Ενώ κάποιες μεμονωμένες συσκευές μπορούν να επικοινωνούν με άλλες, δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη μία κοινή γλώσσα για τα προϊόντα που αφορούν το Internet Of Things.

Αντ' αυτού, οι κατασκευαστές καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε λύσεις συγκεκριμένων εταιρειών όπως η Google, η Apple ή η Amazon και είτε να περιορίσουν το κοινό στο οποίο θα απευθύνονται είτε να αυξήσουν τα κόστη τους για χάρη της ευρύτερης υποστήριξης.

 

Το Open Connectivity Foundations (OCF) είναι μια πρωτοβουλία που αποσκοπεί στο να καλύψει αυτό το κενό και να διαμορφώσει τα απαραίτητα πρότυπα διαλειτουργικότητας μεταξύ διασυνδεδεμένων συσκευών, ώστε να τους επιτρέπει να ανακαλύπτουν η μία την άλλη και να επικοινωνούν ανεξαρτήτως κατασκευαστή, λειτουργικού συστήματος, chipset ή hardware.

 

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται μια σειρά από πρωτοβουλίες που περιλαμβάνουν την συγγραφή των "Προδιαγραφών Διαλειτουργικότητας του OCF" ( OCF Interoperability Specification), τον έλεγχο των προϊόντων, καθώς και ένα πρόγραμμα πιστοποίησης των συμβατών συσκευών.

 

Η Samsung, μάλιστα, υπερηφανευόταν στην φετινή IFA πως οι πρώτες συσκευές που πιστοποιήθηκαν από το Ίδρυμα ήταν δικές της, ενώ μεταξύ των μελών του OCF μπορεί κανείς να βρει ακόμη εταιρείες όπως η LG, η Microsoft, η Cannon και η Intel.

 

Ασφαλώς, πολλά από τα μέλη του OCF, με την Samsung και την LG να αποτελούν εξέχοντα παραδείγματα, προσπαθούν να πουλήσουν στους πελάτες τους ολόκληρα οικοσυστήματα. Πιστοποιώντας τα προϊόντα τους, ωστόσο, επιτρέπουν στους καταναλωτές να χρησιμοποιήσουν μία ή και περισσότερες συσκευές τους και να τις ενσωματώσουν στα οικιακά τους οικοσυστήματα ακόμη κι αν δεν έχουν επιλέξει την δική τους λύση στο σύνολό της.

 

Συνολικά, περισσότερες από 390 εταιρείες έχουν γίνει μέλη της πρωτοβουλίας και πάνω από 120 δισεκατομμύρια προϊόντα Internet Of Things αναμένεται να μπορούν να διασυνδέονται μεταξύ τους μέσα στα επόμενα 3 χρόνια.