Προς το περιεχόμενο

The Curious Case of Benjamin Button


greg_m

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

"Γεννήθηκα κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες". Έτσι ξεκινά το «The Curious Case Of Benjamin Button», η ιστορία ενός ανθρώπου που ενώ όπως όλοι δεν μπορεί να σταματήσει το χρόνο, γερνά αντίστροφα. Γεννιέται 80 χρόνων και όσο περνoούν τα χρόνια γίνεται όλο και νεότερος μέχρι να καταλήξει μωρό και να εξαφανιστεί. Η ταινία ακολουθεί το, παράξενο όσο μπορεί να είναι κάθε ανθρώπου, ταξίδι της ζωής του από την Νέα Ορλεάνη στα τέλη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έως τις αρχές του 21ου αιώνα. Μια επική ιστορία για ένα ξεχωριστό άνδρα, τους ανθρώπους που συναντά και τα μέρη που ανακαλύπτει, την αγάπη που βρίσκει, τις χαρές της ζωής και τη θλίψη του θανάτου και το τι διαρκεί πέρα από το χρόνο.

 

Ο Mark Twain είχε παρατηρήσει κάποτε ότι είναι άδικο τα καλύτερα χρόνια να είναι αυτά στην αρχή της ζωής μας και καθώς φθάνουμε προς το τέλος όλα να χειροτερεύουν. Το «The Curious Case Of Benjamin Button» είναι εμπνευσμένο από το ομότιτλο διήγημα του F. Scott Fitzgerald που με τη σειρά του εμπνεύστηκε από τα λεγόμενα του Twain.

 

πληροφορίες για την παραγωγή της ταινίας. προσοχή

Πληροφορίες για την παραγωγή της ταινίας

 

Η αρχή για τη δημιουργία της ταινίας “Η ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΑΤΟΝ” έγινε το 1920 με το σύντομο διήγημα του Φ. Σκοτ Φιτζέρλαντ. Ο συγγραφέας είχε εμπνευστεί από μία φράση του Μαρκ Τουέιν, που έλεγε, «Θα μπορούσαμε να ήμασταν περισσότερο ευτυχισμένοι, αν γεννιόμασταν 80 χρονών και σταδιακά πλησιάζαμε τα 18.»

 

 

Το διήγημα του Φιτζέραλντ βασιζόταν σε ένα καπρίτσιο, σε μία φαντασίωση του συγγραφέα και το να το μεταφέρει κάποιος στη μεγάλη οθόνη, θεωρείτο για πολύ καιρό πολύ φιλόδοξο σχέδιο, σχεδόν άπιαστο όνειρο. Το project εκκρεμούσε για περίπου 40 χρόνια μέχρι που οι παραγωγοί Καθλίν Κένεντι και Φρανκ Μάρσαλ το ανέλαβαν. Για πάνω από μία δεκαετία, το σχέδιο αυτό της μεταφοράς του διηγήματος στη μεγάλη οθόνη, ήταν στο μυαλό του Έρικ Ροθ, του Ντέιβιντ Φίντσερ και του Μπραντ Πιτ.

 

 

Για τον Ροθ, η ιδέα αυτή ήταν μία ευκαιρία να κάνει μία ενδοσκόπηση στο μεγάλο «καμβά» της ζωής, τον οποίο συνθέτουν προσωπικές στιγμές της καθημερινότητας, μεγάλα γεγονότα όπως ένας παγκόσμιος πόλεμος, ή μικρά, όπως είναι ένα φιλί. «Ο Έρικ ήταν ο ιδανικός άνθρωπος για να συνειδητοποιήσει πλήρως τη δυναμική μία τόσο μεγάλης σε έκταση, αλλά και τόσο βαθιά προσωπικής ιστορίας,» σημειώνει ο Κένεντι. «Στην ταινία Forrest Gump έβγαλε στην επιφάνεια πολύ προσωπικές στιγμές με φόντο επικές ιστορίες και φανέρωσε στο κοινό το χάρισμα που έχει να παρατηρεί με προσοχή την παραμικρή λεπτομέρεια.»

 

 

Η δυνατότητα να ζήσει κάποιος τη ζωή του προς τα πίσω, θα φαινόταν ιδανική σε πολλούς. «Αλλά δεν είναι τόσο απλό,» λέει ο Ροθ. «Αρχικά σκέφτεσαι ότι θα ήταν πολύ καλή ιδέα, αλλά πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική ζωή, και γι΄ αυτό και αυτή η ιστορία είναι τόσο συναρπαστική. Παρόλο που η ζωή του Μπέντζαμιν πηγαίνει προς τα πίσω, το πρώτο φιλί και η πρώτη αγάπη εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα σημαντικά για εκείνον. Δεν έχει σημασία αν ζεις τη ζωή σου προς τα μπρος ή προς τα πίσω. Το θέμα είναι πώς τη ζεις.»

 

 

Το διάστημα που ο Ροθ σκεφτόταν την ιστορία και έγραφε το σενάριο, έχασε και τους δυο του γονείς. «Ο θάνατος των γονιών μου ήταν προφανώς πολύ ψυχοφθόρος για μένα και με έκανε να βλέπω τη ζωή μέσα από μία διαφορετική προοπτική,» σημειώνει. «Νομίζω πως το κοινό θα ταυτιστεί με τα ίδια πράγματα στην ιστορία με τα οποία ταυτίστηκα και εγώ.»

 

 

Η ταινία εξερευνά την ανθρώπινη κατάσταση πέρα από το χρόνο και την ηλικία – τις χαρές της ζωής και της αγάπης, τη θλίψη της απώλειας. «Ο Ντέιβιντ και εγώ θέλαμε η ιστορία αυτή να στηθεί με τέτοιον τρόπο που να τους αφορά όλους,» λέει ο Ροθ. «Πρόκειται απλά για τη ζωή ενός ανθρώπου και αυτό είναι ταυτόχρονα εντυπωσιακό, αλλά και συνηθισμένο για μία ταινία. Όλα αυτά που επηρεάζουν αυτόν τον εκκεντρικό χαρακτήρα, είναι τα ίδια πράγματα που επηρεάζουν και τον καθένα μας.»

