Προς το περιεχόμενο

Πίνακας επιτευγμάτων

  1. Crash24

    Crash24

    News Editors


    • Πόντοι

      67

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      3.926


  2. Hal9000

    Hal9000

    Administrators


    • Πόντοι

      30

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      20.390


  3. nchatz

    nchatz

    News Editors


    • Πόντοι

      24

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      4.172


  4. poulinos

    poulinos

    Reviewers


    • Πόντοι

      16

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      94.743


Δημοφιλές περιεχόμενο

Προβολή περιεχομένου με τις περισσότερες αντιδράσεις από 16/09/2024 σε Reviews

  1. Βασισμένη στην αρχιτεκτονική AMD RDNA 4, η νέα σειρά καρτών γραφικών AMD Radeon RX 9070 σχεδιάστηκε για να προσφέρει την ισχύ που χρειάζονται οι σημερινοί gamers για να απολαμβάνουν τα παιχνίδια τους με υψηλά framerates χωρίς ιδιαίτερους συμβιβασμούς στην ποιότητα απεικόνισης. Επιπλέον ενσωματώνει χαρακτηριστικά που την τοποθετούν σε θέση ετοιμότητας για το μέλλον καθώς είναι ενισχυμένα με Τεχνητή Νοημοσύνη. Οι νέοι επεξεργαστές γραφικών της AMD ενσωματώνουν ισχυρούς επιταχυντές AI και Ray Tracing, «επικοινωνούν» μέσω διαύλου 256-bit με 16 GB μνήμης GDDR6 ενώ προσφέρουν καλύτερη ποιότητα εικόνας για τη μετάδοση/ροή και την επεξεργασία βίντεο χάρη σε βελτιστοποιήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στο AMD Software. Γενικά χαρακτηριστικά και δυνατότητες Η αρχιτεκτονική AMD RDNA 4 διαθέτει ισχυρές, ενοποιημένες υπολογιστικές μονάδες (Unified Compute Units) που προσφέρουν την απόδοση που χρειάζονται οι σημερινοί χρήστες για να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις σημερινές υψηλής ανάλυσης και «γρήγορες» οθόνες για παιχνίδια. Το σύνολο χαρακτηριστικών AMD HYPR-RX σύμφωνα με την εταιρεία, ωθεί το παιχνίδι στα όρια του με τις τεχνολογίες για υψηλής ποιότητας upscaling στην ανάλυση, δημιουργίας καρέ (frame-generation) και μείωσης της υστέρησης (Anti-Lag). Οι αναβαθμισμένοι επίσης επιταχυντές ακτινανίχνευσης ή ιχνηλάτησης ακτίνας (Ray Tracing Accelerators) ενισχύουν τον ρεαλισμό στα παιχνίδια καθώς προσφέρουν φωτισμό, σκιές και αντανακλάσεις που μιμούνται την πραγματικότητα. Οι προηγμένες τεχνολογίες αναβάθμισης/κλιμάκωσης της ανάλυσης (Resolution Upscaling) και της παραγωγής/δημιουργίας καρέ (Frame Generation) που ενισχύονται από Τεχνητή Νοημοσύνη και Μηχανική Εκμάθηση και αποτελούν βασικά στοιχεία του AMD FidelityFX Super Resolution 4 επιτρέπουν στους χρήστες να απολαμβάνουν υψηλότερες επιδόσεις (framerates) με ανώτερη ποιότητα εικόνας στα παιχνίδια που το υποστηρίζουν. Οι βελτιωμένες Radiance Display Engine και Enhanced Media Engine προσφέρουν επόμενης γενιάς δυνατότητες καταγραφής και μετάδοσης/ροής βίντεο, με ομαλή, υψηλής ποιότητας αναπαραγωγή ενώ επιπλέον προσφέρουν βελτιστοποιημένη υποστήριξη AV1 για εξαιρετικά ευκρινή εικόνα που επιτρέπει στους χρήστες να παίζουν και να «στριμάρουν» όπως οι επαγγελματίες του χώρου. Οι τελευταίας γενιάς επιταχυντές Τεχνητής Νοημοσύνης (AI Accelerators) επίσης, «τρέχουν» όλους τους φόρτους εργασίας AI με έως και οκταπλάσια (8x) ικανότητα ή απόδοση σε σύγκριση με τους περασμένης γενιάς. Και όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την υποστήριξη των προτύπων PCIe Gen 5.0 και DisplayPort v2.1 και HDMI 2.1b επιτρέπουν στους παίκτες να «ξεκλειδώσουν» νέα επίπεδα ποιότητας εικόνας και απόδοσης. Αρχιτεκτονική AMD RDNA 4 Σύμφωνα με την AMD, η αρχιτεκτονική RDNA 4 αποτελεί μία καινοτομική σχεδιαστική προσέγγιση στην αρχιτεκτονική επεξεργαστών γραφικών και στοχεύει στο να καταστήσει τις εμπειρίες παιχνιδιού που απολαμβάνουν οι enthusiast χρήστες προσβάσιμες από τους περισσότερους από εμάς. Κατά τη σχεδίαση της αρχιτεκτονικής, οι μηχανικοί της AMD εστίασαν σε δύο πυλώνες: να προσδιορίσουν τις εμπειρίες που επιθυμούν οι χρήστες του σήμερα αλλά και τις τεχνολογίες που θα χρειάζονται οι αυριανοί χρήστες για να απολαύσουν τις εμπειρίες «εμβύθισης» του μέλλοντος. Βασικός στόχος της λοιπόν ήταν να διατηρήσει και να επεκτείνει την ηγετική της θέση στην αντιστοιχία «απόδοσης προς ευρώ» και να φέρει τις πιο προηγμένες τεχνολογίες στους gamers που τις χρειάζονται περισσότερο. Σηματοδοτώντας την ωριμότερη γενιά αρχιτεκτονικής AMD RDNA, η 4η γενιά φέρει πολλές βελτιστοποιήσεις στις υπολογιστικές μονάδες (Compute Units ή CUs), ενισχυμένη απόδοση ανά υπολογιστική μονάδα, μεγάλη βελτίωση από γενιά σε γενιά στην επιτάχυνση της τεχνικής ακτινανίχνευσης και των ροών εργασίας Τεχνητής Νοημοσύνης, ενισχυμένες συχνότητες λειτουργίας (Boost Clocks) που πλησιάζουν τα 3 GHz, βελτιωμένη ποιότητα καταγραφής και ροής βίντεο και όλες τις σύγχρονες τεχνολογίες ώστε τα συστήματα με Radeon RX 9070 να παραμείνουν επίκαιρα και αποδοτικά για αρκετά χρόνια. Ο επεξεργαστής γραφικών «Navi 48» που βρίσκεται στην καρδιά των νέων καρτών γραφικών της AMD κατασκευάζεται με μέθοδο N4C (EUV) στα 4 nm από την TSMC. Με επιφάνεια περίπου 356,5mm² ενσωματώνει 53,9 δισεκατομμύρια τρανζίστορ. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο επεξεργαστής «Navi 31» που τροφοδοτεί την Radeon RX 7900 XTX και κατασκευάζεται στα 5 nm/6 nm διαθέτει 57,8 δις τρανζίστορ, 96 υπολογιστικές μονάδες (CUs), μεγαλύτερη ποσότητα Infinity Cache και ευρύτερο δίαυλο 384-bit, τα νούμερα του «Navi 48» υποδηλώνουν, μία μικρότερου εμβαδού περιπλοκότερη κατασκευή. Υπολογιστικές μονάδες (CUs) Με την RDNA 4, οι μηχανικοί της AMD άδραξαν την ευκαιρία να βελτιώσουν γενικότερα τους raster και compute φόρτους εργασίας για να ενισχύσουν σημαντικά τις επιδόσεις και την αποδοτικότητα. Οι θεμελιώδεις αυτοί φόρτοι εργασίας εξακολουθούν να βρίσκονται σήμερα στην καρδιά των περισσότερων εμπειριών rendering πραγματικού χρόνου και αναμένεται να διατηρηθούν για αρκετό ακόμη καιρό επίκαιροι παρά την εμφάνιση νέων τεχνικών rendering. Στην καρδιά της αρχιτεκτονικής γραφικών RDNA 4 βρίσκεται η νέα διπλή υπολογιστική μονάδα (Dual Compute Unit) που περιλαμβάνει ένα σημαντικά αναβαθμισμένο υποσύστημα μνήμης, βελτιώσεις στις μονάδες scalar, μια νέα τεχνολογία που ονομάζεται δυναμική διευθυνσιοδότηση/κατανομή καταχωρητών (Dynamic Register Allocation) και διάφορες άλλες βελτιώσεις στην απόδοση της υπολογιστικής μονάδας και στα ρολόγια. Στο hardware της AMD, ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της στοίβας ακτινανίχνευσης εξακολουθεί να εκτελείται στις μονάδες σκίασης (shaders). Παρόλα αυτά, η εταιρεία σημείωσε σημαντική πρόοδο στη μείωση του αντίκτυπου που έχει η ακτινανίχνευση στους πόρους σκίασης εισάγοντας τους δυναμικούς καταχωρητές (Dynamic Registers), ένα χαρακτηριστικό που βελτιώνει δραματικά τον παραλληλισμό. Σε αυτό βοηθά και ο AI-based denoiser της εταιρείας στον οποίο αναφερόμαστε παρακάτω. Κάθε CU διαθέτει δύο μπλοκ χρονοδρομολογητών (schedulers), που οδηγούν έναν καταχωρητή γενικού σκοπού (GPR) μεγέθους 192 KB, έναν βαθμωτό (scalar) καταχωρητή γενικού σκοπού, μεγέθους 8 KB, 32 αριθμητικές και λογικές μονάδες FMA (Fused Multiply-Add) και 32 αριθμητικές και λογικές μονάδες FMA+INT. Υπάρχουν επίσης 8 λογικές μονάδες transcendental. Με την αρχιτεκτονική RDNA 4 εισάγεται επίσης και η έννοια των διπλών διανυσματικών μονάδων SIMD32 για ακόμη μεγαλύτερο παραλληλισμό. Η βαθμωτή μονάδα (scalar unit) έρχεται με υποστήριξη για τις νεότερες διεργασίες Float32 ενώ οι χρονοδρομολογητές (schedulers) αναβαθμίστηκαν με επιταχυνόμενες λειτουργίες spill/fill. Βελτιωμένο επίσης είναι και το prefetching εντολών. Στο σύνολο τους, όλες αυτές οι βελτιώσεις φέρνουν σημαντική αύξηση στην απόδοση ανά υπολογιστική μονάδα επιτρέποντας στους νέους επεξεργαστές γραφικών Radeon RX 9070 και 9070 ΧΤ να προσφέρουν υψηλότερη απόδοση από τους προηγούμενης γενιάς επεξεργαστές γραφικών της σειράς Radeon RX 7900 διαθέτοντας συνολικά μικρότερο αριθμό υπολογιστικών μονάδων και επιδεικνύοντας παραπλήσια ή μικρότερη κατανάλωση ισχύος. 3ης γενιάς επιταχυντές RT Καθώς η τεχνική της ακτινανίχνευσης (Ray Tracing) αξιοποιείται πλέον από τις περισσότερες εταιρείες ανάπτυξης παιχνιδιών -και κάποιες φορές αποτελεί προαπαιτούμενο για την αναπαραγωγή κάποιου τίτλου- οι περισσότεροι παίκτες με παλαιότερες κάρτες γραφικών αναζητούν μία λύση αναβάθμισης που να προσφέρει υψηλή απόδοση χωρίς ιδιαίτερα υψηλό αντίτιμο. Με την αρχιτεκτονική AMD RDNA 4, οι 3ης γενιάς επιταχυντές ακτινανίχνευσης (Ray Tracing ή RT Accelerators) έχουν αναβαθμιστεί σημαντικά, προσφέροντας συνολικά διπλάσια (2x) απόδοση στην επιτάχυνση της ακτινανίχνευσης σε σύγκριση με την περασμένη γενιά. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, οι μηχανικοί της AMD πρόσθεσαν μία 2η Intersection Engine (μηχανή σημείων διασταύρωσης/τομής ακτίνων-αντικειμένων) ενώ προχώρησαν σε διάφορες βελτιστοποιήσεις για να μειώσουν τους πόρους που απαιτούνται για την εκτέλεση υπολογισμών ακτινανίχνευσης. Μία σημαντική αναβάθμιση των νέων RT Accelerators αρχιτεκτονικής AMD RDNA 4 σύμφωνα με την εταιρεία, είναι η καινοτομική προσέγγιση της στη διαχείριση της δομής BVH την οποία έχει ονομάσει «Oriented Bounding Boxes» και η οποία φροντίζει για την μείωση του μεγέθους και της περιπλοκότητας των δεδομένων BVH (Bounding Volume Hierarchy). Οι συγκεκριμένες αλλαγές βοηθούν στον αποδοτικότερο προσδιορισμό της τομής ακτίνων-αντικειμένων στον γεωμετρικό χώρο και με τον μικρότερο εφικτό αντίκτυπο στη μνήμη, αξιοποιώντας αποδοτικότερα τους πόρους που σχετίζονται με την χωρητικότητα της μνήμης (VRAM) και το διαθέσιμο εύρος ζώνης. Οι Ray Accelerators στις κάρτες γραφικών RDNA 4 αναβαθμίστηκαν με περισσότερο αποδοτικές μονάδες BVH traversal (Bounding Volume Hierarchy) και βελτιστοποιημένες μηχανές διασταύρωσης/τομής ακτίνας-κουτιού (ray-box) και ακτίνας-τριγώνου (ray-triangle). Ανοίγοντας εδώ μία παρένθεση, αξίζει να αναφέρουμε ότι βασικό στοιχείο των φόρτων εργασίας που σχετίζονται με την ακτινανίχνευση (ray tracing) αποτελεί η κατασκευή μίας ιεραρχικής δομής δεδομένων που μοιάζει με «δέντρο» για τον προσδιορισμό των γεωμετρικών ιδιοτήτων των δεδομένων μίας τρισδιάστατης σκηνής. Αυτή η ιεραρχική δομή δεδομένων που ονομάζεται Ιεραρχία Οριοθετημένου ή Περιοριστικού Όγκου (BVH, Bounding Volume Hierarchy) χρησιμοποιείται στα γραφικά υπολογιστών (ακτινανίχνευση) και στην υπολογιστική γεωμετρία για την επιτάχυνση της διαδικασίας ανίχνευσης συγκρούσεων (collision detection) και του προσδιορισμού των σημείων τομής ακτίνων και αντικειμένων (ray-object intersections). Αντί κάθε ακτίνα φωτός να ελέγχεται ξεχωριστά για τη σύγκρουση της με όλα τα τρίγωνα ενός τρισδιάστατου μοντέλου, με τον αλγόριθμο BVH όλα τα αντικείμενα οργανώνονται ιεραρχικά σε τρισδιάστατα «κουτιά» (bounding volumes ή boxes). Για παράδειγμα, ένα τρισδιάστατο μοντέλο χωρίζεται σε μεγάλες περιοχές που περικλείονται από απλά γεωμετρικά σχήματα (συνήθως ορθογώνια παραλληλεπίπεδα, πολύεδρα κ.λπ.). Τα μεγαλύτερα «κουτιά» στη συνέχεια χωρίζονται σε μικρότερα υποσύνολα και τα μικρότερα υποσύνολα σπάνε σε ακόμη μικρότερα, μέχρι να περιέχουν λίγα ή ένα μόνο τρίγωνο. Κατά την εφαρμογή της τεχνικής ακτινανίχνευσης (ray tracing) αν μια ακτίνα δεν τέμνει κάποιο μεγάλο «κουτί», τότε δεν χρειάζεται να δοκιμαστούν/ελεγχθούν και τα μικρότερα αντικείμενα που περικλείει. Και καθώς η ακτίνα δεν χρειάζεται να ελεγχθεί έναντι κάθε τριγώνου της σκηνής εξοικονομούνται σημαντικοί πόροι. Μετά τον υπολογισμό της αλληλεπίδρασης μεταξύ της δέσμης φωτός και του αντικειμένου της εν λόγω σκηνής, αποφασίζεται ποια επεξεργασία πρέπει να γίνει -η ακτίνα ενδέχεται να ανακλαστεί, να απορροφηθεί ή ακόμα και να αλληλοεπιδράσει με άλλα στοιχεία της σκηνής κατά τη διάρκεια της διαδρομής της. Σε δεύτερο χρόνο, και αφού χαρτογραφηθούν όλες οι αλληλεπιδράσεις που συνέβησαν, σχηματίζεται κατά κάποιον τρόπο μία κοκκώδη εικόνα που επισημαίνει χαρακτηριστικά όπως το βάθος και το χρώμα. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας μία προηγμένη Τεχνητή Νοημοσύνη για τη μείωση του θορύβου (AI denoising, πραγματοποιείται με τη βοήθεια των hardware AI Accelerators), το συγκεκριμένο σύνολο σημείων μετατρέπεται πιστά σε εικόνα. Και όλα αυτά σε πραγματικό χρόνο. Οι επιταχυντές ακτινανίχνευσης νέας γενιάς (Ray Accelerators) RDNA 4 διαθέτουν διπλάσιους πόρους (2η Intersection Engine) τομής/διασταύρωσης ακτίνων-κουτιών και ακτίνων-τριγώνων σε σχέση με τους επιταχυντές RDNA 3, υποστήριξη για hardware instance transforms, βελτιώσεις στη διαχείριση της στοίβας RT, συμπίεση κόμβων BVH8 και ένα επαναστατικό χαρακτηριστικό που ονομάζεται «Oriented Bounding Boxes». Για να περιοριστεί ο αριθμός των ακτίνων που χρειάζεται πραγματικά να ιχνηλατηθούν έναντι ενός αντικειμένου, οι σύγχρονες τεχνολογίες ακτινανίχνευσης χρησιμοποιούν κάτι που ονομάζεται «bounding box» και το οποίο ορίζει μια περιοχή, συνήθως ευθυγραμμισμένη με τον άξονα (AABB ή axis-aligned bounding boxes) στην οποία μια γεωμετρία πρέπει να δοκιμαστεί/ελεγχθεί έναντι των ακτίνων φωτός. Πολλές φορές, η γεωμετρία έχει πολύ διαφορετικό ή και μικρότερο σχήμα από εκείνο ενός «bounding box» με αποτέλεσμα να εισάγονται ψευδώς θετικά σημεία διασταύρωσης/τομής που έχουν ως συνέπεια την κατασπατάληση πόρων (ουσιαστικά υπάρχουν κενές περιοχές χωρίς αντικείμενα). Με την καινοτομία των «Oriented Bounding Boxes», η AMD εισήγαγε έναν τρόπο μετατροπής των «bounding boxes» σε τρισδιάστατα σχήματα με συνιστώσα τον άξονα Z που προσανατολίζονται πιο κοντά στο σχήμα του πραγματικών αντικειμένων μειώνοντας παράλληλα τον αριθμό των ακτίνων που απαιτούνται για να ιχνηλατηθούν/ελεγχθούν απέναντι τους. Όπως αναφέραμε, εντός του επιταχυντή ακτινανίχνευσης προστέθηκε μία 2η μηχανή διασταύρωσης/τομής (Intersection Engine) που διπλασιάζει την απόδοση των μονάδων ακτίνας-κουτιού (ray-box) και ακτίνας-τριγώνου (ray-triangle) ενώ χάρη στη δημιουργία και την ενσωμάτωση μίας εξειδικευμένης μονάδας μετασχηματισμού ακτίνας (Ray Transform Block), η εταιρεία κατάφερε να αυξήσει σημαντικά την απόδοση του hardware καθώς οι ακτίνες περνούν προς τα χαμηλότερα επίπεδα της ιεραρχικής δομής δεδομένων BVH. Το αποτέλεσμα είναι η σημαντική ενίσχυση στην αποδοτικότητα του ray tracing για τα γραφικά Radeon που την καθιστά διαθέσιμη σε περισσότερους gamers (καθώς δεν χρειάζεται να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους για να την αποκτήσουν). Όπως αναφέραμε, εντός του επιταχυντή ακτινανίχνευσης προστέθηκε μία 2η μηχανή διασταύρωσης ακτίνων (Intersection Engine) που διπλασιάζει την απόδοση των μονάδων Ray Box και Ray Triangle ενώ χάρη στη δημιουργία και την ενσωμάτωση μία εξειδικευμένης μονάδας μετασχηματισμού ακτίνας (Ray Transform Block), η εταιρεία κατάφερε να αυξήσει σημαντικά την απόδοση του hardware καθώς οι ακτίνες περνούν προς τα χαμηλότερα επίπεδα του δέντρου BVH. Το αποτέλεσμα είναι μία μετασχηματιστική ενίσχυση στην αποδοτικότητα του ray tracing για τα γραφικά Radeon που την καθιστά διαθέσιμη σε περισσότερους gamers χωρίς να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους. 2ης γενιάς επιταχυντές AI Με τους 2ης γενιάς επιταχυντές AI, η αρχιτεκτονική AMD RDNA 4 είναι έτοιμη να τροφοδοτήσει τις τελευταίας γενιάς εμπειρίες AI στο παιχνίδι, στη δημιουργία περιεχομένου και στις εφαρμογές της παραγωγικής ή δημιουργικής Τεχνητής Νοημοσύνης. Οι βελτιστοποιήσεις σε επίπεδο επιτάχυνσης AI επιτρέπουν την αποδοτική επεξεργασία προηγμένων μοντέλων AI ταχύτερα από ότι στο παρελθόν χάρη σε ένα ορισμένο αριθμό ενισχύσεων που περιλαμβάνει την προσθήκη περισσότερων μαθηματικών pipelines για υπολογισμούς AI, την επέκταση των δυνατοτήτων του AI Accelerator ώστε να υποστηρίζει νέα σετ δεδομένων όπως τα FP8, E4M3, E5M2 (χαρακτηριστικό που ενισχύει την ευελιξία στη διαχείριση ποικιλόμορφων φόρτων εργασίας AI) και η υποστήριξη τεχνικών βελτιστοποίησης του συμπερασμού ή της εξαγωγής συμπερασμάτων (inference) όπως είναι η δομική ισχνότητα (Structural Sparsity). Oι επιταχυντές Τεχνητής Νοημοσύνης νέας γενιάς διαθέτουν δύο 16-bit matrix compute rates και τέσσερις 8-bit/4-bit, υποστήριξη δομημένης ισχνότητας 4:2 για διπλασιασμό της απόδοσης, βελτιωμένο ως προς την απόδοση ή την ενεργειακή αποδοτικότητα WMMA (Wave Matrix Multiply-Accumulate) και matrix loads με αντιστροφή (transpose). Οι νέοι επιταχυντές AI προσφέρουν έως 8 φορές υψηλότερη απόδοση INT8 ανά υπολογιστική μονάδα (CU) σε σύγκριση με την προηγούμενη γενιά σύμφωνα με την AMD. Η σχετική αναβάθμιση επιταχύνει την εκτέλεση περίπλοκων αλγορίθμων AI, βοηθώντας σημαντικά σε εργασίες Μηχανική Εκμάθησης και ανάλυσης δεδομένων σε πραγματικό χρόνο. Με το λανσάρισμα της αρχιτεκτονικής RDNA 4, η εταιρεία κατάφερε να επιτύχει το μεγαλύτερο άλμα στην απόδοση AI από γενιά σε γενιά καρτών γραφικών. FidelityFX Super Resolution 4 (FSR 4) Οι παραπάνω βελτιώσεις στους επιταχυντές AI ενισχύουν σημαντικά τα χαρακτηριστικά ΑΙ των επεξεργαστών γραφικών RDNA 4 όπως τη τεχνολογία FidelityFX Super Resolution 4 (FSR 4). Το FSR 4 βασίζεται στη μηχανική εκμάθηση για την αναβάθμιση της ανάλυσης και της ποιότητας εικόνας (AI ML-powered super resolution) και επιτρέπει στις κάρτες γραφικών της εταιρείας, όπως θα διαπιστώσετε και από ορισμένες από της μετρήσεις μας, να έχουν υψηλή απόδοση ακόμα και σε απαιτητικά σενάρια παιχνιδιού, όπως το παιχνίδι σε ανάλυση 4K με ενεργοποιημένο το ray tracing (ή και το path tracing). Ο στόχος των τεχνολογιών FSR και DLSS είναι να προσφέρουν -με απλά λόγια- υψηλότερα framerates με αναβαθμισμένη, ευκρινέστερη ποιότητα εικόνας. Με το FSR 3, η AMD εισήγαγε την τεχνική δημιουργίας/παραγωγής τεχνητών καρέ που τοποθετούνταν εμβόλιμα μεταξύ δύο άλλων καρέ για την αύξηση του framerate. Η 4η γενιά του FSR συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το FSR 3 και καταφέρνει να δημιουργήσει ακόμα περισσότερα τεχνητά καρέ για ακόμα υψηλότερα framerates. Επειδή ωστόσο αυτό ενδέχεται να δημιουργήσει ζητήματα με την ευκρίνεια/ποιότητα της εικόνας και καθυστερήσεις, η AMD εισήγαγε το Anti-Lag 2, μία εξελιγμένη έκδοση του χαρακτηριστικού που ελαχιστοποιεί τις καθυστερήσεις για ακόμα πιο ομαλό παιχνίδι και ευκρινέστερη εικόνα. Βελτιστοποιημένη Media Engine Διάφορες αναβαθμίσεις επίσης που έχουν πραγματοποιηθεί στην Media Engine έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικές βελτιώσεις στην ποιότητα κωδικοποίησης κατά την εγγραφή ή την μετάδοση/ροή εικόνας και βίντεο με τη χρήση σημαντικών codecs όπως οι H.264, HEVC και AV1. Κατά τη χρήση για παράδειγμα του κωδικοποιητή H.264 στα 6.000 Kbps, ένα ιδιαίτερα δημοφιλές φορμά μεταξύ των game streamers, οι αναβαθμίσεις στην Media Engine είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές βελτιώσεις στην ποιότητα εικόνας. Οι επεξεργαστές γραφικών (Navi 48) που βρίσκονται πίσω από τις νέες κάρτες γραφικών Radeon RX 9070 και 9070 XI διαθέτουν διπλή μηχανή πολυμέσων, με κάθε μία από αυτές να μπορεί να εκτελέσει ταυτόχρονα κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση. Η μηχανή πολυμέσων νέας γενιάς προσφέρει έως και 25% αύξηση στην ποιότητα κωδικοποίησης H.264 με χαμηλή υστέρηση και 11% βελτίωση στην ποιότητα κωδικοποίησης HEVC. Τόσο η κωδικοποίηση όσο και η αποκωδικοποίηση AV1 επίσης απόκτησαν υποστήριξη B-frames, χαρακτηριστικό που βελτιώνει σημαντικά τα bitrates. Ένα B-frame είναι ένα καρέ που δεν διαθέτει πληροφορίες εικόνας παρά τιμές διανύσματος-κίνησης, οι οποίες επιτρέπουν στον αποκωδικοποιητή να ανακατασκευάσει στοιχεία εικόνας με τη χρήση προηγούμενων ή επόμενων I-Frames (καρέ με δεδομένα εικόνας). Τα παραπάνω χαρακτηριστικά επιτρέπουν στη νέα μηχανή πολυμέσων να έχει κατά 50% αυξημένη απόδοση σε σύγκριση με την περασμένης γενιάς και με μικρότερη επιβάρυνση στη μνήμη. Η νέα μηχανή Radiance 2 έχει αναβαθμιστεί σε επίπεδο hardware για χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας σε κατάσταση αδράνειας σε περιπτώσεις συστημάτων πολλαπλών οθονών. Επίσης υποστηρίζει το χαρακτηριστικό flip-metering στο hardware (μειώνεται η επιβάρυνση του επεξεργαστή κατά την αναπαραγωγή βίντεο ενώ βελτιώνεται ο ρυθμός των καρέ βίντεο στον επεξεργαστή γραφικών) ενώ υπάρχει και ένα χαρακτηριστικό βελτίωσης της ευκρίνειας της εικόνας επίσης σε επίπεδο hardware, και το οποίο βρίσκεται πίσω από το Radeon Image Sharpening. Προδιαγραφές Ο επεξεργαστής γραφικών Radeon RX 9070 XT διαθέτει 64 υπολογιστικές μονάδες με κάθε μία να διαθέτει 64 shaders (συνολικά 4.096). Υπάρχουν 256 μονάδες χαρτογράφησης υφών (TMUs), 128 μονάδες raster operation (ROPs), 128 επιταχυντές Τεχνητής Νοημοσύνης (AI Accelerators)και 64 επιταχυντές ακτινανίχνευσης (Ray Accelerators). Αν και μοιράζονται το ίδιο hardware, στην περίπτωση της Radeon RX 9070, οι 8 από τις 64 υπολογιστικές μονάδες είναι απενεργοποιημένες με αποτέλεσμα ο αριθμός των shaders να μειώνεται στους 3.584, των μονάδων texture mapping στους 224, των επιταχυντών AI σε 112 και των επιταχυντών RT σε 56. Το μόνο που δεν αλλάζει «εσωτερικά» είναι ο αριθμός των ROPs. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε 64MB Infinity Cache, εύρος διαύλου 256-bit και μνήμη 16GB τύπου GDDR6 (20Gbps). Μερικές ακόμα διαφορές εντοπίζονται στα ρολόγια και στην κατανάλωση, με την Radeon RX 9070 XT να χρονίζεται στα 2,97 GHz και να καταναλώνει 304 W και την Radeon RX 9070 να διαθέτει συχνότητα λειτουργίας 2,52 GHz και να καταναλώνει 220 W. Σύστημα μέτρησης Για τις μετρήσεις των καρτών γραφικών, χρησιμοποιήσαμε το παρακάτω hardware: CPU: AMD Ryzen 9 7950X Mainboard: GIGABYTE X670E AORUS MASTER Μνήμη: G.SKILL Trident Z5 Neo 2 x 16GB DDR5-6000 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm SSD: Samsung NVMe M.2 SSD 980 Pro 1TB και 970 EVO Plus 500GB Τροφοδοτικό: be quiet! Dark Power 13 1000W Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 11 Pro 64-bit Στην περίπτωση των νέων καρτών γραφικών της AMD, είχαμε στη διάθεση μας τα μοντέλα Sapphire PURE AMD Radeon RX 9070 και Sapphire PURE AMD Radeon RX 9070 ΧΤ, οι οποίες έχουν ακριβώς όμοιο σύστημα ψύξης. Μετρήσεις Στον περιορισμένο χρόνο που είχαμε -οι κάρτες γραφικών έφτασαν στα χέρια μας μόλις πριν από λίγες ημέρες- προσπαθήσαμε να «τρέξουμε» όσο το δυνατόν περισσότερα παιχνίδια, ωστόσο για χάριν ευκολίας, καλύτερης διαχείρισης του χρόνου και αξιοπιστίας χρησιμοποιήθηκαν υποχρεωτικά τίτλοι παιχνιδιών με ενσωματωμένες ρουτίνες benchmark. Συνθετικά benchmarks Όσον αφορά στα benchmarks, χρησιμοποιήθηκαν τα συνθετικά benchmarks UL Solutions 3D Mark (με τις ρουτίνες Speed Way, Port Royal και Time Spy Extreme) και Unigine Superposition. Σε όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν οι εξ ορισμού ρουτίνες χωρίς να κάνουμε παρεμβάσεις στις ρυθμίσεις. UL Solutions 3D Mark Το 3DMark αποκαλύπτει την απόδοση του συστήματος στα τρισδιάστατα γραφικά. Αν και η συνεισφορά του επεξεργαστή δεν είναι αμελητέα, εντούτοις η κάρτα γραφικών είναι εκείνη που καθορίζει το αποτέλεσμα. Τρέξαμε τα benchmarks «Speed Way», «Port Royal» και «Time Spy Extreme» με τα δύο πρώτα -κυρίως το Speed Way- να εξαρτάται ιδιαίτερα από τις δυνατότητες ray tracing του hardware. 3D Mark Speed Way Το 3D Mark Speed Way που βασίζεται στο DirectX 12 Ultimate είναι από τα πλέον σύγχρονα benchmarks αξιολόγησης καρτών γραφικών της UL Solutions και επικεντρώνεται στις πλέον σύγχρονες τεχνολογίες όπως στο real-time ray tracing, στα reflections-global illumination με ray tracing, στους mesh shaders, στο variable rate shading κ.ά. 3D Mark Port Royal Πρόκειται για το πρώτο benchmark αξιολόγησης της απόδοσης ray tracing που αναπτύχθηκε από την UL Solutions. Αξιολογεί τις δυνατότητες των καρτών γραφικών στο ray tracing για φωτισμό, αντανακλάσεις και σκιές, χρησιμοποιεί physically based rendering και διάφορα post processing εφέ για να προσομοιώσει AAA παιχνίδια. 3D Mark Time Spy Extreme Το Time Spy Extreme είναι ένα αρκετά απαιτητικό DirectX 12 benchmark και χρησιμοποιεί multi-threaded rendering, ανάλυση 4K (3840 x 2160 pixels), physically based rendering και διάφορα post processing εφέ για να προσομοιώσει AAA τίτλους. Superposition Το απαιτητικό Superposition benchmark μας αποκαλύπτει την συνολική απόδοση του συστήματος κατά την επεξεργασία τρισδιάστατων γραφικών. Η κάρτα γραφικών, παίζει το σημαντικότερο ρόλο και ακριβώς για αυτόν τον λόγο παραθέτουμε frames per second. Χρησιμοποιεί τη μηχανή γραφικών Unigine 2 και χρησιμοποιεί physically based rendering, dynamic global illumination, screen space reflections, depth of field κ.ά. Παιχνίδια Για την αξιολόγηση χρησιμοποιήσαμε τα παιχνίδια: Assassin’s Creed Valhalla, Black Myth Wukong, ChernobyLite, Cyberpunk 2077, Dirt 5, F1 ‘24, Far Cry 6, Gears 5, Godfall, Metro Exodus και Shadow of the Tomb Raider. Λάβαμε μετρήσεις στις αναλύσεις 1920 x 1080 pixels, 2560 x 1440 pixels και 3840 x 2160 pixels χρησιμοποιώντας κυρίως τις υψηλότερες δυνατές προεπιλεγμένες ρυθμίσεις με μικρές παρεμβάσεις όπου κρίθηκε απαραίτητο (Very High, Ultra, Ultra High κ.ο.κ.). Χρησιμοποιήσαμε παιχνίδια με ενσωματωμένες ρουτίνες benchmarking για μεγαλύτερη ευκολία και αξιοπιστία. Assassin’s Creed Valhalla Το Assassin’s Creed Valhalla βασίζεται στην Ubisoft Anvil, μια ισχυρή μηχανή γραφικών που αποδίδει ρεαλιστικά περιβάλλοντα, φωτοσκιάσεις και καιρικά εφέ. Υποστηρίζει HDR, dynamic global illumination και screen-space reflections. Το παιχνίδι διαθέτει υψηλής ανάλυσης textures και προηγμένα physics-based animations. Black Myth Wukong Το Black Myth Wukong χρησιμοποιεί την Unreal Engine 5, προσφέροντας ρεαλιστικά μοντέλα χαρακτήρων, προηγμένο φωτισμό και υψηλής ποιότητας υφές. Υποστηρίζει ray tracing και τις τεχνολογίες DLSS και FSR για βελτιωμένη απόδοση και οπτική πιστότητα στις μάχες χρησιμοποιούνται advanced particle effects και destruction physics. ChernobyLite Το ChernobyLite χρησιμοποιεί την Unreal Engine 4, αποδίδοντας σκοτεινή ατμόσφαιρα με photogrammetry-based περιβάλλοντα. Το χαρακτηριστικό RTX global Illumination βελτιώνει τον φωτισμό ενώ τα Screen-Space Reflections και Volumetric Fog δημιουργούν έντονη αίσθηση ρεαλισμού. Υποστηρίζει ray tracing και DLSS. Cyberpunk 2077 Το Cyberpunk 2077 χρησιμοποιεί τη REDengine 4 με πλήρη υποστήριξη ray tracing για αντανακλάσεις, σκιές και global illumination. Η τεχνολογία Path Tracing παρέχει κινηματογραφικής αίσθησης φωτισμό ενώ οι υψηλής ανάλυσης υφές αυξάνουν τον ρεαλισμό. Υποστηρίζει DLSS, FSR και XeSS για υψηλότερη απόδοση όταν απαιτείται. Dirt 5 Το Dirt 5 χρησιμοποιεί μία εξελιγμένη έκδοση της μηχανής γραφικών που αναπτύχθηκε για το παιχνίδι Onrush. Η υποστήριξη για Variable Rate Shading (VRS) βελτιώνει την απόδοση ενώ τα χαρακτηριστικά Screen-Space Reflections και HDR δίνουν φυσικό βάθος στις σκηνές. Υποστηρίζονται ray traced shadows και υψηλής ποιότητας υφές. F1 ‘24 Το F1 ‘24 βασίζεται στη βελτιωμένη EGO Engine, προσφέροντας ρεαλιστική απεικόνιση πίστας και καιρικών φαινομένων. Το χαρακτηριστικό dynamic global illumination και τα υψηλής ακρίβειας μοντέλα αυτοκινήτων και υφές προσφέρουν κινηματογραφική ποιότητα. Υποστηρίζει ray tracing για αντανακλάσεις και σκιές καθώς και τις τεχνολογίες DLSS, FSR και XeSS. Far Cry 6 Το Far Cry 6 χρησιμοποιεί τη Dunia 2 Engine και υποστηρίζει ray traced reflections και shadows, global illumination και volumetric clouds. Υποστηρίζει επίσης DXR ray tracing και FSR ενώ διαθέτει υψηλής ανάλυσης υφές μεγαλύτερο ρεαλισμό. Gears 5 Το Gears 5 χρησιμοποιεί την Unreal Engine 4 και υποστηρίζει screen-space reflections, volumetric lighting, HDR και variable rate shading (VRS). Επίσης διαθέτει υψηλής ανάλυσης υφές και particle effects και υποστηρίζει raytraced global illumination. Godfall Το Godfall χρησιμοποιεί την Unreal Engine 4 και υποστηρίζει physically based rendering (PBR), screen-space reflections και HDR. Για ρεαλισμό χρησιμοποιεί επίσης raytraced shadows και ambient occlusion αλλά και FSR. Metro Exodus Το Metro Exodus χρησιμοποιεί την 4A Engine και αρκετά ρεαλιστικό raytraced φωτισμό. Υποστηρίζει RTX global illumination για ρεαλιστικές σκιές και αντανακλάσεις ενώ διαθέτει υψηλής ποιότητας υφές και δυναμικά καιρικά φαινόμενα. Υποστηρίζει DLSS. Shadow of the Tomb Raider Το Shadow of the Tomb Raider χρησιμοποιεί τη Foundation Engine με υποστήριξη raytraced shadows και screen-space reflections για αυξημένο ρεαλισμό. Κατανάλωση Η κατανάλωση του συστήματος μετρήθηκε κατά την αξιολόγηση/μέτρηση των καρτών γραφικών στο benchmark του Cyberpunk 2077. Συμπέρασμα Αν λάβουμε υπόψη μας και το κόστος, οι δύο νέες κάρτες γραφικών της AMD, Radeon RX 9070 και 9070 ΧΤ (εμείς όπως αναφέραμε είχαμε τις εκδόσεις Sapphire PURE) αποτελούν εξαιρετικές επιλογές για τον σημερινό gamer. Ακόμα και αν τα παιχνίδια είναι ιδιαίτερα απαιτητικά σε πόρους, η εφαρμογή του FSR αλλάζει τα δεδομένα αφού αυξάνει σημαντικά την απόδοση όταν θέλεις να παίζεις σε υψηλές αναλύσεις και με το ray tracing -ή και άλλες τεχνικές βελτιστοποίησης- ενεργοποιημένο. Πραγματικά, δεν θέλει και πολύ σκέψη αν αυτό που βασικά σας ενδιαφέρει είναι η απόδοση σε συνάρτηση με το κόστος. Πρόκειται για δύο πολύ καλές περιπτώσεις, με την Radeon RX 9070 μάλιστα να ξεπερνά ή να προσφέρει εφάμιλλες επιδόσεις σε κάποια παιχνίδια με την GeForce RTX 4070 Ti που είχαμε στη διάθεση μας και μέχρι πριν από λίγο καιρό βρισκόταν στην κορυφή των προτιμήσεων των χρηστών -μαζί με τις SUPER εκδόσεις που κυκλοφόρησαν μετέπειτα. Αν λοιπόν η σειρά Radeon RX 6000 εκδημοκράτισε κατά κάποιον τρόπο το 4K gaming στα 60 fps, η νέα σειρά Radeon RX 9070 προσφέρει ακόμα υψηλότερη απόδοση με ανώτερη ποιότητα εικόνας και πρόσθετα future-proof χαρακτηριστικά ΑΙ. Οι νέες κάρτες γραφικών Radeon RX 9070 και 9070 XT από την AMD αποτελούν εξαιρετικές εναλλακτικές λύσεις στην προσφορά της NVIDIA. Αν σας ενδιαφέρει πρωτίστως να παίζετε τα αγαπημένα σας παιχνίδια με υψηλά framerates και με υψηλή ποιότητα απεικόνισης αλλά δεν θέλετε να επενδύσετε ένα σκασμό χρήματα -όχι ότι στη χώρα μας δεν θα στοιχίζουν αρκετά- μπορείτε να τις βάλετε στην κορυφή της λίστας σου αν σκοπεύετε να αγοράσετε νέο υπολογιστή. Και αν θέλετε να αναβαθμίσετε, ακόμα καλύτερα. Ενημέρωση 6/3 - Με βάση τις πρώτες επίσημες τιμές που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στα ηλεκτρονικά καταστήματα της χώρας, οι τιμές των Radeon RX 9070 ξεκινούν αυτή τη στιγμή από τα 899€ και των Radeon RX 9070 XT από τα 949€.
    9 πόντοι
  2. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος η Samsung φρέσκαρε τη σειρά των premium smartphones της, Galaxy S, με τρία νέα μοντέλα. Τα Galaxy S25, S25+ και S25 Ultra διατίθενται στο κοινό από σήμερα διαθέτοντας φρεσκαρισμένο design, βελτιωμένα τεχνικά χαρακτηριστικά αλλά και την καλύτερη - με διαφορά – υλοποίηση AI που έχουμε δει ως τώρα σε mobile συσκευή. Έχοντας στα χέρια μας το Galaxy S25 Ultra, τη ναυαρχίδα της σειράς, αναφέρουμε αναλυτικά τις εντυπώσεις μας από τη φετινή προσπάθεια της νοτιοκορεατικής εταιρείας για την οποία έχουμε να αναφέρουμε πολλά. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Δεν χρειάζεται να περιεργαστεί κάποιος το Galaxy S25 Ultra για να αντιληφθεί τις διαφορές του σε σχέση με τον προκάτοχό του αφού οι πρώτες αφορούν τον σχεδιασμό. Το δωρικό design με τις αυστηρές γωνίες είναι πλέον παρελθόν και τη θέση του έχει δώσει σε ένα νέο, πολύ πιο καλαίσθητο look. Η συσκευή διαθέτει πλέον στρογγυλεμένες γωνίες που γλυκαίνουν την εμφάνισή της, το πλαίσιο της οθόνης έχει συρρικνωθεί φτάνοντας τα 1,32 χιλ. ενώ τα εμπνευσμένα από τη φύση χρώματα στα οποία διατίθεται (ασημί με τόνους μπλε, γκρι, συνδυασμός ασημί και λευκού και μαύρο) αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο την αναβαθμισμένη της αισθητική. Τα δύο πλήκτρα (ενεργοποίηση, ένταση ήχου) βρίσκονται στα δεξιά ενώ στην πίσω πλευρά, οι τέσσερις κάμερες και το φλας υιοθετούν την ίδια διάταξη με πέρυσι. Οι διαστάσεις του Galaxy S25 Ultra (162,8 x 77,6 x 8,2 χιλ.) διαφέρουν ελαφρώς, με το μήκος να έχει αυξηθεί και το προφίλ να έχει μειωθεί ανεπαίσθητα. Αυτό που όμως κάνει τη διαφορά είναι το πλάτος που έχει πέσει από τα 79 στα 77,6 χιλ. προσφέροντας έτσι ακόμα πιο άνετο κράτημα. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η μείωση στο βάρος αφού από τα 232 γραμμάρια του Galaxy S24 Ultra έχει κατέβει πλέον στα 219 γραμμάρια, κάτι που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακό αν λάβει κάποιος υπ’ όψιν του το πλαίσιο τιτανίου που διαθέτει η συσκευή. Γενικώς, η Samsung έδωσε τεράστια προσοχή στην ανθεκτικότητα της τελευταίας, χρησιμοποιώντας Corning Gorilla Armor για την προστασία της οθόνης και της πλάτης. Αξίζει να σημειώσουμε τέλος πως το Galaxy S25 Ultra διαθέτει προστασία από νερό και σκόνη βάσει IP68. Οθόνη – Κάμερες Σε μία συσκευή όπως το Galaxy S25 Ultra, μοιραία η οθόνη κλέβει την παράσταση και μολονότι οι προδιαγραφές της συγκεκριμένης δεν διαφέρουν συγκριτικά με την περυσινή συσκευή, οι διαστάσεις της – ή για να ακριβολογούμε, η διαγώνιός της – έχουν αυξηθεί κατά 0,1 ίντσες στις 6,9. Το πάρα πολύ λεπτό πλαίσιο που προαναφέραμε έχει ως αποτέλεσμα η οθόνη να καταλαμβάνει το 91,4% της επιφάνειας πρόσοψης του τηλεφώνου καταγράφοντας σημαντική αύξηση από το 88,2% του Galaxy S24 Ultra. Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε πως το προηγούμενο μοντέλο διέθετε ήδη οθόνη με κορυφαίες τεχνικές προδιαγραφές, οπότε δεν υπήρχε ουσιαστική ανάγκη για βελτιώσεις, τουλάχιστον όχι τέτοιες που να είναι άμεσα ορατές στο μάτι, συμπεριλαμβανομένων των αντικατοπτρισμών. Το νέο Gorilla Glass προσφέρει θεωρητικά καλύτερη απόδοση στη μείωσή τους, με το τελικό αποτέλεσμα να παρουσιάζει μικρή βελτίωση στο συγκεκριμένο τομέα. Στο Galaxy S25 Ultra σας περιμένει λοιπόν μία Dynamic AMOLED 2X ανάλυσης 1440 x 3120 pixels στα 481 ppi με λόγο διαστάσεων 19,5:9, δυναμικό ρυθμό ανανέωσης 1-120 Hz και μέγιστη φωτεινότητα 2600 nits. Η συσκευή ενσωματώνει λειτουργία ProScaler και τεχνολογία Vision Booster που κάνοντας χρήση αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης αυξάνουν την ποιότητα εικόνας έως και κατά 43% βάσει PSNR, προσαρμόζοντας παράλληλα τα χρώματα ανάλογα με τις συνθήκες φωτισμού και το περιεχόμενο που απολαμβάνει ο χρήστης (άλλες ρυθμίσεις για gaming, άλλες για streaming, άλλες για browsing κλπ). Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι εμπειρίες θέασης του smartphone είναι υπέροχες, ακόμα και σε εξωτερικούς ή έντονα φωτισμένους χώρους. Στα των καμερών, απογοήτευση δημιουργεί η επιλογή της Samsung να στηριχθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος, στους αισθητήρες που πρωτοείδαμε στη σειρά το 2022. Η μεγάλη διαφορά του Galaxy S25 Ultra σε σχέση με τη ναυαρχίδα της προηγούμενης γενιάς εντοπίζεται στην υπερευρυγώνια κάμερα η οποία έχει «σκαρφαλώσει» από τα 12 MP στα 50 MP. Ο φακός που έχει προτιμηθεί έχει διάφραγμα f/2,0, μέγεθος pixel 0,7 μm, εστιακό μήκος 13 χιλ. και οπτική γωνία 120ο. Ακόμα διαθέτει dual-pixel PDAF και λειτουργία Super Steady Video που εγγυάται εντυπωσιακά σταθερές λήψεις βίντεο. Η υπερευρυγώνια κάμερα της συσκευής προσφέρει ιδιαίτερα φωτεινές φωτογραφίες (η Samsung αναφέρει ότι είναι φωτεινότερες κατά 34% συγκριτικά με εκείνες της αντίστοιχης υπερευρυγώνιας στο Galaxy S24 Ultra) ενώ χάρη στη μεγαλύτερη ανάλυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως κάμερα macro. Θυμίζουμε ότι η υπερευρυγώνια του Galaxy S24 Ultra μας είχε ικανοποιήσει παρά τη χαμηλή της ανάλυση, όμως τα όσα μας χάρισε αυτή της φετινής συσκευής είναι σίγουρα ανώτερα, με το πρόβλημα των παραμορφωμένων γωνιών στην τελική φωτογραφία να είναι εκεί. Οι φωτογραφίες που τραβήξαμε χαρακτηρίζονταν από χρώματα σε φυσικούς τόνους, χωρίς υπερβολική έκθεση ή θόρυβο. Δεν θα ήταν υπερβολή μάλιστα αν λέγαμε πως ποιοτικά ήταν εντυπωσιακά κοντά σε εκείνες της κύριας κάμερας των 200 MP (f/1,7, 24 χιλ., 1/1,3 ιντσών, 0,6 μm, πολυκατευθυντικό PDAF, OIS) η οποία πάντως για άλλη μια φορά κάνει θαύματα. Θυμίζουμε πως οι δύο αυτές κάμερες πλαισιώνονται από τηλεφακό 10 MP (f/2,4, 67 χιλ., 1/3,52 ιντσών, 1,12 μm, PDAF, OIS, 3x οπτικό zoom) και περισκοπικό τηλεφακό 50 MP (f/3,4, 111 χιλ., 1/2,52 ιντσών, 0,7 μm, OIS, 5x οπτικό zoom). Το zoom πάντως είναι βελτιωμένο στα χαρτιά (λόγω AI) φτάνοντας το 100x όταν μιλάμε για ψηφιακές καταστάσεις. Το Galaxy S25 Ultra έρχεται με τη νέα έκδοση της ProVisual Engine για ταχύτερα και ρεαλιστικότερα αποτελέσματα. Στα πορτρέτα αναγνωρίζονται αυτόματα, τόσο το θέμα, όσο και η ακριβής θέση του στον χώρο προκειμένου να προσδιοριστεί όσο το δυνατόν καλύτερα ο περιβάλλοντας φωτισμός. Έτσι, σε συνδυασμό με την Object-Aware Engine, η υφή αλλά και το χρώμα του δέρματος αποτυπώνονται με ζηλευτό ρεαλισμό, κάτι που μπορεί να διαπιστώσει κάποιος εστιάζοντας σε όποιο σημείο της εικόνας θέλει. Η συσκευή θα προσαρμόσει αυτόματα τις ρυθμίσεις πριν από κάθε λήψη, με τον χρήστη πάντως να μπορεί να κάνει τις δικές του επιλογές. Για πιο άμεσα αποτελέσματα πάντως, υπάρχουν δέκα έτοιμα φίλτρα μαζί με δυνατότητα δημιουργίας καινούριου το οποίο μάλιστα μπορεί να προκύψει μέσα από μία φωτογραφία. Η μεγαλύτερη βελτίωση σε ότι αφορά τις κάμερες, είναι "ορατή" στις νυχτερινές λήψεις όπου έχει γίνει σπουδαία δουλειά από την εταιρεία αφού πλέον με την αναβαθμισμένη λειτουργία Nightography, τα πλάνα είναι πιο ισορροπημένα χρωματικά, ομαλά ως προς την κίνηση ενώ και ο θόρυβος έχει εξαλειφθεί σε εντυπωσιακό βαθμό. Επιπρόσθετα, η όποια κίνηση στο κάδρο αναλύεται σε πραγματικό χρόνο, με την τεχνητή νοημοσύνη να επεμβαίνει για να μειώσει περαιτέρω τον θόρυβο. Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι που συναντάμε βελιώσεις είναι στο βίντεο, του οποίου η ποιότητα έχει βελτιωθεί αισθητά ειδικά σε σκοτεινές λήψεις. Το Galaxy S25 υποστηρίζει εγγραφή βίντεο έως και σε ανάλυση 8K, στα 24 ή 30 fps. Ρίχνοντας την εικόνα στα επίπεδα του 4K το μέγιστο frame rate ανεβαίνει στα 120 fps ενώ στα 1080p προσεγγίζει τα 240 fps. Παράλληλα υποστηρίζονται HDR10+ και εγγραφή στερεοφωνικού ήχου (για τις δυνατότητες επεξεργασίας θα μιλήσουμε στην ενότητα της AI). Ίσως πιο σημαντική για μας ήταν η σχεδόν "αόρατη" αλλαγή φακών κατά την εγγραφή βίντεο, όπου στο παρελθόν κάτι τέτοιο ήταν εύκολο να το διαπιστώσει κάποιος είτε λόγο απότομου κοψίματος ή στην αλλαγή των χρωμάτων. Και τα δύο αυτά φαινόμενα υπάρχουν ακόμα στο Galaxy S25 Ultra αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό, με την AI να δημιουργεί στην πρώτη περίπτωση καρέ για να γίνει η εναλλαγή φακών όσο το δυνατόν πιο ομαλή. Για να διευκρινήσουμε, δεν μιλάμε για επίπεδο iPhone αλλά αρκετά κοντά. Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε την υποστήριξη για πρώτη φορά λειτουργίας Log Video, η οποία σαφώς και απευθύνεται σε video creators ή γενικότερα σε όσους θέλουν να το ψάξουν περισσότερο. Έτσι το Log Video επιτρέπει την επεξεργασία βίντεο σε επαγγελματικό επίπεδο, επιτρέποντας έτσι λεπτομερή προσαρμογή χρωματικού τόνου για βίντεο με ευρύτερους χρωματικούς τόνους. Σε ότι αφορά τη φωτογραφία, αν αντίστοιχα έχετε όρεξη, μπορείτε να κατεβάσετε την εφαρμογή Expert Raw για πολύ περισσότερο έλεγχο μετά τη λήψη. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Στο εσωτερικό του, το Galaxy S25 Ultra κρύβει τον ολοκαίνουριο Snapdragon 8 Elite για Galaxy, τον πρώτο mobile επεξεργαστή με τεχνολογία 3 nm. Αυτός πλαισιώνεται από 12 GB RAM (ανεξαρτήτως έκδοσης) και εσωτερικό αποθηκευτικό χώρο 256 GB, 512 GB ή 1 TB τύπου UFS 4.0 (παρελθόν εδώ και καιρό η δυνατότητα προσθήκης κάρτας μνήμης microSD). Υποστηρίζει ασύρματη συνδεσιμότητα Wi-Fi 7 και Bluetooth 3.2 με τη θύρα USB Type-C να έρχεται με DisplayPort 1.2 και USB OTG. Σε ό,τι έχει να κάνει με τη μπαταρία, υπάρχει μία χωρητικότητας 5000 mAh με ταχεία φόρτιση 45 W, ασύρματη φόρτιση (πρότυπο Qi) 15 W και αντίστροφη φόρτιση 4,5 W. Η συσκευή τρέχει Android 15 το οποίο ενισχύεται με το One UI 7 με τη Samsung να υπόσχεται επτά χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και ενημερώσεων ασφαλείας. Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, το Galaxy S25 Ultra «πετάει». Ο Snapdragon 8 Elite for Galaxy της Qualcomm είναι κατά πολύ ανώτερος σε σχέση με το προηγούμενο κορυφαίο μοντέλο της Qualcomm και σαν να μην έφτανε αυτό, η ειδική έκδοση που έχει χρησιμοποιηθεί στη σειρά Galaxy S25 διαθέτει και υψηλότερους χρονισμούς, με δύο από τους πυρήνες του να τρέχουν στα 4,47 GHz αντί των 4,32 GHz (οι άλλοι βρίσκονται κανονικά στα 3,53 GHz). Στο Geekbench, τα single-core και multi-core σκορ της συσκευής είναι 3155 και 9894 αντίστοιχα και μπορεί οι διαφορές να μην είναι χαοτικές σε σχέση με τον όποιο ανταγωνισμό, δεν παύουν όμως να δίνουν το προβάδισμα στον Snapdragon 8 Elite. Ενημερωτικά, δοκιμάζοντας το OnePlus 13, οι αντίστοιχοι ρυθμοί που πήραμε είναι 3054 και 8893. Δοκιμάσαμε το Galaxy S25 Ultra σε κάθε πιθανό καθημερινό σενάριο. Αλλεπάλληλες βιντεοκλήσεις, απαιτητικό multitasking, gaming, browsing και streaming σαν να μην υπάρχει αύριο, επεξεργασία βίντεο κ.α. Το τηλέφωνο όχι απλά δεν είχε πρόβλημα να ανταποκριθεί σε ό,τι κι αν του ζητήσαμε, αλλά το έκανε δίχως να παρατηρήσουμε αύξηση στις θερμοκρασίες των επιφανειών του ούτε μία φορά. Η Samsung εξ άλλου το έχει εφοδιάσει με 40% μεγαλύτερο θάλαμο ατμού ενώ έχει χρησιμοποιήσει και καλύτερα υλικά διεπαφής θερμότητας, επιτυγχάνοντας αποτελεσματικότερη απαγωγή θερμότητας σε ποσοστό 8%. Ακόμα κι όταν τεστάραμε το Galaxy S25 Ultra με κάποια από τα πιο απαιτητικά video games που διατίθενται στο Play Store (Call of Duty Mobile, GRID Autosport, Real Racing 3, XCOM 2, Genshin Impact), εκείνο ήταν σε θέση να μας χαρίσει σπουδαία γραφικά χωρίς κανένα θέμα. Η αυτονομία της μπαταρίας εξαρτάται από τη χρήση που θα κάνει κανείς στο Galaxy S25 Ultra. Η μπαταρία του τελευταίου μπορεί να είναι στα ίδια επίπεδα με πέρυσι όμως η αποτελεσματικότερη διαχείριση πόρων βελτιώνει κάπως την κατάσταση. Με τυπική καθημερινή χρήση (εφαρμογές γραφείου, socials, browsing, streaming αλλά χωρίς gaming) η μπαταρία έφτασε να βγάλει ακόμα και δύο ημέρες. Όταν στην εξίσωση μπήκαν και τα video games και αυξήθηκε το streaming, τότε η μέγιστη αυτονομία έφτασε τη μία μέρα. Όσον αφορά τη φόρτιση, δεν υπάρχει καμία αλλαγή σε σχέση με πέρυσι, καθώς η πλήρης φόρτιση (0-100%) εξακολουθεί να απαιτεί περίπου μιάμιση ώρα. Αυτό παραμένει ένα από τα μειονεκτήματα της κορυφαίας συσκευής της Samsung, ιδίως σε σύγκριση με τον κινεζικό ανταγωνισμό, που βρίσκεται αισθητά μπροστά σε αυτόν τον τομέα. Σε ότι αφορά τα χαρακτηριστικά της συσκευής, θα πρέπει να κάνουμε και μια αναφορά στο S-Pen, το stylus που συνοδεύει κάθε Ultra μοντέλο επεκτείνοντας σημαντικά τις δυνατότητες της συσκευής. Ίσως έχετε διαβάσει ότι η Samsung αφαίρεσε την υποστήριξη Bluetooth, με τις σχετικές δυνατότητες που αυτό έδινε να εξαφανίζονται, όπως η λήψη φωτογραφιών και βίντεο από απόσταση. Ίσως τα στατιστικά χρήσης του δίνουν μια διαφορετική όψη στην απόφαση της νοτιοκορεατικής εταιρείας, όμως δεν παύει να αποτελεί μια αφαίρεση δυνατότητας που δεν μας κάθεται καλά. Λειτουργίες AI Εκεί που εντοπίζονται οι σημαντικότερες διαφορές όμως σε ό,τι αφορά το Galaxy S25 Ultra σε σχέση τόσο με τους προκατόχους του, όσο και με τον ανταγωνισμό που υπάρχει στην αγορά αυτή τη στιγμή, είναι στην τεχνητή νοημοσύνη. Η συσκευή ενσωματώνει τη Galaxy AI της Samsung και του Gemini της Google. Αν και σε κάποια πράγματα τα δύο LLM προσφέρουν λίγο-πολύ τις ίδιες υπηρεσίες, στην πράξη το ένα συμπληρώνει αρμονικά το άλλο. Εδώ πρέπει να δώσουμε credits στη Samsung αφού όλες οι λειτουργίες που ανακοινώθηκαν στο Galaxy Unpacked, είναι διαθέσιμες από την πρώτη μέρα στους κατόχους των συσκευών, κάτι που δεν ισχύει με το iPhone και τις λειτουργίες του Apple Intelligence που οι Έλληνες χρήστες περιμένουν ακόμα στο σύνολό τους. Μάλιστα, αναφορικά με εκείνο της Google, όπως πέρυσι τα Galaxy S24 ήταν τα πρώτα που προσέφεραν τη δυνατότητα Circle to Search (πριν τα Pixel και τα Xiaomi), έτσι και φέτος τα Galaxy S25 έχουν σε αποκλειστικότητα για την ώρα τις απρόσκοπτες ενέργειες μεταξύ εφαρμογών. Με ένα πάτημα του πλήκτρου ενεργοποίησης, ο χρήστης μπορεί να δώσει στη συσκευή φωνητικές εντολές που να αφορούν μία πλειάδα εφαρμογών – είτε της Google, είτε της Samsung, είτε τρίτων εταιρειών. Μερικά παραδείγματα περιλαμβάνουν την αναζήτηση πληροφοριών και την αποστολή τους με ένα μήνυμα, την εύρεση ενός γεγονότος και την προσθήκη του στο ημερολόγιο ή τη σύνοψη ενός βίντεο από το YouTube με τη μορφή γραπτής σημείωσης – όλα αυτά με μία εντολή. Αν και συναντήσαμε σημαντικά προβλήματα κατά τη χρήση της λειτουργίας, οι φορές που όλα δούλεψαν στην εντέλεια ήταν απλά μαγικές, όμως απέχουμε σίγουρα ακόμα από τον ισχυρισμό της εταιρείας ότι το Galaxy S25 Ultra είναι ο "AI βοηθός μας". Ως προς τις εφαρμογές της Galaxy AI, όλες τους είναι πολύ ενδιαφέρουσες αλλά δυστυχώς η πλειοψηφία τους δεν υποστηρίζει Ελληνικά, οπότε δύσκολα θα τις εκμεταλλευτεί εκτεταμένα ένας Έλληνας χρήστης που προτιμά να χρησιμοποιεί τη συσκευή του στη μητρική του γλώσσα. Σε αυτές διακρίνονται οι: Μεταγραφή και σύνοψη κλήσεων Ακρόαση συνόψεων ιστοσελίδων (η σύνοψη μόνο γίνεται στα Ελληνικά) Εγγραφή φωνής και μετατροπή σε κείμενο Βοηθός συγγραφής (υποστηρίζει Ελληνικά) Επιλογή AI (διατίθεται στα Ελληνικά) Μετάφραση κλήσεων σε πραγματικό χρόνο Διερμηνεία συζητήσεων Βοηθός σημειώσεων (υποστηρίζεται μόνο σύνοψη ελληνικού κειμένου με ορθογραφία και μορφοποίηση) Έλεγχος ορθογραφίας (υποστήριξη Ελληνικών). Φυσικά υπάρχουν και εκείνες οι λειτουργίες που δεν σχετίζονται με κείμενο όπως το Σβήσιμο ήχου για την εξάλειψη ήχων από τα βίντεο (οι ήχοι κατηγοριοποιούνται σε έξι ομάδες με τον χρήστη να μπορεί να ρυθμίσει την ένταση), ο Βοηθός σχεδίασης (σκιτσάρετε ή πληκτρολογείτε αυτό που θέλετε και το εργαλείο το σχεδιάζει δίνοντάς σας τη δυνατότητα να διαλέξετε και στυλ), η Δημιουργία πορτρέτων, η Αλλαγή φόντου ανάλογα την ώρα και τον καιρό, τα Εφέ σε πραγματικό χρόνο (μετατρέπουν τις εικόνες σας σε 3D), η Επεξεργασία φωτογραφίας κ.α. Ξεχωριστή αναφορά για την αφαίρεση στοιχείων από φωτογραφίες η οποία είναι η καλύτερη που έχουμε δει σε smartphone by far. Εννοείται πως διαθέσιμες είναι όλες οι λειτουργίες του Gemini (απαντήσεις σε ερωτήσεις, προσαρμογή ή/και σύνοψη κειμένων, δημιουργία και αλλαγή ύφους μηνυμάτων κ.α.) οι οποίες μάλιστα υποστηρίζουν κανονικά Ελληνικά. Εννοείται φυσικά πως υποστηρίζεται και το Gemini Live που χάρη στην πρόσφατη ενσωμάτωση των Επεκτάσεων (Extensions) προσφέρει πρόσβαση σε εφαρμογές και υπηρεσίες όπως το Gmail, οι Χάρτες, το YouTube και το Task μεταξύ άλλων, με δυνατότητα αυτοματοποίησης πολύπλοκων εργασιών και κοινής χρήσης πληροφοριών μεταξύ των εφαρμογών. Μάλιστα το Gemini Live έχει αντικαταστήσει το Bixby ως ο φωνητικός βοηθός της συσκευής. Έτσι πατώντας παρατεταμένα το κουμπί ενεργοποίησης/απενεργοποίησης της συσκευής, ή με την αντίστοιχη φωνητική εντολή, μπορούμε να ρωτήσουμε το Gemini κάποια πληροφορία, με το AI chatbot σύστημα να μας απαντά σε σχεδόν φυσική φωνή, δίνοντάς μας τις περισσότερες φορές μια σωστή απάντηση. Το ότι η όλη αλληλεπίδραση γίνεται στα Ελληνικά, εκτοξεύει κατακόρυφα τη χρησιμότητα της λειτουργίας, κάνοντας τη διαφορά με τον ανταγωνισμό. Σε κάθε περίπτωση υπενθυμίζουμε ότι η τα Galaxy S δεν είναι τα μόνα που ενσωματώνουν τη λειτουργία αυτή, με τον ανταγωνισμό να αναμένεται να ακολουθήσει σύντομα. Δύο νέες προσθήκες στο One UI 7 το οποίο έχει βελτιστοποιηθεί προκειμένου να είναι σε θέση να υποδεχθεί όλα αυτά τα νέα χαρακτηριστικά, προσφέροντας μία ακόμα πιο φυσική εμπειρία πλοήγησης (με βασικό χαρακτηριστικό τη δυνατότητα χειρισμού με πολλαπλούς τρόπους – κείμενο, αφή, εικόνα, ήχος) είναι τα Now Bar και Now Brief. Το πρώτο -εμπνευσμένο από το Dynamic Island- παρουσιάζει με τη μορφή μπαρών τις εργασίες που είναι ανά πάσα στιγμή στη συσκευή, επιτρέποντας στον χρήστη να έχει καλύτερη εικόνα των εφαρμογών που τρέχουν στο κινητό του και να τις χειριστεί από εκεί χωρίς να χρειάζεται να τις ανοίξει πλήρως (πχ, Spotify). Το δεύτερο είναι ουσιαστικά η μετεξέλιξη του notifications drawer καθώς δημιουργεί συνόψεις με τα highlights της ημέρας με έμφαση στο «σκανάρισμα» δίνοντας μια εικόνα ανά πάσα στιγμή της ημέρας, για το πρόγραμμα αλλά και άλλες πληροφορίες που πιστεύει ότι μας ενδιαφέρουν. Το τελευταίο το βρήκαμε αρκετά βολικό υπό μία προϋπόθεση που ισχύει πρακτικά για τις περισσότερες λειτουργίες AI της συσκευής: ο χρήστης θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να ξεχάσει όσα ξέρει και να μάθει να χρησιμοποιεί το smartphone του με έναν τρόπο διαφορετικό. Επί της ουσίας, ένα σημαντικό μέρος της όλης αλληλεπίδρασής του με το Galaxy S25 Ultra δεν θα αφορά χειρισμό αλλά διαχείριση. Εφ’ όσον μπορεί να υιοθετήσει αυτή την προσέγγιση, τότε μέσα σε ελάχιστο χρόνο θα διαπιστώσει πως θα έχει τη δυνατότητα να κάνει πολλά περισσότερα με λιγότερη προσπάθεια, αφήνοντας το ίδιο το κινητό (βλ. AI) να κανονίσει τα υπόλοιπα. Κλείνοντας τη σχετική ενότητα, δεν μπορούμε να μην κάνουμε αναφορά στην υποσημείωση που συνοδεύει κάθε αναφορά στα Galaxy AI χαρακτηριστικά, η οποία κάνει λόγω για επερχόμενες χρεώσεις από το 2026. Χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει ακόμα την πολιτική της, είναι φανερό ότι η Samsung παίζει ένα παιχνίδι γάτας ποντικιού όχι μόνο με την Apple αλλά με όλες τις εταιρείες του χώρου, αφού μια λάθος κίνηση μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά αρνητική δημοσιότητα. Ξεκαθαρίζουμε ότι οι χρεώσεις θα πρέπει να αφούν τις cloud υπηρεσίες (βλ. Google) και όχι τις AI λειτουργίες που ο χρήστης μπορεί να τρέξει απευθείας από τη συσκευή του χωρίς την ανάγκη σύνδεσης στο Internet. Η απίστευτα ρευστή κατάσταση που επικρατεί με το AI και τις χρεώσεις, είναι ξεκάθαρο ότι αποτελούν το λόγο καθυστέρησης της απόφασης της Samsung, αφού μόνο τον περασμένο μήνα, δύο μεγαθήρια του χώρου, Google και Microsoft προχώρησαν -στην ουσία- στην κατάργηση των χρεώσεων για το Gemini στο Workspace και Copilot στο Microsoft 365, κάτι που σίγουρα έχουν υπόψη τους στην Κορεά. Συμπέρασμα Το Galaxy S25 Ultra είναι έτσι κι αλλιώς μία φανταστική συσκευή, παρά τις μικρές αλλαγές από τις προηγούμενες γενιές που κάνουν την απόφαση αναβάθμισης όσων έχουν την προηγούμενη γενιά, εύκολη. Αν και το πρόβλημα εδώ δεν είναι τόσο σημαντικό όσο στο Galaxy Z Fold, η Samsung πρέπει να λάβει σοβαρά το feedback με τον ανταγωνισμό κυρίως από την Κίνα να κάνει μεγαλύτερα βήματα ειδικά στην κάμερα. Ο σχεδιασμός της συσκευής είναι αισθητικά ανώτερος σε σχέση με πέρυσι, η ποιότητα κατασκευής του ένα κλικ καλύτερη και τα τεχνικά του χαρακτηριστικά έχουν αναβαθμιστεί στα σημεία, συνθέτοντας έτσι το προφίλ μίας all-around premium ναυαρχίδας που δεν υστερεί πουθενά. Η υλοποίηση του Galaxy AI στη φετινή έκδοση του Ultra είναι χωρίς αμφιβολία η καλύτερη στην αγορά αφού η ενσωμάτωσή του στο OneUI 7 κρίνεται μια πολύ έξυπνη απόφαση. Η καθημερινή ενασχόληση με τη συσκευή, και ειδικά με το Gemini Live στα Ελληνικά φέρνει αυτό που πάντα θέλαμε από έναν έξυπνο βοηθό ενός smartphone, όμως θέλουμε πολλά περισσότερα ειδικά σε ότι αφορά την καθημερινότητα. Οι απρόσκοπτες ενέργειες μεταξύ εφαρμογών είναι η λύση προς αυτή την κατεύθυνση όμως για την ώρα περιορίζεται σημαντικά.
    9 πόντοι
  3. Εδώ και αρκετούς μήνες είχαμε ακούσει για το FRITZ!Box 5690 Pro. Είχαμε δει την Γερμανική έκδοση στο εμπόριο και αναμέναμε πως και πως να κυκλοφορήσει η International ώστε να έρθει στα χέρια μας. Οι μέρες έγιναν βδομάδες οι βδομάδες μήνες και τελικά ένα κρύο πρωινό 😆 το FRITZ!Box είχε έρθει. Έχοντας κάνει review τόσα προϊόντα FRITZ, η αλήθεια είναι ότι περιμέναμε το συνηθισμένο μέγεθος κουτιού που χρησιμοποιούν τα περισσότερα FRITZ!Box. Αλλά όπως λένε: Αυτή δεν ήταν η περίπτωση μας. Πρώτη φορά βλέπαμε τόσο μεγάλο και τόσο βαρύ κουτί. Είναι το δεύτερο προϊον της AVM που είναι WiFi 7. Το πρώτο ήταν το FRITZ!Box 7690 που κάναμε review λίγο καιρό πριν και μπορείτε να το βρείτε στο παρακάτω LINK. Όμως μην ξεγελιέστε ότι είναι ακόμα ένα παρόμοιο WiFi 7 modem, router όπως το 7690. Όπως θα δούμε και παρακάτω οι διαφορές είναι πάρα πολλές και δικαιολογημένα το 5690 Pro είναι το πιο δυνατό μοντέλο που έχει κυκλοφορήσει η AVM. Το FRITZ!Box 5690 Pro θα λέγαμε ότι είναι η δυνατή έκδοση όχι μόνο ενός αλλά δύο διαφορετικών μοντέλων, του 5590 Fiber αλλά και των 7590AX και 7690. Ο λόγος πίσω από αυτό είναι ότι υποστηρίζει δύο διαφορετικές τεχνολογίες. Μπορεί να συνδεθεί σε μία ADSL/VDSL γραμμή ή εναλλακτικα μπορεί να συνδεθεί σε οπτική ίνα (FTTH). Και βέβαια όπως σε όλα τα μοντέλα υπάρχει και η λύση να χρησιμοποιήσουμε την WAN port ώστε να λειτουργεί ως router. Η AVM για όποιον δεν γνωρίζει διαθέτει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων όπως VDSL2/ADSL2+/4G/5G/FTTH Routers, Powerlines, WiFi Sticks, DECT Phones(FON), Repeaters όπως και συσκευές για Radiator Control, Power Outlets. Ιδρύθηκε το 1986, έχει έδρα το Βερολίνο και το 2021 απασχολούσε 880 υπαλλήλους. Τo τμήμα υποστήριξης όπως και το τμήμα κατασκευής βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ τα προϊόντα της εταιρείας συνοδεύονται από πέντε χρόνια εγγύησης. Η AVM είναι ένας από τους κορυφαίους κατασκευαστές προϊόντων στην Ευρώπη για ευρυζωνικές και ψηφιακές συνδέσεις. To όνομα AVM όλοι το γνωρίζουν πλέον μετά από τόσα χρόνια και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι συνώνυμο με την πρωτοπορία, την αξιοπιστία και την τεχνολογική υπεροχή. Διαθέτει το ευέλικτο λειτουργικό σύστημα FRITZ!OS που είναι σήμα κατατεθέν της AVM. Εισαγωγή Για αρκετούς τα FTTH Modem Routers (ΟΝΤ) είναι κάτι άγνωστο. Για άλλους είναι μία πραγματικότητα που την ζουν κάθε μέρα αφού το FTTH έχει φτάσει στην περιοχή τους ενώ για άλλους είναι ένα "όνειρο" καθώς είναι σε αναμονή περιμένοντας το FTTH να γίνει διαθέσιμο. Πριν προχωρήσουμε στο Review θα πρέπει να αναφέρουμε μερικές τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με την τεχνολογία του FTTH και στην δική μας περίπτωση του GPON, όπως και για το FRITZ!Box 5690 Pro. Αυτή η εισαγωγή είναι απαραίτητη για να λυθούν οι απορίες που ενδεχομένως θα προκύψουν. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Στην Ελλάδα το FTTH που δίνουν οι πάροχοι είναι τεχνολογίας PON (Passive Optical Network) και υπάρχει και το AON (Active Optical Network). Το PON συγκεκριμένα είναι GPON δηλαδή Gigabit Passive Optical Network. Τι είναι τώρα το GPON και πως λειτουργεί. Με πολύ απλά λόγια από την πλευρά του παρόχου υπάρχει ένα OLT (Optical Line Terminal) το οποίο είναι το "μηχάνημα" που πάνω σε αυτό έχουν συνδεθεί οι οπτικές ίνες που φέρνουν το Internet στο σπίτι μας και στο ONT (Optical Network Terminal). Ενδιάμεσα από το OLT και το ONT υπάρχουν Passive Optical Splitters. Τι κάνουν αυτά: Τα Passive Optical Splitters δέχονται μία οπτική ίνα ως είσοδο και βγάζουν πολλές ίνες ως έξοδο. Οπότε από το OLT μπορεί να έχουμε πχ δέκα ίνες οι οποίες όμως δεν θα πάνε σε δέκα σπίτια αλλά η κάθε μία από αυτές μπορεί να πάει σε ένα passive optical splitter που το χωρίζει σε οχτώ, δεκαέξι, τριάντα δύο ή εξήντα τέσσερις 64 ίνες. Έτσι σε μία ίνα δεν έχουμε μόνο ένα συνδρομητή αλλά παραπάνω. Πάμε τώρα σε αυτό που ενδιαφέρει στην πράξη εμάς τους τελικούς χρήστες. Εφόσον μία οπτική ίνα εξυπηρετεί αρκετούς συνδρομητές πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνει διαχωρισμός ποιος συνδρομητής είναι ποιος. Οπότε το κάθε ONT έχει ένα μοναδικό ID που συνήθως αναφέρεται πάνω στο ίδιο το ONT. Στην δική μας περίπτωση το ID είναι της μορφής AVMG xxxx xxxx. Για να αναγνωριστεί και να "συγχρονίσει" το ONT πάνω στην οπτική ίνα πρέπει ο πάροχος να το δηλώσει στο OLT. Αν δεν το δηλώσει τότε δεν θα γίνει ποτέ το connection κοινώς δεν θα δούμε να ανάψει σταθερά το Led PON. Με την ισχύουσα νομοθεσία στην Ελλάδα που αναφέρει ότι ο πάροχος πρέπει να υποστηρίζει οποιοδήποτε Modem Router, θα νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα FTTH modem router κοινώς ένα ONT και να δώσουμε στον πάροχο μας το ID και να είμαστε έτοιμοι για surfing. Δυστυχώς όμως αυτό δεν ισχύει. Στην περίπτωση του FTTH ο πάροχος δεν θα δεχτεί να περάσει το ID του ONT ώστε να γίνει η σύνδεση. Μας δίνει ένα δικό του ONT το οποίο απλά μετατρέπει την οπτική ίνα σε Ethernet και μετά μας δίνει την επιλογή να εγκαταστήσουμε οποιοδήποτε router επιθυμούμε αρκεί να έχει WΑΝ Port ή εναλλακτικά απλά να χρησιμοποιήσουμε το FTTH modem router του παρόχου. Στην παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε ένα HUAWEI ONT το οποίο απλά μετατρέπει την οπτική ίνα σε Ethernet. Που θέλουμε να καταλήξουμε. Τo FRITZ!Box 5690 Pro λειτουργεί και ως ONT αλλά ταυτόχρονα έχει και WΑΝ Port για να εγκατασταθεί ως Router. Την παρούσα στιγμή δεν μπορούμε λόγω των περιορισμών να το εγκαταστήσουμε ως ONT αλλά μόνο ως Router. Θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε όλα τα χαρακτηριστικά του εν λόγω CPE αλλά η διασύνδεση θα είναι με το ONT που μας έχει δώσει ο πάροχος και όχι απευθείας με την οπτική ίνα πάνω στο FRITZ!Box. ΒΕΒΑΙΑ πάντα υπάρχουν και εξαιρέσεις. Την δεδομένη στιγμή που γράφεται το παρόν Review η Cosmote δίνει το FRITZ!Box 5530 Fiber στις συνδέσεις 1Gbit χωρίς την χρήση ξεχωριστού ONT. Κάποιοι Insomniacs αγόρασαν πχ το 5590 ή θα μπορούσε αντίστοιχα να ήταν το 5690 Pro και σε επικοινωνία με την Cosmote κατάφεραν να δώσουν το Modem-ID ώστε να το περάσει στο OLT. Στο μέλλον ας ελπίσουμε ότι θα αλλάξουν οι κανονισμοί και θα μπορεί ο χρήστης να χρησιμοποιήσει το FRITZ χωρίς ONT. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις spoofing του Modem-ID, το οποίο γίνεται μέσα από το ίδιο το FRITZ!Box. Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε το SFP που είναι για GPON (μέσα στην συσκευασία υπάρχει και για AON αφού πλέον η AVM δεν διαχωρίζει τα μοντέλα) και που πρέπει να συνδεθεί με οπτική ίνα LC-APC και όχι SC-APC που δέχονται τα ONT των ελληνικών παρόχων. Η οπτική ίνα (patch cord) που συμπεριλαμβάνεται μέσα στην συσκευασία LC/APC - LC-APC όπως και αυτή που μπορεί να έχουμε ήδη στο παρόν Fiber Router/Ont SC/APC - SC/APC δεν κάνουν για χρήση στη μεταξύ διασύνδεση του FRITZ!Box και του ΟΤΟ (οπτική πρίζα). Ο χρήστης θα χρειαστεί να αγοράσει από το εμπόριο μία οπτική ίνα LC/APC - SC/APC που το κόστος δεν ειναι μεγαλύτερο από δέκα ευρώ αναλόγως του μήκους που θα χρειαστούμε. Βέβαια το πιο πιθανό είναι ότι εφόσον βγει σε παραγωγή για την ελληνική αγορά από την αντιπροσωπεία της AVM στην Ελλάδα, να έχει μέσα στην συσκευασία την σωστή οπτική ίνα όπως και το σωστό καλώδιο DSL. Unboxing Η πρώτη μας έκπληξη όπως αναφέραμε και προηγουμένως ήταν το μεγάλο κουτί. Ο λόγος για αυτό είναι ότι το FRITZ!Box 5690 Pro είναι αρκετά μεγαλύτερο από τα FRITZ!Box 7690 και 7530 AX. Το μέγεθος του δηλαδή είναι: 268 x 170 x 75 mm, αντίθετα με τα προαναφερθέντα που είναι 254 x 63 x 191 mm και 200 x 45 x 152 mm αντίστοιχα. Η διαφορά τους όπως φαίνεται και από τις διαστάσεις είναι ότι το 5690 Pro τοποθετείται όρθιο/κάθετα πάνω στο γραφείο ενώ τα 7690, 7530 AX τοποθετούνται οριζόντια, ξαπλωτά. To FRITZ!Box 5690 Pro έρχεται σε μία όμορφη συσκευασία, με το μπλε χρώμα να κυριαρχεί όπως μας έχει συνηθίσει η AVM σε όλα τα προϊόντα της. Η συσκευασία είναι από σκληρό χαρτόνι και υπάρχει ταινία ασφαλείας και στις δύο πλευρές ώστε να γνωρίζει ο χρήστης αν έχει παραβιαστεί ή οχι. Στην μπροστά πλευρά βλέπουμε το FRITZ!Box 5690 Pro, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, που είναι υποστήριξη DSL μέχρι 300Mbit/s δηλαδή Super Vectoring (35b), Fiber (AON, GPON), Tri-band Mesh και WiFi 7 που είναι και οι μεγάλες του αναβαθμίσεις όπως και υποστήριξη Dect αλλά και Zigbee. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εκτυπωμένα και με κίτρινα γράμματα αντί για άσπρα ώστε να τονίζονται οι μεγάλες αναβαθμίσεις του. Aναγράφεται με μεγάλα γράμματα ότι είναι NEW WiFi 7 Tri Band. Και τέλος αναφέρει: FRITZ!Box 5690 Pro - η μέγιστη δύναμη (επιδόσεις) του WiFi 7 για Fiber και DSL. Στην πίσω πλευρά σε διάφορες γλώσσες αναφέρονται πιο αναλυτικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως με ποιες συσκευές της AVM μπορεί να συνδυαστεί πχ ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Fon και άλλα. Δεν υπάρχει η ελληνική γλώσσα. Υπάρχει και μια εικόνα με όλα τα Interfaces του FRITZ!Box. Και εδω υπάρχουν με τονισμένα γράμματα και με εικονίδια ορισμένα χαρακτηριστικά σχετικά με το WiFi, το DSL/Fiber και το Smart Home. Στην πάνω και κάτω πλευρά αναγράφεται το μοντέλο όπως υπάρχει και το Logo FRITZ!. Και βέβαια αναγράφεται αυτό που θέλει να δει ο χρήστης σε ένα ποιοτικό Router. Ότι έχει 5 χρόνια εγγύηση. Ενώ οι περισσότεροι κατασκευαστές δίνουν 2 ή 3 χρόνια εγγύηση η AVM κάνει την διαφορά και δίνει 5. Μια πάρα πολύ καλή κίνηση της AVM. Σην δεξιά πλευρά διαβάζουμε τα πλεονεκτήματα του MESH WiFi όπως και τα περιεχόμενα της συσκευασίας, που θα δούμε και σε φωτογραφίες στη συνέχεια του Review. Στην αριστερή πλευρά υπάρχουν διάφορες υποσημειώσεις όπως και ότι είναι η International έκδοση. Τι κρύβεται μέσα στην συσκευασία Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε το εγχειρίδιο χρήσης, που αναγράφονται τα βήματα της εγκατάστασης με εικόνες και κείμενα σε διάφορες γλώσσες. Δεν υπάρχει ούτε εδώ η ελληνική γλώσσα, αλλά όπως και στα άλλα προϊόντα της AVM οι εικόνες βοηθούν πάρα πολύ στην εγκατάσταση. Συνοδεύεται από ένα καλώδιο Ethernet 1.5m, ένα DSL καλώδιο 4 μέτρα, μία οπτική ίνα LC/APC - LC/APC, δύο SFP (ένα για GPON και ένα για AON), ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με τις κατηγορίες των προϊόντων που έχει η AVM, μία καρτέλα με τα στοιχεία για το WiFi (SSID, Network Key και FRITZ!Box Password) και ένα ενημερωτικό φυλλάδιο σχετικά με την απόρριψη των ηλεκτρονικών συσκευών. Στην καρτέλα για το WiFI υπάρχουν κενά πεδία, που αντίστοιχα μπορούμε να γράψουμε τα δικά μας SSID, Network Key και FRITZ!Box Password, ώστε να τα θυμόμαστε. Και φυσικά το FRITZ!Box 5690 Pro σε λευκό/κόκκινο χρώμα, με το τροφοδοτικό του. Επιπρόσθετα αναγράφονται πληροφορίες για τα LED του. Συνοδεύεται από πενταετή εγγύηση, όπως όλα τα FRITZ!Box της AVM. Όπως βλέπουμε και στην παρακάτω φωτογραφία το DSL καλώδιο είναι στη μια πλευρά με RJ45 για να συνδεθεί στον εξοπλισμό ενώ η άλλη πλευρά είμαι με TAE το οποίο δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα. Οπότε σε περίπτωση σύνδεσης με ADSL/VDSL θα χρειαστεί ο χρήστης και ένα καλώδιο τηλεφωνικό που όπως είπαμε παραπάνω το πιο πιθανό είναι να υπάρχει το σωστό καλώδιο όταν έρθει στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αναλυτικό εγχειρίδιο για την συσκευή σε Cd ή σε έντυπη μορφή, το οποίο δεν θεωρείται αρνητικό, αφού τα εγχειρίδια είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Επιπλέον μέσα στo Web Interface του FRITZ!Box υπάρχουν οδηγίες/επεξηγήσεις για όλες τις επιλογές. Η μπροστά πλευρά εκτός από τα ενδεικτικά LED, (στα οποία μπορούμε να ρυθμίσουμε την φωτεινότητα τους) έχει και τα πλήκτρα για συγκεκριμένες λειτουργίες. Στο πάνω, στο κάτω και στο πίσω μέρος υπάρχουν οι θύρες εξαερισμού. Στο site της AVM για κάθε προϊόν πέρα από το Manual υπάρχουν και FAQ για να λύσουν τυχόν απορίες σχετικά με τα Features και την παραμετροποίηση της συσκευής. Knowledge Base: https://en.avm.de/service/fritzbox/knowledge-base/?product=FRITZ-Box-5690-Pro&query= Quick Guide: https://assets.avm.de/files/docs/fritzbox/fritzbox-5690-pro/fritzbox-5690-pro_qig_en_GB.pdf Service Card: https://assets.avm.de/files/docs/fritzbox/fritzbox-5690-pro/fritzbox-5690-pro_sc_en_GB.pdf Στο Υoutube μπορούμε να δούμε τις δυνατότητες για τα FRITZ! προϊόντα. https://www.youtube.com/fritzboxenglish Το FRITZ!Box 5690 Pro παρότι είναι για Fiber/DSL στην πράξη λόγω της θύρας WAN μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως router πχ για μια σύνδεση με microwave ή με ένα satellite. Συγκεκριμένα εδώ μπορούμε να δούμε τις διαφορές των Fiber/DSL modem router της AVM και για ευκολία ακολουθεί ένα screenshot. Την παράσταση κλέβει η 2.5Gbit WAN θύρα η οποία μετατρέπεται και σε LAN. Και υπάρχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Μα φυσικά το WiFi 7 που θα μιλήσουμε για αυτό ακριβώς πιο κάτω. Close up στις θύρες του FRITZ!Box 5690 Pro. Από αριστερά προς τα δεξιά έχουμε. SFP, DSL, Fon (FXS, TAE), WAN/LAN, LAN1, LAN2, LAN3, LAN4 και το power connector ή στα ελληνικά υποδοχή τροφοδοσίας. Στην μπροστινή πλευρά υπάρχουν τα ενδεικτικά LED και τα αντίστοιχα κουμπιά για διάφορες λειτουργίες (WLAN, Connect). Πχ ενεργοποίηση του (WPS). Αναλόγως το χρώμα και αν αναβοσβήνουν μας δίνουν πληροφορίες για την σύνδεση. Στο πάνω, στο κάτω και στο πίσω μέρος έχει τις θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Δεν υπάρχουν ενοχλητικά ανεμιστηράκια να δουλεύουν και να μας ενοχλούν σε περίπτωση που το έχουμε τοποθετήσει στο δωμάτιο μας. Το τροφοδοτικό του είναι 12 Volt και 3,5 Amp (42W). Σε ένα μικρό sticker στο πίσω μέρος υπάρχει το SSID, το Network Key και το Default FRITZ!Box Password. Όση ώρα το δοκιμάσαμε ήταν ζεστό στην αφή αλλά σε φυσιολογικά επίπεδα. Τεχνικά χαρακτηριστικά FRITZ!Box 5690 Pro 1 x RJ45 DSL connection, supports ADSL, VDSL 4 x Gigabit LAN 1 x 2.5 Gigabit WAN/LAN WiFi 7 4x4 MIMO -> Triple Band -> 6 GHz: 11,53 GBit/s , 5 GHz: 5760 MBit/s, 2,4 GHz: 1200 MBit/s WiFi 7, WiFi 6, WiFi 5, WiFi 4 USB 3.1 Dect Base Station 1 x FXS ( RJ11/TAE) Μέση κατανάλωση -> 12,5 - 13,5 Watt Διαστάσεις -> 268 x 170 x 75 mm Dect ULE, Han Fun, Zigbee Mesh WiFi WPA2/WPA3 encryption Wi-Fi Protected Setup (WPS) Push Service Eco Mode, Energy Saving Smart Steering και CrossBand Repeating Fritz!OS 8 Maximum Transmitter Power. IPv6 Media Server, web radio, podcast IP-based telephony Firewall, Dyndns Parental control, guest network, WOL Fax to mail, FRITZ!App Fon για iOS και Android DECT eco DLNA/UPnP AV VPN (IPSec, wireGuard) QoS Answering machine FRITZ!Box 5690 Pro. Τι μας προσφέρει: Λειτουργία ADSL, VDSL, FTTH modem router/WAN router. Ασύρματη σύνδεση με tablets και smartphones και ενσύρματη ή ασύρματη σύνδεση με έναν ή περισσότερους υπολογιστές. Parental Control για τον περιορισμό της χρήσης του Internet, με την χρήση διαφόρων προφίλ. Υποστήριξη DynDns, σε περιπτώσεις απομακρυσμένης πρόσβασης σε συσκευές συνδεδεμένες στο FRITZ!Box QoS (Quality Of Service). Υποστήριξη VPN (IPSec, WireGuard) για απομακρυσμένη διαχείριση. Υποστήριξη IPV6. Mesh networking: Μέσα από το web interface μπορεί να γίνει κεντρική διαχείριση όλων την συνδεδεμένων συσκευών FRITZ. Παραμετροποίηση του ως mesh repeater. Δυνατότητα δημιουργίας guest network όπως και δημιουργία κανόνων στο parental control, ώστε να ελέγχουμε την πρόσβαση στο Internet και το δίκτυο. Push Service για ενημέρωσή με E-mail για την χρήση του, όπως και τυχόν αλλαγές στο configuration. Τέσσερα Gigabit Ethernet και Triple Band WiFi για γρήγορες μεταφορές δεδομένων ανάμεσα στους υπολογιστές, smartphones, tablets, ενσύρματα και ασύρματα. LAN/WAN Port 2.5Gbit Στις FXS, μπορεί να συνδεθεί αναλογική τηλεφωνική συσκευή ή ένα PSTN PBX. DECT Base Station με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 ασύρματων συσκευών DECT της AVM ή ενός τρίτου κατασκευαστή, αρκεί να συνεργάζονται. Δυνατότητα του FRITZ!Box να λειτουργεί ως PBX. Είτε χρησιμοποιήσουμε την FXS, είτε το DECT Base Station, μπορούμε την VoIP τηλεφωνία να την δρομολογήσουμε όπου επιθυμούμε. Η κάθε μία συσκευή θα έχει ένα εσωτερικό νούμερο ώστε να μπορεί να γίνει μεταφορά της κλήσης, από την μία τηλεφωνική συσκευή στη άλλη. Και για όσους δεν σηκώνονται το πρωί, μια τηλεφωνική συσκευή πάνω στο FRITZ!Box μετατρέπεται σε ξυπνητήρι και αρχίσει να κουδουνίζει την ώρα που επιθυμείτε εσείς. Λειτουργία Fax to Mail. Δεν υπάρχει λόγος να γίνεται σπατάλη χαρτιού και μελανιού/toner για τα fax. Το fax μετατρέπεται σε e-mail και αποστέλλεται στο e-mail που επιθυμεί ο χρήστης. Με το FRITZ!APP Fon, ένα smartphone μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασύρματη τηλεφωνική συσκευή και να πραγματοποιεί, δέχεται κλήσεις με ασφάλεια (VPN) είτε από το τοπικό δίκτυο είτε από το απομακρυσμένο. Δεν χρειάζεται να γίνεται εκτροπή για να μην χάνουμε τις κλήσεις και δεν χρειάζεται να διαθέτουμε ασύρματο τηλέφωνο στο χώρο μας. Απλά ένα smartphone. Υποστηρίζει συσκευές για SMART HOME. Η διαχείρισή τους, μπορεί να γίνει τοπικά αλλά και απομακρυσμένα. Υπάρχουν smart plugs, όπως το FRITZ!DECT 200 που είδαμε σε προηγούμενο review, το FRITZ!DECT 301 που είναι ένα smart radiator για να ρυθμίζεται την θερμοκρασία του χώρου σας πριν ακόμα φτάσετε εκεί ή και το FRITZ!DECT 500 που είναι μια smart λάμπα. Επιπρόσθετα το FRITZ!DECT 440 που είναι ένας τετραπλός διακόπτης που μπορούμε να ορίσουμε διαφορετικές λειτουργίες για κάθε κουμπί. Υποστηρίζει Media Server/Web Radio/Podcast, ώστε να βλέπετε τις αγαπημένες σας ταινίες ή να ακούτε την μουσική σας κάνοντας streaming. Το FRITZ!Box με ένα USB stick συνδεδεμένο στη USB 3.1 !!!!!!! θύρα. Επιτέλους USB 3.1! WiFi 7 Που να ξεκινήσουμε και τι να πρωτογράψουμε για το WiFi 7. To multi-gigabit Wi-Fi είναι εδώ και μας προσφέρει ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες με ακόμα περισσότερες συσκευές και με ακόμα πιο σταθερές ασύρματες συνδέσεις. Αναβαθμίσεις για όλες τις ζώνες συχνοτήτων: Το Wi-Fi 7 εισάγει νέες τεχνολογίες που αυξάνουν τον ρυθμό μετάδοσης και την αξιοπιστία σε όλες τις ζώνες Wi-Fi. Είναι πέντε φορές πιο γρήγορο από το Wi-Fi 6 χάρη στις βελτιώσεις στο πρότυπο WiFi. Οι θεωρητικά μέγιστες ταχύτητες θα μπορούσαν να φτάσουν έως και 46 Gbit/s στο μέγιστο επίπεδο επέκτασης. Υποστηρίζει ταυτόχρονη μετάδοση σε πολλαπλές μπάντες. Η νέα Λειτουργία multi-link (MLO) επιτρέπει στις ασύρματες συσκευές με Wi-Fi 7 να μεταδίδουν δεδομένα σε πολλές ζώνες συχνοτήτων ταυτόχρονα. Θα το λατρέψουν οι gamers λόγω του πολύ μικρού Latency. Το Wi-Fi 7 προσφέρει συνδέσεις Wi-Fi με εξαιρετικά χαμηλή καθυστέρηση. Επομένως, είναι ιδανικό για εφαρμογές που τρέχουν σε πραγματικό χρόνο, όπως παιχνίδια, εικονική πραγματικότητα ή βιντεοκλήσεις. Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι η προσθήκη μιας επιπλέον ζώνη συχνοτήτων 6 GHz. Μπορεί να υποστηρίξει περισσότερους χρήστες και συσκευές ταυτόχρονα, γεγονός που το καθιστά ιδανικό για πολυσύχναστα περιβάλλοντα, όπως τα γραφεία, τα σχολεία, οι καφετέριες. Εκτός από τις ζώνες συχνοτήτων 2.4 και 5GHz, το Wi-Fi 7 απελευθερώνει την ζώνη των 6GHz. Οπότε και οι παρεμβολές είναι ακόμα λιγότερες από τα 5GHz και οι ταχύτητες ακόμα μεγαλύτερες. Διπλασιασμός του εύρους ζώνης. Σε σύγκριση με το εύρος των 5GHz, στα 6GHz το μέγιστο εύρος ζώνης καναλιού διπλασιάζεται στα 320 MHz, παρέχοντας τεράστιο πλεονέκτημα. Λιγότερη συμφόρηση. Τα γειτονικά δίκτυα Wi-Fi ή συσκευές όπως τα μικροκύματα μπορεί να προκαλέσουν παρεμβολές. Η "λειτουργία διάτρησης" στοχεύει σε εύρη συχνοτήτων που προκαλούν παρεμβολές και τα αφαιρεί. Δεν σταματάει η μετάδοση των πληροφοριών. Απλά "περιορίζεται" το τμήμα που δημιουργεί πρόβλημα ώστε όλα τα υπόλοιπα δεδομένα να συνεχίσουν να μεταδίδονται χωρίς διακοπή. Πλήρως συμβατό με τα WiFi 4, 5, 6. Το νέο πρότυπο Wi-Fi 7 προσαρμόζεται στο τρέχον περιβάλλον και λειτουργεί τέλεια με όλες τις παλαιότερες ασύρματες συσκευές. Το Wi-Fi 7 είναι τέλεια ενσωματωμένο στο FRITZ! περιβάλλον - όλες οι ασύρματες συσκευές συνεργάζονται αποτελεσματικά στο Mesh Wi-Fi, παρέχοντάς την υψηλότερη δυνατή ταχύτητα ανά πάσα στιγμή. Το Wi-Fi 7 είναι το επόμενο βήμα και βγαίνουν αρκετά συχνά αναβαθμίσεις με καινούρια χαρακτηριστικά. Τα FRITZ!Box επιτυγχάνουν μια ισορροπία μεταξύ της μέγιστης ενεργειακής απόδοσης και της μέγιστης απόδοσης. Αναλόγως τα features που χρησιμοποιούμε στο FRITZ!Box μπορούμε να εξοικονομήσουμε ενέργεια. Υπάρχουν διάφορες επιλογές μέσα στο web interface που πχ μια LAN θύρα μπορούμε να την ορίσουμε να είναι στα 100 αντί για 1000Mbit. Αντίστοιχα η USB να λειτουργεί ως USB 2.0 και όχι ως USB 3.1. Mesh Networking To FRITZ!Os 8 υποστηρίζει Mesh Networking. Μέσα από το Web Interface υπάρχει όλη η τοπολογία του δικτύου με τις συνδεδεμένες συσκευές στις οποίες άμα κάνουμε κλικ θα μας δρομολογήσει στο web interface τους. Οι συνδεδεμένες συσκευές μπορεί να είναι ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Dect, ένα FRITZ!Powerline μέχρι και ένα δεύτερο FRITZ!Box. Έτσι το Mesh Networking μας βοηθάει στην κεντρική διαχείριση όλων των FRITZ! συσκευών από μία σελίδα, όπως και λόγω των features του, οι ρυθμίσεις που έχουμε κάνει στο FRITZ!Box, για παράδειγμα στην καρτέλα wireless μπορούν να μεταφερθούν απευθείας στο FRITZ!WLAN Repeater ή στο FRITZ!Powerline. Επιπλέον δεν χρειάζεται να συνδεθούμε στην κάθε συσκευή, για να εγκαταστήσουμε ένα νεότερο firmware. Αν υπάρχει νεότερο firmware θα μας το εμφανίσει αυτόματα και απλά πατάμε το update για να ολοκληρωθεί η εγκατάσταση. Η λειτουργία για update του firmware δεν ισχύει μόνο για τις συνδεδεμένες συσκευές στο FRITZ!Box αλλά και για το ίδιο το FRITZ!Box. Αν έχουμε ένα guest network θα μεταφερθούν οι ρυθμίσεις σε όλο το mesh network. Το mesh networking, αρχίζει και "μπαίνει" όλο και περισσότερο στην ζωή μας με τις περισσότερες εταιρείες να βγάζουν καινούρια προϊόντα ή αναβαθμίσεις για τα υπάρχοντα, ώστε να υπάρχει υποστήριξη. Όπως βλέπουμε στην παρακάτω φωτογραφία όπως και στην καρτέλα Home Network/Mesh, υπάρχει ένα σχεδιάγραμμα τι έχει συνδεθεί που και με ποιο τρόπο. Εδώ θα εμφανιστούν όχι μόνο οι ασύρματες συσκευές που έχουν συνδεθεί όπως στην περίπτωση μας ένα laptop και ένα smartphone αλλά και όλες οι συσκευές της AVM. Επίσης αν ανιχνευτεί αυτόματα καινούριο firmware μας το εμφανίζει (πάνω δεξιά) και απλά πατάμε το κουμπί perform update ώστε να αναβαθμιστεί στην τελευταία έκδοση. Το mesh networking δεν έχει περιορισμούς. Δημιουργήθηκε για να καλύψει από ένα μικρό χώρο, που θα χρειαστεί μόνο ένα powerline ή ένα repeater, μέχρι πολύ μεγάλους χώρους που θα χρειαστούν πολλά powerlines , repeaters, access points ώστε να υπάρχει συνολική κάλυψη. Μερικά από τα χαρακτηριστικά του mesh network σε συνδυασμό με τα FRITZ! Μέσα από το FRITZ!Box μπορούμε να δούμε την τοπολογία του δικτύου μας. Όλες οι FRITZ συσκευές εμφανίζονται σε ένα ενιαίο σχέδιο. Με μία ματιά βλέπουμε που και πως έχει συνδεθεί η συσκευή μας, ποια συσκευή είναι και την IP που έχει πάρει. Αν υπάρχει αναβάθμιση για μία FRITZ συσκευή θα εμφανιστεί το κουμπί για να την κάνουμε update. Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε για firmware, δεν χρειάζεται να πάμε στο web interface της κάθε συσκευής για να γίνει το update. Με την χρήση του mesh και του WPS όλες οι ρυθμίσεις που έχουμε πραγματοποιήσει στο FRITZ!Box θα περαστούν αυτόματα και στις υπόλοιπες. Ταυτόχρονα θα υπάρχει ένα ενιαίο SSID. Όλο το δίκτυο και όλες οι συσκευές θα αποτελούν μέρος αυτού του δικτύου. Δεν χρειάζεται να αλλάζουμε δίκτυο κάθε φορά που μετακινούμαστε στο χώρο. Το smart roaming θα μας συνδέσει αυτόματα στο ασύρματο δίκτυο που έχει το καλύτερο σήμα. Υποστηρίζονται οι τεχνολογίες smart steering, WiFi steering και crossband repeating. Όλα εύκολα και απλά. Με απλά λόγια το FRITZ θα αποφασίσει με βάση το φόρτο του δικτύου και άλλες παραμέτρους αν μια dual band συσκευή θα πρέπει να αλλάξει band για καλύτερη απόδοση του δικτύου. Και με το WiFi steering αν έχουμε πολλαπλές συσκευές FRITZ, τότε η ασύρματη συσκευή μας θα συνδέεται κάθε φορά αυτόματα στο WiFi που έχει το καλύτερο σήμα ώστε να έχουμε μέγιστες αποδόσεις. Άτομα κάθε ηλικίας που δεν έχουν πολλές γνώσεις μπορούν εύκολα και απλά να δημιουργήσουν το δικό τους δίκτυο στο σπίτι χωρίς να χρειαστεί να κάνουν πολύπλοκες ρυθμίσεις ή να ζητήσουν βοήθεια από έναν εξειδικευμένο τεχνικό. Εγκατάσταση/Παραμετροποίηση Η εγκατάσταση είναι αρκετά εύκολη και δεν θα δυσκολέψει ακόμα και τον αρχάριο χρήστη. Ο wizard θα μας πάει βήμα βήμα στην εγκατάσταση είτε το χρησιμοποιήσουμε ως ADSL, VDSL, FTTH modem router είτε ως WAN router. Όλη η παραμετροποίηση γίνεται από το web interface που το ανοίγουμε στην διεύθυνση http://fritz.box ή την IP 192.168.178.1. Αυτόματα θα τρέξει ο wizard και σε λίγα λεπτά η σύνδεση μας θα είναι έτοιμη. Όπως βλέπουμε ως πάροχοι υπάρχουν ήδη η Cosmote και η Vodafone για ακόμα μεγαλύτερη ευκολία στην εγκατάσταση. Δυστυχώς η Nova δεν υπάρχει ως επιλογή οπότε θα χρειαστεί να την παραμετροποιήσουμε χειροκίνητα. Αφού ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση και ξαναμπήκαμε στο Web Interface μας αναφέρει ότι υπάρχει η πολυπόθητη αναβάθμιση από το FRITZ!OS 7 στο FRITZ!OS 8. Πατάμε το Update και μετά από λίγα λεπτά είμαστε Up to Date. To FRITZ!App WiFi είναι ένα application για smartphones το οποίο μας προσφέρει αρκετές δυνατότητες για το ασύρματο δίκτυο. Μπορούμε να δούμε σε ποια συσκευή FRITZ! είμαστε συνδεδεμένοι και ας έχει όλο το δίκτυο το ίδιο SSID. Μας εμφανίζει ποιες συσκευές δεσμεύουν ποια κανάλια και επιπρόσθετα μας δίνεται η δυνατότητα να τρέξουμε μετρήσεις ταχύτητας στο WiFi. Με τις μετρήσεις αυτές θα γνωρίζουμε αν η συσκευή είναι στο σωστό σημείο σε σύγκριση με το FRITZ!Box ή το FRITZ!Repeater και ποια είναι η μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να επιτευχθεί στα 2.4GHz, στα 5GHz και στα 6GHz από εκείνο ακριβώς το σημείο. FRITZ!OS 8 Το FRITZ!OS 8 είναι το NEOΟΟΟΟ!! λειτουργικό σύστημα για τα προϊόντα της AVM. Με αυτόματες αν το επιθυμούμε αλλά και εξαιρετικά συχνές αναβαθμίσεις είναι εδώ για να μας προσφέρει ένα τεράστιο εύρος λειτουργιών που μας επιτρέπει να ρυθμίσουμε ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά στη χρήση και στο customization του router. Εύχρηστο UI, αλλά και προηγμένα security features, το εν λόγω λειτουργικό σύστημα αποτελεί το σήμα κατατεθέν της AVM. Πρόκειται από μόνο του, έναν επιπρόσθετο λόγο για να διαλέξουμε ένα από τα τα routers της. Αυτό που κάνει το FRITZ!Box 5690 PRO να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό, είναι η δύναμη του λειτουργικού συστήματος FRITZ!OS. Κάτι που οφείλουμε να σημειώσουμε πως ισχύει για όλα τα προϊόντα FRITZ! της AVM. Το FRITZ!OS συνδυάζει ιδανικά την ευκολία χρήσης με έναν μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών και λειτουργιών. Το καθαρό user interface και οι χρήσιμοι οδηγοί σε καθοδηγούν βήμα-βήμα για την ολοκλήρωση κάθε είδους ρύθμισης. Συχνά προσθέτουν ακόμα και νέες λειτουργίες. Μπορείς να απολαμβάνεις ασφαλές σερφάρισμα χάρη στο ενσωματωμένο firewall ή να απαγορεύσεις την πρόσβαση σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες. Το FRITZ!OS 8 όπως αναφέραμε και πιο πάνω είναι το νέο OS της AVM. Όσο περνάει ο καιρός εξαπλώνεται σε όλο και περισσότερους εξοπλισμούς. Συγκριτικά με το FRITZ!OS 7 υπάρχουν αρκετές αναβαθμίσεις. Περισσότερες από εξήντα αναβαθμίσεις που φέρνουν περισσότερη σαφήνεια και μεγαλύτερη ευκολία στο οικιακό δίκτυο. Έξυπνο σπίτι: νέες επιλογές με σκηνές και ρουτίνες. Το FRITZ!OS 8 περιλαμβάνει μια σειρά από νέες δυνατότητες για το έξυπνο σπίτι. Το Online Monitor εμφανίζει πλεον το φορτίο για μεμονωμένες συσκευές. Ένα νέο γράφημα χρήσης του Wi-Fi στο οικιακό δίκτυο, δείχνει ποιες ώρες χρησιμοποιείται περισσότερο το Wi-FI. Επισκόπηση mesh: Αντιστοίχιση συσκευών στο οικιακό δίκτυο. Με το FRITZ!OS 8 μπορεί να γίνει αντιστοίχιση ονομάτων και συμβόλων στις συσκευές του οικιακού δικτύου μέσα από το mesh. Παραμετροποίηση του FRITZ!Box με ένα smartphone και το FRITZ!App. Το φιλικό Interface κάνει ακόμα πιο εύκολη την παραμετροποίηση. Wireguard. Υποστήριξη IPv6 Dect: Έχουν αυξηθεί οι ταυτόχρονες κλήσεις από τρείς σε πέντε. Δοκιμές Έφτασε και η στιγμή που όλοι περιμέναμε. Σήμερα οι δοκιμές αντίθετα με τα προηγούμενα Review δεν θα είναι στο σύνολο των λειτουργιών του FRITZ!Box αλλά θα είναι σε αυτό που μας ενδιαφέρει πιο πολύ. Δηλαδή για το WiFi7. Το smartphone που χρησιμοποιήσαμε για τις δοκιμές είναι το Samsung S24 Ultra το οποίο είναι από τα λίγα smartphone με WiFi7. WiFi 7 έχουν επίσης τα Xiaomi 14 Ultra, Xiaomi 15 Ultra και Iphone 16 Pro Max. Δυστυχώς την τρέχουσα στιγμή δεν υπάρχουν πολλά smartphone που υποστηρίζουν WiFi 7 και αντίστοιχα δεν είναι εύκολο να βρεθεί και USB/PCI-EXPRESS κάρτα δικτύου για PC/Laptop. Επιπρόσθετα έγιναν speedtests και με το Samsung S23+. Το συγκεκριμένο δεν υποστηρίζει WiFi 7 αλλά WiFi 6E. Ως app για την μέτρηση ταχύτητας χρησιμοποιήσαμε το FRITZ!App WiFi, το οποίο δίνει την δυνατότητα για speedtest. Όλες οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν δίπλα στο FRITZ!Box δηλαδή χωρίς εμπόδια. Εννοείται ότι όσο μεγαλώνει η απόσταση ή έχουμε εμπόδια ενδιαμέσα, η ταχύτητα μειώνεται. Ομολογώ ότι τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά από ότι περίμεναμε αλλά λόγω μη διάθεσης στην κατοχή μας, πολλών συσκευών με WiFi 7 δεν μπορούσαν να γίνουν και πάρα πολλές διαφορετικές δοκιμές. Ας τα δούμε στην πράξη. Όπως βλέπουμε στην παρακάτω φωτογραφία έχουν συνδεθεί στο WiFi τρεις συσκευές. Η πρώτη είναι το Samsung Galaxy S23+ που συνδέθηκε στα 2.2Gbit σε WiFi 6E το οποίο λειτουργεί στα 6GHz, η δεύτερη όπως αναφέρει και το όνομα της είναι το Samsung Galaxy S24 Ultra που συνδέθηκε σε WiFi 7 στα 4.8Gbit!! και η τρίτη είναι ένα Lenovo Laptop που συνδέθηκε σε WiFi 5 στα 866 Mbit. Όπως αναφέραμε και πιο πριν αυτά είναι τα μέγιστα της κάθε συσκευής και όχι τα μέγιστα του FRITZ!Box. Με την βοήθεια του FRITZ!App WiFi "τρέξαμε" speedtests και έχουμε. Το Samsung S23+ συνδεδεμένο στα 6GHz αλλά με WiFi 6E πέτυχε 1294 Mbit, ενώ το Samsung S24 Ultra συνδεδεμένο στα 6GHz αλλά με WiFi 7 πέτυχε 860 Mbit. Παρατηρούμε ότι το Samsung S23 παρότι έχει σχεδόν την μισή ταχύτητα στο link με το FRITZ!BOX συγκριτικά με το S24, πετυχαίνει καλύτερη ταχύτητα κατά σχεδόν 400Mbit. Τώρα το που οφείλεται αυτό είναι μια μεγάλη απορία και σίγουρα θα ήθελε μεγαλύτερο δείγμα συσκευών WiFi 7 για να δούμε κατά πόσο ισχύει ή αν απλά έτυχε για κάποιο λόγο. Αυτο που παρατηρήσαμε που μπορεί ενδεχομένως να φταίει είναι το παρακάτω που βλέπουμε. Το Samsung S24 Ultra υποστηρίζει MLO που κανονικά θα έπρεπε να προσφέρει μεγαλύτερες ταχύτητες και όχι μικρότερες. Δυστυχώς δεν υπάρχει τρόπος να γίνει απενεργοποίηση ώστε να παρατηρούσαμε αν θα έχει διαφορά. Το FRITZ!Box 5690 Pro όπως αναφέραμε και στα τεχνικά χαρακτηριστικά υποστηρίζει WiFi 7 στα 6GHz που μας δίνει ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες. Το WiFi 7 υποστηρίζεται μόνο στα 5 και στα 6GHz και όχι στα 2.4GHz που λειτουργούν μέχρι WiFi 6. Οι ταχύτητες που είδαμε πιο πάνω είναι οι μέγιστες για το Samsung S24 Ultra αλλά δεν είναι οι μέγιστες για το FRITZ!Box 5690 Pro. Κάθε smartphone, κάθε tablet ή laptop έχει διαφορετική κάρτα δικτύου και με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Μερικές κάρτες για παράδειγμα δεν υποστηρίζουν 320MHz channel width ή δεν είναι MIMO(4x4) οπότε και δεν θα καταφέρουν να πετύχουν το μέγιστο. Το ίδιο ισχύει και για τα 2.4GHz. Μπορεί για παράδειγμα το μέγιστο να είναι 1200Mbit αλλά το x smartphone να έχει ταχύτητα 144Mbit. Υπάρχουν δηλαδή διαφορετικά hardware. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό του WiFi 7 και του FRITZ!Box 5690 Pro είναι η υποστήριξη Multi-Link Operation (MLO). Τι είναι το MLO. Η λειτουργία Multi-Link (MLO) είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του νέου προτύπου Wi-Fi 7, το οποίο αυξάνει την ταχύτητα των δεδομένων και την αξιοπιστία των συνδέσεων Wi-Fi και μειώνει τις καθυστερήσεις (latency) στη μετάδοση τους. Το MLO επιτρέπει τη δημιουργία ταυτόχρονων συνδέσεων Wi-Fi σε διαφορετικές ζώνες συχνοτήτων, για παράδειγμα ταυτόχρονα στα 2.4GHz και 5GHz ή και στα 6GHz. Επιπλέον, οι ασύρματες συσκευές με Wi-Fi 7 μπορούν να αλλάζουν ζώνες συχνοτήτων χωρίς να χρειάζεται να ξανασυνδεθούν στο σημείο ασύρματης πρόσβασης. Θα πρέπει να το υποστηρίζει όχι μόνο η κάρτα δικτύου που έχουμε αλλά και η έκδοση του λειτουργικού. Παράδειγμα σύνδεσης MLO στα 6GHz αλλά ταυτόχρονα και στα 5GHz. Αντίστοιχα θα μπορούσε να ήταν στα 2.4GHz αλλά και στα 5GHz. Και βέβαια μια ακόμα προσθήκη στο FRITZ!Box 5690 Pro είναι το Zigbee. Πλέον μπορούν να συνδεθούν έξυπνες συσκευές από τρίτους κατασκευαστές οπότε έχουμε παραπάνω επιλογές από ότι είχαμε πριν που υποστήριζε Dect-Ule και HAN-FUN. Η AVM έχει δεσμευτεί ότι σε μελλοντικό update θα υποστηριχθεί και το πρωτόκολλο Matter. Ευτυχώς αυτήν την φορά και σε σύγκριση με το FRITZ!Box 7690 η AVM έχει τοποθετήσει USB 3.1 θύρα αντί για USB 2.0 οπότε και οι ταχύτητες στην περίπτωση που συνδέσουμε ένα σκληρό δίσκο ή ένα USB stick είναι μεγαλύτερες. Να τονίσουμε ότι τα beta updates δεν εμφανίζονται στο automatic updates. Αν ο χρήστης θέλει ένα beta firmware θα πρέπει να το κατεβάσει από το lab της AVM και να το εγκαταστήσει χειροκίνητα. Αν βγει μετά το update σε μη beta έκδοση τότε το FRITZ!Box θα μας το εμφανίσει για να γίνει εγκατάσταση. Συμπεράσματα Κάπου εδώ τελείωνει και το review. Θα μπορούσαμε να γράψουμε πάρα πολλά ακόμα όπως και να δοκιμάσουμε πάρα πολλά σενάρια. Μια πρώτη γεύση όμως την πήρατε. Η ερώτηση κλειδί είναι: Αξίζει να αγοράσουμε το FRITZ!Box 5690 Pro. Το WiFi 7 είναι το μέλλον οπότε για τον χρήστη που θέλει ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες στο WiFi πχ για μεταφορά αρχείων είναι must. Στα θετικά είναι ότι υποστηρίζει τα 6GHz οπότε οι χρήστες που θέλουν τα μέγιστα θα τα έχουν και ότι υποστηρίζει ADSL, VDSL, FTTH και WAN. Οπότε αν την παρούσα στιγμή είμαστε σε VDSL και αναμένουμε το FTTH δεν χρειάζεται μελλοντικά να προβούμε σε αντικατάσταση του FRITZ!Box, δηλαδή μπορούμε να προμηθευτούμε από τώρα το FRITZ!Box 5690 Pro. H USB θύρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε για backup με ένα USB dongle είτε για διασύνδεση ενός USB stick ή USB σκληρού δίσκου για αποθήκευση ή streaming. Λόγω USB 3.1 οι ταχύτητες είναι πλέον πολύ καλύτερες. Για τους λάτρεις του smart home η υποστήριξη Zigbee όπως και μελλοντικά Matter είναι ένα πολύ μεγάλο συν. Δεν θα χρειάζεται να έχει κανείς 100 διαφορετικά apps. Μέσα από το FRITZ!Box θα γίνονται όλα. Βέβαια υποστήριξη Zigbee μπορεί να μας δώσει και το FRITZ!Smart Gateway αλλά τι πιο ωραίο από το να είναι όλα σε μία συσκευή. Επιπρόσθετα η προσθήκη 2.5G WAN/LAN έχει να μας προσφέρει πολλά ειδικά σε περιπτώσεις που έχουμε μεγάλο bandwidth λόγω FTTH. Οπότε αν το bandwidth προς το Internet είναι 1G και πάνω ή αν θέλουμε γρήγορες μεταφορές στο εσωτερικό μας δίκτυο μέσα από Ethernet τότε το FRITZ!Box 5690 Pro είναι μονόδρομος. Το MLO είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό που έχει να μας προσφέρει πολλά. Τα Windows 11 το υποστηρίζουν απλά προσέξτε ποια version έχετε. Και οι κατασκευαστές συνεχίζουν και βελτιώνουν τους drivers για την σωστή υποστήριξη. Στα αρνητικά είναι ότι δεν υπάρχει 10G WAN/LAN Port όπως και οτι υπάρχει μόνο μια 2.5G WAN/LAN που στην περίπτωση που την χρησιμοποιήσουμε με το ONT μας αφήνει μόνο με 4 Gigabit LAN. Φτάνοντας στο τέλος να αναφέρουμε ότι η τιμή του την παρούσα στιγμή που γράφτηκε το Review είναι στα 379 ευρώ στο www.bestprice.gr. Σε αυτό το link αναφέρονται κάποια από τα πλεονεκτήματα γιατί να αγοράσουμε προϊόντα FRITZ!. FRITZ!LAB To FRITZ! Lab είναι μια υποσελίδα στο Site της AVM που απευθύνεται στους χρήστες που θέλουν να δοκιμάσουν πρώτοι τα νέα firmware που βγαίνουν για τα προϊόντα που έχουν στη κατοχή τους. Η τελική απόφαση είναι δική σας. Εμείς είμαστε εδώ για να λύσουμε τυχόν απορίες.
