Προς το περιεχόμενο

Ιστορίες των insomniacs


Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • Moderators
Δημοσ.

Πρωτοπροσωπη αφηγηση μεσα απο τα ματια ενος ανθρωπου με συνδρομο down.

 

ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ

Επιτέλους ήρθε το λεωφορείο. Ένας κύριος μου χαμογελά και κάνει στην άκρη για να περάσω πρώτος, δείχνοντάς μου τη θέση. Με εκνεύρισε τόσο πολύ, θέλω να του φωνάξω πως με κάνει να αισθάνομαι διαφορετικός. Όμως ο γιατρός μου έχει δώσει συμβουλές για να διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου και αφού το θυμήθηκα πρέπει να τις εφαρμόσω. Αναπνέω αργά, σκέφτομαι κάτι όμορφο και τον κοιτώ.
«Ευχαριστώ»
Απέναντι κάθεται μια κυρία με ένα μικρό κοριτσάκι που με κοιτάζει συνέχεια και δε σταματά να ψιθυρίζει στο αυτί της μητέρας του. Ξέρω πως λέει για μένα αλλά δε με ενοχλεί, τα αγαπώ τα παιδιά είναι φίλοι μου. Η κυρία κοκκίνισε όταν το κοριτσάκι με έδειξε. Αυτό σίγουρα σημαίνει πως αισθάνθηκε άβολα.
«Συγγνώμη πραγματικά» μου λέει.
«Δεν πειράζει, μου συμβαίνει συχνά. Πως σε λένε;»
«Χριστίνα»
Της δίνω μια καραμέλα και εκείνη χαμογελά και χαμογελώ κι εγώ.
«Έχω σύνδρομο Down» λέω στη μαμά της. Συνήθως είμαι τόσο ευθύς μόνο όταν με ενοχλεί που με κοιτούν, όμως και η ίδια και η κόρη της είναι πολύ συμπαθητικές και απλώς θέλω να ξέρουν.
«Ναι, το ξέρω, όμως…»
«Δε μου φαίνεται και πολύ όταν μιλάω; Έχω ελαφριά μορφή, μωσαϊκό λέγεται»
«Δεν… δεν το ήξερα πως υπάρχουν διαβαθμίσεις»
«Ναι, υπάρχουν, όμως όλοι μας είμαστε κανονικοί άνθρωποι» της είπα κατεβαίνοντας από το λεωφορείο και η μικρή Χριστίνα γέλασε και μου κούνησε το χέρι της.
Όντως δεν ξέρουν πολλοί πως το σύνδρομό μου έχει βαθμίδες. Ούτε ο κύριος που μου πήρε τη συνέντευξη για τη δουλειά πρέπει να το ήξερε, δεν του το είπα όμως, αλλά δεν πειράζει, αρκεί που πήρα τη δουλειά. Θα με ειδοποιήσει είπε καθώς έφευγα, οπότε σίγουρα την έχω πάρει.
Τη χρειαζόμουν τη δουλειά αυτήν στο σούπερ μάρκετ, η μητέρα λέει πως τα χρήματα του επιδόματος δε φτάνουν και εκείνη έχει μεγαλώσει πια. Στενοχωριέμαι όταν το σκέφτομαι, όμως τώρα χαίρομαι που θα χαρεί όταν της το πω. Ελπίζω μόνο να μην κλάψει πάλι, αν και λέει πως κάποιοι κλαίνε από χαρά και εκείνη πάντα κλαίει όταν είναι χαρούμενη.
Εγώ όμως πάντα γελάω όταν χαίρομαι. Ειδικά όταν μου είπε ο κύριος στη συνέντευξη το όνομά του, ξεκαρδίστηκα.
«Κοντοπίδης» είπε και μου έδωσε το χέρι αφού με παρατήρησε για λίγα λεπτά.
Βέβαια αμέσως θυμήθηκα πως ο γιατρός μου έχει εξηγήσει  ότι δεν πρέπει να κάνουμε στους άλλους αυτό που δε μας αρέσει να μας κάνουν, οπότε σταμάτησα να γελάω. Δεν του είπα πως το όνομά του έχει πλάκα, δε θα του άρεσε, όπως δε μου αρέσει εμένα να γελάνε  μαζί μου όταν δεν λέω αστεία.
Μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσε. Αργά, καθαρά και δυνατά, τον άκουγα πολύ καλά. Πρέπει να με συμπάθησε από την πρώτη στιγμή, γιατί αφού συστήθηκε χαμήλωσε και ήρθε στο ύψος μου για να σιγουρευτεί πως ακούω και με ρώτησε αν ήρθα μόνος μου εκεί και αν έχω τρόπο να φύγω. Τόσο καλός άνθρωπος ήταν και μάλιστα δε με ρώτησε καν για το σύνδρομο μου, πάντα με ρωτούν, όμως εκείνον δεν τον ενδιέφερε φαίνεται. Θα γίνει σίγουρα φίλος μου.
Του έκανε εντύπωση που στο βιογραφικό μου έλεγα πως είχα τελειώσει το λύκειο και σπούδαζα τουριστικά επαγγέλματα. Μάλιστα μου είπε πως δεν του αρέσουν τα ψέματα άσχετα με το ποιος τα λέει και συμφώνησα. Τα ψέματα δεν βοηθούν πουθενά, όλοι το ξέρουν αυτό άλλωστε. Μου έκανε διάφορες ερωτήσεις για τη σχολή μου, τον ενδιέφερε πολύ, πού βρισκόταν, ποιους καθηγητές είχα, αν γνώριζα έναν με ένα περίεργο όνομα που καλά καλά δεν μπορούσα να προφέρω.  Όμως νομίζω ήταν ξεχασιάρης, όταν του απαντούσα, μετά από λίγο με ρωτούσε πάλι το ίδιο πράγμα και κοιτούσε το χαρτί που έγραφε για να το θυμηθεί καλά. Δεν πειράζει όμως, όλοι μας ξεχνάμε που και που. Αυτό του το είπα, για να μη νιώθει άσχημα, αλλά δε χαμογέλασε, μάλλον τον κοροϊδεύουν οι άλλοι που ξεχνάει.
Για τη θέση δε μου είπε και πολλά πράγματα, αλλά δεν έχει διαφορά αφού χρειάζομαι τα χρήματα και άλλωστε αν όλοι οι συνάδελφοι είναι τόσο καλοί όσο αυτός, θα είναι όλα πολύ καλά. Έδειξε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για μένα, αφού χωρίς να έχει περάσει πολλή ώρα μου είπε πως δεν ήθελε να καταναλώνει άλλο τον χρόνο μου και με ευχαρίστησε που πήγα.
Βγαίνοντας από το γραφείο του είδα να περιμένει ένας νεαρός,  μικρότερός μου, μόλις είχε τελειώσει το σχολείο μάλλον, φορούσε μέχρι και σκισμένο παντελόνι ακόμα.  Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, με ρώτησε πως πήγα και όταν του απάντησα «τέλεια» ανασήκωσε τους ώμους και γύρισε στο κινητό του.
Δίπλα από το σούπερ μάρκετ είχε ένα παγωτατζίδικο και απέναντι ήταν η στάση του λεωφορείου, οπότε μπορούσα να φάω ένα παγωτό και να βλέπω αν θα έρθει το λεωφορείο. Όσο έτρωγα, είδα να κατεβαίνει ο νεαρός, πέρασε από δίπλα μου, του χαμογέλασα αλλά δεν πρέπει να με γνώρισε, μιλούσε και στο τηλέφωνό του, άκουσα κάτι για υπογραφές που έβαλε αλλά δεν κατάλαβα καλά και η μητέρα λέει πως δεν πρέπει να κρυφακούμε.
Επιτέλους έφτασα σπίτι και διηγήθηκα την ημέρα στη μητέρα. Πόσο χάρηκε, έβαλε τα κλάματα από τα μέσα της διήγησης, και πάλι όταν τη ρώτησα γιατί κλαίει μου είπε αυτό που λέει πάντα.
«Από χαρά αγάπη μου, από χαρά.»

 

  • Like 15
  • Απαντ. 68
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση

Συχνή συμμετοχή στο θέμα

Δημοσ.

Εξαιρετικό, storm, όσο απλός λόγος του ταιριάζει και το τέχνασμά σου με τις προοπτικές του πρωταγωνιστή και του αναγνώστη από τα πολύ αγαπημένα μου.  ^_^

  • Like 1
Δημοσ.

 

Έχεις αποκτήσει μια καινούρια φαν, μου άρεσαν όλα όσα πόσταρες εδώ. Σε παρακαλώ στείλε μου σε πμ τον τίτλο του βιβλίου σου, θα με ενδιέφερε πραγματικά να το διαβάσω :-)

  • Like 1
Δημοσ.

Πρωτοπροσωπη αφηγηση μεσα απο τα ματια ενος ανθρωπου με συνδρομο down.

 

 

ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ

 

Επιτέλους ήρθε το λεωφορείο. Ένας κύριος μου χαμογελά και κάνει στην άκρη για να περάσω πρώτος, δείχνοντάς μου τη θέση. Με εκνεύρισε τόσο πολύ, θέλω να του φωνάξω πως με κάνει να αισθάνομαι διαφορετικός. Όμως ο γιατρός μου έχει δώσει συμβουλές για να διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου και αφού το θυμήθηκα πρέπει να τις εφαρμόσω. Αναπνέω αργά, σκέφτομαι κάτι όμορφο και τον κοιτώ.

