιτό. Υπολογίστε ότι το Μ2 Smart Hub κοστίζει περίπου 50€, οι αισθητήρες μεταξύ 15-20€ ενώ η κάμερα γύρω στα 60€. Η εγκατάσταση όπως αναφέραμε και παραπάνω είναι ιδιαίτερα εύκολη, είτε αφορούν την τοποθέτηση χωρίς καλώδια και με τα απαραίτητα αυτοκόλλητα είτε τις ρυθμίσεις στο app της Aqara. Στα highlights μπαίνει σίγουρα η Aqara Camera Hub G2H Pro λόγω επιδόσεων και ευελιξίας, όπως και το Aqara Hub M2 που πάλι, κάνει περισσότερα από την απλή λειτουργία ως hub – αν και θα θέλαμε ένα καλύτερο ηχείο. Οι αισθητήρες έκαναν αξιόπιστα την δουλειά τους και η γκάμα συσκευών που παρέχεται καλύπτει ουσιαστικά κάθε πιθανό σενάριο για έναν χρήστη, όσο σύνθετο κι αν θέλει να κάνει το smart home του. Η συνολική εικόνα που μας αφήνει το οικοσύστημα της Aqara είναι αναμφίβολα θετική. Ρίχνοντας μια ματιά στον κατάλογο της Aqara βλέπουμε και άλλες λύσεις για το έξυπνο σπίτι (πχ. Εξωτερικός διακόπτης τοίχου ρολών), κάτι που δείχνει ξεκάθαρα ότι μιλάμε για μια ολοκληρωμένη πρόταση. Αν τη συνδυάσουμε με την πανεύκολη εγκατάσταση, τη συμβατότητα με το οικοσύστημα έξυπνου σπιτιού της Apple και της Google, όπως επίσης και την πολύ καλή δουλειά της ελληνικής αντιπροσωπείας (ελληνικό documentation, στα περισσότερα προϊόντα), νομίζουμε ότι οι λύσεις της Aqara είναι από τις κορυφαίες προτάσεις για κάποιον που ψάχνεται να φτιάξει ένα οικονομικό άλλα ικανότατο έξυπνο σπίτι.
    7 πόντοι
  17. Με τις ώρες που περνάμε μπροστά σε κάποιου είδους οθόνη να αυξάνονται σταθερά κάθε χρόνο που περνά, ολοένα και περισσότεροι είναι εκείνοι που αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον αντίκτυπο της τεχνολογίας στην υγεία των ματιών τους. Ως εκ τούτου, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ευαισθητοποιημένο σε ό,τι αφορά τη φροντίδα των ματιών μόνο ευκαταφρόνητο δεν είναι, κάτι που έχει γίνει κατανοητό και από πλευράς κατασκευαστών οι οποίοι πλέον αφιερώνουν σημαντικούς πόρους στην ανάπτυξη σχετικών τεχνολογιών. Στη… μάχη για τα μάτια του κόσμου (pun intended), η TCL είναι μία από τις εταιρείες που μέχρι στιγμής έχουν ξεχωρίσει, κυρίως χάρη στην τεχνολογία NXTPAPER την οποία συναντάμε στις ομώνυμες σειρές smartphones και tablets. Το 40 NXTPAPER είναι μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρόταση αφού ενσωματώνει άρτια χαρακτηριστικά, διαθέτει οθόνη που παραπέμπει σε χαρτί και κυκλοφορεί σε δύο εκδόσεις (4G/5G) με αρκετά διαφορετικές προδιαγραφές. Αξίζει όμως την προσοχή και τα χρήματά σας; Πάμε να του ρίξουμε μια ματιά. Σημείωση: είχαμε στα χέρια μας και τις δύο εκδόσεις του 40 NXTPAPER. Καθώς όμως αυτές διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, σε κάθε κατηγορία θα κάνουμε ξεχωριστή αναφορά στην καθεμία. Σχεδιασμός Το 40 NXTPAPER 5G είναι μία αρκετά συμπαγής συσκευή. Το design του δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη της budget κατηγορίας αποπνέοντας πάντως στιβαρότητα. Οι διαστάσεις του είναι 164,46 x 75,4 x 8,99 χιλ. με το βάρος του να αγγίζει τα 192 γραμμάρια. Το σώμα του μπορεί να στερείται την premium, μεταλλική κατασκευή άλλων προτάσεων, όμως προσφέρει σταθερό κράτημα. Στην πρόσοψη κυριαρχεί η οθόνη των 6,6 ιντσών με το teardrop notch ενώ στα πλάγια υπάρχουν τα πλήκτρα ενεργοποίησης (με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος) και αυξομείωσης της έντασης του ήχου. Η εν λόγω έκδοση διατίθεται σε μαύρο χρώμα. Στην περίπτωση του 40 NXTPAPER 4G τώρα, ναι μεν έχουμε παρεμφερή σχεδιασμό, με μεγαλύτερες όμως διαστάσεις πλην του προφίλ (168,16 x 75,73 x 7,89 χιλ.) και ανεπαίσθητα μεγαλύτερο βάρος (195 γραμμάρια). Το σώμα του είναι κατασκευασμένο από 2D υαλοβάμβακα (fiberglass), σήμα-κατατεθέν της budget κατηγορίας (η 4G έκδοση του 40 NXTPAPER άλλωστε ίσα που ξεπερνά το φράγμα των €200) με την οθόνη να είναι στις 6,78 ίντσες, επίσης με teardrop notch για την κάμερα πρόσοψης. Στα πλάγια έχουμε τα ίδια δύο πλήκτρα με τη συσκευή να διατίθεται σε σκούρο μπλε και ένα ιδιαίτερο οπαλιοειδές. Μπλε ακτινοβολία και φροντίδα ματιών Πριν περάσουμε στην οθόνη, ας κάνουμε μια παρένθεση για ένα μικρό… μάθημα (ή φρεσκάρισμα, για όσους γνωρίζουν το θέμα) όσον αφορά στο πρόβλημα που έρχεται να λύσει το 40 NXTPAPER. Μπλε ακτινοβολία: είναι η ακτινοβολία που βρίσκεται μεταξύ 380 και 500 nm στο ορατό φάσμα και πρόκειται για εκείνη με το μικρότερο μήκος κύματος και τη μεγαλύτερη ενέργεια από το ορατό φως. Δεν είναι όμως όλα τα… μπλε το ίδιο. Συγκεκριμένα, η ακτινοβολία που εμπίπτει μεταξύ 415 και 455 nm θεωρείται βλαβερή, έχοντας συνδεθεί με παθήσεις των ματιών (ξηροφθαλμία, θολή όραση, εκφύλιση ωχράς κηλίδας), πονοκεφάλους, αποσυντονισμό του κιρκάδιου ρυθμού κ.α. Αντίθετα, η ακτινοβολία μεταξύ 460 και 500 nm θεωρείται ευεργετική και κάπου εδώ είναι που η τεχνολογία και εν προκειμένω η TCL έρχεται να κάνει το θαύμα της. Στην περίπτωση των συσκευών NXTPAPER, smartphones αλλά tablets, η TCL έχει πετύχει ένα πολύ ιδιαίτερο φιλτράρισμα της μπλε ακτινοβολίας, περιορίζοντάς την στο ασφαλές εύρος μεταξύ 457 και 462,5 nm, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των βλαβερών εκπομπών έως και κατά 61%. Αυτού του είδους η διαχείριση μάλιστα δεν επηρεάζει την απαραίτητη, ευεργετική μπλε ακτινοβολία ενώ έχει πιστοποιηθεί και από την TUV Rheinland. Οθόνη – Εμπειρία θέασης Περνώντας λοιπόν στα χαρακτηριστικά του TCL 40 NXTPAPER 5G, δε θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από κάτι άλλο πέραν της οθόνης του. Πρόκειται για μία 6,6 ιντσών, ανάλυσης HD+ (720 x 1612 pixels, σαν να λέμε) που καλύπτει το 84% της συνολικής επιφάνειας πρόσοψης, με ρυθμό ανανέωσης 90 Hz, λόγο διαστάσεων 20:9, αντίθεση 1500:1 και τυπική φωτεινότητα 500 nits. Το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί κάποιος, είναι πως μιλάμε για μία οθόνη πολύ μικρής ανάλυσης σε σχέση με το μέγεθός της κι όμως, η εικόνα της δεν έχει τη θολούρα που θα φανταζόταν. Ενδεχομένως να υπέθετε πως η τεχνολογία NXTPAPER θα επηρέαζε τα χρώματα κάνοντάς τα να φαίνονται πιο άτονα, πιο παστέλ. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η οθόνη απέχει παρασάγγας φυσικά από τις AMOLED προτάσεις της αγοράς όμως η ποιότητά της βρίσκεται σε άριστα επίπεδα τηρουμένων των αναλογιών -και ο ρυθμός ανανέωσης των 90 Hz βοηθά σημαντικά. Το 40 NXTPAPER 4G τώρα διαθέτει κατά τι μεγαλύτερη οθόνη, μία hole-punch στις 6,78 ίντσες, ανάλυσης FHD+ (1080 x 2460 pixels) στα 396 PPI, με ρυθμό ανανέωσης 90 Hz που καταλαμβάνει το 91% της πρόσοψης. Ο λόγος διαστάσεών της είναι 20,5:9 με τη φωτεινότητα να εντοπίζεται στα 450 nits (τυπική τιμή) και την αντίθεση να βρίσκεται στα επίπεδα του 1500:1. Σε σύγκριση με εκείνη της έκδοσης 5G είναι κομματάκι πιο ευκρινής, με την υψηλότερη ανάλυση να παίζει τον ρόλο της. Είναι πάντως εξίσου ομαλή ως προς την κίνηση, διαθέτοντας πρακτικά τις ίδιες λειτουργίες και δυνατότητες. Το εντυπωσιακό με αυτήν, είναι η υποστήριξη γραφίδας, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του 40 NXTPAPER 5G! H TCL διαθέτει ως προαιρετικό αξεσουάρ προστατευτική θήκη και γραφίδα με ειδική θέση για την τελευταία! Όχι κάτι το απαραίτητο αλλά σίγουρα καλοδεχούμενο για όσους το έχουν ανάγκη. Ανεξαρτήτως έκδοσης πάντως, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η επίστρωση της TCL προσφέρει εικόνα χωρίς πολλές αντανακλάσεις, κάνοντας έτσι την κάθε εμπειρία θέασης αρκετά πιο άνετη, ιδίως αν μιλάμε για ανάγνωση κειμένων. Η συσκευή είναι σε θέση να προσαρμόζει τη φωτεινότητα της οθόνης και τη θερμοκρασία του χρώματος ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Η δε υφή της πράγματι παραπέμπει σε χαρτί, δίνοντας την αίσθηση πως κρατάτε στα χέρια σας ένα μικροκαμωμένο e-reader. Παρά την ιδιαίτερη φύση της, τα χρώματα δεν εμφανίζονται αλλοιωμένα με την εικόνα να μην υποφέρει από το κιτρίνισμα που παρατηρείται σε άλλες υλοποιήσεις. Η δε λειτουργία θέασης ρυθμίζεται εύκολα μέσα από τα Settings, ανάλογα με το τι θέλετε να κάνετε (και μάλιστα η προσαρμογή αφορά μέχρι και το περιβάλλον χρήστη). Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Αφήνοντας την οθόνη και περνώντας στα λοιπά χαρακτηριστικά της συσκευής, το 40 NXTPAPER 5G έρχεται εξοπλισμένο με chipset MediaTek Dimensity 700 (MT6833V) το οποίο περιλαμβάνει οκταπύρηνο επεξεργαστή (2 x A76 2,2 GHz, 6 x A55 2 GHz) και γραφικά ARM Mali-G57. Η TCL έχει ενσωματώσει στο smartphone την τεχνολογία RAM Expansion, χάρη στην οποία αυτό «δανείζεται» 6 GB ROM, διπλασιάζοντας επί της ουσίας τη μνήμη RAM του όποτε υπάρχει ανάγκη. Δοκιμάζοντάς το βέβαια ουδέποτε αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα σε ό,τι είχε να κάνει με τη συνολική εμπειρία χρήσης: η εναλλαγή μεταξύ των εφαρμογών γινόταν άνετα, χωρίς κολλήματα και καθυστερήσεις. Ως προς τη χωρητικότητα, τα 256 GB μνήμης κρίνονται ικανοποιητικά ενώ προσφέρεται και δυνατότητα προσθήκης κάρτας microSD έως και 1 TB. Θα περίμενε κανείς πως η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο εκδόσεων του 40 NXTPAPER θα ήταν η συνδεσιμότητα (4G ή 5G). Φευ όμως. Η TCL αποφάσισε να λανσάρει δύο συσκευές που ναι μεν μοιράζονται το ίδιο όνομα (για την ακρίβεια η μία ονομάζεται 40 NXTPAPER 5G και η άλλη απλώς 40 NXTPAPER) όμως διαθέτουν εντελώς άλλα χαρακτηριστικά. Το chipset της 4G έκδοσης είναι ένα MediaTek Helio G88 με οκταπύρηνο επεξεργαστή (2 x A75 2 GHz, 6 x A55 1,8 GHz) και γραφικά ARM Mali-G52. Η RAM είναι αυξημένη, στα 8 GB, επίσης με τεχνολογία RAM Expansion που τη διπλασιάζει στα 16 GB με 8 GB από τη ROM όταν παραστεί ανάγκη. Ο εσωτερικός αποθηκευτικός χώρος της 4G έκδοσης είναι 256 GB και υποστηρίζονται κάρτες microSD έως 2 TB. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως αν και σε συνολικές επιδόσεις ο επεξεργαστής της 5G έκδοσης είναι ανώτερος, εκείνος της 4G παίρνει τη ρεβάνς σε πιο απαιτητικές διεργασίες όπως π.χ. στο gaming. Οι διαφορές τους πάντως είναι μικρές και δύσκολα θα γίνουν αντιληπτές από τον μέσο χρήστη. Το ίδιο ισχύει και με τη RAM αφού για το εύρος χρήσης μίας budget συσκευής, τα 6 GB του 40 NXTPAPER 5G είναι έτσι κι αλλιώς αρκετά. Και οι δύο συσκευές έρχονται με Android 13 με την TCL να προσφέρει ενημέρωση στην επόμενη έκδοση του λειτουργικού: ο ένας χρόνος πάντως που εγγυάται η εταιρεία κρίνεται μάλλον ανεπαρκής με βάση τα δεδομένα του σήμερα και τα όσα βλέπουμε στον ανταγωνισμό. Οι δύο συσκευές έχουν πάντως παρόμοια κάμερα… κατά τα 2/3: η κύρια κάμερα και η κάμερα macro είναι οι ίδιες, με τη διαφορά να εντοπίζεται για κάποιον αδιευκρίνιστο -και μάλλον αχρείαστο- λόγο στην τρίτη κάμερα. Ο βασικός φακός είναι πέντε στοιχείων, ανάλυσης 50 MP με μέγεθος 1/2,76 ίντσες, μέγεθος κόκκου 0,64 μm, διάφραγμα F/1,8 και PDAF. Η κάμερα macro είναι στα 2 MP, τριών στοιχείων, μεγέθους 1/5 ιντσών, με μέγεθος κόκκου 1,75 μm και διάφραγμα F/2,4. Σε ό,τι αφορά την τρίτη κάμερα, στο μεν 40 NXTPAPER 5G είναι μία κάμερα βάθους 2 MP (1/5 ιντσών, 1,75 μm, F/2,4) ενώ στο δε 40 NXTPAPER 4G είναι μία υπερευρυγώνια 5 MP (1/5 ιντσών, 1,12 μm, F/2,2, 114,9ο). Ο λόγος για τον οποίο έγινε η παραπάνω επιλογή είναι άγνωστος. Οι κάμερες των δύο συσκευών πάντως προσφέρουν ικανοποιητικά αποτελέσματα -για τα δεδομένα τους. Οι λήψεις έχουν αρκετά ζεστά χρώματα χωρίς αυτά να μοιάζουν αφύσικα, εφ’ όσον υπάρχει επαρκής φωτισμός. Όταν πέφτει το σκοτάδι βέβαια τα πράγματα δυσκολεύουν, κάτι που δεν προκαλεί πάντως έκπληξη (όσο υψηλών προδιαγραφών κι αν είναι το 40 NXTPAPER, μιλάμε για budget συσκευή). Η TCL το έχει προικίσει με αλγορίθμους AI που βελτιώνουν την ποιότητα της εικόνας ενώ υπάρχει και ενσωματωμένο εργαλείο επεξεργασίας για όσους αρέσκονται να δημιουργούν περιεχόμενο. Διαφοροποιήσεις εντοπίζονται και στην κάμερα πρόσοψης. Στην περίπτωση του 40 NXTPAPER 5G έχουμε φακό 8 MP που ναι μεν θα σας καλύψει στις βιντεοκλήσεις και θα σας χαρίσει χαριτωμένες selfies αλλά μέχρι εκεί. Στο δε 40 NXTPAPER 4G την εμφάνισή της κάνει μία ανώτερη κάμερα πρόσοψης 32 MP που χαρίζει φωτεινότερες λήψεις με χρώματα σε πιο φυσικούς τόνους. Και στις δύο συσκευές υπάρχει αλγόριθμος ωραιοποίησης που βελτιώνει το τελικό αποτέλεσμα. Ως προς τη μπαταρία, το 40 NXTPAPER 5G έρχεται με μία χωρητικότητας 5000 mAh που υποστηρίζει ταχεία φόρτιση 15 W. Η TCL υποστηρίζει πως επιτυγχάνει έως και 17% αποτελεσματικότερη κατανάλωση σε σχέση με μία παρόμοια ανταγωνιστική συσκευή και από άποψη αυτονομίας, δεν μείναμε απογοητευμένοι. Το smartphone βγάζει άνετα μία μέρα τυπικής χρήσης και με λίγη προσοχή έφτασε να αντέχει ακόμα και μέχρι το μεσημέρι της επόμενης. Για μία πλήρη φόρτιση πάντως (0-100%) απαιτούνται περίπου τρεις ώρες. Στην περίπτωση του 40 NXTPAPER 4G, έχουμε μπαταρία 5010 mAh με ταχεία φόρτιση 33 W όμως. Χρειάστηκε μόλις μισή ώρα για να τη φορτίσουμε σε ποσοστό 0-50% με τις αντοχές της συσκευής να ξεπερνούν άνετα και εδώ τη μία ημέρα τυπικής χρήσης. Αξίζει να αναφέρουμε πως το 40 NXTPAPER μας ικανοποίησε στην αναπαραγωγή βίντεο και στις δύο του εκδόσεις. Αφ’ ενός η οθόνη τα καταφέρνει μια χαρά, αφ’ ετέρου η εικόνα πλαισιώνεται από ήχο που φέρει την υπογραφή της DTS: αν δεν διαθέτετε ενσύρματα (υπάρχει θύρα 3,5 χιλ.) ή Bluetooth ακουστικά ή δεν θέλετε να τα χρησιμοποιήσετε, τα ηχεία του smartphone κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους. Συμπέρασμα Το 40 NXTPAPER στη θεωρία είναι μία συσκευή που έρχεται σε δύο εκδόσεις, όμως στην πράξη συνιστά δύο τελείως διαφορετικές προτάσεις. Η TCL αποφάσισε να χρησιμοποιήσει διαφορετικά υποσυστήματα στο κάθε μοντέλο κι έτσι, ενώ τα 4G και 5G μοιάζουν με μια πρώτη ματιά, αποτελούν περισσότερο… απλή συνωνυμία. Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα, είναι το γεγονός πως δεν υπάρχει κάποιο περισσότερο και κάποιο λιγότερο τεχνικά προηγμένο μοντέλο όπως γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις (όταν με μια ματιά στα χαρακτηριστικά, κάποιος μπορεί να εντοπίσει μεμιάς ποια είναι η «pro» συσκευή). Το 5G έχει θεωρητικά ανώτερη συνδεσιμότητα και καλύτερο επεξεργαστή, όμως το 4G τα καταφέρνει καλύτερα στο gaming, έχει περισσότερη RAM και δέχεται μεγαλύτερης χωρητικότητας κάρτες microSD. Η μια συσκευή έχει κάμερα βάθους, η άλλη υπερευρυγώνια ενώ διαφοροποιήσεις έχουμε ακόμα στην κάμερα πρόσοψης και τη μπαταρία. Κοινή συνισταμένη πάντως και των δύο μοντέλων είναι η οθόνη τους και η πρώτη επίσημη υλοποίηση της τεχνολογίας NXTPAPER της TCL σε smartphone, κάνοντας την πολύωρη χρήση της συσκευής, μια απροβλημάτιστη διαδικασία. Ποιο απ’ τα δύο 40 NXTPAPER λοιπόν είναι το καλύτερο; Αδυνατούμε να πούμε. Η κάθε συσκευή έχει τα δικά της πλεονεκτήματα έντι της άλλης, οπότε το καλύτερο που έχει να κάνει ο χρήστης, είναι να τις συγκρίνει ώστε να δει ποια ικανοποιεί τα «θέλω» και τις προτεραιότητές του και να κάνει κατόπιν την επιλογή του. Το μόνο βέβαιο είναι πως πρόκειται για δύο πραγματικά αξιόλογες προτάσεις στη budget κατηγορία που μόνο απαρατήρητες δεν περνούν, κάνοντας τη διαφορά στην πολύωρη χρήση και στην ανάγνωση περιεχομένου.
    7 πόντοι
  18. H Synology αποτελεί έναν από τους πλέον έμπειρους και αξιόπιστους κατασκευαστές στην αγορά των δικτυακών συσκευών αποθήκευσης -αυτών που αποκαλούμε NAS από τα αρχικά των λέξεων Network-Attached Storage. Το άρτι αφιχθέν DiskStation DS223 συνιστά μία ιδιαίτερα σημαντική κυκλοφορία αφού με αυτό η Synology κάνει άνοιγμα στο κοινό των μικρών επιχειρήσεων και οικιακών χρηστών που αναζητούν μία εναλλακτική λύση αποθήκευσης των δεδομένων τους, μακριά από τις βασισμένες στο cloud διάφορες προτάσεις. Ιδανικό για επιχειρήσεις μικρού μεγέθους, αποκεντρωμένες και μη, επαγγελματίες και freelancers που συνηθίζουν να δουλεύουν από το σπίτι ή εν πάση περιπτώσει απομακρυσμένα, το DiskStation DS223 έρχεται με όπλα την προσιτή του τιμή και την πληθώρα χαρακτηριστικών που διαθέτει να αποτελέσει μία άψογη entry-level πρόταση, φτάνει τουλάχιστον όσοι αποφασίσουν να επενδύσουν σε αυτό, να το κάνουν συνειδητοποιημένα, γνωρίζοντας τι παίρνουν. Πάμε να δούμε όμως αναλυτικά τα χαρακτηριστικά και την απόδοση του DS223. Σχεδιασμός Οι γνώστες του χώρου, φανταστείτε μία φρεσκαρισμένη έκδοση του DS218. Κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγράψει κάποιος το DiskStation DS223 και από πλευράς εμφάνισης τουλάχιστον δε θα έπεφτε έξω. Το budget NAS της Synology υιοθετεί τον ίδιο σχεδιασμό και εδώ που τα λέμε, δεν υπήρχε κανένας λόγος για κάτι διαφορετικό. Η συσκευή είναι αρκετά συμπαγής, έχοντας διαστάσεις 165 x 108 x 232,7 χιλ. και βάρος που δεν ξεπερνά τα 1,28 κιλά χωρίς δίσκους στο εσωτερικό. Το περίβλημά του είναι πλαστικό ενώ κάτω από αυτό υπάρχει ένας στιβαρός, μεταλλικός σκελετός. Το τροφοδοτικό είναι εξωτερικό, κάτι που κρίνεται απόλυτα πετυχημένο, αφού συνεισφέρει στη διατήρηση της θερμοκρασίας στο εσωτερικό του σε χαμηλά επίπεδα. Στην πρόσοψη συναντάμε τέσσερις ενδείξεις LED που ενημερώνουν για τη λειτουργία, την ενσύρματη δικτύωση και τους δύο δίσκους. Η φωτεινότητά τους ρυθμίζεται, κάτι αν μη τι άλλο ικανοποιητικό. Παράλληλα υπάρχει μία θύρα USB, το πλήκτρο ενεργοποίησης και ακόμα ένα πλήκτρο με το πάτημα του οποίου αντιγράφετε αυτόματα τα δεδομένα από μία εξωτερική μονάδα αποθήκευσης στο NAS. Η πρόσοψη αφαιρείται αποκαλύπτοντας τις δύο υποδοχές του συστήματος για δίσκους 3,5 ιντσών. Υποστηρίζεται hot-swapping με την προσθαφαίρεση των δίσκων να γίνεται με δυο κινήσεις και χωρίς τη χρήση εργαλείων. Με λίγη περισσότερη προσπάθεια θα τοποθετήσετε δίσκους 2,5 ιντσών. Θεωρητικά τίποτα δε σας εμποδίζει να αφήσετε την πρόσοψη ελεύθερη (χωρίς το κάλυμμά της δηλαδή), ιδίως αν αλλάζετε τακτικά δίσκους. Ενδεχομένως να παρατηρήσετε κάτι που μοιάζει με υποδοχή για κάρτα μνήμης: δυστυχώς όμως, το DS233 όπως και οι άλλες πρόσφατες προτάσεις της Synology, δεν προσφέρει τέτοια δυνατότητα. Στην πίσω όψη δεσπόζει ο μοναδικός ανεμιστήρας της συσκευής μαζί με τις άλλες δύο θύρες USB και τη θύρα δικτύου. Σημειώστε ότι οι τρεις USB είναι τύπου 3.2 Gen 1 (με μέγιστη ταχύτητα 5 Gbit/s) ενώ η θύρα δικτύου είναι 1 Gbit. Θεωρητικά όλες τους θα μπορούσαν να είναι ένα «κλικ» πάνω αλλά ακόμα κι έτσι δεν αποτελούν deal-breakers, τηρουμένων των αναλογιών. Κατά τα άλλα δε γίνεται να μην παρατηρήσετε το πλήθος αεραγωγών σε όλες τις πλευρές του DS223 -μέχρι και στο λογότυπο της Synology στα πλάγια. Η σημασία της παθητικής ψύξης σε μία συσκευή που δε διαθέτει κανέναν ανεμιστήρα στο εσωτερικό της (πέραν φυσικά εκείνου στην πίσω της πλευρά) είναι τεράστια και το DS223 τα πάει περίφημα στον τομέα αυτό. Λειτουργίες – Χαρακτηριστικά Το DS223 υποστηρίζει δύο δίσκους μέγιστης χωρητικότητας 18 TB έκαστος με τη σχετική γκάμα να περιλαμβάνει πέραν των μοντέλων της ίδιας της Synology και έναν ικανοποιητικό αριθμό από προτάσεις άλλων κατασκευαστών (Seagate, Toshiba και Western Digital). Υποστηρίζονται δε διατάξεις RAID 0, RAID 1 καθώς και Synology Hybrid RAID. Στο εσωτερικό του κρύβει έναν επεξεργαστή Realtek RTD1619 (6x ARM Cortex-A55) τον οποίο πλαισιώνουν 2 GB μνήμης DDR4. Αν και με δεδομένη τη χρήση για την οποία προορίζεται το DS223, τα παραπάνω επαρκούν, το γεγονός ότι η RAM είναι συγκεκριμένη και δε γίνεται να αλλάξει -ώστε π.χ. να την αναβαθμίσετε σε 4 GB, ποσότητα που μπορεί να αντέξει ο επεξεργαστής-συγκαταλέγεται μάλλον στα αρνητικά της πρότασης της Synology. Η απόδοση του DS223 πάντως είναι άριστη. Στις ρυθμίσεις μας η συσκευή χρησιμοποιούσε οριακά 200-300 MB από τη RAM για τις βασικές της λειτουργίες, φτάνοντας το 1 GB σε καταστάσεις υψηλού φόρτου εργασίας. Ένα από τα χαρακτηριστικά που βρήκαμε ιδιαίτερα χρήσιμα, ήταν η αυτόματη προσαρμογή της λειτουργίας της, ανάλογα με τη χρήση. Η αδρανοποίησή της ήταν άμεση, όταν δεν υπήρχε κάποιου είδους εργασία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την ανάλογη προσαρμογή στην ταχύτητα περιστροφής του ανεμιστήρα και βέβαια την κατανάλωση. Σύμφωνα με τη Synology, η τελευταία κυμαίνεται στα 17,3 W σε κατάσταση πλήρους λειτουργίας και τα 4 W μόλις σε κατάσταση αναμονής. Όπως κι αν χρησιμοποιήσαμε πάντως το DS223, μείναμε απόλυτα ικανοποιημένοι από τα επίπεδα θορύβου του. Η ροή του αέρα στο εσωτερικό του είναι εξαιρετική, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι θερμοκρασίες να περιορίζονται σε αποδεκτά επίπεδα. Όσοι πάντως θέλουν το κάτι παραπάνω και πιάνουν τα χέρια τους, μπορούν να δοκιμάσουν να αλλάξουν τον ανεμιστήρα του NAS με έναν της επιλογής τους. Αξίζει να αναφέρουμε πως η συσκευή συνοδεύεται από διετή εγγύηση με προοπτική επέκτασής της στα τέσσερα χρόνια -με το αζημίωτο φυσικά. Στη συσκευασία θα βρείτε πέραν του DS223 και του τροφοδοτικού, καλώδιο Cat 5e ενός μέτρου και βίδες για δίσκους 2,5 ιντσών. Το DS223 τρέχει το DSM (Synology DiskStation Manager) 7.2. Το λογισμικό ανέκαθεν αποτελούσε το δυνατό χαρτί της Synology και δεδομένου του κοινού στο οποίο στοχεύει το εν λόγω προϊόν, η όλη εμπειρία χρήσης δε θα μπορούσε να ήταν καλύτερη. Υποστηρίζεται κάθε λειτουργικό σύστημα, με τον χρήστη να έχει πρόσβαση πρακτικά στην πλήρη σουίτα εργαλείων και υπηρεσιών της Synology, συμπεριλαμβανομένων των Office, Chat, Photos, Cloud Sync, Hyper Backup, Drive, Surveillance Station, File Station κ.α. Το κεντρικό μενού είναι όμορφο και χρηστικό, χωρίς να δυσκολευτείτε να βρείτε αυτό που ψάχνετε. Ο Package Manager περιέχει αρκετές εφαρμογές και εργαλεία προκειμένου να μετατρέψετε το DS223 σε ένα web server αλλά και σε ένα cloud server στον οποίο θα μπορείτε να αποθηκεύετε φωτογραφίες και κάθε είδους αρχεία, στα οποία θα έχετε πρόσβαση από το smartphone, το laptop ή το tablet σας, όπου και αν βρίσκεστε. Ειδικά το backup φωτογραφιών που κάνετε λήψη από το smartphone σας, μπορεί να γίνετε αυτόματα backup στο DS223 όπως ακριβώς συμβαίνει με cloud storage υπηρεσίες όπως το Google Photos και το OneDrive. Ένα φάουλ υπάρχει με την απουσία του Plex Media Server που για την ώρα δεν υποστηρίζεται, κάτι που όπως μαθαίνουμε είναι αρκετά πιθανό να αλλάξει τους προσεχείς μήνες. Συμπέρασμα Μία συσκευή NAS που απευθύνεται σε ένα περισσότερο… entry-level κοινό, το DS223 αποτελεί μία εξαιρετικά value for money πρόταση. Σε σημαντικά χαμηλότερη τιμή απ’ ό,τι οι πιο προσιτές λύσεις της Synology, έχει μεν ορισμένα χτυπητά αρνητικά (USB 5 Gbit/s, φιξαρισμένη RAM, απουσία αναγνώστη καρτών μνήμης) τα οποία ωστόσο δεν αρκούν για να αποτρέψουν κάθε ενδιαφερόμενο από την αγορά του. Με το λογισμικό και την εγγύηση του ονόματος της Synology να το πλαισιώνει, το DS223 μπορεί εύκολα να αποτελέσει το πρώτο βήμα στον κόσμο των NAS για τη μικρή επιχείρηση και τον ευέλικτο freelancer.
    7 πόντοι
  19. Το καλό WiFi στην άνεση των σπιτιών μας έχει γίνει ουσιαστικό μέρος της ζωής μας. Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τηλεργασία, κατ' οίκον εκπαίδευση, streaming, gaming ή γυμναστήριο στο σπίτι. Η πρόκληση είναι να υπάρχει WiFi σε όλο το σπίτι. Αυτό μπορεί να γίνει δύσκολο, ειδικά όταν πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν το WiFi ταυτόχρονα. Αν θέλετε να εργαστείτε στο γραφείο σας και παράλληλα τα παιδιά να παίζουν στο παιδικό δωμάτιο και να κατεβάζετε και μια ταινία ώστε να τη δείτε αργότερα ίσως να μην μπορείτε. Γιατί; Το router μπορεί να βρίσκεται σε μια γωνία και οι τοίχοι να αποτρέπουν το WiFi να λειτουργεί αποτελεσματικά. Με τα Devolo WiFi 6 Repeater 5400 και 3000, αποδεικνύουμε πόσο εύκολο είναι να επεκτείνετε το WiFi του router σας στο διαμέρισμά σας. Τη Devolo τη γνωρίζουμε από τα PLC της, τα οποία έχουμε παρουσιάσει μέσα από την σελίδα του Insomnia. Πρόσφατα κυκλοφόρησε δύο νέα WiFi Repeater, το WiFi 6 Repeater 5400 και WiFi 6 Repeater 3000. Πρόκειται για δύο νέα Repeaters που προστέθηκαν στην οικογένεια της Devolo, για επέκταση του ασύρματου δικτύου ενός χώρου, τα οποία όμως φέρνουν τεχνολογίες που έχουμε δει ως τώρα στα Powerlines της Devolo. Η Devolo παρουσιάζει τα Devolo WiFi 6 Repeater 3000 και 5400, δύο Repeaters με δυνατότητα δημιουργίας ενός ενιαίου δικτύου Mesh. Εξοπλισμένα με Wi-Fi 6 και ταχύτητες 5400Mbps και 3000Mbps αντίστοιχα, είναι εδώ για να λύσουν τα προβλήματα κάλυψης και ταχύτητας που ενδεχομένως να αντιμετωπίζουμε στο χώρο μας. Οι δυνατότητες της τεχνολογίας Mesh είναι εδώ για να κάνουν την εμπειρία μας ακόμα καλύτερη, αφού τα προτερήματα που προσφέρει η συγκεκριμένη τεχνολογία είναι πάρα πολλά. Ήρθαν για να λύσουν τα προβλήματα με το Wi-Fi που μπορεί να έχει οποιοδήποτε σπίτι – ιδίως μεγαλύτερα σπίτια, μεζονέτες, σπίτια με πολλαπλά δωμάτια ή ορόφους, γραφεία ή οτιδήποτε παρεμφερές. Ο τρόπος σύνδεσης των Devolo WiFi 6 Repeater 5400 και 3000 όπως θα δούμε στην συνέχεια, είναι εξαιρετικά απλός και ο καθένας μπορεί να το εγκαταστήσει μόνος του. Οπότε η ευκολία σε συνδυασμό με τις παροχές που προσφέρει είναι ένας εξαιρετικά δελεαστικός συνδυασμός. Ας τα δούμε λίγο πιο αναλυτικά, καταγράφοντας τις εντυπώσεις και την εμπειρία μας με αυτά. Unboxing Devolo WiFi 6 Repeater 3000 Το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 έρχεται σε μια αρκετά μικρή συσκευασία, που είναι ελάχιστα μεγαλύτερη από το μέγεθος του Repeater. Η συσκευασία είναι στα ωραία χρώματα που μας έχει συνηθίσει η Devolo πλέον, που ειναι το λευκό και το πράσινο. (ECO). Μέσα στην συσκευασία θα βρούμε το Devolo WiFi 6 Repeater 3000, κάποια εγχειρίδια τα οποία είναι για Safety and Service και ένα έγχρωμο χαρτί στο οποίο αναγράφονται οι οδηγίες χρήστης. Η παραμετροποίηση όπως αναφέρεται μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Είτε με την χρήση του WPS Button, είτε με την χρήση του Devolo Home Network App που μπορεί να κατεβάσει ο χρήστης πχ από το Google Store ή αντίστοιχα το Apple Store. Το 3000 κυριολεκτικά μπορεί να τοποθετηθεί οπουδήποτε αφού θα περάσει απαρατήρητο λόγω του μεγέθους του και δεν θα ενοχλεί καθόλου. Το τροφοδοτικό του είναι ενσωματωμένο στην ίδια την συσκευή, οπότε και η τοποθέτηση του μπορεί να γίνει ακόμα και σε μία πρίζα στο διάδρομο. Το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 είναι 7,1 cm x 14,9 cm σε διαστάσεις. Γενικότερα δεν είναι μεγάλο σε μέγεθος ούτε βέβαια από τα πιο μικρά αλλά μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα Dual Band Repeater το οποίο είναι και WiFi 6. Στην κάτω πλευρά υπάρχει μια θύρα Gigabit Ethernet για να συνδέσουμε μία ενσύρματη συσκευή ή για να μετατραπεί σε Access Point. Unboxing Devolo WiFi 6 Repeater 5400 Αντίστοιχα με το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 το 5400 έρχεται σε μία αρκετά μεγαλύτερη συσκευασία. Ο λόγος πέρα απο τις μεγαλύτερες ταχύτητες, είναι οτι το 5400 έρχεται με εξωτερικό τροφοδοτικό. Ενώ το 3000 μπορεί να κουμπώσει απευθείας στην πρίζα όποτε δεν χρειάζεται να το στηρίξουμε, το 5400 πρέπει να το ακουμπήσουμε κάπου και μετά να συνδέσουμε το εξωτερικό τροφοδοτικό. Οπότε ένας ακόμα λόγος για το ποιο θα προτιμήσουμε για αγορά έχει να κάνει με το που σκοπεύουμε να το εγκαταστήσουμε. Το 5400 θα μας προσφέρει μεγαλύτερες ταχύτητες αλλά το 3000 μπορεί να τοποθετηθεί κυριολεκτικά οπουδήποτε χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει πχ ένα τραπεζάκι για να το ακουμπήσουμε. Στο 5400 αντίστοιχα υπάρχουν πάλι τα ίδια εγχειρίδια απλά όπως αναφέραμε είναι πιο μεγάλο σε μέγεθος και υπάρχει εξωτερικό τροφοδοτικό. Και στα δύο παραπάνω Repeaters αν κοιτάξουμε στις συσκευασίες απέξω θα δούμε να αναφέρονται τα παρακάτω: Τα 3 χρόνια εγγύησης δείχνουν την εμπιστοσύνη που έχει η Devolo στα προϊόντα της, όπως και την γερμανική υπεροχή στην κατασκευή. Είναι Plug and Play αφού δεν χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις για την εγκατάσταση. Είναι WiFi 6 άρα ξέρουμε ότι είμαστε on the edge of technology και ότι έχουμε κάνει μια FutureProof αγορά και ότι υποστηρίζει Mesh WiFi ώστε να μπορούμε να εκμεταλευτούμε όλα τα προτερήματα της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Και επειδή πλέον όλα γίνονται από ενα Smartphone, για αυτό το σκοπό έχει φτιαχτεί το Devolo Home Network App για να γίνουν όλα απλά, εύκολα και γρήγορα. Το Devolo WiFi Repeater 5400 είναι 11,5cm x 14cm. Είναι πιο λεπτό από το 3000 αλλά ένα κλικ πιο μεγάλο. Συγκριτικά με αντίστοιχα Repeaters του εμπορίου παραμένει μικρό. Ένα μεγάλο προτέρημα είναι ότι η βάση στήριξης δεν είναι ξεχωριστή. Στο κάτω μέρος της συσκευής υπάρχουν 2 "ποδαράκια" τα οποία τα ανοίγουν και γίνονται η βάση στήριξης. Πολύ απλό και ταυτόχρονα έξυπνο διότι δεν αυξάνεται ο όγκος της συσκευής. Μεταξύ των δύο, το 5400 είναι το ικανότερο και ακριβότερο, υποστηρίζοντας ταχύτητες έως 5400Mbps αντίθετα με τα 3000Mbps του 3000. Αυτό επιτυγχάνεται χάρη στο σύστημα κεραιών Multi-User MIMO 4x4/2x2. Η συσκευή είναι σχεδιασμένη να στέκεται όρθια. Στη μπροστινή πλευρά τόσο στο 5400 όσο και στο 3000 υπάρχουν τέσσερα ενημερωτικά LED για να ξέρουμε τη ποιότητα σύνδεσης που έχει επιτευχθεί με το υπάρχον ασύρματο δίκτυο το οποίο θέλουμε να επεκτείνουμε ώστε να γνωρίζουμε αν έχει τοποθετηθεί στο σωστό σημείο ή αν είναι πολύ μακρυά ή πολύ κοντά στην συσκευή που θα γίνει Repeat. Στη πίσω πλευρά συναντάμε δυο θύρες Gigabit Lan, την έξοδο τροφοδοσίας καθώς και ένα ακόμα πλήκτρο για εύκολη σύνδεση με ασύρματα δίκτυα μέσω τεχνολογία WPS. Εγκατάσταση Όπως αναφέραμε η εγκατάσταση μπορεί να γίνει με την χρήση του Devolo Home Network. Ανοίγοντας το App θα μας βγάλει επιλογή για Add new devices. Αφού το πατήσουμε, θα εμφανιστούν οι διαθέσιμες επιλογές για ποιο είδος συσκευής θέλουμε να προσθέσουμε. Εμείς διαλέξαμε Repeaters και μετά υπάρχουν οι επιλογές για το μοντέλο. Ξεκινήσαμε με το WiFi 6 Repeater 3000. Διαλέγοντας την επιλογή βγαίνουν τα επόμενα βήματα τα οποία είναι πολύ εύκολα, κατανοητά και μας πηγαίνουν βήμα βήμα. Οι επιλογές είναι δύο. Μπορούμε να παραμετροποιήσουμε το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 με την χρήση του WPS ή να γίνει μέσα από το App. Εφόσον έχουμε 2 Repeaters θα δοκιμάσουμε το κάθε ένα και με διαφορετικό τρόπο. Για αρχή θα δοκιμάσουμε την χρήση του App. Ακολουθήσαμε όλα τα βήματα χωρίς καμία δυσκολία και η εγκατάσταση ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Αξίζει να τονίσουμε ότι η διαδικασία είναι υπερβολικά εύκολη σε σημείο που μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Κυριολεκτικά έχει φτιαχτεί η διαδικασία ακόμα και για άτομα που δεν έχουν γνώσεις γύρω από το αντικείμενο, ώστε να μην αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα. Είναι πολύ αναλυτικά τα βήματα. Επίσης δίνονται Tips για την σωστή τοποθέτηση του Repeater. Βάλαμε το Repeater πολύ κοντά στο Router και το App μας ανέφερε οτί μπορεί να βελτιωθεί η κάλυψη αν μετακινήσουμε το Repeater σε άλλο σημείο. Και μέσα από το App θα βρούμε πολλές διαθέσιμες επιλογές όπως το να ανοίξουμε το Web Interface του Repeater, να κάνουμε Firmware Update που πραγματοποιείται αυτόματα κτλ. Μετά την επιτυχή εγκατάσταση του νέου Repeater, η συσκευή θα ενημερωθεί αυτόματα κατά τη διάρκεια της πρώτης νύχτας μεταξύ 12 π.μ. και 4 π.μ. Η ενημέρωση μπορεί επίσης να γίνει χειροκίνητα, οπότε αν προτιμάτε αυτή την επιλογή μπορείτε να συνδεθείτε στο Web Interface και να γίνει ο έλεγχος και η αναβάθμιση από εκεί. Πλεονέκτημα: Δεν χρειάζεται να εισάγουμε νέο κωδικό πρόσβασης στις ασύρματες συσκευές σας και η περιαγωγή εντός του δικτύου WiFi πραγματοποιείται πολύ γρήγορα. Όλο το δίκτυο έχει ένα ενιαίο SSID με τον ίδιο κωδικό. Η τοποθέτηση των Repeaters πρέπει να γίνει σε μια θέση όπου το σήμα WiFi που λαμβάνουν από το router να είναι αρκετά καλό. Αυτό διασφαλίζει ότι το σήμα που "επαναλαμβάνει" ή "επεκτείνεται" είναι εξίσου ισχυρό. Η ένδειξη σήματος τεσσάρων επιπέδων στο μπροστινό μέρος του Repeater μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε τη βέλτιστη θέση. Αν τοποθετηθεί πολύ μακρυά το WiFi που θα λαμβάνει το Repeater θα είναι ασθενές με αποτέλεσμα μειωμένες επιδόσεις. Αν τοποθετηθεί πολύ κοντά τότε ναι μεν το σήμα θα είναι πολύ καλό αλλά θα χάσουμε στην κάλυψη που θα προσφέρει το Repeater. Σειρά είχε η παραμετροποίηση του Devolo WiFi Repeater 5400. Αυτή τη φορά η παραμετροποίηση έγινε με το WPS το οποίο βέβαια πρέπει να υποστηρίζεται και από το Router που έχουμε. Πλέον τα περισσότερα Router έχουν επιλογή για WPS είτε μέσα από το Web Interface είτε με την χρήση κουμπιού WPS. Θα πρέπει επίσης να μην το έχουμε απενεργοποιήσει μέσα από το Web Interface. Και σε αυτήν την περίπτωση η παραμετροποίηση έγινε επιτυχώς. Μπορεί να χρειάζεται λίγο χρόνο παραπάνω αλλά δεν θα χρειαστεί καν να διαλέξουμε ποιο δίκτυο θέλουμε να κάνουμε Repeat. Όλα θα γίνουν με την χρήση του WPS. Φυσικά είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν πολλαπλά repeater στη σειρά (cascade). Επιπλέον, τα Repeater μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως Access Points, για παράδειγμα 1) για την απενεργοποίηση του WiFi από το router ή 2) εάν έχουμε ήδη θύρες Ethernet στα δωμάτια του σπιτιού μας, για να δημιουργήσουμε ένα WiFi HotSpot απευθείας στα επιθυμητά δωμάτια χρησιμοποιώντας τα Devolo Repeater. Χαρακτηριστικά Devolo WiFi 6 Repeater 5400 και 3000 Ας δούμε τα χαρακτηριστικά τους με απλά λόγια. Μία θύρα Gigabit Ethernet για το 3000 και δύο θύρες Gigabit Ethernet για το 5400. Η/Οι θύρα/ες είναι Gigabit δηλαδή 10/100/1000Mbps και μπορούν να χρησιμοποιηθούν με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι να συνδέσουμε πάνω μια συσκευή που δεν έχει Wireless ώστε να μπορεί να έχει Internet/Δίκτυο πχ έναν αποκωδικοποιητή. Ο δεύτερος τρόπος για όσους έχουν δομημένη καλωδίωση στο σπίτι/ χώρο εργασίας είναι να παραμετροποιηθούν ως Access Points. Σε αυτή την λειτουργία το Internet φτανει στα Repeater με Ethernet καλώδιο και το Repeater απλά το μεταδίδει. Το πλεονέκτημα στο Access Point Mode είναι ότι πλέον δεν υπάρχει περιορισμός πόσο μακρυά θα τοποθετηθεί από το Router που έχουμε, αρκεί να μην ξεπεράσουμε τα 100 μέτρα που είναι το μέγιστο μήκος του Ethernet. Υποστηρίζει Crossband Repeating. Η παράλληλη χρήση των συχνοτήτων WiFi 2,4 Ghz και 5 GHz αυξάνει τους ρυθμούς μετάδοσης. Υποστήριξη WiFi 6 για ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες στο WiFi στα 2,4 Ghz αλλά και στα 5 Ghz. Όσον αφορά στην ασφάλεια, το δίκτυο προστατεύεται με 128-Bit AES Encryption και υποστηρίζει το πρωτόκολλο WPA3 που προσφέρει υψηλού επιπέδου ασφάλεια, με την προϋπόθεση να υποστηρίζεται από τις συνδεδεμένες συσκευές. Το WPA3 είναι το τελευταίο πρωτόκολλο ασφάλειας ώστε να να νιώθουμε ασφαλείς. Τα προηγούμενα πρωτόκολλα WPA/WPA2 επίσης υποστηρίζονται, οπότε δεν θα υπάρξουν θέματα ασυμβατότητας με παλιότερης γενιάς συσκευές. Διαθέτουν κουμπί WPS ώστε η παραμετροποιήση να γίνεται ακόμα πιο εύκολη "αντιγράφοντας" τις ρυθμίσεις του WiFi από το Router που έχουμε. Επιπρόσθετα υποστηρίζει WiFi Mesh με τα υπόλοιπα προϊόντα της Devolo που το υποστηρίζουν. Αυτό εχει ως αποτέλεσμα το δίκτυο μας να είναι ενιαίο και να έχουμε στην διάθεση μας όλα τα προτερήματα της συγκεκριμεμένης τεχνολογίας. Το 5400 διαθέτει τέσσερις ισχυρές κεραίες και το OFDMA παρέχει σταθερούς ρυθμούς μεταφοράς δεδομένων για μεγάλο αριθμό συσκευών, εφαρμογών και παράλληλων χρηστών. Η κατανάλωση του 3000 ανέρχεται στα 6.1 watt! και του 5400 στα 8.2 watt. Ένα από τα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι το Air Time Fairness. To Air Time Fairness εξασφαλίζει την αποτελεσματική χρήση του διαθέσιμου χρόνου μετάδοσης. Δηλαδή οι γρήγορες συσκευές έχουν προτεραιότητα συγκριτικά με τις πιο αργές συσκευές ώστε να μην υπάρχει καθυστέρηση στο δίκτυο μας. Το 3000 υποστηρίζει 574 Mbps στα 2,4 Ghz και 2402 Mbps στα 5 Ghz. Αντίστοιχα το 5400 υποστηρίζει 574 Mbps στα 2,4 Ghz και 4800 Mbps στα 5 Ghz. Υπάρχει Reset Button για να μπορούμε να τα επαναφέρουμε στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, αν χρειαστεί. Πέρα από το App μπορούμε να συνδεθούμε με την IP στο Web Interface και να πραγματοποιήσουμε οποιαδήποτε λειτουργία θέλουμε. Πλεονεκτήματα των Devolo repeaters με μία γρήγορη ματιά • Εύκολη εγκατάσταση – με το πάτημα ενός κουμπιού WPS στο Repeater mode • Τα τέσσερα επίπεδα του LED που δείχνουν πόσο ισχυρό είναι το σήμα WiFi για να βρούμε την κατάλληλη θέση για το repeater • Όμορφο και νέο design • WiFi 6 και λειτουργίες Smart Mesh (Access Point Steering, Client Steering, Band Steering, Airtime Fairness, Beamforming). Τεχνολογίες όπως Parental Control, Fast Roaming, WiFi Timing είναι διάθεσιμες για εμάς. • Σταθερή σύνδεση WiFi • Υψηλές ταχύτητες WiFi • Υποστήριξη από το νέο Devolo Home Network app. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις επιπλέον δυνατότητες όπως για παράδειγμα το Guest WiFi. • Θύρες Gigabit για να δώσουμε στις συσκευές μας γρήγορο Internet μέσω LAN • Εύχρηστα και πολύ καλή σχέση τιμής-απόδοσης Επιπλέον, υποστηρίζεται η τεχνολογία OFDMA αντί της OFDM , που καθιστά το δίκτυο περισσότερο αποδοτικό. To OFDMA είναι Multi user αντίθετα με το OFDM που είναι Single user. H νέα σειρά κληρονομεί όλα τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων μοντέλων της Devolo, όπως τις λειτουργίες Mesh, ώστε ο χρήστης εύκολα να μπορεί να έχει σε όλο του το σπίτι το ίδιο WiFi δίκτυο και να μη χρειάζεται να κάνει πολύπλοκες ρυθμίσεις στις συσκευές του. Επιπρόσθετα σημαντική λειτουργία του Mesh ειναι το AP Steering. Oι συσκευές είναι μόνιμα συνδεδεμένες στο ισχυρότερο σημείο πρόσβασης ακόμα και όταν ο χρήστης μετακινείται μέσα στο σπίτι. Ο χρήστης θα έχει πάντα ισχυρή σύνδεση και τις καλύτερες δυνατές ταχύτητες ακόμα και όταν αλλάζει σημείο πρόσβασης. Επιπλέον, χάρη στη τεχνολογία Band steering, οι συσκευές συνδέονται αυτόματα στη καλύτερη συχνότητα, εφόσον υπάρχει ενιαίο SSID στα 2,4 Ghz και 5 Ghz . Ένα Smartphone μπορεί να συνδέεται στα 5Ghz ενώ μία έξυπνη ζυγαριά που δεν υποστηρίζει τα 5 Ghz, να συνδέεται στα 2,4 Ghz. Μπορούμε να φτιάξουμε Guest δίκτυο το οποίο να έχεις συγκεκριμένους κανόνες πρόσβασης πχ να μην έχουν πρόσβαση οι συσκευές στο τοπικό δίκτυο, μπορούμε να έχουμε schedule για το πότε θα λειτουργεί το WiFi και μπορούμε να βλέπουμε τις συσκευές που είναι συνδεδεμένες στο δίκτυο, είτε ενσύρματα είτε ασύρματα. Καλό άλλα όχι αναγκαίο είναι το Router που έχουμε για πρόσβαση στο Internet να είναι WiFi 6 για να έχουμε καλύτερες επιδόσεις στο δίκτυο που γίνεται repeat, αφού τα συγκεκριμένα Devolo Repeaters υποστηρίζουν WiFi 6. Αν χρησιμοποιούμε ένα Router που λειτουργεί μόνο στα 2,4 Ghz ή δεν υποστηρίζει WiFi 6, το αποτέλεσμα δεν θα είναι το βέλτιστο και σε αυτή τη περίπτωση καλό θα ήταν να αλλάξουμε Router ή να προμηθευτούμε ένα από τα δύο Repeater και να το μετατρέψουμε σε Access Point και ένα δεύτερο για να κάνει το Repeating. Δοκιμές Σειρά είχαν να γίνουν μερικά απλά και κατανοητά τεστ ώστε να δούμε τι μπορεί να μας προσφέρει. Επειδή το WiFi στο VDSL Router που είχαμε στην κατοχή μας δεν ήταν WiFi 6 αποφασίσαμε και συνδέσαμε το Devolo WiFi 6 Repeater 5400 ως Access Point δηλαδή με Ethernet καλώδιο στο VDSL Router και μετά έγινε παραμετροποίηση του Devolo Wifi 6 Repeater 3000 ως Repeater. To VDSL Router με το 5400 τοποθετήθηκαν στο σαλόνι και το 3000 στο υπνοδωμάτιο. Για να δούμε τα αποτελέσματα. Για τις δοκιμές χρησιμοποιήσαμε το Samsung Galaxy S10+ που υποστηρίζει WiFi 6. Τρέξαμε speedtest στην 100αρα VDSL κοντά στο Devolo WiFi 6 Repeater 3000 με SSID test. Είχαμε 90,92 Mbit που είναι και το μέγιστο της VDSL που έχουμε. Από το ίδιο σημείο συνδεθήκαμε στο ασύρματο δίκτυο του VDSL Router με SSID GOOFAKOS και τρέξαμε πάλι Speedtest. Η ταχύτητα λόγω πιο χαμηλού σήματος ήταν στα 68,49Mbit. Τρέξαμε speedtest στην 100αρα VDSL αυτή τη φορά από το μπαλκόνι του σπιτιού στο Devolo WiFi 6 Repeater 3000 με SSID test. Είχαμε 89,83 Mbit που είναι και το μέγιστο της VDSL που έχουμε. Από το ίδιο σημείο συνδεθήκαμε στο ασύρματο δίκτυο του VDSL Router με SSID GOOFAKOS και τρέξαμε πάλι Speedtest. Η ταχύτητα λόγω ακόμα μεγαλύτερης απόστασης από το VDSL Router άρα και ακόμα πιο χαμηλό σήμα έπεσε στα 38,53 Mbit. Στην παραπάνω εικόνα βλέπουμε τα αποτελέσματα από δοκιμές που έγιναν σχετικά με το πόσο καλό/ποιοτικό ήταν το WiFi. Στην αριστερή εικόνα είμαστε στο δωμάτιο που βρίσκεται το Devolo Wifi 6 Repeater 3000. Όπως βλέπουμε έχουμε συνδεθεί με WiFi 6 και η ποιότητα του σήματος είναι εξαιρετική (SSID test). Αντίθετα από εκείνο το σημείο το ασύρματο δίκτυο του VDSL Router φτάνει με δύο από τις τέσσερις γραμμές (SSID GOOFAKOS). Οπότε αντιλαμβανόμαστε τα προτερήματα του Devolo Wifi 6 Repeater 3000. Στην δεξιά εικόνα έχουμε βγεί στο μπαλκόνι. Το VDSL Router λειτουργεί οριακά με μία γραμμή ενώ το Devolo Wifi 6 Repeater 3000 έχει τρεις στις τέσσερις γραμμές. Στο σημείο αυτό ενώ το browsing με το VDSL Router είναι σχεδόν αδύνατο και πολύ αργό, το Devolo Wifi 6 Repeater 3000 λειτουργεί με πολύ καλό σήμα και έχουμε ένα αξιόπιστο WiFi. Το σπίτι που έγιναν οι δοκιμές είναι 75 τετραγωνικά μέτρα και λόγω τοίχων το VDSL Router δεν επαρκεί για να το καλύψει. Και με το Repeater καταφέραμε να λύσουμε αυτό το θέμα και έχοντας και το Devolo Wifi 6 Repeater 5400 έχουμε και WiFi 6. Αλλά ακόμα και χωρίς το Devolo Wifi 6 Repeater 5400 πάλι με την VDSL γραμμή των 100Mbit δεν θα αντιμετωπίζαμε κανένα πρόβλημα. Πολλές φορές διαβάζουμε σε Forum οι χρήστες να αναζητούν ένα πιο δυνατό WiFi Router για να έχουν καλύτερο σήμα. Το ποιοτικό WiFi γίνεται με πολλαπλά Repeaters, Access Points και όχι με ένα που μπορεί ενδεχομένως να εκπέμπει παραπάνω από το νόμιμο. Οπότε τα δύο νέα Repeaters της Devolo έρχονται για να λύσουν αυτό ακριβώς το πρόβλημα. Γρήγορο Internet σε όλους τους χώρους με ένα ενιαίο δίκτυο. Συμπεράσματα Και τα δυο νέα repeater της Devolo μας άφησαν πάρα πολύ καλές εντυπώσεις. Πανεύκολη εγκατάσταση, πολλαπλές επιλογές στις ρυθμίσεις, εξαιρετική απόδοση και FutureProof αγορά είναι μερικά από τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Μπορεί να συνδυαστεί χωρίς κανένα πρόβλημα με τα Powerline της Devolo. H συνεργασία όλων των συσκευών είναι εξαιρετική με τις λειτουργίες MESH να κάνουν τη χρήση του ασύρματου δικτύου πανεύκολη από όλες τις συσκευές. Με τα Devolo WiFi 6 Repeater 5400 και 3000, το WiFi είναι πλέον πιο αποδοτικό και σε κάθε γωνιά του σπιτιού σε χρόνο μηδέν. Το πρότυπο WiFi 6 βάζει smartphone, υπολογιστές, tablet και κονσόλες παιχνιδιών στην ταχεία λωρίδα του αυτοκινητόδρομου δεδομένων. Αυτό κάνει την ψηφιακή καθημερινότητά μας, από τις τηλεδιασκέψεις έως το online streaming, απλά πιο διασκεδαστική. Το καλύτερο: Αυτό το Repeater WiFi λειτουργεί με οποιοδήποτε Router και μπορεί να επεκτείνει το δίκτυο ευέλικτα. Απλά το συνδέουμαι και απολαμβάνουμε ταχύτητες μεταφοράς δεδομένων έως και 5400Mbps και 3000Mbps αντίστοιχα. Μπορούμε επίσης να συνδέσουμε και ενσύρματες συσκευές, όπως Smart TV, συσκευές πολυμέσων ή κονσόλες παιχνιδιών, με Gigabit διασύνδεση μέσω καλωδίου Ethernet. Είτε σερφάρουμε με το tablet είτε κάνουμε streaming 4K στη Smart TV η απόδοση θα είναι η μέγιστη. Τα Devolo Repeaters επιτρέπουν πολλές ταυτόχρονες συνδέσεις χωρίς καμία απώλεια ποιότητας στη σύνδεση. Το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 είναι διαθέσιμο στα 99 ευρώ την στιγμή που γράφεται αυτό το review και το Devolo WiFi 6 Repeater 5400 στα 148 ευρώ. Η Devolo παρέχει 3 χρόνια εγγύηση για όλα της τα προϊόντα της όπως αναφέρεται και στην συσκευασία. Συνολικά, και τα δυο νέα repeater της Devolo μας άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις. Εύκολη εγκατάσταση, πολλές επιλογές στις ρυθμίσεις, εξαιρετική απόδοση και καλή τιμή είναι μερικά από τα βασικά του χαρακτηριστικά. Αν μάλιστα κάποιος έχει ήδη και powerline συσκευές της Devolo, η συνεργασία όλων των συσκευών είναι εξαιρετική με τις λειτουργίες MESH να κάνουν τη χρήση του ασύρματου δικτύου πανεύκολη από όλες τις συσκευές.
    7 πόντοι
  20. Το νέο MacBook Air αλλάζει σελίδα για την Apple, με την εταιρεία να κάνει τη μετάβαση σε επεξεργαστές δικής της κατασκευής οι οποίοι βασίζονται στην ARM αρχιτεκτονική, αφήνοντας πίσω της την εποχή Intel. Είναι δεδομένο ότι μια τέτοια αλλαγή φέρνει τεράστιες αλλαγές που αλλάζουν δραστικά πολλά πράγματα που ο χρήστης, εύκολα ή δύσκολα, θα αντιληφθεί. Κρατώντας το design του MacBook Air που κυκλοφόρησε νωρίτερα μέσα στο 2020, το πλήθος των αλλαγών δεν είναι σε εξωτερικό αλλά σε εσωτερικό επίπεδο, οπότε ας εξερευνήσουμε όσα έχει να προσφέρει το ολοκαίνουριο laptop της Apple και ένα από τα καλύτερα που δοκιμάσαμε χωρίς αμφιβολία αυτή τη χρονιά. Σχεδιασμός – Οθόνη Το μεταλλικό σασί που έχει γίνει συνώνυμο με τα MacBook παραμένει, δίνοντάς μας το λεπτότερο και ελαφρύτερο laptop της Apple έως σήμερα. Στα χέρια μας έφτασε η έκδοση 13.3”, με πλάτος 30.4cm και βάθος 21.2cm, ενώ όταν είναι κλειστό, το ύψος του δεν ξεπερνά τα 1.6cm με το βάρος να ανέρχεται στα 1.29kg. Πρακτικά, είναι «πούπουλο» και η έκδοση 13” αρκετά ευέλικτη για να την έχει κανείς μαζί του οπουδήποτε, προσφέροντας μια καλή ισορροπία μεταξύ μεγέθους οθόνης και φορητότητας. Ως προς το πληκτρολόγιο, η Apple προτίμησε το Magic Keyboard, που πλέον αντικατέστησε το διαβόητα «δύσκολο» ας το πούμε, Βutterfly Κeyboard. Στην πράξη, αυτό σημαίνει πως είναι απείρως πιο άνετο από τα περυσινά μοντέλα και κάποια λίγο προηγούμενά τους, με αρκετό κενό ανάμεσα σε κάθε πλήκτρο και κυρίως, αρκετό ύψος σε κάθε πλήκτρο ώστε να νιώθει κανείς πως το πατάει. Το νούμερο ένα πρόβλημα με το Butterfly ήταν πως λόγω της ευαισθησίας και του χαμηλού ύψους, ένα άγγιγμα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθη, πραγματικός εφιάλτης για οποιονδήποτε γράφει πολύ. Σίγουρα υπάρχει περιθώριο βελτίωσης και στο Magic, όμως όταν δεν υπάρχει κάτι εξώφθαλμα αρνητικό σε ένα πληκτρολόγιο, συνήθως τότε κρίνεται βάσει των υποκειμενικών κριτηρίων του καθενός. Στην επάνω δεξιά πλευρά του πληκτρολογίου βρίσκεται ο αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο είναι αρκετά βολικό και ασφαλές, γρηγορότερο από το να γράφει κάποιος τον κωδικό του. Τέλος, το πληκτρολόγιο είναι φωτιζόμενο και η ένταση της φωτεινότητας ρυθμίζεται. Κάτω από το πληκτρολόγιο βρίσκεται το trackpad που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του ελεύθερου χώρου, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε ότι δε βολεύει, τουλάχιστον για κάποιον με όχι και τόσο μεγάλα δάχτυλα. Το Force Touch περιλαμβάνεται επίσης, προσφέροντας περισσότερες επιλογές σε κάποιες εφαρμογές όταν ο χρήστης το πατάει με περισσότερη δύναμη. Στα πλάγια του πληκτρολογίου βρίσκεται ένα ηχείο σε έκαστη μεριά, προσφέροντας δυνατό και καθαρό ήχο ειδικά σε τραγούδια δίχως έντονο μπάσο. Προφανώς, ένα τόσο λεπτό laptop δεν προσφέρει την καλύτερη απόδοση στα βαθιά μπάσα όμως σε καμιά περίπτωση δεν απογοήτευσε, είτε επρόκειτο για μουσική είτε για ταινίες με εκρήξεις, ας πούμε. Δεδομένου του μεγέθους και του βάρους του, τα ηχεία αποδίδουν πιο ποιοτικό ήχο από όσο περιμέναμε. Το πολύ λεπτό και λιτό του σχήμα, όμως, έχει αντίκτυπο στις θύρες. Διαθέτει μόλις 2 θύρες Thunderbolt/USB 4 και μια θύρα ακουστικών, το οποίο περιορίζει εξαιρετικά τα πράγματα. Αν το laptop είναι στη φόρτιση και θέλει κάποιος να το συνδέσει με μια δεύτερη οθόνη και έναν σκληρό δίσκο, θα πρέπει να κάνει αλχημείες με κλασσικούς αντάπτορες είτε στο MacBook Air είτε στην οθόνη, αν αυτή διαθέτει ανάλογες θύρες USB. Δεδομένου ότι μιλάμε για φορητό υπολογιστή, είναι λίγο κόντρα στη λογική του το να απαιτούνται αντάπτορες για διάφορα απλά πράγματα – από ένα USB stick έως μια έξοδο HDMI – καθώς κάποιος που είναι διαρκώς στο πόδι και ήδη κουβαλάει τα περιφερειακά, θα πρέπει να έχει και τους αντίστοιχους αντάπτορες πάντοτε μαζί ή ένα hub που να τα συνδυάζει όλα. Όσον αφορά την την οθόνη, η διαγώνιός αυτής είναι 13.3” και η ανάλυσή της ορίζεται στα 2560x1660. Εκεί που διαφέρει (και φαίνεται) από τα προηγούμενα MacBook Air του 2020 είναι τα χρώματα, τα οποία είναι πιο ζωντανά. Αυτό οφείλεται στην υποστήριξη P3 color gamut, που γίνεται εφικτό χάρη στον επεξεργαστή M1 – για τον οποίο θα επεκταθούμε αργότερα. Με φωτεινότητα στα 400 nits σε συνδυασμό με την τεχνολογία True Tone που προσαρμόζει την οθόνη βάσει του φωτισμού στον χώρο, δεν αντιμετωπίσαμε πρόβλημα ούτε στην ανάγνωση κειμένου ούτε στην παρακολούθηση βίντεο σε εξωτερικό χώρο. Όπως πάντοτε, η οθόνη είναι απολαυστική τόσο για έναν επαγγελματία όσο και για όποιον θέλει απλά να δει μια ταινία. Το μοναδικό που ίσως είναι καιρός να αλλάξει, είναι τα bezels, τα οποία δεν είναι μεγάλα όμως θα μπορούσαν να είναι μικρότερα. Στο bezel της επάνω μεριάς βρίσκεται η κάμερα, η οποία παραμένει σε ανάλυση 720p και παρότι βοηθάται λίγο από τον νέο επεξεργαστή και τις μεθόδους επεξεργασίας που επιτρέπει, δεν είναι αισθητή κάποια βελτίωση. Η εικόνα παραμένει λίγο θολή σε περιπτώσεις κακού φωτισμού, περιέχει θόρυβο σε σκοτεινά σημεία και όταν υπάρχει έντονο φως «καταπίνει» όσα αγγίζει. Μπορεί να κάνει τη δουλειά της για κάποιον χρήστη που θέλει, κυριολεκτικά, απλώς μια κάμερα για να τον βλέπουν όμως σίγουρα δεν προσφέρει πολλά περισσότερα από αυτό – το οποίο είναι κάπως απογοητευτικό δεδομένης της τιμής. Μια αλλαγή που δεν απογοητεύει στο ελάχιστο βέβαια, είναι το fanless design που υιοθετεί η συσκευή. Όχι απλά δεν καταφέραμε να το φτάσουμε σε ανησυχητικά επίπεδα θερμοκρασίας, παρά την έλλειψη ανεμιστήρα, αλλά η ησυχία που αυτό συνεπάγεται είναι εξίσου ανεκτίμητο στοιχείο. Το να δουλεύει κανείς προγράμματα εξαγωγής βίντεο ας πούμε, που θεωρούνται «βαριά», και το laptop να παραμένει σε επίπεδα ψιθύρου όσον αφορά τον θόρυβο είναι σημαντικό για εκείνους που δουλεύουν ως αργά στο σπίτι και ο θόρυβος ενδεχομένως ενοχλήσει τα παιδιά, ενώ ακόμη και σε ένα γραφείο η «χορωδία» ανεμιστήρων ποτέ δεν είναι ωραία στο άκουσμα. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Το MacBook Air 13” που παραλάβαμε διέθετε το οκταπύρηνο M1 chip (με επταπύρηνη GPU), 8GB μνήμης RAM και 256GB SSD – υπάρχει επιλογή για αύξηση των RAM και SSD, όπως και των πυρήνων της GPU, κατά την αγορά του laptop. Εδώ είναι που θα σταθούμε στο «ζουμί» του νέου MacBook Air: ο M1. Με αυτό το chip, που κατασκευάζει η ίδια η Apple, έγινε η μετάβαση σε ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο λειτουργίας για το σύστημα που όμως δεν γίνεται αντιληπτός από τον χρήστη (με την κακή έννοια). Ό,τι δούλευε πριν, θα δουλεύει και τώρα, είτε μέσω εφαρμογών φτιαγμένων για το νέο chip είτε μέσω του προγράμματος Rosetta 2 που τα κάνει να λειτουργούν μέσω εξομοίωσης. Τα περισσότερα, δημοφιλέστερα προγράμματα υποστηρίζονται και σταδιακά αυτό θα βελτιωθεί, με σκοπό να κάνουν ακόμη καλύτερη χρήση του νέου SoC. Τα οφέλη του M1 είναι, κατά βάση, δύο: επιδόσεις και διαχείριση ενέργειας. Πριν λίγες γραμμές, αναφερθήκαμε στην προσπάθειά μας να πιέσουμε το μηχάνημα στα όριά του για να ζεσταθεί πολύ, κάτι που δεν έγινε. Αυτή η προσπάθεια περιελάμβανε browser με τουλάχιστον 15 καρτέλες ανοιχτές (με περιεχόμενο κάθε είδους, από YouTube έως mails), παράλληλα με ανοιχτό το Adobe Premiere Pro για επεξεργασία βίντεο. Μάλιστα, το Adobe Premiere Pro που έτρεχε μέσω του Rosetta 2 (άρα όχι φτιαγμένο για M1), λειτουργούσε γρηγορότερα σε κάποια projects απ' ότι στον παραδοσιακό υπολογιστή με Intel και x86 αρχιτεκτονική όπου βασίζεται άλλωστε η δημιουργία του! Με διαρκές video rendering – παράλληλα με όσα γίνονταν σε πιο απλό επίπεδο- δεν εντοπίστηκε ίχνος κολλήματος και η θερμοκρασία ανέβηκε ελάχιστα, σε σημείο που το σασί ήταν απλώς θερμό στο άγγιγμα. Είναι απίθανο το γεγονός ότι καταφέρνει να τρέχει εξίσου καλά εφαρμογές «ραμμένες» στα μέτρα του M1 τόσο όσο και εφαρμογές που τρέχουν μέσω του Rosetta 2. Παρόμοια, εντυπωσιακά αποτελέσματα δείχνουν και τα διάφορα benchmarks που τρέξαμε στο μηχάνημα, τα οποία επιβεβαιώνουν το πόσο ψηλά βρίσκεται ο πήχης των επιδόσεων, όμως το σημαντικότερο είναι πως σε πραγματικές συνθήκες – και όχι σε benchmarks – η εμπειρία ήταν, απλά, αψεγάδιαστη. Ειδικά η σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη γενιά του MacBook Air, γέρνει τον πήχυ για τα καλά υπέρ του νέου μοντέλου, με τις διαφορές στις επιδόσεις να είναι εξωπραγματικές, οι μεγαλύτερες που έχουμε δει σε gadget από γενιά σε γενιά. Η γενική αίσθηση που αφήνει είναι ότι για τον μέσο χρήστη που ενίοτε επιχειρεί κάτι πολύ «βαρύ», το MacBook Air θα υπερκαλύψει τις ανάγκες του. Ενδεχομένως, αν φτάσει στα όριά του να επηρεαστεί σε ένα βαθμό από την έλλειψη ανεμιστήρα, όμως ο χρήστης που θα το καταφέρει αυτό έχει πάντοτε την επιλογή του MacBook Pro – και πιθανότατα πρόκειται για επαγγελματία που ούτως ή άλλως δεν καλυπτόταν, μέχρι πρότινος, από τη σειρά Air οπότε δεν θα ήταν η πρώτη του επιλογή. Ακόμη και σε κάποια παιχνίδια, κάτι που δύσκολα συνδυάζει κανείς με ένα Mac, τα αποτελέσματα δεν διαφέρουν πολύ από προηγούμενα MacBook Air με Intel. Δημοφιλή παιχνίδια που δοκιμάσαμε, όπως League of Legends, DOTA 2, CS:GO, Rocket League και World of Warcraft, τρέχουν σε 60fps με τις περισσότερες ρυθμίσεις γραφικών στις υψηλότερες τιμές τους, με κάποιες μικρές πτώσεις σε καρέ όταν η δράση γινόταν έντονη. Φυσικά, μειώνοντας λίγο κάποιες τιμές γραφικών ή την ανάλυση, τα όποια μικροπροβλήματα εξαλείφθηκαν, ενώ πρέπει να έχουμε κατά νου πως έτρεχαν μέσω emulation (Rosetta 2). Πέραν της απόδοσης, το άλλο εξαιρετικά θετικό κομμάτι είναι η αυτονομία. Το MacBook Air με ευκολία ξεπέρασε τις 7-8 ώρες πραγματικής δουλειάς, που σημαίνει διαρκές άνοιγμα-κλείσιμο προγραμμάτων, διαρκώς σε χρήση και κανένα περιθώριο «ανάσας». Η Apple υπόσχεται 15 ώρες ασύρματης λειτουργίας με browsing και 18 με παρακολούθηση βίντεο μέσω του Apple TV, όμως με τις δοκιμές μας, δεν φτάσαμε πάνω από 10 ώρες σε πραγματικές συνθήκες χρήσης. Βέβαια, δεν σημαίνει πως το νούμερο είναι χαμηλό και δη όταν αναλογιστεί κανείς ότι το laptop παρέμεινε κρύο, ταχύτατο και αθόρυβο για όλες αυτές τις ώρες. Και πάλι δεν είναι υπερβολή να αναφέρουμε ότι με συντηρητική χρήση, η αυτονομία του επεκτείνεται πέρα της 1 ημέρας. Από το εργοστάσιο, το MacBook Air έρχεται με το macOS Big Sur εγκατεστημένο, την νεότερη αναβάθμιση του λογισμικού της Apple. Για όσους έχουν χρησιμοποιήσει ξανά ένα MacBook, οι αλλαγές δεν είναι δραματικές. Με λίγα λόγια, δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία παραμετροποίησης σε κάποια πράγματα όπως ο Safari browser, ενώ υιοθετεί κάποια στοιχεία που εντοπίζονται σε iOS – συγκεκριμένα, το Control Center κάτω από το οποίο στεγάζονται οι ρυθμίσεις Wi-Fi, Bluetooth και τα συναφή για εύκολη πρόσβαση. Είναι εύχρηστο για τους μυημένους και ίσως παιδέψει λίγο τους αμύητους, όμως είναι κυρίως θέμα προτίμησης για τον μέσο χρήστη και σε πιο προχωρημένο επίπεδο, θέμα ελευθερίας και συμβατότητας, το αν θα αφήσει κάποιος πίσω του τα Windows. Η M1 εποχή φέρνει και υποστήριξη iOS εφαρμογών και παιχνιδιών μέσω του App Store, φτάνει ο δημιουργός να έχει κάνει μια μικρή αλλαγή στη δημιουργία του προκειμένου να εμφανιστεί στο διαδικτυακό κατάστημα της Apple. Όσο εντυπωσιακό και αν ακούγεται κάτι τέτοιο από τη στιγμή που τα Mac έχουν στη διάθεσή τους από σήμερα σε εκατομμύρια εφαρμογές και παιχνίδια, τόσο πιο αδιάφορο ήταν στη δική μας καθημερινότητα αφού στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η εμπειρία του browser σε επίπεδο εφαρμογών ήταν πάντα αυτή που προτιμούσαμε. Συμπέρασμα Η μετάβαση σε M1 έγινε όχι απλά αναίμακτα, αλλά τα αποτελέσματα εντυπωσιάζουν σε κάθε ευκαιρία. Πρόκειται για ένα ταχύτατο laptop που κάνει εξαιρετικά καλή διαχείριση μπαταρίας και θερμότητας, κάνοντάς το ιδανική επιλογή για όποιον βρίσκεται στο ψάξιμο – και μπορεί να διαθέσει τόσα χρήματα. Για έναν χρήστη που έχει ήδη ένα παλιότερο MacBook και θέλει να αναβαθμίσει, είναι ίσως η ευκολότερη πρόταση που θα μπορούσε να βρει. Το τρίπτυχο απόδοσης, αυτονομίας και θερμότητας/ησυχίας (πηγαίνουν μαζί, λόγω της έλλειψης fan) που προσφέρει το MacBook Air είναι απλώς ασυναγώνιστη πρόταση. Μελανό σημείο είναι η έλλειψη θυρών που συνεπάγεται μια αρμάδα από αντάπτορες για όποιον θέλει κάτι περισσότερο από το laptop, χωρίς να σημαίνει πως αυτό το «περισσότερο» είναι απαραίτητα επαγγελματική ανάγκη. Ένας αναγνώστης καρτών ή μια έξοδος HDMI δεν είναι ασυνήθιστες ανάγκες. Επιπλέον, καθότι σχετικά μικρό (13.3”), η οθόνη είναι ήδη μικρότερη από το συνηθισμένο μέγεθος (15.6”) και τα bezels δεν βοηθούν ιδιαίτερα την κατάσταση. Τέλος, η webcam είναι απορίας άξιο πώς παραμένει τόσο βασική σε ένα premium laptop που, σε μεγάλο βαθμό, απευθύνεται σε επαγγελματίες οι οποίοι -δεδομένης και της κατάστασης με την πανδημία- στηρίζονται σε βιντεοκλήσεις.
