Αναζήτηση στην κοινότητα
Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'review'.
403 αποτελέσματα
-
Τι κι αν δεν ήταν εκεί στο λανσάρισμα του Switch 2; Το Donkey Kong Bananza αποτελεί την πρώτη μεγάλη κυκλοφορία για το σύστημα της Nintendo, ενάμιση μήνα αφότου αυτό έκανε την εμφάνισή του στην αγορά, εμπλουτίζοντας έτσι τη βιβλιοθήκη των first-party τίτλων της κονσόλας – η οποία, θυμίζουμε, περιλαμβάνει τo Mario Kart World, τις επανεκδόσεις των δύο Zelda (Breath of the Wild και Tears of the Kingdom) και του Super Mario Party Jamboree του πρώτου Switch και το… επί πληρωμή demo Nintendo Switch 2 Welcome Tour. Το Donkey Kong Bananza διεκδικεί ορισμένες πρωτιές κι αυτό με τη σειρά του. Είναι το πρώτο 3D platformer της σειράς από το Donkey Kong 64 του 1999, το πρώτο Donkey Kong που ανέπτυξε εσωτερικά η Nintendo μετά το Jungle Beat του 2004 αλλά και το πρώτο καινούριο παιχνίδι του franchise έπειτα το Tropical Freeze του 2014. Τη δημιουργία του υπογράφει η ομάδα που μας χάρισε – μεταξύ άλλων – το Super Mario Odyssey, με τις ομοιότητες ανάμεσα στους δύο τίτλους να είναι εμφανείς. Το στόρι του παιχνιδιού θέλει τον Donkey Kong ως άλλο μεταλλωρύχο να σκάβει στο Ingot Isle αναζητώντας πολύτιμους λίθους γνωστούς ως Banandium Gems. Για κακή του τύχη όμως, η εταιρεία VoidCo. κλέβει τους διαθέσιμους λίθους για να τροφοδοτήσει με ενέργεια το σκάφος της με τον ίδιο τον Donkey Kong να βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης. Εκεί ανακαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο (η κοίλη Γη υπάρχει!), αποκτά υπερδυνάμεις, (ξανα)γνωρίζει την Pauline και ξεκινά το ταξίδι του προς την εκπλήρωση της μεγαλύτερης επιθυμίας του. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Το Donkey Kong Bananza αποτελεί την πρώτη μεγάλη κυκλοφορία για το σύστημα της Nintendo, ενάμιση μήνα αφότου αυτό έκανε την εμφάνισή του στην αγορά, εμπλουτίζοντας έτσι τη βιβλιοθήκη των first-party τίτλων της κονσόλας – η οποία, θυμίζουμε, περιλαμβάνει τo Mario Kart World, τις επανεκδόσεις των δύο Zelda (Breath of the Wild και Tears of the Kingdom) και του Super Mario Party Jamboree του πρώτου Switch και το… επί πληρωμή demo Nintendo Switch 2 Welcome Tour. Το Donkey Kong Bananza διεκδικεί ορισμένες πρωτιές κι αυτό με τη σειρά του. Είναι το πρώτο 3D platformer της σειράς από το Donkey Kong 64 του 1999, το πρώτο Donkey Kong που ανέπτυξε εσωτερικά η Nintendo μετά το Jungle Beat του 2004 αλλά και το πρώτο καινούριο παιχνίδι του franchise έπειτα το Tropical Freeze του 2014. Τη δημιουργία του υπογράφει η ομάδα που μας χάρισε – μεταξύ άλλων – το Super Mario Odyssey, με τις ομοιότητες ανάμεσα στους δύο τίτλους να είναι εμφανείς. Το στόρι του παιχνιδιού θέλει τον Donkey Kong ως άλλο μεταλλωρύχο να σκάβει στο Ingot Isle αναζητώντας πολύτιμους λίθους γνωστούς ως Banandium Gems. Για κακή του τύχη όμως, η εταιρεία VoidCo. κλέβει τους διαθέσιμους λίθους για να τροφοδοτήσει με ενέργεια το σκάφος της με τον ίδιο τον Donkey Kong να βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης. Εκεί ανακαλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο (η κοίλη Γη υπάρχει!), αποκτά υπερδυνάμεις, (ξανα)γνωρίζει την Pauline και ξεκινά το ταξίδι του προς την εκπλήρωση της μεγαλύτερης επιθυμίας του. Διαβάστε ολόκληρο το review
-
Εδώ και αρκετούς μήνες είχαμε ακούσει για το FRITZ!Box 5690 Pro. Είχαμε δει την Γερμανική έκδοση στο εμπόριο και αναμέναμε πως και πως να κυκλοφορήσει η International ώστε να έρθει στα χέρια μας. Οι μέρες έγιναν βδομάδες οι βδομάδες μήνες και τελικά ένα κρύο πρωινό 😆 το FRITZ!Box είχε έρθει. Έχοντας κάνει review τόσα προϊόντα FRITZ, η αλήθεια είναι ότι περιμέναμε το συνηθισμένο μέγεθος κουτιού που χρησιμοποιούν τα περισσότερα FRITZ!Box. Αλλά όπως λένε: Αυτή δεν ήταν η περίπτωση μας. Πρώτη φορά βλέπαμε τόσο μεγάλο και τόσο βαρύ κουτί. Είναι το δεύτερο προϊον της AVM που είναι WiFi 7. Το πρώτο ήταν το FRITZ!Box 7690 που κάναμε review λίγο καιρό πριν και μπορείτε να το βρείτε στο παρακάτω LINK. Όμως μην ξεγελιέστε ότι είναι ακόμα ένα παρόμοιο WiFi 7 modem, router όπως το 7690. Όπως θα δούμε και παρακάτω οι διαφορές είναι πάρα πολλές και δικαιολογημένα το 5690 Pro είναι το πιο δυνατό μοντέλο που έχει κυκλοφορήσει η AVM. Το FRITZ!Box 5690 Pro θα λέγαμε ότι είναι η δυνατή έκδοση όχι μόνο ενός αλλά δύο διαφορετικών μοντέλων, του 5590 Fiber αλλά και των 7590AX και 7690. Ο λόγος πίσω από αυτό είναι ότι υποστηρίζει δύο διαφορετικές τεχνολογίες. Μπορεί να συνδεθεί σε μία ADSL/VDSL γραμμή ή εναλλακτικα μπορεί να συνδεθεί σε οπτική ίνα (FTTH). Και βέβαια όπως σε όλα τα μοντέλα υπάρχει και η λύση να χρησιμοποιήσουμε την WAN port ώστε να λειτουργεί ως router. Η AVM για όποιον δεν γνωρίζει διαθέτει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων όπως VDSL2/ADSL2+/4G/5G/FTTH Routers, Powerlines, WiFi Sticks, DECT Phones(FON), Repeaters όπως και συσκευές για Radiator Control, Power Outlets. Ιδρύθηκε το 1986, έχει έδρα το Βερολίνο και το 2021 απασχολούσε 880 υπαλλήλους. Τo τμήμα υποστήριξης όπως και το τμήμα κατασκευής βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ τα προϊόντα της εταιρείας συνοδεύονται από πέντε χρόνια εγγύησης. Η AVM είναι ένας από τους κορυφαίους κατασκευαστές προϊόντων στην Ευρώπη για ευρυζωνικές και ψηφιακές συνδέσεις. To όνομα AVM όλοι το γνωρίζουν πλέον μετά από τόσα χρόνια και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι συνώνυμο με την πρωτοπορία, την αξιοπιστία και την τεχνολογική υπεροχή. Διαθέτει το ευέλικτο λειτουργικό σύστημα FRITZ!OS που είναι σήμα κατατεθέν της AVM. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Ότι θα φτάναμε στο σημείο να έχουμε 96 GB μνήμης στον προσωπικό μας υπολογιστή ή και περισσότερα, δεν ήταν κάτι που μπορούσαμε να φανταστούμε. Με την έλευση της, η DDR5 DRAM εγκαινίασε μια εντελώς νέα εποχή στην τεχνολογία μνήμης για να κάνει την υψηλή απόδοση μέσω του υπερχρονισμού μία πολύ πιο «σταθερή επιλογή» για τους χρήστες σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές. Το on-die ECC (όταν προσφέρεται) εξασφαλίζει την ακεραιότητα των δεδομένων ενώ το ενσωματωμένο κύκλωμα PMIC (Power Management Integrated Circuit) εξισορροπεί την ισχύ όταν και όπου χρειάζεται ενώ δύο ανεξάρτητα υποκανάλια 32-bit παρέχουν δραματική αύξηση της αποδοτικότητας σε συστήματα με πολυπύρηνους επεξεργαστές. Στις προηγούμενης γενιάς πλατφόρμες με μνήμη DDR4 DRAM, τη ρύθμιση και τη διαχείριση της ισχύος αναλάμβαναν ολοκληρωμένα που ήταν ενσωματωμένα στις μητρικές πλακέτες. Στην περίπτωση των αρθρωμάτων DDR5 DRAM, κάθε μονάδα έχει το δικό ολοκληρωμένο PMIC (Power Management Integrated Circuit) κάτι που μεταφράζεται σε χαμηλότερες ανάγκες ισχύος (π.χ. 1.1V), βελτιωμένη απόδοση και υψηλότερο ανώτατο όριο υπερχρονισμού. Σύμφωνα με την Kingston, η σειρά αρθρωμάτων μνήμης FURY Renegade DDR5 σχεδιάστηκε για ακραίες επιδόσεις σε πλατφόρμες επόμενης γενιάς. Διαθέσιμη σε single όσο και σε dual-channel kits, με ή χωρίς φωτισμό RGB και σε εκδόσεις ταχύτητας 6000, 6400, 6800, 7200, 7600 έως και 8000 MT/s καθώς και σε χωρητικότητες 16, 24, 32 και 48 GB ανά άρθρωμα (module), η σειρά FURY Renegade DDR5 RGB καλύπτει μεγάλο εύρος απαιτήσεων και σχεδόν κάθε επίπεδο κόστους. Εμείς είχαμε στη διάθεση μας την έκδοση Kingston FURY Renegade DDR5 RGB 6400 MT/s 96GB (2x 48GB) που όπως μαρτυρά και η ονομασία, στο άνω τμήμα του θερμοδιαχύτη κάθε αρθρώματος μνήμης υπάρχει μία μπάρα δυναμικού φωτισμού με 12 συνολικά μονάδες LED ARGB που μπορούν να υποστηρίξουν έως και 18 προσαρμόσιμα εφέ φωτισμού RGB μέσω του λογισμικού FURY CTRL. Επιπλέον, είναι συμβατή με όλες τις γνωστές πλατφόρμες φωτισμού από όλους τους κατασκευαστές μητρικών καρτών (motherboards) όπως με τις ASUS Aura Sync, GIGABYTE RGB Fusion 2.0, MSI Mystic Light Sync και ASRock Polychrome RGB. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Με την έλευση της, η DDR5 DRAM εγκαινίασε μια εντελώς νέα εποχή στην τεχνολογία μνήμης για να κάνει την υψηλή απόδοση μέσω του υπερχρονισμού μία πολύ πιο «σταθερή επιλογή» για τους χρήστες σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές. Το on-die ECC (όταν προσφέρεται) εξασφαλίζει την ακεραιότητα των δεδομένων ενώ το ενσωματωμένο κύκλωμα PMIC (Power Management Integrated Circuit) εξισορροπεί την ισχύ όταν και όπου χρειάζεται ενώ δύο ανεξάρτητα υποκανάλια 32-bit παρέχουν δραματική αύξηση της αποδοτικότητας σε συστήματα με πολυπύρηνους επεξεργαστές. Στις προηγούμενης γενιάς πλατφόρμες με μνήμη DDR4 DRAM, τη ρύθμιση και τη διαχείριση της ισχύος αναλάμβαναν ολοκληρωμένα που ήταν ενσωματωμένα στις μητρικές πλακέτες. Στην περίπτωση των αρθρωμάτων DDR5 DRAM, κάθε μονάδα έχει το δικό ολοκληρωμένο PMIC (Power Management Integrated Circuit) κάτι που μεταφράζεται σε χαμηλότερες ανάγκες ισχύος (π.χ. 1.1V), βελτιωμένη απόδοση και υψηλότερο ανώτατο όριο υπερχρονισμού. Σύμφωνα με την Kingston, η σειρά αρθρωμάτων μνήμης FURY Renegade DDR5 σχεδιάστηκε για ακραίες επιδόσεις σε πλατφόρμες επόμενης γενιάς. Διαθέσιμη σε single όσο και σε dual-channel kits, με ή χωρίς φωτισμό RGB και σε εκδόσεις ταχύτητας 6000, 6400, 6800, 7200, 7600 έως και 8000 MT/s καθώς και σε χωρητικότητες 16, 24, 32 και 48 GB ανά άρθρωμα (module), η σειρά FURY Renegade DDR5 RGB καλύπτει μεγάλο εύρος απαιτήσεων και σχεδόν κάθε επίπεδο κόστους. Εμείς είχαμε στη διάθεση μας την έκδοση Kingston FURY Renegade DDR5 RGB 6400 MT/s 96GB (2x 48GB) που όπως μαρτυρά και η ονομασία, στο άνω τμήμα του θερμοδιαχύτη κάθε αρθρώματος μνήμης υπάρχει μία μπάρα δυναμικού φωτισμού με 12 συνολικά μονάδες LED ARGB που μπορούν να υποστηρίξουν έως και 18 προσαρμόσιμα εφέ φωτισμού RGB μέσω του λογισμικού FURY CTRL. Επιπλέον, είναι συμβατή με όλες τις γνωστές πλατφόρμες φωτισμού από όλους τους κατασκευαστές μητρικών καρτών (motherboards) όπως με τις ASUS Aura Sync, GIGABYTE RGB Fusion 2.0, MSI Mystic Light Sync και ASRock Polychrome RGB. Διαβάστε ολόκληρο το review
-