«Ευχαριστώ»

Απέναντι κάθεται μια κυρία με ένα μικρό κοριτσάκι που με κοιτάζει συνέχεια και δε σταματά να ψιθυρίζει στο αυτί της μητέρας του. Ξέρω πως λέει για μένα αλλά δε με ενοχλεί, τα αγαπώ τα παιδιά είναι φίλοι μου. Η κυρία κοκκίνισε όταν το κοριτσάκι με έδειξε. Αυτό σίγουρα σημαίνει πως αισθάνθηκε άβολα.

«Συγγνώμη πραγματικά» μου λέει.

«Δεν πειράζει, μου συμβαίνει συχνά. Πως σε λένε;»

«Χριστίνα»

Της δίνω μια καραμέλα και εκείνη χαμογελά και χαμογελώ κι εγώ.

«Έχω σύνδρομο Down» λέω στη μαμά της. Συνήθως είμαι τόσο ευθύς μόνο όταν με ενοχλεί που με κοιτούν, όμως και η ίδια και η κόρη της είναι πολύ συμπαθητικές και απλώς θέλω να ξέρουν.

«Ναι, το ξέρω, όμως…»

«Δε μου φαίνεται και πολύ όταν μιλάω; Έχω ελαφριά μορφή, μωσαϊκό λέγεται»

«Δεν… δεν το ήξερα πως υπάρχουν διαβαθμίσεις»

«Ναι, υπάρχουν, όμως όλοι μας είμαστε κανονικοί άνθρωποι» της είπα κατεβαίνοντας από το λεωφορείο και η μικρή Χριστίνα γέλασε και μου κούνησε το χέρι της.

Όντως δεν ξέρουν πολλοί πως το σύνδρομό μου έχει βαθμίδες. Ούτε ο κύριος που μου πήρε τη συνέντευξη για τη δουλειά πρέπει να το ήξερε, δεν του το είπα όμως, αλλά δεν πειράζει, αρκεί που πήρα τη δουλειά. Θα με ειδοποιήσει είπε καθώς έφευγα, οπότε σίγουρα την έχω πάρει.

Τη χρειαζόμουν τη δουλειά αυτήν στο σούπερ μάρκετ, η μητέρα λέει πως τα χρήματα του επιδόματος δε φτάνουν και εκείνη έχει μεγαλώσει πια. Στενοχωριέμαι όταν το σκέφτομαι, όμως τώρα χαίρομαι που θα χαρεί όταν της το πω. Ελπίζω μόνο να μην κλάψει πάλι, αν και λέει πως κάποιοι κλαίνε από χαρά και εκείνη πάντα κλαίει όταν είναι χαρούμενη.

Εγώ όμως πάντα γελάω όταν χαίρομαι. Ειδικά όταν μου είπε ο κύριος στη συνέντευξη το όνομά του, ξεκαρδίστηκα.

«Κοντοπίδης» είπε και μου έδωσε το χέρι αφού με παρατήρησε για λίγα λεπτά.

Βέβαια αμέσως θυμήθηκα πως ο γιατρός μου έχει εξηγήσει ότι δεν πρέπει να κάνουμε στους άλλους αυτό που δε μας αρέσει να μας κάνουν, οπότε σταμάτησα να γελάω. Δεν του είπα πως το όνομά του έχει πλάκα, δε θα του άρεσε, όπως δε μου αρέσει εμένα να γελάνε μαζί μου όταν δεν λέω αστεία.

Μου άρεσε ο τρόπος που μιλούσε. Αργά, καθαρά και δυνατά, τον άκουγα πολύ καλά. Πρέπει να με συμπάθησε από την πρώτη στιγμή, γιατί αφού συστήθηκε χαμήλωσε και ήρθε στο ύψος μου για να σιγουρευτεί πως ακούω και με ρώτησε αν ήρθα μόνος μου εκεί και αν έχω τρόπο να φύγω. Τόσο καλός άνθρωπος ήταν και μάλιστα δε με ρώτησε καν για το σύνδρομο μου, πάντα με ρωτούν, όμως εκείνον δεν τον ενδιέφερε φαίνεται. Θα γίνει σίγουρα φίλος μου.

Του έκανε εντύπωση που στο βιογραφικό μου έλεγα πως είχα τελειώσει το λύκειο και σπούδαζα τουριστικά επαγγέλματα. Μάλιστα μου είπε πως δεν του αρέσουν τα ψέματα άσχετα με το ποιος τα λέει και συμφώνησα. Τα ψέματα δεν βοηθούν πουθενά, όλοι το ξέρουν αυτό άλλωστε. Μου έκανε διάφορες ερωτήσεις για τη σχολή μου, τον ενδιέφερε πολύ, πού βρισκόταν, ποιους καθηγητές είχα, αν γνώριζα έναν με ένα περίεργο όνομα που καλά καλά δεν μπορούσα να προφέρω. Όμως νομίζω ήταν ξεχασιάρης, όταν του απαντούσα, μετά από λίγο με ρωτούσε πάλι το ίδιο πράγμα και κοιτούσε το χαρτί που έγραφε για να το θυμηθεί καλά. Δεν πειράζει όμως, όλοι μας ξεχνάμε που και που. Αυτό του το είπα, για να μη νιώθει άσχημα, αλλά δε χαμογέλασε, μάλλον τον κοροϊδεύουν οι άλλοι που ξεχνάει.

Για τη θέση δε μου είπε και πολλά πράγματα, αλλά δεν έχει διαφορά αφού χρειάζομαι τα χρήματα και άλλωστε αν όλοι οι συνάδελφοι είναι τόσο καλοί όσο αυτός, θα είναι όλα πολύ καλά. Έδειξε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για μένα, αφού χωρίς να έχει περάσει πολλή ώρα μου είπε πως δεν ήθελε να καταναλώνει άλλο τον χρόνο μου και με ευχαρίστησε που πήγα.

Βγαίνοντας από το γραφείο του είδα να περιμένει ένας νεαρός, μικρότερός μου, μόλις είχε τελειώσει το σχολείο μάλλον, φορούσε μέχρι και σκισμένο παντελόνι ακόμα. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, με ρώτησε πως πήγα και όταν του απάντησα «τέλεια» ανασήκωσε τους ώμους και γύρισε στο κινητό του.

Δίπλα από το σούπερ μάρκετ είχε ένα παγωτατζίδικο και απέναντι ήταν η στάση του λεωφορείου, οπότε μπορούσα να φάω ένα παγωτό και να βλέπω αν θα έρθει το λεωφορείο. Όσο έτρωγα, είδα να κατεβαίνει ο νεαρός, πέρασε από δίπλα μου, του χαμογέλασα αλλά δεν πρέπει να με γνώρισε, μιλούσε και στο τηλέφωνό του, άκουσα κάτι για υπογραφές που έβαλε αλλά δεν κατάλαβα καλά και η μητέρα λέει πως δεν πρέπει να κρυφακούμε.

Επιτέλους έφτασα σπίτι και διηγήθηκα την ημέρα στη μητέρα. Πόσο χάρηκε, έβαλε τα κλάματα από τα μέσα της διήγησης, και πάλι όταν τη ρώτησα γιατί κλαίει μου είπε αυτό που λέει πάντα.

«Από χαρά αγάπη μου, από χαρά.»

 

Πραγματικά με έκανε κομμάτια,τόσο όμορφο.

  • Like 2
  • 2 εβδομάδες αργότερα...
  • Moderators
Δημοσ.

Διηγημα σχετικα με το χρονο.

 

ΕΚΕΙΝΟΣ

 