    7 πόντοι
  21. Ευχαριστούμε πολύ τη Plaisio Computers για τη διάθεση της κάρτας γραφικών για τους σκοπούς της δοκιμής. Μπορείτε να δείτε όλες τις επιλογές σε RTX30 GPUs μέχρι στιγμής. Η σειρά καρτών GeForce RTX 30x0 μονοπωλεί εδώ και λίγες εβδομάδες το ενδιαφέρον των PC gamers, με την RTX 3080 να κερδίζει τις εντυπώσεις μέχρι στιγμής. Αναμένουμε όμως και τις RTX 3070 και RTX 3060 που θα κοστίζουν λιγότερο και θα προσφέρουν υψηλότερους λόγους απόδοσης/τιμής. Για την RTX 3090 τι να πει κανείς, ότι είναι πανάκριβη και πραγματικά δυσεύρετη; Όπως διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι, το να βρεις μια οποιαδήποτε κάρτα RTX 3080 είναι όσο δύσκολο έχετε ακούσει αλλά και διαβάσει σε διάφορα άρθρα μας. Όμως με τη βοήθεια της Plaisio Computers, μπορέσαμε να έχουμε πρόσβαση σε μία από τις υλοποιήσεις της Gigabyte και να δούμε αν τελικά όλα αυτά που η Nvidia υπόσχεται σε επίπεδο επιδόσεων, έχουν σχέση με την πραγματικότητα (spoiler: έχουν!) Εμφάνιση – Κατασκευή Η Gigabyte GeForce RTX 3080 Gaming OC 10G λοιπόν είναι μία κάρτα που κάνει εξ αρχής αισθητή την παρουσία της. Με διαστάσεις 320 x 128 x 56 χιλ. είναι μία από τις πλέον ογκώδεις κάρτες που μπορεί να βρει κανείς στην αγορά, οπότε αν σκέφτεστε σοβαρά την αγορά της, σε πρώτη φάση βεβαιωθείτε ότι υπάρχει αρκετός χώρος στο κουτί σας. Διαθέτει τρεις ανεμιστήρες με τεχνολογία 3D Active Fan με τον κοντινότερο στο I/O να έχει διάμετρο 80 χιλ. και τους άλλους δύο 90 χιλ. O μεσαίος έχει αντίθετη φορά περιστροφής από τους άλλους δύο, σε μία κίνηση που κατά τη Gigabyte μειώνει τις αναταράξεις και αυξάνει την πίεση του αέρα. Το σύστημα ψύξης Windforce 3X ολοκληρώνουν επτά χάλκινα heat pipe των 6 χιλ. έκαστο και μία επίσης χάλκινη πλάκα με την οποία έχουν άμεση επαφή τόσο η GPU, όσο και τα module της μνήμης. Το πίσω τμήμα της κάρτας στην κάτω της πλευρά είναι διάτρητο, συμβάλλοντας στην καλύτερη ροή του αέρα και την απαγωγή της θερμότητας. Εμφανισιακά, η Gigabyte GeForce RTX 3080 Gaming OC 10G είναι σχετικά ουδέτερη, με τη Gigabyte να εξασφαλίζει έτσι ότι θα ταιριάξει σε κάθε κουτί -από αισθητικής άποψης τουλάχιστον. Στο πίσω μέρος της κάρτας και από την πλευρά των ανεμιστήρων, υπάρχει ένα διαφανές πλαστικό τμήμα με διακριτικό RGB φωτισμό τον οποίο μπορείτε να προσαρμόσετε μέσω του λογισμικού RGB Fusion 2.0. Στο I/O της, η Gigabyte GeForce RTX 3080 Gaming OC 10G διαθέτει συνολικά πέντε θύρες: τρεις DisplayPort 1.4a και δύο HDMI 2.1. Για την τροφοδοσία της δε, απαιτούνται δύο καλώδια 8-pin. Η συγκεκριμένη δεν διαθέτει τον νέο 12-pin connector της Nvidia κάτι σίγουρα που δεν μας άρεσε αλλά και δεν είναι απόλυτη ευθύνη της Gigabyte αφού η Nvidia για την ώρα το ενσωματώνει μόνο στις Founders Edition. Τεχνικά χαρακτηριστικά Τι παίρνει όμως κανείς επενδύοντας στη Gigabyte GeForce RTX 3080 Gaming OC 10G; Η υλοποίηση της Gigabyte λοιπόν στηρίζεται στη GPU GA102 της NVIDIA και έχει κατασκευαστεί με την τεχνολογία 8 nm της Samsung. Έρχεται με 8704 CUDA cores, 272 Tensor cores και 68 RT cores. Διαθέτει 10 GB μνήμης GDDR6X στα 19 Gbps, κάτι που σε συνδυασμό με το 320-bit memory bus μας δίνει bandwidth 760 GB/s. Η σύνδεσή της στη μητρική γίνεται μέσω PCIe 4.0 x16 ενώ για τη λειτουργία της, η ίδια η Gigabyte συνιστά τροφοδοτικό 750 W τουλάχιστον. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η εν λόγω υλοποίηση έχει μεγαλύτερες ανάγκες σε σχέση με μία τυπική RTX 3080 με 340 W έναντι 320 W της τελευταίας (βέβαια όλες οι RTX 3080 φαίνεται να τερματίζουν στα 350 W σύμφωνα με τις μετρήσεις των φίλων μας στην Cybenetics/Powenetics). Η Nvidia επίτηδες περιόρισε το power limit (και τις επιδόσεις κυρίως με overclocking) μέχρι να μπορέσει ο καινούριος 12-pin connector να αποδώσει την πλήρη ισχύ του, κάτι που θα γίνει όταν υπάρξουν πλήρως συμβατά τροφοδοτικά (PSUs). Επιδόσεις Το σύστημα στο οποίο τεστάραμε την κάρτα ήταν ένας Ryzen 3900XT με μητρική ASRock B550 Taichi, 16GB RAM (2x 8GB HyperX Predator DDR4-3200) και Samsung NVMe M.2 SSD 970 EVO Plus 500GB.Το πρώτο πράγμα που παρατηρήσαμε δοκιμάζοντας την Gigabyte GeForce RTX 3080 Gaming OC 10G ήταν η αθόρυβη λειτουργία της. Οι ανεμιστήρες ξεκινούν να δουλεύουν στους 60ο C οπότε αν δεν τη ζορίσετε ιδιαίτερα, η κάρτα δεν πρόκειται να σας απασχολήσει. Η μέγιστη θερμοκρασία που μετρήσαμε πάντως έφτασε τους 65ο C, επίδοση που τοποθετείται εντός του αποδεκτού πλαισίου. Τα επίπεδα θορύβου πάντως είναι πλήρως αποδεκτά αφού δεν ξεπερνούν τα 41 dBA όταν οι ανεμιστήρες γυρνούν με τη μέγιστη ταχύτητα (1680 στροφές/λεπτό). Όπως ήταν αναμενόμενο, η Gigabyte GeForce RTX 3080 Gaming OC 10G έδειξε την αξία της στα παιχνίδια που υποστηρίζουν τεχνολογία Ray Tracing. Δοκιμάζοντας τίτλους όπως τα Metro, Shadow of the Tomb Raider και Chernobylite μείναμε εντυπωσιασμένοι από τον ρεαλιστικό φωτισμό και τις φωτοσκιάσεις. Στη σύγκριση μάλιστα με μία RTX 2070 Super, η κάρτα νέας γενιάς της NVIDIA “λάμπει” ακόμα περισσότερο. Οι Tensor core είναι αυτοί που κάνουν τη διαφορά, με την RTX 3080 να βγάζει περί τα 238 TFLOP/s σε AI/DLSS, όταν η RTX 2080 σταματά στα 89 TFLOP/s (βελτίωση 167%). Στα δε παιχνίδια που δοκιμάσαμε, το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό: σταθερό frame rate που στη συντριπτική πλειοψηφία ήταν πάνω από τα 60 fps ακόμα και σε 4K ανάλυση. Για να αξιολογήσουμε την απόδοση του συστήματος χρησιμοποιήσαμε τo γνωστό benchmark 3DMark (στις ρουτίνες Time Spy, Time Spy Extreme και Port Royal) και το Unigine Superposition καθώς και τα παιχνίδια Chernobylite, F1 2018, Gears 5, Shadow of the Tomb Raider, Tomb Raider και Metro (RTX). Στα παιχνίδια χρησιμοποιήσαμε τις αναλύσεις 1920 x 1080 pixels και 3840 x 2160 pixels χρησιμοποιώντας τις προεπιλεγμένες ρυθμίσεις Low, High ή Very High (Ultra ή Ultimate) στα ενσωματωμένα benchmark τους. Συνθετικά benchmarks Παιχνίδια Κατανάλωση Συνοδευτικό λογισμικό Ως προς το συνοδευτικό λογισμικό, η Gigabyte GeForce RTX 3080 Gaming OC 10G πλαισιώνεται από δύο εφαρμογές. Η πρώτη είναι το RGB Fusion 2.0 που θα σας επιτρέψει να προσαρμόσετε τον φωτισμό στην κάρτα και να τον συγχρονίσετε με εκείνον άλλων συμβατών συσκευών -εφ’ όσον διαθέτετε. Προσφέρεται δυνατότητα επιλογής μεταξύ 16,7 εκατ. χρωματικών επιλογών και οκτώ εφέ φωτισμού. Η δεύτερη είναι το AORUS Graphics Engine που θα σας δώσει τη δυνατότητα να προσαρμόσετε τη λειτουργία της κάρτας γραφικών. Διαθέτει ένα αρκετά εύχρηστο περιβάλλον χρήστη, μέσα από το οποίο θα “παίξετε” με τον φωτισμό, θα επιλέξετε λειτουργία (OC, gaming, silent, custom) και θα αυξομειώσετε clock speed, power target, τάση, ταχύτητα ανεμιστήρων κ.α. Με δεδομένο ότι ξέρετε τι κάνετε, μπορείτε να ρυθμίζετε την κάρτα ανάλογα με το παιχνίδι που πρόκειται να παίξετε. Συμπέρασμα Η Gigabyte GeForce RTX 3080 Gaming OC 10G είναι η τέλεια κάρτα για τον “power gamer” που δεν έχει πρόβλημα να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Βάσει τιμής/απόδοσης είναι ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, στη high-end κατηγορία, εξασφαλίζοντας αξεπέραστες επιδόσεις στα 1440p και υπέροχες εμπειρίες gameplay σε 4K ανάλυση. Η εν λόγω υλοποίηση της Gigabyte κρίνεται άκρως επιτυχημένη. Μας άρεσαν Κορυφαίες επιδόσεις με τεράστια διαφορά έναντι της προηγούμενης γενιάς Επιτρέπει αξιοπρεπές gaming σε 4Κ ανάλυση Εξαιρετικός λόγος απόδοσης/τιμής (αν την αγοράσετε στην κανονική της τιμή) Υψηλός λόγος απόδοσης/κατανάλωσης Βελτιωμένο raytracing και DLSS Χαμηλές θερμοκρασίες και επίπεδα θορύβου, ακόμα κι όταν τη ζορίσαμε Υπεραρκετές θύρες DisplayPort (1.4 a) και HDMI (2.1) PCI-Express 4.0 8 νανόμετρα λιθογραφία για το GPU Δε μας άρεσαν Σχετικά περιορισμένες επιλογές OC λόγω του power limit «Χτυπάει» το όριο του power limit συνεχώς Δεν διαθέτει τον 12-pin connector της Nvidia Περιορισμένη διαθεσιμότητα
    7 πόντοι
  22. God of War. Τρεις λέξεις, άπειρες εικόνες. Μία σειρά που στα 13 χρόνια ζωής της έμεινε πιστή στην αρχική της προσέγγιση, προσφέροντας ενός συγκεκριμένου τύπου εμπειρίες που έμελλε να γίνουν και το σήμα κατατεθέν της. Με αρκετές δεκάδες εκατομμύρια πωλήσεις και έχοντας καθιερωθεί στις συνειδήσεις του κοινού ως μία από τις δυνατότερες αποκλειστικότητες της Sony, θα περίμενε κανείς ότι το God of War ενδεχομένως να εκσυγχρονιζόταν, δύσκολα όμως θα άλλαζε. Η ανάγκη για κάτι τέτοιο ωστόσο ήταν κάτι παραπάνω από επιτακτική. Η πορεία του τελευταίου τίτλου της σειράς, God of War: Ascension ήταν απογοητευτική και η ανάγκη για μια νέα προσέγγιση θεωρείτο δεδομένη. Η Sony ανέθεσε την –ομολογουμένως δύσκολη- αποστολή αυτή στο στούντιό της στη Σάντα Μόνικα –το είχε κάνει ήδη μία φορά με το πρώτο God of War, οπότε αν μη τι άλλο ήταν το πλέον κατάλληλο για να προσεγγίσει εκ νέου το ίδιο του το έργο. Το αποτέλεσμα; Ένα από τα παιχνίδια-σημεία αναφοράς στην τρέχουσα γενιά…. Ελλάδα γιοκ Σε όλα τα προηγούμενα God of War, είχαμε συνηθίσει έναν Kratos οργισμένο, το μένος του οποίου πλήρωναν ως επί το πλείστον οι θεοί του Ολύμπου. Η ελληνική μυθολογία αποτελεί πλέον παρελθόν (δεν πρέπει να ξέμεινε και κανένας, τους ξεκλήρισε όλους) με το παιχνίδι να βασίζεται πλέον σε αυτή των Βίκινγκ. Η δράση του εξελίσσεται κατά βάση στο Midgard (σαν να λέμε, τη γη που γνωρίζουμε) με τον Kratos να επισκέπτεται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και άλλους κόσμους της σκανδιναβικής μυθολογίας. Το φετινό God of War δεν αποτελεί ακριβώς reboot για τη σειρά. Πράγματι, είναι τελείως διαφορετικό σε σχέση με τα προηγούμενα από πλευράς αισθητικής, gameplay και σεναριακού υποβάθρου, όμως δεν απαρνείται τη διαδρομή του. Ο Kratos έχει βρει απάγκιο στον παγωμένο κόσμο της σκανδιναβικής μυθολογίας (μη ρωτάτε πώς γίνεται κάτι τέτοιο) όμως η ζωή του μόνο ρόδινη δεν είναι. Το παιχνίδι ξεκινά με τον ίδιο και τον γιο του να κηδεύουν τη γυναίκα του. Όχι, ο στόχος του Kratos αυτή τη φορά δεν είναι να σκοτώσει τον Odin ή τον Thor αλλά κάτι πολύ πιο “γήινο”: να σκορπίσει τις στάχτες της γυναίκας του από το ψηλότερο βουνό του κόσμου. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά όσο φαίνονται, με αποτέλεσμα το παιχνίδι να μας προσφέρει γύρω στις 30 ώρες (κατά κάποιους 20, κατά άλλους 40) ποιοτικού single player περιεχομένου –ευτυχώς multiplayer δεν υπάρχει. Πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα Η πρώτη μεγάλη αλλαγή που θα προσέξει κάποιος στο God of War σε σχέση με τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, αφορά τον Kratos. Ο αιμοδιψής και αποκρουστικός αντιήρωας που με τρόπο σχεδόν σαδιστικό ξεπάστρευε έναν-έναν όποιον θεωρούσε εχθρό του μέχρι τώρα, έχει δώσει τη θέση του σε έναν άνθρωπο με πλήρη αντίληψη της διαδρομής και των λαθών του, έναν γεννημένο πολεμιστή που μάχεται εξ ανάγκης, έναν γκρινιάρη και ευέξαπτο πατέρα. Το πιθανότερο είναι πως κανείς μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί τον Kratos ως πατρική φιγούρα κι όμως η Sony Santa Monica έχτισε τη σχέση του με τον Atreus, τον γιο του, αριστουργηματικά. Οι ρόλοι πατέρα-γιού εναλλάσσονται διαρκώς με εκείνους του δάσκαλου-μαθητή, με τον Kratos να προσπαθεί να προετοιμάσει τον γιο του για τη ζωή του ως πολεμιστής, όμως ακόμα κι έτσι, ο μικρός Atreus δεν διστάζει να κάνει ακόμα και πλάκα με τον πάντα βλοσυρό και αυστηρό πατέρα του. Το φινάλε του παιχνιδιού βρίσκει και τους δύο αλλαγμένους μέσα από μία σχέση που δοκιμάζεται, ωριμάζει και δυναμώνει. Πρόκειται για ένα υπέροχο δίδυμο που παίρνει το κόνσεπτ του Joel και της Ellie από το The Last of Us και το απογειώνει. Η βία δεν λείπει και από αυτό το God of War, μόνο που η αναπαράστασή της είναι αρκετά πιο ήπια. Σε αυτό βοηθούν και οι εχθροί που καλείται να αντιμετωπίσει ο Kratos αλλά κατά βάση, την ευθύνη φέρει το ίδιο το παιχνίδι που δεν “διψά” για αίμα. Για πρώτη φορά βλέπουμε τον Kratos σχεδόν να αναγκάζεται να δώσει τις μάχες του –χωρίς αυτό να επηρεάζει στο ελάχιστο βεβαίως την αποτελεσματικότητά του. Παίζει ωστόσο τον ρόλο του στον τόνο του God of War, το οποίο παρουσιάζεται πιο ώριμο, πιο μεστό από τους προκατόχους του. Κατά την προσφιλή συνήθεια της Sony, το God of War έρχεται πλήρως μεταγλωττισμένο στα Ελληνικά. Η δουλειά που έχει γίνει, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η καλύτερη σε τίτλο της Sony μέχρι στιγμής: οι ηθοποιοί που συμμετείχαν στη μεταγλώττιση (περί τους 22 με τον Δημήτρη Χαβρέ να δανείζει τη φωνή του στον Kratos) συνθέτουν ένα καστ που αν μη τι άλλο προσφέρει μία υψηλής ποιότητας –και φυσικά καλοδεχούμενη- εμπειρία στους Έλληνες παίκτες. Φυσικά υπάρχει και η δυνατότητα συνδυασμού Αγγλικών με ελληνικούς υπότιτλους, επιλογή που επίσης δεν πρόκειται να αφήσει παραπονεμένους όσους την προτιμήσουν. Το God of War είναι ένας τίτλος που σέβεται και τιμά τον Έλληνα καταναλωτή και αυτό είναι κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από την πρώτη οθόνη του παιχνιδιού, μέχρι τους τίτλους τέλους του. Και από gameplay; Η εμπειρία που προσφέρει το God of War δεν έχει καμία σχέση με αυτή των προηγούμενων τίτλων της σειράς –οποιουδήποτε εξ αυτών- καθώς τα πάντα έχουν αλλάξει. Υπό αυτό το πρίσμα είναι ανώφελο να μιλήσουμε για ομοιότητες και διαφορές, πολύ απλά διότι οι πρώτες σπανίζουν και οι δεύτερες διαδέχονται η μία την άλλη. Η δράση στο God of War είναι τρίτου προσώπου, ωστόσο η κάμερα βρίσκεται πλέον πίσω από τον Kratos. Η σειρά μας είχε συνηθίσει σε μακρινές λήψεις, θέλοντας έτσι να τονίσει το μέγεθος των εχθρών που είχε απέναντί του ο Kratos, κάτι που επιτυγχάνεται εξαιρετικά πλέον χάρη στα κινηματογραφικά γκρο πλαν πίσω από την πλάτη του ήρωα. Ο παίκτης είναι ελεύθερος να προσαρμόσει την κάμερα όπως θέλει, γεγονός που αφ’ ενός του δίνει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και από την άλλη χαρίζει ουκ ολίγες υπέροχες γωνίες λήψης –κάνοντας τους ήδη μεγαλόσωμους εχθρούς, ακόμα πιο επιβλητικούς. Οι αλυσίδες του Ολύμπου έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα τσεκούρι που είναι πλέον και το κύριο όπλο του Kratos. Το Leviathan βέβαια δεν είναι ένα οποιοδήποτε τσεκούρι, αφού ο ήρωας έχει τη δυνατότητα να το εκτοξεύει ενάντια στους αντιπάλους του, ρίχνοντάς τους στο έδαφος και παγώνοντάς τους, μέχρι να το καλέσει και πάλι πίσω στο χέρι του. Στο ενδιάμεσο, ο Kratos χρησιμοποιεί τα χέρια (light και heavy attacks) και την ασπίδα του, γεμίζοντας έτσι σιγά-σιγά το rage mode, ενώ επιπλέον κινήσεις ξεκλειδώνονται μέσω του skill tree και amulets που θα βρείτε παίζοντας. Στο πλάι σας θα βρίσκεται σταθερά και ο Atreus, η συμπεριφορά του οποίου είναι απλά υποδειγματική. Με τα βέλη και τα summons του θα φροντίσει ως επί το πλείστον να επιφέρει πλήγματα στους αντιπάλους σας, να τους κρατήσει μακριά, να τους απασχολήσει και να τους καθυστερήσει χωρίς να φοβάται να εμπλακεί και σε μάχες εκ του σύνεγγυς. Πέραν των εμπνευσμένων και πάντα απολαυστικών αλληλεπιδράσεών του με τον Kratos (η αρχική σκηνή τους είναι ιδιαίτερα ατμοσφαιρική και θέτει τις βάσεις για κάτι πραγματικά σπουδαίο) θα φροντίζει να σας καθοδηγεί –αλλά όχι να σας περιορίζει- σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο χειρισμός έχει προσαρμοστεί στις κινήσεις του Kratos. Για τις βασικές επιθέσεις του θα χρησιμοποιήσετε πλέον τα R1/L1/R2, με το L2 θα στοχεύσετε –για να εκτοξεύσετε το Leviathan- ενώ για να αποτελειώσετε τους καθηλωμένους αντιπάλους σας θα χρησιμοποιήσετε το R3. Οι συνδυασμοί που θα κληθείτε να κάνετε, ίσως σας μπερδέψουν ελαφρά στην αρχή, όμως καθώς περνούν οι ώρες στο God of War, θα διαπιστώσετε ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί το παιχνίδι είναι αρκετά βολικό –επιτρέπει μεγαλύτερη ακρίβεια σε σχέση με τα face buttons του χειριστηρίου. Τα τελευταία έχουν συμπληρωματικό ρόλο –χρήση αντικειμένων, αποφυγή επιθέσεων, οδηγίες στον Atreus και επιστροφή τσεκουριού. Α, και το καλύτερο όλων; Τέρμα τα QTE! Κάτι σαν RPG Όλα τα παραπάνω (κάμερα, κινήσεις Kratos, Leviathan, ρόλος Atreus) συνδυάζονται αρμονικά, προσφέροντας υπέροχες, “χορταστικές” και άκρως κινηματογραφικές μάχες. Οι εχθροί ποικίλουν και μολονότι δεν ανταποκρίνονται πλήρως στη σκανδιναβική μυθολογία, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σύνολο. Από την άλλη βέβαια, πότε τα God of War ήταν πιστά στην –εκάστοτε- μυθολογία για να είναι και τώρα… Αυτό που έχει σημασία είναι η εμπειρία που χαρίζουν και από πλευράς gameplay, το God of War είναι πραγματικό διαμάντι. Όταν δεν εκσφενδονίζετε το τσεκούρι σας εναντίον αντιπάλων, θα κληθείτε να λύσετε διάφορους χαμηλής δυσκολίας γρίφους, να εξερευνήσετε το περιβάλλον γύρω σας, να επισκεφθείτε άλλους κόσμους και να ανακαλύψετε ξεχασμένα μυστικά, κερδίζοντας το δικαίωμα να εμπλουτίσετε το ρεπερτόριο κινήσεων και τις ικανότητές σας με νέα skills καθώς επίσης και να βελτιώσετε την πανοπλία και το τσεκούρι σας. Αυτό το τελευταίο είναι ακόμα μία καινοτομία που εισάγει το God of War του 2018. Μπορείτε είτε να αγοράσετε, είτε να φτιάξετε οι ίδιοι τον εξοπλισμό σας –και μάλιστα να κάνετε το ίδιο και για αυτόν του Atreus. Ό,τι φοράτε προφανώς θα επηρεάζει και τα χαρακτηριστικά σας –ακολουθώντας την τάση της εποχής που θέλει κάθε είδους τίτλο να εμπλουτίζεται με στοιχεία που παλαιότερα θα συναντούσαμε σε RPG- γι’ αυτό επιλέξτε με σύνεση. Η ανάπτυξη του χαρακτήρα σας –αν και ίσως υπέρ του δέοντος πολύπλοκη- είναι και αυτή που θα παίξει τον καθοριστικότερο ρόλο στην εξέλιξη του παιχνιδιού: όσο περισσότερα ξεκλειδώνετε, τόσο πιο εύκολη (λέμε τώρα…) θα κάνετε τη ζωή σας, γι’ αυτό φροντίστε να αφιερώσετε τον πρέποντα χρόνο στα side quests. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν θα ζημιωθείτε. Ο ιδανικός συνδυασμός Το God of War καταφέρνει κάτι μοναδικό. Μπορεί να μοιάζει με ένα παζλ τίτλων, αφού οι κάθε λογής επιρροές του είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς (Metroidvania, Bayonetta, The Last of Us, Horizon Zero Dawn, Devil May Cry) κι όμως παρ’ όλα αυτά κατορθώνει να έχει τη δική του ταυτότητα. Είναι ένα άξιο God of War, ικανό να καλύψει τα “θέλω” κάθε φίλου της σειράς και μάλιστα χωρίς να βαδίσει στα σίγουρα χνάρια των προκατόχων του. Δεν φοβάται να εξερευνήσει καινούριες προσεγγίσεις, να προσφέρει νέου είδους συγκινήσεις κι όμως, εν τέλει η εμπειρία που χαρίζει κατορθώνει να είναι με έναν μαγικό τρόπο αντάξια του ονόματος της σειράς. Χαρακτηρίζοντας κανείς το God of War απλά ένα πανέμορφο και εξαιρετικά άρτιο παιχνίδι, μάλλον το υποτιμά. Ο τίτλος της Sony Santa Monica είναι ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, μία αριστοτεχνικά στημένη περιπέτεια και ένα από τα ομορφότερα και καλύτερα παιχνίδια της τρέχουσας γενιάς. Κάθε χρονιά στο gaming είθισται να μνημονεύεται για το καλύτερο παιχνίδι της. Το 2017 ήταν το Breath of the Wild, το 2016 ήταν το Uncharted 4, το 2015 ήταν το Witcher 3. Χάρη στη Sony και το God of War, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου έχουμε την απάντησή μας για φέτος. Τι πειράζει που δεν έχουμε βγάλει καλά-καλά τον Απρίλιο; Μας άρεσαν Εκπληκτικό στυλ μαχών (κινήσεις, κάμερα, δράση –τα πάντα) Πανέμορφος κόσμος και εξαιρετικά προσεγμένη φωτογραφία Δυνατή σχέση ανάμεσα σε Kratos και Atreus που εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου Gameplay με εντυπωσιακό βάθος και πληθώρα μηχανισμών Δεν μας άρεσαν Οι περισσότεροι εχθροί θα μπορούσαν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε παιχνίδι Τα διάφορα παζλ παραμένουν σε γενικές γραμμές απλοϊκά Ανάπτυξη: SIE Santa Monica Studio | Έκδοση: Sony | Διάθεση: Sony Hellas | Πλατφόρμες: PS4
    7 πόντοι
  23. Η OnePlus πάντοτε προσπαθούσε να προσφέρει premium εμπειρίες και συσκευές, εφάμιλλες μιας ναυαρχίδας σε όλα πλην του κόστους. Με το OnePlus 12, η εταιρεία ακολουθεί την ίδια τακτική και ενσωματώνει πολλά στοιχεία που ανήκουν σε smartphones από το «επάνω ράφι», είτε πρόκειται για την κάμερα είτε για το σύνολο των λειτουργιών. Είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τη συσκευή για ένα σύντομο διάστημα, οπότε και παραθέτουμε την εμπειρία μας μαζί της. Σχεδιασμός – Οθόνη Από το προηγούμενο μοντέλο στο νέο, οι εξωτερικές αλλαγές δεν είναι μεγάλες όμως ορισμένες είναι εμφανείς. Η βασικότερη έχει να κάνει με το υλικό της πλάτης, το οποίο αντί για γυαλιστερό πλέον είναι ανάγλυφο (στη μαύρη έκδοση) κι έτσι μένει ευκολότερα σταθερό στο χέρι, ενώ δεν μαζεύει δαχτυλιές εύκολα. Η πράσινη έκδοση είναι πιο εντυπωσιακή, όμως η γυαλιστερή πλάτη γλιστράει και οι δαχτυλιές φαίνονται. Δεν υπάρχει καλό και κακό εδώ, παρά μόνο γούστο, κι εφόσον στην πραγματικότητα το κινητό θα μπει σε θήκη από την πρώτη ημέρα λίγη σημασία έχει για εμάς. Το σημαντικό εδώ είναι η ύπαρξη Corning Gorilla Glass 5 και στις δύο περιπτώσεις, προσφέροντας ανθεκτικότητα στη συνολική κατασκευή. Με διαστάσεις 16.43x7.58x0.92cm, το OnePlus 12 είναι ελαφρώς πιο μακρόστενο από ένα συνηθισμένο smartphone τέτοιων αναλογιών, οπότε ευκολότερα μπορούμε να το «τυλίξουμε» στο ένα χέρι και να το κρατάμε με ασφάλεια. Σε αυτό βοηθάει και η ελαφριά κυρτότητα στις πλευρές της οθόνης, κάνοντας το χέρι να αγκαλιάζει τη συσκευή με φυσικό τρόπο. Στην πλάτη, τα βλέμματα θα τραβήξει αναμφίβολα το μεγάλο κομμάτι της κάμερας. Ένα μεγάλο σε έκταση, αλλά μικρό σε πάχος, στρογγυλό εξόγκωμα φιλοξενεί τους τρεις φακούς της κάμερας. Παρότι φαινομενικά είναι η ίδια διάταξη με του προηγούμενου μοντέλου, τα χρώματα δένουν καλύτερα με την πλάτη της συσκευής, κάτι που παρατηρούμε στο Flowy Emerald (πράσινο) χρώμα. Έτσι, ναι μεν το ένα τρίτο της πλάτης αφιερώνεται στην κάμερα, όμως εναρμονίζεται με το χρώμα. Κατά τα άλλα, η πλάτη φέρει μόνο το λογότυπο της OnePlus στο κέντρο και τίποτα άλλο. Στη δεξιά πλευρά θα βρούμε το κουμπί ενεργοποίησης και το κουμπί ρύθμισης έντασης, όμως το κουμπί σίγασης βρίσκεται αριστερά πλέον. Η δεξιά πλευρά έρχεται πιο κοντά στα πρότυπα των περισσότερων εταιρειών όμως για όσους το είχαν συνηθίσει, θα χρειαστεί ένα διάστημα προσαρμογής. Κατά τα άλλα, δεν αλλάζουν πολλά, με την επάνω πλευρά καθαρή από πλήκτρα και εισόδους και την κάτω να φιλοξενεί τη θύρα USB-C και την υποδοχή κάρτας SIM. Μπροστά θα βρούμε μια πανέμορφη οθόνη LTPO OLED 6.8” με δυναμικό ρυθμό ανανέωσης 1Hz-120Hz, ανάλυση QHD+ (3168x1440) και προστασία Gorilla Glass Victus 2. Η OnePlus υπόσχεται μέγιστη φωτεινότητα στα 4300nits, όμως οι πραγματικές μετρήσεις σε όλο το πάνελ δείχνουν πως κινείται περίπου στα 1200nits – η διαφορά είναι στον τρόπο μέτρησης. Σε κάθε περίπτωση, η οθόνη ανταγωνίζεται εύκολα ναυαρχίδες της εποχής προσφέροντας άνετη ανάγνωση ακόμη και υπό το φως του ήλιου, αλλά και πολύ χαμηλό όριο για να μην τυφλώνει σε σκοτεινούς χώρους. Συνολικά, η ακρίβεια των χρωμάτων, η ποιότητα εικόνας και η απόκριση ήταν άψογα, κάτι που φάνηκε πολύ σε παιχνίδια και ταινίες. Στο κάτω μέρος της οθόνης ενσωματώνεται αισθητήρας ανάγνωσης δακτυλικού αποτυπώματος, ο οποίος λειτουργεί σβέλτα ακόμη και με ελαφρώς βρεγμένο δάχτυλο χάρη σε βελτιώσεις που έκανε η εταιρεία. Καλό θα ήταν να μην εκτίθεται σε νερό το κινητό, ωστόσο, καθώς φέρει προστασία IP65 – ικανοποιητική μεν, σίγουρα όχι αντάξια ναυαρχίδας. Μέσα στο κουτί βρίσκονται διάφορα καλούδια, από τον φορτιστή 100W έως ενσωματωμένη μεμβράνη οθόνης. Αν μη τι άλλο, μας έλειψαν τέτοιες κινήσεις. Επιδόσεις – Μπαταρία Η ναυαρχίδα της OnePlus συνδυάζεται με εκείνη της Qualcomm, αξιοποιώντας τον Snapdragon 8 Gen 3. Από πλευράς μνήμης, έρχεται με 12GB ή 16GB RAM και 256GB, 512GB ή 1TB αποθηκευτικού χώρου. Ενσωματώνει επίσης Wi-Fi 7, Bluetooth 5.4 και 5G καλύπτοντας κάθε ανάγκη ασύρματης σύνδεσης και με το παραπάνω. Για τον επεξεργαστή, τα benchmarks δίνουν μια γεύση των όσων είδαμε και στην πράξη. Συγκεκριμένα, σε Geekbench 6 φέρνει σκορ 2241 (Single-Core) και 6779 (Multi-Core), ενώ σε 3D Mark Wild Life Unlimited σκόραρε 19482 με μέσο όρο τα 116fps. Φυσικά, όλα αυτά επιβεβαιώθηκαν και σε σενάρια πραγματικής χρήσης, όπου το κινητό διαχειριζόταν με ευκολία κάθε είδους multi-tasking που δοκιμάσαμε ενώ μας έκανε θετική εντύπωση η καλή διαχείριση θερμότητας σε εκτεταμένες περιόδους παιχνιδιού. Συνολικά, οι επιδόσεις του μαρτυρούν μια συσκευή που αποδίδει στο υψηλότατο επίπεδο και θα συνεχίσει εκεί για καιρό. Με μπαταρία που φτάνει τα 5400mAh, το OnePlus 12 είναι στα +400mAh συγκριτικά με τον προκάτοχό του. Αυτό φαίνεται και στην πράξη, καθώς έβγαζε άνετα μια ημέρα χρήσης με 5G ενεργοποιημένο, ενώ ρίχνοντας την κατανάλωση η αυτονομία ξεπερνούσε τη μια ημέρα. Συνολικά, τα αποτελέσματα είναι τα αναμενόμενα αν όχι λίγο καλύτερα από του ανταγωνισμού στην κατηγορία. Ένα σημείο όπου δεν υπάρχει σύγκριση με τον ανταγωνισμό είναι η φόρτιση. Με 100W ενσύρματη και 50W ασύρματη φόρτιση, οι χρόνοι είναι πραγματικά αμελητέοι – το 0%-100% γίνεται σε λιγότερο από 40 λεπτά. Με 15 λεπτά στην πρίζα, το κινητό φορτίσει περίπου έως το 50%. Και υπενθυμίζουμε, ο φορτιστής που προσφέρει τέτοιες δυνατότητες είναι μέρος του πακέτου, οπότε δεν υπάρχουν κρυμμένα κόστη δεκάδων ευρώ. Το φετινό Oxygen OS βασίζεται σε Android 14 και παραμένει μια φανταστική εμπειρία. Συνδυάζει απλότητα και πρακτικότητα, κάτι που λείπει από πολλά λειτουργικά πλέον. Είναι πολύ κοντά σε μια εμπειρία stock Android, με όλη την ταχύτητα που υπόσχεται μια τέτοια ναυαρχίδα. Η OnePlus παρέχει υποστήριξη μέσω τεσσάρων αναβαθμίσεων λειτουργικού και πενταετή υποστήριξη μέσω ενημερώσεων ασφαλείας, κάτι που λίγες εταιρείες προσφέρουν. Κάμερα Στην τριάδα καμερών κυριαρχεί η βασική των 50MP (f/1.6) με οπτική σταθεροποίηση, συνοδευόμενη από μια ultra-wide 48MP και έναν αναβαθμισμένο τηλεφακό 64MP με 3x οπτικό zoom και 120x ψηφιακό zoom. Η μπροστινή κάμερα των 32MP επίσης εντυπωσιάζει, ενσωματώνοντας ψηφιακή σταθεροποίηση. Να σημειώσουμε πως η βασική κάμερα ενσωματώνει φακό Sony LYT-808, από τους κορυφαίους της εταιρείας ενώ για ακόμη μια χρονιά, η Hasselblad συνεργάστηκε με την OnePlus στο σύστημα καμερών. Η ποιότητα εικόνας της βασικής κάμερας είναι αξιοθαύμαστη, με ζωντανά όμως όχι πολύ έντονα χρώματα, διατήρηση λεπτομέρειας και πρακτικά ανύπαρκτο θόρυβο σε καλά φωτισμένα περιβάλλοντα. Κάτι που παρατηρήσαμε είναι μια τάση προς τους θερμούς τόνους, όχι ιδιαίτερα έντονη για να ενοχλεί όμως σίγουρα υπαρκτή. Καθώς προτιμάμε πιο φυσικά αποτελέσματα στις φωτογραφίες μας, θα πούμε ότι λειτούργησε υπέρ και σίγουρα δίνει μια ξεχωριστή ταυτότητα στην OnePlus. Ειδικά όταν αξιοποιούσαμε το Master Mode (Pro Mode), μπορούσαμε να δημιουργήσουμε φοβερά αποτελέσματα με σχετικά λίγο κόπο. Το πλήθος ρυθμίσεων, από ταχύτητα κλείστρου έως vignette και πολλαπλές ρυθμίσεις εστίασης, προσφέρει όλα τα εργαλεία που χρειάζονται έμπειροι ή πειραματιζόμενοι φωτογράφοι για να φτιάξουν κάτι σύνθετο. Υπάρχουν δυνατότητες για Hi-Res και RAW, όμως οι φωτογραφίες RAW δεν αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητες της κάμερας και η ανάλυση δεν είναι στο μέγιστο δυνατό. Αυτό παραμένει σημείο όπου ο ανταγωνισμός προχώρησε, διότι κατά τα άλλα, η σουίτα της OnePlus είναι πλούσια και σε ορισμένα σημεία, καλύτερη από ορισμένων ναυαρχίδων. Τα πορτρέτα αξιοποιούν το 3x zoom για να δώσουν εκπληκτικά αποτελέσματα, με πολύ καλό bokeh και διαχωρισμό ατόμου από το παρασκήνιο. Φέρνει πιο κοντά το θέμα από το 2x άλλων συσκευών, κάνοντας ευκολότερη τη διαδικασία του καδραρίσματος. Αξιοποιώντας το zoom σε απλές φωτογραφίες, βλέπουμε άριστα αποτελέσματα έως το 3x (το όριο του οπτικού) και μικρή πτώση ποιότητας έως το 10x. Τα αποτελέσματα του 10x είναι πολύ καλής ποιότητας και για μια φωτογραφία σε συναυλία ή κάτι παρεμφερές, είναι παραπάνω από ικανοποιητικά. Από εκεί και έπειτα, μέχρι το 120x, τα αποτελέσματα γίνονται ολοένα και πιο «λασπωμένα» με τις λεπτομέρειες να χάνονται, οπότε δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Παρόλα αυτά, πάντοτε καλό να υπάρχει η επιλογή, καθώς με την σταθερότητα ενός τριπόδου και σε πιο ικανά χέρια ίσως φέρει καλά αποτελέσματα. Σε σκοτεινές σκηνές, η απόδοση ήταν εξίσου καλή στη βασική κάμερα. Η λεπτομέρεια διατηρείται σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, όπως και τα χρώματα, ενώ τα πολύ φωτεινά σημεία έχουν επίσης καλή διατήρηση των παραπάνω χωρίς να «απορροφούνται» τα πάντα στο φως. Ο θόρυβος είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα αλλά σίγουρα εμφανίζεται σε πολύπλοκες λήψεις. Γενικά μας άφησε ικανοποιημένους, όπως και η αυτόματη εναλλαγή σε Night Mode. Για την ultra-wide κάμερα, τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά. Τα χρώματα χάνουν την ζωηράδα της βασικής κάμερας και γίνονται λίγο πιο μουντά, ενώ η λεπτομέρεια διατηρείται καλά μεν όμως σε κοντινή ανάλυση εμφανίζονται ατέλειες. Παραμένει μια τίμια και αξιόπιστη λύση για περιπτώσεις φωτογράφισης τοπίων ή τέτοιων χρήσεων, όπου δύσκολα θα απογοητεύσει. Οι φωτογραφίες με την selfie κάμερα έχουν βελτιώσεις που προέρχονται κυρίως από το λογισμικό, καθώς διατηρούνται φυσικότεροι οι τόνοι και φεύγει το στρώμα μουντίλας που καλύπτει τις εικόνες όταν ο φωτισμός είναι μέτριος. Τα αποτελέσματα δεν δείχνουν υπερβολικά επεξεργασμένα, οπότε είναι φυσικά κι αντίστοιχα, η εικόνα ήταν άψογη για χρήση σε βιντεοκλήσεις. Συμπέρασμα Στη συντριπτική πλειοψηφία των δυνατοτήτων, το OnePlus σκαρφαλώνει στην κορυφή και ανταγωνίζεται άμεσα -αν όχι ξεπερνάει- άλλες συσκευές στην κατηγορία του. Από την οθόνη έως τον επεξεργαστή κι από την φόρτιση έως την κάμερα και το λειτουργικό, αποδίδει στο υψηλότερο επίπεδο. Με τιμή γύρω στα 1000€ και δυνατότητες απόσυρσης για περαιτέρω πτώση του κόστους, είναι μια πραγματικά καλή ευκαιρία για όσους αναζητούν ένα flagship σε πιο προσιτή τιμή, δίχως εμφανείς αδυναμίες.
    6 πόντοι
  24. Στα πλαίσια της έκθεσης Gamescom που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Κολωνία, στη Γερμανία, η τοπική εταιρεία σχεδίασης τροφοδοτικών, κουτιών, ανεμιστήρων και συστημάτων ψύξης για υπολογιστές be quiet! παρουσίασε τη νέα σειρά Shadow Base 800, με την οποία ευελπιστεί να φέρει την κορυφαία λειτουργικότητα, την υψηλή ποιότητα και την όμορφη εμφάνιση σε περισσότερους χρήστες. Η σειρά Shadow Base 800, όπως λέει η εταιρεία, σχεδιάστηκε για χρήστες που αναζητούν ένα κουτί υπολογιστή που έχει βελτιστοποιηθεί για να προσφέρει την υψηλότερη δυνατή ροή αέρα στο εσωτερικό του υπολογιστή και που προσφέρει παράλληλα αρκετό χώρο για εκτεταμένους συνδυασμούς εξαρτημάτων και υποσυστημάτων, όπως μητρικές κάρτες μεγέθους E-ATX, high-end κάρτες γραφικών (οι οποίες απαιτούν καλή ροή του αέρα), πολυπύρηνους επεξεργαστές υψηλής συχνότητας που ψύχονται με σύστημα υδρόψυξης που μπορεί να περιλαμβάνει ψυγείο ακόμα και 420 mm. Αν και δεν υπάρχει προϊόν της εταιρείας που να μην έχει βελτιστοποιηθεί ώστε να παράγει τα λιγότερο δυνατά επίπεδα θορύβου -άλλωστε στην εμπορική επωνυμία της περιλαμβάνεται η λέξη «quiet»- η σειρά Shadow Base 800 που έρχεται σε πέντε διαφορετικές παραλλαγές, έχει βελτιστοποιηθεί για μέγιστη ροή αέρα στο εσωτερικό και επομένως τόσο η πρόσοψη όσο και το άνω μέρος των κουτιών υπάρχουν πάνελ με ανοικτό πλέγμα (επομένως είναι διάτρητα και αεροδιαπερατά) με αφαιρούμενα φίλτρα σκόνης για μέγιστη προστασία και εύκολο καθαρισμό. Τα κουτιά της σειράς διαθέτουν επίσης διαστάσεις που επιτρέπουν, τόσο στο άνω τμήμα όσο και στην πρόσοψη, την εγκατάσταση ψυγείων υδρόψυξης με διαστάσεις έως και 420 mm, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τους απαιτητικούς και ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες. Το εμπρόσθιο πάνελ I/O (εισόδων/εξόδων) παρέχει 1x θύρα USB 3.2 Gen.2 Type-C, 2x υποδοχές USB 3.2 Type-A καθώς και εισόδους/εξόδους ήχου. Οι εκδόσεις DX και FX (εμείς έχουμε στη διάθεση μας το be quiet! Shadow Base 800 FX) διαθέτουν επίσης ένα κουμπί για τον έλεγχο του φωτισμού ARGB. Για μεγαλύτερη ευκολία, έξυπνα ενσωματωμένες «μπάρες» καλωδίων στο εσωτερικό και πίσω από τη βάση της μητρικής κάρτας βοηθούν σημαντικά στη διαχείριση των καλωδίων. Οι υποδοχές PCIe στο πίσω μέρος επίσης μπορούν να περιστραφούν κατά 90° για να υποστηρίξουν την κάθετη εγκατάσταση της κάρτας γραφικών (απαιτείται ο σχετικός riser που πωλείται ξεχωριστά). Φυσικά, όπως κάθε σύγχρονο κουτί που απευθύνεται, μεταξύ άλλων και σε streamers- διαθέτει πλαϊνό πάνελ από ανθεκτικό γυαλί (tempered glass) που επιτρέπει τη θέα στο εσωτερικό του υπολογιστή. Πέντε διαφορετικές παραλλαγές Shadow Base 800; Η σειρά Shadow Base 800 περιλαμβάνει πέντε διαφορετικές παραλλαγές του ίδιου κουτιού που καλύπτουν διαφορετικές απαιτήσεις και ανάγκες αλλά έχουν ακριβώς την ίδια, εξαιρετικής σχεδίασης βάση. Πιο συγκεκριμένα, το μοντέλο Shadow Base 800 διατίθεται σε μαύρο χρώμα και συνοδεύεται από 3x ανεμιστήρες Pure Wings 3 140mm PWM ενώ το Shadow Base 800 DX διαθέτει LED ARGB και ελεγκτή ARGB στην πρόσοψη και διατίθεται σε μαύρο και λευκό χρώμα με μαύρες λεπτομέρειες. Οι 3x ανεμιστήρες επίσης είναι τύπου Pure Wings 3 140mm PWM. Το Shadow Base 800 FX διαθέτει τον ίδιο μπροστινό φωτισμό ARGB με την έκδοση DX αλλά οι 3x ανεμιστήρες Pure Wings 3 140mm έχουν αντικατασταθεί από 4x ανεμιστήρες Light Wings 140mm PWM. Στον εξοπλισμό της συγκεκριμένης έκδοσης επίσης περιλαμβάνεται ένας ελεγκτής ARGB/ PWM (hub) που μπορεί να συνδεθεί έως και 8x συσκευές. A Παράθυρο Πλαϊνού Πάνελ I Light Wings / 140mm B Πλαϊνό Πάνελ J Κάλυμμα Ροής Αέρα για το Διαμέρισμα του Τροφοδοτικού C Εμπρόσθιο Πάνελ K Βάση Στήριξης PCIe D Εμπρόσθιο Φίλτρο Σκόνης L Βάση Στήριξης HDD E Κάτω Φίλτρο Σκόνης M Μπάρα Διαχείρισης Καλωδιώσεων F Άνω Πάνελ Πλέγματος N Πίσω βάση στήριξης SSD / HDD G Πάνελ Διαμερίσματος Τροφοδοτικού O Ελεγκτής PWM / ARGB H Πάνελ SSD Αν και όπως αναφέραμε όλες οι εκδόσεις διαθέτουν την ίδια σχεδίαση με την εκτεταμένη χρήση πλέγματος που έχει στο επίκεντρο τη μέγιστη δυνατή ροή αέρα και τις μεγάλες διαστάσεις, η σειρά Shadow Base 800 προσφέρει μία έκδοση για τον καθένα. Η έκδοση DX προσθέτει LED στο μπροστινό μέρος και η έκδοση FX αντικαθιστά τους ανεμιστήρες Pure Wings 3 με ανεμιστήρες Light Wings ARGB και έναν ελεγκτή ARGB/PWM. Η Shadow Base 800 DX White δεν είναι ολόλευκη καθώς διατηρεί ορισμένα μαύρου χρώματος χαρακτηριστικά και λεπτομέρειες για να επεκτείνει την αντίθεση που δημιουργούν οι μαύρου χρώματος ανεμιστήρες Pure Wings 3. Η Shadow Base 800 FX White που έχουμε στη διάθεση μας από την άλλη πλευρά είναι ολόλευκη για απόλυτη ομοιομορφία. Η σειρά Shadow Base έχει κατά πρώτο λόγο να κάνει με τη ροή του αέρα και την ψύξη ώστε να βοηθήσει τον χρήστη να επιτύχει την υψηλότερη δυνατή απόδοση. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο έχει εφοδιαστεί με πλέγμα στο μπροστινό και άνω τμήμα. Η θήκη προσφέρει πολύ χώρο ώστε ο αέρας να ρέει ευκολότερα διαμέσου και γύρω από τα εξαρτήματα. Όποιος το επιθυμεί μπορεί να εγκαταστήσει στον υπολογιστή έως και 8x ανεμιστήρες 120mm ή 140mm και μεγάλα ψυγεία (έως και 2x ψυγεία 420 mm ταυτόχρονα). Σε αυτή τη διαμόρφωση, οι μπροστινοί ανεμιστήρες πρέπει να τοποθετηθούν μπροστά από το πλαίσιο ανεμιστήρα και το μπροστινό ψυγείο δεν πρέπει να έχει πάχος μεγαλύτερο από 39mm. Εάν προτιμάτε να μην εγκαταστήσετε κανένα ψυγείο ή ένα μικρότερο ψυγείο στην κορυφή (C), η μέγιστη απόσταση στο μπροστινό μέρος αυξάνεται στα 66mm, επιτρέποντας διαμορφώσεις push-pull ή ακόμα πιο χοντρά ψυγεία. Από μόνος του, ο συνδυασμός ψυγείου και ανεμιστήρα στο επάνω μέρος μπορεί να έχει πάχος έως και 59mm πριν προσκρούσει στη μητρική πλακέτα. Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν την εξαιρετική υποστήριξη μητρικών πλακετών E-ATX. Η μπάρα καλωδίων μπορεί να μετακινηθεί, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και με πλήρεις πλακέτες E-ATX (305mm x 330mm). Οι μεγάλες κάρτες γραφικών 4 υποδοχών μπορούν να εγκατασταθούν τόσο οριζόντια (με τον τυπικό τρόπο) όσο και κάθετα (με ένα προαιρετικό καλώδιο riser), στρέφοντας τις υποδοχές PCIe κατά 90°. Είτε το σχέδιο είναι μια πληθώρα ανεμιστήρων για μέγιστη ροή αέρα είτε μια περίτεχνη εγκατάσταση υδρόψυξης, η σειρά Shadow Base 800 προσαρμόζεται σε κάθε απαίτηση. Shadow Base 800 FX Το Shadow Base 800 FX είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα που αποδεικνύει την προσοχή και την έμφαση που δίνει η εταιρεία be quiet! στη λεπτομέρεια και στην ποιότητα κατασκευής των προϊόντων της. Το κουτί, χωρίς να ανήκει στην κορυφαία, high-end, σειρά της εταιρείας, ξεπερνά σε ποιότητα φινιρίσματος, ποιότητα κατασκευής και χαρακτηριστικά διάφορες ναυαρχίδες άλλων εταιρειών. Το αριστερό πλαϊνό κάλυμμα είναι κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου σχεδόν από ενισχυμένο γυαλί (tempered glass) αφήνοντας εκτεθειμένο το εσωτερικό του υπολογιστή. Η πρόσοψη, είναι διάτρητη (διαθέτει ένα αρκετά ανθεκτικό πλέγμα) ενώ το ίδιο πλέγμα υπάρχει και στους δύο πυλώνες αριστερά και δεξιά. Περιμετρικά στους πυλώνες της πρόσοψης βρίσκεται ταινία LED ARGB με τον φωτισμό να μπορεί να ελεγχθεί μέσω του στρογγυλού κουμπιού στην πρόσοψη και του ελεγκτή ή μέσω του λογισμικού της πλατφόρμας φωτισμού που διαθέτετε (π.χ. ASUS Aura Sync, ASRock Polychrome Sync κ.ά.). Επίσης παρέχεται 1x θύρα USB 3.2 Gen.2 Type-C, 2x υποδοχές USB 3.2 Type-A καθώς και δύο είσοδοι ήχου 3.5mm για μικρόφωνο και ακουστικά. Στο άνω τμήμα του Shadow Base 800 FX υπάρχει ένα φίλτρο σκόνης που ευθυγραμμίζεται και «ασφαλίζει» με μαγνήτες. Το φίλτρο αφαιρείται εύκολα με μία κίνηση και καθαρίζεται εξίσου εύκολα και απλά. Στο κάτω μέρος επίσης υπάρχει ένα ακόμη φίλτρο, το οποίο αφαιρείται/ τοποθετείται συρταρωτά και είναι επίσης εύκολο στον καθαρισμό. Η εγκατάσταση του τροφοδοτικού πραγματοποιείται πολύ εύκολα (επίσης υπάρχει ξεχωριστό «διαμέρισμα» για το τροφοδοτικό και τους σκληρούς δίσκους για καλύτερη διαχείριση της ροής αέρα στο εσωτερικό, ευκολότερη διαχείριση των καλωδιώσεων και τον περιορισμό του θορύβου). Όπως επίσης αναφέρουμε και πιο πάνω στο κείμενο, η μεταλλική βάση με τις υποδοχές PCIe μπορεί να περιστραφεί κατά 90° για να υποστηρίξει την κάθετη εγκατάσταση της κάρτας γραφικών (στη συγκεκριμένη περίπτωση θα χρειαστεί να προμηθευτείτε ξεχωριστά τον σχετικό riser). Το δεξί πλαϊνό κάλυμμα διαθέτει ηχομονωτική επένδυση από την εσωτερική πλευρά -όχι ιδιαίτερα παχιά όσο αυτή που χρησιμοποιείται στα ακριβότερα high-end κουτιά της εταιρείας. Το εσωτερικό, είναι αρκετά ευρύχωρο και ικανό να δεχτεί mainboards έως και τύπου E-ATX καθώς και δύο ψυγεία υδρόψυξης έως 420 mm, χαρακτηριστικό που σπάνια συναντάς σε κουτιά ανεξαρτήτου κλάσης. Όπως μπορείτε να δείτε και στην παρακάτω φωτογραφία, το Shadow Base 800 FX διαθέτει 4x ανεμιστήρες Light Wings 140mm PWM. Προσέξτε επίσης την κάθετη μπάρα για τη διαχείριση και απόκρυψη των καλωδίων. Στο κάτω τμήμα, υπάρχει ένα ξεχωριστό διαμέρισμα για το τροφοδοτικό και τους σκληρούς δίσκους 3.5” (παρέχεται σχετική βάση για έναν από αυτούς). Το κάλυμμα στη δεξιά πλευρά με τις γρίλιες εξαερισμού μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα. Σε ένα χάρτινο κουτί υπάρχουν διάφορες βίδες, αποστάτες και αντικραδασμικά, λαστιχένια στηρίγματα για την εγκατάσταση του σκληρού δίσκου και φυσικά η σχετική βάση. Από την δεξιά πλευρά και αφού αφαιρέσετε το μεταλλικό κάλυμμα έχετε πρόσβαση στον ελεγκτή PWM/ARGB που διαθέτει λευκού χρώματος PCB επιβεβαιώνοντας την προσοχή που δίνει η εταιρεία στην λεπτομέρεια. Η μπάρα αριστερά αφαιρείται εύκολα χάρη σε μία χειρόβιδα και μπορεί να φιλοξενήσει έως και 2x μονάδες SSD 2,5”. Ο ελεγκτής PWM/ARGB είναι ήδη συνδεδεμένος με το εμπρόσθιο πάνελ I/O, με τις λωρίδες φωτισμού στην πρόσοψη και με τους 4x ανεμιστήρες Light Wings 140mm PWM. Διαθέτει πάντως αρκετές θέσεις ακόμα για πρόσθετο εξοπλισμό. Συμπερασματικά Η νέα σειρά Shadow Base 800 αποτελείται από πέντε μοντέλα, τα Shadow Base 800 Black, Shadow Base 800 DX Black, Shadow Base 800 DX White, Shadow Base 800 FX Black και Shadow Base 800 FX White με τις ενδεικτικές τιμές να ξεκινούν από τα €149,90 και να φτάνουν τα €209,90. Με τιμή που ξεπερνά τα €200, το Shadow Base 800 FX White είναι αναμφισβήτητα ακριβό όμως παράλληλα διαθέτει πολύ καλή ποιότητα κατασκευής και φινίρισμα, 4x ανεμιστήρες επίσης πολύ καλής ποιότητας, ενσωματωμένο φωτισμό ARGB, ελεγκτή PWM/ARGB και άλλες δυνατότητες (π.χ. δυνατότητα εγκατάστασης όχι ενός αλλά δύο ψυγείων υδρόψυξης έως και 420 mm) και ευκολίες που το φέρνουν στις κορυφαίες θέσεις της κατηγορίας του. Αν αναζητάτε ένα κουτί σε αυτά τα χρήματα, αξίζει και με το παραπάνω να το λάβετε υπόψη σας.
    6 πόντοι
  25. Η αγορά των φορητών PC σε μορφή κονσόλας έχει πάρει τα πάνω της και η ASUS, πάντοτε δοκιμάζοντας νέα και διαφορετικά πράγματα, κυκλοφόρησε το ASUS ROG Ally. Πρόκειται για ένα πανίσχυρο PC με Windows 11, το οποίο μπαίνει στην (μεγάλη) τσέπη και ακολουθεί τον χρήστη οπουδήποτε. Λόγω των Windows 11, η συμβατότητά του είναι άψογη κι έτσι, πρακτικά μπορεί να παίξει οτιδήποτε, από οποιαδήποτε εποχή. Πλέον, η νέα κονσόλα διατίθεται προς πώληση και στη χώρα μας, οπότε εξασφαλίσαμε μια κονσόλα για δοκιμές. Σχεδιασμός – Οθόνη Ξεκινάμε με τον σχεδιασμό, ο οποίος έρχεται με… υπογραφή ROG. Η κονσόλα είναι κατάλευκη με ορισμένες πινελιές χρώματος σε λίγα σημεία. Αρχικά, τα πλήκτρα ABXY στη δεξιά πλευρά, έχουν μπλε, γκρι, πράσινο και κόκκινο χρώμα αντίστοιχα, χωρίς να είναι ιδιαίτερα έντονο. Αριστερά και δεξιά, στις κάτω γωνίες, υπάρχει ένα μικρό λογότυπο ROG επάνω σε ασημί, ιριδίζων αυτοκόλλητο. Μια παρόμοια, διαγώνια λωρίδα υπάρχει στην πίσω πλευρά, λεπτή και ασημένια με ιριδίζων εφέ. Πέραν αυτού, υπάρχει χρώμα RG σε ένα φωτεινό δαχτυλίδι γύρω από τους δύο μοχλούς, το οποίο με τη σειρά του, έχει διάφορα εφέ και δυνατότητες εξατομίκευσης. Πέραν αυτών, οι δύο μοχλοί είναι μαύροι και αντίστοιχα, το D-pad επίσης μαύρο, όπως και τα τέσσερα επάνω πλήκτρα και τα δύο που βρίσκονται στην πλάτη. Τα ηχεία της συσκευής βρίσκονται μπροστά, στα αριστερά και δεξιά της οθόνης. Πίσω βρίσκονται οι είσοδοι αέρα, ο ένας στο σχήμα του λογοτύπου ROG, ενώ επάνω βρίσκονται οι δύο έξοδοι αέρα. Επάνω έχει μια θύρα ακουστικών, μια υποδοχή κάρτας microSD, βύσμα εισόδου εξωτερικής κάρτας γραφικών και ακριβώς δίπλα μια θύρα USB-C 3.2 Gen 2 για φόρτιση ή σύνδεση σε άλλες συσκευές (π.χ. οθόνες). Πιο δεξιά, τα δύο πλήκτρα έντασης και δίπλα τους, δύο LED (κατάσταση φόρτισης και λειτουργία). Τέλος, λίγο πιο δεξιά ακόμη, βρίσκεται το πλήκτρο ενεργοποίησης, στο οποίο μάλιστα ενσωματώνεται αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος, οπότε συνδυάζεται γρήγορη σύνδεση και ασφάλεια χωρίς καθυστερήσεις για τον χρήστη. Μη ξεχάσουμε να αναφέρουμε και τη θύρα σύνδεσης εξωτερικής GPU και συγκεκριμένα της XG Mobile, της ίδιας που υποστηρίζει το ROG Flow laptop της ASUS, η οποία απογειώνει τις επιδόσεις με την παρουσία μιας RTX 4090 GPU στο εσωτερικό της. Υπήρχε λόγος να υποστηρίξει κάτι τέτοιο η ASUS στο ROG Ally ; Πιστεύουμε όχι αφού αφορά εξαιρετικά λίγους χρήστες (το επιπλέον κόστος ξεπερνά τα 2000 ευρώ) αλλά σε κάθε περίπτωση η εταιρεία πιστεύει ότι υπάρχει ενδιαφέρον. Στις δύο άκρες της επάνω πλευράς, βρίσκονται δύο δυάδες πλήκτρων RB/LB και RT/LT. Τα δύο B είναι μακρόστενα και κάνουν ωραίο «κλικ» σε κάθε πάτημα, ενώ οι δύο σκανδάλες είναι πλατιές και άνετες στο δάχτυλο, όμως χωρίς να έχουν μεγάλο βάθος στο πάτημα. Είναι άψογες για τα περισσότερα παιχνίδια δράσης κλπ, όμως όσοι θέλουν τον απόλυτο έλεγχο στο γκάζι σε ένα παιχνίδι racing, ίσως χρειαστεί να κάνουν κάποιες ρυθμίσεις στην ευαισθησία των πλήκτρων. Σε γενικές γραμμές, θυμίζουν τις σκανδάλες ενός DualSense, οπότε κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους σε όλα τα παιχνίδια για τον μέσο χρήστη. Οι διαστάσεις της συσκευής φτάνουν τα 28x11.1x2.12cm με βάρος περίπου στα 600 γραμμάρια. Για να γίνεται ευκολότερο το κράτημα, στις δύο πίσω άκρες υπάρχουν εξογκώματα, τα οποία αγκαλιάζει το χέρι. Δεν είναι πολύ μεγάλα, όμως είναι εργονομικά και πράγματι βοηθούν. Χωρίς να αυξάνεται το πάχος της συσκευής, το κράτημα είναι πολύ άνετο ακόμη και για πολύωρο παιχνίδι. Κεντραρισμένη μπροστά βρίσκεται, φυσικά, μια μεγάλη οθόνη 7” με πάνελ τύπου LED, λόγο διάστασης 16:9, ανάλυση 1080p, μέγιστο ρυθμό ανανέωσης 120Hz και μέγιστη φωτεινότητα στα 500nits. Είναι μια εκπληκτική οθόνη, από χρώματα μέχρι φωτεινότητα και ρυθμό ανανέωσης, κάνοντας κάθε παιχνίδι να δείχνει όμορφο. Επιπλέον, η υψηλή ανάλυση είναι καλοδεχούμενη και ο λόγος διάστασης 16:9 σημαίνει άνετη προσαρμογή πολλών παιχνιδιών στις διαστάσεις της οθόνης, όπως και παρακολούθηση π.χ. ταινιών χωρίς μαύρες μπάρες. Στο πνεύμα της πολυτελούς κατασκευής που επιδεικνύει η κονσόλα, η οθόνη προστατεύεται από γυαλί, κάτι που δεν βοηθάει με τις αντανακλάσεις, όμως σε καλά φωτισμένο χώρο δείχνει άψογη. Επιπλέον, με τόσο υψηλή φωτεινότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα σε εξωτερικό χώρο όπως και διαπιστώσαμε, αρκεί να βρεθεί η κατάλληλη γωνία για να καταπολεμηθούν οι αντανακλάσεις. Αριστερά και δεξιά της οθόνης, βρίσκονται τέσσερα πλήκτρα μοιρασμένα σε δυάδες: “Select” και πλήκτρο συντομεύσεων (θα αναλυθεί παρακάτω) και δεξιά “Start” και ASUS Armoury Crate (επίσης θα αναλυθεί παρακάτω). Είναι μικρά όμως πατιούνται εύκολα και ακριβώς από πάνω τους βρίσκονται δύο μικρόφωνα, ένα σε κάθε πλευρά. Επιπλέον, αριστερά και δεξιά της οθόνης βρίσκονται από ένας αναλογικός μοχλός, μεσαίου σχετικά ύψους και μεγέθους. Στην εσοχή, ένας σχετικά λεπτός αντίχειρας χωράει οριακά, οπότε άνθρωποι με μεγαλύτερα δάχτυλα θα ελέγχουν τον μοχλό με την άκρη του δαχτύλου μόνο. Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή στο πώς τοποθετείται το δάχτυλο - ο δεξιός μοχλός είναι κοντά στην οθόνη κι έτσι εύκολα μπορεί να την ακουμπήσει και εκείνη να το θεωρήσει ως κλικ. Οι δύο μοχλοί δεν είναι τοποθετημένοι στο ίδιο ύψος, αλλά σε διαγώνια μεταξύ τους διάταξη. Τέλος, στην αριστερή πλευρά, ανάμεσα στον μοχλό και στην οθόνη (και λίγο πιο κάτω σε σχέση με τον μοχλό) βρίσκεται το D-pad, πάλι κάπως μικρό αλλά χωρίς να δημιουργεί πρόβλημα στη χρήση, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση. Συνοπτικά, ο σχεδιασμός είναι καθαρός και το λευκό όμορφο -αν και απαιτεί φροντίδα για να μην λερώνεται- ενώ τα χρώματα και λογότυπα σε καμία περίπτωση δεν είναι υπερβολικά, όπως σε ορισμένα gaming laptops της εταιρείας. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Το ASUS ROG Ally έρχεται σε δύο εκδόσεις: με επεξεργαστή AMD Ryzen Z1 (6 cores, 12 threads 30W max TDP, 2.8 TFlops, 4GB VRAM και 4 compute units) και AMD Ryzen Z1 Extreme (8 cores, 16 threads 30W max TDP, 8.6 TFlops, 4GB VRAM και 12 compute units). Κατά τα άλλα, οι δύο εκδόσεις μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά: ίδια οθόνη, 16GB LPDDR5 RAM, 512GB PCIe 4.0 SSD και μπαταρία 40 WHrs. Ένα σημαντικό ατού της κονσόλας, είναι πως περιλαμβάνονται Windows 11, τα οποία θα δούμε παρακάτω πώς διαμορφώνουν την εμπειρία χρήστη. Η ASUS μας προμήθευσε με την κορυφαία έκδοση που ενσωματώνει το Z1 Extreme chipset, με τη δεύτερη έκδοση να είναι σημαντικά πιο περιορισμένη σε επίπεδο επιδόσεων, και με την κυκλοφορία της να υπολογίζεται το Φθινόπωρο. Αρχικά, τα παιχνίδια. Η κονσόλα μπορεί να υποστηρίξει, πρακτικά, οτιδήποτε υποστηρίζει ένα PC. Οπότε, κατεβάσαμε παιχνίδια από Xbox, Steam, Epic, Battle.net και GOG για να δοκιμάσουμε. Ανάμεσα σε αυτά ήταν τα Cyberpunk 2077, Forza Horizon 5, Halo Infinite, Death Stranding, Red Dead Redemption 2, Silent Hill 4: The Room και The Witcher III: Wild Hunt. Δεν είναι πολύ εκτενής η λίστα, διότι ο SSD των 512GB γέμιζε και έπρεπε διαρκώς να σβήνουμε παιχνίδια για να κατεβάσουμε νέα (π.χ. το FH5 ξεπερνάει τα 100GB). Πάμε να τα δούμε με τη σειρά. Στο Cyberpunk 2077, δοκιμάσαμε ένα μίγμα Medium και High για να έχουμε ~50fps σε Performance Mode με ανάλυση 720p, ενώ γυρίζοντας σε Turbo Mode είχαμε σχεδόν σταθερά 60fps. Έχοντας περισσότερα Medium από ότι High, είδαμε βελτιώσεις και στις δύο περιπτώσεις. Το Silent Mode χρειαζόταν να είναι όλα στα Low για να διατηρεί ένα σταθερό ρυθμό καρέ, που κλειδώσαμε στα 30fps γιατί οτιδήποτε περισσότερο ήταν ασταθές. Στο The Witcher III: Wild Hunt, ρυθμίσαμε τα γραφικά σε Medium και είχαμε σχεδόν σταθερά 60fps (διακυμάνσεις από 55-60fps) σε Performance Mode και κλειδωμένα 60fps σε Turbo Mode. Ανεβάζοντας τις ρυθμίσεις σε High, είχαμε 45-60fps σε Turbo Mode, με το χαμηλότερο όριο να εμφανίζεται μέσα στα χωριά κι όχι τόσο στον ανοιχτό κόσμο. Οι ρυθμίσεις Medium σε Turbo Mode ήταν κλειδωμένες στα 60fps, πάντοτε σε 720p για όλα τα παραπάνω. Επόμενο είναι το Halo Infinite, το multiplayer συγκεκριμένα, όπου δεν καταφέραμε να έχουμε κάτι περισσότερο από 45fps σε Low και Turbo Mode. Δεν είναι αμιγώς πρόβλημα της κονσόλας αυτό, βέβαια, γιατί η αλήθεια είναι πως το Halo Infinite δεν έχει βελτιστοποιηθεί όσο θα έπρεπε. Ωστόσο, μπορεί να βοηθηθεί η κατάσταση, καταργώντας το High Res Texture Pack που κατεβαίνει μαζί με το παιχνίδι. Με τις ίδιες ρυθμίσεις και χωρίς το πακέτο, το παιχνίδι έπαιζε άνετα στα 60fps σε Performance Mode – δεν χρειαζόταν καν το Turbo. Επιπλέον, κερδίζονται περίπου 12GB αποθηκευτικού χώρου. Επομένως, πρώτη κίνηση για Halo Infinite, «ξήλωμα» του Texture Pack. Μετά, Death Stranding, ένα παιχνίδι που δείχνει πολύ όμορφο και χρειάζεται καλά γραφικά. Ευτυχώς, σε Performance Mode με τις ανώτατες ρυθμίσεις γραφικών (πάντα σε 720p) κινούταν μεταξύ 55-60fps. Γυρίζοντας σε Turbo Mode, κρατούσε άνετα τα 60fps σταθερά. Κάτι που δεν εμφανίζεται συχνά σε τέτοιες αναλύσεις, είναι το Silent Hill 4: The Room. Το συγκεκριμένο εγκαταστάθηκε περισσότερο για να επιβεβαιώσουμε πως τρέχει άψογα σε Windows/ROG Ally, κάτι που δεν πετύχαμε σε Linux/Steam Deck. Φυσικά, τα αποτελέσματα αναμενόμενα: εγκαταστάθηκε σε λίγα λεπτά και έπαιζε αψεγάδιαστα σε 720p, χωρίς «ταρζανιές» στην εγκατάσταση. Σειρά έχει το Red Dead Redemption 2, για το οποίο μάλιστα, η ASUS έχει δημοσιεύσει ολόκληρο οδηγό ρυθμίσεων για το καλύτερο αποτέλεσμα. Η εταιρεία προτείνει 1080p με FSR και ένα μίγμα Medium/Low και Ultra (σε λίγες περιπτώσεις, π.χ. Textures) με αποτέλεσμα 45-55fps. Προτιμήσαμε μια μέση λύση, 720p με Low/Medium και High textures που μας έδωσε 50fps σε Turbo Mode και 40fps σε Performance, με ρυθμισμένο FSR σε Performance. Μπορεί τα 60fps να μην είναι σταθερά, όμως ένας «κόφτης» στα 45fps ή στα 30fps είναι απολύτως ρεαλιστική επιλογή. Μάλιστα, στα 30fps είναι εφικτή ακόμη και η επιλογή παιχνιδιού σε 1080p με ανώτερα γραφικά σε διάφορα σημεία. Τέλος, το Forza Horizon 5. Σε 720p/Low, τα 60fps ήταν κλειδωμένα. Ανεβάζοντας σε Medium, είχαμε λίγες πτώσεις στα 50-52fps, ενώ σε High ακόμη μεγαλύτερες, πάντοτε σε Performance Mode. Ανεβάζοντας την δύναμη σε Turbo Mode, τα High ήταν σχεδόν κλειδωμένα στα 60fps. Δοκιμάζοντας να παίξουμε σε 1080p, η πτώση ήταν τόσο μεγάλη που δεν είχε κανένα νόημα – πρόκειται για παιχνίδι που επωφελείται των 60fps και δεν υπάρχει λόγος να πέσει στα μισά. Κατά γενικό κανόνα, παρατηρούμε το εξής: το Performance Mode είναι μια άψογη λύση για 45fps, το Turbo για 60fps και το Silent για 30fps, μιλώντας για νεότερα παιχνίδια. Τα 720p είναι μονόδρομος για καλές επιδόσεις, όμως κάποιος που αρκείται στα 30fps μπορεί κάλλιστα να ανέβει στα 1080p σε πολλούς τίτλους. Ακόμη, τα 120Hz της οθόνης είναι καλοδεχούμενα και σε παιχνίδια όπως το Warzone (σε 720p/Minimum) ή σε παλαιότερους/λιγότερο απαιτητικούς τίτλους (Ori and the Will of the Wisps, Hollow Knight) αλλά σίγουρα δεν θα τα πιάσει ένας τίτλος όπως π.χ. το Cyberpunk 2077. Σχετικά με τον χειρισμό, προσφέρονται δυνατότητες χρήσης των πλήκτρων σαν παραδοσιακό χειριστήριο αλλά και ως ποντίκι/πληκτρολόγιο, με τον δεξιό μοχλό να λειτουργεί ως κέρσορας. Για παιχνίδια όπως το Broken Sword 5 που δοκιμάσαμε, είναι μια καλή λύση, διευρύνοντας την συμβατότητα της συσκευής, όμως σίγουρα όσα είναι προσαρμοσμένα σε χειριστήριο προσφέρουν την καλύτερη εμπειρία. Τα δύο πλήκτρα στην πλάτη είναι μια καλή προσθήκη, αφού προφανώς, προσφέρουν άλλες δύο ενέργειες χωρίς δυσκολία χειρισμού – μπορούν να γίνουν π.χ. το άλμα σε ένα FPS ώστε το δάχτυλο να μην φεύγει από τον δεξιό μοχλό. Ένα ακόμη καλό είναι η θερμοκρασία και ο θόρυβος. Για την ακρίβεια, ακόμη κι όταν παίζαμε Forza Horizon 5 σε Turbo Mode και με το καλώδιο φόρτισης συνδεδεμένο, ο θόρυβος του ανεμιστήρα ήταν ανεπαίσθητος και η θερμοκρασία δεν σκαρφάλωσε σε ανησυχητικά επίπεδα. Ήταν λίγο θερμό εκεί που ακουμπούν τα δάχτυλα στην πλάτη, όμως κατά τα άλλα, δεν γινόταν αισθητή η θερμοκρασία. Μετά, πάμε στα του λογισμικού. Όπως σημειώσαμε πριν, υπάρχει αριστερά ένα κουμπί συντομεύσεων που επιτρέπει την εμφάνιση performance monitor, την λήψη screenshot/video, την εναλλαγή μεταξύ Silent/Performance/Turbo Mode και άλλων ρυθμίσεων. Μπορεί ακόμη να μπει καρφωτό όριο fps (30, 45, 60, off) Είναι εύχρηστο και βολικό, ακόμη και μέσα στο παιχνίδι, ενώ μπορεί να προσαρμοστεί βάζοντας και βγάζοντας πλακίδια κατά το δοκούν. Από την άλλη μεριά, το κουμπί ASUS Armoury Crate που είναι η «βάση» της συσκευής. Όσα παιχνίδια έχουν εγκατασταθεί μέσα από τους γνωστούς launchers (Steam, Xbox, Epic κλπ) εμφανίζονται εκεί, οπότε η βιβλιοθήκη τίτλων δεν είναι κατακερματισμένη σε καμία περίπτωση. Επιπλέον, μέσα από το Armoury Crate γίνονται ενημερώσεις για την κονσόλα και το λογισμικό της, όπως και ρυθμίζονται διάφορα σημεία, όπως ο φωτισμός γύρω από τους μοχλούς. Είναι εξίσου εύχρηστο με το μενού συντομεύσεων και βολεύει που συγκεντρώνονται πολλά (παιχνίδια, ρυθμίσεις, updates κλπ) σε ένα σημείο. Μια μικρή σημείωση: αν προμηθευτείτε το ASUS ROG Ally, βεβαιωθείτε πως έχετε ολοκληρώσει όποια διαθέσιμη ενημέρωση υπάρχει στο Armoury Crate. Η ASUS το προτείνει και πράγματι, η απόδοση της κονσόλας αυξήθηκε σημαντικά μετά τα updates. Τώρα, το κομμάτι Windows. Αρχικά, η συμβατότητα και ευκολία που αυτή προσφέρει είναι ασύγκριτη, αφού οτιδήποτε κι αν εγκατασταθεί θα μπορεί να παίξει αν το hardware το επιτρέπει. Μπορεί να μοιάζει κάτι μικρό, όμως αν μείνουμε στο παράδειγμα του Silent Hill παραπάνω, τότε σίγουρα δεν είναι λίγο. Πέραν αυτού, η χρήση Windows έχει όλα τα θετικά και αρνητικά που θα περίμενε κανείς. Δηλαδή, είναι ένας υπολογιστής τσέπης που σημαίνει ότι, με ένα πληκτρολόγιο και ποντίκι, μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει σαν laptop και να γράψει κείμενα ή να κάνει video editing. Μπορεί να εγκαταστήσει προγράμματα κάθε είδους, από VPN μέχρι οτιδήποτε χωράει ο νους, χωρίς δυσκολία. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που το ROG Ally έρχεται με προεγκατεστημένο το Microsoft Office οπότε φανταστείτε τι όμορφα που μπορεί να μεταμορφωθεί σε επιτραπέζιο υπολογιστή μόλις το συνδέσετε με μια οθόνη ή ακόμα και τηλεόραση, μέσω ενός HDMI καλωδίου. Επιπλέον, κάθε συσκευή συνοδεύεται από τρίμηνη συνδρομή Xbox Game Pass Ultimate. Ωστόσο, δεν είναι όλα ρόδινα. Ναι μεν η ASUS φρόντισε να βοηθήσει την κατάσταση με τον χειρισμό, αλλά κάποια προβλήματα παραμένουν. Με ορισμένες συντομεύσεις, μπορεί κανείς να μπει στον Task Manager με δύο πλήκτρα, κάτι πολύ χρήσιμο και καλοδεχούμενο. Όμως η γενικότερη πλοήγηση δεν είναι πάντα τόσο εύκολη, αφού ο χρήστης είτε θα περιηγείται αγγίζοντας την οθόνη είτε θα χρησιμοποιεί τον δεξιό μοχλό ως κέρσορα σε συνδυασμό με πλήκτρα. Κάποια στοιχεία του γραφικού περιβάλλοντος δεν είναι πολύ μεγάλα, οπότε η αφή είναι δύσχρηστη κι από την άλλη, ο μοχλός δεν έχει την ακρίβεια ποντικιού. Μετά, το ψηφιακό πληκτρολόγιο είναι πολύ βολικό γιατί αναιρεί την ανάγκη για επιπλέον εξοπλισμό, αλλά είναι τόσο μεγάλο στην οθόνη 7” που ορισμένες φορές κρύβει τα πεδία εισαγωγής κειμένου. Δεν πρόκειται για προβλήματα που θα χαλάσουν ολοκληρωτικά την εμπειρία κανενός -θα ήταν υπερβολή να το πούμε- όμως η επίγευση που αφήνουν τα Windows είναι αυτή του ανέτοιμου. Ξεκάθαρα, θέλουν δουλειά για να λειτουργούν απροβλημάτιστα σε μικρότερες οθόνες αφής. Κάτι στο οποίο μας καλόμαθε το Steam Deck, όμως απουσιάζει εδώ, είναι τα δύο trackpads. Οι επιφάνειες αφής που βρίσκονται κάτω από τους μοχλούς του Steam Deck βοηθούν τόσο σε FPS όσο και σε adventure games, όπως φυσικά και στην περιήγηση στα μενού, η οποία θα ήταν απείρως ευκολότερη αν τα είχε το ASUS ROG Ally. Και για το τέλος, η μπαταρία. Η ASUS υπόσχεται έως και εννέα ώρες χρήσης σε μικτά σενάρια, όπως παρακολούθηση βίντεο και ελαφρύ gaming. Εμείς αφιερωθήκαμε αποκλειστικά σε παιχνίδια και τα αποτελέσματα απείχαν αρκετά από αυτό το νούμερο. Συγκεκριμένα, παίζοντας παιχνίδια όπως το Cyberpunk 2077 ή το Forza Horizon 5, η μπαταρία άντεχε μετά βίας μία ώρα. Σε λιγότερο απαιτητικά παιχνίδια, όπως το Silent Hill 4: The Room που επέτρεπε τη χρήση Silent Mode, η αυτονομία αυξήθηκε αρκετά (2.5 με 3 ώρες) όμως πάλι δεν είναι εντυπωσιακή. Δεδομένων των δυνατοτήτων της κονσόλας, είναι «αμαρτία» που η μπαταρία δεν μπορεί να ακολουθήσει, αν και κάπως αναμενόμενο. Επιπλέον, η απλή περιήγηση σε περιβάλλον Windows καταναλώνει αρκετά περισσότερα από όσα θα μπορούσε. Για παράδειγμα, στο Steam Deck μπορεί να μπει όριο στα 3W, ενώ εδώ το χαμηλότερο είναι τα 9W, καταναλώνοντας άσκοπα μπαταρία. Με το Performance Monitor που εμφανίζεται μέσω μιας απλής συντόμευσης, μπορούμε εύκολα να βλέπουμε πόση ενέργεια καταναλώνει ένα παιχνίδι και να το περιορίσουμε αναλόγως. Για παράδειγμα, το Silent Hill 4 δεν χρειάζεται να ανέβει σε κάτι ανώτερο του Silent Mode στα 9W, ενώ το Death Stranding τα καταφέρνει περίφημα και στο Performance Mode, χωρίς ανάγκη για Turbo. Τέτοιες κινήσεις είναι απαραίτητες για να γίνεται καλύτερη διαχείριση της μπαταρίας - το Death Stranding κερδίζει περίπου ένα μισάωρο με αυτή την απλή αλλαγή. Η ταχύτητα φόρτισης, τουλάχιστον, είναι άριστη. Με φορτιστή USB-C 65W, μπορεί να φορτίσει από το 0% στο 100% μέσα σε περίπου τρία τέταρτα αν δεν χρησιμοποιείται παράλληλα, ενώ παίζοντας Forza Horizon 5 στα 30W, η φόρτιση χρειάστηκε περίπου μιάμιση ώρα για να ολοκληρωθεί. Για το κλείσιμο, η τιμή. Το ASUS ROG Ally έρχεται στην χώρα μας με προτεινόμενη λιανική τιμή στα 799€ για την έκδοση με Z1 Extreme. Η έκδοση με τον απλό Z1 δεν έχει κυκλοφορήσει πουθενά, όμως η διαφορά τιμής αναμένεται να είναι στα 100€, δηλαδή 699€. Δεδομένης της μεγάλης διαφοράς επιδόσεων που αποτυπώνεται στα benchmarks (δεν έχουμε το μοντέλο με Z1 για να ξέρουμε από πρώτο χέρι) μεταξύ των δύο επεξεργαστών, είναι σίγουρα προτιμότερη η αγορά του μοντέλου με Z1 Extreme. Σε ορισμένα παιχνίδια, όπως το Red Dead Redemption 2, φαίνεται διαφορά ακόμη και 30fps (από 70fps του Z1 Extreme στα 40fps του Z1), οπότε αν ο προϋπολογισμός βγαίνει, ο Z1 Extreme είναι μονόδρομος. Συμπέρασμα Το ASUS ROG Ally έχει πολλά θετικά. Από την άψογη οθόνη μέχρι τον σχεδιασμό, τις ευκολίες του ASUS Armoury Crate και φυσικά, τις επιδόσεις, είναι μια πολύ καλή λύση για όποιον θέλει να παίζει παιχνίδια οπουδήποτε χωρίς να κουβαλάει ολόκληρο gaming laptop. Η άνεση των Windows έρχεται με ένα (σχετικά μικρό) τίμημα, βέβαια, κι αυτό είναι η πλοήγηση. Δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη, όσο κι αν βοηθάει την κατάσταση η ASUS. Ένα μεγαλύτερο παράπονο είναι η αυτονομία, η οποία δεν εντυπωσιάζει, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σημεία της κονσόλας. Για πρώτη προσπάθεια, η ASUS τα κατάφερε πολύ καλά και δεν πρόκειται ούτε για μισοτελειωμένη, ούτε για πειραματική κονσόλα – έχει πολλά θετικά και σίγουρα θα βρει το κοινό της.