 

 

Παρόλο που η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται ο Μπέντζαμιν είναι πολύ παράξενη, το ταξίδι της ζωής του «περνά» μέσα από συναισθηματικές καταστάσεις που βιώνουμε όλοι μας. «Αγγίζει τις συνηθισμένες ερωτήσεις που θέτουμε στον εαυτό μας, κατά τη διάρκεια της ζωής μας,» λέει ο Μάρσαλ. «Και είναι σπάνιο που μία ταινία φέρνει στην επιφάνεια τόσο διαφορετικές απόψεις για τη ζωή. Αλλιώς θα δουν την ταινία οι 60ρηδες και οι 70ρηδες και αλλιώς οι 20ρηδες.»

 

 

Η παραγωγός Σεάν Σαφέν θυμάται ότι η ιδέα για την πραγματοποίηση της ταινίας τριγυρνούσε για πολύ καιρό στο μυαλό του Φίντσερ. Μία πρώτη βερσιόν του σεναρίου έφτασε στο γραφείο του όταν η Σαφέν άρχισε να συνεργάζεται μαζί του το 1992. «Του άρεσε πολύ αυτή η ιδέα και την είχε στο μυαλό του για χρόνια,» λέει. «Θυμάμαι επίσης όταν ο Μπραντ τον ρώτησε για αυτό και ο Ντέιβιντ του είπε, ‘Αυτή η ιστορία θα μπορούσε να γίνει μία μεγάλη ταινία.’ Σενάρια έρχονται και φεύγουν από το γραφείο του, αλλά αυτό όχι. Ο Φίντσερ λέει ότι καμιά φορά τα πράγματα εξελίσσονται όπως πρέπει να εξελιχτούν και δεν πρέπει να μετανιώνεις για αυτό. Πιστεύω πως υπήρχε συγκεκριμένος λόγος που αυτό το σενάριο δεν έφυγε ποτέ από το γραφείο του.»

 

 

Η προσωπική ιστορία του Φίντσερ, με το θάνατο των γονιών του, πυροδότησε τη θέλησή του να καταπιαστεί με την ιστορία. «Ο πατέρας μου πέθανε πριν πέντε χρόνια και θυμάμαι που ήμουν εκεί όταν άφησε την τελευταία του πνοή,» λέει. «Ήταν μία πολύ δυνατή στιγμή. Όταν χάνεις έναν άνθρωπο που σε έχει βοηθήσει με τόσους τρόπους, που είναι το σημείο αναφοράς σου, χάνεις την ισορροπία σου στη ζωή. Δεν προσπαθείς πια να ευχαριστήσεις κανέναν, δεν αντιδράς πια. Στην πραγματικότητα αισθάνεσαι εντελώς μόνος.»

 

 

Από τα πρώτα στάδια της ταινίας, οι συναντήσεις του Φίντσερ με την Κένεντι και τον Μάρσαλ κινούνταν σε προσωπικό επίπεδο. «Αρχίσαμε να συζητάμε για την ταινία,» θυμάται ο Φίντσερ, «και δεκαπέντε λεπτά αργότερα αρχίσαμε όλοι να μιλάμε για ανθρώπους που είχαμε αγαπήσει και πέθαναν, και άλλους που αγαπούσαμε αλλά δεν μας έδωσαν ποτέ καμία προσοχή, άλλους που ‘κυνηγήσαμε’ ή που μας ‘κυνήγησαν’. Η ταινία είναι ενδιαφέρουσα από αυτήν τη σκοπιά. Μπορεί να έχει επίδραση σε όλους μας.»

 

 

Για τον Πιτ, ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να παίξει στην ταινία θα ήταν αν ενσάρκωνε το χαρακτήρα σε όλες τις φάσεις του, σε κάθε ηλικία, κάτι που αποτελούσε και τη μεγαλύτερη πρόκληση της ταινίας. «Ο Μπραντ ενδιαφερόταν για το ρόλο μόνο εφόσον θα τον έπαιζε από την αρχή μέχρι το τέλος,» εξηγεί ο Φίντσερ. «Η Κάθι και ο Φρανκ ήταν πολύ ανήσυχοι για το πώς θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό. Τους είπα, ‘Δεν ξέρω, αλλά θα βρούμε έναν τρόπο…’»

 

 

Η επιλογή του Πιτ είχε να κάνει και με το ίδιο το ταξίδι του Μπέντζαμιν. «Πολλοί ηθοποιοί επιλέγουν έναν ρόλο με βάση αυτά που κάνει ο χαρακτήρας τους,» λέει ο Φίντσερ. «Ε, λοιπόν, ο Μπέντζαμιν μπορεί να μην κάνει πολλά, αυτός ο ίδιος, αλλά περνά από πολλά…Ο Μπραντ ήταν ο καταλληλότερος για να τον ενσαρκώσει. Είναι το είδος του ρόλου που θα ήταν εντελώς άνευρος αν έπεφτε σε λιγότερο ικανά χέρια.»

Για να πρωταγωνιστήσει δίπλα στον Πιτ, ο Φίντσερ διάλεξε την Μπλάνσετ. Ο σκηνοθέτης είχε την Μπλάνσετ στο μυαλό του, από τότε που την είδε στην ταινία Elizabeth. «Θυμάμαι που οδηγούσα και σκεφτόμουν, ‘Ποια είναι αυτή η γυναίκα, Θεέ μου;’ θυμάται. «Δεν βλέπεις συχνά ανθρώπους που να έχουν τέτοια δύναμη και τόσες ικανότητες.»