Τον βρήκε καθισμένο στη συνηθισμένη του θέση στο ξεχασμένο καφέ της γειτονιάς. Πάντα με καθαρά ρούχα αν και παλιά και πάντα φρεσκοξυρισμένος. Δε του είχε πει ποτέ πού έμενε, υποψιαζόταν όμως πως δεν ήταν στην περιοχή. Του μιλούσε πάντα για το μακρινό παρελθόν γενικολογώντας, αλλά ποτέ για το πρόσφατο και σίγουρα όχι για τον εαυτό του. Ο ίδιος βέβαια απέφευγε να τον πιέζει με ερωτήσεις, όχι τόσο από ευγένεια, όσο γιατί είχε διαπιστώσει πως όταν το έκανε, εκείνος σταματούσε να μιλά και ένιωθε αμήχανα. Ήταν μια αμηχανία τόσο ξεκάθαρη που ήταν λες και ήταν συμπαγής, σαν τσιμέντο.
Τον καλημέρισε και κάθισε στο διπλανό τραπέζι όπως πάντα. Άπλωσε την εφημερίδα του, έβγαλε τον έντονο μαρκαδόρο από την τσάντα του, άνοιξε το καπάκι και αφού αντιστάθηκε στο να εισπνεύσει την έντονη χημική μυρωδιά του, ξεκίνησε να σημειώνει τις αγγελίες που τον ενδιέφεραν. Με την άκρη του ματιού του τον έπιασε να τον παρακολουθεί. Το βλέμμα του δεν ήταν αδιάκριτο όμως, απλώς ανυπομονούσε να τελειώσει με τις αγγελίες για να του απευθύνει τον λόγο. Κάθε φορά επαναλαμβανόταν το ίδιο μοτίβο.
Ο Μάρκος τελείωσε με τις αγγελίες, για ακόμα μια φορά δεν βρήκε κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τα προσόντα του. Ίσως την επόμενη…
- Τίποτα ακόμα;
-Τίποτα κατάλληλο.
- Μάρκο να σου δώσω μια συμβουλή;
Αυτό ήταν καινούριο. Ποτέ δεν του είχε πει κάτι παρόμοιο, ποτέ δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται τόσο πολύ ώστε να τον συμβουλεύσει κάτι, πάρα το γεγονός πως θα περίμενε κανείς από έναν άνθρωπο με πάνω από τα διπλά του χρόνια ακριβώς αυτό.
- Φυσικά, είμαι όλος αυτιά.
- Μη γίνεις σαν κι εμένα. Κάνε τα πάντα για να μη γίνεις σαν κι εμένα.
Ενστικτωδώς σκέφτηκε να του πει να μην είναι αυστηρός με τον εαυτό του, όμως του φάνηκε πολύ επιτηδευμένο. Στο κάτω κάτω δεν γνώριζε και πολλά πράγματα για εκείνον. Μονάχα το όνομά του και την ηλικία του που κι αυτήν την υπέθετε με βάση τα στοιχεία των ιστοριών που του έλεγε. Οπότε μπορεί και να είχε και δίκιο. Αποφάσισε να απαντήσει διπλωματικά.
- Από ποια άποψη να μη γίνω σαν κι εσάς; Μου έχετε πει τόσες ιστορίες τους τελευταίους μήνες που αν μη τι άλλο θεωρώ πως είχατε μια πολύ ενδιαφέρουσα πορεία ζωής.
Εκείνος τον κοιτούσε πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά του, όμως το βλέμμα του ήταν άδειο. Δεν τον έβλεπε πραγματικά, απλώς τα μάτια του έπρεπε να κοιτούν κάπου και ευθεία μπροστά του ήταν ο Μάρκος. Ήταν τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του που δεν βλεφάρισε καν όταν πλησίασε η σερβιτόρα με τα ξεβαμμένα μαλλιά και το έντονο φθηνό άρωμα αναμεμιγμένο με τσιγάρο για να του γεμίσει το ποτήρι με νερό.
- Βλέπεις έναν ηλικιωμένο κύριο να κάθεται κάθε Κυριακή στο ίδιο τραπεζάκι, στην ίδια καφετέρια, τις ίδιες ώρες. Μονότονο όσο δεν πάει, δεν συμφωνείς; Όμως δεν ήμουν πάντα έτσι, κάποτε είχα κι εγώ όνειρα, είχα ευθεία πορεία ζωής. Βασικά είχα μέλλον, είπε απλά.
Ο Μάρκος ήταν σοκαρισμένος. Δεν περίμενε σε καμία περίπτωση μια τέτοια συζήτηση από εκείνον, συνήθως ήταν πιο ανάλαφρος, πάντα διαυγής, αλλά σίγουρα ανάλαφρος. Διέκρινε κάποιες φορές μια υποβόσκουσα θλίψη στον τρόπο ομιλίας του, όμως ποτέ κάτι τόσο σαφές. Δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να μπει σε τέτοιον διάλογο πρωί-πρωί, έχοντας ήδη τα δικά του προβλήματα, όμως ένιωθε πως ήταν πλέον αργά, οπότε δεν είχε επιλογή παρά να ακολουθήσει.
- Τι συνέβη μετά;
- Μετά συνέβη ο χρόνος Μάρκο. Μέσα στον οποίο απέκτησα ό,τι πάντα νόμιζα πως ήταν σημαντικό. Βρήκα μια καλή δουλειά, μάλιστα έγινα από τους καλύτερους στον τομέα μου, έγινα αυτό που λένε «πετυχημένος». Ταυτόχρονα έγινα υπερφίαλος, από τους πιο αλαζόνες ανθρώπους που θα είχες γνωρίσει. Όμως η καριέρα δεν ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα, δεν ήταν αυτό ακριβώς που με ολοκλήρωνε. Το κακό είναι πως για να το διαπιστώσω έπρεπε να το βιώσω. Οπότε μετά έκανα το προφανές. Παντρεύτηκα μια συμβατικά καλή γυναίκα, μια γυναίκα άξια να σταθεί δίπλα σε κάθε πτυχή της ζωής μου. Ναι, είναι τόσο κλισέ όσο ακούγεται.
- Μα μέχρι εδώ δε διακρίνω κάτι άσχημο, κάτι που θα μπορούσε να σας οδηγήσει…
- Να με οδηγήσει στη μονοτονία; Με τη γυναίκα μου έκανα δυο παιδιά, νομίζω περισσότερο επειδή το ήθελε εκείνη και θεωρούσε πως θα έκανε κι εμένα ευτυχισμένο. Ενδόμυχα όμως το ήλπιζα κι εγώ.
Εκείνος είχε πάρει πάλι εκείνο το γυάλινο βλέμμα που έκανε τον Μάρκο να θέλει να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Δε θα μπορούσε να διαχειριστεί τίποτα κλάματα τώρα.
- Και;
- Και στην πορεία σταμάτησα να είμαι χρήσιμος στη δουλειά μου. Η γυναίκα μου πέθανε, ευτυχισμένη μεν, αλλά δεν υπήρχε πια. Και τα παιδιά μου με ξέχασαν. Δεν είναι παράπονο, απλή διαπίστωση της λειτουργίας του χρόνου είναι.
- Που θέλετε να καταλήξετε όμως;
- Θέλω να πω πως μετά από όλα αυτά, βρέθηκα πάλι στο σημείο από το οποίο είχα αρχίσει. Μόνος μου, με μοναδικό εφόδιο το μυαλό μου. Με μια σημαντική διαφορά. Πλέον δεν έχω τον χρόνο μαζί μου για να ψάξω να βρω τι είναι αυτό που με γεμίζει. Πλέον ο χρόνος έγινε εχθρός μου. Γι’ αυτό σου λέω Μάρκο. Μη γίνεις σαν κι εμένα, πάρε προσεκτικά τις αποφάσεις σου για να μην εγκλωβιστείς στον χρόνο. Κοίτα να προλάβεις.
Είπε την τελευταία λέξη και σηκώθηκε σφίγγοντας ελαφρά τον ώμο του για να κατευθυνθεί προς την πόρτα. Ο Μάρκος με ανοιχτό το στόμα τον κοιτούσε να χάνεται στο στενό. Γύρισε απότομα στη σερβιτόρα που πέρασε από δίπλα του.
- Είμαι ήδη εκείνος, έτσι δεν είναι;
Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της και συνέχισε να μαζεύει τα ποτήρια…

 

  • Like 4
  • 3 εβδομάδες αργότερα...
  • Moderators
Δημοσ.