    6 πόντοι
  26. Άλλη μια χρονιά, άλλη μια σειρά iPhone στα ράφια των καταστημάτων. Το iPhone 14 Pro έρχεται με αλλαγές σε διάφορα σημεία, στην τιμή, εσωτερικά και εξωτερικά, με κυριότερο ίσως το νέο notch της μπροστινής κάμερας και το «δέσιμό» του με το software και συγκεκριμένα με τη λειτουργία Dynamic Island. Παραδοσιακά, η σειρά Pro αποτελεί ίσως την πιο τίμια επιλογή σε σχέση ποιότητας-τιμής, και δη φέτος όπου οι επεξεργαστές διαφέρουν ανάμεσα στα iPhone 14, 14 Plus και Pro με Pro Max. Παράλληλα, το μέγεθός του κρατάει μια καλή ισορροπία για πολλούς. Το iPhone 14 Pro έφτασε στα χέρια μας για τις ανάγκες του κειμένου, το δοκιμάσαμε, βάλαμε πλώρη για… Dynamic Island και μεταφέρουμε τις σκέψεις μας παρακάτω. Σχεδιασμός – Οθόνη Χωρίς να αλλάζουν πολλά από το iPhone 13 Pro ή ακόμη και το 12 Pro, το νέο iPhone 14 Pro διαθέτει ίσιο πλαίσιο κατασκευασμένο από ανοξείδωτο ατσάλι έχοντας τις γνώριμες καμπύλες στις γωνίες της συσκευής. Οι διαστάσεις του φτάνουν τα 71.5x147.5x7.85mm με βάρος 206 γραμμάρια, λίγο-πολύ όσα ήδη είχαμε δει στο περυσινό μοντέλο. Παρά την ελάχιστη διαφορά σε χιλιοστά, οι θήκες των περυσινών μοντέλων δεν ταιριάζουν στα φετινά οπότε υπολογίστε την αγορά μιας νέας θήκης αν προέρχεστε από παλιότερο μοντέλο. Η πλάτη είναι γυάλινη και διαθέτει ματ επίστρωση, ώστε να μη γυαλίζει υπερβολικά αλλά στο φως να δείχνει όμορφη, στα σημεία που φωτίζονται περισσότερο. Όπως πάντα, η πλάτη παραμένει καθαρή από λογότυπα πέραν του γυαλιστερού μήλου της Apple στο κέντρο. Η συσκευή διαθέτει επίσης πιστοποίηση IP68, καθιστώντας τη ανθεκτική ενάντια σε νερό και σκόνη. Επάνω αριστερά θα βρούμε το εξόγκωμα όπου φιλοξενούνται οι κάμερες, με τρεις φακούς, διατηρώντας την ίδια διάταξη με δύο κάθετους φακούς κι έναν δεξιά να συμπληρώνει ένα νοητό τρίγωνο. Επίσης, στο ίδιο σημείο θα βρούμε και το LED flash αλλά κι έναν αισθητήρα φωτεινότητας, μαζί με τον αισθητήρα LiDAR. Δεξιά θα βρούμε το πλήκτρο ενεργοποίησης ενώ αριστερά βρίσκονται τα πλήκτρα έντασης, το πλήκτρο σίγασης και η θύρα εισόδου της κάρτας SIM. Κάτω θα βρούμε ένα από τα δύο ηχεία στη μέση μια θύρα Lightning. Το κινητό διατίθεται σε τέσσερα χρώματα: Space Black, Gold, Silver, Deep Purple. Το τελευταίο πρόκειται για μια νέα απόχρωση, ένα σκούρο μωβ που παίζει όμορφα με το φως. Μια μεγάλη απορία είναι: πότε θα αποφασίσει η Apple να ενσωματώσει θύρα USB-C στο iPhone; Από τα MacBook έως τα iPad, η Lightning έχει εκλείψει αλλά τα iPhone επιμένουν, εν έτει 2022, να χρησιμοποιούν Lightning. Ταχύτητα φόρτισης και συμβατότητα είναι τα μεγαλύτερα οφέλη του USB-C συγκριτικά με το Lightning. Η Apple επιμένει, επίσης, να μην συμπεριλαμβάνει φορτιστή για οικολογικούς λόγους, ωστόσο συνεχίζει να ενσωματώνει μια θύρα που μόνο η ίδια χρησιμοποιεί άρα γεννάει την ανάγκη για «περιττά» καλώδια. Κάτι που επίσης συνεχίζει να μας λείπει, είναι ο αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος. Όταν το κινητό είναι ακουμπισμένο στο γραφείο, δεν είναι βολικό να το σηκώνουμε για να ξεκλειδώνει μέσω Face ID ούτε βολεύει να βάζουμε διαρκώς το PIN. Περνάμε στην οθόνη, μια απολαυστική Super Retina XDR με OLED πάνελ και διαγώνιο 6.1”. Με ανάλυση FHD+ (2556x1179), πυκνότητα 460ppi, φωτεινότητα 1000nits (μέγιστη στα 2000nits) και ρυθμό ανανέωσης που 1Hz-120Hz, το iPhone 14 Pro προσφέρει μια εξαιρετική εμπειρία θέασης. Το HDR έχει την απαραίτητη φωτεινότητα για να κάνει τα χρώματα να λάμψουν, τα μαύρα έχουν το κατάλληλο βάθος λόγω του πάνελ και επιπλέον, η φωτεινότητα σε εξωτερικούς χώρους είναι ίσως η καλύτερη που έχουμε δει σε smartphone, κάνοντας πολύ εύκολη τη χρήση του κινητού σε κάθε σενάριο. Βέβαια, με αναμμένη οθόνη το πρώτο που θα παρατηρήσει κανείς είναι το notch, ή μάλλον, η έλλειψη αυτού. Στη θέση του «πηγουνιού» που βρίσκαμε στην επάνω άκρη της οθόνης, πλέον θα βρούμε το “dynamic island”, ένα κομμάτι σε σχήμα χαπιού (30% μικρότερο από την προηγούμενη υλοποίηση) όπου μέσα του φιλοξενούνται όλοι οι αισθητήρες και η εμπρόσθια κάμερα που βρίσκουμε παραδοσιακά σε ένα iPhone. Ανάμεσα στο dynamic island και το επάνω ηχείο της συσκευής, υπάρχουν αξιοποιήσιμα pixels, δίνοντας λίγο αέρα στην πλευρά όπου βλέπαμε ένα μεγάλο notch τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, το dynamic island συνεργάζεται αρμονικά με το λογισμικό, όπως θα δούμε παρακάτω. Μια νέα δυνατότητα που γίνεται εφικτή με τον συνδυασμό iOS 16, οθόνης OLED και ρυθμού ανανέωσης 1Hz, είναι το always-on mode. Πρόκειται για μια λειτουργία που ζητούσαν χρόνια οι χρήστες κι επιτέλους έλαβαν. Και μάλιστα, λειτουργεί πολύ καλά. Η οθόνη ρίχνει πάρα πολύ τη φωτεινότητα και τη ζωηράδα των χρωμάτων, ώστε να παραμένει ενεργοποιημένη τεχνικά όμως πρακτικά να μοιάζει σβηστή. Μπορεί να φιλοξενήσει widgets, εικόνες, ενημερώσεις και άλλα, μπαίνοντας σε λειτουργία όταν ο χρήστης αφήσει τη συσκευή σε αδράνεια για λίγα δευτερόλεπτα. Φυσικά, για όσους δεν θέλουν τη λειτουργία, υπάρχει σχετική ρύθμιση που την απενεργοποιεί. Επιδόσεις – Μπαταρία Το iPhone 14 Pro ερχεται με το νέο εξαπύρηνο τσιπ A16 Bionic της Apple, επεξεργασίας 4nm, που ενσωματώνει επίσης μονάδα γραφικών 5 πυρήνων και 6GB RAM. Όσον αφορά στη χωρητικότητα, έρχεται σε εκδόσεις 128GB, 256GB, 512GB και 1TB. Σχετικά με τις επιδόσεις του, η Apple υπόσχεται κάτι σαφώς ανώτερο από τον ανταγωνισμό όμως πάλι, δεν μπορεί να γίνει απευθείας σύγκριση μεταξύ σε έναν Bionic κι έναν Snapdragon. Ως κοινό έδαφος μεταξύ τον δύο, χρησιμοποιήσαμε το Geekbench 5 benchmark, στο οποίο ο A16 Bionic έφερε σκορ 1872/5327 (Single/Multi-Core) – νούμερα πάντα μεγαλύτερα από τον android ανταγωνισμό, με τη ψαλίδα να φαίνεται ότι μειώνεται αλλά με αργούς ρυθμούς. Για ένα διάστημα, το iPhone 14 Pro έγινε το βασικό μας κινητό. Μέσα από αυτό διαχειριζόμασταν σε καθημερινή βάση e-mails μέσω των Outlook και Gmail, μηνύματα μέσω των Slack και Viber, τη σουίτα Office για επεξεργασία κειμένων και αρχείων, Adobe Lightroom, όπως και διάφορες εφαρμογές social media. Παράλληλα, ήταν συχνό να υπάρχει το Spotify στο παρασκήνιο όλων αυτών. Με κανέναν από τους πιθανούς συνδυασμούς των παραπάνω δεν εντοπίσαμε κολλήματα ή άλλου είδους προβλήματα στο multitasking, πόσω μάλλον κατά τη χρήση κάθε εφαρμογής. Σε πιο χαλαρές στιγμές της ημέρας, είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε μερικά παιχνίδια. Τα πιο βασικά ήταν Genshin Impact, Fantasian και Call of Duty Mobile αλλά -χάρη στο Apple Arcade- δοκιμάσαμε και μερικά όπως το Castlevania Grimoire of Solus, Gear.Club Stradale και Amazing Bomberman. Μερικά είναι πιο απαιτητικά από τα άλλα, αλλά πάλι, είχαν ένα κοινό στοιχείο: αψεγάδιαστη απόδοση. Σε συνεργασία με την εξαιρετική οθόνη, με υψηλό ρυθμό ανανέωσης και πανέμορφα χρώματα, η εμπειρία ήταν άψογη. Η αυτονομία του κινούταν σε επίπεδα που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια για ένα iPhone. Με μπαταρία χωρητικότητας 3200mAh (105mAh περισσότερα συγκριτικά με το 13 Pro) και το hardware που εξοικονομεί ενέργεια από όπου χρειάζεται, το κινητό έφτασε μέχρι και δύο ημέρες χωρίς να χρειαστεί φόρτιση – αν και οριακά, αφού βρισκόταν σε μονοψήφια επίπεδα μπαταρίας. Επιπλέον, τα παιχνίδια κατανάλωναν πολύ και έριχναν στο μισό ή λιγότερο το παραπάνω νούμερο. Αλλά σε γενικές γραμμές, για μικτή χρήση δύσκολα θα αντέξει λιγότερο από μιάμιση μέρα για τον μέσο χρήστη. Στο κουτί βρίσκεται ένα καλώδιο USB-C σε Lightning, χωρίς αντάπτορα πρίζας. Χρησιμοποιώντας τον περυσινό φορτιστή των 20W (το μέγιστο που υποστηρίζει η συσκευή ούτως ή άλλως) η φόρτιση από 0%-50% απαιτούσε περίπου μισή ώρα και μια πλήρης φόρτιση χρειαζόταν περίπου μιάμιση ώρα. Το κομμάτι της φόρτισης «πονάει» και αν δεν αλλαχτεί η θύρα Lightning, δύσκολα θα δούμε κάποια βελτίωση. Η ασύρματη φόρτιση παραμένει στα 15W κι είναι αρκετά πιο αργή από την ενσύρματη. Το νέο iOS 16 φέρνει προσθήκες όπως διαφορετική οθόνη κλειδώματος ανά ρύθμιση “Focus”, αναίρεση αποστολής ενός e-mail, προσθήκη κομματιών εικόνας μέσα σε εφαρμογές όπως το Notes με ευκολία και άλλες τέτοιου είδους, μικρές αλλαγές. Η κυριότερη βέβαια, είναι το Dynamic Island Ώρα για το χαρακτηριστικό για το οποίο όλοι μιλάνε και το οποίο έρχεται να διορθώσει μια 5ετία notch, ενός από τα μεγαλύτερα σχεδιαστικά σφάλματα της Apple. Πρακτικά, λειτουργεί όπως η οθόνη notifications που εμφανίζεται σέρνοντας το δάχτυλο από την κορυφή έως λίγο πιο κάτω, αλλά η εμφάνιση διαφέρει εντελώς. Το «χάπι» που φιλοξενεί την κάμερα μοιάζει να γιγαντώνεται όταν έρχονται ειδοποιήσεις όπως για παράδειγμα μια εισερχόμενη κλήση. Αξιοποιώντας και τα τέλεια μαύρα της οθόνης OLED, η αίσθηση είναι πως πράγματι, το notch μεγαλώνει για να εμφανίσει την ειδοποίηση ενώ η Apple γεμίζει ακόμα και το κενό μεταξύ των αισθητήρων προκειμένου να υπάρχει μια ομοιομορφία. Ακόμα μπορεί να εμφανίσει 2 εφαρμογές ταυτόχρονα, αναλαμβάνοντας δηλαδή εργασίες multitasking κάνοντας μας τη ζωή εύκολη όταν θέλαμε να έχουμε άμεση πρόσβαση σε μια εφαρμογή (ειδικά media) που παίζει στο background. Από τα αγαπημένα μας χαρακτηριστικά είναι η εμφάνιση της κυματομορφής του ήχου που αναπαράγεται από τον συνομιλητή μας, κάτι απλά εντυπωσιακό. Υποστηρίζει ακόμα τα Live Activities όπου βλέπουμε ζωντανή πληροφορία να ανανεώνεται αυτόματα όπως ένα χρονόμετρο, ή μια αντίστροφη μέτρηση και σύντομα οι developers θα της δώσουν πολύ μεγαλύτερη αξία όπως πχ με την παρακολούθηση του σκορ ενός αγώνα. 1567583474189570048_7j9EMEvvtVQiAtho.mp4 Είναι πανέξυπνο, καλαίσθητο με απίστευτα animation που όμοιά του δεν θα βρείτε αλλού. Και λειτουργεί άψογα με εφαρμογές όπως Spotify και Instagram όπως και με πολλές εφαρμογές συστήματος. Η Apple όχι μόνο μείωσε τον όγκο του notch, αλλά έκανε την «τρύπα» της κάμερας να εναρμονίζεται με το λογισμικό, αφήνοντας πολύ θετικές εντυπώσεις, και θεωρούμε δεδομένο ότι και άλλοι κατασκευαστές θα εμπνευστούν για παρόμοια λειτουργία στις πολύ μικρότερες όμως οπές τους. Φυσικά θα προτιμούσαμε μια λύση Touch ID με τον αναγνώστη δακτυλικών αποτυπωμάτων κάτω από την οθόνη και μια μικρή οπή στην εμπρόσθια όψη όπως βλέπουμε από τόσους και τόσους android κατασκευαστές, όμως από τη στιγμή που η Apple επενδύει στο Face ID, αυτή είναι η καλύτερη λύση. Κάμερα Περνάμε στο κομμάτι της φωτογραφίας, όπου θα βρούμε έναν αισθητήρα 48MP wide (24mm f/2.8, sensor shift OIS), έναν αισθητήρα 12MP ultra-wide (13mm f/2.2) κι έναν 12MP telephoto (77mm f/2.8, 3x optical zoom). Κάθε φακός υποστηρίζει Night Mode, κάτι που πρωτοείδαμε στα περυσινά μοντέλα. Ξεκινάμε με τη βασική κάμερα, η οποία χτίζει πάνω στις πολύ καλές επιδόσεις του περυσινού μοντέλου και επίσης, βλέπουμε μετά από χρόνια μεγάλη αλλαγή στα megapixels – τετραπλάσιο νούμερο συγκριτικά με τα 12MP των τελευταίων μοντέλων. Το «κλειδί» φέτος, είναι το τετραπλό pixel-binning που συνδυάζει τέσσερα pixels σε ένα μεγάλο pixel για καλύτερη απόδοση σε χαμηλό φωτισμό και μείωση του θορύβου, κάτι που φυσικά εκμεταλλεύονται και οι φωτεινότερες λήψεις αφού συνολικά γίνεται καλύτερη διαχείριση του φωτός. Είτε μια απλή φωτογραφία είτε μια σε μορφή RAW, τα αποτελέσματα δείχνουν εξαιρετικά. Η αποθήκευση σε μορφή RAW είναι υπερβολή για τους περισσότερους χρήστες αλλά για τους επαγγελματίες τουλάχιστον, η επιλογή είναι καλοδεχούμενη ενώ θα πρέπει να την ενεργοποιήσετε μέσα από τις γενικές ρυθμίσεις αφού για ένα περίεργο λόγο η Apple την έχει κρύψει. Δοκιμάζοντας την κάμερα σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, είχαμε σταθερά ποιοτικά αποτελέσματα με πλούσιες λεπτομέρειες, ζωντανά χρώματα και αμελητέο θόρυβο. Σε σκοτεινές λήψεις, η ποιότητα δεν είχε μεγάλη διαφορά και μάλιστα, οι νυχτερινές λήψεις είναι μάλλον οι καλύτερες που έχουμε δει φέτος σε smartphone αν εξαιρέσουμε τις αντηλιές, ένα φαινόμενο που έχουμε θίξει και σε παλαιότερα iPhone reviews, χωρίς όμως κάποια βελτίωση. Βέβαια, κάποιες φορές οι φωτογραφίες δείχνουν κάπως αφύσικες, όταν η σκηνή είναι πολύ δύσκολη κι επιδέχεται μεγάλης επεξεργασίας. Το sharpening είναι ο βασικός ένοχος εδώ, μιας και όλα δείχνουν τόσο πεντακάθαρα που είναι ξεκάθαρο ότι η φωτογραφία έχει υποστεί επεξεργασία. Δε μας συνέβη συχνά, αλλά είναι απρόβλεπτο το πότε θα συμβεί και μια καλή νυχτερινή φωτογραφία ίσως τελικά απαιτήσει περισσότερο χρόνο από ένα απλό «κλικ» για να απαθανατιστεί με τρόπο που δεν την κάνει να φαίνεται τόσο «ψεύτικη». Επίσης, η Apple αναφέρει 2x zoom με «ποιότητα οπτικού zoom» για τη βασική κάμερα. Πρακτικά, μιλάμε για cropped φωτογραφίες. Η εικόνα απαθανατίζεται σε ασυμπίεστη μορφή κι ύστερα το κομμάτι όπου έγινε το zoom απομονώνεται κι αποθηκεύεται. Ναι, τα αποτελέσματα είναι καλά, όμως δεν πρόκειται για οπτικό zoom, κι η τοποθέτηση της Apple για το ζήτημα ίσως προκαλέσει σύγχυση στους καταναλωτές. Σε κάθε περίπτωση, το zoom αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά που οι κάμερες των iPhone έχουν μείνει σημαντικά πίσω από τον ανταγωνισμό, και η Apple θα πρέπει να το δει πιο «ζεστά» στην επόμενη έκδοση. Μετά, ο υπερευρυγώνιος φακός, ο οποίος δεν αλλάζει δραματικά από του iPhone 13 Pro. Ο μεγαλύτερος αισθητήρας επιτρέπει σε περισσότερο φως να εισέλθει, κάτι που μεταφράζεται σε καλύτερης ποιότητας φωτογραφίες ακόμη και σε ελαφρώς πιο σκοτεινό χώρο. Τα χρώματα είναι λίγο πιο μουντά από του βασικού φακού και οι λεπτομέρειες όχι τόσο ξεκάθαρες σε κάθε σενάριο, αλλά γενικώς οι φωτογραφίες δεν έχουν κάποιο ξεκάθαρο μειονέκτημα. Ο φακός δεν ξεχωρίζει για κάτι, εκτελώντας ικανοποιητικά τον σκοπό του ως δευτερεύων και για συγκεκριμένες περιστάσεις. Μεγαλύτερα οφέλη φαίνεται ως έχει η μακροφωτογραφία, αξιοποιώντας τον βελτιωμένο φακό ultra-wide για να παράγει αισθητά καλύτερα αποτελέσματα από ότι στο περυσινό μοντέλο όπου έκανε και ντεμπούτο. Πλέον, η εστίαση είναι χειροκίνητη ή αυτόματη (πέρυσι ήταν μόνο αυτόματη), κάτι που επίσης βελτιώνει πολύ την εμπειρία. Ο τηλεφακός διαθέτει οπτικό zoom 3x, παράγοντας όμορφα αποτελέσματα. Η μεγαλύτερη βελτίωση συγκριτικά με το περυσινό μοντέλο έχει να κάνει με τη φωτογράφιση στο σκοτάδι, όπου αποδίδει αισθητά καλύτερα λόγω μεγαλύτερου αισθητήρα αλλά και της επεξεργασίας στην οποία υπόκεινται οι φωτογραφίες. Γενικώς, δεν αποτελεί επανάσταση αλλά εκπληρώνει με επιτυχία το σκοπό του συμπληρώνοντας την τριάδα με ουσία. Μια σημαντική προσθήκη έρχεται στα βίντεο, το Action Mode. Πρόκειται για πάρα πολύ σταθεροποιημένες λήψεις -όχι κάτι διαφορετικό από όσα βλέπουμε στις τελευταίες GoPro- που επιτρέπουν πρακτικά στον χρήστη να κινείται και να ακολουθεί το θέμα και το αποτέλεσμα να μοιάζει σαν να προήλθε από επαγγελματικό εξοπλισμό. Κατά τα άλλα, παραμένουν οι επιλογές 4K/60 έως 24fps και 1080p/60 – με τη χρήση του Action Mode, η ανάλυση φτάνει έως 2.8K. Πάλι, οι διαφορές με το περυσινό μοντέλο δεν είναι τεράστιες εκτός από τις νυχτερινές λήψεις, που εμφανίζονται καθαρότερες και με πιο ζωηρά χρώματα λόγω του μεγαλύτερου αισθητήρα και περισσότερου φωτός. Η αλήθεια είναι ότι η Apple δεν χρειαζόταν να κάνει πολλές αλλαγές εδώ, αφού το βίντεο που παράγει κάθε iPhone σε συνδυασμό με την ποιότητα ήχου, είναι η κορυφαία στην αγορά, κάτι που ισχύει και φέτος. Συμπέρασμα Αφήνοντας πίσω του το notch, το iPhone 14 Pro αλλάζει αρκετά ώστε να μην αποτελεί απλώς μια καλύτερη εκδοχή του περυσινού μοντέλου. Υιοθετεί έναν πιο σύγχρονο σχεδιασμό, απελευθερώνει την επάνω άκρη της οθόνης και συνδυάζει λογισμικό με hardware άψογα για να φιλοξενήσει αυτή την αλλαγή. Κατά τα άλλα, οι προσθήκες του iOS 16 είναι καλοδεχούμενες, η μπαταρία ελαφρώς καλύτερη και οι κάμερες απολαμβάνουν ανώτερη ποιότητα σε φωτογραφία και βίντεο. Πρέπει, ωστόσο, κάποια στιγμή να γίνει η μετάβαση σε USB-C καθώς πέραν της συμβατότητας, η φόρτιση παραμένει αργή. Επιπλέον, η εταιρεία επιμένει να μην συμπεριλαμβάνει αισθητήρα ανάγνωσης δακτυλικού αποτυπώματος. Οι επιδόσεις παραμένουν εξαιρετικές, αλλά πλέον, δύσκολα θα καταφέρει κανείς να φτάσει ένα τέτοιο κινητό στα όριά του – είναι εξοπλισμένο για πολλά περισσότερα από όσα πιθανώς να χρειάζεται και με δεδομένη την υποστήριξη που δίνει η Apple με ενημερώσεις για 5 χρόνια, και αυτό το iPhone θα σας καλύψει για αρκετό καιρό με τις δυνατότητές του. Βεβαίως το ίδιο ισχύει και για τις προηγούμενες 2-3 γενιές, κάτι που σημαίνει ότι δύσκολα κάποιος θα σκεφτεί να κάνει την αναβάθμιση στα νέα Pro μοντέλα αφού το Dynamic Island ή η κάμερα των 48MP δεν αποτελούν από μόνα τους χαρακτηριστικά που θα σας βάλουν σε σκέψεις. Εσείς ίσως καλύτερα να περιμένετε ένα χρόνο ακόμα αφού με βάση το χρονοδιάγραμμα της Apple, το iPhone 15 θα συνοδευτεί και με αλλαγή στην εμφάνιση. Άλλωστε και η σημαντική αύξηση στην τιμή ολόκληρης της σειράς, είναι ίσως το πρώτο που θα εξετάσετε για ενδεχόμενη αγορά.
    6 πόντοι
  27. Η vivo συνεχίζει τη δυναμική της παρουσία μετά την πρόσφατη είσοδό της στην εγχώρια αγορά, διαθέτοντας πλέον και το vivo X80 Pro. Πρόκειται για την ναυαρχίδα της εταιρείας, το ισχυρότερο και πιο προηγμένο smartphone της αυτή τη στιγμή, ενσωματώνοντας κορυφαίες τεχνολογίες σε κάθε τομέα – από την οθόνη έως την κάμερα. Έχει όλο το «πακέτο» για να τα βάλει με τον ανταγωνισμό; Είχαμε την ευκαιρία να το πάρουμε και να το χρησιμοποιήσουμε για αρκετές ημέρες, καταγράφοντας παράλληλα την εμπειρία μας με αυτό. Σχεδιασμός – Οθόνη Από τη στιγμή που βγαίνει από το κουτί, το vivo X80 Pro εντυπωσιάζει αρχικά με το μέγεθός του. Οι διαστάσεις του φτάνουν τα 16.45x7.5x0.9 εκατοστά. Δεν είναι ένα μικρό κινητό, όμως δεν έχει καμία σημασία, αφού συνηθίζεται πλέον τα flagships να κινούνται σε τέτοια επίπεδα οπότε είναι αναμενόμενο. Το βάρος του φτάνει τα 219 γραμμάρια, αλλά στο χέρι δεν το νιώσαμε ιδιαίτερα βαρύ, η κατανομή έχει γίνει με αποτελεσματικό τρόπο. Διατίθεται σε τρία χρώματα (Cosmic Black, Orange και Blue) κι εμείς παραλάβαμε το μαύρο. Ο σχεδιασμός της πλάτης είναι πάρα πολύ λιτός, κάτι που σίγουρα εκτιμούμε σε όσα κινητά το επιχειρούν. Το υλικό της πλάτης είναι γυάλινο, έχοντας ένα ειδικό εφέ όταν βρίσκεται κάτω από το φως του ήλιου, λαμπιρίζει ελαφρώς αλλά όχι υπερβολικά. Ένα εξίσου ποιοτικό υλικό χρησιμοποιήθηκε για το πλαίσιο, το οποίο είναι αλουμινίου. Μάλιστα, διαθέτει και πιστοποίηση IP68 για προστασία ενάντια σε νερό και σκόνη, κάτι αναμφίβολα αναγκαίο για ένα κινητό που θεωρείται flagship. Αυτό που δεν ξεκαθαρίζεται, είναι αν χρησιμοποιεί κάποιο Gorilla Glass για την μπροστινή οθόνη ή κάτι παρεμφερές – γενικά, δεν γνωρίζουμε τι επίπεδο προστασίας παρέχεται. Κάτι άλλο που θα τραβήξει τα βλέμμα στην πλάτη, είναι το κομμάτι της κάμερας, το οποίο φιλοξενείται πάνω σε ένα αρκετά μεγάλο ορθογώνιο που καλύπτει σχεδόν το ένα τρίτο της πλάτης. Σε ένα κύκλο περιλαμβάνονται οι βασικοί φακοί και κάτω αριστερά από αυτόν βρίσκεται το περισκόπιο, ενώ δεξιά από τον κύκλο βρίσκεται το φλας. Το λογότυπο της Zeiss, με την οποία συνεργάστηκε η vivo, είναι διακριτικά τοποθετημένο μέσα στον κύκλο. Η επιλογή για ένα τόσο μεγάλο τμήμα κάμερας είναι κάτι που δε θα αρέσει σε όλους, αλλά σίγουρα έχει εφαρμοστεί με κομψότητα – δεν εξέχει πολύ, δεν έχει σχεδιαστικές υπερβολές. \ Στη δεξιά πλευρά της συσκευής θα βρούμε τα πλήκτρα ενεργοποίησης και ρύθμισης έντασης, με την αριστερή πλευρά καθαρή από οτιδήποτε. Επάνω επίσης βρίσκονται ελάχιστα – ένα μικρόφωνο και μια μεταλλική λωρίδα όπου αναγράφεται το λεκτικό “professional photography”. Κάτω θα βρούμε ένα ηχείο, τη θύρα USB-C και δίπλα της τη θύρα εισαγωγής κάρτας SIM. Να σημειωθεί ότι δεν μπορεί να δεχτεί κάρτες microSD. Περνώντας μπροστά, έχουμε μια τεράστια οθόνη 6.78” με εκπληκτικά λεπτά περιθώρια περιμετρικά και κυρτότητα στα πλάγια. Χρησιμοποιεί πάνελ AMOLED ανάλυσης QHD+ (3200x1440) με 517ppi, μέγιστη φωτεινότητα στα 1500nits και ρυθμό ανανέωσης έως και 120Hz – με εύρος από το 1Hz, χάρη στην τεχνολογία LTPO 3.0. Πρόκειται για μια εξαιρετική οθόνη από κάθε άποψη, με φωτεινότητα που την κάνει εύχρηστη ακόμη και σε έντονη ηλιοφάνεια, με απίθανα χρώματα, πραγματικά μαύρα και υψηλή ευκρίνεια πέραν της υψηλής ανάλυσης. Η μικρή κάμερα τύπου punch-hole στην κορυφή δεν τραβάει το μάτι, αφού «χάνεται» μέσα στην τόσο μεγάλη οθόνη, οπότε η εμπειρία θέασης είναι άψογη και συμπληρώνεται από τα στερεοφωνικά ηχεία που έχουν αρκετή ένταση για να γεμίσουν ένα δωμάτιο. Στην υψηλότερη ρύθμιση έντασης υπάρχει λίγη παραμόρφωση, όπως είναι αναμενόμενο, ωστόσο σε γενικές γραμμές η απόδοση αφήνει θετική εντύπωση. Στο κουτί περιλαμβάνεται και μια μαύρη πλαστική θήκη, ένα ζευγάρι ενασύρματα ακουστικά, το καλώδιο φόρτισης όπως και ο αντάπτορας για την πρίζα ισχύος 80W. Η vivo δε λυπήθηκε τίποτα κι είναι από τα πληρέστερα πακέτα που έχουμε δει εδώ και μήνες. Επιδόσεις – Μπαταρία Το vivo X80 Pro έρχεται με οκταπύρηνο Snapdragon 8 Gen 1 (1x Cortex-X2 @ 3.0 GHz, 3x Cortex-A710 @ 2.5 GHz, 4x Cortex-A510 @ 1.8 GHz), μαζί με 12GB RAM και (μη επεκτάσιμο) αποθηκευτικό χώρο 256GB. Η συσκευή μπορεί επίσης να αξιοποιήσει άλλα 4GB εικονικής RAM μέσω του Extended RAM 2.0 και στο κομμάτι της ασύρματης συνδεσιμότητας, υποστηρίζει δίκτυα 5G, Wi-Fi 6, Bluetooth 5.2 και NFC. Δοκιμάσαμε μερικά benchmarks, ξεκινώντας με το Geekbench 5, όπου επέστρεψε σκορ 1193 (Single-Core) και 3198 (Multi-Core) και συνεχίζοντας με το 3DMark (Wild Life) επέστρεψε 9433. Χρησιμοποιώντας το κινητό σε καθημερινά σενάρια, οι εφαρμογές που ανοίγαμε ήταν κατά κύριο λόγο τα Slack, Outlook, Gmail, Adobe Photoshop Express, social media, Netflix, Spotify και άλλες παρεμφερείς εφαρμογές, παρέα με έναν browser που είχε λίγο-πολύ 40 καρτέλες στη μνήμη ανά πάσα στιγμή. Ουδεμία στιγμή παρατηρήσαμε το κινητό να έχει κολλήματα, σε οποιαδήποτε εναλλαγή από εφαρμογή σε εφαρμογή ή κατά τη διάρκεια χρήσης τους. Δεδομένου ότι εξοπλίζεται με το νεότερο και κορυφαίο SoC της Qualcomm που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην αγορά, οι επιδόσεις δεν είναι κάτι για το οποίο είχαμε αμφιβολία και όντως, στην πράξη δεν απογοητευτήκαμε. Παρομοίως, δοκιμάσαμε ορισμένα παιχνίδια. Η vivo αναφέρει πως χρησιμοποιεί ένα σύστημα vapor chamber για καλύτερη διαχείριση της θερμότητας. Παρότι δεν μετρήσαμε την ακριβή θερμοκρασία που ανέπτυσσε το κινητό, δεν έγινε ποτέ καυτό στο άγγιγμα ακόμη κι όταν παίζαμε απαιτητικά παιχνίδια για ώρα. Δοκιμάσαμε τα Genshin Impact, Fortnite, Apex Legends, Pokemon Unite, Call of Duty Mobile, Final Fantasy VII The First Soldier και Disney Mirrorverse – όλα τα παιχνίδια στις ανώτατες ρυθμίσεις γραφικών. Διατηρούσε τα 60fps και όπου υποστηρίζονταν τα 120fps, πάλι είχαμε πολύ ομαλή εμπειρία. Εκτός των παιχνιδιών, η δυναμική αλλαγή συχνότητας οθόνης λειτούργησε άψογα χωρίς καθυστερήσεις ή προβλήματα. Στο κάτω μέρος της οθόνης βρίσκεται ο αισθητήρας ανάγνωσης δακτυλικού αποτυπώματος, ο οποίος έχει αρκετά μεγαλύτερη έκταση από το συνηθισμένο και μπορεί να διαβάσει ακόμη και δύο δάχτυλα μαζί για μεγαλύτερη ασφάλεια. Και όχι μόνο αυτό αφού η όλη διαδικασία αναγνώρισης είναι άμεση, κάνοντας την όλη εμπειρία την καλύτερη που έχουμε συναντήσει από οποιοδήποτε smartphone της αγοράς. Να σημειώσουμε μόνο, πως για το ξεκλείδωμα του κινητού χρησιμοποιούμε ένα δάχτυλο ενώ για περαιτέρω κλείδωμα (π.χ. πρόσβασης σε εφαρμογές) μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε δύο δάχτυλα. Το κινητό εξοπλίζεται με μπαταρία 4,700mAh, η οποία διήρκησε τουλάχιστον μια ημέρα στη χειρότερη των περιπτώσεων ή ακόμη και δύο ημέρες με πιο ήπια χρήση (φτάνοντας, φυσικά, σε μονοψήφιο αριθμό αφού έφτασε στα άκρα). Για τη φόρτιση, ο φορτιστής που περιλαμβάνεται εκμεταλλεύεται πλήρως τα 80W που υποστηρίζει το κινητό, κάνοντας το 0%-100% σε κάτι λιγότερο από 40 λεπτά και σχεδόν 60% σε περίπου 15 λεπτά. Υποστηρίζει, επίσης, ασύρματη φόρτιση στα 50W όμως δεν είχαμε εύκαιρο τόσο ισχυρό ασύρματο φορτιστή για να δοκιμάσουμε τους χρόνους. Στο κομμάτι του λειτουργικού, έρχεται με Funtouch 12 βασισμένο σε Android 12, χωρίς δραματικές αλλαγές στο περιβάλλον. Προσφέρει αρκετές δυνατότητες παραμετροποίησης και εξατομίκευσης, στα μενού, τα εικονίδια και πολλά ακόμη. Ένα πολύ θετικό νέο από την εταιρεία, είναι πως η συσκευή θα δεχτεί τρεις αναβαθμίσεις Android, υποστήριξη που δε συναντάμε συχνά όμως ο ανταγωνισμός πάει σε περιπτώσεις έως και 4 χρόνια. Κάμερα Έχουμε πει αρκετά θετικά, κι όλα αυτά προτού καν φτάσουμε στην κάμερα. Στην πλάτη, το vivo X80 Pro διαθέτει φακούς wide 50MP (f/1.6, OIS), 48MP ultra-wide (f/2.2), 12MP telephoto (f/1.6), 8MP periscope (f/3.4, OIS) και για μπροστά, υπάρχει μια κάμερα 32MP (f/2.5). Η βασική κάμερα έχει τρομερή σταθερότητα στις λήψεις, τόσο σε σκοτεινές όσο και σε φωτεινές σκηνές. Αποτυπώνει άριστα τις λεπτομέρειες και τα χρώματα χωρίς ίχνος θορύβου ή παραμόρφωσης, σε όσες φωτογραφίες τραβήξαμε σε μια ηλιόλουστη ημέρα. Αλλά το πραγματικά αξιοσημείωτο είναι η νυχτερινή λήψη, αφού διαχειρίζεται εξίσου άψογα το λιγοστό φως και οι φωτογραφίες που βγαίνουν είναι κορυφαίας ποιότητας. Από την έλλειψη θορύβου έως τη σταθερότητα, οι ανταγωνιστές είναι μετρημένοι στα δάχτυλα ενός χεριού. Προς έκπληξή μας, μεταβαίνοντας στην ultra-wide κάμερα, δεν παρατηρήσαμε αισθητή πτώση ποιότητας, όπως συχνά συμβαίνει. Εδώ, είχαμε μια πάρα πολύ ικανή κάμερα που κρατάει ψηλά τον πήχη στην ποιότητα εικόνας σε σημεία που συνήθως υποφέρουν οι ultra-wide κάμερες, όπως ζωντάνια, παραμόρφωση και λεπτομέρεια. Ακόμη και οι λήψεις στο σκοτάδι είναι πολύ ποιοτικές, πολύ σπάνιο φαινόμενο για το είδος της κάμερας. Σίγουρα, σε κοντινότερη ανάλυση υστερεί συγκριτικά με το βασικό φακό όμως η ποιότητα είναι αναμφίβολα κορυφαία. Προσφέρεται οπτικό zoom έως και 5x, ενώ το ψηφιακό zoom αναλαμβάνει από εκεί κι έπειτα. Το οπτικό zoom προσφέρει αναλλοίωτη ποιότητα εικόνας και με τη σταθεροποίηση που παρέχει η συσκευή, είναι πολύ εύκολο να χρησιμοποιείται ανά πάσα στιγμή. Γενικώς, δεν χρησιμοποιούμε τόσο το zoom στην απλή καθημερινότητά μας αλλά βλέποντας την ευκολία χρήσης που παρέχει το vivo X80 Pro, πειραματιστήκαμε με τέτοιου είδους λήψεις πολύ περισσότερο από ότι με άλλες συσκευές καθώς η εντύπωση ήταν γενικώς θετική. Για τα πορτρέτα, προσφέρονται δύο επιλογές λειτουργίας, η τυπική και μία ρυθμισμένη από τη Zeiss. Διαφέρουν σε λεπτομέρειες αλλά, σε γενικές γραμμές, δε διαφέρουν τόσο πολύ και η χρήση τους θα είναι απλώς θέμα προτίμησης κι όχι κάτι πιο τεχνικό. Στη μπροστινή κάμερα, τα πράγματα παραμένουν θετικά συνολικά. Υπάρχει καλός διαχωρισμός του θέματος από το παρασκήνιο, η κάμερα διαχειρίζεται καλά το φωτισμό και τα αποτελέσματα είναι παραπάνω από ικανοποιητικά ακόμη και με μέτριο φωτισμό. Στο σκοτάδι δυσκολεύεται λίγο και η απόδοση αλλάζει ανά περίπτωση, αλλά καταφέρνει περισσότερα από ότι άλλες κάμερες selfie στην ίδια κατηγορία. Ένα παράξενο κομμάτι που ισχύει παντού, είναι οι αρχικές ρυθμίσεις της κάμερας, κυρίως στα πορτρέτα. Καλό θα ήταν να γίνουν κάποιες δοκιμές και ρυθμίσεις, καθώς στις πρώτες φωτογραφίες που βγάλαμε, νιώσαμε ότι το software ήταν κάπως παρεμβατικό. Το δέρμα ήταν πολύ λείο, κάποιες αλλαγές στο πρόσωπο και τα χρώματα αλλοίωναν το αποτέλεσμα, οπότε άμεσα κινηθήκαμε για αλλαγή ρυθμίσεων. Δεν είναι κάτι τεράστιο, και ίσα-ίσα που το λογισμικό επιτρέπει εντυπωσιακή παραμετροποίηση, αλλά καλό είναι να σημειωθεί. Τέλος, και στο κομμάτι των βίντεο τα καταφέρνει περίφημα, έχοντας εξαιρετική σταθερότητα ακόμη κι εν κινήσει. Τα χρώματα και ο φωτισμός της σκηνής είναι ελαφρώς κατώτερα της (άριστης) βασικής κάμερας, το οποίο ίσως δεν ακούγεται ενθαρρυντικό αλλά ας μην ξεχνάμε πως μιλάμε για μια από τις καλύτερες κάμερες στην αγορά – οπότε το βίντεο, κατ’ επέκταση είναι σε εξίσου υψηλά επίπεδα. Συμπέρασμα Το vivo X80 Pro αποτελεί μια από τις κορυφαίες προτάσεις της αγοράς, τόσο λόγω της σχέσης ποιότητας-τιμής (999€) αλλά και καθαρά λόγω επιδόσεων σε όλους τους τομείς. Η κάμερά του είναι επιπέδου flagship, οι επιπλέον φακοί προσθέτουν ουσιαστική αξία, το βίντεο είναι εξαιρετικό. Από επιδόσεις, πραγματικά δεν καταφέραμε να το «ζορίσουμε» ό,τι κι αν δοκιμάσαμε. Παράλληλα, η οθόνη και τα ηχεία μας εντυπωσίασαν όπως και η αυτονομία – μαζί με αυτή, οι χρόνοι φόρτισης και το πλήρες κουτί από όπου δεν έλειπε τίποτα. Ο αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος είναι τόσο καλός που η επιστροφή σε άλλο είναι μια "επώδυνη" εμπειρία. Πρόκειται για μια συσκευή που «με κλειστά μάτια» μπορεί να αποκτήσει οποιοσδήποτε ψάχνει συσκευή από το «επάνω ράφι» και οι πιθανότητες να απογοητευτεί είναι ελάχιστες έως μηδαμινές.
    6 πόντοι
  28. Μια αναβάθμιση που δύσκολα βλέπει κανείς με το μάτι, όμως εύκολα αναγνωρίζει όταν πιάσει το κινητό στα χέρια του. Αυτή είναι η σύντομη περιγραφή του iPhone 13 Pro, του φετινού “pro” smartphone της Apple που προσθέτει διάφορες λειτουργίες σε πολλαπλά σημεία, προσφέροντας βελτιώσεις σε σημεία-κλειδιά όπως η οθόνη και η κάμερα. Πέραν των αλλαγών στο εσωτερικό του, δεν διαφέρει πολύ από τα περυσινά μοντέλα κι αν σταθούμε στην εμφάνιση, τότε χάνουμε τη μεγάλη εικόνα. Ενδεχομένως, στο άκουσμα του αριθμού «13» να περιμένει κάποιος μια θεμελιώδη αναβάθμιση, την οποία δε θα βρει στα φετινά μοντέλα – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι αξιόλογα ή δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους έξω από τις συγκρίσεις με διαφορετικά μοντέλα. Έχοντας τα παραπάνω κατά νου, ας δούμε από πιο κοντά το iPhone 13 Pro. Σχεδιασμός – Οθόνη Εξωτερικά, το iPhone 13 Pro υιοθετεί το ίδιο design με το iPhone 12 Pro, που με τη σειρά του εμπνεύστηκε από το iPhone 5. Το πλαίσιό του είναι κατασκευασμένο από ανοξείδωτο ατσάλι και αντί για κυρτό είναι επίπεδο, πράγμα που το κάνει να φαίνεται πιο παχύ από όσο πραγματικά είναι. Οι διαστάσεις του αγγίζουν τα 146.7mm (ύψος), 71.5mm (πλάτος) και 7.65mm (πάχος) -πρακτικά ίδιο με το iPhone 12 Pro- ενώ το βάρος του είναι λίγο μεγαλύτερο αγγίζοντας τα 204 γραμμάρια έναντι 184 του περυσινού μοντέλου. Η πλάτη είναι γυάλινη και ματ, οπότε παρά το υλικό δε γυαλίζει πολύ όμως ταυτόχρονα δείχνει premium, προσεγμένη και πάνω απ’ όλα ανθεκτική – δύσκολα μαζεύει σημάδια από απλή χρήση (π.χ. ακουμπώντας το κινητό «γυμνό» σε ένα τραπέζι) ωστόσο πάντοτε προτείνεται μια θήκη γιατί είναι βέβαιο πως έστω ελαφριά σημάδια θα εμφανιστούν σε βάθος χρόνου. Φέρει επίσης πιστοποίηση IP68, οπότε είναι ανθεκτικό ενάντια σε νερό και σκόνη. Στην πλάτη θα δούμε την τριπλή κάμερα, η οποία οπτικά παραμένει ολόιδια με του περυσινού μοντέλο, δηλαδή έχοντας δύο φακούς σε κάθετη διάταξη κι έναν τρίτο κεντραρισμένο πλάγια από τους άλλους δύο, μαζί με φλας, αισθητήρα LiDAR και μικρόφωνο. Το τμήμα όπου φιλοξενούνται οι κάμερες είναι τετράγωνο με στρογγυλεμένες γωνίες, διάφανο και εξέχει αισθητά από την υπόλοιπη πλάτη που κατά τα άλλα είναι εντελώς λεία. Αν ακουμπήσει σε μια επίπεδη επιφάνεια, δε στέκεται ίσιο σε καμιά περίπτωση κι έτσι η θήκη γίνεται σχεδόν απαραίτητη. Στα πλάγια βρίσκονται τα πλήκτρα έντασης, ενεργοποίησης, σίγασης και η θύρα εισόδου της κάρτας SIM. Κάτω θα βρούμε δύο ηχεία και ανάμεσά τους κεντραρισμένη μια θύρα Lightning – η Apple επιμένει να τη χρησιμοποιεί αντί για USB-C όπως πλέον υπάρχει ακόμη και σε άλλες συσκευές Apple. Το κινητό διατίθεται σε τέσσερα χρώματα: Graphite, Gold, Silver, Sierra Blue. Το τελευταίο είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον, ένα απαλό μπλε που παίρνει τη θέση του περυσινού Pacific Blue. Όσον αφορά στην οθόνη, εδώ βρίσκουμε μερικές σημαντικές αλλαγές. Αρχικά, το design παραμένει ίδιο, με ένα κεντρικό notch ψηλά που περιλαμβάνει το ηχείο, την κάμερα και τα υπόλοιπα εξαρτήματα που κάνουν εφικτή τη χρήση του Face ID. Το notch καθαυτό είναι εμφανώς μικρότερο σε όγκο, αλλά παραμένει κάπως «παλιό» σε λογική, καθώς μια μαύρη μπάρα που εκτείνεται σε σημαντικό μέρος της οθόνης – απλά είναι μικρότερη από το συνηθισμένο. Επίσης, παρότι το notch είναι μικρότερο, τα στοιχεία του status bar παραμένουν σε ίδιο μέγεθος οπότε δεν εκμεταλλεύονται τον επιπλέον ελεύθερο χώρο. Το Face ID παραμένει ο μοναδικός τρόπος να ξεκλειδώσει κανείς το κινητό πέρα από την εισαγωγή PIN, καθώς ένας αναγνώστης δακτυλικών αποτυπωμάτων συνεχίζει να απουσιάζει από τις νεότερες συσκευές της Apple. Με έκταση 6.1”, η οθόνη παραμένει άνετη για χρήση ακόμη και με ένα χέρι, ενώ το βάρος δεν είναι υπερβολικό κι έτσι δεν κουράζει στο κράτημα ακόμη και μετά από ώρες. Η οθόνη διαθέτει ανάλυση 2532x1170 (460ppi), είναι τεχνολογίας Super Retina XDR με OLED πάνελ και καταφέρνει να έχει άψογη απόδοση χρώματος, βαθύ μαύρο και άριστη αντίθεση με εξίσου υψηλή ευκρίνεια. Παράλληλα, η μέγιστη φωτεινότητα αγγίζει τα 1000 nits και η Apple ισχυρίζεται πως είναι κατά 25% πιο φωτεινή, ισχυρισμό που δεν καταφέραμε να επιβεβαιώσουμε ωστόσο η οθόνη είναι εξαιρετικά ευανάγνωστη ακόμη και σε ηλιόλουστο εξωτερικό χώρο. Όμως η μεγαλύτερη αναβάθμιση είναι η τεχνολογία ProMotion, που κάνει το ρυθμό ανανέωσης να φτάνει έως τα 120Hz και να χαμηλώνει έως τα 10Hz για εξοικονόμηση ενέργειας. Η εναλλαγή είναι εντελώς αυτόματη: όταν σκρολάρει ο χρήστης δουλεύει στα 120Hz, όταν σταματήσει και διαβάσει τη σελίδα πέφτει στα 10Hz. Είναι μια καλοδεχούμενη προσθήκη που η Apple άργησε να φέρει στα smartphone της όμως πλέον, ήρθε και κάνει τη διαφορά. Άπαξ και βιώσει κανείς την ομαλότητα κίνησης που προσφέρει ο υψηλός ρυθμός ανανέωσης, δύσκολα θα επιστρέψει σε κάτι χαμηλότερο. Επιδόσεις – Μπαταρία Το iPhone 13 Pro εξοπλίζεται με το νέο τσιπ A15 Bionic της Apple, που χρησιμοποιεί επεξεργαστή 6 πυρήνων (2 performance cores, 4 efficiency cores) και μονάδα γραφικών 5 πυρήνων και 6GB RAM – τα φετινά μοντέλα κυκλοφορούν με χωρητικότητες 128/256/512GB και 1TB. Η Apple ισχυρίζεται πως είναι κατά 50% ταχύτερο από τον ανταγωνισμό, όμως προφανώς είναι αδύνατο να γίνει σύγκριση σε πραγματικά σενάρια με κάποιο τσιπ όπως ο Snapdragon 888 καθώς υπάρχει μόνο σε κινητά με Android. Ένα κοινό σημείο σύγκρισης είναι το Geekbench 5 benchmark, στο οποίο ο A15 Bionic απέδωσε σκορ 1733/4718 (single-core/multi-core). Σε πραγματικά σενάρια, η καθημερινή ρουτίνα της διαχείρισης e-mails, χρήσης social, σερφαρίσματος στο ίντερνετ, χρήση Slack και σουίτας Office μαζί με περιστασιακό διάλλειμα για παιχνίδι ήταν «παιχνιδάκι» για το iPhone 13 Pro, όπως και κάθε βαρύ παιχνίδι που δοκιμάσαμε – από Genshin Impact έως Call of Duty Mobile ή το πιο απλό αλλά εξίσου άψογο Fantasian, ουδέποτε παρουσίασε πρόβλημα απόδοσης ακόμη κι όταν ήταν σχετικά ζεστό. Καθ’ όλη τη διάρκεια των παιχνιδιών, τα ηχεία απέδιδαν δυνατό ήχο με μπάσο και δεν παρατηρήθηκε παραμόρφωση, ούτε σε παιχνίδι ούτε σε τραγούδια – κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιείται για μουσική σε ένα μικρό δωμάτιο. Για την αυτονομία του, τα πράγματα είναι εξίσου θετικά κι όχι μόνο για τα δεδομένα ενός iPhone. Η μπαταρία του είναι χωρητικότητας 3095mAh (περίπου 200mAh μεγαλύτερη συγκριτικά με του 12 Pro) όμως συνδυαστικά με το iOS 15 και την οθόνη με μεταβλητό ρυθμό ανανέωσης, η αυτονομία αγγίζει ακόμη και τις δύο μέρες χωρίς να χρειαστεί φόρτιση. Τέτοια επίπεδα αυτονομίας, με την ίδια χρήση, δεν έχουμε συναντήσει σε κανένα προηγούμενο iPhone και πλέον ανταγωνίζεται τα κορυφαία Android smartphones στο συγκεκριμένο τομέα. Εκεί που συνεχίζει να υστερεί, βέβαια, είναι η φόρτιση των 20W που προσφέρει 0-50% σε περίπου μισή ώρα και μια πλήρης φόρτιση απαιτεί περίπου μιάμιση ώρα, νούμερα απογοητευτικά για μια συσκευή της κατηγορίας του. Η ασύρματη φόρτιση φτάνει στα 15W κι επομένως, είναι ακόμη πιο αργή, ίσως μια λύση έκτακτης ανάγκης. Στο κουτί περιλαμβάνεται καλώδιο USB-C σε Lightning και συνεχίζει να απουσιάζει ο φορτιστής πρίζας, οπότε είτε πρέπει να χρησιμοποιηθεί κάποιος που ήδη υπάρχει ή να αγοραστεί νέος. Από το κουτί, η συσκευή έρχεται με τη νεότερη έκδοση λειτουργικού, το iOS 15. Πέρα από τις οπτικές αλλαγές, μερικές χρήσιμες λειτουργίες είναι η δυνατότητα ορισμού διαφορετικής home page ανάλογα με την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται το κινητό, οπότε υπάρχει η δυνατότητα να βλέπει κάποιος διαφορετική εικόνα όσο βρίσκεται στο γραφείο και διαφορετική όταν σχολάει κι απομακρύνεται – ή οποιοδήποτε άλλο σενάριο μπορεί να σκεφτεί ο χρήστης. Το Focus Mode βοηθάει στη συγκέντρωση, όπως μαρτυράει και το όνομα, επιτρέπει τη δημιουργία συνθηκών κατά τις οποίες ο χρήστης δε θα λαμβάνει συγκεκριμένες ειδοποιήσεις ή ενοχλήσεις, όπως για παράδειγμα ένα “Work” Focus που μπλοκάρει τις ειδοποιήσεις για social media, παιχνίδια και παρόμοιες εφαρμογές. Άλλα σημεία βελτίωσης είναι τα Maps, Photos και άλλες βασικές εφαρμογές, όπως και βελτιώσεις στο FaceTime και ένας ανανεωμένος Safari. Κάμερα Στο συγκεκριμένο τομέα, υπάρχουν αρκετές βελτιώσεις, άλλες μικρές κι άλλες μεγάλες. Αρχικά, το τριπλό σύστημα κάμερας χρησιμοποιεί ένα φακό wide (12MP, f/1.5 με sensor shift OIS), ένα φακό ultra-wide (12MP, f/1.8), έναν tele (12MP, f/2.8, OIS, 3x optical zoom) κι έναν αισθητήρα LiDAR. Επιπλέον, κάθε φακός υποστηρίζει πλέον Night Mode. Ξεκινώντας από τη βασική κάμερα, βλέπουμε πως εξαιτίας του νέου διαφράγματος ο φακός αφήνει περισσότερο φως να εισέλθει κι έτσι οι φωτογραφίες εμφανίζονται πιο λεπτομερείς ευκολότερα. Πράγματι, σε συνθήκες με πλούσιο φως ή μέτριο φως, οι φωτογραφίες διατηρούν τη λεπτομέρεια και την υφή τους σε εκπληκτικό βαθμό. Επιπλέον, τα χρώματα είναι ζωντανά χωρίς να χάνουν τη φυσικότητά τους, είτε τις βλέπει κανείς στην OLED οθόνη του κινητού είτε οπουδήποτε αλλού. το OIS (που πέρυσι βρισκόταν μόνο στο iPhone 12 Pro Max) προσφέρει άψογη σταθεροποίηση οπότε οι κουνημένες φωτογραφίες αποτελούν παρελθόν. Σε σκοτάδι, το Night Mode κάνει φανταστική δουλειά στις περισσότερες περιπτώσεις με ελάχιστο θόρυβο και καλή διατήρηση χρώματος και λεπτομέρειας, όμως κάποιες φορές που δύο σκοτεινά σημεία είναι το ένα δίπλα στο άλλο και διαχωρίζονται από κάτι φωτεινότερο, τα μαύρα μέσα στα σκοτεινά σημεία εξαφανίζουν κάθε ίχνος λεπτομέρειας. Με χειροκίνητη ρύθμιση το πρόβλημα λύνεται, και δεν είναι τόσο συχνό, όμως απλώς φάνηκε παράξενο ενώ κατά τα άλλα η λειτουργία νυκτός δούλεψε άψογα. Ο αισθητήρας LiDAR κάνει ταχύτερη την αυτόματη εστίαση σε λειτουργία νυκτός ενώ επίσης επιτρέπει το συνδυασμό της με το Portrait Mode. Από πλευράς software τα νέα Photographic Styles επιτρέπουν στο χρήστη να ορίσει προεπιλεγμένες ρυθμίσεις για τις φωτογραφίες του επιλέγοντας από 5 διαθέσιμα στυλ που αλλάζουν τον τόνο χρώματος ή δίνουν έμφαση στην αντίθεση. Φυσικά, οι χειροκίνητες ρυθμίσεις δεν αντικαθίστανται από τα Photographic Styles, τα δεύτερα απλώς δημιουργήθηκαν για να δώσουν εύκολα άλλο ύφος σε κάθε φωτογραφία χωρίς χειροκίνητη αλλαγή, καθώς διατηρούνται όταν κλείνει και ξανανοίγει η εφαρμογή της κάμερας. Σειρά έχει ο υπερευρυγώνιος φακός και μια νέα δυνατότητα (που μάλιστα δεν υπάρχει στα iPhone 13 και iPhone 13 Mini) είναι η φωτογραφία με το φακό macro, ο οποίος εστιάζει από απόσταση 2 εκατοστών. Τα αποτελέσματα είναι αξιοθαύμαστα και φροντίζει να διατηρεί χρώματα και λεπτομέρειες, όμως απαιτεί πιο πλούσιο φως επάνω στο θέμα συγκριτικά με το βασικό φακό. Κι αυτό, όταν… θελήσει να δουλέψει. Μια ανεξήγητη επιλογή ήταν το macro να δουλεύει αυτόματα, όταν ο χρήστης πλησιάζει την κάμερα πολύ κοντά σε ένα αντικείμενο, όμως προφανώς αυτό δεν λειτουργεί πάντοτε – όταν ανιχνευτεί κάτι άλλο πίσω από το θέμα, τότε ο φακός αλλάζει διαρκώς σημείο εστίασης κι ο χρήστης δε μπορεί να κάνει κάτι για αυτό. Η Apple υποσχέθηκε πως σε επόμενο update θα δοθεί η δυνατότητα χειροκίνητης ρύθμισης, αλλά έως τότε το πρόβλημα παραμένει. Σε απλές λήψεις με τον υπερευρυγώνιο φακό, τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο καθαρά, λεπτομερή ή με χαμηλό θόρυβο όσο με τον ευρυγώνιο, όμως παραμένουν ποιοτικά και δεδομένης της πιο περιστασιακής χρήσης που πιθανότατα θα του κάνουν οι χρήστες δεν αναμένεται να απογοητεύσει. Σε Night Mode, ο θόρυβος παραμένει σε αξιοπρεπή επίπεδα και μια πιθανή φωτογράφιση ενός τοπίου τη νύχτα με το φως του φεγγαριού και μόνο πιθανότατα θα δείχνει αρκετά όμορφη και δε θα τραβήξει τα βλέμματα για τους λάθος λόγους. Έπειτα, ο τηλεφακός πλέον έχει οπτικό zoom 3x (αντίστοιχο εστιακού μήκους 77mm) κι έτσι επιτρέπει τη λήψη πορτρέτων με όμορφο, φυσικό εφέ bokeh γύρω από το μοντέλο. Το διάφραγμα πλέον δεν είναι τόσο ευρύ, ωστόσο η προσθήκη Night Mode εξισορροπεί την πιθανή απώλεια λεπτομέρειας σε χαμηλό φωτισμό. Το οπτικό zoom 3x συνεχίζει να φαντάζει λίγο για ένα κινητό τέτοιας κατηγορίας, αλλά είναι μια βελτίωση συγκριτικά με τα περυσινά μοντέλα (2.5x). Στο κομμάτι των βίντεο, η κάμερα είναι ικανή για λήψεις 4K σε 60/30/25/24fps και 1080p/60 με Dolby Vision HDR. Σε γενικές γραμμές, αποδίδει εξαιρετικά τόσο στην παρακολούθηση κινούμενου θέματος όσο και στη διατήρηση λεπτομέρειας. Χρειάζεται αρκετή βοήθεια στο φωτισμό, καθώς αν δεν υπάρχει πλούσιο φως τότε γίνεται απότομη «βουτιά» σε ποιότητα. Μια νέα προσθήκη εδώ είναι το Cinematic Mode, το οποίο παρακολουθεί ένα θέμα και θολώνει τα πάντα γύρω του, ενώ επίσης είναι «έξυπνο» κι αναγνωρίζει πότε εισέρχεται και πότε αποχωρεί από το πλάνο. Περιορίζεται στα 1080p/30fps αλλά είναι μια θυσία που δεν ενοχλεί τόσο, καθώς κύριος σκοπός εδώ είναι ο πειραματισμός. Το θετικό είναι πως δουλεύει αξιόπιστα και παράγει ποιοτικά αποτελέσματα, είναι ίσως πιο αξιόπιστο ως λειτουργία από το αυτόματο macro, όμως σίγουρα έχει πιο περιορισμένη εφαρμογή σε καθημερινά σενάρια. Συμπέρασμα Διάφορες μικρές και μεγάλες βελτιώσεις σε σχέση με τα περυσινά μοντέλα ίσως δεν είναι αρκετές για να πείσουν τους κατόχους iPhone 12 Pro/Pro Max να αναβαθμίσουν, όμως οποιοσδήποτε άλλος οφείλει να ρίξει μια ματιά στο iPhone 13 Pro στην αναζήτησή του για νέο κινητό. Διαθέτει άψογη αυτονομία, αστραπιαίες επιδόσεις, ποιοτική οθόνη κι εξίσου υψηλής ποιότητας κάμερες. Συνολικά, είναι ένα άρτιο smartphone σε κάθε τομέα, ικανό να καλύψει πρακτικά κάθε χρήστη σε οποιοδήποτε σενάριο. Τα «αγκάθια» παραμένουν λίγο-πολύ τα ίδια: αργή φόρτιση, μια θύρα που σιγά-σιγά μετατρέπεται σε υπόλειμμα άλλης εποχής, απουσία αισθητήρα δακτυλικού αποτυπώματος και η νέα λειτουργία macro δε λειτουργεί όπως θα έπρεπε.
    6 πόντοι
  29. Το Death Stranding αποτελεί μία από τις πλέον πολυσυζητημένες κυκλοφορίες των τελευταίων ετών. Κάτι το ομολογουμένως ασυνήθιστο κόνσεπτ του, κάτι η ιδιαίτερη εμπειρία gameplay που προσφέρει, κάτι το μάρκετινγκ της Sony –που ειρήσθω εν παρόδω παίρνει άριστα- και κάτι η υπογραφή του Hideo Kojima, ενός εκ των πιο αναγνωρίσιμων δημιουργών video games παγκοσμίως, έκαναν Τύπο και κοινό να μιλούν εδώ και βδομάδες σχεδόν αποκλειστικά για αυτό. Η αλήθεια είναι πως το Death Stranding επιδιώκει να διαφέρει. Ο στόχος του από την πρώτη μέχρι και την τελευταία του στιγμή είναι να προσφέρει στον παίκτη κάτι το ξεχωριστό, κάτι που δύσκολα θα βρει εκείνος επί του παρόντος σε άλλον τίτλο. Το διαφορετικό βέβαια δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και καλύτερο. Ποιοτικότερο σίγουρα, διασκεδαστικότερο παίζεται… Το μόνο βέβαιο είναι πως το πόνημα του Kojima είναι αρκετά απαιτητικό. Στην αρχή, ο παίκτης οφείλει να είναι συγκεντρωμένος προκειμένου να μπει στο κλίμα του όσο το δυνατόν ταχύτερα, να καταλάβει το σεναριακό υπόβαθρο, τον ρόλο του πρωταγωνιστή, τους κινδύνους που ελλοχεύουν και τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα. Στην πορεία, καλείται να επιδείξει ιώβεια υπομονή, αναλωνόμενος σε gameplay που υπό άλλες συνθήκες θα τον εξουθένωνε. Στο Death Stranding λοιπόν, βρισκόμαστε στο κοντινό μέλλον με τον κόσμο να έχει πάει κατά διαόλου. Μια μεγάλη έκρηξη κατέστρεψε την Αμερική, διαλύοντας το κράτος (η τύχη του υπόλοιπου πλανήτη αγνοείται επιδεικτικά). Αυτό ήταν όμως μάλλον το λιγότερο, αφού παράλληλα κατέστρεψε το χώρισμα μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών με αποτέλεσμα οι ψυχές των δεύτερων να τριγυρνούν ελεύθερες ψάχνοντας να επιστρέψουν. Όταν τα πλάσματα αυτά, τα λεγόμενα BT βρίσκουν εν τέλει νεκρά σώματα, προκαλούν τεράστιας ισχύος εκρήξεις μαζί με μία ιδιαίτερου τύπου βροχή που το παιχνίδι ονομάζει χρονόπτωση και γερνά ό,τι αγγίζει. Με αυτά ως δεδομένα, η ανθρωπότητα –των ΗΠΑ- έχει καταφύγει σε υπόγειες αποικίες, στηριζόμενη κυρίως σε μεταφορείς που αναλαμβάνουν τη ζόρικη δουλειά να μεταφέρουν αγαθά από πόλη σε πόλη. Τα μόνα που έχουν απομείνει από τον παλιό κόσμο είναι μία λειτουργία 3D printing που βασίζεται στο χειράλιο –το οποίο με τη σειρά του είναι μια ουσία που προκύπτει από τα BT- και άπειρα κουτάκια Monster (εντελώς άστοχο product placement). Ο κεντρικός ήρωας, Sam Porter Bridges είναι ένας τέτοιος μεταφορέας. Μη σας παραξενεύει το όνομα: στο Death Stranding όλοι οι χαρακτήρες έχουν ονόματα που τους χαρακτηρίζουν. Τα παραπάνω μπορεί να μοιάζουν υπερβολικά πολύπλοκα, ωστόσο το παιχνίδι κάνει εξαιρετική δουλειά στο “χτίσιμο” της ιστορίας του. Μετά τις πρώτες δύο ώρες παιχνιδιού –με ένα σημαντικό ποσοστό τους να είναι cutscenes- θα έχετε σχηματίσει μια καλή εικόνα για τον κόσμο του, τον ρόλο των βασικών χαρακτήρων και κάποιες πρώτες καταστάσεις που θα έχετε συναντήσει. Ο ρόλος σας είναι να μεταφέρετε αντικείμενα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Στο Death Stranding επιδίδεστε σε ένα μπαράζ “αποστολών FedEx” στις οποίες παραδίδετε πακέτα. Το ζητούμενο βέβαια είναι τα πακέτα αυτά να φτάσουν στην ώρα τους και σε καλή κατάσταση. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να επιλέξετε προσεκτικά τον δρόμο σας, να αποφύγετε τις κακοτοπιές και να φροντίσετε ώστε ο Sam να διατηρήσει την ισορροπία του σε κάθε περίπτωση. Στο διάβα σας θα βρείτε ένα αρκετά αφιλόξενο περιβάλλον με βουνά, γκρεμούς και ποτάμια, τα BT που λέγαμε πιο πάνω και ομάδες ληστών που έχουν βάλει στο μάτι το εμπόρευμά σας. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να δώσετε έμφαση στον τρόπο με τον οποίο θα φορτώσετε τον Sam: η λογική λέει ότι θα προσπαθήσετε να πάρετε μαζί σας όσο το δυνατόν περισσότερα αλλά πόσα θα είναι αυτά…; Σημαντικό ρόλο στην αποστολή σας θα παίξει το ασύγχρονο multiplayer του Death Stranding –για εσάς που αγχώνεστε, είναι προαιρετικό κι αν δε σας αρέσει, απλά το απενεργοποιείτε. Στη λογική που καθιέρωσε η σειρά Souls, καθώς προχωράτε στο παιχνίδι θα βρίσκετε κατασκευές άλλων παικτών τις οποίες θα είστε σε θέση να εκμεταλλεύεστε έτσι ώστε να κάνετε τη ζωή σας ευκολότερη –αντίστοιχα, οι σκάλες, τα σκοινιά και τα λοιπά δικά σας δημιουργήματα μένουν παρακαταθήκη για τους επόμενους. Για να δείξετε μάλιστα την ευγνωμοσύνη σας, μπορείτε να τους χαρίσετε… likes τα οποία σε έναν βαθμό καθορίζουν την απόδοση του Sam αλλά και τις ικανότητές του. Το gameplay του Death Stranding αποτελείται ως επί το πλείστον από παρεμφερείς αποστολές. Με την κάθε του παράδοση, ο Sam συμβάλει στην επέκταση του Χειρικού Δικτύου, μίας τεχνολογίας που έχει τη δύναμη να ενώσει τους διάσπαρτους κόμβους στην επικράτεια των ΗΠΑ και να κάνει τις τελευταίες και πάλι κράτος. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις αποστολές λοιπόν, το Death Stranding διηγείται και μία ιστορία η οποία είναι ενδιαφέρουσα αλλά μέχρι εκεί. Οι γνωστοί ηθοποιοί που συνθέτουν το καστ του παιχνιδιού κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους, φροντίζοντας να είναι εκεί που θα τραβήξουν την προσοχή όταν πρέπει, ενώ μολονότι προς το τέλος τα πράγματα μπαίνουν σε μια σειρά, ο τίτλος φροντίζει να προετοιμάσει το έδαφος για πιθανό sequel. Μιας που αναφερθήκαμε στο καστ του Death Stranding, ας ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση για μία εκτενέστερη αναφορά σε αυτό. Ο ρόλος του Norman Reedus είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του, ενώ εκείνος της Lea Seydoux έκπληξη –ευχάριστη όμως. Ο Mads Mikkelsen με το χαρακτηριστικό… βλέμμα του τρελού είναι εξαιρετικός ενώ το ίδιο ισχύει και με τον Troy Baker. Σε σπέσιαλ cameo συναντάμε τον Guillermo del Toro. Όπως συμβαίνει με τις first party κυκλοφορίες της Sony, έτσι και το Death Stranding έρχεται πλήρως εξελληνισμένο. Οι Έλληνες ηθοποιοί έχουν κάνει καταπληκτική δουλειά, ωστόσο όσοι επιθυμούν μια πιο αυθεντική εμπειρία μπορούν απλά να επιλέξουν ελληνικά μενού και υπότιτλους. Η τελευταία επιλογή κάνει φιλικότερη προς τον –Έλληνα- παίκτη την όλη εμπειρία του παιχνιδιού, αν και το μικρό μέγεθος γραμματοσειράς ίσως να δυσκολέψει ορισμένους. Κλείνουμε την παρένθεση και συνεχίζουμε. Πέραν των παραδόσεων υπάρχουν όμως και μάχες. Το Death Stranding δίνει έμφαση στη stealth προσέγγιση όσον αφορά στο gameplay του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο παίκτης δεν μπορεί να υιοθετήσει διαφορετική αντιμετώπιση. Τα boss fights δε λείπουν, οι αντίπαλοι προσφέρουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο πρόκλησης (μην περιμένετε το βάθος των Metal Gear) ενώ το μωρό που είναι συνδεδεμένο στο σώμα σας, το BB, έχει σημαντικά μικρότερο ρόλο απ’ ό,τι άφηναν να εννοηθεί όλα αυτά τα χρόνια οι άνθρωποι της Sony και της Kojima Productions, αφού βοηθά τον Sam να δει τα BT έτσι ώστε να τους αποφύγει. Όσο περισσότερες ώρες επενδύετε στο παιχνίδι, τόσο πιο εξελιγμένος θα γίνεται ο εξοπλισμός σας, επιτρέποντάς σας να μεταφέρετε μεγαλύτερες ποσότητες με περισσότερη ευκολία. Κι αν το gameplay του είναι συζητήσιμο, στον τεχνικό τομέα το Death Stranding παίρνει άριστα. Πρόκειται για ένα από τα πλέον καλοφτιαγμένα παιχνίδια της γενιάς του και δε θα ήταν υπερβολή αν κάποιος ισχυριζόταν ότι πιθανότατα να μιλάμε για ό,τι πιο εντυπωσιακό μας έχει προσφέρει ποτέ το gaming. Τα τοπία, οι φωτοσκιάσεις, τα δυναμικά καιρικά φαινόμενα, όλα είναι εκπληκτικά. Οι ψηφιακές εκδοχές των ηθοποιών δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα τις πραγματικές με τις εκφράσεις των προσώπων και τις κινήσεις τους να είναι προσεγμένες μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Το μοντέλο της φυσικής είναι εξίσου εντυπωσιακό και μολονότι δεν είναι ακριβώς ρεαλιστικό (φτάνει να δείτε με τι καταλήγει να κυκλοφορεί ο Sam στην πλάτη…) προσφέρει μία απόλυτα απολαυστική εμπειρία. Το ερώτημα που τίθεται εν τέλει, δεν είναι αν το Death Stranding είναι εντυπωσιακό ή ξεχωριστό αλλά αν είναι σε θέση να ψυχαγωγήσει τον παίκτη (τα περί οράματος του Kojima δεν απαντούν στην ερώτηση “αν κάποιος πέρασε καλά παίζοντας”). Εδώ τα πράγματα είναι ζόρικα αφού στην πράξη μιλάμε για έναν τίτλο με διάρκεια τουλάχιστον 40-45 ώρες, οι περισσότερες εκ των οποίων υποχρεώνουν τον παίκτη να κάνει το ίδιο πράγμα. Ο επιβλητικός του κόσμος είναι μεν εντυπωσιακός όμως εν τέλει καταλήγει να διηγείται μια ιστορία που θα μπορούσε να έχει ολοκληρώσει στον μισό χρόνο. Πρόκειται για τίτλο που σίγουρα θα είναι κρίμα να μη δει κάποιος. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ωστόσο ότι θα διασκεδάσει κιόλας παίζοντάς τον. Μας άρεσαν Εξωπραγματικά γραφικά, υπέροχη κίνηση Έξυπνη υλοποίηση ασύγχρονου multiplayer Κορυφαίες ερμηνείες Περίεργος κόσμος με σπουδαίες προοπτικές εξερεύνησης Δε μας άρεσαν Επαναλαμβανόμενο gameplay Τραγικό product placement Σενάριο και πλοκή με αρκετές τρύπες
    6 πόντοι
  30. Με το Dark Base Pro 901, η be quiet! δεν άφησε τίποτα στην τύχη. Δεν είναι μόνο το κορυφαίο φινίρισμα, η υψηλή ποιότητα κατασκευής, οι υψηλής απόδοσης και αθόρυβοι ενσωματωμένοι ανεμιστήρες ή ο πίνακας ελέγχου αφής και οι φωτιζόμενες λεπτομέρειες αλλά και οι ευκολίες διαχείρισης, η κορυφαία συμβατότητα και η καινοτομική ευελιξία που το καθιστούν ενδεχομένως ένα από τα πλέον καλά μελετημένα κουτιά για υπολογιστές υψηλής απόδοσης που έχουμε δει. Το νέο Dark Base Pro 901 κάνει -όπως διαπιστώσαμε- περισσότερα πράγματα από ένα τυπικό κουτί υπολογιστή. Το Dark Base Pro 901 διαδέχτηκε το γνωστό και δημοφιλές Dark Base Pro 900 και πρωτοπαρουσιάστηκε στην έκθεση Computex 2023 που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του Καλοκαιριού στην Ταϊπέι, στην Ταϊβάν. Το κουτί επιτρέπει στους χρήστες να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις δυνατότητες του hardware τους και βεβαίως να το επιδείξουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο χάρη στο πλαϊνό κάλυμμα από ενισχυμένο γυαλί τύπου «tempered glass». Το κουτί μπορεί να δεχτεί οποιονδήποτε τύπο mainboard ακολουθεί τις προδιαγραφές ATX, από τύπου Mini-ITX έως και E-ATX (Extended ATX) χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Χάρη επίσης στο ευρύχωρο εσωτερικό -περίπου 82,7 λίτρα – υπάρχει χώρος για οποιαδήποτε σχεδόν διαμόρφωση ψύξης. Ο χρήστης μπορεί να εγκαταστήσεις κάρτες γραφικών με μήκος έως και 49,5 εκατοστών (εφόσον αφαιρεθεί ο κλωβός για τους σκληρούς δίσκους) ή με μήκος έως και 37 εκατοστών με τον κλωβό για τους σκληρούς δίσκους 3,5” εγκατεστημένο. Επίσης μπορεί να δεχτεί ψύκτρες (αερόψυξης) με ύψος έως και 19 εκατοστών. Με τη πρώτη ματιά, εμφανισιακά, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λιτό και σχεδόν «επαγγελματικό». Σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βαρετό (εκτός και αν σας αρέσουν τα κουτιά που μοιάζουν να βγήκαν από ταινία… τρανσφόρμερς), το ακριβώς αντίθετο θα λέγαμε. Παρακάτω, όπως θα διαβάσετε, δικαιολογούμε την άποψη μας. Συσκευασία και εξοπλισμός/παρελκόμενα Ο πρόσθετος εξοπλισμός και τα παρελκόμενα… εκπλήσσουν. Ενδεχομένως να μην έχουμε συναντήσει άλλο κουτί που να διαθέτει τόσο πρόσθετο εξοπλισμό. Τα δύο χάρτινα κουτιά που συνοδεύουν το Dark Base Pro 901 περιέχουν τα παρακάτω πρόσθετα: To «Part Box» περιέχει: Βίδες διάφορων τύπων και μεγεθών και αποστάτες Βάση στήριξης για την κάρτα γραφικών και βάση στήριξης για κάθετη εφαρμογή της κάρτας γραφικών Σφιγκτήρες καλωδιώσεων Ο κλωβός υποστήριξης της συσκευής ανάγνωσης/εγγραφής οπτικών δίσκων Ένα ειδικό κάλυμμα για την καλύτερη διαχείριση των καλωδίων εφόσον εγκατασταθεί mainboard με μεγάλο πλάτος To «Accessories Box» περιέχει: Διάτρηση πρόσοψη Διάτρητο, με γρίλιες κάλυμμα για τον θάλαμο του τροφοδοτικού Κάλυμμα (side panel) για το κρύψιμο των καλωδιώσεων και των drives στην δεξιά πλευρά Πρόσθετη βάση για ψυγείο υδρόψυξης Υψηλή απόδοση ή αθόρυβη λειτουργία; Όπως συμβαίνει και με το Silent Base 802 που δοκιμάσαμε πρόσφατα, το Dark Base Ori 901 περιλαμβάνει στη συσκευασία αρκετά ανταλλάξιμα τμήματα που μπορούν να εξυπηρετήσουν δύο τρόπους λειτουργίας: στην πρώτη περίπτωση παρέχονται όλα όσα χρειάζεστε για να επιτύχετε την υψηλότερη δυνατή απόδοση με χαμηλά επίπεδα θορύβου ενώ στην δεύτερη περίπτωση παρέχονται όλα τα απαραίτητα για να επιτύχετε λειτουργία με τα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα θορύβου. Στη συσκευασία του νέου κορυφαίου κουτιού της be quiet! ο χρήστης θα βρει μία ανταλλάξιμη πρόσοψη (front panel) καθώς και ένα μετατρεπόμενο άνω πάνελ (top panel) που περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά τμήματα με ηχομονωτική επένδυση και ένα διάτρητο κάλυμμα. Στην περίπτωση που ο χρήστης επιλέξει τη λειτουργία υψηλότερης απόδοσης (επομένως πρέπει να επιλέξει τα τμήματα που επιτρέπουν τη μεγαλύτερη δυνατή ροή αέρα στο εσωτερικό) μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διάτρητη πρόσοψη και το διάτρητο άνω πάνελ. Στην περίπτωση που επιθυμεί τα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα θορύβου, τότε μπορεί να επιλέξει να τοποθετήσει στο άνω πάνελ τα δύο συμπαγή και επενδυμένα με ηχομονωτικό υλικό πλαστικά τμήματα που παρέχονται καθώς και τη συμπαγή πρόσοψη (σε αυτή τη περίπτωση ο αέρας εισέρχεται στο εσωτερικό κυρίως από το κάτω μέρος και τις διάτρητες «κολώνες» αριστερά και δεξιά της πρόσοψης) Ένα ακόμη τμήμα που μπορείτε να αλλάξετε για να ενισχύσετε τη ροή του αέρα και την απόδοση ή την αθόρυβη λειτουργία είναι το πλαστικό κάλυμμα που βρίσκεται στο άνω τμήμα του ξεχωριστού θαλάμου για το τροφοδοτικό και τους σκληρούς δίσκους 3,5”. Μπορείτε να αντικαταστήσετε το συμπαγές κάλυμμα με ένα που διαθέτει γρίλιες και επιτρέπει τη ροή του αέρα ανάμεσα στα δύο ξεχωριστά τμήματα του κουτιού. Όσοι χρήστες προτιμούν ένα ακόμα περισσότερο τακτοποιημένο εσωτερικό -και ελαφρώς μικρότερα επίπεδα θορύβου επίσης- μπορούν να χρησιμοποιήσουν το ειδικό κάλυμμα για το δεξί side panel που μπορείτε να δείτε παρακάτω. Η χρηστικότητα…. Ανεστραμμένη Οι ευκολίες που προσφέρει το Dark Base Pro 901 είναι αμέτρητες. Ο χρήστης μπορεί να κάνει σχεδόν ότι… θέλει με το εσωτερικό και να τοποθετήσει τη μητρική κανονικά, ανεστραμμένα κ.λπ. Το ίδιο μπορεί να κάνει και με την κάρτα γραφικών, καθώς προσφέρονται όλα όσα χρειάζονται για κάθετη ή οριζόντια τοποθέτηση. Αποθηκευτικές μονάδες 2,5” και 3,5” Το κουτί της be quiet! διαθέτει 2 υποδοχές για σκληρούς δίσκους 3,5” (συνολικά μπορεί να δεχτεί έως και 7) και 6 υποδοχές για αποθηκευτικές μονάδες 2,5” (σκληρούς δίσκους ή solid state drives) αν και ο μέγιστος αριθμός μπορεί να αυξηθεί έως και τις 16 αποθηκευτικές μονάδες. Κρυφή υποδοχή για… optical drive Και όμως, υπάρχει μία κρυφή υποδοχή για την εγκατάσταση μίας συσκευής αναπαραγωγής/εγγραφής οπτικών δίσκων στο κάτω μέρος της πρόσοψης. Απλώς πιέζετε λίγο πάνω από το λογότυπο της be quiet! (push-to-release) στην πρόσοψη για να ανοίξει ένα πορτάκι και να εμφανιστεί η υποδοχή 5,25” για τη συσκευή. Σε αυτή τη περίπτωση ωστόσο, θα χρειαστεί να αφαιρέσετε τον κλωβό με τις υποδοχές για τους δύο σκληρούς δίσκους 3,5” που βρίσκονται από πίσω. Κορυφαία συμβατότητα και ευελιξία Χάρη στις γενναιόδωρες διαστάσεις, το Dark Base Pro 901 μπορεί να αποτελέσει μία εξαιρετική βάση για οτιδήποτε έχετε φανταστεί για τη ψύξη ή τον φωτισμό του συστήματός σας. Έτσι, μπορείτε να εγκαταστήσετε συνολικά έως και 11 ανεμιστήρες και ψυγεία υδρόψυξης έως και 420 mm. Πιο συγκεκριμένα, μπορείτε να εγκαταστήσετε 3x ανεμιστήρες 140/ 120 mm στο άνω τμήμα, 3x ανεμιστήρες 140/ 120 mm στο μπροστινό τμήμα, 3x ανεμιστήρες 140/ 120 mm στο πλάϊ, 1x ανεμιστήρα 140/ 120 mm στο πίσω μέρος και 1x ανεμιστήρα 140/ 120 mm στο κάτω μέρος. Για όσους προτιμούν τις λύσεις αερόψυξης, το κουτί διαθέτει αρκετό πλάτος ώστε να επιτρέπει την εγκατάσταση ψύκτρας με ύψος έως και 190 mm. Όπως αναφέραμε, μπορείτε να εγκαταστήσετε ψυγεία υδρόψυξης έως και 420 mm. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να εγκατασταθεί ψυγείο 120/240 ή 360 mm στο άνω τμήμα, ψυγείο 120/140/240/280/360 ή 420 στο μπροστινό μέρος, ψυγείο 120/240 ή 360 mm στο πλάϊ και ψυγείο 120 ή 140 mm στο πίσω μέρος. Οι επιλογές λοιπόν διαμόρφωσης ποικίλουν οπότε δύσκολα δεν θα βρείτε κάποια που να μην ταιριάζει στις ιδιαίτερες ανάγκες σας. Αθόρυβοι και ισχυροί προεγκατεστημένοι ανεμιστήρες Το κουτί διαθέτει προ-εγκατεστημένους 3x ανεμιστήρες Silent Wings 4 PWM που είναι βελτιστοποιημένοι για να δημιουργούν ισχυρό ρεύμα αέρα και εκπληκτική στατική πίεση χωρίς να παράγουν θόρυβο. Τα χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από άλλους είναι το 6πολικό 3φασικό μοτέρ που συνεισφέρει σημαντικά στην απόδοση και στη χαμηλή κατανάλωση, τα υδροδυναμικής τεχνολογίας ρουλεμάν για μειωμένους συντονισμούς και κραδασμούς και τα ειδικά σχεδιασμένα πτερύγια της φτερωτής με τις αυλακώσεις που αυξάνουν στη στατική πίεση. Το πλαίσιο για τη φτερωτή με τις σχήματος χοάνης οπές είναι επίσης βελτιστοποιημένο για αυξημένη στατική πίεση. Την ώρα που στο Silent Base 802, η εταιρεία προσάρμοσε κάτω από το άνω τμήμα του κουτιού μία βάση για το ψυγείο του συστήματος υδρόψυξης -ή τους ανεμιστήρες αν προτιμάτε τη λύση της αερόψυξης- που μπορούσε να βγει συρταρωτά, στη περίπτωση του Dark Base Pro 901, η συγκεκριμένη βάση είναι πλήρως αποσπώμενη και αφαιρείται και τοποθετείται από το άνω μέρος. Αν και η συγκεκριμένη λύση -που είναι αρκετά έξυπνη ομολογουμένως- δεν κάνει και καμία σημαντική διαφορά σε σχέση με τη λύση που έχει προτιμηθεί στο Silent Base 802, εντούτοις ενσωματώνει fan hub και pogo pin connector που καθιστά την εγκατάσταση των ανεμιστήρων και του ψυγείου καθώς και τη διαχείριση των καλωδιώσουν μία αρκετά περισσότερο εύκολη διαδικασία. Φωτιζόμενα στοιχεία Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του Dark Base Pro 901 είναι η ενσωματωμένη φωτιζόμενη λωρίδα LED ARGB που «τρέχει» κατά μήκος του ξεχωριστού διαμερίσματος του τροφοδοτικού και της πρόσοψης. Η λωρίδα είναι λεπτή και κομψή και επομένως ο φωτισμός είναι σχετικά διακριτικός. Πίνακας ελέγχου με πλήκτρα αφής Ένα από τα πιο ωραία στοιχεία του Dark Base Pro 901 είναι το εμπρόσθιο πάνελ I/O με τις υποδοχές και τα πλήκτρα ελέγχου για την ταχύτητα περιστροφής των ανεμιστήρων και τον φωτισμό που είναι αφής. One more thing! Πως θα σας φαινόταν να μπορείτε να φορτίσετε ασύρματα το κινητό σας, απλώς ακουμπώντας το στο άνω τμήμα του κουτιού του υπολογιστή σας; Ωραίο ε; Στο άνω τμήμα του κουτιού, λίγο πίσω από το εμπρόσθιο πάνελ I/O υπάρχει μία επιφάνεια φόρτισης που είναι συμβατή με ασύρματης φόρτισης συσκευές Qi. Τι άλλο να ζητήσεις από ένα κουτί υπολογιστή; Συμπέρασμα Αν και πρόκειται για ένα εντυπωσιακό αναμφισβήτητα κουτί, το Dark Base Pro 901 μπορεί να περάσει «απαρατήρητο» στα μη υποψιασμένα μάτια κάποιον χρηστών. Αυτό όμως είναι και το βασικό στοιχείο που το καθιστά ξεχωριστό: πολύ ουσία, χωρίς φανφάρες. Με πολλές έξυπνες λύσεις και καινοτομικά χαρακτηριστικά, το κουτί της be quiet! είναι ιδανικό για απαιτητικούς, gamers και ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες. Έχει όλα όσα χρειάζονται, σε «επαγγελματικού προφίλ περιτύλιγμα» και με λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά. Το be quiet! Dark Base Pro 901 είναι ένα από τα καλύτερα κουτιά high-end υπολογιστών στην αγορά, αν δεν είναι το καλύτερο. Είναι ακριβούτσικο, αλλά συγκριτικά με τον ανταγωνισμό, το Dark Base Pro 901 αξίζει και το παραμικρό ευρώ.
    5 πόντοι
  31. Τα ultrabooks της ASUS αποτελούν σημαντικό κομμάτι της αγοράς, αφού η εταιρεία διαθέτει πολλαπλά μοντέλα με διάφορες δυνατότητες για να καλύπτει κάθε ανάγκη. Ένα από αυτά είναι το νέο ASUS Zenbook S 13 OLED, κάτι που, όπως μαρτυράει ο τίτλος, είναι από το «επάνω ράφι». Ανήκοντας στην premium σειρά Zenbook S, προσφέρει υψηλές επιδόσεις σε ένα μικρό, λεπτό κι ελαφρύ σασί, όπου κρύβεται μια οθόνη OLED. Το ASUS Zenbook S 13 OLED πέρασε από τα χέρια μας για δοκιμαστικούς σκοπούς και αναλύουμε την εμπειρία μας με αυτό, στο κείμενο που ακολουθεί. Σχεδιασμός – Οθόνη Βγάζοντας το laptop από το κουτί, στεκόμαστε για λίγο στον σχεδιασμό της επάνω εξωτερικής πλευράς, όπου υπάρχει μια μικρή και διακριτική αναφορά στο μοντέλο στη μια γωνία, με την υπόλοιπη επιφάνεια να καλύπτεται από καλαίσθητες γραμμές που νομίζουμε σχηματίζουν "κάπως" το γράμμα A. Η ASUS μας προμήθευσε με το χρωματισμό Basalt-Gray, ο οποίος είναι πιστεύουμε και ο καλύτερος ανάμεσα στις διαθέσιμες επιλογές Σε διάφορα σημεία, διασχίζεται από ανοιχτόχρωμες γκρι γραμμές που κάνουν ωραία αντίθεση στο σκούρο γκρι, αλουμινένιο σώμα. Από κάτω είναι αρκετά απλοϊκός ο σχεδιασμός, με οπές για τους δύο ανεμιστήρες και τίποτα άλλο αξιοσημείωτο. Το ASUS Zenbook S 13 OLED είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο όμορφα laptop που έχουν περάσει από τα γραφεία μας, χωρίς να χάνει καθόλου σε ποιότητα κατασκευής. Το μεταλλικό σώμα του Zenbook S 13 OLED είναι από μαγνήσιο, με την ASUS να έχει χρησιμοποιήσει μια ειδική διαδικασία που παράγει μια παχιά, πυκνή επίστρωση οξειδίου του μετάλλου, η οποία προστατεύει το laptop από τη φθορά, ενώ τυχόν δαχτυλιές δεν έχουν θέση στην επιφάνεια του laptop. Οι διαστάσεις του φτάνουν τα 29.6x21.6x1.09cm με βάρος 1 κιλό, κάνοντάς το όχι μόνο πολύ ελαφρύ αλλά και εξαιρετικά λεπτό. Με μόλις ένα εκατοστό πάχος, είναι σαν να κρατάμε ένα μπλοκάκι στο χέρι ενώ στην τσάντα είναι σαν να ξεχνάμε πως υπάρχει. Αν πιστεύεις ότι αυτό προϋποθέτει ότι η πρόταση της ASUS είναι "ευαίσθητη", τότε σε ενημερώνουμε ότι κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την πραγματικότητα και λόγω των υλικών που έχουν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του, με το Zenbook S 13 OLED εμπνέει εμπιστοσύνη. Στην δεξιά πλευρά, βρίσκουμε μια θύρα USB 3.2 Gen 2 Type-A και ένα βύσμα 3.5mm, ενώ στην αριστερή βρίσκονται μια θύρα HDMI 2.1 και δύο θύρες Thunderbolt 4 USB-C. Μία από αυτές χρησιμοποιείται για την φόρτιση, με τον παρεχόμενο φορτιστή USB-C 65W. Παρότι για το πάχος του προσφέρει αρκετές θύρες και μάλιστα πλήρους μεγέθους (HDMI, USB-A), πάντοτε μας ενοχλούσε και θα μας ενοχλεί όταν δεν προσφέρεται θύρα φόρτισης και απαιτείται να αξιοποιούμε μια από τις USB όμως από την άλλη δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι η ASUS έχει καταφέρει σε ένα τόσο λεπτό σασί να ενσωματώσει και την κλασσική θύρα USB-A. Ανοίγοντας την οθόνη, η οποία ανοίγει εύκολα και δεν λύγιζε, παρατηρούμε αρχικά πως το laptop παίρνει λίγο ύψος. Η ASUS επέλεξε να κάνει το κάτω μέρος λίγο πιο μικρό από το επάνω, οπότε η οθόνη λειτουργεί σαν στήριγμα που ανεβάζει το laptop περίπου 2 εκατοστά, με την εταιρεία να το ονομάζει ErgoLift. Το έχουμε δει και σε άλλες σειρές της εταιρείες, και συνεχίζουμε να το αγαπάμε αφού όχι μόνο επιτρέπει στους ανεμιστήρες να λειτουργούν ανεμπόδιστοι, αλλά το πληκτρολόγιο παίρνει κλίση που μας βοήθησε στην πληκτρολόγηση. Επιστρέφουμε στο «κυρίως θέμα» του design. Πρόκειται για την οθόνη αφής 13.3” τύπου OLED, με ανάλυση 2.8K (2880x1800) και λόγο διάστασης 16:10. Τα περιθώρια είναι ελάχιστα και εκμεταλλεύεται σχεδόν όλη την έκταση. Προσφέρει μέγιστη φωτεινότητα 550nits και κάλυψη χρώματος DCI-P3 100%, ενώ υποστηρίζει DisplayHDR 500 True Black και Dolby Vision. Με λίγα λόγια, είναι φανταστική στο χαρτί αλλά και στην πράξη. Είναι τόσο φωτεινή, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε εξωτερικούς χώρους ενώ η ακρίβεια χρώματος είναι ανώτερη από τον ανταγωνισμό – άμεσο ή μη. Μένοντας στην οθόνη, αυτή έρχεται "calibrated" όμως η ASUS πάει την όλη ιστορία (πολύ) πιο πάνω δίνοντας μας τη δυνατότητα να επιλέξουμε εμείς κάποιο διαφορετικό color profile, μέσα από την εφαρμογή MyASUS. Στην ίδια εφαρμογή μπορούμε να βρούμε και άλλες ρυθμίσεις για την οθόνη (και όχι μόνο), δίνοντας μας δυνατότητες που δεν έχουμε συνηθίσει να παίρνουμε σε laptops.Επιπλέον, η οθόνη μπορεί να διπλώσει και το laptop να γίνει οριζόντιο, κάτι που κάνει εύκολη τη χρήση γραφίδας και θα βοηθήσει πολύ τους γραφίστες. Υποστηρίζεται το ASUS pen 2.0 και, παρότι δεν περιλαμβάνεται στην συσκευασία, θα ήταν μια πολύ καλή πρόταση αγοράς για όσους σκοπεύουν να κάνουν τέτοια χρήση με το συγκεκριμένο laptop. Το γυαλί της οθόνης είναι Gorilla Glass NBT, οπότε δεν υπάρχει κανένας φόβος φθοράς για τέτοιου είδους χρήση. το πληκτρολόγιο, το key travel του 1mm κάνει απολαυστική την πληκτρολόγηση και το συγκεκριμένο κείμενο δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου σε αυτό. Τα πλήκτρα έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για να πατιούνται εύκολα όμως όχι υπερβολικό ώστε να γίνονται λάθη. Από κάτω, βρίσκουμε ένα μεγάλο touchpad (12.9x8.1 εκατοστών) που επίσης είναι ευρύχωρο και άνετο, χωρίς να ανιχνεύει λάθος κλικ παρότι το ακουμπήσαμε κατά λάθος σε διάφορες περιπτώσεις. Το μοναδικό παράπονο εδώ, είναι η ενσωμάτωση του πλήκτρου ενεργοποίησης σε μορφή ίδια με του υπόλοιπου πληκτρολογίου. Βρίσκεται στην επάνω δεξιά γωνία και δύσκολα θα το πατήσει κάποιος κατά λάθος (δεν έτυχε σε εμάς), αλλά πάντοτε προτιμούμε να είναι εντελώς ξεχωριστό. Εξοπλισμένα με Dolby Atmos, τα δύο ηχεία της Harman/Kardon κάνουν αξιέπαινη δουλειά για τόσο μικρό και λεπτό laptop, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο, δεν είχαν αρκετό μπάσο. Για βιντεοκλήσεις ή μια σειρά, είναι παραπάνω από άψογα, δίχως να «σπάνε» σε υψηλή ένταση κι αυτό αρκεί για εμάς. Περισσότερο τα χρειαστήκαμε σε βιντεοκλήσεις, παρά σε οτιδήποτε άλλο. Η κάμερα, μια ASUS AiSense ανάλυσης Full HD, ενσωματώνει αισθητήρες υπερύθρων οπότε το Windows Hello λειτουργεί άψογα για ξεκλείδωμα του υπολογιστή. Στις βιντεοκλήσεις, η ανάλυση ήταν από τα θετικά στοιχεία, όπως και η ακρίβεια χρώματος. Εδώ αξίζει ένα μπράβο στην ASUS που δεν έβαλε μια φθηνή κάμερα 720p σε ένα premium laptop, όπως συμβαίνει πολύ συχνά (ακόμη και από την ίδια την ASUS). Ένα ακόμη μπράβο και για τις δυνατότητες του μικροφώνου όπου με το βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, μπορούμε να έχουμε ακύρωση εξωτερικών θορύβων για απροβλημάτιστα meetings, με την εφαρμογή MyASUS και εδώ να μας δίνει τη δυνατότητα για περισσότερες ρυθμίσεις. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Περνάμε στα εσωτερικά του laptop, όπου βρίσκουμε έναν επεξεργαστή Intel Core i7-1355U (ή Intel Core i5-1335U), 16GB LPDDR5 RAM, 1TB PCIe 4.0 NVMe M.2 SSD με διαφορετικούς συνδυασμούς να είναι πιθανοί (σε RAM και SSD). Από άποψης γραφικών, η επιλογή είναι μόνο η Intel Iris Xe, οπότε φαίνεται ξεκάθαρα πως το laptop προορίζεται για παραγωγικότητα κι όχι για gaming. Στο κομμάτι των επιδόσεων, έχει αρκετό ενδιαφέρον. Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για ένα ισχυρό laptop. Δοκιμάσαμε να το έχουμε ως βασικό υπολογιστή για μερικές μέρες, λειτουργώντας τα Slack, Outlook, Word, Excel και παρόμοια προγράμματα παράλληλα με έναν Edge browser φορτωμένο με 10-15 καρτέλες τη φορά. Σε αυτά τα σενάρια, δεν αντιμετωπίσαμε πρόβλημα ούτε με τους ανεμιστήρες και τη θερμοκρασία, ούτε με τις επιδόσεις. Παράλληλα, δοκιμάσαμε να τρέξουμε το Geekbench 6 benchmark, στο οποίο επέστρεψε σκορ 2268 (Single-Core), 7748 (Multi-Core) και 14477 στο OpenCL test. Στο Cinebench R23, επέστρεψε 6447 και σε μετέπειτα δοκιμές έπεσε κατά περίπου 300 μονάδες, ενώ από την πρώτη δοκιμή οι ανεμιστήρες δούλευαν στο τέρμα. Η θερμοκρασία του laptop έφτασε περίπου στους 65 βαθμούς, προτού καταφέρει να «ηρεμήσει». Παρόμοια φαινόμενα (υψηλών στροφών ανεμιστήρων και θερμοκρασίας) είδαμε και όταν δοκιμάσαμε το UL Procyon, ένα από τα καλύτερα benchmark που βασίζονται σε γνωστές παραγωγικές εφαρμογές όπως το Office και το Creative Cloud της Adobe. Κατά την εξαγωγή βίντεο κυρίως, το μηχάνημα φάνηκε να ζορίζεται αρκετά, φέροντας όμως σε πέρας την αποστολή του με επιτυχία. Στο κομμάτι των παιχνιδιών, καταφέραμε να έχουμε καλή απόδοση στο The Witcher III: Wild Hunt σε Medium ρυθμίσεις γραφικών και σταθερή απόδοση σε ελαφρύτερα παιχνίδια, όπως το Counter-Strike: Global Offensive. Βέβαια, δεν αφιερωθήκαμε πολύ στα παιχνίδια, αφού ούτως ή άλλως δεν είναι αυτός ο σκοπός του laptop, όμως χαμηλών απαιτήσεων games μπορεί να τα υποστηρίξει σε ικανοποιητικό βαθμό. Σειρά έχει η μπαταρία, χωρητικότητας 63Wh. Με απλή χρήση καταφέραμε να έχουμε τουλάχιστον 8 με 10 ώρες, χρησιμοποιώντας εφαρμογές που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές στην κατανάλωση. Χρησιμοποιώντας εφαρμογές όπως Photoshop, η διάρκεια μειωνόταν κατά περίπου 1-2 ώρες, έχοντας πάντα την φωτεινότητα στο 50%-60% στις παραπάνω περιπτώσεις. Γενικώς, είναι ικανοποιητική η διάρκεια δεδομένου του πόσο λεπτό και ελαφρύ είναι το laptop και μας εξέπληξε ευχάριστα. Η φόρτιση διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα, με το φορτιστή των 65W να έρχεται σε απόλυτη αρμονία με το Zenbook S 13 OLED και να είναι μικρός σε μέγεθος, με μακρύ καλώδιο, κάτι που είναι χρήσιμο. Εγκατεστημένα, πέραν των Windows 11 Pro, υπάρχουν διάφορα προγράμματα της ASUS. Υπάρχουν κάποια χρήσιμα, όπως το ASUS GlideX που μεταφέρει την εικόνα από διάφορες συσκευές στο laptop, κι υπάρχουν άλλα όχι τόσο χρήσιμα, όπως το McAfee Antivirus. Ευτυχώς, όσα δεν χρειαζόμασταν μπορούσαν να αφαιρεθούν εύκολα και γρήγορα. Συμπέρασμα Το ASUS Zenbook S 13 OLED είναι, αδιαμφισβήτητα, ένα premium laptop σε όλα του. Από τον εξωτερικό σχεδιασμό, την κορυφαία ποιότητα κατασκευής, μέχρι την άψογη οθόνη κι από την ποιοτική webcam ως το άνετο πληκτρολόγιο, δύσκολα θα απογοητεύσει οποιονδήποτε. Οι επιδόσεις του είναι πολύ καλές για σενάρια γραφείου και παραγωγικότητας, ειδικά σε συνδυασμό με την υψηλή αυτονομία του. Το μοναδικό «αγκάθι» σε όλα αυτά, είναι πως ζεσταίνεται αρκετά όταν ζορίζεται, με αντίκτυπο στις επιδόσεις. Για πιο βαριές δουλειές, δεν είναι σίγουρο πως θα ανταποκριθεί ακόμη κι αν τα τεχνικά χαρακτηριστικά το επιτρέπουν.