 

 

Η ερμηνεία της, λέει ο Πιτ, «ανέβασε το επίπεδο και των δικών μας ερμηνειών. Είναι εξαιρετική. Και πολύ καλή φίλη. Μπορεί να παίξει μία σκηνή με μοναδικό τρόπο. Θεωρώ πως είναι η προσωποποίηση της χάρης. Μου άρεσε το γεγονός ότι ενσάρκωνε μία χορεύτρια. Της ταίριαζε, επειδή είναι αυτή που είναι, εξαιτίας της αδιαμφισβήτητης κομψότητάς και χάρης της.»

 

 

Η σχέση της Ντέιζι και του Μπέντζαμιν εξελίσσεται καθώς εκείνη καταλαβαίνει και μαθαίνει να ζει με την υπερφυσική διάσταση του χαρακτήρα του Μπέντζαμιν. Σημειώνει ο Έρικ Ροθ, «Η Κέιτ ενσαρκώνει αυτήν τη γυναίκα που πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα του ότι μεγαλώνει, ενώ ο άνθρωπος που αγαπά γίνεται όλο και πιο νέος. Πώς θα είναι η ζωή της στο μέλλον; Και από μία παρορμητική και γεμάτη πάθος χορεύτρια μεταμορφώνεται σε μία γυναίκα με μεγάλα αποθέματα εσωτερικής δύναμης.»

 

 

Η Μπλάνσετ διαμόρφωσε το χαρακτήρα της Ντείζι βασιζόμενη στους τρόπους και την ιδιοσυγκρασίας μίας χορεύτριας, παρόλο που η δική της θητεία στο χορό είχε λήξει προ πολλού, από την παιδική της κιόλας ηλικία. «Όταν ήμουν μικρή, έπρεπε να διαλέξω μεταξύ μπαλέτου κα μαθημάτων πιάνου,» λέει ο Μπλάνσετ. «Διάλεξα το πιάνο, αλλά στην πορεία το παράτησα και αυτό για τη δραματική σχολή. Εκτιμώ πολύ τους χορευτές. Αλλά ξέρω μέχρι που μπορώ να φτάσω. Μέσω αυτής της ταινίας είχα την ευκαιρία να θυμηθώ και πάλι γιατί τους εκτιμώ τόσο πολύ.»

Η Ντέιζι είναι ένας από τους πολλούς χαρακτήρες που έρχονται σε επαφή με τον Μπέντζαμιν. «Στο σώμα του Μπέντζαμιν υπάρχουν ‘σημάδια’ από όλους τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστράφηκε,» λέει ο Φίντσερ. «Έτσι είναι η ζωή – μία συλλογή από μώλωπες και γρατζουνιές. Και είναι αυτές οι γρατζουνιές που τον κάνουν να είναι αυτός που είναι και όχι κάποιος άλλος.»

 

 

«Μου αρέσει η ιδέα της γρατζουνιάς,» προσθέτει ο Πιτ. «Οι άνθρωποι κάνουν κάποια συγκεκριμένη αίσθηση και αφήνουν συγκεκριμένες εντυπώσεις. Υπάρχει μία δόση ποίησης και αποδοχής σε αυτό. Δεν σημαίνει ότι τους αφήνεις να σε ποδοπατούν. Δεν σημαίνει ότι δεν παλεύεις για αυτό που θες. Σημαίνει ότι δέχεσαι το αναπόφευκτο στη ζωή. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Οι άνθρωποι φεύγουν είτε από επιλογή είτε λόγω θανάτου. Οι άνθρωποι φεύγουν, όπως θα φύγεις και εσύ κάποια μέρα – είναι αναπόφευκτο. Το ερώτημα είναι πως το αντιμετωπίζεις αυτό.»

Ο Πιτ συσχετίζει αυτήν την αντίληψη με τη σχέση του με τον Φίντσερ, ο οποίος είναι φίλος και συνεργάτης του, «Η ταινία εξερευνά αυτήν την ιδέα που γνωρίζω ότι πιστεύει και ο Φίντσερ – την πεποίθηση δηλαδή ότι μόνο εμείς είμαστε υπεύθυνοι για τις ζωές μας,» λέει ο ηθοποιός. «Είμαστε υπεύθυνοι για τις επιτυχίες μας και τις αποτυχίες μας και δεν μπορούμε να κατηγορούμε κανέναν άλλο για αυτό. Η μοίρα μπορεί να παίζει ένα ρόλο, αλλά στο τέλος, ακόμα και τη μοίρα εμείς τη διαμορφώνουμε.»

 

 

Ο ρόλος αυτός ήταν μία πρωτόγνωρη πρόκληση για τον Πιτ. Έπρεπε να βγάλει προς τα έξω την εξέλιξη του χαρακτήρα του, καθώς συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ταινίας. «Το ταξίδι του Μπέντζαμιν Μπάτον είναι πολύ εσωτερικό,» λέει η Μπλάνσετ. «Πέρα από τις προφανείς απαιτήσεις που έχει ένας τέτοιος ρόλος από έναν ηθοποιό, το θέμα είναι να παίξεις ένα χαρακτήρα που ακούει, αντιδρά και είναι παρών σε όλα όσα συμβαίνουν στην ταινία.»

 

 

Όπως λέει και στον Μπέντζαμιν η θετή του μητέρα, «Ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η ζωή.»

Ο Μπέντζαμιν γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη το 1918, στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η μητέρα του πεθαίνει στην εγκυμοσύνη και ο πατέρας του τρομοκρατημένος στη θέα ενός παιδιού που θα έπρεπε να μεγαλώσει μόνος του, τον αφήνει στα σκαλιά ενός οίκου ευγηρίας, όπου τον βρίσκει η Κουίνι, η υπεύθυνη για τη φροντίδα του γηροκομείου.