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

Μέχρι πριν λίγο το κρύο έκανε τα νύχια της να τσούζουν. Περίεργη αίσθηση, πρωτόγνωρη, όπως όλες άλλωστε εκείνην τη νύχτα. Τα ουρλιαχτά των σειρήνων γέμιζαν τον χώρο σαν αόρατα ηχητικά βέλη. Τα φώτα της μεγαλούπολης θαμπά μέσα στην ομίχλη, αλλά τόσο ξεκάθαρα «εκεί». Και η Νάντια κάπου εκεί βρισκόταν, μέρος του όλου.
Κοιτούσε γύρω της. Τα πάντα γνώριμα, αλλά ταυτόχρονα απροσδιόριστα, σαν την εικόνα μιας τηλεόρασης που η εικόνα της τρεμοπαίζει.
«Πού είμαι;» ψέλλισε.
«Δεν έχει νόημα η ερώτηση, ρώτα κάτι άλλο» ήρθε η απάντηση.
«Ποιος μίλησε; Πού είσαι;»
«Μίλησα εγώ και μίλησες κι εσύ. Είμαι εδώ που είσαι κι εσύ»
«Τι είδους απαντήσεις είναι αυτές; Πως βρέθηκα εδώ;» ρώτησε απότομα.
«Είναι οι καλύτερες στις ερωτήσεις που κάνεις. Είναι αυτές που λαμβάνεις όταν ξέρεις την απάντηση. Βρέθηκες εδώ με έναν τρόπο μοναδικό. Πραγματικά μοναδικό, δεν υπάρχει άλλος»
«Εμφανίσου σε παρακαλώ, δεν μπορώ να μιλάω στο κενό». Η φωνή της έτρεμε λέγοντας την τελευταία λέξη, λες και στέγνωσε απότομα το στόμα της.
«Είμαι εδώ, δε σου κρύβομαι, απλώς πρέπει να μάθεις να με βλέπεις. Μην κοιτάς εκεί που περιμένεις να είμαι, αλλά εκεί που είμαι πραγματικά»
Εκείνη κοίταξε γύρω της. Το σκοτεινό σοκάκι ήταν πανομοιότυπο με όλα τα υπόλοιπα σοκάκια της πόλης. Θολό, βρώμικο, υγρό και μουχλιασμένο με σκουπίδια πεταμένα παντού. Σίγουρα θα μύριζε και άσχημα, αν και δεν της ερχόταν κάποια μυρωδιά. Αναμφίβολα πάντως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, μονάχα το αδιέξοδο του σοκακιού.
Άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί λίγο ακόμα στο χώρο και τότε μια ανεπαίσθητη κίνηση στον τοίχο την μαγνήτισε. Πλησίασε λίγο πιο κοντά και την είδε ξεκάθαρα. Μια μικρή γκρίζα σαύρα καθόταν νωχελικά πάνω του.
«Εσύ; Μα οι σαύρες δεν μιλούν»
«Ούτε οι άνθρωποι μιλούν στις σαύρες, μα να που εσύ το ξεκίνησες όλο αυτό. Τώρα μένει να ολοκληρωθεί»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί μιλάς με τόσους γρίφους»
«Είναι απλό. Μιλώ όπως μιλώ γιατί μόνο έτσι μπορείς να με καταλάβεις. Δεν έχω επιλογές»
«Πως σε λένε; Είναι παράλογο να κάθομαι και να μιλώ σε μια σαύρα»
«Το όνομα θα το κάνει λιγότερο παράλογο κατά τη γνώμη σου; Πες με όπως θέλεις, τα ονόματα δεν έχουν σημασία, δεν προσδιορίζουν και κάτι. Ορίστε, λέγε με Ντιάνα είναι και κατάλληλο» είπε η σαύρα και αν είχε χείλη θα τα σούφρωνε σε ένα σαρκαστικό χαμόγελο.  Αφού δεν είχε όμως, περιορίστηκε στο να βγάζει και να βγάζει ρυθμικά τη γλώσσα της.
«Λέω να φύγω από δω πέρα, μπερδεύομαι. Είναι και σκοτεινά αλλά δε φοβάμαι. Ποια, εγώ που πάντα φοβόμουν ό,τι δεν μπορούσα να δω και να προσδιορίσω» είπε η Νάντια περισσότερο για να ελέγξει την αντίδραση της σαύρας.
«Μπράβο, αυτός είναι ο στόχος, αυτό να κάνεις»
«Ο στόχος σου είναι να σταματήσω να φοβάμαι; Αυτό θα είχε κάποιο νόημα»
«Όχι, ο δικός σου είναι να φύγεις, εσύ δεν το είπες μόλις τώρα; Άλλωστε αυτό δεν έκανες πάντα κι ας μην ήταν ο σκοπός σου αυτός; Μάλλον ήρθε η ώρα να το κάνεις και ως τελικό στόχο»
«Δεν ξέρω όμως που να πάω, δεν ξέρω καν τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω τώρα» είπε χαζεύοντας τον κόσμο που περπατούσε έξω από το σοκάκι. Μπήκε στον πειρασμό να φύγει γρήγορα προς την κατεύθυνση αυτή, όμως τη σταμάτησε η Ντιάνα.
«Και γι αυτό ανησυχείς; Αυτός είναι ο δικός μου ρόλος, να σε βοηθήσω να βρεις τη σωστή πορεία. Ή τέλος πάντων αν όχι την σωστή, την πρέπουσα»
Η Νάντια ύψωσε δειλά το χέρι της δείχνοντας αβέβαια την είσοδο του σοκακιού κοιτάζοντας ταυτόχρονα τη σαύρα περιμένοντας μια επιβεβαίωση.
«Όχι, όχι προς τα κει, από κει ήρθες, πάλι προς τα κει θέλεις να πας;» Αν οι σαύρες μπορούσαν να πάρουν επικριτικό τόνο, οι τελευταίες λέξεις της Ντιάνας θα ήταν παράδειγμα προς μίμηση για κάθε επίδοξο επικριτή.
«Τότε προς τα πού; Εσύ δεν είπες πως θα με βοηθήσεις; Ε, βοήθησέ με λοιπόν»
«Έγινε! Απάντησέ μου σε κάτι. Γιατί είμαι σαύρα;»
«Δεν ξέρω πώς να απαντήσω σε αυτό. Γιατί οι σαύρες ελίσσονται. Γιατί οι σαύρες  καμουφλάρονται. Γιατί οι σαύρες τρέχουν γρήγορα. Γιατί… οι σαύρες σκαρφαλώνουν. Γιατί… οι σαύρες είναι άκακες και τις εμπιστεύομαι»
«Μπράβο σου. Αν δεν ήμουν η σαύρα η Ντιάνα, τι άλλο θα μπορούσα να είμαι;»
«Τίποτα άλλο. Είσαι αυτό που είσαι κι εγώ είμαι αυτό που είμαι. Είσαι η Ντιάνα και είμαι η Νάντια, είμαι εσύ και είσαι εγώ»
Τη στιγμή εκείνη αν οι σαύρες μπορούσαν να χαμογελάσουν, η Ντιάνα θα είχε πάρει ένα πλατύ χαμόγελο. Τη στιγμή εκείνη, ο χρόνος ακυρώθηκε και η Νάντια κατάλαβε. Ένιωσε μια ζεστασιά που της θύμισε την αγκαλιά της μητέρας της. Ένιωσε μέρος του όλου, κομμάτι της εικόνας κι ας είχε βρεθεί από το προσκήνιο στον φόντο. Κοίταξε τη σαύρα και με σιγουριά έδειξε με το χέρι της ψηλά στον τοίχο του σοκακιού. Το μοναδικό ξεκάθαρα φωτεινό σημείο στην θαμπή  εικόνα.
«Πάμε;»
«Εσύ θα πεις το πότε»
Οι φωνές γεμίζουν τώρα το βρώμικο σοκάκι. Ο ήχος των μετάλλων που χτυπούν στο πλακόστρωτο σχίζει τη νύχτα. Ένα ανδρικό χέρι πιάνει έναν λεπτό γυναικείο καρπό. Ένα άλλο χέρι ανασηκώνει ένα ξανθό κεφάλι  και σπρώχνει ένα μικρό μενταγιόν που λέει Κωνσταντίνα, ενώ ένα τρίτο πιάνει μια σύριγγα. Ένα τέταρτο γράφει σε ένα μπλοκάκι
Πιθανή αιτία θανάτου:  Υπερβολική δόση
Η Νάντια έβλεπε τα πάντα σε αργή κίνηση και χαμογέλασε στο σημείο που βρισκόταν πριν η σαύρα. Η σαύρα δεν υπήρχε πια και εκείνη αργά ακολούθησε το φωτεινό σημείο πάνω στον τοίχο. Στο παρασκήνιο του όλου δεν υπήρχε ούτε χρόνος ούτε χώρος πλέον.
Έξω από το σοκάκι μια γυναικεία σιλουέτα αποχαιρετά εκείνη του εραστή της. Και οι δυο βρίσκονταν στο προσκήνιο. Εκεί που ο χωροχρόνος υπάρχει ως έννοια και οι υποσχέσεις έχουν αξία.
«Μου υπόσχεσαι ότι θα έρθεις και αύριο; Μου το υπόσχεσαι;»

 

 

Credits στο astrosynnefo για τα ονοματα :D 

  • Like 5
  • 4 εβδομάδες αργότερα...
  • Moderators
Δημοσ.

Σουρεαλ ψιλοαστεια ιστορια. Ενδεχεται να τη συνεχισω.

 