    8 πόντοι
  4. Η σειρά Watch D της Huawei έδωσε εξ αρχής βάση στον τομέα της υγείας προκειμένου ο χρήστης να έχει μία όσο το δυνατόν ακριβέστερη και σφαιρικότερη εικόνα της κατάστασης του οργανισμού του. Το πρώτο Watch D βρισκόταν σε αρκετά καλά επίπεδα, χωρίς όμως αυτό να του δίνει πραγματικά σημαντικό πλεονέκτημα έναντι του ανταγωνισμού για πολλούς και διάφορους λόγους. Με το Watch D2 όμως τα πράγματα αλλάζουν αφού η Huawei ρίχνει επί της ουσίας στην αγορά μία ιατρική συσκευή καμουφλαρισμένη ως smartwatch. Η νέα της πρόταση υπερέχει σημαντικά τόσο της αμέσως προηγούμενης, όσο και του ανταγωνισμού, ούσα σε θέση να μετρήσει με ακρίβεια την αρτηριακή πίεση, να πραγματοποιήσει ηλεκτροκαρδιογράφημα, να ελέγξει θερμοκρασία σώματος και κορεσμό οξυγόνου και να εντοπίσει τυχόν αρτηριακή δυσκαμψία μεταξύ άλλων. Πάμε να δούμε όμως αναλυτικά τα όσα προσφέρει το Huawei Watch D2, μία συσκευή που πρακτικά παίζει μόνη της σε μία ολόκληρη προϊοντική κατηγορία. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Το Watch D2 είναι ένα κομψό smartwatch κάτι που δεν μπορούσαμε να πούμε για τον προκάτοχό του. Διαθέτει σώμα από κράμα αλουμινίου και οθόνη 1,82 ιντσών ενώ έρχεται σε ένα μόνο μέγεθος. Οι διαστάσεις του πάντως είναι αρκετά συμπαγείς (48 x 38 x 14 χιλ.) με το βάρος του να εντοπίζεται στα 41 γραμμάρια χωρίς το λουράκι και τα 83 μαζί με αυτό. Διατίθεται δε σε δύο χρώματα, μαύρο και χρυσό. Η οθόνη του καλύπτεται από προστατευτικό τζάμι χωρίς πάντως να διευκρινίζεται ο τύπος του από τη Huawei (το ρολόι έχει προστασία από νερό και σκόνη βάσει IP68). Στα δεξιά υπάρχει η περιστρεφόμενη κορώνα που εκτελεί και χρέη πλήκτρου, καθώς επίσης και ένα δεύτερο πλήκτρο (η Huawei το ονομάζει Health Button χωρίς αυτό ωστόσο να είναι δεσμευτικό για τη λειτουργία του όπως θα δούμε παρακάτω). Το ρολόι διαθέτει δύο μικρόφωνα: ένα στο κάτω μέρος του και ένα στην αριστερή του πλευρά, εκεί όπου βρίσκεται και το ηχείο, μία καινούρια προσθήκη που δημιουργεί νέες προοπτικές για το Watch D2. Ανάλογα με το χρώμα που θα επιλέξετε, το ρολόι πλαισιώνεται και από διαφορετικού τύπου λουράκι. Η μαύρη έκδοση διατίθεται με μαύρο ελαστικό λουράκι από φθοριοελαστομερές υλικό ενώ η χρυσή με λευκό δερμάτινο, απευθυνόμενη κυρίως στο γυναικείο κοινό. Και οι δύο πάντως συνοδεύονται από λουράκια σε δύο διαφορετικά μεγέθη (M με μήκος 130 χιλ. και L στα 210 χιλ.) προκειμένου να χρησιμοποιήσετε αυτό που ταιριάζει καλύτερα στον καρπό σας. Ανεξαρτήτως μήκους, το πλάτος που έχει το λουράκι είναι 30 χιλ., τιμή που ξεπερνά τα συνηθισμένα και υπάρχει πολύ καλός λόγος γι’ αυτό. Στην πραγματικότητα, το λουράκι διαθέτει στο εσωτερικό του έναν μηχανικό αερόσακο ο οποίος φουσκώνει, μετατρέποντας έτσι το Watch D2 σε ένα κανονικό πιεσόμετρο. Αξίζει να σημειώσουμε πως το λουράκι δεν ανοίγει εντελώς παρά προσαρμόζεται από πλευράς χρήστη. Αφαιρείται από το ρολόι με μία κίνηση, ενώ υπάρχουν και οδηγίες προκειμένου να πετύχετε την καλύτερη εφαρμογή, κάτι που είναι απαραίτητο όχι μόνο για λόγους άνεσης αλλά και προκειμένου οι μετρήσεις του Watch D2 να είναι όσο το δυνατόν ακριβέστερες. Περιεχόμενα συσκευασίας Οθόνη – Χειρισμός Όπως προείπαμε, το ρολόι διαθέτει οθόνη 1,82 ιντσών. Πρόκειται για μία AMOLED ανάλυσης 408 x 480 pixels στα 347 ppi με ρυθμό ανανέωσης 60 Hz. Η επιφάνειά της είναι ελαφρώς κυρτή στις άκρες ώστε να ενσωματώνεται ομαλά στην υπόλοιπη επιφάνεια του Watch D2 και μολονότι η φωτεινότητά της κρίνεται επαρκής, δεν είναι κάτι το συγκλονιστικό και σε καμία περίπτωση δεν κοιτά στα ίσια τις premium προτάσεις εταιρειών όπως η Samsung ή η Apple. Στα του ελέγχου του Watch D2, τα πράγματα δεν διαφέρουν ιδιαίτερα σε σχέση με τα υπόλοιπα smartwatches. Με ένα πάτημα της κορώνας εμφανίζεται το μενού ενώ με ένα δεύτερο πηγαίνετε πίσω στην αρχική οθόνη. Το διπλό πάτημα σας δίνει πρόσβαση στις πρόσφατες εφαρμογές. Το Health Button παραπέμπει στη λειτουργία μέτρησης πίεσης, ωστόσο μπορείτε να το προγραμματίσετε να κάνει αυτό που θέλετε εσείς. Το swipe δεξιά/αριστερά εμφανίζει widgets ενώ το επάνω/κάτω συντομεύσεις και ειδοποιήσεις. Μέτρηση πίεσης Περνώντας στις λειτουργίες και την όλη εμπειρία χρήσης του Watch D2, δεν γίνεται παρά να ξεκινήσουμε – και να σταθούμε – στον τομέα της υγείας. Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το εξής: μιλάμε για ένα ρολόι το οποίο έχει πιστοποιηθεί ως ιατρική συσκευή πληρώντας απόλυτα τα στάνταρ της Ένωσης για την Εξέλιξη Ιατρικών Οργάνων (Association for the Advancement of Medical Instrumentation), της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης (European Society of Hypertension) και του ISO 2018, ενώ έχει αποκτήσει και ευρωπαϊκή πιστοποίηση βάσει του Κανονισμού Ιατρικών Συσκευών (MDR). Ως εκ τούτου είναι σε θέση να παρέχει λειτουργία ABPM ή Ambulatory Blood Pressure Monitoring, τουτέστιν 24ώρης καταγραφής πίεσης, όπως ακριβώς δηλαδή θα έκανε και μία συσκευή Holter. Η σημασία της δυνατότητας αυτής δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά. Η αυξημένη αρτηριακή πίεση ή υπέρταση αποτελεί μία από τις πιο κοινές παθήσεις στον κόσμο. Στη χώρα μας υπολογίζεται πως περίπου το 20% του πληθυσμού έχει αυξημένη πίεση με μεγάλο ποσοστό μάλιστα να μην το γνωρίζει καν – αφού σε πολλές περιπτώσεις η υπέρταση δεν έχει συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν μείνει δε χωρίς αντιμετώπιση, τότε σε βάθος χρόνου μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στην καρδιά, τις αρτηρίες και τα νεφρά. Ως εκ τούτου, η έγκαιρη διάγνωσή της αποτελεί κλειδί και δυστυχώς τα οικιακά πιεσόμετρα, δεν είναι βολικά ως προς τη μεταφορά τους. Εδώ λοιπόν είναι που το Watch D2 της Huawei έρχεται να καλύψει πλήρως τον χρήστη, δίνοντάς του τη δυνατότητα να ελέγχει τακτικά ή κατά βούληση την πίεσή του. Η μέτρηση της πίεσης από το Watch D2 γίνεται με μία κίνηση, με το ρολόι να δίνει μέσω animation ακριβείς οδηγίες όσον αφορά στην προετοιμασία αλλά και τη στάση που θα πρέπει να έχει ο χρήστης κατά τη μέτρηση. Φυσικά, ο τελευταίος έχει τη δυνατότητα να προγραμματίσει μετρήσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας ή να ενεργοποιήσει 24ωρη παρακολούθηση, ρυθμίζοντας τη χρονική απόσταση που θα έχουν οι μετρήσεις μεταξύ τους. Το ρολόι αναγνωρίζει τον κύκλο ημέρας και νύχτας: την ημέρα προειδοποιεί πριν από κάθε μέτρηση ενώ τη νύχτα το κάνει αυτόματα. Η διαδικασία μάλιστα είναι τόσο αθόρυβη που κατά τις δοκιμές μας, δεν ξυπνήσαμε ούτε μία φορά το βράδυ (και όσοι έχουν χρησιμοποιήσει Holter, αντιλαμβάνονται πόσο πιο εύχρηστο και βολικό είναι ένα smartwatch σε σχέση με τη σχετική συσκευή). Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως για τη μέτρηση της πίεσης, το Watch D2 δεν απαιτεί κανενός είδους προσαρμογή (βλ. calibration) ή άλλα αξεσουάρ. Η λειτουργία του είναι εφάμιλλη με εκείνη ενός πιεσόμετρου, γι’ αυτό και είναι ανώτερη συγκριτικά με εκείνες άλλων smartwatches. Για να ελέγξουμε και οι ίδιοι την ακρίβεια των μετρήσεων του Watch D2, χρησιμοποιήσαμε παράλληλα ένα ηλεκτρονικό πιεσόμετρο. Η απόκλιση ήταν από ελάχιστη (μιλάμε για τιμές κάτω του 7% στη συστολική και έως 2% στη διαστολική πίεση), και όλα αυτά με δεδομένο ότι ακόμα και μόνο με το ηλεκτρονικό πιεσόμετρο, οι μετρήσεις απέχουν πολλές φορές μεταξύ τους ακόμα και αν γίνονται «στο καπάκι». Το Watch D2 βρισκόταν πάντα χαμηλότερα σε σχέση με το πιεσόμετρο, κάτι που ενδεχομένως να έχει να κάνει με το ότι μετρά την πίεση στον καρπό. Ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να ελέγξει επί τόπου στο ρολόι πέραν της πίεσής του εκείνη τη στιγμή, τον μέσο όρο για τις τελευταίες 24 ώρες. Μέσω του Huawei Health έχει πρόσβαση σε επιπρόσθετες πληροφορίες όπως μεγαλύτερο εύρος χρόνου και τάσεις ημέρας και νύχτας. Μπορεί δε, να αποθηκεύσει τις εκθέσεις που τον αφορούν σε pdf ώστε να τις συζητήσει με τον γιατρό του. Πέραν της πίεσης, το Watch D2 μετράει πέντε ακόμα παράγοντες: τους καρδιακούς παλμούς, τον κορεσμό οξυγόνου στο αίμα, τη θερμοκρασία σώματος και τα επίπεδα άγχους, πραγματοποιεί ηλεκτροκαρδιογράφημα και εντοπίζει αρτηριακή δυσκαμψία και υπνική άπνοια. Τα αποτελέσματα όλων των παραπάνω εμφανίζονται συνοπτικά στο Health Glance, το κέντρο υγείας, σαν να λέμε, του ρολογιού. Λειτουργίες υγείας και ευεξίας Το Huawei Watch D2 καταγράφει τις κινήσεις του χρήστη με τον τελευταίο να μπορεί να δει τις καθημερινές του επιδόσεις μέσω του Huawei Health. Χρησιμοποιείται δε ένας συνδυασμός των γνωστών κύκλων (άσκηση, θερμίδες, ορθοστασία) με κάτι σαν τριφύλλι που μετρά τα βήματα, τον ύπνο και το άγχος. Βάσει της εξέλιξης της κάθε ημέρας, το σύστημα προσφέρει στον χρήστη συμβουλές ευεξίας (όπως π.χ. να κάνει ασκήσεις αναπνοής ή έναν σύντομο περίπατο, να κοιμηθεί νωρίς και για περισσότερες ώρες κλπ) τις οποίες εφ’ όσον εκείνος ακολουθήσει, τα φύλλα του τριφυλλιού πρασινίζουν. Το Watch D2 μπορεί να καταγράψει πάνω από 80 είδη δραστηριοτήτων/σπορ κι ακόμα κι αν ξεχάσετε να εκκινήσετε τη σχετική λειτουργία, εκείνο θα την αντιληφθεί από μόνο του – αν και με ολιγόλεπτη καθυστέρηση. Χάρη στο ηχείο του, το Watch D2 θα σας επιτρέψει να πραγματοποιήσετε και να απαντήσετε σε κλήσεις εφ’ όσον το smartphone σας βρίσκεται κάπου κοντά αφού δεν υποστηρίζεται συνδεσιμότητα LTE. Το ηχείο του ρολογιού κάνει τα πράγματα πολύ πιο εύκολα κατά την άσκηση αφού θα σας δίνει οδηγίες. Ειδικά στην περίπτωση που επιδίδεστε σε τρέξιμο, στη διάθεσή σας βρίσκεται μέχρι και μετρονόμος που θα σας βοηθήσει να κρατήσετε τον ρυθμό σας. Η Huawei έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στον σχεδιασμό του UI της οθόνης: τα πάντα είναι ευδιάκριτα καθώς ασκείστε με τις πληροφορίες που χρειάζεστε (όπως π.χ. τη διαδρομή, την κατεύθυνση, τους παλμούς κλπ) να γίνονται αντιληπτοί με μια γρήγορη ματιά. Επιπλέον υποστηρίζεται GNSS για απρόσκοπτη πλοήγηση και ακριβή καταγραφή διαδρομών, ενώ έχετε τη δυνατότητα να εισάγετε και να εξάγετε αρχεία διαδρομών. Σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση και αξιολόγηση ύπνου, το Watch D2 δεν απογοητεύει. Αναγνωρίζει με εντυπωσιακή ακρίβεια τα διάφορα στάδια (ελαφρύς, βαθύς, REM) ενώ συνεχίζει να μετρά δείκτες όπως τον κορεσμό του οξυγόνου στο αίμα και τους καρδιακούς παλμούς. Αν μάλιστα το έχετε συνδεδεμένο με το smartphone σας, τότε θα καταγράψει και τυχόν θορύβους κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ξυπνώντας, μπορείτε να δείτε τα αποτελέσματα είτε στο smartwatch, είτε στο smartphone μέσω της εφαρμογής Huawei Health, μαζί με την αξιολόγηση της ποιότητας του ύπνου σας και ορισμένες προτάσεις προκειμένου να τη βελτιώσετε. Μάλιστα είναι σε θέση μέχρι και να παίξει μουσική ή να αναπαράγει ήχους για να σας βοηθήσει να κοιμηθείτε. Αυτό για το οποίο η Huawei είναι άξια συγχαρητηρίων, είναι πως όλες οι παραπάνω λειτουργίες είναι στην πλειοψηφία τους διαθέσιμες σε smartphones Android και iOS. Το μόνο για το οποίο απαιτείται συσκευή της εταιρείας (με το HarmonyOS 10.1 ή νεότερο) είναι η χρήση της Celia, του ψηφιακού βοηθού της Huawei στο Watch D2. Είναι να απορεί κανείς με τη συγκεκριμένη απόφαση της εταιρείας, αφού για παράδειγμα στο Watch 4 Pro, η Celia μπορεί να χρησιμοποιηθεί κανονικότατα και με συσκευές smartphones άλλων εταιρειών αν και η αλήθεια είναι ότι δεν προσφέρει τίποτα στη συνολική εμπειρία. Το ρολόι πάντως δεν έχει θέμα με τις ειδοποιήσεις, δίνοντας στον χρήστη τη δυνατότητα μέχρι και να επιλέξει τις εφαρμογές που θέλει να έχουν πρόσβαση στο Watch D2. Τα μηνύματα εμφανίζονται κανονικά, ενώ στην περίπτωση emails, έρχονται συντετμημένες εκδόσεις με δυνατότητα αποστολής προκαθορισμένων απαντήσεων. Η Huawei δεν αναφέρει το chip του ρολογιού, ωστόσο κατά τις δοκιμές μας, η απόδοσή του ήταν σταθερά άψογη, ακόμα κι όταν είχαμε χάσει το μέτρημα των εφαρμογών που έτρεχαν παράλληλα. Το Watch D2 διαθέτει μπαταρία 524 mAh, η αυτονομία της οποίας είναι εξαιρετική. Περιμέναμε πως με τόσες διαθέσιμες λειτουργίες, εκείνη δεν θα ξεπερνούσε τις δύο μέρες κι όμως η Huawei μας διέψευσε πανηγυρικά. Με τυπική καθημερινή χρήση, χωρίς always-on λειτουργία οθόνης και με δύο μετρήσεις πίεσης σε ημερήσια βάση, το Watch D2 έβγαλε σχεδόν ολόκληρη εβδομάδα! Για μία πλήρη φόρτισή του δε απαιτείται περίπου μιάμιση ώρα ενώ υποστηρίζεται και το πρότυπο Qi για έξτρα ευελιξία. Συμπέρασμα Το Watch D2 συνιστά ένα βήμα άλμα προόδου σε σχέση με τον προκάτοχό του. Η Huawei εργάστηκε σκληρά, ανέπτυξε συστήματα που δεν έχουν οι ανταγωνιστές της και έχοντας εξασφαλίσει και τις απαραίτητες πιστοποιήσεις, έριξε στην αγορά το smartwatch που εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο ως τώρα τον σκοπό της προληπτικής ιατρικής. Οι μετρήσεις του είναι εντυπωσιακά ακριβείς, προσφέροντας στον χρήστη μία πληρέστατη εικόνα της υγείας του και ενημερώνοντάς τον όταν κάτι δεν πάει καλά ώστε να ζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια. Επιπρόσθετα είναι ένα καλαίσθητο, ελαφρύ και ανθεκτικό smartwatch με πλήθος έξυπνων λειτουργιών, βολικό UI και πλήρες προφίλ καταγραφής δραστηριοτήτων. Η δε συμβατότητά του με iOS και Android είναι το κερασάκι στην τούρτα. Εφ’ όσον τα €399 -τιμή πιο ανταγωνιστική απ' αυτή της πρώτης γενιάς- βρίσκονται εντός του budget σας, να είστε σίγουροι ότι το Huawei Watch D2 τα αξίζει και με το παραπάνω.
    8 πόντοι
  5. Τι κι αν δεν ήταν εκεί στο λανσάρισμα του Switch 2; Το Donkey Kong Bananza αποτελεί την πρώτη μεγάλη κυκλοφορία για το σύστημα της Nintendo, ενάμιση μήνα αφότου αυτό έκανε την εμφάνισή του στην αγορά, εμπλουτίζοντας έτσι τη βιβλιοθήκη των first-party τίτλων της κονσόλας – η οποία, θυμίζουμε, περιλαμβάνει τo Mario Kart World, τις επανεκδόσεις των δύο Zelda (Breath of the Wild και Tears of the Kingdom) και του Super Mario Party Jamboree του πρώτου Switch και το… επί πληρωμή demo Nintendo Switch 2 Welcome Tour. Το Donkey Kong Bananza διεκδικεί ορισμένες πρωτιές κι αυτό με τη σειρά του. Είναι το πρώτο 3D platformer της σειράς από το Donkey Kong 64 του 1999, το πρώτο Donkey Kong που ανέπτυξε εσωτερικά η Nintendo μετά το Jungle Beat του 2004 αλλά και το πρώτο καινούριο παιχνίδι του franchise έπειτα το Tropical Freeze του 2014. Τη δημιουργία του υπογράφει η ομάδα που μας χάρισε – μεταξύ άλλων – το Super Mario Odyssey, με τις ομοιότητες ανάμεσα στους δύο τίτλους να είναι εμφανείς. Το στόρι του παιχνιδιού θέλει τον Donkey Kong ως άλλο μεταλλωρύχο να σκάβει στο Ingot Isle αναζητώντας πολύτιμους λίθους γνωστούς ως Banandium Gems. Για κακή του τύχη όμως, η εταιρεία VoidCo. κλέβει τους διαθέσιμους λίθους για να τροφοδοτήσει με ενέργεια το σκάφος της με τον ίδιο τον Donkey Kong να βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης. Εκεί ανακαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο (η κοίλη Γη υπάρχει!), αποκτά υπερδυνάμεις, (ξανα)γνωρίζει την Pauline και ξεκινά το ταξίδι του προς την εκπλήρωση της μεγαλύτερης επιθυμίας του. Πρωταγωνιστής του παιχνιδιού είναι το gameplay του, με τον Donkey Kong να έχει τη δυνατότητα να καταστρέφει το περιβάλλον γύρω του. Ώσπου να φτάσετε στον «πάτο» του εκάστοτε κόσμου (επιπέδου ή layer, όπως τα λέει το παιχνίδι), θα είστε σε θέση να χρησιμοποιείτε την τιτάνια δύναμη του χαριτωμένου γορίλα για να διαλύετε τα πάντα στο πέρασμά σας. Τα κομμάτια εδάφους που παίρνετε στα χέρια σας, θα μπορείτε να τα χρησιμοποιείτε ως όπλα, εκτοξεύοντάς τα σε αντιπάλους και τοίχους, πλατφόρμες για να (διπλο)πηδήξετε και σανίδα του σερφ για να περάσετε από δύσκολες επιφάνειες. Εδώ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε κάτι: ο στόχος του Donkey Kong Bananza δεν είναι να ισοπεδώσετε κάθε κόσμο. Πρόκειται για έναν έξυπνο μηχανισμό με τη βοήθεια του οποίου θα εξερευνήσετε αποτελεσματικότερα το περιβάλλον, θα προσπεράσετε ορισμένους γρίφους και γενικώς θα περάσετε καλά. Στην αρχή, δεν υπάρχει περίπτωση να μην του δώσετε να καταλάβει – εκτός από πρωτόγνωρο, είναι και αγχολυτικό! Μην περιμένετε physics επιπέδου… Battlefield αλλά σημασία έχει ότι θα το διασκεδάσετε με την ψυχή σας. Στη συνέχεια, θα αρχίσετε να το αντιμετωπίζετε κομματάκι πιο… πρακτικά. Αν θέλετε να ακολουθήσετε την πλοκή του παιχνιδιού, δεν θα δυσκολευτείτε ιδιαίτερα. Σε κάθε επίπεδο σας περιμένουν συγκεκριμένα objectives και ένα boss: επικρατώντας του τελευταίου προχωράτε στο επόμενο κ.ο.κ. Αν βέβαια θέλετε να πειραματιστείτε, να συλλέξετε το χρυσό που υπάρχει διάσπαρτος στο εκάστοτε layer και να βρείτε τα κρυμμένα Bananium Gems (κάτι σαν τα Power Moons του Super Mario Odyssey) τα οποία θα σας δώσουν πρόσβαση σε έξτρα skills και abilities, τότε έχετε μπόλικη δουλειά να κάνετε. Μία συμβουλή από εμάς, είναι να μαζέψετε όσο το δυνατόν περισσότερο χρυσό: θα σας χρησιμεύσει αφ’ ενός για να ξεκλειδώσετε έξτρα υλικό και αφ’ ετέρου για να χρησιμοποιήσετε τα Bananzas – διαφορετικές μορφές (έναν έξτρα δυνατό γορίλα, μία ζέβρα, μία στρουθοκάμηλο κ.α.). Τα τελευταία θα κάνουν τη ζωή σας ευκολότερη σε πλήθος περιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των boss fights. Η μόνη μας ένσταση είναι πως στην αρχή του παιχνιδιού τα Bananzas παραείναι ισχυρά με αποτέλεσμα η χρήση τους να μοιάζει περισσότερο με… cheating. Πέραν του ίδιου του (επανασχεδιασμένου και πολύ μας αρέσει) Donkey Kong υπάρχει και η Pauline. Αν και θεωρητικά μιλάμε για την ίδια Pauline που προσπαθούσε να σώσει ο Mario Jumpman στα arcades, στο παιχνίδι δεν υπονοείται κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει, η Pauline είναι ένα χαριτωμένο sidekick (και παράλληλα ο μόνος χαρακτήρας στο παιχνίδι με κανονικά voiceovers) που πλαισιώνει τον Donkey Kong με τα τραγούδια της τα οποία έχουν και πρακτική χρήση – όπως π.χ. την αποκάλυψη waypoints και collectibles στον τρισδιάστατο χάρτη. Ο ρόλος της Pauline αναδεικνύεται περισσότερο στο co-op mode του παιχνιδιού το οποίο θυμίζει εκείνο των Super Mario Odyssey (ή Super Mario Galaxy παλιότερα) και απευθύνεται κυρίως σε παίκτες μικρότερων ηλικιών. Υποστηρίζεται πάντως και cross-play με το πρώτο Switch, τοπικό ή online. Ως προς τον τεχνικό τομέα, η δουλειά που έχει γίνει είναι άριστη. Το παιχνίδι τρέχει στα 60 fps είτε παίζετε στο Switch 2, είτε στην τηλεόραση. Σε πραγματικά ελάχιστες περιπτώσεις το frame rate «βουτάει» προς τα κάτω αλλά αφ’ ενός μιλάμε για δευτερόλεπτα και αφ’ ετέρου δεν επηρεάζεται στο ελάχιστο το gameplay. Τα περισσότερα προβλήματά μας είχαν να κάνουν με την κάμερα η οποία σε ορισμένους χώρους ερχόταν υπερβολικά κοντά – έως και «μέσα» – στον Donkey Kong. Από την άλλη όμως, ο σχεδιασμός του παιχνιδιού ήταν τέτοιος που αμφιβάλλουμε αν υπήρχε άλλη λύση – ίσως κάτι λίγο πιο προσεγμένο; Αισθητικά το Donkey Kong Bananza είναι το απόλυτο fan service. Έχει επιρροές και είναι γεμάτο με Easter eggs από το παρελθόν της σειράς, από τα arcades μέχρι το θρυλικό Donkey Kong Country του SNES. Η Nintendo έχει εμπνευστεί δε από το έργο της Rare, τα Splatoon, τα Super Mario Odyssey και Galaxy όπως προαναφέραμε, μέχρι και τα πιο πρόσφατα The Legend of Zelda. Οι επιρροές αυτές έχουν ως αποτέλεσμα ένα εξαιρετικό platformer με σπουδαίο level design, τεράστια ποικιλία κόσμων και χρωμάτων (και υλικών, αλλά αυτό θα το ανακαλύψετε παίζοντας) και ένα ευρύ και αρκετά πετυχημένο καστ από εχθρούς. Συνοψίζοντας, το Donkey Kong Bananza είναι ένα απολαυστικό platformer που θα σας ψυχαγωγήσει όπως κι αν επιλέξετε να το απολαύσετε – είτε ακολουθήσετε πιστά την πλοκή, είτε αποφασίσετε να αφιερωθείτε στα αμέτρητα collectibles. Ναι, στην αρχή θα σας φανεί πως μοιάζει αρκετά στο Super Mario Odyssey, όμως ο Donkey Kong δεν θα αργήσει να βάλει τη δική του σφραγίδα, διαμορφώνοντας αναλόγως τον χαρακτήρα και το ύφος του παιχνιδιού. Το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο ολοκληρωμένο και εθιστικό που δεν πρόκειται απλά για ένα must-have παιχνίδι για κάθε κάτοχο Switch 2 αλλά στην παρούσα φάση, το πρώτο system seller για την κονσόλα της Nintendo. Η διάθεση του τίτλου γίνεται από τη CD Media
    7 πόντοι
  6. Μετά τα Review που είχαμε κάνει στο παρελθόν για διάφορα FRITZ!Box όπως το FRITZ!Box 7590, FRITZ!Box 5590, FRITZ!Box 7530 σειρά έχει το FRITZ!Box 7690. Η αλήθεια είναι ότι περιμέναμε πως και πως να έρθει στα χέρια μας και να το δοκιμάσουμε. Ένας από τους λόγους είναι η υποστήριξη WiFi 7. Είναι το πρώτο προϊόν της AVM που υποστηρίζει WiFi 7, όπως και το πρώτο που ανεβαίνει στον πάγκο των δοκιμών. Μπορεί να θεωρηθεί ότι το FRITZ!Box 7690 είναι ο αντικαταστάτης και η ανανεωμένη έκδοση του FRITZ!Box 7590 AX. Παρότι το όνομα αυτό υποδηλώνει, στην πράξη δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ή να το θέσουμε καλύτερα, είναι από ποια πλευρά θα το δει ο τελικός χρήστης. Με βάση το "7690" που είναι το μοντέλο είναι φυσιολογικό να το θεωρήσει κάποιος αναβάθμιση. 7590 το παλιό 7690 το καινούριο. Το 90 υποδηλώνει ότι είναι το κορυφαίο μοντέλο της σειράς. Το 75 ή αντίστοιχα το 76 είναι η σειρά. Όπως θα δούμε παρακάτω υπάρχουν κάποιες αναβαθμίσεις συγκριτικά με το 7590 AX αλλά υπάρχουν και μερικές μικρές υποβαθμίσεις. Θα τα αναλύσουμε όλα παρακάτω. Η AVM για όποιον δεν γνωρίζει διαθέτει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων όπως VDSL2/ADSL2+/4G/5G/FTTH Routers, Powerlines, WiFi Sticks, DECT Phones(FON), Repeaters όπως και συσκευές για Radiator Control, Power Outlets. Ιδρύθηκε το 1986, έχει έδρα το Βερολίνο και το 2021 απασχολούσε 880 υπαλλήλους. Το 2021 πραγματοποίησε τζίρο 570 εκατομμύρια ευρώ. Τo τμήμα υποστήριξης όπως και το τμήμα κατασκευής βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ τα προϊόντα της εταιρείας συνοδεύονται από 5 χρόνια εγγύησης. Η AVM είναι ένας από τους κορυφαίους κατασκευαστές προϊόντων στην Ευρώπη για ευρυζωνικές και ψηφιακές συνδέσεις. To όνομα AVM όλοι το γνωρίζουν πλέον μετά από τόσα χρόνια και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι συνώνυμο με την πρωτοπορία, την αξιοπιστία και την τεχνολογική υπεροχή. Διαθέτει το ευέλικτο λειτουργικό σύστημα FRITZ!OS που είναι σήμα κατατεθέν της AVM. Η AVM με λίγα λόγια, απλά ξεφεύγει από το μέσο όρο των συμβατικών Routers που κατακλύζουν την αγορά. Φέτος η AVM κλείνει και τα 20 χρόνια στην αγορά. Unboxing Η πρώτη μας έκπληξη ήταν ότι είναι αρκετά μεγαλύτερο από πχ τα FRITZ!Box 7530 και 7530 AX. Έχει το ίδιο μέγεθος με το FRITZ!Box 7590 AX. Το μέγεθος του δηλαδή είναι 254 x 63 x 191 mm όσο ακριβώς και το 7590 AX, αντίθετα με το 7530 AX που είναι 200 x 45 x 152 mm. To FRITZ!Box 7690 έρχεται σε μία όμορφη συσκευασία, με το μπλε χρώμα να κυριαρχεί όπως μας έχει συνηθίσει η AVM σε όλα τα προϊόντα της. Η συσκευασία είναι από σκληρό χαρτόνι και υπάρχει ταινία ασφαλείας και στις δύο πλευρές ώστε να γνωρίζει ο χρήστης αν έχει παραβιαστεί ή οχι. Στην μπροστά πλευρά βλέπουμε το FRITZ!Box 7690, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, που είναι υποστήριξη DSL μέχρι 300Mbit/s δηλαδή Super Vectoring (35b), WiFi 7 που είναι και η μεγάλη του αναβάθμιση όπως και υποστήριξη Dect αλλά και Zigbee. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εκτυπωμένα και με κίτρινα γράμματα αντί για άσπρα ώστε να τονίζονται οι μεγάλες αναβαθμίσεις του. Aναγράφεται με μεγάλα γράμματα ότι είναι NEW WiFi 7 όπως και οτι υποστηρίζει DECT, Mesh WiFi και "τρέχει" το FRITZ!OS. Και τέλος αναφέρει: απόδοση επόμενης γενιάς - το νέο FRITZ!Box με WiFi 7. Στην πίσω πλευρά σε διάφορες γλώσσες (δεν υπάρχουν ελληνικά) αναφέρονται πιο αναλυτικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως και με ποιες συσκευές της AVM μπορεί να συνδυαστεί πχ ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Fon και άλλα. Δεν υπάρχει η ελληνική γλώσσα. Υπάρχει και μια εικόνα με όλα τα Interfaces του FRITZ!Box. Στην πάνω και κάτω πλευρά αναγράφεται το μοντέλο όπως υπάρχει και το Logo FRITZ!. Και βέβαια αναγράφεται αυτό που θέλει να δει ο χρήστης σε ένα ποιοτικό Router. Ότι έχει 5 χρόνια εγγύηση. Ενώ οι περισσότεροι κατασκευαστές δίνουν 3 χρόνια εγγύηση η AVM κάνει την διαφορά και δίνει 5. Μια πάρα πολύ καλή κίνηση της AVM. Σην δεξιά πλευρά αναγράφονται τα πλεονεκτήματα του MESH WiFi όπως και τα περιεχόμενα της συσκευασίας, που θα δούμε και σε φωτογραφίες στην συνέχεια του Review. Στην αριστερή πλευρά αναφέρονται κάποιες υποσημειώσεις όπως και ότι είναι η International έκδοση. Τι κρύβεται μέσα στην συσκευασία Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε το εγχειρίδιο χρήσης, που αναγράφονται τα βήματα της εγκατάστασης με εικόνες και κείμενα σε διάφορες γλώσσες. Δεν υπάρχει ούτε εδώ η ελληνική γλώσσα, αλλά όπως και στα άλλα προϊόντα της AVM οι εικόνες βοηθούν πάρα πολύ στην εγκατάσταση. Συνοδεύεται από ένα καλώδιο Ethernet 1.5m, ένα DSL καλώδιο 4 μέτρα, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με τις κατηγορίες των προϊόντων που έχει η AVM, μία καρτέλα με τα στοιχεία για το WiFi (SSID, Network Key και FRITZ!Box Password) και ένα ενημερωτικό φυλλάδιο σχετικά με την απόρριψη των ηλεκτρονικών συσκευών. Στην καρτέλα για το WiFI υπάρχουν κενά πεδία, που αντίστοιχα μπορούμε να γράψουμε τα δικά μας SSID, Network Key και FRITZ!Box Password, ώστε να τα θυμόμαστε. Και φυσικά το FRITZ!Box 7690 σε λευκό/κόκκινο χρώμα, με το τροφοδοτικό του. Επίσης αναγράφονται πληροφορίες για τα LED του. Συνοδεύεται από πενταετή εγγύηση, όπως όλα τα προϊόντα της AVM. Δεν υπάρχει αναλυτικό εγχειρίδιο για την συσκευή σε Cd ή σε έντυπη μορφή, το οποίο δεν θεωρείται αρνητικό, αφού τα εγχειρίδια είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Επιπλέον μέσα στo Web Interface του FRITZ!Box υπάρχουν οδηγίες/επεξηγήσεις για όλες τις επιλογές. Η πάνω πλευρά εκτός από τα ενδεικτικά LED, (στα οποία μπορούμε να ρυθμίσουμε την φωτεινότητα τους) έχει και τα πλήκτρα για συγκεκριμένες λειτουργίες όπως και θύρες εξαερισμού. Η κάτω πλευρά είναι όλο θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε η μπροστινή πλευρά να είναι ανασηκωμένη ελαφρώς, αφήνοντας ένα μικρό κενό στο κάτω μέρος, για την αποτελεσματική ψύξη του, ακόμα και το καλοκαίρι που οι θερμοκρασίες ενδέχεται να είναι υψηλές. Στο site της AVM για κάθε προϊόν πέρα από το Manual υπάρχουν και FAQ για να λύσουν τυχόν απορίες σχετικά με τα Features και την παραμετροποίηση της συσκευής. https://en.avm.de/service/fritzbox/knowledge-base/?product=FRITZ-Box-7690&query= Το Quick Guide είναι διαθέσιμο εδώ: https://assets.avm.de/files/docs/fritzbox/FRITZ!Box 7690/FRITZ!Box 7690_qig_en_GB.pdf Στο Υoutube μπορούμε να δούμε τις δυνατότητες για τα FRITZ! προϊόντα. https://www.youtube.com/fritzboxenglish Το FRITZ!Box 7690 παρότι είναι για VDSL στην πράξη λόγω της θύρας WAN μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως Router πχ για μια σύνδεση FTTH. Συγκεκριμένα εδώ μπορούμε να δούμε τις διαφορές των Adsl/Vdsl Modem Router της AVM και για ευκολία ακολουθεί ένα Screenshot. Την παράσταση κλέβει η 2.5Gbit Lan θύρα όπως και η 2.5G Wan θύρα η οποία μετατρέπεται και σε LAN. Και υπάρχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Μα φυσικά το WiFi 7 που θα μιλήσουμε για αυτό ακριβώς πιο κάτω. Close up στις θύρες του FRITZ!Box 7690. Από αριστερά προς τα δεξιά έχουμε. DSL, Fon1, Fon2, WAN/LAN, LAN1, LAN2, LAN3 και το Power Connector. Στην μπροστινή πλευρά υπάρχουν τα ενδεικτικά LED και τα αντίστοιχα κουμπιά για διάφορες λειτουργίες. Πχ ενεργοποίηση του (WPS). Αναλόγως το χρώμα και αν αναβοσβήνουν μας δίνουν πληροφορίες για την σύνδεση. Στο πάνω και στο κάτω μέρος έχει τις θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Δεν υπάρχουν ενοχλητικά ανεμιστηράκια να δουλεύουν και να μας ενοχλούν σε περίπτωση που το έχουμε τοποθετήσει στο δωμάτιο μας. Το τροφοδοτικό του είναι 12 Volt και 2,5 Amp (30W). Σε ένα μικρό Sticker στο κάτω μέρος υπάρχει το SSID, το Network Key και το Default FRITZ!Box Password. Όση ώρα δοκιμάσαμε το FRITZ!Box 7690 ήταν ζεστό στην αφή αλλά σε φυσιολογικά επίπεδα. Παρακάτω θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά του FRITZ!Box 7690, πως το παραμετροποιούμε και τι μας προσφέρει. FRITZ!Box 7690. Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί Adsl, Vdsl Modem Router/Router με χρήση WAN . PBX για μια μικρή εταιρεία ώστε να μην χρειαστεί αγορά ξεχωριστού τηλεφωνικού κέντρου. Media Server, Fax, Τηλεφωνητής. Χρήσιμα Feature για μια εταιρεία. Hot Spot. Οι χρήσεις είναι πάρα πολλές και μπορούν να γίνουν ταυτόχρονα. Τεχνικά χαρακτηριστικά FRITZ!Box 7690 1 x DSL connection, supports VDSL (including supervectoring and ADSL2+). Υποστήριξη VDSL Long Reach. 2 x Gigabit Lan (10/100/1000) 1 x 2.5 Gigabit Lan (10/100/1000/2.5G) 1 x 2.5 Gigabit Lan/Wan (10/100/1000/2.5G) 4x4 Wi-Fi 7 Wi-Fi 7 at up to 5760 Mbit/s (5 GHz) and 1376 Mbit/s (2.4 GHz) USB 2.0 (4G, 3G Dongle) Dect Base Station 2 x FXS (2 x RJ11 , 1 x TAE) Mesh WiFi Media Server WPA2/WPA3 encryption Wi-Fi Protected Setup (WPS) Μέση κατανάλωση 12-13 Watt Διαστάσεις: (W x H x D): 254 x 63 x 191 mm Push Service Zigbee Led on/off Eco Mode, Energy Saving Smart Steering και CrossBand Repeating Fritz!OS Maximum Transmitter Power. IPv6 Κουμπί Wlan για απενεργοποίηση/ενεργοποίηση του WiFi Dect Base Station with HD Telephony. Up to six cordless telephones IP-based Telephony Dect ULE, Han Fun Υποστήριξη VPN, Firewall, DynDns, IPv6, Parental Control, Guest Network, WOL FRITZ!OS με υποστήριξη MyFRITZ!. Η AVM εξασφαλίζει την ασφάλεια και προσθέτει νέες λειτουργίες και αναβαθμίσεις με καινούρια Firmwares, ακόμα και για παλαιότερα μοντέλα, ώστε να είναι up to date Δυνατότητες Fax to Mail, FRITZ!App Fon για iOS και Android Υποστήριξη Eco Mode, DECT Eco, Energy Saving αναλόγως το ποιες λειτουργίες του FRITZ!Box χρησιμοποιούμε, για ελαχιστοποίηση στην κατανάλωση FRITZ!App Fon DLNA/UPnP AV Stateful Packet Inspection Firewall Wake on Lan over the internet Το FRITZ!Box με ένα USB Stick συνδεδεμένο στη USB 2.0 θύρα. FRITZ!Box 7690. Τι μας προσφέρει: Λειτουργία Adsl,Vdsl Modem Router/Wan Router. Ασύρματη σύνδεση με Tablets και Smartphones και ενσύρματη ή ασύρματη σύνδεση με έναν ή περισσότερους υπολογιστές. Parental Control για τον περιορισμό της χρήσης του Internet, με την χρήση διαφόρων προφίλ. Υποστήριξη DynDns, σε περιπτώσεις απομακρυσμένης πρόσβασης σε συσκευές συνδεδεμένες στο FRITZ!Box 7690. QoS (Quality Of Service). Υποστήριξη VPN (IPSec, WireGuard) για απομακρυσμένη διαχείριση. Υποστήριξη IPV6. Mesh networking: Μέσα από το Web Interface μπορεί να γίνει κεντρική διαχείριση όλων την συνδεδεμένων συσκευών FRITZ. Παραμετροποίηση του ως Mesh Repeater. Δυνατότητα δημιουργίας Guest Network όπως και δημιουργία κανόνων στο Parental Control, ώστε να ελέγχουμε την πρόσβαση στο Internet και το δίκτυο. Push Service για ενημέρωσή με E-mail για την χρήση του, όπως και τυχόν αλλαγές στο Configuration. Δύο Gigabit Ethernet και Dual Band WiFi για γρήγορες μεταφορές δεδομένων ανάμεσα στους υπολογιστές, Smartphone, Tablets, ενσύρματα και ασύρματα. Lan/Wan Port 2.5Gbit Στις FXS, μπορεί να συνδεθεί αναλογική τηλεφωνική συσκευή ή ένα PSTN PBX. DECT Base Station με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 ασύρματων συσκευών DECT είτε της AVM είτε ενός τρίτου κατασκευαστή, αρκεί να συνεργάζονται. Δυνατότητα του FRITZ!Box να λειτουργεί ως PBX. Είτε χρησιμοποιήσουμε την FXS, είτε το DECT Base Station, μπορούμε την VoIP τηλεφωνία να την δρομολογήσουμε όπου επιθυμούμε. Η κάθε μία συσκευή θα έχει ένα εσωτερικό νούμερο ώστε να μπορεί να γίνει μεταφορά της κλήσης, από την μία τηλεφωνική συσκευή στη άλλη. Και για όσους δεν σηκώνονται το πρωί, μια τηλεφωνική συσκευή πάνω στο FRITZ!Box μετατρέπεται σε ξυπνητήρι και αρχίσει να κουδουνίζει την ώρα που επιθυμείτε εσείς. Λειτουργία Fax to Mail. Δεν υπάρχει λόγος να γίνεται σπατάλη χαρτιού και μελανιού/toner για τα Fax. Το Fax μετατρέπεται σε E-mail και αποστέλλεται στο E-mail που επιθυμεί ο χρήστης. Με το FRITZ!APP Fon, ένα Smartphone μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασύρματη τηλεφωνική συσκευή και να πραγματοποιεί, δέχεται κλήσεις με ασφάλεια (VPN) είτε από το τοπικό δίκτυο είτε από το απομακρυσμένο. Δεν χρειάζεται πλέον να γίνεται εκτροπή για να μην χάνουμε τις κλήσεις, δεν χρειάζεται να διαθέτουμε ασύρματο τηλέφωνο στο χώρο μας. Απλά ένα Smartphone. Υποστηρίζει συσκευές για SMART HOME. Η διαχείρισή τους, μπορεί να γίνει από το τοπικό αλλά και από το απομακρυσμένο δίκτυο. Υπάρχουν Smart Plugs, όπως το FRITZ!DECT 200 που είδαμε σε προηγούμενο Review, το FRITZ!DECT 301 που είναι ένα Smart Radiator για να ρυθμίζεται την θερμοκρασία του χώρου σας πριν ακόμα φτάσετε εκεί ή και το FRITZ!DECT 500 που είναι μια Smart λάμπα. Επιπρόσθετα το FRITZ!DECT 440 που είναι ένας τετραπλός διακόπτης που μπορούμε να ορίσουμε διαφορετικές λειτουργίες για κάθε κουμπί. Υποστηρίζει Media Server/Web Radio/Podcast, ώστε να βλέπετε τις αγαπημένες σας ταινίες ή να ακούτε την μουσική σας κάνοντας Streaming. Με Gigabit Ethernet και WiFi με συνολικό Bandwidth 5760 Mbit/s (5 GHz) και 1376 Mbit/s (2.4 GHz) το Streaming ακόμα και στα 4K γίνεται πανεύκολα. WiFi 7 Που να ξεκινήσουμε και τι να πρωτογράψουμε για το WiFi 7. To Multi-gigabit Wi-Fi είναι εδώ και μας προσφέρει ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες με ακόμα περισσότερες συσκευές και με ακόμα πιο σταθερές ασύρματες συνδέσεις. Αναβαθμίσεις για όλες τις ζώνες συχνοτήτων: Το Wi-Fi 7 εισάγει νέες τεχνολογίες που αυξάνουν τον ρυθμό μετάδοσης και την αξιοπιστία σε όλες τις ζώνες Wi-Fi. Είναι 5 φορές πιο γρήγορα από το Wi-Fi 6 χάρη στις βελτιώσεις στο πρότυπο WiFi. Οι θεωρητικά μέγιστες ταχύτητες θα μπορούσαν να φτάσουν έως και 46 Gbit/s στο μέγιστο επίπεδο επέκτασης. Υποστηρίζει ταυτόχρονη μετάδοση σε πολλαπλές μπάντες. Η νέα Λειτουργία Multi-Link (MLO) επιτρέπει στις ασύρματες συσκευές με Wi-Fi 7 να μεταδίδουν δεδομένα σε πολλές ζώνες συχνοτήτων ταυτόχρονα. Θα το λατρέψουν οι Gamers λόγω του πολύ μικρού Latency. Το Wi-Fi 7 προσφέρει συνδέσεις Wi-Fi με εξαιρετικά χαμηλή καθυστέρηση. Επομένως, είναι ιδανικό για εφαρμογές που τρέχουν σε πραγματικό χρόνο, όπως παιχνίδια, εικονική πραγματικότητα ή βιντεοκλήσεις. Ένα ακόμα πλεονέκτημα του WiFi 7 είναι η προσθήκη μιας επιπλέον ζώνη συχνοτήτων 6 GHz. Το Wi-Fi 7 μπορεί να υποστηρίξει περισσότερους χρήστες και συσκευές ταυτόχρονα, γεγονός που το καθιστά ιδανικό για πολυσύχναστα περιβάλλοντα, όπως τα γραφεία, τα σχολεία, οι καφετέριες. Εκτός από τις ζώνες συχνοτήτων 2.4 και 5 GHz, το Wi-Fi 7 απελευθερώνει την ζώνη των 6 GHz. Οπότε και οι παρεμβολές είναι ακόμα λιγότερες από τα 5GHz και οι ταχύτητες ακόμα μεγαλύτερες. Διπλασιασμός του εύρους ζώνης Σε σύγκριση με το εύρος των 5 GHz, στα 6 GHz το μέγιστο εύρος ζώνης καναλιού διπλασιάζεται στα 320 MHz, παρέχοντας τεράστιο πλεονέκτημα. Λιγότερη συμφόρηση. Τα γειτονικά δίκτυα Wi-Fi ή συσκευές όπως τα μικροκύματα μπορεί να προκαλέσουν παρεμβολές. Η "λειτουργία διάτρησης" στοχεύει σε εύρη συχνοτήτων που προκαλούν παρεμβολές και τα αφαιρεί. Δεν σταματάει η μετάδοση των πληροφοριών. Απλά "περιορίζεται" το τμήμα που δημιουργεί πρόβλημα ώστε όλα τα υπόλοιπα δεδομένα να συνεχίσουν να μεταδίδονται χωρίς διακοπή. Πλήρως συμβατό με τα WiFi 4,5,6. Το νέο πρότυπο Wi-Fi 7 προσαρμόζεται στο τρέχον περιβάλλον και λειτουργεί τέλεια με όλες τις παλαιότερες ασύρματες συσκευές. Το Wi-Fi 7 είναι τέλεια ενσωματωμένο στο FRITZ! περιβάλλον - όλες οι ασύρματες συσκευές συνεργάζονται αποτελεσματικά στο Mesh Wi-Fi, παρέχοντάς την υψηλότερη δυνατή ταχύτητα ανά πάσα στιγμή. Το Wi-Fi 7 είναι το επόμενο βήμα διότι θα παρατηρήσουμε ότι βγαίνουν αρκετά συχνά αναβαθμίσεις με καινούρια χαρακτηριστικά. Τα FRITZ!Box επιτυγχάνουν μια ισορροπία μεταξύ της μέγιστης ενεργειακής απόδοσης και της μέγιστης απόδοσης. Αναλόγως τα Features που χρησιμοποιούμε στο FRITZ!Box μπορούμε να εξοικονομήσουμε ενέργεια. Υπάρχουν διάφορες επιλογές μέσα στο Web Interface που πχ μια Lan θύρα μπορούμε να την ορίσουμε να είναι στα 100Mbit αντί για 1000Mbit. Mesh Networking To FRITZ!Os 7 υποστηρίζει Mesh Networking. Μέσα από το Web Interface υπάρχει όλη η τοπολογία του δικτύου με τις συνδεδεμένες συσκευές στις οποίες άμα κάνουμε κλικ θα μας δρομολογήσει στο Web Interface τους. Οι συνδεδεμένες συσκευές μπορεί να είναι ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Dect, ένα FRITZ!Powerline μέχρι και ένα δεύτερο FRITZ!Box. Έτσι το Mesh Networking μας βοηθάει στην κεντρική διαχείριση όλων των FRITZ! συσκευών από μία σελίδα, όπως και λόγω των Features του Mesh Networking, οι ρυθμίσεις που έχουμε κάνει στο FRITZ!Box, για παράδειγμα στην καρτέλα Wireless μπορούν να μεταφερθούν απευθείας στο FRITZ!WLAN Repeater ή στο FRITZ!Powerline. Επιπλέον δεν χρειάζεται να συνδεθούμε στην κάθε συσκευή, για να εγκαταστήσουμε ένα νεότερο Firmware. Αν υπάρχει νεότερο Firmware θα μας το εμφανίσει αυτόματα και απλά πατάμε το Update για να γίνει εγκατάσταση. Η λειτουργία για Update του Firmware δεν ισχύει μόνο για τις συνδεδεμένες συσκευές στο FRITZ!Box αλλά και για το ίδιο το FRITZ!Box. Αν έχουμε ένα Guest Network θα μεταφερθούν οι ρυθμίσεις σε όλο το Mesh Network. Το Mesh Networking, αρχίζει και "μπαίνει" όλο και περισσότερο στην ζωή μας με τις περισσότερες εταιρείες να βγάζουν καινούρια προϊόντα ή αναβαθμίσεις για τα υπάρχοντα, ώστε να υπάρχει υποστήριξη. Όπως βλέπουμε στην παρακάτω φωτογραφία όπως και στην καρτέλα Home Network/Mesh, υπάρχει ένα σχεδιάγραμμα τι έχει συνδεθεί που και με ποιο τρόπο. Εδώ θα εμφανιστούν όχι μόνο οι ασύρματες συσκευές που έχουν συνδεθεί όπως στην περίπτωση μας ένα Laptop και ένα Smartphone αλλά και όλες οι συσκευές της AVM. Επίσης αν ανιχνευτεί αυτόματα καινούριο Firmware μας το εμφανίζει (πάνω δεξιά) και απλά πατάμε το κουμπί Perform Update ώστε να αναβαθμιστεί στην τελευταία έκδοση. Το Mesh Networking δεν έχει περιορισμούς. Δημιουργήθηκε για να καλύψει από ένα μικρό χώρο, που θα χρειαστεί μόνο ένα Powerline ή ένα Repeater, μέχρι πολύ μεγάλους χώρους που θα χρειαστούν πολλά Powerlines , Repeaters, Access Points ώστε να υπάρχει συνολική κάλυψη. Μερικά από τα χαρακτηριστικά του Mesh Network σε συνδυασμό με τα FRITZ! Μέσα από το FRITZ!Box μπορούμε να δούμε την τοπολογία του δικτύου μας. Όλες οι FRITZ συσκευές εμφανίζονται σε ένα ενιαίο σχέδιο. Με μία ματιά βλέπουμε που και πως έχει συνδεθεί η συσκευή μας, ποια συσκευή είναι και την IP που έχει πάρει. Αν υπάρχει αναβάθμιση για μία FRITZ συσκευή θα εμφανιστεί το κουμπί για να την κάνουμε Update. Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε για Firmware, δεν χρειάζεται να πάμε στο Web Interface της κάθε συσκευής για να γίνει το Update. Απλά πατάμε το Update και όλα τα υπόλοιπα γίνονται αυτόματα. Με την χρήση του Mesh και του WPS όλες οι ρυθμίσεις που έχουμε πραγματοποιήσει στο FRITZ!Box θα περαστούν αυτόματα και στις υπόλοιπες πχ το Guest Network κτλ. Ταυτόχρονα θα υπάρχει ένα SSID. Όλο το δίκτυο και όλες οι συσκευές θα αποτελούν μέρος αυτού του δικτύου. Δεν χρειάζεται να αλλάζουμε δίκτυο κάθε φορά που μετακινούμαστε στο χώρο. Το Smart Roaming θα μας συνδέσει αυτόματα στο ασύρματο δίκτυο που έχει το καλύτερο σήμα. Υποστηρίζονται οι τεχνολογίες Smart Steering, WiFi Steering και CrossBand Repeating. Όλα εύκολα και απλά. Με απλά λόγια το FRITZ θα αποφασίσει με βάση το φόρτο του δικτύου και άλλες παραμέτρους αν μια Dual Band συσκευή θα πρέπει να αλλάξει Band για καλύτερη απόδοση του δικτύου. Και με το WiFi Steering αν έχουμε πολλαπλές συσκευές FRITZ, τότε η ασύρματη συσκευή μας θα συνδέεται κάθε φορά αυτόματα στο WiFi που έχει το καλύτερο σήμα ώστε να έχουμε μέγιστες αποδόσεις. Το Mesh δίκτυο μπορεί να αποτελείται από ένα FRITZ!Box και ένα FRITZ!Repeater για ένα μικρό χώρο μέχρι πολλά FRITZ!Repeaters, FRITZ!Powerlines για ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο. Άτομα κάθε ηλικίας που δεν έχουν πολλές γνώσεις μπορούν εύκολα και απλά να δημιουργήσουν το δικό τους δίκτυο στο σπίτι χωρίς να χρειαστεί να κάνουν πολύπλοκες ρυθμίσεις ή να ζητήσουν βοήθεια από έναν εξειδικευμένο τεχνικό. Εγκατάσταση/Παραμετροποίηση Η εγκατάσταση είναι αρκετά εύκολη και δεν θα δυσκολέψει ακόμα και τον αρχάριο χρήστη. Ο Wizard θα μας πάει βήμα βήμα στην εγκατάσταση είτε το χρησιμοποιήσουμε ως ADSL, VDSL Modem Router είτε ως Wan Router. Όλη η παραμετροποίηση γίνεται από το Web Interface που το ανοίγουμε στην διεύθυνση http://fritz.box ή την IP 192.168.178.1. Αυτόματα θα τρέξει ο Wizard και σε λίγα λεπτά η σύνδεση μας θα είναι έτοιμη. Όπως βλέπουμε ως πάροχοι υπάρχουν ήδη η Cosmote και η Vodafone για ακόμα μεγαλύτερη ευκολία στην εγκατάσταση. FRITZ!App Wi-Fi To FRITZ!App WiFi είναι ένα Application για Smartphones το οποίο μας προσφέρει αρκετές δυνατότητες για το ασύρματο δίκτυο. Μπορούμε να δούμε σε ποια συσκευή FRITZ! είμαστε συνδεδεμένοι και ας έχει όλο το δίκτυο το ίδιο SSID. Μας εμφανίζει ποιες συσκευές δεσμεύουν ποια κανάλια και επιπρόσθετα μας δίνεται η δυνατότητα να τρέξουμε μετρήσεις ταχύτητας στο WiFi. Με τις μετρήσεις αυτές θα γνωρίζουμε αν η συσκευή είναι στο σωστό σημείο σε σύγκριση με το FRITZ!Box ή το FRITZ!Repeater και ποια είναι η μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να επιτευχθεί στα 2.4GHz και στα 5GHz από εκείνο ακριβώς το σημείο. FRITZ!OS 7 Το FritzOS είναι το λειτουργικό σύστημα για τα προϊόντα της AVM. Με αυτόματες αν το επιθυμούμε αλλά και εξαιρετικά συχνές αναβαθμίσεις είναι εδώ για να μας προσφέρει ένα τεράστιο εύρος λειτουργιών που μας επιτρέπει να ρυθμίσουμε ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά στη χρήση και στο customization του router. Εύχρηστο UI, αλλά και προηγμένα security features, το εν λόγω λειτουργικό σύστημα αποτελεί το σήμα κατατεθέν της AVM. Πρόκειται από μόνο του, έναν επιπρόσθετο λόγο για να διαλέξουμε ένα από τα τα routers της. Αυτό που κάνει το FRITZ!Box 7690 να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό, είναι η δύναμη του λειτουργικού συστήματος FRITZ!OS. Κάτι που οφείλουμε να σημειώσουμε πως ισχύει για όλα τα προϊόντα FRITZ! της AVM. Το FRITZ!OS συνδυάζει ιδανικά την ευκολία χρήσης με έναν μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών και λειτουργιών. Το καθαρό user interface και οι χρήσιμοι οδηγοί σε καθοδηγούν βήμα-βήμα για την ολοκλήρωση κάθε είδους ρύθμισης. Συχνά προσθέτουν ακόμα και νέες λειτουργίες. Μπορείς να απολαμβάνεις ασφαλές σερφάρισμα χάρη στο ενσωματωμένο firewall ή να απαγορεύσεις την πρόσβαση σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες. Στο Site της AVM υπάρχει το Knowledge Base όπου μπορούμε να βρούμε απαντήσεις σε πολλαααααά ερωτήματα. https://en.avm.de/service/fritzbox/knowledge-base/?product=FRITZ-Box-7690&query Δοκιμές Έφτασε και η στιγμή που όλοι περιμέναμε. Σήμερα οι δοκιμές αντίθετα με τα προηγούμενα Review δεν θα είναι στο σύνολο των λειτουργιών του FRITZ!Box αλλά θα είναι σε αυτό που μας ενδιαφέρει πιο πολύ. Δηλαδή για το WiFi7. Το Smartphone που χρησιμοποιήσαμε για τις δοκιμές είναι το XIAOMI 14 ULTRA 5G το οποίο είναι από τα λίγα Smartphone με WiFi7. WiFi 7 έχουν επίσης τα Samsung S24 Ultra και IPHONE 16 Pro Max. Δυστυχώς την τρέχουσα στιγμή δεν υπάρχουν πολλά Smartphone που υποστηρίζουν WiFi 7 και αντίστοιχα δεν είναι εύκολο να βρεθεί και USB/PCI-EXPRESS κάρτα δικτύου για PC/LAPTOP. Ως App για την μέτρηση ταχύτητας χρησιμοποιήσαμε το FRITZ!App WiFi, το οποίο δίνει την δυνατότητα για Speedtest. Όλες οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν δίπλα στο FRITZ!Box δηλαδή χωρίς εμπόδια. Εννοείται ότι όσο μεγαλώνει η απόσταση ή έχουμε εμπόδια ενδιαμέσα, η ταχύτητα μειώνεται. Στην πρώτη μέτρηση ορίσαμε στο FRITZ!Box να λειτουργούν τα 5GHz σε WiFi5 μόνο. Η ταχύτητα που βλέπουμε στο Speedtest είναι 577 Mbit/s. Στο επόμενο τεστ ορίσαμε στο FRITZ!Box να λειτουργούν τα 5GHz σε WiFi6 μόνο. Η ταχύτητα που βλέπουμε στο Speedtest είναι 774 Mbit/s και με μερικά Peaks πάνω από 800 Mbit/s και το τελευταίο test ήταν σε WiFi 7. Εδώ πετύχαμε 951 Mbit/s, ένα κλίκ κάτω από το 1 Gbit/s. Στις παρακάτω φωτογραφίες βλέπουμε μέσα από το FRITZ!Box τις συνδεδεμένες συσκευές και υπάρχει και η ταχύτητα που έχουν συνδεθεί. Μέσα από το Home Network και Network όπου φαίνεται το Down και το Up δηλαδη 1080/1441 Mbit/s. Και εδώ μέσα από Home Network και Mesh που βλέπουμε 1.2 Gbit/s. Το FRITZ!Box 7690 όπως αναφέραμε και στα τεχνικά χαρακτηριστικά δεν υποστηρίζει WiFi 7 στα 6GHz που θα μπορουσε να μας δώσει ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες. Υπομονή για το FRITZ!Box 5690 PRO που είναι Triple-Band (6GHz, 5GHz, 2.4GHz). Οι ταχύτητες που είδαμε πιο πάνω είναι οι μέγιστες για το XIAOMI 14 ULTRA αλλά δεν είναι οι μέγιστες για το FRITZ!Box 7690. Κάθε Smartphone, κάθε Tablet ή Laptop έχει διαφορετική κάρτα δικτύου και με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Μερικές κάρτες για παράδειγμα δεν υποστηρίζουν 160MHz Channel Width ή δεν ειναι MIMO(4x4) οπότε και δεν θα καταφέρουν να πετύχουν το μέγιστο. Στην παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε ότι ένα Laptop Lenovo έχει συνδεθεί με το FRITZ!Box σε ταχύτητα 2882/2882Mbit/s με 160MHz Channel Width. Το ίδιο ισχύει και για τα 2.4GHz. Μπορεί για παράδειγμα το μέγιστο να είναι 600Mbit αλλά το x Smartphone να έχει ταχύτητα 144Mbit. Υπάρχουν δηλαδή διαφορετικά Hardware. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό του WiFi 7 και του FRITZ!Box 7690 είναι η υποστήριξη Multi-Link Operation (MLO). Τι είναι το MLO. Η λειτουργία Multi-Link (MLO) είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό του νέου προτύπου Wi-Fi Wi-Fi 7, το οποίο αυξάνει την ταχύτητα των δεδομένων και την αξιοπιστία των συνδέσεων Wi-Fi και μειώνει τις καθυστερήσεις (Latency) στη μετάδοση τους. Το MLO επιτρέπει τη δημιουργία ταυτόχρονων συνδέσεων Wi-Fi σε διαφορετικές ζώνες συχνοτήτων, για παράδειγμα ταυτόχρονα στα 2.4 GHz και 5 GHz. Επιπλέον, οι ασύρματες συσκευές με Wi-Fi 7 μπορούν να αλλάζουν ζώνες συχνοτήτων χωρίς να χρειάζεται να ξανασυνδεθούν στο σημείο ασύρματης πρόσβασης. Θα πρέπει να το υποστηρίζει όχι μόνο η κάρτα δικτύου που έχουμε αλλά και η έκδοση του λειτουργικού. Παράδειγμα σύνδεσης MLO στα 6GHz αλλά ταυτόχρονα και στα 5GHz. Αντίστοιχα θα μπορούσε να ήταν στα 2.4GHz αλλά και στα 5GHz. Μια ακόμα προσθήκη στο FRITZ!Box 7690 είναι το Zigbee. Πλέον μπορούν να συνδεθούν έξυπνες συσκευές από τρίτους κατασκευαστές οπότε έχουμε παραπάνω επιλογές από ότι είχαμε πριν που υποστήριζε Dect-Ule. Η AVM έχει δεσμευτεί ότι σε μελλοντικό Update θα υποστηριχθεί και το πρωτόκολλο Matter. Μια ακόμη δοκιμή που έγινε ήταν για την θύρα USB. Δυστυχώς το 7690 μας πάει ένα βήμα πίσω. Δεν υπάρχει USB 3.0 αλλά USB 2.0. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να πετύχουμε 46MB/s ενώ σε USB 3.0 φτάναμε και τα 70MB/s. Στην παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε ότι είναι ένα update διαθέσιμο. Από την έκδοση 7.61 στην έκδοση 7.62. Τα beta updates δεν εμφανίζονται στο Automatic Updates. Αν ο χρήστης θέλει Beta firmware θα πρέπει να το κατεβάσει από το Lab της AVM και να το εγκαταστήσει χειροκίνητα. Αν βγει μετά το Update σε όχι Beta έκδοση τότε το FRITZ!Box θα μας το εμφανίσει για να γίνει εγκατάσταση. Συμπεράσματα Κάπου εδώ τελείωνει και το Review. Θα μπορούσαμε να γράψουμε πάρα πολλά ακόμα όπως και να δοκιμάσουμε πάρα πολλά σενάρια. Μια πρώτη γεύση όμως την πήρατε. Η ερώτηση κλειδί είναι: Αξίζει να αγοράσουμε το FRITZ!Box 7690. Το WiFi 7 είναι το μέλλον οπότε για τον χρήστη που θέλει ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες στο WiFi πχ για μεταφορά αρχείων είναι Must. Στα αρνητικά είναι ότι δεν υποστηρίζει τα 6GHz οπότε μερικοί χρήστες που θέλουν τα μέγιστα θα πρέπει να περιμένουν για το FRITZ!Box 5690 PRO. Αν την USB θύρα την έχουμε για 4G Backup τότε δεν θα μας πειράξει και τόσο πολύ ότι είναι USB 2.0. Αν όμως την χρησιμοποιούμε για NAS τότε η μειωμένη απόδοση της θα είναι εμφανής. Για τους λάτρεις του Smart Home η υποστήριξη Zigbee όπως και μελλοντικά Matter είναι ένα πολύ μεγάλο συν. Δεν θα χρειάζεται να έχει κανείς 100 διαφορετικά Apps. Μέσα από το FRITZ!Box θα γίνονται όλα. Βέβαια υποστήριξη Zigbee μπορεί να μας δώσει και το FRITZ!Smart Gateway αλλά τι πιο ωραίο από το να είναι όλα σε μία συσκευή. Επιπρόσθετα η προσθήκη 2.5G Lan και Wan έχει να μας προσφέρει πολλά ειδικά σε περιπτώσεις που έχουμε μεγάλο Bandwidth λόγω FTTH. Οπότε αν το Bandwidth προς το Internet είναι 1G και πάνω ή αν θέλουμε γρήγορες μεταφορές στο εσωτερικό μας δίκτυο μέσα από Ethernet τότε το 7690 είναι μονόδρομος. Το MLO είναι ακόμα ένα χαρακτηριστικό που έχει να μας προσφέρει πολλά. Τα Windows 11 το υποστηρίζουν απλά προσέξτε ποια Versions έχετε. Και οι κατασκευαστές βελτιώνουν τους drivers για την σωστή υποστήριξη. Η τελική απόφαση είναι δική σας. Εμείς είμαστε εδώ για να λύσουμε τυχόν απορίες. Φτάνοντας στο τέλος να αναφέρουμε ότι η τιμή του την παρούσα στιγμή που γράφτηκε το Review είναι στα 323 ευρώ στο www.skroutz.gr. Σ' αυτό το link αναφέρονται κάποια από τα πλεονεκτήματα γιατί να αγοράσουμε προϊόντα FRITZ!. FRITZ!LAB To FRITZ! Lab είναι μια υποσελίδα στο Site της AVM που απευθύνεται στους χρήστες που θέλουν να δοκιμάσουν πρώτοι τα νέα Firmware που βγαίνουν για τα προϊόντα που έχουν στη κατοχή τους. Και αφήνουμε για το τέλος ότι το FRITZ!Box 7690 θα είνα ένα από τα προϊόντα της AVM που θα "δει" μελλοντικά το FRITZ!OS 8. Ναι καλά διαβάσατε.
    7 πόντοι
  7. Έπειτα από χρόνια φημολογίας, αναμονής, διαρροών και εν τέλει ανακοινώσεων, το Nintendo Switch 2 επιτέλους κυκλοφόρησε. Οι αναλυτές βλέπουν το μεγαλύτερο λανσάρισμα κονσόλας στην ιστορία του gaming με πολλούς εξ αυτών να κάνουν λόγο για ελλείψεις στην αγορά, τουλάχιστον ως το φινάλε της φετινής χρονιάς. Στη χώρα μας πάντως προβλήματα δεν έχουν παρατηρηθεί – τουλάχιστον για όσους είχαν φροντίσει να προπαραγγείλουν το σύστημα, κάτι που συνέβη και με εμάς έτσι ώστε να το πάρουμε στα χέρια μας όσο το δυνατόν συντομότερα, χωρίς περιορισμούς. Τι θα πρέπει να περιμένει κανείς όμως από τη νέα κονσόλα της Nintendo; Σε ποιους απευθύνεται και στο φινάλε δικαιώνει τις προσδοκίες τους; Για να αρχίσουμε να δίνουμε απαντήσεις σιγά-σιγά… Σχεδιασμός Ως προς το design, το Nintendo Switch 2 είναι μεγαλύτερο αλλά και στιβαρότερο από τον προκάτοχό του. Στα 272 x 116 x 13,9 χιλ. (έναντι 173 x 102 x 14 χιλ. του αρχικού Nintendo Switch, 208 x 91 x 14 χιλ. του Lite και 176 x 102 x 14 χιλ. του OLED μοντέλου) είναι μεν πιο ογκώδες αλλά όχι τόσο που να γίνεται δύσκολο στο κράτημα ή τη μεταφορά. Υπενθυμίζουμε ότι ακόμα κι έτσι, το Nintendo Switch 2 παραμένει πολύ πιο συμπαγές σε σχέση με ένα handheld gaming PC τύπου Steam Deck (298 x 117 x 49 χιλ.) ή Lenovo Legion Go (299 x 131 x 41 χιλ.). Όσο για το βάρος του, εντοπίζεται στα 534 γραμμάρια – σημαντικά περισσότερα από τα 297, 277 και 319 (OG, lite, OLED κατ’ αντιστοιχία) του Switch αλλά και πάλι σε καμία περίπτωση τόσα ώστε να κάνουν άβολη την όλη εμπειρία χρήσης του. Nintendo Switch 2 (πάνω) - Nintendo Switch (κάτω) Στην πρόσοψη κυριαρχεί φυσικά η οθόνη η οποία έχει ανέβει πλέον στις 7,9 ίντσες με τα δύο Joy-Con 2 να προσαρτώνται δεξιά κι αριστερά της. Θα μας επιτρέψετε να σταθούμε στον μηχανισμό κλειδώματός τους που πλέον είναι μαγνητικός. Η τοποθέτησή τους γίνεται χωρίς καθόλου κόπο ενώ για την αφαίρεσή τους, θα χρειαστεί να ενεργοποιήσετε τον σχετικό μηχανισμό με το πάτημα ενός κουμπιού στο επάνω τμήμα της κονσόλας. Από την εμπειρία μας, μπορούμε να σας πούμε ότι η θέση του είναι τέτοια που δεν υπάρχει περίπτωση να το πατήσετε κατά λάθος. Για να αφαιρέσετε δε τα Joy-Con 2 από την οθόνη χωρίς τη συνδρομή του μηχανισμού, θα πρέπει να καταβάλλετε μεγάλη προσπάθεια, οπότε μιλάμε για foolproof σύστημα. Η Nintendo έχει ενσωματώσει στην κονσόλα δύο θύρες USB Type-C – μία στο κάτω και μία στο επάνω τμήμα της. Όταν το Nintendo Switch 2 βρίσκεται στο dock του (το οποίο έρχεται με σύστημα ψύξης με ανεμιστήρα και θύρα ethernet για ενσύρματες συνδέσεις στο internet), χρησιμοποιείται η κάτω. Όταν πάλι αυτό στηρίζεται στο πτυσσόμενο kickstand του, τότε μπορείτε να το φορτίσετε εκμεταλλευόμενοι την επάνω θύρα. Πέραν του dock, στη συσκευασία θα βρείτε και τον κορμό ενός χειριστηρίου που σχηματίζεται με τη σύνδεση των δύο Joy-Con 2. Κατά τα άλλα θα βρείτε υποδοχή για κάρτα microSD και θύρα 3,5 χιλ. για ακουστικά. Και μιας που αναφερθήκαμε στα της συνδεσιμότητας, να συμπληρώσουμε στο ασύρματο μέτωπο, προσφέρεται υποστήριξη Wi-Fi 6 και Bluetooth. Τεχνικά χαρακτηριστικά Στο εσωτερικό του, το Nintendo Switch 2 κρύβει SoC NVIDIA Tegra T239 με οκταπύρηνο επεξεργαστή ARM Cortex-A78C (συχνότητας 998 MHz με χρήση του dock και 1101 MHz άνευ αυτού) και 12 GB LPDDR5X RAM στα 6400 MHz (με το dock, ειδάλλως πέφτει στα 4266 MHz). Όσον αφορά στα γραφικά, υπάρχουν 1536 πυρήνες CUDA βασισμένοι στην αρχιτεκτονική Ampere που τρέχουν στα 1007 MHz όταν το Nintendo Switch 2 είναι στο dock και τα 561 MHz όταν δεν είναι, με απόδοση 3,09 και 1,72 TFLOPS αντίστοιχα. Η κονσόλα διαθέτει επίσης και εσωτερικό αποθηκευτικό χώρο 256 GB τύπου UFS 3.1 – με αυτό το τελευταίο να μοιάζει με χαμένη ευκαιρία για τη Nintendo αν αναλογιστούμε ότι τα premium smartphones τελευταίας γενιάς π.χ. έχουν περάσει στην επόμενη γενιά UFS. Επιπρόσθετα, υποστηρίζονται κάρτες microSD Express έως 2 TB. Σε πρώτη φάση όμως, το ενδιαφέρον μαγνητίζει η οθόνη του συστήματος. Πρόκειται για μία LCD 7,2 ιντσών όπως προείπαμε που προσφέρει εικόνα στα 1080p και τα 279 ppi. Διαθέτει HDR και υποστηρίζει VRR έως και τα 120 Hz. Εφ’ όσον τοποθετηθεί στο dock η κονσόλα βέβαια, τότε η απόδοσή της ανεβαίνει στα 1440p και τα 120 Hz ή εναλλακτικά σε 4K ανάλυση και 60 Hz με HDR. Πολλοί – μεταξύ αυτών και εμείς – περίμεναν από τη Nintendo να προτιμήσει πάνελ OLED, κάτι λογικό αν αναλογιστούμε ότι αυτό συνέβαινε με την πιο πρόσφατη έκδοση του Nintendo Switch. Τελικά προτιμήθηκε ένα LCD και μολονότι αυτό εν πρώτοις ακούγεται… κάπως, στην πράξη τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Είναι αρκετά φωτεινή, ξεπερνώντας κατά πολύ την ποιότητα του πάνελ του πρώτου Nintendo Switch (όχι όμως και του μοντέλου OLED – αναμενόμενα ωστόσο), προσφέροντας λεπτομερέστατη εικόνα με ικανοποιητική αντίθεση. Η αλήθεια είναι πως θα περιμέναμε λιγάκι ζωηρότερα τα χρώματα και για μία κονσόλα που ουσιαστικά αποτελεί αναβάθμιση της αμέσως προηγούμενης (κρατήστε το αυτό, θα επανέλθουμε στο φινάλε), δυστυχώς κάπου νιώθουμε ότι το Nintendo Switch 2 μας απογοητεύει. Περιβάλλον χρήστη – Λειτουργίες Εκκινώντας το Nintendo Switch 2 βρισκόμαστε ενώπιον ενός μενού που πρακτικά δεν διαφέρει σε τίποτα από εκείνο του πρώτου συστήματος – παρά μόνο σε λεπτομέρειες που δεν χρήζουν αναφοράς επ’ ουδενί. Το θετικό ως προς αυτό είναι ότι οι κάτοχοι του τελευταίου δεν θα χρειαστεί να εξοικειωθούν μαζί του. Το αρνητικό είναι ότι, κακά τα ψέματα, το περιβάλλον χρήστη του Nintendo Switch, ε, δεν ήταν και το καλύτερο δυνατό. Αν μη τι άλλο περιθώρια βελτίωσης υπήρχαν (και μάλιστα πολλά) όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η Nintendo επέλεξε να μην ασχοληθεί καθόλου με το UI, ούτε καν με «easy wins» αισθητικού χαρακτήρα – όπως π.χ. τη δυνατότητα επιλογής διαφόρων εμπνευσμένων από τίτλους ή σειρές της themes. Στις ρυθμίσεις υπάρχουν οι συνήθεις επιλογές προσβασιμότητας μαζί με ελάχιστες καινούριες (bold text και high contrast είναι οι σημαντικότερες) ενώ θα έχετε και τη δυνατότητα προσαρμογής των πλήκτρων (βλ. mapping). Αυτό που παρατηρήσαμε πάντως ήταν πως η εναλλαγή ανάμεσα στα διάφορα μενού και οθόνες ήταν στιγμιαία, προσφέροντας μία πλήρως απολαυστική εμπειρία. Το ίδιο ίσχυε και όταν μπήκαμε να ρίξουμε μια ματιά στο eShop το οποίο, προς έκπληξή μας, διαπιστώσαμε ότι έχει υποστεί ένα μίνι λίφτινγκ υιοθετώντας ένα πολύ πιο σύγχρονο και εύχρηστο look, επιτρέποντας επιτέλους στον χρήστη να βρει εύκολα και γρήγορα αυτό που αναζητά. Βέβαια η συνήθης σαβούρα παραμένει σταθερή στη θέση της, κάνοντας την εύρεση νέων τίτλων ζόρικη αλλά… Χειρισμός Εξηγήσαμε ότι τα Joy-Con 2 έχουν νέο μηχανισμό κλειδώματος στο Nintendo Switch 2. Οι διαφορές τους σε σχέση με τα Joy-Con του πρώτου Nintendo Switch ωστόσο δεν περιορίζονται εκεί. Πέραν του μεγαλύτερου μεγέθους τους (duh!) λοιπόν, στο αριστερό ο σταυρός κατεύθυνσης έχει αντικατασταθεί από τέσσερα στρογγυλά πλήκτρα ενώ στο δεξί, κάτω από το home υπάρχει πλέον και ένα δεύτερο – το C – που χρησιμεύει για την ενεργοποίηση του GameChat. Το κατά πόσο αυτό χρειαζόταν ξεχωριστό πλήκτρο βέβαια είναι συζητήσιμο. Παράλληλα τα πλήκτρα SL και SR έχουν μεγαλώσει σε μέγεθος, μία αλλαγή που δεν μας χάλασε καθόλου. Σε ό,τι έχει να κάνει με τους μοχλούς, αντίθετα με ό,τι διαβάζαμε τους προηγούμενους μήνες (μέχρι και πριν λίγο καιρό), δεν έχουν χρησιμοποιηθεί αισθητήρες Hall ή TMR. Αντίθετα, η Nintendo επέλεξε να βελτιώσει σε έναν βαθμό τους αισθητήρες των μοχλών του πρώτου συστήματος και να χρησιμοποιήσει αυτούς. Αυτό αντικατοπτρίζεται στην αίσθηση που αφήνουν οι τελευταίοι που πρακτικά είναι η ίδια μ’ εκείνη των μοχλών του πρώτου Nintendo Switch. Το κατά πόσο παρουσιάζουν ή όχι θέμα με το drifting είναι κάτι που δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε επί του παρόντος – και μεταξύ μας, ελπίζουμε να μη χρειαστεί ποτέ να μάθουμε λεπτομέρειες. Δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα όσο τα Joy-Con 2 ήταν συνδεδεμένα είτε στο ίδιο το Nintendo Switch 2, είτε στον κορμό (το grip ντε!) χειριστηρίου που περιλαμβάνεται στη συσκευασία. Εξακολουθούν να μην είναι καθόλου βολικά για ανεξάρτητη χρήση – πραγματικά το grip είναι απαραίτητο, ειδάλλως εξετάστε σοβαρά την αγορά του Pro Controller. Παρά το μεγαλύτερο μέγεθος του Nintendo Switch 2, το κράτημα του είναι απολύτως φυσικό ενώ στην περίπτωση του grip, υπάρχει περισσότερος χώρος για τα δάχτυλα αλλά και για την παλάμη – ώστε η τελευταία να πάρει μία πιο άνετη στάση. Όπως θα γνωρίζετε, τα Joy-Con 2 μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως ποντίκι χάρη στους αισθητήρες στην επάνω πλευρά τους. Αυτό έχει τα θετικά αλλά και τα αρνητικά. Αναφορικά με τα πρώτα, η απόκριση είναι εξαίρετη. Δοκιμάσαμε επάνω σε καναπέ (μαξιλάρι αλλά και μπράτσο), βιβλίο, mousepad, ακόμα και μπούτι (!) και πέραν των περιορισμών του χώρου, άλλο ζήτημα δεν υπήρξε. Το μεγαλύτερο αρνητικό, δεν είναι άλλο από το ίδιο το σχήμα των Joy-Con 2. Δεν είναι πυρηνική φυσική: απλά συγκρίνετε το design ενός ποντικιού με εκείνο των Joy-Con 2. Το πρώτο επιτρέπει στην παλάμη και τα δάχτυλα να υιοθετήσουν μία φυσική και ανατομική στάση, σχεδόν ξεκούρασης, ενώ το δεύτερο θα σας αναγκάσει να πειραματιστείτε με νέες στάσεις. Δεν το χρησιμοποιήσαμε για μεγάλο χρονικό διάστημα (αναμένουμε το Civilization VII) αλλά είμαστε βέβαιοι ότι σε παρατεταμένα sessions, η ευχρηστία θα εξελιχθεί σε ζήτημα. Παιχνίδια Το Nintendo Switch 2 ήρθε με το Mario Kart World ενώ θελήσαμε να δοκιμάσουμε και το Nintendo Switch 2 Welcome Tour (να το λέμε Welcome Tour από ‘δω και πέρα;) ώστε να μη χρειαστεί να το κάνετε – και προπάντων, να το πληρώσετε – εσείς. Η απόδοση του συστήματος πάντως ήταν άριστη, τόσο ως handheld, όσο και ως επιτραπέζια κονσόλα. Σημειώστε απλά πως όταν το βγάλαμε από το dock έπειτα από κάποιες ώρες Mario Kart World, η θερμοκρασία στην επιφάνειά του ήταν πολύ υψηλή – με ό,τι αυτό συνεπάγεται (η απόδοση «τρένο» πάντως). Ξεκινάμε από τα εύκολα και το Welcome Tour το οποίο… είναι κλοπή που θα έλεγε κι ο Φίλιππος Συρίγος. Ε, δεν υπάρχει λόγος να το κουράζουμε. Ναι, είναι χαριτωμένο. Ναι, έχει την πλάκα του. Ναι, αποτελεί το καλύτερο manual που έχουμε δει, όχι μόνο για κονσόλα video games αλλά γενικώς. Ναι, τα mini games του είναι διασκεδαστικά σε έναν βαθμό. Δεν είναι όμως επ’ ουδενί κάτι που αξίζει €9,99. Σύμφωνοι, θα σας κρατήσει συντροφιά κάποιες ελάχιστες ώρες (υπολογίστε γύρω στις τέσσερις, βία πέντε) αλλά από εκεί και πέρα θα το διαγράψετε κι απ’ την κονσόλα κι από τη μνήμη σας. Και σε τελική ανάλυση… ε, όχι να χρεωθούμε για ένα manual! Όσο για το Mario Kart World, είναι εκπληκτικό. Με open-world σχεδιασμό, διαθέτει για πρώτη φορά διαδρομές που ενσωματώνουν περισσότερες από μία πίστες. Η δε προσέγγιση που ακολουθεί ενθαρρύνει την εξερεύνηση του κόσμου (κάτι που γίνεται πριν καν μπείτε στο μενού). Φυσικά όλα τα λεφτά είναι το Knockout Tour με τη συμμετοχή 24 παικτών, αν και το Free Roam έχει επίσης την πλάκα του – εκεί είναι που εκτιμήσαμε τη δουλειά που έχει γίνει με τον κόσμο του παιχνιδιού. Τα γραφικά του είναι τρομερά, η κίνηση απόλυτα ομαλή ενώ το soundtrack εφ’ όσον κυκλοφορήσει σε άλμπουμ θα γίνει ανάρπαστο. Είναι το πιο ολοκληρωμένο Mario Kart που βγήκε ποτέ; Ναι. Είναι το καλύτερο «δεύτερο παιχνίδι» (που θα παίζετε στα διαλείμματα από το βασικό σας) στο Nintendo Switch 2; Ξεκάθαρα. Το βασικότερο ίσως θέμα του Nintendo Switch 2 -αυτή τη στιγμή- δεν είναι άλλο από την έλλειψη «δυνατών» τίτλων στο λανσάρισμά του. Με εξαίρεση το Mario Kart World, πρακτικά δεν υπάρχει κανένα άλλο video game ικανό να πείσει κάποιον να επενδύσει στο σύστημα: η Nintendo περιορίστηκε σε βελτιωμένες εκδόσεις και μία απογοητευτική γκάμα τίτλων του GameCube ενώ οι third-party κυκλοφορίες αφορούν παιχνίδια που επί της ουσίας ήταν ήδη διαθέσιμα. Ναι, το Donkey Kong Bananza έρχεται ενάμιση μήνα μετά το λανσάρισμα της κονσόλας αλλά πρακτικά πέραν τούτου τίποτα άμεσα. Όχι κι ό,τι καλύτερο, έτσι; Από πλευράς αυτονομίας, το Nintendo Switch 2 δεν αριστεύει ακριβώς. Σύμφωνα με τη Nintendo, η μπαταρία του κρατά έως και 6,5 ώρες, επίδοση που θεωρητικά δεν είναι κακή. Φυσικά σε συνθήκες πραγματικής χρήσης τα πράγματα διαφέρουν κατά πολύ. Στη δική μας περίπτωση, παίζοντας Mario Kart World, η αυτονομία δεν ξεπέρασε τις τρεις – οριακά 3,5 ώρες. Αφήνοντας δε την κονσόλα σε κατάσταση standby, διαπιστώσαμε ότι μέσα σε περίπου 16 ώρες (από το μεσημέρι μίας ημέρας, έως το πρωί της επόμενης), η μπαταρία της είχε πέσει κατά περίπου 30%... Για μία πλήρη φόρτιση, υπολογίστε ότι απαιτούνται περί τις τρεις ώρες. Τα παραπάνω κρατήστε τα κατά νου σε περίπτωση που πρόκειται να χρησιμοποιείτε την κονσόλα on the go. Συμπέρασμα Το Nintendo Switch 2 είναι επί του πρακτέου… sequel, η νέα, ανανεωμένη και ελαφρώς βελτιωμένη έκδοση της αμέσως προηγούμενης κονσόλας της Nintendo. Σας το επισημαίνουμε ώστε να ξέρετε τι να περιμένετε απ’ αυτό. Αποτελεί μία απόλυτα future-proof επιλογή ώστε να συνεχίζετε να απολαμβάνετε τους τίτλους της Ninty (και φυσικά τις αποκλειστικότητες της πλατφόρμας) και χάρη στα ανώτερα τεχνικά του χαρακτηριστικά (ας το πούμε λίγο-πολύ ισοδύναμο ενός PS4) θα σας καλύψει και με τις third-party κυκλοφορίες – είτε επειδή δεν διαθέτετε PS5, Xbox Series X/S ή PC, είτε επειδή απλά θέλετε να έχετε τη δυνατότητα να τις απολαύσετε και εν κινήσει. Πρότασή μας; Εξετάστε κατά πόσο το Nintendo Switch 2 ταιριάζει στο lifestyle σας, βάλτε σε μία σειρά τις προτεραιότητές σας (αν έχετε ήδη κονσόλα, πόσο σημαντικά είναι τα first-party της Nintendo για εσάς, αν παίζετε στον δρόμο/έξω, αν θα το εκμεταλλευτείτε από τώρα, αν οι τίτλοι του σας καλύπτουν κλπ) και πράξτε αναλόγως. Για τους κατόχους Nintendo Switch πάντως, η αγορά του είναι μάλλον δεδομένη.
    6 πόντοι
  8. Το Flip είναι μία ακόμα πρόταση από τη DJI στη δημοφιλέστατη κατηγορία των drones με βάρος ίσο ή κάτω των 249 γραμμαρίων. Με πολύ ιδιαίτερο design, άρτια τεχνικά χαρακτηριστικά και τιμή €449, αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση για όσους αναζητούν ένα συμπαγές drone με αξιόλογη κάμερα για όσο το δυνατόν ευκολότερη δημιουργία περιεχομένου και μεταφορά. Σχεδιασμός Με διαστάσεις 233 x 280 x 79 χιλ. σε πλήρη έκταση το Flip είναι ιδιαίτερα συμπαγές. Ο σχεδιασμός του περιλαμβάνει τέσσερις έλικες τις οποίες προστατεύουν ειδικές στεφάνες από ανθρακονήματα – που έχουν το 1/60 του βάρους του τυπικού πολυκαρβονικού υλικού χωρίς να υστερούν στην ανθεκτικότητα. Το εντυπωσιακό εδώ είναι ο τρόπος με τον οποίο διπλώνουν, καθώς τοποθετούνται η μία δίπλα στην άλλη και όλες μαζί κάτω από την άτρακτο του drone, θυμίζοντας έτσι περισσότερο… high-tech φορητό ανεμιστήρα! Οι στεφάνες εξασφαλίζουν μεν σπουδαία προστασία στις έλικες του Flip, όμως το σχήμα που έχει αυτό όντας διπλωμένο, ίσως σας βάλει δύσκολα ως προς τη μεταφορά (συγκριτικά με άλλα φορητά μοντέλα της DJI όπως π.χ. τα Mini 3 και Mini 4 Pro. Και το συγκρίνουμε με τα συγκεκριμένα και όχι με το Neo αφού όπως θα αναφέρουμε και στη συνέχεια, η διαφορά στην ποιότητα το βίντεο είναι τεράστια. Όπως προείπαμε και στην εισαγωγή, το βάρος του Flip εντοπίζεται στα 249 γραμμάρια και ο αριθμός αυτός μόνο τυχαίος δεν είναι. Η νομοθεσία σε ό,τι αφορά τα συστήματα μη επανδρωμένων αεροσκαφών (ΣμηΕΑ), βλέπετε, έχει πολλά κοινά στοιχεία σε ΗΠΑ και Ευρώπη (άρα και Ελλάδα) και τα 249 γραμμάρια αποτελούν τον «χρυσό κανόνα». Αναφορικά με τη χώρα μας τώρα, τα drones με βάρος κάτω από 250 γραμμάρια είναι κλάσης 0 (C0), εμπίπτοντας έτσι στην υποκατηγορία A1. Δεν απαιτούν εκπαίδευση πέραν της ανάγνωσης του συνοδευτικού εγχειριδίου παρά μόνο εγγραφή του χειριστή στην ΥΠΑ. Ως προς τη λειτουργία τους, απαγορεύεται η χρήση πάνω από συναθροίσεις ανθρώπων ή περιοχές στις οποίες απαγορεύεται η εναέρια κυκλοφορία. DJI Flip (αριστερά) - DJI Neo (δεξιά) Κάμερα Η κάμερα του Flip διαθέτει ευρυγώνιο φακό (αντιστοιχίας 24 χιλ.) με αισθητήρα 1/1,3 ιντσών με διάφραγμα f/1,7 και οπτικό πεδίο 82,1o. Προσφέρει εγγραφή βίντεο ανάλυσης 4K και 1080p στα 24, 25, 30, 48, 50, 60 και 100 fps καθώς και κάθετο καδράρισμα σε αναλύσεις 2,7K (1512 x 2688 pixels) και FHD (1080 x 1920 pixels) στα 24, 25 και 30 fps. Η διαφορά μεταξύ οριζόντιου και κάθετου προσανατολισμού οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο το Flip εκμεταλλεύεται τον φακό 4:3 του όμως σε κάθε περίπτωση, οι προδιαγραφές του αρκούν για τον χομπίστα και τον μέσο δημιουργό περιεχομένου (αν θέλετε οπωσδήποτε κάθετο βίντεο 4K60, τότε θα πρέπει να πάτε στο Mini 3). Οι επιδόσεις του Flip σε βίντεο και φωτογραφία μας άφησαν απόλυτα ικανοποιημένους. Ως προς το πρώτο, τα κλιπ είχαν απόλυτη ισορροπία χρωμάτων (απόρροια του 10-bit D-Log M) διατηρώντας τους φυσικούς τόνους των χρωμάτων. Το μηχανικό gimbal τριών αξόνων κάνει άψογη δουλειά, εξομαλύνοντας πλήρως την εικόνα - όσο άγαρμποι κι αν υπήρξαμε, οι δημιουργίες μας διατήρησαν απόλυτα επαγγελματικό πανάρισμα. Το μεγάλο διάφραγμα είχε ως αποτέλεσμα τα βίντεό μας να είναι αρκετά φωτεινά και λεπτομερή, ακόμα κι όταν ο ήλιος έδυε – και μάλιστα, αυτό που μας έκανε θετική εντύπωση σε αυτές τις περιπτώσεις, ήταν το γεγονός πως ο θόρυβος παρέμεινε σε αξιοπρόσεκτα χαμηλά επίπεδα. Έχοντας και το Neo που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό και το οποίο είναι εξίσου φορητό, δεν υπάρχει σύγκριση σε ότι αφορά την ποιότητα του βίντεο, ειδικά όταν η εγγραφή γίνεται το βράδυ, με πολύ πιο καθαρά πλάνα. Στα της φωτογραφίας, το Flip μπορεί να τραβήξει εικόνες ανάλυσης είτε 12 MP, είτε 48 MP. Θα σας προτείναμε να επιλέξετε τη χαμηλότερη εκ των δύο, καθώς αφ’ ενός η ποιότητά της είναι μια χαρά (επαρκεί για όλα τα socials και γενικώς online χρήση, ακόμα και για εκτύπωση στο πλαίσιο φυσικού άλμπουμ) ενώ αφ’ ετέρου θα έχετε πρόσβαση σε μία σειρά χρήσιμων λειτουργιών όπως burst και timed shooting, 3x ψηφιακό zoom (θα σας προτείναμε να μην ξεπεράσετε το 2x) και επίπεδα ISO 6400. Ως προς τα διαθέσιμα φορμά, υποστηρίζονται 8-bit JPG και 12-bit DNG/RAW, καλύπτοντας έτσι και εκείνους που έχουν τον χρόνο, την όρεξη και τις γνώσεις για να προχωρήσουν σε επεξεργασία. Λειτουργίες – Εμπειρία πτήσης Ο χειρισμός του Flip δεν θα μπορούσε να είναι απλούστερος. Έχετε τη δυνατότητα να το πετάξετε με το χειριστήριο RC-N3 που περιλαμβάνεται στη συσκευασία, μέσω του smartphone σας (κατεβάζοντας πρώτα το κορυφαίο app DJI Fly το οποίο υπάρχει μεν στο App Store αλλά όχι και στο Play Store – θα πρέπει να πάτε στο site της DJI) ή απλά επιλέγοντας πρόγραμμα. Η τελευταία επιλογή είναι και η πιο ενδιαφέρουσα αφού σας επιτρέπει να διαλέξετε ένα από τα έξι διαθέσιμα προγράμματα πατώντας απλά το πλήκτρο στην άτρακτο του drone. Κάθε αλλαγή λειτουργίας συνοδεύεται από φωνητική ειδοποίηση και οπτική ένδειξη στη συσκευή. Οι λειτουργίες είναι οι ίδιες που συναντάμε και σε άλλα drones της εταιρείας όπως στο Neo (μπορείτε να δείτε κάποιες στο παρακάτω βίντεο), και είναι οι εξής: Follow - Ακολουθεί αυτόματα το υποκείμενο διατηρώντας σταθερή απόσταση Dronie - Απομακρύνεται σταδιακά καδράροντας το υποκείμενο από μεγαλύτερο ύψος Circle - Πραγματοποιεί κυκλική πτήση γύρω από ένα επιλεγμένο σημείο ενδιαφέροντος Rocket - Ανεβαίνει κάθετα με την κάμερα στραμμένη προς τα κάτω Spotlight - Διατηρεί το υποκείμενο στο κέντρο του καδρου ανεξάρτητα από την κίνηση του drone Προσαρμοσμένη - Περιλαμβάνει εξειδικευμένες υπολειτουργίες: DirectionTrack: Παρακολούθηση με συγκεκριμένη κατεύθυνση Helix: Σπειροειδής άνοδος γύρω από το υποκείμενο Boomerang: Πτήση σε σχήμα μπούμερανγκ και επιστροφή Μόλις βρείτε αυτό που θέλετε, το επιβεβαιώνετε είτε με τη φωνητική εκφώνηση είτε με τη σχετική ένδειξη στο εμπρόσθιο μέρος του drone. Στη συνέχεια κρατάτε το Flip στην παλάμη σας με την κάμερα να κοιτά εσάς και αυτό θα απογειωθεί. Ανάλογα με την επιλογή σας αυτό θα κάνει και τις ανάλογες κινήσεις, ακολουθώντας σας, κινούμενο παράλληλα με εσάς (και ελαφρώς μπροστά σας), φεύγοντας προς τα επάνω κ.α. Απλώνοντας ξανά το χέρι σας, το Flip θα προσγειωθεί σε αυτό σαν πουλί. Οι πολλαπλές λειτουργίες καθιστούν το DJI Flip ιδανικό τόσο για αρχάριους όσο και για έμπειρους χρήστες, προσφέροντας δημιουργικές επιλογές για εντυπωσιακές λήψεις χωρίς ιδιαίτερη τεχνική γνώση. Αν αποφασίσετε να χρησιμοποιήσετε το χειριστήριο, τότε στις παραπάνω λειτουργίες θα προστεθούν και δύο έξτρα. Καθώς αυτό δεν διαθέτει οθόνη, θα πρέπει να το πλαισιώσετε με το smartphone σας (εναλλακτικά υπάρχει ακριβότερο πακέτο με το χειριστήριο RC 2 που διαθέτει οθόνη). Θεωρητικά μπορείτε να χειριστείτε το Flip εξ ολοκλήρου μέσω smartphone, όμως η έλλειψη φυσικών μοχλών, κάνει την όλη εμπειρία μάλλον δύσκολη. Το drone αποφεύγει και εμπόδια. Βέβαια δεν πλοηγείται γύρω τους, όπως άλλες, ακριβότερες λύσεις, αλλά σταματά, εξασφαλίζοντας ότι δεν θα υποστεί ζημιά. Η λειτουργία αυτή δουλεύει στο 99% των περιπτώσεων κι ακόμα και όταν δεν τα καταφέρνει, οι στεφάνες που αναφέραμε πιο πάνω, δείχνουν την αξία τους. Σημειώνουμε εδώ ότι η αποφυγή εμποδίων καλύπτει τις δύο από τις τρεις ταχύτητες κίνησης του Flip – τις Cine και Normal. Η ταχύτερη (Sport στα 43 χλμ/ώρα) δεν υποστηρίζεται. Το DJI Flip προσφέρει εντυπωσιακές δυνατότητες φωτογράφισης για αρχάριους και επαγγελματίες, μετατρέποντας τις απλές λήψεις σε επαγγελματικές δημιουργίες χάρη στις εξειδικευμένες λειτουργίες του που χωρίζονται σε 4 κατηγορίες. MasterShots - Αυτοματοποιημένες κινήσεις κάμερας που συνδυάζουν πολλαπλά πλάνα με μουσική και εφέ, παράγοντας κινηματογραφικό αποτέλεσμα με ελάχιστη προσπάθεια. Hyperlapse - Τέσσερις διαφορετικές επιλογές (Free, Circle, Course Lock και Waypoint) για εντυπωσιακά timelapse βίντεο σε ανάλυση έως 4K οριζόντια ή 2.7K κάθετα. FocusTrack - Τρία προηγμένα εργαλεία αφήγησης (ActiveTrack 4.0, Spotlight 2.0 και Point of Interest 3.0) που παρακολουθούν αυτόματα το αντικείμενο λήψης με δημιουργικούς τρόπους. Panorama - Δυνατότητες λήψης πανοραμικών φωτογραφιών 180°, Wide Angle, Vertical και Sphere για εντυπωσιακή αποτύπωση ευρύτερων τοπίων και χώρων. Ένα ακόμη θετικό στοιχείο του DJI Flip είναι η υποστήριξη συστήματος μετάδοσης O4, όπου θεωρητικά μπορεί να φτάσει έως και 13 χλμ. μακρυά, κάτι που δεν μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε. Κατά τις δοκιμές μας με το Flip, η μέγιστη εμβέλεια σε αστικό περιβάλλον έφτασε περίπου τα 3 χλμ, λόγω παρεμβολών και ηλεκτρομαγνητικού θορύβου. Ωστόσο, βάσει της εμπειρίας μας με άλλα μοντέλα της ίδιας εταιρείας, η απόσταση μπορεί να αυξηθεί σημαντικά σε περιοχές με λιγότερες παρεμβολές και μειωμένη ηλεκτρομαγνητική δραστηριότητα. Η μπαταρία του Flip, του χαρίζει περί τα 31 λεπτά αυτονομίας σε ιδανικές συνθήκες, επίδοση που θα ικανοποιήσει τους περισσότερους – ιδίως αν εκείνοι έχουν προμηθευτεί και μία δεύτερη. Στις δικές μας δοκιμές, με ελαφρύ αέρα, είδαμε αυτονομία περίπου 25-27 λεπτών όπου και πάλι για το μέγεθος και τις δυνατότητες του drone, είναι μια εντυπωσιακή επίδοση. Must θα πρέπει να θεωρείται η αγορά κάρτας μνήμης microSD αφού ο αποθηκευτικός χώρος είναι της τάξης των 2 GB. Αναφορικά με το βίντεο μάλιστα προσφέρεται και δυνατότητα εγγραφής ήχου από το μικρόφωνο του smartphone – ώστε αν θέλετε π.χ. να σχολιάζετε. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο θόρυβος του Flip εξουδετερώνεται σε πολύ μεγάλο (και εντυπωσιακό θα λέγαμε) βαθμό. Σημειώνουμε τέλος το πόσο εντυπωσιακή είναι η δυνατότητα το drone να ενεργοποιείται και να απενεργοποιείται μόλις ανοίξουμε και κλείσουμε αντίστοιχα τους έλικες αντίστοιχα. Συμπέρασμα Με το Flip, η DJI δημιούργησε μία από τις καλύτερες αν όχι την καλύτερη πρόταση drone με βάρος κάτω των 250 γραμμαρίων και τιμή που δεν ξεπερνά τα €450. Πρόκειται για μία υπερπλήρη λύση, εύχρηστη και ευέλικτη, με καλή κάμερα, πλήθος δυνατοτήτων και ικανοποιητική αυτονομία που θα καλύψει στο έπακρο όσους ψάχνουν τρόπο να εξαντλήσουν τη δημιουργικότητά τους σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Σύμφωνοι, υπάρχουν μια-δυο λειτουργίες που θα θέλαμε να δούμε – και υπάρχουν σε άλλες συσκευές – όμως στο σύνολό του, το Flip είναι μία πρόταση που δύσκολα θα βρει ανταγωνισμό, ακόμα κι από άλλα drones της ίδιας της DJI.