    5 πόντοι
  32. Τα τελευταία χρόνια, η Huawei έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο σε ό,τι αφορά τα smartwatches της και συγκεκριμένα τις premium προτάσεις. Σε αυτή την ιδιαίτερα απαιτητική (μιας που το κόστος ενός τέτοιου ρολογιού ξεπερνά άνετα αυτό ενός καλού smartphone το οποίο, υποτίθεται, πλαισιώνει) κατηγορία τοποθετείται και το Watch 4 Pro, η πιο πρόσφατη έκδοση του Pro μοντέλου της κινεζικής εταιρείας. Σε τι βαθμό όμως δικαιολογεί το Huawei Watch 4 Pro τα €549 που θα σας στοιχίσει στην καλύτερη περίπτωση -γιατί όπως θα δούμε, η ακριβή του εκδοχή φτάνει τα €649; Ας το αναλύσουμε… Εμφάνιση – Σχεδιασμός Από αισθητικής πλευράς, το Watch 4 Pro είναι ένα από τα πιο όμορφα smartwatches που έχουμε δει ως τώρα. Στα 48 χιλ. βλέπετε, δεν το λέτε ακριβώς μικροκαμωμένο. Αν μάλιστα ο καρπός σας είναι μικρού μεγέθους, τότε το ρολόι θα μοιάζει ακόμα πιο ογκώδες. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση άκομψο ή αντιαισθητικό. Το σώμα του είναι κατασκευασμένο από κράμα τιτανίου αεροδιαστημικού τύπου. Μάλιστα, ο ακριβής τύπος του τελευταίου είναι το λεγόμενο TC4, ένα κράμα 5ης βαθμίδας (Ti 6Al-4V) το οποίο είναι ακόμα πιο ανθεκτικό από το αγνό τιτάνιο, αντέχοντας σε θερμοκρασίες έως και 315οC -θεωρείται ως κράμα «ειδικών αποστολών» σε αεροδιαστημική, κατασκευές, βιοϊατρική και μηχανολογία. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αδιαβροχοποίηση βάσει πιστοποίησης IP68, την αντοχή σε πίεση 5 ΑΤΜ για καταδύσεις σε βάθος έως και 30 μέτρα και βέβαια το κρύσταλλο από ζαφείρι που προστατεύει την πρόσοψη του ρολογιού, καθιστούν το Watch 4 Pro ιδανικό για κάθε είδους δραστηριότητα, όσο extreme κι αν είναι. Το κράμα τιτανίου που λέγαμε μάλιστα, είναι και αρκετά ελαφρύ: το ρολόι σκέτο, δε ζυγίζει πάνω από 48 γραμμάρια. Η δε υφή του είναι τέτοια, που του επιτρέπει να «στέκεται» σε κάθε εμφάνιση, όσο επίσημη κι αν είναι αυτή. Έρχεται μάλιστα σε δύο εκδόσεις: μία με καφέ δερμάτινο λουράκι και μία με μπρασελέ, επίσης από τιτάνιο: από αυτές, μόνο η δεύτερη προσφέρει την προαναφερθείσα αντοχή σε πίεση υπό το νερό. Κατά τα άλλα οι δυο τους είναι ολόιδιες, τόσο ως προς το design, όσο και σχετικά με τις λειτουργίες. Στα δεξιά του, το Watch 4 Pro διαθέτει μία κορώνα, με το πάτημα της οποίας εμφανίζονται οι εγκατεστημένες σε αυτό εφαρμογές. Κάτω από αυτή θα βρείτε το δεύτερο κουμπί του ρολογιού με το οποίο αποκτάτε πρόσβαση σε apps που τρέξατε πρόσφατα. Οθόνη Η οθόνη του smartwatch είναι τύπου LTPO και καταλαμβάνει το 71,72% της συνολικής επιφάνειας της πρόσοψής του, μια συμπαθητική επίδοση που μάλιστα είναι βελτιωμένη κατά 5,3% σε σχέση με το Watch 3 Pro. Το μαύρο πλαίσιο έχει περιοριστεί σημαντικά ενώ η παρουσία 3D κυρτού γυαλιού, κάνει το τελικό αποτέλεσμα να είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό. Η Huawei, εμπνευσμένη από το τελευταίο σύνορο έχει προσθέσει στο ρολόι επτά διαφορετικές προσόψεις με ισάριθμα ουράνια σώματα: τη Γη, τον Άρη, την Αφροδίτη, τον Δία, τον Κρόνο, τον Ερμή και τη Σελήνη. Όλα τους είναι εντυπωσιακά υιοθετώντας διάφορα sci-fi στοιχεία (τετραγωνισμένη γραμματοσειρά, δυνατότητα αποτύπωσης των συντεταγμένων σας κλπ). Αν δεν είστε φαν του διαστήματος πάντως, θα έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε μέσα από 20.000 και βάλε προσόψεις. Λειτουργίες – Επιδόσεις Το πρώτο πράγμα που μας έκανε εντύπωση στο Watch 4 Pro, ήταν η ευχάριστη εμπειρία χρήσης του. Η Huawei μελέτησε άψογα τον ανταγωνισμό, ακούγοντας παράλληλα το feedback των πελατών της, με αποτέλεσμα να μας παρουσιάσει μία συσκευή που προσφέρει απόλυτα ομαλό τρόπο χειρισμού. Η σύζευξη του ρολογιού με το smartphone γίνεται στη στιγμή, ενώ απαιτείται το Huawei Health για τη διαχείριση του τελευταίου. Τα διαθέσιμα widgets θα κάνουν τη ζωή σας ευκολότερη ενώ οι επιλογές παραμετροποίησης σε συνδυασμό με τον Huawei Assistant θα σας επιτρέψουν να φέρετε το Watch 4 Pro στα μέτρα σας. Το ρολόι είναι σε θέση να καταγράφει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις σας, ενσωματώνοντας τριψήφιο αριθμό λειτουργιών άσκησης, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται και κάποιες που δε θα μαντεύαμε ούτε με αίτηση (οδήγηση σε αγώνες γκολφ, ελεύθερη κατάδυση κ.α.). Για τους λάτρεις του ποδηλάτου υπάρχουν οι Petal Maps, χάρτες που όμως είναι σχεδιασμένοι για χρήση μέσω smartwatch, χωρίς smartphone δηλαδή. Το Watch 4 Pro θα σας βοηθήσει να βρείτε τον δρόμο της επιστροφής αν ξεχαστείτε σε τέτοιο βαθμό κατά το τρέξιμο που χάσετε την αίσθηση του χώρου, με την AI να αναλαμβάνει χρέη personal trainer συμβάλλοντας στην αξιολόγηση και τη βελτίωση των επιδόσεών σας στο τρέξιμο. Last but not least εδώ, τα activity rings που ναι μεν θυμίζουν Apple Fitness αλλά μας άρεσαν πολύ! Αν τα παραπάνω σας φάνηκαν εντυπωσιακά (hint: είναι), περιμένετε να διαβάσετε τι κάνει το Watch 4 Pro στον τομέα της προληπτικής υγείας. Αν το κοιτάξετε προσεκτικά, θα δείτε ότι η κάτω του πλευρά είναι γεμάτη αισθητήρες, κάτι απαραίτητο με όλα αυτά που προσφέρει. Είναι σε θέση να πραγματοποιεί έλεγχο του αναπνευστικού σε πραγματικό χρόνο αξιολογώντας την αναπνοή σας, τα επίπεδα SpO2, ακόμα και τυχόν βήχα που μπορεί να έχετε, ενημερώνοντάς σας αν κάτι δεν πάει καλά. Αν το lifestyle σας δεν είναι και το πιο υγιεινό (βλ. καπνιστές, κατοίκους επιβαρυμένων περιοχών κλπ), έχετε έναν ακόμα λόγο να εξετάσετε το Watch 4 Pro. Το ρολόι προσφέρει ακόμα δυνατότητες ηλεκτροκαρδιογραφήματος, ανίχνευσης αρτηριακής ακαμψίας και ελέγχου ποιότητας ύπνου. Κερασάκι στην τούρτα, η λειτουργία Health Glance χάρη στην οποία σας δίνει μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ευεξίας σας μέσα σε 60 δευτερόλεπτα. Συνδυάζοντας αισθητήρες και αλγορίθμους και με το πάτημα ενός κουμπιού, το Watch 4 Pro θα σας δώσει μία πλήρη έκθεση της κατάστασης του οργανισμού σας μέσα σε ένα λεπτό. Το Huawei Health μάλιστα προσφέρει πλέον και τάσεις, έτσι ώστε να βλέπετε την εξέλιξη που έχουν οι διάφοροι δείκτες σας κι αν κάτι δε σας αρέσει, είτε να ακολουθήσετε τις συμβουλές του συστήματος και να προσπαθήσετε να το βελτιώσετε, είτε να ενημερώσετε άμεσα τον γιατρό σας. Υπάρχει και δυνατότητα να μοιραστείτε στοιχεία με άλλους χρήστες που όμως τη βρήκαμε κομματάκι… αδιάκριτη. Η Huawei έκανε σημαντικά βήματα προς τα εμπρός και σε ό,τι έχει να κάνει με τη μπαταρία του ρολογιού. Ενεργοποιώντας το Smart Mode, το Watch 4 Pro άντεξε λίγο πάνω από τέσσερις ημέρες τυπικής χρήσης, ενώ στο Ultra-long Battery Life Mode, το διάστημα αυτό «εκτοξεύτηκε» στις τρεις βδομάδες (σχεδόν 21 ημέρες). Η δε φόρτιση απαιτεί όλη κι όλη μιάμιση ώρα. Αν δεν έχετε τόσο χρόνο, τότε υπολογίστε ότι με 15-20 λεπτά, το smartwatch σας θα έχει την ενέργεια που χρειάζεται για μια ολόκληρη μέρα σας. Σημειώστε ότι για να πετύχετε τους παραπάνω χρόνους, θα πρέπει να ξεχάσετε τη λειτουργία always on της οθόνης (μικρό το κακό, πιστέψτε μας). Το Watch 4 Pro, τέλος, υποστηρίζει και eSIM, είτε χρησιμοποιώντας τον ίδιο αριθμό με το smartphone σας (μέσω One Number), είτε με ανεξάρτητο αριθμό, για κλήσεις και μηνύματα άνευ τηλεφώνου, υποστηρίζοντας και τους δύο παρόχους που προσφέρουν παρόμοια υπηρεσία στη χώρα μας (Cosmote και Vodafone). Συμπέρασμα Είναι υπέροχο οπτικά. Είναι αδιαμφισβήτητα ανθεκτικό. Είναι πραγματικά «έξυπνο» ως προς τον τρόπο λειτουργίας. Είναι πλήρες από άποψη υπηρεσιών. Το Watch 4 Pro είναι premium σε όλα, συμπεριλαμβανομένης και της τιμής του. Αν έχετε βγει στη γύρα για ένα πραγματικά κορυφαίο ρολόι, η πρόταση της Huawei έχει κερδίσει με το σπαθί της τη θέση της στη λίστα σας ακόμα και είστε κάτοχος iPhone.
    5 πόντοι
  33. Με τη διάθεση ισχυρότερου hardware, είναι φυσικό να παρουσιάζονται όλο και ισχυρότερα τροφοδοτικά για να καλύψουν τις απαιτήσεις και τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται. Κατά καιρούς, έχουμε παρουσιάσει ή αξιολογήσει νέα προϊόντα της εταιρείας be quiet!, μίας εταιρείας που «έκανε όνομα» πρώτα για τα χαμηλού θορύβου τροφοδοτικά της πριν εισέλθει σε νέες προϊοντικές κατηγορίες με την ίδια εμπορική επιτυχία. Η εταιρεία πλέον προσφέρει πέρα από σειρές τροφοδοτικών για κάθε απαίτηση ή τσέπη, διάφορα υψηλής ποιότητας προϊόντα ψύξης και υποσυστήματα, όπως ψύκτρες επεξεργαστών, συστήματα υδρόψυξης, ανεμιστήρες ή κουτιά υπολογιστών και όλα τους έχουν κοινό παρονομαστή: τεχνολογίες μετριασμού του παραγόμενου θορύβου. Επιστρέφοντας στα προϊόντα που έκαναν διάσημη την εταιρεία και που δεν είναι άλλα από τα τροφοδοτικά, η be quiet! διαθέτει μία πλήρη γκάμα που ξεκινά από τη σειρά System Power 9 (θα εξαιρέσουμε από τη… συζήτηση τις σειρές SFX Power και TFX Power 3). Η σειρά System Power 9 προβάλει ως πλεονεκτήματα τις 2 ισχυρές 12V rails, τον ελεγχόμενο με βάση τη θερμοκρασία ανεμιστήρα 120mm, την πιστοποίηση 80 PLUS® Bronze για αποδοτικότητα έως και 89% και την semi-modular σχεδίαση. Αποτελείται από τέσσερα μοντέλα ισχύος από 400W έως 700W. Η σειρά System Power 9 μαζί με τη σειρά System Power 10 που περιλαμβάνει πέντε μοντέλα ισχύος από 450W έως 850W απευθύνονται σε χρήστες που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα προϊόν που να συνδυάζει καλή τιμή, αξιοπιστία και χαμηλά επίπεδα θορύβου. Ένα σκαλοπάτι πιο πάνω βρίσκεται η σειρά System Power 10. Η σειρά αποτελείται από μοντέλα που διαθέτουν ενσωματωμένες καλωδιώσεις και καλύπτουν είτε τις προδιαγραφές 80 PLUS® Bronze είτε τις προδιαγραφές 80 PLUS® Bronze Gold για αποδοτικότητα έως και 93.4%. Ακριβώς πιο πάνω στη γκάμα της βρίσκεται η σειρά Pure Power 11, η οποία σύμφωνα με την be quiet! αποτελεί τον καλύτερο συνδυασμό κόστους και χαρακτηριστικών. Καλύπτει τις προδιαγραφές 80 PLUS® Gold για αποδοτικότητα έως 92% και αποτελείται από τέσσερα μοντέλα ισχύος από 400W έως 700W. Η σειρά Pure Power 12 Μ που βρίσκεται ένα σκαλί πιο πάνω, σχεδιάστηκε για να προσφέρει υψηλής ποιότητας χαρακτηριστικά και δυνατότητες και χαμηλά επίπεδα θορύβου σε όσο το δυνατόν ανταγωνιστικότερη τιμή. Τα τροφοδοτικά που ανήκουν στη συγκεκριμένη σειρά διαθέτουν πιστοποίηση 80 PLUS® Gold για αποδοτικότητα έως 93,7% και προβάλουν ως βασικά πλεονεκτήματα τη συμβατότητα με τις προδιαγραφές του προτύπου ATX 3.0 καθώς και του PCIe 5.0 των πλέον σύγχρονων καρτών γραφικών. Η σειρά Pure Power 12 M είναι μία περισσότερο οικονομική πρόταση σε σύγκριση με τις σειρές Straight Power 11, Dark Power ή Dark Power Pro. Πριν αναφερθούμε στη σειρά Pure Power 12 M, ας αναφέρουμε και τα βασικότερα χαρακτηριστικά των προαναφερθέντων σειρών. Τα τροφοδοτικά της σειράς Straight Power 11 που διαθέτουν wire-free σχεδιασμό και αθόρυβο ανεμιστήρα 135mm είναι διαθέσιμα με πιστοποίηση 80 PLUS® Gold (750W, 850W και 1000W) και 80 PLUS® Platinum (550W, 650W, 750W, 850W, 1000W, 1200W). Με την πιστοποίηση 80 PLUS® Platinum, η ενεργειακή αποδοτικότητα αγγίζει το 94,1%. Οι σειρές Dark Power 13 και Dark Power Pro 13 διαθέτουν πιστοποίηση 80 PLUS® Titanium και επομένως η ενεργειακή αποδοτικότητα αγγίζει το 95,8%. Διαθέτουν frameless ανεμιστήρα Silent Wings για λιγότερους στροβιλισμούς και θόρυβο που συμπληρώνεται από σχεδίαση με εκτεταμένη χρήση πλέγματος και ικανοποιούν τις προδιαγραφές ATX 3.0 ενώ παρέχουν συμβατότητα με τις νεότερες κάρτες γραφικών PCIe 5.0. Η σειρά Dark Power 13 αριθμεί τρία μοντέλα (750W, 850W και 1000W) και η σειρά Dark Power Pro 13 αριθμεί δύο μοντέλα (1300W και 1600W0). Η σειρά Pure Power 12 M επιδεικνύει αποδοτικότητα 80 PLUS® Gold χρησιμοποιώντας dual 12V rails και διατίθεται σε επιλογές από 550 W έως 1000W και 1200 W πλέον. Στη διάθεση μας είχαμε το νεότερο και ισχυρότερο μοντέλο, το οποίο απευθύνεται σε χρήστες με υψηλές απαιτήσεις αλλά όχι απαραίτητα και τα περισσότερα χρήματα (δυστυχώς δεν έχουμε επίσημη πληροφόρηση για την τιμή του στη χώρα μας, ωστόσο στο εξωτερικό βρήκαμε το συγκεκριμένο μοντέλο να στοιχίζει λίγο πάνω από τα €200). Επειδή είχαμε δοκιμάσει πρόσφατα την έκδοση 1000W, δεν υπήρχε λόγος να επεκταθούμε ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο άρθρο για το μοντέλο των 1200W καθώς διαφέρουν κατά βάση μόνο στην ισχύ. Το Pure Power 12 M που είναι full modular, ακολουθεί το ίδιο layout όσον αφορά τις υποδοχές για τις καλωδιώσεις με τη σειρά που αντικαθιστά (Pure Power 11 FM). Αυτή τη φορά ωστόσο, καλύπτονται οι προδιαγραφές ATX 3.0 και από τον εξοπλισμό του δεν απουσιάζει ο 12VHPWR connector που βρίσκεται σε όλες τις νέες κάρτες γραφικών GeForce RTX της NVIDIA. Οι προδιαγραφές ATX (Advanced Technology eXtended) όπως είναι γνωστό αναπτύχθηκαν από την Intel το 1995 και μέχρι σήμερα -εκσυγχρονισμένες και ανανεωμένες- εξακολουθούν να καθορίζουν την ανάπτυξη των σημερινών μητρικών καρτών, των τροφοδοτικών και άλλων υποσυστημάτων των υπολογιστών. Με τις ανάγκες για περισσότερη ισχύ να αυξάνονται -κυρίως εξαιτίας των υπερσύγχρονων καρτών γραφικών- οι προδιαγραφές ATX 3.0 για τα τροφοδοτικά έθεσαν τις βάσεις για την καθιέρωση του 16-pin 12VHPWR connector (12-pins για την παροχή τάσης και 4-pins για sensing- ο οποίος μπορεί να προσφέρει έως και 600 W στις σύγχρονες κάρτες γραφικών, αντικαθιστώντας έως και τέσσερις 6+2 PCIe connectors. Όμως το πρότυπο ATX 3.0 μαζί με τον νέο 16-pin 12VHPWR connector έρχονται και με άλλα πλεονεκτήματα που πηγαίνουν πέρα από τα οφέλη στη διαχείριση των καλωδιώσεων. Για παράδειγμα, όχι μόνο το ATX 3.0 μπορεί να παρέχει περισσότερη ισχύ, μπορεί να το κάνει και ασφαλέστερα, καθώς περιορίζει τη τάση που μπορεί να παρασχεθεί στις κάρτες γραφικών, ώστε να μην ξεπερνά τα όρια που μπορεί να προσφέρει ένα τροφοδοτικό, έχει μεγαλύτερο spike load tolerance ενώ στα χαμηλά φορτία επιδεικνύει βελτιωμένη αποδοτικότητα. Με την αναβάθμιση της σειράς «Pure Power», πλέον καλύπτονται οι προδιαγραφές ATX 3.0 υποστηρίζοντας τόσο τις νέες PCIe 5.0 κάρτες γραφικών όσο και τις παλαιότερες, προσφέροντας έως και τέσσερεις 6+2-pin connectors. Η εταιρεία χρησιμοποιεί την γνωστή τοπολογία «LLC + SR (Synchronous Rectifier) + DC-to-DC» στην οποία χρησιμοποιούνται ελεγκτές IC αντί για παθητικά στοιχεία παλαιότερης τεχνολογίας. Η be quiet! αξιοποίησε ελεγκτές (ολοκληρωμένα) για να παρακολουθούν αδιάκοπα την εισερχόμενη και εξερχόμενη τάση προσαρμόζοντας τις παραμέτρους των ζωτικών εξαρτημάτων στην κατάλληλη κατάσταση φορτίου. Η ισχύς του τροφοδοτικού που είχαμε στα χέρια μας είναι 1200 W (1250 W Peak Power) με δύο ανεξάρτητες 12V rails. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι ακόμα και αν η κάρτα γραφικών απαιτήσει ξαφνικά παραπάνω ισχύ για μικρή χρονική περίοδο, το τροφοδοτικό μπορεί να τη διαχειριστεί με άνεση καθώς στιγμιαία μπορεί να προσφέρει έως και τη διπλάσια ισχύ από την ονομαστική! Παράλληλα, το προϊόν καλύπτει τις προδιαγραφές 80 PLUS® Gold (θεωρητικά η αποδοτικότητα του αγγίζει το 93,7%) ενώ εξοπλίζεται με έναν επίσης ιδιαίτερα αποδοτικό και αθόρυβο ανεμιστήρα 120mm [σύμφωνα με την εταιρεία, ο θόρυβος με 100% φορτίο δεν ξεπερνά τα 34,3 dB(A) ενώ με μικρότερο φορτίο, πρακτικά είναι αθόρυβο]. Το προϊόν καλύπτεται από εγγύηση 10 ετών από την εταιρεία, κάτι που εν μέρει μαρτυρά τη χρήση εξαιρετικά ποιοτικών υλικών, μεταξύ των οποίων και Ιαπωνικών πυκνωτών 105°C. Παρά την μεγάλη ισχύ, η πλατφόρμα της be quiet! είναι αρκετά συμπαγής και το αποτέλεσμα δεν ξεπερνά σε διαστάσεις τα 160 x 150 x 86 mm. Όπως σε κάθε προϊόν της εταιρείας, το φινίρισμα είναι άψογο, χωρίς προβλήματα ή ατέλειες. Το τροφοδοτικό εξοπλίζεται με έναν αθόρυβο ανεμιστήρα 120mm, η λειτουργία του οποίου είναι temperature-controlled. Στην εικόνα μπορείτε να δείτε τις υποδοχές για τη σύνδεση των καλωδιώσεων, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και ο νεότερος connector 12VHPWR που μπορεί να προσφέρει ισχύ 600W. Στη συσκευασία, πέρα από το τροφοδοτικό βρίσκεται μία σειρά από καλώδια για τη σύνδεση των διάφορων connectors με εκείνους που βρίσκονται στα διάφορα υποσυστήματα (π.χ. 20+4-ATX 12V connector, 4+4-pin EPS 12V connector, 8-pin EPS 12V connector, PCIe 5.0 12VHPWRM connector, 4x PCIe 6+2-pin connectors κ.ά.). Το τροφοδοτικό είναι πλήρως αρθρωτό (full modular), με επενδυμένες ιδιαίτερα ποιοτικές καλωδιώσεις (8 σε αριθμό). Παρακάτω μπορείτε να δείτε ένα σχεδιάγραμμα με τα καλώδια που περιλαμβάνονται στη συσκευασία. Συμπέρασμα Το νέο τροφοδοτικό Pure Power 12 M 1200W της be quiet! αποδεικνύεται μία εξαιρετικά ποιοτική και παράλληλα συμφέρουσα λύση για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν ένα τροφοδοτικό με future-proof χαρακτηριστικά (ATX 3.0, συμβατότητα με PCIe 5.0 μέσω του 16-pin 12VHPWR connector), υψηλή ποιότητα κατασκευής, αθόρυβη λειτουργία και αρκετή ισχύ για να καλύψει με άνεση τις απαιτήσεις ενός συστήματος με κορυφαίο πολυπύρηνο επεξεργαστή και higher-end κάρτα γραφικών GeForce RTX ή Radeon RX χωρίς να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη του. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα!
    5 πόντοι
  34. To Silent Base 802 της be quiet! αποτελεί τον αντικαταστάτη του Silent Base 801 που είχαμε παρουσιάσει πριν από περίπου δυόμιση χρόνια. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα είναι η αλήθεια, ούτε από άποψη εμφάνισης, ούτε από άποψη ποιότητας κατασκευής -άλλωστε πόσο να αλλάξεις ένα ήδη πολύ καλό προϊόν που είναι και εξαιρετικά δημοφιλές- ούτε από άποψης λειτουργικότητας. Παρόλα αυτά, έχουν γίνει ορισμένες ενημερώσεις, προσθήκες και βελτιώσεις (π.χ. στο I/O front panel) που καθιστούν το Silent Base 802 καλύτερο από τον προκάτοχό του. Όπως και το προηγούμενο μοντέλο, το Silent Base 802 απευθύνεται σε απαιτητικούς χρήστες, οι οποίοι ωστόσο δίνουν προτεραιότητα στην ευχρηστία, στην ευελιξία, στις πολλές ευκολίες όσον αφορά την εγκατάσταση των υποσυστημάτων και των διάφορων εξαρτημάτων, στη διαχείριση του ρεύματος αέρα και των καλωδιώσεων και στην αθόρυβη λειτουργία. Όπως και στην περίπτωση του προκατόχου του, το Silent Base 802 δεν είναι «πομπώδες», όπως η πλειονότητα των κουτιών που απευθύνονται σε gamers, με τη be quiet! να εστιάζει κατά πρώτο λόγο στην ουσία χαρίζοντας στο νέο κουτί της διακριτική εμφάνιση και μαύρο φινίρισμα -ενδεχομένως ευθυγραμμιζόμενη και με την αθόρυβη λειτουργία του. Σε σύγκριση μάλιστα με τον προκάτοχό του, που διέθετε στην πρόσοψη κάποιες πορτοκαλί χρώματος λεπτομέρειες για να «σπάει τη μονοτονία» του μαύρου, το Silent Base 802 έχει περισσότερο «stealth» χαρακτήρα. Από άποψη εμφάνισης, με τη πρώτη ματιά, ένα μη εκπαιδευμένο μάτι δεν θα διαπιστώσει διαφορές μεταξύ του Silent Base 801 και του Silent Base 802. Πράγματι, εκ πρώτης όψης, τα δύο κουτιά μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό. Παρόλα αυτά, με το άνοιγμα της συσκευασίας βρίσκεσαι αντιμέτωπος με δύο σημαντικές προσθήκες-αλλαγές: την ανταλλάξιμη πρόσοψη (front panel) και το ανταλλάξιμο άνω πάνελ (top panel). Αυτό σημαίνει ότι στη συσκευασία του κουτιού, ο χρήστης θα βρει δυο διαφορετικές προσόψεις και δύο διαφορετικά άνω πάνελ που έχουν διαφορετική εμφάνιση και λειτουργία: στη μία περίπτωση δίνεται έμφαση στην αθόρυβη λειτουργία (καθώς διαθέτουν επένδυση από ηχομονωτικό υλικό) ενώ στη δεύτερη περίπτωση δίνεται έμφαση στην απόδοση, καθώς είναι διάτρητα (αυτό σημαίνει ότι επιτρέπουν περισσότερο αέρα να εισέλθει στο εσωτερικό με αντίτιμο τα ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα θορύβου). Σύμφωνα με μετρήσεις που έχει πραγματοποιήσει η ίδια η εταιρεία (με τους ανεμιστήρες να εργάζονται στο 70% του ρυθμού περιστροφής τους και την ψύκτρα Shadow Rock 3 να ψύχει τον επεξεργαστή AMD Ryzen 5 3600ΧΤ), η χρήση των διάτρητων πάνελ έναντι των πάνελ για αθόρυβη λειτουργία μείωσε τη μέγιστη θερμοκρασία του επεξεργαστή κατά 4~5°C. Όταν η εταιρεία αντικατέστησε τη ψύκτρα Shadow Rock 3 με το σύστημα υδρόψυξης Pure Loop 360mm (το οποίο εγκατέστησε στο εμπρόσθιο τμήμα του κουτιού) και επανέλαβε τις μετρήσεις, διαπιστώθηκε μικρότερη διαφορά στη θερμοκρασία από τη χρήση των «Silence» πάνελ έναντι των «Airflow» πάνελ (κάτι που είναι φυσιολογικό καθώς ένα σύστημα υδρόψυξης επηρεάζεται λιγότερο από τη ροή του αέρα). Όπως και στη περίπτωση του προκατόχου του, το Silent Base 802 διαθέτει δεξί πλαϊνό κάλυμμα (όπως το κοιτάτε από μπροστά) με ηχομονωτική επένδυση πάχους περίπου 10 χιλιοστών, η οποία περιορίζει σημαντικά τον παραγόμενο θόρυβο από τα υποσυστήματα (στον περιορισμό του θορύβου βεβαίως βοηθά και η τεχνολογία των προεγκατεστημένων ανεμιστήρων, οι οποίοι είναι τύπου Pure Wings 2). Το αριστερό πλαϊνό κάλυμμα διαθέτει «ενισχυμένο γυαλί» (tempered glass) ώστε να είναι ορατό το εσωτερικό του υπολογιστή και τα υποσυστήματα/εξαρτήματα του. Υπάρχει η δυνατότητα αλλαγής του συγκεκριμένου πλαϊνού καλύμματος με ένα που διαθέτει επίσης ηχομονωτική επένδυση, ωστόσο χρειάζεται να το παραγγείλετε ξεχωριστά αν επιλέξατε το κουτί με το διάφανο πλαϊνό που έχει την ονομασία Silent Base 802 Window (αν σας ενδιαφέρει πρωτίστως το ζήτημα του θορύβου, τότε καλύτερα να προμηθευτείτε εξαρχής την έκδοση του κουτιού με το πλαϊνό κάλυμμα που διαθέτει ηχομονωτική επένδυση και έχει την ονομασία Silent Base 802). Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφέρουμε ότι το Silent Base 802 προσφέρεται σε μαύρο και σε λευκό χρώμα. Επίσης, η ίδια, παχιά (10 χιλ.) ηχομονωτική επένδυση βρίσκεται και στο άνω τμήμα του κουτιού (όχι βεβαίως του διάτρητου τμήματος που προσφέρεται ως «έξτρα»). Όπως αναφέραμε, στον εξοπλισμό του Silent Base 802 περιλαμβάνονται τρεις ανεμιστήρες Pure Wings 2 (140mm), με τους δύο να βρίσκονται προεγκατεστημένοι στο μπροστινό τμήμα και τον τρίτο στο πίσω μέρος (140mm). Στον εξοπλισμό του επίσης περιλαμβάνονται συρταρωτά αφαιρούμενα και πλενόμενα φίλτρα σκόνης (στην πρόσοψη και στο κάτω τμήμα). Βασικά χαρακτηριστικά Η ποιότητα κατασκευής βρίσκεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα, με εξαιρετικό φινίρισμα, μέσα και έξω και με το μέταλλο να συνδυάζεται άψογα με τα πλαστικά μέρη. Οι διαστάσεις του Silent Base 802 είναι 539 x 281 x 537/553 χιλιοστά (χωρίς τις βάσεις/με τις βάσεις) ενώ το βάρος του είναι περίπου 13,15 κιλά. Το κουτί υποστηρίζει μητρικές κάρτες τύπου E-ATX (30,5 x 27,5 εκ.), ATX, M-ATX και Mini-ITX καθώς και τροφοδοτικά ATX (PS/2). Όπως και στην περίπτωση του προκατόχου του, τα «πλαϊνά» καλύμματα αφαιρούνται εύκολα χάρη σε δύο στρογγυλά κουμπιά απελευθέρωσης, τύπου push-pin που βρίσκονται στο άνω τμήμα της οπίσθιας όψης του κουτιού. Πατώντας απλώς τα κουμπιά, η απομάκρυνση των πλαϊνών είναι εύκολη και γρήγορη ώστε η πρόσβαση στο εσωτερικό να είναι εύκολη και γρήγορη. Η βάση για την μητρική (motherboard tray) μπορεί να αφαιρεθεί και να τοποθετηθεί ανάποδα ώστε να εξυπηρετήσει ιδιαίτερες ανάγκες ή για να διευκολύνει την εγκατάσταση των υποσυστημάτων ορισμένης μερίδας χρηστών. Στην περίπτωση της χρήσης συστήματος υδρόψυξης, είναι δυνατή η εγκατάσταση του τόσο στο εμπρόσθιο τμήμα του κουτιού όσο και στο άνω μέρος, με τη δεύτερη περίπτωση να είναι απλούστερη καθώς το συρταρωτά αφαιρούμενο μεταλλικό πλαίσιο υποδοχής είναι εξαιρετικά βολικό (επιτρέπει την εγκατάσταση ψυγείων έως και 420 χιλ.). Όπως μπορείτε να παρατηρήσετε, το τροφοδοτικό τοποθετείται σε διαφορετικό θάλαμο, απομονώνοντας το τροφοδοτικό από το υπόλοιπο σύστημα. Τα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης προσέγγισης είναι δεδομένα: μείωση θορύβου, ελαχιστοποίηση των παρεμβολών στο ρεύμα αέρα και στη θερμοκρασία των υπόλοιπων υποσυστημάτων, καλύτερη διαχείριση των καλωδιώσεων, που επίσης θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν στο ρεύμα αέρα (ακόμα και αν το τροφοδοτικό είναι modular). Ο θάλαμος απομόνωσης διαθέτει πλαστικά καλύμματα, τα οποία μπορούν να αφαιρεθούν για την εγκατάσταση πρόσθετων ανεμιστήρων. Επιπλέον, εντός του θαλάμου βρίσκεται ένας κλωβός για την τοποθέτηση σκληρών δίσκων 2,5” (υπάρχει και ένας κλωβός για την τοποθέτηση ενός σκληρού δίσκου 3,5”). Το μικρότερο πλαστικό κάλυμμα επίσης του θαλάμου που βρίσκεται κοντά στη πρόσοψη μπορεί να αφαιρεθεί για την εγκατάσταση ενός ψυγείου 360 χιλ. ή 480 χιλ. στην πρόσοψη του κουτιού (για τη ψύξη για παράδειγμα της κάρτας γραφικών με ξεχωριστό σύστημα υδρόψυξης). Οι δυνατότητες εγκατάστασης συσκευών περιφερειακής μνήμης (σκληρών δίσκων 3,5”, σκληρών δίσκων ή solid state drives 2,5”) είναι επίσης αρκετά μεγάλες και θα ικανοποιήσουν ακόμα και απαιτητικούς χρήστες (αν και βρισκόμαστε στην εποχή των NVMe PCIe M.2 SSDs και του cloud storage). Το κουτί επίσης εφοδιάζεται με έναν ελεγκτή για τον έλεγχο της περιστροφής των ανεμιστήρων (οι προεγκατεστημένοι ανεμιστήρες Pure Wings 2 είναι συνδεδεμένοι στον ελεγκτή) καθώς και του φωτισμού τους. Στην πρόσοψη, και στο I/O front panel, υπάρχει ένας διακόπτης τεσσάρων θέσεων (Auto, 1, 2, 3) για τον εύκολο έλεγχο του ρυθμού περιστροφής. Η σημαντικότερη αλλαγή στο I/O front panel σε σύγκριση με τον προκάτοχό του είναι η αντικατάσταση της υποδοχής USB 2.0 Type-A με μία τύπου USB 3.2 Gen.2 Type-C. Πέρα από το ρυθμιστικό για την περιστροφή των ανεμιστήρων και την υποδοχή USB 3.2 Gen.2 Type-C υπάρχουν υποδοχές για ακουστικά και μικρόφωνο και δύο υποδοχές USB 3.2 Gen.1, φωτιζόμενα LEDs ένδειξης κατάστασης λειτουργίας/σκληρού δίσκου και βεβαίως το πλήκτρο εκκίνησης. Καταλήγοντας Το κουτί υπολογιστή Silent Base 802 είναι μια πολύ καλή επιλογή για όσους ψάχνουν για ένα κουτί υπολογιστή με ποιοτική κατασκευή και μοντέρνα, αλλά λιτή, σχεδίαση. Η εταιρεία be quiet! έχει δώσει έμφαση στη στιβαρότητα, στις ευκολίες και στην αθόρυβη λειτουργία. Επιπλέον, το Silent Base 802 με τη λειτουργική σχεδίαση προσφέρει πολλές επιλογές για την τοποθέτηση των εξαρτημάτων του υπολογιστή ενώ επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση στο εσωτερικό για μελλοντικές αναβαθμίσεις. Συνολικά, το κουτί υπολογιστή Silent Base 802 είναι μια εξαιρετική επιλογή για όσους αναζητούν μια στιβαρή, αθόρυβη και καλαίσθητη λύση για τον υπολογιστή τους.
    5 πόντοι
  35. Η σειρά Dark Rock αποτελεί την κορωνίδα της εταιρείας be quiet! στην προιοντική της γκάμα όσον αφορά τις ψύκτρες. Όπως κάθε προϊόν της συγκεκριμένης σειράς, η ψύκτρα Dark Rock Pro 4 που να μην είναι όμορφο, χάρη στο μαύρο καλογυαλισμένο φινίρισμα, καλοσχεδιασμένο και εξαιρετικά αποτελεσματικό στη διαχείριση της υψηλής θερμότητας που αναπτύσσεται από οποιονδήποτε σημερινό επεξεργαστή. Η ψύκτρα Dark Rock Pro 4 αποτελεί τη ναυαρχίδα της σειράς και όπως θα περιμένατε από την γνωστή εταιρεία be quiet! Χαρακτηρίζεται από αψεγάδιαστο φινίρισμα και ποιότητα κατασκευής. Πρόκειται για ένα σχεδίασης dual-tower air cooler με προδιαγραφές 250W όσον αφορά το TDP (Thermal Design Power), το οποίο απευθύνεται σε power users και overclockers που δεν επιθυμούν να εγκαταστήσουν κάποιο σύστημα υδρόψυξης στον υπολογιστή τους αλλά επιθυμούν να ψύξουν αποτελεσματικά τον επεξεργαστή καθώς βρίσκονται σε αναζήτηση και του παραμικρού Watt -όσον αφορά την ψύξη- και επομένως και του παραμικρού MHz. Η ψύκτρα συνοδεύεται από δύο ανομοιόμορφους όσον αφορά τη διάμετρο ανεμιστήρες Silent Wings (PWM), οπότε η λειτουργία της δεν αναμένεται να είναι θορυβώδης. Αυτό ωστόσο μένει να επιβεβαιωθεί και στην πράξη. Περιεχόμενα συσκευασίας Η σκουρόχρωμη συσκευασία είναι τυπική τόσο για τη be quiet! όσο και για τη σειρά προϊόντων Dark Rock και στο εξωτερικό απεικονίζει φωτογραφίες της ψύκτρας, λεπτομερή σχεδιαγράμματα για τις διαστάσεις, λεπτομερή λίστα χαρακτηριστικών κ.ά. Εντός της συσκευασίας υπάρχουν, πέρα από την ίδια την ψύκτρα, όλα όσα χρειάζεται ο χρήστης για να εγκαταστήσει αποτελεσματικά και με ασφάλεια την ψύκτρα στον υπολογιστή του. Πιο συγκεκριμένα, ο χρήστης θα βρει το εγχειρίδιο χρήσης (σε 6 γλώσσες), ένα σταυροκατσάβιδο, ένα σωληνάριο θερμοαγώγιμου υλικού, ένα καλώδιο Y (splitter), δύο Intel mounting brackets, δύο AMD mounting brackets, ένα backplate, τέσσερις βίδες για το backplate, τέσσερα O-rings για τις βίδες του backplate, έναν βραχίονα στήριξης, δύο βίδες για τον βραχίονα στήριξης, τέσσερις βίδες για το mounting bracket, τέσσερις αποστάτες για τη βάση της AMD, τέσσερις washers για τη βάση της AMD, τέσσερις βίδες για τη βάση της AMD, τέσσερα παξιμάδια για τη βάση LGA2011 της Intel, έξι κλιπ για τους δύο ανεμιστήρες και τέσσερα επιπλέον παξιμάδια για τις βάσεις της Intel κ.ά. Χαρακτηριστικά Η ψύκτρα Dark Rock Pro 4 υποστηρίζει τους επεξεργαστές της Intel και της AMD που ταιριάζουν στα sockets LGA 1150/ 1151/ 1155/ 1156/ 1366/ 2011(-3) Square ILM/ 2066 και AM2 (+)/ AM3 (+)/ AM4/ FM1/ FM2 (+) αντίστοιχα. Είναι κατασκευασμένη από αλουμίνιο (fins) και χαλκό (heatpipes και βάση) ωστόσο ολόκληρη η κατασκευή διαθέτει μαύρη κεραμική επίστρωση. Τα «πτερύγια» (fins) είναι 90 σε αριθμό ενώ οι heatpipes είναι 7 σε αριθμό και έχουν διάμετρο 6 χιλ. Το βάρος της ψύκτρας μαζί με τους ανεμιστήρες είναι 1.130 γραμμάρια. Η ψύκτρα συνοδεύεται από δύο ανεμιστήρες SilentWings (PWM) και πιο συγκεκριμένα από τα μοντέλα SilentWings BQ SW3-12025-UF-PWM (120 x 120 x 25 χιλ. 1.500 rpm, 50,5 CFM και 16,4 dBA όσον αφορά το επίπεδο θορύβου) και SilentWings BQ SW3-13525-LF-PWM (135 x 135 x 25 χιλ. 1.200 rpm, 59,5 CFM και 15,5 dBA όσον αφορά το επίπεδο θορύβου). Η ψύκτρα μπορεί με άνεση να διαχειριστεί έως και 250W θερμικού φορτίου. Από άποψη σχεδίασης, η Dark Rock Pro 4 έχει πολλές ομοιότητες με το προηγούμενο μοντέλο. Όπως και ο προκάτοχός της, διαθέτει σχεδιασμό «dual-tower», με κάθε «πύργο» να διαθέτει 45 πτερύγια. Όσον αφορά στους δύο ανεμιστήρες, ο μικρότερος (120mm) βρίσκεται στην «πρόσοψη» (ας πούμε) της ψύκτρας ενώ ο μεγαλύτερος (135mm) βρίσκεται ανάμεσα στους δύο πύργους. Όπως αναφέραμε, όλη η ψύκτρα είναι περασμένη με μαύρη κεραμική επίστρωση, η αντοχή της οποίας στις γρατσουνιές δυστυχώς δεν είναι μεγάλη. Με απλά λόγια, η επίστρωση είναι εξαιρετικά ευαίσθητη. Η ψύκτρα διαθέτει 7 heatpipes με διάμετρο 6mm που διαθέτουν επίσης μαύρη κεραμική επίστρωση και επεκτείνονται από την βάση της ψύκτρας -που χωρίζεται σε δύο τμήματα- έως τις κορυφές των δύο πύργων. Η βάση της ψύκτρας είναι κατασκευασμένη από χαλκό και είναι επινικελωμένη και γυαλισμένη σε κυκλικό μοτίβο με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά λεία, ώστε η επαφή της με τον heatspreader του επεξεργαστή να είναι η βέλτιστη δυνατή. Στο άνω τμήμα της ψύκτρας υπάρχει ένα μονοκόμματο κάλυμμα με φινίρισμα βουρτσισμένου αλουμινίου και με μεταλλικά «καπάκια» να βρίσκονται στα σημεία που καταλήγουν τα heatpipes. Ανάμεσα τους βρίσκονται και δύο που είναι αφαιρούμενα, για να φτάσετε με το σταυροκατσάβιδο στο κάτω μέρος της ψύκτρας και να προχωρήσετε στην ασφάλιση της στη βάση του επεξεργαστή. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω στο άρθρο, οι δύο ανεμιστήρες ανήκουν στη σειρά SilentWings και διαθέτουν PWM ενώ χρησιμοποιούν 4-pin Molex connector για την τροφοδοσία τους (παρέχεται ένα splitter για τη σύνδεση τους με τους κατάλληλους ακροδέκτες στο mainboard). Εγκατάσταση Η εγκατάσταση της ψύκτρας, ειδικά αν η μητρική είναι ήδη εγκατεστημένη στο σύστημα σας, θα αποτελέσει μία μικρή πρόκληση. Αν ωστόσο πρόκειται να «στήσετε» ένα νέο σύστημα, η εγκατάσταση είναι πιο απλή, ενδεχομένως απλούστερη σε σχέση με το παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση, φροντίστε να έχετε ήδη εγκατεστημένες τις μνήμες. Προσοχή. Εμείς τοποθετήσαμε τον δεύτερο ανεμιστήρα (135mm) για λόγους επίδειξης και για τη φωτογράφηση. Μπορείτε μόνο να τον τοποθετήσετε αφού πρώτα εγκαταστήσετε την ψύκτρα! Στη περίπτωση μας, με το σύστημα της AMD, έπρεπε να βιδώσουμε πρώτα τα «mounting brackets» στο backplate. Πέρα από τα δύο brackets, θα χρειαστείτε τέσσερις βίδες και τους κατάλληλους τέσσερις «αποστάτες», οι οποίοι είναι κατασκευασμένοι από πλαστικό. Στη συνέχεια θα πρέπει να απλώστε με προσοχή το θερμοαγώγιμο υλικό από το παρεχόμενο σωληνάριο. Εμείς απλώνουμε μία λεπτή στρώση σε όλη την επιφάνεια του επεξεργαστή ωστόσο έχει αποδειχτεί ότι δύο λεπτές γραμμές χιαστί (Χ) είναι ένας εξαιρετικός τρόπος για να διασφαλίσετε ότι το θερμοαγώγιμο υλικό θα απλωθεί αποτελεσματικά σχεδόν σε όλη την επιφάνεια του heatspreader του επεξεργαστή μετά την επαφή με την ψύκτρα και την ασφάλιση της στα brackets. Στη συνέχεια, θα χρειαστείτε τον βραχίονα στήριξης και τις δύο βίδες για τον βραχίονα στήριξης. Τοποθετήστε τον βραχίονα στο άνω τμήμα της βάσης και στη συνέχεια προχωρήστε με την τοποθέτηση της ψύκτρας. Ακουμπήστε με προσοχή τη βάση της ψύκτρας ακριβώς πάνω στο heatspreader του επεξεργαστή. Στη συνέχεια, είναι απαραίτητο με μικρές κινήσεις να ευθυγραμμίσετε τις οπές του βραχίονα με τις οπές των brackets. Τοποθετήστε στη συνέχεια με το χέρι τις βίδες στις δύο οπές και ολοκληρώστε το βίδωμα (βιδώνετε εναλλάξ ανά λίγες στροφές) με το μακρύ σταυροκατσάβιδο από τις οπές στο άνω τμήμα της ψύκτρας. Κατά τη διαδικασία να τοποθετήσουμε τον δεύτερο ανεμιστήρα (135mm) δεν αποφύγαμε -δυστυχώς- να στραβώσουμε μερικά πτερύγια ή να τα γρατσουνίσουμε. Βιδώστε στη συνέχεια τα δύο μεταλλικά καπάκια και ακολούθως τοποθετήστε τις τροφοδοσίες των δύο ανεμιστήρων στις κατάλληλες υποδοχές για ανεμιστήρες στο mainboard και είστε έτοιμοι. Η ψύκτρα είναι πραγματικά ένα… κτήνος. Αυτό που είναι απολύτως απαραίτητο να εξετάσετε -πριν την αγορά της- είναι κατά πόσο είναι συμβατή με τις μνήμες που διαθέτετε καθώς όπως μπορείτε να δείτε και από τις φωτογραφίες… τις σκεπάζει. Υπάρχει περιθώριο. Αν ωστόσο αν οι μνήμες σας διαθέτουν ογκώδη ή πολύ ψηλά heatspreaders ενδέχεται να βρεθείτε στη δυσάρεστη θέση να χρειαστεί να τις αντικαταστήσετε. Απόδοση Για τις μετρήσεις μας, χρησιμοποιήσαμε τα παρακάτω υποσυστήματα: Mainboard: ASRock B550 Taichi Μνήμη: HyperX Predator 2 x 8GB DDR4-3200 Κάρτα γραφικών: AMD Radeon RX 6800 SSD: Samsung NVMe M.2 SSD 970 EVO Plus 500GB Τροφοδοτικό: be quiet! Straight Power 11 850W Platinum Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 10 Pro 64-bit To κουτί Be Quiet! Silent Base 801 διαθέτει ήδη εγκατεστημένους τρεις ανεμιστήρες (δύο 140mm στο μπροστινό τμήμα και έναν επίσης 140mm, όλοι τους Pure Wings 2) με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένα αρκετά δυνατό ρεύμα αέρα στο εσωτερικό. Οι ανεμιστήρες της ψύκτρας δεν «ακούγονται» και επομένως, με τους υπόλοιπους ανεμιστήρες στο κουτί να λειτουργούν κανονικά, δεν άλλαξε το παραμικρό από άποψη παραγόμενου θορύβου συνολικά. Ακόμα και με τον φόρτο εργασίας του επεξεργαστή στο 100%, ο παραγόμενος θόρυβος δεν αντιληπτός στην πράξη. Για να αξιολογήσουμε την απόδοση της be quiet! Dark Rock Pro 4 «τρέξαμε» την All-CPU ρουτίνα του γνωστού benchmark Cinebench R20 για 10 λεπτά συνεχόμενα (100% CPU Load) και η θερμοκρασία του επεξεργαστή AMD Ryzen 9 5900X (με τον ρυθμό περιστροφής των ανεμιστήρων να ελέγχεται αυτόματα) δεν ξεπέρασε τους 68°C. (θερμοκρασία δωματίου περίπου 26°C, θερμοκρασία mainboard 30°C με τον επεξεργαστή σε κατάσταση ηρεμίας στους 33-34°C). Στη συνέχεια υπερχρονίσαμε τον επεξεργαστή στα 4,5GHz (όλοι οι πυρήνες ενεργοποιημένοι) χρησιμοποιώντας τάση 1,296V και διαπιστώσαμε ότι η θερμοκρασία του δεν ξεπέρασε τους 80-81°C. Συμπέρασμα Η ψύκτρα be quiet! Dark Rock Pro 4 είναι μία από τις καλύτερες προτάσεις στην αγορά. Αν διαθέτετε επεξεργαστή με πολλούς πυρήνες, όπως στην περίπτωση μας, και χρειάζεστε μία αποτελεσματική λύση αλλά παράλληλα επιθυμείτε όσο το δυνατόν πιο ήρεμη λειτουργία, η Dark Rock Pro 4 είναι ιδανική. Είναι καλύτερη ή το ίδιο αποτελεσματική με άλλες «συμβατικές λύσεις» ψύξης ωστόσο έχει το πλεονέκτημα να είναι αθόρυβη, χάρη στους δύο εξαιρετικούς, χαμηλόστροφους και αθόρυβους ανεμιστήρες SilentWings της εταιρείας. Το κόστος της, είναι αρκετά υψηλό -άνω των €80- ωστόσο αν αναζητάτε μία πολύ καλή λύση αυτού του τύπου «you can’t go wrong» με την Dark Rock Pro 4.
    5 πόντοι
  36. Η εταιρεία be quiet! είναι γνωστή για τα προϊόντα για επιτραπέζιους υπολογιστές που κατασκευάζει, μεταξύ των οποίων είναι τροφοδοτικά, κουτιά υπολογιστών, ψύκτρες, συστήματα υδρόψυξης και ανεμιστήρες. Όλα τους, διακρίνονται για την κορυφαία τους ποιότητα, την υψηλή απόδοση και κυρίως τα χαμηλά επίπεδα θορύβου. Ένας από τους παράγοντες που βοήθησαν την εταιρεία να διακριθεί στον χώρο, δεν είναι άλλος από την… καταγωγή της, αφού πρόκειται για μία εταιρεία που πραγματοποιεί τον σχεδιασμό και τον ποιοτικό έλεγχο των προϊόντων της στην Γερμανία. Σχετικά με τη σειρά Pure Power 11 FM Ένα από τα τελευταία προϊόντα της εταιρείας είναι η σειρά τροφοδοτικών Pure Power 11 FM, η οποία αποτελείται από μοντέλα με κορυφαία στην κατηγορία τους χαρακτηριστικά τα οποία πωλούνται σε αρκετά ανταγωνιστικές τιμές. Το ακρωνύμιο «FM» στην ονομασία σημαίνει «Fully Modular» και επομένως, όσα καλώδια δεν εξυπηρετούν σε κάτι, μπορούν να μείνουν εκτός κουτιού υπολογιστή για καλύτερη διαχείριση καλωδίων, λιγότερες αντιστάσεις στην ανακύκλωση του αέρα στο εσωτερικό του υπολογιστή και επομένως χαμηλότερες θερμοκρασίες. Η σειρά τροφοδοτικών Pure Power 11 FM της be quiet! διαθέτει πιστοποίηση 80 PLUS® Gold και επομένως η αποδοτικότητα τους αγγίζει το 93,9%, κάτι που αναμφισβήτητα είναι εξαιρετικό σε αυτή τη κατηγορία τιμής. Και υψηλή αποδοτικότητα σημαίνει χαμηλή κατανάλωση, και άρα μικρότερο κόστος λειτουργίας, με χαμηλότερες θερμοκρασίες και χαμηλότερα επίπεδα θορύβου. Σε αντίθεση επίσης με τη σειρά τροφοδοτικών Pure Power 11, η οποία χρησιμοποιεί Active Clamp, Synchronous Rectifier (SR) και τεχνολογία DC-to-DC (DC/DC), η σειρά Pure Power 11 FM εξοπλίζεται με τεχνολογία LLC + SR + DC/DC για βελτιωμένη σταθερότητα και εξομάλυνση τάσης. Η ψύξη των τροφοδοτικών της νέας σειράς επιτυγχάνεται μέσω ενός βελτιστοποιημένου ανεμιστήρα 120mm με ειδικά πτερύγια για χαμηλά επίπεδα θορύβου. Δύο ανεξάρτητες γραμμές 12V για σταθερότητα σήματος και οι έως και έξι PCI-E connectors καθιστούν τα τροφοδοτικά της σειράς Pure Power 11 FM εξαιρετικά αποδοτικά και ευέλικτα για την κατηγορία τους (mainstream). Είναι ιδανικό για αθόρυβες συνθέσεις υπολογιστή, για υπολογιστές gaming ή για σταθμούς εργασίας ή ακόμα και για συστήματα που διαθέτουν υπερχρονισμένη κάρτα γραφικών. Η σειρά αποτελείται από τα μοντέλα 550W, 650W, 750W, 850W (το οποίο είχαμε στη διάθεση μας) και 1000W. Βασικά χαρακτηριστικά Παρακάτω παραθέτουμε τα βασικότερα χαρακτηριστικά της σειράς τροφοδοτικών Pure Power 11 FM. Πιστοποίηση 80 PLUS Gold Το Pure Power 11 FM διαθέτει αποδοτικότητα μετατροπής ισχύος που φτάνει τα 93,9% στα 230V. Επιπλέον όλα τα μοντέλα Pure Power 11 FM διαθέτουν Active PFC με παράγοντα ισχύος έως και 0,99 και είναι συμβατά με ErP με κατανάλωση ισχύος σε κατάσταση ηρεμίας που δεν ξεπερνάει τα 0,14W. Αρθρωτός σχεδιασμός με αποσπώμενα καλώδια υψηλής ποιότητας Το Pure Power 11 FM διαθέτει επίπεδα καλώδια, εκτός από το μαύρο καλώδιο 20+4-pin το οποίο στρογγυλό και με μανίκι (sleeved) για μεγαλύτερη ευκολία, λιγότερα μπερδέματα και αντιστάσεις όσον αφορά το ρεύμα αέρα στο εσωτερικό. Το 20+4-pin καλώδιο έχει μήκος 55 εκατοστών και τα δύο καλώδια 12V (ένα με 12V P8 Connector και ένα με δύο 12V P4 Connectors) για τις ανάγκες του επεξεργαστή/ συστήματος έχουν μήκος 60 εκατοστών. Για την τροφοδοσία των καρτών γραφικών υπάρχουν δύο διπλά καλώδια με 6+2-pin PCI-E Connectors με μήκος 50 εκατοστών ενώ τρία καλώδια με όμοιο μήκος αφορούν στην τροφοδοσία των μέσων αποθήκευσης με δέκα S-ATA Connectors, δύο HDD (Molex) Connectors και ένα FDD. Σταθερή απόδοση και Αθόρυβη λειτουργία Η διαμόρφωση multi-rail με δύο γραμμές 12V εξασφαλίζει σταθερή τάση, απαραίτητη για τα πιο ισχυρά συστήματα. Σύμφωνα με την be quiet!, το Pure Power 11 FM μπορεί να προσφέρει κοντά στο 100% της ισχύος του μέσω των δύο γραμμών 12V. Χάρη στις ειδικές τροποποιήσεις και τον βελτιστοποιημένο ανεμιστήρα 120mm εξασφαλίζεται ήσυχη λειτουργία. Προηγμένη σταθερότητα και εξομάλυνση τάσης Η μετατροπή ισχύος LLC + SR, σε συνδυασμό με το κύκλωμα DC/DC για τις γραμμές 3,3V και 5V εξασφαλίζει σταθερή τάση στην έξοδο και βέλτιστη απόδοση. Σύμφωνα με την εταιρεία, στα τροφοδοτικά Pure Power 11 FM αξιοποιείται μία ανώτερη τοπολογία για τροφοδοτικά, την «Half Bridge + LLC + SR (Synchronous Rectifier) + DC-to-DC», στην οποία χρησιμοποιούνται ελεγκτές IC αντί για παθητικά στοιχεία παλαιότερης τεχνολογίας. Δύο τέτοιοι ελεγκτές (ολοκληρωμένα) παρακολουθούν αδιάκοπα την εισερχόμενη και εξερχόμενη τάση προσαρμόζοντας τις παραμέτρους των ζωτικών εξαρτημάτων στην κατάλληλη κατάσταση φορτίου. Η be quiet! ισχυρίζεται ότι το τροφοδοτικό επιτυγχάνει πάντα την καλύτερη δυνατή απόδοση με τη μέγιστη σταθερότητα για οποιοδήποτε φορτίο. Η εταιρεία χρησιμοποιεί τεχνολογία DC-to DC για την παραγωγή των voltages 3,3V και 5V των δευτερευουσών γραμμών (rails), με αποτέλεσμα οι μικρές/ δευτερεύουσες τάσεις να παράγονται απευθείας από τις γραμμές 12V, βελτιώνοντας τα ήδη ικανοποιητικά χαρακτηριστικά ρύθμισης/ εξομάλυνσης τάσης και τα χαρακτηριστικά crossload. Πλήρης συμβατότητα GPU Με τέσσερις υποδοχές PCI-E, το Pure Power 11 FM είναι κατάλληλο για συστήματα που διαθέτουν τελευταίας γενιάς κάρτα γραφικών και είναι ικανό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ακόμα και υπερχρονισμένων καρτών γραφικών. Το Pure Power 11 FM ενσωματώνει όλα τα σύγχρονα κυκλώματα προστασίας, συμπεριλαμβανομένων των UVP (under voltage protection), OVP (over voltage protection), SCP (short circuit protection), OPP (overload protection), OCP (over current protection) και OTP (overheating protection). Εκτεταμένη συμβατότητα Το Pure Power 11 FM συμμορφώνεται με τις τελευταίες προδιαγραφές εξοικονόμησης ενέργειας συμπεριλαμβανομένων των Intel C6/C7, ErP/ EuP και Energy Star 8.0. Ο σχεδιασμός και ποιοτικός έλεγχος του πραγματοποιείται στη Γερμανία ενώ πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι η be quiet! παρέχει 5 χρόνια εγγύηση. Συμπεράσματα Αντικαταστήσαμε το τροφοδοτικό που διαθέταμε (1000W) σε ένα σύστημα με επεξεργαστή AMD Ryzen 9 5900X και μία κάρτα γραφικών Radeon RX 6800 XT και δεν παρατηρήσαμε την παραμικρή διαφορά στην απόδοση, όσο και αν πιέσαμε το σύστημα μας. Αμφιβάλλουμε ότι όποιος προμηθευτεί το συγκεκριμένο τροφοδοτικό θα αντιμετωπίσει το παραμικρό ζήτημα από άποψη απόδοσης ή αξιοπιστίας. Μία μικρή διαφορά που διαπιστώσαμε ωστόσο αφορά στα επίπεδα θορύβου, που ήταν χαμηλότερα του προηγούμενου τροφοδοτικού μας. Σε κατάσταση ηρεμίας δεν είδαμε τον ανεμιστήρα να σταματάει πλήρως ωστόσο ακόμα και σε καταστάσεις πλήρους φόρτου ο θόρυβος παρέμεινε ανεπαίσθητος. Γενικά, πρόκειται για μία πολύ καλή πρόταση με την γνωστή ποιότητα κατασκευής που συνοδεύει τα προϊόντα της εταιρείας. Είναι ότι πρέπει εφόσον χρειάζεστε ένα καλό τροφοδοτικό για τον gaming υπολογιστή σας -ακόμα και αν είναι υπερχρονισμένος- ωστόσο όπως είναι κατανοητό δεν είναι κατάλληλο για multi-GPU setups. Αυτό που δεν μας άρεσε είναι η 5ετής εγγύηση του τροφοδοτικού. Λαμβάνοντας υπόψη τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, και τον ισχυρό ανταγωνισμό στην κατηγορία, θα περιμέναμε από την be quiet! να μην βασιστεί μόνο στο όνομα, στην ποιότητα ή στη τιμή για να προωθήσει το συγκεκριμένο μοντέλο καθώς δεν είναι λίγες οι εταιρείες που προσφέρουν 10ετή εγγύηση. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μία «rock solid» αγορά που αξίζει να επενδύσετε.
    5 πόντοι
  37. Συνεχίζοντας με τη σειρά Xiaomi Mi 11, το νεότερο smartphone που προσφέρει η Xiaomi είναι το Xiaomi 11 Lite 5G NE, ένα ισχυρό midrange με υποστήριξη συνδεσιμότητας 5G ικανό για πολλά χωρίς να αυξάνει ιδιαίτερα το κόστος αγοράς. Δεν επιχειρεί να κάνει κάτι νέο, παρά να δημιουργήσει ένα εξαιρετικά συμφέρον σύνολο που μπορεί να ανταπεξέλθει σε πλήθος σεναρίων και με το παραπάνω, παράλληλα με την ύπαρξη του 5G που εξασφαλίζει πως δεν μένει «απ’ έξω» κι αν κάποιος που αλλάζει δύσκολα κινητό το προτιμήσει, τότε έχει ένα λιγότερο λόγο να αναβαθμίσει γρήγορα. Η Xiaomi υπόσχεται εξαιρετικά λεπτό design, εντυπωσιακή οθόνη με υποστήριξη HDR10+, δυνατό επεξεργαστή Snapdragon, και 5G μεταξύ άλλων. Πρακτικά, χαρακτηριστικά που θα έβρισκε κανείς σε ένα flagship αλλά σε χαμηλότερη τιμή. Πώς το καταφέρνει αυτό και, αν γίνονται θυσίες, ποιες είναι αυτές; Ας δούμε πιο αναλυτικά τη συσκευή. Σχεδιασμός – Οθόνη Ελαφρύ σαν πούπουλο παρουσιάζεται από τη Xiaomi τo το κινητό, και πράγματι, έχει βάρος μόλις 158 γραμμάρια. Το πάχος του είναι εξίσου χαμηλό (μόλις 6.81mm) και αντίστοιχα η κάμερα εξέχει μόλις 1.77mm, απέχοντας λίγο από το να είναι εντελώς επίπεδη όπως η πλάτη. Το μήκος της συσκευής φτάνει τα 16.05 εκατοστά και το πλάτος τα 7.57 εκατοστά, κάνοντάς τη λίγο πιο πλατιά από το συνηθισμένο μέγεθος κι έτσι ορισμένοι -ακόμη και με μακριά δάχτυλα- ίσως το βρουν λίγο άβολο κατά τη χρήση και δη με ένα χέρι. Η πλάτη είναι κατασκευασμένη από γυαλί, δίνοντας την αίσθηση της πολυτέλειας στο άγγιγμα και στην όψη, ενώ το συνολικό βάρος δεν αυξάνεται παρά τη χρήση αυτού του υλικού. Το μοναδικό «μειονέκτημα» είναι πως, όπως σε κάθε κινητό, το γυαλί γλιστράει λίγο πιο εύκολα από το χέρι αλλά ένα μεγάλο θετικό είναι η αντιθαμβωτική επίστρωση που διαθέτει, που πραγματικά μειώνει τις δαχτυλιές στο ελάχιστο, όπως υπόσχεται και η εταιρεία. Στην κάτω αριστερή γωνία της πλάτης βρίσκεται ένα διακριτικό λογότυπο Xiaomi και το σύμβολο 5G δίπλα του, ενώ στην επάνω αριστερή γωνία βρίσκεται το σύστημα κάμερας που φιλοξενείται μέσα σε ένα τετράγωνο με στρογγυλεμένες γωνίες, χωρισμένο στα δύο: το αριστερό του μισό περιλαμβάνει τον βασικό φακό κι έναν ακόμη ενώ το δεξί μισό έναν τρίτο φακό συν το flash. Το κινητό διατίθεται σε τέσσερα χρώματα (Snowflake White, Bubblegum Blue, Peach Pink, Truffle Black), με το λευκό να διαθέτει μια επιπλέον δόση «τσαχπινιάς» έχοντας ιριδίζουσες νιφάδες πάνω από το λευκό χρώμα. Περιμετρικά, κάθε χρώμα έχει γυαλιστερό πλαίσιο που μοιάζει με μέταλλο στην υφή και στην όψη όμως είναι πλαστικό. Κάτω θα βρούμε μονάχα μια θύρα USB-C κεντραρισμένη, την υβριδική θύρα υποδοχής Νανο SIM και MicroSD δίπλα και από την άλλη μεριά της θύρας USB-C το ένα από τα δύο ηχεία. Εξαιτίας του λεπτότερου σχεδιασμού, το jack 3.5mm απουσιάζει όμως στη συσκευασία περιλαμβάνεται αντάπτορας USB-C προς jack 3.5mm. Η επάνω πλευρά είναι ακόμη πιο λιτή, έχοντας μονάχα ένα μικρόφωνο και το IR blaster ενώ αντίστοιχα η αριστερή πλευρά του κινητού είναι πεντακάθαρη. Στη δεξιά πλευρά βρίσκεται το πλήκτρο ενεργοποίησης με ενσωματωμένο αναγνώστη δακτυλικού αποτυπώματος και από πάνω του βρίσκονται τα πλήκτρα χειρισμού έντασης. Περνάμε σε ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του τηλεφώνου, την οθόνη, μεγέθους 6.55” με ελάχιστα περιθώρια περιμετρικά της (μόνο 1.88mm), η οποία προστατεύεται από φθορές χάρη στο Gorilla Glass 5. Στην επάνω αριστερή γωνία της οθόνης βρίσκεται η punch hole κάμερα, διακριτική και μικρή ώστε να μην εμποδίζει τη θέαση. Είναι τεχνολογίας AMOLED με ανάλυση FHD+ (2400x1800), με υποστήριξη βάθους χρώματος DCI-P3, πυκνότητα 402ppi και μέγιστη φωτεινότητα 500nits, ενώ επίσης υποστηρίζει Dolby Vision και HDR10+. Τέλος, διαθέτει υψηλό ρυθμό ανανέωσης στα 90Hz ο οποίος μπορεί επίσης να ρυθμιστεί στα 60Hz ή να μεταβάλλεται αυτόματα ανάλογα με τη χρήση που γίνεται ανά πάσα στιγμή. Με λίγα λόγια, η οθόνη διαθέτει υψηλή φωτεινότητα και όλα παραμένουν ευανάγνωστα ακόμη και υπό το φως του ηλίου, ενώ σε κλειστό χώρο τα χρώματα και το βαθύ μαύρο εντυπωσιάζουν με την ακρίβεια και ποιότητά τους. Παρακολουθώντας ταινίες και σειρές με HDR στο Netflix, δηλαδή σε πραγματικά σενάρια, η συνολική εμπειρία θέασης ήταν εκπληκτική: τα περιθώρια της οθόνης πολύ μικρά, η αντίθεση άριστη, η παλέτα χρωμάτων πλούσια μέσω του HDR και τα στερεοφωνικά ηχεία διαθέτουν δυνατό μπάσο και σε υψηλή ένταση δεν παραμορφώνουν τον ήχο. Παρακολουθώντας μερικά επεισόδια μιας σειράς στο κρεβάτι ή τον καναπέ, η όλη εμπειρία ήταν απολαυστική. Επιδόσεις – Μπαταρία Το Xiaomi 11 Lite 5G NE σε εκδόσεις με 6GB RAM/128GB ROM, 8GB/128GB και 8GB/256GB, σε όλα τα χρώματα. Η έκδοση που ήρθε στα χέρια μας ήταν η 8GB/128GB, οπότε βάσει αυτής θα μιλήσουμε παρακάτω. Σε κάθε εκδοχή του, το κινητό ενσωματώνει τον οκταπύρηνο Qualcomm Snapdragon 778G 5G (1x Kryo 670 @ 2.4GHz, 3x Kryo 670 @ 2.4GHz, 4x Kryo 670 @ 1.80GHz) που συνδυάζεται με τη μονάδα γραφικών Adreno 642L. Στο Geekbench έφτασε σκορ 750 (single-core) και 1805 (multi-core), ενώ στο 3DMark έφτασε τους 687 πόντους στη δοκιμή Wild Life Extreme, νούμερα συνολικά άκρως ικανοποιητικά που δείχνουν ένα κινητό ικανό να ανταποκριθεί σε πλήθος εργασιών. Με τη μεγάλη οθόνη του κινητού ρυθμισμένη στα 90Hz, διαχειριστήκαμε για αρκετές ημέρες όλη μας την καθημερινότητα αντί του βασικού κινητού, δηλαδή κλήσεις και μηνύματα, social media, Outlook, Gmail, Slack, φωτογραφίες, Netflix, YouTube και άλλες παρόμοιες εφαρμογές. Σε κανένα σενάριο δεν τα βρήκε «σκούρα» και πάντοτε ανταποκρινόταν άμεσα ακόμη και με πολλαπλές εφαρμογές ανοιχτές στο παρασκήνιο ενώ ο υψηλός ρυθμός ανανέωσης έκανε την πλοήγηση ομαλή. Το MIUI 12.5, με το οποίο η συσκευή έρχεται από το εργοστάσιο, διαθέτει πλήθος όμορφων animations τα οποία δεν επιβραδύνουν στο ελάχιστο τη συσκευή οπουδήποτε, προσθέτοντας μια καλοδεχούμενη πινελιά αισθητικής αλλά όχι εις βάρος της απόδοσης. Πέραν αυτών, το λειτουργικό είναι σταθερό και γρήγορο, δείχνοντας πως κάνει καλή διαχείριση πόρων κι έτσι οι πρόσφατα κλεισμένες εφαρμογές, η εναλλαγή μεταξύ εφαρμογών και η ταυτόχρονη χρήση πολλαπλών εφαρμογών δε δείχνουν να υπερφορτώνουν τη συσκευή σε κάποιο σημείο, τουλάχιστον στην καθημερινότητά μας. Όταν όμως δοκιμάσαμε να παίξουμε παιχνίδια, υπήρξαν ορισμένες δυσκολίες. Μετά από 15-20 λεπτά το κινητό είχε ζεσταθεί αρκετά, όχι σε σημείο που δεν μπορούσε να παραμείνει στα χέρια αλλά σίγουρα ήταν εύκολα αισθητή η άνοδος της θερμοκρασίας, κάτι ίσως αναμενόμενο δεδομένου του εξαιρετικά λεπτού σώματός του αλλά και του γεγονός ότι δε σχεδιάστηκε για παιχνίδια. Όσον αφορά στις επιδόσεις εντός παιχνιδιών, διαχειρίστηκε αξιοπρεπέστατα τα Call of Duty: Mobile σε High settings και Genshin Impact σε Medium settings με υψηλό ρυθμό καρέ, οπότε δύσκολα θα ζοριστεί ακόμη και με απαιτητικά παιχνίδια. Το κινητό έρχεται με MIUI 12.5 (βασισμένο σε Android 11) και όλα τα πρόσφατα updates, λύνοντας διάφορα προβλήματα που κατά καιρούς εμφανίστηκαν σε διάφορες συσκευές Xiaomi. Δεν έχει τόσες προεγκατεστημένες εφαρμογές όσες σε παλαιότερες εκδόσεις και μάλιστα μερικές από αυτές μπορούν να απεγκατασταθούν. Η Xiaomi υπόσχεται τρεις αναβαθμίσεις Android και τέσσερις ενημερώσεις ασφαλείας, οπότε η υποστήριξη της εταιρείας σε συνδυασμό με το ισχυρό hardware δείχνουν πως πρόκειται για συσκευή που θα αντέξει αρκετά χρόνια προτού χρειαστεί μετάβαση σε νέα. Στο κομμάτι της μπαταρίας, η χωρητικότητα είναι 4250mAh και υποστηρίζεται ταχεία φόρτιση 33W. Σε περίπου μια ώρα, η μπαταρία φτάνει από το 0% στο 100% οπότε η ταχύτητα φόρτισης είναι ικανοποιητική προς το καλή, για την κλίμακα τιμής όπου ανήκει το συγκεκριμένο smartphone. Η μπαταρία, ωστόσο, θα θέλαμε να κρατάει λίγο περισσότερο καθώς στο τέλος μιας ημέρας με την κλασική καθημερινή ρουτίνα μας (με την οθόνη στα 90Hz), θα έχει οριακά 20-25% μπαταρία οπότε σίγουρα χρειαζόταν φόρτιση το πρωί για να μην βρεθούμε προ εκπλήξεως. Κάμερα Το σύστημα τριών καμερών χρησιμοποιεί μια βασική wide 64MP (f/1.79, PDAF), μια ultrawide 8MP (f/2.2) και μια telemacro 5MP (f/2.4). Η selfie κάμερα διαθέτει ανάλυση 20MP και διάφραγμα f/2.24. Προσφέρεται πλήθος modes για τη φωτογράφιση και λήψη βίντεο, από πορτρέτο έως Slow Motion και Dual Video, οπότε όσοι ασχολούνται πιο ενεργά έχουν μεγάλη ελευθερία να πειραματιστούν. Η βασική κάμερα λειτουργεί άψογα με το φως του ήλιου, προσφέροντας υψηλή ευκρίνεια με ελάχιστο θόρυβο και διατήρηση χρωμάτων, με εξαίρεση κάποιες φορές όπου η γωνία υπό την οποία τραβήξαμε φωτογραφία έκανε το τελικό αποτέλεσμα πιο ξεθωριασμένο από όσο θα έπρεπε δίχως να είναι εύκολα αντιληπτό το γιατί συνέβη αυτό. Ρυθμίζοντας την ποιότητα στα 64MP, το μέγιστο δηλαδή, οι φωτογραφίες είναι σαφώς καθαρότερες από πριν όμως σε κοντινή ανάλυση παρουσιάζουν θόρυβο που δεν εμφανίζεται στις πιο χαμηλές ρυθμίσεις, οπότε είναι θέμα προτίμησης του καθενός το αν θα παραμείνει σε χαμηλά Megapixel για πιο ισορροπημένες εικόνες σε κάθε περίπτωση ή θα πάει στα 64MP για πιο καθαρές εικόνες που παρουσιάζουν ατέλειες σε κοντινή ανάλυση. Από την άλλη, η ultra-wide κάμερα διατηρεί την αντίθεση και τα χρώματα σε εντυπωσιακό βαθμό, με ελάχιστη παραμόρφωση στις άκρες. Σε κοντινή ανάλυση, παρατηρείται θόρυβος και έλλειψη ευκρίνειας όμως είναι αναμενόμενα αυτά και η (πιθανότατα) πιο περιστασιακή χρήση δε θα φέρει όλα τα «φώτα» επάνω στην ultra-wide. Η telemacro μπορεί να φτάσει στα 4 εκατοστά από το θέμα και τα αποτελέσματα είναι άψογα, με υψηλής ποιότητας φωτογραφίες που δίνουν νόημα στην ύπαρξη του συγκεκριμένου φακού. Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ένας τέτοιος φακός πράγματι δικαιολογεί τη συμπερίληψή του στο κινητό και όσοι το αποκτήσουν, αξίζει να του δώσουν μια ευκαιρία. Σε χαμηλό φωτισμό, η λεπτομέρεια και τα χρώματα χάνονται αισθητά και ο θόρυβος γίνεται εντονότερος, πάντοτε όταν δεν υπάρχει αρκετός φωτισμός γύρω – για παράδειγμα, οι λάμπες ενός δρόμου δεν αρκούν. Σε ένα πιο καλά φωτισμένο περιβάλλον, όπως ένα δωμάτιο του σπιτιού με πιο χαμηλά φώτα, μπορεί όντως να βελτιώσει την εικόνα και να «βρει» λεπτομέρειες που από μόνη της δε θα εντόπιζε η βασική κάμερα, οπότε υπό προϋποθέσεις το Night Mode είναι χρήσιμο και βοηθητικό. Η βασική κάμερα μπορεί να τραβήξει βίντεο 4K/30fps και η ultra-wide Full HD/30fps. Για βασικές ανάγκες, τα βίντεο είναι ικανοποιητικά όμως η χαμηλότερη ποιότητα συγκριτικά με τις φωτογραφίες σε συνδυασμό με την μέτρια προς κακή απόδοση σε χαμηλό φωτισμό περιορίζουν τη χρήση. Τέλος, η selfie κάμερα δεν μπορεί να φτάσει τα επίπεδα της βασικής αλλά (για παράδειγμα) οι βιντεοκλήσεις σε καλά φωτισμένο χώρο γίνονται απροβλημάτιστα, όμως δύσκολα θα φανεί χρήσιμη σε κάτι πιο εξεζητημένο. Συμπέρασμα Ως ένα ισχυρό midrange, το Xiaomi 11 Lite 5G NE καταφέρνει να ξεχωρίσει λόγω σχεδιασμού, οθόνης και επιδόσεων. Μπορεί εύκολα να διαχειριστεί πλήθος εργασιών με ταχύτητα, μπορεί να συνοδεύσει τον χρήστη προσφέροντας άριστη εμπειρία θέασης, θα φιλοξενήσει παιχνίδια με σχετική ευκολία και γενικότερα είναι άκρως ευέλικτο. Θα ήταν καλοδεχούμενη μια λίγο μεγαλύτερη μπαταρία, μαζί με ποιοτικότερες κάμερες και καλύτερη διαχείριση της θερμότητας στα παιχνίδια. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτά που προσφέρει είναι άψογα και πάντοτε έχοντας κατά νου το κόστος της συσκευής, είναι δύσκολο να ειπωθεί πως πραγματικά απογοητεύει σε κάποιον τομέα. Αντιθέτως, κάνει καλά πολλά περισσότερα από όσα δεν κάνει καλά, οπότε θα μπορούσε εύκολα να προταθεί ως ένα από τα πιο συμφέροντα smartphones που θα μπορούσε να βρει κανείς στην αγορά σήμερα.