Ότι θα φτάναμε στο σημείο να έχουμε 96 GB μνήμης στον προσωπικό μας υπολογιστή ή και περισσότερα, δεν ήταν κάτι που μπορούσαμε να φανταστούμε. Με την έλευση της, η DDR5 DRAM εγκαινίασε μια εντελώς νέα εποχή στην τεχνολογία μνήμης για να κάνει την υψηλή απόδοση μέσω του υπερχρονισμού μία πολύ πιο «σταθερή επιλογή» για τους χρήστες σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές. Το on-die ECC (όταν προσφέρεται) εξασφαλίζει την ακεραιότητα των δεδομένων ενώ το ενσωματωμένο κύκλωμα PMIC (Power Management Integrated Circuit) εξισορροπεί την ισχύ όταν και όπου χρειάζεται ενώ δύο ανεξάρτητα υποκανάλια 32-bit παρέχουν δραματική αύξηση της αποδοτικότητας σε συστήματα με πολυπύρηνους επεξεργαστές. Στις προηγούμενης γενιάς πλατφόρμες με μνήμη DDR4 DRAM, τη ρύθμιση και τη διαχείριση της ισχύος αναλάμβαναν ολοκληρωμένα που ήταν ενσωματωμένα στις μητρικές πλακέτες. Στην περίπτωση των αρθρωμάτων DDR5 DRAM, κάθε μονάδα έχει το δικό ολοκληρωμένο PMIC (Power Management Integrated Circuit) κάτι που μεταφράζεται σε χαμηλότερες ανάγκες ισχύος (π.χ. 1.1V), βελτιωμένη απόδοση και υψηλότερο ανώτατο όριο υπερχρονισμού. Γενικά χαρακτηριστικά Σύμφωνα με την Kingston, η σειρά αρθρωμάτων μνήμης FURY Renegade DDR5 σχεδιάστηκε για ακραίες επιδόσεις σε πλατφόρμες επόμενης γενιάς. Διαθέσιμη σε single όσο και σε dual-channel kits, με ή χωρίς φωτισμό RGB και σε εκδόσεις ταχύτητας 6000, 6400, 6800, 7200, 7600 έως και 8000 MT/s καθώς και σε χωρητικότητες 16, 24, 32 και 48 GB ανά άρθρωμα (module), η σειρά FURY Renegade DDR5 RGB καλύπτει μεγάλο εύρος απαιτήσεων και σχεδόν κάθε επίπεδο κόστους. Εμείς είχαμε στη διάθεση μας την έκδοση Kingston FURY Renegade DDR5 RGB 6400 MT/s 96GB (2x 48GB) που όπως μαρτυρά και η ονομασία, στο άνω τμήμα του θερμοδιαχύτη κάθε αρθρώματος μνήμης υπάρχει μία μπάρα δυναμικού φωτισμού με 12 συνολικά μονάδες LED ARGB που μπορούν να υποστηρίξουν έως και 18 προσαρμόσιμα εφέ φωτισμού RGB μέσω του λογισμικού FURY CTRL. Επιπλέον, είναι συμβατή με όλες τις γνωστές πλατφόρμες φωτισμού από όλους τους κατασκευαστές μητρικών καρτών (motherboards) όπως με τις ASUS Aura Sync, GIGABYTE RGB Fusion 2.0, MSI Mystic Light Sync και ASRock Polychrome RGB. Ο θερμοδιαχύτης σε κάθε άρθρωμα ανάλογα την έκδοση έχει μαύρο/ασημί ή λευκό/ασημί φινίρισμα ενώ οι μπάρες δυναμικού φωτισμού LED χρησιμοποιούν την κατοχυρωμένη με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας Infrared Sync Technology της Kingston για να παρέχουν ομαλά, συγχρονισμένα εφέ φωτισμού RGB που ταιριάζουν σχεδόν σε οποιαδήποτε σύνθεση υπολογιστή. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι η σειρά Kingston FURY Renegade DDR5 RGB είναι ιδανική επιλογή για παίκτες, ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες, δημιουργούς περιεχομένου και όσους ασχολούνται με τον υπερχρονισμό, εκτελούν πολλαπλές εργασίες ταυτόχρονα κ.ά. Τυπικά, όπως κάθε σειρά αρθρωμάτων μνήμης της Kingston, καλύπτεται από περιορισμένη εγγύηση εφ’ όρου ζωής. Προδιαγραφές Το συγκεκριμένο κιτ που είχαμε στη διάθεση μας είναι το Kingston FURY KF564C32RSAK2-96, το οποίο αποτελείται από δύο αρθρώματα μνήμης 6G x 64-bit (48GB) DDR5-6400 CL32 SDRAM (Synchronous DRAM) 2Rx8 με κάθε άρθρωμα να ενσωματώνει δεκαέξι 3G x 8-bit ολοκληρωμένα FBGA (double-sided). Υποστηρίζονται προφίλ Intel XMP 3.0 (και AMD EXPO κατά περίπτωση) ενώ η συνολική χωρητικότητα του κιτ είναι 96 GB (2x 48 GB). Κάθε άρθρωμα έχει δοκιμαστεί εργοστασιακά να λειτουργεί με ταχύτητα 6400 MT/s με χρονισμούς ίσους με 32 (CL)-39-39 στα 1.4V (Intel XMP). Οι μονάδες SPD είναι προγραμματισμένες να «τρέχουν» σύμφωνα με το πρότυπο JETEC DDR5-4800 με χρονισμούς (timings) 40-39-39 στα 1.1V. Κάθε 288-pin DIMM χρησιμοποιεί επιχρυσωμένους ακροδέκτες. Παρακάτω μπορείτε να δείτε τα υποστηριζόμενα προφίλ Intel XMP. Κάθε άρθρωμα μνήμης Kingston FURY Renegade DDR5 RGB ενσωματώνει chips DDR5 DRAM της SK hynix, On-Die ECC και on-board PMIC (κατασκευασμένο από την Richtek στη συγκεκριμένη περίπτωση) για εξισορρόπηση ισχύος. Σύστημα μέτρησης Για τις μετρήσεις του κιτ μνήμης χρησιμοποιήσαμε το παρακάτω hardware: Επεξεργαστής: AMD Ryzen 9 7950X Μητρική κάρτα: GIGABYTE X670E AORUS MASTER Κάρτα γραφικών: AMD Radeon RX 6800 16GB GDDR6 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm SSD: Samsung NVMe M.2 SSD 980 Pro 1TB και 970 EVO Plus 500GB Τροφοδοτικό: be quiet! Dark Power 13 1000W Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 11 Pro 64-bit Επιδόσεις Για να αξιολογήσουμε τις επιδόσεις του συστήματος, τρέξαμε ορισμένα συνθετικά benchmarks και ορισμένα παιχνίδια με ενσωματωμένες «ρουτίνες» τεστ. Κάθε τεστ επαναλήφθηκε τρεις φορές. Όσον αφορά στα benchmarks, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα benchmarks (συμπεριλαμβανομένων και συνθετικών από την UL Solutions όπως τα PC Mark και 3D Mark (με τις ρουτίνες Speed Way και Time Spy Extreme) και Unigine Superposition. Σε όλες τις περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν οι εξ ορισμού ρουτίνες χωρίς να κάνουμε παρεμβάσεις στις ρυθμίσεις. Επίσης χρησιμοποιήσαμε διάφορα άλλα benchmarks για rendering, number crunching κ.ά. PCMark 10 Το γνωστό συνθετικό benchmark PCMark 10 παρέχει μία ολοκληρωμένη εικόνα για την απόδοση ενός συστήματος σε σύγκριση με ένα άλλο χρησιμοποιώντας ένα σύνολο από ενέργειες και διεργασίες που πραγματοποιούνται σε ένα σύγχρονο περιβάλλον χρήσης. Οι ρουτίνες του ποικίλουν, από την εκκίνηση των εφαρμογών (app start-up), την πλοήγηση στο Internet (web browsing) ή το video conferencing μέχρι την επεξεργασία βίντεο (video editing) και εικόνας (image editing), το rendering ή και το visualization. PassMark PerformanceTest 11.1 To PassMark PerformanceTest 11.1 σχεδιάστηκε για την αξιολόγηση του συνόλου των υποσυστημάτων ενός υπολογιστή συμπεριλαμβανομένου του επεξεργαστή, του υποσυστήματος της μνήμης, των αποθηκευτικών μονάδων, της κάρτας γραφικών κ.ά. Παρέχει τη δική του βαθμολογία (σκορ) για κάθε υποσύστημα αλλά και για το σύνολο του υπολογιστή. 3DMark Το 3DMark αποκαλύπτει την απόδοση του συστήματος στα τρισδιάστατα γραφικά. Αν και η συνεισφορά του επεξεργαστή δεν είναι αμελητέα, εντούτοις η κάρτα γραφικών είναι εκείνη που καθορίζει το αποτέλεσμα. Τρέξαμε τις ρουτίνες Time Spy Extreme και Speed Way. 3D Mark Speed Way Το 3D Mark Speed Way που βασίζεται στο DirectX 12 Ultimate είναι από τα πλέον σύγχρονα benchmarks αξιολόγησης καρτών γραφικών της UL Solutions και επικεντρώνεται στις πλέον σύγχρονες τεχνολογίες όπως στο real-time ray tracing, στα reflections-global illumination με ray tracing, στους mesh shaders, στο variable rate shading κ.ά. 3D Mark Time Spy Extreme Το Time Spy Extreme είναι ένα αρκετά απαιτητικό DirectX 12 benchmark και χρησιμοποιεί multi-threaded rendering, ανάλυση 4K (3840 x 2160 pixels), physically based rendering και διάφορα post processing εφέ για να προσομοιώσει AAA τίτλους. Superposition Το απαιτητικό Superposition benchmark μας αποκαλύπτει την συνολική απόδοση του συστήματος κατά την επεξεργασία τρισδιάστατων γραφικών. Η κάρτα γραφικών, παίζει το σημαντικότερο ρόλο και ακριβώς για αυτόν τον λόγο παραθέτουμε frames per second. Χρησιμοποιεί τη μηχανή γραφικών Unigine 2 και χρησιμοποιεί physically based rendering, dynamic global illumination, screen space reflections, depth of field κ.ά. Super Pi mod1.5 XS Το Super Pi είναι ένα από τα δημοφιλέστερα benchmarks για επεξεργαστές και χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια σε διάφορους διαγωνισμούς. Είναι ένα single-threaded benchmark που υπολογίζει το π (pi) έως ένα συγκεκριμένο αριθμό δεκαδικών ψηφίων και αποκαλύπτει τον χρόνο που απαιτείται για να ολοκληρωθεί ο υπολογισμός για να τελειώσει τον υπολογισμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπολογίζεται το πρώτο εκατομμύριο των δεκαδικών ψηφίων και στην δεύτερη περίπτωση τριάντα δύο εκατομμύρια δεκαδικά ψηφία του π (pi). Η εφαρμογή χρησιμοποιεί τον αλγόριθμο Gauss-Legendre. WinRAR Χρησιμοποιήσαμε τη δημοφιλή εφαρμογή συμπίεσης WinRAR για να συμπιέσουμε ένα φάκελο μεγέθους 2.5GB με εκατοντάδες αρχεία, από τραγούδια MP3 και διάφορους τύπους εικόνων (.jpeg, .png κ.α) μέχρι αρχεία .doc και .txt. Cinebench R20 Το Cinebench R20 είναι η τελευταία έκδοση του δημοφιλέστερου μετροπρογράμματος rendering για επεξεργαστές και βασίζεται στον renderer του λογισμικού Cinema 4D της Maxon. Με το Cinebench R20 είναι δυνατή η αξιολόγηση της single-threaded απόδοσης όσο και της multi-threaded. POV-Ray H ray tracing μηχανή persistence of vision είναι ένα επίσης γνωστό εργαλείο benchmarking για επεξεργαστές, και είναι δυνατόν να ρυθμιστεί για την αξιολόγηση της single-threaded ή multi-threaded απόδοσης ενός επεξεργαστή. Παιχνίδια Για την αξιολόγηση χρησιμοποιήσαμε τους τίτλους: Black Myth Wukong, ChernobyLite, Dirt 5, Godfall, Metro Exodus, Shadow of the Tomb Raider κ.ά. Πραγματοποιήσαμε μετρήσεις στις αναλύσεις 1920 x 1080 pixels, 2560 x 1440 pixels και 3840 x 2160 pixels εφαρμόζοντας κυρίως τις υψηλότερες διαθέσιμες προκαθορισμένες ρυθμίσεις με μικρές τροποποιήσεις όπου χρειάστηκε (Very High, Ultra, Ultra High κ.λπ.). Επιλέξαμε παιχνίδια με ενσωματωμένες διαδικασίες benchmarking για καλύτερη ευκολία και αξιοπιστία. Assassin’s Creed Valhalla Το Assassin’s Creed Valhalla βασίζεται στην Ubisoft Anvil, μια ισχυρή μηχανή γραφικών που αποδίδει ρεαλιστικά περιβάλλοντα, φωτοσκιάσεις και καιρικά εφέ. Υποστηρίζει HDR, dynamic global illumination και screen-space reflections. Το παιχνίδι διαθέτει υψηλής ανάλυσης textures και προηγμένα physics-based animations. Black Myth Wukong Το Black Myth Wukong χρησιμοποιεί την Unreal Engine 5, προσφέροντας ρεαλιστικά μοντέλα χαρακτήρων, προηγμένο φωτισμό και υψηλής ποιότητας υφές. Υποστηρίζει ray tracing και τις τεχνολογίες DLSS και FSR για βελτιωμένη απόδοση και οπτική πιστότητα στις μάχες χρησιμοποιούνται advanced particle effects και destruction physics. ChernobyLite Το ChernobyLite χρησιμοποιεί την Unreal Engine 4, αποδίδοντας σκοτεινή ατμόσφαιρα με photogrammetry-based περιβάλλοντα. Το χαρακτηριστικό RTX global Illumination βελτιώνει τον φωτισμό ενώ τα Screen-Space Reflections και Volumetric Fog δημιουργούν έντονη αίσθηση ρεαλισμού. Υποστηρίζει ray tracing και DLSS. Dirt 5 Το Dirt 5 χρησιμοποιεί μία εξελιγμένη έκδοση της μηχανής γραφικών που αναπτύχθηκε για το παιχνίδι Onrush. Η υποστήριξη για Variable Rate Shading (VRS) βελτιώνει την απόδοση ενώ τα χαρακτηριστικά Screen-Space Reflections και HDR δίνουν φυσικό βάθος στις σκηνές. Υποστηρίζονται ray traced shadows και υψηλής ποιότητας υφές. F1 ‘24 Το F1 ‘24 βασίζεται στη βελτιωμένη EGO Engine, προσφέροντας ρεαλιστική απεικόνιση πίστας και καιρικών φαινομένων. Το χαρακτηριστικό dynamic global illumination και τα υψηλής ακρίβειας μοντέλα αυτοκινήτων και υφές προσφέρουν κινηματογραφική ποιότητα. Υποστηρίζει ray tracing για αντανακλάσεις και σκιές καθώς και τις τεχνολογίες DLSS, FSR και XeSS. Gears 5 Το Gears 5 χρησιμοποιεί την Unreal Engine 4 και υποστηρίζει screen-space reflections, volumetric lighting, HDR και variable rate shading (VRS). Επίσης διαθέτει υψηλής ανάλυσης υφές και particle effects και υποστηρίζει raytraced global illumination. Godfall Το Godfall χρησιμοποιεί την Unreal Engine 4 και υποστηρίζει physically based rendering (PBR), screen-space reflections και HDR. Για ρεαλισμό χρησιμοποιεί επίσης raytraced shadows και ambient occlusion αλλά και FSR. Metro Exodus Το Metro Exodus χρησιμοποιεί την 4A Engine και αρκετά ρεαλιστικό raytraced φωτισμό. Υποστηρίζει RTX global illumination για ρεαλιστικές σκιές και αντανακλάσεις ενώ διαθέτει υψηλής ποιότητας υφές και δυναμικά καιρικά φαινόμενα. Υποστηρίζει DLSS. Shadow of the Tomb Raider Το Shadow of the Tomb Raider χρησιμοποιεί τη Foundation Engine με υποστήριξη raytraced shadows και screen-space reflections για αυξημένο ρεαλισμό. Συμπέρασμα Η αλήθεια είναι ότι δεν περιμέναμε να δούμε τόσο σημαντική διαφορά στην απόδοση, όμως είναι γεγονός ότι δεν χρειάζονται όλοι οι χρήστες 96GB μνήμης στο σύστημα τους. Αν παρόλα αυτά κρίνετε ότι χρειάζεστε (να ξέρετε πάντως ότι εξακολουθούμε να είμαστε υποστηρικτές του «όσο περισσότερη μνήμη έχεις, τόσο το καλύτερο»), το κιτ Kingston FURY Renegade DDR5 RGB 6400 MT/s 96GB (2x 48GB) ή Kingston FURY KF564C32RSAK2-96 είναι από τα καλύτερα της αγοράς. Τα ενσωματωμένα προφίλ Intel XMP 3.0 είναι καλοδεχούμενα ενώ ο φωτισμός RGB είναι εντυπωσιακός. Δυστυχώς, πρόκειται για ένα πολύ ακριβό κιτ μνήμης -η τιμή στη χώρα μας ξεπερνά το ψυχολογικό όριο των €400- που απευθύνεται σε λίγους. Μπορεί να υπάρχουν οικονομικότερες επιλογές από άλλους κατασκευαστές, δεν είμαστε όμως σίγουροι για την ποιότητα ή το επίπεδο εξοπλισμού τους σε σύγκριση με τη λύση της Kingston που αποτελεί μία «εγγυημένη επιλογή».