    6 πόντοι
  9. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος η Samsung… πιστή στην παράδοση λάνσαρε τη Fan Edition του πιο πρόσφατου Galaxy S smartphone της. Το Galaxy S24 FE είναι εδώ αποτελώντας μία πιο προσιτή οικονομικά πρόταση (πολλά εισαγωγικά εδώ) για όσους ναι μεν καλοβλέπουν την αγορά μίας εκ των κορυφαίων συσκευών της κορεατικής εταιρείας, αλλά το Galaxy S24 παραμένει εκτός των οικονομικών τους δυνατοτήτων. Όχι πως το Galaxy S24 FE είναι φθηνό δηλαδή: με τιμή που ξεκινά από τα €779, στοιχίζει μόλις €170 λιγότερα σε σχέση με την οικονομικότερη έκδοση του αρχικού Galaxy S24. Όπως αντιλαμβάνεστε, το μεγάλο ερώτημα φυσικά είναι αν αξίζουν οι παραχωρήσεις που θα κληθεί να κάνει ο χρήστης, προκειμένου να γλιτώσει 18% από την τιμή του βασικού μοντέλου της σειράς S24. Ας κάνουμε μία απόπειρα να το απαντήσουμε. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Η διαφορά του Galaxy S24 FE σε σχέση με το Galaxy S24 που γίνεται αντιληπτή με την πρώτη ματιά αφορά το μέγεθός του, με τη Samsung να επιλέγει να ανεβάσει τη νέα της πρόταση στις 6,7 ίντσες από τις 6,2. Η απόφαση αυτή έχει ως αποτέλεσμα το smartphone να έχει σεβαστό βάρος που αγγίζει τα 213 γραμμάρια, ούσα παράλληλα ικανών διαστάσεων στα 162 x 77,3 x 8 χιλ. Στην πράξη δηλαδή πρόκειται για ένα Galaxy S24 στο μέγεθος όμως του Galaxy S24+. Το design του Galaxy S24 FE δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την υπόλοιπη σειρά και με αυτό εννοούμε πως από μακριά δύσκολα θα το ξεχωρίσει κανείς από τα υπόλοιπα μοντέλα. Η πλάτη του προστατεύεται από Gorilla Glass Victus+ με το πλαίσιό του ναι είναι από αλουμίνιο. Το Gorilla Glass Victus+ προστατεύει και την οθόνη ενώ η συσκευή διαθέτει και προστασία από νερό και σκόνη βάσει IP68. Η διάθεσή της γίνεται σε τέσσερις παλ αποχρώσεις του πράσινου, κίτρινου, μπλε και μαύρου. Τα πλήκτρα ενεργοποίησης και αυξομείωσης της έντασης του ήχου βρίσκονται όλα στην δεξιά πλευρά, στην επάνω υπάρχει η υποδοχή για την κάρτα SIM (χωρίς αντίστοιχη για κάρτα μνήμης αφού η τελευταία δεν υποστηρίζεται) ενώ στην κάτω συναντάμε τη USB Type-C 3.2. Όσο για την πρόσοψη, η προσοχή πέφτει στο αρκετά μεγάλο πλαίσιο (για να καταλάβετε, το iPhone 16 Pro Max έχει τις ίδιες διαστάσεις αλλά οθόνη 6,9 ιντσών). Οθόνη & κάμερες Η οθόνη συνιστά το πρώτο στοιχείο στο οποίο ο κάτοχος του Galaxy S24 FE θα κληθεί να κάνει την πρώτη μεγάλη παραχώρησή του. Αν και το μέγεθός της έχει αυξηθεί όπως είπαμε στις 6,7 ίντσες, η ανάλυσή της έχει παραμείνει στα ίδια επίπεδα με την 6,2 ιντσών του Galaxy S24, ήτοι 1080 x 2340 pixels στα 385 ppi. Μιλάμε για μία Dynamic AMOLED 2X με ρυθμό ανανέωσης που φτάνει τα 120 Hz και υποστήριξη HDR10+. Τα χρώματά της είναι εξαιρετικά, κάτι που άλλωστε ισχύει με όλες τις OLED της Samsung. Ζωηρά και ρεαλιστικά, χαρίζουν πολύ καλές εμπειρίες θέασης που θα ήταν πραγματικά εξαίρετες αν η μέγιστη φωτεινότητα ξεπερνούσε τα 1900 nits. Όχι πως η επίδοση αυτή είναι ανεπαρκής, αλλά όταν το Galaxy S24 φτάνει τα 2400 nits, ε, όσο να ‘ναι ένα παράπονο το έχουμε. Η οθόνη διαθέτει ακόμα και σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος που σε γενικές γραμμές λειτουργεί μια χαρά. Στα των καμερών τώρα, στα χαρτιά το τριπλό σύστημα με κύρια 50 MP (f/1,8, 24 χιλ., dual-pixel PDAF, OIS), τηλεφακό 8 MP (f/2,4, 75 χιλ., 3x οπτικό zoom, PDAF, OIS) και υπερευρυγώνια 12 MP (f/2,2, 123ο) είναι πάρα πολύ κοντά σε εκείνο του Galaxy S24 και η αλήθεια είναι πως ο χρήστης με απαιτήσεις που δεν ξεφεύγουν από τον μέσο όρο, δεν θα παρατηρήσει διαφορές. Το σύστημα επεξεργασίας της Samsung κάνει άψογη δουλειά προσφέροντας λήψεις με σπουδαία λεπτομέρεια και υπέροχα χρώματα. Το 3x οπτικό zoom είναι κάτι που δεν συναντάμε συχνά σε αυτά τα επίπεδα τιμής με τα αποτελέσματά του να είναι ακριβώς όπως θα τα περίμενε κανείς. Ακόμα κι αν δεν ασχοληθείτε με τις ρυθμίσεις, οι φωτογραφίες σας θα είναι πεντακάθαρες και ισορροπημένες (η AI βάζει το χεράκι της εδώ) φτάνει ο φωτισμός να είναι επαρκής – σε διαφορετική περίπτωση η ευκρίνεια μειώνεται σημαντικά. Ικανοποιημένοι μείναμε και στον τομέα του βίντεο με το Galaxy S24 FE να προσφέρει εγγραφή ακόμα και σε 8K/30 – όχι πως θα ασχοληθεί κανείς μαζί του. Το υλικό που καταγράψαμε πάντως ήταν καθαρό με την εικόνα να είναι αρκετά σταθερή και τον ήχο «γεμάτος». Στην πρόσοψη, η συσκευή διαθέτει κάμερα 10 MP (f/2,4, 26 χιλ.) η οποία θα σας καλύψει απόλυτα ως προς τις βιντεοκλήσεις αλλά και τις selfies, ιδίως αν βρίσκεστε σε φωτεινό περιβάλλον. Λειτουργίες – Επιδόσεις Το Galaxy S24 FE διαθέτει έναν Exynos 2400a που είναι στην ουσία μία light έκδοση του Exynos 2400 του Galaxy S24. Αυτό σημαίνει χαμηλότερη ισχύ που όμως δεν πρόκειται να σας προβληματίσει στο καθημερινό multitasking και το gaming (μοναδική εξαίρεση κάποιες λειτουργίες AI που ήθελαν την ώρα τους). Τουναντίον, ο νέος επεξεργαστής έχει χαμηλότερες ενεργειακές απαιτήσεις, κάτι που σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερης χωρητικότητας μπαταρία των 4700 mAh, θα σας προσφέρει μεγαλύτερη αυτονομία που μεταφράζεται άνετα σε μία μέρα συνεχούς χρήσης ή οριακά δύο τυπικής προς προσεκτικής. Στη φόρτιση βέβαια η Samsung μας τα χαλάει αφού τα 25 W είναι λίγα για τέτοια συσκευή. Για μία πλήρη φόρτιση χρειάζεται μιάμιση ώρα, ενώ υπάρχει τεχνολογία ασύρματης φόρτισης 15 W αλλά και αντίστροφη ασύρματη φόρτιση. Ο Exynos 2400a πλαισιώνεται από 8 GB RAM και μη επεκτάσιμη χωρητικότητα 128, 256 ή 512 GB. Η ενασχόλησή μας με το Galaxy S24 FE ήταν ευχάριστη. Κάναμε όλα όσα θέλαμε να κάνουμε – streaming, gaming (με εξαιρετικές επιδόσεις αν και ήχο χωρίς ιδιαίτερο μπάσο), browsing, ακόμα και λίγη δουλειά με τη βοήθεια και του DeX. Ειδικά σε αυτό το τελευταίο, αν έχετε πρόχειρο ασύρματο πληκτρολόγιο, μιλάμε για την επιτομή της παραγωγικότητας. Το κινητό τρέχει Android 14 (με επτά χρόνια εγγυημένων αναβαθμίσεων) σε συνδυασμό με το OneUI το οποίο είναι τίγκα στις εφαρμογές της Samsung. Μη βιαστείτε να τις παραβλέψετε διότι θα τις χρειαστείτε αν θέλετε να εκμεταλλευτείτε τη Galaxy AI. Η τελευταία έρχεται με τις συνήθεις – πια – λειτουργίες της αναζήτησης μέσω κυκλώματος αντικειμένου σε εικόνα, μετάφρασης, καταγραφής και σύνοψης συνομιλιών, προτάσεων κειμένου κλπ. Οι ενστάσεις μας ως προς αυτή είναι δύο: αφ’ ενός απαιτεί κάμποση προσαρμογή μέσω των μενού και αφ’ ετέρου τα Ελληνικά είναι πρακτικά απόντα. Συμπέρασμα Στο κείμενο συγκρίναμε σε αρκετές περιπτώσεις κάθε ευκαιρία το Galaxy S24 FE με το Galaxy S24 και ο λόγος γι’ αυτό ήταν απλός. Για τον χρήστη που έχει αποφασίσει να επενδύσει σε μία premium, high-end συσκευή της Samsung την οποία θα κρατήσει για κάμποσα χρόνια, τα δύο αυτά smartphones συναγωνίζονται το ένα το άλλο. Σύμφωνοι, το Galaxy S24 FE είναι φθηνότερο, όμως όχι τόσο ώστε κάποιος που έχει ήδη συμφιλιωθεί με την ιδέα πως θα ξοδέψει €779, να αποκλείσει μία μικρή υπέρβαση. Το Galaxy S24 FE είναι μεγαλύτερο σε μέγεθος και διαθέτει ελαφρώς καλύτερη αυτονομία, όμως εν τέλει υστερεί έστω και κατά λίγο σε όλα τα υπόλοιπα προσπαθώντας να ρεφάρει με την τιμή. Το αν τα καταφέρνει, θα το κρίνει ο καθένας.
    5 πόντοι
  10. Το TCL 50 Pro NXTPAPER 5G είναι η ναυαρχίδα της φετινής σειράς smartphones της κινεζικής εταιρείας. Η TCL άλλωστε έδωσε το «παρών» σε κάθε μεγάλη έκθεση τεχνολογίας φέτος παρουσιάζοντας τις νέες συσκευές της και μαζί με αυτές την τεχνολογία NXTPAPER 3.0 η οποία είναι και εκείνη που διαφοροποιεί τις προτάσεις της – στον χώρο τόσο των smartphones, όσο και των tablets – από εκείνες του ανταγωνισμού. Το 50 Pro NXTPAPER 5G, όπως είναι η πλήρης ονομασία του ισχυρότερου smartphone της, είναι μία συσκευή που ναι μεν ανήκει στην κατηγορία των προσιτών οικονομικά τηλεφώνων (η τιμή της έχει οριστεί στα €329,90), όμως έχει δυνατότητες και λειτουργίες που του χαρίζουν άριστη σχέση τιμής/απόδοσης. Ποιες είναι αυτές; Ας τις αναλύσουμε. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Με μία πρώτη γρήγορη ματιά, δεν υπάρχει κάτι που να ξεχωρίζει ιδιαίτερα στον σχεδιασμό του TCL 50 Pro NXTPAPER 5G. Με διαστάσεις 167,5 x 75,5 x 7,99 χιλ. είναι στο μέγεθος που θα περίμενε κανείς όσον αφορά ένα smartphone με οθόνη 6,8 ιντσών. Το βάρος του είναι στα 196 γραμμάρια με το σώμα του να είναι από ένα υλικό που ονομάζεται βασάλτης, αφήνοντας μία μάλλον μέτρια αίσθηση – το πλαίσιό του πάντως είναι μεταλλικό. Η συσκευή υποστηρίζει ακόμα τυπική προστασία IP54 από το νερό που σημαίνει ότι δεν είναι πλήρως αδιάβροχη αλλά δεν έχει πρόβλημα στις πιτσιλιές άρα ο χρήστης θα πρέπει να είναι προσεκτικός χρησιμοποιώντας τη. Στην πρόσοψη κυριαρχεί φυσικά η οθόνη στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω. Ψηλά στο κέντρο της βρίσκεται η selfie κάμερα σε στυλ punch hole. Στην πλάτη της συσκευής ξεχωρίζει φυσικά το κυκλικό υπερυψωμένο τμήμα όπου βρίσκονται οι φακοί των τριών καμερών του συν το φλας. Στην κάτω αριστερή γωνία υπάρχει το λογότυπο της TCL. Η δεξιά πλευρά είναι εκείνη που συγκεντρώνει όλο το ενδιαφέρον αφού συναντάμε τα πλήκτρα προσαρμογής της έντασης του ήχου και ενεργοποίησης, συν ένα ακόμα για την εναλλαγή λειτουργίας οθόνης. Τα δύο ηχεία, τέλος, βρίσκονται στην επάνω και την κάτω πλευρά του τηλεφώνου. Οθόνη Η οθόνη του TCL 50 Pro NXTPAPER είναι φυσικά το χαρακτηριστικό που τραβά τα βλέμματα επάνω του – και αυτό το τελευταίο το εννοούμε με την κυριολεκτική έννοια. Ακόμα κι όταν η οθόνη είναι ανενεργή, η διαφορά της ναυαρχίδας της TCL σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη συσκευή είναι εμφανέστατη. Η ματ υφή της αντιθαμβωτικής οθόνης είναι τέτοια που οι αντανακλάσεις στην επιφάνειά της είναι πρακτικά μηδενικές, σαν να πρόκειται για φωτογραφία και κάποιος να έχει εφαρμόσει ένα εφέ θολώματος στο Photoshop! Αυτό από μόνο του θα πρέπει κανονικά να σας προϊδεάσει για το γεγονός πως η οθόνη του TCL 50 Pro NXTPAPER 5G δεν έχει καμία σχέση με ό,τι έχετε συνηθίσει ως τώρα… Μιλάμε για μία capacitive LCD οθόνη με ρυθμό ανανέωσης 120 Hz που καταλαμβάνει γύρω στο 90% της συνολικής επιφάνειας της πρόσοψης (και λέμε «γύρω» διότι η TCL αναφέρει δύο τιμές που έχουν προκύψει με δύο διαφορετικές μεθόδους μέτρησης: VA/TP = 91% και VA/BD = 87,5%). Εν πάση περιπτώσει έχει λόγο διαστάσεων 20,5:9 και ανάλυση FHD+ (1080 x 2460 pixels) στα 396 ppi ενώ προστατεύεται από γυαλί 2.5D αγνώστων λοιπών στοιχείων. Καλύπτει τον χώρο NTSC σε ποσοστό 95%, η αντίθεσή της είναι στο 1500:1 ενώ η τυπική φωτεινότητά της αγγίζει τα 550 nits, μία επίδοση που δεν εντυπωσιάζει ακριβώς, αλλά που σε συνδυασμό με την αντιθαμβωτική της επιφάνεια, επιτρέπουν την άνετη χρήση της και σε εξωτερικούς χώρους υπό το φως του ήλιου. Η συσκευή ενσωματώνει την τεχνολογία NXTPAPER 3.0 εστιάζοντας στην προσφορά ξεκούραστων εμπειριών θέασης, κάτι στο οποίο βοηθούν φυσικά και τα 120 Hz της. Επί της ουσίας, ένας συνδυασμός υλικού και λογισμικού, επιτρέπει στο TCL 50 Pro NXTPAPER 5G να φιλτράρει τη βλαβερή μπλε ακτινοβολία (μειώνοντας τις εκπομπές της έως και κατά 61%) και να μειώνει τις αντανακλάσεις χωρίς να επηρεάζει την πιστότητα και τη ζωντάνια των χρωμάτων. Η λειτουργία αυτή που μάλιστα έχει πιστοποιηθεί και από την TUV Rheinland έχει και ένα ακόμα πλεονέκτημα το οποίο δεν είναι άλλο από τις ελάχιστες έως ανύπαρκτες δαχτυλιές στην οθόνη, κάτι που ελάχιστα κινητά μπορούν να περηφανευτούν πως κάνουν. Το smartphone ενσωματώνει ακόμα βοηθό που προσφέρει συμβουλές για καλύτερη φροντίδα ματιών (κατά βάση υπενθυμίζει στον χρήστη να κάνει τακτικά διαλείμματα και να προσέχει τη στάση του σώματός του) και νυχτερινή λειτουργία όπου προσαρμόζει τις εκπομπές για ακόμα μικρότερη κόπωση ματιών. Με το πάτημα του επιπρόσθετου κουμπιού στη δεξιά πλευρά, στην οθόνη του TCL 50 Pro NXTPAPER 5G εμφανίζεται ένα νέο μενού δίνοντάς σας τρεις επιλογές προβολής: Color Paper, Ink Paper και Max Ink Mode. Το πρώτο ενεργοποιεί ένα εφέ που παραπέμπει σε E Ink με παστέλ χρώματα, προσφέροντας μία πολύ πιο ξεκούραστη εμπειρία ανάγνωσης σε περιοδικά και κόμικς. Το δεύτερο πάει το προαναφερθέν εφέ ένα βήμα παραπέρα αφού χρησιμοποιεί όλα κι όλα δύο χρώματα, άσπρο και μαύρο, μετατρέποντας ουσιαστικά το όλο UI σε… σκίτσο. Όσο για το Max Ink Mode, αυτό έχει το ίδιο αποτέλεσμα με το Ink Paper, μόνο που προσφέρει δύο έξτρα δυνατότητες: ακόμα χαμηλότερη κατανάλωση μπαταρίας (να έχετε ωστόσο στον νου σας ότι ασχέτως λειτουργίας, δεν αλλάζει προφανώς ο τύπος του πάνελ αλλά το εφέ της οθόνης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αυτονομία) και ανάγνωση χωρίς περισπασμούς με περιορισμένες ή απενεργοποιημένες ειδοποιήσεις. Οι εντυπώσεις μας από τη χρήση του TCL 50 Pro NXTPAPER 5G όσον αφορά στην οθόνη του συνοψίζονται σε δύο στοιχεία. Οι τρεις επιπρόσθετες λειτουργίες και δη το Max Ink Mode χαρίζουν εμπειρία ανάγνωσης εφάμιλλη με εκείνη ενός e-reader. Η μόνη διαφορά σε σχέση με ένα εκ των τελευταίων έχει να κάνει πρακτικά με τον λόγο διαστάσεων της οθόνης (το smartphone παίζει στο 2,28 όταν τα περισσότερα e-readers συμπεριλαμβανομένων των Kindle βρίσκονται στο 1,30 – 1,50) αλλά αν αυτό είναι κάτι που μπορείτε να συνηθίσετε, τότε έχετε πετύχει διάνα. Το άλλο που πρέπει να σημειώσουμε, είναι το πόσο ξεκούραστη ήταν η οθόνη της συσκευής γενικώς, συμπεριλαμβανομένης και της απλής, τυπικής λειτουργίας της. Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιήσαμε το TCL 50 Pro NXTPAPER 5G για πολλές ώρες συνεχόμενα για τις ανάγκες της παρουσίασης (κυρίως διαβάζοντας), παρατηρήσαμε πως όταν στρέψαμε την προσοχή μας και πάλι σε άλλη οθόνη (laptop ή smartphone), τα μάτια μας άρχισαν να πονούν μέχρι να συνηθίσουν, σαφής ένδειξη της υπεροχής του κινητού της TCL ως προς τις εκπομπές μπλε ακτινοβολίας. Χαρακτηριστικά – Κάμερες Πέραν της οθόνης και της εμπειρίας θέασης που προσφέρει εκείνη όμως, το TCL 50 Pro NXTPAPER 5G παραμένει μία συσκευή smartphone και ως εκ τούτου θα πρέπει να ανταποκριθεί και σε όλες τις άλλες λειτουργίες μίας τέτοιας. Στο εσωτερικό του κρύβει έναν οκταπύρηνο MediaTek Dimensity 6300 (2x Cortex-A76 2,4 GHz, 6x Cortex-A55 2 GHz) τον οποίο συναντάμε κυρίως σε συσκευές της Oppo στο ίδιο επίπεδο τιμής (με γνωστότερα τα A80 και Reno12). Τον πλαισιώνουν 8 GB RAM τα οποία μπορούν να διπλασιαστούν ενεργοποιώντας τη λειτουργία RAM extension καθώς και 512 GB αποθηκευτικού χώρου με δυνατότητα επέκτασης μέσω προσθήκης κάρτας microSD χωρητικότητας έως και 2 TB. Στα της συνδεσιμότητας υπάρχουν Wi-Fi και Bluetooth 5.3, υποστηρίζονται eSIM και NFC ενώ σε μία ευχάριστη έκπληξη συναντάμε και θύρα ήχου 3,5 χιλ. Nα προσθέσουμε πως το smartphone διατίθεται στη χώρα μας αποκλειστικά σε γκρι χρώμα. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις κάμερες, το τηλέφωνο έρχεται εξοπλισμένο με τριπλό σύστημα που αποτελείται από κύρια κάμερα 108 MP (f/1,75, 1/1,67 ίντσες, 0,64 μm, PDAF, φακός 6p), υπερευρυγώνια 8 MP (f/2,2, 1/4 ίντσες, 1,12 μm, φακός 5p, FF, οπτικό πεδίο 120ο) και macro 2 MP (f/2,4, 1/5 ίντσες, 1,75 μm, φακός 3p). Οι επιδόσεις στον τομέα της φωτογραφίας και του βίντεο είναι πολύ καλές για τα δεδομένα της κατηγορίας, με τις λήψεις να είναι φωτεινές και ζωηρές και τα χρώματα να διατηρούν τη φυσικότητά τους. Υπάρχει μια σειρά από χρήσιμες επιπρόσθετες λειτουργίες όπως κλείδωμα του ορίζοντα, αυτόματη εστίαση με αναγνώριση έως και επτά αντικειμένων και αιχμαλώτιση εικόνων ένα δευτερόλεπτο πριν και μετά το «κλικ» για να επιλέξετε εκείνη που προτιμάτε – ή να δημιουργήσετε ενδιαφέρουσες συνθέσεις. Η υπερευρυγώνια κάνει εξίσου καλή δουλειά, αν και οι παραμορφώσεις στα άκρα είναι σε υψηλότερα επίπεδα απ’ ό,τι θα περιμέναμε. Σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού ή κατά τη νυχτερινή λήψη βέβαια τα πράγματα δυσκολεύουν, όποιο φακό κι αν χρησιμοποιήσετε. Στην πρόσοψη υπάρχει κάμερα 32 MP (f/2,0, 1/3,45 ίντσες, 0,64 μm, HDR) που έχει εξαιρετική απόδοση στις βιντεοκλήσεις και χαρίζει ικανοποιητικές selfies. Το bokeh είναι επαρκές ενώ στη διάθεσή σας βρίσκεται και αλγόριθμος ωραιοποίησης που βελτιώνει σε έναν βαθμό τον τόνο του δέρματος μέσω της εφαρμογής φίλτρων. Όλες οι κάμερες του smartphone έχουν δυνατότητα εγγραφής βίντεο 1080p/30 το οποίο δεν είναι άσχημο. Ναι, τα 30 fps χτυπάνε «κάπως» αλλά τουλάχιστον η ποιότητα της εικόνας είναι ομαλή και ο ήχος καθαρός. Μιλώντας για ήχο και αλλάζοντας εντελώς θέμα, να αναφέρουμε πως η TCL έχει εφοδιάσει τη συσκευή με τέσσερα ηχεία που προσφέρουν ήχο DTS 3D Boom και μολονότι δεν θα πρέπει να περιμένετε θαύματα, εντούτοις θα έχετε τη δυνατότητα να απολαύσετε πολύ καλές εμπειρίες κατά το streaming και το gaming. Αν και το SoC του TCL 50 Pro NXTPAPER 5G δεν διαθέτει NPU, η TCL αποφάσισε να μπει στον χορό της AI προσφέροντας λειτουργίες παραγωγής περιεχομένου μέσω AI (AIGC) και μάλιστα, προκειμένου να διαφοροποιηθεί από τον ανταγωνισμό, το κάνει με τη βοήθεια της Microsoft και όχι της Google. Έτσι λοιπόν η συσκευή βασίζεται στα γλωσσικά μοντέλα και την αναγνώριση ομιλίας που προσφέρει μέσω cloud Azure προκειμένου να προσφέρει μία σειρά από ενδιαφέρουσες υπηρεσίες για όσο φυσικά υπάρχει σύνδεση στο ίντερνετ. Η TCL διαβεβαιώνει ότι η επεξεργασία των δεδομένων των χρηστών θα γίνεται σε ευρωπαϊκούς servers χωρίς αυτά να αποστέλλονται εκτός ηπείρου με στόχο τη διασφάλιση του ιδιωτικού τους απορρήτου – θεωρητικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν servers σε ΗΠΑ ή Ασία φτάνει να πληρούνταν οι προϋποθέσεις που θέτει το GDPR για τη μεταφορά δεδομένων εκτός χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (οπότε η δέσμευση της TCL γίνεται σε έναν βαθμό και για λόγους εντυπώσεων). Τι προσφέρει όμως επί της ουσίας η cloud-based AI στο TCL 50 Pro NXTPAPER 5G; Πρακτικά η χρησιμότητά της μπορεί να διακριθεί στη βοήθεια κατά τη σύνταξη κειμένου (text assistant) και την εγγραφή και απομαγνητοφώνηση συνομιλιών (voice memo). Αναλυτικότερα, στην πρώτη κατηγορία προσφέρονται μετάφραση κειμένου με την υποστήριξη 48 γλωσσών συμπεριλαμβανομένων και των Ελληνικών, σύνοψη κειμένων μεγάλης έκτασης, προσαρμογή κειμένου ανάλογα με το ύφος που προτιμά ο χρήστης και συγγραφή κειμένων βάσει οδηγιών. Στο κομμάτι της φωνής τώρα, υπάρχει αυτόματη αναγνώριση φωνής για την καταγραφή συνομιλιών και διασκέψεων με στόχο την παράθεση πρακτικών αλλά και τη δημιουργία σύνοψης για τα όσα ειπώθηκαν από τον καθένα. Σύμφωνα με την TCL υποστηρίζονται έως και 50 διαφορετικοί συνομιλητές και κατά τις δοκιμές μας (με τη συμμετοχή τριών-τεσσάρων ατόμων ωστόσο) η συσκευή ή μάλλον η AI της δεν είχε κανένα θέμα να αναγνωρίσει τον καθέναν. Γενικώς οι λειτουργίες AI του TCL 50 Pro NXTPAPER 5G μπορούν να φανούν αρκετά χρήσιμες, φτάνει όπως είπαμε να υπάρχει σύνδεση στο διαδίκτυο. Η συσκευή βασίζεται στο Android 14. Το UI της TCL είναι εξαιρετικά διακριτικό προσφέροντας μια σειρά από χρήσιμες συντομεύσεις και περιλαμβάνοντας ελάχιστο bloatware – κάτι που δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει κανείς. Αυτή που κρίνεται σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής είναι η υποστήριξη που παρέχει η TCL όσον αφορά στις αναβαθμίσεις λογισμικού, καθώς τα δύο χρόνια είναι εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα πλέον. Τουλάχιστον προσφέρονται και πέντε χρόνια ενημερώσεων ασφαλείας. Κατά τη χρήση της πάντως δεν είχαμε κανένα πρόβλημα: η TCL εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες του SoC. Ήταν σε θέση να διαχειριστεί αποτελεσματικά το multitasking ενώ και στο gaming μας προσέφερε ευχάριστες εμπειρίες με σταθερό frame rate και δίχως να ανεβάσει υψηλές θερμοκρασίες, αφότου είχαμε φροντίσει να προσαρμόσουμε φυσικά τα settings και τις απαιτήσεις μας (σε παιχνίδια όπως League of Legends: Wild Rift, Asphalt 9: Legends, Among Us και Call of Duty Mobile). Ως προς τη μπαταρία τώρα, το TCL 50 Pro NXTPAPER 5G είναι εξοπλισμένο με μία χωρητικότητας 5010 mAh. Ακόμα και κατά τις ημέρες που χρησιμοποιούσαμε τη συσκευή πρακτικά συνεχώς, εκείνη ήταν σε θέση να αντέξει χωρίς κανένα πρόβλημα μέχρι το επόμενο πρωί. Σε συνθήκες τυπικής χρήσης δε, με λίγη προσπάθεια η αυτονομία του κινητού αγγίζει το διήμερο. Επιπρόσθετα, υποστηρίζεται τεχνολογία ταχείας φόρτισης 33 W με το 0-50% να ολοκληρώνεται σε μισή ώρα και μία πλήρη φόρτιση να χρειάζεται κάτι παραπάνω από μιάμιση ώρα. Ακόμα, το smartphone μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως powerbank χάρη στη δυνατότητα αντίστροφης φόρτισης. Συμπέρασμα Το TCL 50 Pro NXTPAPER 5G είναι ένα πλήρες smartphone, τα χαρακτηριστικά του οποίου σε συνδυασμό με την τεχνολογία NXTPAPER 3.0 το καθιστούν μία από τις θελκτικότερες προτάσεις στην κατηγορία του. Αν νιώθετε πως οι οθόνες των smartphones σας καταπονούν ή απλά ενδιαφέρεστε να εξασφαλίσετε τη μέγιστη δυνατή φροντίδα για τα μάτια σας, τότε η συγκεκριμένη συσκευή αποτελεί πρακτικά μονόδρομο αφού όχι απλά δεν έχει ανταγωνισμό αλλά αριστεύει στον τομέα αυτό. Προσθέστε τώρα και τις άρτιες επιδόσεις της σε όλα τα υπόλοιπα και έχετε μία πρόταση που μόνο απαρατήρητη δεν περνά.
    5 πόντοι
  11. Το 2025 αποδεικνύεται χρονιά αλλαγών σε ό,τι αφορά τα foldables της Samsung και μπορεί το Galaxy Z Fold7 να έχει, όπως είδαμε, την τιμητική του, όμως και το Flip7 δεν πάει πίσω. Το φρεσκάρισμα που επιφύλαξε η κορεατική εταιρεία στο clamshell μοντέλο της ήταν κομματάκι πιο μαζεμένο, όμως ακόμα κι έτσι περιλαμβάνει αλλαγές στην εξωτερική οθόνη και τον σχεδιασμό, πέραν φυσικά της αναμενόμενης ανανέωσης στα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις προδιαγραφές. Είναι όμως όλα αυτά αρκετά για να δικαιολογήσουν την αγορά μίας συσκευής με τετραψήφια τιμή; Για να δούμε… Εμφάνιση – Σχεδιασμός Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να εντοπίσει κανείς τις διαφοροποιήσεις του Galaxy Z Flip7 σε σχέση με τον προκάτοχό του. Για την ακρίβεια, μια ματιά αρκεί αφού η Samsung αποφάσισε να αλλάξει την εξωτερική οθόνη με μία που καλύπτει ολόκληρο το επάνω μισό της εξωτερικής πλευράς (την πρόσοψη, αν προτιμάτε) διαθέτοντας παράλληλα πολύ πιο λεπτό πλαίσιο. Ως εκ τούτου, οι κάμερες και το φλας βρίσκονται με τη μορφή island εντός της οθόνης η οποία έχει «σκαρφαλώσει» από τις 3,4 ίντσες στις 4,1 ίντσες. Για ακόμα μία χρονιά πάντως η οθόνη δεν έχει σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος. Το σουλούπι του Flip7 παραμένει σε γενικές γραμμές ως είχε, μόνο που δεν ισχύει το ίδιο και με τις διαστάσεις του. Η συσκευή έχει μεγαλώσει και στο μήκος και – κυρίως – στο πλάτος, όμως έχει πλέον πολύ λεπτότερο προφίλ, τάση που παρατηρείται όσο να ‘ναι και σε άλλα φετινά μοντέλα της Samsung. Ως εκ τούτου, όταν είναι κλειστό το smartphone έχει διαστάσεις 85,5 x 75,2 x 13,7 χιλ. ενώ όταν είναι ανοιχτό 166,7 x 75,2 x 6,5 χιλ. Θυμίζουμε ότι το Flip6 είχε διαστάσεις 85,1 x 71,9 x 14,9 χιλ. και 165,1 x 71,9 x 6,9 χιλ. αντίστοιχα. Το βάρος έχει παραμείνει ίδιο (188 γραμμάρια έναντι 187 γραμμαρίων πέρυσι). Η Samsung υποστηρίζει ότι ο μηχανισμός άρθρωσης ονόματι Armor FlexHinge είναι μεν λεπτότερος αλλά έχει ενισχυθεί. Κατά τις δοκιμές μας πάντως μείναμε απόλυτα ευχαριστημένοι από αυτόν, αφού ήταν εντυπωσιακά στιβαρός. Το smartphone ανοίγει μεν με το ένα χέρι αλλά ο μηχανισμός μένει ανοιχτός σε μεγάλη γωνία, επιτρέποντας έτσι την τοποθέτησή του σε μορφή tent (σε σχήμα «Λ» ή «L»). Κατά τα άλλα υπάρχει πλαίσιο αλουμινίου, με τη γυάλινη πλάτη να προστατεύεται από Gorilla Glass Victus 2. Η αντοχή σε νερό και σκόνη είναι βάσει προδιαγραφών IP48 ενώ, τέλος, το Flip7 έρχεται σε τρία χρώματα (ασημί, κόκκινο και μπλε με το τελευταίο να είναι πιθανότατα και το πιο όμορφο). Οθόνες – Κάμερες Όπως εξηγήσαμε, η μεγαλύτερη πιθανότατα αλλαγή του Galaxy Z Flip7 σε σχέση με το περυσινό μοντέλο είναι η εξωτερική του οθόνη. Το περίεργο σχήμα στο οποίο είχε καταλήξει τα προηγούμενα χρόνια η Samsung έδωσε τη θέση του σε μία κανονική ορθογώνια Super AMOLED με διαγώνιο 4,1 ίντσες, ανάλυση 1048 x 948 pixels, ρυθμό ανανέωσης 120 Hz και μέγιστη φωτεινότητα 2600 nits – με προστασία Gorilla Glass Victus 2. Εμφανισιακά είναι πολύ πιο όμορφη σε σχέση με εκείνη των Flip5 και Flip6, συμβάλλοντας σε ένα ακόμα πιο κομψό look – ανάλογα φυσικά με το γούστο σας σε background και widgets. Η αλήθεια είναι πως βρήκαμε την εξωτερική οθόνη αρκετά χρήσιμη αφού μας έδωσε τη δυνατότητα να κάνουμε διάφορα πράγματα εν τάχει, δίχως να πρέπει να ανοίξουμε εντελώς το smartphone: να επιλέξουμε κομμάτι στο Spotify, να ρίξουμε μια ματιά στους χάρτες, να στείλουμε ένα γρήγορο μήνυμα στο WhatsApp, μέχρι και να δούμε βίντεο στο YouTube ή να streamάρουμε κάτι στο Netflix – αν και το μικρό της μέγεθος δεν ενδείκνυται για τα δύο τελευταία. Σημειώστε ότι για αρκετές εφαρμογές απαιτείται το plugin MultiStar – το οποίο απορούμε γιατί πια δεν έρχεται εγκατεστημένο. Αν και η όλη εμπειρία μπορεί να γίνει ακόμα πιο ομαλή (ειδικά στην εναλλαγή των εφαρμογών), σαν πρώτη εκτέλεση είναι καλή. Αλλαγές έχουμε και στην εσωτερική οθόνη, αν και αυτές είναι σημαντικά μικρότερης κλίμακας. Οι 6,7 ίντσες του Flip6 έχουν γίνει 6,9 ίντσες φέτος με τη συνολική επιφάνεια της οθόνης να έχει αυξηθεί κατά περίπου 10%. Η αύξηση αυτή πάντως δεν αντικατοπτρίζεται στην ανάλυση η οποία βρίσκεται στα 1080 x 2520 pixels (από 1080 x 2640 pixels πέρυσι) με 397 ppi. Η Dynamic LTPO AMOLED 2X έχει πλέον «κινηματογραφικό» λόγο διαστάσεων 21:9, επιτρέποντάς σας να απολαμβάνετε το αγαπημένο σας περιεχόμενο όπως του αρμόζει. Διαθέτει ρυθμό ανανέωσης 120 Ηz και μέγιστη φωτεινότητα 2600 nits, υποστηρίζοντας HDR10 και HDR10+ αλλά όχι Dolby Vision. Η ποιότητα της οθόνης είναι, όπως φαντάζεστε, άψογη. Το «αυλάκι» στη μέση είναι οριακά ορατό και πάντα το καταλαβαίνετε καθώς περνάτε το δάχτυλό σας από επάνω του χωρίς να δημιουργεί κάποιο πρόβλημα στη χρήση. Η προστατευτική επικάλυψη πάντως θα κάνει τη ζωή σας δύσκολη στον ήλιο λόγω των αντανακλάσεων – εμείς χρειάστηκε ουκ ολίγες φορές να ψάξουμε για την κατάλληλη γωνία θέασης. Όσον αφορά τον ρυθμό ανανέωσης συγκεκριμένα, θα έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε μεταξύ δύο ρυθμίσεων, standard και adaptive. Η πρώτη έχει «ταβάνι» τα 60 Hz ενώ η δεύτερη τα 120 Hz. Αμφότερες πάντως προσαρμόζουν τον ρυθμό ανανέωσης στο εκάστοτε περιεχόμενο. Ιδανικά θα θέλαμε να αναφερθούμε στις κάμερες του Flip7 σε διαφορετική ενότητα, όμως δυστυχώς κάτι τέτοιο καθίσταται αδύνατον αφού δεν έχουμε και πολλά να πούμε. Η Samsung, βλέπετε, επέλεξε να χρησιμοποιήσει ακριβώς το ίδιο σετ με το Flip6 οπότε τόσο οι προδιαγραφές, όσο και τα αποτελέσματά τους είναι τάλε-κουάλε. Το φετινό Flip λοιπόν έρχεται με δύο κάμερες: κύρια 50 MP με φακό ISOCELL GN3 (f/1,8, 23 χιλ., 1/1,57 ίντσες, 1 μm, dual-pixel PDAF, OIS) και ευρυγώνια 12 MP με φακό ISOCELL 3LU (f/2,2, 13 χιλ., 1/3,2 ίντσες, 1,12 μm, 123ο) που για άλλη μία χρονιά δεν διαθέτει autofocus. Όσο για την πρόσοψη, υπάρχει μία 10 MP με φακό ISOCELL 3J1 (f/2,2, 23 χιλ., 1/3 ίντσες, 1,22 μm). Από πλευράς ποιότητας λήψεων, αν οι συνθήκες φωτισμού είναι καλές, τότε το Flip7 δεν θα σας απογοητεύσει. Η κύρια κάμερα προσφέρει όμορφες λήψεις με καλά επίπεδα έκθεσης και δυναμικού εύρους. Οι φυσικοί τόνοι των χρωμάτων σε συνδυασμό με το 2x zoom την καθιστούν εξαίρετη επιλογή και για πορτρέτα, ακόμα και selfies – αφού η εξωτερική οθόνη θα λειτουργήσει ως viewfinder. Η υπερευρυγώνια δεν βρίσκεται πολύ πίσω σε επιδόσεις: οι εικόνες της έχουν ζωηρά χρώματα με την παραμόρφωση να είναι σε αποδεκτά επίπεδα για τη μεγάλη γωνία θέασής της. Όσο για την εσωτερική, είναι ΟΚ για βιντεοκλήσεις. Και οι τρεις κάμερες προσφέρουν δυνατότητα εγγραφής βίντεο 4Κ/60fps (εναλλακτικά υπάρχει 1080p στα 120/240 fps καθώς και ultra-slow motion στα 960 fps) με HDR10+ και H.265, το οποίο δεν μας απογοήτευσε. Υπάρχει ακόμα και λειτουργία Pro με υποστήριξη LOG. Αν θέλετε να εκμεταλλευτείτε και την – συμπαθητική αλλά τίποτα το εξωφρενικό – ηλεκτρονική σταθεροποίηση, τότε θα πρέπει να συμβιβαστείτε με 4K/30fps (για κάποιον ανεξήγητο λόγο). Όσοι από εσάς αρέσκεστε στο vlogging, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και εξωτερικό μικρόφωνο. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Περνώντας στα χαρακτηριστικά του Galaxy Z Flip7 τώρα, έρχεται εφοδιασμένο με επεξεργαστή Exynos (αντίθετα με όλες τις προηγούμενες εκδόσεις όπου είχε προτιμηθεί SoC της Qualcomm) και συγκεκριμένα τον Exynos 2500 με τεχνολογία 3 nm και 10 πυρήνες (έναν Cortex-X5 στα 3,3 GHz, δύο Cortex A-725 στα 2,74 GHz και πέντε στα 2,36 GHz, καθώς και έναν Cortex-A520 στα 1,8 GHz). Αυτός πλαισιώνεται από 12 GB RAM και είτε 256 GB, είτε 512 GB (έφτασε η ώρα να πούμε αντίο στα 128 GB) εσωτερικού αποθηκευτικού χώρου τύπου UFS 4.0. Στα της συνδεσιμότητας η συσκευή υποστηρίζει Wi-Fi 7 και Bluetooth 5.4. Η μπαταρία του Flip7 έχει μεγαλώσει συγκριτικά με το Flip6, ανεβαίνοντας από τα 4000 mAh στα 4300 mAh. Παραμένει ένα «κλικ» κάτω από εκείνη του Fold7 που είναι της τάξης των 4400 mAh και δυστυχώς για τη Samsung, είναι μικρή για τα σημερινά δεδομένα. Το αυτό αποδεικνύεται και στην πράξη, αφού έπειτα από μία τυπική ημέρα χρήσης με streaming, browsing, gaming, χρήση της κάμερας, κλήσεις και messaging, το Flip7 άντεχε-δεν άντεχε (αρκετές φορές χρειάστηκε να ενεργοποιήσουμε τη λειτουργία battery saver). Τα πράγματα έρχεται να κάνει χειρότερα η φόρτιση των 25 W (στη συσκευασία, θυμίζουμε, περιλαμβάνεται καλώδιο αλλά όχι και φορτιστής), αφού για το 0-100% απαιτείται πάνω από μιάμιση ώρα. Αν θελήσετε να γεμίσετε τη μπαταρία κατά το ήμισυ, υπολογίστε ότι θα χρειαστείτε γύρω στα 40 λεπτά, οπότε σε περίπτωση που ξεχαστείτε και διαπιστώσετε τη στιγμή που φεύγετε από το σπίτι ή το γραφείο ότι η μπαταρία του Flip7 δεν έχει και πολύ ακόμα, η μόνη σας λύση είναι το powerbank (ή τέλος πάντων η φόρτιση στον δρόμο). Υποστηρίζεται ακόμα και ασύρματη φόρτιση 15 W. Όπως και το Fold7, έτσι και το Flip7 έρχεται με Android 16 και One UI 8 (οι πρώτες δύο συσκευές με αυτόν τον συνδυασμό). Όπως εξηγήσαμε και στο review του πρώτου, το One UI καλωσόρισε τη μεγάλη του αναβάθμιση πέρυσι, οπότε φέτος η Samsung έκανε κατά κύριο λόγο housekeeping. Η εναλλαγή από την εξωτερική στην εσωτερική οθόνη και το αντίστροφο γίνεται απόλυτα ομαλά (στις ελάχιστες περιπτώσεις που αυτό δεν συμβαίνει, ένα διπλό άγγιγμα αρκεί) ενώ και υπάρχει και δυνατότητα παράλληλης χρήσης δύο εφαρμογών κρατώντας τη συσκευή κατακόρυφα. Υπενθυμίζουμε πως προσφέρονται επτά χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και ενημερώσεων ασφαλείας. Ένα παράπονο που είχαμε αναφορικά με την εμπειρία χρήσης της συσκευής, αφορά το ξεκλείδωμά της. Η σάρωση δακτυλικού αποτυπώματος που γίνεται μέσω του σχετικού πλήκτρου, θέλει το δάχτυλο να είναι στεγνό. Αν αυτό είναι λιπαρό ή υγρό (δεν θέλει και πολύ, ένα κρύο μπουκάλι να πιάσετε μέσα στο καλοκαίρι, αρκεί), τότε στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί. Όχι deal breaker αλλά όσο να ‘ναι, τέτοια φαινόμενα θα έπρεπε να ανήκουν στο παρελθόν. Γενικά το Flip7 δεν είχε προβλήματα απόδοσης, ακόμα κι όταν εναλλασσόμασταν ακατάπαυστα μεταξύ των ανοιχτών εφαρμογών. Δοκιμάζοντας τίτλους όπως Diablo Immortal, Call of Duty Mobile και PUBG Mobile, η εμπειρία μας ήταν άριστη – σε κάποιους τίτλους μάλιστα το frame rate ξεπέρασε τα 60 fps, έχοντας την adaptive ρύθμιση ενεργοποιημένη. Η μόνη μας παρατήρηση έχει να κάνει με τη θερμοκρασία που ανέβασε η συσκευή, κυρίως στα άκρα της – από την άλλη, με τόσο λεπτό σχεδιασμό, μοιραία θα υπάρξουν και κάποιες παραχωρήσεις. Για την AI θα επαναλάβουμε ό,τι γράψαμε και στην παρουσίαση του Fold7. Η Galaxy AI είναι παρούσα και σε συνδυασμό με το Gemini θα σας βοηθήσει σε διάφορες εργασίες στην καθημερινότητά σας. Η ενσωμάτωση του Gemini με το OneUI 8 είναι ιδανική ενώ πλέον δουλεύει κανονικότατα και στην εξωτερική οθόνη – έτσι ώστε να μη χρειάζεται να ανοίξετε καν το τηλέφωνο. Κατά τα άλλα θα είστε σε θέση να κυκλώνετε αντικείμενα προς αναζήτηση, να βλέπετε προτάσεις συγγραφής ή βελτίωσης κειμένου, να παίρνετε συνόψεις, να απομαγνητοφωνείτε συναντήσεις και άλλα, όλα αυτόματα. Προτιμάμε πάντα την κορυφαία λειτουργία αφαίρεσης αντικειμένων από μια φωτογραφία ενώ παραμένει το ερώτημα ποιες από αυτές τις λειτουργίες θα αποκτήσουν χρέωση από τον επόμενο χρόνο, με τη Samsung να αναμένεται να ξεκαθαρίσει το θέμα το επόμενο διάστημα. Συμπέρασμα Η Samsung έκανε μία φιλότιμη προσπάθεια με το Galaxy Z Flip7 και για να είμαστε ειλικρινείς, μας παρουσίασε μία συσκευή με αρκετές βελτιώσεις σε σχέση με την περυσινή. Για όσους θεωρούν μάλιστα το Flip7 ακριβό, υπάρχει και το Flip7 FE – για πρώτη φορά – που έρχεται σε χαμηλότερη τιμή μεν, με χαρακτηριστικά και design που παραπέμπουν στο Flip6 δε. Εν πάση περιπτώσει, το Flip7 είναι ένα σκαλί πάνω σε σχέση με το Flip6, έστω κι αν μάλλον δεν προσφέρει επαρκείς λόγους αναβάθμισης από αυτό. Κοιτά όμως στα μάτια το razr 60 Ultra της Motorola και με όπλο το εξαιρετικό λογισμικό και τις λειτουργίες AI του, συνιστά πιθανότατα το καλύτερο clamshell smartphone που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην αγορά. Το Samsung Galaxy Z Flip7 διατίθεται στην ελληνική αγορά με τιμή από τα €1249 για την έκδοση με τα 256GB, ενώ η έκδοση με 512GB αποθηκευτικό χώρο έχει κόστος €1369.
    4 πόντοι
  12. Η σειρά GT της realme μας έχει χαρίσει στο παρελθόν αρκετά αξιόλογες κυκλοφορίες. Το περυσινό realme GT 6 για παράδειγμα προσέφερε άριστη σχέση τιμής/απόδοσης διαθέτοντας ισχυρό επεξεργαστή, υψηλής ποιότητας οθόνη, μεγάλη αυτονομία και εξαιρετικές επιδόσεις ως προς τη φόρτιση. Το δε realme GT 7 Pro αποτέλεσε μία πραγματική ναυαρχίδα που πέραν των δυνατών χαρακτηριστικών, ερχόταν και εκείνο σε ανταγωνιστική τιμή – κάτι που σε έναν βαθμό συνέβαινε χάρη σε μία πανέξυπνη προσφορά της realme. Αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν με την κινεζική εταιρεία να λανσάρει τα νέα της μοντέλα. Εξ αυτών στα χέρια μας πήραμε το realme GT 7, ένα smartphone που τοποθετείται στην κατηγορία των high-end συσκευών με τιμή που μπορεί μεν να μην κοντράρει τις ακριβότερες προτάσεις, πλην όμως δημιουργεί προσδοκίες – με το μεγάλο ερώτημα φυσικά δεν είναι άλλο από το αν μπορεί να τις καλύψει. Τι έμαθε η realme από τα λανσαρίσματα των περασμένων ετών και σε ποιον βαθμό κατάφερε να διορθώσει τα κακώς κείμενα των προηγούμενων προτάσεών της; Εμφάνιση – Σχεδιασμός Με μία πρώτη ματιά, το realme GT 7 αφήνει εξαιρετικές εντυπώσεις στο μάτι. Οι διαστάσεις του (162,42 x 76,13 x 8,30 χιλ.) δεν ξεφεύγουν από τον μέσο όρο, κάτι που ισχύει και με το βάρος του (206 γραμμάρια). Έρχεται σε δύο χρώματα κι αν το μαύρο δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, δεν ισχύει το ίδιο και με το ανοιχτό μπλε (προς γαλάζιο), μία απόχρωση που γλυκαίνει εντυπωσιακά το design του. Και στις δύο περιπτώσεις, η ελαφρώς ανυψωμένη επιφάνεια που βρίσκονται οι κάμερες είναι μαύρη με τη realme πάντως να έχει χρησιμοποιήσει διαφορετικό χρώμα για το πλαίσιό της, τη λέξη hyperimage αλλά και το πλήκτρο ενεργοποίησης (κόκκινο για τη μπλε έκδοση, χρυσό για τη μαύρη), κάτι που δίνει επιπλέον πόντους στο στυλ του realme GT 7. Κατά τα άλλα, στην πλάτη έχουν τοποθετηθεί δύο λογότυπα – αυτό της realme και σε πολύ μικρότερο μέγεθος ένα που αφορά το γραφένιο (περισσότερα γι’ αυτό όσονούπω). Στη δεξιά πλευρά της συσκευής, πέραν του πλήκτρου ενεργοποίησης υπάρχει και εκείνο για την αυξομείωση της έντασης του ήχου ενώ η αριστερή είναι άδεια. Στο κάτω μέρος συναντάμε πέραν του ηχείου, την υποδοχή για την κάρτα SIM και τη θύρα USB Type-C. Εννοείται πως στην πρόσοψη κυριαρχεί η οθόνη των 6,78 ιντσών με την κάμερα να εντοπίζεται σε σχήμα punch-hole ψηλά στο κέντρο. Σε ό,τι έχει να κάνει με την ανθεκτικότητα του realme GT 7, είναι πιστοποιημένο βάσει IP 69, αντέχοντας δηλαδή σε σκόνη και πίδακες νερού υψηλής θερμοκρασίας (η αντοχή του smartphone κάτω από το νερό ξεκλειδώνει ορισμένες ενδιαφέρουσες προοπτικές σε ό,τι έχει να κάνει με την κάμερα, όπως θα δούμε παρακάτω). Αναφερθήκαμε στην προηγούμενη παράγραφο στο γραφένιο. Τι είναι όμως αυτό; Πρόκειται για μία μονή στρώση ατόμων άνθρακα διατεταγμένων σε εξαγωνικό πλέγμα (εξ ου και το λογότυπο στην πλάτη) που διαθέτει εντυπωσιακή αντοχή, άριστη θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα και όλα αυτά με πολύ χαμηλό βάρος. Η realme διατείνεται πως είναι η πρώτη που ενσωμάτωσε γραφένιο στον σχεδιασμό smartphone (η Huawei ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε γραφένιο στο σύστημα ψύξης ενός smartphone γενικώς με το Mate 20 X το 2018). Στην περίπτωση του realme GT 7, το γραφένιο καλύπτει περίπου το 1/3 της πλάτης, όντας τοποθετημένο ανάμεσα στις στρώσεις γυάλινων ινών του πίσω καλύμματος (έναν σχεδιασμό τον οποίο η realme αποκαλεί IceSense). Το αποτέλεσμά του είναι εμφανές αφού ακόμα και όταν φορτίζαμε τη συσκευή, οι θερμοκρασίες επιφάνειάς της παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα. Οθόνη Όπως προαναφέραμε η οθόνη του realme GT 7 είναι 6,78 ιντσών. Πρόκειται για μία AMOLED COP (το COP προέρχεται από το Chip-on-PI, μία μέθοδο συναρμολόγησης κατά την οποία το κύκλωμα της οθόνης τοποθετείται σε ένα πολυμερές υπόστρωμα αντί για φιλμ ή ανεξάρτητα) με ανάλυση 2780 x 1264, ρυθμό ανανέωσης 120 Hz, μέγιστο στιγμιαίο ρυθμό δειγματοληψίας 360 Hz (με τα 120 Hz προεπιλεγμένα) που φτάνει έως και τα 2600 Hz, λόγο αντίθεσης 5.000.000:1, μέγιστη φωτεινότητα 6000 nits σε εφαρμογές HDR (αλλιώς υπολογίστε 1600 nits) και κάλυψη του χώρου DCI-P3 σε ποσοστό 100% με δυνατότητα αποτύπωσης 1,07 δισ. χρωμάτων και, τέλος, υποστήριξη HDR10+ και Dolby Vision. Από τα παραπάνω και μόνο αντιλαμβάνεται κανείς ότι η realme έδωσε μεγάλο βάρος στην οθόνη της συσκευής και όντως, κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό από την πρώτη ματιά κιόλας. Σύμφωνα με την εταιρεία, η οθόνη του realme GT 7 είναι «επιπέδου esports» και, εδώ που τα λέμε, ο ισχυρισμός αυτός είναι μάλλον αληθής. Η εμπειρία μας με το smartphone υπήρξε άψογη ό,τι κι αν κάναμε – από εισαγωγή κειμένου και ατελείωτο scrolling/swiping, μέχρι απαιτητικό mobile gaming σε solo και online τίτλους. Η οθόνη διαθέτει επίστρωση που της προσφέρει έξτρα αντίθεση σε ιδρώτα και λίπος, κάτι που εκτιμήσαμε ιδιαίτερα τις μέρες που την είχαμε στα χέρια μας (pun intended) δεδομένων των καιρικών συνθηκών. Η απόκρισή της παραμένει εξαιρετική ακόμα και υπό βροχή – θα είστε σε θέση να τη χειρίζεστε αποτελεσματικά (αν και όχι τέλεια προφανώς) και με βρεγμένα χέρια. Η προσαρμογή της φωτεινότητας (βλ. DC dimming) γίνεται σε επίπεδο hardware ενώ προσφέρεται και προστασία από τη βλαβερή μπλε ακτινοβολία για άνετη χρήση. Το πάνελ της οθόνης είναι κυρτό και στις τέσσερις πλευρές του, γεγονός που προσφέρει καλύτερο και πιο άνετο κράτημα. Βέβαια εν αντιθέσει με το realme GT 7 Pro, το παρόν μοντέλο έρχεται με «απλό» (τουτέστιν οπτικό) σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος κάτω από την οθόνη. Δοκιμάζοντας πάντως το realme GT 7, μείναμε απόλυτα ευχαριστημένοι από την ποιότητα της εικόνας που μας προσέφερε. Τόσο σε εσωτερικούς, όσο και σε εξωτερικούς χώρους, η οθόνη παρέμεινε ευκρινής και ανταποκρίθηκε σε κάθε μας άγγιγμα ανεξαρτήτως συνθηκών. Στις εφαρμογές που υποστηρίζουν HDR τα πράγματα είναι ακόμα καλύτερα φυσικά αλλά όπως και να ‘χει, δεν αντιμετωπίσαμε το παραμικρό θέμα, είτε παίζαμε, είτε streamάραμε περιεχόμενο, είτε απλά περιπλανιόμασταν στις ψηφιακές ατραπούς των socials. Κάμερες Περνώντας στις κάμερες της συσκευής, η realme την έχει προικίσει με τέσσερις τέτοιες: τρεις στην πλάτη και μία στην πρόσοψη. Το βασικό σετ του realme GT 7 αποτελείται από ευρυγώνιο φακό με τον αισθητήρα IMX906 της Sony στα 50 MP (f/1,88, 1/1,56”, 1 μm, PDAF, OIS), υπερευρυγώνιο φακό με τον αισθητήρα OV08D10 στα 8 MP (f/2,2, 1/4", 1,12 μm, PDAF, 2x οπτικό zoom) και τηλεφακό διπλής μεγέθυνσης με τον φακό S5KJN5 της Samsung στα 50 MP (f/2,45, 1/2,74”, 0,8 μm, 112ο). Η κύρια κάμερα πλαισιώνεται από τον αλγόριθμο Lightning Snap, επιτυγχάνοντας έτσι ταχύτητα κλείστρου που φτάνει και τα 1/10.266 δευτερόλεπτα και καταγράφοντας έως και 50 φωτογραφίες/δευτερόλεπτο με τουλάχιστον 90% ποσοστό επιτυχίας. Ως εκ τούτου, οι λήψεις μας ήταν καθαρές, ακόμα κι όταν εμείς ή το θέμα μας βρισκόμασταν εν κινήσει – το θόλωμα ήταν από ελάχιστο έως ανύπαρκτο. Ο εν λόγω αλγόριθμος μάλιστα εφαρμόζεται και στα πορτρέτα με το αποτέλεσμα να είναι πολύ καλό: το δέρμα έχει απόλυτα φυσικούς τόνους, τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι ευδιάκριτα ενώ και το bokeh μοιάζει απόλυτα ρεαλιστικό, ασχέτως φωτισμού ή άλλων στοιχείων λήψης. Δοκιμάζοντας την κάμερα του realme GT 7, είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε μεταξύ τριών διαφορετικών στυλ. Ουσιαστικά η realme δημιούργησε τρία σετ ρυθμίσεων τα οποία μπορείτε να ενεργοποιήσετε με μία κίνηση, προσαρμόζοντας τις λήψεις σας στις αντίστοιχες συνθήκες. Αυτά είναι τα Βουνό, Νησί και Πόλη. Το πρώτο δίνει έμφαση στις φυσικές αποχρώσεις, αποτυπώνοντας άψογα τα πράσινα. Το δεύτερο εστιάζει στα ισορροπημένα χρώματα διαπρέποντας στα μπλε. Όσο για το τρίτο, ενισχύει κατά κύριο λόγο την αντίθεση και τον κορεσμό έτσι ώστε οι φωτογραφίες σας να αποδίδουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το αστικό τοπίο. Οι κάμερες της συσκευής πλεονεκτούν από μία σειρά λειτουργιών AI που έχει ενσωματώσει η realme. Ο ρόλος των τελευταίων έχει να κάνει με το καθάρισμα της εικόνας από ανεπιθύμητα εφέ, όπως αντανακλάσεις (είτε λόγω ήλιου, είτε λόγω φωτών το βράδυ) και θολώματα λόγω ατμόσφαιρας. Και στις δύο περιπτώσεις δεν χρειάστηκε να κάνουμε το παραμικρό αφού ενεργοποιώντας τη σχετική επιλογή, η τεχνητή νοημοσύνη ανέλαβε δράση φέρνοντας εις πέρας το έργο της. Στον τομέα του βίντεο, η κύρια κάμερα προσφέρει εγγραφή 4K είτε στα 120 fps, είτε στα 60 fps με Dolby Vision. Για όσους μάλιστα θέλουν το κάτι παραπάνω (άγνωστο γιατί) υποστηρίζεται και 8K30. Οι άλλοι δύο φακοί τερματίζουν στα 1080p60. Για τους δε λάτρεις του υγρού στοιχείου, υπάρχει και δυνατότητα λήψης υποβρύχιου βίντεο με ανάλυση 4K. Η σχετική λειτουργία είναι βελτιστοποιημένη για τις συγκεκριμένες συνθήκες, κάτι που σημαίνει πως τα κλιπ σας θα διατηρήσουν τα ζωηρά τους χρώματα. Γενικώς, παράπονο από τις κάμερες του realme GT 7 ως προς το βίντεο δεν έχουμε. Η εικόνα είναι εξαιρετική και σε γενικές γραμμές ομαλή ενώ και η εγγραφή του ήχου καθαρή. Θυμηθείτε μόνο ότι μιλάμε για γλυκό και όχι θαλασσινό νερό. Όσο για την κάμερα πρόσοψης, έχει αισθητήρα Sony IMX615 με ανάλυση 32 MP (f/2,4, 1/2,74”) κάνοντας τη δουλειά της όπως θα περίμενε κανείς. Οι selfies είναι χαριτωμένες με άκρως ικανοποιητικά χρώματα, ενώ και στα βίντεο – και τις βιντεοκλήσεις – η εικόνα βρίσκεται σε πολύ καλά σττάνταρ, ακόμα κι όταν ο φωτισμός δεν βοηθά. Επιδόσεις – Μπαταρία Στα τεχνικά χαρακτηριστικά τώρα, το realme GT 7 διαθέτει επεξεργαστή Dimensity 9400e, 12 GB LPDDR5X RAM και υπεραρκετή χωρητικότητα 512 GB UFS 4.0. Ο Dimensity 9400e -τον οποίο βλέπουμε για πρώτη φορά- είναι ένα εξαιρετικά δυνατό chipset στα 4 nm (με έναν πυρήνα Cortex-X4 στα 3,4 GHz, τρεις Cortex-X4 στα 2,85 GHz και τέσσερις Cortex-A720 στα 2 GHz) με 8 MB L3 cache και 10 MB SLC, που όμως υπολείπεται των πραγματικά κορυφαίων (Snapdragon 8 Elite Gen4, Dimensity 9400, A18 Pro). Την ίδια στιγμή βέβαια επιτυγχάνει καλύτερες επιδόσεις απ’ όλες τις υπόλοιπες προτάσεις της αγοράς, οπότε για τα δεδομένα του smartphone, αποτελεί εξαιρετική επιλογή. Στο μέτωπο της AI, το SoC διαθέτει APU 7.0 με μνήμη 4 MB TCM, 3 MB SLB και 1 MB SLC, προσφέροντας απόδοση 50,7 TOPS σε εργασίες INT8 και 12,68 TOPS σε FP16. Γενικά, δεν αντιμετωπίσαμε το παραμικρό πρόβλημα όποια εφαρμογή κι αν χρησιμοποιήσαμε ενώ μείναμε κατενθουσιασμένοι σε ό,τι αφορά το gaming αφού η Arm Immortalis-G720 με AA και ray tracing μας χάρισε άψογες επιδόσεις ακόμα και στα πιο απαιτητικά παιχνίδια. Το να παίζει κάποιος Call of Duty: Mobile, League of Legends: Wild Rift και Clash Royale 2 με το frame rate στα 120 fps σταθερά, δεν είναι και λίγο. Μιλώντας περί gaming, η realme έχει ενσωματώσει και μία ενδιαφέρουσα λειτουργία ονόματι AI Gaming Coach με έξτρα ενημερώσεις, στοιχεία αλλά και συμβουλές. Αν και οι βετεράνοι ενός τίτλου δεν θα ενδιαφερθούν κατά πάσα πιθανότητα, είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα για τους πιο «φρέσκους» παίκτες. Δυστυχώς για την ώρα υποστηρίζονται μόλις δύο τίτλοι (PUBG και MLBB). Η τεχνητή νοημοσύνη του realme GT 7 ωστόσο δεν εξαντλείται στο gaming. Στη διάθεσή σας βρίσκονται ορισμένες έξτρα λειτουργίες όπως μεταφραστής σε πραγματικό χρόνο (άνευ Ελληνικών), αφαίρεση αντικειμένων από εικόνες, προτάσεις απαντήσεων σε διαλόγους καθώς και υποστήριξη Google Gemini. Η πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες αυτές είναι ο AI Planner. Ενεργοποιείται με διπλό tap στην πλάτη της συσκευής, αναγνωρίζοντας άμεσα το κείμενο που υπάρχει στην οθόνη και προσθέτοντας τυχόν γεγονότα αυτόματα στο ημερολόγιό σας. Είτε λοιπόν πρόκειται για μία συνομιλία στο WhatsApp, είτε για μία εικόνα στο Instagram, είτε για ένα email με μία κράτηση, ο AI Planner θα προσθέσει με τη μία το γεγονός στο ημερολόγιό σας (απόλυτα ακριβές, ό,τι πρέπει για να μην ξεχάσετε ποτέ ξανά τίποτα). metallica.mp4 AI Planner Όσο για τη μπαταρία, η realme βρήκε τρόπο και χώρες στη συσκευή μία χωρητικότητας 7000 mAh που μάλιστα διαθέτει αντιδιαβρωτική τεχνολογία και φέρει πιστοποίηση πέντε αστέρων από την TUV Rheinland όσον αφορά στην ανθεκτικότητα σε ακραίες θερμοκρασίες. Οι αντοχές της είναι εκείνες που θα περίμενε κάποιος. Όχι απλά δεν έχει πρόβλημα να βγάλει μία ολόκληρη ημέρα τυπικής – έως και απαιτητικής – χρήσης αλλά με λίγη (πραγματικά λίγη όμως) προσοχή αντέχει και δεύτερη. Ακόμα κι όταν έρθει η ώρα της φόρτισης, ο χρόνος που απαιτείται είναι ελάχιστος. Με την τεχνολογία SUPERVOOC 120 W, χρειάζονται μόλις 14 λεπτά για το 0-50% και 40 λεπτά για το 0-100%. Αν αποφασίσετε να φορτίσετε το κινητό ενώ παράλληλα παίζετε ή εν πάση περιπτώσει το χρησιμοποιείτε, τότε χάρη στην τεχνολογία έξυπνης παράκαμψης, η ενέργεια θα διοχετευτεί απ’ ευθείας στην κεντρική πλακέτα προσπερνώντας τη μπαταρία. Το realme GT 7 έρχεται με Android 15 και realme UI 6.0 με το τελευταίο να έχει ελάχιστο bloatware και τη realme να προσφέρει πλέον έξι χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και ενημερώσεων ασφαλείας. Στα της ασύρματης επικοινωνίας, υπάρχουν Wi-Fi 7, Bluetooth 5.4, dual-band GPS L1 + L5 καθώς και NFC 360ο. Αξίζει να αναφέρουμε, τέλος, πως κατά τη χρήση του smartphone, δεν είχαμε ποτέ θέμα ισχύος σήματος, κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο τετραπύρηνο τσιπ ενίσχυσης σήματος και την τοποθέτηση των κύριων κεραιών στην επάνω δεξιά γωνία (σε συνδυασμό με κεραίες στις πλευρές για κάλυψη 360ο). Συμπέρασμα Το realme GT 7 είναι μία ολοκληρωμένη συσκευή που με τιμή €699 (στην έκδοση των 512 GB και με τα Air 7 δώρο) είναι σε θέση να προσφέρει premium εμπειρίες στο πλαίσιο της high-end κατηγορίας, χωρίς όμως να είναι απλησίαστη. Αν μάλιστα μπορείτε να διαθέσετε €100 παραπάνω, θα πάρετε το smartphone μαζί με τα realme Air 7 Pro. Με εξαιρετικές επιδόσεις, δυνατή οθόνη, στιβαρή κατασκευή και τρομερή αυτονομία, θα καλύψει και με το παραπάνω τον power user που αναζητά μία συσκευή που να είναι always-on καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας του. Η realme έχει όντως διορθώσει προβλήματα προηγούμενων κυκλοφοριών της (βλ. σειρά realme GT 6 και το realme GT 7 Pro) και πλέον κλείνει το μάτι με νόημα και στους απαιτητικούς καταναλωτές.
    4 πόντοι
  13. Όπως πέρυσι τέτοια εποχή, έτσι και φέτος η Xiaomi μας παρουσίασε τη νέα της ναυαρχίδα, με τα αποκαλυπτήρια να γίνονται στη Βαρκελώνη και το MWC 2025, όμως να έχουμε τη δυνατότητα να δοκιμάσουμε τη συσκευή από πριν και για αρκετές ημέρες. Το Xiaomi 15 Ultra είναι μία απόλυτα εντυπωσιακή συσκευή, τόσο από πλευράς εμφάνισης, όσο και από άποψη τεχνικών χαρακτηριστικών. Αν και σε τέτοιου είδους «ετήσιες» κυκλοφορίες, είθισται να αναφέρουμε πως ο εκάστοτε κατασκευαστής φρόντισε να διορθώσει τα κακώς κείμενα του προηγούμενου μοντέλου, σε αυτή τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Μην παρερμηνεύσετε τα παραπάνω: το περυσινό Xiaomi 14 Ultra ήταν μία επίσης υπέροχη πρόταση με συγκεκριμένα θετικά και αρνητικά στοιχεία. Ε, ο φετινός του αντικαταστάτης, κατά έναν περίεργο τρόπο ενισχύει ακόμα περισσότερο τα πλεονεκτήματα που «κληρονομεί» χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα για να λειάνει τις ατέλειές του – κάτι που, όσο να ‘ναι, χτυπάει άσχημα σε μία συσκευή του ενάμισι χιλιάρικου. Πάμε να δούμε όμως αναλυτικά τις εντυπώσεις μας. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Ο σχεδιασμός του Xiaomi 15 Ultra είναι τάλε-κουάλε με εκείνον του προκατόχου του. Με βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 226 και 229 γραμμαρίων, ανάλογα το χρώμα που θα επιλέξει κάποιος, και διαστάσεις 161,3 x 75,3 x 9,4 χιλ. πρόκειται για μία συσκευή που… κάνει αισθητή την παρουσία της στο χέρι ή την τσέπη. Υπάρχει προστασία από νερό και σκόνη βάσει IP68 που αν και πέρυσι ήταν επαρκής, φέτος βρίσκεται ένα κλικ πίσω από τον ανταγωνισμό ο οποίος έχει περάσει πια στην εποχή του IP69. Το Xiaomi 15 Ultra περιλαμβάνει όλα κι όλα δύο φυσικά πλήκτρα στη δεξιά του πλευρά: ένα για την ενεργοποίηση (ή το Gemini) και ένα για την προσαρμογή της έντασης του ήχου. Στη διάθεσή σας βρίσκονται τρεις χρωματικές εκδοχές κι αν η λευκή και η μαύρη είναι λίγο-πολύ συμβατικές, θα μας επιτρέψετε να σταθούμε στην τρίτη που κάνει και τη μεγάλη διαφορά και την οποία είχαμε στη διάθεσή μας. Σε χρώμα που η Xiaomi ονομάζει silver chrome, ουσιαστικά σπάει την πλάτη της συσκευής στα τρία οριζοντίως: το επάνω 1/3 φέρει λείο ασημί φινίρισμα ενώ τα άλλα 2/3 είναι επενδεδυμένα με vegan δέρμα (η νέα λέξη για το πλαστικό δηλαδή για αρκετούς κατασκευαστές). Η υφή του τελευταίου εκτός από ευχάριστη προσφέρει και σταθερότερο κράτημα ενώ η όλη διχρωμία σε συνδυασμό με τη στρογγυλή, ανυψωμένη επιφάνεια που φιλοξενεί τους φακούς, βγάζει έντονα ρετρό vibes παραπέμποντας στη θρυλική M3 της Leica. Μιας που αναφερθήκαμε στους φακούς, η Xiaomi ακολουθεί την πεπατημένη τοποθετώντας τους σε ένα στρογγυλό πλαίσιο που ανασηκώνεται από την υπόλοιπη πλάτη κατά 5,1 χιλ. με καμπυλότητα που παραπέμπει σε ηφαίστειο. Η στεφάνη του είναι οδοντωτή και αν παρατηρήσετε προσεκτικά, θα δείτε ότι οι φακοί στο εσωτερικό του είναι κάπως… άτακτα τοποθετημένοι. Αυτό συμβαίνει λόγω των προδιαγραφών του περισκοπικού τηλεφακού (υπομονή, θα αναφερθούμε σ’ αυτόν παρακάτω) και δεν πρόκειται να σας απασχολήσει ούτε μία φορά. Η επιφάνεια των φακών, τέλος, προστατεύεται από Gorilla Glass 7i, μία μάλλον φτηνή επιλογή δεδομένου του κόστους του Xiaomi 15 Ultra. Οθόνη Η οθόνη του Xiaomi 15 Ultra είναι ίδια με εκείνη του περυσινού μοντέλου με μία εξαίρεση. Πρόκειται λοιπόν για μία LTPO AMOLED 6,73 ιντσών ανάλυσης 1440 x 3200 pixels στα 522 ppi. Υποστηρίζει Dolby Vision, HDR10+ και HDR Vivid με τον ρυθμό ανανέωσής της να φτάνει τα 120 Hz. Ως προς αυτό το τελευταίο ο χρήστης μπορεί να κάνει τις δικές του ρυθμίσεις (θέτοντας ανώτατο όριο τα 60 ή τα 120 Hz) αν η καλύτερη επιλογή είναι να αφήσει το ίδιο το smartphone να κάνει παιχνίδι – ο ρυθμός ανανέωσης προσαρμόζεται αυτόματα μέχρι και στα βίντεο. Εκεί που ενδεχομένως να χρειαστεί να επέμβετε είναι κατά το gaming – η Xiaomi έχει εφοδιάσει τη συσκευή με σχετικό εργαλείο ελέγχου απ’ όπου μπορείτε να προσαρμόσετε τη λειτουργία της στα video games. Η μόνη διαφορά σε σχέση με το Xiaomi 14 Ultra είναι στη φωτεινότητα η οποία και έχει αυξηθεί στα 3200 nits – παραμένοντας πάντως πιο χαμηλά από τα 4500 nits του OnePlus 13 και μεγαλύτερη απ΄ αυτή του Galaxy S25 Ultra. Η εμπειρία θέασης που προσφέρει πάντως το Xiaomi 15 Ultra είναι εξαιρετική. Όσο το είχαμε στη διάθεσή μας, απολαύσαμε (με όλη τη σημασία της λέξης) σειρές και ντοκιμαντέρ και παίξαμε τα video games της αρεσκείας μας με κρυστάλλινη ποιότητα εικόνας. Τα χρώματα είναι ολοζώντανα ενώ ακόμα κι όταν βρεθήκαμε σε εξωτερικούς χώρους μέρα μεσημέρι, δεν είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα να χρησιμοποιήσουμε τη σ συσκευή. Το μόνο μας σοβαρό παράπονο έχει να κάνει με την προστατευτική μεμβράνη. Δεν αναφερόμαστε στο Xiaomi Shield Glass 2.0, τη νεότερη – και κατά 16 φορές ανθεκτικότερη σε σχέση με το Gorilla Glass Victus – έκδοση της επικάλυψης της Xiaomi αλλά την επιπρόσθετη μεμβράνη, η οποία και έπειτα από λίγες μέρες εμφάνισε φουσκάλες με αποτέλεσμα να χρειάζεται αλλαγή – φαινόμενο που παρατηρήσαμε και στο Mobile World Congress στις συσκευές που υπήρχαν στον εκθεσιακό χώρο της Xiaomi. Κάμερες Φυσικά το μεγάλο όπλο του Xiaomi 15 Ultra δεν είναι άλλο από τις επιδόσεις του στη φωτογραφία και το βίντεο, κάτι στο οποίο έχει βάλει το χεράκι της η Leica – η παρουσία της οποίας στο φετινό Ultra είναι πιο έντονη από ποτέ. Το σύστημα της συσκευής λοιπόν αποτελείται από τέσσερις φακούς: ευρυγώνιο Sony LYT-900 μίας ίντσας στα 50 MP (f/1,6, 23 χιλ., 1,6 μm, dual-pixel PDAF, OIS), τηλεφακό Sony IMX858 50 MP (f/1,8, 70 χιλ., 1/2,51”, 0,7 μm, dual-pixel PDAF, OIS, 3x οπτικό zoom), υπερευρυγώνιο Samsung ISOCELL JN5 στα 50 MP (f/2,2, 14 χιλ., 115ο οπτικό πεδίο, 1/2,76”, 0,64 μm, dual-pixel PDAF) και περισκοπικό τηλεφακό Samsung ISOCELL HP9 στα 200 MP (f/2,6, 100 χιλ., 1/1,4”, 0,56 μm, multidirectional PDAF, OIS, 4,3x οπτικό zoom). Η εμπρόσθια κάμερα είναι ολόιδια με πέρυσι (32 MP, f/2,0, 21 χιλ., 1/3,14”) με καλές επιδόσεις αν προτιμήσετε τα 12 MP αλλά τίποτα που να αξίζει ιδιαίτερη αναφορά. Όπως και με την οθόνη, έτσι και με τις κάμερες, οι επιδόσεις του Xiaomi 14 Ultra ήταν έτσι κι αλλιώς τρομερές. Εδώ πάντως η Xiaomi βρήκε τον τρόπο να κάνει το κάτι παραπάνω με την προσθήκη του άκρως εντυπωσιακού περισκοπικού τηλεφακού ο οποίος θα λέγαμε ότι δικαίως παίρνει τον τίτλο της κύριας ατραξιόν του Xiaomi 15 Ultra. Ο θηριώδης φακός που προτιμήθηκε (εξ ου και η περίεργη διάταξη των καμερών στην πλάτη της συσκευής) συνιστά τεράστια αναβάθμιση από τον περυσινό 1/2,51 ιντσών (μιλάμε για σχεδόν τριπλάσια επιφάνεια) αφού αιχμαλωτίζει πολύ περισσότερο φως, όντας έτσι καλύτερος ανεξαρτήτως φωτισμού. Πρακτικά, όσο χάλια κι αν είναι οι συνθήκες γύρω σας, οι λήψεις σας θα είναι φωτεινότερες, λεπτομερέστερες και με ανύπαρκτο θόρυβο – εμείς τουλάχιστον δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσουμε περίπτωση που ο περισκοπικός τηλεφακός του Xiaomi 15 Ultra να μην είναι σε θέση να μας χαρίσει άριστες εικόνες και βίντεο. Σε σχέση με πέρυσι θυσιάστηκε το μεταβλητό διάφραγμα στην κύρια κάμερα ενώ και ο συνδυασμός των επιλογών οπτικού zoom στους τηλεφακούς δείχνει και είναι πιο λογικός (3x και 4,3x φέτος αντί 3,2x και 5x πέρυσι). Γενικώς η εντύπωση που αποκομίζουμε φέτος είναι πως η Xiaomi – σε συνεργασία φυσικά με τη Leica – κατάφερε να επιτύχει ένα πολύ πιο ισορροπημένο αποτέλεσμα με κάμερες που συμπληρώνουν η μία την άλλη, συνθέτοντας χωρίς καμία υπερβολή τον καλύτερο συνδυασμό που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην αγορά και ξεκάθαρα τη No 1 επιλογή για κάθε χρήστη που θέτει τη φωτογραφία και το βίντεο ως βασική προτεραιότητα στο smartphone του. Στο φως της ημέρας, το Xiaomi 15 Ultra χαρίζει θεσπέσιες λήψεις με ρεαλιστικά χρώματα σε φυσικούς τόνους, χωρίς τα ενοχλητικά εφέ υπερβολικής επεξεργασίας που συναντάμε σε άλλες συσκευές. Τα πορτρέτα είναι τέλεια με το δέρμα να έχει τις σωστές αποχρώσεις και τα τοπία μαγικά ακόμα κι όταν υπάρχουν έντονες αντιθέσεις σε χρώματα ή/και φωτεινότητα. Οι επιδόσεις, όπως και πέρυσι, προσεγγίζουν εκείνες μίας DSLR και αν κάποιος έχει την όρεξη και τις γνώσεις να πειραματιστεί περαιτέρω, τα αποτελέσματα που θα πετύχει θα είναι ασυναγώνιστα. Σε πιο απαιτητικές συνθήκες ως προς τον φωτισμό, οι δύο τηλεφακοί δείχνουν την αξία τους, ακόμα και στα μέγιστα επίπεδα οπτικού zoom, αποτυπώνοντας σπουδαίες λεπτομέρειες με πραγματικά υψηλό δυναμικό εύρος, ελάχιστο θόρυβο και μηδενικό θόλωμα. Για το zoom, η ποιότητα είναι η καλύτερη που έχουμε δει και στις ψηφιακές καταστάσεις ακόμα και αν μιλάμε για 100-120χ, κάτι σίγουρα εντυπωσιακό. Όσο για το βίντεο, και οι τέσσερις κάμερες υποστηρίζουν εγγραφή 8K30 με την κύρια και τον περισκοπικό τηλεφακό να προσφέρουν και δυνατότητα 4K120 με πάρα πολύ καλή σταθεροποίηση (η κύρια κάμερα έχει OIS τεσσάρων αξόνων και βελτιωμένο EIS). Η Leica έχει προικίσει το Xiaomi 15 Ultra με δύο προφίλ λήψεων, τα Vibrant και Authentic. Το πρώτο που είναι και το προεπιλεγμένο, είναι αναμφίβολα εκείνο που θα χρησιμοποιήσουν οι περισσότεροι προσφέροντας καλύτερα επίπεδα δυναμικού εύρους και περισσότερη ευελιξία σε σχέση με την επεξεργασία. Το Authentic είναι αυτό που λέμε «για τα vibes» αφού θα μιλήσει στους λάτρεις της φωτογραφίας που θα βρουν τον κορεσμό στο Vibrant υπερβολικό. Επιπρόσθετα, στη διάθεσή σας βρίσκονται και μία σειρά από φίλτρα που μπορείτε να ενεργοποιήσετε πριν από κάθε σας λήψη. Μιλώντας περί λειτουργιών, να πούμε πως ενεργοποιώντας το Pro, θα ξεκλειδώσετε τη δυνατότητα εγγραφής σε LOG – το φορμά που χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικές κάμερες και κινηματογραφικές παραγωγές (για όσους πρόκειται να ασχοληθούν σοβαρά με επεξεργασία). Οι die-hard φαν της φωτογραφίας μπορούν μαζί με τη συσκευή να αποκτήσουν και το Photography Kit (διατίθεται ξεχωριστά στα €199). Σε εντυπωσιακό συνδυασμό κόκκινου-μαύρου χρώματος αλλά με τον ίδιο σχεδιασμό, μετατρέπει το Xiaomi 15 Ultra σε κανονική φωτογραφική μηχανή, διαθέτοντας λαβή για καλύτερο κράτημα, αποσπώμενο πλήκτρο κλείστρου, πλήκτρο εγγραφής βίντεο και ροδέλες για τη ρύθμιση ISO, EV, zoom και ισορροπίας λευκού, καθώς και δακτύλιο προσαρμογής φίλτρου 67 χιλ. Συνδέεται μέσω της USB Type-C και διαθέτει μπαταρία 2000 mAh. Όπως και πέρυσι, έτσι και φέτος το Photography Kit απευθύνεται σε όσους πρόκειται να χρησιμοποιήσουν πράγματι το Xiaomi 15 Ultra ως φωτογραφική μηχανή. Επιδόσεις – Μπαταρία Στα ενδότερα της συσκευής συναντάμε, αναμενόμενα, τον αγαπημένο μας Snapdragon 8 Elite. Τεχνολογίας 3 nm και με οκτώ πυρήνες, πλαισιώνεται από 16 GB ταχύτατης RAM και αποθηκευτικό χώρο 512 GB τύπου UFS 4.1, τουλάχιστον στην έκδοση που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά (διότι βάσει τεχνικών χαρακτηριστικών υπάρχουν δύο ακόμα: 12/256 GB και 16/1 TB). Η Xiaomi διατείνεται πως το φετινό Ultra έχει κατά 45% καλύτερες επιδόσεις επεξεργαστή και κατά 44% καλύτερες επιδόσεις γραφικών από το περυσινό και πώς θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά τα πράγματα; Βάσει benchmarks πάντως, αν και το Xiaomi 15 Ultra ξεπερνά το OnePlus 13, εντούτοις βλέπει την πλάτη τόσο του Galaxy S25 Ultra, όσο και του «τέρατος επιδόσεων» ROG Phone 9 Pro. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως η συσκευή δεν αποτελεί ένα πραγματικό θηρίο, έτοιμο να φέρει εις πέρας κάθε αποστολή. Σε αυτό βοηθά σημαντικά και το HyperOS 2.0. Η νέα έκδοση του UI της Xiaomi που συμπληρώνει το Android 15 (η Xiaomi προσφέρει τέσσερα χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και έξι ενημερώσεων ασφαλείας) έχει υποστεί αρκετές αλλαγές που αφορούν τόσο τη λειτουργικότητά της, όσο και την απόδοσή της αφού πλέον καταλαμβάνει λιγότερο χώρο δεσμεύοντας και λιγότερους πόρους. Οι ομοιότητες με το iOS είναι και πάλι… ύποπτα πολλές όμως η Xiaomi δείχνει να άκουσε το κοινό σχετικά με το τι δουλεύει και τι όχι – ο περυσινός απαράδεκτος τρόπος διαχείρισης ειδοποιήσεων για παράδειγμα είναι πια παρελθόν. Διορθωτικές κινήσεις έγιναν και αναφορικά με την παρουσία της AI η οποία πλέον έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Στη διάθεσή σας υπάρχει πάντα το Gemini το οποίο υποστηρίζει κανονικά Ελληνικά, ενώ η Xiaomi προσφέρει και δυνατότητα δημιουργίας κειμένου στο ύφος που προτιμάτε – επίσης με υποστήριξη Ελληνικών. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι παρούσα και στη γκαλερί με τις φωτογραφίες σας, δίνοντάς σας τη δυνατότητα να τις επεξεργαστείτε κατά βούληση αφαιρώντας αντικείμενα, αντανακλάσεις, επεκτείνοντας το παρασκήνιο, αλλάζοντας στοιχεία κ.α. Τα περισσότερα από αυτά, τις περισσότερες φορές δουλεύουν άψογα ενώ ξεχωρίσαμε τους AI υπότιτλους και το Διερμηνέα AI για να μπορέσετε να επικοινωνήσετε με κάποιον που κανείς από τους δυο δεν μιλάει τη γλώσσα του άλλου. Μερικές παρατηρήσεις για την ενσωμάτωση του AI στο Xiaomi 15 Ultra είναι ότι οι σχετικές είναι όλες αναμενόμενες, χωρίς κάποια έκπληξη. Ακόμα μία είναι ότι δεν υπάρχει αυτή η αίσθητη της εγγενούς ενσωμάτωσης με το υπόλοιπο λειτουργικό, κάτι που είδαμε στο τελευταίο Galaxy και πιστεύουμε ότι είναι ο καταλληλότερος δρόμος. Φυσικά είναι πολύ θετικό ότι αν όχι όλες, η συντριπτική πλειοψηφία των AI λειτουργιών στο HyperOS 2.0, υποστηρίζει την ελληνική γλώσσα. Στα της μπαταρίας, η χωρητικότητά της έχει αυξηθεί από τα 5000 στα 5410 mAh. Δεν συμβαίνει το ίδιο και με την αυτονομία όμως η οποία και πάλι επαρκεί για μία «γεμάτη» ημέρα χρήσης και όχι παραπάνω. Το καλό είναι πως η φόρτιση δεν κρατά πολύ αφού το 0-100% ολοκληρώνεται σε κάτι παραπάνω από μία ώρα χάρη στην τεχνολογία Wired HyperCharge 90 W (υποστηρίζεται και Wireless HyperCharge 80 W). Μετρήσαμε έως και 65 λεπτά ανάλογα με τον φορτιστή και εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η συσκευή έρχεται – δυστυχώς – μόνο με καλώδιο και χωρίς φορτιστή. Εν πάση περιπτώσει προσφέρεται και δυνατότητα ασύρματης αντίστροφης φόρτισης 10 W. Αν θέλετε να μειώσετε πάντως τον χρόνο φόρτισης, υπάρχει και λειτουργία Top Speed που ρίχνει το 0-100% στα 50 λεπτά – φθείροντας όμως, λογικά, περισσότερο τη μπαταρία. Ειδική μνεία θα πρέπει να κάνουμε στη θερμική συμπεριφορά του Xiaomi 15 Ultra. Η Xiaomi το έχει εξοπλίσει με έναν νέο θάλαμο ατμού μεγαλύτερου μεγέθους. Το προηγμένο σύστημα ψύξης 3D Dual-Channel IceLoop εκτείνεται στο 40% περίπου της συνολικής επιφάνειας της συσκευής, εξασφαλίζοντας τις χαμηλότερες δυνατές θερμοκρασίες λειτουργίας – ένα χαρακτηριστικό που αποτελεί σημείο υπεροχής για πολλά κορυφαία Android smartphones, με την Apple να φαίνεται πως προετοιμάζεται να υιοθετήσει παρόμοια προσέγγιση στο εγγύς μέλλον. Παίξαμε Genshin Impact, Call of Duty Mobile και Mortal Kombat μεταξύ άλλων και ίσα που παρατηρήσαμε μία ελαφριά αύξηση της θερμοκρασίας – κάτι που συνέβη και όταν ενεργοποιήσαμε τη λειτουργία φόρτισης-εξπρές Top Speed. Συμπέρασμα Πού καταλήγουμε λοιπόν; Το Xiaomi 15 Ultra έγινε καλύτερο στα σημεία που το Xiaomi 14 Ultra ήταν έτσι κι αλλιώς καλό, χωρίς όμως να βελτιώσει έστω και μία από τις ατέλειές του. Είναι χωρίς αμφιβολία το καλύτερο camera phone της αγοράς όμως η λογική λέει πως με κόστος €1499, ο εν δυνάμει κάτοχός του περιμένει μία πιο ολοκληρωμένη εμπειρία, εφάμιλλη με εκείνη που μπορεί να του προσφέρει π.χ. το Galaxy S25 Ultra. Αν πάλι η φωτογραφία για εσάς είναι το α και το ω, τότε η εν λόγω συσκευή παίζει χωρίς αντίπαλο (και μάλιστα προσφέρεται και με δώρο τον φορητό projector Xiaomi L1 αξίας €299). Είναι αναμενόμενο πως με τη σταδιακή μείωση της τιμής του στο επόμενο διάστημα -κάτι που παρατηρήθηκε και στο προηγούμενο μοντέλο-, το Xiaomi 15 Ultra θα αποτελέσει μια ολοένα και πιο ελκυστική επιλογή για καταναλωτές που αναζητούν μια κορυφαία συσκευή Android.
    4 πόντοι
  14. Το νέο Huawei Watch GT5 Pro κυκλοφόρησε πριν μερικές ημέρες αποτελώντας την τελευταία πρόταση της Huawei σε μια κατηγορία που έχει ήδη μεγάλη και σημαντική παρουσία. Η νέα γενιά προσφέρει μια σειρά από καινοτόμα χαρακτηριστικά και βελτιώσεις που το καθιστούν ένα από τα πιο ολοκληρωμένα wearables της αγοράς. Ας δούμε αναλυτικά τις δυνατότητες του GT5 Pro, αναλύοντας τόσο τα τεχνικά του χαρακτηριστικά όσο και την πρακτική του χρήση σε καθημερινές και εξειδικευμένες δραστηριότητες. Σχεδιασμός και Κατασκευή Το Huawei Watch GT5 Pro ξεχωρίζει από την πρώτη στιγμή χάρη στον εμβληματικό οκταγωνικό σχεδιασμό του, ο οποίος αποτελεί εξέλιξη του προηγούμενου μοντέλου. Σύμφωνα με τη Huawei, αυτός ο σχεδιασμός εμπνέεται από πολυτελή αναλογικά ρολόγια, προσδίδοντας στο GT5 Pro μια αίσθηση κομψότητας και διαχρονικότητας, μια δήλωση που εν μέρει συμεριζόμαστε φτάνει να αναφερόμαστε σε συγκεκριμένες εκδόσεις. Με το συγκεκριμένο σχεδιασμό, το GT5 Pro των 46mm μπορεί εύκολα να φορεθεί τόσο σε επαγγελματικές συναντήσεις όσο και σε αθλητικές δραστηριότητες.Η εταιρεία έχει επιλέξει να κατασκευάσει το σώμα του ρολογιού από κράμα τιτανίου αεροδιαστημικού επιπέδου, ένα υλικό που προσφέρει εξαιρετική ανθεκτικότητα, χωρίς το βάρος να ξεφεύγει. Η επιλογή υλικού δεν είναι μόνο αισθητική, αλλά έχει και πρακτικά οφέλη, καθώς το τιτάνιο είναι ανθεκτικό στη διάβρωση και ιδανικό για καθημερινή χρήση ακόμα και σε απαιτητικές συνθήκες. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του GT5 Pro είναι η πιστοποίηση IP69K που διαθέτει, κάτι που ίσως διαβάζετε για πρώτη φορά. Το συγκεκριμένο πρότυπο σημαίνει ότι το ρολόι είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στη σκόνη και το νερό, μπορώντας να αντέξει ακόμα και σε πίεση νερού υψηλής θερμοκρασίας. Η Huawei αναφέρει ότι το ρολόι έχει σχεδιαστεί με γνώμονα τρεις μορφές ανθεκτικότητας: αντοχή στη φθορά, αντοχή στη διάβρωση και αντοχή στο νερό. Αυτό καθιστά το GT5 Pro ιδανικό για χρήστες που αναζητούν ένα ρολόι που μπορεί να αντέξει σε απαιτητικές συνθήκες, από καθημερινές δραστηριότητες μέχρι εξωτερικές αθλητικές δραστηριότητες. Άθληση Στην καρδιά του GT5 Pro βρίσκεται το νέο σύστημα HUAWEI TruSense. Πρόκειται για μια εξελιγμένη τεχνολογία παρακολούθησης που, σύμφωνα με την εταιρεία, προσφέρει πιο ακριβείς, γρήγορες και ολοκληρωμένες μετρήσεις υγείας και αθλητικών επιδόσεων. Το σύστημα βασίζεται σε τρεις νέες τεχνολογίες: αρχιτεκτονική οπτικής διαδρομής πολλαπλών αποστάσεων, σχεδιασμό οπτικής διαδρομής πολλαπλών περιοχών και προηγμένη τεχνολογία σκίασης γυαλιού. Ιδιαίτερα η τεχνολογία σκίασης γυαλιού είναι αξιοσημείωτη, καθώς βοηθά στην καλύτερη προστασία από το φως και στη μείωση των παρεμβολών, βελτιώνοντας έτσι την ακρίβεια των μετρήσεων. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του GT5 Pro είναι η δυνατότητα μέτρησης ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ) με το πάτημα ενός κουμπιού. Η Huawei αναφέρει ότι η λειτουργία έχει τις απαραίτητες πιστοποιήσεις, επιτρέποντας στους χρήστες να παρακολουθούν αξιόπιστα την καρδιακή τους υγεία οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Το χαρακτηριστικό μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο για άτομα με καρδιακά προβλήματα ή για όσους θέλουν να παρακολουθούν στενά την καρδιακή τους λειτουργία. Το GT5 Pro έρχεται με 14 νέα watchfaces (καντράν), το καθένα σχεδιασμένο για να καλύψει διαφορετικές ανάγκες και προτιμήσεις. Από καντράν που εστιάζουν στην παρακολούθηση της φυσικής δραστηριότητας μέχρι πιο κομψά σχέδια για επίσημες περιστάσεις, η ποικιλία είναι εντυπωσιακή. Αξίζει να σημειωθεί το καντράν "Pet Panda" που βοηθά τους χρήστες να παρακολουθούν τα συναισθήματά τους, και το "Blooming Brilliant" που παρουσιάζει την πρόοδο της φυσικής δραστηριότητας με ένα ανθισμένο λουλούδι. Αναμενόμενα, το GT5 Pro ξεχωρίζει στον τομέα της παρακολούθησης αθλητικών και υπαίθριων δραστηριοτήτων. Η Huawei έχει ενσωματώσει πάνω από 100 διαφορετικές λειτουργίες άθλησης, καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων από απλό τρέξιμο μέχρι εξειδικευμένα αθλήματα. Ένα από τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίσαμε είναι το σύστημα Sunflower Positioning. Πρόκειται για ένα προηγμένο σύστημα εντοπισμού θέσης που, σύμφωνα με την εταιρεία, βελτιώνει την ακρίβεια της διαδρομής κατά 40%, την ακρίβεια της απόστασης κατά 30% και την ακρίβεια του ρυθμού κατά 20% σε σύγκριση με προηγούμενα μοντέλα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας προσαρμοστικής κεραίας που ανιχνεύει έξυπνα τη δραστηριότητα του χρήστη και βελτιστοποιεί την κατεύθυνση της κεραίας ανάλογα. Για τους δρομείς, το GT5 Pro προσφέρει μια λειτουργία ανάλυσης τεχνικής τρεξίματος. Η λειτουργία παρέχει επαγγελματικού επιπέδου υποστήριξη, αναλύοντας παραμέτρους όπως ο χρόνος επαφής με το έδαφος, η κάθετη ταλάντωση και η ισορροπία, πληροφορίες μπορούν να βοηθήσουν τους δρομείς να βελτιώσουν την τεχνική τους και να μειώσουν τον κίνδυνο τραυματισμών. Το ρολόι διαθέτει επίσης νέους έγχρωμους χάρτες για υπαίθριες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου και της Ελλάδας. Οι χρήστες μπορούν να δουν λεπτομερείς τοπογραφικούς χάρτες με ακρίβεια 10 μέτρων, ενώ υπάρχει και λειτουργία νυχτερινής προβολής για άνετη χρήση σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, υποστηρίζοντας διάφορες υπαίθριες δραστηριότητες όπως τρέξιμο, ποδηλασία, πεζοπορία και ορειβασία. Για τους ποδηλάτες, το GT5 Pro προσφέρει προηγμένες λειτουργίες επαγγελματικού επιπέδου. Το ρολόι μπορεί να μετατρέψει το κινητό τηλέφωνο σε επαγγελματικό υπολογιστή ποδηλασίας, προβάλλοντας σε πραγματικό χρόνο διάφορους δείκτες κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Επιπλέον, υπάρχει λειτουργία φωνητικής καθοδήγησης που μπορεί να κατευθύνει τον ποδηλάτη μέσω της συντομότερης διαδρομής, αποφεύγοντας δύσκολες περιοχές ή περιοχές με βαριά κυκλοφορία. Για τους λάτρεις του γκολφ, το GT5 Pro προσφέρει μια εξειδικευμένη λειτουργία επαγγελματικού γκολφ. Αυτή περιλαμβάνει τρισδιάστατους χάρτες γηπέδων γκολφ με πρόσβαση σε πάνω από 15.000 γήπεδα παγκοσμίως. Οι χρήστες μπορούν να δουν λεπτομερείς απεικονίσεις των γηπέδων, συμπεριλαμβανομένων των σημείων εκκίνησης, των διαδρόμων, των αμμόλοφων και των πράσινων περιοχών. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, το ρολόι παρέχει ακριβείς μετρήσεις αποστάσεων και πληροφορίες για τις περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως την κατεύθυνση και την ταχύτητα του ανέμου. Ένα ακόμη εντυπωσιακό χαρακτηριστικό είναι η λειτουργία ελεύθερης κατάδυσης. Το GT5 Pro διαθέτει αντοχή στο νερό μέχρι τα 40 μέτρα βάθος, επιτρέποντας στους χρήστες να το χρησιμοποιούν κατά τη διάρκεια καταδύσεων. Η οθόνη του ρολογιού φωτίζεται υποβρύχια και προβάλλει σημαντικές πληροφορίες όπως ο χρόνος κατάδυσης και το μέγιστο βάθος. Αυτονομία Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του GT5 Pro είναι η αυτονομία του, κάτι στο οποίο άλλωστε φημίζεται η Huawei. Η εταιρεία υπόσχεται έως και 14 ημέρες αυτονομία με μία μόνο φόρτιση, κάτι που επιβεβαιώσαμε και στις δικές μας δοκιμές. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για χρήστες που δεν θέλουν να ανησυχούν συνεχώς για τη φόρτιση του ρολογιού τους, ειδικά κατά τη διάρκεια πολυήμερων δραστηριοτήτων όπως κάμπινγκ ή ταξίδια. Όσον αφορά τη συμβατότητα, το GT5 Pro είναι συμβατό με συσκευές που τρέχουν EMUI, Android και iOS. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ένα ευρύ φάσμα smartphones, καθιστώντας το προσβάσιμο σε περισσότερους χρήστες. Βέβαια η πλήρης εμπειρία υπάρχει μόνο σε smartphones της Huawei και γενικότερα στο android οικοσύστημα, με τους κατόχους iPhone να χάνουν κάποια χαρακτηριστικά όπως το ηλεκτρονικό κατάστημα, τη συγγραφή γραπτών μηνυμάτων ή την απάντηση σε μηνύματα που θα αναφέρουμε στη συνέχεια. Λειτουργίες Το GT5 Pro έρχεται με μια σειρά από βελτιώσεις στη λειτουργικότητα και τη διεπαφή χρήστη. Μια σημαντική προσθήκη είναι η δυνατότητα πλήρους εισαγωγής κειμένου μέσω πληκτρολογίου. Αυτό επιτρέπει στους χρήστες να απαντούν σε μηνύματα SMS, WhatsApp, Instagram και άλλες εφαρμογές επικοινωνίας απευθείας από το ρολόι. Η λειτουργία υποστηρίζει πολλαπλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών, καθιστώντας το ιδιαίτερα χρήσιμο για το ελληνικό κοινό. Η Huawei έχει επίσης προσθέσει μια νέα λειτουργία screenshots, επιτρέποντας στους χρήστες να καταγράφουν εύκολα ό,τι βλέπουν στην οθόνη του ρολογιού με το πάτημα δύο κουμπιών ταυτόχρονα. Αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για την καταγραφή επιτευγμάτων ή την κοινοποίηση πληροφοριών με φίλους και οικογένεια. Η διεπαφή χρήστη (UX) έχει επίσης αναβαθμιστεί, με στόχο την καλύτερη αναγνωσιμότητα και πιο ομαλές μεταβάσεις μεταξύ οθονών. Τα φόντα είναι πλέον χρωματικά κωδικοποιημένα για να αντικατοπτρίζουν την κατάσταση φυσικής κατάστασης ή θεματικά χρώματα, ενώ οι κινήσεις μεταξύ οθονών είναι πιο ομαλές, βελτιώνοντας τη συνολική εμπειρία χρήσης. Το GT5 Pro συνοδεύεται από την εφαρμογή HUAWEI Health, η οποία έχει βελτιωθεί σημαντικά. Η νέα λειτουργία Health Summary προσφέρει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της υγείας του χρήστη, συμπεριλαμβάνοντας τάσεις ύπνου, επίπεδα φυσικής δραστηριότητας και άλλους δείκτες υγείας. Οι χρήστες μπορούν να ελέγχουν τις ημερήσιες, εβδομαδιαίες, μηνιαίες και ετήσιες τάσεις της υγείας τους, λαμβάνοντας ειδοποιήσεις για τυχόν αλλαγές. Επιπλέον, η Huawei προσφέρει τώρα το πρόγραμμα Health+ και στην Ελλάδα. H υπηρεσία παρέχει πρόσθετα οφέλη, όπως εξειδικευμένες συνεδρίες άσκησης, μαθήματα διαλογισμού και προγράμματα διαχείρισης βάρους. Η συνδρομή Health+ είναι διαθέσιμη για τρεις μήνες δωρεάν με την αγορά νέων wearable προϊόντων της Huawei. Συμπέρασμα Το Huawei Watch GT5 Pro αποτελεί μια ακόμη εντυπωσιακή προσθήκη στις προτάσεις έξυπνων ρολογιών της Huawei με τιμή που ξεκινά από τα 379€. Συνδυάζει κομψό σχεδιασμό, προηγμένη τεχνολογία παρακολούθησης υγείας και φυσικής κατάστασης, και μια πληθώρα λειτουργιών για υπαίθριες δραστηριότητες. Η μεγάλη διάρκεια ζωής της μπαταρίας και η ευρεία συμβατότητα με διάφορες πλατφόρμες το καθιστούν ελκυστική επιλογή για ένα ευρύ φάσμα χρηστών. Η γυναικεία έκδοση Το ρολόι φαίνεται να απευθύνεται ιδιαίτερα σε ενεργούς χρήστες που ασχολούνται με υπαίθριες δραστηριότητες όπως τρέξιμο, ποδηλασία, γκολφ και κατάδυση. Ωστόσο, οι προηγμένες λειτουργίες παρακολούθησης υγείας, όπως το ΗΚΓ, το καθιστούν επίσης χρήσιμο για όσους ενδιαφέρονται να παρακολουθούν στενά την υγεία τους.
    4 πόντοι