    5 πόντοι
  38. Με την έλευση του «έξυπνου σπιτιού» όλο και περισσότερες συσκευές αποκτούν πρόσβαση στο διαδίκτυο, προγραμματίζονται, ελέγχονται από απόσταση και γενικά εντάσσονται σε ένα οικοσύστημα που φαίνεται να υπακούει απόλυτα στις επιθυμίες του κατόχου τους και αλληλεπιδρά με τις υπόλοιπες συσκευές του σπιτιού. Όμως για να λειτουργήσεις στο «έξυπνο σπίτι» πρέπει πρώτα-πρώτα να… μπεις σε αυτό. Και ένα από τα τελευταία ‘οχυρά’ του παραδοσιακού σπιτιού είναι σίγουρα η πόρτα και η κλειδαριά. Διάφορες λύσεις έχουν εμφανιστεί στην αγορά, από γνωστές και λιγότερο γνωστές εταιρείες. Μια από τις εντυπωσιακότερες είναι σίγουρα η γερμανική start-up Nuki, η οποία υπόσχεται απρόσκοπτη πρόσβαση σε συνδυασμό με πανεύκολη εγκατάσταση και ενσωμάτωση της κλειδαριάς σε όλα τα δημοφιλή οικοσυστήματα. Δοκιμάσαμε για αρκετό καιρό την λύση που προτείνει η Nuki και ήρθε η ώρα του απολογισμού. Εγκατάσταση Η Nuki έρχεται μέσα σε ένα απλό μαύρο κουτί, το οποίο περιέχει: τη συσκευή της έξυπνης κλειδαριάς, δύο (2) προσαρμογείς για πόρτες, ένα σακουλάκι με κατσαβίδι και ένα σακουλάκι με τον σένσορα της πόρτας. Μας δόθηκε επιπλέον το (προαιρετικό) bridge με το οποίο συνδέουμε την κλειδαριά μας στο υπόλοιπο οικοσύστημα και στο διαδίκτυο. Μέσα στο κουτί υπάρχει ένα μικρό βιβλιαράκι, το οποίο επεξηγεί την εγκατάσταση της κλειδαριάς με απλά σχέδια. Η κυρίως κλειδαριά αποτελείται από ένα μεγάλο κουτί φτιαγμένο από στιβαρό πλαστικό, στο οποίο δεσπόζει το στρογγυλό ασημένιο πάνω μέρος, το οποίο περιέχει και τον κυρίως μηχανισμό της κλειδαριάς ενώ το κάτω μέρος περιέχει τις μπαταρίες και τον υπόλοιπο μηχανισμό. Ένα από τα μεγαλύτερα ‘ατού’ της Nuki έναντι του ανταγωνισμού, το οποίο η εταιρεία τονίζει και στην ιστοσελίδα της, είναι η πανεύκολη εγκατάσταση σε σχεδόν οποιοδήποτε είδος πόρτας. Όντως, η εγκατάσταση μας πήρε κυριολεκτικά δύο (2) λεπτά, χωρίς τη χρήση ιδιαίτερων εργαλείων, πέραν του μικρού κατσαβιδιού που υπήρχε εντός της συσκευασίας. Ένα επίσης επιπλέον πλεονέκτημα είναι ότι η Nuki δεν χρειάζεται ηλεκτρική σύνδεση καθώς λειτουργεί με τέσσερις μπαταρίες ΑΑ οπότε η τυχόν έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος δεν σας κλειδώνει εκτός σπιτιού. Αρχικά ο κάτοχος διαλέγει τον έναν από τους δύο διαθέσιμους προσαρμογείς της κλειδαριάς, ανάλογα με την απόσταση που έχει ο αφαλός της υπάρχουσας κλειδαριάς από το πόμολο αυτής. Ο προσαρμογέας τοποθετείται στο εσωτερικό της πόρτας και ουσιαστικά βιδώνει πάνω στον αφαλό που εξέχει ή κολλάει πάνω στην ίδια την πόρτα κατά περίπτωση. Τοποθετείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε, στη συνέχεια, να βάλουμε στο εσωτερικό μέρος της κλειδαριάς το κλειδί που την ανοίγει. Η εταιρεία έχει ένα αρκετά επεξηγηματικό βίντεο στο κανάλι της στο YouTube το οποίο δείχνει τον απλό τρόπο εγκατάστασης. Μία παρένθεση εδώ: Η Nuki απαιτεί την ύπαρξη του κλειδιού πάνω στην κλειδαριά γιατί ουσιαστικά διαθέτει μηχανισμό που ‘γυρίζει’ το κλειδί στην κλειδαριά προκειμένου να κλειδώσει ή να ξεκλειδώσει την πόρτα. Για λόγους ασφαλείας, συνίσταται η χρήση αφαλού κλειδαριάς ‘διπλής ενέργειας’ δηλαδή καλύτερα να έχουμε τοποθετημένο αφαλό ο οποίος μας επιτρέπει να ανοίξουμε την πόρτα μας με κλειδί ακόμη κι αν από την άλλη μεριά υπάρχει κλειδί πάνω στην πόρτα – γιατί με την Nuki θα υπάρχει πάντα κλειδί πάνω στην πόρτα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Nuki δεν δουλεύει με τους ‘κλασσικούς’ αφαλούς. Απλώς σε οποιαδήποτε περίπτωση δυσλειτουργίας ή εάν για οποιονδήποτε λόγο θελήσουμε να ανοίξουμε την πόρτα με το κλειδί μας, καλό είναι να μπορούμε να το κάνουμε. Κλείνει η παρένθεση. Αφού έχουμε τοποθετήσει τον προσαρμογέα της πόρτας και το κλειδί στον αφαλό της κλειδαριάς, ‘κουμπώνουμε’ το κυρίως μέρος της Nuki πάνω στον προσαρμογέα. Αυτό ήταν! Η Nuki εγκαταστάθηκε και είναι έτοιμη να ρυθμιστεί. Ρυθμίσεις Μετά την εγκατάσταση στην πόρτα, δεν μένει παρά να ‘συντονιστούμε’ με την Nuki, ενέργεια που απαιτεί κινητό με iOS 9.2 ή μεταγενέστερο (άρα iPhone 4s ή νεότερο) ή Android 4.4 ή μεταγενέστερο, το κατέβασμα της σχετικής εφαρμογής και σύνδεση Bluetooth 4.0 ή μεγαλύτερη. Πλησιάζουμε με τη φορητή μας συσκευή την κλειδαριά και πατάμε το κεντρικό κουμπί της Nuki. Αφού κλειδαριά και κινητό συντονιστούν, μετά δηλαδή την πάροδο περίπου εξήντα δευτερολέπτων, διαλέγουμε PIN για την πρόσβαση στην εφαρμογή (προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κανείς άλλος εκτός από εμάς δεν θα ανοίξει την κλειδαριά) και στη συνέχεια ρυθμίζουμε την κλειδαριά, ελέγχοντας συντομεύσεις με το τι θέλουμε να κάνουμε. Ο αρχικός χρήστης, δηλαδή εμείς, έχει τη θέση του διαχειριστή (administrator) της Nuki και αυτός ρυθμίζει την Nuki σύμφωνα με τις ανάγκες του. Στο σημείο αυτό επίσης μπορούμε να συνδέσουμε την κλειδαριά με το (προαιρετικό) bridge, προκειμένου να μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στις ρυθμίσεις της κλειδαριάς μέσω διαδικτύου. Κι αυτή η σύνδεση γίνεται πολύ απλά, αρκεί να τοποθετήσουμε το bridge σε μια πρίζα κοντά στην κλειδαριά (μέχρι 5 μέτρα) και να συντονίσουμε τις δύο συσκευές μέσω Bluetooth. Η Nuki βρίσκει αυτόματα το WiFi, μας ζητάει τον κωδικό πρόσβασης σε αυτό και… αυτό ήταν! Δυνατότητες Η κλειδαριά έχει τη δυνατότητα να κλειδώνει την πόρτα μας, να την ξεκλειδώνει αλλά και να την ανοίγει, να τραβάει δηλαδή το γλωσίδι της πόρτας έτσι ώστε να ανοίγει. Επιπλέον μας παρέχει τη δυνατότητα να κλειδώνει αυτόματα την πόρτα μας όταν φεύγουμε από το σπίτι και δεν την έχουμε κλειδώσει (την ονομάζει Lock ‘n’ Go) καθώς και να ανοίγει αυτόματα την πόρτα μας όταν πλησιάζουμε σε απόσταση μερικών μέτρων. Μπορούμε μάλιστα να ρυθμίσουμε την πόρτα να κλειδώνει μία ή δύο φορές και να ανοίγει αυτόματα την πόρτα μας όταν πλησιάζουμε σε απόσταση μερικών μέτρων. Μπορούμε μάλιστα να ρυθμίσουμε την πόρτα να κλειδώνει μία ή δύο φορές και να ξεκλειδώνει όταν πλησιάζουμε σε απόσταση 100 ή 50 μέτρων από την πόρτα που την εγκαταστήσαμε – η πρώτη φορά που ενεργοποιήθηκε, θορυβήθηκα γιατί, μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η κλειδαριά ανοίγει αυτόματα με το που πλησιάζω την πόρτα, νόμισα ότι είχα ξεχάσει την πόρτα ξεκλείδωτη και μισάνοιχτη! Μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να προσθέσουμε όσους χρήστες θέλουμε, οι οποίοι μπορεί να έχουν είτε πλήρη και απεριόριστη πρόσβαση στην πόρτα, όπως εμείς, είτε να έχουν περιορισμένη πρόσβαση που καθορίζεται πλήρως από εμάς. Για παράδειγμα, μπορούμε να δώσουμε στην καθαρίστρια την δυνατότητα να ανοίγει την πόρτα αλλά μόνο σε συγκεκριμένες ημέρες και ώρες ή να δώσουμε τη δυνατότητα σε έναν επισκέπτη που φιλοξενούμε τη δυνατότητα να έχει πρόσβαση στο σπίτι μας αλλά μόνο για μερικές ημέρες και μετά το πέρας αυτών να μην μπορεί να ανοίγει πλέον την πόρτα. Μπορούμε να ρυθμίσουμε να κλειδώνει αυτόματα η πόρτα μετά από κάποια ώρα το βράδυ και να ξεκλειδώνει αυτόματα το πρωί. Εννοείται ότι η Nuki κρατάει αρχείο log όλων αυτών των προσβάσεων και λειτουργιών, το οποίο μπορούμε να δούμε με ευκολία από την εφαρμογή στο κινητό μας. Όπως επίσης είναι λογικό, η εφαρμογή στο κινητό μας μπορεί να ελέγχει, να συντονίζει και να προγραμματίζει περισσότερες από μία κλειδαριές Nuki. Παρέχεται μάλιστα η δυνατότητα ειδοποιήσεων για διάφορες ενέργειες που γίνονται από την κλειδαριά (π.χ. εάν ξεκλειδώθηκε και από ποιόν χρήστη, εάν κλείδωσε) τις οποίες ρυθμίζουμε κατά βούληση και ανα κλειδαριά. Εκτός από την εφαρμογή στο κινητό, μπορείτε να ενεργοποιήσετε την πρόσβαση στην κλειδαριά σας από οποιονδήποτε υπολογιστή, μέσω του Nuki Web. Μέσω οποιουδήποτε browser και με τη χρήση των κωδικών σας, μπορείτε να έχετε πλήρη πρόσβαση στην κλειδαριά και στις ρυθμίσεις της, να προσθέσετε ή να αφαιρέσετε την πρόσβαση σε χρήστες καθώς και να δείτε το αναλυτικό log της κλειδαριάς. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Nuki εντάσσεται στα οικοσυστήματα Amazon Alexa, Apple HomeKit και Google Home Assistant ενώ είναι συμβατή και με την εφαρμογή ITTF, μια αρκετά έξυπνη κίνηση που απογειώνει την παραμετροποίησή της. Οι κάτοχοι καταλύματος στην πλατφόρμα AirBnB θα βρουν στην έξυπνη κλειδαριά της Nuki έναν χρήσιμο συνεργάτη αφού μπορούν να εντάξουν στο λογαριασμό που διατηρούν στην ιστοσελίδα, την κλειδαριά Nuk. 'Ετσι, όταν επιβεβαιώνεται μία νέα κράτηση, η πλατφόρμα στέλνει αυτόματα link για κατέβασμα της εφαρμογής ή κωδικό πρόσβασης στον φιλοξενούμενο, ο οποίος λήγει μόλις λήξει το προκαθορισμένο διάστημα παραμονής του στο κατάλυμα. Και όλα αυτά χωρίς καμία παρέμβαση του χρήστη. Ως προς την ενσωμάτωση της κλειδαριάς σε οικοσύστημα, αυτή λειτουργεί αψεγάδιαστα. Μέσω των ρυθμίσεων του οικοσυστήματος, μπορούμε να επιλέξουμε, για παράδειγμα, να χαμηλώσουμε ή και να σταματήσουμε πλήρως τη θέρμανση ή τον κλιματισμό μόλις κλειδωθεί η εξωτερική πόρτα (και κανένας χρήστης της κλειδαριάς δεν βρίσκεται μέσα στο σπίτι) ή να ανοίξουμε τα φώτα κατά το ξεκλείδωμα της κλειδαριάς και την είσοδό μας στο σπίτι ή να ανοίξουμε συγκεκριμένα φώτα (π.χ. το φως του διαδρόμου και της παιδικής κρεβατοκάμαρας) όταν μπαίνει στο σπίτι συγκεκριμένος χρήστης. Όλα αυτά πάντα σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα ‘έξυπνα αξεσουάρ’ που τυχόν έχουμε εγκαταστήσει φυσικά. Πρόσθετα Εκτός από την κλειδαριά και το bridge, η Nuki διαθέτει προς πώληση και δύο πρόσθετα ιδιαίτερα χρήσιμα αξεσουάρ: το Nuki Fob, ένα μικρό ασύρματο χειριστήριο που μπορούμε να βάλουμε στην κλειδοθήκη μας και το Nuki Keypad. Το Nuki Fob είναι μία συσκευή στο μέγεθος ενός μικρού αναπτήρα, η οποία περιέχει έναν πομπό Bluetooth και ένα κουμπί, τη λειτουργία του οποίου προγραμματίζουμε και καθορίζουμε από την εφαρμογή του κινητού μας. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα ‘απομακρυσμένο κλειδί’, δηλαδή μπορούμε να το χρησιμοποιούμε όταν πλησιάζουμε την πόρτα μας για να την ξεκλειδώσουμε ή και να την ανοίξουμε. Μας δίνεται η δυνατότητα να προγραμματίσουμε μέχρι τρεις ‘εντολές’ στο Fob, ανάλογα με το πόσες φορές πατάμε το κουμπί του. Το αρνητικό του Fob είναι, ουσιαστικά, και το αρνητικό του κλειδιού: αν το χάσουμε και αυτός που θα το βρει γνωρίζει πού μένουμε, μπορεί να ανοίξει την πόρτα μας χωρίς κανένα κόπο. Το Nuki Keypad είναι το πλέον χρήσιμο και ιδιαίτερο αξεσουάρ, κατά τη γνώμη μας. Πρόκειται για ένα πληκτρολόγιο με δέκα φωτιζόμενα πλήκτρα, το οποίο τοποθετείται εξωτερικά της πόρτας στην οποία έχουμε εγκαταστήσει την κλειδαριά Νuki. Το πληκτρολόγιο, το οποίο συνδέεται μέσω Bluetooth με την Nuki, μας επιτρέπει να ανοίξουμε την πόρτα μας χωρίς κλειδιά, χωρίς Fob, χωρίς κινητό. Με τη χρήση ενός απλού εξαψήφιου κωδικού. Το Keypad προγραμματίζεται κι αυτό μέσω της εφαρμογής του κινητού μας και μπορεί να ‘σηκώσει’ μέχρι εκατό διαφορετικούς εξαψήφιους κωδικούς. Όπως και με τους χρήστες, έτσι και ο καθένας κωδικός που θα δημιουργήσουμε, μπορεί να έχει είτε την πλήρη πρόσβαση στην κλειδαριά είτε να έχει χρονικούς περιορισμούς – κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο για όσους σκέφτονται να κάνουν χρήση της Nuki σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπου θα μπορούν να δημιουργούν έναν μοναδικό κωδικό για τον επισκέπτη ο οποίος θα λήγει όταν σταματάει και η μίσθωση του καταλύματος. Το Keypad είναι επενδεδυμένο με μαλακό πλαστικό, είναι μερικώς αδιάβροχο και πρέπει να τοποθετηθεί σε απόσταση το πολύ 5 μέτρων από την κλειδαριά την οποία ελέγχει. Μέσω των κωδικών πρόσβασης, μπορεί να κλειδώσει ή να ξεκλειδώσει την πόρτα καθώς και να την ανοίξει, τραβώντας το γλωσσίδι της. Όπως είναι λογικό, επειδή το Keypad βρίσκεται στο εξωτερικό της οικίας, είναι εκτεθειμένο στην κλοπή αλλά η Nuki προσφέρει εγγύηση κλοπής εφ’όρου ζωής και δωρεάν αντικατάστασή του. Τόσο το Keypad όσο και το Fob δουλεύουν με μπαταρίες τύπου κέρματος που αλλάζουν από το χρήστη χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Μπορούμε να συνδέσουμε το Nuki Fob μας με περισσότερες από μία κλειδαριές, στην κάθε μία από τις οποίες μπορεί να επιτελεί διαφορετικές λειτουργίες – το δοκιμάσαμε με δύο διαφορετικές κλειδαριές και δουλεύει άψογα! Από την άλλη, το Keypad, επειδή δεν έχει τη λογική ότι ‘μεταφέρεται’, μπορεί να συνδεθεί μόνο με μία κλειδαριά Nuki. Τέλος, ένα αξεσουάρ που παρέχεται δωρεάν με κάθε κλειδαριά Nuki, είναι ο σένσορας της πόρτας. Τοποθετείται και αυτός εσωτερικά, σε πολύ κοντινή απόσταση από την κλειδαριά και μας δίνει ένδειξη για την κατάσταση της πόρτας (ανοικτή ή κλειστή). Προφανώς βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της εξέλιξης (η ίδια η εταιρεία το αποκαλεί beta) γιατί, κατά τη διάρκεια των δοκιμών μας, υπήρξαν μερικές φορές (ευτυχώς όχι πολλές) που ο σένσορας μπλόκαρε και χρειάστηκε να επαναρυθμιστεί μέσω της εφαρμογής του κινητού. Πάντως και σε αυτή την περίπτωση, η λειτουργία της κλειδαριάς δεν επηρεάζεται στο παραμικρό – το μόνο που διαφέρει είναι ότι η εφαρμογή του κινητού μπορεί να μην δείχνει τη σωστή ένδειξη (ανοικτή – κλειστή) για την πόρτα. Συμπεράσματα Δοκιμάσαμε δύο διαφορετικές κλειδαριές Nuki κατά τη διάρκεια δύο μηνών – μία σε σπίτι και μία σε επαγγελματικό χώρο. Είχαμε στη διάθεσή μας δύο κλειδαριές Nuki, ένα NukiFob και ένα Nuki Keypad. Αμφότερες οι κλειδαριές είχαν εγκατασταθεί σε αφαλούς ‘διπλής ενέργειας’ και είχαν συνδεθεί με ένα Nuki bridge η κάθε μία, ενώ στη μία από τις κλειδαριές (στο σπίτι) εγκαταστήσαμε το Nuki Keypad. Οι κλειδαριές δοκιμάστηκαν σε οικοσύστημα HomeKit με συσκευές iPhone, Apple Watch Series 2, και, στο σπίτι, με Apple TV 4K ενώ, κατά τη διάρκεια των δοκιμών πραγματοποιήθηκαν όλες οι αναβαθμίσεις του firmware και του app που διέθεσε η Nuki για τις φορητές συσκευές. Επίσης χρησιμοποιήσαμε αλκαλικές μπαταρίες μεγέθους ΑΑ (η Nuki, για περιορισμό των εξόδων, συνιστά τη χρήση επαναφορτιζόμενων μπαταριών). Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο μηνών, σταδιακά σταματήσαμε να χρησιμοποιούμε το κλειδί και, όσο περνούσε ο καιρός, σταματήσαμε να κουβαλάμε το κλειδί που αντιστοιχεί στην κάθε κλειδαριά, συνίσταται βέβαια να υπάρχει κάπου προσβάσιμο για την περίπτωση κάποιας δυσλειτουργίας, αλλά στους δύο αυτούς μήνες δεν το χρειαστήκαμε ούτε μία φορά! Η εμπειρία μας ήταν εξαιρετική, η κλειδαριά Nuki αξίζει (και με το παραπάνω θα λέγαμε!) τα χρήματά της. Πραγματικά ξεχνάμε την ύπαρξη κλειδιών, ξεχνάμε να μην κλειδωθούμε έξω και μπορούμε να έχουμε άμεσο έλεγχο της πόρτας μας από μακρυά. Ακόμη κι αν έχουμε ξεχάσει να κλειδώσουμε, τώρα πλέον δεν ανησυχούμε: είτε προγραμματίζουμε το αυτόματο κλείδωμα της πόρτας όταν φύγουμε (με τη λειτουργία Lock’n’Go) είτε μπορούμε να κλειδώσουμε απομακρυσμένα την πόρτα μας εφ’όσον φυσικά έχουμε συνδέσει την κλειδαριά μας στο διαδίκτυο μέσω του Nuki Bridge. Η τιμή για την κλειδαριά ανέρχεται στα 229 ευρώ ενώ αν θέλουμε να προσθέσουμε τo bridge θα δώσουμε άλλα 98 ευρώ, για το keypad θα δώσουμε 79 ευρώ και κάθε Fob θα μας κοστίσει 39 ευρώ. Μας άρεσε Πολύ καλή ποιότητα κατασκευής Άψογη λειτουργικότητα – άνοιγμα πόρτας μέσω app, Fob, Keypad Ενσωμάτωση με όλα τα γνωστά οικοσυστήματα Ταιριάζει στην συντριπτική πλειοψηφία των θυρών Εγκατάσταση μέσα σε ελάχιστα λεπτά Αυτόματη συνεργασία με AirBNB Δεν μας άρεσε Ογκώδης κλειδαριά Δεν υπάρχει (ακόμη) λύση για εξωτερικούς χώρους (αδιαβροχοποίηση) Απουσία ελληνικών μενού στην εφαρμογή Η τιμή ολίγον «τσιμπάει»
    5 πόντοι
  39. Η Samsung επανέρχεται για την ετήσια ανανέωση συσκευών και το Samsung Galaxy A52 5G αποτελεί τον διάδοχο του περυσινού Galaxy A51. Με μια ματιά, η συσκευή είναι βελτιωμένη σχεδόν σε κάθε τομέα έναντι του προκατόχου της με ένα σύνολο που εντυπωσιάζει: συνδεσιμότητα 5G, έως 8GB RAM και 256GB ROM, τετραπλό σύστημα κάμερας, οθόνη με πολύ υψηλό ρυθμό ανανέωσης και ακόμη περισσότερα. Παρόλα αυτά, σαν mid-range συσκευή, έχει υποστεί κάποια «κοψίματα» σε άλλους τομείς, ίσως λιγότερο κρίσιμους από τα παραπάνω όμως αυτό είναι σχετικό και στην κρίση του καθενός. Δίχως άλλη αναμονή, ας δούμε πιο αναλυτικά τι ακριβώς προσφέρει το νεότερο smartphone της Samsung. Σχεδιασμός – Οθόνη Εξωτερικά, συγκεκριμένα στην πίσω όψη, το Galaxy A52 5G διαφοροποιείται από το A51 αρκετά. Εκεί που το σύστημα καμερών βρισκόταν σε ένα μαύρο εξόγκωμα, πλέον η περίμετρος του εξογκώματος είναι ένα σώμα με την υπόλοιπη πλάτη και ανάμεσα στις κάμερες υιοθετείται το ίδιο χρώμα με της υπόλοιπης πλάτης. Σαν σύνολο, δείχνει πιο «δεμένο» και αρμονικό, αν όχι κάπως απλοϊκό. Σε αυτό συμβάλλει και το υλικό της πλάτης, η οποία είναι κατασκευασμένη από πλαστικό, χρώματος “Awesome Blue” και εκ πρώτης όψεως δεν προσδίδει premium εμφάνιση στη συσκευή – εκεί που το A51 διέθετε περίτεχνο σχεδιασμό και γραμμές χρώματος που αντανακλούσαν το φως του χώρου. Η πλάτη είναι επίσης εντελώς λεία πλην του σημείου όπου βρίσκονται οι κάμερες, με το εξόγκωμα να μην εξέχει πολύ όμως γίνεται εύκολα αισθητό λόγω της υπόλοιπης επιφάνειας. Οι στρογγυλεμένες περιμετρικές επιφάνειες κάνουν εύκολο κι άνετο το κράτημα, όμως όσοι πάντοτε προτιμούν μια θήκη, καλό είναι να γνωρίζουν πως δεν περιλαμβάνεται κάποια στη συσκευασία. Η αριστερή πλευρά του κινητού είναι εντελώς άδεια, με τα πλήκτρα έντασης και ενεργοποίησης να βρίσκονται στη δεξιά μεριά. Κάτω, θα βρούμε μια θύρα USB-C, μια θύρα jack 3.5mm και ένα ηχείο. Τέλος, η επάνω πλευρά διαθέτει ένα ακόμη μικρόφωνο πέραν του βασικού στο κάτω μέρος και δίπλα του βρίσκεται η θύρα κάρτας SIM, όπου επίσης τοποθετούνται κάρτες microSD. Σε αντίθεση με την πλάτη, το περιμετρικό πλαστικό είναι γυαλιστερό σε χρώμα παρόμοιο με της πλάτης, προσδίδοντας λίγη περισσότερη προσωπικότητα στο σύνολο, προσπαθώντας να μιμηθεί το αλουμίνιο. Βέβαια, σε αντίθεση με την ματ πλάτη, είναι… μαγνήτης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Μιλώντας για χρώμα, το Galaxy A52 5G διατίθεται σε 4... awesome χρώματα: Awesome Black, Awesome Violet, Awesome White και Awesome Blue όπως η συσκευή της δοκιμής. Παρά την οπτική απλότητά του, η προστασία που παρέχεται είναι λίγο πιο σύνθετη. Δηλαδή, φέρει πιστοποίηση IP67 ενάντια στο νερό και η οθόνη είναι ενισχυμένη με Gorilla Glass 5 για αντοχή ενάντια σε γρατζουνιές και πτώσεις. Όσον αφορά την οθόνη, πρόκειται για μια 6.5” FHD+ (2400 x 1080) Super AMOLED Infinity-O, δηλαδή με τη συνηθισμένη πλέον τρύπα για τη selfie κάμερα ψηλά και κεντραρισμένα. Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι συγκριτικά με προηγούμενες συσκευές -κι όχι μόνο- είναι ο ρυθμός ανανέωσης της οθόνης. Οι 4G εκδόσεις του Galaxy A52 είναι στα 90Hz ενώ οι εκδόσεις 5G στα 120Hz, μια καλοδεχούμενη βελτίωση και στις δύο περιπτώσεις. Το μοναδικό ίσως αρνητικό σε σχέση με πιο premium συσκευές της εταιρείας είναι πως ο ρυθμός ανανέωσης «κλειδώνει» σε μια τιμή και δεν μεταβάλλεται δυναμικά, άρα θεωρητικά ορίζοντάς τον στα 120Hz διαρκώς θα υπάρχει ανάλογος αντίκτυπος στην αυτονομία. Χαμηλά, κάτω από το γυαλί, βρίσκεται ο αισθητήρας ανάγνωσης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Όπως και στα προηγούμενα μοντέλα, παραμένει οπτικής τεχνολογίας και στις δοκιμές μας δεν αντιμετωπίσαμε σταθερά κάποιο πρόβλημα αναγνώρισης πέρα από ορισμένες περιπτώσεις που δεν το «έπιασε» με την πρώτη. Στην άλλη άκρη, βρίσκεται το μεγάφωνο των κλήσεων που ντουμπλάρει ως δεύτερο ηχείο για στερεοφωνικό ήχο, σε συνδυασμό με το βασικό ηχείο στο κάτω μέρος της συσκευής. Τα ζωηρά χρώματα και η μέγιστη φωτεινότητα (800 nits) εγγυώνται μια εντυπωσιακή εμπειρία θέασης σε κάθε περίπτωση, από το απλό σερφάρισμα έως την παρακολούθηση βίντεο. Χάρη στην υψηλή φωτεινότητα, ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους δεν ήταν δύσκολο να δούμε διαβάσουμε κείμενο ή να δούμε λεπτομέρειες στην οθόνη υπό το φως του ηλίου. Συνδυαστικά με την υψηλή ανάλυση, το μεγάλο καθαρό μέγεθος οθόνης και τον υψηλό ρυθμό ανανέωσης, το σύνολο της οθόνης είναι άκρως εντυπωσιακό δεδομένης της τιμής και κατηγορίας. Επιδόσεις – Μπαταρία Για να βγάλουμε τον… ελέφαντα από τη μέση, το Galaxy A52 5G έρχεται με τον Snapdragon 750G και όχι κάποιον Exynos. Από την άλλη πλευρά, οι 4G εκδόσεις «φορούν» τον Snapdragon 720G ενώ είτε 4G είτε 5G, οι συσκευές κυκλοφορούν σε δύο συνδυασμούς ROM/RAM: 128GB/6GB και 256GB/8GB. Ο οκταπύρηνος Snapdragon 750G αποτελείται από δύο Kryo 570 στα 2.2GHz και έξι Kryo 570 στα 1.8GHz με τον Adreno 619 να επιμελείται των γραφικών. Σε περιπτώσεις φόρτου, όπως πολλές εφαρμογές (κι όχι απαραίτητα βαριές) ανοιγμένες παράλληλα, παρατηρήθηκαν κάποια στιγμιαία κολλήματα όταν, για παράδειγμα, εναλλάσσαμε από τη μια εφαρμογή στην άλλη. Σε πιο εξειδικευμένα σενάρια, όπως σταθερό gaming για αρκετή ώρα, δεν παρατηρήθηκαν παρόμοια προβλήματα. Κατά τη διάρκεια της μέρας, είναι πιθανό κάποιος να αντιμετωπίσει τα εν λόγω κολλήματα κάπου-κάπου όμως σε καμιά περίπτωση δεν εμπόδιζαν τη χρήση – ήταν απλώς ενοχλήσεις. Σίγουρα, θα εκτιμούσαμε κάποιο νεότερο SoC της Qualcomm. Αν μη τι άλλο, με τέτοια οθόνη και ρυθμό ανανέωσης το gaming ήταν απόλαυση -δοκιμάσαμε Genshin Impact και Call of Duty Mobile- οπότε παρότι δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο τεράστιο πρόβλημα, δεν είναι βέβαιο πως αυτό θα ισχύει ακόμη σε ένα χρόνο, ας πούμε. Στο κομμάτι της αυτονομίας, θα βρούμε αρχικά μια μπαταρία 4500mAh και υποστήριξη ταχείας φόρτισης έως 25W. Στα θετικά το γεγονός ότι περιλαμβάνεται αντάπτορας πρίζας, όμως δεν εκμεταλλεύεται πλήρως τις δυνατότητες της συσκευής – είναι μόλις 15W ενώ όπως σημειώθηκε ήδη, η μέγιστη ισχύς είναι 25W. Μια επίσης σημαντική παράλειψη είναι η αδυναμία ασύρματης φόρτισης, έστω και σε λίγα Watt, όμως ίσως είναι άδικο να το δούμε ως ξεκάθαρο μειονέκτημα μιας και μιλάμε για mid-range smartphone. Η εταιρεία υποστηρίζει πως η αυτονομία της συσκευής μπορεί να αγγίξει τις 2 ημέρες, κάτι που είδαμε πως περίπου ισχύει. Δηλαδή, έχοντας την οθόνη ρυθμισμένη στα 120Hz και κάνοντας κανονική χρήση εντός της ημέρας, η μπαταρία άντεξε ως το επόμενο πρωί όμως βρισκόταν στα «κόκκινα» (κάτω από 15%). Πειράζοντας λίγες ρυθμίσεις εξοικονόμησης ενέργειας, πιθανώς θα άντεχε ίσως και έως το μεσημέρι, όμως θεωρήσαμε πως αυτό είναι σενάριο έκτακτης ανάγκης κι όχι καθημερινό φαινόμενο. Μια πλήρης φόρτιση από περίπου το 15% θα χρειαστεί περίπου μιάμιση ώρα με τον παρεχόμενο φορτιστή των 15W. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να δοκιμάσουμε την ταχύτητα με φορτιστή 25W. Φυσικά, δεν γίνεται να παραλειφθεί η συμπερίληψη τεχνολογίας 5G, που σιγά-σιγά υιοθετείται από ολοένα και περισσότερες συσκευές κάθε κατηγορίας τιμής και το Galaxy A52 5G δεν αποτελεί εξαίρεση. Είναι ίσως η πιο value-for-money πρόταση της εταιρείας μέχρι σήμερα, όντας εμφανώς ανώτερο του (οικονομικότερου, μεν) Galaxy A42 5G σε κάθε τομέα. Περισσότερες επιλογές ποτέ δεν είναι κάτι κακό. Αξίζει να σημειωθεί πως το κινητό έρχεται με το One UI 3.0 της Samsung και Android 11. Η Samsung δεσμεύεται πως η συσκευή θα λαμβάνει ενημερώσεις για τέσσερα χρόνια, δηλαδή έως το 2025, ένα γεγονός που μόνο ως θετικό μπορεί να χαρακτηριστεί για όσους δεν αλλάζουν συχνά κινητά. Κάμερα Στο κομμάτι της (τετραπλής) κάμερας, βρίσκουμε ξανά βελτιώσεις σε διάφορους τομείς. Αρχικά, το σύνολο αποτελείται από μια βασική wide κάμερα 64MP f/1.8 με οπτικό σταθεροποιητή, μια ultra wide 12MP f/2.2, μια macro 5MP f/2.4 και έναν αισθητήρα βάθους 5MP f/2.4. Στην εμπρόσθια όψη, η μοναχική selfie κάμερα διαθέτει ανάλυση 32MP και διάφραγμα f/2.2. Τα αποτελέσματα που παράγει η κύρια κάμερα είναι εντυπωσιακά καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας. Ειδικά υπό το φως του ήλιου, τα χρώματα παραμένουν ακριβή και φυσικά με την εικόνα να διατηρεί τις λεπτομέρειές της. Ακόμη κι αν χάσουμε τη βοήθεια του ηλιακού φωτός και στηριχτούμε στο Night Mode για μια νυχτερινή/χαμηλού φωτισμού λήψη, οι φωτογραφίες παραμένουν αρκετά καθαρές, με ελάχιστο θόρυβο, όμορφα χρώματα και διατηρούν τη λεπτομέρειά τους – εν μέρει στην τεχνολογία tetra-binning η οποία βοηθάει πολύ στις νυχτερινές λήψεις. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει και το OIS που εξαλείφει τα μικροκουνήματα οπότε είτε βράδυ είτε πρωί (κυρίως, βράδυ) οι φωτογραφίες διατηρούν την ποιότητά τους. Δεν είναι αρκετά δυνατό για πιο μεγάλες κινήσεις, βέβαια, οπότε οι λήψεις εν κινήσει παραμένουν δυσκολότερη υπόθεση. Αυτό ισχύει και για τα βίντεο, όπου βοηθάει μεν αλλά δεν κάνει θαύματα. Η ανάλυση των βίντεο φτάνει τα 4K (30fps) ενώ ρίχνοντας την ποιότητα υπάρχει τετραπλασιασμός των καρέ – συγκεκριμένα, σε 1080p μπορεί να αποτυπώσει βίντεο με ρυθμό έως και 120fps. Είναι αρκετά τίμια δεδομένου του κόστους και καλοδεχούμενη η προσθήκη του σταθεροποιητή, καθώς για βίντεο από σταθερή θέση σε 4K/30, τα αποτελέσματα ήταν άκρως ικανοποιητικά. Σειρά έχει η κάμερα με υπερευρυγώνιο φακό, η οποία όπως είναι αναμενόμενο, υστερεί σε ποιότητα συγκριτικά με τη βασική ευρυγώνια κάμερα. Η πτώση σε ποιότητα, όπως λεπτομέρειες και χρώματα, είναι εύκολα αισθητή ειδικά αν μια ultra-wide φωτογραφία συγκριθεί με μια φωτογραφία από τη wide κάμερα. Ωστόσο, η χρήση της είναι πιο περιορισμένη κι ίσως δεν αποτελέσει μεγάλη απώλεια για πολλούς σε απλά καθημερινά σενάρια. Τέλος, ο φακός μακροφωτογραφίας χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μέχρι και 5 εκατοστά μακριά από την κάμερα, όμως για άλλη μια φορά δεν εντυπωσιάζει. Τα αποτελέσματα δεν έχουν ζωηράδα, δεν διατηρείται η φυσικότητα της φωτογραφίας κι όλα δείχνουν μουντά. Είναι μια μέτρια προσθήκη κι αν ο ευρυγώνιος φακός χρησιμοποιείται σποραδικά, ο macro φακός μάλλον θα χρησιμοποιείται ελάχιστα. Η selfie κάμερα είναι απλώς ικανοποιητική, δίχως κάποιο εξαιρετικό προσόν. Με καλό φωτισμό, τα αποτελέσματα είναι καλά για μια βιντεοκλήση ή φωτογραφία ενώ το Night Mode κάνει τίμια προσπάθεια να φωτίσει μια σκοτεινή εικόνα και τις περισσότερες φορές δεν τα καταφέρνει από τη στιγμή που περιορίζεται από το hardware. Συμπέρασμα Το Samsung Galaxy A52 5G είναι αρκετά απλό και δεν θα τραβήξει το βλέμμα για τον σχεδιασμό του – άλλοι εκτιμούν την απλότητα, άλλοι θέλουν κάτι παραπάνω. Ωστόσο, σχεδόν σε κάθε κομμάτι του αποδίδει από καλά έως πολύ καλά: άπλετος αποθηκευτικός χώρος μαζί με υποστήριξη κάρτας microSD, συνδεσιμότητα 5G, εξαιρετική οθόνη, ικανοποιητική αυτονομία, σταθερά καλές επιδόσεις (με κάποια μικροπροβλήματα) και πολύ τίμια βασική κάμερα. Ο επεξεργαστής θα μπορούσε να είναι ένα σκαλοπάτι επάνω, ενώ οι κάμερες πέραν της βασικής έχουν εμφανή όρια όταν συγκρίνονται με αυτή. Σαν συνολικό πακέτο, είναι μια αξιόλογη πρόταση για όσους καθημερινή μικτή χρήση και ο συνδυασμός 5G με την τετραετή υποστήριξη ενημερώσεων υπόσχονται αντοχή σε βάθος χρόνου.
    5 πόντοι
  40. Υπάρχουν ορισμένοι -λίγοι ενδεχομένως- χρήστες και gamers που δεν επιθυμούν να αγοράσουν ένα κουτί που… «ουρλιάζει gaming» από μακριά. Σε αυτούς τους χρήστες απευθύνεται και η DeepCool με το κουτί CL500. Η εταιρεία άλλωστε φαίνεται να είναι οπαδός του κινήματος του «λειτουργισμού*» (τουλάχιστον όσον αφορά την σχεδίαση του συγκεκριμένου κουτιού). Άλλωστε, χρησιμοποιεί το σύνθημα «η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία» (form follows function) για να το προωθήσει και πράγματι, το CL500 απέχει παρασάγγας από αυτό που ονομάζουμε «εξωτικό», «πομπώδες» ή «φλύαρο». Αντιθέτως, είναι χαρακτηριστικά «δωρικό» και οι γρίλιες στην πρόσοψη ή στο άνω τμήμα του κουτιού φαίνεται να αποτελούν το βασικό στοιχείο του σχεδιασμού που μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στο «βιομηχανικό» και το «ρετροφουτουριστικό». Στη πραγματικότητα ωστόσο, το CL500 φαίνεται να δανείζεται στοιχεία από τον σχεδιασμό μίας τυπικής ψύκτρας επιτρέποντας στον αέρα να περάσει με άνεση ανάμεσα στα «πτερύγια». Υποδοχές και θύρες Στο πάνω μέρος του κουτιού βρίσκονται τα πλήκτρα power on/off και reset, δύο υποδοχές USB 3.0 Type-A και μία υποδοχή USB 3.0 Type-C, μία υποδοχή 3,5 χιλ. για ακουστικά/ μικρόφωνο καθώς και μία μικρή ενδεικτική «λυχνία» (LED). Το μεγαλύτερο πλήκτρο πίσω από όλα τα παραπάνω χρησιμεύει για την αφαίρεση του άνω τμήματος του κουτιού ώστε να υπάρχει ευκολότερη πρόσβαση στους ανεμιστήρες ή στο ψυγείο της υδρόψυξης. «Πλαϊνά» και φίλτρα Χάρη στον ιδιαίτερο σχεδιασμό του, το CL500 επιτρέπει στον αέρα να περάσει με άνεση στο εσωτερικό του για την ψύξη των υποσυστημάτων του υπολογιστή. Και τα δύο πλαϊνά τμήματα του υπολογιστή (side panels) στερούνται οπών ή ανοιγμάτων (το δεξί πλαϊνό είναι μεταλλικό ενώ το αριστερό, όπως κοιτάτε το κουτί, είναι γυάλινο με την εταιρεία να χρησιμοποιεί «tempered glass») ωστόσο αυτό δεν φαίνεται να αποτελεί μειονέκτημα καθώς τόσο η πρόσοψη όσο και το άνω τμήμα του κουτιού επιτρέπουν στον αέρα να εισέλθει στο εσωτερικό ανεμπόδιστα. Η εταιρεία έχει προσαρμόσει «φίλτρα» τόσο στην πρόσοψη όσο και στο άνω τμήμα πίσω από τις γρίλιες ωστόσο αμφιβάλλουμε ότι μπορούν να συγκρατήσουν τη σκόνη από το να εισέλθει στο εσωτερικό του υπολογιστή καθώς διαθέτουν σχετικά «χοντρό» πλέγμα (ενδεχομένως επαρκούν για μεγαλύτερα σωματίδια ή το χνούδι). Καθώς τα «φίλτρα» επιπλέον είναι «κολλημένα» (αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να αφαιρεθούν για να πλυθούν) θα χρειαστεί ενδεχομένως να προμηθευτείτε πρόσθετα φίλτρα και να τα προσαρμόσετε από μόνοι σας (εφόσον η σκόνη αποτελεί σημαντικό ζήτημα για εσάς). Τα δύο πλαϊνά τμήματα δεν προσαρμόζονται στο κουτί με τυπικές βίδες ή χειρόβιδες παρά με μαγνήτες -αρκετά ισχυρούς ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να πέσουν- και αυτό δίνει πόντους στην κατασκευή στον τομέα της ευκολίας πρόσβασης στο εσωτερικό. Όσο και αν επιχειρήσαμε να πετύχουμε κάτι τέτοιο -μετακινώντας ή «χτυπώντας» το κουτί άτσαλα- τα πλαϊνά τμήματα παρέμειναν στη θέση τους. Ελεγκτής ανεμιστήρων Το κουτί CL500 της DeepCool έρχεται με διάφορα χαρακτηριστικά και δυνατότητες που θα σας βοηθήσουν να «στήσετε» τον υπολογιστή εύκολα και γρήγορα. Στο εσωτερικό του κουτιού, πέρα από άλλες ευκολίες και χαρακτηριστικά στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, θα βρείτε έναν ενσωματωμένο ελεγκτή ανεμιστήρων (PWM) που υποστηρίζει έως τέσσερις ανεμιστήρες (το κουτί δεν διέθετε ενσωματωμένους ανεμιστήρες για λόγους μείωσης του κόστους, ωστόσο διέθετε έναν ανεμιστήρα 120 χιλ. στο πίσω μέρος). Χάρη στον PWM Fan Controller, θα μπορείτε να ελέγχετε τον ρυθμό περιστροφής των ανεμιστήρων ενώ επιπλέον θα σας βοηθήσει να «συμμαζέψετε» κατά κάποιο τρόπο και τα καλώδια. Πίσω από την πρόσοψη, μπορείτε να εγκαταστήσετε έως και τρεις ανεμιστήρες 120 χιλ. Υποστήριξη κάρτας γραφικών Πρόκειται για ένα αρκετά ευρύχωρο κουτί, που θα σας επιτρέψει να εγκαταστήσετε ένα mainboard τύπου mATX ή ATX, ψύκτρες με μέγιστο ύψος 16,5 εκ. και κάρτες γραφικών μήκους έως και 33 εκ. Όσον αφορά τις κάρτες γραφικών και τις κάρτες επέκτασης, μπορείτε να εγκαταστήσετε έως και επτά συνολικά συμπεριλαμβανομένης και της κάρτας γραφικών. Αν έχετε επενδύσει σε κάποιο από τα σημερινά «τέρατα», που διαθέτουν αρκετά ογκώδη και βαριά συστήματα ψύξης, θα εκτιμήσετε τον ειδικό βραχίονα στήριξης που βρίσκεται στο εσωτερικό του κουτιού, και ο οποίος θα αναλάβει να μειώσει την πίεση από το βάρος στην υποδοχή PCIe του mainboard. Υποδοχές/ θέσεις για μέσα αποθήκευσης Συνολικά μπορείτε να εγκαταστήσετε έως και τέσσερις σκληρούς δίσκους ή SSDs (Solid State Drives) στο κουτί. Υπάρχουν δύο θέσεις για σκληρούς δίσκους 3,5” στον κάτω «θάλαμο» που βρίσκεται και το τροφοδοτικό και δύο θέσεις για SSDs 2,5” (ή σκληρούς δίσκους ενδεχομένως) πίσω από τη βάση του mainboard. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα NVMe M.2 PCIe SSDs κερδίζουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, δεν φαίνεται να αποτελεί ζήτημα ο μικρός αριθμός θέσεων για αποθηκευτικά μέσα που ακολουθούν το πρότυπο SATA. Ξεχωριστός «κλωβός» για το τροφοδοτικό Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα σημερινά κουτιά υπολογιστών, υπάρχει ξεχωριστό τμήμα (κλωβός) για το τροφοδοτικό, στο κάτω μέρος του κουτιού. Η λογική για την απομόνωση του είναι απλή: η θερμοκρασίες στο εσωτερικό του τροφοδοτικού και η λειτουργία του ανεμιστήρα του δεν επηρεάζουν την γενικότερη «θερμική συμπεριφορά» του συστήματος ή το αντίθετο ενώ επιπλέον η διαχείριση των καλωδίων είναι απλούστερη (ειδικά για όσους ενδιαφέρονται για ένα «καθαρό» από καλώδια σύστημα). Όσον αφορά τα καλώδια, οι ύπαρξη των οπών με τα γκρόμετς καθώς και οι ταινίες βέλκρο στο πίσω μέρος βοηθούν σημαντικά τη διαχείριση τους, για ένα όσο το δυνατόν πιο «καθαρό εσωτερικό». Τελικές σκέψεις Δεν υπήρξαν παρά ελάχιστα πράγματα που δεν μας άρεσαν στο συγκεκριμένο κουτί και το βασικότερο όλων ήταν τα μη αποσπώμενα «φίλτρα», τα οποία θέλουν και ενίσχυση προκειμένου να εμποδίσουν την είσοδο της σκόνης στο εσωτερικό. Κατά τα άλλα, είναι ένα αρκετά καλοφτιαγμένο κουτί, με αρκετές ευκολίες -αν και όχι τόσες πολλές όσες θα θέλαμε- και αρκετό χώρο για να εγκαταστήσετε μεγάλη κάρτα γραφικών, κάποια ογκώδη ψύκτρα ή κάποιο σύστημα υδρόψυξης με ψυγείο 240 ή 360 χιλ. Η υποδοχή USB Type-C στο I/O panel, ο βραχίονας στήριξης για την κάρτα γραφικών ή τα πλαϊνά τμήματα με τους μαγνήτες αναμφισβήτητα δίνουν «πόντους» στην κατασκευή της DeepCool.
    5 πόντοι
  41. Κάποτε, ένα smartphone με κόστος 350-400€ θεωρείτο ακριβό, απ’ αυτά που κάποιος έπαιρνε και όφειλε να κρατήσει για χρόνια προκειμένου να… κάνει απόσβεση. Πλέον, με το ψυχολογικό φράγμα των τετραψήφιων αριθμών να έχει σπάσει προ πολλού και το κοινό να έχει εξοικειωθεί πλήρως με τα νέα τιμολογιακά δεδομένα, οι συσκευές με εύρος τιμών 250-500€ συνθέτουν πια τη λεγόμενη mid-range κατηγορία. Οι ευκαιρίες για τους καταναλωτές εκεί είναι πολλές αφού οι premium λύσεις προσφέρουν εντυπωσιακές σχέσεις τιμής/απόδοσης –που δε συναντά κανείς σε καμία άλλη κατηγορία- καθιστώντας ιδιαίτερα συμφέρουσα την αγορά τους. Μία τέτοια συσκευή είναι και Pocophone F1 –το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την κορωνίδα του μηχανοκίνητου αθλητισμού. Προϊόν της Xiaomi (σκεφτείτε το Pocophone σαν ένα sub-brand της, όπως ας πούμε ξεκίνησε η Huawei την Honor), έρχεται να δελεάσει τους καταναλωτές με τα άκρως εντυπωσιακά τεχνικά του χαρακτηριστικά, τη μεγάλη του αυτονομία και την εξαιρετική του απόδοση. Παρόμοια περίπτωση μπορούμε να θυμηθούμε αν ταξιδέψουμε πίσω στον Απρίλιο του 2014 με το “flagship killer” πρώτο μοντέλο της OnePlus. Τα “θεματάκια” του τα έχει βέβαια, οπότε στο φινάλε, όλα εξαρτώνται από τις προτεραιότητες του χρήστη. Πάμε να το εξετάσουμε αναλυτικά όμως. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Το design του Pocophone (ή Poco εν συντομία) F1 δεν είναι από τα δυνατά του σημεία. Η εκτενής χρήση πλαστικού δίνει στο τηλέφωνο μια “φτηνή” αίσθηση με το μεταλλικό πλαίσιο να κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει την κατάσταση. Από αισθητικής πλευράς, το Poco F1 δεν είναι η συσκευή που θα αφήσετε επιδεικτικά στο τραπέζι την ώρα που πίνετε τον espresso σας στο Da Capo. Η στιβαρή κατασκευή και η άρτια συναρμολόγησή του ωστόσο, καθιστούν το Poco F1 μια πρόταση που αντέχει στην καθημερινή χρήση, ακόμα κι όταν οι συνθήκες είναι ιδιαίτερες. Θα μπορούσε να διαθέτει και προστασία IP από νερό και σκόνη αλλά κατά πάσα πιθανότητα, το εν λόγω χαρακτηριστικό μάλλον θυσιάστηκε στον βωμό της μείωσης του κόστους όσο το δυνατόν περισσότερο. Το προφίλ του smartphone είναι στα 8,8 χιλιοστά. Στη δεξιά πλευρά του βρίσκονται τα πλήκτρα αυξομείωσης της έντασης του ήχου και ενεργοποίησης της συσκευής, ενώ στην αριστερή του συναντάμε την υποδοχή των καρτών του –είτε δύο nano-SIM, είτε μία nano-SIM και μία κάρτα microSD με χωρητικότητα έως και 250GB. Στην επάνω του όψη διαθέτει θύρα 3,5 mm για ακουστικά (ευτυχώς στο Poco F1 η Xiaomi δεν υπέκυψε στη… μόδα της εποχής) ενώ ένα από τα χαρακτηριστικά που δε περιμέναμε είναι η παρουσία στερεοφωνικών ηχείων με ικανοποιητική απόδοση μάλιστα. Το Poco F1 προσφέρει ικανοποιητικό κράτημα, με τις διαστάσεις του να μην είναι οι μικρότερες αλλά να μην επηρεάζουν ιδιαίτερα την άνεση με την οποία θα το κρατήσετε στα χέρια σας. Αυτό που πρέπει να έχετε υπ’ όψιν σας είναι το βάρος του το οποίο στα 182 γραμμάρια, βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο. Λειτουργίες – Επιδόσεις Το δυνατό “χαρτί” της συσκευής δεν είναι άλλο από τις επιδόσεις της: τον επεξεργαστή Snapdragon 845 της Qualcomm πλαισιώνουν 6 GB RAM που επιτρέπουν στο Poco F1 να ανταπεξέλθει με άνεση σε ό,τι δοκιμασία κι αν το “υποβάλει” ο χρήστης. Σε ορισμένες αγορές μάλιστα, η συσκευή κυκλοφορεί και με 8GB RAM για ακόμα πιο macho καταστάσεις. Εμείς πάντως, ακόμα και με αυτή των 6 GB δεν αντιμετωπίσαμε το παραμικρό πρόβλημα. Δοκιμάσαμε να παίξουμε παιχνίδια –από PUBG Mobile και Asphalt 9, μέχρι Shadowgun Legends και Elder Scrolls Legends- και δεν απογοητευτήκαμε. Εξαντλήσαμε τις επιλογές μας στο browsing με πολλαπλά tabs ανοιχτά, χρησιμοποιήσαμε κάμποσες εφαρμογές ταυτόχρονα, πειραματιστήκαμε με τις κάμερες και γενικώς, προσπαθήσαμε να τη φέρουμε στα όριά της –τηρουμένων των αναλογιών- αποτυγχάνοντας πανηγυρικά. Η συσκευή ήταν σε θέση να εναλλάσσεται μεταξύ των apps με αξιοσημείωτη ταχύτητα, τα animations της ήταν εντυπωσιακά ενώ η λειτουργία αυτόματου διαχωρισμού των app είναι ό,τι πρέπει για εκείνους που θέλουν τάξη στα μενού τους. Ακόμα κι όταν το ζορίσαμε, χρησιμοποιώντας το χωρίς διακοπή, το Poco F1 κατόρθωσε να διατηρήσει τη θερμοκρασία του σε χαμηλά επίπεδα. Υπεύθυνη γι’ αυτό είναι η τεχνολογία LiquidCool, ένα σύστημα σωληνώσεων που μεταφέρουν ατμό, απορροφώντας έτσι τη θερμότητα και διαχέοντάς την σε όλο το εύρος της επιφάνειας της συσκευής. Πληροφοριακά πάντως, τον ίδιο μηχανισμό έχει χρησιμοποιήσει και η Samsung στο Galaxy Note 9. Οι επιδόσεις του Poco F1 παραμένουν σε υψηλά επίπεδα ό,τι κι αν αποφασίσετε να κάνετε. Η συσκευή είναι σε θέση να αναγνωρίσει πότε ετοιμάζεστε να τρέξετε ένα παιχνίδι, καθαρίζοντας την cache προκειμένου να εξασφαλίσει έτσι την καλύτερη δυνατή απόδοση. Η δε έκδοση (10 For Poco) του MIUI που τρέχει, σε συνδυασμό με το Android 8.1 Oreo, είναι σε θέση να προσφέρουν μία ομαλή και άνετη εμπειρία χρήσης. Το Poco F1 υποστηρίζει Treble για ταχύτερα updates ενώ η Xiaomi έχει αναφέρει πως μέχρι τα τέλη του 2019 θα διαθέσει και το Android 9.0 Pie. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να κάνουμε στα gestures (χειρονομίες) που υποστηρίζει το MIUI 10 για το χειρισμό της συσκευής, ένα χαρακτηριστικό που θα σας κάνει να αγαπήσετε ακόμα περισσότερο τη συσκευή. Με ελάχιστο χρόνο εκμάθησης, θα μπορέσετε να χειρίζεστε το κινητό όπως για παράδειγμα ένα iPhone X, κάτι που κάνει πολύ μεγάλη διαφορά στην ευκολία όταν το κρατάτε με το ένα χέρι, αλλά και σε γενικές γραμμές, πολύ πιο γρήγορα. Βέβαια το Pocophone F1 με τις επιδόσεις του, υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Φυσικά το “παρών” δίνει και όλος εκείνος ο συρφετός από bloatware τον οποίο τουλάχιστον μπορείτε να απεγκαταστήσετε –με εξαίρεση τις εφαρμογές της Xiaomi. Τουλάχιστον η παρουσία του app drawer έρχεται να ισορροπήσει την κατάσταση… Οι διαφοροποιήσεις του MIUI σε σχέση με το Android 8.1 είναι αρκετές κι ακόμα κι αν είστε εξοικειωμένοι με το τελευταίο, θα χρειαστεί ένα διάστημα προσαρμογής. Από την άλλη βέβαια, οι επιλογές παραμετροποίησης που σας δίνονται, θα σας αποζημιώσουν πλήρως αφού θα σας επιτρέψουν να το φέρετε στα μέτρα και τις απαιτήσεις σας. “Παίζοντας” με τις διάφορες εφαρμογές του Poco F1, μας έκανε εντύπωση το Netflix το οποίο αρνιόταν πεισματικά να παίξει περιεχόμενο στα 1080p –αν και ήταν στις δυνατότητες της οθόνης της συσκευής. Αργότερα, μάθαμε ότι αυτό οφειλόταν στην απουσία ενός συγκεκριμένου module που έθετε ως όριο στο app τα 720p –με αποτέλεσμα το Poco F1 να “την πατήσει” όπως και άλλες συσκευές στο παρελθόν –ZTE Axon 7, Google Pixel 2 XL, συσκευές OnePlus κ.α.. Στα θετικά του Poco F1 προσμετρείται και ο μηδαμινός χρόνος που χρειάζεται για το ξεκλείδωμά του. Το τελευταίο γίνεται μέσω δακτυλικού αποτυπώματος και σάρωσης προσώπου. Όποια μέθοδο κι αν χρησιμοποιήσετε, η διαδικασία γίνεται άμεσα. Σε ό,τι αφορά τη σάρωση προσώπου, ο αισθητήρας υπερύθρων που βρίσκεται στο notch της συσκευής κάνει τα πράγματα ακόμα πιο σβέλτα, αναγνωρίζοντας το πρόσωπό σας χωρίς εσείς καλά-καλά να έχετε… πάρει θέση. Το ίδιο ισχύει και με το δακτυλικό αποτύπωμα, αφού όσες φορές κι αν το δοκιμάσαμε, η συσκευή ξεκλειδώθηκε επί τόπου, με το που ακούμπησε το δάχτυλό μας τον αισθητήρα. Το notch ή αλλιώς η εγκοπή, δυστυχώς έχει αρκετά μεγάλο μέγεθος, στα επίπεδα ενός iPhone X όμως το θετικό είναι ότι μπορεί να «εξαφανιστεί» μέσω της σχετικής ρύθμισης. Το NFC γνωρίζουμε ότι δε το συμπαθεί η Xiaomi για τις μεσαίας κατηγορίες συσκευές της, και το Pocophone F1 δεν αποτελεί εξαίρεση αφού δεν ενσωματώνει τη σχετική τεχνολογία, κάτι που κάνει αδύνατη τη χρήση του ως πιστωτική ή χρεωστική κάρτα για ανέπαφες συναλλαγές. Από τις λίγες -είναι η αλήθεια- απουσίες χαρακτηριστικών, αυτή θα λέγαμε είναι αυτή που μας ενόχλησε περισσότερο. Από την άλλη, υπάρχει ραδιοφωνικός δέκτης... Ορισμένοι ίσως να αναρωτηθήκατε για το υψηλότερο του μέσου όρου βάρος του Poco F1. Υπάρχει όμως εξήγηση και γι’ αυτό: πρόκειται για τη μπαταρία των 4000 mAh με την οποία το έχει εξοπλίσει η Xiaomi –και πραγματικά, χαλάλι τα μερικά έξτρα γραμμάρια για τα επίπεδα αυτονομίας της συσκευής. Χρησιμοποιήσαμε το Poco F1 για μια ολόκληρη μέρα, κάνοντας ό,τι μπορείτε να φανταστείτε: άπειρο gaming, πειραματισμός με τις κάμερές του, αναπαραγωγή βίντεο, browsing, Netflix, multitasking, τα πάντα. Αυτό άντεξε μέχρι το βράδυ, αφ’ ενός εκπλήσσοντάς μας και αφ’ ετέρου αποδεικνύοντας ότι μπορεί άνετα να καλύψει τις ανάγκες ενός απαιτητικού χρήστη για μια ολόκληρη μέρα συνεχούς χρήσης χωρίς φόρτιση στο ενδιάμεσο. Η δε τεχνολογία Quick Charge 3.0 του επιτρέπει να φτάσει από το 0% στο 25% μέσα σε ένα τέταρτο, με την πλήρη φόρτιση να διαρκεί λιγότερο από δύο ώρες και τον γρήγορο φορτιστή να περιλαμβάνεται στη συσκευασία. Οθόνη – Κάμερες Η οθόνη αποτελεί πιθανότατα και το πιο budget στοιχείο του Poco F1 –περισσότερο κι απ’ τον σχεδιασμό του. Το μέγεθός της, στις 6,18 ίντσες, είναι μια χαρά, το ίδιο και η ανάλυσή της στα 2246 x 1080 pixels –η αναλογία διαστάσεων της βγαίνει στο 18.7:9. Η επικάλυψη Gorilla Glass 3 μάλιστα, είναι καλοδεχούμενη –αν και δεν πρόκειται για την τελευταία έκδοση- καθώς την προστατεύει από τις φθορές που προκύπτουν από την καθημερινή χρήση. Δε μιλάμε πάντως για μια fullview οθόνη αφού τα περιθώρια (bezel) ειδικά στο κάτω μέρος -το πηγούνι- είναι μεγαλύτερο του αναμενομένου αλλά συνολικά το 82% μέρος που καταλαμβάνει η οθόνη συνολικά στο εμπρόσθιο μέρος είναι και πάλι μεγαλύτερο από ότι έχουμε συνηθίσει στη μεσαία κατηγορία. Το πάνελ της είναι ένα τυπικό IPS το οποίο υστερεί σημαντικά σε σχέση με εκείνα των AMOLED οθόνων του ανταγωνισμού. Τα χρώματα που προσφέρει το Poco F1 είναι μάλλον ουδέτερα, χωρίς ένταση και με χαμηλή αντίθεση ενώ και η φωτεινότητα της οθόνης του κυμαίνεται σε μέτρια επίπεδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα παρατηρήσαμε και ένα ελαφρό τρεμόπαιγμα, ιδίως όταν η φωτεινότητα βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα –κάτι που κάνει μάλλον κουραστική τη χρήση της σε σκοτεινά περιβάλλοντα και τη νύχτα. Η κύρια κάμερα του Poco F1 είναι διπλή με αισθητήρες 12 + 5 MP και διάφραγμα f/1.9 και f/2.0: ο πρώτος είναι ένας IMX363 παραγωγής Sony (όπως και στο Mi 8 ) στα 1,4 μm ενώ ο μικρότερος αναλαμβάνει να καταγράψει το βάθος πεδίου. Η δε κάμερα πρόσοψης είναι στα 20 MP ενώ διαθέτει και τεχνολογία Super Pixel που της επιτρέπει να συνδυάζει πληροφορίες από τέσσερα pixels σε ένα μεγέθους 1,8 μm –προσφέροντας έτσι λήψεις μεγαλύτερης ευκρίνειας. Αμφότερες οι κάμερες της συσκευής διαθέτουν λειτουργίες τεχνητής νοημοσύνης, ούσες σε θέση να αναγνωρίζουν τη σκηνή που ετοιμάζεται να απαθανατίσει ο χρήστης, επιλέγοντας έτσι τις κατάλληλες ρυθμίσεις. Το Poco F1 μπορεί να αναγνωρίσει έως και 25 διαφορετικά είδη σκηνής και να επιλέξει μεταξύ 1000 και πλέον σεναρίων. Μην περιμένετε βέβαια επιδόσεις σαν κι αυτές που πετυχαίνει η τεχνητή νοημοσύνη της Huawei, όμως η δουλειά γίνεται. Το αν σας αρέσει το τελικό αποτέλεσμα, είναι μια άλλη συζήτηση, στην περίπτωσή μας πάντως δεν τρελαθήκαμε. Οι επιδόσεις των καμερών του Poco F1 δεν είναι άσχημες, με τις λήψεις να είναι φωτεινές στις περισσότερες περιπτώσεις με όμορφο και φυσικό bokeh, ικανοποιητική έκθεση και ζωντανά χρώματα. Ο θόρυβος παρέμεινε σε χαμηλά –σε γενικές γραμμές- επίπεδα, κάνοντας πιο έντονη την παρουσία του όταν έπεφτε η φωτεινότητα του χώρου. Ειδικά για τις νυχτερινές λήψεις που δίνουμε πάντα έμφαση σε συσκευές μεσαίου κόστους όπως η συγκεκριμένη, το Pocophone μπορούμε να πούμε ότι μας εξέπληξε ευχάριστα, δίνοντας μας λήψεις πολύ καλύτερες από το μέσο όρο. Παραπονεμένοι πάντως δε μείναμε ούτε με τις λήψεις, ούτε με τις selfies της συσκευής –αν και η λειτουργία ωραιοποίησης σε κάποιες περιπτώσεις το παράκανε. Η κύρια κάμερα του κινητού μπορεί να τραβήξει και βίντεο 4K στα 30 fps, επιλογή που αν μη τι άλλο δεν περνά απαρατήρητη στην κατηγορία του. Επιπροσθέτως προσφέρονται και λειτουργίες όπως time-lapse, λήψη σε αργή κίνηση κ.α. που είναι σίγουρο πως οι χρήστες θα βρουν ενδιαφέρουσες. Αισθητή είναι η απουσία οπτικού σταθεροποιητή σε οποιαδήποτε κάμερα, με τη Xiaomi να στηρίζεται μόνο σε ηλεκτρονική σταθεροποίηση με τους γνωστούς περιορισμούς που αυτή φέρει. Ο ήχος κατά την εγγραφή βίντεο είναι stereo ενώ στα αρνητικά της συσκευής καταγράφεται πως αδυνατεί να streamάρει βίντεο σε εξωτερική οθόνη ενσύρματα. VID_20181031_174830.mp4 Συμπέρασμα Η περίπτωση του Poco F1 είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Η Xiaomi έχει θέσει τις προτεραιότητές της με αποτέλεσμα να προσφέρει μια συσκευή που εστιάζει στην ουσία. Αυτό ίσως να την καθιστά βέβαια λιγότερο θελκτική σε σχέση με άλλες προτάσεις, όμως ξεκάθαρα τα δυνατά της σημεία δεν περνούν απαρατήρητα. Το σημαντικότερο είναι πως προσφέρει μια ομαλή και απρόσκοπτη εμπειρία χρήσης, κάτι που εν τέλει θα εκτιμήσει κάθε χρήστης και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Οι κάμερές του δεν τα καταφέρνουν κι άσχημα ενώ η αυτονομία του είναι το κερασάκι στην τούρτα. Αν νιώθετε ότι μπορείτε να αντέξετε με τα αρνητικά του λειτουργικού του συστήματος και τις… παραξενιές της Xiaomi, τότε το Poco F1 θα αποτελέσει… οκαζιόν, όντας ένα flagship μοντέλο στην τιμή ενός mid-range, με το οποίο θα κάνετε παρέα για αρκετό καιρό. Μας άρεσαν Εντυπωσιακές επιδόσεις, μεγάλη ισχύς Ικανοποιητική λειτουργία καμερών Μεγάλη αυτονομία Στερεοφωνικός ήχος Άψογη σχέση τιμής/απόδοσης Δε μας άρεσαν Πλαστικό περίβλημα Απουσία NFC Υπερβολικά πολύ bloatware με το MIUI για τα δυτικά στάνταρ Απουσία οπτικού σταθεροποιητή Αδυναμία αναπαραγωγής από Netflix, Amazon Prime κ.α. στα 1080p Μέτρια απόδοση οθόνης
    5 πόντοι
  42. Μετά τα Review των FRITZ!Box 7590, FRITZ!WLAN Repeater 1750E, FRITZ!Powerline 1240E και 1260Ε , ήρθε η στιγμή για κάτι διαφορετικό. Για αρκετούς είναι κάτι άγνωστο. Για άλλους είναι μια υποχρεωτική λύση όσο περιμένουν το Dsl να ενεργοποιηθεί ή πολλές φορές και μια μόνιμη λύση, ενώ υπάρχουν και αυτοί που απλά έχουν ακούσει κάτι, χωρίς να χρειαστεί να ασχοληθούν περαιτέρω. Η χαρά μου ήταν μεγάλη γράφοντας αυτό το Review, διότι ελάχιστες φορές έχουν "πέσει" στα χέρια μου τέτοια προϊόντα. Ήταν από τις φορές που περίμενα πως και πως να τα παραλάβω και να "παίξω" μαζί τους. Τα FRITZ που έπεσαν στα χέρια μου είναι το FRITZ!Box 6890 LTE, το οποίο είναι ένα μικρό "τέρας" δυνατοτήτων και το FRITZ!Box 6820 LTE. Όπως αναφέρει και το όνομα τους πρόκειται για δύο Lte (3G/4G) Router (και όχι μόνο). Τι είναι το 4G Lte Στις τηλεπικοινωνίες το Lte είναι ένα πρωτόκολλο για μεγάλες ταχύτητες ασύρματης επικοινωνίας για τις συσκευές μας όπως Smartphones,Tablets, Laptops με υποστήριξη 4G. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες Lte με διαφορετική ταχύτητα στο Download/Upload. Για παράδειγμα το Lte Cat 4 είναι 150Mbit Download και 50Mbit Upload, ενώ το Lte Cat 6 είναι 300Mbit Download και 50Mbit Upload. Το ποια είναι η μέγιστη ονομαστική ταχύτητα εξαρτάται από το Ηardware της συσκευής μας, όπως και από το Hardware του Base Station του παρόχου που μας προσφέρει την υπηρεσία. Η πραγματική ταχύτητα εξαρτάται και αυτή με την σειρά της από διάφορους παράγοντες, όπως η απόσταση από το Base Station, από τα εμπόδια ανάμεσα στην συσκευή και στο Base Station, από το φόρτο του Base Station και άλλα πολλά. Το FRITZ!Box 6820 LTE είναι ένα 3G/4G Modem Router που τοποθετούμε μία Mini Sim Card για να συνδεθεί με το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας και μετά μας διαμοιράζει το Internet με Ethernet και με WiFi. Το FRITZ!Box 6890 LTE εκτός από 3G/4G Modem Router είναι και Adsl/Vdsl Modem Router ώστε ανά πάσα στιγμή να υπάρχει είτε μία Fallback σύνδεση με το Internet, είτε παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl/Wan. Unboxing To FRITZ!Box 6820 LTE έρχεται σε μία μικρή συσκευασία, με τα χρώματα που μας έχει συνηθίσει η AVM σε όλα τα προϊόντα της. Στην μπροστά πλευρά βλέπουμε το FRITZ!Box 6820 LTE, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, που είναι υποστήριξη Lte, Umts, Wireless N και Gigabit Lan, όπως και αναγράφονται οι γλώσσες που είναι διαθέσιμο το Web Interface (EN, DE, ES, FR, IT, PL). Στην πίσω πλευρά σε διάφορες γλώσσες (δεν υπάρχουν ελληνικά) αναφέρονται πιο αναλυτικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως και με ποιες συσκευές της AVM μπορεί να συνδυαστεί, όπως ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!WLAN stick και άλλα. Στην κάτω πλευρά υπάρχουν οι απαιτήσεις για την λειτουργία του προϊόντος, ενώ στην δεξιά πλευρά αναγράφονται λίγα λόγια για το FRITZ!Box 6820 LTE, οι ταχύτητες για τα 4G/3G/WiFi/Gigabit Lan όπως και τα περιεχόμενα της συσκευασίας. Στην αριστερή πλευρά απεικονίζεται η πίσω πλευρά του FRITZ!Box 6820 LTE και τα Ports που διαθέτει. Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε το εγχειρίδιο χρήσης, που αναγράφονται τα βήματα της εγκατάστασης με εικόνες και κείμενα σε διάφορες γλώσσες. Δεν υπάρχει ούτε εδώ η ελληνική γλώσσα, αλλά όπως και στα άλλα προϊόντα της AVM οι εικόνες βοηθούν πάρα πολύ στην εγκατάσταση. Συνοδεύεται από ένα καλώδιο Ethernet 1.5m, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με τις κατηγορίες των προϊόντων που έχει η AVM, ένα μικρό φυλλάδιο αναφορικά με τα Licenses των συχνοτήτων στα 2,4Ghz, στο Lte, στο Umts και στο Gsm, όπως και το μέγιστο Output Power σε mw και μία καρτέλα με τα στοιχεία για το WiFi (SSID, Network Key και FRITZ!Box Password). Στην καρτέλα αυτή υπάρχουν κενά πεδία, που αντίστοιχα μπορούμε να γράψουμε τα δικά μας SSID, Network Key και FRITZ!Box Password, ώστε να τα θυμόμαστε. Και φυσικά το FRITZ!Box 6820 LTE με το τροφοδοτικό του. Επίσης αναγράφονται πληροφορίες για τα LED του FRITZ!Box 6820 LTE. Συνοδεύεται από πενταετή εγγύηση, όπως όλα τα προϊόντα της AVM. H ψύξη γίνεται παθητικά με θύρες εξαερισμού στο πάνω και κάτω μέρος. Δεν υπάρχει αναλυτικό εγχειρίδιο για την συσκευή σε Cd ή σε έντυπη μορφή, το οποίο δεν θεωρείται αρνητικό, αφού τα εγχειρίδια είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Επιπλέον μέσα στo Web Interface του FRITZ!Box υπάρχουν οδηγίες/επεξηγήσεις για όλες τις επιλογές. Το FRITZ!Box 6890 LTE αντίθετα με το FRITZ!Box 6820 LTE, έρχεται σε μια αρκετά μεγάλη συσκευασία. Στην μπροστά πλευρά βλέπουμε το FRITZ!Box 6890 LTE και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, τονίζοντας με κίτρινο χρώμα τα δύο δυνατά χαρακτηριστικά που είναι Lte μέχρι 300Mbit/s και Wireless LAN μέχρι 2533Mbit/s. Στην πίσω πλευρά σε διάφορες γλώσσες (δεν υπάρχουν ελληνικά) αναφέρονται πιο αναλυτικά τα χαρακτηριστικά τονίζοντας πάλι με κίτρινο χρώμα τα δυνατά χαρακτηριστικά, όπως και με ποιες συσκευές της AVM μπορεί να συνδυαστεί, όπως ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Fon ή ένα FRITZ!Powerline. Υπάρχει επίσης και μια εικόνα του πίσω μέρους του FRITZ!Box 6890 LTE με τις υποδοχές εξηγώντας τι είναι η κάθε μία. Στην δεξιά πλευρά αναγράφονται τα περιεχόμενα της συσκευασίας, τα πλεονεκτήματα του FRITZ!Box και τι είναι το FRITZ!OS. Στην αριστερή πλευρά υπάρχουν γενικά στοιχεία όπως το IMEI και για ποιες χρήσεις έχει σχεδιαστεί ο εξοπλισμός. Η συσκευασία έρχεται με ταινία ασφαλείας και αυτό που αναφέρεται στο πάνω και στο κάτω μέρος είναι ότι καλύπτεται από πενταετή εγγύηση. Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε το εγχειρίδιο χρήσης, που αναγράφονται τα βήματα της εγκατάστασης με εικόνες και κείμενα σε διάφορες γλώσσες. Δεν υπάρχει ούτε εδώ η ελληνική γλώσσα, αλλά όπως και στα άλλα προϊόντα της AVM, οι έγχρωμες εικόνες βοηθούν πάρα πολύ στην εγκατάσταση. Συνοδεύεται από ένα καλώδιο Ethernet 1.5m, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με τις κατηγορίες των προϊόντων που έχει η AVM, έναν αντάπτορα από TAE σε RJ11, δύο αντάπτορες από RJ45 σε RJ11, ένα καλώδιο τηλεφωνικό RJ45 to RJ11 για να συνδέσουμε τις τηλεφωνικές μας συσκευές στα FON 1/2(FXS) ή στο FON S0(ISDN) του FRITZ!Box, δύο Lte κεραίες, ένα καλώδιο Y που είναι Dsl και τηλεφωνικό καλώδιο μαζί και μία καρτέλα με τα στοιχεία για το WiFi (SSID, Network Key και FRITZ!Box Password). Στην καρτέλα αυτή υπάρχουν κενά πεδία, που αντίστοιχα μπορούμε να γράψουμε τα δικά μας SSID, Network Key και FRITZ!Box Password, ώστε να τα θυμόμαστε. Και φυσικά το FRITZ!Box 6890 LTE με το τροφοδοτικό του.Επίσης αναγράφονται πληροφορίες για τα LED του FRITZ!Box 6890 LTE. Δεν υπάρχει ούτε εδώ αναλυτικό εγχειρίδιο για την συσκευή σε Cd ή σε έντυπη μορφή και όπως αναφέραμε τα εγχειρίδια είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Επιπλέον μέσα στο Web Interface του FRITZ!Box υπάρχουν οδηγίες/επεξηγήσεις για όλες τις επιλογές. Μέσα στην συσκευασία δεν θα βρούμε φίλτρο ή splitter, που ενδεχομένως να χρειαστεί κατά την αρχική εγκατάσταση. Έχοντας το FRITZ!Box 6890 LTE στα χέρια μας, προκαλούν εντύπωση οι πολλαπλές θύρες που υπάρχουν στο πίσω μέρος, όπως και ο σχεδιασμός του. Η πάνω πλευρά εκτός από τα ενδεικτικά LED, (τα οποία ρυθμίζουν αυτόματα την φωτεινότητα τους σύμφωνα με τον υπόλοιπο φωτισμό στον χώρο μας) και τα πλήκτρα, έχει και τις θύρες εξαερισμού. Η κάτω πλευρά είναι όλο θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε η μπροστινή πλευρά να είναι ανασηκωμένη ελαφρώς, αφήνοντας ένα μικρό κενό στο κάτω μέρος, για την αποτελεσματική ψύξη του, ακόμα και το καλοκαίρι που οι θερμοκρασίες ενδέχεται να είναι υψηλές. Παρακάτω θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά των FRITZ!Box 6890 LTE και FRITZ!Box 6820 LTE, πως τα παραμετροποιούμε, τι μας προσφέρουν και σε ποιες περιπτώσεις μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε. FRITZ!Box 6890 LTE/FRITZ!Box 6820LTE. ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΟΥΝ Όταν είμαστε σε αναμονή από τον πάροχο για ενεργοποίηση Dsl. Όπως όλοι ξέρουμε όταν πηγαίνουμε σε ένα νέο σπίτι, χρειάζονται κάποιες μέρες αναμονής, για να κατασκευαστεί ο βρόχος. Επειδή όμως για αρκετούς από εμάς, το Internet είναι ένα βασικό εργαλείο της δουλειάς και δεν μπορούμε να μείνουμε χωρίς Internet ούτε μία μέρα, η λύση του 3G/4G Modem Router έρχεται για να μας βοηθήσει. Ακόμα πιο αναγκαίο σε περιπτώσεις που υπάρχει έλλειψη κεντρικού ή απερχομένου δικτύου ή έλλειψη Port στο Dslam και είμαστε σε αναμονή πολλών εβδομάδων και πολλές φορές και μηνών μέχρι να κατασκευαστεί ο βρόχος, αφού πρέπει να πραγματοποιηθεί επαύξηση. Σε πολλές απομακρυσμένες περιοχές δεν υπάρχει κάλυψη Dsl, οπότε εκεί οι μόνες λύσεις είναι δορυφορικό ή 3G/4G. Η κάθε μία τεχνολογία έχει τα θετικά της και τα αρνητικά της. Το μεγάλο συν στο 3G/4G και στα FRITZ!Box 6890 LTE/FRITZ!Box 6820 LTE είναι η ευκολία τόσο στην παραμετροποίηση του εξοπλισμού, όσο και στην χρήση του. Με ελάχιστα βήματα και μέσα σε λίγο χρόνο έχει παραμετροποιηθεί ο εξοπλισμός και είναι έτοιμος για χρήση. Δεν χρειάζεται να γίνει εγκατάσταση δορυφορικού κατόπτρου ούτε να περαστούν καλώδια μέχρι τον χώρο μας. Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια, είναι να υπάρχει κάλυψη 3G/4G από τον πάροχο. Περιπτώσεις που είμαστε διακοπές. Πόσες φορές έχει τύχει να πηγαίνουμε διακοπές και να μην λειτουργεί το WiFi σε ένα ξενοδοχείο ή να μην υπάρχει καν WiFi όπως σε ένα εξοχικό. Τα FRITZ!Box 6890 LTE/FRITZ!Box 6890 LTE είναι εκεί να μας λύσουν τα χέρια. Ειδικά το FRITZ!Box 6820 LTE είναι μικρό σε μέγεθος 64mm x 99mm x 134mm και μπορούμε να το έχουμε μαζί μας ανά πάσα στιγμή. Όταν το Internet είναι αναγκαίο σε καθημερινή βάση, για παράδειγμα για την εύρυθμη λειτουργία μιας εταιρείας τότε το FRITZ!Box 6820 LTE μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως Backup, σε περίπτωση που η γραμμή μας Dsl έχει τεχνικό πρόβλημα.Το FRITZ!Box 6890 LTE είναι ταυτόχρονα και Adsl/Vdsl Modem Router εκτός από Lte Modem Router, οπότε μπορεί να λειτουργεί με Main γραμμή το Dsl και ως Fallback το Lte ή και το αντίστροφο. Μία πιο σπάνια χρήση του FRITZ!Box 6820 LTE, είναι το να συνδυαστεί ταυτόχρονα με μία γραμμή Internet από άλλο εξοπλισμό, με σκοπό την αύξηση της μέγιστης ταχύτητας του Download και του Upload ή να χρησιμοποιηθεί ως Fallback. Προϋποθέτει την ύπαρξη Load Balancing Router. Με το Beta Firmware στο FRITZ!Box 6890 LTE , υπάρχει πλέον υποστήριξη για παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl/Wan. Στην πράξη το δοκιμάσαμε μεταξύ Dsl και 4G και είδαμε ότι επιτυγχάνεται η παράλληλη χρήση. Όπως αναφέρει και η AVM στο FRITZ!LAB και στα Improvements: Parallel use of internet access via mobile networks and Dsl/Wan. Streaming: Το Lte έχει μεγαλύτερο Upload από μία Dsl γραμμή οπότε σε περιπτώσεις Live Streaming θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα. Με το FRITZ!Box 6890 LTE και την παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl/Wan, μπορούμε να έχουμε ακόμα μεγαλύτερο Upload. ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ FRITZ!Box 6820 LTE Lte Category 4 Modem. Η μέγιστη ταχύτητα που υποστηρίζει είναι 150Μbit Download και 50Μbit Upload, που στην θεωρία είναι πολύ μεγάλη ταχύτητα, αλλά στην πράξη λόγω διαφόρων παραγόντων (απόσταση, εμπόδια) είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Υποστηρίζει Multi-Band. Τα Bands που υποστηρίζονται είναι: Band 1 (2.1 GHz), Band 3 (1.8 GHz), Band 5 (850 MHz), Band 7 (2.6 GHz), Band 8 (900 MHz) και Band 20 (800 MHz), ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες χώρες και σε διαφορετικούς παρόχους. Υποστήριξη Channel Bandwidths 1.4, 3, 5, 10, 15 and 20 MHz. Τεχνολογία MIMO. Multiple-In-Multiple-Out Antenna Technology. Ενσωματωμένες Lte κεραίες. Mesh Networking. WiFi 802.11n 2,4Ghz 450Mbits, MIMO 3x3. Gigabit Lan. Υποστηρίζει μέχρι 1000Mbit ώστε να μην αντιμετωπίσουμε bottleneck εφόσον το Lte μπορεί να φτάσει τα 150Mbit. Μέγιστη κατανάλωση 6 watt. Θερμοκρασία λειτουργίας από 0 έως 40 βαθμούς Celsius. FRITZ!OS με υποστήριξη MyFRITZ!. Η AVM εξασφαλίζει την ασφάλεια και προσθέτει νέες λειτουργίες με καινούρια Firmwares, ακόμα και για παλαιότερα μοντέλα, ώστε να είναι up to date. Υποστήριξη WPS. Υποστήριξη VPN, DynDns, IPv6, Parental Control, Guest Network. Κουμπί Wlan για απενεργοποίηση/ενεργοποίηση του WiFi. ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ FRITZ!Box 6890 LTE Lte Category 6 Modem. Η μέγιστη ταχύτητα που υποστηρίζει είναι 300Mbit Download και 50Mbit Upload, που στην θεωρία είναι πολύ μεγάλη ταχύτητα, αλλά στην πράξη λόγω διαφόρων παραγόντων (απόσταση, εμπόδια) είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Dual Core Processor. Υποστηρίζει Multi-Band. Τα Bands που υποστηρίζονται είναι: Band 1 (2.1 GHz), Band 3 (1.8 GHz), Band 7 (2.6 GHz), Band 8 (900 MHz) και Band 20 (800 MHz) σε Lte και Band 1(2.1 GHz) και Band 8 (900 MHz) σε Umts, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες χώρες και σε διαφορετικούς παρόχους. Mesh Networking. Δύο εξωτερικές αποσπώμενες Lte κεραίες και δυνατότητα σύνδεσης κεραιών εξωτερικού χώρου. Ενσωματωμένο Dsl Modem για Adsl/Vdsl γραμμές μέχρι 300Mbit/s. Υποστηρίζει 35b Profile και Super Vectoring. Δυνατότητα Fallback και παράλληλης χρήσης του Lte και του Dsl/Wan. 4 x 4 Wireless AC + N with Multi-User MIMO . Dual Band WiFi 802.11n 2,4Ghz, 800Mbits // 802.11ac 5Ghz, 1733Mbits. 4 x Gigabit Ethernet Ports. Υποστηρίζει μέχρι 1000Mbit ώστε να μην αντιμετωπίσουμε bottleneck εφόσον το Lte/Vdsl μπορεί να φτάσει τα 300Mbit. Μέση κατανάλωση 9,5 Watt. 1 x USB 3.0. 1 x ISDN S0. 