Η απίστευτη ιστορία του Γεράσιμου Στάικου

Δεν μπορώ να ξεχάσω τη στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου σε αυτό το μέρος. Ήταν λες και ξύπνησα σε έναν πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, χρώματα και ήχοι παντού. Δεν ήξερα καν πως βρέθηκα εκεί και αυτό με γέμιζε αμφιβολία για το κατά πόσο το ζούσα πραγματικά. Παραδόξως δεν φοβόμουν, αν και δε φημίζομαι για την γενναιότητά μου. Πετάχτηκα και περιεργάστηκα τον χώρο. Δένδρα και λουλούδια παντού, φυτά που δεν είχα ξαναδεί ποτέ και που φαίνονταν να κινούνται ύποπτα με κάθε μου βήμα παρότι δε φυσούσε καθόλου και ο ήλιος έλουζε το τοπίο. Φιγούρες με περίεργα και ανόμοια ρούχα, περπατούσαν με ταχύτητα γύρω μου, άλλοι φορούσαν άσπρους χιτώνες, άλλοι χρωματιστούς, άλλοι κάτι κράνη με κέρατα και νομίζω πρόλαβα να δω και έναν κοντό τύπο με πράσινο κοστούμι. Κάθε φορά που προσπαθούσα να σταματήσω κάποιον ή κάποια, δεν τα κατάφερνα και εκείνοι μουρμούριζαν κάτι ακατάληπτες λέξεις. Ή που αυτοί ήταν πολύ φουριόζοι για να ασχοληθούν, ή που οι κινήσεις μου παραήταν διστακτικές.
Αναρωτήθηκα αν βρισκόμουν σε κάποιο όνειρο, μάλιστα κάπου είχα διαβάσει πως αν συνειδητοποιήσεις πως βλέπεις ένα διαυγές όνειρο, τότε φέρνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό σου, μπορεί και να καταφέρεις να ελέγξεις την πορεία του. Έκλεισα τα μάτια και έκανα ακριβώς αυτό, όμως όταν βρίσκεσαι σε ένα πολυσύχναστο μέρος, το να κάνεις πιρουέτες με κλειστά μάτια, είναι μια πολύ κακή ιδέα. Ειδικά όταν πέφτεις πάνω σε κάποιον και καταλήγετε και οι δυο στο έδαφος.
«Συγγνώμη» είπα στην κοπέλα που είχα ρίξει. Αν και μάλλον η πτώση οφειλόταν σε εκείνη αφού είχε τα διπλά κιλά από μένα.
Εκείνη κάτι απάντησε εκνευρισμένη και έκανε να φύγει, αλλά πρόλαβα και της έπιασα το χέρι. «Μη φεύγετε, περιμένετε δυο λεπτά» της είπα, ελπίζοντας να με βοηθήσει να μάθω περισσότερα για το μέρος και την κατάστασή μου. Το περίεργο ήταν πως για κάποιον λόγο δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από τα μάτια της, κάτι περίεργο υπήρχε στο πρόσωπό της, αλλά δεν μπορούσα να το αποσαφηνίσω.
«Να περιμένω γιατί; Ό,τι ήταν να πείτε το είπατε με τον Οδηγό σας, πρέπει να βοηθήσω τους νεοεισαχθέντες» μου απάντησε απότομα, φροντίζοντας να δώσει μια χροιά επαγγελματισμού στην τελευταία φράση.
«Μα δεν έχω Οδηγό» 
«Πως δεν έχετε Οδηγό κύριέ μου, με ποιόν ήρθατε εδώ;»
«Δεν έχω ιδέα, απλώς ξύπνησα εδώ»
«Ναι, αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να έχει συμβεί, το σύστημα είναι πολύ συγκεκριμένο και λειτουργεί άψογα, χρόνια τώρα» απάντησε με υπεροψία και ταυτόχρονα έβγαζε μια συσκευή με μεγάλη οθόνη από τον χιτώνα της.
«Δεν ήξερα πως οι χιτώνες έχουν τσέπες» της είπα, προσπαθώντας να σπάσω τον πάγο, όμως το βλέμμα που μου έριξε δημιούργησε νέα παγοκολόνα ανάμεσά μας. Μπορεί και κάποιο παγόβουνο στην Ανταρκτική τώρα που το ξανασκέφτομαι. Ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω τι περίεργο είχαν τα χαρακτηριστικά της, όμως με μαγνήτιζαν.
«Λοιπόν, πείτε μου το όνομά σας παρακαλώ» είπε καθώς πατούσε κάτι εικονίδια στην οθόνη.
«Γεράσιμος Στάικος»
«Ναι, δεν υπάρχετε στη λίστα» είπε εμφανώς μπερδεμένη τώρα.
«Αυτό σας λέω, δεν ξέρω γιατί βρίσκομαι εδώ και δεν ξέρω πού είναι αυτό το εδώ. Επίσης δεν ξέρω πως ήρθα αλλά ούτε ποια είστε κι εσείς». Είχα χάσει την υπομονή μου πλέον. «Ποια είστε;» φώναξα τώρα δυνατά, για να τη δοκιμάσω.
«Φυσικά δεν ξέρετε, αφού δεν έχετε Οδηγό… Εγώ είμαι η Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, τα υπόλοιπα θα σας τα πει ο Οδηγός σας. Αφού σας βρούμε έναν» είπε με φυσικότητα.
Έμεινα να την κοιτάω με το στόμα ανοιχτό. Είχε πει, Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, δεν το είχα φανταστεί, δεν μπορεί να το είχα φανταστεί αυτό.
«Οσία, όπως λέμε Οσία του χριστιανισμού; Οσία…» ψέλλισα.
«Ειρήνη Χρυσοβαλάντου» πρόσθεσε.
Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από το πρόσωπό της.
«Εντάξει κατάλαβα, βρίσκομαι σε τρελοκομείο. Γιατροί! Γιατροί!! Κάποιο λάθος έχει γίνει» έβαλα τις φωνές περιμένοντας να έρθει κάποιος να με σώσει.
«Μη φωνάζετε κύριε, βρίσκεστε σε σοκ, όλα θα πάνε καλά»
«Φυσικά και είμαι σε σοκ, εσείς μου το προκαλέσατε το σοκ. Μα είναι δυνατόν να μου λέτε πως είστε οσία;»
«Γιατί όχι; Πως έχετε στο μυαλό σας τις Οσίες δηλαδή;»
«Καταρχήν πιο λεπτές», δεν άντεξα, της το είπα.
«Είμαι απλώς γεματούλα, δεν καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό;» είπε και το πρόσωπό της φώτισε λίγο παραπάνω. Εκείνη τη στιγμή το είδα. Το περίεργο πάνω της δεν βρισκόταν στο πρόσωπο, αλλά στο κεφάλι. Ένας φωτεινός κύκλος αχνοφαινόταν. Ανεπαίσθητος, μα εντελώς εκεί.
«Φωτοστέφανο είναι αυτό;» ψέλλισα.
«Αμέ, είμαι οσία με τα όλα της. Αφού σας το είπα. Μα να, έρχεται ένας προϊστάμενος, ο Ιάσωνας ο Αισώνιος, εγώ φεύγω» είπε με σαφή ανακούφιση. «Κύριε Ιάσωνα ο κύριος που σας έγραψα στο μήνυμα»
«Συγγνώμη, εσείς είστε ο Ιάσωνας; Ο Ιάσωνας με το Χρυσόμαλλο Δέρας; Ο Ιάσωνας που δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο;» ήμουν όντως σε σοκ και το ότι ο άνδρας που στεκόταν μπροστά μου καλυμμένος με ένα άσπρο χιτώνα, φορούσε μονάχα ένα σανδάλι μου ανέβαζε τους σφυγμούς.
«Προτιμώ να συστήνομαι ως Ιάσων ο ημίθεος, αλλά ναι, είμαι ο τύπος που περιγράψατε» είπε με καμάρι.
«Και αυτή που έφυγε ήταν η Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου. Δηλαδή μια χριστιανική οσία και ένας αρχαιοελληνικός ημίθεος. Μαζί. Θέλετε να με τρελάνετε;»
«Ακούστε κύριε μου, τη δουλειά μας κάνουμε και έχουμε απ’ όλους εδώ, από αρχαιοελληνικούς θεούς μέχρι Σουμέριους ήρωες όπως ο Γκιλγκαμές από δω» είπε και έδειξε έναν μουσάτο νεαρό που μας προσπέρασε χαμογελώντας και έκανε το σήμα της νίκης με τα δάχτυλά του.
«Είμαστε Οδηγοί και αναλαμβάνουμε την ομαλή μετάβαση των θνητών στον άλλο κόσμο. Αυτός είναι ο κήπος παρεμπιπτόντως. Τον καθένα αναλαμβάνει και άλλος Οδηγός ανάλογα με τις πεποιθήσεις του. Αυτό συμβαίνει στο εντευκτήριο από το οποίο εσείς δεν περάσατε» είπε και ανασήκωσε το φρύδι του σα να με κατηγορούσε για αυτό.
«Ναι, δεν φταίω εγώ που το σύστημά σας δε λειτουργεί! Και ξέρετε και κάτι; Είμαι Άθεος» είπα με περισσό στόμφο για να τον σοκάρω.
«Ναι, έχουμε πολλούς σαν εσάς, εσάς σας αναλαμβάνουν τα ξωτικά. Κλοντίρ! Είναι για σένα» είπε ο Ιάσωνας και ένας μικροσκοπικός άνθρωπος με πράσινη στολή κατέφθασε.
«Δείξε στον κύριο τα κατατόπια» είπε και έφυγε, μάλλον παρεξηγημένος που δεν πίστευα σε αυτόν.
«Τώρα εσύ είσαι ξωτικό που εκπληρώνει ευχές ή από τα άλλα;»
«Δεν υπάρχουν άλλα, όλα εκπληρώνουμε ευχές» απάντησε με φωνή πιο μπάσα απ’ό,τι θα περίμενε κανείς για το μέγεθός του.
«Ωραία. Η ευχή μου είναι να σταματήσει να υπάρχει αυτό το μέρος και όλοι να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Θνητοί, ημίθεοι, άγιοι, ημίτρελοι, ΟΛΟΙ. Μπορείς να το κάνεις;»
Ήξερα πως η ευχή μου ήταν ιδιαίτερη αλλά δεν περίμενα πως το ξωτικό θα αρνιόταν τόσο έντονα να την πραγματοποιήσει. Όμως δεν έχασα την πίστη μου. Θα έφευγα από αυτό το μέρος ακόμα κι αν έπρεπε να γίνω Οδηγός ο ίδιος και να διαβρώσω το σύστημα από μέσα..

 

  • Like 1
Δημοσ.

πριν πολλα πολλα χρονια

 

 