  15. Λίγο καιρό μετά την ανακοίνωση της σειράς καρτών γραφικών Radeon RX 9070 , η AMD ανακοίνωσε τη νέα κάρτα γραφικών Radeon RX 9060 XT, η οποία θα διατεθεί σε εκδόσεις με 16 GB και 8 GB μνήμης GDDR6. Η AMD Radeon RX 9060 XT έρχεται να συμπληρώσει -προς τα κάτω από άποψη κόστους- το προϊοντικό χαρτοφυλάκιο της δημοφιλούς εταιρείας που βασίζεται στην αρχιτεκτονική RDNA 4. Σύμφωνα με την AMD, η νέα κάρτα γραφικών αποτελεί μία εξαιρετική λύση για τον σημερινό gamer που επιθυμεί να παίζει τα αγαπημένα του παιχνίδια χωρίς ιδιαίτερους συμβιβασμούς στην ποιότητα απεικόνισης/ γραφικών σε αναλύσεις έως και 1440p (ή ακόμα και 4K σε κάποιες περιπτώσεις σε συνδυασμό με την τεχνολογία FidelityFX Super Resolution που πλέον έχει φτάσει στην 4η γενιά) ενώ αποτελεί μία θαυμάσια επιλογή για αναβάθμιση καθώς χρησιμοποιεί στάνταρντ συνδέσμους 8-pin PCIe, διαθέτει έως και 16 GB μνήμης GDDR6. Εξοπλίζεται με σύγχρονες εξόδους DisplayPort 2.1a και HDMI 2.1b και αξιοποιεί το υψηλό εύρος ζώνης που προσφέρει ο δίαυλος PCIe 5.0 x16 όταν συνδυάζεται με επεξεργαστή AMD Ryzen (AM5). Όπως υποστηρίζει η εταιρεία, άνω του 80% των PC gamers σήμερα παίζει παιχνίδια σε ανάλυση 1440p ή μικρότερη, και η νέα της κάρτα γραφικών είναι ιδανική για αυτή την ομάδα χρηστών. Επιπλέον ενσωματώνει χαρακτηριστικά που την τοποθετούν σε θέση ετοιμότητας για το μέλλον (future-proof). Έτσι, όπως είδαμε και με τη σειρά Radeon RX 9070, ο επεξεργαστής γραφικών της Radeon RX 9060 XT βασίζεται στην αρχιτεκτονική RDNA 4 και ενσωματώνει ισχυρούς επιταχυντές AI και Ray Tracing φέροντας όλες τις γνωστές τεχνολογίες της εταιρείας. Πιο συγκεκριμένα, η νέα κάρτα γραφικών ενσωματώνει 3ης γενιάς Raytracing Accelerators που έχουν διπλάσια απόδοση ακτινανίχνευσης ανά υπολογιστική μονάδα από τους αρχιτεκτονικής RDNA 3, 2ης γενιάς AI Accelerators, οι οποίοι προσφέρουν διπλάσια απόδοση τεχνητής νοημοσύνης με sparsity έναντι των επιταχυντών αρχιτεκτονικής RDNA 3. Ακόμα διαθέτει βελτιωμένη Media Engine για 20% υψηλότερη ποιότητα (VMAF) σε σχέση με την αρχιτεκτονική προηγούμενης γενιάς κ.ά. Καθώς έχουμε αναφερθεί στην αρχιτεκτονική RDNA 4 της AMD στο παρελθόν, όσοι από εσάς επιθυμείτε να «φρεσκάρετε» τη μνήμη σας, μπορείτε να βρείτε περισσότερα στοιχεία και λεπτομέρειες στην αναλυτική παρουσίαση μας των AMD Radeon RX 9070 και 9070 ΧΤ GPU. Από άποψη απόδοσης, η AMD τοποθετεί την Radeon RX 9060 XT 16GB πάνω από την NVIDIA GeForce RTX 5060 Ti 8GB με 6% υψηλότερη απόδοση κατά μέσο όρο σε περίπου 40 παιχνίδια. Προδιαγραφές Αν πάρετε τον επεξεργαστή γραφικών Radeon RX 9070 XT και τον… «κόψετε» στη μέση, έχετε στην ουσία μία υλοποίηση που μοιάζει πολύ με την έκδοση Radeon RX 9060 XT. Έτσι, διαθέτει 32 υπολογιστικές μονάδες (CUs) με κάθε μία να διαθέτει 64 shaders (συνολικά 2.048). Υπάρχουν 128 μονάδες χαρτογράφησης υφών (TMUs), 64 μονάδες raster operation (ROPs), 64 επιταχυντές Τεχνητής Νοημοσύνης (AI Accelerators)και 32 επιταχυντές ακτινανίχνευσης (Ray Accelerators). O επεξεργαστής γραφικών ενσωματώνει 32MB Infinity Cache και επικοινωνεί με μνήμη 8GB ή 16GB τύπου GDDR6 (20Gbps) μέσω ενός διαύλου με εύρος 128-bit. Από άποψη κατανάλωσης, η AMD ισχυρίζεται ότι το Total Board Power στην περίπτωση των εκδόσεων με 8GB μνήμης κυμαίνεται μεταξύ 150W~180W και στην περίπτωση των εκδόσεων με 16GB μνήμης μεταξύ 160W~180W. Και μετά από αυτή τη σύντομη εισαγωγή, ήρθε η ώρα για να παρουσιάσουμε την απόδοση της νέας κάρτας γραφικών της AMD σε ορισμένα παιχνίδια και συνθετικά benchmarks και πιστεύουμε ότι θα βρείτε αρκετά ενδιαφέροντα τα ευρήματα μας, πάντα σε συνδυασμό με το κόστος της κάρτας γραφικών, το οποίο σύμφωνα με την AMD ξεκινάει από τα $349 για την έκδοση με τα 16GB μνήμης (από τα $299 με 8GB μνήμης). Για τα ελληνικά δρώμενα δεν έχουμε ακόμα κάποια πληροφορία, με την κατάσταση όμως να ξεκαθαρίζει πολύ σύντομα σε ότι αφορά για το που θα κυμανθούν οι τιμές. Σύστημα μέτρησης Για τις μετρήσεις των καρτών γραφικών, χρησιμοποιήσαμε το παρακάτω hardware: Επεξεργαστής: AMD Ryzen 9 7950X Μητρική κάρτα: GIGABYTE X670E AORUS MASTER Μνήμη: G.SKILL Trident Z5 Neo 2 x 16GB DDR5-6000 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm SSD: Samsung NVMe M.2 SSD 980 Pro 1TB και 970 EVO Plus 500GB Τροφοδοτικό: be quiet! Dark Power 13 1000W Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 11 Pro 64-bit Σε συνεργασία με την εταιρεία ASRock, η AMD μας απέστειλε την κάρτα γραφικών ASRock AMD Radeon RX 9060 XT Challenger 16GB OC. Μετρήσεις Όπως συνηθίζουμε, «τρέξαμε» στον διαθέσιμο χρόνο που είχαμε όσα περισσότερα παιχνίδια μπορούσαμε, ωστόσο για χάριν ευκολίας, καλύτερης διαχείρισης του χρόνου και αξιοπιστίας χρησιμοποιήθηκαν υποχρεωτικά τίτλοι παιχνιδιών με ενσωματωμένες ρουτίνες benchmark. Συνθετικά benchmarks Όσον αφορά στα benchmarks, χρησιμοποιήθηκαν τα συνθετικά benchmarks UL Solutions 3D Mark (με τις ρουτίνες Speed Way, Port Royal και Time Spy Extreme) και Unigine Superposition. Σε όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν οι εξ ορισμού ρουτίνες χωρίς να κάνουμε παρεμβάσεις στις ρυθμίσεις. Το 3DMark φανερώνει τις επιδόσεις ενός συστήματος στα τρισδιάστατα γραφικά. Παρόλο που η συμβολή του επεξεργαστή είναι σημαντική, κυρίως η κάρτα γραφικών είναι αυτή που διαμορφώνει το τελικό σκορ. Εκτελέσαμε τις δοκιμές «Speed Way», «Port Royal» και «Time Spy Extreme», με τις δύο πρώτες - ιδιαίτερα το Speed Way - να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ικανότητες ray tracing του εξοπλισμού. 3D Mark Speed Way Το 3D Mark Speed Way που λειτουργεί με το DirectX 12 Ultimate συγκαταλέγεται στα πιο εξελιγμένα εργαλεία αξιολόγησης καρτών γραφικών της UL Solutions και εστιάζει στις πιο καινοτόμες τεχνολογίες όπως το real-time ray tracing, τα reflections-global illumination με ray tracing, τους mesh shaders, το variable rate shading και άλλα. 3D Mark Port Royal Αποτελεί το πρώτο εργαλείο αξιολόγησης απόδοσης ray tracing που δημιούργησε η UL Solutions. Εξετάζει τις ικανότητες των καρτών γραφικών στο ray tracing για φωτισμό, αντανακλάσεις και σκιές, εφαρμόζει physically based rendering και διάφορα post processing εφέ για την προσομοίωση παιχνιδιών AAA. 3D Mark Time Spy Extreme Το Time Spy Extreme συνιστά ένα ιδιαίτερα απαιτητικό DirectX 12 benchmark και αξιοποιεί multi-threaded rendering, ανάλυση 4K (3840 x 2160 pixels), physically based rendering και ποικίλα post processing εφέ για να μιμηθεί τίτλους AAA. Superposition Το Superposition benchmark αποκαλύπτει τη συνολική επίδοση του συστήματος κατά την επεξεργασία τρισδιάστατων γραφικών. Η κάρτα γραφικών διαδραματίζει τον καθοριστικότερο ρόλο και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο παρουσιάζουμε frames per second. Λειτουργεί με τη μηχανή γραφικών Unigine 2 και εφαρμόζει physically based rendering, dynamic global illumination, screen space reflections, depth of field και άλλα. Παιχνίδια Για την αξιολόγηση χρησιμοποιήσαμε τους τίτλους: Assassin's Creed Valhalla, Black Myth Wukong, ChernobyLite, Cyberpunk 2077, Dirt 5, F1 '24, Far Cry 6, Gears 5, Godfall, Metro Exodus και Shadow of the Tomb Raider. Πραγματοποιήσαμε μετρήσεις στις αναλύσεις 1920 x 1080 pixels, 2560 x 1440 pixels και 3840 x 2160 pixels εφαρμόζοντας κυρίως τις υψηλότερες διαθέσιμες προκαθορισμένες ρυθμίσεις με μικρές τροποποιήσεις όπου χρειάστηκε (Very High, Ultra, Ultra High κλπ). Επιλέξαμε παιχνίδια με ενσωματωμένες διαδικασίες benchmarking για καλύτερη ευκολία και αξιοπιστία. Assassin's Creed Valhalla Το Assassin's Creed Valhalla βασίζεται στην Ubisoft Anvil, μια ισχυρή μηχανή γραφικών που δημιουργεί ρεαλιστικά περιβάλλοντα, φωτοσκιάσεις και καιρικά φαινόμενα. Υποστηρίζει HDR, dynamic global illumination και screen-space reflections. Ο τίτλος περιλαμβάνει υφές υψηλής ανάλυσης και προηγμένα physics-based animations. Η επίδραση της ενεργοποίησης του FidelityFX Super Resolution 3 (FSR 3) είναι αξιοσημείωτη, και σίγουρα θα προσφέρει σημαντική βοήθεια σε περιπτώσεις που αντιμετωπίζετε δυσκολίες με ορισμένα παιχνίδια. Black Myth Wukong Το Black Myth Wukong αξιοποιεί την Unreal Engine 5, παρέχοντας ρεαλιστικά μοντέλα χαρακτήρων, εξελιγμένο φωτισμό και υφές υψηλής ποιότητας. Υποστηρίζει ray tracing και τις τεχνολογίες DLSS και FSR για βελτιωμένη απόδοση και οπτική πιστότητα, ενώ στις μάχες χρησιμοποιούνται προηγμένα particle effects και destruction physics. ChernobyLite Το ChernobyLite λειτουργεί με την Unreal Engine 4, αποδίδοντας σκοτεινή ατμόσφαιρα με περιβάλλοντα βασισμένα σε photogrammetry. Το χαρακτηριστικό RTX global Illumination ενισχύει τον φωτισμό ενώ τα Screen-Space Reflections και Volumetric Fog δημιουργούν έντονη αίσθηση ρεαλισμού. Υποστηρίζει ray tracing και DLSS. Cyberpunk 2077 Το Cyberpunk 2077 λειτουργεί με τη REDengine 4 με πλήρη υποστήριξη ray tracing για αντανακλάσεις, σκιές και global illumination. Η τεχνολογία Path Tracing προσφέρει φωτισμό κινηματογραφικής αίσθησης ενώ οι υφές υψηλής ανάλυσης ενισχύουν τον ρεαλισμό. Υποστηρίζει DLSS, FSR και XeSS για καλύτερη απόδοση όταν χρειάζεται. Dirt 5 Το Dirt 5 χρησιμοποιεί μια εξελιγμένη έκδοση της μηχανής γραφικών που αναπτύχθηκε για το παιχνίδι Onrush. Η υποστήριξη για Variable Rate Shading (VRS) ενισχύει την απόδοση ενώ τα χαρακτηριστικά Screen-Space Reflections και HDR προσδίδουν φυσικό βάθος στις σκηνές. Υποστηρίζονται ray traced shadows και υφές υψηλής ποιότητας. F1 '24 Το F1 '24 στηρίζεται στην αναβαθμισμένη EGO Engine, παρέχοντας ρεαλιστική απεικόνιση πίστας και καιρικών συνθηκών. Το χαρακτηριστικό dynamic global illumination και τα μοντέλα αυτοκινήτων υψηλής ακρίβειας μαζί με τις υφές προσφέρουν ποιότητα επιπέδου κινηματογράφου. Υποστηρίζει ray tracing για αντανακλάσεις και σκιές καθώς και τις τεχνολογίες DLSS, FSR και XeSS. Far Cry 6 Το Far Cry 6 λειτουργεί με τη Dunia 2 Engine και υποστηρίζει ray traced reflections και shadows, global illumination και volumetric clouds. Επιπλέον υποστηρίζει DXR ray tracing και FSR ενώ διαθέτει υφές υψηλής ανάλυσης για μεγαλύτερο ρεαλισμό. Gears 5 Το Gears 5 βασίζεται στην Unreal Engine 4 και υποστηρίζει screen-space reflections, volumetric lighting, HDR και variable rate shading (VRS). Επιπρόσθετα περιλαμβάνει υφές υψηλής ανάλυσης και particle effects και υποστηρίζει raytraced global illumination. Godfall Το Godfall αξιοποιεί την Unreal Engine 4 και υποστηρίζει physically based rendering (PBR), screen-space reflections και HDR. Για μεγαλύτερο ρεαλισμό χρησιμοποιεί επίσης raytraced shadows και ambient occlusion καθώς και FSR. Metro Exodus Το Metro Exodus χρησιμοποιεί την 4A Engine και προσφέρει εξαιρετικά ρεαλιστικό raytraced φωτισμό. Υποστηρίζει RTX global illumination για αληθοφανείς σκιές και αντανακλάσεις ενώ περιλαμβάνει υφές υψηλής ποιότητας και δυναμικές καιρικές συνθήκες. Υποστηρίζει DLSS. Shadow of the Tomb Raider Το Shadow of the Tomb Raider λειτουργεί με τη Foundation Engine και υποστηρίζει raytraced shadows και screen-space reflections για βελτιωμένο ρεαλισμό. Κατανάλωση Η ενεργειακή κατανάλωση του συστήματος καταγράφηκε κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης/μέτρησης των καρτών γραφικών στο benchmark του Cyberpunk 2077. Συμπέρασμα Αν παίζετε παιχνίδια σε ανάλυση 1080p ή 1440p και επιθυμείτε να αναβαθμίσετε την κάρτα γραφικών σας χωρίς να προβείτε σε σημαντικό έξοδο, η νέα AMD Radeon RX 9060 ΧΤ 16GB αποτελεί μία εξαιρετική πρόταση. Όπως θα διαπιστώσατε και από τις μετρήσεις μας, υπήρξαν περιπτώσεις που η κάρτα γραφικών επέδειξε από πολύ καλή έως και ικανοποιητική απόδοση ακόμα και στην ανάλυση 4Κ σε ορισμένους τίτλους. Όμως ακόμα και στις περιπτώσεις που τα βρίσκει… σκούρα, ο χρήστης μπορεί να καταφύγει στην τεχνική FSR για να αυξήσει σημαντικά τα framerates και να παίξει τα αγαπημένα του παιχνίδια με ομαλότητα. Αν ο παράγοντας που ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η απόδοση σε συνάρτηση με το κόστος, η Radeon RX 9060 XT αποτελεί μία πρόταση με future-proof χαρακτηριστικά που ικανοποιεί στον μέγιστο βαθμό. Πρόκειται για μία εξαιρετική εναλλακτική πρόταση στην προσφορά της NVIDIA (GeForce RTX 5060 Ti) προσφέροντας πολύ καλές επιδόσεις στις αναλύσεις 1080p και 1440p με κορυφαία ποιότητα απεικόνισης/γραφικών (χάρη στις 32 ενιαίες υπολογιστικές μονάδες AMD RDNA 4) ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που τα βγάζει πέρα ακόμα και όταν η ανάλυση ανέβει στα 4Κ -ειδικά όταν ενεργοποιηθεί το FSR. Χάρη λοιπόν στους τελευταίας γενιάς επιταχυντές AI και RT, τις τελευταίες τεχνολογίες κωδικοποίησης/ αποκωδικοποίησης βίντεο και στην future-proof υποστήριξη οθονών υψηλού ρυθμού ανανέωσης (έχοντας DisplayPort 2.1a και HDMI 2.1b), η νέα Radeon RX 9060 XT θέτει νέα στάνταρντ στην mainstream εμπειρία gaming.
    3 πόντοι
  16. Το OnePlus Pad 2 αποτελεί μόλις το δεύτερο tablet της OnePlus. Η τελευταία, βλέπετε, αποφάσισε να κάνει την είσοδό της στη συγκεκριμένη κατηγορία με χαρακτηριστική καθυστέρηση, μόλις πέρυσι με το OnePlus Pad τον Φεβρουάριο και το OnePlus Pad Go τον Οκτώβριο. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως η κινεζική εταιρεία μαθαίνει γρήγορα αφού η νέα της πρόταση έρχεται με σημαντικές βελτιώσεις και αρκετά καλή σχέση τιμής/απόδοσης, αποτελώντας μία λύση που αν μη τι άλλο όλοι όσοι αναζητούν mid-range tablet αξίζει να εξετάσουν. Πάμε να τη δούμε αναλυτικότερα. Σχεδιασμός – Τεχνικά χαρακτηριστικά Το OnePlus Pad 2 κλέβει τις εντυπώσεις με το look του. Διαθέτοντας ενιαίο σώμα αλουμινίου σε γκρι χρώμα, είναι μία ιδιαίτερα κομψή και premium συσκευή. Οι διαστάσεις του δεν ξεφεύγουν από τον μέσο όρο (268,7 x 195,1 x 6,5 χιλ.) όμως εκεί που μας τα χαλάει είναι στο βάρος του το οποίο ανέρχεται στα 584 γραμμάρια -αρκετά πιο πάνω από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανταγωνιστικών λύσεων. Στην πρόσοψη κυριαρχεί φυσικά η οθόνη η οποία καλύπτεται από γυαλί αγνώστων λοιπών στοιχείων. Στην πλάτη ξεχωρίζει η κύρια κάμερα που είναι τοποθετημένη στο επάνω μισό κρατώντας το tablet οριζόντια. Ο φακός εξέχει από την υπόλοιπη επιφάνεια -κάτι που ενδεχομένως να μπορούσε να αποφευχθεί, δεδομένης της ανάλυσής των μόλις 13 MP. Στο κέντρο της επιφάνειας υπάρχει το λογότυπο της OnePlus. Στα δεξιά και τα αριστερά του OnePlus Pad 2 υπάρχουν οκτώ οπές (τέσσερις σε κάθε πλευρά) για τα έξι ηχεία, τα δύο εκ των οποίων είναι woofers. Στα δεξιά υπάρχει θύρα USB Type-C, στα αριστερά το πλήκτρο ενεργοποίησης, επάνω το πλήκτρο αυξομείωσης της έντασης του ήχου ενώ κάτω τα pogo pins για σύνδεση πληκτρολογίου. Σε αντίθεση με τη μόδα της εποχής, όλες οι επιφάνειες του OnePlus Pad 2 έχουν στρογγυλεμένες γωνίες με εξαίρεση την επάνω πλευρά του που χρησιμοποιείται για την εναπόθεση και φόρτιση της γραφίδας. Όσο για τα τεχνικά χαρακτηριστικά του tablet, ξεχωρίζει φυσικά ο οκταπύρηνος Snapdragon 8 Gen 3 που αποτελεί μία σπουδαία αναβάθμιση σε σχέση με τον Dimensity 9000 του προκατόχου του OnePlus Pad 2. Αυτός πλαισιώνεται από 12 GB LPDDR5X RAM και 256 GB αποθηκευτικού χώρου UFS 3.1. Σημειώστε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα προσθήκης κάρτας μνήμης. Η κάμερα στην πλάτη του OnePlus Pad 2 είναι ανάλυσης 13 MP (F/2,2, 23 χιλ., FF) ενώ εκείνη στην πρόσοψη είναι 8 MP (f/2,3, 1,12 μm, 1/4", AF). Στα της συνδεσιμότητας πέραν της USB Type-C που προαναφέραμε υποστηρίζονται ακόμα Wi-Fi 7 και Bluetooth 5.4 (δεν υπάρχει θύρα 3,5 χιλ.) ενώ όσον αφορά στη μπαταρία, η χωρητικότητά της είναι 9510 mAh. Οθόνη & εμπειρία θέασης Το OnePlus Pad 2 είναι μία mid-range συσκευή και ως εκ τούτου, η απουσία οθόνης OLED δεν προσμετρείται στα αρνητικά του. Για την ακρίβεια, η 12,1 ιντσών οθόνη του διαθέτει πάνελ IPS LCD που χάρη στον ιδιαίτερο λόγο διαστάσεων 12,74:9 προσφέρει την πρωτότυπη ανάλυση των 2120 x 3000 pixels στα 304 ppi. Ο ρυθμός ανανέωσης φτάνει τα 144 Hz και στη διάθεσή σας βρίσκονται τρεις λειτουργίες: Auto, Standard και High. Στην πρώτη περίπτωση το σύστημα εναλλάσσεται μεταξύ 30-90 Hz, στη δεύτερη μεταξύ 48-90 Hz ενώ στην τρίτη το όριο ανεβαίνει στα 120 Hz, πάντα ανάλογα με την εκάστοτε εφαρμογή/λειτουργία. Αν θέλετε να ζήσετε την εμπειρία των 144 Hz, θα πρέπει να το ορίσετε οι ίδιοι μέσα από τις ρυθμίσεις, προσθέτοντας το σχετικό app στη λίστα. Κατά τα άλλα υποστηρίζονται HDR10+ και Dolby Vision με την τυπική φωτεινότητα να είναι στα 600 nits και τη μέγιστη στα 900 nits. Χωρίς να λάμπει με τις επιδόσεις της, η οθόνη του OnePlus Pad 2 στέκεται στο ύψος της. Προσφέρει μία άνετη εμπειρία χρήσης, ιδίως αν πρόκειται να χρησιμοποιήσετε το tablet ως laptop replacement αφού θα σας επιτρέψει να εργαστείτε άνετα, ακόμα και σε split-screen mode. Η φωτεινότητά της κυμαίνεται σε άκρως ικανοποιητικά επίπεδα αν και τα χρώματα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο ζωηρά. Ακόμα κι έτσι δεν μας απογοήτευσε στο streaming ή το gaming πάντως. Αν για οποιονδήποτε λόγο πριν το OnePlus Pad 2 χρησιμοποιούσατε συσκευή με οθόνη OLED ωστόσο, η μετάβαση θα είναι μία μάλλον βάρβαρη εμπειρία… Λειτουργίες – Επιδόσεις Από άποψη επιδόσεων, το OnePlus Pad 2 αποδείχθηκε πραγματικό θηρίο. Δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να ανταποκριθεί σε κάθε σενάριο multitasking και να μας χαρίσει gaming sessions μεγάλης διάρκειας -ως προς τα video games, υπάρχει ενσωματωμένο τσιπ γραφικών Adreno 750. Το εντυπωσιακό είναι πως κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεν παρατηρήσαμε παρά ελάχιστη αύξηση στις θερμοκρασίες επιφάνειάς του. Αν η δουλειά σας περιλαμβάνει μπόλικο Office, emails και εφαρμογές προσβάσιμες μέσω web, τότε το συγκεκριμένο tablet δεν θα δυσκολευτεί να σας προσφέρει λίγο-πολύ εμπειρία εφάμιλλη με εκείνη ενός laptop. Σε αυτό βοηθά τα μέγιστα και η μπαταρία του η οποία προσφέρει αυτονομία που φτάνει και τις 12 ώρες συνεχούς χρήσης ή streaming βίντεο. Η δε φόρτισή της γίνεται ταχύτατα χάρη στην τεχνολογία SUPERVOOC 67 W: 0-100% σε περίπου 50 λεπτά. Οι κάμερες της συσκευής είναι μάλλον μέτριες. Όχι πως είχαμε προσδοκίες για κάτι καλύτερο δηλαδή: σε τελική ανάλυση για tablet μιλάμε. Η κύρια μπορεί να γράψει βίντεο ακόμα και σε 4K ανάλυση, ενώ αν επιλέξετε τα 1080p/30fps, τότε προσφέρεται ηλεκτρονική σταθεροποίηση εικόνας (αυτό το τελευταίο ισχύει και στην κάμερα πρόσοψης). Οι εικόνες και τα βίντεο είναι συμπαθητικά, με ουδέτερα χρώματα και σχετικά περιορισμένο θόρυβο, όμως από πλευράς λεπτομερειών τα πράγματα είναι μάλλον φτωχά -κι αυτό με ιδανικό φωτισμό. Σε κάθε περίπτωση, το OnePlus Pad 2 θα σας καλύψει απόλυτα στις βιντεοκλήσεις σας, επαγγελματικές και μη, επιτρέποντάς σας να τραβήξετε φωτογραφίες και βίντεο από το δωμάτιο του ξενοδοχείου ή την ξαπλώστρα σας, προκειμένου να τις μοιραστείτε εν τάχει με όποιον έχει την ατυχία να βρίσκεται σε κλήση μαζί σας. Σε ό,τι έχει να κάνει με τον ήχο, τα έξι ηχεία της συσκευής υποστηρίζουν Dolby Atmos με τη γενικότερη ποιότητα να είναι σημαντικά άνω του μετρίου. Το OnePlus Pad 2 τρέχει μία ειδική για tablet έκδοση του OxygenOS 14.1 σε συνδυασμό με το Android 14. Θεωρούμε το OxygenOS ως ό,τι πιο κοντινό σε stock Android αφού οι εφαρμογές της OnePlus είναι ελάχιστες και το bloatware ανύπαρκτο. Υποστηρίζονται χειρονομίες (gestures) ενώ θα βρείτε και διάφορες συντομεύσεις όπως side bar με widgets, app drawer, λειτουργία split-screen αλλά και ένα πολύ χρήσιμο floating window το οποίο μπορεί να ελαχιστοποιηθεί. Αν η OnePlus προσέφερε και μία desktop-like εμπειρία τύπου DeX, τότε θα μιλούσαμε για την πλέον εξαιρετική εμπειρία χρήσης. Ανοίγουμε παρένθεση για μία σύντομη αναφορά σε δύο αξεσουάρ. Η γραφίδα Stylo 2 υποστηρίζει 16.000 επίπεδα πίεσης και προσφέρει άνετο κράτημα. Χάρη στην επίπεδη capacitive επιφάνειά της μάλιστα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως laser pointer κατά τη διάρκεια παρουσιάσεων. Ασφαλίζει μαγνητικά στην επάνω πλευρά του tablet όπου και φορτίζει κιόλας. Η τιμή της είναι στα €99. Το πληκτρολόγιο της OnePlus είναι αρκετά βολικό κατά τη χρήση του. Διαθέτει μεγάλο touchpad που μάλιστα υποστηρίζει και χειρονομίες ενώ φορτίζει όντας συνδεδεμένο στο tablet. Μπορεί δε να χρησιμοποιηθεί και απομακρυσμένα μέσω Bluetooth. Όπως και να ‘χει, είναι must αν πρόκειται να χρησιμοποιήσετε το tablet για εργασία. Κάτι που παρατηρήσαμε είναι πως για την εναλλαγή από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και τούμπαλιν, έπρεπε να μην υπάρχει ενεργό πεδίο κειμένου, κάτι που αν δεν διορθωθεί είναι τεράστιο φάουλ. Μόνα αρνητικά του πληκτρολογίου η απουσία οπίσθιου φωτισμού, το συνολικό βάρος (tablet και πληκτρολόγιο ξεπερνούν το ένα κιλό) και η τιμή των €104,30. Συμπέρασμα Το OnePlus Pad 2 είναι ένα ολοκληρωμένο all-around mid-range tablet. Έρχεται με τιμή περίπου 400€ που σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά του, του δίνει το δικαίωμα να κοντράρει στα ίσα τις λοιπές προτάσεις στην κατηγορία. Αν μάλιστα το παραγγείλετε από το site της OnePlus θα πάρετε δώρο φορτιστή SUPERVOOC 80 W USB Type-A (στη συσκευασία περιλαμβάνεται μόνο καλώδιο USB Type-A-C) και τη γραφίδα Stylo 2 ή θήκη folio. Εν τέλει, το OnePlus Pad 2 αξίζει την προσοχή σας. Μία προσεγμένη λύση με εντυπωσιακά χαρακτηριστικά που προσφέρει μία άρτια εμπειρία χρήσης, έχει τον τρόπο να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό.
    3 πόντοι
  17. Η πρώτη μας επαφή με τη συγκεκριμένη σειρά κουτιών για υπολογιστές ήταν στις αρχές του καλοκαιριού, στην Ταϊπέι της Ταϊβάν και πιο συγκεκριμένα στην φετινή έκθεση Computex, στις αρχές του καλοκαιριού . Τότε, η ανακοίνωση των συγκεκριμένων κουτιών μας έκανε εντύπωση, με την έννοια ότι ο σχεδιασμός τους παρέκκλινε από την τυπική προσέγγιση της γνωστής Γερμανικής εταιρείας be quiet! που τοποθετεί ως πρώτη προτεραιότητα την αθόρυβη λειτουργία. Βλέπετε, ο πανοραμικός σχεδιασμός «ενυδρείου» (fish tank τον χαρακτηρίζουν μερικοί) με το γυαλί να καλύπτει τόσο μεγάλη επιφάνεια δεν σου αφήνει και πολλά περιθώρια για να παραδόσεις στον τελικό χρήστη ένα προϊόν με αθόρυβη ακουστική. Αυτός ήταν και ο λόγος που εκπλαγήκαμε από την πρόθεση της be quiet! να εισέλθει στην συγκεκριμένη κατηγορία κουτιών ωστόσο από ότι φαίνεται είχε μερικούς άσσους στο μανίκι της (οι οποίοι βοηθούν να παραμείνει πιστή στην αποστολή της). A Base of Light Το Light Base 900 αποτελεί τη ναυαρχίδα της εταιρείας στη συγκεκριμένη προϊοντική υποκατηγορία και είναι διαθέσιμο με (FX) και χωρίς (DX) ανεμιστήρες, οι οποίοι στην πρώτη περίπτωση είναι τύπου Light Wings 140mm PWM σε λευκό ή μαύρο χρώμα ανάλογα την έκδοση. Οι συγκεκριμένοι ανεμιστήρες εφόσον ρυθμιστούν κατάλληλα είναι σχεδόν αθόρυβοι και αποτελούν έναν από τους άσσους που αναφέραμε παραπάνω. Χάρη στην εκτεταμένη χρήση ενισχυμένου γυαλιού (tempered glass) στην πρόσοψη και στο πλάϊ, προσφέρεται πανοραμική θέα στα εξαρτήματα και τα υποσυστήματα του υπολογιστή, σχεδόν από κάθε γωνία. Ένα ακόμα στοιχείο που ενισχύει το εφέ με τον «πανοραμικό σχεδιασμό» είναι ο φωτισμός (εξ ου και η ονομασία) και στην περίπτωση της σειράς Light Base 900, η be quiet! το «τερμάτισε», με τέσσερις λωρίδες συνολικού μήκους τριών μέτρων (3!) να «τρέχουν» κατά μήκος των τριών εκ των τεσσάρων πλευρών του κουτιού περιμετρικά. Και με 172 μονάδες LED στις λωρίδες, 4x ανεμιστήρες Light Wings 140mm PWM στην περίπτωση της έκδοσης «FX» που είχαμε και στη διάθεση μας, δύο ενσωματωμένους ελεγκτές ARGB/PWM που μπορούν να δεχτούν έως και 6x συσκευές και πλήκτρο ελέγχου του φωτισμού στην πρόσοψη, μπορείτε να φανταστείτε την ποικιλία των φωτορυθμικών εφέ που μπορούν να ενεργοποιηθούν (ειδικά στην περίπτωση συγχρονισμού με τους ανεμιστήρες/ μπλοκ του συστήματος υδρόψυξης και της μητρικής κάρτας)! Μερικά ακόμη χαρακτηριστικά πλεονεκτήματα του Light Base 900 FX τα οποία είναι φανερά με την πρώτη ματιά (δηλαδή… περίπου) είναι οι άφθονοι χώροι (μπορεί να φιλοξενήσει έως και δύο συστήματα υδρόψυξης 420 mm και ένα 360 mm ταυτόχρονα και μητρικές κάρτες έως και του τύπου E-ATX και XL-ATX), ο σχεδιασμός διπλού θαλάμου (για την απομόνωση των αποθηκευτικών μονάδων, του τροφοδοτικού κ.ά.) και η δυνατότητα εύκολης προσαρμογής του κουτιού σε οριζόντια ή κάθετη θέση χάρη στα «ποδαράκια» που μπορούν να μετατοπιστούν από πλευρά σε πλευρά. Σημαντική, είναι και η συμβατότητα του συγκεκριμένου κουτιού με μητρικές κάρτες που διαθέτουν «Backside Connector Design» (π.χ. Asus BTF ή Back to Future, MSI Project Zero και Gigabyte Project Stealth). Αν και αναφερθήκαμε ήδη σε αρκετές, περισσότερες λεπτομέρειες για τα τεχνικά χαρακτηριστικά του be quiet! Light Base 900 FX White θα ακολουθήσουν αφού πρώτα το… αποσυσκευάσουμε. Συσκευασία, κουτί και παρελκόμενα Η συσκευασία είναι τυπική θα λέγαμε για προϊόν της be quiet! ωστόσο το μέγεθος του Light Base 900 FX σε σύγκριση με τη κούτα της συσκευασίας είναι λιγότερο… εκφοβιστικό. Όχι ότι με όγκο 68 λίτρων και διαστάσεις 532 x 327 x 484 mm (με τα ποδαράκια) δεν είναι μεγάλο πάντως. Για το συγκεκριμένο κουτί, χρειάζεστε αρκετό χώρο κάτω ή δίπλα από το γραφείο σας ή ένα αρκετά μεγάλο γραφείο για εντυπωσιακότερη θέα εφόσον επιθυμείτε να το έχετε δίπλα σας. Με βάρος επίσης 16,8 κιλών δεν μπορεί να θεωρηθεί ελαφρύ. Αν βρίσκετε το συγκεκριμένο κουτί υπολογιστή πολύ μεγάλο για τον διαθέσιμο χώρο σας, υπάρχει η μικρότερη σειρά Light Base 600 FX/DX με διαστάσεις 450 x 305 x 435 mm που είναι πιο «μαζεμένες». Πέρα από το εγχειρίδιο χρήσης, μερικά δεματικά και λίγες βίδες, δεν θα βρείτε κάτι άλλο αξιοσημείωτο στο εσωτερικό της συσκευασίας. Από κοντά… Όπως είναι φανερό, το ενισχυμένο γυαλί πάχους 4 χιλ. κυριαρχεί στην πρόσοψη και στο αριστερό πλαϊνό κάλυμμα ενώ το δεξί κάλυμμα αποτελεί στην ουσία ένα πυκνό πλέγμα που διασφαλίζει τη μέγιστη ροή αέρα. Πίσω από το διάτρητο δεξί πλαϊνό κάλυμμα υπάρχει ένα καλής ποιότητας φίλτρο σκόνης (φυσικά είναι αφαιρούμενο για να καθαρίζεται εύκολα) που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια! Το μπροστινό πάνελ εισόδων/εξόδων σχεδιάστηκε ως αρμονική συνέχεια της αισθητικής που χαρακτηρίζει το νέο κουτί της be quiet! Στην πρόσοψη θα βρείτε 1x υποδοχή USB 3.2 Gen. 2 Type C, 2x υποδοχές USB 3.2 Type A, μία υποδοχή HD Audio (combined) τύπου 3.5 mm, πλήκτρο ελέγχου του φωτισμού ARGB και τα δύο κουμπιά για Power και Reset. Με την αφαίρεση των δύο γυάλινων επιφανειών, οι τέσσερις προεγκατεστημένοι ανεμιστήρες αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο, τον οποίο θα διατηρήσουν και από άποψη εμφάνισης, ακόμα και μετά την εγκατάσταση του συστήματος υπολογιστή στο εσωτερικό, χάρη στους πανέμορφους φωτιζόμενους δακτυλίους τους. Ένας ανεμιστήρας είναι εγκατεστημένος στο πίσω μέρος απομακρύνοντας αέρα από το εσωτερικό και τρεις επίσης τύπου Light Wings 140mm PWM White ανεμιστήρες που έχουν τα πτερύγια τους ρυθμισμένα αντίστροφα είναι τοποθετημένοι σε κάθετη διάταξη εσωτερικά στην απέναντι πλευρά του «πλαϊνού παραθύρου». Η αντίστροφη φορά των πτερυγίων διασφαλίζει την εισαγωγή αέρα χωρίς να «κρύβεται» ο δακτύλιος. Οι δύο γυάλινες επιφάνειες αφαιρούνται και τοποθετούνται εύκολα και ασφαλίζουν σταθερά χάρη στα ειδικά πλαίσια και τις χειρόβιδες. Το πρώτο πράγμα που προκαλεί εντύπωση, είναι το πόσο ευρύχωρο είναι το εσωτερικό του Light Base 900 FX. Υπάρχει άφθονος χώρος και ακόμα και αν χρησιμοποιήσετε την πλέον μακριά σε μήκος κάρτα γραφικών ή την πιο ογκώδη ψύκτρα επεξεργαστή και σύστημα υδρόψυξης. Δεν θα συναντήσετε το παραμικρό εμπόδιο. Στο πίσω μέρος δεν υπάρχουν παρά οι απαραίτητες οπές για τον ανεμιστήρα (που βρίσκεται πίσω από ένα διάτρητο πάνελ), το οπίσθιο πάνελ εισόδων/εξόδων της μητρικής κάρτας, το τροφοδοτικό και τις κάρτες γραφικών/ επέκτασης (υπάρχουν 8x υποδοχές). Όσον αφορά τις υποδοχές επέκτασης, με την αφαίρεση του ελάσματος δεξιά, μπορούν να τοποθετηθούν κάθετα ή οριζόντια για την φιλοξενία μίας κάρτας γραφικών σε κάθετη θέση. Το κάτω μέρος του κουτιού (που μπορεί να γίνει το… άνω μέρος) διαθέτει γρίλιες, πίσω από τις οποίες υπάρχει ένα αφαιρούμενο φίλτρο και τρεις μεγάλες τετράγωνες οπές για ανεμιστήρες/ εξαερισμό ενώ δεν απουσιάζει η ειδική «σχάρα-βάση» για την εύκολη τοποθέτηση ενός ψυγείου υδρόψυξης. Παρόμοια συρταρωτή «σχάρα» υπάρχει και στο άνω τμήμα του εσωτερικού του κουτιού. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό διευκολύνει χαρακτηριστικά την εγκατάσταση ενός ψυγείου υδρόψυξης, ακόμα και έως 420 mm. Το Light Base 900 FX μπορεί να δεχτεί έως και τέσσερα συστήματα υδρόψυξης ταυτόχρονα, με δύο ψυγεία έως και 420 mm στην οροφή και στη βάση, ένα ψυγείο έως 360 mm στη θέση της διάταξης των τριών πλευρικών προεγκατεστημένων ανεμιστήρων και ένα ψυγείο έως 140 mm στο πίσω μέρος. Ανάμεσα στα αρκετά, ωραία χαρακτηριστικά του κουτιού της be quiet! βρίσκεται και μία επεκτεινόμενη -με χειρόβιδα- βάση στήριξης για βαριές κάρτες γραφικών. Με το συγκεκριμένο στήριγμα δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για στρεβλώσεις της μητρικής κάρτας ή στην χειρότερη για το… ξήλωμα της υποδοχής PCIe 4.0/5.0 x16 από την μητρική κάρτα εξαιτίας του μεγάλου βάρους πολλών σύγχρονων καρτών γραφικών. Το στήριγμα χρησιμεύει τόσο για οριζόντια τοποθετημένες κάρτες γραφικών όσο και για κάθετα τοποθετημένες λύσεις. Οι δύο ελεγκτές ARGB/PWM που μπορούν να διαχειριστούν συνολικά έως και 12 συσκευές βρίσκονται τοποθετημένοι στο άνω και στο κάτω μέρος του κουτιού για να διευκολύνουν τις συνδέσεις με μεμονωμένους ανεμιστήρες ή τους ανεμιστήρες του συστήματος υδρόψυξης, όποια θέση και αν επιλέξετε για το τελευταίο. Χάρη στην πληθώρα των συνδέσεων δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για καλώδια Y ή διαχωριστές (splitter). Από την άλλη πλευρά του κουτιού που βρίσκεται πίσω από το διάτρητο πλαϊνό υπάρχει ένα αφαιρούμενο έλασμα σε κάθετη θέση που «κρύβει» την πλεξούδα των καλωδιώσεων και εξυπηρετεί και έναν δεύτερο σκοπό: μπορεί να φιλοξενήσει δύο αποθηκευτικές συσκευές 2,5” (συνολικά μπορεί να δεχτεί έως έξι συσκευές 2,5” ωστόσο περιλαμβάνονται τέσσερις υποδοχές). Κάτω από τη βάση τοποθέτησης του τροφοδοτικού προσαρμόζεται ένας «κλωβός» με δύο υποδοχές για σκληρούς δίσκους 3,5”. Αυτά τα ποδαράκια που λέτε είναι… όλα τα λεφτά! Τα περιστρέφεις, τα αφαιρείς και τα τοποθετείς ξανά σε άλλη πλευρά του κουτιού για να το τοποθετήσεις κάθετα προς τα αριστερά, προς τα δεξιά ή σε οριζόντια θέση! Τελικές σκέψεις Το be quiet! Light Base 900 FX είναι ένα από τα καλύτερα προϊόντα του είδους που έχουμε δει από κοντά και δεν διαθέτει ουσιαστικά μειονεκτήματα (με εξαίρεση τον ελαφρώς «μπελαλίδικο» τρόπο αφαίρεσης του κλωβού για τους σκληρούς δίσκους ή των φίλτρων που θα μπορούσε να είναι απλούστερος όπως έχουμε δει σε άλλα προϊόντα της ίδιας εταιρείας). Αν μπορούμε να παραπονεθούμε για κάτι είναι για την τιμή, αν και δυστυχώς, ελάχιστα προϊόντα τεχνολογίας -και όχι μόνο- δεν είναι υπερτιμημένα τα τελευταία χρόνια. Το Light Base 900 FX της be quiet! είναι ένα από τα εντυπωσιακότερα, ευρύχωρα και πλέον ευέλικτα κουτιά της αγοράς. Το αγοράζετε, χωρίς ερωτήσεις.
    3 πόντοι
  18. Ότι θα φτάναμε στο σημείο να έχουμε 96 GB μνήμης στον προσωπικό μας υπολογιστή ή και περισσότερα, δεν ήταν κάτι που μπορούσαμε να φανταστούμε. Με την έλευση της, η DDR5 DRAM εγκαινίασε μια εντελώς νέα εποχή στην τεχνολογία μνήμης για να κάνει την υψηλή απόδοση μέσω του υπερχρονισμού μία πολύ πιο «σταθερή επιλογή» για τους χρήστες σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές. Το on-die ECC (όταν προσφέρεται) εξασφαλίζει την ακεραιότητα των δεδομένων ενώ το ενσωματωμένο κύκλωμα PMIC (Power Management Integrated Circuit) εξισορροπεί την ισχύ όταν και όπου χρειάζεται ενώ δύο ανεξάρτητα υποκανάλια 32-bit παρέχουν δραματική αύξηση της αποδοτικότητας σε συστήματα με πολυπύρηνους επεξεργαστές. Στις προηγούμενης γενιάς πλατφόρμες με μνήμη DDR4 DRAM, τη ρύθμιση και τη διαχείριση της ισχύος αναλάμβαναν ολοκληρωμένα που ήταν ενσωματωμένα στις μητρικές πλακέτες. Στην περίπτωση των αρθρωμάτων DDR5 DRAM, κάθε μονάδα έχει το δικό ολοκληρωμένο PMIC (Power Management Integrated Circuit) κάτι που μεταφράζεται σε χαμηλότερες ανάγκες ισχύος (π.χ. 1.1V), βελτιωμένη απόδοση και υψηλότερο ανώτατο όριο υπερχρονισμού. Γενικά χαρακτηριστικά Σύμφωνα με την Kingston, η σειρά αρθρωμάτων μνήμης FURY Renegade DDR5 σχεδιάστηκε για ακραίες επιδόσεις σε πλατφόρμες επόμενης γενιάς. Διαθέσιμη σε single όσο και σε dual-channel kits, με ή χωρίς φωτισμό RGB και σε εκδόσεις ταχύτητας 6000, 6400, 6800, 7200, 7600 έως και 8000 MT/s καθώς και σε χωρητικότητες 16, 24, 32 και 48 GB ανά άρθρωμα (module), η σειρά FURY Renegade DDR5 RGB καλύπτει μεγάλο εύρος απαιτήσεων και σχεδόν κάθε επίπεδο κόστους. Εμείς είχαμε στη διάθεση μας την έκδοση Kingston FURY Renegade DDR5 RGB 6400 MT/s 96GB (2x 48GB) που όπως μαρτυρά και η ονομασία, στο άνω τμήμα του θερμοδιαχύτη κάθε αρθρώματος μνήμης υπάρχει μία μπάρα δυναμικού φωτισμού με 12 συνολικά μονάδες LED ARGB που μπορούν να υποστηρίξουν έως και 18 προσαρμόσιμα εφέ φωτισμού RGB μέσω του λογισμικού FURY CTRL. Επιπλέον, είναι συμβατή με όλες τις γνωστές πλατφόρμες φωτισμού από όλους τους κατασκευαστές μητρικών καρτών (motherboards) όπως με τις ASUS Aura Sync, GIGABYTE RGB Fusion 2.0, MSI Mystic Light Sync και ASRock Polychrome RGB. Ο θερμοδιαχύτης σε κάθε άρθρωμα ανάλογα την έκδοση έχει μαύρο/ασημί ή λευκό/ασημί φινίρισμα ενώ οι μπάρες δυναμικού φωτισμού LED χρησιμοποιούν την κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας Infrared Sync Technology της Kingston για να παρέχουν ομαλά, συγχρονισμένα εφέ φωτισμού RGB που ταιριάζουν σχεδόν σε οποιαδήποτε σύνθεση υπολογιστή. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι η σειρά Kingston FURY Renegade DDR5 RGB είναι ιδανική επιλογή για παίκτες, ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες, δημιουργούς περιεχομένου και όσους ασχολούνται με τον υπερχρονισμό, εκτελούν πολλαπλές εργασίες ταυτόχρονα κ.ά. Τυπικά, όπως κάθε σειρά αρθρωμάτων μνήμης της Kingston, καλύπτεται από περιορισμένη εγγύηση εφ’ όρου ζωής. Προδιαγραφές Το συγκεκριμένο κιτ που είχαμε στη διάθεση μας είναι το Kingston FURY KF564C32RSAK2-96, το οποίο αποτελείται από δύο αρθρώματα μνήμης 6G x 64-bit (48GB) DDR5-6400 CL32 SDRAM (Synchronous DRAM) 2Rx8 με κάθε άρθρωμα να ενσωματώνει δεκαέξι 3G x 8-bit ολοκληρωμένα FBGA (double-sided). Υποστηρίζονται προφίλ Intel XMP 3.0 (και AMD EXPO κατά περίπτωση) ενώ η συνολική χωρητικότητα του κιτ είναι 96 GB (2x 48 GB). Κάθε άρθρωμα έχει δοκιμαστεί εργοστασιακά να λειτουργεί με ταχύτητα 6400 MT/s με χρονισμούς ίσους με 32 (CL)-39-39 στα 1.4V (Intel XMP). Οι μονάδες SPD είναι προγραμματισμένες να «τρέχουν» σύμφωνα με το πρότυπο JETEC DDR5-4800 με χρονισμούς (timings) 40-39-39 στα 1.1V. Κάθε 288-pin DIMM χρησιμοποιεί επιχρυσωμένους ακροδέκτες. Παρακάτω μπορείτε να δείτε τα υποστηριζόμενα προφίλ Intel XMP. Κάθε άρθρωμα μνήμης Kingston FURY Renegade DDR5 RGB ενσωματώνει chips DDR5 DRAM της SK hynix, On-Die ECC και on-board PMIC (κατασκευασμένο από την Richtek στη συγκεκριμένη περίπτωση) για εξισορρόπηση ισχύος. Σύστημα μέτρησης Για τις μετρήσεις του κιτ μνήμης χρησιμοποιήσαμε το παρακάτω hardware: Επεξεργαστής: AMD Ryzen 9 7950X Μητρική κάρτα: GIGABYTE X670E AORUS MASTER Κάρτα γραφικών: AMD Radeon RX 6800 16GB GDDR6 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm SSD: Samsung NVMe M.2 SSD 980 Pro 1TB και 970 EVO Plus 500GB Τροφοδοτικό: be quiet! Dark Power 13 1000W Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 11 Pro 64-bit Επιδόσεις Για να αξιολογήσουμε τις επιδόσεις του συστήματος, τρέξαμε ορισμένα συνθετικά benchmarks και ορισμένα παιχνίδια με ενσωματωμένες «ρουτίνες» τεστ. Κάθε τεστ επαναλήφθηκε τρεις φορές. Όσον αφορά στα benchmarks, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα benchmarks (συμπεριλαμβανομένων και συνθετικών από την UL Solutions όπως τα PC Mark και 3D Mark (με τις ρουτίνες Speed Way και Time Spy Extreme) και Unigine Superposition. Σε όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν οι εξ ορισμού ρουτίνες χωρίς να κάνουμε παρεμβάσεις στις ρυθμίσεις. Επίσης χρησιμοποιήσαμε διάφορα άλλα benchmarks για rendering, number crunching κ.ά. PCMark 10 Το γνωστό συνθετικό benchmark PCMark 10 παρέχει μία ολοκληρωμένη εικόνα για την απόδοση ενός συστήματος σε σύγκριση με ένα άλλο χρησιμοποιώντας ένα σύνολο από ενέργειες και διεργασίες που πραγματοποιούνται σε ένα σύγχρονο περιβάλλον χρήσης. Οι ρουτίνες του ποικίλουν, από την εκκίνηση των εφαρμογών (app start-up), την πλοήγηση στο Internet (web browsing) ή το video conferencing μέχρι την επεξεργασία βίντεο (video editing) και εικόνας (image editing), το rendering ή και το visualization. PassMark PerformanceTest 11.1 To PassMark PerformanceTest 11.1 σχεδιάστηκε για την αξιολόγηση του συνόλου των υποσυστημάτων ενός υπολογιστή συμπεριλαμβανομένου του επεξεργαστή, του υποσυστήματος της μνήμης, των αποθηκευτικών μονάδων, της κάρτας γραφικών κ.ά. Παρέχει τη δική του βαθμολογία (σκορ) για κάθε υποσύστημα αλλά και για το σύνολο του υπολογιστή. 3DMark Το 3DMark αποκαλύπτει την απόδοση του συστήματος στα τρισδιάστατα γραφικά. Αν και η συνεισφορά του επεξεργαστή δεν είναι αμελητέα, εντούτοις η κάρτα γραφικών είναι εκείνη που καθορίζει το αποτέλεσμα. Τρέξαμε τις ρουτίνες Time Spy Extreme και Speed Way. 3D Mark Speed Way Το 3D Mark Speed Way που βασίζεται στο DirectX 12 Ultimate είναι από τα πλέον σύγχρονα benchmarks αξιολόγησης καρτών γραφικών της UL Solutions και επικεντρώνεται στις πλέον σύγχρονες τεχνολογίες όπως στο real-time ray tracing, στα reflections-global illumination με ray tracing, στους mesh shaders, στο variable rate shading κ.ά. 3D Mark Time Spy Extreme Το Time Spy Extreme είναι ένα αρκετά απαιτητικό DirectX 12 benchmark και χρησιμοποιεί multi-threaded rendering, ανάλυση 4K (3840 x 2160 pixels), physically based rendering και διάφορα post processing εφέ για να προσομοιώσει AAA τίτλους. Superposition Το απαιτητικό Superposition benchmark μας αποκαλύπτει την συνολική απόδοση του συστήματος κατά την επεξεργασία τρισδιάστατων γραφικών. Η κάρτα γραφικών, παίζει το σημαντικότερο ρόλο και ακριβώς για αυτόν τον λόγο παραθέτουμε frames per second. Χρησιμοποιεί τη μηχανή γραφικών Unigine 2 και χρησιμοποιεί physically based rendering, dynamic global illumination, screen space reflections, depth of field κ.ά. Super Pi mod1.5 XS Το Super Pi είναι ένα από τα δημοφιλέστερα benchmarks για επεξεργαστές και χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια σε διάφορους διαγωνισμούς. Είναι ένα single-threaded benchmark που υπολογίζει το π (pi) έως ένα συγκεκριμένο αριθμό δεκαδικών ψηφίων και αποκαλύπτει τον χρόνο που απαιτείται για να ολοκληρωθεί ο υπολογισμός για να τελειώσει τον υπολογισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπολογίζεται το πρώτο εκατομμύριο των δεκαδικών ψηφίων και στην δεύτερη περίπτωση τριάντα δύο εκατομμύρια δεκαδικά ψηφία του π (pi). Η εφαρμογή χρησιμοποιεί τον αλγόριθμο Gauss-Legendre. WinRAR Χρησιμοποιήσαμε τη δημοφιλή εφαρμογή συμπίεσης WinRAR για να συμπιέσουμε ένα φάκελο μεγέθους 2.5GB με εκατοντάδες αρχεία, από τραγούδια MP3 και διάφορους τύπους εικόνων (.jpeg, .png κ.α) μέχρι αρχεία .doc και .txt. Cinebench R20 Το Cinebench R20 είναι η τελευταία έκδοση του δημοφιλέστερου μετροπρογράμματος rendering για επεξεργαστές και βασίζεται στον renderer του λογισμικού Cinema 4D της Maxon. Με το Cinebench R20 είναι δυνατή η αξιολόγηση της single-threaded απόδοσης όσο και της multi-threaded. POV-Ray H ray tracing μηχανή persistence of vision είναι ένα επίσης γνωστό εργαλείο benchmarking για επεξεργαστές, και είναι δυνατόν να ρυθμιστεί για την αξιολόγηση της single-threaded ή multi-threaded απόδοσης ενός επεξεργαστή. Παιχνίδια Για την αξιολόγηση χρησιμοποιήσαμε τους τίτλους: Black Myth Wukong, ChernobyLite, Dirt 5, Godfall, Metro Exodus, Shadow of the Tomb Raider κ.ά. Πραγματοποιήσαμε μετρήσεις στις αναλύσεις 1920 x 1080 pixels, 2560 x 1440 pixels και 3840 x 2160 pixels εφαρμόζοντας κυρίως τις υψηλότερες διαθέσιμες προκαθορισμένες ρυθμίσεις με μικρές τροποποιήσεις όπου χρειάστηκε (Very High, Ultra, Ultra High κ.λπ.). Επιλέξαμε παιχνίδια με ενσωματωμένες διαδικασίες benchmarking για καλύτερη ευκολία και αξιοπιστία. Assassin’s Creed Valhalla Το Assassin’s Creed Valhalla βασίζεται στην Ubisoft Anvil, μια ισχυρή μηχανή γραφικών που αποδίδει ρεαλιστικά περιβάλλοντα, φωτοσκιάσεις και καιρικά εφέ. Υποστηρίζει HDR, dynamic global illumination και screen-space reflections. Το παιχνίδι διαθέτει υψηλής ανάλυσης textures και προηγμένα physics-based animations. Black Myth Wukong Το Black Myth Wukong χρησιμοποιεί την Unreal Engine 5, προσφέροντας ρεαλιστικά μοντέλα χαρακτήρων, προηγμένο φωτισμό και υψηλής ποιότητας υφές. Υποστηρίζει ray tracing και τις τεχνολογίες DLSS και FSR για βελτιωμένη απόδοση και οπτική πιστότητα στις μάχες χρησιμοποιούνται advanced particle effects και destruction physics. ChernobyLite Το ChernobyLite χρησιμοποιεί την Unreal Engine 4, αποδίδοντας σκοτεινή ατμόσφαιρα με photogrammetry-based περιβάλλοντα. Το χαρακτηριστικό RTX global Illumination βελτιώνει τον φωτισμό ενώ τα Screen-Space Reflections και Volumetric Fog δημιουργούν έντονη αίσθηση ρεαλισμού. Υποστηρίζει ray tracing και DLSS. Dirt 5 Το Dirt 5 χρησιμοποιεί μία εξελιγμένη έκδοση της μηχανής γραφικών που αναπτύχθηκε για το παιχνίδι Onrush. Η υποστήριξη για Variable Rate Shading (VRS) βελτιώνει την απόδοση ενώ τα χαρακτηριστικά Screen-Space Reflections και HDR δίνουν φυσικό βάθος στις σκηνές. Υποστηρίζονται ray traced shadows και υψηλής ποιότητας υφές. F1 ‘24 Το F1 ‘24 βασίζεται στη βελτιωμένη EGO Engine, προσφέροντας ρεαλιστική απεικόνιση πίστας και καιρικών φαινομένων. Το χαρακτηριστικό dynamic global illumination και τα υψηλής ακρίβειας μοντέλα αυτοκινήτων και υφές προσφέρουν κινηματογραφική ποιότητα. Υποστηρίζει ray tracing για αντανακλάσεις και σκιές καθώς και τις τεχνολογίες DLSS, FSR και XeSS. Gears 5 Το Gears 5 χρησιμοποιεί την Unreal Engine 4 και υποστηρίζει screen-space reflections, volumetric lighting, HDR και variable rate shading (VRS). Επίσης διαθέτει υψηλής ανάλυσης υφές και particle effects και υποστηρίζει raytraced global illumination. Godfall Το Godfall χρησιμοποιεί την Unreal Engine 4 και υποστηρίζει physically based rendering (PBR), screen-space reflections και HDR. Για ρεαλισμό χρησιμοποιεί επίσης raytraced shadows και ambient occlusion αλλά και FSR. Metro Exodus Το Metro Exodus χρησιμοποιεί την 4A Engine και αρκετά ρεαλιστικό raytraced φωτισμό. Υποστηρίζει RTX global illumination για ρεαλιστικές σκιές και αντανακλάσεις ενώ διαθέτει υψηλής ποιότητας υφές και δυναμικά καιρικά φαινόμενα. Υποστηρίζει DLSS. Shadow of the Tomb Raider Το Shadow of the Tomb Raider χρησιμοποιεί τη Foundation Engine με υποστήριξη raytraced shadows και screen-space reflections για αυξημένο ρεαλισμό. Συμπέρασμα Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμέναμε να δούμε τόσο σημαντική διαφορά στην απόδοση, όμως είναι γεγονός ότι δεν χρειάζονται όλοι οι χρήστες 96GB μνήμης στο σύστημα τους. Αν παρόλα αυτά κρίνετε ότι χρειάζεστε (να ξέρετε πάντως ότι εξακολουθούμε να είμαστε υποστηρικτές του «όσο περισσότερη μνήμη έχεις, τόσο το καλύτερο»), το κιτ Kingston FURY Renegade DDR5 RGB 6400 MT/s 96GB (2x 48GB) ή Kingston FURY KF564C32RSAK2-96 είναι από τα καλύτερα της αγοράς. Τα ενσωματωμένα προφίλ Intel XMP 3.0 είναι καλοδεχούμενα ενώ ο φωτισμός RGB είναι εντυπωσιακός. Δυστυχώς, πρόκειται για ένα πολύ ακριβό κιτ μνήμης -η τιμή στη χώρα μας ξεπερνά το ψυχολογικό όριο των €400- που απευθύνεται σε λίγους. Μπορεί να υπάρχουν οικονομικότερες επιλογές από άλλους κατασκευαστές, δεν είμαστε όμως σίγουροι για την ποιότητα ή το επίπεδο εξοπλισμού τους σε σύγκριση με τη λύση της Kingston που αποτελεί μία «εγγυημένη επιλογή».
    2 πόντοι
  19. Αν και πολλοί χρήστες ακόμα δεν έχουν μεταβεί στο πρότυπο PCIe 5.0 (π.χ. λόγω περιορισμών της μητρικής κάρτας του συστήματος τους ή εξαιτίας του υψηλού κόστους) εντούτοις θα σας προτείναμε να μη διστάσετε να επενδύσετε σε ένα M.2 NVMe PCIe 5.0 SSD στην πρώτη ευκαιρία (εφόσον σας το επιτρέπει το σύστημα σας) καθώς τα οφέλη είναι τεράστια -διπλάσια- σε σύγκριση με την περασμένη γενιά. Η νέα γενιά αποθηκευτικών μονάδων M.2 NVMe PCIe 5.0 SSD είναι ιδανική για απαιτητικές εργασίες δημιουργίας περιεχομένου, για λογισμικό ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων, για εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής εκμάθησης και βεβαίως για ταχύτατες μεταφορές δεδομένων και παιχνίδι, όπου οι χρόνοι φόρτωσης και η χαμηλή υστέρηση παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπειρία χρήσης. Το Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD απευθύνεται σε απαιτητικούς και ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες καθώς και σε παίκτες που επιθυμούν να απολαμβάνουν τα οφέλη της πιο πρόσφατης τεχνολογίας στις αποθηκευτικές μονάδες. Χάρη στην υποστήριξη του προτύπου PCIe 5.0 x4, στον ταχύτατο ελεγκτή της Silicon Motion, στη μνήμη TLC NAND flash της Kioxia και στην ενσωματωμένη cache τύπου LPDDR4 DRAM, το FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD της Kingston επιτυγχάνει οργιώδεις ταχύτητες ανάγνωσης και εγγραφής που αγγίζουν τα 14.800 MB/s και 14.000 MB/s αντίστοιχα. Η εταιρεία κάνει λόγο για 2.200.000 IOPS απόδοσης όσον αφορά την ανάγνωση/εγγραφή επίσης (Random 4K read/write). Με τέτοιες ταχύτητες, οι μεταφορές δεδομένων πραγματοποιούνται ταχύτατα και οι χρόνοι φόρτωσης ελαχιστοποιούνται. Χαρακτηριστικά Το Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD το οποίο στην περίπτωση μας διαθέτει χωρητικότητα 2 TB ακολουθεί τον συντελεστή μορφής M.2 type 2280 (22 x 80 mm) και επικοινωνεί με το σύστημα μέσω του διαύλου PCI Express 5.0 x4, που θεωρητικά (το τονίζουμε αυτό) προσφέρει διπλάσιο εύρος ζώνης (bandwidth) σε σύγκριση με την περασμένη γενιά (PCI Express 4.0 x4). Στην πράξη, σε σύγκριση με τα τελευταίας γενιάς PCIe 4.0 x4 SSDs που κάνουν χρήση των τελευταίων ελεγκτών, η διαφορά κυμαίνεται κάπου στο 10-15% σε πραγματικά σενάρια χρήσης. Κάτω από το μεταλλικό αυτοκόλλητο -που αναλαμβάνει και χρέη θερμοδιαχύτη αν και βεβαίως με περιορισμούς- βρίσκονται ο ελεγκτής μνήμης Silicon Motion Technology SM2508, ο οποίος είναι κατασκευασμένος στα 6 nm και υποστηρίζει PCIe 5.0 x4 καθώς και οκτώ κανάλια flash με ταχύτητα 3.600 MT/s, δύο chips μνήμης flash τύπου Kioxia BiCS8 218-layer 3D TLC NAND χωρητικότητας 1 TB έκαστο και το chip μνήμης LPDDR4-4266 μεγέθους 2GB της Micron που αναλαμβάνει χρέη «cache». Όλα τα παραπάνω βρίσκονται σε ένα τυπωμένο κύκλωμα (PCB) 12-επιπέδων που βελτιστοποιεί την ποιότητα των σημάτων και προστατεύει την ακεραιότητα των δεδομένων. Η συσκευασία είναι σχετικά λιτή και περιέχει απλώς τα απαραίτητα. Παρόλα αυτά, όχι μόνο η εταιρεία προσφέρει το λογισμικό Kingston SSD Manager για τη διαχείριση των αποθηκευτικών μονάδων και την επίβλεψη της υγείας τους, προσφέρει και το λογισμικό κλωνοποίησης της Acronis που είναι εξαιρετικά χρήσιμο για να μεταβείς χωρίς χρονοτριβές από το παλαιότερο SSD σου στο νέο. Να αναφέρουμε ότι η εταιρεία παρέχει περιορισμένη εγγύηση 5 ετών για την αποθηκευτική μονάδα της με δωρεάν τεχνική υποστήριξη. Σύστημα μέτρησης Για τις μετρήσεις της αποθηκευτικής μονάδας χρησιμοποιήσαμε το παρακάτω hardware: Επεξεργαστής: AMD Ryzen 9 7950X Μητρική κάρτα: GIGABYTE X670E AORUS MASTER Κάρτα γραφικών: AMD Radeon RX 6800 16GB GDDR6 Μνήμη: G.SKILL Trident Z5 Neo 2 x 16GB DDR5-6000 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm SSD: Τροφοδοτικό: be quiet! Dark Power 13 1000W Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 11 Pro 64-bit Για να αξιολογήσουμε τις αποθηκευτικές μονάδες, χρησιμοποιήσαμε την ειδική ρουτίνα benchmark για αποθηκευτικές μονάδες των PC Mark και 3D Mark της UL Solutions και τις εφαρμογές PassMark PerformanceTest 11.1 DiskMark, ATTO Disk Benchmark και CrystalDiskMark. Επιδόσεις 3DMark Storage Test Το Storage Test της σουίτας benchmark, 3DMark, μας δίνει μία αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιδόσεις των solid state drives, από την φόρτωση παιχνιδιών, την εγκατάσταση μέχρι την μετακίνηση και την αποθήκευση τους. ATTO Disk Benchmark Κάποιοι κατασκευαστές παλαιότερα παρουσίαζαν ονομαστικές ταχύτητες των προϊόντων τους με βάση το ΑΤΤΟ Disk Benchmark. Πρόκειται για μία εφαρμογή που σπάνια απουσιάζει από αξιολογήσεις και θεωρείται αρκετά αξιόπιστη. CrystalDiskMark Με το CrystalDiskMark μπορούμε να έχουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιδόσεις των solid state drives. Η εφαρμογή χρησιμοποιεί σειριακά (sequential) αλλά και τυχαία (random) δείγματα. PassMark PerformanceTest 11.1 DiskMark Για να αποκτήσουμε μία γενικότερη εικόνα για τις επιδόσεις της αποθηκευτικής μονάδας, τρέξαμε και το benchmark DiskMark από το PerformanceTest 11.1 του PassMark. Συμπέρασμα Όπως περιμέναμε, οι επιδόσεις του Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD 2ΤΒ ήταν εξαιρετικές. Η συγκεκριμένη σειρά είναι η πρώτη της Kingston που ακολουθεί το πρότυπο PCIe 5.0 x4 και η πρώτη με τον ελεγκτή Silicon Motion Technology SM2508, ο οποίος χάρη στην κατασκευαστική του μέθοδο και την εξαιρετική διαχείριση της θερμότητας, καθιστά τη χρήση ξεχωριστής ψύκτρας μάλλον αχρείαστη (η θερμοκρασία του κυμάνθηκε μεταξύ 36°C-42°C ανάλογα το benchmark στις δοκιμές μας ενώ η κατανάλωση ήταν κοντά στα 6W-7W). Αναμφισβήτητα πρόκειται για μία ακριβή αποθηκευτική μονάδα όμως, η οποία δεν έχει και μεγάλο ανταγωνισμό από μοντέλα άλλων κατασκευαστών -με εξαίρεση κάνα δύο περιπτώσεις, όπως των Corsair MP700 Pro και Samsung 9100 Pro. Επομένως, αν επιθυμείτε να αποκτήσετε την ταχύτερη αποθηκευτική μονάδα σήμερα, θα αναγκαστείτε να βάλετε βαθιά το χέρι στην τσέπη. Σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαστεί είτε να συμβιβαστείτε σε κάποιους τομείς, είτε θα χρειαστεί να περιμένετε κάποιο χρονικό διάστημα για να πέσουν και άλλο οι τιμές.
    2 πόντοι
  20. H Huawei μας έχει προσφέρει στο παρελθόν άκρως εντυπωσιακά smartwatches. Ειδικά στο φινάλε της περασμένης χρονιάς, τα Watch GT 5 Pro και Watch D2 μας άφησαν εξαιρετικές εντυπώσεις, οπότε οι προσδοκίες μας από το Watch 5 ήταν αναμενόμενα υψηλές. Βέβαια το προφίλ του διαφέρει αρκετά σε σχέση με τις προηγούμενες προτάσεις της Huawei: εξαιρώντας τις εξειδικευμένες λύσεις της Garmin και τα ακριβότερα μοντέλα Apple Watch, πρόκειται για ένα από τα smartwatch που τοποθετείται αρκετά ψηλά στη high-end κατηγορία, κάτι που αναμφίβολα περιορίζει το κοινό που μπορεί να το αντέξει οικονομικά και δημιουργεί αρκετά υψηλές προσδοκίες. Το κατά πόσο το Huawei Watch 5 είναι σε θέση να τις εκπληρώσει, θα το διαπιστώσουμε ευθύς αμέσως. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Αν κάποιος υποστηρίξει πως το Huawei Watch 5 είναι το ομορφότερο smartwatch που έχει υπάρξει ποτέ, δεν θα διαφωνήσουμε μαζί του. Με έναν αστερίσκο, υπό τον φόβο πως κάποια από τις εκατοντάδες συσκευές που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα μπορεί να μας ξεφεύγει, πρόκειται αν όχι για το πιο καλοσχεδιασμένο, σίγουρα για ένα από τα κομψότερα μοντέλα smartwatch που έχουμε δει και πιάσει στα χέρια μας. Η Huawei φέτος ξεπέρασε τον εαυτό της δημιουργώντας μία καταπληκτική συσκευή που κλέβει την παράσταση και μαγνητίζει τα βλέμματα. Με ενιαίο σχεδιασμό και look που του επιτρέπει να σταθεί ακόμα και στις πλέον επίσημες περιστάσεις, το Huawei Watch 5 δείχνει τον δρόμο στους υπόλοιπους κατασκευαστές. Για την κατασκευή του smartwatch, η Huawei έχει χρησιμοποιήσει ανοξείδωτο ατσάλι δύο τύπων (το 316L είναι πιο προσιτό οικονομικά και εξαιρετικά ανθεκτικό, ενώ το 904L έχει μεγαλύτερη αντοχή στη φθορά αλλά είναι πιο δύσκολο στην κατεργασία και άρα ακριβότερο) καθώς επίσης και τιτάνιο αεροδιαστημικών προδιαγραφών. Υπάρχει πιστοποίηση IP69 για προστασία από νερό και σκόνη, με το ρολόι να αντέχει και σε πίεση 5 ATM. Δεν είναι όμως όλες οι εκδόσεις του Huawei Watch 5 οι ίδιες. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο ωστόσο, η Huawei αποφάσισε να περιπλέξει αχρείαστα τα πράγματα, διαθέτοντας το ρολόι σε δύο μεγέθη με το καθένα να έρχεται σε τέσσερα ξεχωριστά χρώματα από άλλο υλικό και με διαφορετικό λουράκι/μπρασελέ το καθένα. Σας μπερδέψαμε; Μισό λεπτό να τα πάρουμε από την αρχή. Η έκδοση των 42 χιλ. προσφέρεται σε μπεζ και χρυσό της άμμου με κάσα από ανοξείδωτο ατσάλι 904L και λευκό και πράσινο χρώμα με κάσα από ανοξείδωτο ατσάλι 316L. Η δε έκδοση των 46 χιλ. έρχεται σε μαύρο χρώμα με κάσα από ανοξείδωτο ατσάλι 316L και μωβ, ασημί και καφέ με κάσα από τιτάνιο αεροδιαστημικής ποιότητας. Οι εκδόσεις σε μωβ, καφέ, μπεζ και λευκό χρώμα πλαισιώνονται από λουράκι vegan δέρματος, η πράσινη και μαύρη από λουράκι από φθοροελαστομερές υλικό, ενώ η εκδόσεις σε ασημί και χρυσό της άμμου από μπρασελέ τιτανίου. Πρακτικά δηλαδή, καλείστε να επιλέξετε το χρώμα που σας αρέσει και ανάλογα με αυτό, θα έχετε και την αντίστοιχη κάσα. Αν π.χ. θέλετε σώνει και ντε να επιλέξετε κάσα τιτανίου, τότε οι επιλογές σας είναι κατά βάση δύο. Εμείς στη διάθεσή μας είχαμε την έκδοση των 46 χιλ. σε ασημί χρώμα με μπρασελέ από τιτάνιο – στην ίδια απόχρωση. Κατά τα άλλα πρόκειται για ένα πάρα πολύ ελαφρύ (με βάρος 48-63 γραμμάρια ανάλογα την έκδοση που θα επιλέξετε) και συμπαγές (46 x 46,7 x 11,3 χιλ. ή 42 x 42,5 x 10,5 χιλ.) ρολόι. Ο σχεδιασμός της οθόνης είναι και εκείνος που προσδίδει ένα ιδιαίτερο στυλ στο Huawei Watch 5 και αυτό διότι η επιφάνειά της είναι ελαφρώς κυρτή, στοιχείο που ενισχύει ακόμα περισσότερο τον φουτουριστικό αέρα του smartwatch. Ο σχεδιασμός αυτός μάλιστα κάνει ακόμα πιο απολαυστικό – και, εννοείται, ξεχωριστό – κάθε άγγιγμα στην οθόνη, τουλάχιστον μέχρι να το συνηθίσει κανείς. Στα δεξιά της συσκευής υπάρχουν η κορώνα, ένα πλήκτρο συντομεύσεων και ένας δεύτερος αισθητήρας (!) στον οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω, με την αριστερή της πλευρά να παραμένει άδεια. Ο βασικός αισθητήρας βρίσκεται στη βάση του ρολογιού, απ’ όπου δηλαδή γίνεται και η φόρτισή του ασύρματα. Οθόνη To Huawei Watch 5 διαθέτει οθόνη LTPO 2.0 AMOLED ανάλυσης 466 x 466 pixels με μέγιστη φωτεινότητα 3000 nits. Στην έκδοση των 42 χιλ. είναι 1,38 ιντσών στα 338 ppi ενώ σε εκείνη των 46 χιλ. είναι 1,5 ιντσών στα 310 ppi. Το πλαίσιό της είναι αρκετά λεπτό (η ίδια καλύπτει το 82,5% της συνολικής επιφάνειας), κάτι που έχει ως αποτέλεσμα η όλη εμπειρία θέασης να είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή. Δεν είχαμε κανένα θέμα να διακρίνουμε τα όσα απεικονίζονταν σε αυτή, όσο μικρού μεγέθους κι αν ήταν η γραμματοσειρά – η υψηλή φωτεινότητα έκανε τα πάντα ευδιάκριτα ακόμα και κάτω από τις ακτίνες του καλοκαιρινού ήλιου. Θεωρητικά μπορείτε να ενεργοποιήσετε τη λειτουργία always on, αν για κάποιον λόγο δεν σας φτάνει η ενεργοποίηση της οθόνης με ένα τίναγμα του καρπού σας, απλά να έχετε υπ’ όψιν σας πως θα χρειαστεί η απαραίτητη παραχώρηση σε ό,τι αφορά την αυτονομία. Χειρισμός & λειτουργικό σύστημα Με ένα πάτημα της κορώνας εμφανίζεται η λίστα με όλες σας τις εφαρμογές ενώ με διπλό πάτημα μπορείτε να μεταπηδήσετε από app σε app – για τις περιπτώσεις που απαιτούν multitasking. Η κορώνα είναι περιστρεφόμενη οπότε χρησιμεύει και για το scrolling. Το έξτρα πλήκτρο συντόμευσης προγραμματίζεται έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στα «θέλω» σας. Η απόκριση της οθόνης αφής είναι άριστη και δεν είχαμε το παραμικρό πρόβλημα κατά την πλοήγησή μας στα μενού του Huawei Watch 5. Το Harmony OS έρχεται με ένα έξυπνα σχεδιασμένο περιβάλλον απόλυτα φιλικό προς τον χρήστη. Στη διάθεσή σας βρίσκονται κάρτες τις οποίες μπορείτε να προσαρμόσετε με τα widgets και τις πληροφορίες που προτιμάτε, κάτι πολύ βολικό αφού έτσι η κύρια οθόνη της συσκευής παραμένει σχετικά λιτή. Εννοείται πως θα έχετε τη δυνατότητα να προσαρμόσετε την τελευταία κατεβάζοντας faces από το App Gallery και τροποποιώντας τα κι αυτά εν συνεχεία, προκειμένου να φέρετε το Huawei Watch 5 στα μέτρα σας. Γενικώς το Harmony OS είναι ιδιαίτερα ευέλικτο, αφήνοντάς σας να πειραματιστείτε ελεύθερα μαζί του και εφ’ όσον το επιθυμείτε να αλλάξετε διάφορα στοιχεία του. Bloatware δεν υπάρχει – τα apps που θα βρείτε εγκατεστημένα είναι στην πλειοψηφία τους χρήσιμα, εστιάζοντας ως επί το πλείστον στον τομέα του fitness. Θεωρητικά θα μπορούσατε να κατεβάσετε κι άλλα μέσω του App Gallery αλλά εδώ εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα του smartwatch που δεν είναι άλλο από την έλλειψη third-party υποστήριξης. Η τελευταία αφορά πρακτικά τα πάντα – μέχρι και στο Gmail, οι ειδοποιήσεις δεν προσφέρουν την παραμικρή δυνατότητα αλληλεπίδρασης. Με λίγα λόγια θα πρέπει να βολευτείτε με ό,τι σας προσφέρει η Huawei και… αυτό ήταν όλο. Αυτό το τελευταίο σίγουρα δεν θα ακουστεί καλά στα αφτιά των κατόχων iPhone, ακόμα και συσκευών Android που δεν είναι Huawei – και μεταξύ μας, έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα, έστω κι αν το ρολόι είναι συμβατό μαζί τους. Το Huawei Watch 5 ξεδιπλώνει τις αρετές του όταν βρεθεί στο πλαίσιο του οικοσυστήματος της Huawei. Οπουδήποτε αλλού και θα χρειαστεί να ξεκινήσετε τις παραχωρήσεις, κάτι όχι ακριβώς ευχάριστο όταν έχετε δαπανήσει ένα τόσο σημαντικό ποσό για αγορά smartwatch για να διαπιστώσετε π.χ. ότι Strava, Spotify, Google Maps και Audible λάμπουν διά της απουσίας τους (και στην καλύτερη περίπτωση θα πρέπει να κάνετε τη δουλειά σας με κάποια… πατέντα). Τουλάχιστον τα όσα προσφέρει η Huawei ανταποκρίνονται καλώς. Λειτουργίες υγείας και ευεξίας Αναφερθήκαμε πριν όμως σε έναν δεύτερο αισθητήρα που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του Huawei Watch 5, ανάμεσα στην κορώνα και το πλήκτρο συντόμευσης. Επί της ουσίας πρόκειται για την τεχνολογία X-TAP η οποία συνδυάζει απτικό αισθητήρα 10 επίπεδων και λειτουργίες ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ECG) και φωτοπληθυσμογραφίας (PPG). Ουσιαστικά, η Huawei αναγνώρισε πως ο αισθητήρας καρπού δεν αρκεί για πραγματικά ακριβή αποτελέσματα οπότε ενσωμάτωσε στο ρόλοι και έναν δεύτερο που ενεργοποιείται μόλις τον αγγίξει ο δείκτης του χρήστη. Έτσι μέσα σε ένα λεπτό, θα έχετε τη δυνατότητα να πάρετε μία όσο το δυνατόν πιο αναλυτική – αλλά απόλυτα κατανοητή – έκθεση σχετικά με την κατάσταση του οργανισμού σας που περιλαμβάνει από σφυγμό και επίπεδα οξυγόνου στο αίμα, μέχρι θερμοκρασία, ρυθμό αναπνοής κ.α. μαζί με ορισμένες προτάσεις. Η ακρίβεια στις μετρήσεις είναι άριστη, με το Huawei Watch 5 να παρακολουθεί και τον ύπνο σας. Ο τρόπος με τον οποίο το smartwatch προσεγγίζει το θέμα της παρακολούθησης υγείας είναι πιθανότατα εκ των καλυτέρων που έχουμε δει ως τώρα και δεν θα είχαμε κανένα θέμα να τον στέψουμε «πρωταθλητή» αν υπήρχε αμφίδρομη ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των διαφόρων fitness apps. Βλέπετε, ενώ προσφέρεται δυνατότητα ενημέρωσης άλλων εφαρμογών με τα δεδομένα που συλλέγει το ρολόι, το αντίστροφο δεν είναι δυνατόν, οπότε υπάρχει σοβαρή πιθανότητα το Huawei Health να μην έχει όλα τα διαθέσιμα δεδομένα σχετικά με τον οργανισμό σας – κάτι που επηρεάζει αν μη τι άλλο τις προτάσεις και τις συμβουλές του. Το Huawei Watch 5 μπορεί να καταγράψει πάνω από 100 είδη ασκήσεων. Χαζεύοντας τη λίστα βρήκαμε μάλιστα κάποια πραγματικά εξεζητημένα όπως belly dancing, σκοινάκι και φρίσμπι. Τo smartwatch αναγνωρίζει αυτόματα cross training, κωπηλασία, τρέξιμο και περπάτημα ξεκινώντας την αυτόματη καταγραφή τους, έστω κι αν με το τελευταίο είχαμε κάποια θέματα. Μάλιστα ακόμα κι αν δεν έχετε μαζί το τηλέφωνο, το ρολόι θα καταγράψει κάθε σας άσκηση και θα ενημερώσει το Huawei Health στην πρώτη ευκαιρία. Το GPS του πάντως διαθέτει εντυπωσιακή ακρίβεια την οποία μάλιστα διατηρεί ακόμα κι όταν κινείστε με ταχύτητα (το διαπιστώσαμε κάνοντας ποδήλατο). Όσο για τους χάρτες της Huawei, η εφαρμογή Petal Maps δεν είναι Google Maps αλλά αν μη τι άλλο τη δουλειά της την κάνει. Λοιπές λειτουργίες Το Huawei Watch 5 όμως δεν μένει μόνο στις λειτουργίες άσκησης, υγείας και ευεξίας αλλά προσφέρει και άλλα. Κατ’ αρχάς είναι εφοδιασμένο με μικρόφωνο, κάτι που σημαίνει πως θα μπορείτε να πραγματοποιείτε και να δέχεστε κλήσεις από και στο ρολόι σας. Φυσικά αυτό προϋποθέτει πως το smartphone σας θα πρέπει να βρίσκεται κάπου κοντά, εκτός κι αν κάνετε τα κουμάντα σας με μία eSIM, οπότε θα είστε σε θέση να το χρησιμοποιείτε και αυτόνομα. Και εδώ, η Huawei υποστηρίζει τουλάχιστον τις esim της Cosmote, κάτι πολύ χρήσιμο αφού θα μπορείτε να αφήσετε το κινητό στο σπίτι σας αν θέλετε για παράδειγμα να βγείτε για τρέξιμο. Η ποιότητα του ήχου είναι σε γενικές γραμμές καλή, αν και ιδανικά θα πρέπει να βρίσκεστε σε ήσυχο θόρυβο ώστε να σας ακούει ο συνομιλητής σας. Το απλούστερο που έχετε να κάνετε είναι να συνδέσετε το σετ Bluetooth ακουστικών της αρεσκείας σας απ’ ευθείας στο ρολόι για να κάνετε τη δουλειά σας σαν άνθρωποι. Για τις δε πληρωμές μέσω NFC χρησιμοποιείται το Huawei Wallet το οποίο σύμφωνα με την ενημέρωση που είχαμε, σύντομα θα υποστηρίζει και κάρτες ελληνικών τραπεζών, δίνοντας τη δυνατότητα για ανέπαφες πληρωμές. Αν θέλετε να εξοικονομήσετε μπαταρία, μπορείτε να ενεργοποιήσετε τη λειτουργία battery saver, κάτι που γίνεται στη στιγμή – γενικότερα μπορείτε να εναλλάσσεστε μεταξύ αυτής και της κανονικής κατά βούληση. Εφ’ όσον το κάνετε, να ξέρετε ότι θυσιάζετε κάποιες δυνατότητες όπως π.χ. τους online χάρτες, διάφορες third-party εφαρμογές ή επιμέρους χαρακτηριστικά (βλ. απάντηση σε μηνύματα στο WhatsApp) αλλά όπως θα δείτε στην αμέσως επόμενη παράγραφο, κερδίζετε σημαντικά σε αυτονομία. Κάτι που είδαμε πως δουλεύει στο Huawei Watch 5, είναι η ενεργοποίηση του battery saver στο τμήμα της ημέρας που δεν ενοχλεί – ό,τι μπορεί να γλιτώσει κανείς, καλό είναι. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να κλείσουμε την παρουσίαση του Huawei Watch 5 χωρίς να αναφερθούμε στην αυτονομία του. Η τελευταία εξαρτάται από την έκδοση που έχετε προτιμήσει. Για εκείνη των 42 χιλ. μπορείτε να υπολογίζετε σε τρεις ημέρες τυπικής χρήσης και δύο ημέρες με την οθόνη σε always on. Στη λειτουργία battery saver ανεβαίνετε στις πέντε και τρεις ημέρες αντίστοιχα (με μέγιστη τιμή τις επτά). Όσο για την έκδοση των 46 χιλ. προσφέρει 4,5 μέρες τυπικής χρήσης και τρεις με οθόνη always-on, ενώ στο battery saver υπολογίστε επτά και 4,5 ημέρες αντίστοιχα (με 11 ημέρες στην καλύτερη περίπτωση). Εμείς πάντως, χωρίς τη λειτουργία always on, φορτίζαμε το Huawei Watch 5 κάθε Σαββατοκύριακο με μία πλήρη φόρτιση να παίρνει λίγο παραπάνω από 75 λεπτά. Τέλος να επισημάνουμε ένα σημαντικό τεχνικό πρόβλημα που εντοπίσαμε σχετικά με την ένδειξη της ώρας, η οποία περιοδικά εμφανιζόταν με καθυστέρηση τριών ωρών. Μετά από επικοινωνία μας, η κατασκευάστρια εταιρεία έχει αναγνωρίσει το συγκεκριμένο σφάλμα και σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωσή της, προγραμματίζεται να διορθωθεί μέσα στον τρέχοντα μήνα με την κυκλοφορία αναβάθμισης του λογισμικού firmware. Φυσικά μόλις αυτό γίνει, θα ενημερώσουμε σχετικά και την παρουσίαση. Συμπέρασμα Το Huawei Watch 5 είναι ένα πανέμορφο ρολόι. Αν το στυλ αποτελεί για εσάς βασική προτεραιότητα στα wearables, τότε ειλικρινά δύσκολα θα βρείτε πιο φινετσάτη πρόταση από αυτή της Huawei. Σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση της υγείας και την καταγραφή των διαφόρων δραστηριοτήτων σας, το smartwatch δεν τα πάει κι άσχημα, όμως εκεί που μας τα χαλά (αναμενόμενα σε έναν βαθμό) είναι στην αλληλεπίδρασή του με εφαρμογές τρίτων και άλλα λειτουργικά συστήματα/πλατφόρμες. Αν μπορείτε να αφήσετε στην άκρη αυτά τα τελευταία και φυσικά είστε οκ με την τιμή (κυμαίνεται από 449€ έως 649€) τότε βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για το επόμενο σας smartwatch.
    2 πόντοι
  21. Η έλευση των καρτών της σειράς GeForce RTX 5000 σε συνδυασμό με τις πιο πρόσφατες γενιές επεξεργαστών των Intel και AMD έχει φέρει κινητικότητα στον χώρο των gaming laptops καθώς ο ένας μετά τον άλλο οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές ρίχνουν στη μάχη της αγοράς πραγματικά «θηρία», έτοιμα να προσφέρουν κορυφαίες επιδόσεις, όσο υψηλές κι αν είναι οι απαιτήσεις του παίκτη. Έτσι λοιπόν ήρθε κι η σειρά της MSI να λανσάρει το Stealth A16 AI+ το οποίο και είχαμε στα χέρια μας τις τελευταίες εβδομάδες. Αν και οι γενικές μας εντυπώσεις είναι θετικές, σε τι βαθμό καταφέρνει το σύστημα της MSI να ξεχωρίσει από ανταγωνιστικές προτάσεις εξοπλισμένες με την RTX 5070 Ti; Συνεχίστε να διαβάζετε και θα μάθετε. Σχεδιασμός Το Stealth A16 AI+ είναι… όνομα και πράγμα stealth. Αντίθετα με άλλους κατασκευαστές (ναι ASUS, για ‘σένα μιλάμε), η MSI προτίμησε να αποφύγει τον LED φωτισμό και τα κραυγαλέα στοιχεία όσον αφορά στον σχεδιασμό του συστήματος, προτιμώντας αντίθετα ένα look που καταφέρνει να περάσει απαρατήρητο (έστω κι αν αυτό ουσιαστικά «εξουδετερώνεται» από έναν άλλο παράγοντα που θα δούμε παρακάτω…). Σε μαύρο χρώμα και με ματ επιφάνειες που αντιστέκονται στις δαχτυλιές, το Stealth A16 AI+ είναι κατασκευασμένο από κράμα μαγνησίου – αλουμινίου. Τι σημαίνει αυτό; Πως πρόκειται για ένα στιβαρό laptop που δεν δίνει σε καμία περίπτωση αίσθηση προχειροδουλειάς σε ό,τι έχει να κάνει με τη συναρμολόγηση. Το σημαντικότερο όμως, είναι πως το βάρος του έχει διατηρηθεί στα μόλις 2,1 κιλά, επίδοση που έστω και οριακά είναι καλύτερη κι από εκείνη του MacBook Pro! Όπως είπαμε το Stealth A16 AI+ έρχεται μόνο σε μαύρο χρώμα. Οι διαστάσεις του είναι 35,58 x 25,97 x 19,95 εκατ. οπότε χωράει σχετικά εύκολα σε τσάντα πλάτης/ώμου ενώ χάρη στην υποστήριξη PD Charging μέσω USB4 Type-C θα γλιτώσετε και από το πρόσθετο βάρος/όγκο του φορτιστή. Δώστε έμφαση στο πολύ λεπτό του προφίλ – πρακτικά η MSI δημιούργησε το «λιγότερο gaming» gaming laptop, έστω κι αν αυτό έρχεται μοιραία με τα δικά του αρνητικά (υπομονή, θα τα δούμε). Από πλευράς θυρών, στα αριστερά υπάρχουν μία HDMI 2.1, μία Ethernet και μία USB3.2 Gen 2 Type-A. Στα δεξιά βρίσκονται οι υπόλοιπες, τουτέστιν μία ακόμα USB 3.2 Gen 2 Type-A, η μοναδική USB4 Type-C (με υποστήριξη DisplayPort, Power Delivery 3.0 και Thunderbolt 4), μία DC-in φόρτισης και μία σύνθετη ήχου 3,5 χιλ. Στην πίσω πλευρά του συστήματος υπάρχουν διπλοί αεραγωγοί. Ανοίγοντας το σύστημα, η οθόνη καταλαμβάνει σχεδόν όλη τη διαθέσιμη επιφάνεια με την κάμερα να βρίσκεται σε μία πεπλατυσμένη επιφάνεια που εξέχει ελαφρώς στο κέντρο και επάνω. Μόνη εξαίρεση στο παραπάνω, το κάτω μέρος του πλαισίου που φέρει και το λογότυπο της MSI. Το πληκτρολόγιο είναι πλήρους μεγέθους (θα αναφερθούμε και σε αυτό παρακάτω): ο διαθέσιμος χώρος ήταν τόσος πολύς που η MSI κατόρθωσε να χωρέσει μέχρι και numpad, κάτι που αναμφισβήτητα θα βρουν ιδιαίτερα χρήσιμο όσοι πρόκειται να εκμεταλλευτούν το Stealth A16 AI+ και για παραγωγικότητα. Η μόνη παραφωνία – αν μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει ως τέτοια – είναι τα αυτοκόλλητα που κοσμούν τις γωνίες της επιφάνειας που ακουμπούν οι καρποί αλλά ευτυχώς ξεκολλούν εύκολα, επιτρέποντας στο μίνιμαλ design του laptop να λάμψει. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Την πρώτη φορά που θα έρθετε πρόσωπο με πρόσωπο με το Stealth A16 AI+, το μάτι σας θα πέσει χωρίς δεύτερη σκέψη στην οθόνη του. Πρόκειται για μία OLED 16 ιντσών (υπάρχει και φθηνότερη επιλογή με IPS πάνελ) ανάλυσης 2560 x 1600 pixels με ρυθμό ανανέωσης 240 Hz. Η εμπειρία θέασης που προσφέρει είναι εκπληκτική με τα χρώματα, όπως θα περίμενε κανείς, να είναι εξαιρετικά ζωηρά, την αντίθεση να βρίσκεται σε κορυφαία επίπεδα και τις γωνίες θέασης να μην περιορίζουν στο ελάχιστο τον χρήστη. Είχαμε την ευκαιρία να παίξουμε video games, να χαζέψουμε ταινίες, ακόμα και να επεξεργαστούμε φωτογραφίες απολαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση άριστη πιστότητα σε διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος φωτισμού. Περνώντας στα τεχνικά χαρακτηριστικά του συστήματος, η έκδοση που μας δόθηκε διέθετε έναν Ryzen AI 9 HX 370, 32 GB LPDDR5x-7500 RAM, δίσκο NVMe PCIe Gen4 M.2 SSD χωρητικότητας 2 TB και κάρτα γραφικών NVIDIA GeForce RTX 5070 Ti. Εδώ να ανοίξουμε παρένθεση για να σημειώσουμε πως το Stealth A16 AI+ έρχεται και σε εκδόσεις με RTX 5070, RTX 5080 και RTX 5090 οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν σε ό,τι αφορά τη RAM, τη χωρητικότητα του SSD και τον επεξεργαστή. Ο Ryzen AI 9 HX 370 είναι από τους πλέον ισχυρούς επεξεργαστές της AMD. Βασίζεται σε αρχιτεκτονική Zen 5 και ενσωματώνει τεχνολογία RDNA 3.5, διαθέτοντας 12 πυρήνες (τέσσερις Zen 5 και οκτώ Zen 5c) καθώς επίσης και NPU με ισχύ 50 TOPS, γεγονός που επιτρέπει στο Stealth A16 AI+ να μπει στο κλαμπ των Copilot+ PC. RAM και SSD είναι ταχύτατοι με τα 2 TB του τελευταίου να φτάνουν και να περισσεύουν για να αποθηκεύσει κάποιος αρχεία, backups αλλά και τα παιχνίδια που του κρατούν συντροφιά. Αναφορικά με τη RAM, η μέγιστη ποσότητα που υποστηρίζει το σύστημα είναι 64 GB. Να έχετε υπ’ όψιν σας πάντως ότι αντίθετα με άλλες προτάσεις που κυκλοφορούν στην αγορά, για την αφαίρεση του πάνελ βάσης του Stealth A16 AI+ θα χρειαστείτε κατσαβίδι και αρκετή προσπάθεια. Αυτά όμως θα σας απασχολήσουν εν καιρώ, αφού επί του παρόντος, το ενδιαφέρον σας θα μονοπωλήσει η GeForce RTX 5070 Ti με τα 12 GB μνήμης GDDR7 και μέγιστη ισχύ 105 W μέσω Dynamic Boost. Η κάρτα τρέχει πάνω στη νέα αρχιτεκτονική Blackwell της NVIDIA ενσωματώνοντας DLSS 4 και διαθέτοντας memory bandwidth 896 GB/s. Αφήνοντας τα τεχνικά χαρακτηριστικά στην άκρη, η GeForce RTX 5070 Ti αναδεικνύεται στη «χρυσή» επιλογή της νέας γενιάς καρτών της NVIDIA βάσει τιμής/απόδοσης. Στη CES του Ιανουαρίου, ο Jensen Huang, CEO της εταιρείας, είχε αναφέρει πως η RTX 5070 θα προσέφερε επιδόσεις εφάμιλλες με εκείνες της RTX 4090. Η RTX 5070 Ti ωστόσο έρχεται να χαρίσει ακόμα καλύτερες εμπειρίες με ελάχιστη επιβάρυνση κόστους, καθιστώντας έτσι τα laptops που την ενσωματώνουν ως τις go-to λύσεις για τους gamers – και αν αναρωτιέστε γιατί τότε κάποιος να μην προτιμήσει ένα φθηνότερο μοντέλο με μία RTX 4090, οι λόγοι είναι δύο: α) δεν θα είναι και πολύ φθηνότερο (αν είναι φθηνότερο κατ’ αρχάς) και β) ένα σύστημα με μία RTX 5070 Ti προσφέρει περισσότερες εγγυήσεις για το μέλλον. Πώς όμως μεταφράζονται αυτά στην πράξη; Τεστάραμε τις επιδόσεις του Stealth A16 AI+ παίζοντας Cyberpunk 2077, Black Myth: Wukong, Forza Horizon 5 και Counter-Strike 2, θέλοντας να πάρουμε μία εικόνα από τίτλους με εντελώς διαφορετικό κόνσεπτ. Στα 1440p λοιπόν και με τη βοήθεια της τεχνολογίας DLSS 4 και του Multi Frame Generation, τα τρία πρώτα απέδωσαν άψογα, με το frame rate να φτάνει εύκολα τα 81 fps και να παραμένει εκεί ακόμα κι όταν η δράση εξελισσόταν ακατάπαυστα ενώ στο Black Myth Wukong μετρήσαμε 75 fps. Στην περίπτωση του Counter-Strike 2, ακόμα και χωρίς το DLSS 4, η RTX 5070 Ti ουσιαστικά εξάντλησε τις δυνατότητες της οθόνης προσφέροντάς μας μία απόλυτα σταθερή και απολαυστική εμπειρία (έστω κι αν οι επιδόσεις μας σε Train και Overpass ήταν απαράδεκτες – τι να κάνουμε). Μην ξεχνάτε, τέλος, πως η NVIDIA εξακολουθεί να βελτιώνει τις κάρτες της σειράς RTX 5000. Εμπειρία χρήσης Ανοίγοντας το Stealth A16 AI+ η σύνδεση στα Windows γίνεται με δύο τρόπους: είτε μέσω του ενσωματωμένου σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος, είτε κοιτώντας την κάμερα με τη βοήθεια του Windows Hello. Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία είναι στιγμιαία και δεν θα σας απασχολήσει καθόλου. Με έναν γρήγορο έλεγχο, επιβεβαιώσαμε ό,τι γνωρίζαμε από την ενασχόλησή μας με άλλα μοντέλα της MSI στο παρελθόν: το bloatware στα Windows 11 Pro ήταν ελάχιστο με μόλις δυο-τρεις εφαρμογές να μην έχουν ουσιαστικά λόγο ύπαρξης. Για τη διαχείριση των λειτουργιών του συστήματος, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που βασίζονται στην AI (από τη ρύθμιση φωτεινότητας, μέχρι τα Studio Effects των Windows), χρησιμοποιείται το MSI Center. Σχετικά με τη λειτουργία των ανεμιστήρων, η τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίσει το είδος χρήσης και να προσαρμόσει την ταχύτητα περιστροφής τους βάσει του φόρτου εργασίας. Θυμάστε που μιλήσαμε νωρίτερα για τα αρνητικά του λεπτού προφίλ καθώς επίσης και έναν παράγοντα που εξουδετερώνει το stealthy look του υπολογιστή; Ε, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τον θόρυβο. Το Stealth A16 AI+ είναι ένα φασαριόζικο gaming laptop. Αντίθετα με ό,τι περιμέναμε, οι ανεμιστήρες του συστήματος ενεργοποιούνται ακόμα και σε απλές εργασίες όπως π.χ. τη χρήση browser με δυο tabs ανοιχτά ή την εγκατάσταση ενός παιχνιδιού. Ακόμα κι όταν είχαμε επιλεγμένη την ενσωματωμένη κάρτα γραφικών (Radeon 890M) αντί της RTX 5070 Ti, το σύστημα ψύξης έμοιαζε να λειτουργεί κανονικότατα. Φυσικά, όταν ξεκινούσαμε το gaming, εκεί τα πράγματα σοβάρευαν με τους ανεμιστήρες του – όχι και τόσο τελικά – Stealth A16 AI+ να θυμίζουν αεροπλάνο κατά την απογείωση. Είτε αφήσαμε το σύστημα να διαχειριστεί μόνο του τους ανεμιστήρες, είτε πειράξαμε εμείς τις ρυθμίσεις τους, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Θα ρωτήσει τώρα κάποιος εδώ: «είναι αναγκαία η τόσο έντονη χρήση των ανεμιστήρων»; Η απάντηση είναι πως ναι. Ακόμα και με το σύστημα ψύξης του Stealth A16 AI+ να δουλεύει υπερωρίες, η θερμοκρασία στο εσωτερικό του laptop ανέβαινε σε πολύ υψηλά επίπεδα – τόσο υψηλά που η θερμότητα έφτανε στο πληκτρολόγιο – κυρίως στο κέντρο και το επάνω τμήμα του. Δεν ανησυχήσαμε σε καμία περίπτωση για το ίδιο το σύστημα, ωστόσο για να καταλάβετε για τι μιλάμε, σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν αδύνατον να ακουμπήσουμε το laptop στα πόδια μας. Η πρότασή μας μάλιστα είναι να τοποθετήσετε το Stealth A16 AI+ σε ένα σταντ έτσι ώστε να διευκολύνετε την απομάκρυνση του ζεστού αέρα από το εσωτερικό του. Το πληκτρολόγιο του υπολογιστή είναι από τα πιο άνετα και βολικά που έχουμε χρησιμοποιήσει ποτέ. Η συνεργασία της MSI με τη SteelSeries έπιασε τόπο. Το πληκτρολόγιο διαθέτει RGB φωτισμό προσαρμόσιμο ανά πλήκτρο, με άκρως ικανοποιητική απόσταση διαδρομής και αίσθηση. Μην περιμένετε αποτελέσματα αντίστοιχα με εκείνα ενός μηχανικού πληκτρολογίου (ο θόρυβος εξ άλλου είναι ελάχιστος) όμως πρακτικά μιλάμε για το next best thing. Έξτρα brownie points στην MSI για το ότι απέφυγε την περίεργη τοποθέτηση πλήκτρων συμπεριλαμβάνοντας και ένα ακόμα για τον Copilot. Το touchpad είναι μεγάλο σε διαστάσεις με απολαυστική αίσθηση του κάθε «κλικ» ενώ ο σαρωτής δακτυλικού αποτυπώματος που αναφέραμε βρίσκεται στα δεξιά του. Η FHD κάμερα του συστήματος προσφέρει άριστη εικόνα (απόρροια και του 3DNR+) σε συνδυασμό με ικανοποιητικό ήχο, ενώ έχει και φυσικό κλείστρο για εγγυημένη προστασία ιδιωτικού απορρήτου. Το laptop ενσωματώνει δύο ηχεία και τέσσερα woofers – όλα των 2 W έκαστο. Η MSI έχει συνεργαστεί με τη Dynaudio για τα ηχεία και με τη SteelSeries και πάλι ως προς τις λοιπές τεχνολογίες (βλ. Nahimic). Ο ήχος είναι πραγματικά ικανοποιητικός και τον ευχαριστηθήκαμε κυρίως κατά το streaming. Στο gaming όμως, με τους ανεμιστήρες του Stealth A16 AI+ να δουλεύουν «στα κόκκινα», προτιμήσαμε να χρησιμοποιήσουμε ακουστικά – κι αν δεν θέλετε ενσύρματη λύση, μπορείτε να εκμεταλλευτείτε το Bluetooth 5.4. Μιλώντας για ασύρματη συνδεσιμότητα, να πούμε πως υποστηρίζεται και Wi-Fi 7 έτσι ώστε να απολαμβάνετε υψηλές ταχύτητες πρόσβασης στο internet όπου φυσικά υπάρχει η σχετική υποδομή. Τέλος, θα κάνουμε μία αναφορά στη μπαταρία: στις 99,9 Wh έχει σπουδαία χωρητικότητα προσφέροντας στο σύστημα αυτονομία τουλάχιστον 5-6 ωρώνκκκ. Για μία πλήρη φόρτιση (0-100%) δε, απαιτούνται περί τις 2 ώρες. Αν και αρκετά συμπαγές πάντως, το Stealth A16 AI+ δεν είναι το laptop που θα χρησιμοποιήσει εύκολα κάποιος στον δρόμο… Συμπέρασμα Με το Stealth A16 AI+ η MSI μας προσφέρει μία άκρως ενδιαφέρουσα πρόταση. Ενσωματώνει άριστα τεχνικά χαρακτηριστικά και διαθέτει από τις καλύτερες σχέσεις τιμής/απόδοσης που έχουμε δει σε νέες κυκλοφορίες τους τελευταίους μήνες, όντας μία future-proof λύση για κάποιον που αναζητά ένα αξιόπιστο gaming laptop. Οι υψηλές θερμοκρασίες που ανεβάζει και ο θόρυβος που παράγει ενδεχομένως να βάλουν κάποιους σε σκέψεις, όμως ακόμα κι έτσι, το Stealth A16 AI+ δεν παύει να συνιστά μία από τις καλύτερες λύσεις gaming laptop που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην αγορά
    2 πόντοι
  22. Τα entry-level smartphones είναι πιθανότατα τα πλέον «ριγμένα» σε σχέση με τις υπόλοιπες προτάσεις της αγοράς. Όταν τα mid-range μοντέλα και οι ναυαρχίδες μονοπωλούν, βλέπετε, τα φώτα της δημοσιότητας, οι budget προτάσεις περνούν μάλλον σε δεύτερη μοίρα. Το realme 14T ωστόσο δύσκολα θα έχει τέτοιο θέμα. Κάτι ο αν μη τι άλλο όμορφος του σχεδιασμός και κάτι τα ακόμα πιο "όμορφα" τεχνικά του χαρακτηριστικά, έχουμε να κάνουμε με μία συσκευή που περνά τη σχέση τιμής/απόδοσης σε άλλο επίπεδο – κι ας χάνει κάπου στην ονομασία, καθώς έρχεται να προστεθεί στα realme 14, 14 Pro, 14 Pro+, 14 Pro Lite και 14x. Τι ακριβώς προσφέρει όμως το συγκεκριμένο; Εμφάνιση – Σχεδιασμός Η αίσθηση που αφήνει το realme 14T στο χέρι, δεν διαφέρει από εκείνη μίας τυπικής συσκευής στις 6,7 ίντσες. Με διαστάσεις 163,1 x 75,6 x 7,9 χιλ. και βάρος 196 γραμμάρια, η εν λόγω πρόταση δεν ξεφεύγει από τον μέσο όρο. Η δε σωστή κατανομή του βάρους προσφέρει σταθερό κράτημα. Το smarthphone διατίθεται σε τρία χρώματα – έντονο ανοιχτό πράσινο, απαλό μωβ και μαύρο – με ασορτί πλαίσιο. Στην πλαστική πλάτη του υπάρχει μόνο το λογότυπο της realme (στην κάτω αριστερή γωνία) και η ελαφρώς εξέχουσα ορθογώνια επιφάνεια που βρίσκονται οι δύο φακοί των καμερών και το φλας. Τα πλήκτρα ενεργοποίησης και αυξομείωσης της έντασης του ήχου είναι στη δεξιά πλευρά ενώ η υποδοχή για την κάρτα SIM και τη microSD βρίσκεται στη βάση. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η realme έκανε την υπέρβαση σε ό,τι αφορά την ανθεκτικότητα της συσκευής – από την ποιότητα κατασκευής της οποίας δεν είχαμε κανένα παράπονο, τηρουμένων των αναλογιών – με την τελευταία να διαθέτει προστασία από νερό και σκόνη βάσει πιστοποιήσεων IP66, IP68 και IP69. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι το realme 14T μπορεί να μείνει βυθισμένο σε γλυκό νερό (σε βάθος δύο μέτρων) για διάστημα έως και 30 λεπτών αλλά και να αντέξει τον δυνατό ψεκασμό υπό πίεση (15 λίτρα/λεπτό – φανταστείτε σαν να χρησιμοποιείτε πιεστικό) και υψηλή θερμοκρασία (80ο C). Στις δοκιμές μας, το realme 14T δεν είχε κανένα πρόβλημα να ανταποκριθεί σε όλα τα παραπάνω, αν και έπρεπε να καθαρίσουμε πρώτα την οθόνη από το νερό για να τη χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικά. Οθόνη – Κάμερες Η οθόνη της συσκευής είναι μία AMOLED 6,67 ιντσών με ανάλυση 1080 x 2400 pixels και ρυθμό ανανέωσης 120 Hz. Αν και το πλαίσιό της είναι… σεβαστού μεγέθους (η οθόνη καλύπτει περίπου το 88,6% της συνολικής επιφάνειας πρόσοψης), δεν είδαμε να επηρεάζει ιδιαίτερα την εμπειρία θέασης. Η μέγιστη φωτεινότητα φτάνει τα 2100 nits που είναι πολύ καλή επίδοση για συσκευή σε αυτή την τιμολογιακή κατηγορία των 300-400€. Σε κάθε περίπτωση δεν αντιμετωπίσαμε ιδιαίτερα προβλήματα κατά τη χρήση της συσκευής σε εξωτερικούς χώρους – απόρροια του DC dimming και της υψηλής αντίθεσης 6.000.000:1. Το λογισμικό διαθέτει δυνατότητα αυτόματης προσαρμογής του ρυθμού ανανέωσης, με τον χρήστη να μπορεί φυσικά να κάνει τα δικά του εφ’ όσον το επιθυμεί (εμείς επιλέξαμε το πρώτο). Αναφορικά με την οθόνη, η realme έχει δώσει έμφαση στον τομέα του gaming, κάτι που σίγουρα δεν περιμέναμε να δούμε σε μία τέτοια συσκευή. Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε πως η οθόνη έχει ρυθμό δειγματοληψίας αφής 1500 Hz, προσφέροντας έτσι εξαιρετική απόκριση. Χρήσιμο βρήκαμε και το AI Motion Control, μία λειτουργία που ουσιαστικά χρησιμοποιεί το γυροσκόπιο του realme 14T για να «μεταφράσει» σε κινήσεις in-game τυχόν περιστροφές (αριστερά, δεξιά, εμπρός, πίσω) της συσκευής, κάτι που στην αρχή μας μπέρδεψε αλλά που μόλις το συνηθίσαμε, μας βόλεψε αφάνταστα. Το AI Ultra Touch Control, τέλος, συμβάλλει στην ταχύτερη αναγνώριση των κινήσεων των αντιχείρων. Εν κατακλείδι, ό,τι κι αν παίξαμε στο realme 14T, η εμπειρία ήταν ευχάριστη. Στα των καμερών, δεν είχαμε ιδιαίτερες προσδοκίες από το realme 14T. Ακόμα κι έτσι όμως, η συσκευή στέκεται αξιοπρεπώς έχοντας τη δυνατότητα να τραβήξει ικανοποιητικές φωτογραφίες και βίντεο με την κάμερα των 50 MP (f/1,8, 1/2,88 ιντσών, PDAF), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουμε δει καλύτερες επιδόσεις στην κατηγορία από άλλα μοντέλα. Στις περιπτώσεις που ο φωτισμός ήταν επαρκής, οι λήψεις μας χαρακτηρίζονταν από ζωηρά χρώματα, ικανοποιητική αντίθεση και χαμηλά επίπεδα θορύβου. Προσφέρεται έως και 20x ψηφιακό zoom – υπολογίστε πως αν έχετε σταθερό χέρι, θα είστε μια χαρά μέχρι και τα επίπεδα του 2x. Η κάμερα μπορεί και τραβά βίντεο ανάλυσης 1080p στα 60 fps και όχι 4K. μ΄Η ποιότητά της κρίνεται ικανοποιητική για την αποτύπωση καθημερινών στιγμών, όμως με δεδομένη την απουσία συστήματος σταθεροποίησης εικόνας μην περιμένετε θαύματα. Η δεύτερη μονόχρωμη κάμερα ανάλυσης 2 MP έχει ξεκάθαρα διακοσμητικό χαρακτήρα αφού κατά το διάστημα που είχαμε στην κατοχή μας το realme 14T δεν μας φάνηκε χρήσιμη ούτε μία φορά. Θεωρητικά μπορείτε να πειραματιστείτε μαζί της, όμως το πιθανότερο είναι πως το κοινό στο οποίο απευθύνεται το smartphone, δύσκολα θα ασχοληθεί περαιτέρω. Στην πρόσοψη, ψηλά στο κέντρο της οθόνης συναντάμε τη selfie camera. Ευρυγώνια στα 16 MP (f/2,5, 1/3 ιντσών, 24 χιλ., PDAF) από τη Sony, θα καλύψει τις ανάγκες σας για βιντεοκλήσεις (1080p/30) και selfies. Τα αποτελέσματα δεν θαμπώνουν ακριβώς, όμως με λίγη προσπάθεια, θα τραβήξετε λήψεις που θα μοιραστείτε χωρίς ενδοιασμούς στα socials. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Η realme έχει προικίσει τη συσκευή με έναν οκταπύρηνο MediaTek Dimensity 6300 στα 6 nm. Είναι μία πάρα πολύ καλή επιλογή για τη budget κατηγορία και σημαντικά ανώτερη σε επιδόσεις σε σχέση π.χ. με τον MediaTek Helio G92 Max που διαθέτει το realme C75, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό στα πρώτα «ζόρια» όπως π.χ. το gaming. Μην περιμένετε πως το realme 14T θα σας χαρίσει συγκλονιστικές επιδόσεις σε απαιτητικά video games, όμως αν χαμηλώσετε λίγο τα settings, θα παίξετε με σταθερά υψηλό frame rate (το Genshin Impact στα 30 fps σε τέτοια συσκευή για παράδειγμα δεν μας χάλασε καθόλου). Συνεχίζοντας με τα χαρακτηριστικά του realme 14T, στη διάθεσή σας βρίσκονται 8 GB RAM με δυνατότητα χρήσης 10 GB από τον αποθηκευτικό χώρο (128 ή 256 GB) που όμως λόγω του τύπου του (UFS 2.2) δεν κάνουν μεγάλη διαφορά. Η δε μπαταρία έχει χωρητικότητα 6000 mAh και σύμφωνα με τη realme, η υγεία της θα παραμείνει σε επίπεδα άνω του 80% ακόμα και έπειτα από τέσσερα χρόνια. Στα της φόρτισης υποστηρίζεται ενσύρματη 45 W με το 0-50% να απαιτεί μισή ώρα και μία πλήρη φόρτιση να θέλει περί τα 80 λεπτά. Ως προς την αυτονομία, φτάσαμε έως και τη μιάμιση μέρα άνετα. Αξίζει να σημειώσουμε πως η συσκευή δεν ανέβασε θερμοκρασία κατά τη φόρτιση, κάτι στο οποίο συμβάλλει και η τεχνολογία συσκευασίας μπαταρίας C-Pack που έχει χρησιμοποιηθεί από τη realme. Το λογισμικό είναι το Android 15 πλαισιωμένο από το realme UI 6.0. Προσφέρονται 2 χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και 3 χρόνια ενημερώσεων ασφαλείας. Το γεγονός πως πρόκειται για budget συσκευή πάντως δεν έχει εμποδίσει τη realme να προσθέσει και ορισμένες λειτουργίες οι οποίες ως επί το πλείστον περιστρέφονται γύρω από την κάμερα και την επεξεργασία φωτογραφιών – αφαίρεση αντικειμένων από το πλάνο, αύξηση ευκρίνειας προσώπων, ξεθόλωμα εικόνας. Η εφαρμογή τους δεν ήταν πάντοτε επιτυχημένη όμως αν μη τι άλλο υπήρξαν περιπτώσεις που «έσωσαν» σε κάποιο βαθμό μία ακατάλληλη λήψη. Στα του περιβάλλοντος χρήστη, πολύ χρήσιμο βρήκαμε τον τρόπο απεικόνισης των ειδοποιήσεων (υπάρχει έξτρα χώρος) αλλά και τις διάφορες συντομεύσεις. Συμπέρασμα Αν είστε στην αναζήτηση budget συσκευής, η realme σας έχει ακόμα μία πρόταση. Το realme 14T είναι μία λύση που θα καλύψει απόλυτα τον χρήστη που επιθυμεί μία αξιοπρεπή συσκευή για να τον συνοδεύσει στην καθημερινότητά του: να παρακολουθήσει βίντεο, να ακούσει μουσική, να παίξει casually κάποιο video game, να πλοηγηθεί στα socials και να αποτυπώσει στιγμές σε εικόνα και βίντεο. Με όπλο την άριστη σχέση τιμής/απόδοσης που επιτυγχάνει, θέτει άξια υποψηφιότητα. Η συσκευή είναι διαθέσιμη από τις 7 Μαίου σε 3 χρώματα, Obsidian Black, Lightning Purple και Surf Green.