 

 

Για το ρόλο της Κουίνι επιλέχτηκε η Ταράτζι Π. Χένσον, πολύ πριν η ταινία ξεκινήσει, όταν η υπεύθυνη casting του Φίντσερ, η Λάρα Μέιφιλντ, του μίλησε για την ερμηνεία της στο Hustle and Flow. «Εκπλαγήκαμε όλοι από το πόσο μητρική και ζωντανή ήταν η ερμηνεία της,» θυμάται ο Φίντσερ. «Βρήκα στην Ταράτζι όλη τη ζεστασιά και την απουσία οποιασδήποτε κριτικής που διέθετε ο χαρακτήρας της Κουίνι.»

Η Κούινι κάνει μία δουλειά που δεν θα έκαναν πολύ άνθρωποι. «Είναι μία γυναίκα που ξέρει πώς να αντιμετωπίζει το θάνατο,» λέει η Χένσον. «Και την ίδια στιγμή, είναι η προσωποποίηση της άνευ όρων αγάπης. Αποφασίζει να αναλάβει την ανατροφή ενός παιδιού που δεν είναι δικό της, την εποχή που ο ρατσισμός είναι ο κανόνας, παρόλο που το παιδί αυτό είναι λευκό και έχει γεννηθεί κάτω από αυτές τις περίεργες συνθήκες. Και όμως εκείνη είναι διατεθειμένη να τα προσπεράσει όλα αυτά και να το αγαπήσει.»

 

 

Ο Μπέντζαμιν μεγαλώνει χωρίς να φοβάται τίποτα, με μία φαινομενική αταραξία απέναντι στην απώλεια, που λίγοι άνθρωποι έχουν. «Έρχεται από έναν κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι έχουν συμφιλιωθεί με τη θνητότητά τους, οπότε ο θάνατος δεν τον τρομάζει,» λέει ο Φίντσερ. «Όλοι όσοι γνωρίζει μπορούν να πεθάνουν από στιγμή σε στιγμή. Κάθε λεπτό του μαζί τους, μπορεί να είναι το τελευταίο τους. Και όμως κανέναν δεν τον αγχώνει αυτό. Έτσι, από πολύ μικρός είναι εξοικειωμένος με τις πιο βαθιές όψεις του θανάτου. Παρόλο στο τέλος, όλους μας περιμένει ο θάνατος, περνάμε τις ζωές μας επικεντρωνόμενοι σε άλλα πράγματα ώστε να αποφύγουμε να σκεφτόμαστε γι αυτόν.»

 

 

Ο Μπέντζαμιν συναντά για πρώτη φορά την Ντέιζι όταν είναι και οι δυο παιδιά και εκείνη έρχεται να επισκεφτεί τη γιαγιά της στο γηροκομείο. Η Ντέιζι βλέπει μέσα του, πέρα από την εξωτερική του εμφάνιση. Βλέπει το παιδί μέσα του. «Ένας από τους κεντρικούς άξονες της ταινίας, είναι το πώς οι ζωές τους διασταυρώνονται και χωρίζουν στην πορεία,» λέει ο Ροθ. «Η σχέση τους εξελίσσεται καθώς μεγαλώνουν και διαφοροποιείται, με όλες τις χαμένες ευκαιρίες που μπορεί να υπάρχουν.»

 

 

Καθώς όλοι γύρω του γερνούν, ο Μπέντζαμιν γίνεται όλο και νεότερος. «Το ότι γίνεται νεότερος, κάνει τον Μπέντζαμιν να συνειδητοποιεί ότι δεν πρέπει να ‘αγκιστρώνεσαι’ από καταστάσεις και ανθρώπους,» λέει ο συμπρωταγωνιστής του Μαχερσαλαχασμπάζ Άλι. «Ξέρει πως κάποια πράγματα μπορείς να τα απολαμβάνεις για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και ότι πρέπει να συμβιβάζεσαι με την ιδέα ότι πρέπει να τα αφήνεις να φεύγουν, όταν φτάνει ο καιρός. Μπορείς να επωφελείσαι από κάτι όσο το έχεις, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι δικό σου.»

Αυτή η αίσθηση της αποδοχής είναι ένα χαρακτηριστικό του οποίου τις ρίζες ο Φίντσερ είχε βρει στο χαρακτήρα του πατέρα του. «Διαπιστώνω πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στον πατέρα μου και τον Μπέντζαμιν,» λέει ο σκηνοθέτης. «Ως δημοσιογράφος, που ζούσε την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ο πατέρας μου ήταν στωικός, παρατηρητής της ζωής. Δεν ήταν επικριτικός. Θυμάμαι ότι ήταν ευτυχισμένος επειδή εκτιμούσε τους ανθρώπους γι αυτό που ήταν. Το ίδιο κάνει και ο Μπέντζαμιν όταν συναναστρέφεται με άλλους ανθρώπους ή βρίσκεται σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Τον βλέπω και σκέφτομαι, ‘Ναι, και ο Τζακ το ίδιο θα έκανε. Θα αντιδρούσε με τον ίδιο τρόπο.»

 

 

Εκτός από την Κουίνι, ο Μπέντζαμιν μεγαλώνει και μαζί με τους ηλικιωμένους άντρες και γυναίκες που έχουν έρθει στο γηροκομείο για να περάσουν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους και οι οποίοι του διηγούνται τις περιπέτειες και τα μαθήματα που έχουν πάρει από τη ζωή.

Ο Τίζι Γουέδερς, ο έρωτας της Κουίνι για πολλά χρόνια, είναι ένας από τους πρώτους πατεράδες για τον Μπέντζαμιν. «Ο Τίζι είναι ορόσημο για την ενηλικίωση του Μπέντζαμιν,» λέει ο Μαχερσαλαχασμπάζ Άλι, που παίζει τον Τίζι. «Τον καθοδηγεί και τον βοηθά να μεγαλώσει. Του μαθαίνει να γράφει και να διαβάζει. Του μαθαίνει για τον Σέξπιρ. Αλλά το σημαντικότερο, νομίζω είναι ότι του δίνει να καταλάβει τι σημαίνει να είσαι άντρας. Του δίνει αυτές τις βάσεις, ώστε να ο Μπέντζαμιν να έχει για πάντα στη ζωή του ένα αντρικό πρότυπο.»