Ξυπνάω απότομα από έναν κεραυνό.Δεν μπορώ να καταλάβω που βρίσκομαι τι ώρα είναι.Τα ρούχα
βρεγμένα.Τα πόδια μου βυθισμένα στην λάσπη .Ο αέρας φυσάει πάνω μου παγωμένος αλλα δεν κρυώνω. Πως να κρυώσω άλλωστε όταν έχουν παγώσει όλα μέσα μου και δεν ένιωσα ποτε την ζεστασιά.
Αγάπη φιλια συμπάθεια άγνωστα για μένα.Πάγωσαν μέσα μου όταν γεννήθηκα μονος σε αυτόν τον κόσμο.Οι πρώτες και μονες λέξεις που έμαθα ήταν λίπη,πόνος,μισος. Δεν ήξερα τι σημαίνουν αλλα τις δέχτηκα νιώθοντας ότι είναι γραμμένες για μένα. Με αγκάλιασαν στοργικά δείχνοντας το πρόσωπο τους.Τα βήματα μου  αργά, οι σταγόνες τις βροχής κυλούν στο πρόσωπο μου μαζί με τα ζεστά δάκρυα που κυλούν από τα ματια  μου.Τα δάκρυα όμως διαφέρουν.Είναι σαν μικρά ανθρωπάκια που ξεπηδούν αλλα θρυμματίζονται από το κρύο . Ζουν μονο για μερικά δεπτερόλεπτα όπως θα επιθυμούσα και εγώ άλλωστε.Αστράφτει και φανερώνεται το μονοπάτι μπροστά μου.Ανηφορίζει απότομα.Δεξιά και αριστερά κλαδιά από δέντρα απλωμένα σαν χερια από πάνω μου.Τα βλέπω σαν χερια έτοιμα να με τραβήξουν να με πάρουν μακριά από το λάθος κόσμο που γεννήθηκα.Αλλα μάταια.Αλλο ένα παιχνίδι τις φαντασίας μου.Δυστυχώς  δεν είναι αληθινό.Βλέπω ένα φως στο τέλος του μονοπατιού.Σχηματίζει το πρόσωπο σου.Δεν ξέρω αν είναι αληθινό αλλα ξεκινώ να περπατώ προς τα εκει.Η λάσπη φτάνει μέχρι τα γόνατα,οι δυνάμεις μου λίγες αλλα καταφέρνω και προχωρώ .Το φως φαίνεται πιο αχνό σαν να εξαφανίζεται.Δεν μπορώ να καταλάβω αν απομακρύνομαι από αυτό ή αν το πλησιάζω.Όλα είναι σκοτεινά γύρω
μου σαν τον ευατό μου.Περπατώ περπατώ χωρίς να μπορώ να σκεφτώ. Τo μυαλό μου θολωμένο το σώμα μου τρέμει.Ισως έχουν περάσει 5 λεπτά ίσως ώρες δεν μπορώ να καταλάβω.Ο  χρόνος δεν έχει πια σημασία. Το φως λιγοστεύει μέχρι που εξαφανίζεται.Σβήνει και η τελευταία ελπίδα μου.Είμαι πια πολύ κουρασμένος για να περπατήσω.Γονατίζω κάτω.Ενας λύκος έρχεται διπλα μου.Δεν τον φοβάμαι πια διότι ξέρω ότι κάτι χειρότερο  με πλησιάζει.Τα ματια μου κλείνουν αργά αργά η καρδια μου χτυπάει όλο και πιο αδύναμα.Σκέφτομαι ότι ίσως τα δέντρα άκουσαν την ευχή μου και με περνούν μακρυά .Ο απαλός θόρυβος τις βροχής διακόπτεται από ένα δυνατό γρύλισμα και ουρλιαχτό του λύκου το οποιο σβήνει σιγά σιγά στα αυτιά μου όπως αφήνω την τελευταία πνοή μου.Κουρνιάζετε διπλα στο πεθαμένο σώμα μου. Το μονο πλάσμα που ενδιαφέρθηκε για μένα και κατάλαβε τις τελευταίες μου στιγμές.Το σώμα μου βυθίζεται στην λάσπη σαν τα πουλια που πριν πεθάνουν κατεβαίνουν από ψιλά.Διαισθάνονται τον θάνατο τους όπως διαισθάνθηκα και εγώ ότι όσο καιρό ζούσα ήμουν ήδη νεκρός. ΤΟ φως και το πρόσωπο ξαναφαίνονται στο μονοπάτι αλλα είναι πια αργά για μένα.Δεν υπάρχω ποια όπως δεν υπήρξα ποτε. Ίσως η ζωή μου να ήταν ένα όνειρο κάποιου αλλου που απλά ξύπνησε .Τίποτα δεν έχει σημασία
 πια.όλα τελειωσαν.

 

  • Like 2
Δημοσ.

οουυ, cool ιστοριες εδω μεσα :)

 

Ενα project με συντομες ιστοριες που ειχα ξεκινησει αλλα το αφησα δε θυμαμαι γιατι

 

 

 

 

Tις προάλλες είχα δει ένα από τα πιο περίεργα όνειρα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Ήμουνα λέει ξαπλωμένη στον καναπέ του σπιτιού μου  -- εκεί που όντως ήμουνα ξύπνια και στην πραγματικότητα όταν με πήρε ο ύπνος – και με παρατηρούσα από ψηλά, περίπου στο ύψος του ταβανιού. Τότε είδα τoν κακομαθημένo γάτo μου να πλησιάζει τον εαυτό μου που ήταν στον καναπέ και να προσπαθεί να ανέβει πάνω μου για να με ενοχλήσει απαιτόντας χάδια όπως έκανε πάντα ,αλλά και πάλι ο εαυτός μου από κάτω δε φαινόταν να μπορούσε να ξυπνήσει με τίποτα! Είχα αγχωθεί σαν παρατηρητής που ήμουν επειδή μπορούσα μόνο να αιωρούμαι σε εκείνο στο σπίτι από ψηλά χωρίς να μπορούσα να ακουμπήσω τίποτα μέχρι που είδα μια σκιά να προσπαθεί να μπει από την τζαμένια πόρτα της κουζίνας.  Προσπαθούσα να φωνάξω και να προειδοποιήσω τον εαυτό μου για τον κίνδυνο , ποιος ξέρεις ποιος να ήταν μέσα στο μεσσημέρι, στην αρχή δεν έβγαινε φωνή από μέσα μου αλλά μετά από πολύ πίεση κατάφερα και έβγαλα μια απότομη τσιρίδα.!

 

Τότε εκείνη την ώρα ξύπνησα και είδα μπροστά μου τον αδερφό μου να με κοιτάει χλωμιασμένος από τον φόβο του μην έπαθα τίποτα, λίγο πριν μου ζητήσει συγνώμη που μπήκε απότομα στο σπίτι από την κουζίνα και με ξύπνησε από τον θόρυβο. Αυτό που με τρόμαξε όμως σε αυτή την ιστορία δεν ήταν ο Γιωργάκης που για άλλη μια φορά ξέχασε τα κλειδιά του και μπήκε σαν διαρήκτης από την εξώπορτα της κουζίνας, αλλά το γεγονός ότι πάνω μου είχα τoν κακομαθημένo και πλέον ξαφνιασμένo γάτo μου κάθως και πως όντως άκουσα μια κραυγή στο αυτί μου 1 δευτερόλεπτο πριν ξυπνήσω, την δικιά μου κραυγή..

 

Ήταν όνειρο άραγε αυτό που έζησα ή μήπως ήταν αληθινό και χωρίστηκε το σώμα από την ψυχή μου? Αληθινό ξε-αληθινό αυτό που ξέρω είναι ότι για άλλη μια φορά ξύπνησα τρομαγμένη από τον ύπνο μου.

Είναι πολύ περίεργα τα όνειρα πάντως και η επιστήμη δυσκολεύεται για την ώρα να τα μελετήσει επειδή όλες οι εμπειρίες των ονείρων είναι αυστηρά βιωματικές και προσωπικές ταυτόχρωνα. Δεν είναι σαν μια ίωση πχ που έχει κάποιος και την περιγράφει στον γιατρό με τον τελευταίο να βγάζει το πόρισμα του από εξετάσεις και αποδείξεις που υπάρχουν πάνω και μέσα στο σώμα μας. Με τα όνειρα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική επειδή ακόμα και η ίδια η περιγραφή που θα δώσουμε σε έναν.. ονειρολόγο θα είναι με βάση την δικιά μας οπτική. Και ναι, η επιστήμη δεν δέχεται προσωπικές οπτικές και εικασίες.

 

Το πιο συγκλονιστικό ὀνειρο που έχω δει στη ζωή μου ήταν η πρώτη μου επαφή με τον κόσμο των περίεργων ονείρων ήταν κοντά στην περίοδο που είχε πεθάνει ο αγαπημένος μου παππούς. Που λές τον θυμάμαι να με πλησιάζει , να μου χαμογελάει και να μου λέει “έχει ωραία μέρα, έλα να πάμε μια βόλτα, όπως σε πήγαινα παλιά όταν ήσουν μικρούλα ακόμα. Θέλει να σε δει και η γιαγιά..της έλειψες..”. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι στο όνειρο εκείνο, η μέρα παραήταν όμορφη και φωτεινή  και έμοιαζε καλοκαίρι παρόλο που είμασταν μέσα στον χειμώνα. Παντού γύρω μου υπήρχαν χρώματα , υπήρχε μια ηρεμία, ήταν μια αφύσικα τέλεια μέρα που δε μπορεί να ήταν αληθινή. Πήγα με τον παππού στο πάρκο μια μικρή βόλτα εκείνη την ηλιόλουστη μέρα όπως με πήγαινε και αυτός παλιά ,παρέα με την αχώριστη Μάρθα πάντα που σχεδόν μόνη της έβαλε το λουρί στο κολάρο τηυ μόλις με είδε να ετοιμάζομαι για έξω. Θυμάμαι κάποια στιγμή μετά το πάρκο που ήταν γεμάτο παιδιά και περιστέρια, περπατήσαμε λίγο πιο κάτω στη στάση για να πάρουμε το λεωφορείο. Παρατήρησα πως όταν έφτασε το λεωφορείο ,από τα παράθυρα του οι επιβάτες του ήταν ηλικιωμένοι και περίεργα άτομα που μου ήταν όλα άγνωστα.  Θυμάμαι μια γιαγιά να με κοιτάει με θλιμένο ύφος μέσα από το παράθυρο , την ώρα που κρατούσε αγγαλιά έναν κατάμαυρο γάτο που μου φάνηκε ότι με κοίταζε με μίσος. Αυτή ήταν η πρώτη προειδοποίηση ότι μάλλον κάτι κακό θα συνέβαινε.Την ώρα που ήμουν έτοιμη να ανέβω ένοιωσα ένα ανακάτωμα στο στομάχι μου και μια φωνή μου μέσα μου έλεγε ότι πρέπει να τρέξω όσο πιο μακρυά γίνεται από αυτό το λεωφορείο. Η Μάρθα γάυγιζε έντονα και μου τράβαγε έντονα το χέρι με το λουρί του μακρυά από τον τρομαχτικά χαμογελαστό οδηγό του λεωφορείου που μου έκανε νόημα να μπω μέσα όσο με κοίταγε με ένα πολύ περίεργο βλέμμα στα μάτια. Ο παππούς πάλι μου έλεγε να ανέβουμε γιατί η γιαγιά με περίμενε... Πολυ με τρομαζε εκεινη η φραση.