    2 πόντοι
  23. Η OnePlus αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση κατασκευαστή smartphones. Ξεκίνησε την πορεία της πριν από περίπου μία δεκαετία, έχοντας ως στόχο οι συσκευές της να γίνουν «flagship killers». Η κινεζική εταιρεία λανσάρει πρακτικά δύο μοντέλα (το κύριο συν το R, μία εκδοχή του με ελαφρώς πιο αδύναμα χαρακτηριστικά) και ισάριθμες ανανεωμένες εκδοχές τους κάθε χρόνο. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι η καλή σχέση τιμής/απόδοσης που επιτυγχάνουν: μπορεί οι τιμές να έχουν ανέβει αισθητά από την περίοδο που μας συστήθηκε για πρώτη φορά η OnePlus (και άρα ο χαρακτηρισμός «flagship killer» να μην βρίσκει πια την ίδια εφαρμογή) όμως ακόμα κι έτσι παραμένουν χαμηλότερες από ναυαρχίδες παρόμοιων χαρακτηριστικών από εταιρείες όπως η Apple και η Samsung. Το OnePlus 13 λοιπόν έφτασε στα χέρια μας κι εμείς είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε αν η OnePlus κατάφερε να διορθώσει τα όποια κακώς κείμενα του πολύ καλού OnePlus 12. Να σημειώσουμε κάπου εδώ πως η τιμή του είναι στα €1199 για το μοντέλο με 16GB RAM και 512GB αποθηκευτικό χώρο, χωρίς κάποια θήκη στη συσκευασία ή φορτιστή, παρά μόνο το καλώδιο φόρτισης που έρχεται και πάλι στο χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα της εταιρείας. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Το OnePlus 13 είναι ένα πανέμορφο smartphone. Η OnePlus ανέκαθεν έδινε βάρος στον σχεδιασμό των συσκευών της δηλαδή, οπότε η φετινή της κυκλοφορία δεν αποτελεί έκπληξη. Το design είναι πολύ κοντά στα περυσινά στάνταρ με τη διαφορά ότι φέτος έχει «καθαρίσει» ακόμα περισσότερο. Το στρογγυλό πλαίσιο που φιλοξενεί τους φακούς των καμερών κλέβει για άλλη μία φορά την παράσταση, ωστόσο τώρα δεν έχει τίποτε άλλο γύρω του (στο OnePlus 12, αν θυμάστε, η επιφάνεια στην αριστερή του πλευρά συνεχιζόταν με αποτέλεσμα ο κύκλος να μην αναδεικνύεται όσο θα έπρεπε) πέραν μίας όμορφης οριζόντιας μεταλλικής γραμμής. Εκτός του λογοτύπου της OnePlus, υπάρχει και εκείνο της Hasselblad – της εταιρείας με την οποία έχει συνεργαστεί η OnePlus για την ανάπτυξη της βασικής κάμερας της συσκευής. Το OnePlus 13 κυκλοφορεί σε τρία χρώματα: λευκό, μαύρο και μπλε, με το πρώτο και το τελευταίο να είναι και τα πλέον εντυπωσιακά. Η επιλογή σας μπορεί να εξαρτάται πρωτίστως από την αισθητική και το στυλ σας, όμως θα έχει και πρακτικό αντίκτυπο. Οι διαστάσεις της συσκευής, βλέπετε, είναι 162,9 x 76,5 χιλ. με το πάχος να είναι 8,5 χιλ. στη λευκή και τη μαύρη έκδοση και 8,9 χιλ. στη μπλε! Διαφοροποίηση υπάρχει και στο βάρος το οποίο εντοπίζεται στα 213 γραμμάρια στη λευκή και τη μαύρη και τα 210 γραμμάρια στη μπλε έκδοση. Το OnePlus 13 αφήνει ευχάριστη αίσθηση στην αφή. Στην πλάτη του έχει χρησιμοποιηθεί «vegan microfiber», που επί της ουσίας είναι πλαστικό, ωστόσο αποπνέει premium αέρα χωρίς να συγκεντρώνει δαχτυλιές. Πέρυσι είχαμε συμπεριλάβει στα αρνητικά του OnePlus 12 την απουσία προστασίας IP65 και η OnePlus φαίνεται πως μας άκουσε. Μάλιστα όχι απλά «θωράκισε» τη φετινή συσκευή της απέναντι σε νερό και σκόνη αλλά το έκανε και βάσει πιστοποίησης IP69, χαρίζοντάς της έτσι αντοχή σε πίδακες – γλυκού – νερού υψηλής πίεσης και θερμοκρασίας. Μάλιστα, η χρήση του κινητού μπορεί να γίνει κανονικότατα ακόμα κι όταν η οθόνη του είναι βρεγμένη – απλά όχι σε πολύ extreme περιπτώσεις αφού τα αγγίγματα και οι κινήσεις σας δεν πρόκειται να καταγραφούν. Στην οθόνη υπάρχει και υπερηχητικός αισθητήρας δακτυλικών αποτυπωμάτων ο οποίος μπορεί μεν να είναι καλύτερος από άλλους, ωστόσο παραμένει πιο αργός στην απόκριση (ελάχιστα, έστω) από έναν capacitive ή οπτικό. Οθόνη – Κάμερες Η οθόνη του OnePlus 12 ήταν έτσι κι αλλιώς τρομερής ποιότητας, οπότε τα όσα είχε να βελτιώσει σε αυτή η OnePlus φέτος ήταν μάλλον περιορισμένα. Η συσκευή έρχεται λοιπόν με ProXDR οθόνη 6,82 ιντσών που καταλαμβάνει το 90,7% της επιφάνειας πρόσοψης, προσφέροντας ανάλυση 1440 x 3168 pixels (QHD+ σαν να λέμε) στα 510 ppi. Ο λόγος διαστάσεών της είναι 19,8:9 καθιστώντας την μία από τις πιο ευρείες οθόνες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην αγορά ενώ υπάρχει και μια μικρή κυρτότητα και στις 4 πλευρές, που κάνει πιο άνετο το κράτημα και το χειρισμό με τις χειρονομίες. Κατά τα άλλα διαθέτει δυναμικό ρυθμό ανανέωσης που κυμαίνεται μεταξύ 1-120 Hz (υπάρχει τεχνολογία LTPO 4.1 και προσφέρεται λειτουργία always on), θεωρητική μέγιστη φωτεινότητα 4500 nits (800 nits τυπικής και 1600 nits σε λειτουργία υψηλής φωτεινότητας HBM), κάλυψη χρωματικού χώρου Display P3 σε ποσοστό 100% και 10-bit βάθος χρώματος. Όσο για την ποιότητα της οθόνης; Η πιστοποίηση Α++ από τη DisplayMate δίνει το δικαίωμα στην OnePlus να ισχυρίζεται πως πρόκειται για την καλύτερη στην αγορά και εμείς δεν πρόκειται να διαφωνήσουμε ιδιαίτερα: αν δεν είναι η καλύτερη, βρίσκεται σίγουρα στις κορυφαίες δυο-τρεις. Τα χρώματα είναι υπέροχα με τον χρήστη να έχει τη δυνατότητα να τα προσαρμόσει στις προτιμήσεις του, η αντίθεση είναι εκπληκτική ενώ και η απόκριση δεν πρόκειται να σας αφήσει ανικανοποίητους ακόμα κι εκεί που απαιτείται πραγματική σβελτάδα (τουτέστιν στο gaming). Η τεχνολογία RadiantView ρυθμίζει τη φωτεινότητα ανάλογα με τον χώρο που βρίσκεστε ούσα αρκετά χρήσιμη σε εξωτερικές τοποθεσίες – την απόδοση του OnePlus 13 σε αυτές εγγυάται σε έναν βαθμό η σχετική πιστοποίηση (Eye Care with High Visibility) της TUV Rheinland. Η τελευταία έχει πιστοποιήσει το OnePlus 13 και με το πρότυπο Eye Care 4.0 για αυξημένη φροντίδα ματιών. Αξίζει να σημειώσουμε πως η OnePlus έχει χρησιμοποιήσει τεχνολογία dimming 2160 Hz σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού (όταν κάποιες οθόνες OLED τερματίζουν στα 240 Hz ή τα 480 Hz). Έτσι η εναλλαγή της φωτεινότητας γίνεται απόλυτα ομαλά χωρίς ο χρήστης να μπορεί να εντοπίσει τρεμόπαιγμα. Όπως εξηγήσαμε η οθόνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί κανονικά όταν η ίδια (ή τα χέρια σας) είναι βρεγμένη χάρη στην τεχνολογία Aqua Touch 2.0. Τέλος, μπορείτε να τη χειριστείτε ακόμα κι όταν φοράτε μάλλινα γάντια πάχους έως και 0,5 εκατ., κάτι που αν μη τι άλλο θα βρείτε αρκετά χρήσιμο τις πιο κρύες περιόδους του χρόνου. Περνώντας στις κάμερες, η OnePlus έχει εφοδιάσει το smartphone με τρεις φακούς, ο κύριος εκ των οποίων είναι ο ίδιος (ένας Sony LYT-808) με το OnePlus 12. Πρόκειται για έναν ευρυγώνιο ανάλυσης 50 MP (f/1,6, 23 χιλ., 1/1,43”, 1,12 μm) με OIS και PDAF. Οι αλλαγές που έχουν γίνει αφορούν τις άλλες δύο κάμερες η ανάλυση των οποίων έχει εξισορροπηθεί στα 50 MP. Ο περισκοπικός τηλεφακός (αισθητήρας Sony LYT-600, f/2,6, 73 χιλ., 1/1,95”, 0,8 μm) προσφέρει 3x οπτικό zoom, PDAF και OIS, ενώ ο υπερευρυγώνιος (αισθητήρας ISOCELL JN5, f/2,0, 15 χιλ., 1/2,75”, 0,64 μm) διαθέτει γωνία θέασης 120ο. Το όλο σύστημα φέρει την υπογραφή της Hasselblad προσφέροντας μάλιστα εκτός των άλλων και λειτουργία πορτρέτου που εξομοιώνει όσο καλύτερα γίνεται τους επαγγελματικούς φακούς (XCD 30, 65 και 90V ας πούμε) της εταιρείας. Οι επιδόσεις του OnePlus 13 στη φωτογραφία και το βίντεο δεν πρόκειται να σας αφήσουν παραπονεμένους. Η OnePlus έχει θέσει στη διάθεσή σας μία σειρά από χρήσιμες λειτουργίες (Smart, Clear Burst, Action, Portrait) που θα σας επιτρέψουν να αιχμαλωτίσετε το θέμα σας με τις καλύτερες δυνατές ρυθμίσεις. Η εμπειρία μας ήταν εξαιρετική με κινούμενα θέματα αφού σχεδόν πάντα, το OnePlus 13 ήταν σε θέση να μας χαρίσει εικόνες χωρίς θολώματα. Κάτι ακόμα που παρατηρήσαμε, ήταν πως δεν υπήρχαν διαφορές (τουλάχιστον διαφορές που να αντιληφθήκαμε) στα αποτελέσματα ανάλογα με τις συνθήκες λήψης: είτε βρισκόμασταν έξω κατά τη διάρκεια μίας ηλιόλουστης ημέρας, είτε σε ένα υπόγειο πάρκινγκ, είτε σε έναν πεζόδρομο γεμάτο φώτα μέσα στη νύχτα, οι φωτογραφίες μας ήταν ευκρινείς, με ελάχιστο – αν όχι καθόλου – θόρυβο, με φυσικά χρώματα και χωρίς σημάδια επεξεργασίας. Το δε δυναμικό εύρος ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Ως προς τον περισκοπικό τηλεφακό, έχει χρησιμοποιηθεί η τεχνολογία Triprism η οποία, όπως προδίδει και η ονομασίας της, χρησιμοποιεί τρία πρίσματα αντανακλώντας το φως τρεις φορές, με αποτέλεσμα το εστιακό μήκος να αντιστοιχεί σε περίπου 73 χιλ. και άρα σε 3x οπτικό zoom – και μάλιστα χωρίς να επηρεάζει αρνητικά το βάρος ή το μέγεθος του φακού. Από τη λειτουργία εστίασης δεν είχαμε κανένα παράπονο. Οι εικόνες μας ήταν πεντακάθαρες και με άριστα χρώματα, διατηρώντας τη λεπτομέρειά τους, τουλάχιστον κατά τη χρήση του οπτικού zoom. Στα υψηλότερα επίπεδα, το zoom ενισχύεται μέσω AI, μόνο που η τελευταία παραέχει πολλές ελευθερίες και ως εκ τούτου οι λήψεις μοιάζουν υπερβολικά επεξεργασμένες. Η OnePlus συνεχίζει τη συνεργασία της με τη Hasselblad, προσφέροντας στο κορυφαίο της μοντέλο φέτος μια αναβαθμισμένη συλλογή φίλτρων φωτογραφίας για τους λάτρεις της φωτογραφικής τέχνης. Η συσκευή διαθέτει τη βελτιωμένη λειτουργία Hasselblad Portrait Mode, η οποία μπορεί να αναπαράγει την εμφάνιση και το εφέ bokeh των κλασικών φακών Hasselblad, όπως οι XCD 30, 65 prime καθώς και του 90V. Επιπλέον, το OnePlus 13 εισάγει τρία νέα φίλτρα σχεδιασμένα να μιμούνται κλασικά στυλ φιλμ, διευρύνοντας τις δημιουργικές δυνατότητες των χρηστών. Τα φίλτρα, εμπνευσμένα από τη Hasselblad, όχι μόνο βελτιώνουν την αναπαραγωγή χρωμάτων αλλά προσδίδουν και μια μοναδική αισθητική στις εικόνες, επιτρέποντας στους φωτογράφους να πετύχουν ένα χαρακτηριστικό αποτέλεσμα που θυμίζει επαγγελματικές κάμερες Hasselblad. Στον τομέα του βίντεο, προσφέρεται δυνατότητα εγγραφής σε ανάλυση 4K στα 60 fps με Dolby Vision HDR – και μάλιστα αυτό αφορά και τις τέσσερις κάμερες (ναι, ακόμα και τη selfie cam των 32 MP, f/2,4, 21 χιλ., 1/2,74”, 0,8 μm στην πρόσοψη). Το Ultra Steady Mode είναι εξαιρετικά χρήσιμο: εμείς το είχαμε πρακτικά διαρκώς ενεργοποιημένο και το πιθανότερο είναι πως το ίδιο θα κάνει και ο μέσος χρήστης. Κατά την εγγραφή μάλιστα θα έχετε την άνεση να εναλλάσσεστε μεταξύ διαφορετικών φακών, κάτι που μας έκανε εντύπωση αφού πρόκειται για χαρακτηριστικό που δεν το συναντάμε συχνά. Εν κατακλείδι, οι κάμερες του OnePlus 13 είναι με μία λέξη εξαιρετικές και όπως και η οθόνη του, συγκαταλέγονται στο top 3 μαζί με εκείνες των Galaxy S25 Ultra και iPhone 16 Pro, ξεπερνώντας αυτή του Google Pixel 9 Pro. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Στο εσωτερικό του, το OnePlus 13 κρύβει τον πύραυλο που λέγεται Snapdragon 8 Elite, τεχνολογίας 3 nm, τον οποίο πλαισιώνουν 16 GB RAM και 512 GB αποθηκευτικού χώρου UFS 4.0 (στο site της OnePlus υπάρχει και έκδοση 12/256GB χωρίς διαθεσιμότητα, ενώ σε ορισμένες αγορές η συσκευή διατίθεται και σε πακέτο 24GB/1TB). Προσφέρεται ενσύρματη συνδεσιμότητα USB Type-C 3.2 και ασύρματη Wi-Fi 7 και Bluetooth 5.4 με A2DP, LE, aptX HD και LHDC 5. Η δε συνολική χωρητικότητα μπαταρίας φτάνει τα 6000 mAh (επί της ουσίας μιλάμε για δύο μπαταρίες των 3000 mAh έκαστη) με την αυτονομία της σε τυπικές συνθήκες χρήσης να αγγίζει και τις δύο μέρες (η μιάμιση ημέρα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη σε κάθε περίπτωση). Η συσκευή υποστηρίζει ταχεία ενσύρματη φόρτιση SUPERVOOC 100 W και ασύρματη AIRVOOC 50 W. Ακολουθώντας το trend των τελευταίων ετών μάλιστα, στη συσκευασία δεν περιλαμβάνεται φορτιστής παρά μόνο το καλώδιο USB Type-A σε Type-C. Για τη φόρτιση ό,τι και να πούμε θα είναι λίγο. Σε κάτι λιγότερο από 15 λεπτά, η μπαταρία του OnePlus 13 γεμίζει στο μισό, ενώ για το 0-100% δεν απαιτείται ούτε μισή ώρα. Ακόμα κι αν δεν θέλετε να μπλέκετε με καλώδια, μία πλήρης ασύρματη φόρτιση χρειάζεται μέσες-άκρες μία ώρα, χρόνο που άλλες ναυαρχίδες δεν πετυχαίνουν ούτε ενσύρματα. Γενικά, η μπαταρία του OnePlus 13 δεν είναι κάτι που θα σας απασχολήσει: αφ’ ενός αδειάζει δύσκολα κι αφ’ ετέρου γεμίζει ταχύτατα, δίνοντας μαθήματα στα δύο μεγάλα ονόματα της αγοράς (Samsung και Apple για να μην ψάχνετε). Ο Snapdragon 8 Elite δεν είναι μόνο ενεργειακά αποδοτικός αλλά προσφέρει και άριστες επιδόσεις. Είναι ταχύτατος και προσφέρει άριστη απόδοση σε ό,τι κι αν θελήσει να κάνει κανείς. Σε συνδυασμό δε με την άπλετη RAM και την οθόνη των 120 Hz, προσφέρει μία πραγματικά απολαυστική εμπειρία απόδοσης – το multitasking απλά δεν θα μπορούσε να ήταν πιο ομαλό. Το OnePlus 13 ανταποκρίθηκε περίφημα και όταν το ζορίσαμε κατά το gaming. Τρέχοντας ό,τι πιο απαιτητικό υπάρχει αυτή τη στιγμή στο Play Store, δεν ανέβασε ποτέ θερμοκρασία, δείχνοντας ό,τι μπορεί να διαχειριστεί ακόμα και τον πιο υψηλό φόρτο εργασίας. Η OnePlus εξ άλλου έχει αναβαθμίσει το σύστημα ψύξης το οποίο πλέον καλύπτει 9925 τετραγωνικά χιλ. ή αλλιώς το 79,6% της συνολικής επιφάνειας του κινητού. Το Android 15 συνεπικουρείται από το OxygenOS 15 με την OnePlus να εγγυάται τέσσερα χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και έξι ενημερώσεων ασφαλείας. Δεν είναι και η καλύτερη προσφορά στην αγορά αλλά αν μη τι άλλο κρίνεται ικανοποιητική . Αυτό που δεν είναι ικανοποιητικό είναι το ίδιο το OxygenOS το οποίο για ακόμα μία χρονιά χαρακτηρίζεται από αχρείαστες εφαρμογές και bloatware που δεν δίνει την καλύτερη εντύπωση. Πρόκειται πάντως για το UI που προσπαθεί να μοιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο στο iOS με τα αποτελέσματα να μην είναι πάντα τα επιθυμητά (η υλοποίηση του dynamic island ας πούμε είναι ανεπαρκής). Η δε λειτουργία Share with iPhone που διαφημίζει η OnePlus μόνο άμεση δεν είναι αφού απαιτεί από τους χρήστες iPhone τη χρήση ειδικής εφαρμογής που ουσιαστικά ακυρώνει τον σκοπό της. Όσο για την AI, η OnePlus AI βαδίζει στα χνάρια του ανταγωνισμού προσφέροντας λίγο-πολύ τις ίδιες – βασικές – λειτουργίες όπως τοπική αναζήτηση με χρήση φυσικής γλώσσας, σύνοψη σημειώσεων, αναζήτηση κυκλώνοντας το θέμα, σάρωση boarding passes και προσθήκη στο Google Wallet και υποστήριξη Google Gemini. Το όλο πακέτο όμως είναι αρκετά υποδεέστερο από εκείνα άλλων εταιρειών όπως π.χ. της Samsung, της Xiaomi ή της Apple, κάτι που συνιστά πραγματικά χαμένη ευκαιρία, δεδομένων των δυνατοτήτων του Snapdragon 8 Elite. Ίσως η OnePlus να αποπειραθεί να καλύψει το χαμένο έδαφος με μελλοντική ενημέρωση (όπως φερ’ ειπείν έκανε η Samsung με τη Galaxy AI) όμως για την ώρα έχει μείνει πίσω. Συμπέρασμα Η εμπειρία μας με το OnePlus 13 ήταν άριστη. Πρόκειται για μία πληρέστατη (flagship) συσκευή που πατά επάνω στην περυσινή πρόταση της εταιρείας, κάνοντας ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Με φρεσκαρισμένα τεχνικά χαρακτηριστικά και ενδιαφέρουσες λειτουργίες, μπορεί να μην προσφέρει επαρκείς λόγους αναβάθμισης σε έναν κάτοχο OnePlus 12, όμως αποτελεί ξεκάθαρα μία πρόταση που οφείλει να εξετάσει όποιος βρίσκεται στο κυνήγι ναυαρχίδας με budget γύρω στα €1200.
    2 πόντοι
  24. Το Zenbook A14 ήταν ένα από τα δύο laptops που έκλεψαν την παράσταση στην πρόσφατη CES κι αν εκείνο της Lenovo εντυπωσίασε με τη rollable οθόνη του, αυτό της ASUS έκανε τους πάντες να παραμιλούν με τις επιδόσεις του σε όλους τους τομείς – ειδικά λαμβάνοντας υπ’ όψιν το εξαιρετικά συμπαγές του μέγεθος. Τα όσα είδαμε στο Λας Βέγκας μας έκαναν να ανυπομονούμε να το πάρουμε στα χέρια μας και όταν αυτό έγινε, συνειδητοποιήσαμε ότι η ASUS δεν υπερέβαλε σε τίποτα απ’ όσα μας υποσχόταν λίγες εβδομάδες πριν. Αν έπρεπε να περιγράψουμε με μία λέξη την εμπειρία του Zenbook A14, αυτή θα ήταν εξαιρετικότατη αλλά έχουμε πολύ περισσότερα να πούμε, ειδικά σε ότι έχει να κάνει με την κατηγορία των ARM υπολογιστών. Σχεδιασμός Έρωτας με την πρώτη ματιά. Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τα συναισθήματα που δημιουργεί το Zenbook A14. Κάτι το μικροκαμωμένο του design και κάτι οι σκουρόχρωμες αποχρώσεις (γκρι και μπεζ) σε φυσικούς τόνους στις οποίες διατίθεται, τραβούν μεμιάς την προσοχή. Οι διαστάσεις του (31,07 x 21,39 x 1,34 εκατ.) το καθιστούν απόλυτα βολικό για όσους μετακινούνται συχνά αφού χωράει ακόμα και σε μικρού μεγέθους τσάντες, ενώ μεταφέρεται – αλλά και ανοίγει, χάρη στην έξυπνη εγκοπή – πανεύκολα με το ένα χέρι. Το laptop είναι εξίσου εντυπωσιακό και στο άγγιγμα, αφήνοντας μία ασυνήθιστη αλλά καθ’ όλα ευχάριστη αίσθηση στην αφή και αυτό οφείλεται στο υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο σώμα του (καπάκι, βάση, περίβλημα πληκτρολογίου). Ο λόγος για το Ceraluminum το οποίο ανέπτυξε η ASUS. Αυτό συνδυάζει την ανθεκτικότητα του κεραμικού με το χαμηλό βάρος του αλουμινίου ενώ η ματ υφή του κρατά μακριά τις δαχτυλιές, προσφέροντας συν τοις άλλοις και σταθερότερο κράτημα. Βέβαια, αυτό που κάνει τη μεγάλη διαφορά με άλλες προτάσεις, είναι κυρίως το βάρος του Zenbook A14 το οποίο εντοπίζεται στα 980 γραμμάρια, κάνοντας τη μεταφορά του παιχνιδάκι, ειδικά αν συνδυαστεί με το γεγονός ότ είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό διαθέτοντας και απόλυτα στιβαρή συναρμολόγηση. Το γεγονός άλλωστε πως πληροί τις απαιτήσεις του προτύπου ανθεκτικότητας του αμερικανικού στρατού MIL-STD 810H (έχοντας υποβληθεί σε δοκιμές κραδασμών, πτώσης, υψομέτρου, ακραίων θερμοκρασιών κ.α.) τα λέει όλα. Η ASUS το έχει υποβάλλει και στους δικούς της ποιοτικούς ελέγχους ενώ παρέχει -εννοείται- και διεθνή διετή εγγύηση. Όσον αφορά στις θύρες Ι/Ο, η ASUS έχει εξοπλίσει το Zenbook A14 με μία πλήρη γκάμα, που δύσκολα συναντά κανείς σε laptop 14 ιντσών, με αυτό το πάχος και βάρος. Αυτή περιλαμβάνει δύο USB 4.0 Gen 3 Type-C με υποστήριξη Power Delivery και Display Port, μία USB 3.2 Gen 2 Type-A, HDMI 2.1 TMDS και σύνθετη θύρα ήχου 3,5 χιλ. Στα της ασύρματης συνδεσιμότητας υποστηρίζονται Wi-Fi 7 και Bluetooth 5.3 (αυτά στο μοντέλο UX3407RA διότι σημειώστε ότι στο «light» UX3407QA έχουμε Wi-Fi 6E και Bluetooth 5.2). Οθόνη – Χαρακτηριστικά Ανοίγοντας το καπάκι του laptop, το μάτι πέφτει στην οθόνη των 14 ιντσών ακόμα κι όταν είναι σβηστή και ο λόγος δεν είναι άλλος από το εξαιρετικά λεπτό πλαίσιο – τουλάχιστον στα δεξιά και τα αριστερά αγγίζει τα όρια του ανύπαρκτου. Η οθόνη αυτή καθ’ αυτή είναι μία OLED 16:10 με ανάλυση 1920 x 1200 pixels, ρυθμό ανανέωσης 60 Hz, φωτεινότητα 400 Hz (και μέγιστη φωτεινότητα HDR 600 nits), λόγο αντίθεσης 1.000.000:1, κάλυψη χρωματικού χώρου DCI-P3 σε ποσοστό 100% με δυνατότητα απεικόνισης 1,07 δισ. χρωμάτων και πιστοποιήσεις από τις VESA (DisplayHDR True Black 600), TUV Rheinland (χαμηλές εκπομπές μπλε ακτινοβολίας) και SGS (Eye Care Display για αυξημένη φροντίδα ματιών). Όπως αντιλαμβάνεστε, η ποιότητα εικόνας που προσφέρει είναι απλά καταπληκτική. Τα χρώματα είναι ζωηρά διατηρώντας ωστόσο τον ρεαλιστικό τους χαρακτήρα, με την πλήρη κάλυψη DCI-P3 να καθιστά το Zenbook A14 ιδανική επιλογή και για όσους ασχολούνται με τη δημιουργία και την επεξεργασία οπτικού περιεχομένου – εικόνες και βίντεο. Εννοείται πως θα καλύψει απόλυτα εκείνους που αρέσκονται να χρησιμοποιούν το laptop τους για να απολαμβάνουν περιεχόμενο στην πλατφόρμα streaming της επιλογής τους ενώ αν και οι επεξεργαστές αρχιτεκτονικής ARM δεν προσφέρονται για gaming – ακόμα – η οθόνη μπορεί να τα καταφέρει και εκεί. Τα μόνα μας παράπονα (πολλά εισαγωγικά εδώ) έχουν να κάνουν με την απουσία επιλογών για πάνελ αφής ή/και μεγαλύτερου ρυθμού ανανέωσης. Στις υπόλοιπες προδιαγραφές συστήματος, το Zenbook A14 που είχαμε στη διάθεσή μας είχε επεξεργαστή Snapdragon X Elite X1E-78-100 με 12 πυρήνες και ισάριθμα νήματα, μέγιστη συχνότητα 3,4 GHz, 42 MB μνήμης cache, γραφικά Adreno και τη μονάδα νευρωνικής επεξεργασίας (NPU) Hexagon της Qualcomm με συνολική επεξεργαστική ισχύ AI 45 TOPS. Τον πλαισίωναν 32 GB μνήμης LPDDR5X RAM και δίσκος M.2 NVMe PCIe 4.0 SSD χωρητικότητας 1 TB. Όσο για τη μπαταρία του υπολογιστή, ήταν ιόντων λιθίου τριών κελιών στις 70 Whr. Η μόνη παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε εδώ, είναι πως ο προαναφερθείς X Elite είναι ο ισχυρότερος που προσφέρεται, με την ASUS να έχει επιλέξει να μη διαθέσει το σύστημα με κάποιο από τα τρία ανώτερα μοντέλα (80-100, 84-100, 00-1DE). Εμπειρία χρήσης Το Zenbook A14 είναι ένα πραγματικό «τέρας» επιδόσεων κάτι που δημιουργεί σίγουρα έκπληξη όταν μιλάμε για ένα τόσο ελαφρύ laptop. Πρόκειται για ένα laptop άλλωστε που προορίζεται για απαιτητικούς επαγγελματίες που χρειάζονται μία συσκευή ικανή να καλύψει κάθε τους ανάγκη on the go. Δεν θα το βλέπαμε ως λύση για εκείνους που αναζητούν ένα συμπαγές σύστημα με μεγάλη αυτονομία, ικανό να εκτελέσει τυπικές καθημερινές εφαρμογές (τύπου Office, browsers, messaging apps κλπ). Αυτοί εξ άλλου μπορούν να βρουν τέτοια συστήματα σε αρκετά χαμηλότερη τιμή. Το Zenbook A14 είναι για όσους δίνουν έμφαση στις επιδόσεις, για εκείνους που θέλουν να τρέχουν προγράμματα σαν το Blender, το Premiere και το Lightroom (native ή emulated, δεν έχει σημασία) ενώ βρίσκονται σε ταξίδι, σε κάποιο επαγγελματικό ραντεβού ή σε ένα πιο απαιτητικό μέρος...τα Starbucks. Σε διαφορετική περίπτωση είναι σαν κάποιος να παίρνει μία McLaren και να την πηγαινοφέρνει στην Πανεπιστημίου. Δοκιμάσαμε το laptop της ASUS με πλήθος τέτοιων εφαρμογών. Ανοίξαμε δύο διαφορετικούς native browsers (Edge, Chrome) και χάσαμε το μέτρημα από τα tabs που είχαμε ανοιχτά. Παράλληλα streamάραμε περιεχόμενο στο Netflix, βάλαμε να γίνεται επεξεργασία του επόμενου επεισοδίου των «3 Στον Αέρα» και μπήκαμε και σε meetings στο Zoom και το Teams (με το Netflix muted αλλά να τρέχει). Το Zenbook A14 δεν ζορίστηκε ούτε κατά διάνοια. Σημειώνουμε για ακόμα μία φορά βέβαια πως μας δόθηκε η έκδοση με τα 32 GB RAM αλλά ακόμα και σε τόσο υψηλό φόρτο εργασίας, δεν παρατηρήσαμε καν ιδιαίτερη αύξηση στη θερμοκρασία των επιφανειών του. Η ASUS έχει καταφέρει κι έχει χωρέσει στο εσωτερικό του δύο ανεμιστήρες αλουμινίου με τον θερμό αέρα να φεύγει από τη βάση του (ο τρόπος που ανοίγει η οθόνη ανασηκώνει ελαφρώς τη βάση του για καλύτερη ροή). Αυτό πάντως που καταθέτουμε ως μαρτυρία είναι ότι καθώς τρέξαμε το Cinebench r23 benchmark το οποίο φέρνει κάθε σύστημα στα όριά του, οι ανεμιστήρες του Zenbook A14 έκαναν αρκετό θόρυβο, σίγουρα μεγαλύτερο από άλλα Snapdragon X Elite συστήματα που έχουμε δοκιμάσει από το περασμένο καλοκαίρι. Στην πραγματική πάντως χρήση, ακούσαμε ελάχιστα τα ανεμιστηράκια και σίγουρα με μικρότερο θόρυβο. Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του συστήματος είναι η αυτονομία που του προσφέρει ο Snapdragon X Elite. Οι 32 ώρες (!) αυτονομίας που αναφέρει η ASUS απέχουν από την πραγματικότητα – με τον ακριβή αριθμό να εξαρτάται φυσικά από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί το Zenbook A14 ο χρήστης. Υπολογίστε πάντως ότι το laptop δεν θα έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να βγάλει ακόμα και δύο μέρες (λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι μιλάμε για οκτάωρη χρήση) τυπικής επαγγελματικής χρήσης με μία μόνο φόρτιση, επίδοση που μοιάζει – και είναι – εξωπραγματική. Αναφορικά με τη φόρτιση, δεν πρόκειται να σας απασχολήσει. Το 0-60% παίρνει οριακά 50 λεπτά, οπότε ακόμα κι αν θυμηθείτε να φορτίσετε το laptop σας λίγο πριν φύγετε για κάποιο ραντεβού, θα είστε μια χαρά. Εκτός αυτού φορτίζει μέσω USB Type-C οπότε πρακτικά μπορείτε να το συνδέσετε παντού, αν και ο φορτιστής έχει μεγαλύτερο μέγεθος απ' ό,τι περιμέναμε. Το Zenbook A14 θα σταθεί επάξια και ως συσκευή ψυχαγωγίας, για όλες εκείνες τις περιπτώσεις που ο χρήστης θα θέλει να χαλαρώσει από τη δουλειά. Για την οθόνη του τα είπαμε – είναι ό,τι πρέπει για αναπαραγωγή περιεχομένου, OLED γαρ. Και ο ήχος όμως δεν πάει πίσω. Το σύστημα έρχεται με δύο ηχεία και Dolby Atmos που προσφέρουν άκρως ικανοποιητικές εμπειρίες ακρόασης, αν και οι περισσότεροι θα χρησιμοποιήσουν ακουστικά. Εδώ η πρότασή μας είναι να επενδύσετε σε ακουστικά ή earbuds με Snapdragon Sound (πρακτικά κάθε ζευγάρι με aptX) όπως τα Bose QuietComfort και QuietComfort Ultra, Xiaomi Buds 5, Sennheiser Momentum True Wireless 4 ή Yamaha YH-E700B για premium ήχο με μηδενικό πρακτικά latency. Ο ελέφαντας στο δωμάτιο ωστόσο δεν είναι άλλος από την AI και τις βασισμένες σε αυτή λειτουργίες της. Ο Snapdragon X Elite εξ άλλου διαθέτει NPU απόδοσης 45 TOPS ενώ το μηχάνημα πληροι τις προϋποθέσεις της Microsoft ώστε να θεωρηθεί Copilot+ PC. Τί σημαίνουν στην πράξη τα παραπάνω; Πως ο χρήστης θα έχει πρόσβαση τόσο στον Copilot, όσο και σε μία σειρά εφαρμογών και λύσεων που έχουν αναπτυχθεί από την ίδια την ASUS, απλοποιώντας την καθημερινότητά του μέσω της αυτοματοποίησης ορισμένων διαδικασιών. Παράλληλα η έλευση του DeepSeek, κάνει ξεκάθαρο πόσο χρήσιμη είναι η παρουσία μιας ικανής NPU σε ένα τέτοιο σύστημα, όπου ικανότατα LLM μοντέλα θα μπορούν να τρέξουν εγγενώς χωρίς σύνδεση στο Internet και σχετικές συνδρομές, εκτοξεύοντας την παραγωγικότητά μας. Όσον αφορά στον Copilot, πλέον έχουμε να κάνουμε με μία ολοκληρωμένη σουίτα λειτουργιών AI την οποία η Microsoft εμπλουτίζει διαρκώς. Σε ένα Copilot+ με Office 365 για παράδειγμα, ο χρήστης μπορεί να μεγιστοποιήσει την παραγωγικότητά του αφήνοντας καθετί χρονοβόρο στον Copilot. Ο τελευταίος μπορεί για παράδειγμα να στείλει emails στο κατάλληλο ύφος, να συνοψίσει κείμενα, έγγραφα ή άρθρα και να απαντήσει ερωτήσεις κάνοντας τυχόν αναζητήσεις ακόμα πιο εύκολες και αποτελεσματικές. Περνώντας σε κάτι πιο δημιουργικό, ο χρήστης μπορεί να σκιτσάρει κάτι αφήνοντας τον Cocreator να το μετατρέψει σε κανονική εικόνα όπως επίσης και να επεξεργαστεί υπάρχουσες εικόνες, αλλάζοντας από το background μέχρι ολόκληρο το στυλ τους. Ο Copilot αφήνει πολύ καλές εντυπώσεις και ως προς τις τηλεδιασκέψεις. Η λειτουργία Live Captions δημιουργεί υπότιτλους με ότι λέει ο συνομιλητής σας με αρκετά καλή ακρίβεια ενώ μπορεί να εκτελέσει και χρέη διερμηνέα. Δυστυχώς τα Ελληνικά υποστηρίζονται προς ώρας μόνο στη δεύτερη περίπτωση κι εκεί για μετάφραση προς τα Αγγλικά. Από εκεί και πέρα, τα Windows Studio Effects προσφέρουν δυνατότητες προσαρμογής της εικόνας σας, βελτιώνοντας τον φωτισμό και θολώνοντας το παρασκήνιο – αμφότερα χρήσιμα όταν δουλεύετε από το σπίτι ή κάποιον εξωτερικό χώρο με πολύ καλύτερα αποτελέσματα και πάλι εξαιτίας της παρουσίας NPU. Τα εργαλεία της ASUS προσφέρουν κάποιες έξτρα επιλογές (η εξουδετέρωση θορύβου AI π.χ. κάνει τη ζωή σας αλλά και εκείνη των συνομιλητών σας πολύ πιο εύκολες, μπλοκάροντας σε μεγάλο ποσοστό τους ήχους παρασκηνίου) ενώ ειδική μνεία οφείλουμε να κάνουμε στο StoryCube το οποίο θα βολέψει όσους αναζητούν συχνά φωτογραφίες και βίντεο στο αρχείο τους. Ο έλεγχος του Zenbook A14 είναι απόλυτα άνετος. Μπορεί να πρόκειται για μία συσκευή μόλις 14 ιντσών, ωστόσο διαθέτει πληκτρολόγιο που εκτείνεται σχεδόν σε όλο το πλάτος της βάσης. Η απόσταση ανάμεσα στο κέντρο δύο πλήκτρων (το λεγόμενο pitch) είναι ίδια με εκείνη ενός πληκτρολογίου desktop στα 19,05 χιλ. ενώ η απόσταση διαδρομής των 1,3 χιλ. και η κυρτότητα πλήκτρων στο 0,1 χιλ. κάνουν την πληκτρολόγηση εξαιρετικά βολική. Το touchpad είναι αθόρυβο, η επιφάνειά του δεν συγκρατεί δαχτυλιές, το βάθος για κάθε κλικ είναι στα 0,23 χιλ. ενώ και οι διαστάσεις του έχουν αυξηθεί. Επιπρόσθετα, υποστηρίζονται έξυπνες χειρονομίες (gestures) με τρία ή και τέσσερα δάχτυλα, κάτι που πολλοί παραβλέπουν: αν εκπαιδεύσει κανείς τον εαυτό του ώστε να μάθει να τις εκμεταλλεύεται, τότε μιλάμε για ένα εντυπωσιακό σύνολο συντομεύσεων. Δεδομένου του ότι το Zenbook A14 στοχεύει σε ένα business κοινό ή τέλος πάντων προορίζεται για επαγγελματική χρήση, είναι λογικό να διαθέτει και τα κατάλληλα στάνταρ ασφαλείας όσον αφορά στην προστασία ιδιωτικού απορρήτου και δεδομένων. Το ξεκλείδωμά του γίνεται μέσω κωδικού αλλά και Windows Hello με τη βοήθεια της κάμερας υπερύθρων (ανάλυσης HD) όπου με κάποιο μαγικό τρόπο η ASUS κατάφερε να χωρέσει. Μάλιστα σε συνδυασμό με το Adaptive Lock και εκμεταλλευόμενη τις δυνατότητες AI του συστήματος, η κάμερα αντιλαμβάνεται πότε παίρνετε το βλέμμα σας από την οθόνη, μειώνοντας τη φωτεινότητά της ενώ αν απομακρυνθείτε εντελώς από το laptop, τότε αυτό θα κλειδώσει. Το δε τσιπ TPM 2.0 έχει αντικατασταθεί από το Microsoft Pluton το οποίο μάλιστα βρίσκεται ενσωματωμένο στον επεξεργαστή. Ανοίγοντας για πρώτη φορά τον υπολογιστή θα βρείτε το γνωστό πλέον συνοδευτικό λογισμικό της ASUS. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις ως προς αυτό, οπότε εν τάχει σας περιμένει το MyASUS μέσω του οποίου θα έχετε πρόσβαση στις ρυθμίσεις του συστήματος, διαγνωστικά εργαλεία, υποστήριξη πελατών και ενημερώσεις, το ScreenXpert (μία συλλογή βοηθητικών λειτουργιών για όσους δουλεύουν με πολλαπλές οθόνες) και το GlideX για ομαλότερο χειρισμό και αλληλεπίδραση μεταξύ του Zenbook A14 και άλλων συσκευών. Ως προς τα smartphones, κρατάμε το ότι μέσω του Your Phone app των Windows 11 υπάρχει δυνατότητα αποστολής κειμένου από το τηλέφωνο στο laptop και χρήσης του πρώτου ως webcam – πολύ βολικό στην περίπτωση π.χ. που έχετε κλειστό το καπάκι χρησιμοποιώντας εξωτερική οθόνη. Ο συνδυασμός ενός Snapdragon υπολογιστή με ένα smartphone που φέρει τον τελευταίο Snapdragon chipset, μας θύμισε αρκετά τα υπέροχα σενάρια διαλειτουργικότητας (Continuity) στο οικοσύστημα της Apple, τα οποία αν και δεν είναι ακόμα αυτού του επιπέδου, εντούτοις είναι αρκετά κοντά. Συμπέρασμα Το Zenbook A14 της ASUS είναι η λύση που αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο που έχουμε δει ως τώρα την αποστολή ενός laptop. Κομψό, φορητό και συμπαγές, με κορυφαίες επιδόσεις και συγκλονιστική αυτονομία, τα έχει όλα και δεν του λείπει τίποτα. Αντίστοιχα, το βάρος του, αρχικά μας έδωσε αρχικά την εντύπωση ότι δεν θα πρέπει να περιμέναμε κάτι σημαντικό σε επίπεδο επιδόσεων, κάτι που ευτυχώς διαψευστήκαμε. Η δε τιμή των €1700 κρίνεται καλή για κάποιον που αναζητά όλα τα παραπάνω χωρίς να είναι διατεθειμένος να κάνει την παραμικρή παραχώρηση. Με βάση τα παραπάνω, το Zenbook A14 είναι μέχρι στιγμής κατά την άποψή μας η καλύτερη πρόταση στο οικοσύστημα των Windows που όχι μόνο μπορεί να σταθεί απέναντι από το MacBook Air της Apple αλλά και να το ξεπεράσει, δείχνοντας τις δυνατότητες του Snapdragon X Elite chipset αλλά και των μηχανικών της ASUS.
    2 πόντοι
  25. Το MIX Flip σηματοδοτεί την είσοδο της Xiaomi στην κατηγορία των flip phones ή clamshells. Παίρνοντας τη θέση του πλάι στα Samsung Galaxy Z Flip6 και Motorola razr 50 Ultra, το MIX Flip έρχεται να προσφέρει μία ξεχωριστή εμπειρία χρήσης υπερτερώντας σημαντικά σε ορισμένες κατηγορίες αλλά παρουσιάζοντας και προβλήματα που δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος – ειδικά όταν μιλάμε για συσκευές, η τιμή των οποίων ξεπερνά σημαντικά το φράγμα των €1000 (υπολογίστε περίπου στα €1300). Ας μην προτρέχουμε όμως. Πάμε να δούμε αναλυτικά την πρόταση της Xiaomi. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Το look του MIX Flip είναι από εκείνα που κερδίζουν τις εντυπώσεις με την πρώτη ματιά. Οι εξαιρετικά στρογγυλεμένες γωνίες του σε συνδυασμό με το αρκετά τετραγωνισμένο του σχήμα (85,54 x 74,02 x 15,99 χιλ. διπλωμένο με το μήκος να αυξάνεται σε 167,5 χιλ. και το προφίλ να πέφτει στα 7,6 – 7,8 χιλ. όταν ανοίγει) το καθιστούν εξαιρετικά χαριτωμένο, σαν κάποιος να έχει τοποθετήσει δύο πλακάκια διαφορετικής υφής (αφού η εξωτερική οθόνη καλύπτεται από γυαλί Dragon Crystal της Xiaomi και η κάτω επιφάνεια είναι ματ). Το smartphone είναι αρκετά βολικό στη χρήση είτε είναι κλειστό είτε ανοιχτό, απόρροια της σωστής κατανομής του βάρους (192 γραμμάρια) και της βολικής θέσης των πλευρικών πλήκτρων. Στην επάνω αριστερή γωνία της εξωτερικής οθόνης (εξαρτάται φυσικά από το πώς κρατά κάποιος τη συσκευή) ξεχωρίζουν οι δύο κάμερες με τους φακούς και τα περιβλήματα να εξέχουν ελαφρά. Στο κάτω μέρος της πλάτης υπάρχει το λογότυπο της Xiaomi, με αυτό της Leica – συν κάποιες πληροφορίες για τους φακούς – να εντοπίζονται στον μηχανισμό περιστροφής ο οποίος είναι κατασκευασμένος από ανοιξείδωτο ατσάλι. Τα πλήκτρα προσαρμογής έντασης ήχου και ενεργοποίησης – με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος – βρίσκονται στα δεξιά όταν το κινητό είναι ανοιχτό ενώ υπάρχουν δύο ηχεία, στην κάτω και την επάνω πλευρά. Το MIX Flip έρχεται σε δύο χρώματα (μωβ και μαύρο) και δεν διαθέτει προστασία από νερό ή σκόνη στο πρώτο του μεγάλο αρνητικό. Οθόνες – Κάμερες Η εξωτερική οθόνη του κινητού είναι 4,01 ιντσών με ανάλυση 1392 x 1208 pixels στα 460 ppi. Έχει ρυθμό ανανέωσης 120 Hz (σημειώστε πως δεν είναι LTPO), μπορεί να αποτυπώσει 68 δισ. χρώματα, HDR10 και η μέγιστη φωτεινότητά της φτάνει τα 3000 nits. Όσο για την εσωτερική είναι μία 21,4:9 CrystalRes στις 6,86 ίντσες, ανάλυσης 2912 x 1224 pixels, επίσης στα 460 ppi, με δυναμικά μεταβαλλόμενο ρυθμό ανανέωσης (LTPO γαρ) μεταξύ 1 – 120 Hz και ρυθμό δειγματοληψίας 240 Hz, ενώ υποστηρίζει Dolby Vision και HDR10. Και εδώ η μέγιστη φωτεινότητα μπορεί να φτάσει τα 3000 nits. Η Xiaomi συνιστά στους χρήστες του Mix Flip να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με την αναδιπλούμενη οθόνη της συσκευής. Συγκεκριμένα, τονίζει να μην αφαιρούν μόνοι τους το προστατευτικό της εσωτερικής οθόνης, καθώς αυτή καλύπτεται από ειδική προστατευτική μεμβράνη. Επίσης, προειδοποιεί να μην πιέζουν την εσωτερική οθόνη με αιχμηρά ή σκληρά αντικείμενα όπως στυλό, νύχια, κάρτες ή κλειδιά, ειδικά κατά τη μεταφορά της συσκευής. Τέλος, συμβουλεύει να διπλώνουν τη συσκευή όταν δεν τη χρησιμοποιούν και να αποφεύγουν να τη βάζουν απευθείας στην τσάντα ή την τσέπη τους όταν είναι ξεδιπλωμένη, ώστε να προστατεύσουν την ευαίσθητη εσωτερική οθόνη από πιθανές ζημιές. Η τσάκιση είναι εμφανής και σ' αυτή τη συσκευή, ίσως λιγότερη από άλλες προτάσεις αλλά σίγουρα καθόλου ενοχλητική. Η εμπειρία θέασης που προσφέρουν αμφότερες οι οθόνες του MIX Flip είναι εξαίρετη. Ιδίως η εξωτερική κάνει τη διαφορά αφού είναι μεγαλύτερη σε ανάλυση και διαστάσεις και φωτεινότερη σε σχέση με τον ανταγωνισμό (για τη λειτουργικότητά της θα μιλήσουμε παρακάτω). Παράπονο πάντως δεν είχαμε από τη χρήση της συσκευής, είτε σε εσωτερικούς χώρους, είτε σε εξωτερικούς. Το «αυλάκι» στο μέσον θα το εντοπίσετε χωρίς κανένα πρόβλημα αν αποφασίσετε να ψηλαφήσετε την οθόνη, όμως δεν θα επηρεάσει καθόλου την όλη εικόνα. Στις κάμερες της συσκευής, οι δύο που βρίσκονται στην εξωτερική οθόνη είναι ανάλυσης 50 MP έκαστη, μία ευρυγώνια (f/1,7, 23 χιλ., 1/1,55 ίντσες, 1,0 μm, PDAF και OIS) και ένας τηλεφακός (f/2,0, 47 χιλ., PDAF) με 2x οπτικό zoom. Η απουσία υπερευρυγώνιας δεν περνά απαρατήρητη (στο δίλημμα υπερευρυγώνια ή τηλεφακός, η Xiaomi επέλεξε τον δεύτερο) αλλά τουλάχιστον τα οπτικά μέρη είναι της Leica η οποία έχει ενσωματώσει παράλληλα και τις συνήθεις – για συσκευή της Xiaomi – λειτουργίες της. Στη διάθεση του χρήστη βρίσκονται δύο μορφές επεξεργασίας, η Leica Vivid και Leica Authentic. Με τη δεύτερη να σκουραίνει τις λήψεις υπερβολικά για τα γούστα μας, επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε κατά κύριο λόγο την πρώτη, όμως οι λάτρεις της βινιέτας ενδεχομένως να έχουν άλλη άποψη. Σε κάθε περίπτωση οι λήψεις μας ήταν άψογες με όποια από τις δύο κι αν τις τραβήξαμε. Τα χρώματα ήταν ζωηρά αλλά σε καμία περίπτωση υπέρ του δέοντος επεξεργασμένα, ο θόρυβος πρακτικά ανύπαρκτος ενώ η ευκρίνεια των φωτογραφιών κυμαινόταν σε πραγματικά υψηλά επίπεδα. Στον τηλεφακό, το οπτικό zoom στάθηκε στο ύψος του, με τα όποια μικρά ψεγάδια να αρχίζουν από το 4x υβριδικό στο οποίο οι λεπτομέρειες αρχίζουν σιγά-σιγά και χάνονται. Οι δύο βασικές κάμερες μπορούν να χρησιμοποιηθούν κάλλιστα και για selfies αφού η εξωτερική οθόνη λειτουργεί και ως viewfinder! Τα καλύτερα αποτελέσματα (ως προς τη γενικότερη σύνθεση αλλά κυρίως τους τόνους του δέρματος) τα πήραμε με την ευρυγώνια. Σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού η ευρυγώνια δείχνει την αξία της χαρίζοντας πεντακάθαρες λήψεις με ανύπαρκτο πρακτικά θόρυβο. Ο τηλεφακός βρίσκεται πολύ κοντά, φτάνει να μην ασχοληθείτε με το zoom. Στο εσωτερικό του MIX Flip υπάρχει και μία τρίτη κάμερα ανάλυσης 32 MP (f/2,0, 21 χιλ., 0,7 μm) η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης για selfies, αν και η ανάλυση των τελευταίων περιορίζεται στα 8 MP. Η ποιότητά τους δεν ήταν κακή και υπό άλλες συνθήκες δεν θα επεκτεινόμασταν περαιτέρω, όμως όταν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής των δύο βασικών καμερών του τηλεφώνου, δύσκολα θα καταφύγετε σε αυτή. Κατά βάση θα την εκμεταλλευτείτε για βιντεοκλήσεις όταν παράλληλα χρησιμοποιείτε την κύρια οθόνη του MIX Flip και ως προς αυτό θα σας καλύψει στο ακέραιο. Τόσο η εσωτερική κάμερα των 32 MP, όσο και ο τηλεφακός μπορούν να τραβήξουν βίντεο 4K60 σε πάρα πολύ καλή ποιότητα, με σταθερή εικόνα και ικανοποιητικό ήχο. Η δε κύρια κάμερα ανεβάζει τον πήχη στο 8K24 αλλά ελάχιστοι θα ασχοληθούν πραγματικά με τη συγκεκριμένη επιλογή – τουναντίον, τα HDR και Dolby Vision είναι εκείνα που απογειώνουν την όλη εμπειρία. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Η Xiaomi προίκισε το MIX Flip με κορυφαία τεχνικά χαρακτηριστικά. Στο εσωτερικό του κρύβει τον ισχυρότερο επεξεργαστή της αγοράς, Snapdragon 8 Gen 3 (υστερώντας του Galaxy Z Flip6 με την tailor-made έκδοση του SoC) με την έκδοση που μας ήρθε να έχει ακόμα 12 GB RAM και 512 GB αποθηκευτικού χώρου UFS 4.0. Στα της συνδεσιμότητας υπάρχει υποστήριξη για Wi-Fi 7, Bluetooth 5.4, NFC και USB Type-C, ικανοποιώντας έτσι ακόμα και τους πλέον δύσκολους. Αν και σε γενικές γραμμές η απόδοση του smartphone ήταν καλή, στα benchmarks κάπου μας τα χάλασε και ο λόγος ήταν οι συνεχείς υπερθερμάνσεις του. Αν και το MIX Flip δεν έγινε ποτέ τόσο ζεστό ώστε να μην μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε, σε απαιτητικές εργασίες όπως π.χ. το gaming, το throttling ξεκινά μετά από λίγα λεπτά με αποτέλεσμα οι επιδόσεις να πέφτουν. Ίσως η Xiaomi να διορθώσει το θέμα με μελλοντική ενημέρωση όμως για την ώρα το smartphone της πάσχει σε αυτόν τον τομέα – και είναι πραγματικά κρίμα διότι κανονικά με τις προδιαγραφές που έχει θα έπρεπε να αριστεύει. Η μπαταρία του από την άλλη είναι χωρητικότητας 4780 mAh, κάτι που σημαίνει πως το MIX Flip έχει τη μεγαλύτερη μπαταρία σε σχέση με τα άλλα clamshells. Παρά τις ενεργειακές απαιτήσεις του επεξεργαστή, η αυτονομία της συσκευής είναι για χειροκρότημα, αντέχοντας άνετα μία ημέρα τυπικής χρήσης – κάτι στο οποίο συμβάλλει και η εξωτερική του οθόνη όπως θα δούμε. Όταν δε φτάσει η ώρα της φόρτισης, με χρήση του φορτιστή 67 W που περιλαμβάνεται στη συσκευασία και χάρη στη σχετική τεχνολογία ταχείας φόρτισης, το 0-100% ολοκληρώνεται σε κάτι παραπάνω από 50 λεπτά. Έχουμε αναφερθεί όμως πολλάκις στον ρόλο της εξωτερικής οθόνης οπότε ας εξηγήσουμε τι εννοούμε. Πρακτικά μπορεί να προσαρμοστεί στα «θέλω» του χρήστη, είτε όταν είναι κλειδωμένη, είτε όταν είναι ενεργή. Στον χώρο πάνω – ή κάτω – από τους φακούς μπορεί να προστεθεί widget ενώ στην υπόλοιπη επιφάνεια εικονίδια εφαρμογών οι οποίες μάλιστα μπορούν να χρησιμοποιηθούν κανονικότατα στην πλήρη μορφή τους. Η λίστα είναι σχετικά περιορισμένη (θα αυξηθεί με τον καιρό, σύμφωνα με την Xiaomi) όμως περιλαμβάνει μεταξύ άλλων Chrome, YouTube, Camera, Messages, Music, Weather, Mi Fitness, Phone κ.α. Πρακτικά λοιπόν αυτό σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις θα χρησιμοποιείτε τη συσκευή χωρίς καν να χρειαστεί να την ανοίξετε, κερδίζοντας έτσι και σε λειτουργικότητα αλλά και σε αυτονομία. Το MIX Flip τρέχει το βασισμένο στο Android 14 HyperOS, αν και τα σπουδαιότερα νέα στον τομέα του software είναι ξεκάθαρα η Advanced AI της Xiaomi, ορισμένες λειτουργίες της οποίας υποστηρίζουν ήδη – ή θα το κάνουν εν καιρώ – και Ελληνικά! Η Xiaomi Advanced AI πλαισιώνεται μάλιστα και από το Gemini της Google. Έτσι, μεταξύ άλλων προσφέρεται δυνατότητα αναζήτησης κυκλώνοντας το θέμα σε μία φωτογραφία, λειτουργία διερμηνέα σε κλήσεις και τηλεδιασκέψεις, σε face-to-face επικοινωνία αλλά και μέσω υποτίτλων, έξυπνη αρχειοθέτηση σημειώσεων και εγγραφών φωνής (με δυνατότητα σύνοψης) αλλά και επεξεργασία εικόνων και βίντεο (σβήσιμο ή μεταφορά στοιχείων, επέκταση κάδρου, δημιουργία πορτρέτου). Τα Ελληνικά υποστηρίζονται ήδη στο AI Interpreter (από κοντά και σε κλήσεις ή τηλεδιασκέψεις) ενώ θα προστεθούν σύντομα και στο AI Recorder. Δοκιμάζοντάς τα οφείλουμε να ομολογήσουμε πως εντυπωσιαστήκαμε. Η AI ήταν σε θέση να αναγνωρίσει αυτόματα τις φωνές μας, να μεταφράσει σε πραγματικό χρόνο τα όσα λέγαμε και να κάνει το ίδιο για τον συνομιλητή μας, χωρίς αστοχίες. Πρόκειται για επαναστατική λειτουργία που ουσιαστικά εγγυάται πως ο κάτοχος του MIX Flip δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει ποτέ πρόβλημα στις βασικές του συνομιλίες ταξιδεύοντας σε μία ξένη χώρα (έστω, στις περισσότερες), ακόμα κι αν η επικοινωνία δεν μπορεί να γίνει στα Αγγλικά. Συμπέρασμα Το MIX Flip είναι μια πολυσύνθετη συσκευή. Διαθέτει σπουδαία χαρακτηριστικά και πανέμορφο design και η AI της Xiaomi μοιάζει να είναι λειτουργία που μπορεί να γείρει σημαντικά την πλάστιγγα υπέρ της τελευταίας – ιδίως αν η ανάπτυξή της συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό. Από την άλλη η απουσία προστασίας από νερό (κυρίως) και σκόνη, το throttling και η απουσία υπερευρυγώνιας κάμερας ενδεχομένως να αποθαρρύνουν κάποιους – κυρίως τα δύο πρώτα – και με το δίκιο τους. Εν τέλει πρόκειται για μία άκρως ενδιαφέρουσα λύση στην κατηγορία των flip phones που έρχεται να ενισχύσει τον ανταγωνισμό προς όφελος – ποιου άλλου – του καταναλωτή.
    2 πόντοι
  26. Μιλώντας περί gaming laptops, ο νους πάει αυτόματα σε κάποια από τις σειρές των γνωστών, μεγάλων κατασκευαστών. Σε αυτούς δεν συγκαταλέγεται επ’ ουδενί η Dream Machines, μία εταιρεία που αν και σχετικά καινούρια στον χώρο (μετράει περί τα οκτώ χρόνια στην ευρωπαϊκή αγορά), έρχεται με όπλο την άριστη σχέση τιμής/απόδοσης και τις δυνατότητες παραμετροποίησης των συστημάτων της, να αποτελέσει μία δυνατή εναλλακτική επιλογή. Με έδρα τη Βαρσοβία στην Πολωνία, η Dream Machines παρουσιάζεται ως ένας απόλυτα αξιόπιστος κατασκευαστής. Δίνει τα τυπικά δύο χρόνια εγγύησης (με επέκταση για έναν ακόμα τρίτο χρόνο επί πληρωμή), επιτρέπει στον χρήστη να αναβαθμίσει ο ίδιος ορισμένα υποσυστήματα ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες δίχως να παραβεί τους όρους της εγγύησης ενώ προσφέρει υποστήριξη τόσο μέσω email, όσο και τηλεφωνικά στα Ελληνικά. Τι εντυπώσεις όμως μας άφησε το μηχάνημα που είχαμε στη διάθεσή μας; Πάμε να το αναλύσουμε. Σχεδιασμός Το RG4060-17EU43 αποφεύγει τις ακρότητες σε ό,τι έχει να κάνει με τον σχεδιασμό. Ο τελευταίος εστιάζει άλλωστε σε πρακτικά θέματα όπως το πλήρες προφίλ συνδεσιμότητας και την αποτελεσματική απομάκρυνση της θερμότητας. Το σύστημα δεν περνά απαρατήρητο και εδώ που τα λέμε πώς να το κάνει με δεδομένη την οθόνη 17 ιντσών που διαθέτει. Οι διαστάσεις του είναι 383,5 x 272,4 x 27,4 χιλ. με το βάρος του να παραμένει σε χαμηλά σχετικά – βάσει της κατηγορίας του πάντα – επίπεδα αφού δεν ξεπερνά τα 2,6 κιλά. Το σώμα του είναι από πλαστικό με την επιφάνεια που ακουμπούν οι καρποί να διαθέτει διαφορετική και κομματάκι πιο απαλή υφή για μεγαλύτερη άνεση. Το καπάκι είναι εντελώς κενό με μοναδική εξαίρεση το λογότυπο της Dream Machines: ούτε στοιχεία εμπνευσμένα από τη φύση, ούτε φωτισμός LED, ούτε άλλου είδους λεπτομέρειες, με τη μινιμαλιστική προσέγγιση να κάθεται όμορφα στο μάτι. Αυτό που δεν κάθεται καλά στο μάτι πάντως είναι οι δακτυλιές που μένουν πολύ εύκολα πάνω στο πλαστικό, οπότε το συχνό καθάρισμα είναι μια καθημερινή διαδικασία. Κατά τα άλλα το σύστημα διαθέτει αεραγωγούς στις τρεις από τις τέσσερις πλευρικές του όψεις συν τη βάση του. Ως προς τις θύρες Ι/Ο, στα δεξιά έχουμε δύο USB 3.2 Gen1 Type-A και τον αναγνώστη καρτών SD, στα αριστερά μία USB 3.2 Gen2 Type-A, δύο θύρες 3,5 χιλ. για ακουστικά και μικρόφωνο καθώς και την υποδοχή ασφαλείας Kensington, ενώ στην πίσω όψη συναντάμε μία HDMI 2.1, μία USB 3.2 Gen2 Type-C Thunderbolt 4 (ικανή και για φόρτιση) με DisplayPort 1.4a, μία Gigabit Ethernet και την τροφοδοσία. Οθόνη – Χαρακτηριστικά Η οθόνη του laptop είναι όπως προείπαμε 17 ιντσών. Το πλαίσιό της είναι σεβαστό, κυρίως στην κάτω και την επάνω του πλευρά, χωρίς να ξεφεύγει ιδιαίτερα. Στο κέντρο του επάνω του τμήματος μάλιστα βρίσκεται και η HD κάμερα. Η ανάλυσή της είναι χαμηλότερη από τα όσα έχουμε συνηθίσει πλέον αλλά τουλάχιστον, ο χρήστης για τον οποίο προορίζεται το RG4060-17EU43, είτε θα τη χρειαστεί σπάνια, είτε θα διαθέτει άλλη σαφώς ανώτερων χαρακτηριστικών. Η ανάλυση της οθόνης είναι Full HD με λόγο διαστάσεων 16:10 και κάλυψη του χρωματικού χώρου sRGB σε ποσοστό 100%. Το μεγάλο της πλεονέκτημα δεν είναι άλλο από τον ρυθμό ανανέωσης των 144 Hz που σε έναν βαθμό αποζημιώνει για την απουσία OLED πάνελ. Σε τελική ανάλυση δεν γίνεται να τα έχουμε κι όλα δικά μας αλλά παρ’ όλα αυτά θα μας άρεσε αν υπήρχε επιλογή αναβάθμισής της με το ανάλογο κόστος. Στα λοιπά τεχνικά χαρακτηριστικά τώρα, το μηχάνημα διαθέτει τον πανίσχυρο επεξεργαστή Intel Core i7 14650HX με 16 πυρήνες (οκτώ πυρήνες απόδοσης, 8 πυρήνες αποδοτικότητας ή P-cores και E-cores αντίστοιχα) και 24 νήματα, καθώς επίσης και την κάρτα γραφικών NVIDIA GeForce RTX 4060 Laptop με 8 GB GDDR6, 4608 πυρήνες CUDA και μέγιστη ισχύ 105 W. Τα παραπάνω είναι και τα στάνταρ στο RG4060-17EU43 αφού όλα τα υπόλοιπα (RAM, SSD, WLAN, θερμοαγώγιμη πάστα) μπορείτε να τα αλλάξετε. Η έκδοση που έφτασε στα χέρια μας διέθετε 32 GB DDR5 RAM στα 4800 MHz, δίσκο M.2 SSD PCIe 1 TB, Wi-Fi 6E και τυπική θερμοαγώγιμη πάστα με την τιμή του συστήματος να είναι στα €1990 συν €8 μεταφορικά. Στα παραπάνω να αναφέρουμε πως δεν περιλαμβάνεται λειτουργικό σύστημα. Θα πρέπει να προμηθευτείτε και να εγκαταστήσετε μόνοι σας τα Windows, ειδάλλως αν θέλετε να το κάνει η Dream Machines θα επιβαρυνθείτε με τουλάχιστον €154 αλλά όπως γνωρίζουμε καλά στο insomnia, στο εμπόριο μπορείς να τα βρεις πολύ πιο οικονομικά, ακόμα και με κόστος 10-15€. Τα έξτρα περιλαμβάνουν αρκετές επιλογές και εφ’ όσον εξοπλίσετε το σύστημά σας με τα ακριβότερα διαθέσιμα εξαρτήματα, η συνολική τιμή του μπορεί να φτάσει λίγο πάνω από τα €1349,99. Ως προς το πληκτρολόγιο, αν και διατίθεται σε διάφορες εκδόσεις, η ελληνική δεν συγκαταλέγεται σε αυτές, οπότε θα πρέπει να βολευτείτε με αγγλικό μοντέλο αμερικανικής διάταξης. Στην εγγύηση των δύο ετών μπορείτε να προσθέσετε ακόμα ένα έναντι €70 καθώς και κάλυψη για νεκρά pixels 60 ημερών, με τον αστερίσκο ότι για οθόνες 3K/4K, προκύπτει αντικατάσταση μόνο εφ’ όσον υπάρχουν τουλάχιστον τρία προβληματικά pixels. Σε ότι αφορά την παραμετροποίηση ενός συστήματος, όπως μας διευκρινίστηκε, ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί ακόμα και τηλεφωνικά να προχωρήσει σε customization του laptop με κάποιον από τους διανομείς της Dream Machines όπως η e-laptops και το sellery.gr, με την αποστολή του συστήματος να γίνεται πολύ γρήγορα και δωρεάν. Επιδόσεις & εμπειρία χρήσης Όπως θα περίμενε κανείς, το σύστημα «πετάει» σε καθημερινές εργασίες. Τα 32 GB DDR5 είναι κάτι παραπάνω από αρκετά ακόμα και σε καταστάσεις απαιτητικού multitasking όπως π.χ. gaming και streaming ή επεξεργασία μεγάλων αρχείων βίντεο παράλληλα με την εκτέλεση άλλων εργασιών. Φυσικά με τα υποσυστήματα που κρύβει μέσα του το RG4060-17EU43, είχαμε μία εικόνα των όσων θα έπρεπε να περιμέναμε από τα benchmarks και η αλήθεια είναι πως δεν πέσαμε έξω. Στο Geekbench 6 τα σκορ που σημείωσε το σύστημα της Dream Machines ήταν 2774 (SC) και 16066 (MC), επιδόσεις που το τοποθετούν αρκετά ψηλότερα σε σχέση με άλλες προτάσεις στα ίδια χρήματα. Για να βρούμε κάτι καλύτερο, θα πρέπει να ανέβουμε αρκετά στο budget έως ότου εντοπίσουμε laptop με τον AMD Ryzen 9 7945HX3D. Όσο για τα γραφικά, στο 3DMark Steel Nomad, η GeForce RTX 4060 Laptop απέδωσε 1983 επιβεβαιώνοντας με τον πλέον εμφατικό τρόπο το τεράστιο πλεονέκτημα που έχει το εν λόγω laptop έναντι των περισσότερων φορητών gaming συστημάτων στα ίδια χρήματα τα οποία έρχονται κατά κύριο λόγο με τη GeForce RTX 4060. Μπορεί η μία να αποτελεί το αμέσως επόμενο μοντέλο από την άλλη, όμως η διαφορά τους είναι σημαντικότατη και αυτό λειτουργεί ως βασικότατο πλεονέκτημα για λογαριασμό του RG4060-17EU43. Στην πράξη το τοποθετεί στο επάνω ράφι των gaming laptops αφού χάρη σε αυτή είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες του hardcore gamer, προσφέροντας εκπληκτικά γραφικά σε frame rates που ξεπερνούν στη χειρότερη των περιπτώσεων (βλ. Cyberpunk 2077) τα 60 fps – και που σε πιο casual παιχνίδια όπως το Fortnite πιάνουν τριψήφια νούμερα – στα 1600p και με τα settings στο high αν όχι στο max. Πέραν του τίτλου της CD Projekt, δοκιμάσαμε και μερικούς ακόμα θέλοντας να σχηματίσουμε πλήρη εικόνα για τις δυνατότητες του RG4060-17EU43. Εγκαταστήσαμε λοιπόν τα Forza Horizon 5, Call of Duty: Modern Warfare III, Frostpunk 2, Microsoft Flight Simulator: 40th Anniversary Edition (όλα τους διαθέσιμα στο Game Pass παρεμπιπτόντως) και Fortnite και ασχοληθήκαμε μαζί τους για κάμποσες ώρες. Δεν μιλάμε για ελαφριά παιχνίδια (με εξαίρεση το τελευταίο που πάντως το φτάσαμε στα Epic settings) κι όμως, το σύστημα δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα να τα τρέξει με τα γραφικά στα υψηλότερα επίπεδα και το frame rate να κυμαίνεται μεταξύ 55 – 150 fps, πάντα στα 1600p. Θεωρητικά θα έχετε τη δυνατότητα να παίξετε σε εξωτερική οθόνη, συνδέοντάς την είτε μέσω HDMI, είτε μέσω Thunderbolt, όμως η οθόνη των 17 ιντσών και των 144 Hz θα σας καλύψει πλήρως, δίχως να χρειαστεί να ξοδευτείτε περαιτέρω. Ο ήχος του συστήματος δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας. Τα ηχεία κάνουν μεν τη δουλειά τους, όμως αν θέλετε πραγματικά ατμοσφαιρικό και λεπτομερή ήχο, θα σας προτείναμε να χρησιμοποιήσετε ακουστικά, είτε Bluetooth, είτε ενσύρματα. Το πληκτρολόγιο μας άφησε εξαίρετες εντυπώσεις. Πλήρους μεγέθους, περιλαμβάνει numpad, με τα πλήκτρα του να διαθέτουν ικανοποιητική απόσταση μεταξύ τους αλλά και σχεδιασμό επιφάνειας. Μην περιμένετε την εμπειρία ενός μηχανικού όμως η αίσθηση που αφήνει είναι τόσο καλή που δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα να παίξετε σε αυτό. Επιπρόσθετα υπάρχει και φωτισμός RGB τον οποίο μπορείτε να προγραμματίσετε οι ίδιοι. Κάτω από το πληκτρολόγιο και στο μέσον της επιφάνειας υπάρχει το touchpad που είναι από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος που έχουμε δοκιμάσει! Με μεγάλο μέγεθος και υποστήριξη χειρονομιών (gestures) θα σας επιτρέψει να εργαστείτε άνετα, αν και για gaming το mouse παραμένει απαραίτητο. Αν και ζορίσαμε το RG4060-17EU43, η θερμοκρασία στις εξωτερικές του επιφάνειες δεν ανέβηκε ιδιαίτερα – και εννοείται πως δεν μας δημιούργησε πρόβλημα κατά τη χρήση ούτε μία φορά. Το σύστημα ψύξης του χρησιμοποιεί αγωγούς μεγαλύτερης διατομής ενώ μεταξύ του επεξεργαστή και της ψύκτρας υπάρχει υγρό μέταλλο για ακόμα καλύτερη απόδοση. Αν μας επιτρέπετε δύο tips, κατά την παραγγελία προσθέστε σαν έξτρα την θερμοαγώγιμη πάστα Kryonaut Extreme της Thermal Grizzly. Θα σας στοιχίσει €42 περισσότερα αλλά πρακτικά θα έχετε επιλέξει πιθανότατα την καλύτερη λύση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην αγορά, έτσι ώστε να έχετε το κεφάλι σας ήσυχο, ό,τι χρήση κι αν σκοπεύετε να κάνετε στο σύστημα. Από εκεί και πέρα, μην ξεχνάτε να αφήνετε ελεύθερες τις επιφάνειες γύρω του κι αν μπορείτε να το ανασηκώνετε ελαφρώς (με κλίση προς τα εσάς), ακόμα καλύτερα. Η μπαταρία του laptop της Dream Machines είναι της τάξης των 60 Wh ενώ συνοδεύεται από φορτιστή-βαρίδι 280 W. Για την αυτονομία του συστήματος δεν υπάρχει λόγος να μιλήσουμε διότι με τα σύγχρονα στάνταρ πρακτικά είναι ανύπαρκτη: για απλή, καθημερινή χρήση, μπορείτε να υπολογίσετε γύρω στις τέσσερις με πέντε ώρες. Η λογική λέει πως για να εκμεταλλευτείτε στο έπακρο τις δυνατότητες του RG4060-17EU43, θα το έχετε στην πρίζα έτσι κι αλλιώς. Το μόνο αρνητικό σε περίπτωση που πρέπει να το πάρετε μαζί σας, είναι πως πέραν των 2,6 κιλών του θα επιβαρυνθείτε και με τo μη αμηλετέο βάρος του φορτιστή του. Εν πάση περιπτώσει για μία πλήρη φόρτιση χρειάζονται περί τις 2-3 ώρες. Συμπέρασμα Η κατηγορία των gaming laptops είναι μία από τις πλέον ιδιαίτερες. Απευθύνεται σε χρήστες που δεν αρέσκονται στις παραχωρήσεις, τα θέλουν όλα χωρίς καμία διάθεση έκπτωσης και επιπλέον αναζητούν το value for money. Τα δύο πρώτα επιτυγχάνονται μάλλον εύκολα: το πρόβλημα προκύπτει στην τιμή καθώς εκεί τα πράγματα ξεφεύγουν με αποτέλεσμα για ένα ισχυρό φορητό gaming σύστημα, συχνά να απαιτούνται €2500 ή και παραπάνω. Η Dream Machines έρχεται από το πουθενά για τους περισσότερους προσφέροντας όχι απλά οικονομικές – τηρουμένων των αναλογιών φυσικά – προτάσεις σαν και το RG4060-17EU43 με άριστη σχέση τιμής/απόδοσης (τιμή €1349,99 τουλάχιστον για το διάστημα του Black Friday) αλλά και δυνατότητα προσαρμογής – στα «θέλω» του χρήστη σε μια modular λογική, τουλάχιστον σε έναν βαθμό. Αλήθεια, πόσες φορές δεν πιστέψατε για μια στιγμή πως βρήκατε το ιδανικό gaming laptop μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσετε αμέσως μετά πως η RAM του ή ο SSD του δεν ήταν αρκετοί; Στην εν λόγω περίπτωση τέτοια προβλήματα δεν θα έχετε αφού με εξαίρεση τ επεξεργαστή, την κάρτα γραφικών και την οθόνη, τα υπόλοιπα διαμορφώνονται σχεδόν κατά βούληση. Οι μόνες μας δύο ενστάσεις σε όλα αυτά αφορούν την οθόνη και το λειτουργικό σύστημα. Η IPS επιλογή πάνελ που αποτελεί και μονόδρομο, ενδεχομένως να μην είναι αρκετή για κάποιους. Ναι μεν αντιλαμβανόμαστε πως κάπως έπρεπε να μείνει σε λογικά επίπεδα το κόστος, όμως σίγουρα ορισμένοι θα θυσίαζαν ευχαρίστως Hz για ένα καλύτερο πάνελ – και απ’ ό,τι είδαμε κανένα σύστημα της Dream Machines δεν διαθέτει οθόνη OLED, εκτός κι αν χάνουμε κάτι. Όσο για το λειτουργικό ή μάλλον την απουσία του, πρόκειται για ένα εκνευριστικό έξτρα κόστος που ναι μεν μπορεί να γλιτώσει κάποιος (στο Insomnia π.χ. δημοσιεύουμε αρκετά συχνά προσφορές για φθηνούς κωδικούς Windows) όμως ας είμαστε ειλικρινείς. Παίρνοντας στα χέρια του κανείς το καινούριο του gaming PC, το μόνο που θέλει να κάνει, είναι να εγκαταστήσει τα αγαπημένα του παιχνίδια και να παίξει σαν να μην υπάρχει αύριο. Όχι να περάσει τα Windows. Πάντως ακόμα και με το έξτρα κόστος των Windows πάντως, το RG4060-17EU43 παραμένει φθηνότερο σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές προτάσεις.. Ακόμα κι αν το budget σας επιτρέπει μία τέτοια επένδυση, θα σας προτείναμε να ενισχύσετε την αρχική έκδοση μέχρι εκεί που αντέχει το πορτοφόλι σας, αποκτώντας ένα ακόμα ισχυρότερο μηχάνημα με την ίδια – και καλύτερη – σχέση τιμής/απόδοσης.
    2 πόντοι
  27. Τα smartglasses είναι μια κατηγορία με την οποία η βιομηχανία της τεχνολογίας πειραματίζεται εδώ και χρόνια. Βέβαια ο χαρακτηρισμός «smart» ενδεχομένως να ήταν και κομματάκι παραπλανητικός αφού οι όποιες έξυπνες λειτουργίες αφορούσαν ή ορθότερα περιστρέφονταν ως επί το πλείστον γύρω από την κάμερα με την οποία ήταν εξοπλισμένα. Παρά τα διάφορα πρωτότυπα που είχαν εμφανιστεί κατά καιρούς ωστόσο, τα προϊόντα που διατέθηκαν εμπορικά δεν «έσκισαν» κιόλας. Τα Spectacles της Snap για παράδειγμα που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 2016, έβαλαν μέσα την εταιρεία κατά κάμποσες δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Όσο για τη Ray-Ban, αν και δημιούργησε το πρώτο της τέτοιο μοντέλο το 2021 σε συνεργασία με τη Meta (τα Ray-Ban Stories), η τελευταία απέφυγε να δώσει την έγκρισή της για χρήση του ονόματός της – ή αυτού του Facebook – σε μία ένδειξη ίσως της επιφυλακτικότητας με την οποία αντιμετώπιζε το προϊόν. Εν πάση περιπτώσει, τα παραπάνω ανήκουν στο παρελθόν καθώς Ray-Ban και Meta συνεργάστηκαν εκ νέου, λανσάροντας με κάθε επισημότητα αυτή τη φορά τα Ray-Ban Meta Smart Glasses (και όχι smartglasses όπως θα περίμενε κανείς). Η κυκλοφορία τους έγινε πριν από περίπου έναν χρόνο, με τη διαθεσιμότητά τους ωστόσο να είναι εντυπωσιακά περιορισμένη. Τεχνικά έχουν αρκετές διαφορές από τους προκατόχους τους. Τι έχουν να προσφέρουν όμως στην πράξη και σε ποιον στ’ αλήθεια απευθύνονται; Εμφάνιση Τα Ray-Ban Meta έρχονται σε δύο σχέδια, Wayfarer και Skyler, με το καθένα εξ αυτών να διατίθεται σε αρκετά χρώματα και με διάφορες επιλογές φακών (G15 χρώματος, φωτοχρωμικοί, καθαροί). Η Ray-Ban προσφέρει και δυνατότητα χρήσης φακών συνταγογράφησης, ωστόσο εν τοιαύτη περιπτώσει θα ήταν καλύτερα να επισκεφθείτε ένα κατάστημα οπτικών αφού θα κάνετε τη δουλειά σας πολύ φθηνότερα. Το look των Ray-Ban Meta είναι πρακτικά ολόιδιο με τα αντίστοιχα απλά μοντέλα. Για να αντιληφθείτε τις όποιες διαφορές θα χρειαστεί να τους ρίξετε μια πολύ πιο προσεκτική ματιά και πιθανότατα να τα συγκρίνετε πλάι-πλάι. Τα Ray-Ban Meta έχουν στις δύο γωνίες της πρόσοψής του σκελετού από έναν φακό κάμερας. Μόνο ο αριστερός (όπως τα φοράτε) είναι πραγματικός. Ο άλλος έχει τοποθετηθεί εκεί ώστε να εξασφαλιστεί η συμμετρία στην εμφάνιση. Ένα άλλο στοιχείο που διαφοροποιεί τα smart γυαλιά της Ray-Ban είναι οι μεγαλύτερου μεγέθους και κομματάκι βαρύτεροι βραχίονες. Παρά αυτό το τελευταίο πάντως, το βάρος των Ray-Ban Meta δεν διαφέρει και πολύ από εκείνο των συμβατικών γυαλιών: στα Wayfarer για παράδειγμα είναι στα 48 γραμμάρια, μόλις τρία δηλαδή πάνω από το απλό μοντέλο. Στον δεξιό βραχίονα υπάρχει ένα πλήκτρο ακριβώς επάνω από το λογότυπο της εταιρείας, ένα slider αφής για την προσαρμογή του ήχου και ένα ακόμα πλήκτρο ελέγχου – επίσης αφής. Και οι δύο βραχίονες έχουν στο κάτω τμήμα τους, ακριβώς εκεί που ακουμπούν με τα αφτιά, από ένα open-ear ηχείο, με τα γυαλιά να διαθέτουν ακόμα διάταξη πέντε μικροφώνων. Στην αριστερή πλευρά του σκελετού βρίσκεται μία μικροσκοπική ένδειξη LED που σας ενημερώνει για την κατάσταση της μπαταρίας και τυχόν εισερχόμενες κλήσεις. Αν κοιτάξετε, τέλος, με λίγη προσοχή κάτω από τη γέφυρα θα εντοπίσετε τα δύο μικρά μεταλλικά pins που χρησιμοποιούνται για τη φόρτιση των Ray-Ban Meta. Η λογική λέει πως σε μελλοντικές γενιές – με το καλό – η Ray-Ban θα βρει τον τρόπο να μειώσει τις διαστάσεις των βραχιόνων, κάνοντας τα Meta ολόιδια με τα απλά ζευγάρια των Wayfarer και Skyler – ή όποια άλλα μοντέλα επιλέξει να λανσάρει εν τέλει. Τα Meta έρχονται σε ένα αρκετά κομψό κουτί και συνοδεύονται από θήκη μεταφοράς και φόρτισης αλλά όχι καλώδιο (απαιτείται USB Type-C) ή φορτιστή. Κάμερα Φυσικά το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό των Ray-Ban Meta δεν είναι άλλο από την κάμερά τους. Πριν περάσουμε στα χαρακτηριστικά της, αξίζει τον κόπο να σταθούμε απλά και μόνο στο γεγονός πως ένα ζευγάρι γυαλιά που δεν ζυγίζει ούτε καν 50 γραμμάρια, ενσωματώνει κάμερα. Ναι, τα Meta δεν είναι τα πρώτα που το κάνουν προφανώς, όμως ακόμα κι έτσι, δεν παύει να αποτελεί ένα άκρως εντυπωσιακό επίτευγμα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία υπερευρυγώνια ανάλυσης 12 MP που όσο να ‘ναι συνιστά σημαντικό βήμα προόδου σε σχέση με τις δύο κάμερες των 5 MP (μία για φωτογραφίες και μία για βίντεο) που διέθεταν τα Ray-Ban Stories. Ο χειρισμός της είναι εξαιρετικά απλός και γίνεται με χρήση του μοναδικού φυσικού πλήκτρου των Meta. Ένα του πάτημα αρκεί για να τραβήξετε μία φωτογραφία, ενώ με ένα παρατεταμένο πάτημα διάρκειας περίπου δύο δευτερολέπτων ξεκινά η εγγραφή βίντεο. Και στις δύο περιπτώσεις ενεργοποιείται η LED ένδειξη που βρίσκεται πλάι στον φακό ενημερώνοντας τους γύρω σας ότι καταγράφονται. Βέβαια για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει πρώτον εκείνοι να ξέρουν πού πρέπει να κοιτάξουν, δεύτερον να είναι σε θέση να δουν την ένδειξη LED (σε εξωτερικούς χώρους και με έντονη ηλιοφάνεια για παράδειγμα, κάτι τέτοιο ενδεχομένως να είναι αδύνατον, ανάλογα τη θέση του ήλιου) και τρίτον να καταλάβουν τη σημασία της. Οι φωτογραφίες είναι 3024 x 4032 pixels ενώ τα βίντεο 1440 x 1920 στα 30 fps με μέγιστη διάρκεια τα τρία λεπτά (όριο που προσφάτως υιοθέτησε και το YouTube για τα Shorts του όλως τυχαίως). Αν οι αναλύσεις σας φαίνονται περίεργες, είναι διότι είναι πλήρως εναρμονισμένες με την αναλογία διαστάσεων που συνιστά η Meta (4:5) σε ό,τι αφορά το Instagram. Σύμφωνοι, θα ήταν ωραία αν ο χρήστης είχε τη δυνατότητα να επιλέγει ο ίδιος την ανάλυση που θέλει να χρησιμοποιήσει κατά περίπτωση αλλά ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για τα Ray-Ban Meta… Τηρουμένων των αναλογιών οι λήψεις είναι καλές όμως πρέπει να έχετε στο νου σας κάθε φορά ότι η κάμερα είναι στο άνω αριστερό μέρος οπότε και η κλίση του κεφαλιού θα πρέπει να είναι βελτιστοποιημένη με βάση αυτό προκειμένου να βγει σωστή η λήψη. Αν ο φωτισμός είναι ικανοποιητικός (ξεχάστε τη νυχτερινή χρήση), τότε θα έχετε τη δυνατότητα να τραβήξετε συμπαθέστατες φωτογραφίες, με ισορροπημένα χρώματα και καθαρή εικόνα. Βέβαια τα βίντεο είναι ακόμα πιο εντυπωσιακά, με την εικόνα να είναι εξαιρετικά ομαλή. Αν αντί για τα 30 fps η εγγραφή γινόταν στα 60 fps, το αποτέλεσμα θα ήταν συγκλονιστικό αλλά να μείνει και κάτι για την επόμενη έκδοση… Ο συνδυασμός ωστόσο της ομαλής και ευκρινούς εικόνας με την ιδιαίτερη οπτική γωνία (POV) δημιουργεί ένα πραγματικά ξεχωριστό αποτέλεσμα που αν και δεν συγκρίνεται με εκείνο των smartphones με premium σύστημα καμερών, είναι ιδανικό για χρήση στα socials – και χρησιμοποιούμε πληθυντικό διότι όπως θα δούμε στη συνέχεια, θα έχετε τη δυνατότητα να ανεβάσετε τις δημιουργίες σας και σε άλλα δίκτυα, πέραν εκείνων της Meta. Meta AI – Χαρακτηριστικά Για την αρχική ρύθμιση, τη διαχείριση αλλά και τη χρήση των Ray-Ban Meta, θα χρειαστεί να εγκαταστήσετε στο smartphone σας το app Meta View. Γενικώς να έχετε υπ’ όψιν πως τα γυαλιά δεν είναι σχεδιασμένα για να λειτουργούν ανεξάρτητα αλλά σε συνδυασμό/συνεργασία με το κινητό σας, iOS ή Android. Εδώ είναι μια καλή ευκαιρία να αναφέρουμε ότι από πλευράς συνδεσιμότητας, υποστηρίζονται Wi-Fi και Bluetooth 5.3. Σε πρώτη φάση, θα χρειαστεί να τα ρυθμίσετε. Η όλη διαδικασία είναι πάρα πολύ εύκολη, οι οδηγίες είναι αναλυτικές και για την ολοκλήρωσή της απαιτούνται σκάρτα τέσσερα-πέντε λεπτά. Αυτό που λάμπει διά της απουσίας του είναι το geolocation. Δυστυχώς τα Ray-Ban Meta δεν διαθέτουν δυνατότητα εντοπισμού, κάτι που σημαίνει πως αν τα ξεχάσετε κάπου, πολύ απλά… ξεχάστε τα. Έχοντας ολοκληρώσει τις αρχικές ρυθμίσεις, εν συνεχεία μπορείτε να κάνετε το ίδιο για το πλήκτρο αφής του δεξιού βραχίονα. Το slider αφής που βρίσκεται εκεί, χρησιμεύει για την προσαρμογή της έντασης του ήχου η οποία γίνεται με slide είτε προς τα εμπρός, είτε προς τα πίσω. Το έτερο πλήκτρο αφής, πέραν του «ξυπνήματος» της Meta AI που γίνεται με παρατεταμένο πάτημά του, χρησιμεύει στην εκκίνηση ενός εκ των Amazon Music Play Now, Spotify Tap ή Apple Music. Τα γυαλιά διαθέτουν ενσωματωμένη χωρητικότητα 32 GB. Οι λήψεις σας αποθηκεύονται αρχικά σε αυτά, για να περάσουν στη συνέχεια μέσω του app στο smartphone σας. Ως προς τον διαμοιρασμό τους, ναι μεν προσφέρονται επιλογές για τις πλατφόρμες της Meta, ωστόσο μπορείτε να κάνετε το ίδιο και με όλες τις υπόλοιπες, έστω κι αν απαιτούνται δυο-τρία κλικ περισσότερα. Στα της Meta AI, υποστηρίζεται όσον αφορά στα Αγγλικά σε τέσσερις μόνο χώρες: ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδά και Αυστραλία. Έχοντας χρησιμοποιήσει VPN για την αρχική προσαρμογή των Ray-Ban Meta, στη συνέχεια δεν είχαμε κανένα θέμα χρησιμοποιώντας τα κανονικά. Η Meta AI ήταν στη διάθεσή μας έτοιμη να απαντήσει στις ερωτήσεις μας. Το «ξύπνημά» της γίνεται με παρατεταμένο πάτημα του πλήκτρου αφής όπως είπαμε με τις ερωτήσεις να πρέπει να ξεκινούν με το «Hey Meta». Η εμπειρία χρήσης της δεν διαφέρει ιδιαίτερα από οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο μοντέλο AI: ο χρήστης ρωτά, εκείνη απαντά, κάτι σαν τη φωνητική έκδοση του ChatGPT. Μπορεί να φανεί αρκετά χρήσιμη για την παροχή δεδομένων για κάτι που βλέπει ο πρώτος, με τον αστερίσκο φυσικά ότι οι πληροφορίες της ενδέχεται να μην είναι ορθές. Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία του Meta AI στα έξυπνα γυαλιά, εκτοξεύει τη χρησιμότητά τους αφού όπως είπαμε μπορείτε να προχωρήσετε σε κανονικό διάλογο, όπως ακριβώς κάνετε με τα ai chatbots, ρωτώντας το chatbot της Meta κάθε είδους πληροφορία, χωρίς να χρειαστεί να ανοίξετε το smartphone σας. Κάτι τέτοιο -εκ πείρας- σας δίνει πλεονέκτημα στο Trivial Pursuit... Μετά περνά στον ήχο, ο οποίο βρίσκεται σε πάρα πολύ καλά επίπεδα. Μην περιμένετε την ποιότητα ενός καλού σετ earbuds (μην ξεχνάτε πως μιλάμε για γυαλιά…) αλλά σε κάθε περίπτωση, δεν θα απογοητευτείτε αν θέλετε να ακούτε τα αγαπημένα σας κομμάτια ή podcasts καθώς κυκλοφορείτε. Το θετικό εδώ είναι πως διατηρείτε την αντίληψη του περιβάλλοντος γύρω σας, χάρη στον open-ear σχεδιασμό τους. Την ίδια στιγμή, ο ήχος εκτοξεύεται προς τα αφτιά σας, οπότε οι γύρω σας μπορούν να ακούσουν ένα πολύ μικρό μέρος του κι αυτό εφ’ όσον βρίσκονται ακριβώς δίπλα σας και επικρατεί σχετική ησυχία. Από πλευράς αυτονομίας τώρα, τα γυαλιά άντεξαν με τυπική χρήση γύρω στις δύο ώρες, χρόνος που δεν εντυπωσιάζει αλλά από την άλλη είναι λογικός λόγω form factor. Για παράδειγμα κατά την ακρόαση Spotify, αρκετό video capture και λίγο παιχνίδι με την Meta AI, είδαμε ότι η αυτονομία έπεφτε περίπου 1% το λεπτό. Όταν η μπαταρία τους αδειάσει μπορούν να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται ως γυαλιά μυωπίας ή/και ηλίου, απλά χωρίς καμία έξτρα smart δυνατότητα. Για τη φόρτισή τους χρειάζεται η θήκη που τα πλαισιώνει. Σε τυπικό design Ray-Ban με επιφάνεια από faux δέρμα, ζυγίζει λίγο περισσότερο σε σχέση με μία τυπική θήκη (γυαλιά συν θήκη έχουν συνολικό βάρος περί τα 133 γραμμάρια) και φορτίζει μέσω USB Type-C. Αν συνυπολογίσουμε και τις ώρες αυτονομίας που προσφέρει μέσω φόρτισης η θήκη, τότε τα Ray-Ban Meta βγάζουν 32 ώρες. Για μία πλήρη φόρτιση χρειάζονται γύρω στα 75 λεπτά ενώ για το 0-50% περίπου 22 λεπτά. Ως εκ τούτου αν ετοιμάζεστε για να λείψετε για μεγάλο χρονικό διάστημα από το σπίτι, καλό θα ήταν να έχετε μαζί σας και ένα δεύτερο ζευγάρι για τις περιόδους φόρτισης. Απλά κοιτάξτε να μη ξεχάσετε τη θήκη τους γιατί αυτή των Meta Ray-Ban προορίζεται αποκλειστικά για τα συγκεκριμένα γυαλιά. Ναι αλλά ποιος θα τα χρησιμοποιήσει και γιατί; Όσο κουλ κι αν ακούγεται η ιδέα των smartglasses, η αλήθεια είναι πως τα Ray-Ban Meta δεν είναι για όλους. Κατ’ αρχάς θα χρειαστεί πολλή προσπάθεια για να τα αποκτήσει κάποιος που βρίσκεται στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια θα χρειαστεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό είτε ο ίδιος, είτε κάποιο γνωστό του πρόσωπο και ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, οι χώρες διάθεσης είναι περιορισμένες (ευτυχώς στην Ευρώπη οι επιλογές είναι αρκετές: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία, Νορβηγία, Σουηδία και Φινλανδία). Από εκεί και πέρα, η τιμή τους είναι τσιμπημένη: στο Ηνωμένο Βασίλειο για παράδειγμα, τα Ray-Ban Meta Wayfarer ξεκινούν από τις £299 (ήτοι €357,39) όταν τα απλά Wayfarer στοιχίζουν περί τις £155 (€185,27) – πρακτικά δηλαδή μιλάμε για διπλή τιμή. Αν θέλετε και φακό με συνταγή, τότε υπολογίστε ένα πρόσθετο κόστος γύρο στα €150. Οι δε δημιουργίες τους, αν και καλής ποιότητας, δεν είναι σε θέση να κοντράρουν εκείνες ενός smartphone με καλή κάμερα – και με τα χρήματα που στοιχίζουν τα Ray-Ban Meta, εύκολα βρίσκετε ένα τέτοιο. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι η αμεσότητα. Βλέπετε κάτι που σας ενδιαφέρει; Δεν έχετε παρά να πατήσετε ένα κουμπί για να τραβήξετε φωτογραφία ή βίντεο. Στην πρώτη περίπτωση απλά, να έχετε στον νου σας πως η λήψη της εικόνας γίνεται μισό με ένα δευτερόλεπτο από τη στιγμή που θα πατήσετε το πλήκτρο – φροντίστε να το εξηγήσετε σε όσους αποφασίσετε να φωτογραφίσετε ώστε να παραμείνουν στη θέση τους για λίγο παραπάνω. Εκείνοι που θα εκμεταλλευτούν τα Meta στον μεγαλύτερο βαθμό, είναι όσοι αρέσκονται στη δημιουργία περιεχομένου με στόχο τον διαμοιρασμό του μέσω των social προφίλ τους. Το POV των Meta είναι εντυπωσιακό και μπορεί να χαρίσει πραγματικά ρεαλιστικές και ξεχωριστές εμπειρίες θέασης. Μέσα από τον φακό τους, τα γυαλιά μπορούν να κάνουν μία βόλτα με ποδήλατο ή πατίνι, τις βόλτες σε μία πόλη που επισκέπτονται ή μία κομματάκι πιο extreme δραστηριότητα απείρως εντυπωσιακότερη – ιδίως αν ακολουθήσει και η σχετική επεξεργασία. Τα πράγματα βέβαια θα ήταν πολύ καλύτερα αν η κάμερα έγραφε στα 60 fps και τα γυαλιά είχαν ανώτερη προστασία από νερό (είναι water-resistant βάσει IPX4 αλλά όχι και water-proof). Ακόμα κι έτσι, η περιορισμένη αυτονομία και το γεγονός πως θα πρέπει να έχετε μαζί εκτός της θήκης τους και ένα εφεδρικό ζευγάρι, περιπλέκει κάπως τα πράγματα. Σύμφωνοι η αμεσότητα στις λήψεις και το ξεχωριστό POV που προσφέρουν κλέβουν την παράσταση, όμως αν δεν παράγετε περιεχόμενο διαρκώς και σταθερά, τότε οι παραχωρήσεις που θα κληθείτε να κάνετε είναι περισσότερες από τα όσα έχουν να σας προσφέρουν – και φυσικά δεν παραβλέπουμε το ότι άπαξ και τα ξεχάσετε κάπου, αρχίζετε να κλαίτε. Εν τέλει αξίζει η αγορά τους; Αυτό θα το απαντήσει ο καθένας βάσει των προτεραιοτήτων του. Εμείς θα αρκεστούμε στο ότι πρόκειται για ένα ακόμα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση για ολόκληρη την κατηγορία των smartglasses.
    2 πόντοι
  28. Από την ώρα που ανακοινώθηκαν και επίσημα, στη Computex 2024, η έλευση των πρώτων συστημάτων που θα ενσωματώνουν τους νέους Lunar Lake επεξεργαστές της Intel, αναμένονταν με αρκετή ανυπομονησία. Κι' αυτό διότι η εταιρεία δεν μάσησε τα λόγια της, προχωρόντας σε επιθετικές ανακοινώσεις όχι τόσο έναντι της AMD αλλά της Qualcomm και των Snapdragon X επεξεργαστών που έχουν φέρει νέο αέρα στην κατηγορία των Windows PC όπως έχουμε διαπιστώσει και στο Insomnia. Η ώρα έφτασε για να δούμε κατά πόσο αυτοί οι ισχυρισμοί περί αυτονομίας και επιδόσεων ευσταθούν, με την ASUS να μας στέλνει ένα από τα πρώτα συστήματα που ενσωματώνουν έναν επεξεργαστή της σειράς Intel Core Ultra 200, το Zenbook S 14. Τα τελευταία χρόνια η ASUS έχει πραγματοποιήσει άλματα προόδου σε ό,τι αφορά το design των laptops της με τα τελευταία να υιοθετούν ολοένα και πιο συμπαγή σχεδιασμό, διατηρώντας τη στιβαρή κατασκευή και το premium look τους και – το κυριότερο – δίχως αυτό να επηρεάζει στο ελάχιστο τις επιδόσεις και τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά. Το ολοκαίνουριο Zenbook S 14 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των ανωτέρω. Πάμε να δούμε πώς τα καταφέρνει. Σχεδιασμός Το Zenbook S 14 είναι ένα laptop που διαθέτει μεν εντυπωσιακή εμφάνιση κι όμως καταφέρνει να περνά απαρατήρητο. Ο λόγος που συμβαίνει το τελευταίο, είναι κυρίως λόγω του συμπαγούς σχεδιασμού του. Με διαστάσεις 31,15 x 21,39 εκατ. και προφίλ που κυμαίνεται μεταξύ 1,19 και 1,29 εκατ. μιλάμε για ένα σύστημα που χωρά παντού, ακόμα και σε τσάντες η εμφάνιση των οποίων δεν προδίδει ότι μπορεί να κρύβουν ένα laptop στο εσωτερικό τους. Το δε βάρος των μόλις 1,2 κιλών επιτρέπει την άνετη μεταφορά του στο χέρι, είτε από meeting room σε meeting room, είτε καθ’ οδόν για κάποιο εξωτερικό ραντεβού – πρακτικά είναι σαν να κρατάτε ντοσιέ. Ο υπολογιστής διατίθεται σε δύο χρώματα, λευκό και μαύρο, τα οποία μάλιστα κυριαρχούν και στις εσωτερικές επιφάνειες. Αμφότερα έχουν ματ υφή και πλαισιώνονται από το λογότυπο/μονόγραμμα της ASUS. Η επιφάνεια του καπακιού του είναι από Ceraluminum, ένα νέας τεχνολογίας συνθετικό υλικό που χρησιμοποιεί εσχάτως στις συσκευές της η ASUS, το οποίο συνδυάζει την ανθεκτικότητα του κεραμικού με το χαμηλό βάρος και εκτός των άλλων αφήνει και εξαιρετική αίσθηση στην αφή. Το laptop πληροί τις προδιαγραφές του αμερικανικού στρατιωτικού προτύπου MIL-STD-810H έχοντας τη δυνατότητα να λειτουργήσει υπό αντίξοες συνθήκες και να αντέξει κραδασμούς και πτώσεις. Στο εσωτερικό, η οθόνη αφής καταλαμβάνει το 90% της πρόσοψής του – εξ ου και οι αρκετά συμμαζεμένες διαστάσεις του. Ανοίγοντας την οθόνη, το καπάκι «αγκαλιάζει» την πίσω πλευρά του laptop, ανασηκώνοντας ελαφρώς τη βάση του τελευταίου για μία ευκολότερη εμπειρία χρήσης και καλύτερη απαγωγή θερμότητας. Όσο για τις θύρες του Zenbook S 14 είναι μάλλον περιορισμένες: μία USB 3.2 Gen 2 Type-A, δύο USB-C Thunderbolt 4, μία HDMI 2.1 και μία σύνθετη θύρα ήχου. Μιας που πιάσαμε τα της συνδεσιμότητας, να πούμε ότι υποστηρίζονται ακόμα Bluetooth 5.4 και Wi-Fi 7 (περισσότερα γι’ αυτό το τελευταίο παρακάτω).Θα θέλαμε πάντως και μια USB-C θύρα στη δεξιά πλευρά μιας και θα έλυνε διάφορα θέματα τοποθέτησης με άλλα περιφερειακά. Οθόνη – Χαρακτηριστικά Η ASUS μας έχει εντυπωσιάσει επανειλημένα τα τελευταία χρόνια με τις οθόνες που ενσωματώνει στους φορητούς της υπολογιστές, και το Zenbook S 14 δεν αποτελεί εξαίρεση. Η οθόνη του υπολογιστή είναι μία 16:10 ASUS Lumina OLED 14 ιντσών και ανάλυσης 2880 x 1800 pixels. Προσφέρει κάλυψη χρωματικού χώρου DCI-P3 σε ποσοστό 100% και μέγιστη φωτεινότητα 500 nits (στα βαθιά μαύρα αγγίζει τα 0,0005 nits) ενώ φέρει πιστοποιήσεις Dolby Vision, VESA Certified DisplayHDR True Black 500, Pantone Validated ως προς τα χρώματα και TUV Rheinland και SGS σε ό,τι έχει να κάνει με τη φροντίδα ματιών. Η εμπειρία θέασης που προσφέρει είναι υ πέ ρο χη, όπως θα περίμενε κανείς από μία οθόνη OLED. Τη χρησιμοποιήσαμε τόσο σε εσωτερικούς χώρους, όσο και σε εξωτερικούς και πρόβλημα δεν αντιμετωπίσαμε σε καμία περίπτωση. Συνυπολογίζοντας δε και τις -πολλές- προσαρμογές που μπορεί να κάνει κάποιος μέσω του MyASUS, έχουμε να κάνουμε με μία οθόνη που θα καλύψει στο έπακρο ακόμα και όσους ασχολούνται επαγγελματικά με γραφικά, design, βίντεο κλπ. Περνώντας στα τεχνικά χαρακτηριστικά του Zenbook S 14, αυτό έρχεται στην ισχυρότερη έκδοσή του με επεξεργαστή Intel Core Ultra 9 Series 2 (ενσωματώνει γραφικά Intel Arc και NPU Intel AI Boost με ισχύ έως και 48 TOPS), δίσκο SSD PCIe 4.0 χωρητικότητας 1 TB και 32 GB μνήμης LPDDR5x RAM. Το μοντέλο που είχαμε στη διάθεσή μας διαφοροποιείτο από τα παραπάνω μόνο στον επεξεργαστή αφού διέθετε τον Intel Core Ultra 7 258V στον οποίο και αξίζει να σταθούμε για λίγο. Πρόκειται για τον τρίτο κατά σειρά ισχυρότερο Intel Core Ultra 7 Series 2 αφού υπολείπεται μόνο των 268V και 266V (και εννοείται του Intel Core Ultra 9 288V). Διαθέτει ισχύ 30 W (37 W σε λειτουργία Turbo), οκτώ πυρήνες (τέσσερις πυρήνες απόδοσης και τέσσερις πυρήνες χαμηλής ισχύος ή P-cores και LP E-cores) και ισάριθμα νήματα, 12 MB Intel Smart Cache, μέγιστη συχνότητα 4,8 GHz και 3,7 GHz για τους P-cores και LP E-cores αντίστοιχα και μέγιστη συχνότητα γραφικών 1,95 GHz (για τα τελευταία ενσωματώνει μία Intel Arc 140V με αρχιτεκτονική Xe2). Το λανσάρισμα των Core Ultra Series 2 είχε εξ αρχής ενδιαφέρον. Ο έντονος ανταγωνισμός από την Qualcomm υποχρέωσε την Intel να βάλει τα δυνατά της προκειμένου να αντιστρέψει το κλίμα. Σαφέστατα οι x86 εξακολουθούν να έχουν το τεράστιο πλεονέκτημα της συμβατότητας για την ώρα, όμως αν μη τι άλλο η Qualcomm έδειξε – κυρίως με τον Snapdragon X Elite – ότι οι λύσεις της δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα στον τομέα της απόδοσης και της διαχείρισης πόρων (βλ. αυτονομία). Αν αναρωτιέστε τι παραπάνω μπορεί να προσφέρει ο Core Ultra 7 258V σε σχέση με έναν αντίστοιχο επεξεργαστή Intel προηγούμενης γενιάς (Core Ultra 7 155H), θα εστιάσουμε σε δύο πράγματα: περισσότερη ισχύς AI (47 έναντι 11 TOPS) και βελτιωμένη αποδοτικότητα (παρόμοια ισχύς αλλά με λιγότερους πυρήνες για μειωμένη κατανάλωση). Όταν για παράδειγμα ο Core Ultra 7 155H έβγαζε στο Geekbench 6 σκορ 2294 (SC) και 12.749 (MC), ο Core Ultra 7 258V αποδίδει 2548 και 10.701 αντίστοιχα. Βελτιώσεις παρατηρήσαμε και στα γραφικά όπου στο 3DMark Time Spy η νέα Arc 140V έβγαλε 4331 όταν η αντίστοιχη επίδοση για την Arc Graphics του Core Ultra 7 155H κυμαινόταν μεταξύ 3900 και 4000. Στα άλλα scenarios του 3DMark, η Arc 140V σημείωσε σκορ 2669 στο Steel Nomad Lite και 7427 στο Wild Life Extreme. Ως προς την AI, στο Procyon AI Computer Vision (OpenVINO), το Zenbook S 14 απέδωσε 953 ms στο NPU Float16 όταν άλλα συστήματα με τον Core Ultra 7 155H ήταν πάνω από τα 1000 ms. Στο CPU Float32 τα 72 ms του συστήματος της ASUS ήταν επίσης πολύ κάτω συγκριτικά με τα 130-150 ms που είχαν σημειώσει άλλα με τον Core Ultra 7 155H. Με βάση τα παραπάνω, το σίγουρο είναι ότι αν και οι επιδόσεις του Zenbook S 14 και του επεξεργαστή που ενσωματώνει είναι πολύ καλές, δεν είναι οι καλύτερες ειδικά αν τις συγκρίνουμε με ένα Snapdragon X Elite σύστημα σε multi-core περιβάλλον. Εμπειρία χρήσης Πάντως το Zenbook S 14 δεν είχε κανένα πρόβλημα να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις ενός μέσου επαγγελματία που ασχολείται με την παραγωγή περιεχομένου, την επεξεργασία εικόνας ή βίντεο και το extreme multitasking, αρέσκεται να ψυχαγωγείται streamάροντας και παίζοντας ενώ παράλληλα απαιτεί ευελιξία ως προς το μέρος που βρίσκεται. Τρέξαμε κάθε εφαρμογή που χρησιμοποιεί ένας τυπικός χρήστης στην καθημερινότητά του, συμπεριλαμβανομένων browsers, Office, Photoshop και Premiere και ακόμα κι όταν τις είχαμε όλες ανοιχτές, εκτελώντας παράλληλες εργασίες, δεν είδαμε πτώση στην απόδοση. Το ίδιο ισχύει και στο gaming κι αν αναρωτιέστε τι προσδοκίες μπορεί να έχει κάποιος από ένα σύστημα με onboard κάρτα γραφικών, το Zenbook S 14 σε συνδυασμό με τον Intel Core Ultra 7 258V θα σας κάνουν να επαναπροσδιορίσετε τη στάση σας. Στην αρχή δεν σας κρύβουμε ότι κι εμείς ήμασταν κομματάκι επιφυλακτικοί. Στην πορεία όμως αντιληφθήκαμε ότι στα 1080p με τα settings κάπου στη μέση και το VSync απενεργοποιημένο, το σύστημα μπορούσε να αποδώσει εξαιρετικά. Ενδεικτικά, από framerates, στο Cyberpunk 2077 είδαμε 35-40 fps, στο GTA V 130 fps, στο Far Cry 6 περί τα 50 fps και στο F1 24 γύρω στα 90-100 fps. Όχι κι άσχημα, έτσι; Σε όλα αυτά προσθέστε και τον πολύ καλό ήχο που είναι σε θέση να προσφέρουν τα τέσσερα ηχεία της Harman Kardon (που υποστηρίζουν και Dolby Atmos). Όμως.....όλα τα παραπάνω σημειώστε πως ισχύουν μόνο εφ’ όσον το laptop βρίσκεται στην πρίζα, καθώς σε διαφορετική περίπτωση πέφτουν σημαντικά. Πόσο σημαντικά; Με βάση το Geekbench και το σύστημα ρυθμισμένο στο balance mode, είδαμε πτώση 35% στο multi core και ένα απίστευτο 78% στο single core, πάντα με τις καλύτερες ταχύτητες όταν το σύστημα ήταν στο ρεύμα. Πάντως χάρη στη φόρτιση μέσω USB Type-C, θα έχετε τη δυνατότητα να το φορτίσετε πανεύκολα (και ταχύτατα μέσω PowerDelivery) όπου κι αν βρεθείτε όμως η αναφορά στις διαφορές στις επιδόσεις όταν ο υπολογιστής είναι στο ρεύμα και στη πρίζα, θα πρέπει να γίνει κατανοητή. Οι εποχές έχουν αλλάξει και η έλευση των νέων επεξεργαστών της Qualcomm και της Apple έχουν φέρει σημαντική αλλαγή στο τομέα αυτό, χωρίς να παρουσιάζουν το φαινόμενο αυτό, αν και χάνουν τη συμβατότητα με τις x86 εφαρμογές μιας και μιλάμε για ARM αρχιτεκτονική. Αυτονομία Ευκαιρίας δοθείσης, ας μιλήσουμε για την αυτονομία του Zenbook S 14 που είναι άλλωστε κι ένα από τα μεγάλα του όπλα. Η μπαταρία του έχει χωρητικότητα 72 Wh και σε συνδυασμό με τις ενεργειακές απαιτήσεις του επεξεργαστή, προσφέρει περίπου 14 ώρες σε συνθήκες τυπικής χρήσης (φωτεινότητα γύρω στα μισά, Wi-Fi ενεργοποιημένο, συνεχές multitasking με μια-δυο ώρες streaming και χωρίς καθόλου gaming). Δοκιμάζοντας τη μπαταρία στο Procyon, πήραμε αυτονομία 18 ωρών, κάτι που ουσιαστικά δίνει στο Zenbook S 14 τον τίτλο του καλύτερου συστήματος με επεξεργαστή Intel που έχουμε δοκιμάσει ποτέ. Κάτι άλλο που δεν περιμέναμε να δούμε από Intel σύστημα και το είδαμε για πρώτη φορά στο νέο Zenbook είναι η διατήρηση της αυτονομίας, με τη μπαταρία να πέφτει μόλις 2% σε διάστημα 8 ωρών που ο υπολογιστής ήταν σε κατάσταση αδράνειας (καπάκι κλειστό), κάτι που μας δημιούργησε ένα μικρό σοκ. Για μία πλήρη φόρτιση, εφ’ όσον χρησιμοποιήσετε το μικρό φορτιστή των 65W που περιλαμβάνεται στη συσκευασία, υπολογίστε πως θα χρειαστείτε περί τις 2 ώρες. Παρά το εξαιρετικά λεπτό προφίλ του, το Zenbook S 14 είναι εφοδιασμένο με ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό σύστημα ψύξης το οποίο αποτελείται από δύο ανεμιστήρες, θάλαμο ατμού και δύο φύλλα γραφίτη πάνω από τη βάση και κάτω από το πληκτρολόγιο, περικλείοντας δηλαδή όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία μαζί φυσικά με τα διάφορα υποσυστήματα. Η βασική επιφάνεια του laptop άλλωστε διαθέτει όμορφα σχεδιασμένες γρίλιες ενώ όπως προαναφέραμε και στην αρχή του κειμένου, κατά την περιστροφή της η οθόνη του ανασηκώνει ελαφρά τη βάση, συμβάλλοντας έτσι κι εκείνη στην αποτελεσματικότερη απομάκρυνση του θερμού αέρα. Ακόμα και στις περιπτώσεις που ζορίσαμε αρκετά τον υπολογιστή, δεν νιώσαμε κάποια επιφάνειά του (βλ. βάση, πληκτρολόγιο ή palmrest) να θερμαίνεται σε επικίνδυνο βαθμό. Η ASUS έχει δημιουργήσει παράδοση στα άνετα πληκτρολόγια και το Zenbook S 14 δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Το πληκτρολόγιό του διαθέτει απόσταση πλήκτρων (κέντρο σε κέντρο) 19,5 χιλ. με κυρτότητα 0,1 χιλ. και απόσταση διαδρομής 1,1 χιλ. προσφέροντας μία άνετη σε γενικές γραμμές εμπειρία καθώς τα δάχτυλα γλιστρούν από το ένα πλήκτρο στο άλλο. Φυσικά σε ένα τόσο μικρό laptop θα ήταν αδύνατον να χωρέσει numpad όμως στη διάθεσή σας βρίσκονται πλήκτρα συντομεύσεων που ενεργοποιούνται με το πάτημα του Fn και των F (η συγκεκριμένη λειτουργία κλειδώνει με πάτημα Fn + Esc) καθώς και ένα ακόμα δίπλα από το δεξί Alt που ενεργοποιεί τον Copilot. Το ευμέγεθες touchpad βρίσκεται στο κέντρο, είναι πολύ βολικό, διαθέτει ματ υφή που καμουφλάρει τις δαχτυλιές ενώ υποστηρίζει και έξυπνες χειρονομίες (gestures) για ρύθμιση φωτεινότητας, έντασης ήχου και αναπαραγωγής. Όπως είπαμε, το σύστημα υποστηρίζει Wi-Fi 7, κάτι που το καθιστά μία ασφαλή επιλογή σε βάθος χρόνου (futureproof σαν να λέμε στα Ελληνικά). Αν ο χώρος στον οποίον εργάζεστε, είτε πρόκειται για το σπίτι, είτε για το γραφείο σας, διαθέτει σχετική υποδομή, τότε θα απολαύσετε εκπληκτικές ταχύτητες δικτύωσης. Ακόμα κι αν το πρότυπο 802.11be σας φαίνεται μακρινό προς ώρας, το Zenbook S 14 υποστηρίζει και Wi-FI 6/6E πάντως. Για να έχετε μια εικόνα για τι διαφορά ταχυτήτων μιλάμε (σε μέγιστες τιμές), τα 6,92 Gbps του Wi-Fi 5 (802.11ac) γίνονται 9,6 Gbps στα Wi-Fi 6/6E (802.11ax) και 46,4 Gbps στο Wi-Fi 7 (802.11be). Σε κάθε περίπτωση, αν χρησιμοποιείτε το σύστημα σε μεγάλους χώρους με πολλαπλά access points/spots, θυμηθείτε να ενεργοποιήσετε την επιλογή WiFi SmartConnect μέσα από το MyASUS, το οποίο αποτελεί πάντα ένα από τα πιο χρήσιμα εργαλεία του υπολογιστή. Μέσα απο εκεί μπορείτε να κάνετε πολύ εύκολα κάθε απαραίτητη αναβάθμιση σε drivers ή bios update, ενώ η ASUS παρέχει μια σειρά από πολύ χρήσιμες λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένου και μερικών με χρήση AI για βιντεοκλήσεις και εφαρμογών τύπου Zoom και Teams. Για την AI δεν έχουμε να πούμε κάτι παραπάνω, πέραν των όσων έχουμε αναφέρει σε παρουσιάσεις άλλων AI PC της ASUS. Το Zenbook S 14 πληροί τις προδιαγραφές των Copilot+ PC της Microsoft, προσφέροντας έτσι πρόσβαση στον Copilot αλλά και σε μια σειρά λειτουργιών της ASUS που σας επιτρέπουν μεταξύ άλλων να βελτιστοποιείτε την εικόνα σας κατά τις βιντεοκλήσεις, να βλέπετε υποτίτλους σε βίντεο σε πραγματικό χρόνο, να οργανώνετε τις φωτογραφίες και τα αρχεία πολυμέσων σας, να επεξεργάζεστε εύκολα εικόνες κ.α. Κανένα παράπονο δεν είχαμε από την webcam που προσφέρει καλή εικόνα ακόμα κι όταν ο φωτισμός δεν είναι ιδανικός και άμεση σύνδεση μέσω Windows Hello, ενώ δε διαθέτει φυσικό κάλυμμα. Και εδώ, η χρήση θολούρας στο background είναι εξαιρετική, δείγμα άλλωστε των Copilot+ PC και των NPU που διαθέτουν. Συμπέρασμα Συνοψίζοντας, το Zenbook S 14 είναι ένα υπερπλήρες λεπτό και ελαφρύ laptop από την ASUS που κλείνει το μάτι σε όλους όσοι εξακολουθούν μεν να στηρίζουν τους x86 και τη συμβατότητά τους όμως ένιωσαν να… ζηλεύουν κάπου με την αυτονομία των Snapdragon X. Διαθέτει πολύ καλές επιδόσεις, σημαντικά βελτιωμένη αυτονομία, με καλύτερη GPU από τον ανταγωνισμό (βλ. Qualcomm)sd όντας σε θέση να προσφέρει πραγματικά ολοκληρωμένες εμπειρίες που καλύπτουν επαγγελματική και καθημερινή χρήση με multitasking, gaming, streaming και γενικώς τα πάντα. Η αγορά του συνιστά επένδυση (τιμή 1999€), σαφώς, όμως πρόκειται για ένα laptop που έρχεται να διορθώσει κάποια από τα μειονεκτήματα της αμέσως προηγούμενης γενιάς, αποτελώντας μία εξαίρετη πρόταση για όσους κρατήθηκαν και δεν έκαναν ήδη τη μετάβαση στα AI PC.