-
Αν και πολλοί χρήστες ακόμα δεν έχουν μεταβεί στο πρότυπο PCIe 5.0 (π.χ. λόγω περιορισμών της μητρικής κάρτας του συστήματος τους ή εξαιτίας του υψηλού κόστους) εντούτοις θα σας προτείναμε να μη διστάσετε να επενδύσετε σε ένα M.2 NVMe PCIe 5.0 SSD στην πρώτη ευκαιρία καθώς τα οφέλη είναι τεράστια -διπλάσια- σε σύγκριση με την περασμένη γενιά. Η νέα γενιά αποθηκευτικών μονάδων M.2 NVMe PCIe 5.0 SSD είναι ιδανική για απαιτητικές εργασίες δημιουργίας περιεχομένου, για λογισμικό ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων, για εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής εκμάθησης και βεβαίως για ταχύτατες μεταφορές δεδομένων και παιχνίδι, όπου οι χρόνοι φόρτωσης και η χαμηλή υστέρηση παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπειρία χρήσης. Το Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD απευθύνεται σε απαιτητικούς και ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες καθώς και σε παίκτες που επιθυμούν να απολαμβάνουν τα οφέλη της πιο πρόσφατης τεχνολογίας στις αποθηκευτικές μονάδες. Χάρη στην υποστήριξη του προτύπου PCIe 5.0 x4, στον ταχύτατο ελεγκτή της Silicon Motion, στη μνήμη TLC NAND flash της Kioxia και στην ενσωματωμένη cache τύπου LPDDR4 DRAM, το FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD της Kingston επιτυγχάνει οργιώδεις ταχύτητες ανάγνωσης και εγγραφής που αγγίζουν τα 14.800 MB/s και 14.000 MB/s αντίστοιχα. Η εταιρεία κάνει λόγο για 2.200.000 IOPS απόδοσης όσον αφορά την ανάγνωση/εγγραφή επίσης (Random 4K read/write). Με τέτοιες ταχύτητες, οι μεταφορές δεδομένων πραγματοποιούνται ταχύτατα και οι χρόνοι φόρτωσης ελαχιστοποιούνται. Το Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD το οποίο στην περίπτωση μας διαθέτει χωρητικότητα 2 TB ακολουθεί τον συντελεστή μορφής M.2 type 2280 (22 x 80 mm) και επικοινωνεί με το σύστημα μέσω του διαύλου PCI Express 5.0 x4, που θεωρητικά (το τονίζουμε αυτό) προσφέρει διπλάσιο εύρος ζώνης (bandwidth) σε σύγκριση με την περασμένη γενιά (PCI Express 4.0 x4). Στην πράξη, σε σύγκριση με τα τελευταίας γενιάς PCIe 4.0 x4 SSDs που κάνουν χρήση των τελευταίων ελεγκτών, η διαφορά κυμαίνεται κάπου στο 10-15% σε πραγματικά σενάρια χρήσης. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Η νέα γενιά αποθηκευτικών μονάδων M.2 NVMe PCIe 5.0 SSD είναι ιδανική για απαιτητικές εργασίες δημιουργίας περιεχομένου, για λογισμικό ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων, για εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής εκμάθησης και βεβαίως για ταχύτατες μεταφορές δεδομένων και παιχνίδι, όπου οι χρόνοι φόρτωσης και η χαμηλή υστέρηση παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπειρία χρήσης. Το Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD απευθύνεται σε απαιτητικούς και ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες καθώς και σε παίκτες που επιθυμούν να απολαμβάνουν τα οφέλη της πιο πρόσφατης τεχνολογίας στις αποθηκευτικές μονάδες. Χάρη στην υποστήριξη του προτύπου PCIe 5.0 x4, στον ταχύτατο ελεγκτή της Silicon Motion, στη μνήμη TLC NAND flash της Kioxia και στην ενσωματωμένη cache τύπου LPDDR4 DRAM, το FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD της Kingston επιτυγχάνει οργιώδεις ταχύτητες ανάγνωσης και εγγραφής που αγγίζουν τα 14.800 MB/s και 14.000 MB/s αντίστοιχα. Η εταιρεία κάνει λόγο για 2.200.000 IOPS απόδοσης όσον αφορά την ανάγνωση/εγγραφή επίσης (Random 4K read/write). Με τέτοιες ταχύτητες, οι μεταφορές δεδομένων πραγματοποιούνται ταχύτατα και οι χρόνοι φόρτωσης ελαχιστοποιούνται. Το Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD το οποίο στην περίπτωση μας διαθέτει χωρητικότητα 2 TB ακολουθεί τον συντελεστή μορφής M.2 type 2280 (22 x 80 mm) και επικοινωνεί με το σύστημα μέσω του διαύλου PCI Express 5.0 x4, που θεωρητικά (το τονίζουμε αυτό) προσφέρει διπλάσιο εύρος ζώνης (bandwidth) σε σύγκριση με την περασμένη γενιά (PCI Express 4.0 x4). Στην πράξη, σε σύγκριση με τα τελευταίας γενιάς PCIe 4.0 x4 SSDs που κάνουν χρήση των τελευταίων ελεγκτών, η διαφορά κυμαίνεται κάπου στο 10-15% σε πραγματικά σενάρια χρήσης. Διαβάστε ολόκληρο το review
-
Αν και πολλοί χρήστες ακόμα δεν έχουν μεταβεί στο πρότυπο PCIe 5.0 (π.χ. λόγω περιορισμών της μητρικής κάρτας του συστήματος τους ή εξαιτίας του υψηλού κόστους) εντούτοις θα σας προτείναμε να μη διστάσετε να επενδύσετε σε ένα M.2 NVMe PCIe 5.0 SSD στην πρώτη ευκαιρία (εφόσον σας το επιτρέπει το σύστημα σας) καθώς τα οφέλη είναι τεράστια -διπλάσια- σε σύγκριση με την περασμένη γενιά. Η νέα γενιά αποθηκευτικών μονάδων M.2 NVMe PCIe 5.0 SSD είναι ιδανική για απαιτητικές εργασίες δημιουργίας περιεχομένου, για λογισμικό ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων, για εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής εκμάθησης και βεβαίως για ταχύτατες μεταφορές δεδομένων και παιχνίδι, όπου οι χρόνοι φόρτωσης και η χαμηλή υστέρηση παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπειρία χρήσης. Το Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD απευθύνεται σε απαιτητικούς και ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες καθώς και σε παίκτες που επιθυμούν να απολαμβάνουν τα οφέλη της πιο πρόσφατης τεχνολογίας στις αποθηκευτικές μονάδες. Χάρη στην υποστήριξη του προτύπου PCIe 5.0 x4, στον ταχύτατο ελεγκτή της Silicon Motion, στη μνήμη TLC NAND flash της Kioxia και στην ενσωματωμένη cache τύπου LPDDR4 DRAM, το FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD της Kingston επιτυγχάνει οργιώδεις ταχύτητες ανάγνωσης και εγγραφής που αγγίζουν τα 14.800 MB/s και 14.000 MB/s αντίστοιχα. Η εταιρεία κάνει λόγο για 2.200.000 IOPS απόδοσης όσον αφορά την ανάγνωση/εγγραφή επίσης (Random 4K read/write). Με τέτοιες ταχύτητες, οι μεταφορές δεδομένων πραγματοποιούνται ταχύτατα και οι χρόνοι φόρτωσης ελαχιστοποιούνται. Χαρακτηριστικά Το Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD το οποίο στην περίπτωση μας διαθέτει χωρητικότητα 2 TB ακολουθεί τον συντελεστή μορφής M.2 type 2280 (22 x 80 mm) και επικοινωνεί με το σύστημα μέσω του διαύλου PCI Express 5.0 x4, που θεωρητικά (το τονίζουμε αυτό) προσφέρει διπλάσιο εύρος ζώνης (bandwidth) σε σύγκριση με την περασμένη γενιά (PCI Express 4.0 x4). Στην πράξη, σε σύγκριση με τα τελευταίας γενιάς PCIe 4.0 x4 SSDs που κάνουν χρήση των τελευταίων ελεγκτών, η διαφορά κυμαίνεται κάπου στο 10-15% σε πραγματικά σενάρια χρήσης. Κάτω από το μεταλλικό αυτοκόλλητο -που αναλαμβάνει και χρέη θερμοδιαχύτη αν και βεβαίως με περιορισμούς- βρίσκονται ο ελεγκτής μνήμης Silicon Motion Technology SM2508, ο οποίος είναι κατασκευασμένος στα 6 nm και υποστηρίζει PCIe 5.0 x4 καθώς και οκτώ κανάλια flash με ταχύτητα 3.600 MT/s, δύο chips μνήμης flash τύπου Kioxia BiCS8 218-layer 3D TLC NAND χωρητικότητας 1 TB έκαστο και το chip μνήμης LPDDR4-4266 μεγέθους 2GB της Micron που αναλαμβάνει χρέη «cache». Όλα τα παραπάνω βρίσκονται σε ένα τυπωμένο κύκλωμα (PCB) 12-επιπέδων που βελτιστοποιεί την ποιότητα των σημάτων και προστατεύει την ακεραιότητα των δεδομένων. Η συσκευασία είναι σχετικά λιτή και περιέχει απλώς τα απαραίτητα. Παρόλα αυτά, όχι μόνο η εταιρεία προσφέρει το λογισμικό Kingston SSD Manager για τη διαχείριση των αποθηκευτικών μονάδων και την επίβλεψη της υγείας τους, προσφέρει και το λογισμικό κλωνοποίησης της Acronis που είναι εξαιρετικά χρήσιμο για να μεταβείς χωρίς χρονοτριβές από το παλαιότερο SSD σου στο νέο. Να αναφέρουμε ότι η εταιρεία παρέχει περιορισμένη εγγύηση 5 ετών για την αποθηκευτική μονάδα της με δωρεάν τεχνική υποστήριξη. Σύστημα μέτρησης Για τις μετρήσεις της αποθηκευτικής μονάδας χρησιμοποιήσαμε το παρακάτω hardware: Επεξεργαστής: AMD Ryzen 9 7950X Μητρική κάρτα: GIGABYTE X670E AORUS MASTER Κάρτα γραφικών: AMD Radeon RX 6800 16GB GDDR6 Μνήμη: G.SKILL Trident Z5 Neo 2 x 16GB DDR5-6000 Σύστημα ψύξης: be quiet! Pure Loop 2 FX 360mm SSD: Τροφοδοτικό: be quiet! Dark Power 13 1000W Κουτί: be quiet! Silent Base 801 Λογισμικό: Windows 11 Pro 64-bit Για να αξιολογήσουμε τις αποθηκευτικές μονάδες, χρησιμοποιήσαμε την ειδική ρουτίνα benchmark για αποθηκευτικές μονάδες των PC Mark και 3D Mark της UL Solutions και τις εφαρμογές PassMark PerformanceTest 11.1 DiskMark, ATTO Disk Benchmark και CrystalDiskMark. Επιδόσεις 3DMark Storage Test Το Storage Test της σουίτας benchmark, 3DMark, μας δίνει μία αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιδόσεις των solid state drives, από την φόρτωση παιχνιδιών, την εγκατάσταση μέχρι την μετακίνηση και την αποθήκευση τους. ATTO Disk Benchmark Κάποιοι κατασκευαστές παλαιότερα παρουσίαζαν ονομαστικές ταχύτητες των προϊόντων τους με βάση το ΑΤΤΟ Disk Benchmark. Πρόκειται για μία εφαρμογή που σπάνια απουσιάζει από αξιολογήσεις και θεωρείται αρκετά αξιόπιστη. CrystalDiskMark Με το CrystalDiskMark μπορούμε να έχουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις επιδόσεις των solid state drives. Η εφαρμογή χρησιμοποιεί σειριακά (sequential) αλλά και τυχαία (random) δείγματα. PassMark PerformanceTest 11.1 DiskMark Για να αποκτήσουμε μία γενικότερη εικόνα για τις επιδόσεις της αποθηκευτικής μονάδας, τρέξαμε και το benchmark DiskMark από το PerformanceTest 11.1 του PassMark. Συμπέρασμα Όπως περιμέναμε, οι επιδόσεις του Kingston FURY Renegade G5 PCIe 5.0 NVMe M.2 SSD 2ΤΒ ήταν εξαιρετικές. Η συγκεκριμένη σειρά είναι η πρώτη της Kingston που ακολουθεί το πρότυπο PCIe 5.0 x4 και η πρώτη με τον ελεγκτή Silicon Motion Technology SM2508, ο οποίος χάρη στην κατασκευαστική του μέθοδο και την εξαιρετική διαχείριση της θερμότητας, καθιστά τη χρήση ξεχωριστής ψύκτρας μάλλον αχρείαστη (η θερμοκρασία του κυμάνθηκε μεταξύ 36°C-42°C ανάλογα το benchmark στις δοκιμές μας ενώ η κατανάλωση ήταν κοντά στα 6W-7W). Αναμφισβήτητα πρόκειται για μία ακριβή αποθηκευτική μονάδα όμως, η οποία δεν έχει και μεγάλο ανταγωνισμό από μοντέλα άλλων κατασκευαστών -με εξαίρεση κάνα δύο περιπτώσεις, όπως των Corsair MP700 Pro και Samsung 9100 Pro. Επομένως, αν επιθυμείτε να αποκτήσετε την ταχύτερη αποθηκευτική μονάδα σήμερα, θα αναγκαστείτε να βάλετε βαθιά το χέρι στην τσέπη. Σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαστεί είτε να συμβιβαστείτε σε κάποιους τομείς, είτε θα χρειαστεί να περιμένετε κάποιο χρονικό διάστημα για να πέσουν και άλλο οι τιμές.
-
Οι δύο βασικότεροι λόγοι για τους οποίους κάποιος θα επιλέξει να επενδύσει σε ένα οικοσύστημα smart home είναι δύο: η ενεργειακή αποδοτικότητα και η ασφάλεια. Η EZVIZ έχει εστιάσει στον δεύτερο καθώς εδώ και πάνω από μία δεκαετία μας έχει προσφέρει αρκετές ενδιαφέρουσες λύσεις. Το DP2C εμπίπτει στην κατηγορία των έξυπνων κουδουνιών, με τη διαφορά όμως ότι αντίθετα με τα περισσότερα μοντέλα που κυκλοφορούν στην αγορά, υιοθετεί σχεδιασμό που παραπέμπει σε ματάκι πόρτας. Ποια είναι τα πλεονεκτήματά του έναντι των τυπικών σχεδίων λοιπόν και πόσο καλά τα καταφέρνει ως προς την «αποστολή» του; Ας του ρίξουμε μια ματιά. Όπως εξηγήσαμε, το EZVIZ DP2C έχει design που παραπέμπει σε ματάκι πόρτας. Αυτό σημαίνει πως δεν θα έχετε μία ορθογώνια συσκευή επάνω στην πόρτα ή στο πλάι της, αλλά ένα διακριτικό ματάκι που δεν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από ένα απλό. Βέβαια με μία ελάχιστα πιο προσεκτική ματιά κάποιος θα είναι σε θέση να αντιληφθεί πως κάτι είναι διαφορετικό (κάτι το μέγεθος, κάτι οι φακοί, κάτι το κουμπί - κουδούνι, κάτι το λογότυπο της κατασκευάστριας εταιρείας) αλλά σημασία έχει πως το προϊόν της EZVIZ δεν επηρεάζει αρνητικά την αισθητική της εισόδου ενός χώρου – οικιακού ή επαγγελματικού, αντιθέτως προσθέτει μια μοντέρνα πινελιά τεχνολογίας. Το DP2C διατίθεται σε δύο χρώματα – ασημί και χρυσό, ώστε να επιλέξετε εκείνο που ταιριάζει καλύτερα στην πόρτα και το γούστο σας. Η υφή του μάλιστα παραπέμπει σε μεταλλική κατασκευή, έστω κι αν το σώμα του είναι από πλαστικό. Οι διαστάσεις του είναι αρκετά συμπαγείς: έχει διάμετρο 71 χιλιοστά και βάθος 48,3 χιλιοστά, ενώ υποστηρίζει πόρτες με πάχος από 35 έως 105 χιλιοστά. Όσο για τη διάμετρο του ματιού, εκείνη μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 16,5 και 50 χιλιοστών – σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαστεί να τροποποιήσετε την υπάρχουσα τρύπα (ή να ανοίξετε καινούρια αν δεν υπάρχει ήδη). Στη συσκευασία θα βρείτε τρία σετ από βίδες ώστε να χρησιμοποιήσετε εκείνο που ταιριάζει καλύτερα στην πόρτα σας. Κοιτώντας την πρόσοψη του DP2C, διακρίνονται ο φακός της κάμεράς του ακριβώς στο κέντρο και το κουμπί από κάτω του. Ναι, καλά διαβάσατε – κουμπί. Μην ξεχνάτε πως κατά βάση, ασχέτως του σχεδιασμού του, μιλάμε για ένα έξυπνο κουδούνι. Εδώ βέβαια εντοπίζεται και μία πρόκληση, ενδεχομένως σκεφτείτε ότι μπορεί να πάρει λίγη ώρα στους επισκέπτες σας να αντιληφθούν πως πρέπει να πατήσουν το μικρό κουμπί που βρίσκεται στο ματάκι της πόρτας. Ευτυχώς – και για ‘σας και για ‘κείνους – τα ενσωματωμένα LED θα τραβηξουν την προχοχή τους, ενα διακρητικός ήχος (μπιπ) θα ηχίσει, ενώ ταυτόχρονα για εσας το DP2C θα σας έχει ειδοποιήσει αρκετή ώρα πριν, με το που τους εντοπίσει δηλαδή να πλησιάζουν (περισσότερα γι’ αυτό παρακάτω) οπότε θα γλιτώσουν την αμήχανη και άσκοπη αναμονή μπροστά στην εξώπορτά σας. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Η EZVIZ έχει εστιάσει στον δεύτερο καθώς εδώ και πάνω από μία δεκαετία μας έχει προσφέρει αρκετές ενδιαφέρουσες λύσεις. Το DP2C εμπίπτει στην κατηγορία των έξυπνων κουδουνιών, με τη διαφορά όμως ότι αντίθετα με τα περισσότερα μοντέλα που κυκλοφορούν στην αγορά, υιοθετεί σχεδιασμό που παραπέμπει σε ματάκι πόρτας. Ποια είναι τα πλεονεκτήματά του έναντι των τυπικών σχεδίων λοιπόν και πόσο καλά τα καταφέρνει ως προς την «αποστολή» του; Ας του ρίξουμε μια ματιά. Όπως εξηγήσαμε, το EZVIZ DP2C έχει design που παραπέμπει σε ματάκι πόρτας. Αυτό σημαίνει πως δεν θα έχετε μία ορθογώνια συσκευή επάνω στην πόρτα ή στο πλάι της, αλλά ένα διακριτικό ματάκι που δεν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από ένα απλό. Βέβαια με μία ελάχιστα πιο προσεκτική ματιά κάποιος θα είναι σε θέση να αντιληφθεί πως κάτι είναι διαφορετικό (κάτι το μέγεθος, κάτι οι φακοί, κάτι το κουμπί - κουδούνι, κάτι το λογότυπο της κατασκευάστριας εταιρείας) αλλά σημασία έχει πως το προϊόν της EZVIZ δεν επηρεάζει αρνητικά την αισθητική της εισόδου ενός χώρου – οικιακού ή επαγγελματικού, αντιθέτως προσθέτει μια μοντέρνα πινελιά τεχνολογίας. Το DP2C διατίθεται σε δύο χρώματα – ασημί και χρυσό, ώστε να επιλέξετε εκείνο που ταιριάζει καλύτερα στην πόρτα και το γούστο σας. Η υφή του μάλιστα παραπέμπει σε μεταλλική κατασκευή, έστω κι αν το σώμα του είναι από πλαστικό. Οι διαστάσεις του είναι αρκετά συμπαγείς: έχει διάμετρο 71 χιλιοστά και βάθος 48,3 χιλιοστά, ενώ υποστηρίζει πόρτες με πάχος από 35 έως 105 χιλιοστά. Όσο για τη διάμετρο του ματιού, εκείνη μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 16,5 και 50 χιλιοστών – σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαστεί να τροποποιήσετε την υπάρχουσα τρύπα (ή να ανοίξετε καινούρια αν δεν υπάρχει ήδη). Στη συσκευασία θα βρείτε τρία σετ από βίδες ώστε να χρησιμοποιήσετε εκείνο που ταιριάζει καλύτερα στην πόρτα σας. Κοιτώντας την πρόσοψη του DP2C, διακρίνονται ο φακός της κάμεράς του ακριβώς στο κέντρο και το κουμπί από κάτω του. Ναι, καλά διαβάσατε – κουμπί. Μην ξεχνάτε πως κατά βάση, ασχέτως του σχεδιασμού του, μιλάμε για ένα έξυπνο κουδούνι. Εδώ βέβαια εντοπίζεται και μία πρόκληση, ενδεχομένως σκεφτείτε ότι μπορεί να πάρει λίγη ώρα στους επισκέπτες σας να αντιληφθούν πως πρέπει να πατήσουν το μικρό κουμπί που βρίσκεται στο ματάκι της πόρτας. Ευτυχώς – και για ‘σας και για ‘κείνους – τα ενσωματωμένα LED θα τραβηξουν την προχοχή τους, ενα διακρητικός ήχος (μπιπ) θα ηχίσει, ενώ ταυτόχρονα για εσας το DP2C θα σας έχει ειδοποιήσει αρκετή ώρα πριν, με το που τους εντοπίσει δηλαδή να πλησιάζουν (περισσότερα γι’ αυτό παρακάτω) οπότε θα γλιτώσουν την αμήχανη και άσκοπη αναμονή μπροστά στην εξώπορτά σας. Διαβάστε ολόκληρο το review
-
Οι δύο βασικότεροι λόγοι για τους οποίους κάποιος θα επιλέξει να επενδύσει σε ένα οικοσύστημα smart home είναι δύο: η ενεργειακή αποδοτικότητα και η ασφάλεια. Η EZVIZ έχει εστιάσει στον δεύτερο καθώς εδώ και πάνω από μία δεκαετία μας έχει προσφέρει αρκετές ενδιαφέρουσες λύσεις. Το DP2C εμπίπτει στην κατηγορία των έξυπνων κουδουνιών, με τη διαφορά όμως ότι αντίθετα με τα περισσότερα μοντέλα που κυκλοφορούν στην αγορά, υιοθετεί σχεδιασμό που παραπέμπει σε ματάκι πόρτας. Ποια είναι τα πλεονεκτήματά του έναντι των τυπικών σχεδίων λοιπόν και πόσο καλά τα καταφέρνει ως προς την «αποστολή» του; Ας του ρίξουμε μια ματιά. Σχεδιασμός Όπως εξηγήσαμε, το EZVIZ DP2C έχει design που παραπέμπει σε ματάκι πόρτας. Αυτό σημαίνει πως δεν θα έχετε μία ορθογώνια συσκευή επάνω στην πόρτα ή στο πλάι της, αλλά ένα διακριτικό ματάκι που δεν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από ένα απλό. Βέβαια με μία ελάχιστα πιο προσεκτική ματιά κάποιος θα είναι σε θέση να αντιληφθεί πως κάτι είναι διαφορετικό (κάτι το μέγεθος, κάτι οι φακοί, κάτι το κουμπί - κουδούνι, κάτι το λογότυπο της κατασκευάστριας εταιρείας) αλλά σημασία έχει πως το προϊόν της EZVIZ δεν επηρεάζει αρνητικά την αισθητική της εισόδου ενός χώρου – οικιακού ή επαγγελματικού, αντιθέτως προσθέτει μια μοντέρνα πινελιά τεχνολογίας. Το DP2C διατίθεται σε δύο χρώματα – ασημί και χρυσό, ώστε να επιλέξετε εκείνο που ταιριάζει καλύτερα στην πόρτα και το γούστο σας. Η υφή του μάλιστα παραπέμπει σε μεταλλική κατασκευή, έστω κι αν το σώμα του είναι από πλαστικό. Οι διαστάσεις του είναι αρκετά συμπαγείς: έχει διάμετρο 71 χιλιοστά και βάθος 48,3 χιλιοστά, ενώ υποστηρίζει πόρτες με πάχος από 35 έως 105 χιλιοστά. Όσο για τη διάμετρο του ματιού, εκείνη μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 16,5 και 50 χιλιοστών – σε διαφορετική περίπτωση θα χρειαστεί να τροποποιήσετε την υπάρχουσα τρύπα (ή να ανοίξετε καινούρια αν δεν υπάρχει ήδη). Στη συσκευασία θα βρείτε τρία σετ από βίδες ώστε να χρησιμοποιήσετε εκείνο που ταιριάζει καλύτερα στην πόρτα σας. Κοιτώντας την πρόσοψη του DP2C, διακρίνονται ο φακός της κάμεράς του ακριβώς στο κέντρο και το κουμπί από κάτω του. Ναι, καλά διαβάσατε – κουμπί. Μην ξεχνάτε πως κατά βάση, ασχέτως του σχεδιασμού του, μιλάμε για ένα έξυπνο κουδούνι. Εδώ βέβαια εντοπίζεται και μία πρόκληση, ενδεχομένως σκεφτείτε ότι μπορεί να πάρει λίγη ώρα στους επισκέπτες σας να αντιληφθούν πως πρέπει να πατήσουν το μικρό κουμπί που βρίσκεται στο ματάκι της πόρτας. Ευτυχώς – και για ‘σας και για ‘κείνους – τα ενσωματωμένα LED θα τραβηξουν την προχοχή τους, ενα διακρητικός ήχος (μπιπ) θα ηχίσει, ενώ ταυτόχρονα για εσας το DP2C θα σας έχει ειδοποιήσει αρκετή ώρα πριν, με το που τους εντοπίσει δηλαδή να πλησιάζουν (περισσότερα γι’ αυτό παρακάτω) οπότε θα γλιτώσουν την αμήχανη και άσκοπη αναμονή μπροστά στην εξώπορτά σας. Από την άλλη, στην περίπτωση ενός επικίνδυνου, απρόσκλητου επισκέπτη, μπορείτε να είστε σίγουροι πως η κάμερα θα τραβήξει την προσοχή του – και ενδεχομένως θα τον αποτρέψει από το να πλησιάσει περισσότερο την πόρτα σας. Χαρακτηριστικά – Λειτουργίες Η κάμερα των 2 MP του DP2C έχει αισθητήρα CMOS 1/3 ιντσών, με φακό 2 χιλ. διαφράγματος f/2,2 και γωνίας θέασης 155ο. Μπορεί να καταγράψει εικόνα ανάλυσης 1080p με το frame rate να εντοπίζεται στα 15 fps. Διαθέτει μάλιστα και νυχτερινή λειτουργία μέσω υπερύθρων με μέγιστη κάλυψη πέντε μέτρων. Όπως εξηγήσαμε, υπάρχει και δυνατότητα ανίχνευσης κίνησης (PIR) σε γωνία 110ο και με εμβέλεια έξι περίπου μέτρων. Δοκιμάζοντας το DP2C μείναμε ικανοποιημένοι από την ποιότητα των λήψεών του, τόσο τη μέρα όσο και τη νύχτα, αφού μας προσέφερε ξεκάθαρη εικόνα. Η μόνη μας παρατήρηση αρχικά αφορούσε στη λειτουργία ανίχνευσης κίνησης, η οποία ενεργοποιηθηκε αμέσως. Ωστόσο, τελικά μέσα από τις ρυθμίσεις είδαμε ότι ο χρήστης μπορεί να προσαρμόσει την ευαισθησία ανίχνευσης, ανάλογα με τις ανάγκες του για να αποφύγει άσκοπες ειδοποιήσεις. Επιπλέον, διαθέτει η λειτουργία "Ανίχνευση Άσκοπης Περιφοράς" με δυνατότητα ρύθμισης του χρόνου από 1 έως 15 δευτερόλεπτα. Αυτό σημαίνει πως, αν κάποιος περιφέρεται άσκοπα έξω από την πόρτα σας για χρονικό διάστημα που έχετε ορίσει εσεις, το DP2C θα σας στείλει ειδοποίηση. Ακόμα, υπάρχει δυνατότητα παραμετροποίησης της έντασης της ηχητικής ειδοποίησης, αλλά και πλήρους απενεργοποίησης του ήχου, εφόσον το επιθυμείτε. Και δεν σταματάμε εδώ: Μπορούν να γίνουν επιπλέον ρυθμίσεις, όπως: η ένταση και ο χρόνος φωτισμού της οθόνης, η αυτόματη ή μη αφύπνιση της οθόνης, το αυτόματο κλείδωμα της, η επιλογή μεταξύ λειτουργίας ημέρας ή νύχτας, η ένταση του ήχου γενικά, κ.α. Ένα ακόμη έξυπνο χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητα αλλαγής φωνής. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα χρήσιμη επιλογή όταν δεν θέλουμε να ακουστεί η πραγματική μας φωνή σε κάποιον επισκέπτη. Ειδικά στην περίπτωση που απαντά ένα παιδί ή μια ηλικιωμένη γυναίκα, το DP2C επιτρέπει την τροποποίηση της φωνής, ώστε ο επισκέπτης να μην μπορεί να μας αναγνωρίσει και ετσι να ειμαστε πιο ασφαλείς. Το DP2C διαθέτει ενσωματωμένα ηχείο και μικρόφωνο, οπότε ως εκ τούτου θα έχετε την ευχέρεια να επικοινωνήσετε με όποιον βρίσκεται στην πόρτα σας – από το να του ζητήσετε να κάνει υπομονή μισό λεπτό, μέχρι να του αφήσετε οδηγίες (αρκετά χρήσιμο σε περίπτωση παραδόσεων αν δεν είστε εντός). Η επικοινωνία μπορεί να γίνει και απομακρυσμένα αφού όπου και αν βρίσκεστε, μόλις ο επισκέπτης πατήσει το κουμπί, το κινητό σας θα ξεκινήσει να χτυπάει λες και δέχεστε βιντεοκλήση. Απαντώντας στην κλήση του DP2C, μπορείτε να κάνετε διάλογο με τον καλεσμένο σας χωρίς αυτός να γνωρίζει ότι δεν βρίσκεστε εντός της οικίας. Από πλευράς εσωτερικού αποθηκευτικού χώρου δεν διαθέτει ενσωματωμένο, όμως δέχεται κάρτες microSD χωρητικότητας έως και 512 GB ενώ υπάρχει και υπηρεσία cloud. Παρόλα αυτά, ακόμη και αν δεν επιθυμείτε καμία από τις δύο αυτές επιλογές αποθήκευσης, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Κάθε φορά που η κάμερα του DP2C ενεργοποιείται, λαμβάνετε αυτόματα μια εικόνα (φωτογραφία) στο κινητό σας με το συμβάν. Έτσι, ακόμη κι αν δεν καταγράφεται ολόκληρη η δραστηριότητα στην SD ή στο cloud, εσεις θα έχετε πάντα μια σαφή εικόνα του επισκέπτη σας, και φυσικά, διατηρείτε στο κινητό σας όλο το σχετικό ιστορικό. Υποστηρίζει Wi-Fi 2,4 GHz ενώ όσον αφορά στη μπαταρία του, πρόκειται για μία επαναφορτιζόμενη λιθίου στα 4600 mAh με αυτονομία που φτάνει τις 90 μέρες. Αυτό το τελευταίο εξαρτάται βέβαια ξεκάθαρα από το πόσο πολυσύχναστη είναι η είσοδος του χώρου σας, οπότε η πραγματική διάρκεια της μπαταρίας ενδέχεται να είναι μικρότερη ή και μεγαλύτερη. Στη δική μας περίπτωση πάντως, είχαμε πτώση της αυτονομίας 2-3% καθημερινά, κάτι που μεταφράζεται σε αυτονομία 3 μηνών περίπου πριν πάμε σε φόρτιση. Πέρα απο αυτό όμως, μέσα από την εφαρμογή, μπορούμε να βλέπουμε την τρέχουσα στάθμη της μπαταρίας, ώστε να γνωρίζουμε ανά πάσα στιγμή πόση ενέργεια απομένει και να την φορτήσουμε έαν χρειάζεται. Επιπλέον, γι ακαλυτερη αποδοση, από τις ρυθμίσεις, μπορούμε να επιλέξουμε αν θέλουμε υψηλές επιδόσεις μπαταρίας– κάτι που ενισχύει την ασφάλεια, αλλά αυξάνει και την κατανάλωση της μπαταρίας. Παράλληλα, υπάρχει δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε εξοικονόμηση ενέργειας, Ισχυρή εξοικονόμηση ενέργειας, και Προσαρμογή κατάστασης λειτουργίας ανά περιόδους, ώστε η συσκευή να λειτουργεί ακριβώς όπως θέλουμε, ανάλογα με τις ανάγκες της ημέρας ή του χώρου μας. Η EZVIZ DP2C υποστηρίζει ακόμα σύνδεση με δύο συστήματα έξυπνου σπιτιού, το Google Home και την Alexa αλλά όχι του HomeKit ή του Matter, χωρίς πάντως να παίζει σημαντικό ρόλο αφού όπως έχουμε διαπιστώσει, οι δυνατότητες σεναρίων χρήσης και ρυθμίσεων είναι πάντα πολύ ανώτερες μέσα από την εκάστοτε εφαρμογή του κατασκευαστή. Μάλιστα η EZVIZ κάνει μια έξυπνη κίνηση υποστηρίζοντας για την DP2C την υπηρσία IFTTT που εκτοξεύει τις δυνατότητες χρήσης της όχι μόνο με άλλες υπηρεσίες αλλά και συσκευές. Οθόνη – Εφαρμογή Πώς όμως μπορείτε να βλέπετε την εικόνα που καταγράφει το DP2C; Το τελευταίο πλαισιώνεται από μία οθόνη 4,3 ιντσών εσωτερικού χώρου, κάτι σαν θυροτηλέφωνο. Εφαρμόζει δε στην εσωτερική πλευρά της πόρτας, ακριβώς πίσω από την κάμερα με τις δυο τους να συνδέονται μέσω καλωδιοταινίας – οπότε πρακτικά αντί κάποιος να κοιτά το ματάκι, κοιτά την οθόνη. Να έχετε απλά υπ’ όψιν πως όταν έρθει η ώρα της φόρτισης της οθόνης, το απελπιστικά κοντό καλώδιο (ένα μέτρο όλο κι όλο) θα βρίσκεται κατά πάσα πιθανότητα μέσα στη μέση αφού θα κρέμεται – έστω και για λίγο – από την πόρτα. Μπορείτε ωστόσο να χρησιμοποιήσετε ενα φορητό powerbank ή απλά να την ξεσυνδέσετε πατώντας το σχετικό κουμπί, προσέχοντας λίγο κατά την αφαίρεση του καλωδίου. Με τον τρόπο αυτό μπορείτε να φορτίσετε την οθόνη όπου επιθυμείτε, έχοντας όμως microUSB φορτιστή αφού για ένα περίεργο λόγο η εταιρεία δεν υιοθέτησε το σύγχρονο USB-C. Το DP2C όμως έρχεται και με συνοδευτικό app (στα Ελληνικά!) το οποίο θα κατεβάσετε στη συσκευή σας ώστε να έχετε πλήρη εποπτεία της εισόδου του χώρου σας ακόμα κι όταν δεν βρίσκεστε σε αυτόν ή εν πάση περιπτώσει, πριν φτάσετε στην πόρτα. Η χρήση του δεν είναι δύσκολη, με το περιβάλλον χρήσης να είναι αρκετά λειτουργικό. Θα χρειαστεί πάντως αρκετός πειραματισμός και αναζήτηση έως ότου ολοκληρώσετε την περιπλάνησή σας στα μενού και τις ρυθμίσεις – κάτι που απαιτείται, αν θέλετε να εκμεταλλευτείτε το DP2C στο έπακρο (π.χ. προσαρμόζοντας τις ώρες λειτουργίας του PIR, την ευαισθησία κ.α). Όπως προαναφέραμε, η EZVIZ προσφέρει την υπηρεσία CloudPlay. Αν επιθυμείτε τη χρήση της, μετά το πέρας των πρώτων δωρεάν 30 ημερών, θα κάνετε τη δουλειά σας από €4,99/μήνα ή από €49,99/χρόνο. Συμπέρασμα Η περίπτωση του DP2C είναι μία από τις καλύτερες έξυπνου κουδουνιού σε σχήμα ματακίου πόρτας που έχουμε συναντήσει ως τώρα. Με κόστος €110, άρτια χαρακτηριστικά και άριστη ποιότητα εικόνας, μπορεί να τοποθετηθεί στη συντριπτική πλειοψηφία των εξωτερικών θυρών, προσφέροντας κάλυψη στον βαθμό που επιθυμεί ο μέσος χρήστης. Αν η πόρτα σας βέβαια βρίσκεται σε σημείο με αυξημένη διέλευση περαστικών (π.χ. στην αρχή ενός διαδρόμου, κοντά σε ασανσέρ, σε πολυσύχναστο πεζοδρόμιο κλπ) τότε ενδεχομένως η αυτονομία του DP2C να μην είναι αυτή που θα θέλατε, αλλά σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, θα μείνετε κατενθουσιασμένοι.