 

Κάποια στιγμή η Μάρθα ατιθαση οπως ειναι λύνεται και τρέχει βγάζοντας γαυγισμα και κλάμμα χαρας/ελευθεριας προς τον απέναντι δρόμο που είναι γεμάτος αυτοκίνητα. Μπροστά στα μάτια μου συμβαίνει το μοιραίο και την ώρα που τρέχω κλαίγοντας στη μεση του δρομου ουρλιάζοντας  “Μαρθααα!!!Οχιιι!!!” κοντά της.  Κάπου σε εκείνο το σημείο ξύπνησα βγάζοντας μια κραυγή τρόμου, λουσμένη στον ιδρώτα με την καρδιά μου να βαράει σαν τύμπανο.

 

Εκείνη την ώρα ξύπνησε και η μάνα μου από την κραυγή που έβγαλα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο μου για να με συνεφέρει με ένα ποτήρι νερό! Θυμάμαι από το σοκ που είχα δεν μπορούσα να ανάψω καλά καλά τον διακόπτη για το φως δίπλα μου ούτε μπορούσα να διακρίνω τι ώρα ήταν. Αυτο το όνειρο παραήταν αληθινό για εμένα και ήδη ένοιωθα μικρές ζαλάδες και πόνους στο κεφάλι. Ειναι περιττό να πω πως δεν κοιμήθηκα το υπόλοιπο βράδυ ε? Είχα την Μάρθα δίπλα μου όμως που κούναγε χαμογελαστή και ατάραχη την ουρά της και αυτό με χαροποιούσε. Η Μάρθα ήταν η καλύτερη τετράποδη φίλη που είχα ποτέ μου, από κουταβάκι την μεγάλωσα , και μόνο η σκέψη ότι έστω και στον εφιάλτη την έχασα ήταν αρκετή για να με σοκάρει.

Αλλά δεν ήταν η μόνη φορά που είδα εκείνον τον εφιάλτη με το λεωφορείο και τον παππού. Δυστηχώς άνηκε στους επαναλαμβανόμενους εφιάλτες και για κάμποσα βράδυα μέσα στη βδομάδα έβλεπα το ίδιο όνειρο, με μερικές μικρές παραλλαγές πάντα αλλά με το ίδιο τέλος. Και πάντα τα βράδυα ξύπναγα τρομαγμένη και σοκαρισμένη με την μαμά που πλέον είχε συνηθίσει την κατάσταση και ήταν σχεδόν πάντα δίπλα μου όταν ξυπνούσα για να με συνεφέρει. Πόσο καλά με ήξερε.

 

Το χειρότερο κομμάτι όμως σε αυτή την ιστορία είναι ότι μάλλον απέκτησα και ψυχοσωματικά από όλο αυτό. Η αλήθεια είναι πως πάντα είχα θέμα με ψυχοσωματικά προβλήματα , όχι μεγάλα βέβαια που να χρειάζονται αγωγή, αλλά ας πούμε σε περιόδους που πάθαινα μικρές εξάρσεις κατάθλιψης ή πέρναγα μεγάλες στεναχώριες ένοιωθα πόνους στο σώμα μου. Αυτό συνέβη και εκείνο τον καιρό , ένοιωθα αραιά που και που , πότε έντονους πότε μικρούς, σπασμωδικούς πόνους στο στομάχι μου που άμα ήμουν άτυχη αυτοί οι πόνοι μεταφέρονταν και σε άλλα μέρη του σώματος μου.

Τα βράδυα λοιπόν δε κοιμόμουνα καλά αλλά δε μπορώ να πω ότι το ίδιο συνέβαινε και την ημέρα! Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα όλα φαινόντουσαν να πήγαιναν τέλεια στη ζωή μου! Η δίαιτα μου έπιασε αμέσως και έχασα κιλά πολύ γρήγορα, πέρασα όλα τα μαθήματα του πτυχίου, τα ξαναβρήκα με τον παλιό μου έρωτα μέσα σε λιγες μερες (χώρισε την άλλη ξαφνικά για να είναι μαζί μου!) καθώς και το καλύτερο: Η Μάρθα μας έκανε κουταβάκια..!! Και νομιζα πως η στρουμπουλη κοιλιτσα ηταν απο το πολυ φαί!

 

Η μεγαλύτερη έκπληξη όμως συνέβη όταν στη δουλειά μου αποφασίσανε να με κάνουνε αντιπρόσωπο εταιρείας  για να κάνω προσφορές στις επιχειρήσεις-πελάτες τους , κάτι που σήμαινε πολλά πολλά ταξίδια. Θυμάμαι όταν μου ανακοίνωσε η διευθύντρια τα νέα μου καθήκοντα της είπα πως με εξιτάρει απερίγραπτα αυτή η θέση που πάντα ήθελα να έχω - παρόλα αυτά όμως με ανησυχούν αυτοί οι πόνοι που με πιάνουν στο μέσον της ημέρας και μήπως είναι πρόβλημα. Τότε έπιασε το χέρι μου, καθάρισε ελαφρά με τα δάκτυλα της το μέτωπο από τα μαλιά μου και μου ψυθίρισε πως όλα θα πάνε καλά και θα γίνω καλά , πως το πιστεύει αυτό. Ένοιωσα κάτι τότε, όχι επειδή η διευθύντρια δεν ήταν πάντα μυστήρια στους τρόπους της, αλλά επειδή με αυτό που μου είπε μου θύμισε πολύ την μητέρα μου. Η μητέρα μου συνήθιζε να μου μιλάει και να με αγγίζει έτσι όποτε ήμουν άρωστη μικρή.

 

Όπως και να έχει το σημαντικό είναι πως πλέον έκανα πολλά ταξίδια, πάντα με την Μάρθα δίπλα μου και μερικές φορές ακόμα και με την μητέρα μου και τους φίλους μου. Η εταιρεία πλήρωνε όλα τα έξοδα, καλά όχι ήταν ποτέ πρόβλημα και με τα έξοδα δηλαδή.! Είχαμε γυρίσει όλες τις μεγάλες πόλεις του κόσμου, είχαμε πάει σε πολλά νησιά, πολλές διακοπές, παραλίες, ξεφάντωμα και..και...

..και κάτι δε πήγαινε καλά με όλο αυτό. Παραήταν τέλεια η ζωή μου. Παραήταν βολικό να εμφανίζονται τα άτομα που ήθελα όποτε τα ήθελα. Επίσης τα ταξίδια.. πως τα έκανα? Δε θυμάμαι ποτέ να είχα μπει σε αεροπλάνο, θυμάμαι μόνο τους προορισμούς. Με τον παλιό μου έρωτα πως τα βρήκαμε? Ήταν παντρεμένος με 2 παιδιά ήδη, πως την χώρισε σε μια μέρα και ήρθε κοντά μου πάλι? Η Μάρθα πως έκανε κουταβάκια παρόλο που την είχαμε στειρώσει από μικρή ηλικία? Τέλος ποια εταιρεία θα πλήρωνε ποτέ μια υπάλληλο της, την χειρότερη συγκεκριμένα που μονίμως έφτανε αργοπορημένη στη δουλειά της, να κάνει διακοπές με την οικογένεια, τους φίλους ακόμα και το σκύλο της?

 

Ένοιωσα μια απότομη ζαλάδα. Με ρώτησε η μητέρα μου τι είχα και της είπα το προηγούμενο σκεπτικό μου. Μου έπιασε το χέρι και με άκουγε προσεκτικά.Την ώρα που της μιλούσα είμασταν στο δωμάτιο μου. Τι δουλειά είχαμε στο δωμάτιο μου? Πως βρεθήκαμε εκεί? Όλα ξεκίνησαν να θολώνουν... στην αρχή άσπρο.. μετά μαύρο....

 

Όταν άνοιξα τα μάτια μου ήμουν στο νοσοκομείο. Το κεφάλι μου πονούσε απίστευτα και όλο μου το σώμα ήταν γεμάτο γάζες. Αριστερά μου είχα έναν παλμογράφο και κάτι περίεργα ιατρικά μηχανήματα. Στα δεξιά μου ήταν η μητέρα μου που με δάκρυα στα μάτια μου έσφιγγε το χέρι μου και την ώρα που με τρεμουλιασμενη και συγκινημενη φωνή , καλούσε τον γιατρό. Ο παππούς μου μαζί με τον Γιωργάκη και τον θείο μου είχαν μόλις ξυπνήσει από τα καθίσματα των επισκεπτών λίγο πιο διπλά.

Κοίταξα το υπόλοιπο μέρος του σώματος μου. Παντού γάζες, και πόνος, πολύς πόνος. Το τροχαίο με είχε χτυπήσει πολύ άσχημα, αλλά ευτυχώς όχι ανεπανόρθωτα. Οι πρώτες λέξεις που έβγαλα με δυσκολία ήταν “Μαμά.. η Μάρθα....”.