2 x FXS. Media server. Υποστήριξη WPS. Κουμπί Wlan για απενεργοποίηση/ενεργοποίηση του WiFi. Gigabit Wan. Dect Base Station. Υποστήριξη VPN, Firewall, DynDns, IPv6, Parental Control, Guest Network. FRITZ!OS με υποστήριξη FRITZ!NAS, MyFRITZ!. Η AVM εξασφαλίζει την ασφάλεια και προσθέτει νέες λειτουργίες με καινούρια Firmwares, ακόμα και για παλαιότερα μοντέλα, ώστε να είναι up to date. Δυνατότητες Fax to Mail, FRITZ!App Fon για iOS και Android. Υποστήριξη Eco Mode, Energy Saving αναλόγως το ποιες λειτουργίες του FRITZ!Box χρησιμοποιούμε, για ελαχιστοποίηση στην κατανάλωση. Μία φωτογραφία από το εσωτερικό του FRITZ!Box 6820 LTE που διακρίνουμε το Lte Module και τα καλώδια για την σύνδεση με τις εσωτερικές κεραίες. Αντίστοιχα πάνω από το Module όπως και στην πίσω πλευρά του PCB υπάρχουν οι Connectors για σύνδεση με τις κεραίες του WiFi που είναι και αυτές εσωτερικές. Αντίστοιχα μια φωτογραφία από το εσωτερικό του FRITZ!Box 6890 LTE που διακρίνουμε το Lte Module και τα καλώδια για την σύνδεση με τους Connectors στο πίσω μέρος. Η ψύκτρα αναλαμβάνει την παθητική ψύξη της CPU και πιο κάτω στο PCB υπάρχουν οι Connectors για σύνδεση με τις κεραίες του WiFi που είναι εσωτερικές. FRITZ!Box 6820 LTE. ΤΙ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ασύρματη επικοινωνία (2G/3G/4G). Ασύρματη σύνδεση με Tablets και Smartphones και ενσύρματη ή ασύρματη σύνδεση με έναν ή περισσότερους υπολογιστές. Λόγω ότι διαθέτει ένα Lan Port, αν θέλουμε να συνδέσουμε παραπάνω από μία συσκευές ενσύρματα, θα χρειαστεί ένα Ethernet Switch. Parental Control για τον περιορισμό της χρήσης του Internet, με την χρήση διαφόρων προφίλ. Υποστήριξη DynDns, σε περιπτώσεις απομακρυσμένης πρόσβασης σε συσκευές συνδεδεμένες στο FRITZ!Box 6820 LTE. QoS (Quality Of Service). Υποστήριξη VPN (IPSec) για απομακρυσμένη διαχείριση. Υποστήριξη IPV6. Mesh networking: Μέσα από το FRITZ!Box 6820 LTE μπορεί να γίνει κεντρική διαχείριση όλων των συνδεδεμένων συσκευών FRITZ. Παραμετροποίηση του FRITZ!Box 6890 LTE ως Mesh Repeater. Παραμετροποίηση του FRITZ!Box 6820 LTE ως LISP Router. Δυνατότητα δημιουργίας Guest Network όπως και δημιουργία κανόνων στο Parental Control, ώστε να ελέγχουμε την πρόσβαση στο Internet και το δίκτυο. Push Service για ενημέρωσή με E-mail για την χρήση του FRITZ!Box 6820 LTE, όπως και τυχόν αλλαγές στο Configuration. FRITZ!Box 6890 LTE. ΤΙ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ασύρματη επικοινωνία(2G/3G/4G). Ασύρματη σύνδεση με Tablets και Smartphones και ενσύρματη ή ασύρματη σύνδεση με έναν ή περισσότερους υπολογιστές. Parental Control για τον περιορισμό της χρήσης του Internet, με την χρήση διαφόρων προφίλ. Υποστήριξη DynDns, σε περιπτώσεις απομακρυσμένης πρόσβασης σε συσκευές συνδεδεμένες στο FRITZ!Box 6890 LTE. QoS (Quality Of Service). Υποστήριξη VPN (IPSec) για απομακρυσμένη διαχείριση. Υποστήριξη IPV6. Mesh networking: Μέσα από το FRITZ!Box 6890 LTE μπορεί να γίνει κεντρική διαχείριση όλων την συνδεδεμένων συσκευών FRITZ. Παραμετροποίηση του FRITZ!Box 6890 LTE ως Mesh Repeater. Δυνατότητα δημιουργίας Guest Network όπως και δημιουργία κανόνων στο Parental Control, ώστε να ελέγχουμε την πρόσβαση στο Internet και το δίκτυο. Push Service για ενημέρωσή με E-mail για την χρήση του FRITZ!Box 6890 LTE, όπως και τυχόν αλλαγές στο Configuration. Fallback σε περίπτωση που το Dsl ή το 3G/4G δεν λειτουργεί λόγω βλάβης. Παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl/Wan για μεγαλύτερο Bandwidth. Τέσσερις Gigabit Ethernet και Dual Band WiFi για γρήγορες μεταφορές δεδομένων ανάμεσα στους υπολογιστές, Smartphone, Tablets, ενσύρματα και ασύρματα. Θύρα USB 3.0 που μπορούμε να συνδέσουμε ένα USB εκτυπωτή ώστε να γίνει δικτυακός και να μπορούν όλες οι συσκευές στο δίκτυο να εκτυπώνουν. Εναλλακτικά μπορεί να συνδεθεί ένας USB σκληρός δίσκος ή ένα USB Stick ώστε να χρησιμοποιείται για αποθήκευση από όλους τους χρήστες και να υπάρχει ακόμα και απομακρυσμένη πρόσβαση στο Nas Storage, σε περίπτωση που είμαστε εκτός χώρου και χρειαζόμαστε πρόσβαση στα αρχεία. Με το FRITZ!Nas ορίζουμε τους χρήστες και τα δικαιώματα που θα έχουν για την πρόσβαση στο Nas Storage. Στο S0, μπορεί να συνδεθεί μια τηλεφωνική συσκευή ISDN ή ένα ISDN PBX. Στα δύο FXS, μπορούν να συνδεθούν αναλογικές τηλεφωνικές συσκευές ή ένα PSTN PBX. DECT Base Station με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 ασύρματων συσκευών DECT είτε της AVM είτε ενός τρίτου κατασκευαστή, αρκεί να συνεργάζονται. Δυνατότητα του FRITZ!Box να λειτουργεί ως PBX. Είτε χρησιμοποιήσουμε το S0, είτε τα FXS, είτε το DECT Base Station, μπορούμε την VoIP όπως και την Landline τηλεφωνική γραμμή, να τις δρομολογήσουμε σε όποια θύρα επιθυμούμε. Η κάθε μία συσκευή θα έχει ένα εσωτερικό νούμερο ώστε να μπορεί να γίνει μεταφορά της κλήσης, από την μία τηλεφωνική συσκευή στη άλλη. Και για όσους δεν σηκώνονται το πρωί, μια τηλεφωνική συσκευή πάνω στο FRITZ!Box μετατρέπεται σε ξυπνητήρι και αρχίσει να κουδουνίζει την ώρα που επιθυμείτε εσείς. Λειτουργία Fax to Mail. Δεν υπάρχει λόγος να γίνεται σπατάλη χαρτιού και μελανιού/toner για τα Fax. Το Fax μετατρέπεται σε E-mail και αποστέλλεται στο E-mail που επιθυμεί ο χρήστης. Gigabit Wan. Ακόμα και αν η σύνδεση μας δεν είναι Dsl/3G/4G αλλά είναι Fiber, Cable, Satellite ή οτιδήποτε άλλο, το FRITZ!Box 6890 LTE μπορεί να γυρίσει σε λειτουργία Router και να εκμεταλλευτούμε όλα τα χαρακτηριστικά του. Με το FRITZ!APP Fon, ένα Smartphone μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασύρματη τηλεφωνική συσκευή και να πραγματοποιεί, δέχεται κλήσεις με ασφάλεια (VPN) είτε από το τοπικό δίκτυο είτε από το απομακρυσμένο. Δεν χρειάζεται πλέον να γίνεται εκτροπή για να μην χάνουμε τις κλήσεις, δεν χρειάζεται να διαθέτουμε ασύρματο τηλέφωνο στο χώρο μας. Απλά ένα Smartphone. Υποστηρίζει συσκευές για SMART HOME. Η διαχείρισή τους, μπορεί να γίνει από το τοπικό αλλά και από το απομακρυσμένο δίκτυο. Υπάρχουν Smart Plugs, όπως το FRITZ!DECT 200 που είδαμε σε προηγούμενο Review, μέχρι το FRITZ!DECT 301 που είναι ένα Smart Radiator, για να ρυθμίζεται την θερμοκρασία του χώρου σας πριν ακόμα φτάσετε εκεί. Υποστηρίζει Media Server/Web Radio/Podcast, ώστε να βλέπετε τις αγαπημένες σας ταινίες ή να ακούτε την μουσική σας κάνοντας Streaming κατευθείαν από τον USB σκληρό δίσκο/USB stick που έχετε συνδέσει στο USB 3.0 του FRITZ!Box. Με Gigabit Ethernet, Dual Core Processor και WiFi με συνολικό Bandwidth 2533Mbit/s το Streaming ακόμα και στα 4K γίνεται πανεύκολα. ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ/ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΠΟΙΗΣΗ Η εγκατάσταση είναι αρκετά εύκολη και τα βήματα που πρέπει να πραγματοποιηθούν, είναι τα παρακάτω: Τοποθέτηση της Mini Sim Card στα FRITZ!Box 6820 LTE/FRITZ!Box 6890 LTE. ΠΡΟΣΟΧΗ: Δέχονται μόνο Mini Sim Card και όχι Micro Sim Card ή Nano Sim Card. Στην περίπτωση του FRITZ!Box 6890 LTE, αν χρησιμοποιήσουμε και τo Dsl εκτός από το 3G/4G, θα χρειαστεί να συνδέσουμε και το Dsl του Splitter με τo Dsl του FRITZ!Box. Επίσης αν θελήσουμε να χρησιμοποιήσουμε και την Landline τηλεφωνική γραμμή θα πρέπει να συνδεθεί και το καλώδιο ISDN/Analog Telephone στο phone του Splitter. Σε αυτήν την περίπτωση θα χρησιμοποιήσουμε το καλώδιο Y. Αν το FRITZ!Box 6890 LTE χρησιμοποιηθεί ως Router τότε συνδέουμε με Ethernet καλώδιο τo Gigabit Wan του FRITZ!Box 6890 LTE με ένα Ethernet του Modem/Router. Σύνδεση του τροφοδοτικού με τα FRITZ!Box 6820 LTE/FRITZ!Box 6890 LTE και με μία διαθέσιμη πρίζα ρεύματος. Σύνδεση των FRITZ!Box 6820 LTE/FRITZ!Box 6890 LTE, με τον υπολογιστή μας με Gigabit Ethernet ή με WiFi με τα στοιχεία SSID/Wlan Network Key που αναγράφονται στην καρτέλα που υπάρχει στην συσκευασία. Η παραμετροποίηση μπορεί να γίνει και από Smartphone, ή Tablet, ή Laptop. Από τον browser ανοίγουμε την διεύθυνση http://fritz.box ή την IP 192.168.178.1 για να συνδεθούμε με το Web Interface των FRITZ!Box 6820 LTE/FRITZ!Box 6890 LTE με τον κωδικό FRITZ!Box Password που υπάρχει στην καρτέλα. Αυτόματα τρέχει ο Wizard για την αναγκαία παραμετροποίηση. Στο FRITZ!Box 6890 LTE μπορούμε να παραμετροποιήσουμε τo Dsl/Wan και το 3G/4G και μετά να ορίσουμε το Fallback. Εάν επιθυμούμε παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl/Wan, δεν χρειάζεται να ορίσουμε το Fallback. Στο FRITZ!Box 6820 LTE απλά παραμετροποιούμε το 3G/4G. WEB INTERFACE FRITZ!Box 6820 LTE Η Default IP για το Web Interface είναι η 192.168.178.1, που μπορούμε να συνδεθούμε με Ethernet ή με WiFi. Την πρώτη φορά που θα συνδεθούμε και αφού βάλουμε το Password, θα ξεκινήσει αυτόματα ο Wizard, που θα μας ρωτήσει σε ποια χώρα βρισκόμαστε. Αφού διαλέξουμε Greece, κάνει ένα Reboot και μετά συνεχίζει ο Wizard, που μας ρωτάει τι πάροχο έχουμε. Διαλέγουμε Other Service Provider και πατάμε Next. Στην επόμενη καρτέλα, μας ρωτάει για το APN της σύνδεσης και αν θα χρησιμοποιήσουμε το Default APN ή αν θα πληκτρολογήσουμε το δικό μας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, χρησιμοποιήσαμε Mini Sim Card της Wind και αφήσαμε το Default APN. Πατήσαμε Next και Next όπου έκλεισε ο Wizard. Σε περίπτωση που δεν ανιχνευτεί το APN αυτόματα, θα πρέπει απλά να το πληκτρολογήσουμε εμείς χειροκίνητα στο αντίστοιχο πεδίο. Δεν χρειάστηκε κάποια άλλη ρύθμιση και είχαμε απευθείας Internet. Τόσο απλά και εύκολα! Στην περίπτωση της Mini Sim Card της Vodafone χρειάστηκε να περάσουμε χειροκίνητα το APN για να έχουμε πρόσβαση στο Internet. OVERVIEW Αναφορά στην έκδοση του FRITZ!OS, το μοντέλο του FRITZ!Box και την τρέχουσα ενεργειακή κατανάλωση. Αν είμαστε συνδεδεμένοι στο Internet, με ποια IP και από πότε. Ποιες συσκευές είναι συνδεδεμένες ενσύρματα και ασύρματα. Τι ταχύτητα έχει συγχρονίσει το modem, αν έχουμε κάτι συνδεδεμένο με το Lan, όπως και αν είναι ενεργοποιημένο το WiFi και με ποιο SSID. Μας αναφέρει τυχόν ενεργοποιημένα Features. INTERNET Online Monitor Αναλυτικά στοιχεία, όπως με τι πρωτόκολλο έχουμε συνδεθεί, που στην δικιά μας περίπτωση είναι με LTE , σε τι ταχύτητα, ποιους DNS έχουμε πάρει αυτόματα και πότε συνδεθήκαμε. Γραφήματα που τρέχουν σε πραγματικό χρόνο, σχετικά με την χρήση του Internet σε Download και σε Upload. Είναι με διαφορετικά χρώματα, που κάθε χρώμα είναι και μια κατηγορία όπως Internet, IPTV, Background Applications. Στο Online Meter υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες για το πόση ώρα είμαστε Online, πόσα Mbytes χρησιμοποιήσαμε σε Download και πόσα σε Upload, ώστε να γνωρίζουμε την χρήση του Internet. Οι πληροφορίες είναι για σήμερα, για χτες, για την τρέχουσα εβδομάδα, για τον τρέχων μήνα όπως και για τον προηγούμενο μήνα. Μας δίνεται η δυνατότητα να ορίσουμε όρια με βάση τα Mbytes/Gbytes που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ή με βάση τις ώρες χρήσης του Internet. Account Information Ορισμός του APN που θέλουμε χειροκίνητα ή προεπιλεγμένη χρήση APN, όπως και αν θα γίνεται χρήση του Roaming. Επιλογή Reconnect. Υποστήριξη IPV6, LISP. AVM Services. Λειτουργίες για την καλύτερη υποστήριξη του FRITZ!Box 6820 LTE. Επιλογές για αυτόματη εύρεση και εγκατάσταση νεότερου Firmware, διαγνωστικά για την βελτίωση του προϊόντος και την καλύτερη λειτουργία του, όπως και να δώσουμε την δυνατότητα στην AVM να μπορεί να τρέξει και να λάβει δεδομένα από τα διαγνωστικά που υπάρχουν. Χειροκίνητες επιλογές για το τύπο πρωτοκόλλου που θέλουμε και την επιλογή του Band στο Lte. Επιλογή για χρήση των DNS που επιθυμούμε εμείς ή να λάβει αυτόματα τους DNS από τον πάροχο. Filters Στα Filters μπορούμε να φτιάξουμε δικά μας προφίλ ή να διαλέξουμε κάποιο από τα ήδη υπάρχοντα σχετικά με την χρήση του Internet. Ανά χρήστη ή χρήστες μπορούμε να τους εντάξουμε σε κάποιο συγκεκριμένο προφίλ, που θα τους ορίζουμε την ημέρα και την ώρα που θα μπορούν να μπουν Internet, να τους μπλοκάρουμε την πρόσβαση στις σελίδες που επιθυμούμε με την χρήση Blacklist και Whitelist και να τους ορίσουμε πιθανή προτεραιότητα έναντι άλλων χρηστών. Η προτεραιότητα μπορεί να οριστεί σε μια εφαρμογή για τον χ χρήστη ή ακόμα και σε όλη την "κίνηση" που θα κάνει, όπως και σε όλους τους χρήστες για μια εφαρμογή για παράδειγμα στο VoIP. Αν μία συσκευή προσπαθήσει να συνδεθεί εκτός χρονοδιαγράμματος ή όταν έχει χρησιμοποιήσει όλο το χρόνο που έχει διαθέσιμο, τότε θα γίνει ανακατεύθυνση σε μία ιστοσελίδα που θα ζητήσει να βάλει ο χρήστης έναν κωδικό εισιτηρίου που μπορεί να του έχουμε δώσει, που θα παρατείνει την σύνδεση στο Internet για 45 λεπτά ακόμη. Permit Access Port Forward που ενδεχομένως να χρειαστεί μια δικτυακή συσκευή στο τοπικό μας δίκτυο για να λειτουργεί για παράδειγμα η απομακρυσμένη πρόσβαση ή κάποιο πρόγραμμα ή App. Απομακρυσμένη πρόσβαση στο Web Interface του FRITZ!Box 6820 LTE με την χρήση HTTPS, όπως και ορισμός των χρηστών που θα έχουν αυτήν την δυνατότητα. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και Certificate για την απομακρυσμένη πρόσβαση Δυνατότητα DynDns Service με το πλεονέκτημα χρήσης ακόμα και Custom DynDns Provider, αρκεί να γνωρίζουμε τα στοιχεία Update Url και Domain Name. Επιλογές για χρήση VPN, για απομακρυσμένη πρόσβαση στο δίκτυο μας. MyFRITZ! Account Δημιουργία MyFRITZ! Account για να μπορούμε να βλέπουμε όλα τα προϊόντα που διαθέτουμε στο myfritz.net όπως και να μπορούμε να παραμετροποιήσουμε την σύνδεση στο Internet στο FRITZ!Box. LTE Information Χρήσιμες πληροφορίες για την σύνδεση μας στο Base Station του παρόχου. Στάθμες θορύβου, χαρακτηριστικά σύνδεσης, όνομα παρόχου, Βand σύνδεσης και άλλα πολλά. Αναλυτικές πληροφορίες για το σήμα που λαμβάνει η κάθε κεραία του FRITZ!Box 6820 LTE, συχνότητες Download, Upload. Λίστα και χαρακτηριστικά του κάθε Base Station, που έχει ανιχνεύσει το FRITZ!Box 6820 LTE. Πληροφορίες για την Mini Sim Card και δυνατότητα ενεργοποίησης/απενεργοποίησης του PIN. Σε περίπτωση που δεν έχουμε καλό σήμα στο σημείο που βρίσκεται το FRITZ!Box6820 LTE, μπορούμε να ξεκινήσουμε την διαδικασία ευθυγράμμισης. Μετακινούμε τον εξοπλισμό και σε πραγματικό χρόνο βλέπουμε, μέσα από το Web Interface, την λήψη που έχουμε και για τις 2 κεραίες. Επίσης υπάρχουν στοιχεία για την ποιότητα του σήματος για χ χρονικά διαστήματα, όπως και Real Time. Real Time Monitor για RSRP, RSRQ, SINR. Η AVM στην προσπάθεια της να κάνει το κάθε προϊόν της ακόμα καλύτερο, μας ενθαρρύνει σε περίπτωση προβλήματος να συμπληρώσουμε και να αποστείλουμε Online φόρμα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, ώστε σε μελλοντική έκδοση FRITZ!OS να γίνει προσπάθεια βελτίωσης. HOME NETWORK Mesh Networking Το Beta Firmware που διαθέτει η AVM στο FRITZ!Lab για το FRITZ!Box 6820 LTE, υποστηρίζει Mesh Networking. Όπως φαίνεται στην φωτογραφία, υπάρχει όλη η τοπολογία του δικτύου με τις συνδεδεμένες συσκευές και μία από αυτές είναι ένα FRITZ!WLAN Repeater 1750E, στο οποίο άμα κάνουμε κλικ θα μας δρομολογήσει στο Web Interface του. Έτσι το Mesh Networking μας βοηθάει στην κεντρική διαχείριση όλων των FRITZ! συσκευών από μία σελίδα, όπως και λόγω των Features του Mesh Networking, οι ρυθμίσεις που έχουμε κάνει στο FRITZ!Box, για παράδειγμα στην καρτέλα Wireless μπορούν να μεταφερθούν απευθείας στο FRITZ!WLAN Repeater 1750E. Επιπλέον δεν χρειάζεται να συνδεθούμε στην κάθε συσκευή, για να εγκαταστήσουμε ένα νεότερο Firmware. Αν υπάρχει νεότερο Firmware θα μας το εμφανίσει αυτόματα και απλά πατάμε το Update για να γίνει εγκατάσταση. Η λειτουργία για Update του Firmware δεν ισχύει μόνο για τις συνδεδεμένες συσκευές στο FRITZ!Box αλλά και για το ίδιο το FRITZ!Box.Αν έχουμε ένα Guest Network θα μεταφερθούν οι ρυθμίσεις και για αυτό το δίκτυο στο FRITZ!WLAN Repeater 1750E. Το MESH Networking, αρχίζει και "μπαίνει" όλο και περισσότερο στην ζωή μας με τις περισσότερες εταιρείες να βγάζουν καινούρια προϊόντα ή αναβαθμίσεις για τα υπάρχοντα, ώστε να υπάρχει υποστήριξη. Για το FRITZ!Box 6820 LTE, το Mesh Networking υπάρχει ως δυνατότητα στο Beta Firmware προς το παρόν και όχι στο Official. Η AVM έχει ήδη ξεκινήσει να διαθέτει την έκδοση FRITZ!OS 7 για αρκετά προϊόντα της, οπότε σε λίγο καιρό περιμένουμε να αναβαθμιστεί και το FRITZ!Box 6820 LTE στο FRITZ!OS 7, όπως έγινε και με το FRITZ!Box 7590. Tο Mesh Networking δεν έχει περιορισμούς. Δημιουργήθηκε για να καλύψει από ένα μικρό χώρο, που θα χρειαστεί μόνο ένα Powerline ή ένα Repeater, μέχρι πολύ μεγάλους χώρους που θα χρειαστούν πολλά Powerlines ,Repeaters, Access Points ώστε να υπάρχει συνολική κάλυψη. Στα Mesh Settings θα βρούμε ρυθμίσεις για τα Modes του Mesh τα οποία είναι: Mesh Master. Οι ρυθμίσεις που θα κάνουμε στο FRITZ!Box, θα μεταφερθούν σε όλο το δίκτυο. Mesh Repeater. Το FRITZ!Box επεκτείνει το υπάρχον Mesh δίκτυο που υπάρχει και "κληρονομεί" τις ρυθμίσεις από το FRITZ!Box που έχουμε ως Mesh Master. Network Πληροφορίες για όλο το δίκτυο. Ποιες συσκευές έχουν συνδεθεί με Wireless ή με Ethernet, τι IP έχουν, με τι ταχύτητα και πρωτόκολλο έχουν συνδεθεί. Επίσης βλέπουμε την ταχύτητα και το πρωτόκολλο σύνδεσης του 3G/4G. Δυνατότητα Pair της Mac Address μίας συσκευής, με μια συγκεκριμένη Lan IP ώστε η συσκευή να λαμβάνει πάντα την ίδια IP. Αφαίρεση συσκευών που δεν είναι πλέον συνδεδεμένες και δεν υπάρχουν προσαρμοσμένες ρυθμίσεις για αυτές. Υποστήριξη Eco Mode στην Ethernet, με σκοπό μικρότερη κατανάλωση. Αυτό γίνεται με το Gigabit Ethernet από 1000Mbps να γίνεται Fast Ethernet σε 100Mbps. Χρήση UPnP και δυνατότητα πρόσβασης σε ένα App να διαβάσει και να τροποποιήσει τις ρυθμίσεις του FRITZ!Box. Αλλαγή Lan IP, Static Route, Ntp Server, UPnP και δυνατότητα DNS Rebind Protection. FRITZ!Box Name Ανάθεση ενός ονόματος για το FRITZ!Box 6820 LTE. Με αυτό το όνομα θα αναγνωρίζουμε το FRITZ!Box στο δίκτυο μας. WIRELESS Radio Network Εδώ ορίζουμε το SSID του WiFi. Βλέπουμε ποιες συσκευές είχαν/έχουν συνδεθεί ασύρματα στο WiFi, την IP, την Mac Address, την ταχύτητα και το πρωτόκολλο σύνδεσης για παράδειγμα 802.11g. Για τα Smartphones, Tablets που έχουν το FRITZ!App Wlan, υπάρχει η δυνατότητα να σκανάρουμε το QR code για να συνδεθούμε. Παράλληλα μας αναφέρει όλες τις ανεπιτυχείς προσπάθειες (Mac Address) που έγιναν για σύνδεση στο WiFi, για παράδειγμα έδωσαν λάθος κλειδί δικτύου. Ιδιαίτερα χρήσιμο ώστε να ξέρουμε ανά πάσα στιγμή, αν προσπαθεί να συνδεθεί μια άγνωστη συσκευή στο δίκτυο μας. Ενεργοποίηση/απενεργοποίηση του WiFi όπως και δυνατότητα να μην είναι ορατό το SSID. Radio Channel Ρύθμιση του καναλιού για το WiFi, της ισχύς του σήματος αν δεν θέλουμε να εκπέμπει στο 100%, όπως και του πρωτοκόλλου που θα χρησιμοποιηθεί. Δυνατότητα να δούμε όλα τα γειτονικά SSID, την Mac Address και σε ποιο κανάλι εκπέμπουν . Γράφημα με το φόρτο ανά χ χρονικό διάστημα στο κανάλι που χρησιμοποιούμε για το FRITZ!6820 LTE και γράφημα με την κατανομή όλων των ασύρματων καναλιών. Security Ενεργοποίηση κρυπτογράφησης ή ανοιχτού δικτύου. Επιλογή μεταξύ WPA + WPA2 ή WPA2(CCMP) και ορισμός κλειδιού δικτύου. Να επιτρέπεται ή όχι, η επικοινωνία μεταξύ των συνδεδεμένων συσκευών. Δυνατότητα απαγόρευσης σύνδεσης στο WiFi νέων συσκευών, πέρα από αυτών που έχουν δηλωθεί ή συνδεθεί έστω μία φορά και δεν τις έχουμε διαγράψει. (Mac Filtering) Ενεργοποίηση/απενεργοποίηση του WPS, όπως και ποια θα είναι η μέθοδος λειτουργίας του WPS. Schedule Προγραμματισμός του WiFi, σε περίπτωση που δεν θέλουμε να είναι μόνιμα ενεργοποιημένο. Ο προγραμματισμός μπορεί να γίνει ανά ώρα και ανά ημέρα, είτε για το πότε θα είναι ενεργοποιημένο, είτε για το πότε θα είναι απενεργοποιημένο. Guest Access Το Guest Access θα μας βοηθήσει σε περίπτωση που θέλουμε να έχουμε στον χώρο μας ένα Guest Νetwork, όπου θα μπορούν να συνδεθούν οι συσκευές των επισκεπτών ή των φίλων μας. Δημιουργεί ένα δεύτερο SSID, ανεξάρτητο από το δικό μας δίκτυο, με διαφορετικά δικαιώματα, για παράδειγμα να μην μπορούν να επικοινωνήσουν οι συσκευές μεταξύ τους ή να μην έχουν πρόσβαση σε κάποια δικτυακή συσκευή που μπορεί να διαθέτουμε. Χρήσιμο για όσους είναι σε εταιρεία και θέλουν ένα ξεχωριστό δίκτυο για τους επισκέπτες ή για όταν θέλουμε να δώσουμε Internet σε ένα γείτονα ή φίλο αλλά υπό προϋποθέσεις για παράδειγμα στο Bandwidth ή στις ιστοσελίδες που μπορούν να επισκεφτούν. Υποστηρίζει WPA/WPA2 και Open Network, ενώ ευτυχώς δεν υπάρχει η δυνατότητα για WEP KEY. Δυνατότητα Private Wireless Lan Guest Network με κωδικό και public WiFi Hot Spot χωρίς κωδικό, αναλόγως την υλοποίηση. Πριν την σύνδεση μπορεί να εμφανίζεται ένα Captive Portal με πληροφορίες και μια εικόνα που επιθυμούμε. Επιπρόσθετα μπορεί να υπάρχουν "όροι χρήσης" που θα πρέπει να αποδεχτεί ο χρήστης για να συνεχίσει. Αφού συνεχίσει, μπορεί να γίνει ανακατεύθυνση σε μια ιστοσελίδα όπως το Facebook της εταιρείας. Ακόμα ορίζουμε τον χρόνο μετά τον οποίο ο χρήστης θα αποσυνδεθεί και δυνατότητα να λάβουμε E-mail το πότε συνδέθηκε/αποσυνδέθηκε μια συσκευή. Οι συσκευές που θα συνδεθούν στο Guest Network, μπορούν επιπρόσθετα να υιοθετήσουν ένα προφίλ που θα ορίσουμε, όπως ακριβώς περιγράψαμε πιο πάνω στα Filters. Μπορούν να οριστούν προτεραιότητες, Blacklists και Whitelists. Δυνατότητα οι χρήστες να έχουν πρόσβαση μόνο σε ιστοσελίδες και E-mail. Περιορισμός Bandwidth για το Guest Network. Και εδώ για τα Smartphones, Tablets που έχουν το FRITZ!App Wlan, υπάρχει η δυνατότητα να σκανάρουν το QR code για να συνδεθούν. Επιπρόσθετα μπορεί μια συσκευή να συνδεθεί με την χρήση WPS. Να επιτρέπεται ή όχι η επικοινωνία στο Guest Network μεταξύ των συσκευών. DIAGNOSTICS Functions Δυνατότητα ελέγχου των λειτουργιών και των ρυθμίσεων του FRITZ!Box 6820 LTE. Τα αποτελέσματα μπορούν να αποθηκευτούν σε αρχείο ή να μας αποσταλούν με E-mail. Πατώντας το κουμπί Start, θα ξεκινήσει μια σειρά από ελέγχους και σε περίπτωση που υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όπως να μην έχουμε ορίσει κωδικό για το Web Interface ή να μην έχουμε το τελευταίο Firmware, μας εμφανίζει ένα μπλε τρίγωνο με θαυμαστικό και μας αναφέρει με κόκκινα γράμματα ποιο είναι το πρόβλημα. Με μπλε γράμματα που είναι και Link ταυτόχρονα, μας εμφανίζει την λύση του προβλήματος, για παράδειγμα να ορίσουμε κωδικό για το Web Interface και κάνοντας κλικ θα μας μεταφέρει αυτόματα στην σελίδα που ορίζουμε τους χρήστες και τους κωδικούς.Οι έλεγχοι που γίνονται αφορούν το WiFi, τo Gigabit Ethernet, το 3G/4G, αν υπάρχει το τελευταίο Firmware εγκατεστημένο, πόσες συσκευές είναι συνδεδεμένες όπως και άλλα. Security Δυνατότητα ελέγχου και αξιολόγησης όλων των ρυθμίσεων σχετικά με την ασφάλεια. Σε περίπτωση που βρεθεί και εδώ κάποια παράλειψη, ο χρήστης ενημερώνεται με το κείμενο να είναι με κόκκινα γράμματα και με την προτεινόμενη λύση σε μπλε. Οι έλεγχοι είναι σε Port Forward, WiFi, έκδοση FRITZ!OS, Web Interface Login Password όπως και άλλα. SYSTEM Event Log Εδώ υπάρχει το αρχείο καταγραφής όλων των συμβάντων και μπορεί να χωριστεί σε κατηγορίες. Energy Monitor Πληροφορίες σχετικά με την συνολική κατανάλωση ενέργειας του FRITZ!Box 6820 LTE, της CPU, του WiFi, του Lan Port και του 3G/4G Module σε 24ώρη βάση, αλλά και την τρέχουσα στιγμή. Αναλυτικά στατιστικά σχετικά με την χρήση της CPU και της RAM το τελευταίο 24ώρο. Push Service Εδώ μπορούμε να ενεργοποιήσουμε το Push Service, με σκοπό να λαμβάνουμε ενημερωτικά E-mail, για παράδειγμα σχετικά με το Guest Network, αν υπάρχει νεότερη έκδοση FRITZ!OS, να μας αποστείλει το υπάρχον config, αν πραγματοποιηθεί αλλαγή στο Configuration, να μας ενημερώνει όταν αλλάζει η Wan IP, πληροφορίες για το FRITZ!Box 6820 LTE και άλλα πολλά. Το μόνο που θα χρειαστεί είναι να παραμετροποιήσουμε το λογαριασμό E-mail που διαθέτουμε. Buttons And LEDs Απενεργοποίηση των κουμπιών πάνω στο FRITZ!Box 6820 LTE για αποφυγή να πατηθεί εσκεμμένα ή κατά λάθος. Επεξήγηση των LED πάνω στο FRITZ!Box 6820 LTE. Υπάρχουν 3 LED για την ένδειξη ποιότητας σήματος και άλλα δύο LED που χρησιμοποιούνται για να μας υποδείξουν διάφορες καταστάσεις όπως: Ότι πραγματοποιείται αναβάθμιση. Ότι ο δωρεάν online χρόνος τελείωσε. Ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα που μπορούμε να συνδεθούμε στο Web Interface του FRITZ!Box 6820 LTE και να δούμε ποιο είναι. FRITZ!Box Users Ορισμός των χρηστών, κωδικών και τι δικαιώματα θα έχουν, όπως να μπορούν να συνδεθούν από το Internet στο FRITZ!Box 6820 LTE ή να πραγματοποιήσουν αλλαγές στο Configuration. Παραμετροποίηση για τον τρόπο που θα μπορεί ο χρήστης να συνδεθεί στο Web Interface του FRITZ!Box 6820 LTΕ, όπως και αν θα μας ζητάει επιπλέον επιβεβαίωση για συγκεκριμένες λειτουργίες. Λίστα των Apps και των Smartphone συσκευών που τα χρησιμοποιούν και έχουν πρόσβαση στο FRITZ!Box 6820 LTE. Από εδώ μπορούμε να απαγορεύσουμε την πρόσβαση σε ένα App στην συσκευή που θέλουμε. Backup Αποθήκευση των ρυθμίσεων, επαναφορά των αποθηκευμένων ρυθμίσεων, επανεκκίνηση και επαναφορά στα εργοστασιακά. Update Αναφέρεται η έκδοση του FRITZ!OS, όπως και ελέγχει αν υπάρχει αναβάθμιση, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτόματα ή χειροκίνητα, διαλέγοντας το αρχείο που θα χρησιμοποιηθεί για την αναβάθμιση. Region And Language Επιλογή γλώσσας και χώρας. WIZARDS Έτοιμοι οδηγοί για τον αρχάριο χρήστη, που τον καθοδηγούν βήμα βήμα για να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για την παραμετροποίηση του εξοπλισμού. WEB INTERFACE FRITZ!Box 6890 LTE Η Default IP για το Web Interface είναι η 192.168.178.1, που μπορούμε να συνδεθούμε με Ethernet ή με WiFi. Την πρώτη φορά που θα συνδεθούμε και αφού βάλουμε το Password, θα ξεκινήσει αυτόματα ο Wizard, που θα μας ρωτήσει σε ποια χώρα βρισκόμαστε. Αφού διαλέξουμε Greece, θα μας ρωτήσει αν η γραμμή μας Dsl είναι Annex A ή Annex B. Αφού επιλέξουμε κάνει ένα Reboot και μετά συνεχίζει ο Wizard που μας ρωτάει αν θα χρησιμοποιήσουμε το Dsl/Wan ή το 3G/4G ή και τα δύο μαζί .Στην περίπτωση που διαλέξουμε και τα δύο, μετά μπορούμε είτε να ενεργοποιήσουμε το Fallback και να ορίσουμε ποια σύνδεση θα είναι Fallback, είτε να μην το ενεργοποιήσουμε, οπότε και τα δύο θα λειτουργούν παράλληλα. To ενεργοποιήσαμε και επιλέξαμε το 3G/4G ως Fallback. Μετά μας ρωτάει τι πάροχο έχουμε για το 3G/4G. Διαλέγουμε Other Service Provider και πατάμε Next. Στην επόμενη καρτέλα, μας ρωτάει για το APN της σύνδεσης και αν θα χρησιμοποιήσουμε το Default APN, ή αν θα πληκτρολογήσουμε το δικό μας. Στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποιήσαμε Mini Sim Card της Wind, οπότε αφήσαμε το Default APN και πατήσαμε Next και Next. Σε περίπτωση που δεν ανιχνευτεί το APN αυτόματα, θα πρέπει απλά να το πληκτρολογήσουμε εμείς χειροκίνητα στο αντίστοιχο πεδίο. Στην συνέχεια διαλέγουμε αν θα χρησιμοποιήσουμε τo Dsl ή τo Gigabit Wan. Αναλόγως την επιλογή θα τρέξει και ο αντίστοιχος Wizard. Διαλέξαμε τo Dsl και Other Service Provider. Ως έτοιμες επιλογές υπάρχει η Cosmote και η Vodafone. Θα μας ζητήσει to όνομα παρόχου, Vpi/Vci, όπως και Username/Password της σύνδεσης. Σειρά έχει να τρέξει αυτόματα, ο Wizard της τηλεφωνίας που θα μας ρωτήσει αν θα χρησιμοποιήσουμε την Landline τηλεφωνική γραμμή ή την IP Based (VoIP). Και μετά από το βήμα της τηλεφωνίας έρχεται και η σειρά των ερωτήσεων για το Wireless. Αφού το ρυθμίσουμε έχουμε τελειώσει με την εγκατάσταση.Δεν χρειάστηκε κάποια άλλη ρύθμιση, είχαμε απευθείας Internet με Vdsl και ως Fallback το 3G/4G. Μικρή προσοχή στο Vdsl. Ο Wizard όταν διαλέξουμε την επιλογή Other Service Provider, δεν έχει επιλογή για VLan ID, οπότε θα πρέπει να το περάσουμε εμείς μετά τον Wizard. Χωρίς VLan Id, δεν θα πάρει ποτέ IP το FRITZ!Box 6890 LTE δηλαδή Sync No IP. OVERVIEW Αναφορά στην έκδοση του FRITZ!OS, το μοντέλο του FRITZ!Box και την τρέχουσα ενεργειακή κατανάλωση. Αν είμαστε συνδεδεμένοι στο Internet, με ποια IP και από πότε. Αν έχουν παραμετροποιηθεί VoIP νούμερα. Ποιες συσκευές είναι συνδεδεμένες ενσύρματα και ασύρματα. Τι ταχύτητα έχει συγχρονίσει το Dsl Modem ή/και το 3G/4G Modem, αν έχουμε κάτι συνδεδεμένο με το Lan όπως και αν είναι ενεργοποιημένο το WiFi και με ποιο/ποια SSID. Μας αναφέρει τυχόν ενεργοποιημένα Features όπως το Guest Network, Nas, Fax Function και άλλα. INTERNET Online Monitor Αναλυτικά στοιχεία για τo Dsl και για το 3G/4G, όπως με τι πρωτόκολλο έχουμε συνδεθεί, που στην δικιά μας περίπτωση είναι με LTE και Vdsl, σε τι ταχύτητα, ποιους DNS έχουμε πάρει αυτόματα και πότε συνδεθήκαμε. Γραφήματα που τρέχουν σε πραγματικό χρόνο για το Dsl και το 4G/3G, σχετικά με την χρήση του Internet σε Download και σε Upload. Είναι με διαφορετικά χρώματα, όπου κάθε χρώμα είναι και μια κατηγορία όπως Internet, IPTV, Background Applications. Στο Online Meter υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες για το πόση ώρα είμαστε Online, πόσα Mbytes χρησιμοποιήσαμε σε Download και πόσα σε Upload, ώστε να γνωρίζουμε την χρήση του 3G/4G Internet. Οι πληροφορίες είναι για σήμερα, για χτες, για την τρέχουσα εβδομάδα, για τον τρέχων μήνα όπως και για τον προηγούμενο μήνα. Μας δίνεται η δυνατότητα να ορίσουμε όρια με βάση τα Mbytes/Gbytes που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ή με βάση τις ώρες χρήσης του Internet. Account Information Διαλέγουμε ποια σύνδεση θα χρησιμοποιήσουμε. Το Dsl/Wan ή/και το 3G/4G. Αν διαλέξουμε και τα δύο ορίζουμε αν θέλουμε Fallback. Αν δεν ορίσουμε Fallback τότε γίνεται παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl/Wan. Επιλογή αν η VoIP τηλεφωνία θα χρησιμοποιεί το Dsl/Wan ή/και το 3G/4G. Ορισμός του APN που θέλουμε χειροκίνητα ή προεπιλεγμένη χρήση APN, όπως και αν θα γίνεται χρήση του Roaming. Επιλογή, αν θα χρησιμοποιήσουμε τo Dsl ή τo Gigabit Wan. Υποστήριξη IPV6. AVM Services. Λειτουργίες για την καλύτερη υποστήριξη του FRITZ!Box 6890 LTE. Επιλογές για αυτόματη εύρεση και εγκατάσταση νεότερου Firmware, διαγνωστικά για την βελτίωση του προϊόντος και την καλύτερη λειτουργία του, όπως και να δώσουμε την δυνατότητα στην AVM να μπορεί να τρέξει και να λάβει δεδομένα από τα διαγνωστικά που υπάρχουν. Χειροκίνητες επιλογές για το τύπο πρωτοκόλλου που θέλουμε και την επιλογή του Band στο Lte. Επιλογή για χρήση των DNS που επιθυμούμε εμείς ή να λάβει αυτόματα τους DNS από τον πάροχο. Επιλογή Reconnect. Filters Στα Filters μπορούμε να φτιάξουμε δικά μας προφίλ ή να διαλέξουμε κάποιο από τα ήδη υπάρχοντα σχετικά με την χρήση του Internet. Ανά χρήστη ή χρήστες μπορούμε να τους εντάξουμε σε κάποιο συγκεκριμένο προφίλ, που θα τους ορίζουμε την ημέρα και την ώρα που θα μπορούν να μπουν Internet, να τους μπλοκάρουμε την πρόσβαση στις σελίδες που επιθυμούμε με την χρήση Blacklist και Whitelist και να τους ορίσουμε πιθανή προτεραιότητα έναντι άλλων χρηστών. Η προτεραιότητα μπορεί να οριστεί σε μια εφαρμογή για τον χ χρήστη ή ακόμα και σε όλη την "κίνηση" που θα κάνει, όπως και σε όλους τους χρήστες για μια εφαρμογή για παράδειγμα στο VoIP. Αν μία συσκευή προσπαθήσει να συνδεθεί εκτός χρονοδιαγράμματος ή όταν έχει χρησιμοποιήσει όλο το χρόνο που έχει διαθέσιμο, τότε θα γίνει ανακατεύθυνση σε μία ιστοσελίδα που θα ζητήσει να βάλει ο χρήστης έναν κωδικό εισιτηρίου που μπορεί να του έχουμε δώσει, που θα παρατείνει την σύνδεση στο Internet για 45 λεπτά ακόμη. Δέσμευση συγκεκριμένου Bandwidth για το Home Network. Αν το Bandwidth αυτό δεν χρησιμοποιείται την τρέχουσα στιγμή στο Home Network τότε θα δοθεί στο Guest Network άμα το χρειάζεται. Permit Access Port Forward που ενδεχομένως να χρειαστεί μια δικτυακή συσκευή στο τοπικό μας δίκτυο για να λειτουργεί για παράδειγμα η απομακρυσμένη πρόσβαση ή κάποιο πρόγραμμα ή App. Απομακρυσμένη πρόσβαση στο Web Interface του FRITZ!Box 6890 LTE με την χρήση HTTPS, όπως και ορισμός των χρηστών που θα έχουν αυτήν την δυνατότητα. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και Certificate για την απομακρυσμένη πρόσβαση. Δυνατότητα DynDns Service με το πλεονέκτημα χρήσης ακόμα και Custom DynDns Provider, αρκεί να γνωρίζουμε τα στοιχεία Update Url και Domain Name. Επιλογές για χρήση VPN, για απομακρυσμένη πρόσβαση στο δίκτυο μας. MyFRITZ! Account Δημιουργία MyFRITZ! Account για απομακρυσμένη πρόσβαση στο FRITZ!Nas, στα μηνύματα, στις κλήσεις και στις συσκευές SMART HOME που έχουμε. Μπορούμε να βλέπουμε όλα τα προϊόντα που διαθέτουμε στο myfritz.net όπως και να μπορούμε να παραμετροποιήσουμε την σύνδεση στο Internet στο FRITZ!Box. LTE Information Χρήσιμες πληροφορίες για την σύνδεση μας στο Base Station του παρόχου. Στάθμες θορύβου, χαρακτηριστικά σύνδεσης, όνομα παρόχου, Βand σύνδεσης και άλλα πολλά. Αναλυτικές πληροφορίες για το σήμα που λαμβάνει η κάθε κεραία του FRITZ!Box 6890 LTE, συχνότητες Download, Upload. Λίστα και χαρακτηριστικά του κάθε Base Station, που έχει ανιχνεύσει το FRITZ!Box 6890 LTE. Πληροφορίες για την Mini Sim Card και δυνατότητα ενεργοποίησης/απενεργοποίησης του PIN. Σε περίπτωση που δεν έχουμε καλό σήμα στο σημείο που βρίσκεται το FRITZ!Box 6890 LTE, μπορούμε να ξεκινήσουμε την διαδικασία ευθυγράμμισης. Μετακινούμε τον εξοπλισμό και σε πραγματικό χρόνο να βλέπουμε, μέσα από το Web Interface, την λήψη που έχουμε και για τις 2 κεραίες. Επίσης υπάρχουν στοιχεία για την λήψη του σήματος για χ χρονικά διαστήματα. Real Time Monitor για RSRP, RSRQ, SINR. Η AVM στην προσπάθεια της να κάνει το κάθε προϊόν της ακόμα καλύτερο, μας ενθαρρύνει σε περίπτωση προβλήματος να συμπληρώσουμε και να αποστείλουμε Online φόρμα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, ώστε σε μελλοντική έκδοση FRITZ!OS να γίνει προσπάθεια βελτίωσης. Dsl Information Αναλυτικά στοιχεία για την σύνδεση. Ταχύτητα Sync, πόση ώρα είναι Sync, τι Chipset έχει το Dslam και σε τι πρωτόκολλο έχει γίνει το Sync. Αναλυτικά στοιχεία για το Sync, Attenuation, Snr, Latency, Profile, Error counter (Crc), Current Throughput, Attainable Throughput και διάφορα άλλα. Spectrum Analyzer, που μπορούμε να δούμε Snr per Carrier, Bits per Frequency και Bits per Carrier. Στατιστικά για τις τελευταίες 24 ώρες και της τελευταίας εβδομάδας σχετικά με το Snr, τα Unrecoverable Errors και το Sync. Σε περιπτώσεις που η γραμμή έχει αστάθεια και αποσυγχρονισμούς, υπάρχει η δυνατότητα να διαλέξουμε σε διάφορες παραμέτρους όπως Inp, Rfi, ανάμεσα σε μέγιστη σταθερότητα και μέγιστη επίδοση. Η AVM στην προσπάθεια της να κάνει το κάθε προϊόν της ακόμα καλύτερο, μας ενθαρρύνει σε περίπτωση προβλήματος να συμπληρώσουμε και να αποστείλουμε Online φόρμα με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, ώστε σε μελλοντική έκδοση FRITZ!OS να γίνει προσπάθεια βελτίωσης. TELEPHONY Στην τηλεφωνία οι λειτουργίες που μπορεί να κάνει είναι απλά αμέτρητες. Ξεκινώντας να υπενθυμίσουμε ότι έχει δύο FXS για αναλογικές συσκευές ή/και PBX, ένα S0 για ISDN συσκευές ή για PBX, και Dect Station για σύνδεση ασύρματων συσκευών. Επιπρόσθετα η Landline τηλεφωνική γραμμή, μπορεί να συνδεθεί πάνω στο FRITZ!Box και να χρησιμοποιηθεί ως VoIP. Ας τα δούμε ένα ένα. Calls Λίστα με τις κλήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί. Εισερχόμενες, εξερχόμενες, αναπάντητες. Δυνατότητα Click To Dial. Απλά κάνουμε κλικ μέσα από το Web Interface σε ένα νούμερο που μας κάλεσε ή θέλουμε να καλέσουμε και η τηλεφωνική συσκευή το καλεί αυτόματα. Answering machine Δυνατότητα ορισμού μέχρι και 5 αυτόματων τηλεφωνητών, οι οποίοι μπορούν να βγάλουν ένα αυτοματοποιημένο μήνυμα ή να δώσουμε την δυνατότητα να μας αφήσουν μήνυμα, στο οποίο μπορούμε να έχουμε πρόσβαση τοπικά αλλά και απομακρυσμένα. Τα μηνύματα που θα μας αφήσουν στον τηλεφωνητή μπορούν να μας αποσταλούν και με την μορφή E-mail. Telephone Book Υποστήριξη VPBX. Κάθε συσκευή έχει ένα εσωτερικό νούμερο, ώστε να μπορεί να γίνει μεταφορά της κλήσης από την μία τηλεφωνική συσκευή στη άλλη. Δυνατότητα τηλεφωνικού καταλόγου μέσα στο ίδιο το FRITZ!Box 6890 LTE. Η κάθε τηλεφωνική συσκευή μπορεί να έχει έναν ή περισσότερους τηλεφωνικούς καταλόγους ή αντίστοιχα ένας τηλεφωνικός καταλόγος να είναι για παραπάνω από μια τηλεφωνικές συσκευές. Δυνατότητα Click To Dial. Απλά κάνουμε κλικ μέσα από το Web Interface σε ένα νούμερο που μας κάλεσε ή θέλουμε να καλέσουμε και η τηλεφωνική συσκευή το καλεί αυτόματα. Alarm Για όσους δεν ξυπνούν το πρωί, μια τηλεφωνική συσκευή πάνω στο FRITZ!Box μπορεί να αρχίσει να κουδουνίζει την ώρα που επιθυμείτε εσείς. Fax Λειτουργία Fax που όταν λάβει Fax, το αποστέλλει στο E-mail που έχει οριστεί. Εναλλακτικά, μπορούμε να τα δούμε μέσα από το FRITZ!Box, αφού υπάρχει η δυνατότητα να αποθηκευτούν στον εσωτερικό αποθηκευτικό χώρο του FRITZ!Box ή σε ένα USB αποθηκευτικό μέσο. Δυνατότητα αποστολής Fax μέσα από το Web Interface και επιπλέον δυνατότητα να γίνει Attached και ένα αρχείο. Call Handling Δυνατότητα χειρισμού κλήσεων. Ποιες συσκευές θα λαμβάνουν κλήσεις, ποιες θα μπορούν να κάνουν εξερχόμενες κλήσεις.Επίσης δυνατότητα εκτροπής κλήσεων με δυνατότητα χρονοδιαγράμματος, μπλοκάρισμα συγκεκριμένων τηλεφωνικών αριθμών. Call through: Καλούμε το FRITZ!Box 6890 LTE και αφού εισάγουμε το PIN μπορούμε να καλέσουμε έναν εσωτερικό αριθμό, ή να βγάλουμε εξωτερική γραμμή. Δυνατότητα να ορίσουμε ποιες κλήσεις θα βγουν από το 3G/4G και ποιες από το Dsl/Wan. Ορισμός προθέματος, αν ο πάροχος μας το χρησιμοποιεί. Ορισμός για συγκεκριμένα νούμερα ή λίστες τηλεφώνων για το πως θα γίνεται η δρομολόγηση της κλήσης. Telephony Devices Ως τηλεφωνικές συσκευές μπορούν να οριστούν: Μια συσκευή συνδεδεμένη σε μια θύρα του FRITZ!Box (δοκιμάστηκε με ασύρματη αναλογική τηλεφωνική συσκευή PANASONIC σε FXS), όπως και με ISDN συσκευή(ARGUS 142) στην S0, ένα FRITZ!FON, ένα Smartphone που με την εφαρμογή FRITZ!App Fon και από το WiFi, μπορεί να λειτουργήσει ως τηλεφωνική συσκευή (δοκιμάστηκε με Android Smartphone) ή ένα ασύρματο τηλέφωνο που θα γίνει pairing με το Base Station του FRITZ!Box αντί για την βάση που δίνει (δοκιμάστηκε με PANASONIC DECT). Υποστήριξη για ενσύρματο/ασύρματο κουδούνι πόρτας. Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα είναι ότι όποιος έχει στο σπίτι Landline τηλεφωνική γραμμή, μπορεί να τη συνδέσει στο FRITZ!Box ώστε να τη διαχειριστεί ως VoIP. Ένα παράδειγμα είναι να την χρησιμοποιήσετε από το Smartphone όταν είσαστε σπίτι αλλά και εκτός και να δέχεστε, πραγματοποιείται κλήσεις κανονικά και όλα αυτά συνδεδεμένος στο WiFi του FRITZ!Box. Δοκιμάστηκε με Android Smartphone με την χρήση του FRITZ!FON app. Δεν θα χρειαστεί ούτε σταθερή τηλεφωνική συσκευή, ούτε ασύρματη, απλά ένα Smartphone. Telephone numbers Ορισμός Landline και VoIP τηλεφωνικών αριθμών, δυνατότητα χρήσης T.38 για το Fax. Ρυθμίσεις ασφαλείας, ώστε αν για κάποιο λόγο πραγματοποιηθούν πολλές κλήσεις σε άγνωστους αριθμούς, τότε να ενημερωθούμε αυτόματα ότι υπάρχει πρόβλημα. Αν αγνοήσουμε την ενημέρωση και το πρόβλημα συνεχιστεί, τότε θα γίνουν αυτόματα Block. Αυτό γίνεται για αποφυγή υψηλών χρεώσεων. Επίσης μπορούν να μπλοκαριστούν εφαρμογές και IP τηλέφωνα από το τοπικό μας δίκτυο, για να μην πραγματοποιούν κλήσεις, ώστε να υπάρχει προστασία από υψηλές χρεώσεις σε περίπτωση που υπάρχει κάποιο Malware στο δίκτυο μας. Μπορούμε να ορίσουμε ορισμένα IP τηλέφωνα να μπορούν να πραγματοποιήσουν μόνο τοπικές κλήσεις σε σταθερά και κινητά τηλεφωνικά νούμερα ενώ δεν θα μπορούν σε διεθνή. HOME NETWORK Mesh networking Το Beta Firmware που διαθέτει η AVM στο FRITZ!Lab για το FRITZ!Box 6890 LTE , υποστηρίζει Mesh Networking. Όπως φαίνεται στην φωτογραφία, υπάρχει όλη η τοπολογία του δικτύου με τις συνδεδεμένες συσκευές και μία από αυτές είναι ένα FRITZ!DECT 200. Για το FRITZ!Box 6890 LTE το Mesh Networking υπάρχει ως δυνατότητα στο Beta Firmware προς το παρόν και όχι στο Official. H AVM έχει ήδη ξεκινήσει να διαθέτει την έκδοση FRITZ!OS 7 για αρκετά προϊόντα της, οπότε σε λίγο καιρό περιμένουμε να αναβαθμιστεί και το FRITZ!Box 6890 LTE στο FRITZ!OS 7, όπως έγινε και με το FRITZ!Box 7590. Επίσης στα Mesh Settings θα βρούμε ρυθμίσεις για τα Modes του Mesh τα οποία είναι: Mesh Master. Οι ρυθμίσεις που θα κάνουμε στο FRITZ!Box, θα μεταφερθούν σε όλο το δίκτυο. Mesh Repeater. Το FRITZ!Box επεκτείνει το υπάρχον Mesh δίκτυο που υπάρχει και "κληρονομεί" τις ρυθμίσεις από το FRITZ!Box που έχουμε ως Mesh Master. Υπάρχει η δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε το FRITZ!Box LTE 6890, ως IP Client συνδεδεμένο σε ένα FRITZ!Box. Θα λάβει IP είτε από Ethernet είτε από Wireless. Επιπρόσθετα η τηλεφωνία μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλο το Mesh Networking. Με πιο απλά λόγια το FRITZ!Box που θα είναι configured ως Mesh Repeater θα λειτουργεί και ως αναμεταδότης για την τηλεφωνία. Network Πληροφορίες για όλο το δίκτυο. Ποιες συσκευές έχουν συνδεθεί με Wireless ή με Ethernet, τι IP έχουν, με τι ταχύτητα, πρωτόκολλο και σε ποιο WiFi Band έχουν συνδεθεί. Επίσης βλέπουμε την ταχύτητα και το πρωτόκολλο σύνδεσης του 3G/4G όπως και την ταχύτητα Sync του Dsl. Δυνατότητα Pair της Mac Address μίας συσκευής με μια συγκεκριμένη Lan IP ώστε η συσκευή να λαμβάνει πάντα την ίδια IP. Αφαίρεση συσκευών που δεν είναι πλέον συνδεδεμένες και δεν υπάρχουν προσαρμοσμένες ρυθμίσεις για αυτές. Υποστήριξη Eco Mode στις Ethernet με σκοπό μικρότερη κατανάλωση. Αυτό γίνεται με τις Gigabit Ethernet από 1000Μbps να γίνονται Fast Ethernet σε 100Μbps. Ισχύει και για το Gigabit Wan. Δύο διαφορετικές λειτουργίες του FRITZ!Box 6890 LTE. Η προεπιλεγμένη που είναι ως Internet Router και η δεύτερη επιλογή ως IP Client, είτε με WiFi, είτε με Lan. Δυνατότητα η Lan4 να χρησιμοποιηθεί ως Guest Network, για την επέκταση του Guest Network. Ενεργοποίηση αλλαγής των ρυθμίσεων του FRITZ!Box από ένα Application, όπως το FRITZ!App. Αλλαγή Lan IP, Static Route, Ntp Server, UPnP και δυνατότητα DNS Rebind Protection. USB Devices Στο USB 3.0 μπορεί να συνδεθεί ένας USB σκληρός δίσκος ή ένα USB Stick, με FileSystem Fat32/Ntfs, exFat για αποθήκευση διαφόρων αρχείων, όπως και αρχείων από το ίδιο το FRITZ!Box όπως Faxes, μηνύματα στον αυτόματο τηλεφωνητή και άλλα. Μπορούμε να έχουμε πρόσβαση από το τοπικό δίκτυο αλλά και απομακρυσμένα. Ο κάθε χρήστης μπορεί να έχει διαφορετικά δικαιώματα για παράδειγμα μόνο να βλέπει αλλά να μην μπορεί να τροποποιήσει τα αρχεία και να έχει πρόσβαση σε διαφορετικό Folder, που εκεί θα αποθηκεύει τα δικά του αρχεία. Δυνατότητα να συνδεθεί ένας εκτυπωτής ώστε να γίνει δικτυακός και να εκτυπώνουν όλοι οι υπολογιστές, Laptops απευθείας. USB Energy-Saving Mode για μειωμένη κατανάλωση. Usb Remote Connection: Σε περίπτωση που δεν αναγνωρίζεται μία συσκευή στο USB και όχι μόνο σε αυτήν την περίπτωση, μπορούμε ενεργοποιώντας αυτήν την επιλογή, οι USB συσκευές να παραμείνουν συνδεδεμένες στο FRITZ!Box, αλλά να εμφανίζονται και να χρησιμοποιούνται σαν να ήταν συνδεδεμένες κατευθείαν στον υπολογιστή μας. Δοκιμάστηκε επιτυχώς με ένα Kingston USB Stick 32Gbytes σε NTFS. Χρήσιμο Feature στην περίπτωση ενός Scanner ή ενός USB αποθηκευτικού μέσου. To USB αποθηκευτικό μέσο, μπορεί να εμφανίζεται στο My Computer και να το χειριζόμαστε πιο εύκολα από ότι αν το βλέπαμε μόνο δικτυακά. Storage/Nas Πρόσβαση στα αρχεία με χρήση Ftp και Smb. Ενεργοποιήση/απενεργοποίηση του Nas Storage. Για Nas Storage, μπορούμε να έχουμε ένα USB σκληρό δίσκο, ένα USB Stick ή τον εσωτερικό αποθηκευτικό χώρο του FRITZ!Box που είναι 344,79 Mbytes. Online storage που μπορεί να γίνει Synchronized με το USB αποθηκευτικό μέσο. Media Server Ενεργοποίηση/Απενεργοποιήση του Media Server. Με τον Media Server μπορούμε να ακούσουμε μουσική, να δούμε εικόνες ή να παρακολουθήσουμε Videos, αρκεί η συσκευή αναπαραγωγής να υποστηρίζει UPnP. Δυνατότητα να ακούσουμε Web Radio σε μία συσκευή ή ακόμα και σε ένα FRITZ!Fon. Το μόνο που χρειάζεται είναι να προσθέσουμε στο FRITZ!Box τους Web σταθμούς που επιθυμούμε. Το ίδιο ακριβώς μπορεί να γίνει και με Podcasts. FRITZ!Box Name Ανάθεση ενός ονόματος για το FRITZ!Box 6890 LTE. Με αυτό το όνομα θα αναγνωρίζουμε το FRITZ!Box στο δίκτυο μας. Smart Home Υποστηρίζει συσκευές για SMART HOME όπως Smart Plugs, Radiator Control και άλλα. Η διαχείριση τους μπορεί να γίνει τοπικά αλλα και απομακρυσμένα. WIRELESS Radio Network Εδώ ορίζουμε το SSID του WiFi.Μπορεί να είναι κοινό και για τα δύο Wi-Fi Bands ή και διαφορετικό. Βλέπουμε ποιες συσκευές είχαν/έχουν συνδεθεί ασύρματα στο WiFi, την IP τους, την Mac Address, τη ταχύτητα, το πρωτόκολλο σύνδεσης για παράδειγμα 802.11g και σε ποιο Band συνδέθηκαν. Για τα Smartphones, Tablets που έχουν το FRITZ!App Wlan, υπάρχει η δυνατότητα να σκανάρουμε το QR code για να συνδεθούμε. Παράλληλα μας αναφέρει όλες τις ανεπιτυχείς προσπάθειες (Mac Address) που έγιναν για σύνδεση στο WiFi για παράδειγμα έδωσαν λάθος κλειδί δικτύου. Ιδιαίτερα χρήσιμο ώστε να ξέρουμε ανά πάσα στιγμή, αν προσπαθεί να συνδεθεί μια άγνωστη συσκευή στο δίκτυο μας. Ενεργοποίηση/απενεργοποίηση του WiFi όπως και δυνατότητα να μην είναι ορατό το SSID. Radio Channel Ρύθμιση του καναλιού και για τα δύο Bands στο WiFi, της ισχύς του σήματος αν δεν θέλουμε να εκπέμπει στο 100%, όπως και του πρωτοκόλλου που θα χρησιμοποιηθεί. Αν υπάρχει το ίδιο SSID και στα δύο Bands, γίνεται αυτόματη μετάβαση (Band Steering) από το ένα Band στο άλλο για μια συσκευή αν χρειαστεί για μέγιστη απόδοση. Δυνατότητα να δούμε όλα τα γειτονικά SSID, την Mac Address τους, σε ποιο κανάλι εκπέμπουν και σε ποιο Band. Γράφημα με το φόρτο ανά χ χρονικό διάστημα στο κανάλι που χρησιμοποιούμε για το FRITZ!6890 LTE και γράφημα με την κατανομή όλων των ασύρματων καναλιών. Χρήση 160 Channel Bandwidth για τα 5GHZ αν το επιθυμούμε. Security Ενεργοποίηση κρυπτογράφησης ή ανοιχτού δικτύου. Επιλογή μεταξύ WPA + WPA2 ή WPA2(CCMP) και ορισμός κλειδιού δικτύου. Να επιτρέπεται ή όχι, η επικοινωνία μεταξύ των συνδεδεμένων συσκευών. Δυνατότητα απαγόρευσης σύνδεσης στο WiFi νέων συσκευών, πέρα από αυτών που έχουν δηλωθεί ή συνδεθεί έστω μία φορά και δεν τις έχουμε διαγράψει. Ενεργοποίηση/απενεργοποίηση του WPS, όπως και ποια θα είναι η μέθοδος λειτουργίας του WPS. Schedule Προγραμματισμός του WiFi, σε περίπτωση που δεν θέλουμε να είναι μόνιμα ενεργοποιημένο. Ο προγραμματισμός μπορεί να γίνει ανά ώρα και ανά ημέρα, είτε για το πότε θα είναι ενεργοποιημένο, είτε για το πότε θα είναι απενεργοποιημένο. Guest Access Το Guest Access θα μας βοηθήσει σε περίπτωση που θέλουμε να έχουμε στον χώρο μας ένα Guest Νetwork, όπου θα μπορούν να συνδεθούν οι συσκευές των επισκεπτών ή των φίλων μας. Δημιουργεί ένα δεύτερο SSID, ανεξάρτητο από το δικό μας δίκτυο, με διαφορετικά δικαιώματα, για παράδειγμα να μην μπορούν να επικοινωνήσουν οι συσκευές μεταξύ τους ή να μην έχουν πρόσβαση σε κάποια δικτυακή συσκευή που μπορεί να διαθέτουμε. Χρήσιμο για όσους είναι σε εταιρεία και θέλουν ένα ξεχωριστό δίκτυο για τους επισκέπτες ή για όταν θέλουμε να δώσουμε Internet σε ένα γείτονα ή φίλο αλλά υπό προϋποθέσεις για παράδειγμα στο Bandwidth ή στις ιστοσελίδες που μπορούν να επισκεφτούν. Υποστηρίζει WPA/WPA2 και Open Network, ενώ ευτυχώς δεν υπάρχει η δυνατότητα για WEP KEY. Δυνατότητα Private Wireless Lan Guest Network με κωδικό και public WiFi Hot Spot χωρίς κωδικό, αναλόγως την υλοποίηση. Πριν την σύνδεση μπορεί να εμφανίζεται ένα Captive Portal με πληροφορίες και μια εικόνα που επιθυμούμε. Επιπρόσθετα μπορεί να υπάρχουν "όροι χρήσης" που θα πρέπει να αποδεχτεί ο χρήστης για να συνεχίσει. Αφού συνεχίσει, μπορεί να γίνει ανακατεύθυνση σε μια ιστοσελίδα για όπως το Instagram της εταιρείας. Ακόμα ορίζουμε τον χρόνο μετά τον οποίο ο χρήστης θα αποσυνδεθεί και δυνατότητα να λάβουμε E-mail το πότε συνδέθηκε/αποσυνδέθηκε μια συσκευή. Οι συσκευές που θα συνδεθούν στο Guest Network, μπορούν επιπρόσθετα να υιοθετήσουν ένα προφίλ που θα ορίσουμε, όπως ακριβώς περιγράψαμε πιο πάνω στα Filters. Μπορούν να οριστούν προτεραιότητες, Blacklists και Whitelists. Δυνατότητα οι χρήστες να έχουν πρόσβαση μόνο σε ιστοσελίδες και E-mail. Περιορισμός Bandwidth για το Guest Network. Και εδώ για τα Smartphones, Tablets που έχουν το FRITZ!App Wlan, υπάρχει η δυνατότητα να σκανάρουν το QR code για να συνδεθούν. Επιπρόσθετα μπορεί μια συσκευή να συνδεθεί με την χρήση WPS. Να επιτρέπεται ή όχι η επικοινωνία στο Guest Network μεταξύ των συσκευών. Mesh Repeater Mesh Master. Οι ρυθμίσεις που θα κάνουμε στο FRITZ!Box, θα μεταφερθούν σε όλο το δίκτυο. Mesh Repeater. Το FRITZ!Box επεκτείνει το υπάρχον Mesh δίκτυο που υπάρχει και "κληρονομεί" τις ρυθμίσεις από το FRITZ!Box που έχουμε ως Mesh Master. Θα πρέπει να οριστεί αν το δεύτερο FRITZ!Box θα συνδεθεί με καλώδιο Ethernet στο αρχικό FRITZ!Box δηλαδή ως Access point ή αν θα συνδεθεί ασύρματα δηλαδή ως Repeater. DECT Το FRITZ!Box 6890 LTE μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως DECT Station, με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 συσκευών. Έγινε δοκιμή με Panasonic DECT το οποίο το συγχρονίσαμε με το DECT Station του FRITZ!Box 6890 LTE, οπότε οι ασύρματες τηλεφωνικές συσκευές που έχετε σπίτι μπορούν να λειτουργήσουν με το FRITZ!BOΧ, αν είναι συμβατές. Η ίδια η AVM διαθέτει και τα FRITZ!FON, τα οποία έχουν βέβαια παραπάνω δυνατότητες και λειτουργίες συγκριτικά με ένα απλή ασύρματη τηλεφωνική συσκευή. Cordless Telephones Από εδώ ορίζουμε και κάνουμε register τις ασύρματες τηλεφωνικές συσκευές. Επίσης παραμετροποιούμε διάφορες λειτουργίες όπως: Ringtones αναλόγως αν η κλήση είναι εξωτερική, εσωτερική, Important ή ξυπνητήρι. Do Not Disturb δηλαδή η συσκευή να μην χτυπάει τις ώρες και ημέρες που θα ορίσουμε. Αναμονή κλήσης. Απόκρυψη αριθμού. Αν θα χτυπάει όταν μας καλούν σε όλα τα νούμερα ή σε ένα συγκεκριμένο. Equalizer ρυθμίσεις για τον ήχο όπως και υποστήριξη Hd Telephony αν είναι συμβατή η τηλεφωνική συσκευή. Base Station Ενεργοποίηση/απενεργοποίηση του Base Station. Ορισμός PIN για τον συγχρονισμό μεταξύ συσκευής και Base Station. Υποστήριξη μείωσης της ισχύς σήματος του DECT και ενεργοποίηση/απενεργοποιήση της λειτουργίας Eco DECT. Ενεργοποίηση/απενεργοποίηση δυνατότητας συγχρονισμού τηλεφωνικών συσκευών που δεν είναι Secure και δεν υποστηρίζουν Authentication και Encryption. Διάφορες επιλογές για Troubleshooting, αν αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με μία τηλεφωνική συσκευή. DECT Monitor Πληροφορίες για το Base Station ,για τις τηλεφωνικές συσκευές DECT και για την σύνδεση μεταξύ τους. Αναλυτικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων στις κλήσεις. Web Services Με την χρήσης ενός FRITZ!Fon μπορούμε να ακούσουμε Podcasts και Web Radio. DIAGNOSTICS Functions Δυνατότητα ελέγχου των λειτουργιών και των ρυθμίσεων του FRITZ!Box 6890 LTE. Τα αποτελέσματα μπορούν να αποθηκευτούν σε αρχείο ή να μας αποσταλούν με E-mail. Πατώντας το κουμπί Start, θα ξεκινήσει μια σειρά από ελέγχους και σε περίπτωση που υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όπως να μην έχουμε ορίσει κωδικό για το Web Interface ή να μην έχουμε το τελευταίο Firmware, μας εμφανίζει ένα μπλε τρίγωνο με θαυμαστικό και μας αναφέρει με κόκκινα γράμματα ποιο είναι το πρόβλημα. Με μπλε γράμματα που είναι και Link ταυτόχρονα, μας εμφανίζει την λύση του προβλήματος, για παράδειγμα να ορίσουμε κωδικό για το Web Interface και κάνοντας κλικ θα μας μεταφέρει αυτόματα στην σελίδα που ορίζουμε τους χρήστες και τους κωδικούς. Οι έλεγχοι που γίνονται αφορούν το WiFi, τα Gigabit Ethernet, το 3G/4G, αν υπάρχει το τελευταίο Firmware εγκατεστημένο, πόσες συσκευές είναι συνδεδεμένες, το USB, το DECT, όπως και άλλα. Security Δυνατότητα ελέγχου και αξιολόγησης όλων των ρυθμίσεων σχετικά με την ασφάλεια. Σε περίπτωση που βρεθεί και εδώ κάποια παράλειψη, ο χρήστης ενημερώνεται με το κείμενο να είναι με κόκκινα γράμματα και με την προτεινόμενη λύση σε μπλε. Οι έλεγχοι είναι σε Port Forward, WiFi, έκδοση FRITZ!OS, Web Interface Login Password όπως και άλλα. SYSTEM Event Log Εδώ υπάρχει το αρχείο καταγραφής όλων των συμβάντων. Energy Monitor Πληροφορίες σχετικά με την συνολική κατανάλωση ενέργειας του FRITZ!Box 6890 LTE, της CPU, του WiFi, των Lan Ports, του 3G/4G Module, του USB, και των FXS ports, σε 24ώρη βάση, αλλά και την τρέχουσα στιγμή. Αναλυτικά στατιστικά σχετικά με την χρήση και την θερμοκρασία της CPU και την χρήση της RAM το τελευταίο 24ώρο. Push Service Εδώ μπορούμε να ενεργοποιήσουμε το Push Service, με σκοπό να λαμβάνουμε ενημερωτικά E-mail, για παράδειγμα σχετικά με το Guest Network, αν υπάρχει νεότερη έκδοση FRITZ!OS, αποστολή E-mail αν ξεχάσουμε το Password στο Web Interface, να μας αποστείλει το υπάρχον config, αν πραγματοποιηθεί αλλαγή στο Configuration, να μας ενημερώνει όταν αλλάζει η Wan IP, πληροφορίες για το FRITZ!Box 6890 LTE, πληροφορίες για τις κλήσεις και για τον αυτόματο τηλεφωνητή και άλλα πολλά. Το μόνο που θα χρειαστεί είναι να παραμετροποιήσουμε το λογαριασμό E-mail που διαθέτουμε. Buttons And LEDs Απενεργοποίηση των κουμπιών πάνω στο FRITZ!Box 6890 LTE για αποφυγή να πατηθεί εσκεμμένα ή κατά λάθος. Επεξήγηση των λειτουργιών του LED Info πάνω στο FRITZ!Box 6890 LTE. Το LED Info αναβοσβήνει πράσινο όταν για παράδειγμα γίνεται ένα update στο FRITZ!OS, ή ανάβει/αναβοσβήνει κόκκινο όταν υπάρχει κάποιο σφάλμα. Μπορούμε επίσης να ορίσουμε εμείς πότε θα ανάβει σταθερά πράσινο,για παράδειγμα όταν είναι ενεργοποιημένη η λειτουργία DECT. FRITZ!Box Users Ορισμός των χρηστών,κωδικών και τι δικαιώματα θα έχουν, όπως να μπορούν να συνδεθούν από το Internet στο FRITZ!Box 6890 LTE, να πραγματοποιήσουν αλλαγές στο Configuration, να έχουν πρόσβαση στο NAS, να μπορούν να ακούσουν τα μηνύματα στον τηλεφωνητή και άλλα πολλά. Παραμετροποίηση για τον τρόπο που θα μπορεί ο χρήστης να συνδεθεί στο Web Interface του FRITZ!Box 6890 LTE, όπως και αν θα μας ζητάει επιπλέον επιβεβαίωση για συγκεκριμένες λειτουργίες. Λίστα των Apps και των Smartphone συσκευών που τα χρησιμοποιούν και έχουν πρόσβαση στο FRITZ!Box 6890 LTE. Από εδώ μπορούμε να απαγορέψουμε την πρόσβαση σε ένα App στην συσκευή που θέλουμε. Backup Αποθήκευση των ρυθμίσεων, επαναφορά των αποθηκευμένων ρυθμίσεων, επανεκκίνηση και επαναφορά στα εργοστασιακά. Update Αναφέρεται η έκδοση του FRITZ!OS, όπως και ελέγχει αν υπάρχει κάποια αναβάθμιση, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτόματα ή χειροκίνητα, διαλέγοντας το αρχείο που θα χρησιμοποιηθεί για την αναβάθμιση. Region And Language Επιλογή γλώσσας και χώρας. WIZARDS Έτοιμοι οδηγοί για τον αρχάριο χρήστη, που τον καθοδηγούν βήμα βήμα για να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για την παραμετροποίηση του εξοπλισμού. ΔΟΚΙΜΕΣ Αφού αναφέραμε αναλυτικά τα χαρακτηριστικά των FRITZ!Box 6820 LTE/FRITZ!Box 6890 LTE ας δούμε μερικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν και τα αποτελέσματά τους. Συνδεθήκαμε με Lte με πάροχο την Q-TELECOM και με ταχύτητα συγχρονισμού 72Mbit Down/28Mbit Up. Δυστυχώς το Base Station που συνδεθήκαμε έχει Channel Bandwidth 10 Mhz, οπότε δεν μπορεί να μας δώσει μεγάλες ταχύτητες, όπως και βρίσκεται σχετικά μακρυά μας, με αποτέλεσμα να έχουμε μέτριο σήμα. Στο FRITZ!Box 6820 LTE ανάβουν τα δύο από τα τρία LED, που δείχνουν το σήμα.Κάποιες στιγμές είχαμε μόνο ένα LED να ανάβει. Μέσα στο Web Interface μας αναφέρει κατά προσέγγιση την απόσταση από το Base Station, η οποία είναι 600 μέτρα. Σε Speedtest τόσο από το Laptop με Ethernet, όσο και από το Smartphone με WiFi τα αποτελέσματα ήταν 11Mbit Download/13Mbit Upload. Σε αυτό δεν ευθύνονται τα FRITZ!Box 6820 LTE/FRITZ!Box 6890 LTE, αλλά η ποιότητα σήματος, όπως και πιθανότατα το Base Station να είχε αρκετή κίνηση, για αυτό και η μεγαλύτερη ταχύτητα στο Upload από ότι στο Download, παρότι το Download συγχρόνισε σε πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα. Με την ίδια Mini Sim Card πραγματοποιήσαμε την ίδια δοκιμή και από το Smartphone. Τα αποτελέσματα ήταν περίπου τα ίδια. Λίγο μεγαλύτερο Download, αλλά λίγο μικρότερο Upload, αποδεικνύοντας ότι το πρόβλημα είναι στο μέτριο σήμα. Οι ίδιες δοκιμές έγιναν και με Mini Sim Card της WIND και τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια, αφού η Q-TELECOM λειτουργεί από τα Base Stations της WIND. Η επόμενη δοκιμή ήταν με Mini Sim Card της VODAFONE. Η ταχύτητα που συγχρόνισε ήταν αρκετά καλύτερη, δηλαδή στα 110Mbit Down/40Mbit Up. Σε Speedtest είχαμε 44Mbit Download/29Mbit Upload. Είχαμε βέβαια πολύ καλύτερο σήμα, χωρίς πάλι να είναι το μέγιστο. Άναβαν πάλι τα δύο από τα τρία LED, αν και κάποιες φορές άναβαν και τα τρία. Οι δοκιμές αυτές έγιναν με έναν σκοπό. Για να δείξουμε ότι το Lte είναι εδώ για να μας λύσει τα χέρια, αλλά δεν είναι η λύση σε όλα. Όπως και με το Adsl/Vdsl που είναι μέχρι 24, μέχρι 50, μέχρι 100/200/300 έτσι και το Lte είναι μέχρι χ ταχύτητα αναλόγως το Lte Category. Από το τι ταχύτητα μπορεί να υποστηρίξει ο εξοπλισμός, μέχρι το πόσο θα συγχρονίσουμε και πόσο θα κάνουμε Download και Upload, είναι τρία εντελώς διαφορετικά πράγματα. Στο Adsl/Vdsl τα πράγματα είναι λίγο πιο σταθερά, αφού τις περισσότερες φορές η ταχύτητα που θα συγχρονίσουμε θα είναι και η ταχύτητα που θα κάνουμε Download και Upload. Αλλά όταν έρχεται η "ασύρματη επικοινωνία" στην μέση, τότε τίποτα δεν είναι δεδομένο. Η ταχύτητα που συγχρονίσαμε με την πραγματική ταχύτητα είχαν μεγάλη απόκλιση. Οπότε θα πρέπει να κοιτάξουμε και ποιος πάροχος έχει καλό σήμα στην περιοχή μας, πριν αγοράσουμε μια Mini Sim Card, ώστε να έχουμε τα μέγιστα αποτελέσματα. Ενδεικτικά στο FRITZ!Box 6820 LTE η μέγιστη ταχύτητα είναι 150Mbit Down/50Mbit Up, συγχρονίσαμε στα 110Mbit Down/40Mbit Up και είχαμε στην πράξη 44Μbit Download/29Mbit Upload. Η δεύτερη δοκιμή, ήταν να δοκιμάσουμε το Fallback. Ήμασταν συνδεδεμένοι στο Internet με Dsl και βγάλαμε το καλώδιο του Dsl, για να δούμε αν θα ανέβει το Lte και πόσο γρήγορα. Ταυτόχρονα, έτρεχε σε Command Prompt ένα Ping προς έναν DNS, για να δούμε πόση ώρα θα χρειαστεί για να γυρίσει σε Lte. Η αλλαγή στο Lte έγινε σε 3-4 δευτερόλεπτα και στο Ping Test έγινε Request Timed οut, μόνο ένα Packet. Συνδέοντας ξανά τo Dsl και αφού συγχρόνισε και πήρε IP, έγινε η αλλαγή σε Dsl και αποσυνδέθηκε το Lte. Η τρίτη δοκιμή ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα και πραγματοποιήθηκε μόνο στο FRITZ!Box 6890 LTE με εγκατεστημένο το Beta Firmware 06.98-62525. Απενεργοποιήσαμε την επιλογή Fallback, ώστε να είναι ενεργά και το Lte και το Dsl ταυτόχρονα με σκοπό να δοκιμάσουμε την παράλληλη χρήση τους. Λόγω ότι είναι Beta Feature, στο Manual δεν υπάρχει καμία αναφορά για παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl/Wan. Στο Web Interface αναφέρεται ως: If you select both connections, you can operate both internet connections in parallel. Στην πράξη κάνοντας ένα Speedtest το Download από 46Mbit πήγε στα 52Mbit και το Upload από 4,2Mbit πήγε στα 10Mbit, υποδηλώνοντας ότι έγινε πράγματι παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl ταυτόχρονα. Δυστυχώς η ταχύτητα του Lte δεν ήταν τόσο καλή όπως είδαμε και στα Speedtests λόγω αρκετά χαμηλού σήματος (έγινε με την Mini Sim Card της WIND), οπότε δεν μπορέσαμε να το τεστάρουμε περισσότερο και με μεγαλύτερες ταχύτητες 4G, για να δούμε πως συμπεριφέρεται όχι μόνο σε Speedtests, αλλά και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις. Συμπεράσματα Το FRITZ!Box 6820 LTE είναι ένα 3G/4G Modem Router που όπως αναφέραμε, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλά διαφορετικά σενάρια και καταστάσεις που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινότητα μας. Είναι μία αξιόλογη λύση όταν το Tethering από το Smartphone δεν μπορεί να μας καλύψει και επιθυμούμε κάποια Features παραπάνω. Τα χαρακτηριστικά του θα ικανοποιήσουν τους περισσότερους χρήστες, αφού μας παρέχει πολλές δυνατότητες. Συγκριτικά με άλλα 3G/4G Modem Router δίνει πολύ παραπάνω λειτουργίες όπως Guest Network, Mesh Networking και αυτό δικαιολογεί την τιμή του, που είναι κάπως πιο αυξημένη. Επίσης η δυνατότητα λειτουργίας και ως Mesh Repeater, κάνει την αγορά μας πιο Futureproof. Ακόμα και εάν οι ανάγκες αλλάξουν ή θελήσουμε να το χρησιμοποιήσουμε σε κάποιον άλλο χώρο σε άλλο Mode, το FRITZ!Βox 6820 LTE είναι εκεί και μπορεί να το επιτύχει. Η παραμετροποίηση του δεν θα δυσκολέψει καθόλου τον χρήστη, ακόμα και αν οι γνώσεις του είναι περιορισμένες αφού με τον αρχικό Wizard που θα τρέξει αυτόματα, θα γίνουν όλες οι απαραίτητες ρυθμίσεις για να έχουμε Internet ενσύρματα και ασύρματα. Είναι μια γρήγορη και εύκολη λύση για να έχετε Internet οπουδήποτε και οποιαδήποτε στιγμή, αρκεί να υπάρχει 2G/3G/4G σήμα. Το Internet μπορεί να διαμοιραστεί ενσύρματα σε μία κονσόλα, έναν αποκωδικοποιητή, ή ασύρματα σε Smartphones, Laptops και Tablets. Το 4G σε συνδυασμό με το WiFi 802.11n είναι αρκετό για να υποστηρίξει Streaming σε μία Smart TV ή από μια συσκευή που βρίσκεται στο τοπικό μας δίκτυο. Το FRITZ!Box 6890 LTE από την άλλη, δεν είναι απλά ένα 3G/4G Modem Router. Απευθύνεται πιο πολύ σε απαιτητικούς χρήστες που αναζητούν μια συσκευή που μπορεί να αντεπεξέλθει στις αυξημένες ανάγκες τους. Ένα παράδειγμα είναι μια μικρής εταιρείας. Mε το FRITZ!Box 6890 LTE, μπορεί ο χρήστης να έχει Vdsl μέχρι 300Mbit και ταυτόχρονα μια Fallback σύνδεση 3G/4G, έτοιμη για χρήση σε περίπτωση βλάβης της Dsl. Αν για οποιοδήποτε λόγο χρειαστεί παραπάνω Bandwidth, μπορεί να ενεργοποιηθεί η παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl/Wan για να έχουμε τα μέγιστα αποτελέσματα. Επιπρόσθετα με τα δύο FXS, το ένα S0 και το DECT Station μας δίνεται η δυνατότητα να έχουμε ένα Mini PBX με δυνατότητα Fax, αυτόματου τηλεφωνητή και κουδούνι πόρτας. Το Dual Band WiFi και οι Gigabit Ports θα αντεπεξέλθουν επιτυχώς στο μεγάλο φόρτο και το Guest Network θα είναι Up and Running σε ελάχιστο χρόνο για να εξυπηρετήσει τους επισκέπτες. Streaming, Podcasts, Nas Storage, FXS, S0 όλα εκεί, σε ένα FRITZ!Box μαζεμένα, για να είναι η παραμετροποίηση πιο εύκολη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ένα FRITZ!Box πολλά Features. Γιατί να διαλέξουμε τα συγκεκριμένα FRITZ!Box και όχι κάποιο άλλο προϊόν από έναν άλλο κατασκευαστή; Έχουν παραπάνω δυνατότητες συγκριτικά με κάποιο άλλο 3G/4G Modem Router. Αναβαθμίζονται για να μας προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες, όπως το Mesh Networking και η παράλληλη χρήση Lte και Dsl/Wan, στην έκδοση 7 του FRITZ!OS. Μπορούν να συνεργαστούν με τα υπόλοιπα προϊόντα της AVM για ένα ολοκληρωμένο δικτυακό περιβάλλον. Κοινή ενιαία πλατφόρμα (FRITZ!OS). Ειδικότερα το FRITZ!Box 6890 LTE είναι μια ολοκληρωμένη λύση για το σπίτι αλλά ακόμα περισσότερο για μια μικρή εταιρεία. FRITZ!Box 6820 LTE Μας άρεσε: Gigabit Lan, MIMO Wlan. Εύκολο, εύχρηστο και επεξηγηματικό interface. Πέντε χρόνια εγγύηση. Δυνατότητα Mesh Repeater. Μικρό μέγεθος. Δεν μας άρεσε: Ένα μόνο Gigabit Lan Port. Τι θα θέλαμε παραπάνω: Μία ενσωματωμένη μπαταρία, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς πρίζα ρεύματος σε απομακρυσμένους χώρους. FRITZ!Box 6890 LTE Μας άρεσε: Super vectoring 35b Profile. Cat 6 Lte Modem. Υποστήριξη Νas, Mesh, WiFi AC, Media Server, Telephony, 3G/4G Fallback. Παράλληλη χρήση του Lte και του Dsl/Wan. Gigabit Lan, MIMO Wlan, Dual Band WiFi. Εύχρηστο interface, πληθώρα Ports και ρυθμίσεων. Πέντε χρόνια εγγύηση. Δεν μας άρεσε: Χαμηλή ταχύτητα USB 3.0 Τι θα θέλαμε παραπάνω: Να υποστήριζε λειτουργία παράλληλης χρήσης ανάμεσα στο Dsl και στο Wan και όχι μόνο ανάμεσα στο Lte και στο Dsl/Wan.