    2 πόντοι
  29. To Stream Deck είναι μια συσκευή που πρωτοκυκλοφόρησε στοχεύοντας σε πολύ συγκεκριμένο κοινό και σενάρια χρήσης, σε σημειό που αυτό διαμόρφωσε ακόμη και το ίδιο της το όνομα. Σύντομα, όμως, έγινε ξεκάθαρο πως οι δυνατότητές του μπορούσαν να αξιοποιηθούν όχι μόνο από ανθρώπους που ασχολούνταν με το Streaming, αλλά και από ευρύτερο κοινό. Ερωτήσεις τύπου "τα καλύτερα plugins για το Stream Deck αν δεν είσαι streamer" έγιναν όλο και πιο συχνές, και η Elgato φαίνεται πως δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Αναγνώρισε την ανάγκη, και κυκλοφόρησε το Stream Deck Neo, μια έκδοση του Stream Deck που απευθύνεται σε κοινό που δεν ασχολείται απαραίτητα με το streaming και την παραγωγή βιντεο-περιεχομένου. Stream Deck Plus (αριστερά) - Stream Deck Neo (δεξιά) Πράγματι, ως κάποιος που ανήκει ακριβώς στο συγκεκριμένο κοινό, ανοίγοντας το Stream Deck Neo είδα σχεδόν όλα όσα θα ήθελα να βελτιώνονταν στο κλασικό Stream Deck και το Stream Deck Plus: πιο μαζεμένο και όμορφο, με δυνατότητα ρύθμισης της γωνίας κλίσης, ειδικά σημεία αφής για μετακίνηση μεταξύ σελίδων, ώστε να μη χρειάζεται να ξοδεύετε κουμπιά για αυτό τον λόγο, αλλά και μια μικρή οθόνη για να εμφανίζει βασικές πληροφορίες όπως ώρα και ημερομηνία. Κι όλα αυτά, σε πιο προσιτή τιμή, τουλάχιστον σε σχέση με τα άλλα μοντέλα. Ας τα πάρουμε, όμως, ένα-ένα: Εμφάνιση / εργονομία Σε αντίθεση με το κλασικό, ογκώδες Stream Deck, σε όλες τις παραλλαγές του, το Stream Deck Neo είναι πολύ πιο διακριτικό και μαζεμένο. Είναι ικανό να χωρέσει ακόμα και σε γραφεία όπου ο χώρος είναι ελάχιστος, ενώ φέρνει και την καλοδεχούμενη δυνατότητα ρύθμισης της γωνίας κλίσης, έστω κι αν επιτρέπει μόλις δύο διαφορετικές επιλογές. Επίσης, η σύνδεση με τον υπολογιστή γίνεται με το πιο σύγχρονό USB-C, σε σχέση με το USB-A των κλασικών Stream Deck. Γενικά, το Stream Deck Neo είναι μια συσκευή που θα μπορούσε κανείς να βάλει στην τσάντα του και να την κουβαλά μαζί με το λαπτοπ του, ακόμη και για χρήση εκτός γραφείου, κάτι που δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει με τα ογκώδη κλασικά μοντέλα. Εκτός από πιο ευέλικτο εργονομικά, το Stream Deck Neo έχει μια πιο μινιμαλιστική αισθητική, την οποία τονίζει το λευκό χρώμα του. Αν και η εμφάνιση είναι κάτι το υποκειμενικό, προσωπικά το βρίσκω πιο όμορφο από τους προκατόχους του, έστω κι αν το λευκό πλαστικό του έχει την τάση να μαζεύει πιο εύκολα λεκέδες. Λειτουργίες Όπως θα λεγε κι ο ποιητής, αν αποσυνθέσεις το Stream Deck, σου απομένουν ένα μάτσο LCD κουμπιά (που σημαίνει: με άλλα τόσα το ξαναφτιάχνεις). Πράγματι, αυτά τα 8 κουμπιά είναι, στην πραγματικότητα, όλη η ουσία του Stream Deck, και το Neo δεν αποτελεί εξαίρεση. Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία τους, τα κουμπιά του Neo δεν έχουν καμία απολύτως διαφορά σε σχέση με τα αντίστοιχα των κλασικών Stream Deck. Οι δυνατότητες είναι ίδιες, η διαχείριση μέσω της εφαρμογής γίνεται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, ενώ και η απόκριση και αξιοπιστία βρίσκεται στα ίδια επίπεδα. Η ποιότητα της LCD οθόνης των κουμπιών του Neo, ωστόσο, είναι ξεκάθαρα κατώτερη σε σχέση με αυτή των κλασικών μοντέλων. Αυτό δεν είναι κάτι που ενοχλεί, ούτε και γίνεται αντιληπτό όταν το Neo είναι η μόνη σου συσκευή. Βλέποντάς το, ωστόσο, δίπλα στο Stream Deck Plus, η διαφορά είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, με τα κουμπιά του Plus να είναι πολύ πιο φωτεινά και ευκρινή και το μαύρο "πιό μαύρο". Αν αυτό είναι το τίμημα για την χαμηλότερη τιμή, τότε, κατά τη γνώμη μου, αξίζει. Αυτό που έχει το Stream Deck Neo και λείπει από τα άλλα μοντέλα είναι τα "σημεία αφής" (touch points), όπως τα αποκαλεί η Elgato. Πρόκειται για κουμπιά αφής που, σε αντίθεση με τα κουμπιά LCD, εκτελούν μία και μόνο λειτουργία, την εναλλαγή σελίδων, και δεν μπορούν να παραμετροποιηθούν. Πρόκειται σίγουρα για μια καλή ιδέα, καθώς επιτρέπουν την εναλλαγή σελίδων χωρίς να χρειάζεται να δεσμεύεις κουμπιά για αυτό τον λόγο. Από την άλλη, ως σημεία αφής, χρειάζονται λίγο χρόνο για να τα συνηθίσεις, καθώς τις πρώτες φορές μπορεί να αστοχήσεις μέχρι να καταλάβεις πού ακριβώς πρέπει να ακουμπήσεις το δάκτυλο για να τα ενεργοποιήσεις. Καλοδεχούμενη επίσης είναι και η οθόνη της συσκευής, έστω κι αν δεν πλησιάζει τα επίπεδα παραμετροποίησης του Stream Deck Plus. Εδώ, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να επιλέξεις εάν θα εμφανίζεις την ημερομηνία και ώρα ή την ενεργή σελίδα. Επίσης, σε αντίθεση με την οθόνη άφής του Stream Deck Plus, εδώ δεν υπάρχει η δυνατότητα αλληλεπίδρασης. Ετυμηγορία Αν και τα 100 ευρώ (99,90, για την ακρίβεια) του Stream Deck Neo μπορεί να εξακολουθούν να φαίνονται πολλά για αρκετούς χρήστες, την καθιστούν σίγουρα πιο προσιτή σε σχέση με τα υπόλοιπα μοντέλα, εξαιρώντας μόνο το Stream Deck Mini, που έρχεται στα 60 ευρώ, αλλά και με πολύ λιγότερες δυνατότητες. Το Stream Deck είναι έτσι κι αλλιως συσκευή που μπορεί να προκαλέσει εντελώς διαφορετικές αντιδράσεις σε διαφορετικούς χρήστες. Άλλοι θα την απορρίψουν ως πεταμένα λεφτά, αδυνατώντας να βρουν σε αυτή ουσιαστική χρησιμότητα, ενώ για άλλους θα αποκτήσει βασική θέση στο γραφείο. Με το Stream Deck Neo η Elgato φτιάχνει το δεύτερο φτηνότερο Stream Deck, ενώ την ίδια στιγμή του προσθέτει ορισμένες αποκλειστικές δυνατότητες. Ο συνδυασμος αυτός το καθιστά μια συσκευή ελκυστική σε όσους θέλουν να μπουν στον κόσμο του Stream Deck χωρίς να είναι απαραίτητα Streamers, και δεν είναι σίγουροι ποιό μοντέλο να διαλέξουν. Επιπλέον, είναι η συσκευή που θα μπορούσε να συνδυαστεί μάλλον καλύτερα από κάθε άλλη με ένα δεύτερο Stream Deck, σε ενδεχόμενη μελλοντική αναβάθμιση.
    2 πόντοι
  30. Τέτοια εποχή πέρυσι, είχαμε αξιολογήσει το KIOXIA EXCERIA PLUS G3 NVMe SSD 2 TB, ένα NVMe PCIe 4.0 x4 Μ.2 type 2280 SSD με υψηλό λόγο απόδοσης/τιμή και τώρα, έχουμε στα χέρια μας το νεότερο M.2 NVMe PCIe 5.0 x4 της εταιρείας KIOXIA με την ονομασία EXCERIA PLUS G4 επίσης χωρητικότητας 2 TB. Η σύγκριση λοιπόν είναι αναπόφευκτη για τις δύο αποθηκευτικές μονάδες της KIOXIA. Σύμφωνα με την εταιρεία, οι αποθηκευτικές μονάδες KIOXIA EXCERIA PLUS G4 προσφέρουν την απόδοση που χρειάζονται οι παίκτες, οι δημιουργοί περιεχομένου (π.χ. video editors) και οι ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες καθώς υποστηρίζουν τα πλέον σύγχρονα πρότυπα PCIe 5.0 και NVMe 2.0c. Με μέγιστη ονομαστική ταχύτητα διαδοχικής ανάγνωσης και εγγραφής δεδομένων έως 10.000 MB/s και 8.200 MB/s αντίστοιχα (για την έκδοση 2 TB), απόδοση 1.300.000 και 1.400.000 IOPS, χαμηλή κατανάλωση ενέργειας και μειωμένη παραγωγή θερμότητας, η νέα σειρά KIOXIA EXCERIA PLUS G4 προσφέρει εξαιρετική απόδοση σε επαγγελματίες, δημιουργούς και παίκτες. Η σειρά EXCERIA PLUS G4 προσφέρει βελτιωμένη απόδοση χωρίς να έχει σημαντικές απαιτήσεις από άποψη ενέργειας ή ψύξης. Σύμφωνα με την KIOXIA, η νέα σειρά προσφέρει έως και 80% υψηλότερη ενεργειακή αποδοτικότητα στη μέγιστη ταχύτητα διαδοχικής ανάγνωσης σε σύγκριση με την περασμένη γενιά (EXCERIA PLUS G3). Χαρακτηριστικά Όπως και με τη προηγούμενη γενιά, η αποθηκευτική μονάδα EXCERIA PLUS G4 είναι μία λύση μονής όψης (όλα τα ηλεκτρονικά, όπως ο ελεγκτής ή τα chips μνήμης βρίσκονται στην άνω πλευρά) που κάνει χρήση του προτύπου διασύνδεσης PCIe Gen5 x4 και του πρωτοκόλλου NVMe 2.0c. Επίσης, πρόκειται για M.2 type 2280 SSDs και επομένως οι διαστάσεις είναι εξαιρετικά περιορισμένες (22 x 80 mm). Η νέα σειρά είναι η πρώτη της KIOXIA που υποστηρίζει το πρότυπο PCIe 5.0 x4. Πέρυσι, ο EXCERIA PLUS G3 που αξιολογήσαμε έκανε χρήση του ελεγκτή Phison E21 όμως στην περίπτωση του EXCERIA PLUS G4 βρίσκουμε τον προηγμένο ελεγκτή Phison PS5031-E31T (κατασκευάζεται στα 7nm) μαζί με chips μνήμης 218-layer 3D TLC (BiCS FLASH) της ίδιας της KIOXIA (έναντι των 112-layer 3D TLC της περασμένης γενιάς). Ο νέος ελεγκτής της Phison σχεδιάστηκε για να λειτουργεί σε χαμηλότερες θερμοκρασίες από τις προηγούμενες γενιές και επομένως δεν απαιτεί τη χρήση κάποιας μεγάλη ψύκτρας ή κάποιου ενεργού συστήματος ψύξης (με ανεμιστήρα) για να αποφευχθεί το λεγόμενο «throttling» όπως συνέβαινε με τα πρώτα PCIe 5.0 SSDs που κυκλοφόρησαν στην αγορά. Σε αντίθεση με άλλες λύσεις, η σειρά EXCERIA PLUS G4 δεν ενσωματώνει DRAM ως «cache», πιθανότατα για λόγους οικονομίας. Όπως αναφέραμε, η νέα σειρά προσφέρει ονομαστική ταχύτητα ανάγνωσης έως 10.000 MB/s και ταχύτητα εγγραφής 8.200 MB/s και επομένως είναι κατάλληλη για ποικιλία εργασιών, όπως για παιχνίδι, δημιουργία περιεχομένου, επεξεργασία μεγάλων αρχείων φωτογραφιών ή βίντεο κ.ά. Η συσκευασία είναι σχετικά λιτή και περιέχει απλώς τα απαραίτητα. Η εταιρεία προσφέρει το λογισμικό ΚΙΟΧΙΑ SSD Utility για τη διαχείριση των αποθηκευτικών μονάδων, την επίβλεψη της υγείας τους, την ενημέρωση του υλικολογισμικού (firmware), την ασφαλή διαγραφή δεδομένων ή το κλείδωμα της μονάδας κ.ά. Σύστημα μέτρησης Για τις μετρήσεις της αποθηκευτικής μονάδας χρησιμοποιήσαμε το παρακάτω hardware: Επεξεργαστής: AMD Ryzen 9 7950X Μητρική κάρτα: GIGABYTE X670E AORUS MASTER Κάρτα γραφικών: AMD Radeon RX 6800 16GB GDDR6 Μνήμη: G.SKILL Trident Z5 Neo 2 x 16GB DDR5-6000 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm SSD: Τροφοδοτικό: be quiet! Dark Power 13 1000W Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 11 Pro 64-bit Για να αξιολογήσουμε τις αποθηκευτικές μονάδες, χρησιμοποιήσαμε την ειδική ρουτίνα benchmark για αποθηκευτικές μονάδες των PC Mark και 3D Mark της UL Solutions και τις εφαρμογές PassMark PerformanceTest 11.1 DiskMark, ATTO Disk Benchmark και CrystalDiskMark. Επιδόσεις 3DMark Storage Test Το Storage Test της σουίτας benchmark, 3DMark, μας δίνει μία αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιδόσεις των solid state drives, από την φόρτωση παιχνιδιών, την εγκατάσταση μέχρι την μετακίνηση και την αποθήκευση τους. ATTO Disk Benchmark Κάποιοι κατασκευαστές παλαιότερα παρουσίαζαν ονομαστικές ταχύτητες των προϊόντων τους με βάση το ΑΤΤΟ Disk Benchmark. Πρόκειται για μία εφαρμογή που σπάνια απουσιάζει από αξιολογήσεις και θεωρείται αρκετά αξιόπιστη. Στο παρακάτω screenshot παραθέτουμε την επίδοση του EXCERIA PLUS G3 που αξιοποιεί το πρότυπο PCIe 4.0 x4 για να έχετε ένα μέτρο σύγκρισης. CrystalDiskMark Με το CrystalDiskMark μπορούμε να έχουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιδόσεις των solid state drives. Η εφαρμογή χρησιμοποιεί σειριακά (sequential) αλλά και τυχαία (random) δείγματα. PassMark PerformanceTest 11.1 DiskMark Για να αποκτήσουμε μία γενικότερη εικόνα για τις επιδόσεις της αποθηκευτικής μονάδας, τρέξαμε και το benchmark DiskMark από το PerformanceTest 11.1 του PassMark. Συμπέρασμα Η σειρά KIOXIA EXCERIA PLUS G4 είναι η οικονομικότερη σειρά αποθηκευτικών μονάδων M.2 NVMe PCIe 5.0 x4 SSD που υπάρχει στην αγορά. Η έκδοση 2 TB που είχαμε στη διάθεση μας αποδείχτηκε εξαιρετικά αποδοτική και μας ικανοποίησε σχεδόν πλήρως με τις επιδόσεις της, τη θερμοκρασία λειτουργίας (περίπου 45°C) και τη χαμηλή της κατανάλωση (περίπου 5W). Ενδεχομένως, ο DRAM-less σχεδιασμός να ωφέλησε το τελικό κόστος (και τις θερμοκρασίες λειτουργίας), ωστόσο είμαστε σίγουροι ότι η απόδοση θα ήταν υψηλότερη και θα μπορούσε να ανταγωνιστεί υπό καλύτερες προϋποθέσεις τις ταχύτερες μονάδες της αγοράς. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μία εξαιρετική λύση, με υψηλές επιδόσεις και αρκετά καλή τιμή για την κατηγορία (η τιμή παραμένει υψηλή γενικά, ωστόσο είναι αρκετά χαμηλότερη από άλλα ανταγωνιστικά μοντέλα). Θα βρείτε το KIOXIA EXCERIA PLUS G4 NVMe SSD 2 TB από περίπου 180€.
    1 πόντος
  31. Η αγορά φορετών οθονών έχει σημειώσει σημαντική εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, με εταιρείες που προσπαθούν να δημιουργήσουν ελαφριά, υψηλής ποιότητας γυαλιά που μπορούν να αντικαταστήσουν παραδοσιακές οθόνες και συστήματα ψυχαγωγίας κυρίως για όσους βρίσκονται εν κινήσει. Την RayNeo, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2021, την έχουμε δει τα τελευταία φορά αρκετές φορές σε διάφορες εκθέσεις ανά τον κόσμο, πάντα μέσα στον εκθεσιακό χώρο της TCL από την οποία άλλωστε λαμβάνει και σημαντική υποστήριξη. Δυστυχώς η ευρωπαϊκή της παρουσία δεν είναι έντονη, κάτι που ισχύει και για τη χώρα μας, χωρίς όμως αυτό να μας απασχολεί από τη στιγμή που είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε μία από τις πιο φιλόδοξες προτάσεις της εταιρείας, τα RayNeo Air 3s. Για την ώρα δεν υπάρχει κάποια ενημέρωση για το αν τα συγκεκριμένα γυαλιά θα κυκλοφορήσουν στη χώρα μας, με την πρόβλεψη όπως μας ξεκαθαρίστηκε να είναι αρνητική. Τα RayNeo Air 3s, υπόσχονται να παρέχουν εξαιρετική οπτική ποιότητα, βελτιωμένη άνεση και ευρύτερη συμβατότητα σε προσιτή τιμή. Με ισχυρισμούς ότι διαθέτουν την "πιο προηγμένη micro-OLED οθόνη στον κόσμο" και καινοτόμα τεχνολογία ήχου, τα γυαλιά αντιπροσωπεύουν το πιο φιλόδοξο προϊόν της RayNeo μέχρι σήμερα. Σχεδιασμός και Ποιότητα Κατασκευής Τα RayNeo Air 3s διατηρούν μια οικεία γλώσσα σχεδιασμού από τους προκατόχους τους ενώ ενσωματώνουν μικρές βελτιώσεις που ενισχύουν τόσο την αισθητική όσο και τη λειτουργικότητα. Με διαστάσεις 174,1mm x 154,0mm x 47,4mm όταν είναι ανοιχτά και 54,6mm x 150,8mm x 47,4mm όταν είναι διπλωμένα, αυτά τα γυαλιά επιτυγχάνουν ισορροπία μεταξύ λειτουργικότητας και φορητότητας. Με μόλις 78 γραμμάρια (συμπεριλαμβανομένου του μαξιλαριού μύτης), τα Air 3s είναι εντυπωσιακά ελαφριά. Η κατανομή βάρους έχει βελτιστοποιηθεί με 46,7% μπροστά και 53,3% πίσω, μειώνοντας την πίεση στη γέφυρα της μύτης κατά 15% σε σύγκριση με προηγούμενα μοντέλα. Το σύστημα 9-Point FlexiFit παρέχει προσαρμοστικότητα για διαφορετικά σχήματα κεφαλιού και διαπροσωπικές αποστάσεις, καλύπτοντας πάνω από το 90% των χρηστών. Οι βραχίονες των γυαλιών μπορούν να προσαρμοστούν για μεγαλύτερα κεφάλια, ενώ τα μαξιλαράκια μύτης είναι εύκαμπτα. Η συνολική αισθητική είναι "καθαρή" και μοντέρνα, με ένα μπροστινό πάνελ που βοηθά στο σκίασμα και δίνει στα γυαλιά εμφάνιση κοντά στα συμβατικά γυαλιά ηλίου. Από την άλλη είναι ξεκάθαρο ότι όποιος τα φοράει, τραβάει τα βλέμματα και σίγουρα δεν δίνουν την εντύπωση "κανονικών γυαλιών". Τεχνολογία Οθόνης Το χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει περισσότερο στα RayNeo Air 3s είναι η προηγμένη τεχνολογία οθόνης HueView. Χρησιμοποιώντας micro-OLED πάνελ 0,6 ίντσας με ανάλυση 1920x1080 σε 2D λειτουργία και 3840x1080 σε 3D λειτουργία, τα γυαλιά παρέχουν εντυπωσιακή οπτική εμπειρία. Αν έχετε μυωπία και δεν φοράτε φακούς, υπάρχει θέμα αφού θα πρέπει με την κατάλληλη συνταγή, να δημιουργήσετε συμβατούς για χρήση με τα RayNeo Air 3s, κάτι που φυσικά έχει πρόσθετο κόστος. Στις χώρες που τα RayNeo κυκλοφορούν, η εταιρεία διαθέτει συνεργάτες για γρήγορη δημιουργία τους, με κόστος περίπου 100-150 δολαρίων. Οι τεχνικές προδιαγραφές είναι εντυπωσιακές: αντίθεση 200.000:1, κάλυψη χρώματος 98% DCI-P3 και 145% sRGB, με ακρίβεια χρώματος ΔE<2. Η φωτεινότητα φτάνει τα 650 nits με 20 επίπεδα προσαρμογής, επιτρέποντας χρήση τόσο σε εσωτερικούς όσο και σε εξωτερικούς χώρους. Η τεχνολογία OptiCare αποτελεί βιομηχανική πρωτοτυπία, συνδυάζοντας 3840Hz PWM και DC dimming για εξάλειψη του τρεμοπαίγματος και αστάθειας χρωμάτων. Αυτή η τεχνολογία, που συνήθως βρίσκεται σε flagship smartphones, μειώνει σημαντικά την κόπωση των ματιών κατά τη διάρκεια παρατεταμένης χρήσης. Το field of view (FOV) των 47 μοιρών και η πυκνότητα pixel 49 PPD (pixels per degree) εξασφαλίζουν καθαρή εικόνα χωρίς εμφανές screen door effect. Επίσης το eyebox των 14mm x 7mm παρέχει ευρεία περιοχή βέλτιστης εστίασης. Θεωρητικά η οθόνη προσομοιώνει εμπειρία παρακολούθησης σε οθόνη 201 ιντσών από απόσταση 6 μέτρων, δημιουργώντας πραγματικά immersive εμπειρία για ταινίες και gaming αλλά περισσότερα γι'αυτό στη συνέχεια. Ήχος Και στον ήχο όμως τα πράγματα είναι εξίσου καλά κι' αυτό διότι τα RayNeo Air 3s διαθέτουν την πρώτη παγκοσμίως Dual Opposing Acoustic Chamber Design, μια καινοτόμα προσέγγιση που βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα ήχου. Η τεχνολογία παρέχει ισχυρότερα μπάσα από τύμπανα, καθαρότερα μεσαία από φωνητικά και πιο απαλά υψηλά από βιολιά. Το σύστημα ήχου ενσωματώνει ακόμα directional audio design που στέλνει ήχο κατευθείαν στα αυτιά του χρήστη ενώ ελαχιστοποιεί την ηχητική διαρροή προς τον περιβάλλοντα χώρο, ένα από τα πλεονεκτήματα άλλωστε όλων των έξυπνων γυαλιών. Αυτό επιτυγχάνεται με 99,6% φραγή φωτός και εξειδικευμένη ακουστική μηχανική. Μας άρεσε αρκετά η λειτουργία Whisper Mode 2.0 η οποία αποτελεί σημαντική καινοτομία για την ιδιωτικότητα. Στην ουσία μειώνει τις υψηλές συχνότητες και περιορίζει περαιτέρω την ηχητική διαρροή, επιτρέποντας χρήση σε ήσυχα περιβάλλοντα όπως υπνοδωμάτια ή δημόσιες συγκοινωνίες χωρίς να ενοχλείται κανείς γύρω. Τα ενσωματωμένα speakers παρέχουν HiFi-level audio effect με ακουστική απόκριση που καλύπτει όλο το φάσμα συχνοτήτων. Για χρήστες που επιθυμούν ακόμη μεγαλύτερη ιδιωτικότητα ή καλύτερη απομόνωση θορύβου, υπάρχει πάντα η δυνατότητα σύνδεσης Bluetooth ακουστικών. Συνδεσιμότητα και χρήση Ένα από τα ισχυρότερα σημεία των RayNeo Air 3s και γενικότερα της κατηγορίας είναι η εκτεταμένη συμβατότητά τους αφού τα γυαλιά συνδέονται μέσω USB-C και υποστηρίζουν DisplayPort, λειτουργώντας με πάνω από 1.000 συσκευές. Η συμβατότητα των γυαλιών αφορά smartphones (iPhone με USB-C, Android συσκευές που υποστηρίζουν video output), tablets, laptops, gaming consoles όπως Nintendo Switch, Steam Deck, PlayStation 5, και Xbox Series X/S. Για συσκευές χωρίς native USB-C DisplayPort υποστήριξη, διατίθενται αντάπτορες. Ειδικότερα όμως σε ότι αφορά το Switch 2, απαιτείται το αξεσουάρ JoyDock της RayNeo. Το JoyDock συνδέεται απευθείας στο Switch 2 και παρέχει ταυτόχρονα τροφοδοσία και έξοδο εικόνας στα γυαλιά, χωρίς επιπλέον καλώδια Για χρήστες iOS, τα γυαλιά υποστηρίζουν spatial videos και photos χωρίς υπερκαταναλισμό μπαταρίας, επιτρέποντας αναβίωση αναμνήσεων σε immersive μορφή. Τα RayNeo Air 3s δεν διαθέτουν ενσωματωμένη μπαταρία, καθώς τροφοδοτούνται άμεσα από τη συνδεδεμένη συσκευή μέσω USB-C. Αυτό σημαίνει ότι η διάρκεια χρήσης εξαρτάται πλήρως από την μπαταρία της πηγής (πχ. smartphone). Για επέκταση της αυτονομίας, η RayNeo προσφέρει αντάπτορες φόρτισης που επιτρέπουν ταυτόχρονη χρήση και φόρτιση της συσκευής, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο για παρατεταμένες συνεδρίες gaming ή παρακολούθησης ταινιών. Ένας εύκολος τρόπος για να καταλάβει κάποιος τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν τα RayNeo Air 3s, είναι να καταλάβει ότι λειτουργούν κυρίως ως εξωτερική οθόνη, αντικατοπτρίζοντας την εικόνα από τη συνδεδεμένη συσκευή. Οι φυσικοί έλεγχοι περιλαμβάνουν: Αριστερός βραχίονας: έλεγχος έντασης και menu button για προσαρμογή whisper mode, refresh rate (60Hz/120Hz), και display modes (Standard, Game, Movie, Eye Protection). Δεξιός βραχίονας: έλεγχος φωτεινότητας με 20 διαθέσιμα επίπεδα. Για ενεργοποίηση του 3D mode, πατιούνται ταυτόχρονα τα πρώτα κουμπιά αριστερά και δεξιά, κάτι που λειτουργεί με side-by-side 3D περιεχόμενο. Η RayNeo προσφέρει επίσης την εφαρμογή RayNeo XR που πρέπει να εγκατασταθεί εκτός Google Play Store. Αυτή παρέχει περιορισμένη XR λειτουργικότητα με 3D περιβάλλον, διαδραστικά στοιχεία, παιχνίδια και video players όπως YouTube και Amazon Prime Video, όμως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να τα θεωρούμε "έξυπνα" γυαλιά, όπως για παράδειγμα τα ray-ban της Meta που έχουμε εξίσου δοκιμάσει. Στην πρακτική χρήση, τα RayNeo Air 3s παρέχουν μια αρκετά καλή εμπειρία. Η βασική λειτουργία περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας εικονικής οθόνης 201 ιντσών με 1080p ανάλυση και 120Hz refresh rate, ανοίγοντας νέους ορίζοντες χρήσης. Η οθόνη είναι εξαιρετικά ευκρινής με ζωντανά χρώματα και βαθιά μαύρα χάρη στην OLED τεχνολογία, με τις συγκρίσεις με άλλες παρόμοιες συσκευές να είναι περιττές αφού η διαφορά είναι μεγάλη. Σε αυτό βοηθά και η λειτουργία των 120Hz που κάνει αισθητή διαφορά σε gaming και ομαλό περιεχόμενο βίντεο. Μερικά σενάρια χρήσης που ξεχωρίζουμε είναι τα εξής: Εργασία και Ιδιωτικότητα: Συνδέοντας τα γυαλιά σε laptop ή desktop μέσω USB-C, δημιουργείται ιδιωτικός εργασιακός χώρος χωρίς ορατή οθόνη σε τρίτους. Ιδανικό για εργασία σε καφετέριες, βιβλιοθήκες ή ανοιχτούς χώρους όπου η προστασία ευαίσθητων δεδομένων είναι κρίσιμη. Εναλλακτική Τηλεόραση: Όταν η κύρια τηλεόραση χρησιμοποιείται από άλλα μέλη της οικογενείας, τα Air 3s παρέχουν προσωπική ψυχαγωγία με πολύ καλή ποιότητα εικόνας και ήχου. Ταξίδια: Σε πτήσεις, τρένα ή λεωφορεία, δημιουργούν προσωπικό κινηματογράφο με μόλις 78 γραμμάρια βάρος. Η συμβατότητα με smartphones και το Pocket TV εξασφαλίζει πρόσβαση σε streaming υπηρεσίες. Gaming: Συνδέοντας Nintendo Switch, PlayStation, Xbox ή Steam Deck, δημιουργείται immersive gaming εμπειρία με minimal input lag. Το JoyDock αξεσουάρ επεκτείνει τη διάρκεια παιχνιδιού. Για το gaming, η άνεση τους κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα για σύντομες έως μεσαίες συνεδρίες. Μετά από 2-3 ώρες συνεχούς χρήσης πάντως υπήρξαν μικρές ενοχλήσεις στη μύτη και τα αυτιά, αλλά γενικά η εμπειρία είναι πολύ πιο άνετη σε σύγκριση με VR headsets. Για το gaming, τα γυαλιά παρέχουν ελάχιστο input lag και εξαιρετική απόκριση, κάτι που σημαίνει ότι δεν προορίζονται για fps παιχνίδια αλλά για άλλες κατηγορίες. Σε κάθε περίπτωση, το 120Hz refresh rate σε συνδυασμό με τη γρήγορη απόκριση των OLED πάνελ δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για ανταγωνιστικό gaming. Συμπέρασμα Τα RayNeo Air 3s δείχνουν τι μπορεί να προσθφέρει η τεχνολογία micro OLED στη συγκεκριμένη κατηγορία gadget, και δύσκολα επιστρέφεις στις παραδοσιακές που είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα. Η προηγμένη HueView τεχνολογία, η καινοτόμος ηχητική σχεδίαση και η εξαιρετική άνεση τα καθιστούν ελκυστική επιλογή για gamers, λάτρεις του cinema και επαγγελματίες που ταξιδεύουν συχνά. Η εκτεταμένη συμβατότητα και η προσιτή τιμή όπου διατίθενται (περίπου 250 δολάρια) τα καθιστούν προσβάσιμα σε ευρύ κοινό, ενώ οι τεχνικές προδιαγραφές ανταγωνίζονται και ξεπερνούν πολλά ακριβότερα προϊόντα. Ωστόσο, δεν είναι η τέλεια λύση για όλους. Χρήστες που χρειάζονται διορθωτικούς φακούς θα αντιμετωπίσουν πρόσθετο κόστος, ενώ όσοι αναζητούν πραγματική AR εμπειρία θα πρέπει να περιμένουν περαιτέρω εξέλιξη της XR εφαρμογής.
    1 πόντος
  32. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ένα smartphone πραγματικά άλλαξε τα δεδομένα; Αν κοιτάξουμε τα αναδιπλούμενα τηλέφωνα (foldables), παρότι βρίσκονται ήδη αρκετά χρόνια στην αγορά, δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν κάποιο σημαντικό ρεύμα που να αλλάζει την κατηγορία συνολικά. Ιδιαίτερα τα μεγάλα foldables, αυτά που μετατρέπονται από smartphone σε μίνι tablet, παραμένουν μια εξειδικευμένη κατηγορία χωρίς την επαναστατική επίδραση που υπόσχονταν αρχικά. Παρά τους ισχυρισμούς των εταιρειών κάθε χρόνο, δεν έχουν επιβάλει κάποια νέα κατεύθυνση που να ακολουθεί ολόκληρη η βιομηχανία, όπως είχαν κάνει παλαιότερα άλλες καινοτομίες στον χώρο. Το Oppo Find N5 κάνει μια σημαντική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά την παρουσίασή του στην Κίνα, η Oppo είχε εξηγήσει τον στόχο της που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία του λεπτότερου foldable στον κόσμο. Μόνο που όσο εντυπωσιακά κι αν φαίνονται τα χαρακτηριστικά του Find N5 στα χαρτιά, δεν ήμασταν σε καμία περίπτωση έτοιμοι για την αίσθηση που αφήνει στο χέρι. Εδώ να αναφέρουμε ότι το Find N5 μας το εξασφάλισε το ελληνικό γραφείο της εταιρείας στη χώρα μας με πολύ κόπο και συνεχείς πιέσεις έπειτα από το MWC της Βαρκελώνης, όπου και το είδαμε στο booth της Qualcomm. Το αρνητικό γεγονός που γνωρίζουμε εδώ και καιρό είναι ότι η συσκευή δεν θα κυκλοφορήσει στην Ευρώπη. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Το Oppo Find N5 είναι ένα foldable smartphone με διαστάσεις 160,87 x 74,42 x 8,93 χιλ. όταν είναι κλειστό και 160,87 x 146,58 x 4,21 χιλ. όταν είναι ανοιχτό. Let that sink in… Παρατηρείτε κάτι περίεργο; Να σας βοηθήσουμε παραθέτοντάς σας μερικά στοιχεία προς σύγκριση. Το Galaxy S25 Ultra έχει προφίλ 8,2 χιλ. Το realme 14 Pro+ 8 χιλ. Το δε Xiaomi 15 Ultra 9,4 χιλ. Να πάμε και στα foldables; Το Galaxy Z Fold6 είναι στα 5,6 και 12,1 χιλ. Το ούτως ή άλλως καταπληκτικό Honor Magic V3 βρίσκεται στα 4,4 και 9,3 χιλ. Και το Find N3, η αμέσως προηγούμενη πρόταση της Oppo δηλαδή είχε φτάσει ως τα 5,8 και 11,7 χιλ. Αντίστοιχα, το Mate X6 της Huawei έχει άοχος 9,85 χιλιοστά κλειστό και 4,6 όταν η οθόνη είναι πλήρως ανοιχτή. Όπως αντιλαμβάνεστε, τα 4,21 και 8,93 χιλ. του Find N5 αποτελούν εξωφρενικό κατόρθωμα από πλευράς Oppo. Η συσκευή είναι τόσο λεπτή που κλειστή είναι σαν να κρατά κανείς ένα τυπικό (candy bar δηλαδή) μοντέλο με το βάρος των 229 γραμμαρίων να «καμουφλάρει» εξίσου καλά τον foldable σχεδιασμό του. Ανοίγοντάς το δε, το θέαμα είναι ακόμα πιο συγκλονιστικό αφού με μία πιο προσεκτική ματιά, διαπιστώνει κάποιος πως οριακά χώρεσε η θύρα USB Type-C! Και βέβαια να επισημάνουμε για το τυπικό της υπόθεσης πως ναι, το Oppo Find N5 είναι το λεπτότερο foldable σε στυλ βιβλίου που υπάρχει στην αγορά (μας). Τα παραπάνω βέβαια δεν θα έλεγαν απολύτως τίποτα αν το Find N5 δεν ήταν αρκούντως ανθεκτικό. Η Oppo μας ενημερώνει ότι έχει υποβάλλει τη συσκευή σε πλήθος δοκιμών θέλοντας να αποδείξει τη στιβαρότητά της και κυρίως την αντοχή του μηχανισμού άρθρωσής της και η αλήθεια είναι πως οι εντυπώσεις που μας άφησε κατά στο διάστημά που το είχαμε στην κατοχή μας ήταν οι καλύτερες. Η ποιότητα κατασκευής του Find N5 είναι εξαιρετική: το smartphone είναι όσο «βαρύ» χρειάζεται για να εμπνέει εμπιστοσύνη. Διαθέτει δε προστασία από το νερό βάσει πιστοποιήσεων IPX6, IPX8 και IPX9 (όχι όμως και από σκόνη). Σημειώνουμε εδώ πως το Oppo Find N5 διαθέτει γυάλινες επιφάνειες και κράμα αλουμινίου που είναι κατά 30% πιο ανθεκτικό σε σχέση με εκείνο του προκατόχου του, Find N3. Τα πλήκτρα του βρίσκονται στη δεξιά πλευρά και είναι τα συνήθη – αυξομείωσης ήχου, ενεργοποίησης με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος, ειδοποιήσεων. Το μόνο μας παράπονο εδώ είναι πως τα δύο πρώτα θα μπορούσαν να βρίσκονται λίγο πιο κάτω χάριν ευκολίας. Η συσκευή, τέλος, έρχεται σε δύο χρώματα – μαύρο και λευκό – με τη συσκευασία να περιλαμβάνει φορτιστή SuperVOOC 80 W (αφού δεν πωλείται εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης) και καλώδιο. Οθόνες Οι διαστάσεις του Oppo Find N5 σημαίνουν ότι όταν η συσκευή είναι κλειστή, το design της παραπέμπει πολύ περισσότερο σε αυτό ενός μη foldable smartphone σε σχέση π.χ. με το πολύ πιο μακρόστενο Galaxy Z Fold6. Η εξωτερική του οθόνη είναι της τάξης των 6,62 ιντσών καλύπτοντας το 92,2% της επιφάνειας πρόσοψης και διαθέτοντας ανάλυση 1140 x 2616 και λόγο διαστάσεων 20,7:9, προσφέροντας έτσι μία εμπειρία χρήσης που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά σε εκείνη μίας τυπικής ναυαρχίδας. Στο εσωτερικό του, η μεγάλη οθόνη είναι σχεδόν τετράγωνη έχοντας ανάλυση 2248 x 2480 και διαγώνιο 8,12 ιντσών. Αμφότερες είναι OLED LTPO με δυναμικό ρυθμό ανανέωσης 1-120 Hz και υποστήριξη HDR10+ και HDR Vivid. Η εσωτερική είναι ένα κλικ πιο φωτεινή από την εξωτερική – όχι κι ό,τι καλύτερο. Ανοίγοντας το Find N5 πάντως, η προσοχή μας πήγε μεμιάς στο τσάκισμα στο κέντρο. Αν και γίνεται αντιληπτό (ίσα που) ψηλαφίζοντας την οθόνη, για να το δει κάποιος, θα πρέπει να κρατήσει το κινητό υπό γωνία ώστε το φως να πέσει πολύ συγκεκριμένα επάνω του. Σε κανονικές συνθήκες χρήσης πάντως η παρουσία του τσακίσματος είναι αδύνατον να παρατηρηθεί. Η Oppo έχει «βαφτίσει» τον μηχανισμό ως Titanium Flexion Hinge αναφέροντας πως είναι 26% μικρότερος σε μέγεθος και 36% πιο ανθεκτικός συγκριτικά με εκείνον του Find N3, ενώ θα αντέξει έως και για 10 χρόνια χρήσης. Ρεαλιστικά πάντως, η όλη εμπειρία χρήσης της ήταν πάρα πολύ καλή (σε αυτό συνέβαλλε και το λογισμικό στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω) αν και όχι εξαιρετική και αυτό για δύο λόγους. Αρχικά, στις περιπτώσεις που η τοποθετήσαμε το Find N5 σε μία επιφάνεια ανοίγοντας την οθόνη του σε γωνία άνω των 120-130ο (για να παρακολουθήσουμε π.χ. ένα βίντεο στο επάνω μισό της) εκείνη έτεινε να οριζοντιώνεται – με τη βαρύτητα μοιραία να παίζει τον ρόλο της. Από εκεί και πέρα, η προστατευτική μεμβράνη στο εσωτερικό αποτελεί μαγνήτη για τις δαχτυλιές, παίζοντας μάλιστα και ρόλο στην ποιότητα λήψεων της εσωτερικής κάμερας. Κάμερες Περνώντας στα των καμερών, το Oppo Find N5 διαθέτει πέντε φακούς: τρεις στην πλάτη του, έναν στην πρόσοψη και έναν στην εσωτερική οθόνη. Το βασικό σύστημα απαρτίζεται από ευρυγώνιο φακό 50 MP (f/1,8, 1/1,56 ιντσών, 7P, EIS, OIS δύο αξόνων, PDAF), περισκοπικό τηλεφακό 50 MP (f/2,7, 1/2,75 ιντσών, 4P, 3x οπτικό zoom, PDAF, OIS δύο αξόνων) και υπερευρυγώνιο 8 MP (f/2,2, 1/4 ιντσών, 5P, 116ο, OIS δύο αξόνων AF). Οι δύο κάμερες σε πρόσοψη και εσωτερική οθόνη είναι παρεμφερείς στα 8 MP (f/2,4, 1/4 ιντσών, 91ο, 4P). Σε ό,τι αφορά τις θέσεις, η κάμερα στην πρόσοψη βρίσκεται ψηλά στο κέντρο ενώ εκείνη στην εσωτερική οθόνη στην επάνω δεξιά γωνία. Αν τα παραπάνω δεν σας φαίνονται ιδιαίτερα εντυπωσιακά, είναι διότι… δεν είναι. Οι ναυαρχίδες των τελευταίων ετών μας έχουν συνηθίσει σε εκπληκτικού επιπέδου κάμερες με τη διαφορά βέβαια ότι αυτές απαντώνται στα candy bar μοντέλα και όχι στα foldables. Ειδικά στην περίπτωση του Find N5, οι κάμερές του συνιστούν τον τομέα όπου η Oppo αναγκάστηκε να κάνει τις απαραίτητες παραχωρήσεις προκειμένου να μπορέσει να πετύχει τα εκπληκτικά αποτελέσματα που προαναφέραμε ως προς το design – και πάλι, θυμηθείτε ότι οι διαστάσεις της συσκευής δεν συμπεριλαμβάνουν την κυκλική επιφάνεια που τις φιλοξενεί και εξέχει από την υπόλοιπη πλάτη. Μην παρεξηγηθούμε όμως: αυτά δεν σημαίνουν πως το Find N5 δεν είναι σε θέση να τραβήξει σπουδαίες φωτογραφίες και βίντεο. Ειδικά αν συγκριθεί με άλλα foldables – που είναι και το σωστό – είναι μία άριστη πρόταση. Η κύρια κάμερα προσφέρει ζωηρές λήψεις με ισορροπημένα χρώματα, με την ποιότητα μάλιστα να μην πέφτει ιδιαίτερα ακόμα κι αν ζουμάρετε μία φορά. Βέβαια για αυτή την περίπτωση υπάρχει ο περισκοπικός τηλεφακός που με το 3x οπτικό zoom του είναι και ο πλέον κατάλληλος για να έρθετε πιο κοντά στο θέμα σας. Χρησιμοποιώντας τη συσκευή τη μέρα, οι λήψεις μας και με τους δύο ήταν πεντακάθαρες, χωρίς καθόλου θόρυβο ή θόλωμα – είτε επρόκειτο για πορτρέτα, είτε για τοπία, είτε για άλλου τύπου φωτογραφίες. Σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού ενεργοποιείται αυτόματα το Night Mode το οποίο αναλαμβάνει να κάνει τις σχετικές ρυθμίσεις ώστε οι λήψεις να είναι όσο το δυνατόν καλύτερες. Τα αποτελέσματά του ήταν πάρα πολύ καλά και στην κύρια κάμερα και στον τηλεφακό με τις φωτοσκιάσεις να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, έστω κι αν θέλαμε ένα κλικ χαμηλότερα την έκθεση. Εννοείται φυσικά πως αν θέλετε να προσαρμόσετε οι ίδιοι τις ρυθμίσεις της κάθε σας λήψης, είστε ελεύθεροι να το κάνετε. Η συνεργασία της Oppo με τη Hasselblad άλλωστε σημαίνει πως το Pro Mode θα βρίσκεται στη διάθεσή σας 24/7 επιτρέποντάς σας να πάρετε τον έλεγχο των φωτογραφιών σας στα χέρια σας. Ενδεχομένως να προσέξατε πως στις δύο προηγούμενες παραγράφους απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην τρίτη κάμερα του συστήματος του Find N5, την υπερευρυγώνια και ο λόγος είναι απλός: η ποιότητά της είναι σημαντικά κατώτερη από αυτή των δύο άλλων και σίγουρα όχι αντάξια μίας συσκευής – έστω foldable – με κόστος που πλησιάζει τα €2000 (αστερίσκος εδώ). Τα χρώματα είναι μέτρια, οι λεπτομέρειες όχι ιδιαίτερα ευδιάκριτες και γενικώς οι λήψεις ωχριούν μπροστά σε εκείνες των δύο άλλων φακών. Η εφαρμογή της κάμερας πάντως είναι απόλυτα εύχρηστη με ένα πολύ φιλικό περιβάλλον χρήστη. Και βέβαια μην ξεχνάτε πως η foldable φύση της συσκευής θα σας επιτρέψει να τη χρησιμοποιήσετε πιο δημιουργικά. Μία ιδέα είναι να την τοποθετήσετε οριζόντια ή κάθετα σε μία επιφάνεια, αφήνοντάς τη να τραβά παραμένοντας σταθερή (εξαιρετική λύση για timelapses). Εναλλακτικά μπορείτε να εκμεταλλευτείτε τους δύο – από τους τρεις – βασικούς φακούς για selfies, χρησιμοποιώντας την εξωτερική οθόνη ως viewfinder. Οι δύο κάμερες στις οθόνες είναι καλές μεν, αλλά υστερούν συγκριτικά με τις δύο άλλες. Επιπρόσθετα αν και πανομοιότυπες, τα χρώματα στις λήψεις της εσωτερικής μοιάζουν λίγο πιο «ξεπλυμένα», κάτι που υποπτευόμαστε ότι οφείλεται στην προστατευτική μεμβράνη της οθόνης. Εμείς πάντως καταλήξαμε να τις χρησιμοποιούμε ως επί το πλείστον για επικοινωνία (βλ. βιντεοκλήσεις και τηλεδιασκέψεις). Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Το Find N5 έρχεται με τον Snapdragon 8 Elite σε μία εκδοχή όμως με επτά πυρήνες αντί για οκτώ (απουσιάζει ένας Oryon V2 Phoenix M). Επηρεάζει αυτό κάπου στην καθημερινότητα; Σε καμία περίπτωση, έστω κι αν στα benchmarks η εν λόγω έκδοση του SoC βρίσκεται οριακά παρακάτω από την «πλήρη». Εν πάση περιπτώσει, η Oppo δεν προσφέρει επιλογές μνήμης και χωρητικότητας: το Find N5 διαθέτει 16 GB LPDDR5X RAM και 512 GB τύπου UFS 4.0 χωρίς δυνατότητα προσθήκης κάρτας μνήμης. Τα χαρακτηριστικά αυτά προσφέρουν κορυφαίες επιδόσεις ακόμα και στις πλέον απαιτητικές καταστάσεις multitasking – και όπως θα δείτε, το Find N5 είναι ο «βασιλιάς» του multitasking. Εδώ λοιπόν υπεισέρχεται το λογισμικό. Το Find N5 τρέχει Android 15 το οποίο πλαισιώνει το ColorOS 15 με την Oppo να εγγυάται τέσσερα χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και έξι ενημερώσεων ασφαλείας. Με το ColorOS λοιπόν συμβαίνει το εξής παράδοξο: είναι ένα περιβάλλον τρομερά βολικό με σπουδαίες δυνατότητες εξατομίκευσης (ρίξτε μια ματιά στο review του Reno13 Pro) αλλά και αδιανόητα μεγάλο όγκο bloatware – που, κακά τα ψέματα, σε μία premium συσκευή όπως το Find N5 είναι δύο φορές απαράδεκτο. Αφήνοντας αυτό στην άκρη, η μετάβαση από τη μία οθόνη στην άλλη γίνεται απόλυτα φυσικά (κυρίως από την εξωτερική στην εσωτερική). Όταν το smartphone είναι ανοιχτό, θυμίζει και χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό ως tablet. Μπορείτε να εκμεταλλευτείτε τη λειτουργία split-screen «σπάζοντας» την οθόνη στα δύο, να έχετε εφαρμογές να «επιπλέουν» στα άκρα, ακόμα και να εναλλάσσεστε μεταξύ δύο οθονών, η καθεμία εκ των οποίων να έχει πολλαπλές εφαρμογές ανοιχτές. Αν σε αυτά προσθέσετε το Wi-Fι 7 και την υποστήριξη γραφίδας (το Oppo Pen πωλείται ξεχωριστά), τότε το Find N5 γίνεται μία συσκευή που μπορεί πράγματι να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο παραγωγικότητας. Και ναι, εννοείται πως το «παρών» δίνουν όλες οι γνωστές ως τώρα εφαρμογές και λειτουργίες AI, τόσο από την Oppo, όσο και από τη Google. Ειδική μνεία θα κάνουμε και στο O+ Connect το οποίο θα σας επιτρέψει να μεταφέρετε αρχεία από και προς και να χρησιμοποιήσετε μέσω remote desktop το Windows PC και το MacBook σας! Σε ό,τι έχει να κάνει με το gaming, το Find N5 μας άφησε απόλυτα ικανοποιημένους. Από το Call of Duty: Mobile και το Genshin Impact, μέχρι το Minecraft και το Asphalt 9: Legends, το Find N5 δεν είχε κανένα θέμα να μας χαρίσει σταθερά frame rates γύρω στα 60 fps και μάλιστα χωρίς να ζοριστεί ιδιαίτερα από άποψη θερμοκρασιών. Αυτό σε ότι έχει σχέση με παιχνίδια αφού η μεγάλη αναδιπλούμενη οθόνη που μπορούμε να έχουμε στην τσέπη μας, δίνει μια κορυφαία εμπειρία χρήσης και στις εφαρμογές, κυρίως στο browsing αλλά και στους χάρτες. Γενικά από πλευράς απόδοσης, η συσκευή ανταποκρίθηκε ταχύτατα ό,τι κι αν κάναμε, όπως κι αν την τεστάραμε. Αν μάλιστα θέλετε να παίξετε σε μεγαλύτερη οθόνη, μπορείτε να εκμεταλλευτείτε την υποστήριξη Display Port μέσω της USB. Η εμπειρία της μεγάλης αναδιπλούμενης οθόνης είναι πάντα Όσο για την αυτονομία της, βρίσκεται σε πολύ καλά επίπεδα για τα δεδομένα των foldables, ξεπερνώντας τις 13 ώρες συνεχούς χρήσης της εσωτερικής οθόνης. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου μιάμιση ημέρα τυπικής χρήσης με λίγη προσοχή (σίγουρα πάντως μίας γεμάτης ημέρας). Η Oppo χρησιμοποίησε νέου τύπου (Si/C) μπαταρία 5600 mAh και τα αποτελέσματα είναι εμφανή όχι μόνο στις αντοχές αλλά και στη φόρτιση του Find N5. Με τον φορτιστή που περιλαμβάνεται, το 0-100% χρειάζεται 45 λεπτά ενώ υποστηρίζεται και ασύρματη φόρτιση 50 W μέσω προτύπου AirVOOC. Συμπέρασμα Το Oppo Find N5 δείχνει τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει ολόκληρη η κατηγορία των foldables. Με τρομερά λεπτή κατασκευή που όμως δεν κάνει καμία έκπτωση στην ποιότητα και τη στιβαρότητα, εντυπωσιακά τεχνικά χαρακτηριστικά και μία σπουδαία εμπειρία χρήσης, είναι η συσκευή που αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο ως τώρα την αποστολή των foldables ξεχωρίζοντας χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια από τον ανταγωνισμό. Δεν είναι ακριβώς τέλεια όμως αν μη τι άλλο, οι θυσίες που αναγκάστηκαν να γίνουν είναι και δικαιολογημένες και αποδεκτές. Μήπως θυμάστε έναν αστερίσκο που βάλαμε όταν αναφέραμε την τιμή του; Ε, αυτός ήταν διότι το Find N5 δεν κυκλοφορεί ούτε στην Ελλάδα, ούτε καν στην Ευρώπη, οπότε αν θέλετε όντως να το κάνετε δικό σας, θα πρέπει να σκεφτείτε – τουλάχιστον – δημιουργικά. Βέβαια για να το ξεκαθαρίσουμε, και μόνο η απουσία εγγύησης σε συνδυασμό με το πολύ υψηλό κόστος (άνω των 1600€) είναι οι λόγοι που δεν σας προτείνουμε να το αγοράσετε ακόμα και αν το πετύχετε κάπου, όμως θέλουμε να πιστεύουμε ότι το αυξημένο ενδιαφέρον και οι αντιδράσεις που υπήρξαν μετά την απόφαση της Oppο/OnePlus να μη το διαθέσουν εκτός Ασίας, θα κάνουν την εταιρεία να αναθεωρήσει την άποψή της του χρόνου.
    1 πόντος
  33. Το περυσινό ASUS Zenbook Duo (UX8406) ήταν μία από τις κυκλοφορίες που ξεχώρισαν στην κατηγορία των laptops. Η ASUS αρίστευσε σε μία κατηγορία με ελάχιστο ανταγωνισμό (πρακτικά μόνο το Yoga Book 9i της Lenovo), παρουσιάζοντας μία ολοκληρωμένη συσκευή με ελάχιστα ψεγάδια. Με δεδομένο δε ότι το Zenbook Duo σε γενικές γραμμές… δούλευε, η εταιρεία δεν είχε κανέναν λόγο να προβεί σε ρηξικέλευθες αλλαγές φέτος και πράγματι, αυτό ακριβώς έκανε, αφού η έκδοση του συστήματος για το 2025 έρχεται με το απαραίτητο φρεσκάρισμα στα τεχνικά της χαρακτηριστικά, διατηρώντας ανέπαφα όλα τα άλλα στοιχεία – ακόμα και το κωδικό όνομα UX8406, κάτι που ενδεχομένως να μπερδέψει ορισμένους. Πάμε να δούμε λοιπόν αν το Zenbook Duo 2025 (UX8406) διατηρεί τη γοητεία του προκατόχου του. Σχεδιασμός – Οθόνες Το design του Zenbook Duo 2025 όταν αυτό είναι κλειστό δεν προδίδει τα όσα μπορεί να προσφέρει αυτό αφού μοιάζει με ένα τυπικό (αν και χοντρό, με προφίλ 1,99 εκατ. όταν το Zenbook A14 π.χ. βρίσκεται στα 1,34 εκατ.) laptop 14 ιντσών. Ανοίγοντάς το βέβαια, ο χρήστης καταλαβαίνει με τι έχει να κάνει: το σύστημα διαθέτει δύο οθόνες αφής Lumina OLED ιδίου μεγέθους με εκείνη στη βάση να καλύπτεται αρχικά από το πληκτρολόγιο και το touchpad. Η επιφάνεια που τα φιλοξενεί ασφαλίζει μαγνητικά με έναν αρκετά ισχυρό μηχανισμό και αφαιρείται με μία κίνηση. Ως προς τις οθόνες, υπάρχουν δύο επιλογές. Είτε με ανάλυση 2880 x 1800 pixels στα 120 Hz (αυτή που είχαμε στα χέρια μας), είτε με ανάλυση 1920 x 1200 pixels στα 60 Hz. Αμφότερες προσφέρουν χρόνο απόκρισης 0,2 ms, μέγιστη φωτεινότητα 500 nits και 100% κάλυψη του χρωματικού χώρου DCI-P3, ενώ φέρουν πιστοποιήσεις από τις TUV Rheinland και Pantone, καθώς και Display HDR True Black 500 και SGS Eye Care. Όποια επιλογή κι αν επιλέξετε, τα χρώματα είναι εκπληκτικά και η εικόνα πεντακάθαρη (δεν χορταίναμε να streamάρουμε σειρές) ενώ σε κάθε περίπτωση θα έχετε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσετε και γραφίδα ASUS Pen 2.0 για πιο φυσική εισαγωγή κειμένου. Οι διατάξεις που προσφέρει το Zenbook Duo 2025 είναι τρεις. Αρχικά τοποθετώντας τις οθόνες τη μια πάνω στην άλλη. Στη βάση του συστήματος υπάρχει ένα εξαιρετικά σταθερό σταντ ενώ η σύνδεσή τους γίνεται μέσω ενός τρομερά σταθερού μηχανισμού άρθρωσης ο οποίος τις διατηρεί ακούνητες – παρά το λογικό άγχος του χρήστη στην αρχή μην τυχόν και… καταρρεύσει το όλο σύστημα. Με τον τρόπο αυτό η μία οθόνη θα βρίσκεται στο ύψος των ματιών σας, προσφέροντας μία πολύ πιο άνετη εμπειρία χρήσης αφού δεν θα χρειάζεται να σκύβετε ασυναίσθητα προκειμένου να την κοιτάξετε. Μπορείτε π.χ. να έχετε τα βασικά σας προγράμματα (browser, Office, Photoshop, Premiere κλπ) στην επάνω οθόνη και τυχόν βοηθητικά (Slack, Discord, Spotify, Notepad++ κ.α.) στην κάτω. Μία εναλλακτική επιλογή την οποία η ASUS χρησιμοποιεί κατά κόρον στο προωθητικό υλικό του συστήματος, θέλει τις δύο οθόνες πλάι-πλάι, σαν ανοιχτό βιβλίο (το σταντ στη βάση εγγυάται και εδώ τη σταθερότητα). Σύμφωνα με την ASUS η εν λόγω διάταξη θα φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη στους προγραμματιστές και όσους συντάσσουν κείμενα και μολονότι δεν είχαμε τη δυνατότητα να ελέγξουμε το πρώτο, αναφορικά με το δεύτερο μάλλον θα διαφωνήσουμε. Ναι, ο κατακόρυφος προσανατολισμός είναι ένα κλικ πιο βολικός από τον οριζόντιο, όμως για χάρη του αναγκαζόμαστε να θυσιάσουμε κάποιες από τις θύρες I/O (είτε μία Thunderbolt 4, μία USB Type-A και τη θύρα 3,5 χιλ., είτε μία Thunderbolt 4 και την HDMI). Τέλος, υπάρχει πάντα η δυνατότητα χρήσης του συστήματος ως ένα συμβατικό, τυπικό laptop, με το – φοβερά βολικό – πληκτρολόγιο και το touchpad να καλύπτουν τη δεύτερη οθόνη, κάτι που έχει νόημα μόνο όταν δεν υπάρχει χώρος όπως π.χ. σε ένα αεροπλάνο, στο τρένο ή μία αίθουσα αναμονής. Να δώσουμε, τέλος, τα εύσημα στην ASUS για την ποιότητα κατασκευής της επιφάνειας του πληκτρολογίου και του touchpad. Αν και με προφίλ μόλις 0,53 εκατ. και βάρος 300 γραμμάρια, είναι εντυπωσιακά στιβαρή (δεν κάμπτεται ακόμα κι όταν δεν ακουμπά κάπου σταθερά – π.χ. στα πόδια σας) ενώ το απαλό πλαστικό στη βάση της εξασφαλίζει πως δεν πρόκειται να φθαρεί η οθόνη από κάτω του, με όσο μίσος κι αν πληκτρολογείτε. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Η πιο premium έκδοση του συστήματος έρχεται με Intel Core Ultra 9 285H, 32 GB ενσωματωμένης LPDDR5x RAM στα 7467 MHz και δίσκο PCIe 4.0 NVMe M.2 SSD χωρητικότητας 2 TB. Υποστηρίζεται πλέον Wi-Fi 7 ενώ στα της συνδεσιμότητας υπάρχει και Bluetooth 5.4. Η μπαταρία έχει παραμείνει στις 75 Wh με την αυτονομία της όμως να έχει αυξηθεί ελαφρώς, φτάνοντας και τις εννιά ώρες με χρήση και των δύο οθονών – αν χρησιμοποιήσετε το Zenbook Duo 2025 ως τυπικό laptop, τότε αγγίζει και τις 12 ώρες. Η αλήθεια είναι ότι η επιλογή επεξεργαστή δεν είναι κι ό,τι καλύτερο για όσους δίνουν έμφαση στην AI αφού η ενσωματωμένη NPU έχει απόδοση 13 TOPS, κάτι που σημαίνει πως το σύστημα δεν πληροί τις προδιαγραφές ενός Copilot+ PC. Όσον αφορά στη συνολική του απόδοση πάντως, είναι εξαιρετικός. Σε συνδυασμό με την ταχύτατη RAM θα σας επιτρέψει να τρέξετε όλα όσα απαιτεί η καθημερινότητά σας χωρίς το σύστημα να αρχίσει να… αγκομαχά. Η δε ενσωματωμένη κάρτα Arc 140T με τους οκτώ πυρήνες (σημειώστε πως βασίζεται στην αρχιτεκτονική Xe+ και όχι στη νεότερη Xe2) θα σας καλύψει και ως προς το gaming, ιδίως αν είστε διατεθειμένοι να πέσετε στα 720p και με τα settings στο medium (στην καλύτερη περίπτωση). Όσο περισσότερο ζορίζετε το μηχάνημα βέβαια, τόσο περισσότερο θα αρχίσει να ανεβαίνει η θερμοκρασία του, χωρίς πάντως εκείνη να φτάνει σε απαγορευτικά επίπεδα. Το πιθανότερο άλλωστε είναι πως το πληκτρολόγιο – και άρα και τα χέρια σας – θα βρίσκεται μακριά από τη βάση. Το Zenbook Duo διαθέτει κάμερα ανάλυσης 1080p με υπέρυθρες για άμεση σύνδεση μέσω Windows Hello. Δυστυχώς δεν διαθέτει φυσικό κάλυμμα και η αλήθεια είναι πως η ανάλυσή της θα μπορούσε να βρισκόταν ένα κλικ πιο πάνω. Όσο για τα ηχεία του συστήματος, υποστηρίζουν τεχνολογία Dolby Atmos και γενικώς προσφέρουν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό ήχο – τηρουμένων των αναλογιών. Τα Windows πλαισιώνει το λογισμικό της ASUS το οποίο προσφέρει εύκολη πρόσβαση σε διάφορες συντομεύσεις, εργαλεία ελέγχου και χρήσιμες λειτουργίες. Μιλώντας περί συντομεύσεων, το ευμέγεθες (12,97 x 7,4 εκατ.) touchpad ErgoSense υποστηρίζει χειρονομίες με τρία και τέσσερα δάχτυλα. Συμπέρασμα «If it ain’t broke, don’t fix it» λένε, και η ASUS ακολούθησε το ρητό κατά γράμμα. Το Zenbook Duo 2025 (UX8406) αποτελεί μία ανανεωμένη έκδοση του περυσινού επιτυχημένου μοντέλου που κλείνει πονηρά το μάτι στους επαγγελματίες που όντως έχουν τον τρόπο να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τις αστείρευτες δυνατότητές του. Με πλήθος τρόπων χρήσης (μέχρι που κάποιος μπορεί να το κρατήσει στο χέρι του ανοιχτό όπως ένα περιοδικό!), σπουδαίες οθόνες και τεράστια ευελιξία, είναι ιδανικό για ένα μεγάλο εύρος εργασιών, από δημιουργία κώδικα και επεξεργασία βίντεο, μέχρι απαιτητικό multitasking και gaming. Κι αν το αποκτήσετε από έναν εξουσιοδοτημένο μεταπωλητή της ASUS έως το τέλος Μαρτίου, θα έχετε και έναν χρόνο δωρεάν επέκταση εγγύησης.
    1 πόντος
  34. Η περίπτωση της Oppo δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνες πολλών κινεζικών εταιρειών στον χώρο των smartphones. Έχοντας ξεκινήσει με budget και value-for-money συσκευές ως επί το πλείστον, η Oppo πλέον είναι σε θέση να λανσάρει πλήρεις προτάσεις με εντυπωσιακά χαρακτηριστικά και τιμές που τις κατατάσσουν στη high-end κατηγορία και το Reno13 Pro είναι μία τέτοια. Με μία πρώτη ματιά στις προδιαγραφές του μοιάζει σαν μία πιο light έκδοση των Oppo Find X8 Pro και OnePlus 13 (λογικό, μιας και η Oppo έχει επενδύσει στην OnePlus). Σε τι βαθμό όμως αυτό αρκεί για να πείσει κάποιον να το κάνει δικό του; Εμφάνιση – Σχεδιασμός Όλα κι όλα. Η Oppo έχει κάνει σπουδαία δουλειά στο στο look του Reno13 Pro, ειδικά στην έκδοση σε απαλό μωβ (σαν λεβάντα) με ένα ιδιαίτερο εφέ που αντιδρά στο φως στην πλάτη (η συσκευή βγαίνει και σε σκούρο γκρι). Το ματ φινίρισμα κρατά τις δαχτυλιές μακριά με τη γυάλινη πλάτη να αποπνέει έναν premium αέρα. Όσο για το πλαίσιο από αλουμίνιο αεροδιαστημικών προτύπων, προσδίδει την απαραίτητη στιβαρότητα. Στο εσωτερικό του smartphone, ένας ειδικός προστατευτικός μηχανισμός απορροφά την ενέργεια των κραδασμών προστατεύοντας τα διάφορα υποσυστήματα. Το βάρος εντοπίζεται στα 195 γραμμάρια με την κατανομή του να είναι άριστη. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις κυρτές άκρες της οθόνης, προσφέρει άνετο κράτημα. Όσο για τις διαστάσεις του, στα 162,7 x 76,6 x 7,6 χιλ. το Reno13 Pro δεν ξεφεύγει από τον μέσο όρο της κατηγορίας. Αξίζει να σημειώσουμε πως η συσκευή φέρει πιστοποίηση ανθεκτικότητας σε νερό και σκόνη IP69, έχοντας τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει σε πίδακες ζεστού νερού αλλά και να παραμείνει σε γλυκό νερό βάθος 1,5 μέτρου (η Oppo διατείνεται πως αντέχει και στα δύο μέτρα) για διάστημα 30 λεπτών χωρίς κανένα πρόβλημα. Οθόνη – Κάμερες Η οθόνη AMOLED των 6,83 ιντσών καλύπτει το 93,8% της πρόσοψης με το πλαίσιό της να είναι πρακτικά ανύπαρκτο. Έχει ανάλυση 1272 x 2800 pixels στα 450 ppi με ρυθμό ανανέωσης 120 Hz (προσφέρονται ακόμα 60 και 90 Hz) και ρυθμό δειγματοληψίας 240 Hz. Καλύπτει τον χρωματικό χώρο DCI-P3 σε ποσοστό 100% (με τον χρήστη να μπορεί να προσαρμόσει ο ίδιος τις ρυθμίσεις) έχοντας δυνατότητα απεικόνισης 1,07 δισ. χρωμάτων με μέγιστη φωτεινότητα 1200 nits. Αυτό το τελευταίο κρατήστε το αφού ενδεχομένως να σας κάνει τη ζωή δύσκολη σε εξωτερικούς χώρους: για να είμαστε ειλικρινείς θα περιμέναμε κάτι καλύτερο. Η οθόνη, τέλος, προστατεύεται από Corning Gorilla Glass 7i και αν εξαιρέσουμε τη φωτεινότητα, δεν είχαμε παράπονο από αυτή. Η Oppo έχει εφοδιάσει το smartphone με τέσσερεις κάμερες – τρεις στην πλάτη και μία στην πρόσοψη. Το βασικό σετ αποτελείται από ευρυγώνια 50 MP (f/1,8, 1/1,56 ιντσών, 24 χιλ., 1,0 μm, φακός 6P, PDAF, OIS), τηλεφακό 50 MP (f/2,8, 85 χιλ., φακός 1G3P, 3,5x οπτικό & 7x lossless zoom, PDAF, OIS) και υπερευρυγώνια 8 MP (f/2,2, 1/4 ιντσών, 15 χιλ., 1,12 μm, 116ο, φακός 5P, AF). Οι δύο πρώτες τα καταφέρνουν περίφημα. Ειδικά στην περίπτωση του τηλεφακού, το 3x οπτικό zoom είναι άκρως εντυπωσιακό, ενώ μέχρι και τα επίπεδα του 7x (αυτό που η Oppo ονομάζει lossless), η απώλεια στην ποιότητα είναι ελάχιστη – ειδικά αν οι λήψεις σας προορίζονται για τα socials και την οθόνη ενός smartphone ή tablet. Τα χρώματα διατηρούν τους φυσικούς τους τόνους, ενώ η επεξεργασία είναι περιορισμένη. Σαν πέφτει το σκοτάδι ή εν πάση περιπτώσει, σε συνθήκες περιορισμένου φωτισμού, θα σας προτείναμε να χρησιμοποιήσετε κατά βάση την κύρια κάμερα αφού υπερτερεί των άλλων δύο. Είτε μέρα, είτε νύχτα, η υπερευρυγώνια είναι ξεκάθαρα πιο πίσω από τις άλλες δύο με αποτέλεσμα όσο είχαμε στα χέρια μας τη συσκευή να έχει διακοσμητικό χαρακτήρα. Στη διάθεσή μας βρέθηκαν και ορισμένες ενδιαφέρουσες λειτουργίες AI μέσω των οποίων είχαμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε καρέ, να ενισχύσουμε την ποιότητα των χρωμάτων, να ξεθολώσουμε λήψεις και να αφαιρέσουμε αντανακλάσεις (εξαιρετικά χρήσιμο αν τραβάτε φωτογραφίες μέσα από τζάμι). Πολλές από αυτές ωστόσο αφ’ ενός δεν είχαν πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα και αφ’ ετέρου η χρήση τους απαιτεί σύνδεση στο internet αφού είναι cloud-based. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Η Oppo επέλεξε το SoC MediaTek Dimensity 8300 Ultra με οκτώ πυρήνες και τεχνολογία 4 nm. Αν και για καθημερινή χρήση το εν λόγω είναι μια χαρά, σε πιο απαιτητικές καταστάσεις όπως π.χ. gaming τα βρίσκει σκούρα συγκριτικά με ανταγωνιστικές λύσεις – τουλάχιστον δεν είδαμε να ανεβαίνει ιδιαίτερα η θερμοκρασία του, απόδειξη της καλής δουλειάς που κάνει το σύστημα ψύξης του. Στα χρήματα του Reno13 Pro μπορείτε να βρείτε προτάσεις που διαθέτουν μεταξύ άλλων Exynos 2400, A16 Bionic, Dimensity 9300+, Exynos 2400e και A18 – όλα τους ανώτερα SoC από το Dimensity 8300 Ultra. Η συσκευή έρχεται με 12 GB LPDDR5X RAM στα 4266 MHz και χωρητικότητα 256 ή 512 GB τύπου UFS 3.1, ανάλογα με την έκδοση που θα επιλέξετε. Υποστηρίζονται φυσικά 5G συνδεσιμότητα, Wi-Fi 6E, Bluetooth 5.4 και προς έκπληξή μας υπέρυθρες! Η μπαταρία του Reno13 Pro είναι της τάξης των 5800 mAh, ακολουθώντας το trend της ολοένα αυξανόμενης χωρητικότητας – όχι ότι μας χαλάει, κάθε άλλο. Όσον αφορά στην αυτονομία, εδώ είναι που εντοπίζεται και το μεγάλο πλεονέκτημα του SoC του κινητού. Σε συνθήκες καθημερινής χρήσης με κάμποσο browsing, πολύωρο streaming – κυρίως – μουσικής και – δευτερευόντως – βίντεο, φωτογραφίες, πλοήγηση και gaming, το Reno13 Pro δεν είχε κανένα πρόβλημα να βγάλει ολόκληρη μέρα και κάτι παραπάνω. Με λίγο πιο προσεκτική διαχείριση αλλά χωρίς ακρότητες, άντεξε ολόκληρο διήμερο. Η τεχνολογία ταχείας φόρτισης SUPERVOOC 80 W σε συνδυασμό με τον φορτιστή που περιλαμβάνεται στη συσκευασία, το 0-100% παίρνει περίπου τρία τέταρτα. Το ColorOS είναι αρκετά βολικό, με κάμποσες συντομεύσεις, εντυπωσιακές δυνατότητες εξατομίκευσης και εύκολη πρόσβαση σε ρυθμίσεις. Χωρίς υπερβολή από αυτή την άποψη, είναι ένα από τα τρία-τέσσερα καλύτερα UI της αγοράς. Δεν γίνεται να παραβλέψουμε ωστόσο το υπερβολικό bloatware το οποίο μας άφησε άσχημη εντύπωση. Η Oppo προσφέρει τρία χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και τέσσερα ενημερώσεων ασφαλείας – not great, not terrible. Αναφορικά με το buzzword των τελευταίων ετών και πέραν των όσων ενδιαφερόντων αναφέραμε στις κάμερες, το Reno13 Pro ενσωματώνει τις τυπικές λειτουργίες AI (μετάφραση, δημιουργία κειμένου, σύνοψη) συν το Gemini Live της Google. Συμπέρασμα Το Reno13 Pro δεν είναι άσχημη πρόταση. Τα καταφέρνει μια χαρά σε κάθε τομέα χωρίς να αριστεύει σε κάποιον – jack of all trades ή all-arounder, που λέμε. Η τιμή του όμως το τοποθετεί στο κατώτατο επίπεδο της high-end κατηγορίας, φέρνοντάς το αντιμέτωπο με σπουδαίες λύσεις σε Android αλλά και iOS. Αν αναζητάτε μία κομψή συσκευή με καλή οθόνη, δυνατές κάμερες, ικανοποιητική αυτονομία και εύχρηστο περιβάλλον χρήστη, αξίζει την προσοχή σας.
    1 πόντος
  35. Το realme 14 Pro+ δεν περνά απαρατήρητο. Πόσο συχνά άλλωστε συναντά κανείς μία συσκευή που αλλάζει χρώμα ανάλογα με τη θερμοκρασία; Βέβαια από την άλλη, αυτός δεν είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο κάποιος θα πειστεί να δαπανήσει το ποσό των €599 για μία συσκευή, οπότε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν τα όσα μπορεί να προσφέρει η πρόταση της realme. Ποια είναι αυτά; Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Η συσκευή, όπως προείπαμε, δίνει έμφαση στο design. Η realme ανέθεσε τον σχεδιασμό της στο δανικό στούντιο Valeur Designers – που έχει υπογράψει πολλές από τις δημιουργίες της Bang & Olufsen – και το αποτέλεσμα είναι πραγματικά όμορφο. Άλλωστε η σχέση της realme με το design πάει πίσω αρκετά μοντέλα και μάλιστα με ευρωπαικά στούντιο, κάτι που σίγουρα δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε από κατασκευαστές από την Κίνα. Το realme 14 Pro+ έρχεται σε δύο χρώματα, γκρι και λευκό με υφή που παραπέμπει σε μαργαριτάρι. Η δεύτερη είναι και εκείνη που αλλάζει χρώμα, υιοθετώντας έντονη μπλε υφή όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από τους 16ο C, απόρροια της τεχνολογίας με θερμοχρωμικές ίνες σύντηξης που χρησιμοποίησε η εταιρεία. Αξίζει να σημειώσουμε βέβαια πως με τον καιρό η ικανότητα αλλαγής χρώματος μειώνεται οπότε το όλο εφέ μετά τον πρώτο χρόνο χάνει τη γοητεία του. Ενδιαφέρον είναι ακόμα το γεγονός ότι κανένα realme 14 Pro+ δεν είναι ίδιο με το άλλο, αφού το μοτίβο στο πίσω μέρος είναι διαφορετικά σε κάθε συσκευή. Κατά τα άλλα πρόκειται για ένα μοντέλο διαστάσεων 163,5 x 77,3 x 8 χιλ. και βάρους 194 γραμμαρίων (η γκρι έκδοση έχει προφίλ 8,3 χιλ. και βάρος 196 γραμμάρια). Η κατασκευή της είναι πλαστική και ως εκ τούτου δεν αποπνέει ιδιαίτερα premium χαρακτήρα. Αυτό βέβαια δεν επηρεάζει την ανθεκτικότητα του realme 14 Pro+ το οποίο πληροί τις προδιαγραφές του αμερικανικού στρατιωτικού προτύπου MIL-STD 810H ως προς τους κραδασμούς και τις πτώσεις. Αξίζει να σημειώσουμε πως το τηλέφωνο διαθέτει και πιστοποίηση αντοχής απέναντι σε νερό και σκόνη βάσει IP69, αντέχοντας έτσι σε πίδακες ζεστού νερού, ενώ φέρει και πιστοποίηση Rugged από την TUV Rheinland. Οθόνη – Κάμερες Η realme έχει εξοπλίσει τη συσκευή με μία οθόνη 10-bit OLED 6,77 ιντσών, ανάλυσης FHD+ (1272 x 2800 pixels) στα 450 ppi με ρυθμό ανανέωσης 120 Hz, κάλυψη του χώρου DCI-P3, μέγιστη φωτεινότητα 1500 nits και PWC dimming 3840 MHz. Διαθέτει τρομερά μικρό πλαίσιο καταλαμβάνοντας έτσι το 93,8% της συνολικής επιφάνειας ενώ είναι τύπου τετραπλής καμπύλης, ούσα δηλαδή ελαφρώς κυρτή και προς τα τέσσερα άκρα της – προσφέροντας έτσι μία αρκετά πιο άνετη εμπειρία χρήσης, ιδίως κατά τις μεγάλες κινήσεις των δαχτύλων τύπου swipe από κάποιο άκρο. Τα χρώματά της βρίσκονται σε αναμενόμενα εξαιρετικά επίπεδα, με τον χρήστη να έχει τη δυνατότητα προσαρμογής τους έτσι ώστε να φέρει την εικόνα στα μέτρα του. Στα των καμερών, το σύστημα αποτελείται από κύρια ευρυγώνια 50 MP (f/1,8, 24 χιλ., 1/1,56 ίντσες, 1 μm, PDAF, OIS), περισκοπικό τηλεφακό επίσης 50 MP (f/2,7, 73 χιλ., 1/1,95 ίντσες, 0,8 μm, 3x οπτικό zoom, PDAF, OIS) και υπερευρυγώνια 8 MP (f/2,2, 16 χιλ., 1/4 ίντσες, 1,12 μm, 112ο). Σε ό,τι αφορά τους δύο πρώτους φακούς, οι λήψεις είναι ικανοποιητικές με ισορροπημένα χρώματα και καλό βαθμό λεπτομέρειας. Το 2x zoom στην κύρια κάμερα δεν λέει κάτι, εν αντιθέσει με το 3x οπτικό στον τηλεφακό που είναι πραγματικά εντυπωσιακό (οτιδήποτε παραπάνω είναι ψηφιακό και σε καμία περίπτωση lossless). Η υπερευρυγώνια κάμερα είναι ένα κλικ καλύτερη από άλλες στα 8 MP αλλά στα χρήματα του realme 14 Pro+ θα περιμέναμε κάτι ανώτερο. Εκεί που οφείλουμε να βγάλουμε το καπέλο στη realme, είναι σε ό,τι έχει να κάνει με τη νυχτερινή λήψη. Το smartphone είναι εφοδιασμένο με τριπλό φλας MagicGlow. Πρακτικά πρόκειται για τρία φώτα φλας τα οποία συνεργάζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργήσουν την κατάλληλη θερμοκρασία χρώματος ανάλογα με τις συνθήκες. Το αποτέλεσμα είναι όντως εντυπωσιακό αφού σε λήψεις που περιλαμβάνουν ανθρώπους, ο φωτισμός αναδεικνύει τους τελευταίους με τους τόνους του δέρματός τους ωστόσο να διατηρούν τη φυσικότητά τους. Στον τομέα του βίντεο, το realme 14 Pro+ δεν ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό προσφέροντας εγγραφή 4K/30fps και 1080p/60fps ανάλογα την κάμερα, καθώς και μία υποτυπώδη σταθεροποίηση εικόνας. Αναφορικά με τις selfies υπάρχει φακός 32 MP με φίλτρο χρώματος Quad-Bayer. Τα αποτελέσματά του είναι αδιάφορα, εκτός και αν αποφασίσετε να ρίξετε την ανάλυση των εικόνων από τα 32 MP στα 8 MP οπότε εκεί «απογειώνονται». Από πλευράς βίντεο, υποστηρίζεται 4K/30fps με την ποιότητα να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Το smartphone έρχεται με Snapdragon 7s Gen 3 ο οποίος κρίνεται μάλλον λίγος όταν με τα ίδια και λιγότερα χρήματα κάποιος μπορεί να βρει ανώτερο SoC. Πλαισιώνεται από 8 ή 12 GB RAM και χωρητικότητα 128, 256 ή 512 GB χωρίς δυνατότητα προσθήκης κάρτας μνήμης. Η δε μπαταρία είναι της τάξης των 6000 mAh, αντέχοντας άνετα για ένα διήμερο σε τυπικές συνθήκες και μία ολόκληρη ημέρα υπό συνεχή χρήση (browsing, gaming, socials). Υποστηρίζεται ταχεία φόρτιση 80 W (δυστυχώς στη συσκευασία δεν περιλαμβάνεται φορτιστής παρά μόνο καλώδιο) αλλά όχι και ασύρματη. Για το 0-100% με τον κατάλληλο φορτιστή υπολογίστε πως θα χρειαστείτε κάτι λιγότερο από μία ώρα. Ο επεξεργαστής όπως εξηγήσαμε δεν είναι και ό,τι πιο ισχυρό, όμως όσο δεν ζορίζετε το smartphone δεν πρόκειται να σας δημιουργήσει προβλήματα. Στα video games οι εμπειρίες μας ήταν μοιρασμένες: σε κάποιους τίτλους δεν είχαμε πρόβλημα να απολαύσουμε σπουδαία γραφικά σε συνδυασμό με υψηλό frame rate, ωστόσο σε άλλους (τους πιο απαιτητικούς) αναγκαστήκαμε να συμβιβαστούμε με τα 30 fps προκειμένου να έχουμε την ίδια ποιότητα. Το GT Mode πάντως κάνει καλή δουλειά στη διαχείριση πόρων, προσαρμόζοντας τη λειτουργία του τηλεφώνου κατά το gaming (το frame rate ήταν αν μη τι άλλο απόλυτα σταθερό) ενώ και το σύστημα ψύξης (με κάλυψη επιφάνειας 6000 τετραγωνικών χιλιοστών) στέκεται στο ύψος του, με τις θερμοκρασίες επιφάνειας να παραμένουν χαμηλές. Το realme 14 Pro+ τρέχει Android 15 με τη realme να εγγυάται μόλις δύο χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού. Το realme UI 6.0 είναι αρκετά βολικό χωρίς ιδιαίτερες προσθήκες πάντως σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση. Από AI πάντως μην περιμένετε πολλά: Gemini AI, κάποιες έξυπνες λειτουργίες επεξεργασίας φωτογραφιών, μετάφραση κειμένου και αυτά είναι όλα. Συμπέρασμα Το realme 14 Pro+ διαθέτει καλές κάμερες, ωραίο σχεδιασμό και επαρκείς εντυπώσεις, με το UI της να είναι από τα πλέον εύχρηστα που υπάρχουν στην αγορά. Η τιμή της όμως είναι μάλλον υψηλή για τα όσα προσφέρει, αφού ο καταναλωτής μπορεί να βρει εφάμιλλες προτάσεις – και μάλιστα ένα «σκαλί» παρακάτω, στα €499. Σαφέστατα θα υστερούν σε κάποια σημεία (ανθεκτικότητα, zoom καμερών, νυχτερινή λήψη) αλλά θα πλεονεκτούν αλλού (επεξεργαστής, επιδόσεις, υποστήριξη, AI). Εν τέλει, όπως ισχύει σε κάθε περίπτωση, τα πάντα είναι θέμα προτεραιοτήτων, όμως αν μη τι άλλο ο ανταγωνισμός στην κατηγορία που έχει επιλέξει να παίξει μπάλα το realme 14 Pro+ είναι αδυσώπητος.
    1 πόντος
  36. Είναι laptop; Είναι tablet; Ό,τι κι αν είναι, το ROG Flow Z13 GZ302 έχει τον τρόπο να τραβά τα βλέμματα και να μαγνητίζει το ενδιαφέρον. Πρόκειται για την πιο πρόσφατη προσθήκη στην οικογένεια των ROG Flow της ASUS και παράλληλα ένα σύστημα που έρχεται να προσφέρει μοναδικές εμπειρίες χρήσης – στην κυριολεξία αφού πρακτικά είναι μία κατηγορία μόνο του. Με τιμή 2800€, η φετινή έκδοση έχει στηθεί με γνώμονα την αποτελεσματικότητα, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό με μια ματιά στα τεχνικά χαρακτηριστικά: gaming σύστημα με ενσωματωμένη κάρτα γραφικών, πού ακούστηκε; Κι όμως, το ROG Flow Z13 αριστεύει ως προς τη φορητότητα και την ευελιξία, χωρίς να θυσιάζει επ’ ουδενί τις επιδόσεις. Πώς τα καταφέρνει; Συνεχίστε να διαβάζετε και θα δείτε. Σχεδιασμός Παρά τις μόλις 13,4 του ίντσες, το ROG Flow Z13 όπως αναφέραμε κλέβει την παράσταση. Με design που υιοθετεί αυστηρές γραμμές με έμφαση στις διαγώνιες και ενσωματώνει φουτουριστικά στοιχεία με πρώτο και καλύτερο το… παράθυρο στο πίσω μέρος που προσφέρει θέα της motherboard διπλής όψης στο εσωτερικό (με τον RGB φωτισμό να κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακό το όλο θέαμα), το look της συσκευής μοιάζει βγαλμένο από ταινία sci-fi – ή έστω τον κόσμο του Cyberpunk. Στο πίσω τμήμα του υπάρχει και σταντ (με ιριδίζον λογότυπο της ROG στην κάτω δεξιά γωνία του) το οποίο φτάνει τις 170ο επιτρέποντας έτσι στην οθόνη να σταθεί επάνω σε οποιαδήποτε σταθερή επιφάνεια. Η βάση με το πληκτρολόγιο και το touchpad είναι αφαιρούμενη – οπότε ως εκ τούτου, όλα τα «ζωτικά όργανα» του συστήματος βρίσκονται πίσω από την οθόνη. Επί της ουσίας δεν διαφέρει σε κάτι, ως προς την προσέγγιση τουλάχιστον, από τις θήκες-πληκτρολόγια άλλων tablets. Η ποιότητα κατασκευής του ROG Flow Z13 πάντως είναι εκπληκτική. Το σώμα έχει υποστεί 39 διαφορετικές κατεργασίες (οι 10 ακριβείας μέσω CNC) ενώ φέρει και δύο επιστρώσεις ανοδίωσης. Η επιφάνειά του δεν συγκρατεί δαχτυλιές, με το μαύρο χρώμα (που είναι και το μόνο διαθέσιμο) να είναι άκρως επιβλητικό. Οι διαστάσεις του είναι 300 x 204 x 14,9 χιλ. με το βάρος του να εντοπίζεται στα 1,59 κιλά (μαζί με το πληκτρολόγιο). Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Όσον αφορά στην οθόνη του συστήματος, οι αλλαγές σε σχέση με το μοντέλο της αμέσως προηγούμενης χρονιάς συνοψίζονται στην εξής μία: ο ρυθμός ανανέωσης έχει αυξηθεί από τα 165 Hz στα 180 Hz. Η διαφορά είναι μικρή αλλά σε κάθε περίπτωση η όποια αναβάθμιση είναι ευπρόσδεκτη. Η αλήθεια είναι πως η ASUS δεν είχε ουσιαστικό λόγο να προβεί σε αλλαγές αφού η οθόνη ήταν έτσι κι αλλιώς εξαιρετική, καλύπτοντας στο έπακρο τις ανάγκες του χρήστη του ROG Flow Z13. Πρόκειται για μία IPS ROG Nebula αφής στις 13,4 ίντσες με ανάλυση WQXGA (2560 x 1600 pixels), χρόνο απόκρισης 3 ms, μέγιστη φωτεινότητα 500 nits, 100% κάλυψη χρωματικού χώρου DCI-P3, πιστοποίηση Pantone, υποστήριξη τεχνολογίας Dolby Vision και αντιθαμβωτικού τύπου προστατευτική επικάλυψη Gorilla Glass DXC. Στα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά, η ASUS προσφέρει δύο επιλογές επεξεργαστή: AMD Ryzen AI Max 390 με γραφικά Radeon 8050S ή AMD Ryzen AI Max+ 395 με γραφικά Radeon 8060S. Σε ό,τι έχει να κάνει με τη RAM υπάρχει μνήμη quad-channel LPDDR5X στα 8000 MHz με interface 256 bit και χωρητικότητα 32, 64 ή 128 GB. Ο δίσκος είναι ένας PCIe 4.0 NVMe M.2 SSD της τάξης του 1 TB, ενώ η μπαταρία έχει αυξηθεί στις 70 Wh (θα δούμε παρακάτω πώς επηρεάζει αυτό την αυτονομία). Οι θύρες Ι/Ο περιλαμβάνουν δύο USB4 Type-C (ταχύτητες μεταφοράς δεδομένων 40 Gbps, υποστήριξη DisplayPort 2.1 και Power Delivery 3.0), USB 3.2 Gen 2 Type-A, HDMI 2.1 και θύρα ήχου 3,5 χιλ. ενώ υπάρχει και αναγνώστης καρτών μνήμης microSD. Από πλευράς ασύρματης συνδεσιμότητας, τέλος, διατίθενται Wi-Fi 7 και Bluetooth 5.4. Όπως αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, κάθε επιλογή της ASUS ως προς το ROG Flow Z13 έγινε με στόχο τη μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος, με τον επεξεργαστή να αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική απόδειξη. Τόσο ο Ryzen AI Max 390, όσο και ο Ryzen AI Max+ 395 ανήκουν στην οικογένεια των Strix Halo και βασίζονται στην αρχιτεκτονική Zen 5. Ο Ryzen AI Max 390 είναι ο πιο αδύναμος εκ των δύο με 12 πυρήνες στα 3,2 GHz (έως 5 GHz) και 24 νήματα με τον Ryzen AI Max+ 395 να ανεβαίνει στους 16 πυρήνες στα 3 GHz (έως 5,1 GHz) και 32 νήματα. Η μεγάλη τους διαφορά είναι στα γραφικά όπου διαθέτουν τις Radeon 8050S (32 πυρήνες στα 2800 MHz) και Radeon 8060S (40 πυρήνες στα 2900 MHz) αντίστοιχα. Στην πράξη, όποιον από τους δύο επεξεργαστές κι αν προτιμήσετε, οι επιδόσεις του συστήματος θα είναι εξαιρετικές, αφήνοντας πίσω την Intel. Σε συνδυασμό με την άπλετη RAM, θα έχετε τη δυνατότητα να επιδοθείτε σε multitasking άνευ προηγουμένου τρέχοντας τα πλέον απαιτητικά προγράμματα χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Δοκιμάσαμε να επεξεργαστούμε και να εξάγουμε βίντεο έχοντας παράλληλα πάνω από 30 tabs ανοιχτά στον Edge, streamάροντας βίντεο στο Netflix και μουσική στο Spotify, και το ROG Flow Z13 δεν κατάλαβε τίποτα. Αν και θεωρητικά με τα 32 GB RAM θα είστε καλυμμένοι, αν η τσέπη σας αντέχει να ανέβετε στα 64 GB κάντε το, αφού η κίνηση αυτή θα σας δώσει ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, μιας που τμήμα της RAM χρησιμοποιείται για τα γραφικά. Στο Cinebench R23 ο Ryzen AI Max 390 είχε σκορ 24.904 και 2027 (multi-core και single-core αντίστοιχα) ενώ ο Ryzen AI Max+ 395, 29.919 και 2048 αντίστοιχα. Στο σενάριο Productivity του PCMark 10 οι βαθμολογίες ήταν 11.556 και 10.964, ενώ στο Digital Content Score, 14.441 και 15.723. Στο Handbrake (4K σε 1080p), o Ryzen AI Max 390 χρειάστηκε 252 δευτερόλεπτα ενώ ο Ryzen AI Max+ 395, 195 δευτερόλεπτα. Σημειώστε πως όλες οι παραπάνω μετρήσεις αφορούν το Turbo Mode. Όπως βλέπετε οι διαφορές είναι μικρές (σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, ο πιο αδύναμος επεξεργαστής ανταποκρίθηκε καλύτερα – είπαμε, αποτελεσματικότητα). Ώρα όμως να περάσουμε στο «ζουμί» του ROG Flow Z13 το οποίο, για να μην ξεχνιόμαστε, αποτελεί πρωτίστως gaming σύστημα. Μέσα από το app της AMD θα έχετε τη δυνατότητα να ορίσετε τη μνήμη που θα κατανεμηθεί στην ενσωματωμένη κάρτα γραφικών και όπως αντιλαμβάνεστε, όσο περισσότερη, τόσο το καλύτερο. Ενώ με 32 GB λοιπόν, το πιθανότερο είναι πως θα πάτε σε 16/16, τα 64 GB θα σας δώσουν τη δυνατότητα να ανέβετε στα 24 GB (αφήνοντας άλλα 40 GB για τις λοιπές ανάγκες του συστήματος) «εκτοξεύοντας» την απόδοση στο gaming. Θεωρητικά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την εξωτερική μονάδα γραφικών XG Mobile που ενσωματώνει την ισχύ μίας NVIDIA GeForce RTX 5090 Laptop, τροφοδοσία 330 W και έξτρα επιλογές συνδεσιμότητας, όμως αυτό αφ’ ενός στέλνει το συνολικό κόστος στη στρατόσφαιρα και αφ’ ετέρου ακυρώνει την όποια έμφαση στη φορητότητα. Τι διαφορετικό προσφέρουν όμως οι δύο κάρτες γραφικών; Ενώ ως προς τον επεξεργαστή οι όποιες διαφορές στην απόδοση δεν πρόκειται να σας επηρεάσουν στην καθημερινότητά σας, όπως είδαμε, στα γραφικά το πράγμα αλλάζει. Και πάλι στο Turbo Mode, το Cyberpunk 2077 (FHD) είχε κατά μέσο όρο 84 fps στη Radeon 8050S και 98,2 fps στη Radeon 8060S. Στο Metro Exodus (FHD χωρίς ray tracing) είχαμε 105,5 και 117,6 fps αντίστοιχα. Στο δε Forza Horizon 5 (QHD) είχαμε 142 και 156 fps. Όλα αυτά με τα settings στην καλύτερη περίπτωση στο medium και χωρίς ray tracing (στο οποίο οι ενσωματωμένες κάρτες των Ryzen έτσι κι αλλιώς δυσκολεύονται (για να το θέσουμε κομψά). Εμπειρία χρήσης Τι το παραπάνω προσφέρει όμως το ROG Flow Z13 σε σχέση με ένα άλλο gaming laptop – ακόμα και το ROG Zephyrus G14 ή το ROG Flow X13, αμφότερα της ASUS; Όλα καταλήγουν στην ευελιξία η οποία και οφείλεται στην ίδια τη φύση του συστήματος. Όπως αναρωτηθήκαμε εξ άλλου και στην εισαγωγή, μιλάμε για laptop – έστω 2-σε-1 – ή για tablet; Όπως κι αν επιλέξει να «βαφτίσει» κάποιος το ROG Flow Z13, το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως. Η λογική λέει πως οι περισσότεροι θα το εκμεταλλευτούν ως tablet (απαραίτητη η γραφίδα) ή ως τυπικό laptop, συνδέοντας δηλαδή το πληκτρολόγιο στην οθόνη. Εν τοιαύτη περιπτώσει, το δεύτερο αποκτά ελαφριά κλίση, προσφέροντας μία εξαιρετικά άνετη εμπειρία πληκτρολόγησης. Με την ίδια ευκολία βέβαια μπορούν να τοποθετήσουν την οθόνη κάπου σταθερά και να παίξουν τα παιχνίδια της αρεσκείας τους με ένα χειριστήριο ανά χείρας. Περιορισμοί δεν υπάρχουν: οποιοδήποτε χειριστήριο είναι συμβατό με PC, παίζει χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Το μειονέκτημα είναι πως θα πρέπει να έχετε μαζί σας και το περί ου ο λόγος χειριστήριο, δεσμεύοντας έτσι επιπρόσθετο χώρο. Από την άλλη όμως, η όλη υλοποίηση προσφέρει μία πολύ πιο άνετη, απολαυστική και φυσική εμπειρία σε σχέση π.χ. με ένα Steam Deck ή οποιοδήποτε άλλο handheld gaming PC. Εδώ οφείλουμε να ομολογήσουμε πάντως πως η ASUS θα μπορούσε να είχε κάνει λίγο καλύτερη δουλειά ως προς τις θύρες Ι/Ο, ο αριθμός των οποίων κρίνεται μάλλον περιορισμένος. Επί του πρακτέου, δεν υπάρχει άλλο gaming laptop που να κοντράρει το ROG Flow Z13 σε ευελιξία. Θα σας δώσουμε δύο εντελώς διαφορετικά σενάρια για να καταλάβετε τι εννοούμε. Το πρώτο αφορά ταξίδι: σκεφτείτε πως ενώ βρίσκεστε στο αεροπλάνο, μπορείτε να τοποθετήσετε το σύστημα χωρίς το πληκτρολόγιο στο τραπεζάκι της θέσης σας και να streamάρετε περιεχόμενο ή να παίξετε το παιχνίδι της αρεσκείας σας με ένα χειριστήριο στα χέρια. Το δεύτερο έχει να κάνει με χρήση στο σπίτι ή το γραφείο: συνδέετε δεύτερη, εξωτερική οθόνη, τοποθετώντας αυτή του ROG Flow Z13 είτε από κάτω, είτε δίπλα της. Χρησιμοποιείτε το πληκτρολόγιο ασύρματα ενώ έχετε συνδέσει και ποντίκι για να κάνετε τη δουλειά σας. Τα ευχάριστα ωστόσο για εσάς που πρόκειται να χρησιμοποιείτε κατά κόρον το ROG Flow Z13 on the go (τους περισσότερους δηλαδή) είναι πως η αυτονομία του έχει ενισχυθεί σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση. Η ισχύς (TDP) που αποδίδει ο επεξεργαστής κυμαίνεται κατά κύριο λόγο μεταξύ 60-70 W με την AMD άλλωστε να έχει δώσει έμφαση στον τομέα αυτό. Η ASUS αναφέρει διάρκεια μπαταρίας γύρω στις 10 ώρες, όμως κατά τις δοκιμές μας σε πιο ρεαλιστικές συνθήκες (ποιος άλλωστε παίρνει τέτοιο σύστημα μόνο και μόνο για να το τρέχει στο… ρελαντί;) φτάσαμε ακόμα και τις οκτώ ώρες, απόδοση που σε καμία περίπτωση δεν είναι κακή. Το πρόβλημα εντοπίζεται όταν έρθει η ώρα της φόρτισης, αφού ο παρεχόμενος φορτιστής (στα 200 W αλλά και πάλι…) είναι εξωφρενικά μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το ίδιο το laptop! Ενδεχόμενος δε συνδυασμός φορτιστή-χειριστηρίου (που δεν είναι διόλου απίθανος, αν αναλογιστούμε το προφίλ του μέσου χρήστη του μηχανήματος) πάει κόντρα στον σκοπό του ROG Flow Z13! Τουλάχιστον ο χρόνος φόρτισης μας αποζημιώνει όσο να ‘ναι, αφού για το 0-100% απαιτούνται περίπου 60 λεπτά. Σε περίπτωση που το πλάνο σας δεν περιλαμβάνει gaming πάντως, μπορείτε να κάνετε κάλλιστα τη δουλειά σας με έναν φορτιστή USB Type-C: με Fast Charging στα 100 W, το 0-50% διαρκεί 30 λεπτά, ο οποίος πάντως περιλαμβάνεται στη συσκευασία και έχει σαφώς μικρότερο μέγεθος. Συμπέρασμα Το ROG Flow Z13 είναι ένα τρομερό και ακριβό σύστημα, φτάνει κάποιος: α) πράγματι να το χρειάζεται και β) να είναι όντως σε θέση να το εκμεταλλευτεί. Ο επεξεργαστής του – όποιον από τους δύο κι αν επιλέξετε – είναι πανίσχυρος και μπορεί να φέρει εις πέρας ακόμα και τις πιο δύσκολες αποστολές – δημιουργικού, παραγωγικού ή ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Ως προς τα γραφικά η Radeon 8060S του Ryzen AI Max+ 395 είναι σε θέση να ανταποκριθεί πολύ καλύτερα στις απαιτήσεις του σύγχρονου gamer και σε συνδυασμό με όσο το δυνατόν περισσότερη RAM, να τρέξει μια χαρά κάθε τίτλο. Οι όποιες παραχωρήσεις θα κληθεί να κάνει κάποιος έχουν να κάνουν με την ευελιξία και τη φορητότητα που θα απολαύσει και εδώ είναι το μεγάλο ερώτημα: σας καλύπτουν ή όχι οι υπάρχουσες προτάσεις gaming laptops; Αν η απάντηση είναι αρνητική και είστε οκ με την τιμή των 2800€ περίπου, τότε είμαστε κάτι παραπάνω από σίγουροι πως το ROG Flow Z13 έχει όλα όσα αναζητούσατε. Τέλος να αναφέρουμε ότι η ASUS προωθεί με την αγορά του συγκεκριμένου συστήματος το πρόγραμμα ROG Elite Rewards, μια παγκόσμια πρωτοβουλία επιβράβευσης πιστότητας που πλέον είναι διαθέσιμη και στην περιοχή μας. Το πρόγραμμα, όπως διαπιστώσαμε κατά τη διερεύνησή μας, προσφέρει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε ποικίλες δραστηριότητες, κουίζ και έρευνες, συλλέγοντας πόντους που αργότερα μπορούν να εξαργυρωθούν για ενδιαφέρουσες ανταμοιβές. Συγκεκριμένα σ' αυτές περιλαμβάνονται gaming περιφερειακά, κωδικοί παιχνιδιών και αντικείμενα για χρήση εντός των παιχνιδιών, καλύπτοντας έτσι ένα ευρύ φάσμα προτιμήσεων της gaming κοινότητας. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο του προγράμματος, που αναμένεται να προσελκύσει πολλούς ενδιαφερόμενους, είναι ότι η συμμετοχή είναι εντελώς δωρεάν ενώ όπως επιβεβαιώσαμε, οι χρήστες μπορούν να συγκεντρώσουν πόντους χωρίς να απαιτείται καμία οικονομική δαπάνη από μέρους τους. Αναμενόμενα η αγορά προϊόντων ROG όπως το Flow Z13 επιταχύνει τη συγκέντρωση πόντων, αλλά δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα.
    1 πόντος