Η μαμά μου ξέσπασε σε κλάμματα και μου είπε να μη το σκέφτομαι. Όλα είχαν τελειώσει. Είχα ξυπνήσει στην σκληρή πραγματικότητα.

 

 

 

 

  • Like 3
  • 2 εβδομάδες αργότερα...
Δημοσ.

Ανεξάλειπτο αντάμωμα

 

 

 

"Σ' ευχαριστώ που ήρθες! Δεν το περίμενα, για να σου πω την αλήθεια. Όχι αφότου δεν σε είδα εκεί. 

Κάθισε, μην στέκεσαι όρθια, σε παρακαλώ.

Δεν πειράζει που ήδη παρήγγειλα, ε; Είπα στον κυρ-Τάκη να συνοδέψει τα καφεδάκια μας και μ' ένα λουκούμι, για να αφήσουν μια αχνή γλύκα σε όσα ειπωθούν. Κι έχω να σου πω πολλά, κορίτσι μου, γι' αυτό μην με διακόψεις! Θέλω να σου πω όλα όσα κρατώ τόσα χρόνια!

Ίσως έπρεπε να σου μιλήσω νωρίτερα, με συγχωρείς, μα θαρρώ πως δεν θα καταλάβαινες. Ο συσσωρευμένος θυμός και το άγουρο της ηλικίας σου δεν θα σε άφηναν να δεις καθαρά. Είναι πυκνός ο ιστός τους, και θέλει προσπάθεια και δύναμη για να καταφέρει κανείς να τον αποδομήσει.

Γεννήθηκες με στερητικά σύνδρομα. Οι γιατροί κι οι νοσοκόμες σε κράτησαν αρκετό καιρό μέχρι να επανέλθεις και ν' αποκτήσεις το βάρος που έπρεπε. Αυτό βόλεψε τη μητέρα σου, που σε άφησε εκεί, πιστεύοντας πως θα είσαι καλύτερα χωρίς αυτή. Πεταλούδα της νύχτας ήταν, μάτια μου. Παραδόθηκε στο γλυκό κάλεσμα - δεν αλλάζεις έτσι εύκολα. Συνέχισε από εκεί που έμεινε πριν σε φέρει στον κόσμο: ν' αφήνει το πατσουλί της μ' ένα θρόισμα στους άντρες. Τόσο όσο για να εξασφαλίζει την δόση της και να χάνεται στην ασφάλεια και την λύτρωση της γλυκιάς παραζάλης. Πώς θα μπορούσε να αναλάβει ένα παιδί αυτή η γυναίκα; Γι' αυτό προτίμησε να σε αφήσει εκεί.

Πατέρας σου οι γιατροί και μάνα σου οι νοσοκόμες, με τα πρώτα χρόνια σου ν' απορροφούν αρκετή  απ' την λευκότητα του νοσοκομείου, κάτι από μυρωδιά οινοπνεύματος και κονιορτό τ' ανθρώπινου πόνου.

Ερχόντουσαν από διάφορους οργανισμούς για να σε δουν, να δουν πώς τα πηγαίνεις, αν τα καταφέρνεις, πώς σ' έχουν εκεί. "Δεν είναι περιβάλλον αυτό για να μεγαλώνει ένα παιδί" ξεστόμιζαν με απογοητευμένο στόμφο κρεμώντας το κεφάλι, φεύγοντας με τη συνείδησή τους καθαρή, αφού είχαν πράξει τα δέοντα.

Κανείς δεν ήθελε ένα παιδί σημαδεμένο... Κάτι που έμαθες καλά αργότερα, που το αντιλήφθηκες από μόνη σου. Βλέπεις, το διαφορετικό πέφτει κομμάτι βαρύ στο ευαίσθητο στομάχι τής κοινωνίας. Το αποβάλλει ταχύρυθμα, οδηγώντας το στην ειρκτή, ενόσω χάνει απ' τις αισθήσεις της - παύει να βλέπει, ν' ακούει, να μιλά. Χάνει κάθε ενδιαφέρον να μάθει το πώς και το γιατί, ν' αφουγκραστεί, να βρει τρόπους.  

Έτσι, πέρασες τα πρώτα σου χρόνια εκεί. Κι αδελφοποιούσες τα υπόλοιπα παιδιά, που τα είχαν μαρκάρει κι αυτά ως παρίες. Παιδιά που ερχόντουσαν κακοποιημένα και μωλωπισμένα. Παιδιά που ξυπνούσαν από εφιάλτες με τρομερά ουρλιαχτά, που προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να γυρίσουν πάλι πίσω.

Όλα αυτά μπορεί να τα έχεις ξεχάσει, Ελπίδα μου, να μη θες να τα θυμάσαι. Μπορεί ο Μιχάλης με την Έλενα, που ήρθαν έξαφνα, σαν ευλογία, εντέλει στη ζωή σου, να σου τα μισοέσβησαν απ' το θυμητικό, που σε πήραν σπίτι τους και σε μεγάλωσαν όπως θα έπρεπε να μεγαλώνει κάθε παιδί: με ασφάλεια κι ανεκλάλητη στοργή. Μα η ζωή μάς καλεί να διαπιστώσουμε πως όλα είναι απόρροια επιλογών και κακών επιρροών, και καμιά φορά θα πρέπει να φοράμε τα παπούτσια του άλλου με κατανόηση.

Η μητέρα σου βρέθηκε νεκρή, την σκότωσε ο νταβατζής της. 

Εδώ είναι το ημερολόγιο που διατηρούσε. Ίσως να θέλεις να το διαβάσεις, πάρ' το, και τότε μπορεί να δεις τα πράγματα λίγο διαφορετικά, από άλλη σκοπιά, κι ίσως μαλακώσεις. Ίσως τη δεις με κάποια συμπάθεια και τη συγχωρήσεις."

  • Like 1
  • 2 εβδομάδες αργότερα...
Δημοσ.

 

 

25η ώρα

 

Τον ξύπνησε ο ήχος των λέξεων, θαρρείς και ήταν βροντές, εν μέσω καταιγίδας, που τραγουδούσαν την απελπισία και τον πόνο σε λα μινόρε. Καίτοι έβγαιναν με δυσκολία, αθροίζονταν η μία δίπλα στην άλλη με γοργούς ρυθμούς, λες κι η σβελτάδα θα λειτουργούσε καταπραϋντικά, ή απαλλαχτικά τού βάρους.

«Καλώς ήλθατε! Θα ήθελα να σας συγχαρώ για την τόλμη τής απόφασής σας να κάνετε αυτό το ταξίδι και να συνδράμετε με όποιον τρόπο μπορείτε. Οι εικόνες που θα δείτε θα είναι πολύ σκληρές κι αβάσταχτες, γι' αυτό όποιος επιθυμεί μπορεί να φύγει - κανείς δεν θα σας κατηγορήσει. Όσοι αποφασίσετε να μείνετε, θα σας παρακαλούσα να δράσετε υπεύθυνα κι οργανωμένα υπό τις υποδείξεις των προϊστάμενών σας, για να μην υπάρξει σύγχυση και να κυλήσουν όλα ομαλώς.» ακούστηκαν τα λόγια, που απευθύνονταν στους νεοφερμένους, θυμίζοντάς του τις δικές του στιγμές, όταν ήταν κι αυτός μέσα σ' ένα τέτοιο μικρό κι αλαφιασμένο μπουλούκι. 

Συνειδητοποίησε πως η παρουσία του μετρούσε δύο ολάκερους μήνες εκεί, μη μπορώντας να πιστέψει πώς κατάφερε να αντέξει τόσο πολύ.

Κάθε μέρα δοκίμαζε όρια κι αντοχές. Και κάθε βράδυ, που έπεφτε ξέπνοος στο βρώμικο στρώμα, επέλεγε συνειδητά κι επίμονα το "συνεχίζω", κι ας κατέληγε δυο και τρεις φορές την μέρα να κάνει εμετό απ' όλη την τραγικότητα που έβλεπαν τα μάτια του, κι ας μην μπορούσε να διώξει το αίμα που φώλιαζε στα νύχια του και το κουβαλούσε σε κάθε του στιγμή.

Αναλογίστηκε τι ταμείο είχε κάνει μέχρι τώρα - τι είχε τρυπώσει μέσα του, που αναπόδραστα θα έπαιζε καρέ καρέ, στοιχειώνοντάς τον εφ' όρου ζωής.

Χαλάσματα κι απομεινάρια. Μπόχα να τυραννά τα ρουθούνια! Σκηνές πανικού, γεμάτες ανημπόρια, απελπισία κι οδύνη. Απώλεια. Πόνος σε όλες του τις εκφάνσεις. Σημαδεμένα, σακατεμένα κι ακρωτηριασμένα κορμιά όλων των ηλικιών. Κι όνειδος για τον αποτροπιασμό, την απέχθεια και την φρίκη που μπορεί να σκορπά ανερυθρίαστα το ανθρώπινο είδος στο διάβα του - φέρνοντας ξανά και ξανά στο μυαλό του κείνη την μάνα, που έσφιγγε στον κόρφο το παιδί της, που άφηνε την τελευταία του πνοή, ψελλίζοντας κλαμένη «Ψυχή μου, η μανούλα είναι εδώ. Μη φοβάσαι.»... σταματώντας τούς δείκτες τού ρολογιού της για πάντα.

 

  • Like 1

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!

Δημιουργία νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα

  • Δημιουργία νέου...