Προς το περιεχόμενο

Τι ειναι σχεση;


Giorgos09

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δωστε τον προσωπικο σας ορισμο η και περιγραφη. Δε μιλαω απαραιτητα για ερωτα γιατι αρκετες φορες δεν υπαρχει, μπορει να γινει συνηθεια η αναγκη, αλλα για το τυπικο κομματι.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • σχέση < από τη ρίζα σχ του ρ. έχω

σχέση θηλυκό

  1. ο τρόπος με τον οποίο δύο στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους
    • Το δοκίμιο εξετάζει τη σχέση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της πολιτισμικής άνθισης.
    • Οι στατιστικές αποδεικνύουν τη σχέση τσιγάρου και καρκίνου του πνεύμονα.
  2. οι δεσμοί μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων
  3. Οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας περνούσαν κρίση.
  4. Οι δύο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις.
  5. Η Μαρία αποφάσισε να διακόψει τη σχέση της με τον Γιάννη.
  6. Παρά την απόσταση, διατηρούμε τις σχέσεις μας.
  7. ο ερωτικός δεσμός, το ειδύλλιο
  8. η επαφή, η επικοινωνία
Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

εγω αλλαζω συνεχεια σχεσεις, για να μη καιω πολυ βενζινη, κατεβαζω μερικες φορες αποτομα για να ακουω το βρουυυυυυρρρρ αλλα νταξ, γενικα αλλαζω συνεχεια

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

[λόγ.: 1: αρχ. σχέ(σις) -ση· 2: & σημδ. γαλλ. relation(s) (δημόσιες σχέσεις: μτφρδ. αγγλ. public relations)]

  • σχέση η [sxési] Ο31 : 1α.η ύπαρξη κοινών στοιχείων που συνδέουν λογικά δύο καταστάσεις, φαινόμενα ή πράγματα: Yπάρχει στενή ~ ανάμεσα στην αμοιβή και στην παραγωγικότητα. H ~ προσφοράς και ζήτησης. || (έκφρ.) σε ~ / (λόγ.) εν σχέσει με / προς, σε σύγκριση, σε αναφορά: H φετινή γεωργική παραγωγή ήταν καλύτερη σε ~ με την περσινή. δεν έχει ~ / και τι ~ έχει;, για να δηλώσουμε την έλλειψη κάποιας αλληλεξάρτησης: Kαι τι ~ έχει αν δεν έρθω εγώ, εσύ θα πας. ΦΡ τι ~ έχει ο φάντης* με το ρετσινόλαδο; β. (λογ.) η ιδιότητα δύο ή περισσότερων αντικειμένων της σκέψης, τα οποία μπορούν να περιληφθούν σε μια μοναδική διανοητική πράξη: ~ ταυτότητας / ετερότητας / εναντίωσης / επαλληλίας / υπόταξης / συναλληλίας. H ~ αιτίας και αποτελέσματος. γ1. (μαθημ.) η συνθήκη που συνδέει τις τιμές δύο ή περισσότερων μεγεθών: ~ ένα προς δύο (1:2). γ2. (φυσ.) λόγος, αναλογία: ~ συμπίεσης. 2. (συνήθ. πληθ.) η ύπαρξη επαφής, επικοινωνίας, αμοιβαίας εξάρτησης: α. μεταξύ προσώπων: Οι σχέσεις γονιών και παιδιών είναι σχέσεις στοργής και αγάπης. Mε τη Mαρία έχουμε φιλικές / καλές / οικογενειακές σχέσεις. Έχουν υπηρεσιακές / επαγγελματικές / κοινωνικές / στενές σχέσεις. Οι σχέσεις του με το πρόσωπο αυτό μού φαίνονται ύποπτες. Στις σημερινές πόλεις οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δύσκολες. Ερωτικές / σαρκικές σχέσεις, ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα. || (ειδικότ.) ερωτικός δεσμός: Έχει σχέσεις με τον / την τάδε. β. μεταξύ ομάδων, π.χ. μεταξύ κρατών, οργανισμών, επιχειρήσεων κτλ.: Οι σχέσεις των δύο κρατών είναι τεταμένες. Διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις τους. Ελληνοτουρκικές / γαλλογερμανικές σχέσεις. Δημόσιες σχέσεις, το σύνολο των δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη δημιουργία καλών σχέσεων ανάμεσα σε μια επιχείρηση ή σε μια υπηρεσία και στο ευρύ κοινό.
Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Πως δουλευει αυτο;

Ειναι usb ανεμιστηρακι. Φυσαει κατω απο το λαπτοπ εκει που ρουφαει αερα το ανεμιστηρακι του και αυξανει τη ροη αερα.

 

τωρα γιατι επρεπε να το γ@μησεις το θεμα?

Η μονη σοβαρη απαντηση στο θεμα

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Ειναι usb ανεμιστηρακι. Φυσαει κατω απο το λαπτοπ εκει που ρουφαει αερα το ανεμιστηρακι του και αυξανει τη ροη αερα.

 

Σα σκουπα ενα πραμα;

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Επισκέπτης
Αυτό το θέμα είναι πλέον κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.
  • Δημιουργία νέου...