-
Τα τελευταία χρόνια, η αύξηση των αεροπορικών ταξιδιών παγκοσμίως έχει δημιουργήσει νέες ανάγκες για τους σύγχρονους ταξιδιώτες. Με τον αυξημένο όγκο των πτήσεων, τις συχνές καθυστερήσεις και τις πολύπλοκες συνδέσεις, οι επιβάτες αναζητούν πιο αξιόπιστους τρόπους ενημέρωσης για τις πτήσεις τους. Οι παραδοσιακές μέθοδοι παρακολούθησης, όπως οι ιστοσελίδες των αεροπορικών εταιρειών ή οι οθόνες των αεροδρομίων, συχνά δεν προσφέρουν την ταχύτητα και την ακρίβεια που απαιτούν οι σημερινοί ταξιδιώτες. Σε αυτό το περιβάλλον, εφαρμογές παρακολούθησης πτήσεων όπως το Flighty έχουν αναδειχθεί ως απαραίτητα εργαλεία. Προσφέρει πραγματικού χρόνου ενημερώσεις, προηγμένες λειτουργίες πρόβλεψης και ολοκληρωμένα στατιστικά που βοηθούν τους ταξιδιώτες να παραμένουν ενημερωμένοι και να προγραμματίζουν καλύτερα τα ταξίδια τους. Για τους τακτικούς ταξιδιώτες, τέτοιες εφαρμογές δεν αποτελούν πλέον πολυτέλεια αλλά ένα σημαντικό βοήθημα καθώς παρέχουν κρίσιμες πληροφορίες που μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ταξιδιωτική εμπειρία. Το Flighty έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πιο αξιόπιστα εργαλεία παρακολούθησης πτήσεων για χρήστες iOS και macOS, προσφέροντας τόσο δωρεάν όσο και premium υπηρεσίες. Το δοκιμάζουμε τους τελευταίους μήνες και παρακάτω μοιράζομαστε τις εντυπώσεις μας. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Με τον αυξημένο όγκο των πτήσεων, τις συχνές καθυστερήσεις και τις πολύπλοκες συνδέσεις, οι επιβάτες αναζητούν πιο αξιόπιστους τρόπους ενημέρωσης για τις πτήσεις τους. Οι παραδοσιακές μέθοδοι παρακολούθησης, όπως οι ιστοσελίδες των αεροπορικών εταιρειών ή οι οθόνες των αεροδρομίων, συχνά δεν προσφέρουν την ταχύτητα και την ακρίβεια που απαιτούν οι σημερινοί ταξιδιώτες. Σε αυτό το περιβάλλον, εφαρμογές παρακολούθησης πτήσεων όπως το Flighty έχουν αναδειχθεί ως απαραίτητα εργαλεία. Προσφέρει πραγματικού χρόνου ενημερώσεις, προηγμένες λειτουργίες πρόβλεψης και ολοκληρωμένα στατιστικά που βοηθούν τους ταξιδιώτες να παραμένουν ενημερωμένοι και να προγραμματίζουν καλύτερα τα ταξίδια τους. Για τους τακτικούς ταξιδιώτες, τέτοιες εφαρμογές δεν αποτελούν πλέον πολυτέλεια αλλά ένα σημαντικό βοήθημα καθώς παρέχουν κρίσιμες πληροφορίες που μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ταξιδιωτική εμπειρία. Το Flighty έχει καθιερωθεί ως ένα από τα πιο αξιόπιστα εργαλεία παρακολούθησης πτήσεων για χρήστες iOS και macOS, προσφέροντας τόσο δωρεάν όσο και premium υπηρεσίες. Το δοκιμάζουμε τους τελευταίους μήνες και παρακάτω μοιράζομαστε τις εντυπώσεις μας. Διαβάστε ολόκληρο το review
-
Οι gamers εξ άλλου αποτελούν ένα από τα πλέον απαιτητικά γκρουπ καταναλωτών, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι φορητοί υπολογιστές που είναι σχεδιασμένοι για εκείνους, να έρχονται με κορυφαία τεχνικά χαρακτηριστικά, προηγμένα συστήματα ψύξης και άρτια κατασκευή, συνδυασμός που όσο να ‘ναι τοποθετεί τον πήχη σε υψηλά επίπεδα ως προς το κόστος. Παρά τα παραπάνω βέβαια, δεν λείπουν οι πιο προσιτές προτάσεις για εκείνους που είναι διατεθειμένοι να κάνουν ορισμένες παραχωρήσεις προκειμένου να βρουν gaming laptop εντός του budget τους. Σε αυτή την υποκατηγορία έκανε ντεμπούτο η σειρά V της ASUS. Η τελευταία πάντως αναγνώρισε γρήγορα τη «δίψα» του κοινού για ανώτερα τεχνικά χαρακτηριστικά οπότε κάπως έτσι προχώρησε στο λανσάρισμα του V16 V3607VM-RP030WS που έφτασε στα χέρια μας. Με τιμή που προσεγγίζει τα €2000 (και άρα εκτός budget για όσους αναζητούν κάτι οικονομικό) αλλά και πραγματικά σπουδαίες προδιαγραφές όπως Core 7 240H, RTX 5060 οθόνη 16 ιντσών στα 144 Hz και 32 GB DDR5, είναι σε θέση να χαρίσει εξαιρετικές εμπειρίες gameplay ανεξαρτήτως genre – από single-player τίτλους μέχρι online shooters και MOBA games. Τι το ιδιαίτερο έχει όμως να προσφέρει το V16; Ας το αναλύσουμε. Διαβάστε ολόκληρο το review
-
Η κατηγορία των gaming laptops, κακά τα ψέματα, δεν είναι για όλους. Οι gamers εξ άλλου αποτελούν ένα από τα πλέον απαιτητικά γκρουπ καταναλωτών, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι φορητοί υπολογιστές που είναι σχεδιασμένοι για εκείνους, να έρχονται με κορυφαία τεχνικά χαρακτηριστικά, προηγμένα συστήματα ψύξης και άρτια κατασκευή, συνδυασμός που όσο να ‘ναι τοποθετεί τον πήχη σε υψηλά επίπεδα ως προς το κόστος. Παρά τα παραπάνω βέβαια, δεν λείπουν οι πιο προσιτές προτάσεις για εκείνους που είναι διατεθειμένοι να κάνουν ορισμένες παραχωρήσεις προκειμένου να βρουν gaming laptop εντός του budget τους. Σε αυτή την υποκατηγορία έκανε ντεμπούτο η σειρά V της ASUS. Η τελευταία πάντως αναγνώρισε γρήγορα τη «δίψα» του κοινού για ανώτερα τεχνικά χαρακτηριστικά οπότε κάπως έτσι προχώρησε στο λανσάρισμα του V16 V3607VM-RP030WS που έφτασε στα χέρια μας. Με τιμή που προσεγγίζει τα €2000 (και άρα εκτός budget για όσους αναζητούν κάτι οικονομικό) αλλά και πραγματικά σπουδαίες προδιαγραφές όπως Core 7 240H, RTX 5060 οθόνη 16 ιντσών στα 144 Hz και 32 GB DDR5, είναι σε θέση να χαρίσει εξαιρετικές εμπειρίες gameplay ανεξαρτήτως genre – από single-player τίτλους μέχρι online shooters και MOBA games. Τι το ιδιαίτερο έχει όμως να προσφέρει το V16; Ας το αναλύσουμε. Σχεδιασμός Με το V16 να κάνει τα πρώτα του βήματα ως budget gaming laptop, είναι ξεκάθαρο πως η ASUS προσπάθησε να κόψει απ’ όπου γινόταν προκειμένου να διατηρήσει το κόστος όσο πιο χαμηλά γινόταν. Το design του συστήματος άλλωστε δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αμφισβήτησης. Το σώμα του V16 είναι πλαστικό – αντίθετα με άλλες προτάσεις στα ίδια επίπεδα τιμής που υιοθετούν μεταλλικό σασί – και μάλιστα σχετικά εύκαμπτο σε περίπτωση εφαρμογής πίεσης στη βάση (η οποία είναι ελαφρώς υπερυψωμένη συμβάλλοντας έτσι στην αποτελεσματικότερη ψύξη) ή το καπάκι. Τα παραπάνω όμως δεν θα πρέπει να σας αποθαρρύνουν αφού το laptop διαθέτει πιστοποίηση MIL-STD 810H που εγγυάται την ανθεκτικότητα και τη λειτουργία του υπό αντίξοες συνθήκες βάσει των προδιαγραφών του Αμερικανικού Στρατού. Η μαύρου χρώματος επιφάνεια έχει ματ υφή και δυστυχώς για όσους δίνουν έμφαση στην εμφάνιση του συστήματός τους, δεν τα πάει καλά με τις δαχτυλιές. Στο καπάκι υπάρχει απλώς το λογότυπο της ASUS – ούτε πολύχρωμοι φωτισμοί, ούτε εφετζίδικες οθόνες dot matrix, ούτε τίποτα. Το λιτό look πάντως δεν είναι κακό – κάθε άλλο, αφού του επιτρέπει να περνά απαρατήρητο. Διαστάσεις (35,7 x 25,1 x 2,2 εκατ.) και βάρος (1,95 κιλά) δεν ξεφεύγουν από τον μέσο όρο. Ανοίγοντας το laptop, ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με την οθόνη των 16 ιντσών, το πληκτρολόγιο και το touchpad – μην ανησυχείτε, θα αναφερθούμε σε όλα τα παραπάνω επισταμένα παρακάτω. Η μόνη παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε, αφορά τα αυτοκόλλητα στην περιοχή δεξιά και αριστερά του touchpad – εννοείται πως αφαιρούνται αλλά για κάποιο λόγο η ASUS θεώρησε σωστό σε αυτά των Intel και NVIDIA να προσθέσει και ένα τρίτο, σημαντικά μεγαλύτερου μεγέθους. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις θύρες επικοινωνίας, το V16 θα μπορούσε να τα πάει πολύ καλύτερα αφού ναι μεν έρχεται με δύο USB Type-A 3.2, όμως διαθέτει μία USB Type-C 3.2 όλη κι όλη – αντί για περισσότερες και 4.0. Προσφέρονται ακόμα HDMI 2.1 και θύρα 3,5 χιλ. ενώ για τη φόρτιση υπάρχει ειδική υποδοχή. Με εξαίρεση τη μία USB Type-A που είναι στα δεξιά, οι υπόλοιπες θύρες βρίσκονται στην αριστερή πλευρά του laptop. Δυστυχώς ο χρήσιμος σε πληθώρα περιπτώσεων αναγνώστης καρτών μνήμης SD απουσιάζει όπως και ο σαρωτής δακτυλικού αποτυπώματος στο πλήκτρο ενεργοποίησης για ταχύτερη είσοδο με χρήση βιομετρικών στοιχείων. Στα της ασύρματης συνδεσιμότητας, στη διάθεσή σας βρίσκονται Wi-Fi 6 (αλλά όχι 6E ή 7) και Bluetooth 5.3. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Όπως εξηγήσαμε στην αρχή της παρουσίασης, η έκδοση του V16 που είχαμε στη διάθεσή μας απείχε από τις αρχικές budget εκδοχές της σειράς – για την ακρίβεια ήταν η ισχυρότερη για το συγκεκριμένο μοντέλο. Ως εκ τούτου λοιπόν, στο εσωτερικό του συστήματος υπάρχει ένας Intel Core 7 240H με 10 πυρήνες (έξι παραγωγικότητας ή P-cores και τέσσερις αποτελεσματικότητας ή E-cores) μέγιστης συχνότητας 5,2 GHz, 16 νήματα και 24 MB Intel Smart Cache. Πλαισιώνεται δε από 32 GB μνήμης DDR5, δίσκο NVMe PCIe 4.0 M.2 SSD χωρητικότητας 1 ΤΒ και κάρτα γραφικών NVIDIA GeForce RTX 5060 Laptop με 8 GB αποκλειστικής μνήμης GDDR7. Να έχετε απλά υπ’ όψιν ότι πρακτικά το σύστημα δεν προσφέρει καμία δυνατότητα αναβάθμισης αφού έρχεται ήδη με τη μέγιστη ποσότητα μνήμης του ενώ δεν υπάρχει δεύτερη υποδοχή για SSD. Επίσης δεν μας άρεσε το γεγονός ότι δεν υπάρχει υποστήριξη Windows Hello, χωρίς να είναι δυνατή η ασφαλής πρόσβαση στα Windows με βιομετρικά χαρακτηριστικά. Όσον αφορά στην οθόνη, πρόκειται για μία LED 16 ιντσών. Αυτό που μας έκανε κατ’ αρχάς θετική εντύπωση ήταν το λεπτό της πλαίσιο που δεν ξεπερνά τα πέντε χιλιοστά στα πλάγια – με την οθόνη έτσι να καλύπτει το 89% της συνολικής επιφάνειας πρόσοψης. Με ανάλυση WUXGA που μεταφράζεται σε 1920 x 1200 pixels, λόγο διαστάσεων 16:10, ρυθμό ανανέωσης 144 Hz, φωτεινότητα 300 nits και κάλυψη χρωματικού χώρου NTSC σε ποσοστό 45%, αποτελεί μία ικανοποιητική επιλογή – έστω οριακά. Σε καμία περίπτωση τέλεια αλλά αν μη τι άλλο μία που θα σας επιτρέψει να απολαύσετε τα παιχνίδια της αρεσκείας σας αξιοπρεπώς, με τον υψηλό ρυθμό ανανέωσης να δίνει ένα έξτρα πλεονέκτημα (ή τέλος πάντων να μη βάζει φραγμούς) στο online gaming. Εννοείται πως δεν θα πρέπει να περιμένετε κάτι το φοβερό σε ό,τι αφορά χρώματα, αντίθεση και φωτεινότητα. Κατά τα λοιπά, η μπαταρία του συστήματος είναι ιόντων λιθίου στις 63 Whr η οποία προσφέρει αυτονομία γύρω στις οκτώ με εννιά ώρες – σε καταστάσεις τυπικής καθημερινής χρήσης με την RTX 5060 απενεργοποιημένη. Αν και θεωρητικά μπορείτε να παίξετε όταν το σύστημα δεν είναι στην πρίζα, το throttling είναι τέτοιο που δεν θα σας το προτείναμε ενώ και η αντοχή της μπαταρίας του πέφτει στο δίωρο. Ως προς τον ήχο, η ASUS έχει συνεργαστεί με τη Dirac για λεπτομερέστερη αναπαραγωγή ενώ έχει αναπτύξει και την τεχνολογία Audio Booster που αυξάνει την ένταση έως και κατά μιάμιση φορά. Οι επιδόσεις των στερεοφωνικών ηχείων δεν είναι κακές, όμως αν θέλετε να ζήσετε πραγματικά τη μαγεία ενός τίτλου, θα σας προτείναμε να χρησιμοποιήσετε gaming ακουστικά. Εμπειρία χρήσης Το laptop έρχεται με Windows 11 στα οποία συναντάμε προεγκατεστημένες τις συνήθεις εφαρμογές διαχείρισης της ASUS – GlideX, ScreenXpert, MyASUS – και για κάποιον αδιευκρίνιστό λόγο το CapCut. Σημειώστε ότι δεν υπάρχει το Armoury Crate, κάτι λογικό μιας που το σύστημα δεν ανήκει στην οικογένεια ROG. Εν πάση περιπτώσει, μέσω των συγκεκριμένων εφαρμογών θα έχετε τη δυνατότητα να ρυθμίσετε διάφορες παραμέτρους του συστήματος, θα αποκτήσετε πρόσβαση σε διαγνωστικά εργαλεία, και θα διαχειριστείτε πολλαπλές οθόνες. Ο Core 7 240H είναι ένας αρκετά ισχυρός επεξεργαστής με επιδόσεις εφάμιλλες εκείνων του Core i7-13620H – τουλάχιστον βάσει single-core (2594) και multi-core σκορ (13369) στο Geekbench 6 – οπότε όπως αντιλαμβάνεστε έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα ικανό να τρέξει απαιτητικές εφαρμογές και παιχνίδια χωρίς θέμα. Τα 32 GB RAM εγγυώνται άνετο multitasking ενώ η δε κάρτα γραφικών ενσωματώνει τεχνολογίες όπως DLSS 4 και Multi-Frame Generation που την καθιστούν ικανή να ανταποκριθεί άνετα στις απαιτήσεις AAA blockbusters στα 1920 x 1200 pixels – την ανάλυση δηλαδή της οθόνης του συστήματος. Στο Black Myth:Wukong μετρήσαμε σταθερά στα 80 fps όπως και στο Frostpunk 2 ενώ στο Cyberpunk 2077 βρισκόμασταν μεταξύ 60-70 fps – με τα settings σε όλους τους παραπάνω τίτλους στο max ή το highest. Σε άλλα παιχνίδια που δοκιμάσαμε, είχαμε 72 fps στο Forza Horizon 5 και 121 fps στο Shadow of the Tomb Raider. Η οθόνη δεν υποστηρίζει G-SYNC αλλά αυτό λίγο θα σας νοιάξει. Στη συντριπτική πλειοψηφία των τίτλων που δοκιμάσαμε, το frame rate της κάρτας ξεπερνούσε τη συχνότητα της οθόνης με αποτέλεσμα η εικόνα είναι ομαλή. Ελάχιστες φορές παρατηρήσαμε stuttering ή tearing κι αυτές σε πολύ συγκεκριμένους τίτλους (π.χ. Frostpunk 2, God of War, Sekiro). Όχι ότι περιμέναμε κάτι λιγότερο από ένα gaming σύστημα που στοιχίζει γύρω στα δύο χιλιάρικα αλλά το V16 θα ικανοποιήσει και τους πλέον απαιτητικούς. Τα παραπάνω τα παίξαμε χρησιμοποιώντας το πληκτρολόγιο του συστήματος το οποίο επί της ουσίας είναι εκείνο των Vivobook 16. Αν και δεν είναι αμιγώς gaming λύση, εντούτοις τα καταφέρνει μια χαρά με τα πλήκτρα να διαθέτουν ικανοποιητική απόσταση διαδρομής αλλά και απόσταση μεταξύ τους. Προσφέρεται οπίσθιος φωτισμός σε μπλε (προς το έντονο γαλάζιο) χρώμα με τα WASD και τα πλήκτρα κατεύθυνσης να διαθέτουν διαφορετικό σχέδιο (ο φωτισμός καλύπτει ολόκληρη την επιφάνειά τους) ώστε να τα εντοπίζετε πιο εύκολα στο σκοτάδι. Εννοείται φυσικά πως αν δεν είστε φαν του φωτισμού ή απλά θέλετε να εξοικονομήσετε μπαταρία, μπορείτε να τον απενεργοποιήσετε εντελώς. Το δε touchpad είναι γιγαντιαίο (οι διαστάσεις των 15 x 10 εκατ. ξεπερνούν εκείνες των περισσότερων προτάσεων) και διαθέτει δύο επιστρώσεις – μία υδροφοβική και μία κατά των δαχτυλιών. Υποστηρίζει έξυπνες χειρονομίες για προσαρμογή έντασης ήχου και φωτεινότητας π.χ. όμως όσον αφορά στο gaming, εννοείται πως θα χρειαστείτε ποντίκι. Στα της ψύξης, η ASUS έχει ενσωματώσει το σύστημα ψύξης της, IceCool. Αυτό αποτελείται από δύο ανεμιστήρες υγροκρυσταλλικών πολυμερών με 79 πτερύγια IceBlades (ένας για τον επεξεργαστή και ένας για την κάρτα γραφικών στα δεξιά και τα αριστερά του laptop και προς τα πίσω) και ισάριθμους αγωγούς θερμότητας. Ο ζεστός αέρας απομακρύνεται από το εσωτερικό του συστήματος μέσω δύο αεραγωγών που βρίσκονται στο πίσω τμήμα του και ενός ακόμα στη δεξιά του πλευρά. Η λειτουργία των ανεμιστήρων μπορεί να προσαρμοστεί μέσα από το MyASUS, αν και θα σας προτείναμε να αφήσετε τη διαχείρισή τους στο σύστημα. Η απόδοσή τους πάντως είναι άκρως ικανοποιητική αφού οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται στην επιφάνεια του V16 δεν ξεφεύγουν, με την περιοχή που ακουμπούν οι καρποί να παραμένει σχετικά δροσερή ακόμα και σε υψηλό φόρτο εργασίας. Η FHD κάμερα που βρίσκεται στο κέντρο της επάνω πλευράς του πλαισίου της οθόνης θα σας καλύψει στις βιντεοκλήσεις (μην περιμένετε προφανώς συγκλονιστικά αποτελέσματα) με εικόνα 1080p, σχετικά περιορισμένο θόρυβο (απόρροια της τεχνολογίας 3DNR της ASUS) και φυσικό κάλυμμα για να έχετε το κεφάλι σας ήσυχο. Δυστυχώς δεν υποστηρίζεται Windows Hello. Το μικρόφωνο αιχμαλωτίζει τη φωνή σας αρκετά καθαρά με την αμφίδρομη εξουδετέρωση θορύβου μέσω AI (αυτό το τελευταίο μην το λάβετε υπ’ όψιν σας τοις μετρητοίς αφού δεν υπάρχει NPU στο σύστημα – όχι ότι θα λείψει αυτή από έναν gamer) να διασφαλίζει πως η φωνή σας θα φτάνει καθαρή και φιλτραρισμένη από κάθε ανεπιθύμητο θόρυβο περιβάλλοντος στους συνομιλητές σας και το αντίστροφο. Συμπέρασμα Όπως εξηγήσαμε και στην αρχή της παρουσίασης, η κατηγορία των gaming laptops είναι ιδιαίτερη αφού οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και η διάθεση για παραχωρήσεις μικρή. Εκτός αυτών, στην εξίσωση θα πρέπει να αρχίσουμε να προσθέτουμε σιγά-σιγά και τα handheld PC, μία κατηγορία που με τον καιρό αποκτά ολοένα και περισσότερες λύσεις (με την ASUS μάλιστα να είναι ένας εκ των κατασκευαστών που δραστηριοποιούνται ενεργά σε αυτή) σε σχετικά προσιτές τιμές μάλιστα δελεάζοντας το κοινό. Με αυτά κατά νου λοιπόν, τι γνώμη σχηματίζουμε για το ASUS V16; Πρόκειται για ένα σύστημα ικανό να προσφέρει σπουδαίες εμπειρίες gameplay στον gamer που έχει το budget για να το αποκτήσει. Οι προδιαγραφές του είναι τέτοιες που του επιτρέπουν να παίξει κάθε video game, από indie μέχρι blockbuster κι από solo μέχρι online με άνεση, προσφέροντας κορυφαία ποιότητα εικόνας με σπουδαία γραφικά και υψηλό frame rate – και στην περίπτωση που διαθέτετε μία εξωτερική OLED, με ακόμα εντυπωσιακότερα χρώματα στα 1080p ή ακόμα και τα 1440p. Η ποιότητα κατασκευής του είναι καλή αλλά όχι συγκλονιστική, το σύστημα ψύξης κάνει τη δουλειά που πρέπει ενώ και το πληκτρολόγιο στέκεται στο ύψος του. Σύμφωνοι, υπάρχουν αρνητικά στοιχεία που δεν γίνεται να παραβλέψουμε (οι θύρες εισόδου/εξόδου είναι λίγες, δεν υποστηρίζεται Wi-Fi 6E/7, η πλαστική κατασκευή δείχνει φτηνή κ.α.) όμως οι επιδόσεις είναι ικανοποιητικές και εν τέλει αυτό είναι που μετράει πάνω απ’ όλα. Αν αναζητάτε ένα gaming laptop από έναν κατασκευαστή εγνωσμένης αξίας και δεν μένετε στο εντυπωσιακό design, τον φωτισμό RGB και άλλα τέτοια εφετζίδικα, τότε το ASUS V16 που ισορροπεί ανάμεσα στα ROG και τα TUF έχει τον τρόπο του να σας πείσει.