    5 πόντοι
  43. H ASUS είναι αδιαμφισβήτητα μία από τις εταιρείες που έχουν σημειώσει την εντυπωσιακότερη πρόοδο στην κατηγορία των laptops τα τελευταία χρόνια. Διαθέτοντας πλέον σειρές για όλα τα γούστα αλλά και τους τύπους χρηστών, πρόκειται για μία εταιρεία που έχει τον τρόπο να διατηρεί διαρκώς «φρέσκιες» τις προτάσεις της, τόσο από άποψη χαρακτηριστικών, όσο και από πλευράς στυλ. Τα Zenbook, ιδιαίτερα, έχουν φτάσει να θεωρούνται το αμάλγαμα της λειτουργικότητας και της αποδοτικότητας και το 14 UM3402Y έρχεται να πιστοποιήσει του λόγου το αληθές. Τι το κάνει όμως να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό και σε ποιον βαθμό καλύπτει τα «θέλω» του χρήστη στον οποίο κλείνει το μάτι; Πάμε να τα δούμε ένα προς ένα… Σχεδιασμός – Οθόνη Το ASUS Zenbook 14 UM3402Y ανήκει στην κατηγορία των laptops 14 ιντσών και αυτό από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα στο οποίο αξίζει να σταθούμε. Ευτυχώς για τις πλάτες μας, οι εποχές που οι 15 και οι 15,6 ίντσες αποτελούσαν τη νόρμα σε ό,τι αφορά τα μεγέθη των φορητών υπολογιστών, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Με τις οθόνες να σημειώνουν τεράστια πρόοδο -όπως θα δούμε να συμβαίνει και με το συγκεκριμένο μηχάνημα παρακάτω- οι κατασκευαστές έχουν πια τη δυνατότητα να επιλέγουν μικρότερη διαγώνιο χωρίς να χάνουν σε ανάλυση. Αν καταφέρουν δε να στριμώξουν τα διάφορα υποσυστήματα στο εσωτερικό του laptop, τίποτα δεν τους εμποδίζει να κατέβουν τις κατηγορίες μεγέθους. Η λύση της ASUS λοιπόν έχει διαστάσεις 31,36 x 22,06 x 1,69 εκατ. και αν πρέπει να κρατήσετε κάτι απ’ όλα αυτά, μείνετε στο τελευταίο: το προφίλ του συστήματος είναι εξαιρετικά λεπτό, κάτι που σε συνδυασμό με το βάρος των 1,35 κιλών, το καθιστούν ιδανικό για όσους μετακινούνται πολύ. Σύμφωνοι, έχουμε δει και ελαφρύτερα laptops, όμως η ποιότητα κατασκευής και ο μεταλλικός σκελετός που αποπνέουν έναν απόλυτα premium αέρα, θα σας αποζημιώσουν πλήρως. Το σύστημα έρχεται μόνο σε μαύρο χρώμα, οπότε αν αρέσκεστε στις ευφάνταστες προτάσεις που έχουμε δει εσχάτως από άλλους κατασκευαστές, θα μείνετε με την επιθυμία. Το όμορφο, λιτό μονόγραμμα της ASUS που βρίσκεται χαραγμένο στο καπάκι πάντως, κερδίζει τις εντυπώσεις. Το «αεράτο» και λεπτεπίλεπτο look του συστήματος ίσως να μη σας προϊδεάζει για την ανθεκτικότητά του. Κάπου εδώ λοιπόν, να πούμε ότι το Zenbook 14 UM3402Y πληροί τις προδιαγραφές του προτύπου ανθεκτικότητας του στρατού ξηράς των ΗΠΑ, MIL-STD-810H, έχοντας υποβληθεί πέραν των εσωτερικών ελέγχων της ASUS, σε 12 τυποποιημένες δοκιμές (26 αν μετρήσουμε όλες τις σχετικές διαδικασίες) έτσι ώστε να συνεχίσει να αποδίδει ή εν πάση περιπτώσει να μην έχει πρόβλημα σε αντίξοες συνθήκες (ακραίες θερμοκρασίες, πίεση, υγρασία, ηλιακή ακτινοβολία), πτώσεις, δονήσεις, έκθεση σε άμμο/σκόνη κλπ. Δεν αποπειραθήκαμε να το πετάξουμε κι από γραφείο αλλά αν μη τι άλλο τα παραπάνω μας επέτρεψαν να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο χρησιμοποιώντας το. Παρά το λεπτό του προφίλ και το συμμαζεμένο του design, το Zenbook 14 UM3402Y διαθέτει πλήρες προφίλ συνδεσιμότητας. Στην αριστερή του πλευρά υπάρχει μόνο μία USB 3.2 Gen 2 Type-A αφού το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας καταλαμβάνουν οι αεραγωγοί. Στη δεξιά ωστόσο συναντάμε δύο USB Gen 2 Type-C, μία HDMI 2.1, θύρα τροφοδοσίας, σύνθετη θύρα ήχου 3,5 χιλ. και αναγνώστη καρτών microSD. Ανοίγοντας το καπάκι ξεπροβάλλει η θεσπέσια οθόνη με το εξαιρετικά λεπτό πλαίσιο τριών πλευρών να προσφέρει μία υπέροχη εμπειρία θέασης. Στο επάνω του τμήμα έχει τοποθετηθεί η κάμερα του laptop, μία απόφαση που μας βρίσκει 100% σύμφωνους (οι κατασκευαστές κάποτε θα πρέπει να καταλάβουν ότι αυτή είναι η θέση της webcam). Το πληκτρολόγιο καταλαμβάνει περίπου τη μισή επιφάνεια της βάσης του συστήματος και είναι τύπου chiclet, με οπίσθιο φωτισμό και απόσταση διαδρομής πλήκτρων 1,4 χιλ. Πρόκειται για το σύνηθες πληκτρολόγιο των laptops της ASUS, με τα ελαφρώς κυρτά πλήκτρα πλήρους μεγέθους, προσφέροντας μία απόλυτα ικανοποιητική εμπειρία πληκτρολόγησης. Στη θέση του υπερμεγέθους touchpad συναντάμε το NumberPad, την υλοποίηση της ASUS που με το πάτημα ενός κουμπιού μετατρέπεται από touchpad σε numpad αφής για ευκολότερη εισαγωγή αριθμών. Αν και χρησιμοποιούσαμε το NumberPad ως touchpad στο 90% και πλέον του χρόνου μας, θεωρούμε πως θα βολέψει ιδιαίτερα όσους περνούν την καθημερινότητά τους στο Excel. Ήρθε η ώρα όμως να περάσουμε και στην οθόνη του laptop που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί και ένα από τα δυνατά του σημεία. Μιλάμε για μία IPS 14 ιντσών, σχεδιασμού NanoEdge τεσσάρων πλευρών, ανάλυσης 2560 x 1600 και αναλογίας διαστάσεων 16:10 με μέγιστη φωτεινότητα 400 nits και κάλυψη χρωματικού χώρου sRGB σε ποσοστό 100%, καθώς επίσης και πιστοποίηση από την TUV Rheinland (περισσότερα γι’ αυτή οσονούπω). Καταλαμβάνει το 90% της επιφάνειας πρόσοψης του φορητού, προσφέροντας μία όμορφη εμπειρία θέασης, τόσο κατά την εργασία, όσο και κατά την ψυχαγωγία (browsing, streaming κλπ). Με ό,τι κι αν καταπιαστήκαμε, ήταν σε θέση να μας χαρίσει ευκρινή εικόνα με ζωηρά αλλά απόλυτα ρεαλιστικά χρώματα (όχι επιπέδου OLED, αλλά αν μη τι άλλο ικανοποιητικά). Αυτή που χρήζει ειδικής μνείας, είναι η άνετη εμπειρία θέασης που απολαύσαμε ασχέτως εφαρμογής ή εργασίας: ακόμα κι όταν χρησιμοποιούσαμε εφαρμογές γραφείου σε περιβάλλον χαμηλού φωτισμού, τα μάτια μας δεν διαμαρτυρήθηκαν ούτε στιγμή. Αξίζει να υπενθυμίσουμε βέβαια πως η οθόνη του Zenbook 14 UM3402Y έρχεται με πιστοποίηση χαμηλών εκπομπών βλαβερής μπλε ακτινοβολίας από την TUV Rheinland, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα καλύτερη φροντίδα ματιών. Το αποτέλεσμα ήταν εξίσου άψογο και κατά το streamάρισμα περιεχομένου. Η φωτεινότητα δεν είναι στα δυνατά σημεία της οθόνης χωρίς όμως να υστερεί του μέσου όρου. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Το Zenbook 14 UM3402Y που έφτασε στα χέρια μας διέθετε AMD Ryzen 5-7530U, πλαισιωμένο από 16 GB on board LPDDR4X RAM, SSD 1 TB M.2 NVMe PCIe 3.0 και on board κάρτα γραφικών AMD Graphics. Ως εκ τούτου μιλάμε για ένα ισχυρό laptop, ικανό να ανταπεξέλθει στις ανάγκες ενός απαιτητικού χρήστη. Κατά τις δοκιμές μας δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα ακόμα και στις πλέον ζόρικες συνθήκες multitasking (εναλλαγή μεταξύ browser με 20+ tabs ανοιχτά, Outlook, Excel, PDF, Photoshop) και μάλιστα δίχως να παρατηρήσουμε σημαντική αύξηση στη θερμοκρασία του. Στο Geekbench 6.1 πήραμε σκορ 1953 (Single Score) και 7079 (Multi Score) ενώ στο 3D Mark (Time Spy) 1314. Η ASUS δημιούργησε το Zenbook 14 UM3402Y έχοντας κατά νου εργαζόμενους, entrepreneurs και δημιουργούς περιεχομένου που δεν θέλουν ένα ικανό σύστημα χωρίς να επενδύσουν πολλά χρήματα. Οι τεχνολογίες που συναντάμε σε αυτό δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης. Κατ’ αρχάς στα της δικτύωσης, έχουμε υποστήριξη Bluetooth 5.3 και Wi-Fi 6E (802.11ax) με τεχνολογία WiFi Master Premium. Δοκιμάσαμε το σύστημα σε μια σειρά από wireless hotspots σε ιδιωτικά και δημόσια δίκτυα και η απόδοσή του ήταν άριστη. Η δε πιο πρόσφατη έκδοση του πρωτοκόλλου Bluetooth ενισχύει ακόμα περισσότερο τον future-proof χαρακτήρα του laptop -μιας που ολοένα και περισσότερες συσκευές την υιοθετούν. Ο φορητός της ASUS διαθέτει ακόμα σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος στο πλήκτρο ενεργοποίησης (δουλεύει άψογα με το Windows Hello των Windows 11 για ξεκλείδωμα σε ένα δευτερόλεπτο) και μονάδα TPM. Αν είστε από εκείνους που περνούν ώρες επί ωρών σε καθημερινή βάση σε Zoom, Teams ή Meet, τότε το Zenbook 14 UM3402Y θα κάνει τη ζωή σας κατά τι ευκολότερη. Όπως προείπαμε, η κάμερά του (υπάρχουν επιλογές 720p και 1080p) βρίσκεται στη σωστή θέση, αποτυπώνοντάς σας όσο το δυνατόν πιο κολακευτικά (για την ιστορία, οι κάμερες που βρίσκονται στο κάτω τμήμα της οθόνης τονίζουν τον λαιμό και το προγούλι). Ο αλγόριθμος 3DNR βελτιστοποιεί στο μέτρο του δυνατού την εικόνα -ενισχύοντας ουσιαστικά αντίθεση και φωτεινότητα και αφαιρώντας τον θόρυβο- ενώ τα διπλά μικρόφωνα σε συνδυασμό με την εξουδετέρωση θορύβου μέσω AI διασφαλίζουν πως ο συνομιλητής σας θα σας ακούει «καμπάνα». Ο σαφώς business χαρακτήρας του συστήματος πάντως δεν σημαίνει ότι υστερεί στα υπόλοιπα. Ναι, η onboard κάρτα γραφικών της AMD δεν το κάνει ακριβώς την πρώτη επιλογή για τους gamers (αν και ακόμα κι έτσι θα είστε σε θέση να παίξετε παιχνίδια που δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις σε γραφικά με τα settings λίγο κάτω απ’ το medium -μην πάτε και βάλετε τίποτα Baldur’s Gate 3) όμως σε ό,τι αφορά το streaming για παράδειγμα, θα είστε μια χαρά. Η ASUS έχει συνεργαστεί με τη Harman Kardon για την πιστοποίηση του συστήματος ήχου και η αλήθεια είναι πως το Zenbook 14 UM3402Y μας εξέπληξε ευχάριστα με την ένταση που ήταν σε θέση να βγάλει -και την απουσία παραμορφώσεων, τηρουμένων των αναλογιών. Ένας από τους τομείς που η ASUS συνηθίζει να τα πηγαίνει περίφημα είναι στην αυτονομία και το συγκεκριμένο μηχάνημα δεν αποτελεί εξαίρεση. Η μπαταρία των 75 Wh φτάνει άνετα για μία πλήρη ημέρα παραγωγικής εργασίας. Τις 22 ώρες που υπόσχεται βέβαια η ASUS δεν τις είδαμε (αφού προκύπτουν έπειτα από δοκιμή με το Wi-Fi αποσυνδεδεμένο και τη φωτεινότητα στα 150 cd/m2, τουτέστιν βάσει ενός όχι και τόσο ρεαλιστικού σεναρίου) αλλά δεν είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα να συμπληρώσουμε ακόμα και 12 ώρες τυπικής χρήσης. Εκεί που η ASUS δικαιώθηκε πανηγυρικά, ήταν στη φόρτιση, αφού χρειάστηκαν μόλις 50 λεπτά για να φτάσει από το μηδέν στο 60%, κάτι που θα εκτιμήσουν ιδιαίτερα όσοι μετακινούνται μεταξύ δωματίων, γραφείων, αιθουσών συναντήσεων και πελατών. Προσθέτουμε εδώ ότι η φόρτιση μπορεί να γίνει χρησιμοποιώντας έναν οποιονδήποτε φορτιστή USB Type-C 5-20 V (υπάρχει και συμβατότητα με Power Delivery) για μεγαλύτερη ευκολία και ευελιξία. Κάτι ακόμα που εκτιμήσαμε στη συσκευή της ASUS, ήταν η απουσία bloatware -κι αν αυτό το θεωρείτε δεδομένο, σας συστήνουμε να ρίξετε μια ματιά στο review του Lenovo Yoga Book 9i. Η ASUS έχει κρατήσει τα Windows 11 σχετικά καθαρά και λέμε «σχετικά» αφού ναι μεν εντοπίσαμε apps που ουδέποτε συναινέσαμε στην εγκατάστασή τους (Netflix, Spotify και το αναθεματισμένο McAfee) αλλά τουλάχιστον μιλάμε για εφαρμογές και πλατφόρμες που η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών χρησιμοποιεί έτσι κι αλλιώς. Για την προσαρμογή του laptop στις ανάγκες σας πάντως υπάρχει το MyASUS, ένας πίνακας ελέγχου, μέσω του οποίου θα ρυθμίσετε τα πάντα (από τις προτεραιότητες του Wi-Fi και το προφίλ χρώματος οθόνης, μέχρι την εξουδετέρωση θορύβου και την ταχύτητα λειτουργίας των ανεμιστήρων). Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν δύο ακόμα εφαρμογές της ASUS: το GlideX και το ScreenXpert 3. Το πρώτο θα σας διευκολύνει σε ό,τι έχει να κάνει με το screen mirroring/extension, προκειμένου φερ’ ειπείν να εκμεταλλευτείτε ένα tablet ως δεύτερη οθόνη για το laptop σας. Το δεύτερο κάνει κομματάκι ευκολότερη τη διαχείριση παραθύρων εφαρμογών που είναι ανοιχτά σε διάφορες οθόνες -συνδεδεμένες με το Zenbook 14 UM3402Y. Και οι δύο πάντως είναι καθαρά προαιρετικές και ένα σεβαστό ποσοστό κατόχων του laptop, δεν πρόκειται να τις ανοίξει ούτε μία φορά για δείγμα -στη χειρότερη, μπορείτε να τις δοκιμάσετε κι αν δεν σας κάνουν, να τις διαγράψετε (θα έχετε τη δυνατότητα να τις κατεβάσετε εκ νέου). Συμπέρασμα Το Zenbook 14 UM3402Y είναι μία ολοκληρωμένη πρόταση από την ASUS. Συμπαγές και λειτουργικό, απευθύνεται σε όσους δίνουν έμφαση στην παραγωγικότητα, αναζητώντας ένα laptop με καλή σχέση τιμής/απόδοσης. Οι 14 ίντσες, το χαμηλό βάρος και το λεπτό του προφίλ, το καθιστούν εξαιρετικά βολικό στη μεταφορά, ενώ το κόστος του δεν κρίνεται απαγορευτικό με βάση τα χαρακτηριστικά του. Η δε οθόνη προσφέρει εξαιρετικές και ξεκούραστες εμπειρίες θέασης, δίνοντας έμφαση στη φροντίδα των ματιών, ακόμα κι όταν μιλάμε για πολύωρη χρήση. Η τεχνολογία αφής δουλεύει εξαιρετικά και η παρεχόμενη γραφίδα πολύ θα θέλαμε να γίνει παράδειγμα προς μίμηση και για τις άλλες εταιρείες. Ακόμα κι έτσι όμως, με ή χωρίς οθόνη αφής, το Zenbook 14 UM3402Y δεν παύει να είναι ένα σύστημα που αξίζει την προσοχή σας. Κομψό, μοντέρνο, στιβαρό, με άρτια χαρακτηριστικά και πλήρες προφίλ συνδεσιμότητας, τα κάνει όλα χωρίς να υστερεί κάπου. Αν αναζητάτε ένα αξιόπιστο και συμπαγές μηχάνημα που θα σας επιτρέψει να μεγιστοποιήσετε και να διατηρήσετε σταθερή την παραγωγικότητά σας, το συγκεκριμένο δικαιούται να βρίσκεται στο ρετιρέ της λίστας σας.
    4 πόντοι
  44. Gaming σε laptop: τόσα πολλά άστρα πρέπει να ευθυγραμμιστούν για να πετύχει η συνταγή, που δεν βλέπουμε πολύ συχνά κάτι εξαιρετικά μοναδικό. Το ASUS ROG Strix Scar 17, η πιο πρόσφατη κυκλοφορία της ASUS στην κατηγορία, έρχεται υποσχόμενο πολλά. Με τον νεότερης τεχνολογίας AMD Ryzen 9 μέσα του, όπως κι ένα κάρο άλλα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά, τραβάει τα βλέμματα. Έφτασε στα χέρια μας, παίξαμε και παραθέτουμε την άποψή μας. Σχεδιασμός – Οθόνη Το design του ASUS ROG Strix Scar 17 είναι γνώριμο. Μαύρο μεταλλικό σασί, το (φωτιζόμενο) λογότυπο ROG στο κάλυμμα της οθόνης με μια διαγώνια γραμμή που «σκίζει» στα δύο το κάλυμμα. Η γραμμή εκτείνεται και στον λαιμό της οθόνης, όπου υπάρχει διχρωμία – το μεγαλύτερο μέρος είναι μαύρο, όμως περίπου το ¼ είναι ασημένιο με μεγάλα ανάγλυφα γράμματα “ROG”. Στην κάτω πλευρά, ένα τόξο από τη μέση και προς τον χρήστη είναι επίσης φωτιζόμενο με ρυθμιζόμενα RGB LED, τα οποία φωτίζουν προς τα κάτω. Αυτό που δεν είναι ρυθμιζόμενο, είναι το λογότυπο, το οποίο απλώς ανάβει πάντοτε, κάτι που δεν είναι πάντα ιδανικό στο σπίτι. Ως 17άρι laptop, αναμενόμενα έχει αρκετά μεγάλες διαστάσεις και βάρος. Συγκεκριμένα, φτάνει περίπου τα 3 κιλά (2.94kg) με διαστάσεις 39.5x28.2x2.83cm. Στην πίσω πλευρά θα βρούμε γρίλιες εξαερισμού και μερικές θύρες: 2x USB Type-C 3.2 Gen 2, 2.5G LAN, HDMI 2.1 και υποδοχή για τον φορτιστή των 330W. Αριστερά υπάρχουν πάλι γρίλιες εξαερισμού και πιο κοντά στο κέντρο, δύο θύρες USB-A 3.2 Gen 1 και μια θύρα ακουστικών 3.5mm. Η δεξιά πλευρά είναι καθαρή, πλην ενός ακόμη κομματιού με γρίλιες. Κάτω, το μεγαλύτερο μέρος καλύπτεται από γρίλιες εξαερισμού, οπότε είναι προτιμότερο να τοποθετείται κάπου όπου δεν θα φράζουν οι τρύπες. Ανοίγοντας το laptop, βλέπουμε το μεγάλο touchpad (130 x 77mm) ελαφρώς πιο αριστερά από το κέντρο. Το πληκτρολόγιο που βρίσκεται από επάνω είναι πλήρους μεγέθους με NumPad και προφίλ 2mm. Είναι άνετο για πληκτρολόγηση, αθόρυβο και άμεσο, ενώ πέραν του NumPad περιλαμβάνει και πέντε προγραμματιζόμενα πλήκτρα. Στη χρήση, το πληκτρολόγιο ήταν άψογο και άμεσο, όμως θα θέλαμε λίγο μεγαλύτερα τα βελάκια – υπάρχει αρκετός ελεύθερος χώρος εκεί, δεν εξηγείται να είναι τόσο μικρά. Κάτω από το πληκτρολόγιο υπάρχει φωτισμός RGB ανά πλήκτρο, με επιλογή ανάμεσα σε στατικό χρώμα ή 12 εφέ. Δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής φωτισμού ανά πλήκτρο ή ανά ομάδες πλήκτρων, κάτι που θα θέλαμε ενώ στα μείον είναι και η ευκολία με την οποία μπορούμε να αφήσουμε δαχτυλιές. Περνάμε στην οθόνη, ένα τεράστιο πάνελ 17.3” τεχνολογίας IPS με ανάλυση QHD (2560x1440), φωτεινότητα 350nits και ρυθμό ανανέωσης στα 240Hz με απόκριση 3ms GtG. Ο ρυθμός ανανέωσης είναι εκπληκτικά υψηλός και, όπως θα δούμε παρακάτω, πολλά παιχνίδια μπορούν να τρέξουν σε τόσο υψηλά fps με άνεση. Δοκιμάζοντας την οθόνη σε περιβάλλον γραφείου, ο φωτισμός ήταν επαρκής και το πάνελ δεν αντανακλούσε τα φώτα, οπότε εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φωτεινούς χώρους. Με κάλυψη χρώματος DCI-P3 100%, μπορεί να λειτουργήσει τόσο καλά για gaming όσο και για επεξεργασία εικόνας ή βίντεο, τρία σενάρια που δοκιμάσαμε στον υπολογιστή και δεν μας απογοήτευσε. Στα πλάγια και επάνω, τα περιθώρια είναι αμελητέα, ενώ το περιθώριο στο κάτω μέρος είναι αισθητά μεγαλύτερο όμως δεν ενοχλεί. Δίνει την αίσθηση πως ο βραχίονας είναι πιο στιβαρός, κάτι που φαίνεται να ισχύει στο διάστημα που χρησιμοποιήσαμε το laptop, αφού ανοίγαμε την οθόνη με δύο χέρια για προσοχή (και λόγω μεγέθους) και υπήρχε λίγη αντίσταση. Στο κάτω μέρος βρίσκονται στερεοφωνικά ηχεία με πιστοποίηση Dolby Atmos, τα οποία παράγουν πολύ δυνατό ήχο και ισχυρό μπάσο, τα οποία εκτιμήσαμε στο παιχνίδι όπως και σε μουσική ή ταινίες. Έχοντας τα παραπάνω κατά νου, η εμπειρία που μας προσέφερε σε οτιδήποτε οπτικοακουστικό ήταν άριστη. Εφόσον μιλάμε για gaming laptop, πάντοτε προτιμούσαμε μεγάλη οθόνη για να το απολαμβάνουμε στο έπακρο – ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται για συσκευές με τόσο μεγάλη αυτονομία ώστε να μας ενδιαφέρει πολύ το χαμηλό βάρος ή ο όγκος. Οπότε με το ASUS ROG Strix Scar 17, βλέπαμε ταινίες και παίζαμε παιχνίδια στο γραφείο με φοβερή άνεση, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον εξοπλισμός ή στήσιμο-ξεστήσιμο (πλην του ποντικιού). Η επάνω πλευρά της οθόνης έχει ένα μικρό εξόγκωμα κι αυτό φιλοξενεί την webcam, ανάλυσης HD. Δεν είναι η καλύτερη ούτε η χειρότερη webcam που έχουμε χρησιμοποιήσει, οπότε για επαγγελματικού επιπέδου βιντεοκλήσεις, δεν είναι ιδανική. Για μια φιλική βιντεοκλήση είναι ικανοποιητική κι αυτό μας καλύπτει με το παραπάνω. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Χωρίς καμία αμφιβολία, το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό του ASUS ROG Strix Scar 17 είναι ο επεξεργαστής του. Είναι η πρώτη μας επαφή με τον AMD Ryzen 9 7945HX, ένα «κτήνος» με χρονισμό στα 2.5GHz (5.4GHz Boost), 64MB L3 Cache και 55W TDP. Συνδυάζεται με μια NVIDIA GeForce RTX 4090 16GB (175W), 32GB RAM DDR5 @ 4800Hz όπως κι έναν 1TB Samsung SSD με ταχύτητες 6.7GB/s read και 4.9GB/s write. Πρώτα, τρέξαμε ορισμένα benchmarks. Στο Cinebench R23 έφερε σκορ 1557 (ST) και 27850 (nT), στο Geekbench 5 σκορ 2290 (Single) και 14577 (Multi) και στο TimeSpy DX12 σκορ 12591. Πρόκειται για έναν από τους γρηγορότερους επεξεργαστές στην αγορά αυτή τη στιγμή, δείχνοντας πως η AMD δεν αστειεύεται και η Intel θα πρέπει να… ιδρώσει πολύ για το ψωμί της στο εξής. Προφανώς, στην απλή καθημερινότητα του γραφείου δεν αντιμετωπίσαμε το παραμικρό ζήτημα χρησιμοποιώντας Slack, Outlook, Word, Excel μαζί με Edge browser όπου είναι διαρκώς ανοιχτά τα Gmail, YouTube και πολλαπλές άλλες καρτέλες. Ταυτόχρονα, δοκιμάσαμε να τρέξουμε παιχνίδι παράλληλα με video editing και πάλι, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου – όλα όσα κάναμε, εναλλάσσοντας και παράθυρα, ήταν αστραπιαία και με μηδενικά κολλήματα. Κι όλα αυτά, είναι πολύ αξιοσημείωτο πως γίνονται με τόσο χαμηλή κατανάλωση. Τρέχοντας το PugetBench για το Davinci Resolve, πήραμε σκορ 2123, από τα καλύτερα που έχουμε δει ανεξαρτήτως συστήματος. Σε performance mode (αντί του turbo mode), όπως και χρησιμοποιήσαμε κατά κύριο λόγο το laptop, οι ανεμιστήρες έμεναν κάτω από τα 30dBA. Στο turbo mode η διαφορά είναι αισθητή, αφού δεν παρατηρήσαμε να πέφτουν κάτω από 50dBA παίζοντας παιχνίδια. Δική μας προτίμηση ήταν ξεκάθαρα το performance mode, αφού στα παιχνίδια που παίζαμε είχαμε ήδη πολύ υψηλά fps και ποιότητα, οπότε ποιος ο λόγος να μας παίρνει τα αυτιά ο ανεμιστήρας; Ενδεχομένως για πιο απαιτητικές εργασίες το turbo mode να είναι χρήσιμο ή ακόμη κι απαραίτητο, όμως μας κάλυψε και με το παραπάνω το «απλό» performance mode. Μιλώντας για παιχνίδια, δοκιμάσαμε αρκετά μόνο και μόνο για να… θαυμάσουμε τα αποτελέσματα και την αρμονική συνεργασία μεταξύ AMD και NVIDIA αφού στο συγκεκριμένο laptop συναντιούνται οι κορυφαίες τους προτάσεις για το mobile χώρο. Πρώτο-πρώτο το Cyberpunk 2077, που έχει λάβει και μπόλικα patches για ζητήματα γραφικών και τεχνικά γενικότερα. Σε ρυθμίσεις High/1080p, έφτασε τα 144fps και σε 1440p τα 90fps κατά μέσο όρο, πάντοτε σε performance profile. Αντίστοιχα, το Final Fantasy XIV με τις καλύτερες δυνατές ρυθμίσεις, ξεπερνούσε τα 100fps σταθερά σε 1440p. Στο Rainbow Six Siege, είδαμε αστρονομικά νούμερα – 450fps σε High/1080p και 200fps σε 1440p. Το Red Dead Redemption 2 ήταν το πιο… σκληρό καρύδι, φτάνοντας τα 80fps σε High/1080p και πάνω από 70fps στις υψηλότερες ρυθμίσεις και 1440p. Συνέχεια με F1 2022 όπου και εδώ είχαμε αστρονομικά νούμερα με μέσο όρο 376fps, με ενεργό το FidelityFX Sharpening. Παίξαμε και Forza Horizon 5, όπου με τα πάντα στο Extreme, το ROG Strix Scar 17 δεν ίδρωσε καν δίνοντας 129fps ενώ με Ultra Preset ανεβήκαμε στα 141fps. Γενικά, ήταν δύσκολο να βρούμε παιχνίδια που έτρεχαν με λιγότερα από 100fps στις υψηλότερες ρυθμίσεις στο performance mode, ενώ το turbo mode έφερε μεν καλύτερα αποτελέσματα όμως -καθαρά για τη δική μας περίπτωση- δεν άξιζε ο επιπλέον θόρυβος. Αν κάποιος φοράει ακουστικά ή δεν τον ενοχλεί, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη καλύτερα χάρη στο turbo mode. Ένα άλλο σημείο όπου ο AMD Ryzen 9 7945HX δείχνει τα «δόντια» του, είναι αυτό που δεν περιμέναμε να δούμε σε ένα gaming laptop: στην αυτονομία. Το ASUS ROG Strix Scar 17 έρχεται με μπαταρία 90Wh και υπόσχεται τουλάχιστον 6 ώρες αυτονομίας σε performance mode, ενδεχομένως ακόμη περισσότερο σε battery saver και περίπου 3 ώρες σε turbo mode. Για ένα gaming laptop, και δη τόσο ισχυρό, τα νούμερα είναι πολύ υψηλά και καλοδεχούμενα. Έξι ώρες χρήσης (όχι παιχνιδιού, προφανώς) σημαίνουν πως πράγματι μιλάμε για έναν ευέλικτο υπολογιστή που ναι μεν μπορεί να γίνει ένα τρομερό workstation, όμως αν προκύψει ανάγκη, προσφέρει μερικές ώρες χρήσης μακριά από πρίζα. Το λογισμικό ASUS Armoury Crate που συνοδεύει το laptop προσφέρει αρκετές ανέσεις και πληροφορίες για να φέρετε το σύστημα στα μέτρα σας. Χώρια του ότι ο φωτισμός μπορεί να συγχρονιστεί με άλλα περιφερειακά ASUS, έχει πιο πρακτικές χρήσεις όπως τη δημιουργία profiles για διάφορα παιχνίδια ή προγράμματα, εύκολα updates σε drivers και εφαρμογές, όπως και δώρα για τα μέλη. Δεν είναι η πιο μεγάλη και πλούσια σουίτα επιλογών, όμως είναι χρήσιμη σε όσα δίνει και κυρίως, δεν είναι παρεμβατική – οπότε κερδίζει πόντους για εμάς. Συμπέρασμα Το ASUS ROG Strix Scar 17 είναι το κορυφαία gaming laptop που έχουμε δοκιμάσει και σίγουρα ένα στα top 3 της αγοράς, κάτι που οφείλεται εν πολλοίς στον κορυφαίο AMD Ryzen 9 7945X που δίνει ρεσιτάλ στις επιδόσεις και την κατανάλωση ενέργειας. Η αυτονομία είναι πολύ καλή για ένα gaming laptop και ο θόρυβος στο performance profile χαμηλός. Μια μεγάλη, ποιοτική οθόνη συνδυάζεται με δύο δυνατά και καλοφτιαγμένα ηχεία για μια πολύ καλή οπτικοακουστική εμπειρία. Τα μοναδικά ουσιαστικά παράπονα έχουν να κάνουν κυρίως με ορισμένα σημεία στον σχεδιασμό της συσκευής, οπότε είναι κάπως υποκειμενικά όμως σίγουρα θα απασχολήσουν αρκετούς. Αν κάποιος προτίθεται να κινηθεί σε ένα top-end gaming laptop και να βλέπει τριψήφια fps σχεδόν σε κάθε παιχνίδι, η λύση είναι εδώ.
    4 πόντοι
  45. Σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα smartphones των 6.5+ ιντσών (κάποτε κάποιοι τα ονόμαζαν phablets..) κι όπου τα foldables σιγά-σιγά αποκτούν έδαφος, η Asus μάς γυρίζει μερικά χρόνια πίσω, όπου τα μικρότερα smartphones ήταν πρώτα σε προτίμηση. Με το Asus Zenfone 9, η εταιρεία συνδυάζει compact μέγεθος με υψηλές επιδόσεις και ποιότητα κατασκευής, θέλοντας όχι απλώς να καλύψει ένα κενό που υπάρχει στην αγορά, αλλά να το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε να ανταγωνίζεται ναυαρχίδες. Το Asus Zenfone 9 που ανακοινώνεται σήμερα, βρέθηκε στα χέρια μας τις τελευταίες ημέρες και αφιερώσαμε αρκετό χρόνο μαζί του, προκειμένου να αποτυπώσουμε την εμπειρία μας. Σχεδιασμός – Οθόνη Ξεκινάμε από τις διαστάσεις, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του κινητού. Φτάνει τα 146.6x68.2x9.5mm με βάρος περίπου στα 169g, κάνοντάς το συμπαγές και ελαφρύ για τα σημερινά δεδομένα. Είναι πολύ άνετο στο χέρι και με ευκολία ο αντίχειρας φτάνει σε κάθε σημείο της συσκευής, οπότε η χρήση με ένα χέρι είναι εξαιρετικά εύκολη. Επίσης, είναι εξίσου ευχάριστο που βρίσκεται στην τσέπη και δεν νιώθουμε ούτε το βάρος ούτε τον όγκο. Τέτοιων διαστάσεων κινητά σίγουρα έχουν λείψει από πολλούς. Η πλάτη της συσκευής είναι γυάλινη, όμως επενδυμένη με μια επίστρωση που απωθεί τις δαχτυλιές και δίνει μια πιο σαγρέ υφή, ώστε το κινητό να μη γλιστράει από το χέρι παρά το υλικό, κάτι διαφορετικό απ’ ότι έχουμε συνηθίσει μέχρι σήμερα. Εδώ να σημειώσουμε πως η συσκευή διαθέτει και πιστοποίηση IP68 για προστασία από νερό και σκόνη. Επιπλέον, διατίθεται σε τέσσερα χρώματα: Sunset Red, Moonlight White, Starry Blue και Midnight Black. Στην επάνω πλευρά βρίσκουμε μια θύρα ακουστικών 3.5mm -κάτι επίσης ολοένα και πιο δυσεύρετο- και δεξιά τα πλήκτρα έντασης και ενεργοποίησης της συσκευής. Κάτω θα βρούμε μια θύρα USB-C, τη θύρα καρτών SIM και ένα από τα δύο ηχεία. Οι πλευρές του κινητού είναι επίπεδες, οπότε η κυρτότητα στις μεγάλες πλευρές του Zenfone 8 έχει χαθεί, όμως δεν νιώσαμε κάτι διαφορετικό ή άβολο στο κράτημα. Πίσω στην πλάτη, θα βρούμε δύο μεγάλες κάμερες στην επάνω αριστερή γωνία, με τεράστιους φακούς που τραβούν την προσοχή, όπως και μερικά λεπτεπίλεπτα γραφικά κάτω από τις κάμερες. Είναι πολύ καθαρή πλάτη και θα ήταν λίγο καθαρότερη αν δεν είχε αυτά τα γραφικά, όμως δεν φαίνονται εύκολα λόγω χρώματος οπότε πιθανότατα δε θα ενοχλήσουν. Περνάμε στην οθόνη, η οποία προστατεύεται από Gorilla Glass Victus. Διαθέτει μέγεθος 5.9” και ανάλυση FHD+ (2400x1080) και πυκνότητα 445ppi, με Super AMOLED πάνελ που φτάνει τα 120Hz και μέγιστη φωτεινότητα στα 1100nits. Επίσης, υποστηρίζει HDR10+ και έχει κάλυψη χρώματος DCI-P3 112%. Με λίγα λόγια, έχει φανταστικά χρώματα και πλούσιο εύρος, αποτυπώνοντας με ακρίβεια τα πάντα όπως και πραγματικά μαύρα, κάνοντάς τη άψογη για οποιαδήποτε χρήση και δη εκείνες που περιλαμβάνουν πολύχρωμες εικόνες ή βίντεο. Η φωτεινότητα παρέμενε περίπου στο 40% εντός κλειστών χώρων και ήταν υπέρ-αρκετή, ενώ σε εξωτερικό χώρο χρειάστηκε να φτάσουμε την ανώτατη διαθέσιμη ρύθμιση, χωρίς αυτή να κάνει θαύματα πολλές φορές. Όπως σημειώθηκε και πριν, η χρήση με ένα χέρι ήταν εξαιρετικά εύκολη και όπως θα δούμε παρακάτω, το λογισμικό της Asus βοηθούσε να γίνει ακόμη καλύτερη η εμπειρία. Δύο ηχεία (ένα κάτω κι ένα επάνω) συμπληρώνουν τη φανταστική οθόνη, προσφέροντας δυνατό και πλούσιο ήχο που καλύπτει εύκολα κάθε βασική ανάγκη κι ακόμη παραπέρα, με εντυπωσιακά υψηλή ένταση και ποιότητα αλλά και δυνατότητα προσαρμογής του equalizer μέσω της σχετικής, παρεχόμενης εφαρμογής. Τέλος, στο κουτί θα βρούμε μια πλαστική θήκη, ένα καλώδιο USB-C, φορτιστή 30W και εξωλκέα για την κάρτα SIM – όσα χρειάζεται κανείς για να κάνει την αρχή. Επιδόσεις – Μπαταρία Μικρό σε μέγεθος, αλλά κρύβει πολλά και διόλου ευκαταφρόνητα κομμάτια στο εσωτερικό. Έρχεται με τον οκταπύρηνο, τελευταίο επεξεργαστή της Qualcomm, τον Snapdragon 8+ Gen 1 (1x Cortex-X2 @ 3.19GHz, 3x Cortex-A710 @ 2.75GHz, 4x Cortex-A510 @ 1.80GHz, GPU: Adreno 730) και συνοδεύεται από 8GB RAM και 128GB ROM, 8GB RAM και 256GB ROM ή 16GB RAM και 256GB ROM. Σε καμία παραλλαγή του, δυστυχώς, δε μπορεί να δεχτεί κάρτες microSD οπότε ο αποθηκευτικός χώρος δεν είναι επεκτάσιμος. Χάρη στον Snapdragon 8+ Gen 1, υποστηρίζει και δίκτυα 5G. Το συγκεκριμένο SoC σκοράρει 1104795 στο AnTuTu benchmark και 4259 (Multi-Core) στο Geekbench 5. Μεγάλο ρόλο στις επιδόσεις του φαίνεται πως παίζει ο τρόπος που διαχειρίζεται τη θερμότητα, αφού εκεί που το Zenfone 8 είχε heat pipe, πλέον το Zenfone 9 χρησιμοποιεί vapor chamber. Παίζοντας παιχνίδια για μεγάλα διαστήματα (1-2 ώρες σερί) η συσκευή δεν ζεστάθηκε ποτέ σε σημείο που να ζεματάει στο άγγιγμα, οπότε και η υψηλή θερμοκρασία δε μπαίνει εμπόδιο στην απόδοση. Χρησιμοποιώντας το κινητό σε καθημερινή βάση για social media, Outlook, Gmail, Slack, Google Docs/Sheets και παρόμοιες εφαρμογές, αλλά και Netflix, Disney+, Spotify μεταξύ άλλων, δεν παρατηρήσαμε ποτέ κολλήματα οποιουδήποτε είδους. Στα χέρια μας είχαμε την ανώτερη έκδοση των 16GB/256GB. Δοκιμάσαμε επίσης αρκετά παιχνίδια για να δούμε πώς τα καταφέρνει κι εκεί. Οι κλασικές επιλογές μας περιλάμβαναν τα Call of Duty Mobile, PUBG Mobile, Pokemon Unite, Genshin Impact, Final Fantasy VII The First Soldier και Asphalt 9 Legends. Ανεξαιρέτως, τα παιχνίδια έτρεχαν στις υψηλότερες ρυθμίσεις και με υψηλό ρυθμό ανανέωσης όπου υποστηρίζεται, ενώ χάρη στο vapor chamber δεν ανησυχήσαμε για τη θερμοκρασία ποτέ. Σε ότι αφορά τη θερμοκρασία, οι τελευταίες μέρες στην Αθήνα έφεραν τη συσκευή στα όριά της όμως ως γενική εμπειρία καταλήγουμε ότι είχε αρκετά καλύτερη συμπεριφορά από άλλες γνωστές -και πιο ακριβές- ναυαρχίδες. Όσον αφορά στην μπαταρία, έχει χωρητικότητα 4300mAh (μεγαλύτερη από του προκατόχου του) και με τη δική μας χρήση (εξαιρώντας τα παιχνίδια) άντεχε άνετα για τουλάχιστον δύο ημέρες προτού χρειαστεί φόρτιση. Η επίδοση αυτή είναι αρκετά εντυπωσιακή, ειδικά για το συνδυασμό μεγέθους και τεχνικών χαρακτηριστικών που για πολλούς δεν θα ήταν ιδανική για την αυτονομία. Υποστηρίζει ταχεία φόρτιση 30W μέσω και του παρεχόμενου φορτιστή, ο οποίος χρειάζεται περίπου μία ώρα και 40 λεπτά για μια πλήρη φόρτιση – εδώ ίσως μπορούσε να τα πάει καλύτερα, παρότι δεν ξεφεύγει από τα δεδομένα της κατηγορίας του. Θα θέλαμε επίσης και ασύρματη φόρτιση για να συμπληρώσει το ήδη πλήρες πακέτο, αλλά είναι μια μάλλον «εύκολη» θυσία για να παραμείνει λίγο χαμηλότερα η τιμή. Το Asus Zenfone 9 έρχεται με Android 12 και Zen UI, το οποίο παρεμβαίνει αρκετά στο βασικό λειτουργικό τόσο σε επίπεδο μηχανισμών όσο και αισθητικά όμως τουλάχιστον προσφέρει κάτι ουσίας και δεν παραφουσκώνει το λειτουργικό δίχως λόγο. Αρχικά, μπορούν να ρυθμιστούν συντομεύσεις ώστε όταν ο χρήστης ακουμπάει δύο φορές την πλάτη με το δάκτυλο, να γίνεται κάποια ενέργεια. Παρομοίως, το πλαϊνό κουμπί, που φιλοξενεί τον αισθητήρα ανάγνωσης δακτυλικού αποτυπώματος, μπορεί να φιλοξενήσει άλλες τρεις συντομεύσεις όταν πατιέται δύο φορές, όταν ο χρήστης σέρνει το δάκτυλο προς τα κάτω ή όταν το κρατάει πατημένο παρατεταμένα. Δεν τρελαθήκαμε πάντως με τις γρήγορες ρυθμίσεις και το σχεδιασμό τους που αποτελείται από μεγάλα κυκλικά κουμπιά. Πέραν αυτών, στην επάνω δεξιά πλευρά της οθόνης υπάρχει το edge menu όπου φιλοξενούνται λίγες εφαρμογές που επιλέγει ο χρήστης, για να έχει εύκολη πρόσβαση κάνοντας μια απλή κίνηση με τον αντίχειρα κι επιλέγοντας. Γενικά, έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στη δυνατότητα χρήσης με ένα χέρι και αν κάποιος δεν ψάχνει για pure Android, τότε το Zen UI κατά πάσα πιθανότητα δε θα δυσαρεστήσει. Στο κομμάτι του ήχου, η εταιρεία προσφέρει το Asus AudioWizard το οποίο επιτρέπει τη δημιουργία προφίλ ήχου για τα στερεοφωνικά ηχεία του κινητού ή συνδεδεμένα ακουστικά, είτε επιλέγοντας από έτοιμες ρυθμίσεις είτε πειράζοντας το 10-band EQ για να τις φέρουμε στα μέτρα μας. Υποστηρίζονται όλα τα σύγχρονα πρότυπα όπως Hi-Res Audio, Qualcomm aptX Lossless και aptX adaptive ενώ σε συνεργασία με τη Dirac, όπως και με τη σειρά ROG, το Zenfone 9 προσφέρει εντυπωσιακό ήχο για το μέγεθός του. Επιστρέφοντας στα πολύ βασικά του λειτουργικού, η εταιρεία υπόσχεται δύο αναβαθμίσεις Android και «τουλάχιστον δύο χρόνια» ενημερώσεων ασφαλείας, ένα από τα μειονεκτήματα της συσκευής αφού άλλοι κατασκευαστές έχουν καλύτερη πολιτική. Κάμερα Περνάμε στην κάμερα, όπου παρατηρούμε πάλι κάτι όχι τόσο συχνό: η Asus προτίμησε να χρησιμοποιήσει δύο αντί για τρεις αισθητήρες. Μπορεί να φαίνεται πως παίρνουμε λιγότερα, αλλά δεδομένου ότι οι τρίτοι φακοί (τύπου macro κλπ) σε πολλά πρόσφατα smartphones δεν προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο, ίσως είναι πιο τίμιο να απουσιάζει εντελώς από εδώ. Η βασική wide κάμερα διαθέτει αισθητήρα 50MP Sony IMX766 (flagship της εταιρείας) με διάφραγμα f/.9 και συνοδευόμενος από 6-axis hybrid gimbal stabilizer. Από κάτω βρίσκεται ο αισθητήρας ultra-wide με ανάλυση 12MP, τύπου Sony ΙΜΧ363 με γωνία 113 μοιρών – η εταιρεία αναφέρει πως εκτελεί και τα καθήκοντα ενός φακού macro. Τέλος, η εμπρόσθια κάμερα έχει ανάλυση 12MP και αισθητήρα Sony IMX663. Δεν διαβάσατε λάθος αφού όντως το Zenfone 9 διαθέτει στο εσωτερικό του ένα αρκετά εξελιγμένο σύστημα σταθεροποίησης. Ενδιαφέρον έχει να δούμε το πως ακριβώς δουλεύει το gimbal στο εσωτερικό της συσκευής. Αρχικά χρησιμοποιεί το επιταχυνσιόμετρο της συσκευής προκειμένου να εντοπίσει το πότε αυτή βρίσκεται σε κίνηση. Στη συνέχεια χειρίζεται ολόκληρο το module της κάμερας -από τους φακούς έως τον αισθητήρα- ως ένα ενιαίο τμήμα και το οποίο μετακινεί ολόκληρο κατά τη λήψη φωτογραφιών και βίντεο. Οι αλγόριθμοι της εταιρείας προβλέπουν μάλιστα την επόμενη κίνηση και σε συνδυασμό με το hardware δημιουργούν το πιο σταθερό αποτέλεσμα που έχουμε πάρει ποτέ από κάμερα smartphone ακόμα και κάτω από δύσκολες συνθήκες (πχ τρελό τρέξιμο). Μια ειδική ένδειξη στην εφαρμογή της κάμερας, μας ενημερώνει για το πότε η σταθεροποίηση ξεφεύγει από τα όρια οδηγώντας σε κακή λήψη, μια κατάσταση που όμως που ευτυχώς δεν ήταν εύκολο να αναπαράγουμε. Μάλιστα η Asus διαθέτει και μια εφαρμογή «προπόνησης» που σας μαθαίνει πως να αποφύγετε τις απότομες κινήσεις και σας δείχνει πότε το gimbal δεν θα δουλέψει καλά. Μια ευχάριστη έκπληξη ακόμα ήταν το βάθος των ρυθμίσεων στο Pro mode, όπου το ISO έχει κλίμακα 25-3200 και το white balance 2500K-7500K, δείχνοντας πως ο αισθητήρας έχει τρομερές δυνατότητες ακόμη και πριν φτάσουμε στα αποτελέσματα. Σε ηλιόλουστη, καλοκαιρινή ημέρα οι φωτογραφίες ήταν πάρα πολύ ποιοτικές, όπως αρμόζουν σε ένα flagship. Απουσία θορύβου, διατήρηση λεπτομέρειας και υφών, χρώματα που δεν είναι τόσο έντονα αλλά ούτε και θαμπά. Το μοναδικό που είδαμε στις φωτογραφίες αυτές, είναι πως όταν ο φωτισμός δεν ευνοεί τόσο πολύ τις συνθήκες και το φως είναι πίσω από το θέμα μας, τότε ίσως χρειαστεί να παρέμβουμε για καλύτερη εστίαση και διαχείριση του διαφράγματος ειδάλλως το θέμα έβγαινε κάπως πιο σκοτεινό από όσο θα έπρεπε, χάνοντας λεπτομέρεια. Οι βραδινές λήψεις ήταν από τις ευχάριστες εκπλήξεις που είχαμε με το Zenfone 9. Εξίσου ποιοτικές, εμφανίζοντας λίγο θόρυβο στα πολύ σκοτεινά σημεία όμως κατά τα άλλα, δεν υπήρχε μεγάλη απόκλιση ποιότητας ανάμεσα σε αυτές και τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν πρωί. Σε πολύ σκοτεινά περιβάλλοντα, το autofocus χρειάζεται λίγο χρόνο για να τα καταφέρει οπότε αρκετές φορές εστιάζαμε με το χέρι για να πάρουμε το αποτέλεσμα που θέλαμε, αλλά σε γενικές γραμμές δεν είχαμε κάποιο αισθητό πρόβλημα. Ένα mode που χρησιμοποιήσαμε αρκετά και μας εντυπωσίαζε κάθε φορά, είναι το Light Trail, το οποίο δημιουργεί φωτεινές γραμμές από φώτα εν κινήσει – φανάρια αυτοκινήτων κλπ. Δεδομένων των δυνατοτήτων του ως φωτογραφική μηχανή αλλά και τέτοιων προσθηκών, εκείνοι που ασχολούνται με τη φωτογραφία θα έχουν σίγουρα αρκετά να δουν και να δοκιμάσουν. Ακόμα η έλλειψη τηλεφακού, δεν κάνει εύκολο το zoom το οποίο ως ψηφιακό, συνοδεύεται από μπόλικο θόρυβο. Η ultra-wide κάμερα κάνει πολύ τίμια προσπάθεια, έχοντας ελαφρώς μικρότερο εύρος πεδίου (το σύνηθες είναι περίπου στις 120 μοίρες) και αισθητά περισσότερο θόρυβο σε συνθήκες που η βασική κάμερα δεν εμφανίζει. Η λεπτομέρεια χρειάζεται πολύ φως για να διατηρηθεί σε ικανοποιητικό επίπεδο, καθώς οι φωτογραφίες έδειχναν να χάνουν σε ποιότητα λίγο πριν αρχίζει να πέφτει ο ήλιος, έχοντας επίσης χάσει λίγο την ακρίβεια του χρώματος. Ως δευτερεύουσα, περιστασιακή κάμερα, κάνει πολύ καλά τη δουλειά της – απλώς δε συγκρίνεται εύκολα με την πολύ εντυπωσιακή βασική. Στο κομμάτι του βίντεο, το Asus Zenfone 9 υποστηρίζει έως και 4K/60fps με δυνατότητα καταγραφής 3D Surround Audio και Audio HDR, με το τελευταίο να αναφέρεται από την Asus ως ήχος με μεγαλύτερο εύρος από το συνηθισμένο. Πρακτικά, αυτό που καταλάβαμε έχοντας τραβήξει βίντεο και εστιάζοντας στον ήχο, είναι ότι υπάρχει καλύτερος διαχωρισμός μεταξύ των όσων ακούγονται κι έτσι οι ήχοι αποτυπώνονται σαφέστερα. Η ποιότητα εικόνας των βίντεο είναι στα ίδια, υψηλά επίπεδα που είχαμε συναντήσει και στο Zenfone 8. Η σταθεροποίηση κάνει εξαιρετική δουλειά όταν περπατούσαμε και τραβούσαμε βίντεο, η εικόνα διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη λεπτομέρεια και την ποιότητα χρώματος, με μοναδικό συχνό πρόβλημα την εμφάνιση θορύβου στα πολύ σκοτεινά σημεία. Εντοπίσαμε και ένα πρόβλημα στην εναλλαγή των καμερών κατά το zoom με μια μικρή «λάμψη», ένα συμβάν που όμως δεν είδαμε ξανά μετά την τελευταία αναβάθμιση λογισμικού Συμπέρασμα Η αλήθεια είναι ότι η Asus μας έχει συνηθίσει σε λίγες και πολύ καλές προτάσεις στο χώρο των smartphones όπως το περσινό εξαιρετικό Flip όμως φέτος η εταιρεία εστιάζει αποκλειστικά στο συγκεκριμένο μοντέλο για τη μη gaming κατηγορία. Το Asus Zenfone 9 φέρνει μνήμες από τη σειρά Compact της Sony, κάνοντας μας να αναρωτηθούμε αν πραγματικά χρειαζόμαστε τόσο μεγάλα smartphones. Δεν έρχεται απλά να καλύψει ένα κενό στην αγορά λόγω μεγέθους και να διαφοροποιηθεί μονάχα λόγω αυτού, αλλά πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο πακέτο που συνδυάζει υψηλές επιδόσεις με απολαυστική οθόνη και ήχο, χρηστικό λειτουργικό, ικανότατη κάμερα και υψηλή αυτονομία. Κι όλα αυτά, σε ένα smartphone αρκετά μικρότερο των 15 εκατοστών σε ύψος, κάτι που σπάνια συναντάμε πλέον και με ενδιαφέρουσα τιμή 879€ (8GB/256GB) η οποία είναι πάντως σημαντικά υψηλότερη από το περσινό μοντέλο -αν και τον τελευταίο χρόνο έχουν αλλάξει πολλά- . Εναλλακτικά το μοντέλο με τα 16GB μνήμη και τον ίδιο αποθηκευτικό χώρο έχει κόστος 929€ ενώ σύμφωνα με την ενημέρωση που είχαμε, και τα δύο μοντέλα θα κυκλοφορήσουμε στη χώρα μας στα μέσα Αυγούστου. Το Zenfone 9 αποτελεί μια πολύ καλή εναλλακτική για όποιον θέλει να εξετάσει κάτι διαφορετικό από τα τρέχοντα flagships και είναι σε θέση να ικανοποιήσει ακόμη και τους πιο απαιτητικούς.
    4 πόντοι
  46. Λίγες εβδομάδες μετά την αλλαγή του χρόνου, η Samsung κυκλοφόρησε το Samsung Galaxy S21 FE, συνεχίζοντας την κυκλοφορία των συσκευών “Fan Edition” που κρατούν πολλά καλά στοιχεία από την αντίστοιχη ναυαρχίδα έχοντας καλύτερη τιμή. Με τη συσκευή να έχει φτάσει στα χέρια μας, καταφέραμε να τη δοκιμάσουμε και να καταλάβουμε κατά πόσο μπορεί να συγκριθεί με ένα κινητό της σειράς Samsung Galaxy S21. Από την οθόνη έως την κάμερα και την αυτονομία, το Samsung Galaxy S21 FE διατηρεί όντως πολλά θετικά στοιχεία από τα μεγάλα του «αδερφάκια» όμως ποια θυσιάζονται ή περιορίζονται για να υποστηριχθεί η χαμηλότερη αρχική τιμή; παρακάτω. Σχεδιασμός – Οθόνη Ξεκινώντας από τις διαστάσεις, το Samsung Galaxy S21 FE έχει μέγεθος 155.70x74.50x7.9mm, δηλαδή πανομοιότυπο με του Samsung Galaxy S21 και λίγο μεγαλύτερο σε σημεία. Αντίστοιχα, το βάρος του φτάνει τα 177g, δηλαδή 8 γραμμάρια βαρύτερο από το Galaxy S21. Κατά τα άλλα, ο σχεδιασμός παραμένει σχεδόν απαράλλακτος, με καθαρή χρωματιστή πλάτη όπου στην επάνω αριστερή της γωνία βρίσκεται το τριπλό σύστημα καμερών και το flash. Εκεί που τα Galaxy S21 είχαν διχρωμία, έχοντας διαφορετικό χρώμα για το κομμάτι της κάμερας έναντι της υπόλοιπης πλάτης, εδώ το χρώμα είναι ενιαίο όπως και το πλαστικό υλικό από το οποίο αποτελείται η πλάτη. Γενικά, είναι πιο ουδέτερο design συγκριτικά με των Galaxy S21 όπου η διχρωμία δίχασε αρκετούς, όμως αναμφίβολα δεν δείχνει τόσο εκλεπτυσμένο πλέον. Εν μέρει αυτό συμβαίνει διότι περιμετρικά όπως και στα καλύμματα της κάμερας υπήρχε μεταλλικό υλικό ενώ στο Galaxy S21 FE είναι όλα πλαστικά. Στη δεξιά πλευρά της συσκευής θα βρούμε το πλήκτρο ενεργοποίησης και το διπλό πλήκτρο έντασης, αφήνοντας καθαρή την αριστερή πλευρά. Επάνω υπάρχει μόνο μια μικρή οπή μικροφώνου και κάτω βρίσκονται ένα ηχείο (από τα δύο), η θύρα USB-C και η υποδοχή κάρτας SIM. Το Samsung Galaxy S21 FE δε δέχεται κάρτα SD ούτε διαθέτει θύρα ακουστικών 3.5mm, οπότε παρότι “Fan Edition” για κάποιο λόγο αφαιρεί πράγματα που συχνά ζητούν (ή παρατηρούν την απουσία τους) οι πιστοί φίλοι της εταιρείας. Σε γενικές γραμμές, είναι πολύ βολικό το μέγεθος του κινητού – ούτε πολύ μεγάλο ούτε μικρό, με την ιδανική ισορροπία μεταξύ εύκολης καθημερινής χρήσης και μεγάλης οθόνης για βίντεο και παιχνίδια. Κάθεται πολύ άνετα στο χέρι και δε γλιστράει λόγω του πλαστικού, όμως δε δείχνει τόσο εντυπωσιακό όσο οι προκάτοχοι του. Μιλώντας για την οθόνη, αυτή που ενσωματώνεται έχει μέγεθος 6.4” και είναι τεχνολογίας Dynamic AMOLED 2X με ανάλυση FHD+ (2340x1080) και πυκνότητα 411ppi, με μια punch-hole κάμερα κεντραρισμένη ψηλά και ένα ακόμη ηχείο στο κομμάτι όπου ενώνεται η οθόνη με το επάνω μέρος του σώματος. Το γυαλί είναι Gorilla Glass Victus, πολύ ανθεκτικό και στην περίοδο χρήσης μας δεν εμφάνισε σημάδια από απλή καθημερινή (αλλά προσεκτική) χρήση. Ο ρυθμός ανανέωσης είναι είτε 120Hz είτε 60Hz, όπως επιλέξει ο χρήστης. Ναι μεν προσφέρεται υψηλός ρυθμός ανανέωσης, αλλά δεν υπάρχει δυναμική αλλαγή βάσει περιεχομένου, όπως συμβαίνει σε πολλά κινητά (της ίδιας εταιρείας μάλιστα). Παρόλα αυτά, τα 120Hz είναι καλοδεχούμενα και πράγματι κάνουν τη διαφορά σε παιχνίδια και οποιαδήποτε καθημερινή ασχολία με το κινητό. Αρκεί ο χρήστης να θυμάται να τα απενεργοποιεί όταν δε χρειάζονται ή θέλει να γλιτώσει λίγη μπαταρία. Η φωτεινότητα φτάνει αρκετά ψηλά ώστε ακόμη και υπό το φως του ήλιου ο χρήστης να βλέπει βίντεο ή να διαβάζει κείμενα χωρίς δυσκολία, ενώ και σε πολύ χαμηλά επίπεδα παραμένει ευανάγνωστη. Τα χρώματα είναι ζωηρά και ακριβή, ενώ τα επίπεδα μαύρου είναι εντυπωσιακά όπως και η αντίθεση, όπως έχουμε συνηθίσει σε οθόνες της Samsung. Όλα αυτά συμβάλλουν σε μια ποιοτική εμπειρία θέασης για παιχνίδια και ταινίες, όπως και οποιαδήποτε άλλη χρήση. Επιδόσεις – Μπαταρία Το Samsung Galaxy S21 FE κυκλοφορεί σε τέσσερα χρώματα (Graphite, White, Olive, Lavender) και τρεις συνδυασμούς μνήμης/χωρητικότητας: 6GB/128GB, 6GB/256GB και 8GB/256GB. Κάθε έκδοση είναι 5G, οπότε δεν υπάρχει καμία ανησυχία στο κομμάτι αυτό – πλέον τα μοντέλα που προσφέρονται σε 4G και σε 5G μαζί ολοένα και λιγοστεύουν. Στα χέρια μας έφτασε η πρώτη έκδοση, των 6GB/128GB, οπότε βάσει της εμπειρίας μας με αυτή θα μιλήσουμε παρακάτω. Ένα ευχάριστο νέο, μετά από τη σχετική φημολογία, είναι πως το Galaxy S21 FE έρχεται με Qualcomm Snapdragon 888 5G SoC και στη δική μας αγορά, ωστόσο σε κάποιες αγορές πράγματι φτάνει με το Exynos 2100. Ο οκταπύρηνος Snapdragon 888 (4x Kryo 680 Silver @ 1.8GHz, 3x Kryo 680 Gold @ 2.42GHz, 1x Kryo 680 Prime @ 2.84GHz) περιλαμβάνει επίσης τη GPU Adreno 660. Πρόκειται για το κορυφαίο τσιπ του 2021 κι αυτό φαίνεται εύκολα σε κάθε μας δοκιμή και σενάριο χρήσης. Αρχικά κάποια benchmarks και τα σκορ τους. Δοκιμάσαμε τα Geekbench 5 (Single Core: 1077, Multi Core: 3250) και 3D Mark Wild Life Vulkan 1.1 (5437), όπου τα αποτελέσματα μας άφησαν πλήρως ικανοποιημένους καθώς τα σκορ βρίσκονται λίγο-πολύ στα ίδια επίπεδα με του Galaxy S21 που παραμένει μια από τις κορυφαίες επιλογές στην αγορά. Σε πραγματικές συνθήκες, λειτουργούσε ως το βασικό κινητό μας για κάποιες ημέρες και παρατηρήσαμε τα εξής. Από παιχνίδια, ουδέν παράπονο σε Genshin Impact, Call of Duty Mobile και το PUBG: Aftermath όπου (στα 120Hz μάλιστα) η δράση έρεε απροβλημάτιστα και δεν έγιναν θυσίες στα γραφικά αφού σε ρυθμίσεις αντίστοιχες του High σε κάθε παιχνίδι δεν εντοπίσαμε προβλήματα. Παρομοίως, χρησιμοποιώντας εφαρμογές όπως Outlook, Slack, Gmail, OneDrive και Word πολύ συχνά και πολλές φορές παράλληλα, δεν εντοπίσαμε κολλήματα ακόμη και έπειτα από παρατεταμένη χρήση. Με λίγα λόγια τα 6GB RAM μαζί με τον Snapdragon 888 θα καλύψουν εύκολα το μέσο χρήστη αλλά μένει να δούμε αν σε βάθος χρόνου θα αποδειχτούν αρκετά τα 6GB. Πάντως, είναι βέβαιο πως προσφέρει επιδόσεις που αρμόζουν σε μια ναυαρχίδα. Στον τομέα της αυτονομίας, διαθέτει μπαταρία 4500mAh (κατά 500mAh μεγαλύτερη έναντι του Galaxy S21), ενσύρματη ταχεία φόρτιση 25W και ασύρματη φόρτιση 15W – εδώ να σημειωθεί ότι δεν περιλαμβάνεται αντάπτορας πρίζας για φόρτιση αλλά μόνο καλώδιο. Μια πλήρης φόρτιση απαιτεί περίπου 80 λεπτά ενώ σε μισή ώρα φορτίζεται περίπου στο 50%, με φορτιστή 25W που είχαμε στην κατοχή μας. Η μπαταρία του, σε μια μέρα τυπικής χρήσης, άντεχε έως το βράδυ έχοντας υπόλοιπο της τάξεως του 15-20%. Από τη μία, δεν είναι άσχημο νούμερο δεδομένου ότι σχεδόν ποτέ δε χρησιμοποιούσαμε τα 60Hz σε ό,τι κάναμε. Από την άλλη, η μπαταρία είναι μεγαλύτερη του Galaxy S21 και η αυτονομία ίδια αν όχι ελαφρώς χαμηλότερη. Υπάρχει η δυνατότητα ενεργοποίησης των 60Hz έναντι των 120Hz όμως δε θα έπρεπε να επιλέγουμε μεταξύ χρήσιμων λειτουργιών ή αυτονομίας. Πρόκειται για μια από τις πρώτες συσκευές που έρχονται με Android 12 και One UI 4, τα οποία δεν αλλάζουν δραματικά την εμπειρία χρήστη. Πρακτικά προσφέρουν ομορφότερο σχεδιασμό στα εικονίδια και τα μενού, μεγαλύτερη ελευθερία στην προσαρμογή όλων των στοιχείων και ορισμένες ευκολίες όπως ενημέρωση όταν μια εφαρμογή χρησιμοποιεί π.χ. το μικρόφωνο. Για κάποιον που είναι στο μεταίχμιο για την αγορά μιας συσκευής και θέλει κάτι με μεγαλύτερη διάρκεια, τόσο από πλευράς επιδόσεων όσο και υποστήριξης μέσω updates, ενδεχομένως το Galaxy S21 FE να είναι ιδανικότερη επιλογή. Κάμερα 8MP tele (vs 64MP) Εδώ δεν αλλάζουν πολλά συγκριτικά με τα Samsung Galaxy S21, καθώς βρίσκουμε ένα σύστημα με τρεις κάμερες – μία wide (12MP), μία ultra-wide (12MP) και μία telephoto (8MP) με την selfie cam να διαθέτει ανάλυση 32MP. Στα θετικά η υποστήριξη Night Mode σε κάθε μία από τις τρεις κάμερες, φυσικά με καλύτερη απόδοση στη βασική wide. Είναι τουλάχιστον ικανοποιητικό στις περισσότερες περιπτώσεις, δηλαδή μας δυσκόλεψε περισσότερο σε λήψεις στο δρόμο όπου το μοναδικό φως ερχόταν από τις κολώνες. Κατά τα άλλα, σε πιο καλά φωτισμένα μέρη η ποιότητα ήταν σαφώς ανώτερη και το Night Mode σίγουρα μια αξιόλογη δυνατότητα. Χρησιμοποιώντας τη βασική κάμερα σε ηλιόλουστες μέρες, η λεπτομέρεια ήταν φανταστική και τα χρώματα ακριβή, αν όχι λίγο πιο ζωηρά από ό,τι βλέπουμε με το μάτι. Για κάποιους είναι ωραίο, προσφέροντας πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα όμως για άλλους που θέλουν πιο «αγνή» αποτύπωση της φωτογραφίας η οποιαδήποτε παρέμβαση είναι αχρείαστη. Έτσι, το Pro Mode επιτρέπει στο χρήστη να προσαρμόσει το ISO, τον τόνο χρώματος και πολλά ακόμη – όμως πολλοί προτιμούν την ευκολία των αυτόματων ρυθμίσεων. Οι λήψεις με τη βασική κάμερα είναι πράγματι εντυπωσιακές όμως και η ultra-wide κάμερα κάνει εκπληκτική δουλειά, συγκριτικά με τις περισσότερες αντίστοιχες έστω. Διατηρείται σε εντυπωσιακό επίπεδο η λεπτομέρεια και δεν παρατηρείται θόρυβος, όμως υπάρχει πτώση ποιότητας συγκριτικά με τη βασική κάμερα. Παρόλα αυτά δεν απογοητεύει σε καμιά περίπτωση, ενώ και το Night Mode λειτουργεί εντυπωσιακά καλά πάντοτε όταν το φως ευνοεί την κατάσταση. Το πιο απογοητευτικό κομμάτι της κάμερας είναι ο φακός telephoto, με optical zoom 3x και upscaling των φωτογραφιών από 8MP σε 12MP. Δεν είναι διόλου άσχημα τα αποτελέσματα, καθώς η λεπτομέρεια διατηρείται σε φανταστικό επίπεδο και ο θόρυβος επίσης σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αλλά αφενός θα μπορούσαν να έχουν γίνει βελτιώσεις συγκριτικά με την κάμερα του Galaxy S21, αφετέρου το zoom θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο. Αντί αυτών, η ανάλυση είναι συνολικά χαμηλότερη, οι φωτογραφίες δέχονται upscaling και το zoom παραμένει χαμηλό. Τέλος, η selfie camera είναι αρκετά εντυπωσιακή με τα πορτρέτα να ξεχωρίζουν, έχοντας την ιδανική ισορροπία μεταξύ θολώματος, λεπτομέρειας και αντίθεσης. Εφόσον είναι άψογη για φωτογραφίες, είναι εξίσου καλή για χρήσεις όπως βιντεοκλήσεις. Τα βίντεο φτάνουν στα 4K/60fps στη βασική και selfie camera, με τις υπόλοιπες να φτάνει στα 4K/30fps. Στην πρώτη περίπτωση, η ποιότητα εικόνας είναι ικανοποιητικά υψηλή ενώ στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει εμφανής πτώση. Σε γενικές γραμμές όμως, οι λεπτομέρειες είναι αξιοπρεπέστατες και το συνολικό αποτέλεσμα δεν απογοητεύει εκτός από τις πιο σκοτεινές σκηνές όπου όλα γίνονται δυσκολότερα αλλά και πάλι η εικόνα δεν είναι άσχημη. Συμπέρασμα Από κάθε άποψη, το Samsung Galaxy S21 FE είναι μια εντυπωσιακή συσκευή. Η οθόνη άψογη, οι κάμερες εξίσου εντυπωσιακές σε ποιότητα εικόνας και οι επιδόσεις δε διαφέρουν πολύ από του Galaxy S21. Όμως υπάρχουν κάποιες «παραφωνίες». Άλλες είναι μικρές (χειροκίνητη αλλαγή ρυθμού ανανέωσης) κι άλλες μεγαλύτερες (αυτονομία), όμως το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι άλλο: η τιμή και ο χρόνος. Το Samsung Galaxy S21 FE κυκλοφορεί πολύ κοντά στο επερχόμενο Galaxy S22, ενώ η τιμή του (που ξεκινά από τα 779€) δεν είναι και τόσο χαμηλή. Ρεαλιστικά, η διαφορά από το ολοκαίνουριο Galaxy S22 δε θα είναι τεράστια, οπότε γιατί να προτιμήσει κανείς το Galaxy S21 FE μεταξύ των δύο; Είναι δύσκολο να πει κανείς πού απευθύνεται το Galaxy S21 FE, κι έτσι παρά τις δυνατότητές του, πιθανότατα θα επισκιαστεί είτε από άλλα κινητά της κατηγορίας του είτε από άλλα κινητά της ίδιας εταιρείας.
    4 πόντοι
  47. Η νεότερη συσκευή της Realme κατακτά μια πρωτιά που μένει να δούμε αν θα κάνει τη διαφορά. Το Realme GT 2 Pro είναι το πρώτο smartphone που γίνεται διαθέσιμο στην Ευρώπη φέροντας το νέο SoC Snapdragon 8 Gen 1, οπότε σίγουρα τραβάει τα βλέμματα και λόγω αυτού, αλλά όχι μόνο. Έχει ιδιαίτερο σχεδιασμό, προσφέρεται ως ένα “flagship killer” και γενικώς, φαίνεται πως η Realme έχει κάτι αξιόλογο στα χέρια της. Είναι όντως ένα “flagship killer” και κάνει όσα υπόσχεται ή «κοντοστέκεται» εκεί που δεν πρέπει; Παρακάτω, αναλύουμε όσα αποκομίσαμε από το χρόνο μας με τη συσκευή. Σχεδιασμός – Οθόνη Όμορφο. Δεν είναι συχνά που ξεκινάμε έτσι το κείμενο, μιλώντας για ένα κινητό Realme, αλλά θα ήταν αμαρτία να μην το κάνουμε με το GT 2 Pro. Η εταιρεία σταδιακά άφησε πίσω τις σχεδιαστικές υπερβολές και υιοθετεί ένα πιο εκλεπτυσμένο σχεδιασμό στα πιο πρόσφατα μοντέλα της, κάτι που εύκολα παρατηρούμε με το GT 2 Pro. Η εταιρεία συνεργάστηκε ακόμη μια φορά με τον σχεδιαστή Naoto Fukusawa, δημιουργώντας ένα σώμα από οικολογικό βιοπολυμερές υλικό που σύμφωνα με την εταιρεία δίνει την αίσθηση του χαρτιού στο άγγιγμα, κάτι που δεν ισχύει στη δική μας περίπτωση. Στην πραγματικότητα, αν το έλεγε κανείς πλαστικό δε θα απείχε πολύ από την πραγματικότητα όσον αφορά στην αίσθηση, απλά είναι επεξεργασμένο με τέτοιο τρόπου είναι διαφορετικό αλλά και πρακτικό. Αντί για λείο το σώμα είναι κάπως ανάγλυφο, οπότε στέκεται καλύτερα στο χέρι χωρίς να γλιστράει και παράλληλα δεν αντανακλά τόσο εύκολα το φως ούτε συλλέγει δαχτυλιές. Βέβαια, τα χρώματα Paper White και Paper Green μάλλον θα λερώνονται λίγο πιο εύκολα αλλά με μια θήκη (που πάει λίγο ενάντια στη λογική της περίτεχνης πλάτης) λύνεται αυτό. Για όσους θέλουν κάτι πιο απλό και συνηθισμένο, προσφέρεται κι ένα τρίτο χρώμα (Steel Black) που φέρει γυάλινη πλάτη. Κατά τα άλλα, ο σχεδιασμός της πλάτης είναι αρκετά απλός με μια εξαίρεση. Αρχικά, στην επάνω αριστερή γωνία βρίσκεται η τριπλή κάμερα που φιλοξενείται εντός ενός μικρού εξογκώματος με γυαλιστερό φινίρισμα περιμετρικά. Απέναντί του στη δεξιά πλευρά, βρίσκεται ένα μικρό εξόγκωμα με λεία επιφάνεια, όπου υπάρχει το λογότυπο της εταιρείας και μια πινελιά από τον σχεδιαστή Naoto Fukusawa, η υπογραφή του. Δεν είναι τόσο ενοχλητικό ούτε υπερβολικό, αλλά το νιώθουμε κάπως παράταιρο – διακριτικό όμως ξεχωρίζει από το υπόλοιπο (καλαίσθητο) design για καλό ή κακό. Η συσκευή έχει πάχος μόλις 8.18mm και βάρος 189 γραμμάρια (199 γραμμάρια για την έκδοση με γυάλινη πλάτη), με πλαίσιο αλουμινίου που ταιριάζει άψογα χρωματικά με κάθε χρώματος πλάτη. Δε θα βρούμε επίσης κάποια εσοχή για ανάγνωση δακτυλικού αποτυπώματος περιμετρικά, αφού ο αισθητήρας βρίσκεται κάτω από την οθόνη. Στην αριστερή πλευρά θα βρούμε το πλήκτρο ενεργοποίησης και δεξιά το πλήκτρο ρύθμισης έντασης, με την επάνω πλευρά να είναι καθαρή (έχοντας μόνο μια οπή μικροφώνου) και κάτω βρίσκεται ένα ηχείο, η θύρα USB-C και η θύρα καρτών SIM. Το GT 2 Pro δεν υποστηρίζει επέκταση χώρου με κάρτες microSD, ενώ δεν έχει ούτε θύρα ακουστικών 3.5mm. Περιμετρικά της συσκευής, υπάρχουν πολλές κεραίες κάθε είδους -από Wi-Fi και δίκτυο τηλεφωνίας έως NFC- με σκοπό να μην υπάρχουν παρεμβολές και προβλήματα σύνδεσης. Στη μπροστινή πλευρά θα βρούμε την οθόνη μεγέθους 6.7”, με γυαλί Gorilla Glass Victus, εξαιρετικά μικρά περιθώρια περιμετρικά και μια μικρή punch-hole κάμερα επάνω αριστερά. Η οθόνη είναι τεχνολογίας AMOLED LTPO2, που σημαίνει χαμηλή κατανάλωση αλλά και ρυθμό ανανέωσης 1Hz-120Hz, με ανάλυση WQHD+ (1140x3216) και πυκνότητα 509ppi. Η εταιρεία αναφέρει επίσης υποστήριξη HDR10+, 100% υποστήριξη της γκάμας χρωμάτων DCI-P3 και μέγιστη φωτεινότητα 1400nits. Πρόκειται για μια φανταστική οθόνη, άριστη σε οποιαδήποτε φάση τη χρησιμοποιήσαμε – κάτω από το φως του ήλιου, για ταινίες, για παιχνίδι, ήταν απλώς άριστη σε κάθε σενάριο. Με εξαίρεση βέβαια, το Netflix, αφού ακόμη οι συσκευές της Realme δεν υποστηρίζονται πλήρως κι έτσι το HDR δεν ενεργοποιείται σε περιεχόμενο όπου θα μπορούσε. Σε βίντεο του Youtube ωστόσο, υποστηρίζεται κανονικά η λειτουργία HDR και η διαφορά είναι εύκολα αντιληπτή, όμως και χωρίς αυτή τα χρώματα είναι ολοζώντανα και απολαυστικά για κάθε είδους περιεχόμενο. Δεδομένης της μεγάλης οθόνης και των μικρών περιθωρίων, η παρακολούθηση 1-2 επεισοδίων κάθε βράδυ στο κρεβάτι ήταν άνετη και η εμπειρία ευχάριστη. Την οθόνη συμπληρώνουν δύο ηχεία, ένα στην κάτω μεριά κι ένα το μεγάφωνο κλήσεων, τα οποία μαζί κάνουν αρκετά καλή δουλειά τόσο από άποψη έντασης όσο και ποιότητας. Βλέποντας ταινίες και σειρές στον καναπέ από το GT 2 Pro, δε μας «έλειψε» κάτι, ούτε όταν το αφήναμε στο τραπέζι να παίζει μουσική, όταν κάναμε κλήσεις με το μεγάφωνο ή όταν παίζαμε παιχνίδια χωρίς ακουστικά. Αυτό που πραγματικά λείπει από το GT 2 Pro όμως, είναι η πιστοποίηση IP67, κάτι που θα περιμέναμε από ένα premium smartphone της κατηγορίας του και πραγματικά είναι κάπως ανεξήγητο να απουσιάζει κάτι τόσο σημαντικό. Η τιμή του δεν απέχει πολύ από ενός flagship, οπότε η απουσία IP67 είναι παράξενη. Επιδόσεις – Μπαταρία Το Realme GT 2 Pro διατίθεται σε εκδόσεις 128GB/8GB, 256GB/8GB, 256GB/12GB και 512GB/12GB. Κάθε έκδοση έρχεται με το SoC Qualcomm Snapdragon 8 Gen 1 (1x Cortex-X2 @ 3.00 GHz, 3x Cortex-A710 @ 2.50 GHz, 4x Cortex-A510 @ 1.80 GHz, GPU: Adreno 730), οπότε οι επιδόσεις είναι πραγματικά κορυφαίες. Επιπλέον, να σημειωθεί, υποστηρίζει δίκτυα 5G. Δοκιμάσαμε αρχικά ορισμένα παιχνίδια, για να δούμε πώς αποδίδει εκεί. Από Call of Duty Mobile, Genshin Impact, Pokemon Unite, Final Fantasy VII The First Soldier και διάφορα άλλα, είδαμε όσα περιμέναμε: γραφικά στο max, απόδοση σταθερή στα 60fps με ελάχιστες πτώσεις κι αυτές μόνο πολύ σπάνια, στο Genshin Impact. Κατεβάσαμε επίσης το GeekBench 5, όπου τα σκορ που λάβαμε ήταν 1236 (Single-Core) και 3509 (Multi-Core). Κάτι που παρατηρήσαμε ήταν πως, μετά από εκτεταμένο παιχνίδι (30-40 λεπτά τουλάχιστον) το κινητό θερμαινόταν αρκετά παρότι ενσωματώνει καλό σύστημα διάχυσης θερμότητας. Δεν φτάνει σε ανησυχητικό βαθμό σε καμία περίπτωση, όμως δεν περιμέναμε να ζεσταθεί τόσο. Πίσω στα παιχνίδια, υπάρχει κάτι ανεξήγητο εδώ: ο ρυθμός ανανέωσης δεν ξεπερνά ποτέ τα 60fps, παρότι η οθόνη υποστηρίζει έως και 120Hz. Ψάχνοντας περισσότερο, είδαμε πως είναι θέμα λογισμικού οπότε ευελπιστούμε να λυθεί σε κάποιο update γιατί είναι πραγματικά ανεξήγητο και κρίμα να συμβαίνει, αφού το hardware το υποστηρίζει. Σε καθημερινές συνθήκες χρήσης, η ρουτίνα μας δεν ήταν τίποτα για τις δυνατότητές του. Χρησιμοποιούσαμε σταθερά Slack, Outlook, Gmail, browser, Google Sheets/Docs ή Excel/Word, Spotify, social media apps, όπως και διάφορες άλλες που ανοιγόκλειναν κάθε λίγο διάστημα ενώ πολλές φορές οι παραπάνω έμεναν ανοιχτές παράλληλα και εναλλάσσαμε μεταξύ αυτών. Ενδιάμεσα, ανοίγαμε κάποιο παιχνίδι για σύντομα διαστήματα. Στα χέρια μας είχαμε την έκδοση των 128GB/8GB, οπότε οι εκδόσεις με 12GB RAM σίγουρα θα αποδίδουν καλύτερα σε πιο βαριά χρήση αλλά και θα αντέξουν στο πέρασμα του χρόνου. Η μπαταρία που ενσωματώνεται είναι χωρητικότητας 5000mAh, αρκετά μεγάλη και πολλά υποσχόμενη. Με βάση τα παραπάνω σενάρια χρήσης, καταφέραμε να έχουμε τουλάχιστον μια μέρα χρήσης προτού χρειαστεί φόρτιση, δηλαδή να φτάνουμε από πρωί σε πρωί χωρίς να χρειαστούμε φορτιστή. Στη συσκευασία περιλαμβάνεται το καλώδιο φόρτισης όπως και ο αντάπτορας πρίζας 65W, που προσφέρει ταχεία φόρτιση SuperDart 65W. Στην πράξη, αυτό μεταφράζεται σε 0%-100% σε περίπου 33 λεπτά (κατά την εταιρεία) και 0%-50% σε περίπου 15 λεπτά. Στη δική μας περίπτωση, μια πλήρης φόρτιση απαιτούσε περίπου 35-36 λεπτά, οπότε με πολύ μικρή απόκλιση ισχύουν όσα αναφέρει η Realme. Στα πολύ θετικά ότι δεν χρειάζεται επιπλέον εξοπλισμός για να απολαύσουν όλοι την ταχεία φόρτιση – είναι όλα στο κουτί. Θα μπορούσε να υπάρχει κάποια βελτίωση εδώ; Ναι, συγκεκριμένα να υπάρχει ασύρματη φόρτιση, κάτι που μυστηριωδώς απουσιάζει από τη συσκευή. Δεν έχει να κάνει με την ταχύτητα αλλά με την άνεση, καθώς έχουμε συνηθίσει να αφήνουμε το κινητό στο Qi pad του γραφείου και να φορτίζει εύκολα (αν και αργά) όσο δεν το χρησιμοποιούμε, χωρίς να βάζουμε και βγάζουμε διαρκώς καλώδια. Στο κομμάτι του λειτουργικού, έρχεται με Android 12 και Realme UI 3.0, το οποίο όπως συνηθίζει η Realme δεν είναι παρεμβατικό κι ίσα-ίσα βοηθάει αρκετά. Για παράδειγμα, το γενικό design και οι λειτουργίες του Android 12 βρίσκονται εδώ, όπως οι βαθύτερες ρυθμίσεις ιδιωτικότητας, αλλά προστίθεται μια χρήσιμη λειτουργία που δεν υπάρχει αλλού. Σύροντας το δάχτυλο προς τα κάτω στη δεξιά ή αριστερή άκρη της οθόνης, όλα τα εικονίδια της αρχικής οθόνης μεταφέρονται στο κάτω μισό της, για εύκολη πρόσβαση με ένα χέρι χωρίς την ανάγκη για κάποιο μενού ή πάτημα πλήκτρου. Γενικά, από το Always-On και το Dark Mode έως την παραμετροποίηση σε πολλαπλά επίπεδα, το Realme UI 3.0 είναι αξιόλογο και πραγματικά βοηθητικό προς τον χρήστη χωρίς ανούσιες αλλαγές. Τέλος, η εταιρεία υπόσχεται δύο χρόνια δωρεάν αναβαθμίσεων για τη συσκευή, δηλαδή υποστήριξη έως και το Android 14. Κάμερα Το Realme GT 2 Pro έρχεται με τριπλή κάμερα, έχοντας μια βασική wide 50MP (f/1.8, OIS), μια ultra-wide angle 50MP (f/2.2, 150˚) και μια “microscope” 3MP (f/3.3), ενώ μπροστά βρίσκεται η selfie 32MP (f/2.4). Ίσως είναι η πρώτη φορά που θα ξεκινήσουμε με την ultra-wide αντί της wide. Προσφέρει εντυπωσιακό εύρος 150 μοιρών, εκεί που οι περισσότερες «τερματίζουν» στις 119-120. Αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά ευρείες λήψεις που μάλιστα μπορούν να υιοθετήσουν εφέ “fisheye”, οπότε όποιος πειραματίζεται με τις φωτογραφίες έχει πάρα πολλές δυνατότητες με το GT 2 Pro, τις οποίες είτε δε βρίσκει σε άλλο smartphone είτε χρειάζεται επιπλέον εξοπλισμό. Πέραν της ultra-wide, πολύ εντυπωσιακό (αλλά πολύ πιο περιορισμένο) είναι το μικροσκόπιο, ο τρίτος φακός δηλαδή που πράγματι λειτουργεί σαν μικροσκόπιο με μεγέθυνση 20x. Για να λειτουργήσει αποτελεσματικά, χρειάζεται άπλετο φως οπότε η χρήση του είναι σίγουρα περιορισμένη, αλλά έχει ενδιαφέρον αν μη τι άλλο για πειραματισμό, αποτελώντας όμως σε κάθε περίπτωση gimmick. Τα δύο LED flash σίγουρα βοηθούν την κατάσταση κάπως, αλλά ο φυσικός φωτισμός πάντα είναι προτιμότερος. Προσφέρεται επίσης μεγέθυνση 40x, όμως η επεξεργασία που υφίστανται οι εικόνες είναι αρκετή και η πτώση ποιότητας εμφανής, ενώ στις περισσότερες δοκιμές μας το 20x ήταν αρκετό. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσα επίπεδα – είτε 20x είτε 40x. Περνάμε στη βασική κάμερα των 50MP, η οποία η Realme αναφέρει πως ανταγωνίζεται την κάμερα κορυφαίων flagships. Παρατηρήσαμε πως, με πλούσιο φως, οι φωτογραφίες είναι όντως πολύ λεπτομερείς, με ωραία κι αληθοφανή χρώματα, ανύπαρκτο θόρυβο και καμία παραμόρφωση – σε σημείο που αν δε γνωρίζαμε από ποιο κινητό προέρχονται, δε θα μαντεύαμε το σωστό. Σε κλειστούς χώρους, όπου το φως δεν είναι τόσο άφθονο, εντοπίζονται κάποιες ατέλειες, κυρίως ο θόρυβος της εικόνας αλλά και μια ελαφριά πτώση στην ακρίβεια των χρωμάτων. Δεν πρόκειται για κάτι άσχημο αισθητικά ούτε πολύ εύκολα διακριτό, όμως σίγουρα δεν κινείται πλέον σε επίπεδα flagship. Εκεί που σίγουρα καταλαβαίνει κανείς ότι δεν είναι κάποιο flagship, είναι το zoom, ή μάλλον η απουσία του. Η μεγέθυνση φτάνει έως το 2x αφού απουσιάζει ένας τηλεφακός, κι έτσι δεν υπάρχει δυνατότητα να ζουμάρει κανείς πολύ σε ένα μακρινό θέμα. Φωτογραφίες σε σκοτάδι ή βράδυ εμφανίζονται με πολύ καλή λεπτομέρεια και χρώματα, όμως δεν καταφέραμε να έχουμε εικόνα με πλήρη απουσία θορύβου έστω κι αν είναι ανεπαίσθητος. Σίγουρα, σε πραγματικές συνθήκες ένας μέσος χρήστης δύσκολα θα παρατηρήσει τέτοιες λεπτομέρειες, οπότε σε γενικές γραμμές και το Night Mode λειτουργεί ικανοποιητικά καλά. Η selfie κάμερα υποστηρίζει πορτρέτα και μάλιστα τα καταφέρνει πολύ καλά, διαχωρίζοντας το θέμα και θολώνοντας το παρασκήνιο πίσω του, με καλή ακρίβεια και χωρίς να παρεμβαίνει (τουλάχιστον αισθητά) στις άκρες του θέματος. Κατά τα άλλα, χρειάζεται πλούσιο φως για να αποδώσει καλά, αφού σε κλειστό χώρο έπρεπε να είμαστε κοντά σε παράθυρο και να μη σκοτεινιάζει το πρόσωπό μας για να έχουμε καλής ποιότητας αποτελέσματα. Στο κομμάτι του βίντεο, υποστηρίζει καταγραφή σε 8K/30fps, 4K/30-60fps και 1080p/30-240fps, ενσωματώνοντας επίσης ηλεκτρονικό σταθεροποιητή εικόνας, ο οποίος όμως δεν υποστηρίζεται στα βίντεο ανάλυσης 8K. Τα βίντεο έχουν λιγότερο ζωηρά χρώματα συγκριτικά με τις υπόλοιπες κάμερες, ενώ σε σκοτάδι υπάρχει εμφανώς περισσότερος θόρυβος. Η λεπτομέρεια επίσης είναι, συνολικά, σε χαμηλότερο επίπεδο συγκριτικά με τις φωτογραφίες αλλά τηρουμένων των αναλογιών είναι ικανοποιητικής ποιότητας καταγραφές για καθημερινά σενάρια, αφήνοντας φυσικά απ’ έξω οποιαδήποτε σκέψη για κάτι επαγγελματικού επιπέδου. Συμπέρασμα Κατά κύριο λόγο, το Realme GT 2 Pro κρατάει το λόγο του. Προσφέρει πολύ υψηλές επιδόσεις, έχει ποιοτική οθόνη και ηχεία, ο σχεδιασμός του είναι εξαίσιος, η φόρτιση ταχύτατη και ο αντάπτορας πρίζας βρίσκεται στο κουτί, η κάμερα επιχειρεί κάτι πρωτότυπο και χρήσιμο. Γενικά μιλώντας, είναι πάρα πολύ κοντά σε όσα προσφέρει ένα flagship, όμως κάποια προβληματάκια το κρατούν μακριά από μια ακόμη καλύτερη θέση που θα μπορούσε να έχει. Δεν έχει πιστοποίηση τουλάχιστον IP67, δεν υποστηρίζει ασύρματη φόρτιση, έχει ένα πραγματικά ανεξήγητο όριο στα 60Hz όταν παίζουμε παιχνίδια παρότι η οθόνη φτάνει τα 120Hz και η (εντυπωσιακή κατά τα άλλα) κάμερα έχει μόλις 2x zoom. Είναι σίγουρα μια αξιόλογη πρόταση και τεχνικά άρτιο, αλλά απέχει λίγα βήματα από το να χαρακτηριστεί πραγματικά “flagship killer”.