  37. Μετά από αρκετά χρόνια, η σειρά Power Zone επανέρχεται στην προϊοντική γκάμα της be quiet! με τρία νέα μοντέλα, στα 1000W, 850W και 750W. Όταν λανσαρίστηκε το 2013, το πρώτο τροφοδοτικό Power Zone ξεχώριζε από τη σειρά τροφοδοτικών be quiet! - όχι μόνο επειδή η ονομασία του δεν ταίριαζε με την ονοματολογία που χρησιμοποιούσε η εταιρεία αλλά και επειδή ήταν το πρώτο, και για μεγάλο χρονικό διάστημα το μοναδικό τροφοδοτικό καθαρά μονής ράγας (single-rail) της be quiet! Αν και χρειάστηκαν πάνω από 10 χρόνια για να επιστρέψει επισήμως στην προϊοντική γκάμα της εταιρείας, η νέα σειρά Power Zone 2 επανήλθε για να ξεπεράσει για ακόμη μία φορά τα όρια εισάγοντας παράλληλα νέες έννοιες και καινοτομίες στην συνολική προσφορά της be quiet! Και ναι, εξακολουθεί να είναι ένα τροφοδοτικό μονής ράγας που απευθύνεται σε απαιτητικούς χρήστες ωστόσο φαίνεται να είναι πολλά περισσότερα από αυτό. Επιμονή στην αθόρυβη λειτουργία Καταρχήν, το Power Zone 2 είναι το πρώτο τροφοδοτικό της be quiet! με ημι-παθητική ψύξη. Μέχρι ένα συγκεκριμένο φορτίο ή θερμοκρασία, ο ανεμιστήρας παραμένει σε κατάσταση μηδενικών στροφών και αρχίζει να περιστρέφεται μόνο όταν κριθεί απαραίτητο για να διασφαλιστεί η ασφαλής ως προς το υλικό και τα εξαρτήματα του λειτουργία. Η καμπύλη εκκίνησης είναι σχετικά επίπεδη για να αποφεύγεται ο αρχικός ξαφνικός και δυνατός θόρυβος κατά την εκκίνηση του ανεμιστήρα. Για λόγους ασφαλείας και για να αποφευχθεί το ξεκίνημα και το σταμάτημα του ανεμιστήρα όταν ο χρήστης εκκινεί και κλείνει απαιτητικές εφαρμογές στον υπολογιστή του, θα εξακολουθήσει να περιστρέφεται για 2~5 λεπτά μετά την επίτευξη του ασφαλούς ορίου, ανάλογα με τη θερμοκρασία λειτουργίας ή/και το φορτίο κάτω από το οποίο είχε βρεθεί το τροφοδοτικό. Όσον αφορά τον ανεμιστήρα, πρόκειται για μία τροποποιημένη έκδοση ενός Pure Wings 3 διαμέτρου 140 mm. Η μεγάλη διάμετρος του ανεμιστήρα συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα της ενεργής ψύξης σε σενάρια υψηλού φορτίου. Για την επίτευξη αθόρυβης λειτουργίας και τη διατήρηση των ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών θορύβων, όπως ο θόρυβος από τα πηνία, στο απολύτως ελάχιστο δυνατό, όλα τα εξαρτήματα του Power Zone 2 είναι προσεκτικά συγχρονισμένα και όπως σε όλα τα τροφοδοτικά της be quiet!, τα πηνία είναι «κολλημένα» μεταξύ τους για την ελαχιστοποίηση των δονήσεων που προκαλούν τον γνωστό και… εκνευριστικό υψίσυχνο θόρυβο γνωστό και ως «coil whine». Παρόλο που είναι αδύνατο να επιτευχθεί απολύτως αθόρυβη λειτουργία, ακόμα και με μηδενικές στροφές, το Power Zone 2 είναι τόσο ήσυχο που ο θόρυβος δεν είναι μετρήσιμος ακόμα και σε έναν ανηχοϊκό θάλαμο στον οποίο μπορούν να ανιχνευθούν πηγές θορύβου από 6,0~6,5 dB(A) και πάνω. Όσον αφορά τον παραγόμενο θόρυβο, η εταιρεία Cybenetics που αξιολόγησε πρόσφατα το τροφοδοτικό, δημοσιεύει μέτρηση κάτω των 6 dB[A] (πρακτικά αθόρυβο) σε λειτουργία μηδενικών στροφών (zero RPM), 34,5 dB[A] στις 1.154 rpm υπό φορτίο 90% και 38,2 dB[A] στις 1.553 rpm υπό φορτίο 100%. Επίσης, δημοσίευσε μέτρηση 40,6 dB[A] στις 1.731 rpm υπό φορτίο 110%! Σε όλες τις περιπτώσεις, και λαμβάνοντας τον θόρυβο που επικρατεί στο περιβάλλον, το τροφοδοτικό Power Zone 2 είναι πρακτικά αθόρυβο και δεν πρόκειται να σας προβληματίσει στον συγκεκριμένο τομέα ανεξάρτητα από την εφαρμογή ή εργασία και επομένως το επίπεδο του φορτίου. Ημι-παθητική ψύξη που έχει… νόημα Όπως αποδεικνύεται και από την προϊοντική προσφορά της μέχρι πρόσφατα, η be quiet! δεν ήταν από ότι φαίνεται και ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της ημι-παθητικής ψύξης στα τροφοδοτικά. Σύμφωνα με την εταιρεία, η κύρια ανησυχία της ήταν ότι η ενεργή ψύξη στο 100% του χρόνου λειτουργίας ήταν καλύτερη για τα εξαρτήματα στο εσωτερικό του τροφοδοτικού από ότι να μεσολαβούσαν χρονικοί περίοδοι όπου την ψύξη τους αναλαμβάνουν αποκλειστικά ψύκτρες (παθητική απομάκρυνση της θερμότητας). Και επειδή η εταιρεία είχε την λογική να δίνει προτεραιότητα στη διασφάλιση των εξαρτημάτων και στην αθόρυβη λειτουργία, φρόντιζε να εξοπλίζει τα τροφοδοτικά της με ανεμιστήρες υψηλής ποιότητας που έχουν χαμηλές ταχύτητες εκκίνησης. Εξάλλου, ένας γρήγορος ανεμιστήρας συνήθως δεν είναι αθόρυβος. Ένα άλλο σημείο που φαίνεται να είχε επηρεάσει την απόφαση της εταιρείας να μην παρουσιάσει ένα τροφοδοτικό με ημι-παθητική ψύξη νωρίτερα είναι ότι η λειτουργία τέτοιων τροφοδοτικών περιλαμβάνει ανεμιστήρες με απότομες καμπύλες εκκίνησης και με συχνές εκκινήσεις και στάσεις, κάτι που υποκειμενικά ενδέχεται να είναι πιο ενοχλητικό από έναν ανεμιστήρα που λειτουργεί αδιάκοπα αν και αθόρυβα όλη την ώρα. Πολλοί κατασκευαστές επίσης ακολουθούν τον δρόμο της ημι-παθητικής ψύξης για να περικόψουν το κόστος χρησιμοποιώντας έναν χαμηλότερης ποιότητας ανεμιστήρα ή και εξαρτήματα. Αν δεν χρειάζεται ο ανεμιστήρας να περιστρέφεται τον περισσότερο χρόνο ή χρησιμοποιηθούν ρουλεμάν χαμηλής ποιότητας, τότε μπορούν να εξοικονομηθούν κάποια χρήματα όσον αφορά την παραγωγή. Χώρια τον ηλεκτρικό/ ηλεκτρονικό θόρυβο που ενδεχομένως θα ακούγεται από την χρήση χαμηλότερης ποιότητας εξαρτημάτων. Για την κατασκευή της σειράς Power Zone 2, η be quiet! θέλησε να ξεπεράσει τις όποιες αδυναμίες της ημι-παθητικής ψύξης και να παρουσιάσει ένα προϊόν αντάξιο των υψηλών στάνταρντ της. Σωστή ημι-παθητική ψύξη Πως το έκανε; Με την επιλογή των κατάλληλων εξαρτημάτων, αυστηρές και εξαντλητικές δοκιμές και τον σχεδιασμό μίας τοπολογίας που όλα λειτουργούν απολύτως συγχρονισμένα για την μείωση των ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών θορύβων. Τα πηνία επίσης είναι κολλημένα για να αποφεύγονται οι δονήσεις που προκαλούν θόρυβο. Η χρήση επίσης ενός καλού και δοκιμασμένου ανεμιστήρα όπως ο Pure Wings 3 ειδικά προσαρμοσμένου να λειτουργεί εντός ενός τροφοδοτικού ήταν μία εξαιρετική απόφαση. Με αυτόν τον τρόπο, η εταιρεία κατάφερε να επιτύχει χαμηλό θόρυβο σε λειτουργία μηδενικών στροφών, όπου το τροφοδοτικό είναι σχεδόν αθόρυβο αλλά και στις χρονικές περιόδους ενεργής ψύξης. Ο ανεμιστήρας ξεκινά ομαλά, ώστε να μην ακούγεται σαν… τζετ που απογειώνεται. Για να αποφευχθούν επίσης οι συχνές εκκινήσεις και παύσεις του ανεμιστήρα, μόλις ξεκινήσει να περιστρέφεται θα εξακολουθήσει να λειτουργεί για 2~5 λεπτά μετά την ενεργοποίηση της ενεργής λειτουργίας ψύξης, ακόμη και αν η θερμοκρασία ή το φορτίο μειωθούν απότομα γρήγορα. Αυτό το διασφαλίζει ότι τα εξαρτήματα ψύχονται σωστά βελτιώνοντας παράλληλα το προφίλ θορύβου. Μόλις οι θερμοκρασίες επανέλθουν σε ασφαλή επίπεδα, ο ανεμιστήρας επανέρχεται στη λειτουργία μηδενικών στροφών (zero RPM). Όσον αφορά την ασφάλεια, η εταιρεία δεν έκανε τον παραμικρό συμβιβασμό στην ποιότητα των εξαρτημάτων. Η be quiet! επίλεξε εξαρτήματα που να αντέχουν σε υψηλότερες θερμοκρασίες από το συνηθισμένο για να καταστήσει δυνατή μια καμπύλη ανεμιστήρα μηδενικών στροφών έως και στο 60% του φορτίου. ΑΤΧ 3.1 και PCIe 5.1 Ως τροφοδοτικό ATX 3.1, το Power Zone 2 διαθέτει έναν σύνδεσμο με σήμανση 12V-2x6 H++ σε κάθε μοντέλο, ονομαστικής ισχύος 600W. Το καλώδιο διαθέτει γωνιακό σύνδεσμο 90° στο ένα άκρο, για βελτιωμένη συμβατότητα και εμφάνιση. Τα υπόλοιπα καλώδια είναι αρθρωτά, μαύρου χρώματος και επίπεδα καλώδια, που είναι εύκολο να δρομολογηθούν. Η τοπολογία βασίζεται σε LLC μισής γέφυρας με συγχρονισμένη ανόρθωση και μετατροπή DC/DC. Το Power Zone 2 είναι διαθέσιμο σε 1000W, 850W ή 750W. Αυτή η σειρά καλύπτει τις πιο δημοφιλείς απαιτήσεις σε ισχύ των υπολογιστών υψηλών προδιαγραφών για παιχνίδια αφήνοντας μάλιστα αρκετά περιθώρια για μελλοντικές αναβαθμίσεις. αθώς επίσης καλύπτεται από 10ετή εγγύηση, η σειρά Power Zone 2 είναι μία future-proof λύση που συνδυάζει αθόρυβη λειτουργία, εξαιρετική ενεργειακή αποδοτικότητα και μεγάλη ισχύ. Και αφού αναφερθήκαμε στην ενεργειακή αποδοτικότητα, να επισημάνουμε ότι πέρα από πιστοποίηση 80 PLUS Platinum, το συγκεκριμένο τροφοδοτικό διαθέτει πιστοποίηση CYBENETICS PLATINUM (έως 94%). Αν θέλετε να εμβαθύνετε στα αποτελέσματα των μετρήσεων της CYBENETICS μπορείτε να ρίξετε μία ματιά σε αυτήν την ιστοσελίδα.
    1 πόντος
  38. Το GT 7 Pro αποτελεί την πρόταση της realme προς όσους αναζητούν μία high-end συσκευή Android «από το επάνω ράφι» και ως εκ τούτου είναι διατεθειμένοι να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Παρότι δεν πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια της εταιρείας, είναι αναμφισβήτητα η πιο επιτυχημένη έως τώρα, με μια συσκευή που μπορεί να σταθεί ισάξια απέναντι σε καθιερωμένα ονόματα του οικοσυστήματος Android. Με τιμή άμεσα ανταγωνιστική -τουλάχιστον για την προωθητική ενέργεια των πρώτων ημερών-, το GT 7 Pro καλείται να επικρατήσει του ανταγωνισμού, ικανοποιώντας παράλληλα τα «θέλω» του απαιτητικού κοινού στο οποίο απευθύνεται, κοινό διαφορετικό απ’ ότι είχε δώσει έμφαση η εταιρεία μέχρι σήμερα. Το αν και σε ποιο βαθμό τα καταφέρνει, θα το διαπιστώσουμε ευθύς αμέσως. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Από πλευράς εμφάνισης το GT 7 Pro δεν τα πάει καθόλου άσχημα. Στις 6,78 ίντσες, με διαστάσεις 162,5 x 76,9 x 8,6 χιλ. και βάρος 223 γραμμάρια, είναι μία ευμεγέθης συσκευή που όσο να ‘ναι «γεμίζει» το χέρι κι αν η γκρι έκδοση δεν κάνει καμία ιδιαίτερη εντύπωση, εκείνη σε πορτοκαλί απόχρωση είναι πρακτικά αδύνατον να περάσει απαρατήρητη (εκτός κι αν χρησιμοποιήσετε τη θήκη που περιλαμβάνεται στη συσκευασία και καμουφλάρει εντελώς το τηλέφωνο). Η realme έχει χρησιμοποιήσει γυαλί στις δύο βασικές όψεις με τη συσκευή να διαθέτει μάλιστα και προστασία από νερό και σκόνη βάσει πιστοποίησης IP69, κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί σε smartphone. Σε αντίθεση με την IP68, η IP69 εγγυάται στεγανοποίηση απέναντι σε πίδακα νερού υψηλής πίεσης και θερμοκρασίας. Κατά τα άλλα οι τρεις φακοί των καμερών με το φλας και τον δέκτη υπερύθρων βρίσκονται σε ένα μαύρου χρώματος πλαίσιο στην επάνω αριστερή γωνία της πλάτης, η μονοχρωμία της οποίας σπάει με ένα απαλό κυματιστό μοτίβο. Στο κράτημα, η συσκευή είναι πολύ καλή, αν και δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι μιλάμε για ένα «μεγάλο» smartphone. Οθόνη – Κάμερες Όπως προείπαμε το realme GT 7 Pro έρχεται με οθόνη 6,78 ιντσών. Πρόκειται για ένα LTPO OLED RealWorld Eco2 πάνελ της Samsung με ανάλυση 2780 x 1264, ρυθμό ανανέωσης που μεταβάλλεται δυναμικά μεταξύ ενός και 120 Hz, ρυθμό δειγματοληψίας 240 Hz που φτάνει όμως και τα 2600 Hz, λόγο αντίθεσης 5.000.000:1, μέγιστη φωτεινότητα 6500 nits σε εφαρμογές HDR (ειδάλλως μιλάμε για 2000 nits), δυνατότητα απεικόνισης 1,07 δισ. χρωμάτων, υποστήριξη HDR10+ και Dolby Vision, DC dimming καθώς και κάλυψη του χρωματικού χώρου DCI-P3 σε ποσοστό 120%. Η όλη εμπειρία θέασης είναι με μία λέξη υπέροχη, αφού απολαύσαμε σπουδαία χρώματα ό,τι κι αν κάναμε: προβολή φωτογραφιών, browsing, streaming, gaming – με δύο λέξεις, τα πάντα. Είχαμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε με άνεση το realme GT 7 Pro ακόμα και σε εξωτερικούς χώρους υπό το φως του ήλιου. Παράλληλα δεν νιώσαμε καθόλου κόπωση στα μάτια, ακόμα κι έπειτα από πολύωρα sessions. Το πάνελ της οθόνης είναι κυρτό και στις τέσσερις πλευρές του. Κάτω από αυτήν υπάρχει υπερηχητικός σαρωτής δακτυλικού αποτυπώματος ο οποίος αφ’ ενός καλύπτει εξαιρετικά μεγάλη περιοχή και αφ’ ετέρου θα σας επιτρέψει να αλληλεπιδράσετε με τη συσκευή απρόσκοπτα ακόμα κι όταν τα χέρια σας είναι βρεγμένα ή βρίσκεστε στο νερό κι αυτό το τελευταίο κρατήστε το για μερικές σειρές ακόμα… Στις κάμερες, το σετ που έχει επιλεχθεί αποτελείται από κύρια 50 MP, τηλεφακό 50 MP και υπερευρυγώνια 8 MP, όμως αν μη τι άλλο, το πρωτοποριακό χαρακτηριστικό που εισάγει το realme GT 7 Pro είναι η υποβρύχια λήψη φωτογραφιών και βίντεο! Ναι, καλά διαβάσατε. Χάρη στην πιστοποίηση IP69 και τον υπερηχητικό σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος, η realme δίνει στον χρήστη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τη συσκευή ακόμα κι όταν βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του νερού (με μέγιστο βάθος τα δύο μέτρα και μέγιστη διάρκεια τα 30 λεπτά). Η σχετική λειτουργία στην κάμερα μάλιστα ενεργοποιείται με το που η συσκευή μπει στο νερό, αν και μπορείτε να το κάνετε κι οι ίδιοι. Αν δεν θέλετε να χρησιμοποιήσετε την οθόνη για τη λήψη μίας φωτογραφίας ή βίντεο, μπορείτε να το κάνετε με χρήση των φυσικών πλήκτρων. Το αποτέλεσμα; Εντυπωσιακό και πρωτότυπο, αν έχετε πρόσβαση σε πισίνα. Σε ό,τι αφορά τις κάμερες αυτές καθ’ αυτές, ο κύριος αισθητήρας είναι ο Sony IMX906 στα 50 MP (1/1,56”, f/1,8, OIS) και πλαισιώνεται από τον τηλεφακό Sony IMX882 των 50 MP (1/1,95”, f/2,65, OIS, 3x οπτικό zoom, 73 χιλ.) και τον υπερευρυγώνιο IMX355 των 8 MP (1/4”, f/2,2). Τα αποτελέσματα είναι πάρα πολύ καλά, με ανύπαρκτο θόρυβο, ελάχιστη ορατή επεξεργασία, ρεαλιστικές αποχρώσεις και πετυχημένη εφαρμογή bokeh με το δέρμα να υιοθετεί φυσικούς τόνους. Αυτά ισχύουν ως επί το πλείστον για την κύρια κάμερα και τον τηλεφακό (ο οποίος αποδίδει εξαίρετα στα πορτρέτα), με την υπερευρυγώνια να χαρίζει μεν ικανοποιητικές εικόνες, χωρίς όμως αυτές να είναι κάτι το ιδιαίτερο. Ως προς τις νυχτερινές λήψεις, η πρώτη μας επιλογή ήταν ο τηλεφακός αφού οι φωτογραφίες του ήταν πολύ πιο ισορροπημένες και με άψογο δυναμικό εύρος. Το δε 3x zoom του ήταν κλάσεις ανώτερο από το 2x της κύριας κάμερας. Στον τομέα του βίντεο και των selfies, το GT 7 Pro δεν προσφέρει κάτι το ξεχωριστό σε σχέση με ό,τι διατίθεται ήδη στην αγορά. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Η realme έχει εξοπλίσει το τηλέφωνο με τον ολοκαίνουριο Snapdragon 8 Elite στα 3 nm (αποτελείται από δύο πυρήνες Oryon (Phoenix L) στα 4,32 GHz και έξι Oryon (Phoenix M) στα 3,53 GHz με τους πρώτους να ανεβάζουν για τα καλά τον πήχη στους χρονισμούς των mobile πλατφορμών. Στα γραφικά παιχνίδι κάνει η Adreno 830 με τα 120 fps να είναι εφικτά στα παιχνίδια που υποστηρίζονται (π.χ. PUBG Mobile). Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα 12 ή 16 GB LPDDR5X RAM και τον αποθηκευτικό χώρο UFS 4.0 (256 ή 512 GB), έχουν ως αποτέλεσμα η συσκευή να αποδίδει τέλεια και να αποτελεί το πιο γρήγορο android smartphone που έχουμε δοκιμάσει μέχρι στιγμής. Στα περισσότερα benchmarks ξεπέρασε ακόμα και τον Dimensity 9400, κάνοντας το αμέσως προηγούμενο SoC της Qualcomm, Snapdragon 8 Gen 3 να μοιάζει νάνος, κάτι που δείχνει ξεκάθαρα το τι κατάφερε με το τελευταίο της SoC η εταιρεία φέτος. Επιδοθήκαμε σε multitasking δίχως αύριο, παίξαμε ό,τι πιο απαιτητικό υπάρχει σε video game στο Android, streamάραμε και πρόβλημα δεν αντιμετωπίσαμε. Το μόνο μελανό σημείο στην απόδοση του GT 7 Pro ήταν το throttling με το 55% να μην είναι και ιδιαίτερα κολακευτικό. Οι επιδόσεις του realme GT7 Pro δεν ήταν το μόνο που μας εντυπωσίασαν. Η μπαταρία του smartphone είναι χωρητικότητας 6500 mAh, που σε αυτές τις διαστάσεις, απλά είναι κάτι πρωτόγνωρο. Η Titan, όπως την αποκαλεί η realme, βασίζεται σε μία νέα τεχνολογία που χρησιμοποιεί ανόδιο πυριτιούχου άνθρακα, προσφέροντας μεγαλύτερη χωρητικότητα και εξασφαλίζοντας λειτουργία ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες (έως και -30ο C π.χ.). Η realme διατείνεται ακόμα πως η υγεία της εν λόγω μπαταρίας θα βρίσκεται πάνω από το 80% έπειτα από τέσσερα χρόνια χρήσης. Στα της αυτονομίας όλα είναι ονειρικά αφού σε συνθήκες τυπικής καθημερινής χρήσης, το GT 7 Pro άντεξε σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και δύο με 2.5 μέρες! Όσο για τη φόρτισή του, χάρη στην τεχνολογία των 120 W, το 0-100% ολοκληρώνεται σε περίπου 54 λεπτά με το 0-50%, κάτι που ναι μεν έρχεται σε αντίθεση με τις εξαγγελίες της εταιρείας, αλλά είναι σίγουρα εντυπωσιακό. Αξίζει να σημειώσουμε πως στη συσκευασία του κινητού θα βρείτε και τον φορτιστή των 120 W. Το GT 7 Pro τρέχει Android 15 σε συνδυασμό με το realme UI 6.0. Τα καλά νέα εδώ είναι πως το bloatware έχει διατηρηθεί στο ελάχιστο. Η εταιρεία εγγυάται τρία χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και τέσσερα ενημερώσεων ασφαλείας – not great, not terrible. Εκεί που η realme έχει κάνει καλή δουλειά, είναι στον τομέα της AI καθώς ενσωματώνονται διάφορες ενδιαφέρουσες λειτουργίες, αν και δεν λείπουν τα προβλήματα. Αρχικά το Sketch to Image δημιουργεί εικόνες από σκίτσα (όσο φρικτά κι αν είναι αυτά) ή το AI Motion Deblur που «ξεθολώνει» τις φωτογραφίες (φοβερά χρήσιμο αν συνηθίζετε να τραβάτε θέματα που κινούνται με ταχύτητα). Δυστυχώς οι σχετικές με το gaming AI δυνατότητες υποστηρίζουν ελάχιστους τίτλους οπότε για την ώρα δεν θα προσφέρουν κάτι στους περισσότερους. Δεν λείπει και η δυνατότητα σύνοψης μεγάλων κειμένων που όμως δεν υποστηρίζει την ελληνική γλώσσα. Γενικότερα η υλοποίηση των AI χαρακτηριστικών στο GT 7 Pro ίσως δίνει μια εικόνα από το μέλλον και το τι έρχεται από άλλους κατασκευαστές, με τη realme να βαδίζει σε μια τακτική credits για τη χρήση κάθε σχετικής λειτουργίας. Αυτό σημαίνει ότι με την ολοκλήρωση των credits, θα πρέπει να προμηθευτείτε καινούρια με το αντίστοιχο έτος. Συμπέρασμα Το GT 7 Pro είναι μια πραγματική ναυαρχίδα που βάζει δυναμικά τη realme στους top κατασκευαστές android smartphone. Το κόστος της συσκευής είναι άμεσα ανταγωνιστικό τουλάχιστον για τις πρώτες μέρες διάθεσής του, αφού αυτό έχει οριστεί όπως ενημερωθήκαμε στα €949 (από τη Δευτέρα 2/12), ενώ στη συνέχεια θα ανέβει στα €1199. Η συσκευή ενσωματώνει το κορυφαίο android chipset της αγοράς κι' αυτό είναι μόνο ένα από τα δυνατά χαρακτηριστικά αφού η συσκευή έρχεται με σπουδαία οθόνη, μια μπαταρία που δίνει φοβερή αυτονομία, τον UFS 4.0 αποθηκευτικό χώρο και το δυνατό σύστημα ψύξης. Ο συνδυασμός όλων αυτών μαζί με την ταχύτατη φόρτιση και τις καλές κάμερες που ναι μεν δεν είναι εκ των καλυτέρων στην αγορά, πλην όμως λειτουργούν και κάτω απ’ το νερό, συνιστούν μία υπερπλήρη premium πρόταση, ειδικά αν συνυπολογίσουμε και το δώρο της εταιρείας, ένα έξυπνο ρολόι S2 για όσους προχωρήσουν στην αγορά.
    1 πόντος
  39. To Light Wings LX 120mm PWM Triple Pack αποτελεί μια λύση αιχμής για τους λάτρεις των υπολογιστών που δίνουν προτεραιότητα στις επιδόσεις, την αισθητική και την αθόρυβη λειτουργία. Σχεδιασμένο με βάση τα αυστηρά πρότυπα ποιότητας και υψηλής, αλλά αθόρυβης, απόδοσης της be quiet!, το συγκεκριμένο σετ ανεμιστήρων συνδυάζει καινοτομική μηχανική, υψηλής ποιότητας υλικά κατασκευής και ένα οπτικά εντυπωσιακό φωτισμό ARGB υψηλής αισθητικής για ποικιλία εφέ φωτισμού που μπορούν να «ζωντανέψουν» οποιοδήποτε σύστημα. Προσφέροντας την τέλεια ισορροπία μεταξύ λειτουργικότητας, σχεδιασμού και απόδοσης, το Light Wings LX 120mm PWM Triple Pack είναι ιδανικό για κάθε εφαρμογή (π.χ. υπολογιστή υψηλών επιδόσεων, gaming κ.λπ). Βασικά χαρακτηριστικά Οι ανεμιστήρες τύπου Light Wings LX 120mm PWM χαρακτηρίζονται από υψηλή ποιότητα κατασκευής, σύγχρονη σχεδίαση, υψηλή αποδοτικότητα και βεβαίως ήσυχη λειτουργία. Σχεδιάστηκαν για να είναι αποδοτικοί από την πρώτη… περιστροφή. Τα βελτιστοποιημένα πτερύγια τους, 7 σε αριθμό, εξασφαλίζουν εστιασμένη ροή αέρα (51,5 CFM) και πίεση (1,34 mm/H2O) που διαχειρίζονται αποτελεσματικά τη θερμότητα, είτε εγκατασταθούν ως ρυθμιστές ροής αέρα στο εσωτερικό κάποιου κουτιού, είτε σε κάποιο ψυγείο ενός συστήματος υδρόψυξης. Καθώς πρόκειται για ανεμιστήρες της σειράς «Light Wings», όπως υποδηλώνει και η ονομασία, η αθόρυβη λειτουργία [έως 25,5 db(A) σύμφωνα με την εταιρεία στο 100% του ρυθμού περιστροφής] αποτελεί το σήμα κατατεθέν τους. Χάρη στην αποδεδειγμένη τεχνολογία ρουλεμάν επίσης (με σφαιρίδια, τύπου «rifle bearing») εξασφαλίζει μακροζωία, ομαλή και αθόρυβη λειτουργία χωρίς να θυσιάζεται η υψηλή απόδοση, ακόμη και κατά τη διάρκεια έντονου φόρτου εργασίας. Με ονομαστική διάρκεια ζωής έως και 60.000 ώρες, οι ανεμιστήρες Light Wings LX 120mm PWM είναι κατασκευασμένοι για να αντέχουν και επομένως αποτελούν μία πολύ καλή επένδυση για μακροχρόνια χρήση. Φυσικά, υποστηρίζεται έλεγχος PWM, με αποτέλεσμα οι χρήστες να έχουν τον απόλυτο έλεγχο του ρυθμού περιστροφής που μπορεί να αγγίξει τις 1.600 στροφές το λεπτό (rpm). Αυτή η δυνατότητα προσαρμογής, που βεβαίως συναντάται σε πολλούς σημερινούς ανεμιστήρες, εξασφαλίζει συμβατότητα με ένα ευρύ φάσμα συστημάτων και περιπτώσεων χρήσης, από αθόρυβους σταθμούς εργασίας έως υπολογιστές υψηλών επιδόσεων και παιχνιδιών. Ένα ωστόσο από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα τους είναι ο φωτισμός ARGB, που βρίσκεται στο επίκεντρο της κατασκευής τους -μετά από βεβαίως την αθόρυβη λειτουργία. Σχεδιασμένοι για περιπτώσεις χρήσης με υπολογιστές που διαθέτουν κουτιά με διαφανή πάνελ, οι ανεμιστήρες Light Wings LX 120mm PWM μπορούν να ανεβάσουν επίπεδο την εμφάνιση κάθε συστήματος. Με 16 ενσωματωμένες μονάδες LED που μπορούν να διευθυνσιοδοτηθούν ξεχωριστά και είναι ενσωματωμένες στη φτερωτή, κατευθύνουν το φως προς τα λευκού χρώματος πτερύγια με το «φινίρισμα» πάγου δημιουργώντας εκπληκτικά εφέ φωτισμού. Καθώς διαθέτουν καλώδιο ARGB με δυνατότητα αλυσιδωτής σύνδεσης, επιτρέπουν τον απρόσκοπτο έλεγχο και συγχρονισμό του φωτισμού σε συνδυασμό με άλλους ανεμιστήρες του ίδιου τύπου. Να αναφέρουμε ότι το καλώδιο σύνδεσης ARGB έρχεται με συνδέσεις εισόδου/ εξόδου. Η είσοδος του καλωδίου τοποθετείται στους κατάλληλους ακροδέκτες της μητρικής κάρτας ή κάποιου ελεγκτή (αν διαθέτει το κουτί ή έχετε φροντίσει να εγκαταστήσετε) και η έξοδος μπορεί να συνδεθεί με την είσοδο ενός άλλου ανεμιστήρα ή περισσοτέρων για τη δημιουργία μίας συγχρονισμένης αλυσίδας. Πλεονεκτήματα και δυνατότητες Για ποιους λόγους να επιλέξετε τους ανεμιστήρες Light Wings LX 120mm PWM αντί άλλων ανταγωνιστικών λύσεων; Το πρώτο πράγμα είναι η ισορροπία μεταξύ υψηλής απόδοσης και ήσυχης λειτουργίας, μία «συνάρτηση» που δεν συναντάται συχνά στις λύσεις του ανταγωνισμού. Ένα ακόμη πλεονέκτημα είναι οι δυνατότητες ARGB και ο σχεδιασμός με τις πολλαπλές μονάδες LED που κατευθύνουν τον φωτισμό προς τα λευκού χρώματος πτερύγια για την επίτευξη έντονων εφέ φωτισμού. Η δυνατότητα επίσης «αλυσιδωτής σύνδεσης» (daisy chain) των ανεμιστήρων, όχι μόνο διευκολύνει σημαντικά τις συνδέσεις και τη διαχείριση των καλωδιώσεων αλλά βελτιώνει την εμπειρία χρήσης καθώς δίνει την δυνατότητα δημιουργίας πολλών διαφορετικών «φωτορυθμικών» εφέ (μέσω βεβαίως του λογισμικού της μητρικής ή του κουτιού σας) που μπορούν να ταιριάξουν στην αισθητική του καθενός. Το κιτ με τους τρεις ανεμιστήρες (be quiet! Light Wings LX 120mm PWM Triple Pack) που είχαμε στα χέρια μας επίσης, παρέχει όλα όσα χρειάζεστε για την εύκολη εγκατάσταση τους. Και μετά την εγκατάσταση τους, θα μπορείτε να τους… χαίρεστε για μεγάλο διάστημα καθώς είναι κατασκευασμένοι από ποιοτικά υλικά, ανθεκτικά στις καταπονήσεις της καθημερινής λειτουργίας. Τελευταίες σκέψεις Το Light Wings LX 120mm PWM Triple Pack είναι κάτι περισσότερο από μια απλή λύση ψύξης -αποτελούν απόδειξη της δέσμευσης της be quiet! στην καινοτομία, στην ποιότητα και στην ικανοποίηση των τελικών χρηστών. Συνδυάζοντας υψηλή απόδοση, σχεδόν αθόρυβη λειτουργία και εντυπωσιακή αισθητική, οι ανεμιστήρες Light Wings LX 120mm PWM ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες των χρηστών και των system builders που εκτιμούν την υψηλή απόδοση, την λειτουργικότητα, την ανθεκτικότητα και τα ομαλά, οπτικά εφέ.
    1 πόντος
  40. Η σειρά Pure Base 501 βρίσκεται στα ίδια επίπεδα ή ένα -μικρό- σκαλοπάτι πάνω από τη σειρά Pure Base 500 από άποψη διαστάσεων. Επομένως απευθύνεται στην ίδια ομάδα χρηστών και παικτών που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα ποιοτικό κουτί ATX για να φιλοξενήσει το hardware του υπολογιστή τους και να το υποστηρίξει με σύγχρονα χαρακτηριστικά και δυνατότητες χωρίς να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη τους. Η σειρά Pure Base 501 προσφέρεται σε τρεις εκδόσεις και με δύο χρώματα ανά έκδοση (Μαύρο και λευκό) με εξαίρεση την εισαγωγική έκδοση που λανσαρίστηκε μόνο σε μαύρο χρώμα. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν ο ι εκδόσεις Pure Base 501 (με κανονική πρόσοψη σε βουρτσισμένο φινίρισμα), Pure Base 501 AirFlow (με διάτρητη πρόσοψη) και Pure Base 501 AirFlow Window (με διάτρητη πρόσοψη και πλαϊνό κάλυμμα από ανθεκτικό γυαλί/tempered glass). Για λόγους παρουσίασης, εμείς είχαμε στα χέρια μας την ακριβότερη έκδοση με το πλαϊνό «παράθυρο». Όσον αφορά το τελευταίο, έχει πάχος μόλις 2,9 χιλ. κάτι που σημαίνει ότι χρειάζεται περισσότερη προσοχή γενικότερα για να αποφύγετε τυχόν δυσάρεστες εκπλήξεις (η εταιρεία συνήθως χρησιμοποιεί γυαλί πάχους 4 χιλ. ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση επιθυμούσε να μειώσει περαιτέρω το κόστος). Πρώτη επαφή Το νέο κουτί της be quiet! διαθέτει απλή, όμορφη και διαχρονική σχεδίαση χωρίς «πομπώδεις» και αχρείαστες σχεδιαστικές εμπνεύσεις που έχουν μοναδικό στόχο το εντυπωσιασμό. Με τη συγκεκριμένη πρόταση της, η be quiet! από ότι φαίνεται θέλησε να καλύψει όσο το δυνατόν περισσότερες απαιτήσεις, προσφέροντας χαρακτηριστικά που συνήθως συναντούμε σε ακριβότερα κουτιά χωρίς να επιβαρύνει σημαντικά το κόστος σε σχέση με την εισαγωγική της σειρά. Ένα χαρακτηριστικό που απουσιάζει πάντως από τη συγκεκριμένη σειρά κουτιών -χωρίς να αποτελεί μειονέκτημα- είναι η παντελής απουσία στοιχείων ή λωρίδων φωτισμού ARGB. Ο στόχος ήταν απλός: να υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ των σειρών Pure Base 501 και Pure Base 500 (η συγκεκριμένη σειρά διαθέτει λωρίδες φωτισμού ARGB που τρέχουν κατά μήκος της πρόσοψης) και να μειωθεί το κόστος κατασκευής χωρίς να επηρεαστούν χαρακτηριστικά ή η ποιότητα κατασκευής. Χαρακτηριστικά και δυνατότητες Το Pure Base 501 Airflow Window είναι ένα κουτί με διαχρονική, κλασική εμφάνιση που μπορεί να δεχτεί μικρού ή κανονικού μεγέθους μητρικές κάρτες (π.χ. mini-ITX, Micro ATX ή και ATX) και συστήματα υδρόψυξης με ψυγείο μεγέθους έως και 360mm αλλά και μεγάλου μήκους κάρτες γραφικών έως και 369 χιλ. Λάβετε υπόψη σας επίσης, ότι μπορείτε να εγκαταστήσετε ψύκτρες για τον επεξεργαστή με ύψος έως 178 χιλιοστών. Μεγαλύτερου ύψους «πύργοι» δεν θα χωρέσουν στο κουτί με κλειστό τα πλαϊνό κάλυμμα. Επίσης, όσον αφορά το σύστημα υδρόψυξης, μπορείτε να εγκαταστήσετε ένα σύστημα υδρόψυξης στο πίσω μέρος της πρόσοψης με ψυγείο έως 280 ή 360 mm ενώ στην οροφή, από το εσωτερικό, μπορούν να εγκατασταθούν ψυγεία μεγέθους 120 ή 240 mm. Το κουτί έρχεται με δύο προεγκατεστημένους ανεμιστήρες Pure Wings 3 140mm PWM (ένας στο πίσω μέρος και ένας στο μπροστινό τμήμα) ωστόσο συνολικά μπορεί να δεχτεί έως 6x ανεμιστήρες 120mm ή 5x ανεμιστήρες 140 mm. Για το μέγεθος του, το Pure Base 501 είναι ένα σχετικά άνετο κουτί που στον εξοπλισμό του περιλαμβάνει ακόμα και ξεχωριστό θάλαμο για το τροφοδοτικό ή τις αποθηκευτικές μονάδες. Ο απομονωμένος θάλαμος καθιστά αποτελεσματικότερη τη ροή του αέρα προς τα υπόλοιπα εξαρτήματα στον κύριο θάλαμο, μειώνει ελαφρώς τον παραγόμενο θόρυβο και βοηθά και στη διαχείριση των καλωδιώσεων, για τις οποίες, εξαιτίας του μεγέθους, δεν υπάρχουν και πολλές διευκολύνσεις. Στο πάνω μέρος διαθέτει ένα αφαιρούμενο -προσαρμόζεται μαγνητικά- διάτρητο πλαστικό πάνελ που καθαρίζει εύκολα. Το κουτί διαθέτει δύο ακόμη φίλτρα. Ένα στο κάτω μέρος -που αφαιρείται συρταρωτά από το μπροστινό τμήμα- και ένα στην πρόσοψη, μπροστά από τον ανεμιστήρα, το οποίο όμως δεν προσεγγίζεται αν δεν αφαιρεθεί εξ ολοκλήρου η πρόσοψη. Το δεξί πλαϊνό κάλυμμα διαθέτει παχύ ηχομονωτικό υλικό καλής ποιότητας που βοηθά σημαντικά με την ηχομόνωση. Στον κύριο θάλαμο και σε περίοπτη θέση, δίπλα από τη μητρική κάρτα, υπάρχει ένα έλασμα-bracket (το οποίο είναι αφαιρούμενο) στο οποίο μπορούν να τοποθετηθούν δύο αποθηκευτικές μονάδες 2,5”. Φαινομενικά, μπορούν να τοποθετηθούν πίσω από το mainboard δύο τουλάχιστον μονάδες SSD 2,5”. Στην πραγματικότητα ωστόσο και συνολικά ενδέχεται να «χωρέσουν» περισσότερες αποθηκευτικές μονάδες 2,5”. Σας αναφέραμε ότι μπορείτε επίσης να τοποθετήσετε την κάρτα κάθετα; Η εταιρεία μέσα στο σακουλάκι με τα παρελκόμενα παρέχει κάποια ξεχωριστά ελάσματα-brackets που αντικαθιστούν τα προεγκατεστημένα. Στο πίσω μέρος του κουτιού υπάρχουν απλώς τα απαραίτητα ανοίγματα και οπές και κάτω από τις οπές για τον πίσω ανεμιστήρα, υπάρχουν επτά (7x) υποδοχές για κάρτες επέκτασης. Το τροφοδοτικό «πατάει» σε τέσσερα μαξιλαράκια στο κάτω τμήμα του θαλάμου του, τα οποία απορροφούν συντονισμούς και κραδασμούς για μία περισσότερο ήσυχη λειτουργία. Για την εγκατάσταση του τροφοδοτικού, αρκεί να αφαιρέσετε το μεταλλικό πλαίσιο στο πίσω μέρος, να σύρετε συρταρωτά το τροφοδοτικό από την δεξιά πλευρά και στη συνέχεια να το ασφαλίσετε με τη βοήθεια του πλαισίου και των βιδών. Να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι εφόσον είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσετε τον κλωβό για τους δύο σκληρούς δίσκους 3,5” μπορείτε να εγκαταστήσετε ένα τροφοδοτικό με μήκος έως 180 χιλ. Αν μετακινήσετε τον κλωβό ελαφρώς προς την πρόσοψη (offset position) μπορούν να εγκατασταθούν τροφοδοτικά μήκους 200 χιλ. Ο κάτω θάλαμος, πέρα από το τροφοδοτικό φιλοξενεί όπως αναφέραμε και πιο πάνω και τον κλωβό για τις αποθηκευτικές μονάδες. Στον ειδικό κλωβό μπορούν να ασφαλίσουν με βίδες έως και 2x αποθηκευτικές μονάδες 2,5” ή 3,5”. Ο κλωβός με τη σειρά του ασφαλίζει στο πλαίσιο του κουτιού με χειρόβιδες. Δεν υπάρχουν και πολλές ευκολίες ή δυνατότητες για τη διαχείριση των καλωδίων και επομένως θα πρέπει να οπλιστείτε με αρκετή υπομονή, ειδικά αν το τροφοδοτικό σας δεν είναι full modular. Το front I/O panel περιλαμβάνει υποδοχή 3.5mm για ακουστικά και μικρόφωνο, δύο υποδοχές USB 3.2 Type-A και USB 3.2 Gen 2 Type-C και βεβαίως το Power Button, το Reset Button και μία ενδεικτική λυχνία LED για τη λειτουργία της αποθηκευτικής μονάδας. Τελικές σκέψεις Το νέο Pure Base 501 Airflow Windows της be quiet! είναι μία σχετικά ποιοτική κατασκευή, ειδικά αν σκεφτούμε ότι ανήκει στην εισαγωγική σειρά της. Είναι μία ωραία πρόταση που απευθύνεται σε χρήστες που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα κουτί μεσαίου μεγέθους που να προσφέρει περισσότερα από τα βασικά και ήσυχη λειτουργία. Η τιμή του θα μπορούσε να είναι και καλύτερη πάντως για αυτά που προσφέρει.
    1 πόντος
  41. Μετά το FRITZ!Box 6850 5G, το FRITZ!Repeater 3000 AX , το FRITZ!7530 AX τα FRITZ!Box 4060/4040, το FRITZ!Repeater 6000, το FRITZ!Repeater 1200 AX και το FRITZ!Repeater 3000 που ανέβηκαν στο παρελθόν στον πάγκο των δοκιμών, σειρά είχε να δούμε την αναβαθμισμένη έκδοση του FRITZ!Box 5530 Fiber που δεν είναι άλλο από το FRITZ!Box 5590 Fiber. Όπως έχουμε μάθει και από τα υπόλοιπα μοντέλα της AVM το 5590 μεταφράζεται ως: 55 επειδή είναι για τεχνολογία Fiber και το 90 επειδή είναι το καλύτερο και πιο δυνατό μοντέλο της σειράς. Το FRITZ!Box 5590 Fiber ήρθε για να αντικαταστήσει το FRITZ!Box 5491 που ήταν ο προκάτοχος του για το GPON όπως και του FRITZ!Box 5490 που ήταν για AON. Σήμερα θα δούμε αναλυτικά το FRITZ!Box 5590 Fiber. Αυτή η νέα και ενδιαφέρουσα πρόταση της AVM έρχεται να προστεθεί στην γκάμα των προϊόντων που μπορούν να μας προσφέρουν Internet μέσα από την δύναμη της οπτική ίνας. Για αρκετούς τα FTTH Modem Routers (ΟΝΤ) είναι κάτι άγνωστο. Για άλλους είναι μία πραγματικότητα που την ζουν κάθε μέρα αφού το FTTH έχει φτάσει στην περιοχή τους ενώ για άλλους είναι ένα "'όνειρο" και είναι στην αναμονή περιμένοντας το FTTH να γίνει διαθέσιμο. Πριν προχωρήσουμε στο Review θα πρέπει να αναφέρουμε μερικές τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με την τεχνολογία του FTTH και στην δική μας περίπτωση του GPON όπως και για το FRITZ!5590 Fiber. Αυτή η εισαγωγή είναι απαραίτητη για να λυθούν οι απορίες που θα προκύψουν. Ας ξεκινήσουμε: Στην Ελλάδα το FTTH που δίνουν οι πάροχοι είναι τεχνολογίας PON (Passive Optical Network) και υπάρχει και το AON (Active Optical Network). Το PON συγκεκριμένα είναι GPON δηλαδή Gigabit Passive Optical Network. Τι είναι τώρα το GPON και πως λειτουργεί. Με πολύ απλά λόγια από την πλευρά του παρόχου υπάρχει ένα OLT (Optical Line Terminal) το οποίο είναι το "μηχάνημα" που πάνω σε αυτό έχουν συνδεθεί οι οπτικές ίνες που φέρνουν το Internet στο σπίτι μας και στο ONT (Optical Network Terminal). Ενδιάμεσα από το OLT και το ONT υπάρχουν Passive Optical Splitters. Τι κάνουν αυτά: Τα Passive Optical Splitters δέχονται μία οπτική ίνα ως Input και βγάζουν πολλές ίνες ως Output. Οπότε από το OLT μπορεί να έχουμε πχ 10 ίνες οι οποίες όμως δεν θα πάνε σε 10 σπίτια αλλά η κάθε μία από αυτές μπορεί να πάει σε ένα passive optical splitter που το χωρίζει σε 32 ίνες. Έτσι σε μία ίνα αντί για 1 συνδρομητή μπορεί να είναι 32 συνδρομητές. Πάμε τώρα σε αυτό που ενδιαφέρει στην πράξη εμάς τους τελικούς χρήστες. Εφόσον μία οπτική ίνα εξυπηρετεί 32 συνδρομητές πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνει διαχωρισμός ποιος συνδρομητής είναι ποιος. Οπότε το κάθε ONT έχει ένα μοναδικό ID που συνήθως αναφέρεται πάνω στο ίδιο το ONT. Στην περίπτωση του FRITZ!Box 5590 το ID είναι της μορφής AVMG xxxx xxxx. Για να αναγνωριστεί και να "συγχρονίσει" το ONT πάνω στην οπτική ίνα πρέπει ο πάροχος να το δηλώσει στο OLT. Αν δεν το δηλώσει τότε δεν θα γίνει ποτέ το Connection. Με την ισχύουσα νομοθεσία στην Ελλάδα που αναφέρει ότι ο πάροχος πρέπει να υποστηρίζει οποιοδήποτε Modem Router, θα νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα FTTH Modem Router κοινώς ένα ONT και να δώσουμε στον πάροχο μας το ID και να είμαστε έτοιμοι για surfing. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Στην περίπτωση του FTTH ο πάροχος δεν θα δεχτεί να περάσει το ID του ONT ώστε να γίνει η σύνδεση. Μας δίνει ένα δικό του ONT το οποίο απλά μετατρέπει την οπτική ίνα σε Ethernet και μετά μας δίνει την επιλογή να εγκαταστήσουμε οποιοδήποτε Router επιθυμούμε αρκεί να έχει WΑΝ Port. Στην παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε ένα HUAWEI ONT το οποίο απλά μετατρέπει την οπτική ίνα σε Ethernet. Που θέλουμε να καταλήξουμε. Τo FRITZ!Box 5590 Fiber λειτουργεί και ως ONT αλλά ταυτόχρονα έχει και WΑΝ Port για να εγκατασταθεί ως Router. Την παρούσα στιγμή δεν μπορούμε λόγω των περιορισμών να εγκαταστήσουμε το FRITZ!Box 5590 Fiber ως ONT αλλά μόνο ως Router. Θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε όλα τα χαρακτηριστικά του εν λόγω CPE αλλά η διασύνδεση θα είναι με το ONT που μας έχει δώσει ο πάροχος και όχι απευθείας με την οπτική ίνα πάνω στο FRITZ!Box 5590 Fiber. Την δεδομένη στιγμή που γράφεται το παρόν Review μόνο η Cosmote δίνει το FRITZ!Box 5530 Fiber στις συνδέσεις 1Gbit χωρίς την χρήση ξεχωριστού ONT. Στο μέλλον ας ελπίσουμε ότι θα αλλάξουν κάποια πράγματα στην νομοθεσία και θα μπορεί ο χρήστης να χρησιμοποιήσει το FRITZ!Box 5590 Fiber χωρίς ONT. Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε το SFP που έχει το FRITZ!Box 5590 Fiber το οποίο είναι για GPON και πρέπει να συνδεθεί με οπτική ίνα LC-APC και όχι SC-APC που δέχονται τα ONT των ελληνικών παρόχων. Σε αυτό το Review θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες που μας προσφέρει το FRITZ!Box 5590 Fiber. Οι ρυθμίσεις και η παραμετροποίηση δεν αλλάζουν σε κάτι συγκριτικά με τα υπόλοιπα FRITZ!Box λόγω του ενιαίου FRITZ!OS 7 που είναι εγκατεστημένο στις συσκευές. Οπότε οποιοδήποτε μοντέλο και να έχει ήδη στην κατοχή του ο χρήστης από αυτήν την σειρά αλλά και την προηγούμενη, το Web Interface είναι ακριβώς το ίδιο. Υπάρχει η ίδια ευκολία ρυθμίσεων (Mesh, WPS) για τον αρχάριο χρήστη που μπορεί να μην κατέχει πολλές γνώσεις. Οι δυνατότητες που διαθέτει είναι πάρα πολλές όπως θα δούμε και επίσης αναβαθμίζονται συνεχώς. Το μόνο που θα χρειαστεί για την εγκατάσταση του είναι μια μια παροχή ρεύματος και να τρέξουμε την αυτοματοποιημένη διαδικασία. Μέσα σε 2-3 λεπτά είναι έτοιμο για χρήση. Η AVM για όποιον δεν γνωρίζει διαθέτει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων όπως VDSL2/ADSL2+/4G/5G/FTTH Routers, Powerlines, WiFi Sticks, DECT Phones(FON), Repeaters όπως και συσκευές για Radiator Control, Power Outlets. Ιδρύθηκε το 1986, έχει έδρα το Βερολίνο και το 2021 απασχολούσε 880 υπαλλήλους. Το 2021 πραγματοποίησε τζίρο 570 εκατομμύρια ευρώ. Τo τμήμα υποστήριξης όπως και το τμήμα κατασκευής βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ τα προϊόντα της εταιρείας συνοδεύονται από 5 χρόνια εγγύησης. Η AVM είναι ένας από τους κορυφαίους κατασκευαστές προϊόντων στην Ευρώπη για ευρυζωνικές και ψηφιακές συνδέσεις. To όνομα AVM όλοι το γνωρίζουν πλέον μετά από τόσα χρόνια και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι συνώνυμο με την πρωτοπορία, την αξιοπιστία και την τεχνολογική υπεροχή. Διαθέτει το ευέλικτο λειτουργικό σύστημα FRITZ!OS που είναι σήμα κατατεθέν της AVM. Το πρώτο μου προϊόν από την AVM ήταν ενα Bluetooth ISDN που για την εποχή του ήταν πολύ "μπροστά". Η AVM με λίγα λόγια, απλά ξεφεύγει από το μέσο όρο των συμβατικών Routers που κατακλύζουν την αγορά. Φέτος η AVM κλείνει και τα 20 χρόνια στην αγορά. https://en.avm.de/about-avm/press/press-releases/2024/03/20-years-of-fritzbox-the-heart-of-the-digital-home-is-celebrating-its-birthday H AVM ακόμα και όταν βγάλει ένα νεότερο προϊόν συνεχίζει να αναβαθμίζει και τα παλιότερα μοντέλα. Έτσι ξέρουμε ότι τα χρήματα που θα διαθέσουμε για την αγορά του εξοπλισμού δεν θα πάνε χαμένα λόγω ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα βγει νεότερο μοντέλο. Επίσης κάτι που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι αντίθετα με άλλες εταιρείες δεν υπάρχουν ΣΥΝΗΘΩΣ Version 1 , Version 2, Version 3. Το τονίζουμε αυτό διότι πολλές εταιρείες βγάζουν το ίδιο προϊόν σε νέο Version με αποτέλεσμα να σταματάει η υποστήριξη μετά από λίγο καιρό στο παλιό Version. Και επειδή το Hardware είναι διαφορετικό έχουν και άλλα Firmware. Στην AVM ακόμα και να υπάρξει Version 2 θα αναβαθμιστεί κανονικά και το Version 1. Αυτό διότι το FRITZ!OS 7 είναι ένα ολοκληρωμένο λειτουργικό που θα προσφέρει στην συσκευή μας όλες τις αναβαθμίσεις που θα πάρουν και οι υπόλοιπες. Φανταστείτε το ως Windows που απλά τα εγκαθιστούμε σε οποιονδήποτε υπολογιστή θέλουμε. Τέλος, υπάρχει δωρεάν υποστήριξη από την AVM μέσω E-mail. Τι είναι το FTTH; Θα το εξηγήσουμε με πολύ απλά λόγια: To Fiber to the Home (οπτική ίνα μέχρι την κατοικία) ή FTTH είναι μια FTTx τεχνολογία (δηλαδή μια αρχιτεκτονική σύνδεσης σε δίκτυο Οπτικών ινών), στην οποία η οπτική ίνα φτάνει μέχρι το χώρο (κατοικίας ή εργασίας) του τελικού χρήστη. Το FTTH έρχεται έτσι σε αντίθεση με μεθόδους όπως οι Fiber to the Building (FTTB), Fiber to the Node (FTTN), Fiber to the Curb (FTTC), ή Hybrid Fibre-Coaxial (HFC), στις οποίες χρησιμοποιείται κάποιο παραδοσιακό φυσικό μέσο (όπως χάλκινα ή ομοαξονικά καλώδια) για το τελευταίο μίλι (Last Mile). To FTTH, λόγω του ότι χρησιμοποιεί 100% οπτικές ίνες, μπορεί να πετύχει πάρα πολύ υψηλούς ρυθμούς μετάδοσης δεδομένων. Unboxing FRITZ!Box 5590 Fiber Η πρώτη μας έκπληξη ήταν ότι είναι λίγο μεγαλύτερο σε διαστάσεις συγκριτικά με τα περισσότερα FRITZ!Βox που έχουμε κάνει Review. Το μέγεθος του δηλαδή είναι 254 x 63 x 191 mm συγκριτικά με το FRITZ!Box 7530 AX που είναι 200 x 45 x 152 mm. Για όποιον έχει το FRITZ!Box 7590 AX τότε είναι ακριβώς το ίδιο μέγεθος. Λογικό το μεγαλύτερο μέγεθος αφού και τα Interfaces είναι πολύ περισσότερα συγκριτικα με το FRITZ!Box 7530 AX αλλά και το μικρότερο μοντέλο που είναι το FRITZ!Box 5530 Fiber. To FRITZ!Box 5590 Fiber έρχεται σε μία όμορφη συσκευασία, με το μπλε χρώμα να κυριαρχεί όπως μας έχει συνηθίσει η AVM σε όλα τα προϊόντα της. Η συσκευασία είναι από σκληρό χαρτόνι. Στην μπροστά πλευρά βλέπουμε το FRITZ!Box 5590 Fiber, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, που είναι υποστήριξη Fiber Optics, Wireless Dual Band, Gigabit Lan, Dect, Usb, 2.5Gbit Wan κτλ. Aναγράφεται με μεγάλα γράμματα ότι είναι NEW Version Wi-Fi 6. Είναι Dual Radio και θα αναφερθούμε σε αυτό πιο αναλυτικά παρακάτω. Στην πίσω πλευρά σε διάφορες γλώσσες (δεν υπάρχουν ελληνικά) αναφέρονται πιο αναλυτικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως και με ποιες συσκευές της AVM μπορεί να συνδυαστεί, όπως ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Fon και άλλα. Στην πάνω και κάτω πλευρά αναγράφεται το μοντέλο όπως υπάρχει και το Logo FRITZ!, ενώ στην δεξιά πλευρά αναγράφονται τα πλεονεκτήματα του όπως και τα περιεχόμενα της συσκευασίας που θα δούμε και σε φωτογραφίες στην συνέχεια του Review. Στην αριστερή πλευρά αναφέρονται κάποιες υποσημειώσεις όπως Modem ID και ότι είναι η έκδοση με SFP GPON. Παρότι είναι το μόνο FRITZ!Box που δεν γράφει πάνω ότι έχει 5 χρόνια εγγύηση στην πράξη ισχύει η 5ετής εγγύση που έχουν άλλωστε όλα τα FRITZ!Box που είναι και η μεγαλύτερη που έχουμε δει σε δικτυακά προϊόντα. Συνεργάζεται με όλα τα Mesh προϊόντα της AVM για να έχει ο χρήστης ένα ενιαίο δίκτυο, με εύκολη διαχείριση και παραμετροποίηση. Ας δούμε τι κρύβεται μέσα στο κουτί: Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε το εγχειρίδιο χρήσης, που αναγράφονται τα βήματα της εγκατάστασης με εικόνες και κείμενα σε διάφορες γλώσσες. Δεν υπάρχει ούτε εδώ η ελληνική γλώσσα, αλλά όπως και στα άλλα προϊόντα της AVM οι εικόνες βοηθούν πάρα πολύ στην εγκατάσταση. Συνοδεύεται από ένα καλώδιο Ethernet 1.5m, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με τις κατηγορίες των προϊόντων που έχει η AVM, μία καρτέλα με τα στοιχεία για το WiFi (SSID, Network Key και FRITZ!Box Password) και ένα ενημερωτικό φυλλάδιο σχετικά με την απόρριψη των ηλεκτρονικών συσκευών. Στην καρτέλα για το WiFI υπάρχουν κενά πεδία, που αντίστοιχα μπορούμε να γράψουμε τα δικά μας SSID, Network Key και FRITZ!Box Password, ώστε να τα θυμόμαστε. Και φυσικά το FRITZ!Box 5590 Fiber σε λευκό/κόκκινο χρώμα, με το τροφοδοτικό του. Επίσης αναγράφονται πληροφορίες για τα LED του. Συνοδεύεται από πενταετή εγγύηση, όπως όλα τα προϊόντα της AVM. Δεν υπάρχει αναλυτικό εγχειρίδιο για την συσκευή σε Cd ή σε έντυπη μορφή, το οποίο δεν θεωρείται αρνητικό, αφού τα εγχειρίδια είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Επιπλέον μέσα στo Web Interface του FRITZ!Box υπάρχουν οδηγίες/επεξηγήσεις για όλες τις επιλογές. Η πάνω πλευρά εκτός από τα ενδεικτικά LED, (στα οποία μπορούμε να ρυθμίσουμε την φωτεινότητα τους) έχει και τα πλήκτρα για συγκεκριμένες λειτουργίες όπως και θύρες εξαερισμού. Η κάτω πλευρά είναι όλο θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε η μπροστινή πλευρά να είναι ανασηκωμένη ελαφρώς, αφήνοντας ένα μικρό κενό στο κάτω μέρος, για την αποτελεσματική ψύξη του, ακόμα και το καλοκαίρι που οι θερμοκρασίες ενδέχεται να είναι υψηλές. Η συσκευασία έρχεται με ταινία ασφαλείας. Στο Site της AVM για κάθε προϊόν πέρα από το Manual υπάρχουν και FAQ για να λύσουν τυχόν απορίες σχετικά με τα Features και την παραμετροποίηση της συσκευής. Το Manual μπορεί κανείς να το κατεβάσει από το: https://assets.avm.de/files/docs/fritzbox/fritzbox-5590/fritzbox-5590_man_en_GB.pdf ενώ το Quick Guide είναι διαθέσιμο εδώ: https://assets.avm.de/files/docs/fritzbox/fritzbox-5590/fritzbox-5590_qig_en_GB.pdf Στο Υoutube μπορούμε να δούμε τις δυνατότητες για τα FRITZ! προϊόντα. https://www.youtube.com/fritzboxenglish Το FRITZ!Box 5590 FIber παρότι είναι για FTTH όπως και το FRITZ!Box 5530 Fiber στην πράξη έχει μερικές αναβαθμίσεις συγκριτικά με το δεύτερο. Συγκεκριμένα εδώ μπορούμενα δούμε τις διαφορές τους και για ευκολία ακολουθεί ένα Screenshot. Την παράσταση κλέβει η 2.5Gbit Wan θύρα. Και υπάρχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Tο FRITZ!Box 5491 Fiber ήταν για GPON ενώ το FRITZ!Box 5490 Fiber για AON. Πλέον δεν χρειάζονται δύο διαφορετικά μοντέλα. Το FRITZ!Box 5590 Fiber είναι ένα και αναλόγως το SFP που θα εγκαταστήσουμε μπορεί να λειτουργήσει και σε GPON αλλά και σε AON. Το Easter Egg θα το αναφέρουμε πιο μετά γιατί υπάρχει ακόμα ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Close up στις Gigabit Lan που μπορεί να συνδεθεί μία συσκευή. Από αριστερά προς τα δεξιά έχουμε. SFP Connector, Fon1/Fon2, 2.5Gbit Wan, 4 x Gigabit Lan, Power Connector και μία USB 3.0. Στην μπροστινή πλευρά υπάρχουν τα ενδεικτικά LED και τα αντίστοιχα κουμπιά για διάφορες λειτουργίες. Πχ ενεργοποίηση του (WPS). Αναλόγως το χρώμα και αν αναβοσβήνουν μας δίνουν πληροφορίες για την σύνδεση. Στο πάνω και στο κάτω μέρος έχει τις θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Δεν υπάρχουν ενοχλητικά ανεμιστηράκια να δουλεύουν και να μας ενοχλούν σε περίπτωση που το έχουμε τοποθετήσει στο δωμάτιο μας. Το τροφοδοτικό του μάρκας Ktec είναι 12 Volt και 2,5 Amps (30W). Σε ένα μικρό Sticker στο κάτω μέρος υπάρχει το SSID, το Network Key το Default FRITZ!Box Password και το Modem ID. Αξίζει να σημειωθεί ότι όση ώρα το δοκιμάσαμε, η θερμοκρασία παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα. Παρακάτω θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά του FRITZ!Box 5530 Fiber , πως το παραμετροποιούμε και τι μας προσφέρει. FRITZ!Box 5590 Fiber. Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί ONT (εφόσον αλλάξει κάτι στην νομοθεσία). PBX για μια μικρή εταιρεία ώστε να μην χρειαστεί αγορά ξεχωριστού τηλεφωνικού κέντρου. 4G, 5G Dongle ως backup σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα της οπτικής ίνας. NAS, Media Server, Fax, Τηλεφωνητής. Χρήσιμα Feature για μια εταιρεία. Usb εκτυπωτής ο οποίος μπορεί με το FRITZ!Box να μετατραπεί σε δικτυακό. Οι χρήσεις είναι πάρα πολλές και μπορούν να γίνουν όλες ταυτόχρονα. Τεχνικά Χαρακτηριστικά FRITZ!Box 5590 Fiber Ασύρματο router με υποστήριξη AON, GPON and XGS-PON. (ΑΟΝ ΙTU-T G.652; IEEE 802.3ah-2004 1000BASE-BX10)/(GPON ITU-T G.984.2/984.5)/(XGS PON ITU-T G.9807) 4 x Gigabit Lan (10/100/1000) Wi-Fi 6 up to 2400 Mbit/s (5GHz) Wi-Fi 6 up to 1200 Mbit/s (2.4GHz) Dual Wireless Radios 1 x 5 GHz and 1 x 2.4 GHz (802.11 ac/n/g/a). Ταυτόχρονη χρήση και των δύο Band. 4 x 4 Wi-Fi 6 with MIMO Mesh WiFi WPA2/WPA3 encryption Wi-Fi Protected Setup (WPS) Μέση κατανάλωση 12 Watt Push Service Led on/off Διαστάσεις 254 x 63 x 191 mm Eco Mode, Energy Saving Smart Steering και CrossBand Repeating Fritz!OS Maximum Transmitter Power. Αν δεν θέλουμε το WiFi να εκπέμπει στο 100% μπορούμε να ελαττώσουμε το ποσοστό εκπομπής IPv6 Χαμηλή κατανάλωση 2 x USB 3.0 2 x FXS. (2 x RJ11 , 1 x TAE) Media Server Κουμπί Wlan για απενεργοποίηση/ενεργοποίηση του WiFi Dect Base Station with HD Telephony. Up to six cordless telephones IP-based Telephony Dect ULE, Han Fun Υποστήριξη VPN, Firewall, DynDns, IPv6, Parental Control, Guest Network, WOL FRITZ!OS με υποστήριξη FRITZ!NAS, MyFRITZ!. Η AVM εξασφαλίζει την ασφάλεια και προσθέτει νέες λειτουργίες και αναβαθμίσεις με καινούρια Firmwares, ακόμα και για παλαιότερα μοντέλα, ώστε να είναι up to date Δυνατότητες Fax to Mail, FRITZ!App Fon για iOS και Android Υποστήριξη Eco Mode, DECT Eco, Energy Saving αναλόγως το ποιες λειτουργίες του FRITZ!Box χρησιμοποιούμε, για ελαχιστοποίηση στην κατανάλωση FRITZ!App Fon Stateful Packet Inspection Firewall DLNA/UPnP AV Wake on Lan over the internet FRITZ!Box 5590 Fiber. Τι μας προσφέρει Λειτουργία ONT/Wan Router Ασύρματη σύνδεση με Tablets και Smartphones και ενσύρματη ή ασύρματη σύνδεση με έναν ή περισσότερους υπολογιστές. Parental Control για τον περιορισμό της χρήσης του Internet, με την χρήση διαφόρων προφίλ. Υποστήριξη DynDns, σε περιπτώσεις απομακρυσμένης πρόσβασης σε συσκευές συνδεδεμένες στο FRITZ!Box 5590 FIber. QoS (Quality Of Service). Υποστήριξη VPN (IPSec) για απομακρυσμένη διαχείριση. Υποστήριξη IPV6. Mesh networking: Μέσα από το Web Interface μπορεί να γίνει κεντρική διαχείριση όλων την συνδεδεμένων συσκευών FRITZ. Παραμετροποίηση του ως Mesh Repeater. Το FRITZ!Box με ένα USB Stick συνδεδεμένο στη μία εκ των δύο USB 3.0 θύρα. Δυνατότητα δημιουργίας Guest Network όπως και δημιουργία κανόνων στο Parental Control, ώστε να ελέγχουμε την πρόσβαση στο Internet και το δίκτυο. Push Service για ενημέρωσή με E-mail για την χρήση του, όπως και τυχόν αλλαγές στο Configuration. Τέσσερις Gigabit Ethernet και Dual Band WiFi για γρήγορες μεταφορές δεδομένων ανάμεσα στους υπολογιστές, Smartphone, Tablets, ενσύρματα και ασύρματα. 2 θύρες USB 3.0 που μπορούμε να συνδέσουμε ένα USB εκτυπωτή ώστε να γίνει δικτυακός και να μπορούν όλες οι συσκευές στο δίκτυο να εκτυπώνουν. Εναλλακτικά μπορεί να συνδεθεί ένας USB σκληρός δίσκος ή ένα USB Stick ώστε να χρησιμοποιείται για αποθήκευση από όλους τους χρήστες και να υπάρχει ακόμα και απομακρυσμένη πρόσβαση στο Nas Storage, σε περίπτωση που είμαστε εκτός χώρου και χρειαζόμαστε πρόσβαση στα αρχεία. Με το FRITZ!Nas ορίζουμε τους χρήστες και τα δικαιώματα που θα έχουν για την πρόσβαση στο Nas Storage. Η Usb μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με USB 4G, 5G Dongle. Wan Port 2.5Gbit Στην FXS, μπορεί να συνδεθεί αναλογική τηλεφωνική συσκευή ή ένα PSTN PBX. DECT Base Station με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 ασύρματων συσκευών DECT είτε της AVM είτε ενός τρίτου κατασκευαστή, αρκεί να συνεργάζονται. Δυνατότητα του FRITZ!Box να λειτουργεί ως PBX. Είτε χρησιμοποιήσουμε την FXS, είτε το DECT Base Station, μπορούμε την VoIP τηλεφωνία να την δρομολογήσουμε όπου επιθυμούμε. Η κάθε μία συσκευή θα έχει ένα εσωτερικό νούμερο ώστε να μπορεί να γίνει μεταφορά της κλήσης, από την μία τηλεφωνική συσκευή στη άλλη. Και για όσους δεν σηκώνονται το πρωί, μια τηλεφωνική συσκευή πάνω στο FRITZ!Box μετατρέπεται σε ξυπνητήρι και αρχίσει να κουδουνίζει την ώρα που επιθυμείτε εσείς. Λειτουργία Fax to Mail. Δεν υπάρχει λόγος να γίνεται σπατάλη χαρτιού και μελανιού/toner για τα Fax. Το Fax μετατρέπεται σε E-mail και αποστέλλεται στο E-mail που επιθυμεί ο χρήστης. Με το FRITZ!APP Fon, ένα Smartphone μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασύρματη τηλεφωνική συσκευή και να πραγματοποιεί, δέχεται κλήσεις με ασφάλεια (VPN) είτε από το τοπικό δίκτυο είτε από το απομακρυσμένο. Δεν χρειάζεται πλέον να γίνεται εκτροπή για να μην χάνουμε τις κλήσεις, δεν χρειάζεται να διαθέτουμε ασύρματο τηλέφωνο στο χώρο μας. Απλά ένα Smartphone. Υποστηρίζει συσκευές για SMART HOME. Η διαχείρισή τους, μπορεί να γίνει από το τοπικό αλλά και από το απομακρυσμένο δίκτυο. Υπάρχουν Smart Plugs, όπως το FRITZ!DECT 200 που είδαμε σε προηγούμενο Review, το FRITZ!DECT 301 που είναι ένα Smart Radiator για να ρυθμίζεται την θερμοκρασία του χώρου σας πριν ακόμα φτάσετε εκεί ή και το FRITZ!DECT 500 που είναι μια Smart λάμπα. Επιπρόσθετα το FRITZ!DECT 440 που είναι ένας τετραπλός διακόπτης που μπορούμε να ορίσουμε διαφορετικές λειτουργίες για κάθε κουμπί. Υποστηρίζει Media Server/Web Radio/Podcast, ώστε να βλέπετε τις αγαπημένες σας ταινίες ή να ακούτε την μουσική σας κάνοντας Streaming κατευθείαν από τον USB σκληρό δίσκο/USB Stick που έχετε συνδέσει στις USB 3.0 του FRITZ!Box. Με Gigabit Ethernet και WiFi με συνολικό Bandwidth 3600Mbits (2400+1200) το Streaming ακόμα και στα 4K γίνεται πανεύκολα. Τι κρύβεται στο εσωτερικό της συσκευής Δεν θα άντεχα να μην μπω στον πειρασμό να ανοίξω τα πλαστικά του FRITZ!Box ώστε να δω τι κρύβεται μέσα του. Μετά την αφαίρεση των πλαστικών βλέπουμε το παρακάτω. Στα αριστερά και δεξιά εκεί που ενώνονται το μαύρο, μπλέ, άσπρο καλώδιο είναι οι Antennas. Ομολογώ ότι είναι το πρώτο μοντέλο της FRITZ που ανοίγω και βλέπω ψύκτρα. Μία μαύρη μεγάλη ψύκτρα καλύπτει πολλά Components. Η ψύξη είναι παθητική ώστε να μην χρειαστούν Fan για την ψύξη. Ότι τοποθετήθηκε ψύκτρα από την άλλη είναι απολύτως λογική. Τα SFP γενικότερα σε λειτουργία αναπτύσσουν αρκετά μεγάλη θερμοκρασία συν την επιπλέον θερμοκρασία από το WiFi Module κτλ κτλ. Mesh Networking To FRITZ!Os 7 υποστηρίζει Mesh Networking. Μέσα από το Web Interface υπάρχει όλη η τοπολογία του δικτύου με τις συνδεδεμένες συσκευές στις οποίες άμα κάνουμε κλικ θα μας δρομολογήσει στο Web Interface τους. Οι συνδεδεμένες συσκευές μπορεί να είναι ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Dect, ένα FRITZ!Powerline μέχρι και ένα δεύτερο FRITZ!Box. Έτσι το Mesh Networking μας βοηθάει στην κεντρική διαχείριση όλων των FRITZ! συσκευών από μία σελίδα, όπως και λόγω των Features του Mesh Networking, οι ρυθμίσεις που έχουμε κάνει στο FRITZ!Box, για παράδειγμα στην καρτέλα Wireless μπορούν να μεταφερθούν απευθείας στο FRITZ!WLAN Repeater ή στο FRITZ!Powerline. Επιπλέον δεν χρειάζεται να συνδεθούμε στην κάθε συσκευή, για να εγκαταστήσουμε ένα νεότερο Firmware. Αν υπάρχει νεότερο Firmware θα μας το εμφανίσει αυτόματα και απλά πατάμε το Update για να γίνει εγκατάσταση. Η λειτουργία για Update του Firmware δεν ισχύει μόνο για τις συνδεδεμένες συσκευές στο FRITZ!Box αλλά και για το ίδιο το FRITZ!Box. Αν έχουμε ένα Guest Network θα μεταφερθούν οι ρυθμίσεις σε όλο το Mesh Network. Το Mesh Networking, αρχίζει και "μπαίνει" όλο και περισσότερο στην ζωή μας με τις περισσότερες εταιρείες να βγάζουν καινούρια προϊόντα ή αναβαθμίσεις για τα υπάρχοντα, ώστε να υπάρχει υποστήριξη. Όπως βλέπουμε στην παρακάτω φωτογραφία στην καρτέλα Mesh, υπάρχει ένα σχεδιάγραμμα τι έχει συνδεθεί που και με ποιο τρόπο. Εδώ θα εμφανιστούν όχι μόνο οι ασύρματες συσκευές που έχουν συνδεθεί όπως στην περίπτωση μας ένα Laptop και ένα Smartphone αλλά και όλες οι συσκευές της AVM. Επίσης αν ανιχνευτεί αυτόματα καινούριο Firmware μας το εμφανίζει και απλά πατάμε (όπως και έγινε) το κουμπί Perform Update ώστε να αναβαθμιστεί στην τελευταία έκδοση. Tο Mesh Networking δεν έχει περιορισμούς. Δημιουργήθηκε για να καλύψει από ένα μικρό χώρο, που θα χρειαστεί μόνο ένα Powerline ή ένα Repeater, μέχρι πολύ μεγάλους χώρους που θα χρειαστούν πολλά Powerlines , Repeaters, Access Points ώστε να υπάρχει συνολική κάλυψη. Μερικά από τα χαρακτηριστικά του Mesh Network σε συνδυασμό με τα FRITZ! Μέσα από το FRITZ!Box μπορούμε να δούμε την τοπολογία του δικτύου μας. Όλες οι FRITZ συσκευές εμφανίζονται σε ένα ενιαίο σχέδιο. Με μία ματιά βλέπουμε που και πως έχει συνδεθεί η συσκευή μας, ποια συσκευή είναι και την IP που έχει πάρει. Αν υπάρχει αναβάθμιση για μία FRITZ συσκευή θα εμφανιστεί το κουμπί για να την κάνουμε Update. Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε για Firmware, δεν χρειάζεται να πάμε στο Web Interface της κάθε συσκευής για να γίνει το Update. Απλά πατάμε το Update και όλα τα υπόλοιπα γίνονται αυτόματα. Με την χρήση του Mesh και του WPS όλες οι ρυθμίσεις που έχουμε πραγματοποιήσει στο FRITZ!Box θα περαστούν αυτόματα και στις υπόλοιπες πχ το Guest Network κτλ. Ταυτόχρονα θα υπάρχει ένα SSID. Όλο το δίκτυο και όλες οι συσκευές θα αποτελούν μέρος αυτού του δικτύου. Δεν χρειάζεται να αλλάζουμε δίκτυο κάθε φορά που μετακινούμαστε στο χώρο. Το Smart Roaming θα μας συνδέσει αυτόματα στο ασύρματο δίκτυο που έχει το καλύτερο σήμα. Υποστηρίζονται οι τεχνολογίες Smart Steering, WiFi Steering και CrossBand Repeating. Όλα εύκολα και απλά. Με απλά λόγια το FRITZ θα αποφασίσει με βάση το φόρτο του δικτύου και άλλες παραμέτρους αν μια Dual Band συσκευή θα πρέπει να αλλάξει Band για καλύτερη απόδοση του δικτύου. Και με το WiFi Steering αν έχουμε πολλαπλές συσκευές FRITZ, τότε η ασύρματη συσκευή μας θα συνδέεται κάθε φορά αυτόματα στο WiFi που έχει το καλύτερο σήμα ώστε να έχουμε μέγιστες αποδόσεις. Το Mesh δίκτυο μπορεί να αποτελείται από ένα FRITZ!Box και ένα FRITZ!Repeater για ένα μικρό χώρο μέχρι πολλά FRITZ!Repeaters, FRITZ!Powerlines για ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο. Άτομα κάθε ηλικίας που δεν έχουν πολλές γνώσεις μπορούν εύκολα και απλά να δημιουργήσουν το δικό τους δίκτυο στο σπίτι χωρίς να χρειαστεί να κάνουν πολύπλοκες ρυθμίσεις ή να ζητήσουν βοήθεια από έναν εξειδικευμένο τεχνικό. Εγκατάσταση/Παραμετροποίηση Η εγκατάσταση είναι αρκετά εύκολη και τα βήματα που πρέπει να πραγματοποιηθούν, είναι τα παρακάτω: ΠΡΟΣΟΧΗ. Τα βήματα αναφέρονται στην εγκατάσταση ως Router με την χρήση της Wan Port και όχι ως ONT. Σύνδεση του τροφοδοτικού με το FRITZ!Box 5590 Fiber με μία διαθέσιμη πρίζα ρεύματος. Σύνδεση του FRITZ!Box 5590 Fiber με τον υπολογιστή μας με Fast/Gigabit Ethernet ή με WiFi με τα στοιχεία SSID/Wlan Network Key που αναγράφονται στην καρτέλα που υπάρχει στην συσκευασία. Η παραμετροποίηση μπορεί να γίνει και από Smartphone, Tablet, ή Laptop. Από τον browser ανοίγουμε την διεύθυνση http://fritz.box ή την IP 192.168.178.1 για να συνδεθούμε με το Web Interface με τον κωδικό FRITZ!Box Password που υπάρχει στην καρτέλα. Αυτόματα τρέχει ο Wizard για την αναγκαία παραμετροποίηση. Παραμετροποιούμε με την χρήση της Wan Port όπως και τη VoIP τηλεφωνία. Υπάρχει και δυνατότητα παραμετροποίησης του εξοπλισμού και από το Smartphone ή το Tablet μας με το MyFRITZ!App. Με το MyFRITZ!App έχετε εύκολη και ασφαλή πρόσβαση στο FRITZ!Box και στο οικιακό σας δίκτυο στο σπίτι ή εν κινήσει. Μέσω της προστατευμένης, ιδιωτικής σύνδεσης VPN, μπορείτε να έχετε πρόσβαση και να ελέγχετε τις συσκευές και τα δεδομένα στο οικιακό σας δίκτυο. Η εφαρμογή σας ειδοποιεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα για κλήσεις, φωνητικά μηνύματα και άλλα συμβάντα. Απολαύστε πρόσβαση από κινητά από παντού στις φωτογραφίες, τη μουσική και άλλα δεδομένα που είναι αποθηκευμένα στο FRITZ!Box σας. Επιπρόσθετα υπάρχουν πολλά Apps για smartphones πχ FRITZ!App Fon από την AVM ώστε να εκμεταλλευτούμε το FRITZ!Box ακόμα περισσότερο. FRITZ!App Wlan To FRITZ!App Wlan είναι ένα Application για Smartphones το οποίο μας προσφέρει αρκετές δυνατότητες για το ασύρματο δίκτυο. Μπορούμε να δούμε σε ποια συσκευή FRITZ! είμαστε συνδεδεμένοι και ας έχει όλο το δίκτυο το ίδιο SSID. Θα μας βοηθήσει να αξιολογήσουμε αν το FRITZ!Repeater , FRITZ!Box είναι στην κατάλληλη θέση για να πετύχουμε την μέγιστη ταχύτητα ή αν χρειάζεται να το μετακινήσουμε αλλού. Μας εμφανίζει ποιες συσκευές δεσμεύουν ποια κανάλια και επιπρόσθετα μας δίνεται η δυνατότητα να τρέξουμε μετρήσεις ταχύτητας στο WiFi. Με τις μετρήσεις αυτές θα γνωρίζουμε αν η συσκευή είναι στο σωστό σημείο σε σύγκριση με το FRITZ!Box ή το FRITZ!Repeater και ποια είναι η μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να επιτευχθεί στα 2.4GHz και στα 5Ghz από εκείνο ακριβώς το σημείο. Web Interface FRITZ!Box 5590 Fiber Η Default IP για το Web Interface είναι η 192.168.178.1, που μπορούμε να συνδεθούμε με Ethernet ή με WiFi. Την πρώτη φορά που θα συνδεθούμε και αφού διαλέξουμε την γλώσσα που επιθυμούμε μας ζητάει να βάλουμε το Password. Μετα το Password θα ξεκινήσει αυτόματα ο Wizard, που θα μας ρωτήσει σε ποια χώρα βρισκόμαστε. Αφού διαλέξουμε Greece, κάνει ένα Reboot και μετά συνεχίζει ο Wizard, που μας ρωτάει αν θέλουμε να ενεργοποιήσουμε τα Diagnostics and Maintenance. Μετά μας ρωτάει αν θα χρησιμοποιήσουμε την SFP Port ή την Wan Port. Διαλέγουμε Connection via a network termination device (ONT) και πατάμε Configure Internet Connection via Lan. Στην επόμενη καρτέλα, μας ρωτάει για το όνομα του παρόχου και αν θα γίνει κλήση PPPOE ή χρήση DHCP. Εμείς διαλέγουμε PPPOE και εισάγουμε το Username/Password του παρόχου. Μπορούμε να αλλάξουμε και τα Connection Settings για χρήση VLAN. Συνεχίζει ο Wizard με επιλογές για να παραμετροποιήσουμε την Voip τηλεφωνία, το WiFi και να γίνει έλεγχος για πιο νέο Firmware. Δεν χρειάστηκε κάποια άλλη ρύθμιση και είχαμε απευθείας Internet. Τόσο απλά και εύκολα! Όπως βλέπουμε και στην παρακάτω εικόνα στους Providers υπάρχει ήδη η Cosmote. Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε την καρτέλα Overview που μας δείχνει αρκετά στοιχεία για την σύνδεση μας με τον Provider αλλά και για τους Clients στο Lan. FRITZ!OS 7 Το FritzOS είναι το λειτουργικό σύστημα για τα προϊόντα της AVM. Με αυτόματες αν το επιθυμούμε αλλά και εξαιρετικά συχνές αναβαθμίσεις είναι εδώ για να μας προσφέρει ένα τεράστιο εύρος λειτουργιών που μας επιτρέπει να ρυθμίσουμε ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά στη χρήση και στο customization του router. Εύχρηστο UI, προηγμένα security features αλλά και τη δυνατότητα να φτιάξουμε το δικό μας NAS δίκτυο, το εν λόγω λειτουργικό σύστημα αποτελεί το σήμα κατατεθέν της AVM. Πρόκειται από μόνο του, έναν επιπρόσθετο λόγο για να διαλέξουμε ένα από τα τα routers της. Αυτό που κάνει το FRITZ!Box 5590 Fiber να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό, είναι η δύναμη του λειτουργικού συστήματος FRITZ!OS. Κάτι που οφείλουμε να σημειώσουμε πως ισχύει για όλα τα προϊόντα FRITZ! της AVM. Το FRITZ!OS συνδυάζει ιδανικά την ευκολία χρήσης με έναν μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών και λειτουργιών. Το καθαρό user interface και οι χρήσιμοι οδηγοί σε καθοδηγούν βήμα-βήμα για την ολοκλήρωση κάθε είδους ρύθμισης. Συχνά προσθέτουν ακόμα και νέες λειτουργίες. Μπορείς να απολαμβάνεις ασφαλές σερφάρισμα χάρη στο ενσωματωμένο firewall ή να απαγορεύσεις την πρόσβαση σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες. WiFi 6 Ποια είναι η διαφορά για το νέο αυτό Standard και τι μας προσφέρει. Το 2020 είναι το έτος του WiFi 6 , που προσφέρει μεγαλύτερες ταχύτητες και καλύτερες επιδόσεις. Τα ονόματα IEEE 802.11 AC ή ως συντόμευση Wireless AC αλλάζουν και αυτά και πλέον γίνεται αντικατάσταση από Version Numbers. Ο λόγος που γίνεται, είναι η πιο εύκολη και σαφής αναγνώριση των ασύρματων προτύπων. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα του WiFi 6; OFDMA : Ποιο αποδοτικό. Το OFDMA στο WiFi 6 αναθέτει “κομμάτια” του ασύρματου δικτύου σε διαφορετικές συσκευές με αποτέλεσμα πιο αποδοτικό διαμοιρασμό όπως και παραπάνω Bandwidth ανά Stream. 1024-QAM : To WiFi 6 αυξάνει την ταχύτητα του ασύρματου δικτύου συγκριτικά με τον προκάτοχό του μέχρι και 40%. 2.4 GHz : Ένα μεγάλο άλμα για τα 2.4 GHz. Από τότε που παρουσιάστηκαν τα 2.4 GHz πριν περίπου 10 χρόνια δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Η βαρύτητα είχε πέσει στα 5GHz. Με το WiFi 6 αυτό αλλάζει και το Bandwidth έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Μπορούν να συνδεθούν παραπάνω συσκευές και αυτό εξυπηρετεί τις περιπτώσεις που κάποιος έχει πολλές συσκευές που λειτουργούν μόνο στα 2.4 Ghz. ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ, ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ : Η μπαταρία στα Smartphones και σε άλλες φορητές συσκευές θα αυξηθεί με το WiFi 6 με τους νέους μηχανισμούς εξοικονόμησης ενέργειας που διαθέτει. Επιπρόσθετα υποστηρίζεται WPA3 για μεγαλύτερη ασφάλεια. Το FRITZ!Box 5590 Fiber υποστηρίζει 2.4 GHz και 5 GHz (WiFi 6) Δοκιμές Αφού αναφέραμε αναλυτικά τα χαρακτηριστικά συνέχεια είχε να το υποβάλουμε σε μερικές δοκιμασίες. Η FTTH σύνδεση 100Mbit Download/10Mbit Upload λειτούργησε σταθερά και απροβλημάτιστα. Με ευκολία καταφέραμε στο WiFi και στα 5Ghz να τερματίσουμε το Bandwidth από το Laptop και το Smartphone. Έγιναν δοκιμές τόσο με τοπική πρόσβαση όσο και απομακρυσμένη με ένα Kingston USB Stick 128Gbytes σε NTFS που ήταν συνδεδεμένο στην USB και έγιναν αντιγραφή τυχαία αρχεία δοκιμαστικά από το USB stick στο laptop και αντίστροφα. Το ίδιο το FRITZ!Box διαθέτει όπως αναφέρει στο Interface 1.47 GB free internal space, ώστε για μικρά αρχεία να μην χρειάζεται να συνδεθεί εξωτερικός σκληρός δίσκος ή USB Stick. Ο εσωτερικός χώρος είναι πιο πολύ για Fax, για μυνήματα του τηλεφωνητή και για μικρά αρχεία όπως Word κτλ. Θα ήταν μια πολύ καλή κίνηση η AVM να ενσωμάτωνε για παράδειγμα 64Gbytes ή ακόμα και 128Gbytes εσωτερικού χώρου ώστε ο χρήστης να μπορεί να αποθηκεύσει και ταινίες. Πλέον το κόστος για 64/128Gbytes είναι πολύ μικρό. Το Guest Network έγινε παραμετροποίηση με ελάχιστα clicks και ήταν έτοιμο για να δώσει πρόσβαση σε όποιον το χρειαζόταν. Συνδέσαμε το FRITZ!Dect 200 για να παρατηρούμε την θερμοκρασία του χώρου και το FRITZ!Powerline 1260E για να δώσουμε Internet σε ένα απομακρυσμένο PC. Συνδέσαμε στην Gigabit Lan θύρα του FRITZ!Box 5590 Fiber το ΕΟΝ ΒΟΧ ώστε να παρακολουθήσουμε μία ταινία. Δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα κατά την προβολή μιας ταινίας. Δοκιμάστηκε το EON BOX και ασύρματα και όλα λειτούργησαν απροβλημάτιστα. Επίσης υποστηρίζει Band Steering. Όταν μία συσκευή υποστηρίζει και 2.4GHz αλλά και 5GHz, το FRITZ!Box μπορεί να καθορίσει σε ποιο από τα δύο Bands πρέπει να συνδεθεί η συσκευή για να έχει τις μέγιστες επιδόσεις. Τα 5GHz ναι μεν είναι καλύτερα στο θέμα της μέγιστης ταχύτητας αλλά τα 2.4GHz τα καταφέρνουν καλύτερα όταν πρέπει να διαπεράσουν ένα εμπόδιο σε αντάλλαγμα χαμηλότερες ταχύτητες. Επιπλέον το Band Steering αναλαμβάνει να αλλάξει το Band που έχει συνδεθεί μια συσκευή αν κρίνει ότι υπάρχει μεγάλο φόρτο σε αυτό για αποφυγή μειωμένης ταχύτητας. Δοκιμάσαμε να συνδέσουμε πολλές συσκευές (Smartphones, Tablets, Laptops) ταυτόχρονα στο WiFi και δεν αντιμετωπίσαμε πρόβλημα. Επόμενη δοκιμή ήταν να συνδέσουμε την έξυπνη λάμπα της AVM (FRITZ!DECT 500) στο FRITZ!Box το οποίο απαιτεί ελάχιστα κλικ ώστε να μας προσφέρει όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου στο χώρο μας. Διαλέξτε το χρώμα που ταιριάζει στην διάθεση σας ή για την δουλειά που θέλετε να κάνετε. Δοκιμάσαμε να συνδέσουμε πολλές συσκευές (Smartphones, Tablets, Laptops) ταυτόχρονα στο WiFi και δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα που είναι απολύτως λογικό αφού ειναι Dual Radio/Band. Εφαρμόσαμε σε ένα Smartphone εύκολα και επιτυχώς ένα προφίλ, ώστε να έχει πρόσβαση μόνο στις σελίδες που είχαμε ορίσει. Κατεβάσαμε το FRITZ!App Wlan στο Samsung Galaxy S22. Το συγκεκριμένο Smartphone υποστηρίζει Wi-Fi 6 οπότε και συνδέθηκε στα 1.2Gbps με το FRITZ!Box και με WPA3. Μέσα από το συγκεκριμένο App έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε Speedtest ώστε να δούμε την μέγιστη ταχύτητα που μπορούμε να πετύχουμε στο σημείο που βρισκόμαστε. Είναι ένα εργαλείο ώστε να δούμε αν κάποιο σημείο στο σπίτι δεν έχει καλό WiFi και που ίσως να χρειάζεται την προσθήκη ενός Repeater/Access Point. Έγινε σύνδεση στο FRITZ!Box με το Laptop HP ENVY το οποίο έχει για Wireless Network Adapter την Intel WiFi 6 AX201. Το Laptop συνδέθηκε στα 2400Mbit !!!!! Μια λειτουργία που θα εκτιμήσουν πολλοί την σήμερον ημέρα είναι ότι μπορεί να φτιαχτεί λίστα με τους ανεπιθύμητους αριθμούς που δεν θέλουμε να μπορούν να μας καλέσουν. Τα νούμερα μπορεί να είναι μεμονωμένα, μπορεί να είναι κάποιο φάσμα ή ακόμα και ολόκληρος τηλεφωνικός κατάλογος που θα έχουμε δημιουργήσει μέσα στο FRITZ!Box!!!! Υποστηρίζει WPA3 για μέγιστη ασφάλεια, κάτι που το καθιστά ακόμα πιο FutureProof. Στην επόμενη δοκιμή αφού συνδεθήκαμε στο WiFi του FRITZ!Box 5590 Fiber αρχίσαμε να περπατάμε προς ένα FRITZ!Repeater που είχαμε εγκαταστήσει για να δούμε αν και πόσο γρήγορα θα γίνει η εναλλαγή στο πιο δυνατό σήμα. Πράγματι εκεί που το σήμα είχε μειωθεί, το Smart Roaming ανέλαβε να μας συνδέσει στο FRITZ!Repeater που είχε καλύτερο σήμα. Η αλλαγή γίνεται ταχύτατα, και ο χρήστης δεν θα την αντιληφθεί πάρα μόνο από το ότι θα έχει ξανά δυνατό σήμα. Επαναλάβαμε την δοκιμή την ώρα που είχαμε ανοιχτό συνέχεια το Measure WiFi του FRITZ!App Wlan και στο γράφημα φαίνεται μια στιγμιαία πτώση της ταχύτητας μέχρι να γίνει η εναλλαγή. Αυτό επιτυγχάνεται λόγω των χαρακτηριστικών του Mesh Network. Ότι συσκευή FRITZ και να βάλουμε στο δίκτυο μας είτε Repeater είτε Access Point είτε Powerline θα εμφανιστεί μέσα στο Mesh Networking του FRITZ!Box 5590 Fiber. Και μπορούν να συνδεθούν όπως εμείς επιθυμούμε. Ατέλειωτοι συνδυασμοί. Αν έχουμε συνδέσει ένα USB Stick, ή ένα USB HDD στο FRITZ!Box συνεχίζει να είναι διαθέσιμο κανονικά είτε συνδεόμαστε στο FRITZ!Box κατευθείαν είτε διαμέσου ενός FRITZ!Repeater. Οι φωτογραφίες, τα τραγούδια, οι ταινίες μας διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή. Αν αντιμετωπίσουμε προβλήματα στο δίκτυο μας μπορούμε εύκολα να βρούμε που είναι το πρόβλημα. Μέσα από το FRITZ!Box μπορούμε να δούμε όλο το δίκτυο μας χάρις στο Mesh Networking. Βλέπουμε τι έχει συνδεθεί που, τι IP έχει και σε τι ταχύτητα έχει γίνει το Connection. Οπότε με αυτά τα στοιχεία μπορούμε να δούμε γιατι πχ ο συγκεκριμένος Client που συνδέεται στο χ Repeater έχει χαμηλή ταχύτητα. Επίσης αν έχουμε κάποιο FRITZ!Box που μας έχει περισσέψει μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως Access Point/Repeater. Και το Mesh Networking δεν ισχύει μόνο για το Internet αλλά και για την τηλεφωνία μας με τα FRITZ!Fon (Mesh Telephony). FAQ Στο Site της AVM υπάρχει το Knowledge Base όπου μπορούμε να βρούμε απαντήσεις σε πολλαααααά ερωτήματα. https://en.avm.de/service/fritzbox/knowledge-base/?product=FRITZ-Box-5590-Fiber&query= Εμείς θα απαντήσουμε σε ένα δύο βασικά ερωτήματα που αφορούν τους ελληνικούς Providers. 1.Μπορώ να χρησιμοποιήσω την Fiber Port. -> Όχι. Στην παρούσα φάση ο πάροχος δεν θα δεχτεί να περάστει το Modem ID στο OLT για να έχετε πρόσβαση στο Internet. 2. Ποιο είναι το Easter Egg? Το Easter Egg αν και το αναφέραμε πιο πάνω χωρίς να το αναλύσουμε είναι ότι το FRITZ!Box 5590 Fiber μπορεί να δεχτεί XGS-PON SFP το οποίο στην πράξη είναι 10-Gigabit-capable symmetric passive optical network. Υποστηρίζει μέχρι 10Gbit Download/10Gbit Upload. Δυστυχώς κανείς πάροχος ακόμα δεν το υποστηρίζει και σίγουρα δεν πρόκειται να το δούμε σύντομα. 3. Έχω Vodafone/Cosmote. Θα λειτουργήσει η VoIP τηλεφωνία στο FRITZ!Box. Ναι, θα χρειαστεί να την παραμετροποιήσετε manually αφού ο πάροχος σας δώσει τα στοιχεία. 4. Για Nova όμως δεν μας είπες. Η Nova ήταν να κάνει κάποιες αλλαγές ώστε να μπορεί ο τελικός χρήστης να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε CPE θέλει και να μπορεί να λειτουργεί η τηλεφωνία. Δεν γνωρίζω αν έχουν ολοκληρωθεί οι ενέργειες και στο Insomnia.gr δεν έχω δει κάπου κάποιο θέμα που να παραμετροποίησε ένας χρήστης την τηλεφωνία σε FRITZ!Box. Επίσης η NOVA δεν έδινε ONT Standalone αλλά έδινε το Nokia που είναι Modem, Router και ONT σε ένα. Θεωρητικά θα πρέπει να δώσει στον χρήστη απλά ένα ONT όπως κάνει η Cosmote και η Vodafone ώστε ο χρήστης να συνδέσει το FRITZ!Box 5590 Fiber πίσω από αυτο. Αν κάποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω ας με ενημερώσει για να γίνει Edit το παρόν Review. Συμπεράσματα Κάπου εδώ το Review οδεύει προς το τέλος του όλοι περιμένουν τα συμπεράσματα μας σχετικά με το FRITZ!Box 5590 Fiber και κατά πόσο αξίζει η αγορά του. Για τον χρήστη που θέλει ένα καλό, σταθερό Router το FRITZ!Box 5590 Fiber είναι εδώ. Είναι ένα Modem Router - ONT που όπως αναφέραμε, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλά διαφορετικά σενάρια και καταστάσεις που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινότητα μας. Είναι μία αξιόλογη λύση όταν το Modem Router του παρόχου δεν μπορεί να μας καλύψει και επιθυμούμε πολύ παραπάνω Features. Είναι ένα δυνατό Hardware για τον απαιτητικό χρήστη. Τα χαρακτηριστικά του θα ικανοποιήσουν τους περισσότερους χρήστες, αφού μας παρέχει πολλές δυνατότητες. Συγκριτικά με άλλα Modem Router δίνει πολύ παραπάνω λειτουργίες όπως Guest Network, Mesh Networking και αυτό δικαιολογεί την τιμή του, που είναι κάπως αυξημένη. Τη στιγμή που γράφεται το Review η τιμή του ξεκινάει στα 326 Ευρώ στο www.skroutz.gr . Λόγω του Mesh Networking και των LED η παραμετροποίηση μπορεί να γίνει πολύ εύκολα χωρίς να μπερδέψει τον χρήστη και υπάρχουν αναλυτικές οδηγίες σε κάθε βήμα με επεξήγηση. Ακόμα και αν οι γνώσεις του χρήστη είναι περιορισμένες με τον αρχικό Wizard που θα τρέξει αυτόματα, θα γίνουν όλες οι απαραίτητες ρυθμίσεις για να έχουμε Internet ενσύρματα και ασύρματα. Λόγω του Mesh το troubleshooting γίνεται ακόμα πιο εύκολο αφού μπορούμε από το σχεδιάγραμμα να δούμε που υπάρχει το πρόβλημα. Επίσης η δυνατότητα λειτουργίας και ως Mesh Repeater, κάνει την αγορά μας πιο Futureproof. Ακόμα και εάν οι ανάγκες αλλάξουν ή θελήσουμε να το χρησιμοποιήσουμε σε κάποιον άλλο χώρο σε άλλο Mode, το FRITZ!Βox 5590 Fiber είναι εκεί και μπορεί να το επιτύχει. Το Internet μπορεί να διαμοιραστεί ενσύρματα σε μία κονσόλα, έναν αποκωδικοποιητή, ή ασύρματα σε Smartphones, Laptops και Tablets. Το Dual Band WiFi 6 είναι αρκετό για να υποστηρίξει Streaming σε μία Smart TV από το Internet ή από μια συσκευή που βρίσκεται στο τοπικό μας δίκτυο. Επιπρόσθετα με τις δύο FXS και το DECT Station μας δίνεται η δυνατότητα να έχουμε ένα Mini PBX με δυνατότητα Fax, αυτόματου τηλεφωνητή και κουδούνι πόρτας. Το Dual Band WiFi και οι Gigabit Ports θα αντεπεξέλθουν επιτυχώς στο μεγάλο φόρτο και το Guest Network θα είναι Up and Running σε ελάχιστο χρόνο για να εξυπηρετήσει τους επισκέπτες. Streaming, Podcasts, Nas Storage, FXS όλα εκεί, σε ένα FRITZ!Box μαζεμένα, για να είναι η παραμετροποίηση πιο εύκολη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ένα FRITZ!Box πολλά Features. Για όποιον θέλει κάτι καλύτερο από το Router του παρόχου και με περισσότερες δυνατότητες τότε το FRITZ!Box 5590 Fiber είναι η ιδανική λύση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επεκτείνει το WiFi δίκτυο μας ως Repeater ή ως Access Point αν και η πρωταρχική του χρήση δεν είναι αυτή. Γιατί να διαλέξουμε τo συγκεκριμένα FRITZ!Box και όχι κάποιο άλλο προϊόν από έναν άλλο κατασκευαστή; Έχουν παραπάνω δυνατότητες συγκριτικά με άλλα Modem Router. Αναβαθμίζονται για να μας προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες, όπως το Mesh Networking. Μπορούν να συνεργαστούν με τα υπόλοιπα προϊόντα της AVM για ένα ολοκληρωμένο δικτυακό περιβάλλον. Κοινή ενιαία πλατφόρμα (FRITZ!OS). Eίναι μια ολοκληρωμένη λύση για το σπίτι αλλά ακόμα και για μια μικρή εταιρεία. Στο παρακάτω Link αναφέρονται κάποια από τα πλεονεκτήματα γιατί να αγοράσουμε προϊόντα FRITZ!. https://en.avm.de/fritz-heres-why/ Επίσης υπάρχουν ακόμα αρκετές δικτυακές συσκευές που δεν διαθέτουν WiFi ή το WiFi είναι Optional οπότε η ύπαρξη τεσσάρων Gigabit Ports είναι χρήσιμη. Το FRITZ!Box 5590 Fiber μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο από τον οικιακό χρήστη, αλλά μπορεί παράλληλα να αποτελέσει και μια αξιόπιστη και πανίσχυρη λύση για όλες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θέλουν κάτι καλύτερο. Προσωπικά δοκιμάζοντας και αυτό το προϊόν της AVM μόνο θετικά λόγια μπορώ να πω, τόσο από την ποιότητα κατασκευής όσο και από τις δυνατότητες που προσφέρει. Έχοντας δοκιμάσει και άλλα Routers, μπορώ να πω ότι είναι μια αγορά που αξίζει και που θα αφήσει ευχαριστημένο το χρήστη. Πολλοί ενδεχομένως να πουν ότι τα FRITZ! σε μερικές περιπτώσεις είναι πιο ακριβά από άλλες λύσεις. Είναι απολύτως λογικό διότι η πληθώρα των Features, το ανεβάζει αρκετά πάνω από τον ανταγωνισμό και δικαιολογεί το κόστος. Η τιμή παρότι φαίνεται υψηλή , στην πράξη δεν είναι και τόσο. Αν κοιτάξουμε την αγορά θα δούμε ότι τα Router που υποστηρίζουν τέτοια χαρακτηριστικά είναι σχετικά ακριβά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ακόμα και παλαιότερα μοντέλα FRITZ, χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα για διάφορες λειτουργίες σε ένα δίκτυο. Επίσης σε κάθε αναβάθμιση Firmware πέρα από διόρθωση κάποιων Bugs που μπορεί να υπάρχουν, προσθέτονται και καινούρια χαρακτηριστικά. Και είναι ένα CPE που θα το κρατήσει κανείς για πολλά χρόνια. Αυτό που συνεχίζει και μου κάνει θετική εντύπωση με τα FRITZ!, είναι η πληθώρα ρυθμίσεων και των διαφορετικών Modes. Με αυτόν τον τρόπο ακόμα και αν αναβαθμίσουμε σε ένα πιο καινούριο μοντέλο, μπορούμε το προηγούμενο να το χρησιμοποιήσουμε με διαφορετικό τρόπο. Επίσης θα μας συντροφεύει με αναβαθμίσεις και νέα Security Features για πολλά χρόνια μετά την αγορά του. Να ενημερώσουμε ότι το FRITZ!OS 7.80 είναι διαθέσιμο για τα FRITZ! προϊόντα. To FRITZ! Lab είναι μια υποσελίδα στο site της AVM που απευθύνεται στους χρήστες που θέλουν να δοκιμάσουν πρώτοι τα νέα Firmware που βγαίνουν για τα προϊόντα που έχουν στη κατοχή τους. Τα FRITZ!Box 5590 Fiber είναι η ναυαρχίδα της AVM για το FTTH και για τον χρήστη που θέλει τα μέγιστα. Η τελική απόφαση είναι δική σας. Εμείς είμαστε εδώ να λύσουμε τις απορίες σας. Ευχαριστούμε την AVM για την παραχώρηση του δείγματος δοκιμής.
    1 πόντος
  42. Η σειρά Edge 50 της Motorola αν μη τι άλλο έχει το δικό της ενδιαφέρον. Οι τέσσερις προτάσεις της – αφήνοντας εκτός το Edge 50 – καλύπτουν πρακτικά δύο κατηγορίες, με τα Edge 50 Ultra και Edge 50 Pro να φλερτάρουν με το ανώτατο και το κατώτατο όριο των high-end συσκευών, τη στιγμή που τα Edge 50 Neo και Edge 50 Fusion κάνουν το ίδιο στις mid-range. Εστιάζοντας στο Edge 50 Neo, πρόκειται για μία πολύ ενδιαφέρουσα all-around λύση που με τα funky vibes της και τις ενδιαφέρουσες λειτουργίες της έχει όλα τα φόντα να κάνει εκείνον που αναζητά smartphone με τιμή γύρω στα €450, να την εξετάσει σοβαρά. Τι είναι όμως αυτό που κάνει το εν λόγω μοντέλο να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό; Εμφάνιση – Σχεδιασμός Το πρώτο πράγμα που θα προσέξει κάποιος στο Edge 50 Neo δεν είναι άλλο από τα τέσσερα εντυπωσιακά χρώματα (απόρροια της συνεχιζόμενης συνεργασίας της Motorola με την Pantone) στα οποία διατίθεται αυτό: γκρι/σκούρο μπλε, μπλε ελεκτρίκ, κόκκινο και μπεζ ή Grisaille, Nautical Blue, Poinciana και Lattè κατ’ αντιστοιχία. Όλα τους έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εγγυώνται πως το smartphone σας δεν πρόκειται να περάσει απαρατήρητο σε καμία περίπτωση. Στη συσκευασία μάλιστα σας περιμένει και προστατευτική θήκη στο ίδιο χρώμα με τη συσκευή (συν καλώδιο USB Type-C αλλά όχι και φορτιστής). Κάτι ακόμα για τη συσκευασία, αφού η Motorola δίνει μια 4D unboxing εμπειρία στον χρήστη, ενσωματώνοντας ευχάριστα αρώματα στη συσκευασία και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στις ίδιες τις συσκευές, κάτι που σίγουρα δεν έχουμε...μυρίσει ξανά. Η πλάτη του Edge 50 Neo είναι από vegan δέρμα (δύσκολα θα συνηθίσουμε αυτό τον όρο) με την επιφάνεια και το πλαίσιο των φακών να έχει ενσωματωθεί αρμονικά στην υπόλοιπη επιφάνεια. Το πλαίσιο είναι μεν πλαστικό, όμως η ποιότητα κατασκευής της συσκευής είναι πολύ καλή. Η τελευταία άλλωστε φέρει προστασία από νερό και σκόνη βάσει IP68 ενώ πληροί και τις προδιαγραφές του αμερικανικού στρατιωτικού προτύπου MIL-STD-810H, έτσι ώστε να τη χρησιμοποιείτε άφοβα ανεξαρτήτως συνθηκών. Οι διαστάσεις του τηλεφώνου είναι σχετικά συμμαζεμένες (154,1 x 71,2 x 8,1 χιλ.) και ο λόγος γι’ αυτό είναι η ελαφριά σμίκρυνση που έχει υποστεί η οθόνη του που από τις 6,55 ίντσες έχει κατέβει στις 6,4. Το βάρος πάντως παραμένει ίδιο (171 γραμμάρια). Οθόνη – Κάμερες Όπως προείπαμε, το Edge 50 Neo πλέον έρχεται με οθόνη 6,4 ιντσών. Πρόκειται για μία LTPO P-OLED με ανάλυση 1256 x 2760 pixels στα 474 ppi, με ρυθμό ανανέωσης 120 Hz, ένα δισ. χρώματα, HDR10+ και μέγιστη φωτεινότητα 3000 nits. Προστατεύεται δε από Corning Gorilla Glass 3. Συγκριτικά με το περυσινό μοντέλο, η οθόνη του φετινού δεν είναι μόνο ένα κλικ μικρότερη αλλά διαθέτει και χαμηλότερο ρυθμό ανανέωσης (από τα 144 Hz στα 120 Hz). Στην πράξη όμως, αφ’ ενός το μέγεθος ενισχύει σημαντικά τη φορητότητα της συσκευής, επιτρέποντας την άνετη χρήση της με το ένα χέρι και αφ’ ετέρου η διαφορά στον ρυθμό ανανέωσης είναι πραγματικά αμελητέα. Χάρη στο πάνελ OLED τα χρώματά της είναι ζωηρά και έντονα (υπάρχουν διάφορες επιλογές ρυθμίσεων ώστε να βρείτε εκείνη που σας καλύπτει), με την υψηλή φωτεινότητα να είναι ό,τι πρέπει για εξωτερικούς χώρους. Έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε μεταξύ τριών ρυθμίσεων ρυθμού ανανέωσης: 60 Hz, 120 Hz και αυτόματη. Τα 120 Hz είναι εφικτά στις εφαρμογές που τα υποστηρίζουν και τα μενού της συσκευής. Τα βίντεο παίζουν στα 60 fps ενώ καθ’ ό,τι η οθόνη είναι και LTPO, ο ρυθμός ανανέωσής της φτάνει μέχρι και το 1 Hz στη λειτουργία always on. Κάτω από την οθόνη υπάρχει και σαρωτής δακτυλικού αποτυπώματος. Από πλευράς καμερών, το κινητό έρχεται με κύρια 50 MP (f/1,8, 1 μm, 1/1,5”, PDAF, OIS), υπερευρυγώνια 13 MP (f/2,2, 120ο, 1,12 μm, PDAF) και τηλεφακό 10 MP (f/2,0, 3x οπτικό zoom 1 μm, 73 χιλ., PDAF, OIS). Η προσθήκη του τρίτου φακού είναι που κάνει τη διαφορά σε σχέση με πέρυσι με το 3x οπτικό zoom να είναι φυσικά όλα τα λεφτά. Εφ’ όσον ο φωτισμός είναι ο πρέπων, τότε δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα με τις λήψεις και τα βίντεο του Edge 50 Neo. Υπέροχα χρώματα, ανύπαρκτος θόρυβος και ισορροπημένη εικόνα είναι όλα όσα μπορεί να ζητήσει ο ερασιτέχνης αλλά ενθουσιώδης φίλος της φωτογραφίας από μία συσκευή σαν κι αυτή (με μία παρατήρηση που θα δούμε παρακάτω). Υπάρχουν αρκετές επιλογές αλλά εν τέλει, οι λήψεις χαρακτηρίζονται από φυσικά χρώματα και ελάχιστες παραμορφώσεις. Όταν πέσει το σκοτάδι αναλαμβάνει το night mode το οποίο μας ικανοποίησε μόνο στην κύρια κάμερα. Στην πρόσοψη υπάρχει κάμερα 32 MP που θα σας καλύψει απόλυτα όσον αφορά στις selfies. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Σε ό,τι αφορά τις προδιαγραφές του τώρα, το Edge 50 Neo έρχεται με επεξεργαστή MediaTek Dimensity 7300 στα 4 nm με οκτώ πυρήνες (4 x Cortex-A78 2,5 GHz, 4 x Cortex-A55 2,0 GHz). Ως προς τη μνήμη και τη χωρητικότητα, στη διάθεσή σας βρίσκονται δύο επιλογές: 8/256 GB και 12/512 GB. Σημειώστε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα προσθήκης κάρτας microSD. Οι μικρότερες διαστάσεις της συσκευής έχουν ως αποτέλεσμα τον εφοδιασμό της με μικρότερη μπαταρία και συγκεκριμένα μία των 4310 mAh. Κι όμως, ακόμα κι αν η κίνηση αυτή φαίνεται ως υποβάθμιση στα χαρτιά, στην πράξη δεν έχει κανέναν αντίκτυπο στο Edge 50 Neo αφού επεξεργαστής και πάνελ οθόνης έχουν χαμηλότερη κατανάλωση πόρων. Επί της ουσίας, το smartphone δεν είχε θέμα να βγάλει μία ημέρα τυπικής χρήσης. Μάλιστα η Motorola προσφέρει και μία σειρά από χρήσιμες λειτουργίες που θα βοηθήσουν τη μπαταρία της συσκευής να αντέξει ακόμα περισσότερο στον χρόνο. Από τα παραπάνω, το μόνο μας παράπονο έχει να κάνει με τον επεξεργαστή, αφού στα ίδια χρήματα υπάρχουν προτάσεις με καλύτερο SoC απ’ ό,τι αυτή της Motorola. Όχι πως ο Dimensity 7300 δεν αρκεί για να καλύψει τα «θέλω» του μέσου χρήστη, όμως μία συσκευή των €450 θα περιμέναμε να διαθέτει τουλάχιστον έναν Snapdragon. Σε τυπικές συνθήκες πάντως δεν είχαμε κάποιο πρόβλημα με εξαίρεση την εφαρμογή της κάμερας η οποία μαστίζεται από καθυστερήσεις σχεδόν σε κάθε λειτουργία της – ακόμα και τη λήψη μίας φωτογραφίας. Η λογική λέει πως η Motorola θα διορθώσει τα προβλήματά αυτά μέσω ενημέρωσης, όμως οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως η εμπειρία χρήσης μας υπήρξε από εκνευριστική έως κακή. Στα της φόρτισης, χρησιμοποιώντας τον φορτιστή των 68 W της Motorola που είχαμε από review προηγούμενης συσκευής της εταιρείας, γεμίσαμε πλήρως το Edge 50 Neo σε 40 λεπτά (στα πρώτα 30 είχαμε φτάσει στο 80%). Θυμίζουμε ότι στη συσκευασία θα βρείτε απλά ένα καλώδιο USB Type-C. Ως προς το λογισμικό, τέλος, το κινητό τρέχει Android 14 το οποίο πλαισιώνει το Hello UI, ένα από τα καλύτερα περιβάλλοντα χρήστη που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην αγορά, κυρίως λόγω της λιτής προσέγγισης που ακολουθεί (χωρίς υπερβολή μιλάμε για ό,τι πιο κοντινό στο stock Android). Το bloatware είναι πρακτικά ανύπαρκτο ενώ προσφέρεται και μια σειρά από έξυπνες χειρονομίες (gestures) και συντομεύσεις που θα κάνουν τη ζωή σας ευκολότερη. Ενδιαφέρον βρήκαμε μάλιστα και το Ready For, μία λειτουργία που ουσιαστικά ξεκλειδώνει ένα περιβάλλον που παραπέμπει σε desktop για όσους θέλουν να δώσουν βάση στην παραγωγικότητα. Η Motorola φαίνεται πως έμαθε από το Edge 50 Ultra και στην περίπτωση του Edge 50 Neo προσφέρει πέντε χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού και ενημερώσεων ασφαλείας. Συμπέρασμα Το Edge 50 Neo είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα συσκευή. Με σπουδαίο και funky design, καλά – αλλά όχι άριστα – τεχνικά χαρακτηριστικά για την κατηγορία της και μία ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της φωτογραφίας και του βίντεο, έρχεται να προσφέρει ένα φάσμα λειτουργιών που θα τραβήξουν την προσοχή μεγάλης μερίδας χρηστών. Το δε συμπαγές design και η έμφαση στη φορητότητα μάλιστα, καθιστούν την πρόταση της Motorola ιδανική και για όσους αναζητούν ένα πιο συμμαζεμένο smartphone. Αν τα σημεία που υπερτερεί το Edge 50 Neo συμπίπτουν με τα όσα θέλετε από το επόμενό σας κινητό, μόλις το βρήκατε.
