Το XRP token της Ripple συνιστούσε αξιόγραφο, όταν η εταιρεία το διέθεσε σε θεσμικούς επενδυτές, αποφάνθηκε αυτή την εβδομάδα 
δικαστήριο των ΗΠΑ.

Η υπόθεση, η οποία οδηγήθηκε στις δικαστικές αίθουσες μετά από προσφυγή της Αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, ως προς τον καθορισμό του κατά πόσο τα token αποτελούν κινητές αξίες. Αν και πρόκειται για μια ενδιάμεση απόφαση, στο πλαίσιο ευρύτερης υπόθεσης η οποία δεν έχει τελεσιδικήσει, η ετυμηγορία εξακολουθεί να είναι σημαντική.

Στο κείμενο της απόφασής της, η δικαστής Αναλίζα Τόρες αποφαίνεται ότι οι πωλήσεις XRP,  ύψους 728,9 εκατομμυρίων δολαρίων, στις οποίες προχώρησε η Ripple προς θεσμικούς επενδυτές -εταιρίες διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων κτλ.- συνιστούσαν μη καταχωρημένες μεταβιβάσεις αξιόγραφων. Αντίθετα, οι αυτοματοποιημένες πωλήσεις, καθώς και εκείνες στις οποίες προχώρησαν ανώτατα στελέχη της Ripple δεν θεωρούνται τέτοιες. Ως προς τις υπόλοιπες αιτιάσεις, η υπόθεση πρόκειται να οδηγηθεί σε δίκη με τη συμμετοχή ενόρκων.
Στο κείμενο της αγωγής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ισχυρίζεται ότι η Ripple δεν παρείχε στους επενδυτές τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να αξιολογήσουν τους κινδύνους της επένδυσης.

Στο σκεπτικό της, η Τόρες παραπέμπει σε υπόθεση η οποία οδηγήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ το 1946, σύμφωνα με την οποία τα αξιόγραφα «αποτελούν επένδυση σε συνήθη επιχείρηση με την προσδοκία εξασφάλισης κέρδους αποκλειστικά μέσω των ενεργειών άλλων». Ο συγκεκριμένος ορισμός έχει προκαλέσει την ενόχληση διαφόρων μελών της κοινότητας των κρυπτονομισμάτων, καθώς τον θεωρούν παρωχημένο.

Το ερώτημα κατά πόσο τα κρυπτονομίσματα αποτελούν πράγματι κινητές αξίες παραμένει σε εκκρεμότητα εδώ και καιρό. Επενδυτές στα XRP θεωρούν την ετυμηγορία θετική εξέλιξη, καθώς η τιμή του συγκεκριμένου token εκτινάχθηκε κατά σχεδόν 30%, στον απόηχο της απόφασης. Κι αυτό γιατί η πώλησή του στα ανταλλακτήρια δεν θεωρείται προσφορά μη καταχωρημένου αξιόγραφου.

Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, η Ripple είχε προτείνει μια ερμηνεία του λεγόμενου Τεστ Χάουι, η οποία έθετε ως προαπαιτούμενα ορισμένα «απαραίτητα στοιχεία». Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ένα αξιόγραφο προϋποθέτει τη σύναψη συμβολαίου, το οποίο περιγράφει τα δικαιώματα του επενδυτή, τις υποχρεώσεις του παράγοντα που προωθεί την επένδυση μετά την πώληση, καθώς και το δικαίωμα μεριδίου στα κέρδη.

Η δικαστής δεν αποδέχτηκε αυτή την ερμηνεία, «η οποία θα καλούσε το Δικαστήριο να διακρίνει νοήματα τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο κείμενο και θα επέβαλε επιπρόσθετα προαπαιτούμενα τα οποία δεν καθορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο», όπως ανέφερε στο κείμενο της απόφασής της. «Το Δικαστήριο δεν βλέπει κανένα λόγο προκειμένου να ενεργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο».

Στη συνέχεια, η δικαστής επισημαίνει ότι ουδέποτε στο παρελθόν είχε προβληθεί η ερμηνεία αυτή και, πέραν όλων των άλλων, «σε περισσότερα από εβδομήντα πέντε χρόνια ερμηνείας του νόμου μετά το Τεστ Χάουι, τα δικαστήρια έχουν αποφανθεί ότι υφίσταται επενδυτικό συμβόλαιο ακόμη και όταν απουσιάσουν τα ‘απαραίτητα στοιχεία’ που ισχυρίζονται οι Εναγόμενοι».

Οι αυτοματοποιημένες πωλήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσω ανταλλακτηρίων, περισσότερο έτειναν σε δευτερογενείς διαπραγματεύσεις, παρά σε αρχική προσφορά, αναφέρει στο σκεπτικό της η Τόρες. «Ένας Θεσμικός Επενδυτής συνειδητά αγόρασε XRP απευθείας από τη Riiple, βάσει των παραμέτρων μιας σύμβασης, όμως η οικονομική πραγματικότητα είναι ότι ο Προγραμματικός Επενδυτής βρισκόταν στην ίδια θέση όπως ένας αγοραστής δευτερογενούς αγοράς που δεν γνώριζε σε ποιον ή τι κατέβαλε τα χρήματά του», αναφέρει χαρακτηριστικά η δικαστής στο σκεπτικό της απόφασής της.

  • Like 3
  • Confused 2