-
Η κατηγορία των gaming laptops, κακά τα ψέματα, δεν είναι για όλους. Οι gamers εξ άλλου αποτελούν ένα από τα πλέον απαιτητικά γκρουπ καταναλωτών, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι φορητοί υπολογιστές που είναι σχεδιασμένοι για εκείνους, να έρχονται με κορυφαία τεχνικά χαρακτηριστικά, προηγμένα συστήματα ψύξης και άρτια κατασκευή, συνδυασμός που όσο να ‘ναι τοποθετεί τον πήχη σε υψηλά επίπεδα ως προς το κόστος. Παρά τα παραπάνω βέβαια, δεν λείπουν οι πιο προσιτές προτάσεις για εκείνους που είναι διατεθειμένοι να κάνουν ορισμένες παραχωρήσεις προκειμένου να βρουν gaming laptop εντός του budget τους. Σε αυτή την υποκατηγορία έκανε ντεμπούτο η σειρά V της ASUS. Η τελευταία πάντως αναγνώρισε γρήγορα τη «δίψα» του κοινού για ανώτερα τεχνικά χαρακτηριστικά οπότε κάπως έτσι προχώρησε στο λανσάρισμα του V16 V3607VM-RP030WS που έφτασε στα χέρια μας. Με τιμή που προσεγγίζει τα €2000 (και άρα εκτός budget για όσους αναζητούν κάτι οικονομικό) αλλά και πραγματικά σπουδαίες προδιαγραφές όπως Core 7 240H, RTX 5060 οθόνη 16 ιντσών στα 144 Hz και 32 GB DDR5, είναι σε θέση να χαρίσει εξαιρετικές εμπειρίες gameplay ανεξαρτήτως genre – από single-player τίτλους μέχρι online shooters και MOBA games. Τι το ιδιαίτερο έχει όμως να προσφέρει το V16; Ας το αναλύσουμε. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Η σειρά GT της realme μας έχει χαρίσει στο παρελθόν αρκετά αξιόλογες κυκλοφορίες. Το περυσινό realme GT 6 για παράδειγμα προσέφερε άριστη σχέση τιμής/απόδοσης διαθέτοντας ισχυρό επεξεργαστή, υψηλής ποιότητας οθόνη, μεγάλη αυτονομία και εξαιρετικές επιδόσεις ως προς τη φόρτιση. Το δε realme GT 7 Pro αποτέλεσε μία πραγματική ναυαρχίδα που πέραν των δυνατών χαρακτηριστικών, ερχόταν και εκείνο σε ανταγωνιστική τιμή – κάτι που σε έναν βαθμό συνέβαινε χάρη σε μία πανέξυπνη προσφορά της realme. Αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν με την κινεζική εταιρεία να λανσάρει τα νέα της μοντέλα. Εξ αυτών στα χέρια μας πήραμε το realme GT 7, ένα smartphone που τοποθετείται στην κατηγορία των high-end συσκευών με τιμή που μπορεί μεν να μην κοντράρει τις ακριβότερες προτάσεις, πλην όμως δημιουργεί προσδοκίες – με το μεγάλο ερώτημα φυσικά δεν είναι άλλο από το αν μπορεί να τις καλύψει. Τι έμαθε η realme από τα λανσαρίσματα των περασμένων ετών και σε ποιον βαθμό κατάφερε να διορθώσει τα κακώς κείμενα των προηγούμενων προτάσεών της; Με μία πρώτη ματιά, το realme GT 7 αφήνει εξαιρετικές εντυπώσεις στο μάτι. Οι διαστάσεις του (162,42 x 76,13 x 8,30 χιλ.) δεν ξεφεύγουν από τον μέσο όρο, κάτι που ισχύει και με το βάρος του (206 γραμμάρια). Έρχεται σε δύο χρώματα κι αν το μαύρο δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, δεν ισχύει το ίδιο και με το ανοιχτό μπλε (προς γαλάζιο), μία απόχρωση που γλυκαίνει εντυπωσιακά το design του. Και στις δύο περιπτώσεις, η ελαφρώς ανυψωμένη επιφάνεια που βρίσκονται οι κάμερες είναι μαύρη με τη realme πάντως να έχει χρησιμοποιήσει διαφορετικό χρώμα για το πλαίσιό της, τη λέξη hyperimage αλλά και το πλήκτρο ενεργοποίησης (κόκκινο για τη μπλε έκδοση, χρυσό για τη μαύρη), κάτι που δίνει επιπλέον πόντους στο στυλ του realme GT 7. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Η αγορά φορετών οθονών έχει σημειώσει σημαντική εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, με εταιρείες που προσπαθούν να δημιουργήσουν ελαφριά, υψηλής ποιότητας γυαλιά που μπορούν να αντικαταστήσουν παραδοσιακές οθόνες και συστήματα ψυχαγωγίας κυρίως για όσους βρίσκονται εν κινήσει. Την RayNeo, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2021, την έχουμε δει τα τελευταία φορά αρκετές φορές σε διάφορες εκθέσεις ανά τον κόσμο, πάντα μέσα στον εκθεσιακό χώρο της TCL από την οποία άλλωστε λαμβάνει και σημαντική υποστήριξη. Δυστυχώς η ευρωπαϊκή της παρουσία δεν είναι έντονη, κάτι που ισχύει και για τη χώρα μας, χωρίς όμως αυτό να μας απασχολεί από τη στιγμή που είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε μία από τις πιο φιλόδοξες προτάσεις της εταιρείας, τα RayNeo Air 3s. Για την ώρα δεν υπάρχει κάποια ενημέρωση για το αν τα συγκεκριμένα γυαλιά θα κυκλοφορήσουν στη χώρα μας, με την πρόβλεψη όπως μας ξεκαθαρίστηκε να είναι αρνητική. Τα RayNeo Air 3s, υπόσχονται να παρέχουν εξαιρετική οπτική ποιότητα, βελτιωμένη άνεση και ευρύτερη συμβατότητα σε προσιτή τιμή. Με ισχυρισμούς ότι διαθέτουν την "πιο προηγμένη micro-OLED οθόνη στον κόσμο" και καινοτόμα τεχνολογία ήχου, τα γυαλιά αντιπροσωπεύουν το πιο φιλόδοξο προϊόν της RayNeo μέχρι σήμερα. Τα RayNeo Air 3s διατηρούν μια οικεία γλώσσα σχεδιασμού από τους προκατόχους τους ενώ ενσωματώνουν μικρές βελτιώσεις που ενισχύουν τόσο την αισθητική όσο και τη λειτουργικότητα. Με διαστάσεις 174,1mm x 154,0mm x 47,4mm όταν είναι ανοιχτά και 54,6mm x 150,8mm x 47,4mm όταν είναι διπλωμένα, αυτά τα γυαλιά επιτυγχάνουν ισορροπία μεταξύ λειτουργικότητας και φορητότητας. Με μόλις 78 γραμμάρια (συμπεριλαμβανομένου του μαξιλαριού μύτης), τα Air 3s είναι εντυπωσιακά ελαφριά. Η κατανομή βάρους έχει βελτιστοποιηθεί με 46,7% μπροστά και 53,3% πίσω, μειώνοντας την πίεση στη γέφυρα της μύτης κατά 15% σε σύγκριση με προηγούμενα μοντέλα. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Την RayNeo, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2021, την έχουμε δει τα τελευταία φορά αρκετές φορές σε διάφορες εκθέσεις ανά τον κόσμο, πάντα μέσα στον εκθεσιακό χώρο της TCL από την οποία άλλωστε λαμβάνει και σημαντική υποστήριξη. Δυστυχώς η ευρωπαϊκή της παρουσία δεν είναι έντονη, κάτι που ισχύει και για τη χώρα μας, χωρίς όμως αυτό να μας απασχολεί από τη στιγμή που είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε μία από τις πιο φιλόδοξες προτάσεις της εταιρείας, τα RayNeo Air 3s. Για την ώρα δεν υπάρχει κάποια ενημέρωση για το αν τα συγκεκριμένα γυαλιά θα κυκλοφορήσουν στη χώρα μας, με την πρόβλεψη όπως μας ξεκαθαρίστηκε να είναι αρνητική. Τα RayNeo Air 3s, υπόσχονται να παρέχουν εξαιρετική οπτική ποιότητα, βελτιωμένη άνεση και ευρύτερη συμβατότητα σε προσιτή τιμή. Με ισχυρισμούς ότι διαθέτουν την "πιο προηγμένη micro-OLED οθόνη στον κόσμο" και καινοτόμα τεχνολογία ήχου, τα γυαλιά αντιπροσωπεύουν το πιο φιλόδοξο προϊόν της RayNeo μέχρι σήμερα. Τα RayNeo Air 3s διατηρούν μια οικεία γλώσσα σχεδιασμού από τους προκατόχους τους ενώ ενσωματώνουν μικρές βελτιώσεις που ενισχύουν τόσο την αισθητική όσο και τη λειτουργικότητα. Με διαστάσεις 174,1mm x 154,0mm x 47,4mm όταν είναι ανοιχτά και 54,6mm x 150,8mm x 47,4mm όταν είναι διπλωμένα, αυτά τα γυαλιά επιτυγχάνουν ισορροπία μεταξύ λειτουργικότητας και φορητότητας. Με μόλις 78 γραμμάρια (συμπεριλαμβανομένου του μαξιλαριού μύτης), τα Air 3s είναι εντυπωσιακά ελαφριά. Η κατανομή βάρους έχει βελτιστοποιηθεί με 46,7% μπροστά και 53,3% πίσω, μειώνοντας την πίεση στη γέφυρα της μύτης κατά 15% σε σύγκριση με προηγούμενα μοντέλα. Διαβάστε ολόκληρο το review
-
Η αγορά φορετών οθονών έχει σημειώσει σημαντική εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, με εταιρείες που προσπαθούν να δημιουργήσουν ελαφριά, υψηλής ποιότητας γυαλιά που μπορούν να αντικαταστήσουν παραδοσιακές οθόνες και συστήματα ψυχαγωγίας κυρίως για όσους βρίσκονται εν κινήσει. Την RayNeo, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2021, την έχουμε δει τα τελευταία φορά αρκετές φορές σε διάφορες εκθέσεις ανά τον κόσμο, πάντα μέσα στον εκθεσιακό χώρο της TCL από την οποία άλλωστε λαμβάνει και σημαντική υποστήριξη. Δυστυχώς η ευρωπαϊκή της παρουσία δεν είναι έντονη, κάτι που ισχύει και για τη χώρα μας, χωρίς όμως αυτό να μας απασχολεί από τη στιγμή που είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε μία από τις πιο φιλόδοξες προτάσεις της εταιρείας, τα RayNeo Air 3s. Για την ώρα δεν υπάρχει κάποια ενημέρωση για το αν τα συγκεκριμένα γυαλιά θα κυκλοφορήσουν στη χώρα μας, με την πρόβλεψη όπως μας ξεκαθαρίστηκε να είναι αρνητική. Τα RayNeo Air 3s, υπόσχονται να παρέχουν εξαιρετική οπτική ποιότητα, βελτιωμένη άνεση και ευρύτερη συμβατότητα σε προσιτή τιμή. Με ισχυρισμούς ότι διαθέτουν την "πιο προηγμένη micro-OLED οθόνη στον κόσμο" και καινοτόμα τεχνολογία ήχου, τα γυαλιά αντιπροσωπεύουν το πιο φιλόδοξο προϊόν της RayNeo μέχρι σήμερα. Σχεδιασμός και Ποιότητα Κατασκευής Τα RayNeo Air 3s διατηρούν μια οικεία γλώσσα σχεδιασμού από τους προκατόχους τους ενώ ενσωματώνουν μικρές βελτιώσεις που ενισχύουν τόσο την αισθητική όσο και τη λειτουργικότητα. Με διαστάσεις 174,1mm x 154,0mm x 47,4mm όταν είναι ανοιχτά και 54,6mm x 150,8mm x 47,4mm όταν είναι διπλωμένα, αυτά τα γυαλιά επιτυγχάνουν ισορροπία μεταξύ λειτουργικότητας και φορητότητας. Με μόλις 78 γραμμάρια (συμπεριλαμβανομένου του μαξιλαριού μύτης), τα Air 3s είναι εντυπωσιακά ελαφριά. Η κατανομή βάρους έχει βελτιστοποιηθεί με 46,7% μπροστά και 53,3% πίσω, μειώνοντας την πίεση στη γέφυρα της μύτης κατά 15% σε σύγκριση με προηγούμενα μοντέλα. Το σύστημα 9-Point FlexiFit παρέχει προσαρμοστικότητα για διαφορετικά σχήματα κεφαλιού και διαπροσωπικές αποστάσεις, καλύπτοντας πάνω από το 90% των χρηστών. Οι βραχίονες των γυαλιών μπορούν να προσαρμοστούν για μεγαλύτερα κεφάλια, ενώ τα μαξιλαράκια μύτης είναι εύκαμπτα. Η συνολική αισθητική είναι "καθαρή" και μοντέρνα, με ένα μπροστινό πάνελ που βοηθά στο σκίασμα και δίνει στα γυαλιά εμφάνιση κοντά στα συμβατικά γυαλιά ηλίου. Από την άλλη είναι ξεκάθαρο ότι όποιος τα φοράει, τραβάει τα βλέμματα και σίγουρα δεν δίνουν την εντύπωση "κανονικών γυαλιών". Τεχνολογία Οθόνης Το χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει περισσότερο στα RayNeo Air 3s είναι η προηγμένη τεχνολογία οθόνης HueView. Χρησιμοποιώντας micro-OLED πάνελ 0,6 ίντσας με ανάλυση 1920x1080 σε 2D λειτουργία και 3840x1080 σε 3D λειτουργία, τα γυαλιά παρέχουν εντυπωσιακή οπτική εμπειρία. Αν έχετε μυωπία και δεν φοράτε φακούς, υπάρχει θέμα αφού θα πρέπει με την κατάλληλη συνταγή, να δημιουργήσετε συμβατούς για χρήση με τα RayNeo Air 3s, κάτι που φυσικά έχει πρόσθετο κόστος. Στις χώρες που τα RayNeo κυκλοφορούν, η εταιρεία διαθέτει συνεργάτες για γρήγορη δημιουργία τους, με κόστος περίπου 100-150 δολαρίων. Οι τεχνικές προδιαγραφές είναι εντυπωσιακές: αντίθεση 200.000:1, κάλυψη χρώματος 98% DCI-P3 και 145% sRGB, με ακρίβεια χρώματος ΔE<2. Η φωτεινότητα φτάνει τα 650 nits με 20 επίπεδα προσαρμογής, επιτρέποντας χρήση τόσο σε εσωτερικούς όσο και σε εξωτερικούς χώρους. Η τεχνολογία OptiCare αποτελεί βιομηχανική πρωτοτυπία, συνδυάζοντας 3840Hz PWM και DC dimming για εξάλειψη του τρεμοπαίγματος και αστάθειας χρωμάτων. Αυτή η τεχνολογία, που συνήθως βρίσκεται σε flagship smartphones, μειώνει σημαντικά την κόπωση των ματιών κατά τη διάρκεια παρατεταμένης χρήσης. Το field of view (FOV) των 47 μοιρών και η πυκνότητα pixel 49 PPD (pixels per degree) εξασφαλίζουν καθαρή εικόνα χωρίς εμφανές screen door effect. Επίσης το eyebox των 14mm x 7mm παρέχει ευρεία περιοχή βέλτιστης εστίασης. Θεωρητικά η οθόνη προσομοιώνει εμπειρία παρακολούθησης σε οθόνη 201 ιντσών από απόσταση 6 μέτρων, δημιουργώντας πραγματικά immersive εμπειρία για ταινίες και gaming αλλά περισσότερα γι'αυτό στη συνέχεια. Ήχος Και στον ήχο όμως τα πράγματα είναι εξίσου καλά κι' αυτό διότι τα RayNeo Air 3s διαθέτουν την πρώτη παγκοσμίως Dual Opposing Acoustic Chamber Design, μια καινοτόμα προσέγγιση που βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα ήχου. Η τεχνολογία παρέχει ισχυρότερα μπάσα από τύμπανα, καθαρότερα μεσαία από φωνητικά και πιο απαλά υψηλά από βιολιά. Το σύστημα ήχου ενσωματώνει ακόμα directional audio design που στέλνει