    1 πόντος
  43. Τα trends της εποχής θέλουν τα laptops που εστιάζουν στην παραγωγικότητα να είναι συμπαγή σε μέγεθος με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό ως προς τις παραχωρήσεις που θα πρέπει να γίνουν στους υπόλοιπους τομείς. Κακά τα ψέματα όμως, υπάρχει μία μεγάλη μερίδα χρηστών που ναι μεν χρησιμοποιεί ένα τέτοιο σύστημα, πλην όμως δεν έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις ως προς τη φορητότητά του – τόσοι άλλωστε χρησιμοποιούν laptops στο γραφείο ως desktop replacements πια. Κάπως έτσι η κατηγορία των 15 ιντσών εξακολουθεί να παραμένει ιδιαίτερα δημοφιλής – και – στο συγκεκριμένο κοινό, με την MSI να προσφέρει μία αξιόλογη λύση με το Modern 15 F1MG. Σχεδιασμός Ουδείς πρόκειται να επαινέσει το συγκεκριμένο laptop για το look του αφού δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο που να το κάνει να ξεχωρίζει. Έρχεται σε δύο χρώματα, ασημί και μαύρο, με το λογότυπο της MSI να κοσμεί σε κάθε περίπτωση το καπάκι. Στο εσωτερικό, ξεχωρίζει το αρκετά μεγάλο πλαίσιο γύρω από την οθόνη (στο κάτω τμήμα του οποίου υπάρχει για άλλη μια φορά το λογότυπο της MSI), κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι διαστάσεις του συστήματος να μην είναι ακριβώς συμμαζεμένες: στα 35,89 x 23,59 x 1,99 εκατ. και με βάρος 1,7 κιλών, το Modern F1MG δεν είναι ακριβώς το ευκολότερο σύστημα στη μεταφορά. Η επιφάνεια γύρω από το πληκτρολόγιο είναι στο χρώμα της έκδοσης. Στα των θυρών επικοινωνίας, θα βρείτε τρεις USB Type-A 3.2 Gen 1, μία USB Type-C 3.2 Gen2 (με υποστήριξη DisplayPort και PowerDelivery 3.0), μία HDMI, μία RJ45 για Gigabit LAN, μία σύνθετη θύρα 3,5 χιλ. και αναγνώστη καρτών microSD (και υποδοχή ασφαλείας Kensington, έστω κι αν δεν πρόκειται ακριβώς για θύρα). Ο σαρωτής δακτυλικού αποτυπώματος είναι προαιρετικός. Όσον αφορά στην ασύρματη συνδεσιμότητα υποστηρίζονται Wi-Fi 6E και Bluetooth 5.3. Χαρακτηριστικά Το σύστημα δίνει όπως προείπαμε έμφαση στην παραγωγικότητα και ως εκ τούτου τα χαρακτηριστικά του είναι ανάλογα προσαρμοσμένα. Στο εσωτερικό του κρύβει έως και επεξεργαστή Intel Core 7 150U 10 πυρήνων (δύο παραγωγικότητας και οκτώ αποτελεσματικότητας ή P-cores και E-cores κατ’ αντιστοιχία). Ο συγκεκριμένος ναι μεν δεν πρόκειται να καλύψει τους ιδιαίτερα απαιτητικούς χρήστες, όπως θα δείτε και από τις μετρήσεις μας στα σχετικά benchmarks, όμως αν μη τι άλλο θα ανταποκριθεί με επιτυχία στο καθημερινό multitasking και τις εφαρ μάλλον πρέπει επίσημα η EU να μας κάνουν έλεγχο για το Καρτέλμογές που θα τρέξουν οι περισσότεροι. Ο επεξεργαστής πλαισιώνεται από έως και 64 GB DDR4 RAM στα 3200 MHz και δίσκο NVMe M.2 PCIe Gen4 SSD. Η έκδοση που πήραμε στα χέρια μας διέθετε επεξεργαστή Core i7 150U, 16 GB RAM και δίσκο 512 GB και δοκιμάζοντάς τη σε συνθήκες γραφείου, δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο θέμα. Το σύστημα συνέχισε να ανταποκρίνεται μια χαρά ακόμα κι όταν υπήρχαν δεκάδες tabs ανοιχτά σε δύο browsers, streamάραμε μουσική μέσω Spotify και παράλληλα είχαμε ανοιχτά βαριά spreadsheets, email client και προγράμματα messaging. Σημειώνουμε ότι δεν ασχοληθήκαμε με προγράμματα σχεδιασμού (τύπου CAD) ή επεξεργασίας εικόνας/βίντεο (θα καταλάβετε το γιατί οσονούπω). Μοναδική εξαίρεση, φυσικά οι όποιες μετακινήσεις για τις ανάγκες συναντήσεων, αφού το περπάτημα με ένα σύστημα 15,6 ιντσών παραμάσχαλα δεν είναι και το πιο άνετο πράγμα στον κόσμο. Η οθόνη του F1MG είναι ένα χαρακτηριστικό του που μάλλον θα περάσει απαρατήρητο. Στις 15,6 ίντσες με λόγο διαστάσεων 16:9 και ανάλυση 1920 x 1080, πρόκειται για μία LED IPS που απλά κάνει τη δουλειά της και τίποτα παραπάνω. Μην περιμένετε σπουδαία ακρίβεια και πιστότητα χρωμάτων, εντυπωσιακή φωτεινότητα ή αντίθεση που θα σας κάνει να παραμιλάτε – στο laptop δεν θα βρείτε τίποτα τέτοιο, γι’ αυτό άλλωστε και το συγκεκριμένο δεν συστήνεται για όσους δουλεύουν αρκετά με γραφικά (εικόνα ή/και βίντεο). Θα μας άρεσε πάντως αν η MSI είχε ασχοληθεί να πιστοποιήσει την οθόνη ως προς τη φροντίδα ματιών, ειδικά από τη στιγμή που το F1MG προορίζεται για παρατεταμένες περιόδους χρήσης. Πάνω από την οθόνη βρίσκεται η κάμερα η οποία είναι ανάλυσης HD και ως εκ τούτου κάτω από τα στάνταρ της εποχής. Τουλάχιστον διαθέτει φυσικό κάλυμμα – μία καλοδεχούμενη προσθήκη σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση του συστήματος. Επιδόσεις & εμπειρία χρήσης Όπως εξηγήσαμε, το σύστημα θα ικανοποιήσει τις απαιτήσεις σας σε συνθήκες γραφείου. Ναι, η οθόνη του δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο αλλά το πιθανότερο είναι πως θα το συνδέσετε σε κάποια εξωτερική για να κάνετε τη δουλειά σας (υποστηρίζονται έως και δύο εξωτερικές οθόνες παράλληλα μέσω USB Type-C και HDMI). Το πληκτρολόγιο διαθέτει οπίσθιο φωτισμό και numpad και παρ’ ό,τι τα πλήκτρα του τελευταίου είναι σχετικά μακρόστενα, εν τέλει αυτό είναι αποτελεσματικό. Το touchpad με τη σειρά του είναι αρκετά μεγάλο, μόνο που εκτείνεται ως την άκρη της βάσης, οπότε στην αρχή τουλάχιστον είναι αρκετά πιθανό να κλικάρετε κατά λάθος. Λόγω της ύπαρξης του numpad, το κυρίως πληκτρολόγιο δεν είναι κεντραρισμένο στη βάση, οπότε ως εκ τούτου, το touchpad δεν βρίσκεται ακριβώς κάτω από το space (για την ακρίβεια το τελευταίο φτάνει ως τα μισά του touchpad). Μετά τις πρώτες μέρες/εβδομάδες χρήσης πάντως, δεν θα έχετε θέμα με τίποτα από τα παραπάνω. Αν και ο επεξεργαστής δεν διαθέτει NPU και ως εκ τούτου το σύστημα δεν θεωρείται Copilot+ PC, στο πληκτρολόγιο υπάρχει πλήκτρο Copilot. Έτσι, κατόπιν των σχετικών ενημερώσεων, θα έχετε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσετε τις βασικές λειτουργίες του Copilot εφ’ όσον βρίσκεστε online. To F1MG ενσωματώνει και την MSI AI Engine η οποία αναλαμβάνει τη ρύθμιση παραμέτρων όπως τη χρωματική παλέτα (για πιο ξεκούραστη εμπειρία θέασης), την ταχύτητα των ανεμιστήρων και τη γενικότερη απόδοση. Στα gaming συστήματα της MSI η εν λόγω πλατφόρμα δεν είναι κι ό,τι πιο χρήσιμο με τους gamers να προτιμούν να κάνουν τις σχετικές ρυθμίσεις οι ίδιοι, όμως εδώ θεωρούμε πως είναι ευπρόσδεκτη αφού γλιτώνει από τον χρήστη πολύτιμο χρόνο – για προσαρμογές που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έκανε ποτέ ο ίδιος. Το MSI Center παρ’ όλα αυτά βρίσκεται στη διάθεσή σας. Το laptop τρέχει Windows 11 με το bloatware κατά τα άλλα να έχει διατηρηθεί στο ελάχιστο. Αν και το laptop δεν δίνει έμφαση στα multimedia, θα σας καλύψει σε ό,τι αφορά το streaming στις μετακινήσεις και τα διαλείμματά σας. Πέραν της εικόνας στα 1080p, υποστηρίζει και Hi-Res ήχο (24bit/192kHz) με τα δύο ηχεία των 2 W έκαστο να κάνουν ό,τι μπορούν. Από πλευράς αυτονομίας, το F1MG μας άφησε απόλυτα ικανοποιημένους. Δεν είχαμε κανένα θέμα να βγάλουμε ολόκληρη ημέρα στο γραφείο, έστω κι αν προς το τέλος της αγχωθήκαμε βλέποντας τη στάθμη της μπαταρίας να κατεβαίνει επικίνδυνα. Παρ’ όλα αυτά οι εννέα ώρες διάρκειας είναι εφικτές και ως εκ τούτου θα είστε σε θέση να πάρετε το σύστημα μαζί σε μία ημέρα γεμάτη εξωτερικά ραντεβού χωρίς να πρέπει να μεριμνήσετε για φορτιστή. Ακόμα κι αν χρειαστεί top up όμως, θα κάνετε τη δουλειά σας μέσω USB Type-C. Στη συσκευασία περιλαμβάνεται φορτιστής 65 W με τον οποίο μία πλήρης φόρτιση (0-100%) ολοκληρώνεται μέσα σε 90 λεπτά. Συμπέρασμα Ένα laptop που εστιάζει στην παραγωγικότητα και που χάρη στις 15,6 ίντσες του μπορεί να λειτουργήσει άνετα ως desktop replacement σε οποιονδήποτε εργασιακό χώρο, το MSI Modern 15 F1MG αποτελεί μία ικανοποιητική πρόταση – με την τιμή του που ξεκινά από τα €999 να κάνει ακόμα πιο ελκυστικό το όλο πακέτο. Σύμφωνοι, δεν συγκρίνεται με τα υπερφορητά laptops των 13 ιντσών, όμως σε κάθε περίπτωση έχει το ειδικό βάρος να ανταπεξέλθει σε συνθήκες καθημερινού multitasking και μάλιστα με πολύ καλύτερη σχέση τιμής/απόδοσης.
    1 πόντος
  44. Αν υπάρχει κάτι που να διαφοροποιεί ξεκάθαρα την TCL σε σχέση με τους υπόλοιπους κατασκευαστές smartphones και tablets παγκόσμιας εμβέλειας, είναι η έμφαση που έχει επιλέξει να δώσει στην εμπειρία οθόνης και στην ξεκούραστη πολύωρη χρήση. Η τεχνολογία NXTPAPER άλλωστε έχει καταστήσει τις συσκευές της κινεζικής εταιρείας τις απόλυτες 2-σε-1 προτάσεις για όσους αρέσκονται στην ανάγνωση βιβλίων ή/και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη φροντίδα των ματιών τους. Το TCL NXTPAPER 14 που έχουμε δει στις πρόσφατες εκθέσεις (CES και MWC) δεν πάει πίσω. Ενσωματώνοντας την τρίτη και πιο πρόσφατη γενιά της εν λόγω τεχνολογίας και όντας σε θέση να προσφέρει μία ολοκληρωμένη εμπειρία χρήσης, αποτελεί ένα tablet που δύσκολα περνά απαρατήρητο, έστω κι αν η TCL επέλεξε να κρατήσει ορισμένα χαρακτηριστικά για το ακριβότερο NXTPAPER 14 Pro. Πάμε να δούμε πώς μας φάνηκε. Σχεδιασμός – Τεχνικά χαρακτηριστικά Εμφανισιακά, το NXTPAPER 14 δεν διαφέρει ιδιαίτερα από ένα τυπικό tablet στην κατηγορία των 14 ιντσών, μια κατηγορία που δεν έχει πάντως πολλούς παίκτες. Το σώμα του είναι από κράμα αλουμινίου με τις επιφάνειές του να είναι επίπεδες και τις γωνίες κυρτές. Οι διαστάσεις του είναι 322,4 x 222 x 6,95 χιλ. ενώ το βάρος του βρίσκεται στα 760 γραμμάρια, γύρω στον μέσο όρο δηλαδή ή έστω ένα κλικ πάνω από αυτόν. Κρατώντας το tablet σε οριζόντια διάταξη, στην επάνω του πλευρά συναντάμε όλα του τα πλήκτρα (αυξομείωσης έντασης ήχου, ενεργοποίησης και ένα ακόμα που αφορά τη λειτουργία NXTPAPER). Στη δεξιά και αριστερή πλευρά υπάρχουν οι γρίλιες για τα τέσσερα ηχεία του ενώ στην πρώτη είναι και η θύρα USB Type-C 2.0 του. Σημειώστε πως δεν προσφέρεται υποδοχή για κάρτα microSD ενώ ως προς την προστασία από νερό και σκόνη, υπάρχει πιστοποίηση IP54. Στα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά, η TCL επέλεξε τον επεξεργαστή MediaTek Helio G99 τον οποίο συναντάμε σε αρκετά budget ή εν πάση περιπτώσει προσιτά οικονομικά tablets. Αυτός πλαισιώνεται από 8 GB RAM – τα οποία διπλασιάζονται μέσω RAM expansion – και 256 GB εσωτερικού αποθηκευτικού χώρου, χωρίς δυνατότητα επέκτασης όπως προείπαμε. Στα της συνδεσιμότητας υποστηρίζονται Wi-Fi και Bluetooth 5.0 ενώ δεν προσφέρεται θύρα ήχου 3,5 χιλ. Η μπαταρία του είναι χωρητικότητας 10.000 mAh με τη φόρτιση να φτάνει τα 33 W. Όσο για τις κάμερες, το NXTPAPER 14 διαθέτει μία 8 MP στην πίσω όψη του και δύο (!) στην πρόσοψη, 13 MP + 5 MP για βιντεοκλήσεις. Στα της ποιότητας, τα πράγματα είναι ικανοποιητικά, χωρίς όμως εκπλήξεις. Οθόνη & εμπειρία θέασης Εδώ είναι που το NXTPAPER 14 βγάζει τα λεφτά του. Η TCL το έχει εξοπλίσει με μία οθόνη 14,3 ιντσών ανάλυσης 2400 x 1600 pixels με ρυθμό ανανέωσης 60 Hz και τυπική φωτεινότητα 400 nits. Υποστηρίζεται multi-touch 10 σημείων καθώς επίσης και η γραφίδα T-Pen της TCL η οποία περιλαμβάνεται στην συσκευασία μαζί με το Flip case, μια πολύ όμορφη θήκη που επιτρέπει την τοποθέτηση του tablet σαν laptop ειδικά αν το συνδυάσεις με κάποιο εξωτερικό πληκτρολόγιο. Όσον αφορά στη χρήση της, ο λόγος διαστάσεων 3:2 είναι αρκετά βολικός, αν και για να είμαστε ειλικρινείς θα θέλαμε λίγο υψηλότερη φωτεινότητα για τις περιπτώσεις χρήσης σε εξωτερικούς χώρους – αν και η επιφάνειά της είναι αντιθαμβωτική (με τρομερή αποτελεσματικότητα) ενώ φέρει και πιστοποίηση για λειτουργία χωρίς τρεμόπαιγμα (flicker-free). Αξίζει να σημειώσουμε πως η θερμοκρασία των χρωμάτων προσαρμόζεται αυτόματα στις συνθήκες του περιβάλλοντος. Στην πράξη όμως, πρόκειται για μία οθόνη 3-σε-1. Πέραν της τυπικής της λειτουργίας που στην οποία μόλις αναφερθήκαμε, βλέπετε, διαθέτει δύο ακόμα: τις Ink Paper και Color Paper. Η πρώτη κάνει την οθόνη του tablet να μοιάζει με μία ενός e-reader, αλλάζοντας την υφή της σε ματ και χρησιμοποιώντας κάτι σαν e-ink (όχι ακριβώς e-ink προφανώς αλλά εξομοιώνοντας την εμπειρία θέασης που προσφέρει αυτό). Η λειτουργία ενεργοποιείται με το πάτημα του έξτρα πλήκτρου NXTPAPER που βρίσκεται στην επάνω πλευρά του tablet με τη μετάβαση να γίνεται άμεσα με ένα πολύ ωραίο εφέ αλλάζοντας συν τοις άλλοις ολόκληρο το UI του NXTPAPER 14. Η εμπειρία που είχαμε με το Ink Paper ήταν πάρα πολύ καλή. Το όλο περιβάλλον χρήστη διατηρεί τη λειτουργικότητά του υιοθετώντας ωστόσο μία πολύ πιο γουστόζικη προσέγγιση. Η ανάγνωση κειμένων, είτε πρόκειται για βιβλία, είτε όχι γίνεται πάρα πολύ άνετη, ούσα πραγματικά ξεκούραστη για τα μάτια (στην κανονική προβολή, το tablet έχει μειωμένες εκπομπές βλαβερούς μπλε ακτινοβολίας έτσι κι αλλιώς αλλά εδώ η φιλικότητα προς τα μάτια απογειώνεται). Για όσους πάντως το Ink Paper είναι… too much, υπάρχει και το Color Paper, μία ενδιάμεση λύση που συστήνεται για κόμικ και περιοδικά. Η οθόνη αποκτά και πάλι ματ υφή διατηρώντας ωστόσο τα χρώματά της, αν και σε αρκετά πιο παστέλ εκδοχές. Λειτουργίες – Επιδόσεις Σε ό,τι αφορά τα multimedia τώρα, το NXTPAPER 14 δεν τα πάει κι άσχημα. Η οθόνη του είναι μεγάλου μεγέθους και ικανής ανάλυσης, έτσι ώστε να απολαύσετε το αγαπημένο σας περιεχόμενο στα 1080p. Το καλό με την οθόνη είναι πως προσφέρει αρκετά ευρεία γωνία θέασης, κάτι που όσο να ‘ναι προσδίδει έξτρα ευελιξία. Τα δε τέσσερα ηχεία προσφέρουν ικανοποιητικό ήχο φτάνει να μην το παρακάνετε με την ένταση. Οι κάμερες δεν είναι κάτι για το οποίο θα χρησιμοποιήσετε το tablet. Τα αποτελέσματά τους είναι εντάξει αν δεν έχετε άλλη συσκευή πρόχειρη αλλά σε κάθε περίπτωση, θα σας καλύψουν απόλυτα αν θελήσετε π.χ. να φωτογραφίσετε σελίδες με σημειώσεις ή να πάρετε μέρος σε μία τηλεδιάσκεψη. Η αυτονομία του NXTPAPER 14 δεν μας απογοήτευσε αφού με τυπική καθημερινή χρήση με έμφαση όμως στην ανάγνωση και με ενεργοποιημένες τις πρόσθετες λειτουργίες οθόνης δεν είχε θέμα να βγάλει ολόκληρη εβδομάδα. Για μία πλήρη φόρτιση απαιτούνται γύρω στις δύο ώρες. Μάλιστα θα έχετε τη δυνατότητα να φορτίσετε μέσω αυτού και άλλες συσκευές καθώς υπάρχει αντίστροφη φόρτιση. Ως προς τη γενικότερη απόδοση του tablet τώρα, δεν είχαμε θέμα σε συνθήκες τυπικής, καθημερινής χρήσης (με τις απαραίτητες παραχωρήσεις στο gaming). Ακόμα κι όταν είχαμε κάμποσες εφαρμογές ανοιχτές με παραπάνω από αρκετά tabs να τρέχουν στον browser, το NXTPAPER 14 παρέμεινε σβέλτο και χωρίς να ανεβάσει θερμοκρασία. Αν και το συγκεκριμένο μοντέλο δεν εστιάζει στην παραγωγικότητα, έρχεται με λειτουργίες extend και mirror ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί ως δεύτερη οθόνη ενός laptop π.χ. Παράλληλα θα έχετε την ευχέρεια να χρησιμοποιήσετε δύο εφαρμογές ταυτόχρονα σε split screen ή μέσω floating window. Το Android 14 που τρέχει το NXTPAPER 14 είναι πάρα πολύ κοντά στη stock έκδοση αφού το bloatware είναι ελάχιστο. Το δε UI της TCL είναι αρκετά διακριτικό, προσφέροντας ορισμένες συντομεύσεις αλλά σε γενικές γραμμές δεν πρόκειται να μπει στα πόδια σας. Η TCL εγγυάται δύο χρόνια ενημερώσεων λειτουργικού συστήματος και πέντε χρόνια ενημερώσεων ασφαλείας, επίδοση που με βάση τα σημερινά στάνταρ κρίνεται μάλλον ανεπαρκής. Τέλος να αναφέρουμε και ότι το stylus που περιλαμβάνεται στη συσκευασία δίνει τη δυνατότητα καταγραφής σημειώσεων, όμως θα θέλαμε η TCL να ενσωμάτωνε κάποιο free πρόγραμμα προκειμένου ο κάτοχός του να ξεκινήσει άμεσα να σχεδιάζει ή να δημιουργεί σημειώσεις με το γραφικό του χαρακτήρα. Η ενσωματωμένη εφαρμογή γι' αυτό το σκοπό είναι το Jnotes το οποίο όχι μόνο είναι δοκιμαστική έκδοση, αλλά απαιτεί και τον αριθμό τηλεφώνου για να ξεκινήσει τη λειτουργία. Φυσικά το Play Store είναι γεμάτο εφαρμογές γι' αυτό το σκοπό, σίγουρα καλύτερες, οπότε δεν δυσκολευτήκαμε καθόλου στο να εντοπίσουμε αυτές που θέλαμε. Συμπέρασμα Ας μην κρυβόμαστε. Το μεγάλο πλεονέκτημα του TCL NXTPAPER 14 (τιμή 499€) δεν είναι άλλο από την τεχνολογία NXTPAPER 3.0 που ενσωματώνει. Χάρη σε αυτή είναι σε θέση να προσφέρει μία μοναδική εμπειρία, κάνοντας την ανάγνωση κειμένων (από βιβλία και περιοδικά, μέχρι emails και εκθέσεις) πολύ πιο εύκολη και ξεκούραστη για τα μάτια. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θα προτιμήσετε την εν λόγω πρόταση έναντι άλλων ανταγωνιστικών – οι οποίες μπορούν να βρεθούν σε αρκετά χαμηλότερη τιμή. Αν περνάτε ώρες στο tablet σας διαβάζοντας – κυρίως – και καταναλώνοντας λοιπό περιεχόμενο – δευτερευόντως – τότε εξετάστε το οπωσδήποτε.
    1 πόντος
  45. Η Pure Power 12 αποτελεί την εισαγωγική σειρά της be quiet! στην εποχή «ATX 3.1». Πρόκειται για μία σειρά τροφοδοτικών που είναι εξοπλισμένη με εξαρτήματα και χαρακτηριστικά υψηλής ποιότητας, όπως η τοπολογία LLC και η πληρότητα των καλωδιώσεων που περιλαμβάνει έως και 4x συνδέσμους PCI-Express για κάρτες γραφικών, τόσο PCIe 5.1 όσο και PCIe 6+2. Χάρη στη συμβατότητα με το προδιαγραφές ATX 3.1, η σειρά τροφοδοτικών Pure Power 12 που είναι διαθέσιμη σε εκδόσεις με ονομαστική ισχύ από 550 W έως και 1000 W, μπορεί να διαχειριστεί με ευκολία ξαφνικές εξάρσεις έως και διπλάσιας ισχύος της ονομαστικής. Επομένως, το Pure Power 12 αποτελεί μία πολύ καλή πρόταση για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν ένα τροφοδοτικό υψηλής απόδοσης -και υψηλής ενεργειακής αποδοτικότητας καθώς διαθέτει πιστοποίηση 80 PLUS® Gold- που επιπλέον είναι και αθόρυβο, για να το εγκαταστήσουν σε ένα σύστημα με τελευταίας γενιάς επεξεργαστή και κάρτα γραφικών τρέχουσας ή επόμενης γενιάς. ΑΤΧ 3.1 για περισσότερη και κυρίως αξιόπιστη παράδοση ισχύος Με τις ανάγκες για περισσότερη ισχύ να αυξάνονται -κυρίως εξαιτίας των υπερσύγχρονων καρτών γραφικών- οι προδιαγραφές ATX 3.0/3.1 για τα τροφοδοτικά έθεσαν τις βάσεις για την καθιέρωση του 16-pin συνδέσμου 12VHPWR (12-pins για την παροχή ισχύος και 4-pins αισθητήρων) που μπορεί να παράσχει έως και 600 W ισχύος στις πλέον σύγχρονες και απαιτητικές κάρτες γραφικών, αντικαθιστώντας έως και τέσσερις 6+2 συνδέσμους PCIe. Τα πλεονεκτήματα ωστόσο ενός τροφοδοτικού που καλύπτει τις προδιαγραφές ATX 3.0/3.1 είναι πολύ περισσότερα και πηγαίνουν πολύ παραπέρα από την ευκολία διαχείρισης των καλωδιώσεων που αναφέραμε (ένας μοναδικός 16-pin σύνδεσμος 12VHPWR μπορεί να αντικαταστήσει έως και τέσσερις συνδέσμους 6+2-pin PCIe 12V). Το σημαντικότερο πλεονέκτημα είναι ότι ένα τροφοδοτικό που συμμορφώνεται με τις προδιαγραφές ATX 3.0/3.1, όχι μόνο μπορεί να παραδώσει περισσότερη ισχύ σε σχέση με το παρελθόν αλλά και να το κάνει ασφαλέστερα. Πιο συγκεκριμένα, έχει την ικανότητα να περιορίζει τη τάση που μπορεί να παρασχεθεί στις κάρτες γραφικών ώστε να μην ξεπερνιούνται τα όρια, έχει μεγαλύτερες ανοχές στις ξαφνικές εξάρσεις φορτίου (πολύ μεγαλύτερο «spike load tolerance») ενώ στα χαμηλότερα φορτία αποδεικνύεται ότι προσφέρει βελτιωμένη ενεργειακή αποδοτικότητα. Αναβαθμισμένη σειρά Pure Power 12 Η σειρά Pure Power 12 αναβαθμίστηκε και πλέον καλύπτει τις προδιαγραφές ATX 3.1 υποστηρίζοντας τόσο τις τελευταίας γενιάς κάρτες γραφικών PCIe 5.1 όσο και τις παλαιότερες, με τους χρήστες να έχουν πρόσβαση σε έως και τέσσερεις 6+2-pin συνδέσμους PCIe. Η εταιρεία χρησιμοποιεί την γνωστή τοπολογία «LLC + SR (Synchronous Rectifier) + DC-to-DC» στην οποία χρησιμοποιούνται ολοκληρωμένα (IC) αντί για παθητικά στοιχεία παλαιότερης τεχνολογίας. Οι μονάδες IC παρακολουθούν αδιάκοπα την εισερχόμενη και εξερχόμενη τάση προσαρμόζοντας τις παραμέτρους των ζωτικών εξαρτημάτων στην κατάλληλη κατάσταση φορτίου. Μεταξύ των πλεονεκτημάτων της παραπάνω τοπολογίας είναι η αυξημένη αποδοτικότητα, το καλύτερο regulation και το σημαντικά μικρότερο ripple. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ισχύς του τροφοδοτικού είναι 850 W (900 W Peak Power), ισχύς που παρέχεται μέσω μίας μονής «γραμμής» 12V υψηλής απόδοσης (single-Rail 12V) σε μία διαμόρφωση που είναι ιδανική για υπερχρονισμό. Και καθώς το τροφοδοτικό καλύπτει τις προδιαγραφές του προτύπου ATX 3.1, ακόμα και αν η κάρτα γραφικών απαιτήσει παραπάνω ισχύ στιγμιαία ή για μία μικρή χρονική περίοδο, το τροφοδοτικό μπορεί να τη διαχειριστεί με άνεση καθώς μπορεί να προσφέρει έως και τη διπλάσια ισχύ στο σύστημα από την ονομαστική στιγμιαία. Παράλληλα, το προϊόν καλύπτει τις προδιαγραφές 80 PLUS® Gold (θεωρητικά η αποδοτικότητα του αγγίζει το 93,1%) ενώ εξοπλίζεται με έναν επίσης ιδιαίτερα αποδοτικό και αθόρυβο ανεμιστήρα 120mm [σύμφωνα με την εταιρεία, ο θόρυβος με 100% φορτίο δεν ξεπερνά τα 25,1 dB(A) και σε πρακτικό επίπεδο είναι αθόρυβος. Το προϊόν καλύπτεται από εγγύηση 10 ετών από την εταιρεία, κάτι που εν μέρει μαρτυρά τη χρήση εξαιρετικά ποιοτικών υλικών. Παρά την μεγάλη ισχύ, η πλατφόρμα της be quiet! είναι αρκετά συμπαγής και η σχεδίαση δεν ξεπερνά σε διαστάσεις τα 160 x 150 x 86 mm. Ας γνωρίσουμε το προϊόν απ’ όλες τις πλευρές. Η συσκευασία του τροφοδοτικού στα χαρακτηριστικά χρώματα και σχεδίαση της be quiet!. Στο εσωτερικό, το τροφοδοτικό είναι προστατευμένο από μία χαρτονένια θήκη και μία πλαστική σακούλα. Αν και είναι δύσκολο να μεταφερθεί μέσα από τις φωτογραφίες, το φινίρισμα δείχνει πολύ ποιοτικό. Ο ανεμιστήρας είναι τελευταίας σχεδίασης, αποδοτικός και πρακτικά αθόρυβος. Τα καλώδια διαθέτουν πλεκτή επένδυση και είναι εξαιρετικά ποιοτικά.Στη συσκευασία περιλαμβάνεται ένα καλώδιο τροφοδοσίας, μερικά δεματικά για την διαχείριση των καλωδιώσεων και μερικές βίδες για την εγκατάσταση του τροφοδοτικού στον υπολογιστή. Στη συσκευασία, πέρα από το τροφοδοτικό βρίσκεται μία σειρά από καλώδια για τη σύνδεση των διάφορων connectors με εκείνους που βρίσκονται στα διάφορα υποσυστήματα (π.χ. 20+4-ATX 12V connector, 4+4-pin EPS 12V connector, 8-pin EPS 12V connector, PCIe 5.1 12VHPWRM connector, 3x PCIe 6+2-pin connectors, 6x SATA connectors και 1x PATA connector). Όπως αναφέραμε, το τροφοδοτικό διαθέτει ποιοτικές καλωδιώσεις με ανθεκτική, πλεκτή επένδυση (sleeved). Παρακάτω μπορείτε να δείτε ένα σχεδιάγραμμα με τα καλώδια που περιλαμβάνονται. Το νέο τροφοδοτικό Pure Power 12 850W της be quiet! αποδεικνύεται μία πραγματικά εξαιρετική επιλογή για τον χρήστη που επιθυμεί υψηλή ισχύ, αθόρυβη λειτουργία, future-proof συμβατότητα, αξιοπιστία και μεγάλη εγγύηση, χωρίς να βάλει όμως βαθιά το χέρι στην τσέπη. Η συμβατότητα με τα πρότυπα ATX 3.1 και PCIe 5.1, η αρκετά καλή αποδοτικότητα και ο χαμηλός θόρυβος εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα μεγάλα ατού της πλατφόρμας της be quiet!. Τελευταίες σκέψεις Το τροφοδοτικό Pure Power 12 850W είναι μία πολύ καλή λύση αν επιθυμείτε να «στήσετε» έναν σύγχρονο υπολογιστή έχοντας το «future-proof» στοιχείο στη σκέψη σας (η συμβατότητα με τις προδιαγραφές ATX 3.1 και PCIe 5.1 αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα). Υπάρχουν χρήστες, που θεωρούν ότι τα τροφοδοτικά που δεν διαθέτουν αρθρωτή σχεδίαση (modular design) είναι περισσότερο αξιόπιστα για υπερχρονισμό καθώς δεν «μεσολαβούν» σύνδεσμοι και υποδοχές. Και για το overclocking επίσης, μία λύση single-Rail θεωρείται ιδανική. Σήμερα, με τις προστασίες που υπάρχουν (για βραχυκύκλωμα, υπερτάσεις κ.λπ.) και με την ισχύ που είναι διαθέσιμη πλέον, τέτοιες απόψεις θεωρούνται ξεπερασμένες, αν και από την άλλη έχουν μεγάλες δόσεις αλήθειας. Αν δεν θεωρείτε μειονέκτημα την έλλειψη αρθρωτής σχεδίασης και προτιμάτε μία λύση single-Rail 12V, το Pure Power 12 850W είναι μία εξαιρετικά καλή περίπτωση που αξίζει να λάβετε υπόψη σας. Αν ωστόσο σας ενδιαφέρει ο αρθρωτός σχεδιασμός και δεν θέλετε να «ξεφύγετε» από άποψη κόστους, τότε καλύτερα να επιλέξετε το αντίστοιχης ισχύος μοντέλο από τη σειρά Pure Power 12 Μ (αν και σε αυτή την περίπτωση ο σχεδιασμός είναι dual-Rail 12V και όχι single-Rail). Καταλήγοντας, η αθόρυβη λειτουργία, οι «future-proof» προδιαγραφές και η μεγάλη εγγύηση αποτελούν σημαντικά πλεονεκτήματα ενώ και η τιμή μπορεί να θεωρηθεί αρκετά καλή για όσα προσφέρει. Το συνιστούμε ανεπιφύλακτα.
    1 πόντος
  46. Αξιοποιώντας την παρουσία της στην έκθεση Computex που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του καλοκαιριού, η εταιρεία be quiet! παρουσίασε τη νέα σειρά ολοκληρωμένων (All In One) συστημάτων υδρόψυξης «Light Loop» που θα διατεθεί σε εκδόσεις των 360 mm και 240 mm, σε λευκό και μαύρο χρώμα. Η βασική διαφορά ενός ολοκληρωμένου συστήματος υδρόψυξης κλειστού κυκλώματος (ή κλειστού βρόγχου) «Light Loop» από άλλες λύσεις (όπως το Pure Loop 2 FX για παράδειγμα) είναι τα εντυπωσιακά «πολυεπίπεδα» εφέ φωτισμού που μπορούν να επιτευχθούν χάρη στην… πληθώρα των μονάδων LED που υπάρχουν (έως και 64 σε αριθμό στην περίπτωση της λύσης με το ψυγείο 360 mm και τους τρεις ανεμιστήρες Light Wings LX 120 mm). Συσκευασία Σε μία θήκη από σκληρό χαρτόνι, υπάρχει ο κλειστός βρόγχος ψυγείου-σωληνώσεων-μπλοκ/αντλίας, οι δύο ανεμιστήρες Light Wings LX 120 mm με τον καθένα να βρίσκεται στη δική του συσκευασία και ένα μικρό κουτί με τα διάφορα στηρίγματα και βίδες για κάθε βάση επεξεργαστή -προσφέρεται συμβατότητα για τις βάσεις LGA 1700, 1200, 1150, 1151 και 1155 της Intel και AM4 και AM5 όσον αφορά τις βάσεις για επεξεργαστές της AMD. Επίσης, υπάρχει ένα μπουκαλάκι αναπλήρωσης ψυκτικού υγρού, για την περίπτωση που χρειαστεί να συμπληρώσετε -μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα χρήσης ενδέχεται να διαπιστώσετε περισσότερο θόρυβο ή μειωμένη απόδοση, οπότε μπορείτε να «επαναφέρετε στη ζωή» το σύστημα υδρόψυξης σας εύκολα και ανέξοδα συμπληρώνοντας ή αναπληρώνοντας το ψυκτικό μέσο καθώς το ψυγείο διαθέτει βαλβίδα αναπλήρωσης. Στη συσκευασία επίσης υπάρχει και ένας διανομέας-ελεγκτής ARGB-PWM για τη σύνδεση έως και 6 συσκευών και βεβαίως το εγχειρίδιο χρήσης. Βασικά χαρακτηριστικά Ένα ολοκληρωμένο σύστημα υδρόψυξης αποτελείται συνήθως από μία κεφαλή με ενσωματωμένη αντλία, σωληνώσεις, το ψυγείο, ανεμιστήρες και το ψυκτικό μέσο (υγρό). Τέτοιοι τύπου διάταξη έχουμε και στην περίπτωση της νέας σειράς ολοκληρωμένων συστημάτων υδρόψυξης be quiet! Light Loop. Υπάρχουν ωστόσο ένα, δύο χαρακτηριστικά, που το διαφοροποιούν από άλλες λύσεις, όπως η «ασύμμετρη» εγκατάσταση του μπλοκ στην περίπτωση των επεξεργαστών AMD Ryzen. Σε γενικές γραμμές ωστόσο πρόκειται για μία τυπική, αν και εξαιρετικά ποιοτική, για το είδος, λύση υδρόψυξης. Καταρχήν, το σύστημα υδρόψυξης αποτελείται από ένα τετράγωνου σχήματος, φωτιζόμενο (ARGB) μπλοκ με πολλαπλά αυλάκια και πολυάριθμα πτερύγια σε πυκνή διάταξη στο εσωτερικό του (ειδικά προς το κέντρο) και χάλκινη, επινικελωμένη βάση. Το μπλοκ ενσωματώνει μία νέα αθόρυβη αντλία με σχεδιασμό προοδευτικής κοιλότητας και ταχύτητα που κυμαίνεται μεταξύ 1.500 και 2.900 στροφών το λεπτό. Το κάλυμμα του μπλοκ του Light Loop διαθέτει ένα αρκετά πειστικό φινίρισμα «πάγου» που έχει αρκετό ενδιαφέρον. Σε συνδυασμό με τους παρεχόμενους μηχανισμούς τοποθέτησης, το μπλοκ είναι συμβατό με τις τελευταίες γενιές των επεξεργαστών της AMD και της Intel που «κουμπώνουν» σε υποδοχές τύπου AM4/ AM5 και LGA1155/ 1151/ 1150/ 1200/ 1700 αντίστοιχα. Το μπλοκ διαθέτει 16 «λυχνίες» LED, όσα και ένας ανεμιστήρας Light Wings LX 120 mm (στον οποίο αναφερόμαστε και παρακάτω) ώστε όταν συνδεθούν στον παρεχόμενο διανομέα/ hub ARGB/ PWM -που μπορεί να δεχτεί έως και 6 συσκευές- τα χρωματιστά φωτορυθμικά εφέ να είναι απολύτως συγχρονισμένα. Επιπλέον, οι «λυχνίες» LED είναι τοποθετημένες σε 2 δακτυλίους των 8 ο καθένας, με τις κάτω 8 «λυχνίες» LED να λάμπουν προς το εξωτερικό στο πλάι ενώ οι άνω λυχνίες LED είναι τοποθετημένες ώστε να στοχεύουν προς τα πάνω. Η συγκεκριμένη διάταξη, δημιουργεί ευκαιρίες για εντυπωσιακά, πολυεπίπεδα φωτορυθμικά εφέ σύμφωνα με την εταιρεία κατασκευής (συνολικά υπάρχουν έως και 64 «λυχνίες» LED στο σύστημα συμπεριλαμβανομένων των 3 ανεμιστήρων στην περίπτωση του ψυγείου 360 mm). Το μπλοκ συνοδεύεται από βίδες και ειδικούς βραχίονες για την απρόσκοπτη τοποθέτηση του στη βάση. Για βελτιωμένη απόδοση ψύξης, αν το σύστημα σας διαθέτει επεξεργαστή AMD Ryzen 7000 ή 9000 Series, το κιτ τοποθέτησης για επεξεργαστές της AMD έρχεται και με δυνατότητα ασύμμετρης ή μετατοπισμένης κατά 8 mm τοποθέτησης (πέρα από την επιλογή κεντραρισμένης τοποθέτησης 0 mm). Περισσότερα σχετικά με αυτή τη δυνατότητα μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω. Ψυγείο και σωληνώσεις Οι σωληνώσεις μήκους 400 mm διαθέτουν ποιοτική εξωτερική, πλεκτή επένδυση μαύρου ή λευκού χρώματος (ανάλογα την έκδοση) που καταλήγουν σε ένα όμοιου χρώματος ψυγείο με διάσταση 360 mm ή 240 mm (όπως στη δική μας περίπτωση). Το ψυγείο που διαθέτει οπή πλήρωσης (καλοδεχούμενη η δυνατότητα συμπλήρωσης ή αναπλήρωσης του ψυκτικού μέσου) διαθέτει υψηλής ποιότητας φινίρισμα και δέχεται 3 (στην έκδοση 360 mm) ή 2 ανεμιστήρες (στην έκδοση 240 mm) 120 mm. Η γνωστή εταιρεία κυκλοφόρησε τα πρώτα προϊόντα Light Loop σε εκδόσεις με ψυγεία μεγέθους 360 mm και 240 mm που είναι τα δημοφιλέστερα στην αγορά και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις ψύξης τουλάχιστον ενός επεξεργαστή AMD Ryzen 9 ή ενός Intel Core i9. Για μέγιστη απόδοση και μακροζωία, το ψυγείο που διαθέτει οπή αναπλήρωσης συνοδεύεται από ένα μπουκάλι ψυκτικού υγρού που περιλαμβάνεται στη συσκευασία. Η οπή που είναι «ασφαλισμένη» με ένα ειδικό πώμα που «ξεβιδώνει» επιτρέπει την αναπλήρωση του υγρού όταν είναι απαραίτητο, όπως για παράδειγμα όταν η απόδοση ψύξης έχει μεταβληθεί ή οι φυσαλίδες αέρα στο βρόχο δημιουργούν θόρυβο. Ανεμιστήρες Οι ανεμιστήρες που συνοδεύουν το σύστημα Light Loop είναι οι Light Wings LX 120mm PWM-high-speed, που είναι σημαντικά βελτιωμένοι σε σχέση με τη πρώτη γενιά, με περισσότερες μονάδες LED, περισσότερες «λεπίδες» κ.ά. Ο φωτιζόμενος δακτύλιος διασκορπίζει φως σε 9 πλέον πτερύγια αντί για 7 ενώ οι μονάδες LED είναι 18 σε αριθμό, ώστε τα εφέ φωτισμού να είναι εντονότερα, πιο «φανταχτερά» αν θέλετε. Οι εκδόσεις υψηλής ταχύτητας διαθέτουν μοτέρ κλειστού βρόχου (closed loop motor), το οποίο φροντίζει να διατηρεί πάντα την ταχύτητα του ανεμιστήρα στο επιθυμητό επίπεδο, ακόμη και όταν υπάρχουν αντιστάσεις. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, σύμφωνα με την be quiet! τους καθιστά ιδανικούς για χρήση σε ψυγεία συστημάτων υδρόψυξης. Μετατοπισμένη… τοποθέτηση Στις τελευταίες γενιές επεξεργαστών, η AMD οργανώνει τους πυρήνες του επεξεργαστή και την λανθάνουσα μνήμη τρίτου επιπέδου (L3) σε chiplets, τα οποία είναι επισήμως γνωστά ως Core Complex Dies (CCD). Η συγκεκριμένη σχεδίαση είναι οικονομικότερος από κατασκευαστική άποψη και αποδοτικότερος για την AMD σε σύγκριση με την παλαιότερη μονολιθική σχεδίαση. Στην περίπτωση των επεξεργαστών Ryzen 7000 Series, όπως είναι τα μοντέλα Ryzen 5 7600X, Ryzen 7 7700X, Ryzen 7 7800X3D ή Ryzen 9 7950X, τα εν λόγω CCDs δεν βρίσκονται στο κέντρο της συσκευασίας όπως στις προηγούμενες γενιές επεξεργαστών της εταιρείας αλλά στο κάτω άκρο της. Δεδομένου ότι οι πυρήνες του επεξεργαστή είναι υπεύθυνοι για το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής θερμότητας, το θερμό σημείο μετακινείται επίσης πιο κάτω. Για τις περισσότερες ψύκτρες με ανεμιστήρα, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα καθώς διαθέτουν θερμαγωγούς (heatpipes) που μεταφέρουν τη θερμότητα από κάτω προς τα πάνω, οπότε η θέση του θερμού σημείου δεν παίζει και ιδιαίτερο ρόλο καθώς ο θερμοδιαχύτης (IHS ή Integrated HeatSpreader) καλύπτεται πλήρως -με τη μέγιστη επιφάνεια επαφής- από τη βάση της ψύκτρας. Ψύκτρες μονού πύργου όπως οι Pure Rock 2 ή Shadow Rock 3 δεν επηρεάζονται και ιδιαίτερα ωστόσο η απόδοση ψυκτρών όπως οι Dark Rock Elite και Dark Rock Pro 5 με τους δύο πύργους και τους θερμαγωγούς να επεκτείνονται προς τα αριστερά και τα δεξιά μπορεί να επηρεαστεί ελαφρώς. Το φαινόμενο μπορεί να μετριαστεί με την αξιοποίηση μίας ψυχρής πλάκας (cold plate), η οποία κατανέμει τη θερμότητα πιο ομοιόμορφα στους θερμαγωγούς, εφόσον βεβαίως καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του θερμοδιαχύτη του επεξεργαστή. Το μπλοκ στην περίπτωση των μοντέλων Light Loop ενσωματώνει μία πυκνή στοίβα πτερυγίων στο κέντρο του εσωτερικού του. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του μπλοκ, οι μηχανικοί της be quiet! διαπίστωσε ότι απόδοση όταν συνδυαζόταν με επεξεργαστές της σειράς AMD Ryzen 7000 ήταν κατώτερη των προσδοκιών, καθώς η στοίβα πτερυγίων βρισκόταν σε άλλη περιοχή από το κεντρικό σημείο θερμότητας. Η τοποθέτηση του μπλοκ μετατοπισμένα κατά 8 mm προς τα κάτω βελτίωσε σημαντικά τα αποτελέσματα (μειωμένη θερμοκρασία έως και κατά 4,5°C ανάλογα το σενάριο χρήσης με το Light Loop 360 mm). Το παραπάνω συμπέρασμα, οδήγησε την εταιρεία στο να προσφέρει βραχίονες στήριξης με πρόσθετες οπές. Οι οπές μετατόπισης 0 mm (ακριβώς κέντρο) προορίζονται για επεξεργαστές AM4 και επεξεργαστές AMD Ryzen 8000 Series, όπου το θερμό σημείο βρίσκεται στο κέντρο ενώ η χρήση των οπών που μετατοπίζουν το μπλοκ κατά 8 mm προς τα κάτω συνιστάται για επεξεργαστές AMD Ryzen 7000 και Ryzen 9000 Series. Λάβετε υπόψη σας, ότι η «ασύμμετρη τοποθέτηση» δεν είναι ιδανική για όλα τα συστήματα υδρόψυξης ή ψύκτρες, καθώς μπορεί να υπάρξουν προβλήματα συμβατότητας. Για παράδειγμα, το σύστημα υδρόψυξης Silent Loop 2 έχει αρκετά μεγάλο μπλοκ και η μετακίνηση του προς τα κάτω δεν κάνει ιδιαίτερη διαφορά. Εγκατάσταση Η εγκατάσταση του συστήματος υδρόψυξης ήταν σχετικά απλή διαδικασία, δεδομένου ότι είχαμε στη διάθεση μας και το κουτί Silent Base 801, το οποίο έχει πολλές ευκολίες όπως την συρταρωτή βάση τοποθέτησης που βρίσκεται εσωτερικά, στο άνω τμήμα του κουτιού. Αρχικά τοποθετήσαμε τους ανεμιστήρες στο ψυγείο (φροντίστε τόσο οι ανεμιστήρες όσο και τα καλώδια τους να βρίσκονται από την μεριά που είναι ιδανικό για το σύστημα σας. Στη συνέχεια τοποθετήσαμε τον διανομέα (hub) ARGB/PWM στην πίσω μεριά του κουτιού και ακολούθως προχωρήσαμε με τις συνδέσεις των ανεμιστήρων για την τροφοδοσία και τον φωτισμό τους. Λίγο μετά, ήρθε η ώρα να τοποθετήσουμε το ψυγείο στο «συρταράκι» του κουτιού μας και ακολούθως το μπλοκ με την ενσωματωμένη αντλία (αφού πρώτα απλώσαμε θερμοαγώγιμο υλικό στον επεξεργαστή κ.λπ.). Καθώς το σύστημα μας αποτελείται από την μητρική κάρτα GIGABYTE X670E AORUS MASTER και τον επεξεργαστή AMD Ryzen 9 7950X, δεν κρίθηκε απαραίτητο να αλλάξουμε και το backplate της βάσης στο mainboard (ούτε μπήκαμε στον κόπο να αφαιρέσουμε το mainboard από το κουτί για την εγκατάσταση του μπλοκ με την αντλία). Οι χρήστες ωστόσο με επεξεργαστή Intel, ενδέχεται να χρειαστεί να κάνουν ένα ή δύο βήματα παραπάνω για την τοποθέτηση των βραχιόνων στήριξης του μπλοκ. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό και ο φωτισμός ιδιαίτερα έντονος. Μετρήσεις Για τις μετρήσεις μας χρησιμοποιήσαμε την ιδανική, για την be quiet! θέση του μπλοκ πάνω στον επεξεργαστή (8mm Offset). Καθώς το σύστημα μας ενσωματώνει έναν από τους ισχυρότερους επεξεργαστές που κυκλοφορούν, η θερμοκρασία αγγίζει τους 95°C όταν ενεργοποιείται το σύνολο των πυρήνων μέσω του Cinebench R23. Η θερμοκρασία, σύμφωνα με την AMD, βρίσκεται σε φυσιολογικά επίπεδα για τέτοιο φόρτο εργασίας, και η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε διαπιστώσει το παραμικρό πρόβλημα τόσους μήνες που έχουμε τον επεξεργαστή στη διάθεση μας, ανεξαρτήτως εργασίας. Από άποψη θορύβου, το Light Loop 240 mm είναι σχεδόν αθόρυβο και μόνο όταν οι ανεμιστήρες ξεκινήσουν να λειτουργούν στον υψηλότερο ρυθμό περιστροφής αρχίζει να… ακούγεται. Για να είναι περισσότερο ευδιάκριτες οι διαφορές σε σχέση με το σύστημα ψύξης Pure Loop 2 FX που είχαμε εγκατεστημένο, απενεργοποιήσαμε τους μισούς πυρήνες (στην ουσία απενεργοποιήσαμε το CCD 1) και επαναλάβαμε το τεστ με το Cinebench R23. Επιπλέον, παίξαμε και ένα παιχνίδι (Gear 5) για να αποκτήσουμε μία εικόνα για το που κυμαινόταν η θερμοκρασία κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Παρακάτω μπορείτε να δείτε τις μετρήσεις μας. Το σύστημα μέτρησης αποτελείται: Mainboard: GIGABYTE X670E AORUS MASTER Μνήμη: G.SKILL Trident Z5 Neo 2 x 16GB DDR5-6000 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm Κάρτα γραφικών: AMD Radeon RX 6800 SSD: Samsung NVMe M.2 SSD 970 EVO Plus 500GB Τροφοδοτικό: be quiet! Straight Power 11 850W Platinum Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 11 Pro 64-bit Η θερμοκρασία σε συνθήκες πλήρους φόρτου έφτασε σε πολύ υψηλά επίπεδα, ωστόσο όπως αναφέραμε και πιο πάνω, η AMD θεωρεί τέτοιες θερμοκρασίες φυσιολογικές για τη σειρά Ryzen 7000-series. Με απενεργοποιημένο το δεύτερο CCD, με αποτέλεσμα να λειτουργούν οκτώ από τους δεκαέξι πυρήνες, η θερμοκρασίες είναι βεβαίως χαμηλότερες και το Light Loop 240 mm αποδίδει αρκετά καλά. Η μέτρηση για τον… θόρυβο έγινε απλώς για να… γίνει. Δεν παρατηρήσαμε ουσιαστική διαφορά μεταξύ των διαμορφώσεων και ο απλός χρήστης δεν πρόκειται να παρατηρήσει διαφορά μεταξύ των συστημάτων ή και γενικότερα αν διαθέτει επιπλέον ανεμιστήρες στο σύστημα του. Συμπέρασμα Αν και το σύστημα υδρόψυξης Light Loop 240 mm δεν είναι και ιδιαίτερα προσιτό, αντισταθμίζει το σχετικά υψηλότερο -σε σχέση με τον ανταγωνισμό- κόστος με την εξαιρετική ποιότητα κατασκευής, τις δυνατότητες αναπλήρωσης του ψυκτικού μέσου, τους εξαιρετικούς ανεμιστήρες και τον εντυπωσιακό φωτισμό που διαθέτει. Ελπίζουμε σύντομα η εταιρεία να αλλάξει τον τρόπο συνδεσμολογίας των ανεμιστήρων της πάντως, καθώς η χρήση 3-pin ή 4-pin connectors (τέσσερα καλώδια πρέπει να συνδεθούν στον διανομέα/hub από δύο ανεμιστήρες) πρέπει να θεωρείται πλέον απαρχαιωμένη. H Corsair προσφέρει πλέον πολλά συστήματα ψύξης της με συνδεσμολογία iCUE Link (τύπου USB) που ελαχιστοποιεί τα καλώδια και απλοποιεί τις συνδέσεις. Το πιθανότερο είναι μία τέτοια συνδεσμολογία να αυξήσει το κόστος περαιτέρω ωστόσο αναμφισβήτητα αποτελεί μεγάλη ευκολία. Από άποψη απόδοσης, μείναμε ικανοποιημένοι, με την έννοια ότι οι διαφορές σε σύγκριση με το Pure Loop 2 FX 360 mm μπορεί να μην ήταν σημαντικές ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει διαφορά… μεγέθους με το Light Loop 240mm να ξεπερνά τις προσδοκίες μας. Πιστεύουμε ότι το Light Loop 360mm θα είχε καλύτερη απόδοση συνολικά από το Pure Loop 2 FX. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάτε ότι ο επεξεργαστής μας τρέχει… καυτός εξ ορισμού. Αν αναζητάτε ένα καλό σύστημα υδρόψυξης που εξασφαλίζει μακροζωία και υψηλή απόδοση, μην διστάσετε να αποκτήσετε το Light Loop 240 mm (ή καλύτερα το 360 mm αν έχετε χώρο και τα χρήματα). Το συνιστούμε ανεπιφύλακτα.
    1 πόντος
  47. Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι για να μη χρειάζεται να το επαναλαμβάνουμε κατά τη διάρκεια του κειμένου. Ναι, το Apple Watch Ultra «ενέπνευσε» σε μεγάλο βαθμό τη Samsung σε ό,τι αφορά το Galaxy Watch Ultra και ναι, το τελευταίο έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον μεγάλο του ανταγωνιστή. Ούτε η πρώτη φορά είναι που ένας κατασκευαστής βαδίζει στον δρόμο που χάραξε κάποιος άλλος, ούτε η τελευταία. Με αυτό κατά νου, πάμε να δούμε τις εντυπώσεις μας από το premium έξυπνο ρολόι της Samsung και ίσως το καλύτερο στην κατηγορία των android smartwatch. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Με το Galaxy Watch Ultra, η κορεατική εταιρεία αποπειράθηκε να… τετραγωνίσει τον κύκλο. Η οθόνη του ρολογιού, βλέπετε, παραμένει κυκλική όμως βρίσκεται σε ένα σχεδόν τετράγωνο σώμα διαστάσεων 47,4 x 47,1 x 12,1 χιλ. Το smartwatch έρχεται σε τρεις αποχρώσεις, Titanium Gray, Titanium Silver και Titanium White (ή γκρι, ασημί και λευκό) και αν δεν το καταλάβατε ήδη, είναι κατασκευασμένο από τιτάνιο -εξ ου και το βάρος των 60,5 γραμμαρίων. Πλαισιώνεται δε από λουράκια τριών υλικών (Marine, Trail και PeakForm) που έρχονται σε διάφορα χρώματα, με το πορτοκαλί (διατίθεται και στους τρεις τύπους) να ξεχωρίζει. Η Samsung έδωσε έμφαση στην ποιότητα κατασκευής και αυτό της το δίνουμε. Το Galaxy Watch Ultra αποπνέει ξεκάθαρα premium αέρα, όντας παράλληλα και αρκετά κομψό για τα δεδομένα της sport κατηγορίας (βγάζει πάντως vibes Garmin). Στα 47 χιλ. είναι ένα αρκετά ογκώδες ρολόι που όμως κάθεται καλά στο χέρι. Πληροί τις προδιαγραφές του προτύπου MIL-STD-810H ενώ την οθόνη του προστατεύει γυαλί από κρύσταλλο ζαφειριού, για να έχετε το κεφάλι σας ήσυχο χρησιμοποιώντας το κάθε μέρα. Διαθέτει προστασία από νερό και σκόνη βάσει IP68 και αντέχει σε πίεση 10 ATM, με τη Samsung πάντως να αναφέρει ότι είναι ακατάλληλο «για δραστηριότητες νερού υψηλής πίεσης και καταδύσεις». Αν δεν έγινε κατανοητό, μπορείτε επίσης να το χρησιμοποιείτε άφοβα και μέσα στη θάλασσα. Οθόνη – Χειρισμός Η οθόνη του ρολογιού είναι μία Super AMOLED 1,5 ίντσας, με ανάλυση 480 x 480 pixels. Η ποιότητά της όπως θα περίμενε κανείς είναι εξαιρετική με τα πάντα να είναι ευανάγνωστα και σε εξωτερικούς χώρους υπό τις ακτίνες του ήλιου. Για ακόμα ευκολότερο χειρισμό, η Samsung έχει ενσωματώσει πλέον στη συσκευή τρία πλήκτρα, με ένα στρογγυλό quick button με πορτοκαλί πλαίσιο, να έχει βρει χώρο ανάμεσα στα δύο πλευρικά. Ο χρήστης μπορεί να προγραμματίσει τον ρόλο του συγκεκριμένου πλήκτρου έχοντας να διαλέξει μέσα από πλήθος εφαρμογών και λειτουργιών. Εκ του αποτελέσματος, θεωρούμε πως η Samsung έπραξε ορθώς. Αυτό που θα θέλαμε να δούμε πάντως στο Galaxy Watch Ultra ήταν περιστρεφόμενη στεφάνη για ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία. Δυστυχώς όμως μείναμε με την επιθυμία. Το ρολόι βασίζεται σε έναν συνδυασμό του Wear OS 5 με το One UI. Το περιβάλλον χρήστη δεν μας δημιούργησε προβλήματα, επιτρέποντας την εύκολη πρόσβαση στις διάφορες εφαρμογές του, οι οποίες είναι γνωστές για το περιβάλλον του wearOS. Φυσικά ξεχωρίζουν οι εφαρμογές της Google και ειδικότερα αυτή των Google Maps, ενώ είναι δυνατές και οι ανέπαφες πληρωμές αφού υποστηρίζεται κανονικά το Google Pay. Άλλες εφαρμογές που ξεχωρίσαμε είναι το Spotify, το Outlook και το Strava. Λειτουργίες – Επιδόσεις Περνώντας στα χαρακτηριστικά του smartwatch, στο εσωτερικό του κρύβει επεξεργαστή Exynos W1000 των 3 nm, τον οποίο πλαισιώνουν 2 GB RAM και 32 GB αποθηκευτικού χώρου. Στα της συνδεσιμότητας υποστηρίζονται Bluetooth 5.3, dual-band Wi-Fi, NFC και προαιρετικά LTE, ενώ από άποψη αισθητήρων, έχουμε τον Samsung BioActive, αισθητήρα θερμοκρασίας και επιταχυνσιόμετρο. Αυτό που προκαλεί εντύπωση σε πρώτη φάση, είναι πως όλα τα παραπάνω μπορεί να τα βρει κανείς και στο Galaxy Watch 7 το οποίο στοιχίζει τα μισά χρήματα σε σχέση με το Galaxy Watch Ultra. Τουλάχιστον το τελευταίο είναι εφοδιασμένο με μεγαλύτερη μπαταρία (590 mAh έναντι 300 ή 425 mAh) που του εξασφαλίζει (αρκετά) καλύτερη αυτονομία όπως θα δούμε παρακάτω. Το Galaxy Watch Ultra άλλωστε προσφέρει αρκετές ενδιαφέρουσες λειτουργίες όπως για παράδειγμα το Track Back που θα αναλάβει να σας φέρει πίσω στο σημείο εκκίνησης μίας διαδρομής και καθοδήγηση ακριβείας με διαρκή χρήση GPS και δεδομένων GPX. Είναι σε θέση να αναγνωρίζει πτώσεις ενώ έχει και ενσωματωμένη σειρήνα για κλήση σε βοήθεια (μπορείτε να την προγραμματίσετε στο quick button), με αρκετά δυνατή ένταση. Η αυτονομία του ρολογιού δεν είναι κακή, αφού εντοπίζεται στις δύο ημέρες, αλλά και λίγο παραπάνω αν δεν υπάρχει έντονη δραστηριότητα. Αν μάλιστα ενεργοποιήσετε τη λειτουργία εξοικονόμησης ενέργειας, τότε ανεβαίνει άνετα στις τέσσερις. Σε τυπικές συνθήκες χρήσης πάντως μιλάμε για ένα διήμερο, διάστημα που είναι αρκετό για τους λάτρεις των σπορ, όχι όμως και για εκείνους της περιπέτειας. Η Samsung παρέλειψε να προσθέσει στο Galaxy Watch Ultra δυνατότητα ταχείας φόρτισης, με αποτέλεσμα για μία πλήρη φόρτιση (0-100%) να χρειάζονται γύρω στις τρεις ώρες, διάστημα σημαντικό και, για να είμαστε ειλικρινείς, μάλλον απαράδεκτο για ρολόι των €699. Στα θετικά του ρολογιού πάντως είναι το Energy Score, μία λειτουργία που μπορεί πράγματι να συμβάλλει στην υιοθέτηση ενός υγιεινότερου τρόπου ζωής. Επί της ουσίας, το ρολόι λαμβάνοντας υπ’ όψιν του μια σειρά παραγόντων όπως την ημερήσια δραστηριότητα, τον εβδομαδιαίο ύπνο, τον σφυγμό κατά τις ώρες ξεκούρασης και το εύρος μεταβολής του σε αυτή την περίοδο, προχωρά στον υπολογισμό ενός σκορ που αντικατοπτρίζει τα επίπεδα ενέργειας του σώματος για την κάθε μέρα. Δεν μένει μάλιστα εκεί, αφού φροντίζει να προσφέρει και συμβουλές για το πώς θα βελτιώσετε το προσωπικό σας σκορ, ορισμένες εκ των οποίων βρήκαμε πολύ χρήσιμες κατά τις δοκιμές μας. Το Energy Score είναι η τελευταία προσθήκη στην εφαρμογή Samsung Health, μέσω της οποίας μπορείτε να βλέπετε όλες τις επιδόσεις σας. Είναι μια ολοκληρωμένη εφαρμογή, εύκολη στη χρήση που παρέχει κατάλληλη πληροφορία αλλά και βοήθεια σε περίπτωση που χρειάζεστε κάποια διευκρίνηση. Η ακρίβεια των μετρήσεων του Galaxy Watch Ultra είναι κορυφαία. Είτε πρόκειται για αποστάσεις, είτε για τους καρδιακούς παλμούς, είτε για τα επίπεδα άσκησης κατά τη διάρκεια κάποιας δραστηριότητας (και η λίστα του είναι εντυπωσιακή), είναι δύσκολο για το smartwatch να πέσει έξω. Το gamification μάλιστα συνεχίζεται με τους καθημερινούς δακτυλίους (βήματα, θερμίδες, άσκηση) και τη βαθμολογία ποιότητας ύπνου, σε μία προσπάθεια να ωθήσει τον χρήστη να κάνει ό,τι καλύτερο. Για τους λάτρεις της ποδηλασίας προσφέρεται υπολογισμός του δείκτη FTP ενώ εφ’ όσον έχετε smartphone Samsung θα «ξεκλειδώσετε» το πλήρες εύρος των εφαρμογών του Galaxy Watch Ultra όπως π.χ. την πραγματοποίηση ηλεκτροκαρδιογραφήματος. Αυτό το τελευταίο σημειώστε το, αφού σε διαφορετική περίπτωση, θα χάσετε υπηρεσίες τις οποίες έχετε ήδη πληρώσει. Συμπέρασμα Τελικά αξίζει η αγορά του Galaxy Watch Ultra; Δεν αμφισβητούμε το γεγονός πως πρόκειται για ένα ποιοτικό και καθ’ όλα αξιόλογο ρολόι από τη Samsung, ειδικά αν συνυπολογίσουμε το ότι μιλάμε για το πρώτο της γενιάς του. Οι υπερβολικές ομοιότητές του με το Galaxy Watch 7 και το ότι χρειάζεται smartphone Galaxy (και μάλιστα στην περίπτωση που θέλετε να εκμεταλλευτείτε το νεύμα Double Pinch, συσκευή με το One UI 6.1.1) για να ξεδιπλώσει όλες του τις αρετές, δυσκολεύουν το έργο του, πάντα εν συγκρίσει με τον ανταγωνισμό, εσωτερικό τε και εξωτερικό ωσαύτως.
    1 πόντος
  48. Η Huawei έρχεται να ταράξει τα νερά στον χώρο των ακουστικών TWS με τα FreeClip, μία πρόταση που υιοθετεί έναν εντελώς διαφορετικό σχεδιασμό συγκριτικά με ό,τι έχουμε δει ως τώρα. Ενδεχομένως κάποιοι να υποστηρίξουν πως δεν υπήρχε ανάγκη για κάτι τόσο διαφορετικό (όταν μάλιστα έχουμε ήδη τα in-ear, half in-ear και over-ear), όμως στην πραγματικότητα μία έξτρα επιλογή με την ονομασία open-ear, και μάλιστα όταν είναι τόσο ποιοτική, δεν πρόκειται να βλάψει κανέναν. Τουναντίον μάλιστα, τα FreeClip αποτελούν μία ενδιαφέρουσα τεχνικά πρόταση που τυγχάνει να είναι και μία από τις πιο κομψές που υπάρχουν στην αγορά. Πάμε να τα δούμε. Σχεδιασμός - Εφαρμογή Το design των FreeClip είναι εκείνο που μαγνητίζει το ενδιαφέρον. Εν αντιθέσει με ό,τι έχουμε δει ως τώρα, τα εν λόγω ακουστικά θυμίζουν κλιπ -εξ ου και η ονομασία τους. Αποτελούνται από τρία τμήματα: το Acoustic Ball που είναι και το ακουστικό, το Comfort Bean που εφαρμόζει την πίσω πλευρά του αφτιού και το C bridge που τα ενώνει. Στην πράξη τοποθετούνται πανεύκολα με το C bridge να έχει οριζόντιο προσανατολισμό. Σημειώστε ότι κλιπ με την έννοια του… κλιπ (όπως π.χ. θα ίσχυε σε ένα σκουλαρίκι) δεν υπάρχει πουθενά. Αν και ο σχεδιασμός παραπέμπει σε κάτι τέτοιο, ο χρήστης απλώς τα τοποθετεί στα αφτιά του κι εκείνα… στέκονται. Η Huawei αναφέρει πως χρησιμοποίησε δεδομένα από 30.000 ανθρώπους (και αντίστοιχα αφτιά) προκειμένου να πετύχει design που να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις και σε γενικές γραμμές τα κατάφερε. Φορώντας τα FreeClip είναι σαν να… μην τα φορά κανείς χωρίς καμιά υπερβολή. Με αμελητέο βάρος που εντοπίζεται στα 5,6 γραμμάρια ανά ακουστικό, η όλη εμπειρία είναι από τις πιο άνετες που είχαμε -αν όχι η πλέον άνετη. Εν ολίγοις, μία που θα τα φορέσετε και μία που θα ξεχάσετε πως βρίσκονται στα αφτιά σας. Η δε εφαρμογή τους είναι εξαιρετική. Τα φορέσαμε περπατώντας, τρώγοντας, ανεβαίνοντας σκάλες και τρέχοντας μεταξύ άλλων: ό,τι κι αν κάναμε παρέμειναν στη θέση τους χωρίς το παραμικρό πρόβλημα, κάτι που τα καθιστά ως εκ τούτου εξαιρετική επιλογή και για τους λάτρεις της άσκησης. Αν αναρωτιέστε «και γιατί να μην προτιμήσουν κάποιο από τα δοκιμασμένα σετ TWS γυμναστικής» ο λόγος είναι απλός: διότι τα FreeClip μπορούν να πλαισιώσουν άνετα ακόμα και τις πιο επίσημες εμφανίσεις. Έρχονται σε δύο χρώματα, ανοιχτό μοβ και μαύρο που αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο τον όμορφο σχεδιασμό τους. Τα ακουστικά φυσικά συνοδεύονται από θήκη μεταφοράς και φόρτισης, στο ίδιο χρώμα με αυτά. Ανεξαρτήτως του χρώματος που θα προτιμήσετε, θα πρέπει να έχετε υπ’ όψιν σας πως η θήκη έρχεται με ματ υφή ενώ τα ακουστικά με γυαλιστερή, δημιουργώντας μία ενδιαφέρουσα αντίθεση -η οποία καθόλου δεν μας χαλάει, αφού η αντανακλαστική επιφάνεια των ακουστικών δείχνει υπέροχη. Η θήκη διαθέτει LED ένδειξη τριών χρωμάτων που αποτυπώνει την κατάσταση της μπαταρίας της: κόκκινο αν είναι κάτω του 25%, κίτρινο μεταξύ 25% και 75% και πράσινο για άνω του 75%. Το δε σχήμα της είναι στρογγυλό ταιριάζοντας με τη γενικότερη προσέγγιση που επέλεξε για τα FreeClip η Huawei. Στην αυτονομία που προσφέρει στα τελευταία, θα αναφερθούμε παρακάτω. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Καλό το look, όμως αυτό που θέλει κάποιος από ένα σετ ακουστικών είναι πρώτα απ’ όλα να… κάνει τη δουλειά του και τα FreeClip δεν απογοητεύουν. Αν διαθέτετε συσκευή Android ή πιο συγκεκριμένα Huawei (με HarmonyOS), θα σας συστήναμε να κατεβάσετε την εφαρμογή AI Life, μέσω της οποίας θα κάνετε τα πάντα, από τη ζεύξη τους με το κινητό σας, μέχρι τη ρύθμισή τους και την εγκατάσταση firmware updates. Τα FreeClip υποστηρίζουν παράλληλη σύνδεση με δύο συσκευές, παρέχοντας έτσι έξτρα ευελιξία αφού μπορείτε να τα χρησιμοποιείτε π.χ. ενώ εργάζεστε στο laptop, όντας παράλληλα σε θέση να απαντήσετε σε κλήσεις στο τηλέφωνό σας χωρίς κανένα πρόβλημα -η δε μετάβαση από τη μία συσκευή στην άλλη γίνεται χωρίς καμία καθυστέρηση. Το κάθε ακουστικό διαθέτει δύο μικρόφωνα και σύστημα που αναγνωρίζει και εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό τον ήχο από τον αέρα και φωνές από το περιβάλλον. Με αυτή την τριπλή πρακτικά λύση, τα FreeClip προσφέρουν μία πολύ καλή εμπειρία ακρόασης στον συνομιλητή σας, έστω κι αν ορισμένες φορές οι φωνές των γύρω σας περνούν στην κλήση. Η παθητική εξουδετέρωση θορύβων δεν είναι εξίσου αποτελεσματική με τα μοντέλα που διαθέτουν ελαστικά ακροφύσια σφραγίζοντας ερμητικά τα αφτιά, όμως αν μη τι άλλο προσφέρει μία ισορροπημένη εμπειρία ακρόασης χωρίς να χάνεται η επαφή με το περιβάλλον. Να είστε απλά προσεκτικοί με την ένταση του ήχου, αφού αν το παρακάνετε, θα γίνετε ενοχλητικοί για τους διπλανούς σας. Ο ήχος από την πλευρά του είναι καλός. Οι ομιλίες σε κλήσεις, podcasts και audiobooks είναι καθαρές ενώ μέσα από την εφαρμογή AI Life και το EQ της, θα έχετε τη δυνατότητα να προσαρμόσετε διάφορες ρυθμίσεις. Τα FreeClip φέρουν πιστοποίηση IP54, έτσι ώστε να συνεχίσετε να τα χρησιμοποιείτε και ιδρωμένοι (αλλά όχι στη βροχή). Η δε αυτονομία τους φτάνει τις οκτώ ώρες (αναπαραγωγή μουσικής) με μία πλήρη φόρτιση και τις 32 αν συνυπολογίσουμε και τη θήκη. Όχι κι άσχημα. Από τις διάφορες έξυπνες λειτουργίες των FreeClip, δεν γίνεται να μην ξεχωρίσουμε την αναγνώριση αφτιού. Παίρνοντας τα ακουστικά στα χέρια σας, θα διαπιστώσετε πως δεν υπάρχει δεξί και αριστερό: και τα δυο είναι ίδια! Η διανομή των ρόλων γίνεται ανάλογα με τη θέση που έχουν στη θήκη τους. Αν νιώσετε πως είναι ανάποδα, δεν έχετε παρά να ξαναβάλετε στη θήκη τους κλείνοντας το καπάκι και έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα να τα τοποθετήσετε εκ νέου στα αφτιά σας! Κατά τα άλλα υποστηρίζονται έλεγχος μέσω αγγίγματος (για κλήσεις και αναπαραγωγή μουσικής) και Audio Sharing (για παράλληλη σύνδεση FreeClip/FreeBuds σε συσκευές Huawei). Συμπέρασμα Τα FreeClip είναι τα καλύτερα ακουστικά στην κλάση τους αφήνοντας πίσω τους άλλες παρόμοιες προτάσεις όπως τα LinkBuds της Sony που δίνουν έμφαση στην άνεση και δευτερευόντος στα άλλα χαρακτηριστικά! Η Huawei δημιουργεί επί της ουσίας μία νέα κατηγορία, προσφέροντάς μας μία πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση με αχτύπητο design και δυνατές επιδόσεις. Ακροβατώντας μεταξύ των fashionable και workout TWS, τα FreeClip τα καταφέρνουν καλά -απέχοντας από το τέλειο- στις προδιαγραφές και των δύο κατηγοριών. Η τιμή τους είναι βέβαια κομματάκι «αλμυρή» στα €199, ενώ χρειάζονται συσκευή Huawei προκειμένου να ξεδιπλώσουν όλες τις αρετές τους. Αν είστε σε θέση να αποδεχθείτε και να καλύψετε τις συγκεκριμένες απαιτήσεις, τότε σκεφτείτε τα σοβαρά, ειδικά τις πρώτες μέρες διάθεσης όπου η Huawei δίνει δώρο με κάθε αγορά, το Band 8.
    1 πόντος
  49. Η vivo ενισχύει περαιτέρω την παρουσία της στη χώρα μας με την κυκλοφορία του vivo X90 Pro, τον διάδοχο της περυσινής ναυαρχίδας της εταιρείας που δημιούργησε αίσθηση και έθεσε υψηλά στάνταρ για τα κορυφαία smartphone της εταιρείας. Για άλλη μια φορά, δίνεται μεγάλη έμφαση στη φωτογραφία και το βίντεο, χωρίς ωστόσο να σημαίνει πως τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά μένουν πίσω. Η νέα συσκευή έφτασε στα χέρια μας, περάσαμε αρκετό χρόνο μαζί της και καταγράφουμε την εμπειρία μας στο κείμενο που ακολουθεί. Σχεδιασμός – Οθόνη Από το μαύρο κουτί του κινητού ξεπροβάλλει η τεράστια συσκευή, διαστάσεων 164.07x74.53x9.34mm και βάρους 214.8g, δηλαδή δεν «λυπάται» τίποτα σε μέγεθος και βάρος. Το πρώτο που θα παρατηρήσει κανείς είναι η πλάτη, η οποία όχι μόνο φιλοξενεί τις κάμερες σε ένα μεγάλο κυκλικό εξόγκωμα, αλλά φέρει επένδυση από μαύρο vegan δέρμα. Στην όψη, θυμίζει τα υλικά μιας DSLR και με τόσο μεγάλες κάμερες, θα μπορούσε κανείς να πει πως πρόκειται για DSLR που μετατράπηκε σε κινητό. Οριζόντια στην πλάτη, σπάζοντας στα δύο το δέρμα, βρίσκεται μια μεταλλική λωρίδα όπου αναγράφεται το σλόγκαν “Xtreme imagination” και λίγο παρακάτω, ανάγλυφο πάνω στο δέρμα βρίσκεται το λογότυπο της εταιρείας. Άλλο ένα κομμάτι κειμένου βρίσκεται στην επάνω πλευρά της συσκευής, όπου αναγράφεται το “professional photography”. Η πρώτη εντύπωση είναι μικτή, γιατί από τη μία η όψη με το δέρμα είναι πανέμορφη, από την άλλη τα δύο αυτά σλόγκαν είναι παντελώς περιττά για μια ναυαρχίδα. Διαφοροποιούν τη συσκευή, αλλά για τους λάθος λόγους. Παρόλα αυτά, το δέρμα είναι μια άψογη επιλογή, προσφέροντας διαφορετική όψη από τον ανταγωνισμό αλλά κυρίως, πολύ σταθερό κράτημα. Επιτέλους, ένα κινητό τέτοιου επιπέδου που δεν έχει γυαλί και δεν γλιστράει από το χέρι. Πιο εύκολα θα αφήναμε το vivo X90 Pro χωρίς θήκη παρά οποιαδήποτε άλλη ναυαρχίδα της αγοράς. Επίσης , φέρει πιστοποίηση IP68, οπότε προστατεύεται από νερό και σκόνη. Κατά τα άλλα, το design είναι πολύ καθαρό, έχοντας κάτω μια θύρα USB-C, ένα ηχείο και την θύρα κάρτας SIM, ενώ δεξιά βρίσκονται τα πλήκτρα ρύθμισης έντασης και ενεργοποίησης. Οι υπόλοιπες πλευρές δεν έχουν κάτι, πέρα από τα μικρόφωνα της επάνω πλευράς. Να σημειωθεί πως ο αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος δεν βρίσκεται στο πλήκτρο ενεργοποίησης, όπως συνηθίζεται πλέον, αλλά κάτω από την οθόνη. Μπροστά, θα βρούμε μια μεγάλη οθόνη 6.78” τεχνολογίας OLED με ανάλυση QHD+ (1260x2800) και πυκνότητα 452ppi. Προσφέρει κάλυψη χρώματος DCI-P3 100% και ο ρυθμός ανανέωσης φτάνει στα 120Hz, ενώ η φωτεινότητα είναι επίσης υψηλή με όριο τα 1300nits. Στα πλάγια, η οθόνη είναι ελαφρώς κυρτή, δίνοντας ακόμη πιο premium όψη στο κινητό χωρίς να γίνεται εμπόδιο στο κράτημα και την χρήση. Στην πράξη, η οθόνη είναι άριστη, καθώς η συνεργασία της vivo με τη Zeiss προσφέρει καρπούς και εδώ με τη μορφή ενός “Zeiss natural mode” για τα χρώματα. Καθώς προτιμούμε τα πιο φυσικά χρώματα από τα έντονα και πολύ ζωηρά, είναι μια καλοδεχούμενη προσθήκη. Σε συνδυασμό με την υποστήριξη HDR10+, βλέπαμε σειρές και ταινίες με άνεση και ποιότητα που θα περιμέναμε από μια ναυαρχίδα. Τα δύο ηχεία που βρίσκονται επάνω και κάτω παράγουν στερεοφωνικό ήχο, που συμπληρώνει πολύ καλά τα βίντεο, έχοντας καλό μπάσο για τις πιο έντονες σκηνές δράσης. Πέρα από αυτά, ο ρυθμός ανανέωσης εναλλάσσεται αυτόματα ή ρυθμίζεται χειροκίνητα. Προτιμήσαμε την αυτόματη επιλογή και λειτούργησε απροβλημάτιστα, προσφέροντας ομαλή κίνηση στο σκρολάρισμα και τη γενικότερη χρήση του κινητού. Η υψηλή φωτεινότητα ήταν επίσης χρήσιμη σε εξωτερικούς χώρους, όπου (με εξαίρεση τη γυαλάδα του ήλιου) η οθόνη παρέμενε ευανάγνωστη. Συνολικά, η οθόνη μας άφησε ικανοποιημένους από κάθε άποψη. Στο κουτί θα βρούμε έναν φορτιστή 120W, καλώδιο φόρτισης και μια διάφανη θήκη σιλικόνης, προσφέροντας όλα όσα χρειαζόμαστε για να αξιοποιήσουμε πλήρως τη συσκευή χωρίς να μπούμε σε επιπλέον έξοδα, από το οποίο θα μπορούσαν να παραδειγματιστούν και άλλοι μεγάλοι κατασκευαστές. Επιδόσεις – Μπαταρία Το vivo X90 Pro θα είναι για πολλούς η πρώτη επαφή με το νέο flagship SoC της Mediatek. Το κινητό έρχεται με το οκταπύρηνο Mediatek Dimensity 9200 (1x Cortex-X3 @ 3.05GHz, 3x Cortex-A715 @ 2.85GHz, 4x Cortex-A510 @ 1.8GHz, GPU: Mali-G710) και 12GB RAM, με αποθηκευτικό χώρο 256GB. Στο εσωτερικό της συσκευής βρίσκεται και vapor chamber για διαχείριση της θερμότητας, κάτι που θέλαμε πολύ να δοκιμάσουμε. Ας βγάλουμε από τη μέση τα τυπικά, στα οποία δεν εντοπίζεται κανένα απολύτως πρόβλημα. Multi-tasking με Slack, Spotify, Outlook, Gmail, Word και παρόμοιες εφαρμογές ήταν η καθημερινότητά μας, την οποία και διαχειρίστηκε άψογα, όπως και ήταν αναμενόμενο. Στο Geekbench 5, έλαβε σκορ 1386 (Single-Core) και 4301 (Multi-Core), λίγο χαμηλότερο από τους άμεσους ανταγωνιστές του, όμως στο 3D Mark Wildlife Extreme η διαφορά ήταν μηδαμινή (22.2fps). Στο Geekbench 6 το Χ90 Pro μας έδωσε 1712 στο Single Core kai 4204 στο multicore, γύρω στους 1000 πόντους διαφορά με το S23 Ultra. Με λίγα λόγια, ναι, στο χαρτί ο Dimensity 9200 δεν τα πηγαίνει τόσο καλά όσο το καλύτερο τσιπ της Qualcomm, ωστόσο στην πραγματικότητα οι επιδόσεις κατά τη χρήση δεν διαφέρουν και το λέμε έχοντας χρησιμοποιήσει συσκευές και των δύο πλευρών. Τώρα, στα παιχνίδια. Από Genshin Impact έως Asphalt 9 Legends, Call of Duty Warzone Mobile και άλλα, δεν είχαμε κανένα θέμα σε Maximum ρυθμίσεις γραφικών με εξαίρεση το Genshin Impact, που έπεσε στα Medium για να κρατήσει σταθερά τα 60fps. Επιστρέφοντας στο θέμα του vapor chamber, παρατηρήσαμε πως μετά από αρκετή ώρα παιχνιδιού το κινητό ανέπτυξε αισθητή θερμοκρασία μεν, αλλά ποτέ δεν προβληματιστήκαμε μήπως υπερθερμαίνεται. Στο κομμάτι της αυτονομίας, το vivo X90 Pro έρχεται με μπαταρία χωρητικότητας 4870mAh και υποστηρίζει φόρτιση 120W με τον παρεχόμενο φορτιστή. Εδώ βλέπουμε πως το Dimensity 9200 κάνει καλή διαχείριση ενέργειας, αφού με τυπική χρήση βγάζαμε περίπου μιάμιση ημέρα προτού φτάσει σε μονοψήφια νούμερα και χρειαστεί φόρτιση. Σε πιο χαλαρές μέρες, που δεν κάναμε διαρκή χρήση, έφτασε ακόμη και το βράδυ της δεύτερης ημέρας προτού το βάλουμε στην πρίζα. Μιλώντας για αυτό, φορτίζει πλήρως σε περίπου 27 λεπτά στη γρήγορη ρύθμιση και σε περίπου 30 λεπτά με το “Safe” mode, που προφυλάσσει την μπαταρία από περιττή φθορά. Μιλάμε για μηδαμινή διαφορά, οπότε δεν είδαμε λόγο να χρησιμοποιούμε τη γρήγορη ρύθμιση για πλήρη φόρτιση. Ωστόσο, χάρη σε εκείνη μπορεί να φτάσει το 50% σε μόλις 11 λεπτά, κάτι που δεν θέλαμε να χρησιμοποιούμε συχνά για να μην καταπονείται άσκοπα η μπαταρία, όμως σίγουρα θα αποδειχτεί χρήσιμο σε καταστάσεις ανάγκης. Τέλος, υποστηρίζεται ταχεία ασύρματη φόρτιση 50W, η οποία είναι καλοδεχούμενη αν και δεν είχαμε την ευκαιρία να τη δοκιμάσουμε λόγω έλλειψης τέτοιου φορτιστή. Η συσκευή έρχεται με Funtouch OS 13 βασισμένο σε Android 13, το οποίο προσφέρει αρκετές επιλογές παραμετροποίησης και εξατομίκευσης, κυρίως μέσω των widgets. Ως λειτουργικό, κάνει καλά τη δουλειά του χωρίς ξεκάθαρα προβλήματα, αλλά συνοδεύεται από πολλές, περιττές εφαρμογές που δεν αρμόζουν σε ένα flagship. Ένα ακόμη θετικό είναι η υποστήριξη της εταιρείας, που υπόσχεται αναβαθμίσεις για τρία χρόνια και ενημερώσεις ασφαλείας για τέσσερα χρόνια, καλύτερα από πολλούς ανταγωνιστές. Κάμερα Το «κυρίως πιάτο» του vivo X90 Pro είναι η κάμερα, όπως φαίνεται κι από το μάρκετινγκ, αφού παντού βρίσκεται το όνομα της Zeiss. Ο βασικός φακός wide των 50MP (f/1.75, 1”, OIS, Zeiss optics) συνοδεύεται από έναν ακόμη wide 50MP (f/1.6, OIS) για πορτρέτα και έναν τρίτο ultra-wide (12MP, f/2.0) για ευρυγώνιες λήψεις. Και οι τρεις φακοί ενισχύονται από φίλτρο Zeiss T* που κρατάει καθαρές τις λήψεις. Για αρχή, ο βασικός, άκρως εντυπωσιακός φακός. Ξεκινάμε με το Night Mode, που δεν το συνηθίζουμε, καθαρά γιατί μας εντυπωσίασε πολύ. Συντηρεί τα χρώματα με μεγάλη ακρίβεια και φωτίζει ομοιόμορφα τα σκοτεινά σημεία, χωρίς υπερβολική έκθεση ούτε εμφανή θόρυβο. Παράλληλα, όλο αυτό δεν γίνεται εις βάρος της λεπτομέρειας. Μετατρέπει τη νύχτα σε μέρα, κυριολεκτικά, μονάχα με το φως του φεγγαριού ή μερικές λάμπες στον δρόμο. Είναι από τα πιο εντυπωσιακά Night Mode που έχουμε δει σε κινητό, αν όχι το καλύτερο, δεδομένης και της διαφοράς τιμής συγκριτικά με τον ανταγωνισμό και πραγματικά μας εντυπωσίασε στη Βαρκελώνη όπου και το δοκιμάσαμε αρκετά. Φυσικά, σε φωτογραφίες με πλούσιο φως, τα πράγματα είναι εξίσου ποιοτικά, με άριστη διατήρηση χρώματος και λεπτομέρειας, χωρίς θόρυβο και χωρίς περιττές επεμβάσεις που χαλάνε την φυσικότητα της φωτογραφίας. Το μοναδικό αρνητικό είναι πως το zoom περιορίζεται στο 2x (οπτικό), οπότε ναι μεν υπάρχει η δυνατότητα για ψηφιακό zoom 10x, αλλά χάνεται τόσο η ποιότητα που δεν έχει νόημα. Μια λειτουργία που μας αρέσει όποτε την συναντάμε -όχι πολύ συχνά είναι το Miniature Mode, που κάνει τις λήψεις να φαίνονται σαν μακέτα με μινιατούρες. Είναι πολύ εύκολο να βγουν τέτοιες φωτογραφίες και το αποτέλεσμα είναι πανέμορφο, σε αντίθεση με τις πολύ ειδικές συνθήκες που χρειάζεται π.χ. η μακροφωτογραφία. Υπάρχουν επιπλέον λειτουργίες για φωτογράφιση της Σελήνης και των αστεριών, οι οποίες πάλι φέρνουν πολύ καλά αποτελέσματα με ελάχιστο κόπο και χωρίς την ανάγκη για τρίποδο, απλώς δεν μας έβγαινε πολύ αυθόρμητα να τις αξιοποιούμε, σε αντίθεση με το Miniature Mode. Περνώντας στα πορτρέτα, τα διάφορα εφέ bokeh που επιτρέπει η κάμερα είναι όλα υπέροχα, δίνοντας ακριβώς τόση λεπτομέρεια όση θέλει ο χρήστης χωρίς το αποτέλεσμα να μοιάζει ξεκάθαρα επεξεργασμένο ή ως απλό εφέ θολώματος του παρασκηνίου. Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη είναι το Cineflare Portrait, που προσθέτει ρυθμιζόμενο focus flare σε μια φωτογραφία κι έτσι κάθε λήψη μπορεί να γίνει λίγο πιο ιδιαίτερη. Γενικά, η βασική κάμερα και τα τόσα modes είναι η χαρά του φωτογράφου. Στην ultra-wide κάμερα, η πτώση σε ποιότητα χρώματος και λεπτομέρειας είναι αισθητή, όχι απαραίτητα γιατί έχει κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα αλλά γιατί η βασική κάμερα έχει τόσο υψηλή ποιότητα. Ακόμη κι αυτή, όμως, τα καταφέρνει πολύ καλά σε νυχτερινές λήψεις, διατηρώντας ένα επίπεδο ποιότητας και συνοχής μεταξύ των καμερών που δεν έχουν όλα τα flagships. Εξίσου μεγάλο βάθος επιλογών βρίσκουμε και στο βίντεο, όπου επιτρέπεται η καταγραφή σε 4K και υποστηρίζονται δυνατότητες όπως Night Sports (εξάλειψη ειδώλων κίνησης σε νυχτερινές λήψεις), zero shutter lag (καταγραφή με μηδενική καθυστέρηση κλείστρου, για εντυπωσιακά πλάνα) και cinematic bokeh. Προσφέρει, όπως και η βασική κάμερα, πολλά εργαλεία που θα αξιοποιήσουν οι πιο δημιουργικοί αλλά και εκείνοι που θέλουν να πειραματιστούν. Τέλος, η μπροστινή κάμερα των 32MP. Πάλι ενσωματώνει τεχνολογίες που βγάζουν άψογα αποτελέσματα, όπως πολλαπλά είδη bokeh, και η ποιότητα είναι πολύ καλή για τα δεδομένα μιας selfie κάμερας. Το μοναδικό παράπονο είναι το fixed focus, όμως ούτως ή άλλως δεν μας έλειψε τόσο στην πράξη. Συμπέρασμα Το vivo X90 Pro είναι μια πανάξια ναυαρχίδα που τα καταφέρνει περίφημα σε κάθε πλευρά, από ταχύτητα και αυτονομία έως φόρτιση και φυσικά, κάμερα. Το εξαιρετικό design της πλάτης συμπληρώνεται από μια υπέροχη οθόνη στην μπροστινή πλευρά, όπου η Zeiss έχει βάλει το χεράκι της, όπως έκανε και με τις κάμερες. Τα μοναδικά στοιχεία που θα θέλαμε να είναι αλλιώς, έχουν να κάνουν με την έλλειψη zoom (πέραν του πολύ βασικού επιπέδου), κάποιες πινελιές μετριότητας στο design της συσκευής και το bloatware που συνοδεύει το λογισμικό. Σε γενικές γραμμές όμως, δεν αρκούν για να χαλάσουν μια εξαιρετική εμπειρία και μία από τις πιο δυνατές προτάσεις στην αγορά για τη φετινή χρονιά.
    1 πόντος
  50. Το φετινό iPhone 15 Pro αποτελεί σημείο αναφοράς, ίσως για τον πιο παράξενο λόγο. Δεν θα συζητηθεί τόσο λόγω της κάμερας, της οθόνης ή του design αλλά λόγω της… θύρας USB-C. Είναι το πρώτο iPhone που λέει «αντίο» στη θύρα Lightning κι εκσυγχρονίζεται, προσφέροντας ευελιξία στους χρήστες. Πέραν αυτού, όμως, υπάρχουν κι άλλες βελτιώσεις σε κάμερα, σχεδιασμό και «εντόσθια». Έχοντας χρησιμοποιήσει για αρκετό διάστημα το iPhone 15 Pro, παραθέτουμε την γνώμη μας για τη φετινή ναυαρχίδα της Apple. Σχεδιασμός – Οθόνη Η πρώτη μεγάλη αλλαγή φαίνεται από την στιγμή που πιάνουμε τη συσκευή στα χέρια μας. Είναι ελαφρύτερη κατά ~20 γραμμάρια (πλέον στα 221 γραμμάρια), χάρη στο υλικό κατασκευής που προτιμήθηκε φέτος: τιτάνιο αντικαθιστά το ανοξείδωτο ατσάλι του περυσινού μοντέλου. Οι διαστάσεις παραμένουν παρόμοιες όμως ελάχιστα μικρότερες (159.9x76.7x8.3cm), οπότε η χρήση με ένα χέρι είναι λίγο ευκολότερη υπόθεση. Οι τέσσερις καμπύλες και οι επίπεδες πλευρές παραμένουν ανέγγιχτα, διατηρώντας την σχεδιαστική φιλοσοφία των τελευταίων λίγων μοντέλων της εταιρείας. Στην πλάτη δεν αλλάζουν πολλά, πέραν του υλικού. Είναι σίγουρα ωραίο στο άγγιγμα και δεν γλιστράει όσο περιμέναμε, αλλά είναι εξίσου σίγουρο πως το κινητό θα φοράει συνεχώς θήκη – η πιστοποίηση IP68, για προστασία από νερό και σκόνη, παραμένει. Στην επάνω αριστερή γωνία βρίσκεται το κλασικό πλέον κομμάτι της κάμερας, με στρογγυλεμένες γωνίες και ημιδιάφανο υλικό, φιλοξενώντας τρεις φακούς. Στη δεξιά πλευρά υπάρχει το πλήκτρο ενεργοποίησης, όμως στην αριστερή υπάρχει μια έκπληξη. Αντί του mute button, πλέον υπάρχει το action button, ένα απλό κουμπί όπως τα δύο πλήκτρα ρύθμισης έντασης που βρίσκονται από κάτω του. Το action button προσφέρει κάτι πιο χρήσιμο από το mute ή τουλάχιστον, για εκείνους που έχουν το iPhone αθόρυβο σχεδόν πάντοτε. Στην ίδια πλευρά, βρίσκεται η υποδοχή κάρτας SIM. Το action button είναι χρήσιμο, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά αργότερα, αλλά από άποψης σχεδιασμού θα μπορούσε να είναι λίγο πιο εύχρηστο. Όπως έχει, δεν ξεχωρίζει στο άγγιγμα από το κουμπί της έντασης, οπότε μέχρι να συνηθίσουμε την ύπαρξή του σκεφτόμασταν δύο φορές ποιο κουμπί πάμε να πατήσουμε. Στην κάτω πλευρά βρίσκουμε ηχείο και μικρόφωνο, όπως και κάτι που -επιτέλους- μπορούμε να γράψουμε για ένα iPhone: μια θύρα USB-C. Μετά από τόσα χρόνια και τόσες συσκευές (όπως και πιέσεις από την Ε.Ε.) η Apple αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη θύρα που βρίσκουμε σε κάθε άλλο κινητό, όπως και αμέτρητες άλλες συσκευές, από αξεσουάρ μέχρι laptops. Ευχαριστούμε Ε.Ε! Στην μπροστινή πλευρά υπάρχει η οθόνη τεχνολογίας Super Retina XDR με πάνελ OLED και διαγώνιο 6.7”. Υποστηρίζει HDR10 και Dolby Vision κι ο ρυθμός ανανέωσης φτάνει τα 120Hz, ενώ η φωτεινότητα βρίσκεται στα 1000nits με peak στα 1600nits (2000nits σε εξωτερικούς χώρους). Παρατηρούμε πως τα περιθώρια είναι ελάχιστα μικρότερα, δίνοντας μια καθαρή όψη στη συσκευή, όμως θα τα θέλαμε μικρότερα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η οθόνη είναι «κόσμημα», με κανένα ψεγάδι σε οποιονδήποτε τομέα: από χρώματα μέχρι φωτεινότητα, μαύρα στα σκοτεινά σημεία και ταχύτητα, δεν υπάρχει κάτι που μας απογοήτευσε είτε παίζαμε παιχνίδια, είτε βλέπαμε ταινίες, είτε απλώς χρησιμοποιούσαμε το κινητό για καθημερινές δουλειές. Μόνο ένα πράγμα παραμένει απαράλλαχτο, δυστυχώς, κι είναι το “dynamic island”. Τα pixels ενδιάμεσα του island και του πλαισίου είναι πρακτικά άχρηστα, ενώ η τοποθέτησή του λίγο πιο χαμηλά (συγκριτικά με την αρχική τοποθεσία του παλιού notch) κάνει ακόμη πιο ενοχλητική την παρουσία του. Σίγουρα είναι πιο χρήσιμο από τη στιγμή που μπορεί να εμφανίζει δυναμική πληροφορία ως μέρος του iOS αλλά το 1 χρόνο που έχει περάσει από την πρώτη του υλοποίηση στο iPhone 14 Pro, δεν μπορούμε να πούμε ότι οι developers το αγάπησαν αφού ελάχιστες τρίτες εφαρμογές το εκμεταλλεύονται. Επιδόσεις – Μπαταρία Στο iPhone 15 Pro ενσωματώνεται το πρώτο τσιπ 3nm, το A17 Pro της Apple. Η RAM αναβαθμίστηκε επίσης, πλέον φτάνοντας τα 8GB αντί για τα 6GB και η ROM προσφέρεται στα 128GB, 256GB, 512GB και 1TB. Οι πιο παρατηρητικοί θα δουν πως η επιλογή των 128GB είναι και πάλι εδώ αν και στη Max έκδοση αποτελεί παρελθόν, κάτι που ίσως δούμε τον επόμενο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα από τα σημεία διαφοροποίησης από το μεγαλύτερο αδερφάκι του, πέρα από τη μεγαλύτερη οθόνη, μπαταρία και το καλύτερο zoom. Το Geekbench αποτελεί το κοινό σημείο μεταξύ iOS και Android, όσον αφορά στη σύγκριση επιδόσεων, οπότε στραφήκαμε εκεί. Το iPhone 15 Pro επέστρεψε σκορ 2932 (Single-Core) και 7310 (Multi-Core), σχεδόν 40% (Single-Core) και 36% (Multi-Core) περισσότερο από τα αντίστοιχα του Samsung Galaxy S23 Ultra. Ας έχουμε κατά νου, πάντα, ότι τέτοιες συγκρίσεις δεν είναι 1:1 αφού το λειτουργικό σύστημα και πολλά ακόμη στοιχεία παίζουν σημαντικό ρόλο, σε κάθε περίπτωση υπάρχει σαφής διαφορά από τις android ναυαρχίδες. Μια άλλη, πιο ουσιαστική σύγκριση είναι με το περυσινό Phone 14 Pro, το οποίο βρισκόταν στις ~400 (Single-Core) και ~1000 (Multi-Core) μονάδες χαμηλότερα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά στο πόσο καλά τα πήγε στην καθημερινότητά μας. Δεν υπήρξε εφαρμογή που καθυστέρησε έστω και ελάχιστα να ανοίξει, το multi-tasking ήταν πάντοτε άμεσο κι οποιαδήποτε δουλειά θέλαμε να κάνουμε, γινόταν άμεσα. Επεξεργαστήκαμε φωτογραφίες και βίντεο, χρησιμοποιήσαμε πολλές εφαρμογές (Slack, Outlook, Gmail, Adobe Lightroom, Spotify και άλλες), κάποιες ταυτόχρονα και κάποιες όχι, όμως σε καμία περίπτωση δεν είχαμε πρόβλημα. Στα παιχνίδια, ο A17 Pro υπόσχεται τρομερά πράγματα. Η Apple παρουσίασε τα Resident Evil Village, Assassin’s Creed Mirage και Death Stranding να τρέχουν απευθείας στο iPhone 15 Pro, όχι μέσω cloud ή κάποιου παρόμοιου τρόπου, το οποίο από μόνο του είναι εντυπωσιακό. Βέβαια, ακόμη δεν είναι κανένα παιχνίδι διαθέσιμο, οπότε από πρώτο χέρι δεν έχουμε εμπειρία του πόσο κοντά στις υποσχέσεις της εταιρείας βρίσκεται η πραγματικότητα. Σε πράγματα απτά, όπως τα Fantasian, Call of Duty Mobile, Genshin Impact, Castlevania Grimoire of Souls και άλλα, τα γραφικά και η απόδοση ήταν στο κορυφαίο επίπεδο δίχως ψεγάδι. Παίζοντας σε τόσο μεγάλη και ποιοτική οθόνη, η εμπειρία ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να περιμένουμε από gaming σε smartphone. Η μπαταρία φτάνει τα 4852mAh και είναι ελάχιστα μεγαλύτερη συγκριτικά με το αντίστοιχο περυσινό μοντέλο. Ήδη τα τελευταία μοντέλα έχουν μικρές βελτιώσεις στην αυτονομία, χωρίς να ξεπερνά όμως σε καμία περίπτωση τη 1 μέρα. Η αυτονομία μπορεί να αγγίξει τις δύο ημέρες χρήσης με την οθόνη στα 60Hz και την εξοικονόμηση ενέργειας ενεργή. Η φόρτιση είναι άλλη ιστορία. Παρά την στροφή σε USB-C, υποστηρίζεται φόρτιση στα 20W η οποία χρειάζεται περίπου μιάμιση ώρα, με το 0%-50% να επιτυγχάνεται σε περίπου 35-40 λεπτά. Είναι απογοητευτικά νούμερα για μια ναυαρχίδα τέτοιας τιμής κι ελπίζουμε κάποια στιγμή η Apple να ασχοληθεί με το θέμα της φόρτισης. Η ασύρματη φόρτιση παραμένει στα 15W, όμως είναι ακόμη πιο αργή – καλοδεχούμενη η επιλογή, βέβαια. Με το iOS 17, έρχονται διάφορες βελτιώσεις, με την σημαντικότερη για εμάς να είναι τα widgets. Πλέον, είναι εφικτό να γίνονται επιλογές σε ένα widget απευθείας από την αρχική οθόνη, χωρίς να ανοιχτεί η εφαρμογή του (π.χ. τικ σε μια λίστα αντικειμένων). Μια εντυπωσιακή νέα λειτουργία είναι το StandBy Mode, όπου το iPhone -όταν φορτίζει και βρίσκεται σε οριζόντια διάταξη- αυτόματα μπαίνει σε λειτουργία always-on και προβάλλει πληροφορίες όπως η ώρα, το ημερολόγιο και άλλες. Είναι όμορφο μεν, αλλά ουσιαστικά προϋποθέτει τη χρήση συγκεκριμένων φορτιστών για να λειτουργήσει κι έτσι, δεν θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον. Τέλος, το action button είναι σίγουρα καλοδεχούμενο, αφού μπορεί να συνδεθεί με μια συντόμευση ή εφαρμογή και, πατώντας το παρατεταμένα, να εκτελέσει την ενέργεια που ορίσαμε. Αρχικά, είναι ρυθμισμένο να λειτουργεί όπως το mute button που αντικατέστησε, δηλαδή πατώντας το να ενεργοποιείται ή απενεργοποιείται η σίγαση. Σίγουρα, είναι ωραίο να ορίζουμε συντομεύσεις σε ένα πλήκτρο, όμως μπορεί να εκτελέσει μόνο μία ενέργεια αφού λειτουργεί μόνο με παρατεταμένο πάτημα. Το απλό ή διπλό πάτημα δεν κάνει οτιδήποτε, οπότε η όλη ευελιξία του περιορίζεται αρκετά. Δεν είναι κάτι που δεν λύνεται μέσω software update, θεωρούμε, οπότε μακάρι η Apple να το κάνει λίγο πιο ευέλικτο σύντομα. Κάμερα Με μια ματιά, οι κάμερες είναι σχεδόν ίδιες με του περυσινού μοντέλου. Ενσωματώνεται αισθητήρας 48MP wide (24mm, f/1.78, sensor shift OIS) στη βασική κάμερα, ένας αισθητήρας 12MP ultra-wide (f/2.2) κι ένας τηλεφακός 12MP (f/2.8). Εδώ βρίσκουμε και μια σημαντική διαφορά με το Pro Max αφού το οπτικό zoom φτάνει στο μεγαλύτερο μοντέλο το 5x, από 3x στα προηγούμενα μοντέλα αλλά και το iPhone 15 Pro. Από μόνη της, η προσθήκη αυτή ανεβάζει ένα σκαλί την κάμερα του Max με το «καλημέρα», καθώς είναι μια αλλαγή που ζητούσαμε πολύ και επιτέλους, η Apple την υλοποίησε όμως μόνο στο Pro Max μοντέλο πο πρέπει να έχετε υπόψη σας. Επίσης ,το ψηφιακό zoom στη περίπτωση αυτή φτάνει το 25x (από 15x στο Pro). Η βασική κάμερα του iPhone 15 Pro πλέον τραβάει φωτογραφίες στα 24MP απευθείας, αντί για 12MP όπως στο προηγούμενο μοντέλο. Επιπλέον, φωτογραφίζοντας πρόσωπα ή ζώα σε λειτουργία πορτρέτου, είναι εφικτό να προστεθεί εφέ bokeh σε δεύτερο χρόνο, σαν να τραβήχτηκε η φωτογραφία απευθείας με αυτό τον τρόπο. Σε φωτογραφίες εντός πόλης, με ήλιο ή συννεφιά, τα αποτελέσματα ήταν σαν να βγήκαν από επαγγελματική φωτογραφική μηχανή. Καμία υπερβολή σε χρώματα ή φώτα, μόνο ρεαλιστικές εικόνες με βάθος στην χρωματική παλέτα. Φωτογραφίσαμε κτήρια, αυτοκίνητα, πλατείες, άτομα εν κινήσει, οτιδήποτε βλέπαμε μπροστά μας και τα αποτελέσματα ήταν πάντοτε υπέροχα. Ακόμη και σε κοντινή ανάλυση, δεν εντοπίζαμε εμφανή σημάδια ψηφιακής επεξεργασίας, ούτε στα σκοτεινά σημεία μιας φωτογραφίας, ούτε εκεί όπου μπλέκονται πολλές λεπτομέρειες σε ένα σημείο. Παρομοίως, οι νυχτερινές λήψεις ήταν εξίσου εντυπωσιακές, κάνοντας κυριολεκτικά την νύχτα μέρα με άνεση. Τα πορτρέτα είναι ίσως τα εντυπωσιακότερα που έχουμε δει, αποφεύγοντας την υπερβολική επεξεργασία και φαινόμενα “beautify”, αποτυπώνοντας απλώς όσα βλέπει ο φακός. Οι ατέλειες, οι γραμμές στο δέρμα, οι τρίχες, όλα είναι εύκολα διακριτά και τα αποτελέσματα πολύ φυσικότερα από ότι συμβαίνει σε άλλες ναυαρχίδες και μάλιστα, με μηδενική προσπάθεια από πλευράς χρήστη. Ο υπερευρυγώνιος φακός δεν άλλαξε ιδιαίτερα, με ουσιαστική διαφορά να είναι η αντιθαμβωτική επίστρωση στο γυαλί του φακού. Σίγουρα δεν αγγίζει τα επίπεδα ποιότητας του βασικού αισθητήρα, αλλά παραμένει ποιοτικός και με το παραπάνω, τουλάχιστον για τη χρήση που κάνουμε εμείς – τοπία, μεγάλες εκτάσεις, γενικότερα πλάνα όπου δεν μας νοιάζει τόσο η μικρή λεπτομέρεια, όσο η απαθανάτιση ενός μεγάλου κάδρου. Σε νυχτερινές λήψεις, η ποιότητα δεν είχε μεγάλη απόκλιση, οπότε κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί πρωί και βράδυ. Περνάμε στον τηλεφακό, ο οποίος τα καταφέρνει άψογα σε έως και 3x zoom. Συγκρίνοντας το αποτέλεσμα με άλλες ναυαρχίδες, στο ίδιο επίπεδο zoom, η ποιότητα είναι -στην χειρότερη- συγκρίσιμη όμως συνήθως, καλύτερη. Πρακτικά, όλα τα οφέλη της βασικής κάμερας (χρώματα, λεπτομέρεια, μηδενικός θόρυβος κλπ) κληρονομούνται σε έως και 5x οπτικό zoom, οπότε θέματα που είναι λίγο πιο μακριά αποτυπώνονται άψογα. Δοκιμάζοντας το 15x digital zoom, βέβαια, τα αποτελέσματα αλλάζουν αρκετά. Οι φωτογραφίες είναι ικανοποιητικές μεν, όμως χάνουν πολύ την λάμψη και τη λεπτομέρεια, με τα χρώματα να δείχνουν μουντά και τον θόρυβο να εμφανίζεται συχνά. Είναι πρόοδος μεν, αλλά υπάρχουν αρκετά περιθώρια βελτίωσης. Γενικότερα, το zoom στο iPhone 15 Pro παραμένει ένα από τα αδύνατα σημεία της συσκευής, με τον ανταγωνισμό να έχει καλύτερες επιδόσεις. Επίσης, ένα παράδοξο που παρατηρήσαμε, είναι πως παρά τις αλλαγές στο γυαλί των φακών, εμφανίζονται κατοπτρισμοί στο βίντεο. Είναι ένα πρόβλημα που το έχουμε αναφέρει και σε παρουσιάσεις προηγούμενων μοντέλων, οπότε περιμέναμε να έχει λυθεί με την αλλαγή γυαλιού, όμως δεν ισχύει. Κατά τα άλλα, οι επιδόσεις στα βίντεο είναι οι αναμενόμενες: σταθερότητα επαγγελματικού επιπέδου, κρυστάλλινη ποιότητα εικόνας, καθαρός ήχος χωρίς επιπλέον εξοπλισμό. Για vlogging και παρόμοιες χρήσεις, μπορεί άνετα να αντικαταστήσει μια φωτογραφική μηχανή για τους περισσότερους χρήστες. Συμπέρασμα Συνολικά, το iPhone 15 Pro είναι μια από τις καλύτερες συσκευές που πιάσαμε ποτέ στα χέρια μας. Η οθόνη είναι φανταστική, το ίδιο κι ο επεξεργαστής, τον οποίο ανυπομονούμε να δοκιμάσουμε σε AAA games όπως το Assassin’s Creed Mirage. Η μπαταρία μεγάλωσε και αντέχει το ίδιο και περισσότερο, ενώ η κάμερα επίσης βελτιώθηκε, κυρίως στο κομμάτι του οπτικού zoom. Βέβαια, το εντυπωσιακότερο σημείο είναι η θύρα USB-C, προσφέροντας πρωτόγνωρη ευελιξία στη συμβατότητα με φορτιστές και αξεσουάρ. Παραμένει «αγκάθι» η αργή φόρτιση στα 20W, παρά την αλλαγή θύρας. Επίσης, το action button είναι μια καλή ιδέα, αλλά περιορίζεται αρκετά και καταλήγει να μην χρησιμοποιείται τόσο όσο περιμέναμε. Τέλος, το dynamic island είναι εκνευριστική επιλογή, μια μαύρη κηλίδα σε μια -κατά τα άλλα- άριστη οθόνη.
    1 πόντος
Ο πίνακας επιτευγμάτων έχει ρυθμιστεί σε UTC/GMT+00:00
  • Δημιουργία νέου...