Προς το περιεχόμενο

Τα 'χω 400


acid18

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Τώρα που ξεκαθαρίστηκε μια και καλή, και υπάρχει γενική συναίνεση, ότι η ετυμολογία ΕΙΝΑΙ επιστήμη, ας δούμε τα θέματα που έχουν μείνει ανοιχτά. (Θεωρώ ότι το σχόλιο «δεν είναι επιστήμη η ίδια» στο #41 μόνο ως απόπειρα για αστεϊσμό μπορεί να εκληφθεί, καθότι συνιστά κλασική περίπτωση λογικής πλάνης αμφισημίας σοφίσματος — οπότε φρονώ δεν θα έμπαινε ποτέ στη συγκροτημένη επιχειρηματολογία που θα ανέμενε κάποιος από τον GreyHorse.)

 

1. Περί επιστημονικής ετυμολογίας

 

«Η επιστημονική ετυμολογία, που απετέλεσε επιστημονικό πεδίο έρευνας όλων έρευνας όλων των ιστορικοσυγκριτικών γλωσσολόγων» αναπτύχθηκε ήδη από τις αρχές του 19ου αι. και μετά (ΕΛΝΕΓ, σελ. 11-12). Για τον φιλομαθή αναγνώστη της παρούσας συζήτησης, προτείνεται ανεπιφύλακτα να διαβάσει την Εισαγωγή του εν λόγω έργου, η οποία βρίσκεται εδώ: http://www.lexicon.gr/lexica/flip_etym/index.html Επιτρέψτε μου ωστόσο να παραθέσω ένα εδάφιο το οποίο θα μας φανεί εξόχως χρήσιμο — και θα μας προσδιορίσει το ποια ακριβώς είναι η δουλειά, ο επιστημονικός ρόλος, του ετυμολόγου (που διόλου “ανύπαρκτος” τελικά δεν είναι!):

Έργο τού γλωσσολόγου-ετυµολόγου είναι να ανασυστήσει και άρα να ερμηνεύσει πρώτα την προέλευση τής μορφής (τού τύπου) μιας λέξης και μαζί τής σημασίας της (αν έχει αλλάξει). Είναι επίπονη όσο και ελκυστική επιστημονική προσπάθεια να ερμηνεύσει κανείς την προέλευση τής μορφής τής λέξης· αποτελεί περιπλάνηση µε σκοπό την αναζήτηση τής ρίζας της μέσα από τις μαρτυρίες ομοειδών λέξεων από συγγενείς γλώσσες και περνώντας συχνά από τους δύσβατους δρόμους, χαμένους μέσα στον χρόνο, των μεταβολών που έχουν επέλθει στη φθογγική σύστασή της ή στη γραμματική της δομή. Σε αυτή τη δημιουργική περιπλάνηση ο ετυμολόγος δεν πορεύεται αυθαίρετα, χωρίς πυξίδα. Η γλωσσική επιστήμη, μέσα από την έρευνα πολλών χρόνων, έχει καθορίσει τη μεθοδολογία επανασύνθεσης και ερμηνείας τής μορφής και λιγότερο —λόγω τής ρευστότητάς της και των ποικίλων εξωγλωσσικών συνθηκών— τής σημασίας των λέξεων. Έτσι ελέγχεται επιστημονικά και η αποδοχή ή µη μιας ετυμολογικής ερμηνείας. Οπωσδήποτε, στον χώρο τής ετυμολογίας και στο αρχικό στάδιο μιας ετυμολόγησης η δημιουργική φαντασία και η συνθετική ικανότητα τού μελετητή παίζουν βασικό ρόλο. Γι’ αυτό δεν είναι ασυνήθιστο να υπάρχουν για αρκετές λέξεις περισσότερες από µία ετυμολογικές ερμηνείες (προτάσεις), από τις οποίες ο ετυμολόγος επιλέγει την επιστημονικά πλέον πειστική και αξιόπιστη, ενώ σπανιότερα —σε περιπτώσεις μείζονος αμφισβήτησης για την ετυµολόγηση μιας λέξης ελλείψει στοιχείων— είναι υποχρεωμένος να αναφέρει δύο ή και περισσότερες.