    4 πόντοι
  48. Η νέα ναυαρχίδα της Xiaomi έχει την ονομασία Mi 10 Pro και έχει όλα όσα θα ήθελε ο σημερινός ενθουσιώδης με την τεχνολογία χρήστης εκτός –υποθέτουμε- από την… τιμή. Το νέο κορυφαίο smartphone της γνωστής και δημοφιλούς Κινέζικης εταιρείας έχει όμορφο σχεδιασμό και εμφάνιση, εντυπωσιακή και «γρήγορη» οθόνη, τον ισχυρότερο επεξεργαστή της Qualcomm, μπόλικη μνήμη και αποθηκευτικό χώρο και είναι συμβατό με τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα του μέλλοντος (5G). Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω έρχεται με δύο ηχεία, με μεγάλη μπαταρία που φορτίζει γρήγορα (και ασύρματα) και με ένα εντυπωσιακό «camera setup» που περιλαμβάνει τον υψηλότερης ανάλυσης αισθητήρα που έχει τοποθετηθεί σε κινητό και δύο κάμερες με τηλεφακό για 10x hybrid zoom. Μαζί με όλα τα παραπάνω βεβαίως έρχεται και μία αρκετά… υψηλή τιμή, και σε επίπεδο που δεν είχαμε συνηθίσει την Xiaomi. Όλοι οι κατασκευαστές, κατά την άποψη μου, ζητούν αρκετά περισσότερα χρήματα για τις ναυαρχίδες τους σε σχέση με όσα προσφέρουν στον χρήστη, και το Mi 10 Pro, δεν αποτελεί εξαίρεση. Για παράδειγμα, την ώρα που η Xiaomi προβάλλει ως βασικό του πλεονέκτημα τον αισθητήρα των 108MP, ο τελευταίος δεν είναι… αποκλειστικός, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Samsung Galaxy S20 Ultra, αλλά είναι ο ίδιος αισθητήρας που βρίσκεται και στο Mi Note 10 που στοιχίζει λιγότερο από τα μισά χρήματα. Από την άλλη, μία συσκευή τόσο υψηλού κόστους, θα έπρεπε να είναι «πιστοποιημένη» για την αντοχή της στη σκόνη και στο νερό, όπως άλλωστε είναι οι ναυαρχίδες P40 Pro και Galaxy S20 Ultra των Huawei και Samsung αντίστοιχα και κυρίως, θα έπρεπε να διαθέτει υψηλότερης ανάλυσης οθόνη. Από την άλλη, σε σύγκριση με το P40 Pro, η ναυαρχίδα της Xiaomi έρχεται «φουλαρισμένη» με τις απαραίτητες στον Δυτικό κόσμο υπηρεσίες και εφαρμογές της Google (και βεβαίως με Google Pay) ενώ σε σχέση με την Ευρωπαϊκή έκδοση του Galaxy S20 Ultra έχει το πλεονέκτημα του «Snapdragon» και της… τιμής. Σχεδιασμός Η συσκευή διαθέτει μία αρκετά μεγάλη και εντυπωσιακή οθόνη που καμπυλώνει στις δύο μεγαλύτερου μήκους πλευρές της. Παρόλο που το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό δεν είναι και τόσο ξεχωριστό πια, αρέσει σε αρκετούς χρήστες (και σε εμένα), καθώς είναι ευχάριστο οπτικά και έχει ωραία αίσθηση (μεγεθυμένη αυτή την αίσθηση προσφέρει το Huawei P40 Pro). Η συμμετρία επίσης, χάρη στα ισορροπημένα «πλαίσια» γύρω από την οθόνη (το «πηγούνι» είναι ελάχιστα μεγαλύτερο) συμβάλει στον σχηματισμό μίας καλής πρώτης εικόνας για τη συσκευή, από άποψη εμφάνισης και αισθητικής, ωστόσο μόλις την επεξεργαστείς λίγο παραπάνω, διαπιστώνεις ότι σε σχέση με άλλες φετινές ναυαρχίδες δείχνει συνηθισμένη, σχεδόν «καθημερινή». Για την ακρίβεια, δίνει… περσινή σε σχέση με τις ναυαρχίδες των Huawei και Samsung, εξαιτίας της περισσότερο συμβατικής σχεδίασης του εξογκώματος για τις κάμερες στο πίσω μέρος. Όσον αφορά στο τελευταίο, η εταιρεία φαίνεται να μην σκέφτηκε (ή να μην ενδιαφέρθηκε) και πολύ καλά τον σχεδιασμό του εξογκώματος για τις κάμερες στο πίσω μέρος καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να μην δυσανασχετήσεις με τη χρήση της συσκευής όταν βρίσκεται τοποθετημένη με την πλάτη σε επίπεδη επιφάνεια -εκτός και αν οι μηχανικοί και οι σχεδιαστές της σκέφτηκαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών θα χρησιμοποιήσει κάποια θήκη (τέτοιο σενάριο χρήσης πάντως είναι σπάνιο, εκτός και αν έχετε τη συνήθεια να διαβάζετε άρθρα σε ιστοσελίδες όπως εγώ την ώρα που… τρώτε). Πράγματι, η χρήση της διάφανης θήκης σιλικόνης που περιλαμβάνεται στη συσκευασία διορθώνει σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα, ωστόσο ακυρώνει το ξεχωριστό φινίρισμα της πλάτης και την ωραία αίσθηση του. Το πίσω μέρος στην έκδοση «Alpine White» που είχα στα χέρια μου κάνει «παιχνίδια» με το φως χαρίζοντας ξεχωριστή εμφάνιση στη συσκευή. Το «γυαλί» στο πίσω μέρος είναι σαν να είναι αμμοβολλημένο και επομένως είναι ματ και δεν μαζεύει δαχτυλικές, πράγμα που βολεύει ιδιαίτερα. Το μεταλλικό πλαίσιο (έχει «χρυσαφί» φινίρισμα στην έκδοση «Alpine White») που είναι αρκετά λεπτό, δεν «δένει» πάντως και πολύ αρμονικά με την γυάλινη προστασία της οθόνης ή την προστασία της πλάτης (και στις δύο περιπτώσεις Gorilla Glass 5) και εξέχει ελαφρώς, σχηματίζοντας ένα δυσάρεστο «δόντι» στο κράτημα, το οποίο όμως δεν θα αποτελέσει ζήτημα για τους περισσότερους από εσάς. Γενικότερα, η ποιότητα κατασκευής/ συναρμογής, δεν είναι του επιπέδου των άλλων δύο ναυαρχίδων που έχω αναφέρει στο άρθρο, και η συσκευή δεν δίνει την ίδια αίσθηση στιβαρότητας. Στην δεξιά πλευρά του πλαισίου υπάρχει το πλήκτρο για την ενεργοποίηση και την απενεργοποίηση της συσκευής καθώς και το μεγαλύτερο πλήκτρο για τον έλεγχο της έντασης του ήχου. Η αριστερή πλευρά είναι «γυμνή» από πλήκτρα, ωστόσο στην πάνω και κάτω πλευρά έχουμε… αντίθετη εικόνα και είναι πλούσιες σε χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα, στο πάνω τμήμα του πλαισίου βρίσκουμε μία πλαστική «λωρίδα» για την κεραία, ένα πόρο μικροφώνου, τις υπέρυθρες (IR blaster) καθώς και έξι οπές για το ηχείο και το ακουστικό. Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποια φωτεινή ένδειξη (notification led) για τις ειδοποιήσεις, και ο χρήστης θα πρέπει να αρκεστεί στην οθόνη AOD, επιλογή που θα έχει επιπτώσεις στην αυτονομία. Στην κάτω πλευρά του μεταλλικού πλαισίου, υπάρχουν δύο ακόμα πλαστικές «λωρίδες» για τις κεραίες, ο πόρος για το κύριο μικρόφωνο, έξι οπές για το δεύτερο ηχείο, το «συρταράκι» για τη κάρτα nanoSIM και η υποδοχή USB Type-C για την φόρτιση της συσκευής και τη σύνδεση της με υπολογιστή. Η οθόνη «φιλοξενεί» τον αισθητήρα δακτυλικών αποτυπωμάτων (optical) και στην πάνω αριστερή γωνία της διαθέτει μία σχετικά διακριτική οπή για την εμπρόσθια κάμερα. Όπως ανέφερα, μία τόσο ακριβή συσκευή έπρεπε να είναι IP-rated ώστε ο χρήστης της να μην ανησυχεί για μικροατυχήματα ή τη βροχή. Αν και η συσκευή στο εσωτερικό της διαθέτει υδροφοβική νανο-επίστρωση P2i και κάποια υποτυπώδη μόνωση, εντούτοις δεν εξασφαλίζει την ασφάλεια του κινητού σε περίπτωση ατυχήματος με νερό. Οθόνη Η οθόνη είναι σαφώς κατώτερη εκείνης του «S20 Ultra» όμως είναι ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα του Mi 10 Pro (αν και με τόσα χρήματα, θα έπρεπε να επιδεικνύει ανάλυση τουλάχιστον… WQHD). Πρόκειται για μία πληθωρική οθόνη τεχνολογίας AMOLED με διαγώνιο 6,67 ιντσών που υποστηρίζει ανάλυση Full HD+ (1080 x 2340 pixels, 386ppi) και είναι αρκετά «γρήγορη» επιδεικνύοντας refresh rate 90Hz αλλά και touch sampling rate 180Hz καθιστώντας την κύλιση εξαιρετικά ομαλή και «ανύπαρκτη» την υστέρηση στο άγγιγμα. Η οθόνη επέδειξε υψηλή φωτεινότητα και δεν αντιμετώπισα κανένα αξιοσημείωτο πρόβλημα με την απεικόνιση και επομένως με τον χειρισμό της συσκευής υπό το έντονο φως του ήλιου. Η εταιρεία άλλωστε υποστηρίζει ότι το «peak brightness» μπορεί να φτάσει τα 1200nits (typ. 500nits). Η οθόνη τεχνολογίας AMOLED του Mi 10 Pro υποστηρίζει επίσης HDR10+ και καλύπτει πλήρως (100%) τους χρωματοχώρους DCI-P3, sRGB και NTSC και πράγματι επιδεικνύει εξαιρετική χρωματική απόδοση. Επιπλέον αποδεικνύεται αρκετά ξεκούραστη και είναι TUV Rheinland-certified για την χαμηλή εκπομπή μπλε φωτός. Η οθόνη «φιλοξενεί» και τον αισθητήρα δακτυλικών αποτυπωμάτων, ο οποίος είναι οπτικής τεχνολογίας και εξαιρετικά γρήγορος και αποτελεσματικός για το είδος του (από τους ταχύτερους που έχω δοκιμάσει). Στην πάνω αριστερή γωνία της υπάρχει επίσης μία μικρή οπή για τις «ανάγκες» της εμπρόσθιας κάμερας που είναι αρκετά υψηλής ανάλυσης. Κάμερες και απόδοση Η εμπρόσθια κάμερα 20MP είναι ευρυγώνια και έχει ένα σχετικά φωτεινό σύστημα φακού (f:/2.0) για να προσφέρει ωραίες, με αρκετή λεπτομέρεια και φωτεινές selfies και βίντεο ανάλυσης Full HD με 30 καρέ το δευτερόλεπτο αρκετά καλής ποιότητας. Να είχε και δυνατότητα αυτόματης εστίασης… Η κάμερα έχει τη βοήθεια αλγόριθμων τεχνητής νοημοσύνης (AI) για την αναγνώριση σκηνών ή την διαχείριση του φωτισμού και την εφαρμογή διάφορων εφέ (π.χ ψηφιακού makeup ή beautify) που θα σας κάνουν…. άλλους ανθρώπους. Αν και μία υψηλής ανάλυσης εμπρόσθια κάμερα είναι ευπρόσδεκτη, οι τέσσερις κάμερες στο πίσω μέρος συνθέτουν ένα αρκετά ικανό σύνολο. Η κύρια κάμερα που είναι ευρυγώνια βασίζεται στον αισθητήρα ISOCELL Bright HMX ανάλυσης 108MP της Samsung. Ο αισθητήρας κάνει χρήση της τεχνολογίας Tetracell (4-in-1 pixel binning) είναι μεγέθους 1/1.33” και διαθέτει φίλτρο Quad-Bayer RGGB (2x2). Επίσης κάνει χρήση phase detection AF και τεχνολογίας OIS, και βρίσκεται πίσω από ένα φωτεινό σύστημα φακού οκτώ οπτικών στοιχείων (8P) με διάφραγμα f:/1.69. Την κύρια κάμερα συνοδεύουν δύο «κάμερες-τηλεφακοί». Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη «long telephoto» βασίζεται στον αισθητήρα 1/4.4" OmniVision OV08A10 ανάλυσης 8MP, ο οποίος βρίσκεται πίσω από ένα σύστημα φακών 94mm με διάφραγμα f:/2.0. Η συγκεκριμένη κάμερα διαθέτει OIS και phase detection AF και παρέχει 10x hybrid zoom. Η δεύτερη κάμερα-τηλεφακός βασίζεται στον αισθητήρα 1/2.6" Samsung ISOCELL Fast S5K2L7 ανάλυσης 12MP με dual-pixel phase detection AF, ο οποίος βρίσκεται πίσω από ένα σύστημα φακού με φωτεινό διάφραγμα f:/2.0. Η Κινέζικη εταιρεία ονομάζει την συγκεκριμένη κάμερα «Portrait», καθώς είναι ιδανική για πορτραίτα, και προσφέρει 2x optical zoom. Από ότι φαίνεται λοιπόν, αντί να χρησιμοποιήσει μία περισσότερο εξελιγμένη λύση με περισκοπικό σχεδιασμό, η Xiaomi χρησιμοποίησε δύο κάμερες για να πετύχει εξίσου μεγάλο ζουμ και μάλιστα με ωραίο και προοδευτικό τρόπο. Σε 2x ζουμ χρησιμοποιείται η «short telephoto» κάμερα και από εκεί και πέρα χρησιμοποιείται η «long telephoto» σε συνδυασμό με πληροφορία που προέρχεται από τον μεγάλο αισθητήρα της κύριας κάμερας. 0.6x 1x 2x 5x 10x Η τέταρτη κάμερα τέλος είναι υπερευρυγώνια (26mm) στα 20MP με διάφραγμα φακού f:/2.2. Να αναφέρουμε ότι η αυτόματη εστίαση στο παραπάνω σύστημα καμερών ενισχύεται από Laser AF ενώ υπάρχει και triple-LED φλας. Η εφαρμογή της κάμερας –αν και μου κόλλησε δύο, τρεις φορές- είναι αρκετά καλοφτιαγμένη και εύκολη στη χρήση, με τις επιλογές και τις ρυθμίσεις ωραία τακτοποιημένες και προσβάσιμες. Πατώντας τους μικρούς κύκλους-μεγέθυνσης παρέχεται πρόσβαση πέρα από τη λειτουργία «macro», στη λειτουργία μεγέθυνσης 0,6x (ευρυγώνια), 1x (κύρια κάμερα), 2x (τηλεφακός) και 5X (τηλεφακός). Μπορείτε επίσης να επιλέξετε να τραβήξετε πορτραίτο, να χρησιμοποιήσετε ανάλυση 108MP, να χρησιμοποιήσετε HDR στις «binned» φωτογραφίες καθώς και να εκμεταλλευτείτε την τεχνητή νοημοσύνη (AI) για να ενισχύσετε το τελικό αποτέλεσμα. Στην διάθεση σας επίσης δεκάδες φίλτρα, τεχνικές ωραιοποίησης κ.ά. Επίσης μπορείτε να τραβήξετε βίντεο μέχρι και ανάλυσης 8K με 30 καρέ το δευτερόλεπτο ή βίντεο αργής κίνησης (έως και 960 καρέ το δευτερόλεπτο). Επιπλέον υπάρχει και «επαγγελματική λειτουργία» (Pro mode) για μεγάλο έλεγχο (στην έκθεση, στην εστίαση, στην ταχύτητα κλείστρου, στο ISO, στην ισορροπία λευκού κ.ά) στο τελικό αποτέλεσμα. 108MP Η απόδοση των καμερών είναι εξαιρετική και όσοι αποκτήσετε την συσκευή θα μείνετε αρκετά ευχαριστημένοι από τα αποτελέσματα. Οι φωτογραφίες στα 108MP (12032 x 9024 pixels) προσφέρουν υψηλό επίπεδο λεπτομέρειας ωστόσο ακόμα πιο ωραίες –και χρηστικές- είναι οι φωτογραφίες στα 27MP (δηλαδή στα 5792 x 4344 pixels και στη πραγματικότητα στα 25MP αφού για κάποιο λόγο η συσκευή «κροπάρει»), οι οποίες έχουν επίσης αρκετή λεπτομέρεια, πολύ ωραίο χρώμα, υψηλό δυναμικό εύρος και πρακτικά ελάχιστο ή ανεπαίσθητο θόρυβο. Αρκετά ευχαριστημένοι θα μείνετε και με την ευρυγώνια κάμερα (η οποία χρησιμοποιείται και για τα κοντινά πλάνα-macro αν και το να εστιάσεις σωστά… είναι άλλη υπόθεση), καθώς προσφέρει επαρκές επίπεδο λεπτομέρειας, σωστά χρώματα και καλό επίπεδο αντίθεσης και δυναμικού εύρους ενώ δεν παραμορφώνει ιδιαίτερα (το λογισμικό κάνει πολύ καλή δουλειά στο συγκεκριμένο τομέα). Όσον αφορά στη μεγέθυνση-zoom, και οι δύο κάμερες-τηλεφακοί κάνουν καλά τη δουλειά τους στα 2x και μέχρι 5x, ενώ θα έλεγα ότι oi περισσότερες από τις φωτογραφίες στα 10x μπορούν να αξιοποιηθούν αλλά από εκεί και πέρα, τα αποτελέσματα δεν θα σας αφήσουν ικανοποιημένους. Όσον αφορά στις λήψεις σε συνθήκες με χαμηλά επίπεδα φωτισμού, από ότι φαίνεται, η λειτουργία «Νύχτα» δεν είναι και τόσο απαραίτητη πια, καθώς η κύρια κάμερα με το αρκετά φωτεινό σύστημα φακού και τον μεγάλο αισθητήρα καταφέρνει να προσφέρει ωραία φωτισμένες φωτογραφίες, με επαρκή λεπτομέρεια και ωραίο χρώμα (στα 108MP οι φωτογραφίες πάντως έχουν περισσότερο θόρυβο και λιγότερη λεπτομέρεια). Η λειτουργία «Νύχτα» λειτουργεί ικανοποιητικά πάντως και μερικές φορές διορθώνει κάποια ζητήματα (π.χ ζητήματα υπερέκθεσης, blown highlights). Στον τομέα του βίντεο, το αποτέλεσμα θα σας αφήσει αρκετά ικανοποιημένους, τόσο σε ανάλυση Full HD όσο και σε ανάλυση 4K στα 60 καρέ το δευτερόλεπτο. Υπάρχει επίσης δυνατότητα λήψης 8K στα 30 καρέ το δευτερόλεπτο για εξαιρετικό επίπεδο λεπτομέρειας, αν και καταλαμβάνει αρκετό χώρο (ένα βίντεο διάρκειας 13 δευτερολέπτων έχει μέγεθος 164MB). Μπορείτε επίσης να τραβήξετε βίντεο «slow motion» αν και η λειτουργία για τη λήψη βίντεο αργής κίνησης δεν ήταν πάντα αξιόπιστη. Χαρακτηριστικά και επιδόσεις Το κορυφαίο κινητό της Xiaomi, βασίζεται στην ισχυρότερη πλατφόρμα της Qualcomm, Snapdragon 865 που συνδυάζεται με το Snapdragon X55 5G modem για συμβατότητα με τα νέας γενιάς τηλεπικοινωνιακά δίκτυα. Το high-end system-on-chip της Qualcomm ενσωματώνει μεταξύ άλλων οκταπύρηνο επεξεργαστή (με ένα πυρήνα Kryo 585 χρονισμένο στα 2,84GHz, τρεις στα 2,42GHz και τέσσερις στα 1,8GHz) και «γραφικά» Adreno 650. Η συσκευή χρησιμοποιεί ένα εξελιγμένο σύστημα ψύξης που ονομάζει VC Liquid Cooling (vapour chamber) για τις ανάγκες του επεξεργαστή και των υπόλοιπων υποσυστημάτων. Το Mi 10 Pro ενσωματώνει 8GB RAM τύπου LPDDR5 και 256GB flash storage UFS3.0 και διαθέτει WiFi 6 (802.11 a/b/g/n/ac/ax), dual band, WiFi direct/ hotspot, Bluetooth 5.1 με aptX HD/ Adaptive, GPS, NFC, έχει υπέρυθρες (IR blaster), έχει USB Type-C (USB2.0), δύο ηχεία και αισθητήρα δακτυλικών αποτυπωμάτων κάτω από την οθόνη. Όπως θα περιμένατε, οι επιδόσεις της συσκευής χάρη στο κορυφαίο system-on-chip, την μπόλικη και γρήγορη μνήμη (LPDDR5) και τον γρήγορο αποθηκευτικό χώρο (UFS3.0) είναι κορυφαίες, και τα πάντα τρέχουν ομαλά και στρωτά και με την υψηλότερη δυνατή ποιότητα απεικόνισης (π.χ στα παιχνίδια). Η αυτονομία της συσκευής ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη, με την έννοια ότι παρά τον ισχυρότατο επεξεργαστή και την οθόνη, έφτασε την μιάμιση περίπου μέρα (με τυπική χρήση). Αν προτιμήσετε να χρησιμοποιήσετε τον ρυθμό ανανέωσης 90Hz για την οθόνη, το αντίκτυπο στην αυτονομία θα είναι αρκετά μεγάλο, όχι όμως και τόσο σοβαρό –περίπου τρεις με τέσσερις ώρες- ΄ώστε να στερηθείτε αυτό το χαρακτηριστικό στην καθημερινότητα σας. Η μπαταρία που έχει χωρητικότητα 4500mAh υποστηρίζει γρήγορη φόρτιση 50W (ο φορτιστής που υπάρχει στη συσκευασία είναι 65W, κάτι ιδιαίτερα ευχάριστο), πολύ γρήγορη ασύρματη φόρτιση 30W και η συσκευή μπορεί να λειτουργήσει και ως powerbank ενσύρματα/ ασύρματα για την φόρτιση άλλων συσκευών μέσω της τεχνολογίας reverse wired/ wireless charging.Τα ηχεία προσφέρουν ωραίο, και γεμάτο ήχο, με χαρακτηριστικά καλά μπάσα, ωστόσο δεν εντυπωσιάζουν με την ένταση τους. Λογισμικό Το Xiaomi Mi 10 Pro «τρέχει» το τελευταίας γενιάς MIUI 11 που βρίσκεται «πάνω» από την πλέον σύγχρονη έκδοση του λειτουργικού συστήματος της Google, Android 10. Το MIUI έχει αρκετά νεανική εμφάνιση, με αρκετό χρώμα, όμορφα και ομαλά «animations» και χάρη στα πολλά θέματα, τις ταπετσαρίες και τα διάφορα εικονίδια μπορείς εύκολα να του δώσεις προσωπικό ύφος. Κάποια στοιχεία του περιβάλλοντος χρήσης ενδεχομένως στην αρχή να σας ξενίσουν, όπως οι «ανοικτές» εφαρμογές που βρίσκονται ανά δύο σε κάθετη διάταξη (από εκεί υπάρχει η δυνατότητα να «κλειδώσεις» ή να «παγώσεις» κάποιες εφαρμογές ώστε να είναι πάντα διαθέσιμες και άμεσα προσβάσιμες, να τρέξεις δύο εφαρμογές ταυτόχρονα κ.ά. Οι ρυθμίσεις στο ομώνυμο app, δεν είναι τόσο καλά τακτοποιημένες όσο στην περίπτωση του ανταγωνισμού, ωστόσο το app είναι πλήρες και προσφέρει αμέτρητες επιλογές και δυνατότητες, τόσο στον τομέα της εμφάνισης (οθόνη «always on», οθόνη κλειδώματος ή αρχική οθόνη κ.ά), στον τομέα του χειρισμού (με πλήκτρα, με χειρονομίες, προσφέρει δυνατότητα χειρισμού με το ένα χέρι) ή στον τομέα της ασφάλειας (μεγάλες δυνατότητες ελέγχου εφαρμογών, δικαιωμάτων χρήσης, έλεγχος για κακόβουλο λογισμικό, δεύτερος, ξεχωριστός χώρος για την προστασία του απορρήτου και της ιδιωτικής ζωής κ.α). Για τα παιχνίδια, υπάρχει επίσης λειτουργία ενίσχυσης «τούρμπο» (κλείνει ανοικτές εφαρμογές, «αδειάζει» τη μνήμη κ.ά). Φυσικά, η συσκευή διαθέτει εγκατεστημένο το σύνολο των υπηρεσιών και εφαρμογών της Google (μάλιστα το Google Pay είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που μπορείτε να ρυθμίσετε κατά τη διαδικασία διαμόρφωσης της συσκευής), κάτι που δεν συμβαίνει με τις ανταγωνιστικές συσκευές της Huawei. Συμπέρασμα Το Xiaomi Mi 10 Pro είναι αναμφισβήτητα μία από τις ισχυρότερες και πλουσιότερες σε χαρακτηριστικά και δυνατότητες συσκευές που έχουν περάσει από τα χέρια μου. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο σύνολο, με πολλές δυνατότητες, που απευθύνεται σε απαιτητικούς και ενθουσιώδεις με τη τεχνολογία χρήστες αλλά έχει και –όπως κάθε συσκευή σήμερα- ελλείψεις. Στο εσωτερικό του υπάρχει ένας ιδιαίτερα ισχυρός οκταπύρηνος επεξεργαστής και κορυφαία «γραφικά», ταχύτατη και μπόλικη μνήμη, κορυφαίας κλάσης συνδεσιμότητα/ δικτύωση με αποκορύφωμα την υποστήριξη WiFi 6 και 5G χαρακτηριστικά που ενισχύουν το «future-proof» στοιχείο ενώ επιπλέον επιδεικνύει πολύ ωραίο, «γεμάτο» ήχο με δύο ηχεία, εξαιρετικής ποιότητας φωτογραφίες και μεγάλη αυτονομία. Από την άλλη, ο αποθηκευτικός χώρος δεν επεκτείνεται, δεν διαθέτει υποδοχή 3.5mm για ακουστικά, η υποδοχή USB Type-C υποστηρίζει ταχύτητες USB 2.0, δεν διαθέτει πιστοποίηση IP68 όσον αφορά την προστασία απέναντι στη σκόνη και στο νερό, η νυχτερινή λειτουργία και το zoom δεν είναι στο επίπεδο του ανταγωνισμού και η οθόνη είναι ανάλυσης Full HD+. Τα παραπάνω ωστόσο δεν αποτελούν λόγους για να μην προτιμήσει κάποιος το Mi 10 Pro που είναι μία ναυαρχίδα με τα όλα της. Μας άρεσε Ποιότητα απεικόνισης/ οθόνη Πανίσχυρος επεξεργαστής Ταχύτατη μνήμη και αποθηκευτικός χώρος Στερεοφωνικά ηχεία με πολύ καλό ήχο Ευέλικτο σύστημα κάμερας Πολύ καλή ποιότητα βίντεο Υποστήριξη 5G Κορυφαία αυτονομία και χρόνος φόρτισης Δεν μας άρεσε Ανάλυση οθόνης Μη επεκτάσιμος αποθηκευτικός χώρος Δεν είναι αδιάβροχο (δεν έχει πιστοποίηση IP68) Δεν διαθέτει υποδοχή 3.5mm
    4 πόντοι
  49. Μετά το Devolo Magic 1 WiFi Starter Kit που είδαμε σε προηγούμενη παρουσίαση, στο πάγκο των δοκιμών ανεβαίνει το Devolo Magic 1 WiFi Mini Starter Kit, που αποτελεί μέλος της οικογένειας των Devolo Magic και υποστηρίζει και αυτό με την σειρά του Mesh Networking. Οι ανάγκες της σύγχρονης εποχής σε Internet είναι πολύ μεγαλύτερες από το παρελθόν. Ενώ παλιότερα σε ένα σπίτι είχαμε ένα με δύο υπολογιστές/Laptops να συνδέονται στο Internet πλέον οι συσκευές μπορεί να είναι και παραπάνω από δέκα. Ο καθένας μας έχει από ένα Smartphone τουλάχιστον οπότε σε ένα σπίτι μπορεί να υπάρχουν 4-5 Smartphones. Eπιπρόσθετα και οι οικιακές συσκευές μας πχ Air Condition έχουν την δυνατότητα σύνδεσης στο Internet για απομακρυσμένο έλεγχο. Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε καταγραφικά, αποκωδικοποιητές, κάμερες κτλ. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη για μεγαλύτερες ταχύτητες μεταφοράς δεδομένων και Internet όπως και μεγαλύτερη κάλυψη WiFi σε κάθε γωνιά του σπιτιού ή του χώρου εργασίας ώστε οι δικτυακές μας συσκευές να δουλεύουν απρόσκοπτα και στις μέγιστες δυνατές ταχύτητες. Δυστυχώς ακόμα και σήμερα βλέπουμε σε σπίτια που έχουν κατασκευαστεί την τελευταία δεκαετία να μην υπάρχει πάντα δομημένη καλωδίωση, οπότε και ο χρήστης πρέπει να χρησιμοποιήσει άλλους τρόπους για να έχει Internet παντού. Ένας από αυτούς ειναι τα Powerlines. Ευτυχώς για εμάς οι εταιρείες φέρνουν στην αγορά καινούρια προϊόντα ώστε να καλύψουν τις αυξημένες απαιτήσεις μας. Το προϊόν που πέρασε από πολλές δοκιμές σήμερα είναι το Devolo Magic 1 Wifi Mini Starter Kit.Υπάρχουν τρεις βασικές εκδόσεις αναλόγως τις ανάγκες που έχουμε: Devolo Magic 1 WiFi Mini Starter Kit που αποτελείται από 1x Devolo Magic 1 WiFi Mini Adapter και 1x Devolo Magic 1 LAN Adapter, Devolo Magic 1 WiFi Mini Multiroom Kit που αποτελείται από 2x Devolo Magic 1 WiFi Mini Adapter και 1x Devolo Magic 1 LAN Adapter, Devolo Magic 1 WiFi Mini Addition που αποτελείται από 1x Devolo Magic 1 WiFi Mini Adapter. To Devolo Magic 1 ανήκει στην γενιά των Powerlines με ταχύτητες που φτάνουν τα 1200Mbit. Η Devolo χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τη δεύτερη γενιά chipsG.hn. Τα Powerline chipsG.hn παρέχουν μέγιστη αύξηση στις επιδόσεις και σημαντική βελτίωση σε σταθερότητα και εμβέλεια. Οι νέοι προσαρμογείς Devolo Magic μπορούν να διαχειριστούν γραμμές ρεύματος μήκους έως και 400 μέτρων, επιτρέποντας εύκολα τη μετατροπή οποιασδήποτε πρίζας ρεύατος σε σημείο πρόσβασης Internet υψηλής ταχύτητας. Για τους ποιο απαιτητικούς χρήστες υπάρχει και η σειρά Devolo Magic 2 που είναι η τελευταία λέξη της τεχνολογίας στα Powerlines με ταχύτητες μέχρι 2400Mbit. Είτε διαλέξουμε την σειρά Devolo Magic 1 είτε την σειρά Devolo Magic 2 οι συνδυασμοί που μπορούμε να κάνουμε είναι αμέτρητοι. Επίσης κυκλοφορούν με WiFi και χωρίς WiFi. Όπως και μπορούμα να έχουμε μαζί Powerlines Devolo Magic 1 με Devolo Magic 2.Η τελική επιλογή είναι δική μας. Η Devolo είναι μία γερμανική εταιρεία που ιδρύθηκε το 2002 και σήμερα απασχολεί περίπου 300 άτομα. Έχει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων εκτός από Plc όπως WiFi USB sticks, WiFi Repeaters, Smart Metering Plugs, Radiator Thermostats, Smoke Detectors και γενικότερα αρκετές επιλογές για ένα έξυπνο σπίτι. Αυτή τη στιγμή χρησιμοποιούνται πάνω από 40 εκατομμύρια προσαρμογείς Powerlines διεθνώς. Τί είναι τα Powerlines: Αντίθετα με το παρελθόν που το Internet ήταν για λίγους και "ψαγμένους" πλέον άτομα κάθε ηλικίας θέλουν και έχουν πρόσβαση σε αυτό. Δεν έχει σημασία για τι χρήση το χρειάζεται ο καθένας μας. Η τεχνολογία θέλουμε να είναι εύκολη και κατανοητή για όλους. Οπότε για όποιον δεν γνωρίζει, τα Powerlines μπορούν να μεταφέρουν Internet και δίκτυο μέσα από τα καλώδια του ρεύματος που υπάρχουν σε ένα σπίτι ή σε ένα χώρο εργασίας. Για να λειτουργήσουν το λιγότερο που πρέπει να έχουμε είναι δύο. Το ένα να συνδεθεί με καλώδιο Ethernet με το Dsl Modem Router/Fiber Modem ή οποιαδήποτε πηγή Internet που έχουμε και το δεύτερο/τρίτο να συνδεθούν στον χώρο που θέλουμε να δώσουμε Internet/Δίκτυο με Ethernet ή με WiFi. Τα Data από το DSL Modem Router/Fiber Modem κτλ μεταφέρονται από την Ethernet στο Plc και από εκεί μεταφέρονται στο δεύτερο/τρίτο Plc μέσα από τα καλώδια του ρεύματος. Από εκεί μπορούμε να δώσουμε Internet/Δίκτυο πχ σε ένα Smartphone, ένα Pc, ένα Laptop, έναν αποκωδικοποιητή ή μια κονσόλα. Φυσικά όπως κάθε τεχνολογία υπάρχουν και περιορισμοί. Ενώ μπορούν να λειτουργήσουν ακόμα και πάνω από τριφασικό ρεύμα έστω και με μικρότερη ταχύτητα, δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά όταν υπάρχει διαφορετικός μετρητής ρεύματος. Για να καταλάβουμε ακόμα καλύτερα την χρήση τους ας φέρουμε για παράδειγμα: Έχουμε το Vdsl Modem Router στο σαλόνι και στο πιο μακρινό δωμάτιο έχουμε έναν αποκωδικοποιητή. Αν δεν είχαμε τα Powerlines θα έπρεπε να έχουμε ένα μεγάλο σε μήκος Ethernet καλώδιο να περνάει από όλο το σπίτι ώστε να δώσει Internet στον αποκωδικοποιητή. Με ένα ζευγάρι Devolo Magic 1 Wifi Mini Starter Kit μπορούμε να δώσουμε την λύση σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς ο χρήστης να έχει εξειδικευμένες γνώσεις. Απλά τοποθετούμε το Devolo Magic 1 Lan σε μία πρίζα ρεύματος δίπλα στο Vdsl Modem Router και τα ενώνουμε με ένα Ethernet. Αντίστοιχα το Devolo Magic 1 WiFi Mini το συνδέουμε σε μία πρίζα ρεύματος δίπλα στον αποκωδικοποιητή και τα ενώνουμε και αυτά με Ethernet. Χωρίς να χρειαστούν Drivers χωρίς να χρειαστούν επιπρόσθετες ρυθμίσεις ο αποκωδικοποιητής μας έχει Internet. Mesh Networking Το Mesh Networking δημιουργήθηκε για να μας προσφέρει μια εντελώς νέα εμπειρία. To Devolo Magic 1 WiFi Mini συνδυάζει το πιο σύγχρονο Powerline , την ευκολία χρήσης του και την τεχνολογία Mesh σε έναν μικρό και διακριτικό προσαρμογέα. Μπορεί να καλύψει από ένα μικρό χώρο, που ενδεχομένως να χρειαστεί ένα ζευγάρι Powerlines όπως το Starter Kit μέχρι μεγαλύτερους χώρους που θα χρειαστούν πολλαπλά Powerlines όπως το Multiroom Kit σε συνδυασμό με ένα ή περισσότερα Addition ώστε να υπάρχει συνολική κάλυψη. Επίσης μία από τις μεγάλες ανάγκες που υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει, είναι η ευκολία χρήσης. Η πρόσβαση στο Internet και η δημιουργία ενός δικτύου, πρέπει να μπορεί να γίνει από οποιονδήποτε με απλά βήματα και οδηγίες. Εδώ ακριβώς είναι που επικεντρώνεται τα Devolo Magic με το Mesh Networking. Όλα να είναι πιο απλά. Μπορούμε μέσα από το Web Interface του Devolo Magic Lan να βλέπουμε όλα τα υπόλοιπα Devolo Powerlines. Δεν χρειάζονται πλέον πολύπλοκες ρυθμίσεις. Ready out of the BOX!. Και αν η Devolo έχει διαθέσιμο ένα νέο Firmware, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε καθόλου. Μέσα από το Web Interface θα γίνει Download και εγκατάσταση αυτόματα. Να αναφέρουμε επιπρόσθετα ότι η Devolo έχει μία μεγάλη γκάμα προϊόντων εκτός από Powerlines, ώστε όχι μόνο να μπορούμε να έχουμε Internet παντού, αλλά να έχουμε και πολλές έξυπνες συσκευές (Smart Home) που θα κάνουν την ζωή μας πιο εύκολη. To Mesh Networking όμως κρύβει πολύ περισσότερα. Αντίθετα με τα Access Points και τα Repeaters δεν ήρθε για να επεκτείνει απλά το WiFi δίκτυο, αλλά σε πολλές περιπτώσεις για να το αντικαταστήσει. Αντί να χρειαστεί ο χρήστης να κάνει πολύπλοκες ρυθμίσεις στο Adsl/Vdsl Modem Router του και στο Access Point ή στο Repeater, πλέον έχει ένα περιβάλλον για να κάνει τα πάντα. Και ότι ρυθμίσεις γίνουν θα περαστούν αυτόματα και στα υπόλοιπα Plc. Unboxing To Devolo Magic 1 που κάναμε τεστ είναι το WiFi mini Starter Kit, που περιλαμβάνει ένα Devolo Magic 1 Lan και ένα Devolo Magic 1 WiFi Μini. Βέβαια οποιαδήποτε στιγμή οι ανάγκες μας αλλάξουν μπορούμε να προσθέσουμε ένα ή περισσότερα επιπλέον που αναφέρονται ως Addition. To Addition μπορεί να είναι οποιοδήποτε μοντέλο της σειράς Devolo Magic. Έρχεται σε μία προσεγμένη συσκευασία και εσωτερικά είναι από σκληρό χαρτόνι. Στην μπροστινή πλευρά υπάρχουν τα δύο Plc και ένα λογότυπο που μας τονίζει ότι το WiFi Mini είναι το μικρότερο Powerline της σειράς Devolo Magic με ταχύτητες μέχρι 1200Mbit/s . Αναγράφεται ότι καλύπτεται από 3 χρόνια εγγύηση που είναι μεγαλύτερη από την τυπική των δύο χρόνων που δίνουν άλλες εταιρείες, ότι είναι Plug and Play και Developed στην Γερμανία. Στην πίσω πλευρά σε διάφορες γλώσσες (υπάρχει και η ελληνική) αναφέρονται οι δυνατότητες του. Στην πάνω πλευρά υπάρχει ένα πινακάκι με τα διάφορα μοντέλα, ώστε ο χρήστης από πριν να γνωρίζει τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες του καθενός, για να μπορεί να αποφασίσει ποιο μοντέλο θα καλύψει τις ανάγκες του δικού του δικτύου. Στην δεξιά πλευρά μας ενημερώνει ότι τα Devolo Magic δεν θα πρέπει να τα έχουμε στο ίδιο δίκτυο με Powerlines που δεν υποστηρίζουν την πρωτοποριακή G.hn τεχνολογία, ώστε να πετύχουμε τις μέγιστες επιδόσεις .Δεν συνεργάζονται με τα dLAN Powerline Adapters εκτός αν είναι διαφορετικό δίκτυο αλλά συνεργάζονται με οποιοδήποτε Devolo Magic. Οπότε λίγο προσοχή σε όποιον έχει ήδη dLAN Powerline Adapters. Δεν θα μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ταυτόχρονα ως ένα ενιαίο δίκτυο με τα Devolo Magic, αλλά μπορεί να δημιουργήσει ένα δεύτερο ξεχωριστό δίκτυο. Επίσης αναφέρονται τα περιεχόμενα της συσκευασίας. Στις υπόλοιπες πλευρές αναφέρονται οι λόγοι που τα κάνουν να είναι πρωτοποριακά. Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε τα δύο Devolo Magic 1 (ένα WiFi Mini και ένα LAN), ένα Ethernet Cable, το Installation Guide για την εγκατάσταση, τo CE Declaration όπως και ένα φυλλάδιο με διάφορες πληροφορίες για τα Plc και τα κανάλια στο WiFi. Τεχνικά Χαρακτηριστικά Devolo Magic 1 Lan Adapter 1 x Gigabit Ethernet Port (Max 330Mbps). Security 128 bit AES κρυπτογράφηση ανάμεσα στα Powerlines. Μέγιστη κατανάλωση 3.2 Watt/Τυπική κατανάλωση 2.8 Watt/Stand-By 0.5 Watt. Ενσωματωμένη πρίζα Schuko. Χαρακτηριστικό είναι ότι έχει πρίζα Schuko πάνω, ώστε να συνδεθεί στην πρίζα του τοίχου ως πρώτη συσκευή και πάνω σε αυτό να συνδεθεί το πολύπριζο που έχουμε τις υπόλοιπες συσκευές μας. Αξίζει να τονίσουμε ότι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό Feature και πλεονέκτημα που δεν το συναντάμε σε όλα τα μοντέλα , διότι για να πετύχουμε την μέγιστη δυνατή ταχύτητα μεταξύ των Plc, άρα και μεταξύ των συσκευών μας, δεν πρέπει να είναι συνδεδεμένα πάνω σε πολύπριζο. Πολλά δεν είναι Pass through, οπότε ή θα πρέπει να τα βάλουμε μόνα τους σε μια πρίζα με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη πρίζα να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάτι άλλο, ή επειδή δεν υπάρχει ελεύθερη πρίζα να αναγκαζόμαστε να τα συνδέσουμε πάνω σε πολύπριζο ρεύματος μειώνοντας ουσιαστικά τη μέγιστη ταχύτητα μεταξύ τους. Powerline 1200Mbit και μέγιστη απόσταση λειτουργίας τα 400 μέτρα. Τα Devolo Magic 1 Lan και Devolo Magic 1 WiFi Mini, μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους με μέγιστη ταχύτητα τα 1200Mbps. Θερμοκρασία λειτουργίας 0 έως 40 βαθμούς Celsius. Power Saving λειτουργία όταν υπάρχει χαμηλή κίνηση δεδομένων ανάμεσα στα Powerlines με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας. Ενδεικτικά LED. Πάνω στην Schuko πρίζα μπορούν να συνδεθούν συσκευές που στο σύνολο τους να μην ξεπερνούν τα 3600 watt. Devolo Magic 1 WiFi Mini Adapter 1 x Fast Ethernet Port (100Mbit). Security 128 bit AES. Θερμοκρασία λειτουργίας 0 έως 40 βαθμούς Celsius. Μέγιστη κατανάλωση 7.7 Watt/Τυπική κατανάλωση 4.4 Watt/ Stand-By 1.0 Watt Powerline 1200Mbit και μέγιστη απόσταση λειτουργίας 400 μέτρα. Αυτό είναι βέβαια ένα θεωρητικό νούμερο το οποίο εξαρτάτε από την συνολική μας εγκατάσταση που ενδεχομένως να επηρεάσει την ταχύτητα και την μέγιστη απόσταση. Τα συγκεκριμένα μπορούν να λειτουργήσουν και σε διαφορετική φάση (τριφασικό ρεύμα) αλλά γενικότερα εάν είναι δυνατόν προσπαθούμε να τα έχουμε στην ίδια φάση, ώστε να πετύχουμε την μέγιστη δυνατή ταχύτητα σύνδεσης. Dual Band Mesh (Powerline, 2,4Ghz). Power Saving λειτουργία. WiFi 802.11n 2,4Ghz (2x2 MIMO) 300Mbps. Υποστηρίζει 802.11b, g, n. Μέγιστη απόσταση 300 μέτρα. Υποστηρίζει WPA/WPA2 και WPA3 για την μέγιστη ασφάλεια στο ασύρματο δίκτυο, όπως και λειτουργία WPS για πιο εύκολη σύνδεση στο WiFi. Υποστήριξη IPv6, Parental Control, Guest Network. Ενδεικτικά LED. Compact Μέγεθος όπως φαίνεται και στην παρακάτω φωτογραφία. Επιπλέον χαρακτηριστικά: Air Time Fairness: Οι γρηγορότερες συσκευές στο WiFI παίρνουν προτεραιότητα. Μέσα σε ένα δίκτυο WiFi, μόνο μία συσκευή μπορεί να μεταδίδει ή να λαμβάνει δεδομένα μία δεδομένη στιγμή. Ο router ή ο προσαρμογέας WiFi εναλλάσσεται γρήγορα μέσω των συσκευών, δίνοντας προσοχή στη σειρά. Αυτό δίνει στο χρήστη την εντύπωση ότι όλες οι συσκευές είναι ταυτόχρονα online ενώ ουσιαστικά δεν είναι. Οι παλαιότερες, αργές συσκευές μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα και αυτό γιατί η μετάδοση δεδομένων προς και από αυτές, διαρκεί περισσότερο χρόνο με αποτέλεσμα να αποκλείουν τους άλλους κόμβους του δικτύου και τελικά να επιβραδύνουν ολόκληρο το δίκτυο WiFi. Με τη τεχνολογία "Airtime Fairness" παλαιότερες συσκευές WiFi οι οποίες ενδέχεται να χρειάζονται περισσότερο χρόνο για μια λήψη δεν στέκονται εμπόδιο στις σύγχρονες. Band Steering: Όσο συνδέονται επιπλέον συσκευές στο δίκτυο, το Band Steering αναλαμβάνει να εξισορροπήσει την κίνηση ανάμεσα στα 2,4Ghz και στα 5Ghz, ώστε η κάθε συσκευή που συνδέεται στο WiFi να έχει την μέγιστη απόδοση. (Όχι για το Devolo Magic 1 WiFi Mini που είναι Single Band). AP Steering: Οι χρήστες θα συνδεθούν στο WiFi δίκτυο(Access Point) που έχει το καλύτερο σήμα για να πετύχουν την μέγιστες επιδόσεις. (Όταν έχουμε παραπάνω από ένα WiFi Powerlines). Roaming. Ακόμα και όταν περπατάμε στον χώρο και αλλάζουμε από το WiFi του ενός Powerline στο άλλο, παραμένουμε συνδεδεμένοι πάντα με το καλύτερο δυνατό σήμα και ταχύτητα, αφού η εναλλαγή γίνεται αυτόματα, χωρίς να χρειάζεται αποσύνδεση και επανασύνδεση. Όλο το δίκτυο είναι ενιαίο, με ένα SSID. Simple Setup. Τα Devolo Magic 1 είναι ήδη Paired, οπότε είναι έτοιμα να τα χρησιμοποιήσουμε Out Of The Box. Ακόμα και αν αγοράσουμε έναν επιπλέον Adapter, η εγκατάσταση του γίνεται με πολύ μεγάλη ευκολία όπως αναφέρουμε και παρακάτω. Guest Network. Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα Guest Network ώστε να δίνουμε πρόσβαση στο Internet, σε έναν φίλο ή στους επισκέπτες μιας εταιρείας. Time and Schedule/Parental Control. Μπορούμε να ορίσουμε ποιες ώρες και μέρες τις εβδομάδας θα υπάρχει πρόσβαση στο WiFi. Το Bandwidth μπορεί να διαμοιραστεί ανάμεσα στην Fast Ethernet και το WiFi 802.11n. Το Devolo Magic 1 WiFi Mini έχει Wifi 802.11n και μία Fast Ethernet. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να δώσουμε Internet/Δίκτυο σε μία συσκευή με Ethernet, πέρα από τις υπόλοιπες συσκευές που θα μπορούν να έχουν πρόσβαση ταυτόχρονα με WiFi. πχ έναν αποκωδικοποιητή στο Fast Ethernet και μία Smart Tv, ένα Smartphone κτλ με WiFi. Αν έχουμε παραπάνω συσκευές με Ethernet μπορούμε να συνδέσουμε ένα Switch πάνω στο Devolo WiFi Mini. Devolo Cockpit Ανοίγοντας την εφαρμογή συναντάμε ένα User Friendly Interface που μπορούμε να δούμε διάφορες πληροφορίες και να πραγματοποιήσουμε τις περισσότερες ρυθμίσεις. Στην εικόνα βλέπουμε τα δύο Plc. Κάτω έχουμε το Devolo Magic 1 Lan, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το DSL Modem Router και πάνω έχουμε το Devolo Magic 1 WiFi Mini. Κάνοντας κλικ στο καθένα αναγράφεται η ταχύτητα αποστολής που είναι 552Mbit και 572Mbit αντίστοιχα. Στο κάτω μέρος υπάρχουν εικονίδια για να πραγματοποιήσουμε τις υποστηριζόμενες λειτουργίες που είναι: Να προσθέσουμε επιπλέον Adapters σε περίπτωση που θέλουμε Internet/Δίκτυο και σε άλλο σημείο του σπιτιού. Να αλλάξουμε το Password των Plc ώστε να μπορούμε να έχουμε 2 διαφορετικά δίκτυα μέσα στον ίδιο χώρο, χωρίς το ένα δίκτυο να βλέπει το άλλο, όπως και να είναι Secure. Να κάνουμε Refresh τη σελίδα. Να ρυθμίσουμε στα Options κάποιες παραμέτρους, που είναι η αποστολή δεδομένων στην Devolo σχετικά με τις ταχύτητες μεταφοράς δεδομένων ανάμεσα στα Plc, την απενεργοποίηση των Firmware updates κάτι το οποίο δεν το προτείνουμε και να γίνει αυτόματα ανίχνευση ποιο είναι συνδεδεμένο με το DSL Modem Router ώστε να το εμφανίζει σαν πρoεπιλεγμένο και σε ποιο μεγάλο μέγεθος στο σχεδιάγραμμα. Να κάνουμε αυτόματα αναβάθμιση του Software, απλά με ένα κλικ. Να κάνουμε εγγραφή στο newsletter της εταιρείας. Δεξιά από κάθε Plc υπάρχει ένα βελάκι που ανοίγει ένα μικρό μενού. Εκεί θα βρούμε: Το FAQ για το καθένα, το οποίο θα ανοίξει στον browser μας. Τις ρυθμίσεις οι οποίες είναι: Να δώσουμε ένα όνομα ώστε να ξέρουμε σε ποιο σημείο το έχουμε, το Firmware που έχει, την Mac Address, να ανοίξουμε το Manual, επαναφορά στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, όπως και στην περίπτωση που έχουμε πολλά Plc να γίνει αναγνώριση της συσκευής αναβοσβήνοντας τα LED που έχει. Μετά μπορούμε να του δώσουμε το όνομα που θέλουμε και να ξέρουμε ποιο είναι ποιο. Ένα εικονίδιο για την διαγραφή του. Ένα εικονίδιο το οποίο θα μας μεταφέρει στο Web Interface, ώστε να πραγματοποιήσουμε περισσότερες ρυθμίσεις. Εγκατάσταση Η εγκατάσταση είναι αρκετά εύκολη και τα βήματα που πρέπει να πραγματοποιηθούν, είναι τα παρακάτω: Συνδέουμε στην πρίζα ρεύματος το Devolo Magic 1 Lan και το συνδέουμε μέσω Ethernet Cable με το Dsl Modem Router σε ένα Lan Port. Συνδέουμε στην πρίζα ρεύματος το Devolo Magic 1 Wifi Mini και στο Fast Ethernet την δικτυακή συσκευή που επιθυμούμε. Στο Devolo Magic 1 Lan πατάμε το κουμπί Plc για ένα δευτερόλεπτο. Αντίστοιχα πατάμε το ίδιο κουμπί στο Devolo Magic1 Wifi. Έχουν γίνει Pair. Επαναλαμβάνουμε την διαδικασία και για οποιοδήποτε επιπλέον Devolo Magic Addition μπορεί να έχουμε. Η διαδικασία του Pair θα χρειαστεί μόνο αν είναι να προσθέσουμε ένα επιπλέον Devolo που δεν ήταν στην αρχικό πακέτο, δηλαδή είναι Addition. Αν έχουμε στην κατοχή μας το Starter Kit ή το MultiRoom Kit τότε είναι Paired από την αρχή. Επιπλέον η προσθήκη μπορεί να γίνει και από το Devolo Cockpit. Συνδεόμαστε στο Web Interface για να πραγματοποιήσουμε τυχόν επιπλέον ρυθμίσεις όπως SSID και Passkey. Στο πάνω μέρος κάθε Plc υπάρχουν διαγνωστικά LED, όπου στο εγχειρίδιο χρήσης μας αναφέρει τι σημαίνει το κάθε χρώμα και η κάθε κατάσταση που μπορεί να πάρει, ώστε να μπορέσουμε να επιλύσουμε τυχόν προβλήματα. Από Smartphone/Tablet: Για τα Smartphone και τα Tablet υπάρχει αντίστοιχα το App Home Network από το οποίο μπορούμε να πραγματοποιήσουμε οποιαδήποτε ρύθμιση επιθυμούμε. Ενδεικτικά μερικές φωτογραφίες απο το Devolo Home Network το οποίο είναι επίσης εύκολο και κατανοητό στην χρήση του όπως και το Cockpit. Οπότε και να μην έχουμε υπολογιστή δεν χρειάζεται να ανησυχούμε αφού όλα μπορούν να γίνουν από το App. Web Interface Η πρόσβαση στο Web Interface μπορεί να γίνει με την διεύθυνση IP που έχει πάρει το κάθε Devolo Magic 1 ή μέσα από το Devolo Cockpit πατώντας το εικονίδιο με το γρανάζι. Με το που συνδεθούμε μεταφερόμαστε σε ένα απλό και εύκολο Web Interface, που μπορούμε να δούμε διάφορες πληροφορίες όπως τους συνδεδεμένους Clients, πόσα Devolo Magic είναι συνδεδεμένα και με τι ταχύτητα όπως και να πραγματοποιήσουμε τις ρυθμίσεις που θέλουμε για το WiFi, το Parental Control, το Guest Network και πολλά άλλα. Κάθε Devolo Plc που έχουμε συνδέσει έχει διαφορετική Ip για να συνδεθούμε στο Web Interface. Στην αριστερή πλευρά υπάρχουν οι επιλογές πχ για το WiFi, για το Lan κτλ και σε κάποιες επιλογές από αυτές εμφανίζονται υπό-επιλογές. Οι ρυθμίσεις είναι απλές και κατανοητές και δεν θα δυσκολέψουν ακόμα και τον αρχάριο χρήστη. Δοκιμές Μετά το απαραίτητο Setup ήρθε η ώρα για δοκιμές. Πέρα από τις διάφορες λειτουργίες που δοκιμάσαμε επιτυχώς, όπως το Guest Network, το Time Schedule , θελήσαμε να δούμε και πως τα καταφέρνει στο θέμα κάλυψης WiFi και ταχύτητας Download και Upload. Συγκεκριμένα έγιναν οι παρακάτω δοκιμές: Συνδέθηκαν και τα δύο μέσα στο ίδιο δωμάτιο, σε απόσταση μερικών μέτρων και το Link ήταν 768Mbit Transmit/682Mbit Receive. Συνδέθηκαν σε δύο διαφορετικά δωμάτια και το Link ήταν 386Mbit Transmit/327Mbit Receive. Συνδέθηκαν σε δύο διαφορετικά δωμάτια, τα οποία ήταν στην μέγιστη απόσταση μεταξύ τους. Το Link κλείδωσε χαμηλότερα, στα 210Mbit Transmit/168Mbit Receive. Το τι ταχύτητα Link θα πετύχετε εξαρτάτε από πολλούς παράγοντες, όπως αν είναι συνδεδεμένα στην ίδια φάση ή όχι στην περίπτωση τριφασικού ρεύματος, πως είναι φτιαγμένη η συνολική καλωδίωση ρεύματος μέσα στο σπίτι, πόσα μέτρα καλώδιο ρεύματος υπάρχουν ανάμεσα στα δύο, τρία ή περισσότερα Plc, τι συσκευές υπάρχουν συνδεδεμένες στο ίδιο το κύκλωμα που θα μπορούσαν να προκαλέσουν "θόρυβο" κτλ. Υπάρχει πάντα η περίπτωση σε κάποιο μεγάλο σπίτι η ταχύτητα του Link να πέσει και κάτω από τα 100Mbit ή και σπάνιες περιπτώσεις που σε πολλά σπίτια υπάρχουν υποπίνακες ρεύματος και πολλά μέτρα καλώδιο συν διαφορετική φάση με αποτέλεσμα το Link να είναι αδύνατο. Οπότε το 1200Mbit είναι ένα μέγιστο θεωρητικό κοινώς είναι από 0Mbit έως 1200Mbit. Στην επόμενη δοκιμή πραγματοποιήσαμε μία σειρά από τεστ ταχυτήτων: Τα πρώτα τεστ έγιναν με σκοπό να δούμε στην πράξη αν μπορούμε να φτάσουμε την VDSL 50Mbit/5 Mbit στα όρια της. Πάρα πολλοί από εμάς έχουμε VDSL 50Mbit/5 Mbit σύνδεση οπότε και ήταν μια αντιπροσωπευτική δοκιμή. Και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις σύνδεσης που δοκιμάσαμε πιο πριν, καταφέραμε να τερματίσουμε την VDSL γραμμή 50Mbit/5Mbit με την χρήση του Speedtest της Ookla, τόσο με Smartphone XIAOMI REDMI 7 όσο και με Tablet SAMSUNG GALAXY TAB S6 συνδεδεμένα στα 2,4Ghz. Τα 50Mbit/5Mbit τα πετύχαμε ακόμα και όταν τα PLC ήταν συνδεδεμένα στην μέγιστη απόσταση στον χώρο μας. Τα επόμενα τεστ έγιναν με την χρήση ενός Laptop που έτρεχε την εντολή IPERF3 ως Server και ενός δεύτερου Laptop και ενός Samsung Galaxy Tab 6 που έτρεχαν ως Clients. Σκοπός ήταν να καταγράψουμε την μέγιστη δυνατή ταχύτητα που θα μπορούσαμε να πετύχουμε στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις μέσω Ethernet αλλά και WiFi. Οι δοκιμές έγιναν χωρίς την χρήση άλλου εξοπλισμού πχ Router, παρά μόνο με τα Plc. Τα αποτελέσματα είναι τα παρακάτω. Ταχύτητα Link Powerlines Transmit Receive Laptop Ethernet Mbit/s Tablet WiFi Mbit/s 768Mbit - 682Mbit 98Mbit 95 386Mbit - 327Mbit 93Mbit 90 210Mbit - 168Mbit 75Mbit 73 Στην πρώτη περίπτωση απόστασης που τα Plc ήταν στο ίδιο δωμάτιο, ήταν και η μόνη περίπτωση που καταφέραμε να φτάσουμε σχεδόν τα 100Mbit όσο δηλαδή είναι και το Fast Ethernet του Devolo 1 WiFi Mini. Το Devolo 1 Wifi Mini αντίθετα με το Devolo 2 WiFi δεν διαθέτει Gigabit Ethernet. Αντίθετα στις δύο επόμενες περιπτώσεις που δεν ήταν στο ίδιο δωμάτιο οι ταχύτητες ήταν μειωμένες. Στο WiFi είχαμε περίπου τις ίδιες ταχύτητες αφού το Band των 2,4 Ghz έχει και αυτό διάφορους περιορισμούς που αναφέρουμε παρακάτω. Επίσης και στις δύο περιπτώσεις(WiFi/Fast Ethernet) όσο μικρότερη ήταν η ταχύτητα του Link τόσο μειωνόταν και η πραγματική ταχύτητα. Στην πρώτη περίπτωση απόστασης οι ταχύτητες που πετύχαμε ήταν ο περιορισμός του WiFi και του Ethernet Port και όχι του Link των Powerlines. Σε συνδυασμένη χρήση και των δύο πχ μία συσκευή με Ethernet και μία οι περισσότερες με WiFi θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε τα 100Mbit. Όπως το ίδιο θα γινόταν και άμα η συσκευή που είχαμε μπορούσε να συνδεθεί σε μεγαλύτερη ταχύτητα από τα 144Mbit που συνδέθηκε στο WiFi. Στην τρίτη περίπτωση απόστασης ο περιορισμός ήταν πλέον η ταχύτητα του Link αφού σε κανένα Interface δεν πλησιάσαμε την μέγιστη ταχύτητα. Όπως συμπεράναμε από τα παραπάνω τεστ οι ονομαστικές ταχύτητες μεταξύ των Plc διαφοροποιούνται αρκετά από τις πραγματικές ταχύτητες που θα συγχρονίσουν και αντίστοιχα οι πραγματικές ταχύτητες που θα συγχρονίσουν τα Plc διαφοροποιούνται ως προς τις πραγματικές ταχύτητες μεταφοράς. Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο "πρόβλημα" είναι υπαρκτό ανεξαρτήτως κατασκευαστή και ανεξαρτήτως μοντέλου. Μαζί με τα θετικά που μας προσφέρουν υπάρχουν και τα αρνητικά δυστυχώς που δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε λόγω της φύσης της τεχνολογίας. Επίσης ένα προβλήμα που αντιμετωπίσαμε ήταν το παρακάτω το οποίο είναι άνευ σημασίας και που ενδεχομένως να διορθωθεί σε επόμενη έκδοση Firmware: Στο Devolo Cockpit παρότι έχουμε την τελευταία έκδοση όταν κάνουμε κλικ στο Powerline και διαλέξουμε την επιλογή Display FAQ για το Devolo Magic 1 Wifi Mini, εμφανίζει μια λευκή Webpage. Στο θέμα κάλυψης του WiFi στα 2,4 Ghz μείναμε ευχαριστημένοι και το αναφέρουμε διότι παρότι το Compact μέγεθος του δεν υστερεί σε τίποτα με κάποια άλλη συσκευή που ενδεχομένως να έχει εξωτερικές κεραίες. Συμπεράσματα Αυτό είναι το Devolo Magic 1 WiFi Mini Starter Kit. Με τις δυνατότητες του θα καλύψει έναν ή περισσότερους χώρους με WiFi, όπως και να συνδέσει συσκευές με Fast Ethernet. Το μέγεθος του είναι Compact για να περάσει απαρατήρητο και να μπορούμε να το συνδέσουμε σε οποιαδήποτε πρίζα ρεύματος. Δεν υπάρχουν καλώδια ή τροφοδοτικό. Το Web Interface του είναι απλό και κατανοητό με εικόνες που βοηθούν στη χρήση του. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα μεγάλο σπίτι που θέλουμε να καλύψουμε όλους τους χώρους, όπως και σε μια μικρή εταιρεία για πρόσβαση των υπαλλήλων με WiFi στο Internet. Το Guest Network με ελάχιστα κλικ είναι έτοιμο να υποδεχτεί φίλους και επισκέπτες. Σε πολλές εφαρμογές όπως το Gaming, η λύση του Devolo Magic είναι εξαιρετική και πολύ καλύτερη από την χρήση Repeater που μπορεί να μας δημιουργήσει Lag and Ping Spikes. Μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε για να κάνουμε Streaming τις αγαπημένες μας ταινίες στην Smart Tv που διαθέτουμε. Επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την μεταφορά αρχείων στο Nas, από οποιοδήποτε σημείο στο χώρο και να βρισκόμαστε, είτε είμαστε συνδεδεμένοι ενσύρματα είτε ασύρματα. Πολλοί θα αναρωτηθούν αν είναι καλύτερο το Powerline από καλώδιο Ethernet. Παρότι που το Powerline είναι 1200Mbit στην πράξη αν συνδεθούν σε πιο μακρινά δωμάτια υπάρχει μεγάλη περίπτωση να πέσει η ταχύτητα πολύ πιο κάτω από τα 1200Mbit, όπως είδαμε και πιο πάνω στις δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν και η ταχύτητα να μην ξεπεράσει τα 100Mbit. Επίσης το καλώδιο Ethernet δεν μπορεί να επηρεαστεί από κάτι, όπως γίνεται με τα Plc. Αλλά το Ethernet δεν είναι εύκολο να περαστεί σε ένα σπίτι μέχρι την συσκευή που θέλουμε να έχει Internet/Δίκτυο, κάνοντας το Devolo Magic 1 WiFi Mini Starter Kit μια εύκολη, γρήγορη και δελεαστική λύση. Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι ότι το Devolo Magic 1 WiFi Mini μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιαδήποτε στιγμή ως Access Point αντί για Powerline δίνοντας του Internet/Δίκτυο σε μια Ethernet και έχοντας Internet/Δίκτυο με WiFi. Πολλοί θα μπορούσαν να κρίνουν αρνητικά τα Plc ότι δεν μπορούν πχ να πετύχουν τις ονομαστικές ταχύτητες λόγω 801.11n και Fast Ethernet ή ότι σε περίπτωση μιας VDSL γραμμής 200Mbit δεν κατάφεραν να πάρουν τα μέγιστα αποτελέσματα. Στην πράξη αυτό που θέλουν οι περισσότεροι χρήστες δεν είναι οι μέγιστες ταχύτητες αλλά να μπορούμε να καλύψουμε όλους τους χώρους με WiFi και με Ethernet ώστε να μπορούμε να έχουμε Internet, να μπορούμε να κάνουμε Streaming κτλ. Αν οι ανάγκες μας δεν περιλαμβάνουν μεταφορά πολλών Gb στο δίκτυο μας τότε το Devolo Magic 1 WiFi Mini Starter Kit θα μας καλύψει και θα πραγματοποιήσει τους σκοπούς για τους οποίους τα αγοράσαμε. Σε ποιους απευθύνεται; Ας το αναλύσουμε. Η ονομαστική του ταχύτητα ως Powerline ειναι 1200Mbit. Η Fast Ethernet μπορεί να δώσει το μέγιστο 100Mbit ενώ το WiFi 300Mbps. Στην Fast Ethernet εφόσον το Link είναι ικανοποιητικό θα πετύχουμε 100Mbit. Στην περίπτωση βέβαια που έχουμε μια Vdsl 200Mbit καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τα 100Mbit. Στο WiFi το μέγιστο θεωρητικό είναι 300Mbit. Στην πράξη παρότι όλες οι συσκευές έχουν WiFi 802.11n δεν σημαίνει ότι θα συνδεθούν στα 300Mbit. Πχ το Galaxy Tab S6 όπως και το Samsung Galaxy S10+ θα συνδεθούν στα 144Mbit ενώ το Xiaomi Redmi 7 στα 72Mbit. Οπότε αυτό έχει αντίκτυπο στην μέγιστη ταχύτητα. Το συγκεκριμένο Kit θα λέγαμε ότι είναι το basic μοντέλο για τον απλό χρήστη που δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις. Επίσης αποτελεί και το φτηνότερο Kit της σειράς Magic που το καθιστά μια Value For Money επιλογή. Ο ποιο απαιτητικός χρήστης θα προτιμήσει κάποιο από τα πιο δυνατά μοντέλα Devolo Magic. Άλλωστε η Devolo δεν μας έχει αφήσει παραπονεμένους αφού κυκλοφορούν πολλά μοντέλα και επιπρόσθετα μπορούμε να αγοράσουμε ένα Kit και να προσθέσουμε τα Additions που θέλουμε. Αν ένας χώρος δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις τότε το Devolo Magic 1 WiFi Mini είναι η καλύτερη επιλογή. Αξιοσημείωτο είναι η υποστήριξη WPA3 που το κάνει ακόμα πιο ασφαλές για το δίκτυο μας και πιο FutureProof για τα λεφτά που θα διαθέσουμε. Γιατί Devolo και όχι κάποια άλλη εταιρεία; Είναι από τα πάρα πολύ καλά μοντέλα της αγοράς (το μικρό αδερφάκι των Devolo 2 που είναι 2400Mbit), από μια κορυφαία στο χώρο εταιρεία και θα μας δώσει σχεδόν τα μέγιστα που μπορούμε να πάρουμε από την τεχνολογία των Powerlines. Οπότε αν οι απαιτήσεις σας καταλήγουν στην αγορά ενός Kit Powerlines τότε το συγκεκριμένο θα σας καλύψει με αυτά που δίνει. Η τιμή του σύμφωνα με το www.skroutz.gr ξεκινάει από τα 84 ευρώ. Μας άρεσε: Mesh Networking. Εύκολο, εύχρηστο και επεξηγηματικό interface τόσο από το App όσο και από το Cockpit. Υποστήριξη WPA3. Powerline 1200Mbit. Δυνατότητα Access Point. Τρία χρόνια εγγύηση. Compact Μέγεθος. Δεν μας άρεσε: Fast Ethernet αντί για Gigabit Ethernet. Τι θα θέλαμε: Να το δούμε και σε άλλα χρώματα και όχι μόνο σε λευκό
    4 πόντοι
  50. Το Three Kingdoms είναι το πρώτο παιχνίδι της Σειράς Στρατηγικής Total War το οποίο αναπαριστά μεγάλης κλίμακας μάχες στην Αρχαία Κίνα. Συνδυάζει σε μορφή γύρων χάρτη εκστρατείας (campaign map) με χτίσιμο κτηρίων σε μεμονωμένες θέσεις, διπλωματία και κατακτήσεις με εκπληκτική αναπαράσταση μάχης σε πραγματικό χρόνο. Το συγκεκριμένο παιχνίδι επαναπροσδιορίζει την εποχή των Ηρώων και των Θρύλων μέσω της εμπειρίας που προσφέρει. Προτού περάσουμε στο review ας πούμε μερικά πράγματα για την σειρά Total War. Η σειρά ξεκινάει πίσω στο 2000 με το Shogun: Total War με θέμα την Ιαπωνία και τους Samurai αν και στην αρχή ο τίτλος θα ήταν ένα ακόμα RTS (Real Time Strategy) πχ σαν τα Age Of Empires, η μεγάλη διείσδυση των 3D καρτών γραφικών την τότε εποχή έκανε την ομάδα να επιλέξει την μετάβαση σε 3D. Από το πρώτο παιχνίδι της σειράς δίνεται μεγάλη σημασία στην ιστορία και η CA δεχόταν συμβουλές από ιστορικούς για την αναπαράσταση των μαχών. Μετά την Ιαπωνία σειρά είχε η μεσαιωνική Ευρώπη to 2002 με το Medieval: Total War να συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο με το Shogun. Το 2004 η CA μας δίνει το Rome: Total War, το οποίο είναι και ο τίτλος που άρχισα την σειρά. Ο Τίτλος κυκλοφόρησε το 2004 και ήταν ο πρώτος τίτλος της σειράς που είχε 2 expansions (τότε, τώρα γίνανε DLC στο steam). Έχω γράψει πολλές ώρες με το εν λόγο παιχνίδι! Ακολούθως το 2006 ήρθε το Medieval II με την ίδια μηχανή του Rome II με το ίδιο θέμα με το πρώτο Medieval αλλά σαφώς βελτιωμένο από κάθε άποψη! Ακολουθούν τα Empire & Napoleon, 2009 & 2010 αντίστοιχα με θέμα τους πολέμους του 18ου αιώνα και τους Ναπολεόντειους Πολέμους (18 – 19ο αιώνα) , 2 τίτλοι που προσωπικά δεν μου άρεσαν καθόλου, κάτι η αλλαγή της μηχανής γραφικών κάτι οι πολλές και όχι καλές αλλαγές με κάνανε να απομακρυνθώ από την σειρά και να μείνω στα Rome & Medieval II με τα expansions και mods τους. Ένα αρκετά καλό reboot της σειράς ήρθε το 2011 με το Shogun 2, με την CA να κάνει άλματα μπροστά στην σειρά σε πολλούς τομείς!Το 2013 η CA μας δίνει το Rome II Total War, έναν τίτλο που ακόμα και σήμερα λιώνω με τις ώρες! Πολλά τα προβλήματα στην αρχική του κυκλοφορία, πολύ μεγάλο το Hype και το αποτέλεσμα γνωστό με το Review του AngryJoe να είναι ότι πιο ακριβές υπάρχει! Αν και τα πράγματα διορθώθηκαν πάρα πολύ μετά από τόσα patch σε τόσα χρόνια, το στραπάτσο του Rome II είναι κάτι που πρέπει όλοι να έχουμε στο μυαλό μας για τα pre-order. Συνέχεια με το Attila Total War το 2015, ένα πιο σκούρο παιχνίδι, αρκετά πιο δύσκολο από το Rome II, με αρκετά πράγματα που έπρεπε να τα είχε και το Rome II (υπήρχαν πχ στο Rome Total War) και που ακόμα και σήμερα πολλά δεν τα έχουν φέρει στο Rome II. Σειρά των Warhammer & Warhammer II (2016 & 2017) μακριά από την ιστορία και την πραγματικότητα, στον κόσμο του Warhammer, αν και έπαιξα λίγο τον πρώτο τίτλο, ας με συγχωρήσουν οι fan των Warhammer, δεν ήταν της αρεσκείας μου! Αν και έφερε (επιτέλους) υποστήριξη σε DX 12 δεν ήταν τίτλος που με κράτησε. Επιστροφή στα ιστορικά παιχνίδια με το Total War: Thrones of Britannia το 2018, με επίκεντρο τη Βρετανία τον 9ο αιώνα και την εισβολή των Vikings. Και το 2019 η σειρά του Total War: Three Kingdoms! Δοκιμάζω το παιχνίδι στο παρακάτω σύστημα: CPU: Intel i7 6820HK (4C/8T) GPU: GTX 980 8GB (GeForce Game Ready 430.64) RAM: 32GB DDR4 (2400MHz) Storage: 2x256 nvme raid 0 Ενώ τα χαρακτηριστικά που ζητάει η SEGA είναι: Ελάχιστα OS: Windows 7 64 Bit Processor: i7-8550U 1.80GHz Memory: 6 GB RAM Graphics: Intel UHD Graphics 620 DirectX: Version 11 Storage 60 GB available space Προτεινόμενα OS: Windows 10 64 Bit Processor: Intel i5-6600 | Ryzen 5 2600X Memory: 8GB RAM Graphics: GTX 970 | R9 Fury X 4GB VRAM DirectX: Version 11 Storage: 60GB available space Μετά την αρχική εγκατάσταση, περί τα 16GB download και 29,2GB εγκατάσταση, το παιχνίδι μας καλωσορίζει με ένα πολύ ωραίο trailer με την Ιστορία της Κίνας το 190Μ.Χ. Μετά το trailer βλέπουμε το κύριο μενού του παιχνιδιού απ’ όπου έχουμε πρόσβαση στις ρυθμίσεις και φυσικά στην νέα εκστρατεία (campaign) και τις μάχες. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βρω τις βέλτιστες ρυθμίσεις για το σύστημα μου και εδώ θα ήθελα να δώσω ένα μεγάλο μπράβο στην CA για τα 2 benchmarks! Ένα benchmark για τις μάχες και ένα άλλο για τον χάρτη της εκστρατείας! Ναι είναι ένα παιχνίδι αλλά άλλο το να είμαι στον χάρτη εκστρατείας και άλλο μέσα σε μια μάχη. Ο 430.64 driver της nvidia έχει υποστήριξη για το παιχνίδι, τα αποτελέσματα στο σύστημα μου έχουν ως εξής: Στη μάχη: Και στο χάρτη εκστρατείας: Λίγο βαρύ για το σύστημα μου! Καλά τα benchmarks, αλλά ας δούμε το παιχνίδι τι λέει! Ξεκινάω λοιπόν μια νέα εκστρατεία, οι επιλογές μου σε σχέση με το Total War: Rome II το οποίο και παίζω ακόμα και σήμερα με τις ώρες, είναι αρκετά λιγότερες αλλά πιο ενδιαφέρον! Να τονίσω ότι δεν είμαι καθόλου εξοικειωμένος με την ιστορία της Κίνας και μαθαίνω για αυτήν παίζοντας το Total War: Three Kingdoms. Μέσα από το αρχικό trailer λοιπόν μαθαίνουμε τα εξής: Είμαστε στο έτος 190CE(M.X). Η Κίνα είναι σε σοβαρή αναταραχή. Η Δυναστεία των Χαν καταρρέει στα χέρια του νεαρού Αυτοκράτορα. Είναι μία απλή φιγούρα ή μαριονέτα ενώπιον του Τύραννου Dong Zhuo; Είναι μία δύσκολη και βίαιη περίοδος και η ισχύς του Dong Zhuo όλο και αυξάνεται ενώ η αυτοκρατορία ωθείται όλο και περισσότερα στην αναρχία. Όμως Υπάρχει Ελπίδα! Τρεις Ήρωες που κατακρίνουν της Τυραννία με αδελφικό πνεύμα προετοιμάζονται για τα δεινά που έρχονται. Μέσα στο ίδιο πνεύμα και άλλοι Πολέμαρχοι, μέλη μεγάλων οικογενειών εκμεταλλεύονται ευκαιρίες για να αντιμετωπίσουν παρανοϊκό τον Τύραννο. Θα πέσει ο Τύραννος θα πέσει ή οι συμμαχίες θα εκπέσουν λόγο προσωπικής φιλοδοξίας για υπεροχή; Στα πιο παλιά Total War είχαμε τις διάφορες φυλές, στο Three Kingdoms έχουμε 12 πολέμαρχους που ανήκουν σε 3 οικογένειες, φυσικά θα υπάρξουν παραπάνω με DLC. Η επιλογή μου για πρώτο campaign ήταν ο CAO CAO, λίγο το ότι δεν γνωρίζω πολλά για την αρχαία Κίνα και λίγο το “αστείο” όνομα του …και πάμε!! Μια πρώτη διαφορά σε σχέση άλλους τίτλους της CA είναι η επιλογή στο κάτω δεξί μέρος όπου σε αυτό το παιχνίδι οι παίχτες θα έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν να παίξουν με δύο διαφορετικές προοπτικές το παιχνίδι : Records και Romance. Μολονότι προσφέρουν το ίδιο τρόπο παιχνιδιού στον χάρτη εκστρατείας, η επιλογή Records επηρεάζει έως ένα κομμάτι τις μάχες. Η Επιλογή Records τηρεί τα δεδομένα στο ότι οι warlords είναι κανονικοί άνθρωποι και είναι ευάλωτοι στο πεδίο της μάχης. Προσφέρει πιο αργό ρυθμό μάχης και η κούραση των μονάδων παίζει ρόλο στο να νικήσεις τον εχθρό. Η Επιλογή Romance μετατρέπει τους παίχτες σε Θρύλους όπου οι πολέμαρχοι μεγαλοποιούνται και έχουν θρυλικές δυνατότητες στο πεδίο της μάχης. Αυτές οι μάχες είναι πιο δυναμικές και προσφέρουν ενθουσιώδης μονομαχίες στο πεδίο της μάχης ως κομμάτι της στρατηγικής. Με λίγα λόγια παίζοντας ως Romance παίζουμε το παιχνίδι με την οπτική της νουβέλας που βασίζεται στην πραγματική ιστορία. Το Three Kingdoms είναι εμπνευσμένο από 2 βιβλία.Το πρώτο είναι από μία νουβέλα του 14ου αιώνα, το Romance of the Three Kingdoms του Luo Guanzhong. Και το δεύτερο είναι το Record of the Three Kingdoms γραμμένο των 3ο αιώνα. Το παιχνίδι προσπαθεί να τηρήσει τα Ιστορικά δρώμενα της τότε εποχής με μία νότα ρομαντισμού και Ιστορικής Φαντασίας. Για το παρών review η επιλογή μου είναι: Romance. Αρχίζω λοιπόν με αυτή την τόσο δα μικρή πόλη Και με έναν μικρό στρατό και ακριβώς μπροστά μου ένας εχθρικός στρατός, ότι πρέπει για εξάσκηση έτσι ώστε να δω αν το κατέχω το είδος μάχης της Κίνας, γιατί τόσα χρόνια με Ρωμαίους, Αθηναίους, Σπαρτιάτες και Μακεδόνες θέλω μια κάποια προσαρμογή. Εδώ είναι μια καλή ευκαιρία για νέους παίχτες που παίζουν για πρώτη φορά κάποιον τίτλο Total War. Σε κάθε περίπτωση όπως όλοι οι τίτλοι της CA έτσι και το Three Kingdoms περιλαμβάνει συμβουλές για την ομαλή κατανόηση των όρων και των λειτουργιών του παιχνιδιού στα Αγγλικά, σε κάθε περίπτωση πατάτε το πλήκτρο F1 για να προβάλετε το σχετικό περιεχόμενο και περάστε τον κέρσορα του ποντικού πάνω από την πληροφορία που σας ενδιαφέρει. Το παιχνίδι θέλει το χρόνο του για να κατανοήσει ο νέος παίκτης το UI (User Interface) και τις πολλές λειτουργίες, πολλές αρκετά διαφορετικές από προηγούμενους τίτλους! Επιλέγω λοιπόν τον πολέμαρχο μου και με δεξί κλικ επάνω στον αντίπαλο πολέμαρχο ξεκινάω την μάχη. Οι επιλογές που έχω πριν την έναρξη της μάχης είναι οι κλασικές όλων των Total War, να παίξουμε την μάχη ή να γίνει μια εξομοίωση της, πράγμα που δεν είναι και ότι καλύτερο μιας που οι απώλειες που μπορεί να έχουμε, μερικές φορές, είναι μεγαλύτερες από ότι αν παίξουμε την μάχη! Στην συγκεκριμένη μάχη φαίνεται ότι δεν θα έχω μεγάλες απώλειες αλλά φυσικά και θα παίξω την μάχη κανονικά! Εντός της μάχης θα δούμε ότι μέσα σε έναν στρατό μπορούμε να έχουμε 3 πολέμαρχους, αν ο πολέμαρχος μας πάει κοντά στον αντίπαλο πολέμαρχο μπορούν να κάνουν μονομαχία (duel) και όσο αυτή διαρκεί κανένας άλλος δεν τους επιτίθεται, αν κάποιος μπει ανάμεσα στην μονομαχία τους, τότε επηρεάζεται αρνητικά το ηθικό του στρατού που χάλασε την μονομαχία. Το AI σε πολλούς τίτλους της CA δεν παίζει έξυπνα και δεν εκμεταλλεύεται τα άκρα (Flanking), στο Three Kingdoms το AI μου έκανε κανονικά πλαγιοκοπήσεις και μου επιτιθόνταν σε μονάδες που ήταν σημαντικές αλλά αφύλακτες. Θα ήθελα πολύ να πω ότι είναι κάτι καινούριο/βελτιωμένο στην σειρά αλλά το AI έχει βελτιωθεί αρκετά και στο Rome II/Attila τα οποία και ήταν τραγικά στην αρχική διάθεση τους -και το Rome II παρέμεινε για καιρό- αλλά στα πιο πρόσφατα patch είναι εμφανώς βελτιωμένα! Άποψη μου ως τώρα, από γραφικά δεν με ενθουσιάζουν σχετικά με άλλους τίτλους της CA που έχω παίξει, αλλά αυτό είναι εν μέρη υποκειμενικό. Μετά την πρώτη μάχη το παιχνίδι μου έδωσε χρυσό για την νίκη μου και επιλογές για τους ηττημένους, αν θέλω να απελευθερώσω τους κρατούμενους για χρυσό ή να πάρω τις προμήθειες τους έτσι ώστε να συνεχίσει ο στρατός μου ή να αναπληρώσω τον στρατό μου. Η Τρίτη επιλογή μου φάνηκε σωστή για να καλύψω πιο γρήγορα τις απώλειες και μετά από την πρώτη μου μάχη ήρθε η ώρα να δω τις αλλαγές στην διπλωματία, στο πως κτίζω/αναβαθμίζω κτήρια, το πως στρατολογώ κτλ. - Για αρχή σε κάθε επαρχία μπορώ να κτίζω-αναβαθμίζω ένα και μόνο κτήριο την φορά, πράγμα που δεν είναι και πολύ καλό, ειδικά όταν θα έχω στο μέλλον όλες τις πόλης μιας επαρχίας και πολλές επαρχίες με πολλές πόλεις. - Στρατολόγηση, στο αρχικό turn δεν με άφησε να προσλάβω καμία νέα μονάδα, αλλά στο επόμενο μπόρεσα άνετα να προσλάβω μερικές νέες μονάδες. - Διπλωματία, αρκετά πιο καλή από το Rome II και θα ήθελα να φέρναν πχ το trade territory πίσω στο Rome II! Υπάρχουν οι κλασικές επιλογές για πόλεμο, ειρήνη, εμπόριο, συμμαχία, γάμος μεταξύ 2 οικογενειών και ακόμα ένωση 2 οικογενειών μέσω γάμου! Επιλογές που έπρεπε να είναι στάνταρ σε κάθε Total War. Στο διάστημα που έπαιξα, το AI δεν έσπασε ποτέ κάποια συνθήκη μαζί μου και όπου έβλεπαν οι ουδέτερες προς εμένα φυλές ότι είμαι απασχολημένος αλλού, μου κηρύσσανε πόλεμο ή έστελναν άλλες διπλωματικές επιλογές που ήταν προς το συμφέρον του αντίστοιχου AI. - Κάθε άνοιξη(5 turns) μας δίνεται η δυνατότητα να κάνουμε reforms, τα οποία είναι σαν τις έρευνες στο Rome II, ξεκλειδώνουν νέα κτήρια, μονάδες και κάποια bonus. Τα turns φορτώνουν πολύ γρήγορα, δεν μπορώ όμως τα συγκρίνω με το Rome II πχ γιατί είναι αρκετά λιγότερες οι οικογένειες. Το παιχνίδι είναι πολύ ευχάριστο και φρέσκο στην σειρά, θεωρώ ότι είναι αρκετά καλό και για νέους παίχτες στην κατηγορία αυτή αλλά και για τους παλιούς της σειράς έχει το κάτι διαφορετικό αλλά και μια γεύση πικρίας γιατί δεν υπήρχαν αρκετά από τα χαρακτηριστικά αυτά και σε πιο παλιούς τίτλους. Θετικά: Μπορούμε να τροποποιήσουμε το θέμα του παιχνιδιού, επιλογή που υπήρχε στο Shogun 2 αλλά όχι στους επόμενους τίτλους της σειράς. Αρκετές επιλογές για τους πολέμαρχους. Μπορούμε να αλλάξουμε στον πολέμαρχο μας το όπλο που κρατάει, την πανοπλία του, το άλογο του, τους ακόλουθους του με πράγματα που βγάζουμε μέσω διπλωματικών ανταλλαγών ή και από πράγματα που παίρνουμε μετά τις μάχες! Duels των πολέμαρχων μέσα στις μάχες! Προμήθειες για τα στρατεύματα, μπορούμε να δούμε το πόσο φαγητό έχει ο στρατός μας και το πόσο έτοιμος είναι για δύσκολες αποστολές! Πολύ γρήγορος χρόνος φορτώματος ανάμεσα στα turns Οι πολλές κλασικές επιλογές παιχνιδιού: Αρνητικά: Κλασικά πληρωμένα DLC για περιεχόμενο που υπάρχει μέσα στο παιχνίδι, όπως και σε όλα τα Total War άλλωστε. Καρτουνίστικα γραφικά, είναι κάτι που προσωπικά δεν μου αρέσει σε κανένα παιχνίδι Μία αναβάθμιση κτηρίων ανά επαρχία την φορά, για μένα είναι ένα βήμα πίσω στην σειρά Το multiplayer campaign είναι για άλλη μια φορά μόνο για 2 άτομα. Όλοι οι φίλοι μου θέλουμε να παίξουμε έναν τίτλο Total War με 3 ή 4 άτομα και ας παίρνει μια ώρα το turn!
    4 πόντοι
Ο πίνακας επιτευγμάτων έχει ρυθμιστεί σε UTC/GMT+00:00
  • Δημιουργία νέου...