ήχο κατευθείαν στα αυτιά του χρήστη ενώ ελαχιστοποιεί την ηχητική διαρροή προς τον περιβάλλοντα χώρο, ένα από τα πλεονεκτήματα άλλωστε όλων των έξυπνων γυαλιών. Αυτό επιτυγχάνεται με 99,6% φραγή φωτός και εξειδικευμένη ακουστική μηχανική. Μας άρεσε αρκετά η λειτουργία Whisper Mode 2.0 η οποία αποτελεί σημαντική καινοτομία για την ιδιωτικότητα. Στην ουσία μειώνει τις υψηλές συχνότητες και περιορίζει περαιτέρω την ηχητική διαρροή, επιτρέποντας χρήση σε ήσυχα περιβάλλοντα όπως υπνοδωμάτια ή δημόσιες συγκοινωνίες χωρίς να ενοχλείται κανείς γύρω. Τα ενσωματωμένα speakers παρέχουν HiFi-level audio effect με ακουστική απόκριση που καλύπτει όλο το φάσμα συχνοτήτων. Για χρήστες που επιθυμούν ακόμη μεγαλύτερη ιδιωτικότητα ή καλύτερη απομόνωση θορύβου, υπάρχει πάντα η δυνατότητα σύνδεσης Bluetooth ακουστικών. Συνδεσιμότητα και χρήση Ένα από τα ισχυρότερα σημεία των RayNeo Air 3s και γενικότερα της κατηγορίας είναι η εκτεταμένη συμβατότητά τους αφού τα γυαλιά συνδέονται μέσω USB-C και υποστηρίζουν DisplayPort, λειτουργώντας με πάνω από 1.000 συσκευές. Η συμβατότητα των γυαλιών αφορά smartphones (iPhone με USB-C, Android συσκευές που υποστηρίζουν video output), tablets, laptops, gaming consoles όπως Nintendo Switch, Steam Deck, PlayStation 5, και Xbox Series X/S. Για συσκευές χωρίς native USB-C DisplayPort υποστήριξη, διατίθενται αντάπτορες. Ειδικότερα όμως σε ότι αφορά το Switch 2, απαιτείται το αξεσουάρ JoyDock της RayNeo. Το JoyDock συνδέεται απευθείας στο Switch 2 και παρέχει ταυτόχρονα τροφοδοσία και έξοδο εικόνας στα γυαλιά, χωρίς επιπλέον καλώδια Για χρήστες iOS, τα γυαλιά υποστηρίζουν spatial videos και photos χωρίς υπερκαταναλισμό μπαταρίας, επιτρέποντας αναβίωση αναμνήσεων σε immersive μορφή. Τα RayNeo Air 3s δεν διαθέτουν ενσωματωμένη μπαταρία, καθώς τροφοδοτούνται άμεσα από τη συνδεδεμένη συσκευή μέσω USB-C. Αυτό σημαίνει ότι η διάρκεια χρήσης εξαρτάται πλήρως από την μπαταρία της πηγής (πχ. smartphone). Για επέκταση της αυτονομίας, η RayNeo προσφέρει αντάπτορες φόρτισης που επιτρέπουν ταυτόχρονη χρήση και φόρτιση της συσκευής, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο για παρατεταμένες συνεδρίες gaming ή παρακολούθησης ταινιών. Ένας εύκολος τρόπος για να καταλάβει κάποιος τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν τα RayNeo Air 3s, είναι να καταλάβει ότι λειτουργούν κυρίως ως εξωτερική οθόνη, αντικατοπτρίζοντας την εικόνα από τη συνδεδεμένη συσκευή. Οι φυσικοί έλεγχοι περιλαμβάνουν: Αριστερός βραχίονας: έλεγχος έντασης και menu button για προσαρμογή whisper mode, refresh rate (60Hz/120Hz), και display modes (Standard, Game, Movie, Eye Protection). Δεξιός βραχίονας: έλεγχος φωτεινότητας με 20 διαθέσιμα επίπεδα. Για ενεργοποίηση του 3D mode, πατιούνται ταυτόχρονα τα πρώτα κουμπιά αριστερά και δεξιά, κάτι που λειτουργεί με side-by-side 3D περιεχόμενο. Η RayNeo προσφέρει επίσης την εφαρμογή RayNeo XR που πρέπει να εγκατασταθεί εκτός Google Play Store. Αυτή παρέχει περιορισμένη XR λειτουργικότητα με 3D περιβάλλον, διαδραστικά στοιχεία, παιχνίδια και video players όπως YouTube και Amazon Prime Video, όμως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να τα θεωρούμε "έξυπνα" γυαλιά, όπως για παράδειγμα τα ray-ban της Meta που έχουμε εξίσου δοκιμάσει. Στην πρακτική χρήση, τα RayNeo Air 3s παρέχουν μια αρκετά καλή εμπειρία. Η βασική λειτουργία περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας εικονικής οθόνης 201 ιντσών με 1080p ανάλυση και 120Hz refresh rate, ανοίγοντας νέους ορίζοντες χρήσης. Η οθόνη είναι εξαιρετικά ευκρινής με ζωντανά χρώματα και βαθιά μαύρα χάρη στην OLED τεχνολογία, με τις συγκρίσεις με άλλες παρόμοιες συσκευές να είναι περιττές αφού η διαφορά είναι μεγάλη. Σε αυτό βοηθά και η λειτουργία των 120Hz που κάνει αισθητή διαφορά σε gaming και ομαλό περιεχόμενο βίντεο. Μερικά σενάρια χρήσης που ξεχωρίζουμε είναι τα εξής: Εργασία και Ιδιωτικότητα: Συνδέοντας τα γυαλιά σε laptop ή desktop μέσω USB-C, δημιουργείται ιδιωτικός εργασιακός χώρος χωρίς ορατή οθόνη σε τρίτους. Ιδανικό για εργασία σε καφετέριες, βιβλιοθήκες ή ανοιχτούς χώρους όπου η προστασία ευαίσθητων δεδομένων είναι κρίσιμη. Εναλλακτική Τηλεόραση: Όταν η κύρια τηλεόραση χρησιμοποιείται από άλλα μέλη της οικογενείας, τα Air 3s παρέχουν προσωπική ψυχαγωγία με πολύ καλή ποιότητα εικόνας και ήχου. Ταξίδια: Σε πτήσεις, τρένα ή λεωφορεία, δημιουργούν προσωπικό κινηματογράφο με μόλις 78 γραμμάρια βάρος. Η συμβατότητα με smartphones και το Pocket TV εξασφαλίζει πρόσβαση σε streaming υπηρεσίες. Gaming: Συνδέοντας Nintendo Switch, PlayStation, Xbox ή Steam Deck, δημιουργείται immersive gaming εμπειρία με minimal input lag. Το JoyDock αξεσουάρ επεκτείνει τη διάρκεια παιχνιδιού. Για το gaming, η άνεση τους κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα για σύντομες έως μεσαίες συνεδρίες. Μετά από 2-3 ώρες συνεχούς χρήσης πάντως υπήρξαν μικρές ενοχλήσεις στη μύτη και τα αυτιά, αλλά γενικά η εμπειρία είναι πολύ πιο άνετη σε σύγκριση με VR headsets. Για το gaming, τα γυαλιά παρέχουν ελάχιστο input lag και εξαιρετική απόκριση, κάτι που σημαίνει ότι δεν προορίζονται για fps παιχνίδια αλλά για άλλες κατηγορίες. Σε κάθε περίπτωση, το 120Hz refresh rate σε συνδυασμό με τη γρήγορη απόκριση των OLED πάνελ δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για ανταγωνιστικό gaming. Συμπέρασμα Τα RayNeo Air 3s δείχνουν τι μπορεί να προσθφέρει η τεχνολογία micro OLED στη συγκεκριμένη κατηγορία gadget, και δύσκολα επιστρέφεις στις παραδοσιακές που είχαμε συνηθίσει μέχρι σήμερα. Η προηγμένη HueView τεχνολογία, η καινοτόμος ηχητική σχεδίαση και η εξαιρετική άνεση τα καθιστούν ελκυστική επιλογή για gamers, λάτρεις του cinema και επαγγελματίες που ταξιδεύουν συχνά. Η εκτεταμένη συμβατότητα και η προσιτή τιμή όπου διατίθενται (περίπου 250 δολάρια) τα καθιστούν προσβάσιμα σε ευρύ κοινό, ενώ οι τεχνικές προδιαγραφές ανταγωνίζονται και ξεπερνούν πολλά ακριβότερα προϊόντα. Ωστόσο, δεν είναι η τέλεια λύση για όλους. Χρήστες που χρειάζονται διορθωτικούς φακούς θα αντιμετωπίσουν πρόσθετο κόστος, ενώ όσοι αναζητούν πραγματική AR εμπειρία θα πρέπει να περιμένουν περαιτέρω εξέλιξη της XR εφαρμογής.
-
Ενάμιση χρόνο μετά το λανσάρισμα του Galaxy Tab S9 FE τον Οκτώβριο του 2023, η Samsung έριξε στην αγορά τον διάδοχό του. Ο λόγος για το Galaxy Tab S10 FE, ένα μοντέλο που τοποθετείται στη mid-range κατηγορία και έρχεται να αποτελέσει μία ενδιαφέρουσα περίπτωση για κάποιον που επιθυμεί ένα tablet στο πλαίσιο του οικοσυστήματος της Samsung. Έχει να αντιμετωπίσει όμως και τεράστιο ανταγωνισμό καθώς οι προτάσεις στα ίδια επίπεδα τιμής στο χώρο του android (€600-700, ανάλογα την έκδοση) είναι πολλές και εντυπωσιακές. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Η Samsung επέλεξε να βαδίσει εκ του ασφαλούς σε ό,τι αφορά το design του Galaxy Tab S10 FE. Για να είμαστε ειλικρινείς, ο προκάτοχός του δεν είχε κάποιο θέμα οπότε πρακτικά δεν υπήρχε και κανένας ιδιαίτερος λόγος για τυχόν αλλαγές. Ρίχνοντας κάποιος μία ματιά στη συσκευή είναι από δύσκολο έως αδύνατον να καταλάβει ότι πρόκειται για διαφορετικό μοντέλο από εκείνο του 2023 αφού η μόνη διαφορά στις διαστάσεις έχει να κάνει με το προφίλ το οποίο είναι κατά μισό χιλιοστό μικρότερο, ενώ μικρή μείωση παρατηρείται και στο βάρος. Ως εκ τούτου λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα tablet 10,9 ιντσών 254,3 x 165,8 x 6 χιλ. που ζυγίζει περί τα 497 γραμμάρια. Στην πρόσοψη κυριαρχεί η οθόνη που εξακολουθεί να έχει το ίδιο ευμέγεθες πλαίσιο (καταλαμβάνει το 81,7% της συνολικής επιφάνειας). Η selfie camera βρίσκεται στο δεξί πλαίσιο κρατώντας τη συσκευή κατακόρυφα ενώ η κύρια στην πίσω αριστερή γωνία της πλάτης (η οποία φιλοξενεί και ένα ανάγλυφο αλλά διακριτικό λογότυπο της Samsung). Στη δεξιά πλευρά υπάρχουν τα πλήκτρα ενεργοποίησης (με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος) και αυξομείωσης της έντασης του ήχου, στην κάτω βρίσκεται η θύρα USB 2.0 Type-C ενώ στην επάνω συναντάμε την υποδοχή για την κάρτα μνήμης. Τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ ίδια με το Galaxy Tab S9 FE. Το Galaxy Tab S10 FE διαθέτει ακόμα προστασία από νερό και σκόνη βάσει πιστοποίησης IP68 κάτι που σημαίνει πως μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε άφοβα ακόμα κι όταν οι συνθήκες δεν είναι οι ιδανικές. Να θυμάστε απλά πως αν η οθόνη του βραχεί, θα πρέπει να τη σκουπίσετε έτσι ώστε να μπορεί να καταγράψει με ακρίβεια τα αγγίγματά σας. Θυμίζουμε ακόμα πως δεν προσφέρεται θύρα ήχου 3,5 χιλ. Όσον αφορά στα χρώματα, τέλος, το tablet διατίθεται σε τρία: απαλό μπλε, ασημί και γκρι (γκάμα που μπορεί να μην περιλαμβάνει τις παστέλ επιλογές της προηγούμενης έκδοσης αλλά που σε κάθε περίπτωση κρίνεται επαρκής). Ανοίγοντας τη συσκευασία του Galaxy Tab S10 FE, θα διαπιστώσετε πως το tablet πλαισιώνεται από δύο αξεσουάρ: καλώδιο και γραφίδα S Pen, όχι όμως και φορτιστή – κατά την προσφιλή πλέον συνήθεια της Samsung. Αναφορικά με τη γραφίδα, να σημειώσουμε πως είναι ηλεκτρομαγνητικού τύπου και όχι Bluetooth (ό,τι ίσχυε με λίγα λόγια και στα προηγούμενα μοντέλα). Εφαρμόζει μαγνητικά επάνω στο tablet για εύκολη μεταφορά ενώ είναι αρκετά βολική στη χρήση, προσφέροντας έναν πιο φυσικό τρόπο ελέγχου και αλληλεπίδρασης με τη συσκευή – τον οποίο θα βρουν χρήσιμο ειδικά όσοι αρέσκονται να κρατούν σημειώσεις, να σκιτσάρουν και να ζωγραφίζουν. Αν σκέφτεστε να εκμεταλλευτείτε το Galaxy Tab S10 FE για παραγωγικές εργασίες, τότε ενδεχομένως να αξίζει τον κόπο να εξετάσετε την αγορά μίας θήκης-πληκτρολογίου. Η Samsung είχε λανσάρει μία τέτοια για το Galaxy Tab S9 FE και υποθέτουμε πως λόγω της ομοιότητας των δύο μοντέλων, λογικά θα είναι συμβατή και με το φετινό. Κατά πάσα πιθανότητα πάντως θα πρέπει αργά ή γρήγορα να δούμε αντίστοιχο αξεσουάρ και για το Galaxy Tab S10. Οθόνη – Κάμερες Όπως προαναφέραμε, η οθόνη των 10,9 ιντσών καταλαμβάνει το 81,7% της πρόσοψης. Θα θέλαμε να δούμε ένα μικρότερο πλαίσιο αλλά η Samsung δεν μας έκανε το χατίρι. Είναι τύπου IPS LCD με ανάλυση στα 2304 x 1440 pixels στα 249 ppi (λόγος διαστάσεων 16:10) και ρυθμό ανανέωσης 90 Hz. Η μέγιστη φωτεινότητά της αγγίζει τα 800 nits, επίδοση που της επιτρέπει να παραμείνει ευκρινής ακόμα και σε εξωτερικούς χώρους, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως θα είστε σε θέση να χρησιμοποιείτε άνετα το tablet για ώρες υπό αυτές τις συνθήκες. Τα χρώματά της πάντως είναι ζωηρά, η κίνηση της εικόνας ομαλή και γενικώς, δεν πρόκειται να έχετε παράπονα τηρουμένων των αναλογιών. Η τεχνολογία περιορισμού των εκπομπών μπλε ακτινοβολίας είναι επίσης καλοδεχούμενη. Ως προς τις κάμερες τώρα, η κύρια κάμερα της συσκευής αναβαθμίστηκε έχοντας πάει από τα 8 MP στα 13 MP (f/2,0). Ελέγχοντας μάλιστα τα χαρακτηριστικά της, δείχνουν να είναι ολόιδια με εκείνα της κάμερας του μεγαλύτερου Galaxy Tab S10 FE+, οπότε είναι πολύ πιθανόν η Samsung να αποφάσισε να «εξισώσει» τις δύο συσκευές. Στην πρόσοψη υπάρχει υπερευρυγώνιος φακός 12 MP (f/2,4). Και οι δύο κάμερες μπορούν να γράψουν βίντεο έως και σε 4K ανάλυση με ρυθμό 30 fps. Οι επιδόσεις τους είναι «αποδεκτές», αφού σε αυτή την κατηγορία tablets, η αλήθεια είναι πως ο πήχης τοποθετείται μάλλον χαμηλά (παρ’ ό,τι οφείλουμε να παραδεχτούμε πως το Galaxy Tab S10 FE τα καταφέρνει καλύτερα από άλλες συσκευές που έχουμε δει). Είναι επαρκείς για βιντεοκλήσεις με φίλους ή συνεργάτες και για περιστασιακές καθημερινές φωτογραφίες αλλά ως εκεί. Χαρακτηριστικά – Εμπειρία χρήσης Στο εσωτερικό του, το Galaxy Tab S10 FE