 

2. Περί ελαχίστου ορίου σημαντικότητας ως προαπαιτούμενο για επιστημονική προσέγγιση

 

Επειδή αναφέρθηκε ο ισχυρισμός ότι «η επιστημονική προσέγγιση απαιτεί και σοβαρό λόγο ύπαρξης», κρίνω σκόπιμο να υπογραμμίσω πως η έννοια του πόσο “σοβαρός” μάς φαίνεται ο λόγος για κάτι εισάγει ένα καίριο στοιχείο υποκειμενικότητας σε κάτι —την επιστήμη— η οποία οφείλει απ’ τη φύση του να είναι απόλυτα αντικειμενικό.

 

Και για να μην παραπέμπω σε γενικά στοιχεία επιστημολογίας, ας παραμείνουμε στο πεδίο που μας απασχολεί, τη γλώσσα: Πόσοι από εσάς θα αποδεχόσασταν να αγοράσετε ένα λεξικό όπου οι λεξικογράφοι, οι ετυμολόγοι και οι γλωσσολόγοι θα ασχολούνταν επιστημονικά κατά τη λημματογράφηση μόνο με πράγματα που θα θεωρούσαν πως έχουν “σοβαρό λόγο ύπαρξης”; Που, ενδεχομένως, δεν θα σας παρείχε ετυμολογικές πληροφορίες για κάποια λέξη ή έκφραση; Ή που ίσως θα απέφευγε να αποθησαυρίσει εν χρήσει λέξεις οι οποίες πιθανόν να φάνταζαν όχι αρκετά σοβαρές στα μάτια των συντακτών του;

 

Ευτυχώς (όπως είναι φυσικά αναμενόμενο), κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ακόμη κι όταν μια λέξη ή έκφραση αποδεικνύεται από τα στοιχεία χρήσης της πως δεν είναι απαραίτητο να συμπεριληφθεί σε ένα λεξικό της γενικής γλώσσας, υπάρχουν ειδικά επιστημονικά αργκοτικά, ιδιωματισμών, υπογλωσσών και/ή φρασεολογικά λεξικά, καθώς και μονογραφίες και πλήθος δημοσιεύσεων. Ενδεικτικά, χιλιάδες είναι τα ευρήματα με όρο αναζήτησης slang στο Google Scholar, ικανός ο αριθμός σχετικών εισηγήσεων σε συνέδρια (αναφέρομαι ειδικά για την ελληνική γλώσσα, όπου ομολογουμένως είμαστε πιο πίσω σε πανεπιστημιακή δραστηριοποίηση στο θέμα της αργκό) και εκτεταμένη είναι η ακαδημαϊκού επιπέδου διεθνής βιβλιογραφία — με αποκορύφωμα το περιβόητο τρίτομο Green's Dictionary of Slang.

 

Ωστόσο η μεγαλύτερη παγίδα σχετικά με τον “σοβαρό λόγο” για επιστημονική ετυμολογική ανάλυση είναι η ψευδαίσθηση πως κάποια ετυμολόγηση είναι προφανής· για το οποίο, βλ. παρακάτω.

 

3. Περί της υπάρξεως “προφανούς” στην ετυμολογία

 

Μια μεγάλη αυταπάτη, η οποία μάλιστα μπορεί να βρεθεί να τροφοδοτεί συστηματικά γνωσιακές πλάνες, είναι η πεποίθηση ότι η ετυμολόγηση μιας λέξης ή φράσης είναι προφανής — και μάλιστα η συγκεκριμένη αυταπάτη είναι συχνά ο μηχανισμός που κρύβεται πίσω από κάποιες παρετυμολογίες (άλλοι παρετυμολογικοί μηχανισμοί είναι οι συνήθεις λογικές πλάνες: confirmation bias, hindsight bias, cum hoc ergo propter hoc κ.ά. — μόνες τους ή συνδυαστικά).

 

Καμιά φορά η λογική πλάνη των ευσεβών πόθων συνδυάζεται με τη ψευδαίσθηση της προφανούς ετυμολογίας έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε συγκεκριμένου περιεχομένου ή σημασίας έτυμον (όπως λ.χ. έκανε ο Πλάτωνας στον Κρατύλο και ο Σ. Βασδέκης προσφάτως). Επίσης, η ψευδαίσθηση της προφανούς ετυμολογίας συνοδεύει συχνά το επιχείρημα ad populum — που δεν παύει να αποτελεί λογική πλάνη.

 

Για να δείτε και μόνοι σας πόσο απατηλή μπορεί να είναι η αίσθηση περί προφανούς ετυμολογίας, απαντήστε στα εξής (προφανή) ερωτήματα — και δείτε πόσες από αυτές τις (πιθανότατα προφανέστατες, για ορισμένους) ετυμολογίες βρήκατε σωστά:

  • Το αβγατίζω σχετίζεται ετυμολογικά με το αβγό;

όχι: αβγατίζω << εκβαίνω, ενώ αβγό << ωόν

  • Το βαριεστημένος σχετίζεται ετυμολογικά με το βαριέμαι;

όχι· προέρχεται από το τουρκ. vazgeçmek

  • Το μετάλλιο προέρχεται από τη λ. μέταλλο;

όχι: ανάγεται σε απώτατο έτυμον το λατ. medius· είναι παρασύνδεση από τα ιταλικά

  • Το ξέφτι σχετίζεται ετυμολογικά με το ξεφτιλίζω;

όχι: ξέφτι << εκπτύω, ενώ ξεφτιλίζω << εξευτελίζω, με πιθ. συμφυρματική επίδραση της λ. φιτίλι

  • Το τρεχαντήρι σχετίζεται ετυμολογικά με το τρέχω;

όχι: συνδέεται με το τροχός· είναι από το τροχαντήρ

  • Το μεσοβέζικος σχετίζεται ετυμολογικά με το μέσος;

όχι· προέρχεται από το τουρκ. müşevveş

  • Το αγιόκλημα σχετίζεται ετυμολογικά με τη λ. άγιος;

όχι: συνδέεται με την αίγα· κανονικά είναι αιγόκλημα

  • Το εφτάζυμος σχετίζεται ετυμολογικά με τη λ. εφτά;

όχι: συνδέεται με το πρόθημα αυτο-· κανονικά είναι αυτόζυμος

  • Το πολυκλινική σχετίζεται ετυμολογικά με τη λ. πολύς;

όχι: συνδέεται με την πόλη· είναι παρασυνδεδεμένο μεταφραστικό δάνειο από τα γερμανικά

.

Καταλήγοντας:

  1. Δεν υπάρχει “προφανές” στην ετυμολογία, μόνον επιστημονικά τεκμηριωμένο.
  2. Το να μας αρέσει μια ετυμολόγηση, δεν την καθιστά ορθή.
  3. Το να μας φαίνεται απόλυτα εύλογη μια ετυμολόγηση, δεν την καθιστά ορθή.
  4. Το να είναι δημοφιλής (ή αποδεκτή από μεγάλη μάζα μη-ειδικών) μια ετυμολόγηση, δεν την καθιστά ορθή.
  5. Το να μην μας αρέσει μια ετυμολόγηση, δεν την καθιστά λανθασμένη.

 

4. Περί των εκφράσεων με τη λ. «πούστης»

 

Τέθηκε το ερώτημα για την προέλευση της φρ. «τρώω σαν πούστης». Αρχικά έγινε η εικασία πως προέρχεται «από το στερεότυπο που θέλει τους γκέη να μη χορταίνουν να τον τρώνε». Ωστόσο μια τέτοια προσπάθεια εξήγησης μάλλον αφήνει μετέωρο το ζήτημα των άλλων χρήσεων της συγκεκριμένης σύναψης (λ.χ. τρέχω σαν πούστης, κοιμήθηκα σαν πούστης), καθότι αυτές δεν εμπεριέχουν το στοιχείο του ακόρεστου — ενώ απ’ την άλλη ιδιωματικές εκφράσεις που ξεκάθαρα γνωρίζουμε ότι δηλώνουν το ακόρεστο / αχόρταγο ίδιον (π.χ. γαργαντούας) κατά κανόνα δεν επεκτείνονται σημασιακά σε έννοιες πέραν της ανάλωσης (δλδ κάποιος τρώει σαν γαργαντούας ή ένα αυτοκίνητο που καίει πολύ είναι γαργαντούας, αλλά πάντως δεν τρέχει σαν γαργαντούας). Τέλος, υπάρχουν στερεότυπα πολύ ισχυρότερα για την απουσία σεξουαλικά κορεσμού, όπως π.χ. συμβαίνει με τη λ. πουτάνα, αλλά εκεί δεν γνωρίζω καμία ανάλογη σύναψη — και μάλιστα για ανάλογο εύρος ρημάτων.

 

Στη συνέχεια διατυπώθηκε η εικασία ότι «όλες οι εκφράσεις “σαν πούστης” (τρέχει, τρώει, πίνει, καπνίζει κλπ) υποδηλώνουν υπερβολή στη δραστηριότητα και πιθανότατα προέρχονται από την υπερβολή που θεωρείται ότι χαρακτηρίζει τους ομοφυλόφιλους». Πλέον εδώ έχουμε μια προσπάθεια εξήγησης που να καλύπτει όλο το εύρος χρήσης· εντούτοις, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην πέσουμε σε λογική πλάνη: Πρέπει πρώτα να μπορέσουμε να διακρίνουμε τι προηγείται, η υπερβολή απ’ τη μεριά του πράττοντος ή ο θαυμασμός μας προς τον πράττοντα. Εάν το πρωτεύον χαρακτηριστικό είναι όντως η υπερβολή, τότε γιατί δεν έχουμε ανάλογη σημασιακή επέκταση σε χαρακτηρισμούς υποκειμένων που πράττουν υπερβολικά (πρβλ. σαν Βέγγος, σαν ζώο, σαν λύκος, σαν αράπης, σαν τούβλο κ.ά.); Στις συνάψεις που προανέφερα, μπορείτε να συνδυάσετε συγκεκριμένο ρήμα, αλλά όχι όλα όσα πάνε με το «σαν πούστης». Δείτε όμως μια φτιαχτή περίπτωση σύναψης που σκάρωσα για την περίσταση· το «σαν διάολος»: Εδώ πιθανότατα μπορείτε να πείτε όλα τα προαναφερθέντα ρήματα (και άλλα, ακόμη) χωρίς πρόβλημα κατανόησης απ’ το ακροατήριό σας — διότι απλούστατα η λ. διάολος χρησιμοποιείται ως δηλωτική θαυμασμού (βλ. 6η & 7η σημασίες στο λήμμα διάβολος στη 4η έκδ. τού ΛΝΕΓ).

 

Η ετυμολογία που (μέσω Ταχτσή) δίνεται στο slang.gr είναι ότι ο κόσμος λέει «σαν πούστης» επειδή θεωρεί ότι οι ομοφυλόφιλοι βιώνουν τα πάντα εντονότερα. Η συγκεκριμένη άποψη (εφόσον την έχει γράψει έτσι ο Ταχτσής στο αυτοβιογραφικό Το φοβερό βήμα, που εκδόθηκε το 1989) είναι κττμά απλώς μια εκ των υστέρων παρετυμολόγηση με κριτήριο το τι φαντάζει γοητευτικότερο κι όχι την επιστημονική ορθότητα — κάτι σαν το «άνω θρώσκειν» που λέγεται για τη λ. άνθρωπος. Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η έκφραση «σαν πούστης» μαρτυρείται τουλάχιστον πριν από το 1981, χρονιά κατά την οποία άρχισε τη συλλογή του υλικού της η Μαίρη Κουκουλέ· και αυτό που με βεβαιότητα γνωρίζουμε για την εποχή που προηγήθηκε, είναι ότι «οι κίναιδοι αποφεύγουν επιμελώς την χρήση της λέξεως πούστης και των παραγώγων της» όπως γράφει ήδη από το 1971 ο Ηλίας Πετρόπουλος (Καλιαρντά, σελ. 189-190).

 

Μια άλλη πιθανή ομάδα που θα μπορούσε να γεννήσει τη συγκεκριμένη έκφραση είναι ο υπόκοσμος, αλλά όπως διαβάζουμε πάλι στον Ηλία Πετρόπουλο (Άγνωστες παροιμίες και φραστικά κλισέ της Φάρας, ήτοι του υπόκοσμου, 2η έκδ. 2002), τα άτομα του υποκόσμου ούτε ν’ ακούσουν δεν ήθελαν για πούστηδες, και χρησιμοποιούσαν τη λέξη αποκλειστικά ως μειωτική βρισιά: «όξω, πούστη!» (βρισιά πού εξακοντίζουν στους ανεπιθύμητους), «γυναίκα, πούστης και πρεζόνι δεν μπαίνει σε τεκέ» (παλιό γνωμικό της Φάρας, πού δείχνει πώς οι μάγκες δεν έμπαζαν στα κόλπα τους αυτές τις τρεις κατηγορίες  ανθρώπων) . Ανάλογα γράφει ο Πετρόπουλος και το 1979 στο Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη, όπου (σελ. 167) βλέπουμε ότι «όλοι οι πούστηδες κατάδικοι είναι χαφιέδες». Επομένως ούτε από τον χώρο του υποκόσμου είναι εύλογο να έχουμε ξαφνικά τη λέξη να αποκτά εύσημο περιεχόμενο και να εισέρχεται στο γενικό λεξιλόγιο.

 

H Μαίρη Κουκουλέ στη Νεοελληνική Αθυροστομία (β' τόμος, λήμμα 561) αποθησαυρίζει την έκφραση (σε δύο συνάψεις: με το «έφαγα» και το «κοιμήθηκα»), χωρίς ωστόσο να σχολιάζει την ετυμολογική προέλευση. Όμως στον ίδιο τόμο (λήμμα 448, ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ), βλέπουμε να κυριαρχεί η λ. πούστης ως έκφραση θαυμασμού —και αυτοθαυμασμού (σημαντικό στοιχείο)—: Είδες πώς τα κανόνισα, ο πούστης! Ποιος είμαι, ρε, ο πούστης! Κοίτα, τον πούστη! Επομένως έχουμε εδώ απτή απόδειξη ότι η λέξη είναι ενδεικτική θαυμασμού στο γενικό λεξιλόγιο, και είδαμε πιο πριν ότι η εύσημη και θετική αυτή μεταστροφή δεν δείχνει δυνατόν να έχει τελεστεί ούτε εντός του χώρου των ομοφυλόφιλων, ούτε εντός του υποκόσμου.

 

Η προσωπική μου πρόταση ετυμολόγησης βασίζεται στην παραγωγή μέσω της τρίτης σημασίας της λέξης (βλ. λήμμα πούστης στην 4η έκδ. τού ΛΝΕΓ), δηλαδή αυτήν η οποία χρησιμοποιείται ως έκφραση θαυμασμού: Βρε τον πούστη, τι ωραία που τα λέει! Κοίτα τι απίστευτο έκανε ο πούστης! Ρε συ, είδες τι έπιασε ο πούστης; Επομένως, όταν ένα ρήμα περιγράφει μια πράξη που κάναμε σε τόσο υπερθετικό ή ακραίο ή τέλειο ή απίστευτο βαθμό που ακόμη κι εμείς θαυμάζουμε τον εαυτό μας, εικάζω τη σημασιακή μετάβαση πω, τι ύπνο έκανα ο πούστης > κοιμήθηκα σαν πούστης. Συναφής προς την εύσημη αυτή θαυμαστική σημασία φρονώ ότι αποδείχθηκε η λειτουργία των εξής επικουρικών παραγόντων:

  • Ότι, από ως φαίνεται διαφορετική πορεία, βρέθηκε η ευρύτητα του πρωκτού (λ. κωλοφαρδία) να δηλώνει (στο γενικό λεξιλόγιο) τη μεγάλη τύχη — και μαζί μ’ αυτήν κι όλα όσα η πολλή τύχη φέρνει: πάρα πολλά λεφτά, μεγάλη ζωή κλπ.
  • Εύλογα η (νοερή) σύνδεση κωλόφαρδου-ευρύπρωκτου έδωσε φράσεις όπως «πάλι με αράπη κοιμήθηκες;» και «του πούστη το χρήμα» (για το πάρα πολύ χρήμα).
  • Λέξεις με πρώτη σημασία υβριστική ή μειωτική, καταλήγουν σύντομα ν’ αποκτούν και λειτουργία θαυμαστική: άτιμος, διάολος, μπαγάσας, κερατούκλης κλπ.

 

Καταλήγοντας:

  1. Δεν υπάρχει αυτήν τη στιγμή έγκριτη πηγή με την ετυμολόγηση της σύναψης «σαν πούστης».
  2. Υπάρχουν διάφορες πιθανολογήσεις, οι οποίες είναι διαφορετικές μεταξύ τους και δεν είναι επιστημονικά ορθό το να επιχειρείται μια γενικευμένη ομαδοποίησή τους με τη λογική πως πάνω-κάτω είναι το ίδιο.
  3. Προσωπικά στοιχειοθέτησα τη δική μου ετυμολογική υπόθεση πιο πάνω, η οποία βασίζεται στη σημασία θαυμασμού που έχει (μεταξύ των άλλων) η λέξη.

 

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!

Δημιουργία νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα
  • Δημιουργία νέου...