 

 

Αλλά ο Τίζι, όπως και όλοι όσοι γνωρίζει και αγαπά ο Μπέντζαμιν, μένουν για λίγο κοντά του. Και ο Μπέντζαμιν αφήνει την Κουίνι, τον Τίζι, την Ντείζι και την παρέα του, και φεύγει από το μοναδικό σπιτικό που γνώρισε ποτέ, για να ξεκινήσει το ταξίδι του στον κόσμο. Ο καπετάνιος Μάικ, τον προσκαλεί να έρθει στο ρυμουλκό του, και μαζί με το ετερόκλητο πλήθος που τον ακολουθεί, να ζήσει νέες περιπέτειες.

Ο Τζάρεντ Χάρις παίζει τον γκριζομάλλη καπετάνιο, του οποίου τα τατού, που καλύπτουν όλο του το σώμα, φανερώνουν το μυστικό του εαυτό. Ο Χάρις περιγράφει το χαρακτήρα του σαν κάποιο «κουρασμένο, μπερδεμένο, πιωμένο, θυμωμένο και αποτυχημένο καλλιτέχνη, κατά κάποιο τρόπο. Ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση, επειδή δεν μπορούσε να πει όχι στον πατέρα του.»

 

 

Παρόλα ωστόσο τα προβλήματα που είχε ο Κάπτεν Μάικ με τον πατέρα του, γίνεται μία ακόμα πατρική φιγούρα για τον Μπέντζαμιν. «Η φιγούρα του πατέρα έχει απίστευτη επιρροή στη ζωή σου,» λέει ο Χάρις. «Και σε αυτήν την ιστορία, οι αντρικοί χαρακτήρες – οι σχέσεις μεταξύ πατεράδων και γιων – είναι κεντρικός άξονας. Ο Κάπτεν Μάικ εισάγει τον Μπέντζαμιν στις χαρές της ζωής, αλλά και στη ζωή της θάλασσας και μέσω αυτής της ζωής, ο Μπέντζαμιν βλέπει τον κόσμο.»

 

 

Αλλά ο Κάπτεν Μάικ, όπως και ο Τίζι πριν από αυτόν, είναι απλά τα υποκατάστατα του Τόμας Μπάτον, του πραγματικού πατέρα του Μπέντζαμιν, που τον είχε αφήσει στα σκαλιά της Κουίνι. «Ο Τόμας μεταφέρει όλη τη θλίψη, την αποστροφή και το φόβο για το μέλλον, στο παιδί,» λέει ο Τζέισον Φλέμινγκ, που παίζει τον Τόμας Μπάτον. «Με έναν περίεργο τρόπο, αφού χάνει τη σύζυγό του στην εγκυμοσύνη, ο Τόμας πιστεύει ότι θα ξεπεράσει τον πόνο εγκαταλείποντας το παιδί του, αλλά στην πραγματικότητα, περνά την υπόλοιπη ζωή του μετανιώνοντας για αυτήν του την πράξη. Αυτή η ενοχή τον κυνηγά για πάντα.»

 

 

Ο Μπέντζαμιν ενηλικιώνεται ενόσω βρίσκεται στο απομακρυσμένο Ρώσικο λιμάνι του Μουρμάνσκ, όπου συναντά ακόμα μία καθοριστική προσωπικότητα για τη ζωή του, την Ελίζαμπεθ Άμποτ, την οποία ενσαρκώνει η Τίλντα Σουίντον. «Η Τίλντα το έχει αποδείξει κατ΄ επανάληψη ότι μπορεί να παίξει οποιοδήποτε ρόλο,» λέει ο Κένεντι. «Το γεγονός ότι συμμετείχε σε αυτό το project δίπλα στον Μπραντ, την Κέιτ, την Ταράτζι και όλους τους άλλους ηθοποιούς έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δυναμική της ταινίας.»

 

 

Η μοναχική Ελίζαμπεθ Άμποτ, γυναίκα ενός διπλωμάτη, που το όνειρό της είναι να περάσει κολυμπώντας τη Μάγχη, είναι εκείνη που δίνει στον Μπέντζαμιν το πρώτο του φιλί. «Ο ένας μαθαίνει κάτι από τον άλλο,» λέει η Σουίντον. «Είναι ανοιχτή, ενεργητική, με ενδιαφέροντα. Εκείνος είναι υπομονετικός, απλός, αισιόδοξος. Είναι μία δίκαιη ανταλλαγή. Η ιδέα, ότι αυτή ενώ βρίσκεται στο τέλος της ερωτικής της ζωής και επηρεάζεται από κάποιον σαν τον Μπέντζαμιν, που τώρα ξεκινά να ανακαλύπτει κάποια πράγματα, η ιδέα ότι αισθάνεται ξανά ανεξάρτητη και ότι έχει την ελευθερία επιλογής και ότι διεκδικεί ξανά τη ζωή της, θεωρώ ότι είναι πολύ συγκινητική.»

 

 

Όσο ο Μπέντζαμιν ταξιδεύει με το ρυμουλκό, η Ντέιζι ακολουθεί τη δική της διαδρομή που τη φέρνει στη Νέα Υόρκη, όπου συμμετέχει σε μία ομάδα χορού γεμάτη έντονα συναισθήματα και διάθεση να ξεπεράσει κάθε όριο. «Δεν πρόκειται για μία σχέση εξάρτησης, όπου ο ένας δεν μπορεί να ζήσει δίχως τον άλλο,» λέει ο Φίντσερ. «Δεν περιμένει ο ένας τον άλλο. Είναι και οι δύο σεξουαλικά ενεργοί. Είναι δύο ολοκληρωμένες προσωπικότητες που επιλέγουν να είναι μαζί για κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ακόμα και αν αυτό δεν είναι πάντα τόσο εύκολο.»

«Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται και χωρίζουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, μέχρι που φτάνουν αυτό που ο Φίντσερ ονομάζει ‘γλυκό σημείο’, το χρονικό σημείο δηλαδή που όλα συνηγορούν για να είναι μαζί. «Το σύμπαν συνωμοτεί για να τους κάνει να είναι αυτοί που είναι και να τους φέρει κοντά την κατάλληλη στιγμή,» λέει. «Και σχεδόν ανακουφίζεσαι όταν είναι επιτέλους μαζί, επειδή τώρα όλα μπορούν να συμβούν, όπως ακριβώς θα έπρεπε.»

 

 

Η Ντέιζι, όπως και όλοι εκείνοι που βρίσκονται στη ζωή του Μπέντζαμιν, έχουν τη δική τους πορεία, κατά τη διάρκεια της ταινίας. Οι ιστορίες τους, είτε συγκλίνουν είτε αποκλίνουν, αποτελούν ωστόσο όλες ανεξίτηλα νήματα της ιστορίας.

«Νομίζω πως ο Ντέιβιντ έχει το χάρισμα του δημιουργού που μπορεί να κρατά το υλικό του υπό έλεγχο,» λέει η Σουίντον. «Έχει συνεχώς σηκωμένα τα μανίκια. Αντιλαμβάνεται τόσο τις επιταγές του Χόλιγουντ, αλλά και τις αναρίθμητες επιλογές που δίνει, και τις εκμεταλλεύεται με την ιδιότητα ενός πραγματικού νεωτεριστή. Έχει δημιουργήσει στο μυαλό του όλο την ταινία και οι εικόνες που φτιάχνει μαζί με τους συνεργάτες τους, αντανακλούν ακριβώς αυτό. Είναι λες και συναρμολογεί κομμάτι-κομμάτι την ταινία, σαν να παίζει ένα παιχνίδι. Σαν να θυμάται λίγο-λίγο ένα όνειρο. Τίποτα για αυτόν δεν είναι ακατόρθωτο.»

 

 

Ο Πιτ συμφωνεί, σημειώνοντας, «Ο Ντέιβιντ είναι σαν δαιμονισμένος. Έχει συγκεκριμένη αντίληψη για το πώς θέλει να είναι η ταινία και ποιες οι κινήσεις της κάμερας και δεν δέχεται τίποτα λιγότερο από το να γίνουν αυτά στην εντέλεια. Η μεγάλη ανταμοιβή είναι ότι στο τέλος δημιουργείται αυτή η καλοδουλεμένη ταινία. Είναι ένας γλύπτης.»

 

 

«Περικυκλώνει με το μυαλό του μία ιδέα, μία εικόνα, ένα χαρακτήρα ή μία σκηνή, την εξετάζει από όλες τις γωνίες και όταν άλλοι είναι ευχαριστημένοι με το αποτέλεσμα, όταν το βλέπουν τρισδιάστατο, ο Ντέιβιντ θέλει να συνεχίσει μέχρι να προδώσει έξι ή επτά διαστάσεις σε αυτό,» προσθέτει η Μπλάνσετ. «Όταν κάποιος θα πει ‘Ντέιβιντ, σταμάτα, αυτό είναι αδύνατο,’ αυτό απλά τον παρακινεί περισσότερο. Νομίζω ότι πολλοί λίγοι σκηνοθέτες θα μπορούσαν να πάνε αυτήν την ιστορία – και εμάς – τόσο μακριά.»

 

 

Τα γυρίσματα για την ΑΠΙΣΤΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΕΝΤΖΑΜΙΝ ΜΠΑΤΟΝ έγιναν σε διάφορες τοποθεσίες, μεταξύ των οποίων στο Μόντρεαλ, την Καραϊβική και τη Νέα Ορλεάνη, που εκείνη την περίοδο προσπαθούσε να «ορθοποδήσει» από τον τυφώνα Κατρίνα. «Είχαμε πει ότι θα κάναμε τα γυρίσματα στη Νέα Ορλεάνη. Αλλά όταν «χτύπησε» ο τυφώνας Κατρίνα, διανύσαμε μία περίοδο αβεβαιότητας για το αν θα τα καταφέρναμε τελικά να πάμε σύμφωνα με τα πλάνο,» θυμάται η Κένεντι. «Παρόλα αυτά μας κάλεσαν από την πόλη, δύο μέρες αφότου έγινε η καταστροφή, ενθαρρύνοντάς μας να πάμε εκεί να κάνουμε τα γυρίσματα.»

 

 

Ο Φίντσερ συνεργάστηκε με την ομάδα της παραγωγής για να κάνει τα σκηνικά να δημιουργούν στο κοινό την εντύπωση ότι ξεφυλλίζει ένα φωτογραφικό άλμπουμ στη σοφίτα του. Ένα άλμπουμ γεμάτο από φωτογραφίες απλών ανθρώπων που ζουν συνηθισμένες ζωές. «Δημιουργήσαμε τις δικές μας ιστορίες ζωής, για καθεμιά από αυτές τις σκηνές, ειδικά για όσες διαδραματίζονταν στο γηροκομείο Νόλαν και στο ξενοδοχείο Winter Palace στο Μουρμάνσκ (όπου ο Μπέντζαμιν συναντά την Ελίζαμπεθ) – τοποθεσίες όπου λαμβάνουν χώρα σημαντικά γεγονότα στη ζωή του Μπέντζαμιν,» λέει ο Ζόλφο.

 

 

Η εντολή του σκηνοθέτη σε κάθε στάδιο της παραγωγής ήταν η εικόνα να αποπνέει ρεαλισμό, που θα «έτρεφε» τις βασικές αλήθειες που βρίσκονταν στην καρδιά της ιστορίας. «Παρόλο που υπάρχουν πολλά φανταστικά στοιχεία σε αυτήν την ιστορία, ήθελα να την παρουσιάσω όσο πιο ρεαλιστική γινόταν,» εξηγεί ο Φίντσερ. «Δεν ήθελα να την κάνω να φαίνεται σαν το κλασικό παραμύθι που ξεκινά με τη φράση ‘Μια φορά και έναν καιρό’. Δεν ήθελα να διευκολύνω τους ηθοποιούς. Δεν ήθελα να διευκολύνω το κοινό. Δεν ήθελα να διευκολύνω το σκηνογράφο. Όλα έπρεπε να συμβαδίζουν με την εποχή που η ιστορία εκτυλισσόταν. Οι τοποθεσίες, τα ρούχα των ανθρώπων, τα γυαλιά τους ή οι συσκευές που χρησιμοποιούσαν για να ακούν καλύτερα.»

 

 

Και τα κοστούμια έπρεπε να θυμίζουν την εποχή, αλλά να έχουν και το δικό τους στιλ. Η σχεδιάστρια κοστουμιών Ζακλίν Γουέστ συναντήθηκε από πολύ νωρίς με τον Μπαρτ (σκηνογράφος της ταινίας) και τον Ζόλφο, ώστε να υπάρχει αντιστοιχία στις δουλειές τους. «Ο Ντέιβιντ σκηνοθετεί όπως ένας ζωγράφος,» λέει η Γουέστ. «Όταν μπήκα στο σετ, η εικόνα μου θύμισε πίνακα του Καγεμπότ. Έτσι, στράφηκα προς τον Καγεμπότ και προς άλλους ιμπρεσιονιστές για να αντλήσω έμπνευση, όπως τον Έντουαρτ Μανέτ, τον Τουλούζ Λοτρέκ, τον Κουρμπέ. Μόλις έπιασα το πνεύμα ευαισθησίας του Ντον Μπαρτ, συνειδητοποίησα ότι ό,τι υλικό και να χρησιμοποιούσα, ακόμα και αν ήταν πολύ σκούρο και θαμπό, θα είχε το αποτέλεσμα που θέλαμε.»

 

 

Ακόμα ένα σημαντικό στοιχείο ήταν οι ψηφιακές τεχνικές που θα χρησιμοποιούνταν για να διευκολύνουν την ερμηνεία του Πιτ, ως Μπέντζαμιν, από τη νεότητα μέχρι τη μεγάλη ηλικία. Ο υπεύθυνος οπτικών εφέ, Έρικ Μπράμπα, μακροχρόνιος συνεργάτης του Φίντσερ, σημειώνει, «Ο Ντέιβιντ μου είπε από την αρχή, ‘Ο Μπραντ πρέπει να βγάλει το ρόλο από την αρχή μέχρι το τέλος.’ Ο Μπέντζαμιν είναι το συναισθηματικό επίκεντρο της ταινίας και αυτό είναι προφανές, ακόμα και σε περιπτώσεις που αυτό φάνταζε ακατόρθωτο. Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα.»

Ο Μπάρμπα δούλεψε μαζί με τον βραβευμένο με Όσκαρ Κρεγκ Κάνομ, υπεύθυνο για το μακιγιάζ, που δημιούργησε τα προσθετικά για να τονίσει τη μετάβαση του Μπέντζαμιν από το γήρας στη νεότητα.

 

 

Ιδιαίτερη προσοχή στη λεπτομέρεια δόθηκε και στην ψηφιακή κινηματογράφηση της ταινίας. top of the page

 

 

σημερα ειδα την ταινια. παρα την υπερβολικά μεγάλη διάρκειά της (2:40), ειναι κατά τη γνωμη μου εξαιρετική.

πίστευα οτι δεν θα καταφέρει να μεταφερθεί αυτο το βιβλίο στον κινηματογράφο αλλά τελικα ο fincher τα κατάφερε.

αυτά. μην πω και τιποτα αλλο και φαω κανα ban:mad:

  • Απαντ. 75
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση
Δημοσ.

Του ήρθε επειδή διαμαρτυρήθηκα για κάτι που έδωσε σχετικά με άλλη ταινία.

 

 

greg_m,

 

είναι μία από τις ταινίες που θέλω να δω στο cinema. Θα έχει σημαντική διαφορά πιστεύεις; Το λέω επειδή από ότι ξέρω και οπτικά είναι πολύ καλή.

Δημοσ.

για μενα, ειναι η καλύτερη ταινία που έχω δει φέτος.

ειναι καλύτερα να τη δείτε στο cinema γιατί εχει και καταπληκτική φωτογραφία.

πολύ καλές και οι ερμηνείες.

 

μου άρεσε πολύ και το slumdog, νομιζω θα κονταροχτυπηθούν και στα βραβεία,

μεγάλο μπάτζετ vs μικρού μπατζετ.

απο τις ταινίες που έχουν υποψηφιότητες στις χρυσές σφαίρες δεν έχω δει μόνο το frost.nixon.

 

ps: το μακιγιάζ κάνει θαύματα

Δημοσ.

Ο κύκλος της ζωής θα έπρεπε να είναι ανάποδος.

Αρχικά θα έπρεπε να εμφανίζεσαι με κάποιο τρόπο στην γη 90 χρονών.

Μετά ζεις σε γηροκομείο, βλέπεις κάθε χρόνο το σώμα σου να βελτιώνεται, βγάζεις άσπρα μαλλιά ώσπου γίνεσαι 65 χρονών και σε διώχνουν.

Πηγαίνεις στο έτοιμο γραφείο σου όπου σε περιμένουν μια επιτυχημένη επιχείρηση, δυο σπίτια και 3 αυτοκίνητα εργάζεσαι για σαράντα χρονιά τα μαλλιά σου ολοένα πυκνώνουν και μαυρίζουν, τα περιττά κιλά φεύγουν μόνα τους και στα 25 σου αφότου έχεις βγάλει όλα σου τα γούστα με ταξίδια, ψώνια, γνωριμίες, πηγαίνεις πια να μείνεις με τους γονείς σου για να τους γνωρίσεις καλύτερα και να ξεκουραστείς.

Τότε ξεκινάς το πανεπιστήμιο, το ρίχνεις στα πάρτι, στο σεξ και στο αλκοόλ, και είσαι έτοιμος πια για το λύκειο. Εκεί γνωρίζεις την τελευταία σου σχέση όπου περνάς μαζί της εκπληκτικά γιατί ξέρεις ότι είναι η τελευταία.

Μετά γίνεσαι παιδί, πας στο δημοτικό, το σεξ και τα λεφτά δεν σε ενδιαφέρουν πια, παίζεις στις αλάνες μέχρι να νυχτώσει, κάνεις βλακείες με τους φίλους σου, δεν έχεις πια ευθύνες.

 

Σίγα σιγά γίνεσαι μωρό , όλοι σε φροντίζουν, σε αγαπούν και σου φέρνουν παιχνίδια και δώρα. Σταματάς να μιλάς..

 

Έχεις πει πια αρκετά…

 

Επιστρέφεις στην κοιλία της μητέρας σου όπου περνάς τους τελευταίους εννέα μήνες σου κολυμπώντας ευχαρίστα και εντελώς ξαφνικά μια μέρα τελειώνεις την ύπαρξη σου με έναν οργασμό…

 

δε θυμαμαι πια απο πού το αντεγραψα αλλα οταν ειδα το trailer μου ηρθε στο νου!

Δημοσ.

Παιδια το μονο προβλημα στην ταινια ειναι η διαρκεια παντως.Ειδικα με τις διαφημισεις πιο πολυ μαραθωνιος θα ναι παρα ταινια.Γιατι τις κανουν τοσο μεγαλες ρε γμτ?Δεν μπορει να χωρεσει μια ιστορια σε 2 ωρες?

Δημοσ.
Παιδια το μονο προβλημα στην ταινια ειναι η διαρκεια παντως.Ειδικα με τις διαφημισεις πιο πολυ μαραθωνιος θα ναι παρα ταινια.Γιατι τις κανουν τοσο μεγαλες ρε γμτ?Δεν μπορει να χωρεσει μια ιστορια σε 2 ωρες?

 

 

εμένα πάντως δεν με κούρασε. απλά δεν το είχα προσέξει απο την αρχή και το κατάλαβα κάποια στιγμή που άρχισαν να γκρινιάζουν τα παιδιά που το βλέπαμε γιατί ήταν αργά η ώρα.

πάντως αν την έφερναν στην Ελλάδα ταυτόχρονα με USA και δεν υπήρχε ο πειρασμός των torrents θα την έβλεπα σίγουρα στον κινηματογράφο (αν και μου τη σπάει ο πολύς κόσμος δίπλα μου:mad:)

 

 

 

 

Του ήρθε επειδή διαμαρτυρήθηκα για κάτι που έδωσε σχετικά με άλλη ταινία.

 

 

greg_m,

 

είναι μία από τις ταινίες που θέλω να δω στο cinema. Θα έχει σημαντική διαφορά πιστεύεις; Το λέω επειδή από ότι ξέρω και οπτικά είναι πολύ καλή.

 

 

την είδες την άλλη;

Δημοσ.

Όχι, θέλω κι αυτή να τη δω στο σινεμά αν και στο τσακ ήμουν να τη δω νωρίτερα. Στο πρώτο λεπτό τη σταμάτησα. :P

 

 

Είπες ότι έχεις δει όλες τις ταινίες που είναι υποψήφιες για Χρυσή Σφαίρα. Δηλαδή έχεις δει και το The Reader; Πώς σου φάνηκε; Θέλω κι αυτό να το δω σε σινεμά. Είμαι τρελός φαν της Ουίνσλετ. Offtopic το ξέρω αλλά προέκυψε.

Δημοσ.
Όχι, θέλω κι αυτή να τη δω στο σινεμά αν και στο τσακ ήμουν να τη δω νωρίτερα. Στο πρώτο λεπτό τη σταμάτησα. :P

 

 

Είπες ότι έχεις δει όλες τις ταινίες που είναι υποψήφιες για Χρυσή Σφαίρα. Δηλαδή έχεις δει και το The Reader; Πώς σου φάνηκε; Θέλω κι αυτό να το δω σε σινεμά. Είμαι τρελός φαν της Ουίνσλετ. Offtopic το ξέρω αλλά προέκυψε.

 

 

οταν την δεις θα καταλάβεις οτι τσάμπα έφαγα την παρατήρηση (γι΄αυτό στην είπε και ο καιζερ)

 

θα φτιάξω αύριο θέμα με reader.

Δημοσ.

Δεν πιστεύω ότι μου χάλασες τίποτα απλά θέλω να μην έχω καμία πληροφορία (ακόμα κι αν είναι ασήμαντη) σχετική με μια ταινία εκτός από ό,τι επιλέγω. πχ έχω δει κάποια clips.

 

 

Ανυπομονώ να διαβάσω αντυπώσεις για το The Reader. :-)

Δημοσ.

Εγω παντως ψιλοαπογοητευτηκα..οχι οτι δεν ειναι καλη η ταινια..αλλα την περιμενα παααρα πολυ καλυτερη.Η γνωμη μου ειναι οτι της λειπει η κορυφωση..περιμενεις..περιμενεις..λες τωρα θα γινει.αλλα τπτ..Η Κειτ Μπλανσετ ειναι φοβερη-καταπληκτικη αλλα και ο Μπραντ Πιτ χωρις ομως να φτανει στα επιπεδα της Μπλανσετ.Της βαζω ενα 7/10

Δημοσ.

Μμμ,ακουω αναμικτα σχολια,απο δω και απο κει....το περιμενω ακομα δλδ πως κ πως,αλλα σιγα σιγα μου φευγει και η μεγαλη καψα....τεσπα,κ μονο που ειναι φιντσερ,θα το δω σε σινεμα μαλλον..

Αρχειοθετημένο

Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

  • Δημιουργία νέου...