κρύβει έναν οκταπύρηνο Exynos 1580 στα 4 nm. Αν και όπως αναμενόταν ο επεξεργαστής έχει ανανεωθεί σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, το φρεσκάρισμα αυτό δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Η συγκεκριμένη επιλογή υστερεί σημαντικά συγκριτικά με εκείνες άλλων μοντέλων στα ίδια χρήματα και μολονότι σε απλές καθημερινές εργασίες όπως browsing και ελαφρύ multitasking δεν έχει θέματα, μόλις ζορίσουν τα πράγματα με πιο απαιτητικές εφαρμογές και video games, τα προβλήματα (βλ. throttling με ό,τι αυτό συνεπάγεται) δεν αργούν να χτυπήσουν την πόρτα. Το Galaxy Tab S10 Fe έρχεται σε δύο εκδόσεις: μία με 8 GB RAM και 128 GB αποθηκευτικού χώρου και μία με 12 GB RAM και χωρητικότητα 256 GB. Θα σας προτείναμε εφ’ όσον μπορείτε να αντέξετε την επιβάρυνση των €100 (€699 έναντι €599) να επιλέξετε τη μεγαλύτερη πρόταση, όχι για τον χώρο (η συσκευή άλλωστε υποστηρίζει κάρτες μνήμης microSD χωρητικότητας έως και 2 TB) αλλά για χάρη της RAM αφού θα σας χαρίσει περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Ιδανικά η Samsung θα μπορούσε να συνδυάσει τα 12 GB RAM με τα 128 GB χώρου αλλά τέτοιο combo δεν προσφέρεται. Στα της συνδεσιμότητας, η συσκευή υποστηρίζει ακόμα Wi-Fi 6 και Bluetoth 5.3. Διαθέτει δε μπαταρία χωρητικότητας 8000 mAh με ενσύρματη φόρτιση 45 W. Παρ’ ό,τι ο Exynos 1580 δεν μας εντυπωσίασε ακριβώς με την ισχύ του, τουλάχιστον από πλευράς ενεργειακής αποδοτικότητας βρίσκεται σε πολύ καλά επίπεδα καθώς φτάνει έως και τις 10 ώρες streaming βίντεο – χωρίς πάντως να πρόκειται για κορυφαία επίδοση. Αναφορικά με τη φόρτιση τώρα, για το 0-100% χρειάζονται περί τα 90 λεπτά (να θυμάστε ότι θα χρειαστείτε και τον κατάλληλο φορτιστή). Το Galaxy Tab S10 Fe ενσωματώνει Android 15 το οποίο συνοδεύει το One UI 7. Η Samsung μάλιστα φλεξάρει προσφέροντας – κρατηθείτε – επτά χρόνια αναβαθμίσεων λειτουργικού και ενημερώσεων ασφαλείας, καλύπτοντας τον χρήστη έως και το 2032. Η εμπειρία χρήσης του tablet σε γενικές γραμμές είναι ευχάριστη και αυτό διότι προσφέρονται αρκετές συντομεύσεις και δυνατότητες παραμετροποίησης. Το UI της συσκευής υποστηρίζει πλήθος widgets μέσω των οποίων είναι δυνατή η πρόσβαση και ο έλεγχος όχι μόνο των άλλων συσκευών Galaxy αλλά ενός ολόκληρου οικοσυστήματος smart home. Το bloatware είναι ελάχιστο ενώ η Samsung προσφέρει μία σειρά έξτρα εφαρμογών (Sketchbook, Goodnotes, Clip Studio Paint κ.α.) για όσους θέλουν να εστιάσουν στη δημιουργία. Θα έχετε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσετε τις εφαρμογές της αρεσκείας σας σε split-screen προβολή (ακόμα και με τρεις παράλληλα) για πιο άνετο multitasking – προσαρμόζοντας μάλιστα τον χώρο που καταλαμβάνει η καθεμία στην οθόνη ή επιλέγοντας να έχετε τη δευτερεύουσα εφαρμογή (π.χ. αριθμομηχανή) να «επιπλέει». Για πιο σοβαρές καταστάσεις παραγωγικότητας υπάρχει το DeX το οποίο μάλιστα έχει ανανεωθεί. Η νέα εκδοχή βέβαια είναι πιο «στρογγυλεμένη» θυμίζοντας λιγότερο περιβάλλον Windows, όμως σε κάθε περίπτωση διαθέσιμη είναι κι η παλιά. Δυστυχώς ωστόσο δεν υποστηρίζεται εξωτερική οθόνη, κάτι που θα έλυνε τα χέρια πολλών και θα έδινε στο tablet έναν ισχυρότερο business χαρακτήρα. Οι λειτουργίες AI δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν φυσικά με το Circle to Search να κάνει σε πρώτη φάση ευκολότερη τη διαδικασία αναζήτησης. Η δημιουργία reels γίνεται ακόμα πιο εύκολη με την τεχνητή νοημοσύνη να εκτελεί χρέη μοντέρ μέσω του Auto Trim ενώ σαν bonus, υπάρχει και δυνατότητα επιλογής και συνδυασμού των καλύτερων εκφράσεών σας σε φωτογραφίες με το Best Face. Μιλώντας περί φωτογραφιών, προσφέρεται και Object Eraser για την αφαίρεση αντικειμένων από το κάδρο. Η AI θα αναγνωρίσει τον γραφικό σας χαρακτήρα καθώς λαμβάνετε σημειώσεις, στις οποίες μάλιστα μπορείτε να εισάγετε και μαθηματικές εξισώσεις προς επίλυση! Κι αν επιλέξετε πληκτρολόγιο της Samsung, θα βρείτε και ειδικό πλήκτρο για άμεση πρόσβαση στον προσωπικό βοηθό της προτίμησής σας. Το Galaxy Tab S10 Fe είναι εξαιρετική επιλογή αν η καθημερινότητά σας περιλαμβάνει κάμποσο streaming. Η οθόνη του όπως εξηγήσαμε είναι πολύ καλής ποιότητας ενώ τα προσαρμοσμένα από την AKG στερεοφωνικά ηχεία (στα δεξιά και τα αριστερά και προς τα επάνω κρατώντας τη συσκευή οριζόντια) θα σας καλύψουν απόλυτα με δυνατό, βαθύ αλλά ισορροπημένο ήχο (ακόμα κι αν ανεβάσετε την ένταση στο max, οι παραμορφώσεις είναι ελάχιστες). Θυμίζουμε ότι μπορείτε να συνδέσετε το σετ ακουστικών Bluetooth της αρεσκείας σας ενώ χρησιμοποιώντας αξεσουάρ της Samsung, θα απολαύσετε και τα πλεονεκτήματα του οικοσυστήματός της (ταυτόχρονη σύνδεση με πολλαπλές συσκευές, μεταφορά ήχου κλπ). Συμπέρασμα Εξετάζοντας το Galaxy Tab S10 FE με παρωπίδες, αποτελεί μία αξιόλογη συσκευή που ναι μεν έρχεται βελτιωμένη στα σημεία σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο μοντέλο, είναι δε σε θέση να προσφέρει ολοκληρωμένες (all-around, που λέμε) εμπειρίες. Μπορεί να καλύψει τις ανάγκες ενός χρήστη σε browsing, streaming, επικοινωνία, ελαφριά παραγωγικότητα, άντε και gaming χωρίς σπουδαίες απαιτήσεις στα γραφικά και αυτά σαν σύνολο δεν είναι άσχημα. Το θέμα όμως είναι πως η πρόταση της Samsung δεν παίζει μόνη της στην αγορά και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα. Με μία πολύ γρήγορη ματιά, βλέπετε, γύρω στα €600 (+/- €50 για να είμαστε ακριβείς) που στοιχίζει η φθηνότερη εκδοχή του Galaxy Tab S10 FE, κάποιος θα βρει το Lenovo Legion Tab (πιο φορητή επιλογή στις 8,8 ίντσες και τα 165 Hz με τον ανώτερο Snapdragon 8 Gen 3, 12 GB RAM και μνήμη 256 GB) στα €549 και το Xiaomi Pad 7 Pro (λίγο πιο μεγάλο στις 11,2 ίντσες και τα 144 Hz με τον Snapdragon 8s Gen 3, 12 GB RAM, 512 GB χώρου, τέσσερα ηχεία Dolby Atmos και σώμα από κράμα αλουμινίου) στα €649. Με μία απλή ανάγνωση των ανωτέρω, αντιλαμβάνεστε ότι η Samsung έριξε το Galaxy Tab S10 FE στον… λάκκο με τα λιοντάρια, αφού χωρίς καν να εστιάσουμε σε δυνατότητες και λειτουργίες, από άποψη τεχνικών χαρακτηριστικών και μόνο μένει πίσω. Σύμφωνοι, η υποστήριξη της οποίας χαίρει, όσον αφορά στο λειτουργικό σύστημα και τις ενημερώσεις ασφαλείας είναι – πιθανότατα – η καλύτερη στην αγορά, εξασφαλίζοντας πως πρόκειται για future-proof λύση που θα αντέξει στον χρόνο. Πέραν τούτου όμως; Για ποιον λόγο κάποιος να επιλέξει Samsung έναντι του ανταγωνισμού; Αυτό που ισχύει είναι ότι το Galaxy Tab S10 FE αποτελεί τη mid-range πρόταση που θα επιλέξει ο καταναλωτής ο οποίος δεν αναζητά απλώς ένα αξιόλογο tablet αλλά ένα που θα είναι ικανό να ενσωματωθεί στο οικοσύστημα Galaxy. Αν για παράδειγμα κάποιος έχει στην κατοχή του smartphone, smartwatch, smart ring, smart TV ή οποιαδήποτε άλλη έξυπνη συσκευή της Samsung και θέλει να προσθέσει στην «οικογένεια» ένα tablet δίχως όμως να επιθυμεί high-end μοντέλο, τότε το συγκεκριμένο είναι το go-to προϊόν του. Αν νομίζετε ότι η προσέγγιση αυτή σας καλύπτει, δώστε του μία ευκαιρία.
-
Ενάμιση χρόνο μετά το λανσάρισμα του Galaxy Tab S9 FE τον Οκτώβριο του 2023, η Samsung έριξε στην αγορά τον διάδοχό του. Ο λόγος για το Galaxy Tab S10 FE, ένα μοντέλο που τοποθετείται στη mid-range κατηγορία και έρχεται να αποτελέσει μία ενδιαφέρουσα περίπτωση για κάποιον που επιθυμεί ένα tablet στο πλαίσιο του οικοσυστήματος της Samsung. Έχει να αντιμετωπίσει όμως και τεράστιο ανταγωνισμό καθώς οι προτάσεις στα ίδια επίπεδα τιμής στο χώρο του android (€600-700, ανάλογα την έκδοση) είναι πολλές και εντυπωσιακές. Η Samsung επέλεξε να βαδίσει εκ του ασφαλούς σε ό,τι αφορά το design του Galaxy Tab S10 FE. Για να είμαστε ειλικρινείς, ο προκάτοχός του δεν είχε κάποιο θέμα οπότε πρακτικά δεν υπήρχε και κανένας ιδιαίτερος λόγος για τυχόν αλλαγές. Ρίχνοντας κάποιος μία ματιά στη συσκευή είναι από δύσκολο έως αδύνατον να καταλάβει ότι πρόκειται για διαφορετικό μοντέλο από εκείνο του 2023 αφού η μόνη διαφορά στις διαστάσεις έχει να κάνει με το προφίλ το οποίο είναι κατά μισό χιλιοστό μικρότερο, ενώ μικρή μείωση παρατηρείται και στο βάρος. Ως εκ τούτου λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα tablet 10,9 ιντσών 254,3 x 165,8 x 6 χιλ. που ζυγίζει περί τα 497 γραμμάρια. Στην πρόσοψη κυριαρχεί η οθόνη που εξακολουθεί να έχει το ίδιο ευμέγεθες πλαίσιο (καταλαμβάνει το 81,7% της συνολικής επιφάνειας). Η selfie camera βρίσκεται στο δεξί πλαίσιο κρατώντας τη συσκευή κατακόρυφα ενώ η κύρια στην πίσω αριστερή γωνία της πλάτης (η οποία φιλοξενεί και ένα ανάγλυφο αλλά διακριτικό λογότυπο της Samsung). Στη δεξιά πλευρά υπάρχουν τα πλήκτρα ενεργοποίησης (με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος) και αυξομείωσης της έντασης του ήχου, στην κάτω βρίσκεται η θύρα USB 2.0 Type-C ενώ στην επάνω συναντάμε την υποδοχή για την κάρτα μνήμης. Τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ ίδια με το Galaxy Tab S9 FE. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο
-
Ο λόγος για το Galaxy Tab S10 FE, ένα μοντέλο που τοποθετείται στη mid-range κατηγορία και έρχεται να αποτελέσει μία ενδιαφέρουσα περίπτωση για κάποιον που επιθυμεί ένα tablet στο πλαίσιο του οικοσυστήματος της Samsung. Έχει να αντιμετωπίσει όμως και τεράστιο ανταγωνισμό καθώς οι προτάσεις στα ίδια επίπεδα τιμής στο χώρο του android (€600-700, ανάλογα την έκδοση) είναι πολλές και εντυπωσιακές. Η Samsung επέλεξε να βαδίσει εκ του ασφαλούς σε ό,τι αφορά το design του Galaxy Tab S10 FE. Για να είμαστε ειλικρινείς, ο προκάτοχός του δεν είχε κάποιο θέμα οπότε πρακτικά δεν υπήρχε και κανένας ιδιαίτερος λόγος για τυχόν αλλαγές. Ρίχνοντας κάποιος μία ματιά στη συσκευή είναι από δύσκολο έως αδύνατον να καταλάβει ότι πρόκειται για διαφορετικό μοντέλο από εκείνο του 2023 αφού η μόνη διαφορά στις διαστάσεις έχει να κάνει με το προφίλ το οποίο είναι κατά μισό χιλιοστό μικρότερο, ενώ μικρή μείωση παρατηρείται και στο βάρος. Ως εκ τούτου λοιπόν έχουμε να κάνουμε με ένα tablet 10,9 ιντσών 254,3 x 165,8 x 6 χιλ. που ζυγίζει περί τα 497 γραμμάρια. Στην πρόσοψη κυριαρχεί η οθόνη που εξακολουθεί να έχει το ίδιο ευμέγεθες πλαίσιο (καταλαμβάνει το 81,7% της συνολικής επιφάνειας). Η selfie camera βρίσκεται στο δεξί πλαίσιο κρατώντας τη συσκευή κατακόρυφα ενώ η κύρια στην πίσω αριστερή γωνία της πλάτης (η οποία φιλοξενεί και ένα ανάγλυφο αλλά διακριτικό λογότυπο της Samsung). Στη δεξιά πλευρά υπάρχουν τα πλήκτρα ενεργοποίησης (με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος) και αυξομείωσης της έντασης του ήχου, στην κάτω βρίσκεται η θύρα USB 2.0 Type-C ενώ στην επάνω συναντάμε την υποδοχή για την κάρτα μνήμης. Τα υπόλοιπα είναι λίγο-πολύ ίδια με το Galaxy Tab S9 FE. Διαβάστε ολόκληρο το review
-
H Huawei μας έχει προσφέρει στο παρελθόν άκρως εντυπωσιακά smartwatches. Ειδικά στο φινάλε της περασμένης χρονιάς, τα Watch GT 5 Pro και Watch D2 μας άφησαν εξαιρετικές εντυπώσεις, οπότε οι προσδοκίες μας από το Watch 5 ήταν αναμενόμενα υψηλές. Βέβαια το προφίλ του διαφέρει αρκετά σε σχέση με τις προηγούμενες προτάσεις της Huawei: εξαιρώντας τις εξειδικευμένες λύσεις της Garmin και τα ακριβότερα μοντέλα Apple Watch, πρόκειται για ένα από τα smartwatch που τοποθετείται αρκετά ψηλά στη high-end κατηγορία, κάτι που αναμφίβολα περιορίζει το κοινό που μπορεί να το αντέξει οικονομικά και δημιουργεί αρκετά υψηλές προσδοκίες. Το κατά πόσο το Huawei Watch 5 είναι σε θέση να τις εκπληρώσει, θα το διαπιστώσουμε ευθύς αμέσως. Αν κάποιος υποστηρίξει πως το Huawei Watch 5 είναι το ομορφότερο smartwatch που έχει υπάρξει ποτέ, δεν θα διαφωνήσουμε μαζί του. Διαβάστε ολόκληρο το review Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο