Προς το περιεχόμενο

Ιστορίες των insomniacs


Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

Έγραψα μια μικρή ιστορία πριν λίγες μέρες και ήθελα να μου πείτε τη γνώμη σας, και επειδή δεν ήξερα πού να τη δημοσιεύσω, σκέφτηκα να κάνουμε ένα μικρό θέμα, όπου να δημοσιεύουμε κείμενά μας (ιστορίες, διηγήματα, προσωπικές σκέψεις ή ότι άλλο θέλει ο καθένας). Ίσως έχει ενδιαφέρον.

 

Η ιστορία μου:

 

Δε θα πω ψέματα. Είναι υπέροχο να μπορείς να πετάς. Να απολαμβάνεις την αίσθηση του αέρα, την ταχύτητα, την ελευθερία… Όλα αυτά.

 

Εκείνη τη μέρα, όμως, ήθελα ακόμη περισσότερα. Είχα ακούσει τις ιστορίες και γνώριζα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πως πέρα μακριά, στις αχαρτογράφητες περιοχές αυτού του κόσμου, ζούσε το πλάσμα που στοίχειωνε τα όνειρα των συντρόφων μου. Και εγώ θα ήμουν αυτός που θα το πλησίαζε και θα το μελετούσε από κοντά.

 

Πολλοί είχαν επιχειρήσει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν. Λίγοι επέστρεψαν. Μα δε δίστασα. Ήξερα ότι αν κρατούσα τη συγκέντρωσή μου, εγώ θα είχα το πλεονέκτημα. Τα φτερά μου δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν απέναντι σε ένα πελώριο τέρας καταδικασμένο να σέρνεται στα χώματα.

 

Κι ύστερα, ήταν και οι θησαυροί που με περίμεναν εκεί. Τεράστιες ποσότητες, πλούτη και πολύτιμα αγαθά, αρκετά για να βοήθησουν όχι μόνο εμένα και την οικογένεια μου, αλλά και όλους όσους είχαν ανάγκη. Ήταν τόσα πολλά, που δεν είχα καν ιδέα αν θα μπορούσα να τα κουβαλήσω όλα αυτά! Βουνά ολόκληρα!

 

«Παππού, εσύ γνωρίζεις σίγουρα το δρόμο για την πελώρια σπηλιά με τους θησαυρούς. Όλοι έχουν να λένε για την περιπέτειά σου! Θα μου αποκαλύψεις το μυστικό;», ρώτησα με ελπίδα.

 

Ο παππούς μου με κοίταξε σκεπτικός.

 

«Χμ…»

 

Ξερόβηξε, κοίταξε πέρα μακριά και μου είπε αργά και ήρεμα:

 

«Είμαι απόλυτα βέβαιος πως ό,τι και να πω για να προσπαθήσω να σε μεταπείσω θα είναι χαμένος χρόνος. Το αίμα σου βράζει. Το πήρες από τον πατέρα σου… Ας είναι λοιπόν. Θα σου πω ότι γνωρίζω.»

 

Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, το «νέκταρ» του όπως το αποκαλούσε, και συνέχισε:

 

«Η σπηλιά δεν είναι πάντα ορατή. Αποκαλύπτεται μόνο σε κάποιες εκλεκτές νύχτες. Δυστυχώς δεν μπόρεσα ποτέ να προσδιορίσω πότε ακριβώς συμβαίνει αυτό. Αν όμως κοιτάξεις έξω από το παράθυρο του δωματίου μου προς την Ανατολή, τότε αργά ή γρήγορα κάποιο βράδυ, θα δεις ένα μακρινό φως. Ακολούθησέ το και αυτό θα σε οδηγήσει στο μέρος που λαχταράς.»

 

Σηκώθηκα αμίλητος. Έτρεμα ολόκληρος από ενθουσιασμό. Αυτό ήταν λοιπόν! Το ταξίδι που ονειρεύτηκα, σύντομα θα γινόταν πραγματικότητα!

 

Περίμενα υπομονετικά τα επόμενα βράδια στην κάμαρη του παππού μου, ενώ αυτός κοιμόταν δίπλα μου, κοιτάζοντας με λαχτάρα έξω από το παράθυρο. Μια νύχτα… Δυο νύχτες… Τρεις νύχτες… Τίποτα. Είχα αρχίσει να χάνω ένα μέρος του ενθουσιασμού μου, όταν ξαφνικά, κάποιο βράδυ, το είδα! Ολοκάθαρο και φωτεινό μπροστά μου, εκεί στην Ανατολή, ακριβώς όπως μου το υποσχέθηκε ο παππούς μου! Γύρισα και τον κοίταξα. Κοιμόταν. Μάζεψα το κουράγιο μου, γέμισα την καρδιά μου με αποφασιστικότητα και έκανα να φύγω. Τελευταία στιγμή, άκουσα πίσω μου έναν ψίθυρο. «Καλή τύχη…“, κι απογειώθηκα. Ίσως και να το φαντάστηκα…

 

Πετούσα μέσα στη νύχτα, αλλά δε φοβόμουν. Πάντα έβλεπα καλά στο σκοτάδι και η φαντασία μου ήταν σαν να μη γεννούσε πια εικόνες, αλλά καθαρή ενέργεια! Όσο πλησίαζα το φως, ένιωθα λες και έπαιρνα μπόι!

 

Στο τέλος, έφτασα στη σπηλιά. Πλησίασα… Και τότε τα είδα: ανάμεσα σε δύο γιγαντιαία αγάλματα, βρίσκονταν τα τεράστια βουνά με τους θησαυρούς! Ήταν αλήθεια εκεί! Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου λογιών και λογιών φαγητά! Σχεδόν έχασα τις αισθήσεις μου μπροστά σε τέτοια θέα. Ζαλισμένος προσπάθησα να έρθω πιο κοντά. Και ξαφνικά έπεσα πάνω σε ένα γιγαντιαίο αόρατο μαγικό πεδίο! Πανικοβλήθηκα! Άρχισα να πετάω με μανία πέρα δώθε. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, ότι δε θα μπορέσω να τα δοκιμάσω και η οργή με πλημμύρισε. Άρχισα να χτυπάω με λύσσα το πεδίο, όλο και πιο δυνατά!

 

Μέχρι που εντελώς απρόσμενα… εξαφανίστηκε… απλά χάθηκε και αυτό ήταν όλο. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Σκέφτηκα πως ίσως ήταν παγίδα, αλλά ούτε και αυτή η σκέψη με δείλιασε. Τολμηρά και ατρόμητα συνέχισα το δρόμο μου. Και όπως πλησίασα, κατάλαβα… Τα δύο αγάλματα δεν ήταν ακίνητα… Πολύ αργά το ένα από αυτά άπλωσε προς το μέρος μου το ένα από τα πέντε πλοκάμια του… Το τέρας! Και ήταν δύο από αυτά! Η ανάσα μου κόπηκε. Όρμησα να κρυφτώ στο μόνο μέρος που μπορούσα να σκεφτώ, σε ένα από τα βουνά με τις λιχουδιές.

 

Και καθώς πετούσα μανιασμένα, παρατήρησα κάτι παράξενο: το τέρας κινούνταν πάρα πολύ αργά. Τόσο αργά μάλιστα που άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα κανένας απολύτως κίνδυνος. Να γιατί τα πέρασα για αγάλματα! Είχα όλο το χρόνο στη διάθεσή μου να φτάσω μέχρι το βουνό, να προσγειωθώ, να απολαύσω όσες περισσότερες γεύσεις λαχταρούσα και αμέσως μετά να φύγω, όπως ακριβώς και έκανα. Ο ήχος από τα πλοκάμια που έσκασαν πίσω μου ήταν ανυπόφορος. Αλλά την είχα γλιτώσει. Και γνώριζα πλέον πως το τέρας δε θα ήταν απειλητικό, όσο εγώ συνέχιζα να κινούμαι.

 

Αμέσως το μυαλό μου πήγε στον παππού μου. Αχ, αυτός και οι ιστορίες του! Ήθελε απλά να καμαρώνει, τρομάρα του, και φούσκωνε τους κινδύνους στις διηγήσεις του. Το τέρας δεν ήταν τρομακτικό. Μπορούσα εύκολα ακόμη και να το πλησιάσω. Και αυτό ακριβώς έκανα.

 

Περιγελώντας τον κίνδυνο, πέταξα μπροστά από τα μικροσκοπικά του μάτια τραγουδώντας «είσαι αργός και ακίνδυνος, τραλαλά, χαχαχα». Ωπ! Τα πλοκάμια πλησιάζουν. Ώρα να πάμε παραπέρα! Χαχαχα, τι ανίκανο τέρας!

 

Για τις επόμενες ώρες γυρνούσα από βουνό σε βουνό και χόρταινα την όρεξη μου. Τα τέρατα προσπαθούσαν να με λιώσουν ανά διαστήματα με τα πλοκάμια τους, αλλά φυσικά ήταν μάταιο.

 

Στο τέλος κουράστηκα και αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να πάω στο σπίτι μου. Πλησίασα ένα από τα βουνά με τους θησαυρούς, δοκίμασα για μια τελευταία φορά από τους εκλεκτούς μεζέδες και επ… ωπ… ζαλίστηκα και παραπάτησα από το πολύ φαΐ. Είχα σκάσει. Κάθισα κατάχαμα για να σκεφτώ μια λύση για το πρόβλημά μου. Άρχισα να συλλογίζομαι την κατάσταση και ο νους μου πήγε στους δικούς μου. Και για λίγη ώρα, κουρασμένος όπως ήμουν, αφαιρέθηκα εντελώς. Όταν επανήλθα, είδα μια τεράστια σκιά στο πάτωμα. Κοίταξα ψηλά και είδα και τα πέντε πλοκάμια του τέρατος να βρίσκονται ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, κρύβοντάς μου το φως. Αμέσως κατάλαβα. Δεν υπήρχε χρόνος για να φύγω. Αυτό ήταν το τέλος. Ίσα που πρόλαβα και έκλεισα όλα μου τα μάτια. Και αυτό ήταν όλο…

 

«Α στο καλό παλιόμυγα! Μα δε καταλαβαίνω ρε γυναίκα! Εσύ αν είχες τέτοιο μέγεθος, θα τριγυρνούσες σε ένα μέρος με τεράστιους γίγαντες που προσπαθούν να σε σκοτώσουν;»

 

«Άσε μας μωρέ καημένε κι εσύ… Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι…»

Δημοσ.

Ο Χουίτης είναι ένας. Όλοι οι άλλοι είστε απλές απομιμήσεις. :P

 

Δεν τον ξέρω, αλλά αν είναι κάποιος γνωστός και γράφω σαν αυτόν, καλό μου ακούγεται.

Δημοσ.

Ας βάλω κι εγώ κάτι απ' αυτά που έχω γράψει κατά καιρούς.

 

 

 

 

Ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη μου

 

 

Σκυμμένη εδώ και ώρα πάνω απ' το λευκό χαρτί, προσπαθώντας να αποτυπώσω την ομορφιά ενός λουλουδιού. Το ελαφρό αεράκι να σιγοφυσά και να μπαίνει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο, διεκδικώντας την προσοχή μου, έχοντας συμμάχους του τις σιλουέτες των διαβατάρικων πουλιών που αχνοφαίνονταν απ' τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες, μαγνητίζοντας το βλέμμα μου. Η playlist απ' το mp3 μου πότε να με μελαγχολεί γλυκά, πότε να με παίρνει μακριά και πότε να με κάνει να λικνίζομαι, σαν τα λουλούδια που ταλαντεύονται στους ρυθμούς και στις επιταγές που ορίζει, με τα παιχνιδίσματά του, ο αέρας.

 Μέχρι και το λουλούδι πάνω στο χαρτί, λουσμένο απ' τις βερικοκί αχτίδες του ήλιου, μεταμορφωνόταν και πήγαινε κόντρα στο μοίραμα. Άνοιγε η μπουκάλα με τα ονείρατα κι ολοκλήρωνε τη μορφή του βιαστικά, βάφοντάς το απ' τα χρώματα της παλέτας της φαντασίας και το άφηνε πάνω στο χαλί της καταπράσινης στιλβωμένης χλόης.

Δύο μέλισσες γράφανε κύκλους, μ' αυτή τους την μονότονη επιμονή, γύρω στους πασπαλισμένους με χρυσόσκονη στήμονες, λες και μετείχαν σε κάποια μορφής ιερουργία, ή θαρρείς και χορεύανε σαν βακχίδες πάνω σε λεπτεπίλεπτα κομμάτια κεχριμπάρι.

Το ζουζούνισμά τους σα σάλπισμα, που ηχούσε καλεστικά και παρακλητικά, να μετέχουν και τα νεφελώδη μπαμπάκια σ' αυτή τη στιγμή της μέθεξης, αργοδιαβαίνοντας και συγκεκριμενοποιώντας το ακαθόριστο σχήμα τους στο απατηλό γαλάζιο τ' ουρανού.

Μια οπτασία που σε τυλίγει με το γήτεμα των εικόνων της, μια μέθη που σε ζαλίζει γλυκά κι ηδονικά.

 Αίφνης οι δύο μελισσούλες άρχισαν να αυξάνουν το μέγεθός τους και πεταρίσανε προς το μέρος μου. Η μία ήρθε στο πλάι μου και μ' έσπρωξε απαλά προς το μέρος τής άλλης μέλισσας, που μου έκανε σινιάλο να καθίσω στην πλάτη της.

Περιστράφηκαν σαν σβούρες μεταξύ τους κι αφέθηκαν να ξεχυθούν στον αιθέρα, κάνοντας πότε πότε παιχνιδιάρικες και χορευτικές μανούβρες, παίρνοντας ασυνήθιστο ύψος για μέλισσες.

Τα πάντα άρχισαν να μικραίνουν, με τις λεπτομέρειές τους να γίνονται ασαφείς κι αχνές, λαβαίνοντας την υπόσταση μινιατούρας σε υπερμέγεθες σκηνικό. Μια πανδαισία χρωμάτων που γαργαλά το μάτι. Κι οι σκόρπιες κουβέντες και το στακάτο γέλιο, που φτάνουν εξασθενημένα, μουσική στ' αφτιά, που ενσταλάζει χειμάρρους ευχαρίστησης.

"Τελικά μπορείς να ταξιδέψεις με πολλούς τρόπους. Μέσω της μουσικής, της φαντασίας, της ομορφιάς που θωρείς, ε;" είπε ένα χελιδόνι που πετούσε παραδίπλα και μου 'κλεισε το μάτι.

Και τότε χαμόγελα άρχισαν να κυνηγιούνται στα χείλη μου.  

 

 

 

 

 

 

Ο θελξίνους Εαυτός

 

Μαύρο πηχτό το σκοτάδι. Κι εγώ καθισμένη κάτω, να ξεκουράσω τα πληγιασμένα μου πόδια. Πότε μουτζουρώνοντας με μια πέτρα άνοστες ζωγραφιές στο χώμα, και πότε να προσπαθώ να ψαύσω νοερώς τα κλαδιά των δέντρων, που υψώνονται αγέρωχα, σαν δαίμονες, ενδυόμενοι τον σκούρο σταχτένιο μανδύα της νυχτιάς. 

Και τότε ακούγεται, σαν κελάρυσμα, η φωνή σου. Το πρόσωπό σου ξεπροβάλλει παιχνιδιάρικο και καταυγαζόμενο πίσω απ' τον κορμό του δέντρου, σωστό κρησφύγετο για τ' αστέρια που κρύφτηκαν πίσω απ' το χαμόγελό σου -αχνό σημάδι ελπίδας, καθιστώντας με το αλγεινό ασπρόμαυρό σου. 
 
Κουράστηκα να τρέχω ξοπίσω απ' τις μέρες μ' ένα μισοφαγωμένο παπούτσι, σου λέω. Κι εσύ, ευθύς αμέσως, μου μιλάς για μέρες φωτεινές του παρελθόντος, του τώρα και γι' αυτές που έπονται, μπολιάζοντας μέσα μου την φιλοδοξία και τις λαμπερες επιθυμίες, που επιφέρουν έκρηξη σχεδίων... αντίδοτο στην λέπρα της παράδοσης, που σ' αφήνει κινούμενο κουρέλι. 
 

Χαμογελάω από αμηχανία, κι αρχίζω να σκαρφαλώνω στα δέντρα, για να χαζέψω τον στρατηλάτη Φεγγάρι και την διασκορπισμένη στρατιά των Αστεριών του, φύλακες χαμένοι μέσα στον χρόνο. Εσύ φοβάσαι μην χτυπήσω, μα δεν με σταματάς. Πώς να με σταματήσεις, άλλωστε; Με βλέπεις να παλεύω, να προσπαθώ και να φτάνω στο ψηλότερο κλαδί, νικώντας τους φόβους μου, παρόλο που από μέσα σου το βάφτισες εύκολο, λίγο κι εφησυχαστικό. 

Άντε και στις πραγματικές νίκες, ψελλίζω, σα να έχω διαβάσει την σκέψη σου, γνωρίζοντας κατά βάθος πως για να φτάσεις σ' αυτές, πρέπει να διαβείς την ατραπό των Αλλαγών. Κι αυτό πραγματοποιείται αισίως μόνο όταν είσαι αποφασισμένος να ενδώσεις και να τις θρέψεις μ' ένα κομμάτι από σένα. 

Είναι μια ακριβοπληρωμένη απάτη, που η γυαλάδα της θαμπώνει το βλέμμα, το να πιστεύεις ότι δεν θα πληρώσεις το αντίστοιχο αντίτιμο, παρά θα αρκέσει το να αλλάξεις όλα τα υπόλοιπα, όταν δεν μπορείς ή δειλιάζεις να αλλάξεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Ένα θέσφατο, που πάντα εκπληρώνεται και βγαίνει αληθινό, αφήνοντάς σε μετέωρο στην αρχή του ταμπλό του παιχνιδιού. Τούτη την φορά, θα παίξεις σωστά την ζαριά; 

 

 

 

 

Και δύο ποιητικές απόπειρες.

 

 

 

 

Φύλαγμα

 

Κείτομαι
κυρτωμένος δείκτης,
με την άκρη του
αβυσσαλέο κεντρί
- αιώνιος φρουρός,
φυλάττει το παιδί, που έχω μες στα σωθικά μου,
απ' των ετών το δηλητήριο που στάζει.

 

 

 

 

 

 

Εκστατικό ψέλλισμα

 

 

Οι Μαινάδες μ' εκστατική μανία
οίνο δώσαν στην Πυθία,
και τα άναρθρα λόγια σε έμμετρο χρησμό
μπερδέψαν των μύθων τη γνώρα στο μυαλό. 
 
Έτσι, η Ήρα αρχίζει να μοιράζει κεραυνούς
και του έαρος ο Βορέας αποφάσιζε τους ορισμούς. 
Η σύριγξ γεννούσε μια σαγήνη, μια μαγεία
που η φρούρηση του Κέρβερου έπαυε να έχει σημασία.
 
Οι Κενταύροι γίνανε θαμώνες στα υπόγεια του Άδη
κι απολάμβαναν την Μέδουσα να άδει,
ενώ στις παρυφές των δασών ο Ποσειδώνας εθεάθη
κραδαίνοντας την τρίαινα για των Νυμφών τα πάθη.
 
Κι απ' την Τροία κλέβουνε τον Πάρη μια βραδιά
κι έμεινε η Πηνελόπη όπως όπως την Ελένη να βοηθά,
ως έμπειρη που 'χει χρόνια στα στήθη τον σεβντά
και στον λαβύρινθο της Κρήτης την βρίσκανε μεθυσμένη να γυρνά.
 
Δεν προφταίνω να σ' αφήσω άλλα κουτσομπολιά
άγρια των Μοιρών είν' η ματιά,
αυτές θένε να σου ξετυλίξουν την υπόλοιπη κλωστή
για να δεις μέχρι πού θα φτάσει η παράνοια αυτή.

 

 

  • Like 6
Δημοσ.

Εγώ είχα γράψει την Κοκκινομπλουζοπρασινοπαντελονογαλαζοπαπουτσίτσα στο δημοτικό. Άμα την βρω θα την βάλω.

  • Like 1
Δημοσ.

Να τη βάλεις! Ωραία περνάμε, μακάρι να δημοσιεύσουν κι άλλοι!

Δημοσ.

Το σκοτάδι απλώθηκε μπροστά μου.
Το φως, θυμίζει ανάμνηση παιδική, που ήλιος έχει ξεθωριάσει.
Η βροχή μαστιγώνει τα παράθυρα με μανία, σαν να θέλει να με εκδικηθεί, για εκείνες τις μέρες που αρνήθηκα την χαρά της , για εκείνες τις μέρες που καταράστηκα την ύπαρξη της σαν τον χειρότερο εχθρό μου .
Με κυριεύει φόβος που ζωντανεύει τους χειρότερους εφιάλτες μου και δεν μπορώ να ξεφύγω.

Είμαι φυλακισμένος στη σκέψη μου.
Ξαφνικά, μια λάμψη σαν σανίδα σωτηρίας, διαπερνά τον κερατοειδή χιτώνα των ματιών μου.
Ήρθε το ρεύμα..

  • Like 7
Δημοσ.

Πριν λιγο κατεβηκα απο το λεωφορειο.

Ειδα εναν παππου να βγαζει ενα κινητο αφης μεσα απο μια θηκη. Το κινητο ειχε σπασμενη οθονη. (... ) Για την ιστορια..

  • Moderators
Δημοσ.

Ο Καθρέφτης

 

Ένα πράγμα πάντα απολάμβανε περισσότερο από το να θαυμάζει τον εαυτό της στους καθρέφτες και εκείνο ήταν να βλέπει τον θαυμασμό για εκείνη στα μάτια των άλλων. Έκανε ό,τι μπορούσε για να κερδίζει πάντα τα βλέμματα δέους από τους άνδρες και τις μικρές ματιές ζήλιας από τις γυναίκες. Δεν έφταιγε εκείνη, έτσι είχε μεγαλώσει, έχοντας για εφόδια την υπέροχη παρουσία της η οποία συνοδευόταν από ένα οξυδερκές μυαλό, χαρακτηριστικά που πολύ σπάνια συναντά κανείς στο ίδιο άτομο και εκείνη το γνώριζε καλά.
Έριξε το βλέμμα της στον μεγάλο καθρέφτη με την βαριά κορνίζα και προσπάθησε να χαμογελάσει, όμως της ήταν αδύνατο. Το είδωλο της γυναίκας με το επίσημο μαύρο φόρεμα, την κοιτούσε με θλίψη η οποία μόλις που φαινόταν στο πρόσωπο με το κατακόκκινο κραγιόν και το προσεγμένο βάψιμο. Όμως ήταν εκεί και ο καθρέφτης της επιβεβαίωνε αυτό που το μυαλό της είχε πολύ πριν αποδεχθεί, παρόλο που λίγα λεπτά πριν την κοιτούσε με μάτια που άστραφταν από ικανοποίηση.
Άρχισαν πάλι να της έρχονται μνήμες από την παλιά της ζωή, να της υπενθυμίζουν την φθορά του χρόνου. Εικόνες από τα ταξίδια της στη Γαλλία, να πίνει σαμπάνιες στη λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, τις βόλτες με τις γόνδολες της Βενετίας και τις πρωτοχρονιές στη Νέα Υόρκη. Η ζωή αυτή δεν της είχε χαριστεί απλόχερα βέβαια, έπρεπε να μοχθήσει για να την αποκτήσει με εργαλεία το μυαλό και την εμφάνισή της, αφού η καταγωγή της κοπέλας από τον Πειραιά δεν θα της επέτρεπε ποτέ να ανέβει τόσα σκαλιά στην πυραμίδα της καλής κοινωνίας.
Θυμήθηκε τη γνωριμία της με τον πρώτο της σύζυγο που τον είχε δει πρώτη φορά στις σελίδες ενός περιοδικού και είχε αποφασίσει πως θα έκανε τα πάντα για να τον γνωρίσει. Νέος επιχειρηματίας εκείνος, όμορφος, με μάτια νικητή και επώνυμο από τα παλαιότερα στην Αθήνα. Τα κατάφερε και τον γνώρισε τελικά σε μια εκδήλωση στην οποία εκείνη δεν άνηκε σε καμία περίπτωση, όμως είχε καταφέρει να χωρέσει φλερτάροντας με τους κατάλληλους ανθρώπους της διοργάνωσης. Τη στιγμή που τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, ήξερε πως τον είχε σαγηνεύσει.
Έφερε στο μυαλό της το γάμο τους. Μέχρι τότε είχε μάθει να τον αγαπά, δεν ήταν και δύσκολο άλλωστε καθώς ήταν ένας πραγματικά αξιόλογος άνθρωπος. Εκείνος με τη σειρά του της έμαθε τα πάντα γύρω από τον τρόπο ζωής του και τα μεγάλα σαλόνια τα οποία είχε συνηθίσει από παιδί και είχε φτάσει σε σημείο να σνομπάρει.
Αμέσως θυμήθηκε την κηδεία του μετά από είκοσι χρόνια γάμου και τη θλίψη που ένιωθε για τη μοναξιά της. Οι συγγενείς του είχαν διεκδικήσει όλη του την περιουσία κι εκείνη βρέθηκε πάλι στο μηδέν, έχοντας όμως κερδίσει άλλο ένα εφόδιο, το νέο επώνυμό της που συνοδευόταν από τη συνήθεια στον τρόπο ζωής που κουβαλούσε μαζί του.
Έπρεπε με κάθε τρόπο να συνεχίσει τη ζωή που πλέον είχε βιώσει και ο μοναδικός τρόπος ήταν να παντρευτεί εκ νέου. Τώρα όμως είχε περισσότερες επιλογές λόγω του κύκλου που είχε αποκτήσει. Ο επόμενός της σύζυγος λοιπόν δε θα μπορούσε να ήταν άλλος από έναν βιομήχανο. Τι κι αν ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερός της, στο παιχνίδι της ζωής όλοι κάνουν υποχωρήσεις.
Ο νέος της γάμος έγινε στην Ιταλία σε πολύ κλειστό κύκλο. Έτσι βρέθηκε πάλι στα πλούτη και την κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτό που δεν είχε υπολογίσει όμως ήταν πως μετά από μια δεκαετία, ο σύζυγός της θα την χώριζε για εκείνη τη μικρή γραμματέα του η οποία μάλιστα δεν ήταν καν γοητευτική, ήταν όμως νέα…
Τα δικά της χρήματα είχαν πλέον τελειώσει και είχε προ πολλού περάσει τα εξήντα. Ήταν ακόμα γοητευτική για μια γυναίκα της ηλικίας της, όμως της έλειπε η φρεσκάδα του παρελθόντος.  Είχε επιστρέψει στο πατρικό της στον Πειραιά, τη μοναδική πραγματικά δική της ιδιοκτησία και πλέον απλώς επιβίωνε έχοντας τις αναμνήσεις της και τα όμορφα ρούχα να τις τονίζουν…
Τα σαββατόβραδα πήγαινε για ένα ποτό σε αυτό το μπαρ της Αθήνας, τη μοναδική της έξοδο που αποτελούσε και έναν φόρο τιμής στην παλιά της ζωή η οποία της έλειπε απερίγραπτα, ωστόσο δεν είχε ούτε το σθένος ούτε τη διαύγεια και φυσικά ούτε τα νιάτα για να την κυνηγήσει πάλι. Καθόταν πάντα στη συγκεκριμένη θέση στο μπαρ και κοιταζόταν στον μεγάλο καθρέφτη. Γνώριζε πολύ καλά πως οι θαμώνες την κοιτούσαν, κάποιοι τη θαύμαζαν αποκωδικοποιώντας τη ως μια γυναίκα που δεν το έχει βάλει κάτω, ενώ κάποιοι την οίκτιραν θεωρώντας πως ήταν μια γυναίκα που δεν είχε καταλάβει την ηλικία της.
Η Αλίκη δεν ήταν τίποτα από τα δύο όμως. Ήταν μια γυναίκα που απλά δεν ήθελε και δεν μπορούσε να ξεχάσει την παλιά της ζωή, μια γυναίκα που είχε τις αναμνήσεις από τα βλέμματα των άλλων και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τα αναβιώνει.
Σπάνια μιλούσε με τους θαμώνες που προσπαθούσαν να την πλησιάσουν, οι κοινωνικές επαφές δεν την ενδιέφεραν πια και νόμιζε πως χαλούσαν την απρόσιτη εικόνα της. Που και που όμως βρισκόταν κάποιος νεαρός που την κερνούσε ένα ποτό, πιθανότατα γιατί λυπόταν να τη βλέπει να κάθεται μόνη της στο μπαρ. Που και που αν αυτός ο νεαρός της θύμιζε τον πρώτο της σύζυγο και αν το ήθελε και εκείνος περνούσαν τη βραδιά συζητώντας για τη ζωή της, τα λάθη της και τη νοσταλγία της.
Ήλπιζε πως με τις εξιστορήσεις της θα αποτελούσε παράδειγμα προς αποφυγή για εκείνους τους νεαρούς, τον τύπο γυναίκας που θα έπρεπε να αγνοούν και τις κινήσεις που θα δε θα έπρεπε ποτέ να κάνουν. Κάποιοι διέβλεπαν τις συμβουλές της και τις ακολουθούσαν, κάποιοι τη θεωρούσαν τρελή και μυθομανή και κάποιοι ήθελαν να τη γνωρίσουν καλύτερα. Οι πρώτοι έφευγαν κερδισμένοι, οι δεύτεροι χαμένοι και οι τρίτοι απογοητευμένοι καθώς δε βρισκόταν εκεί για να γνωρίσει κανέναν. Μόνο για να τη γνωρίσουν.
Και όταν σε κάποιους νεαρούς έλεγε την ηλικία της και εκείνοι απαντούσαν με ύφος αγνής αμφισβήτησης και θαυμασμού «Εσύ; Με τίποτα!», έστρεφε το βλέμμα της στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ και τα μάτια της για λίγα δευτερόλεπτα άστραφταν από ικανοποίηση…


 


 
Πρελούδια και Εφιάλτες

 

 

 

"Μη! Σταμάτα σε παρακαλώ! Με πονάς, δεν αντέχω άλλο! Μη...". Το είχε φωνάξει αυτό; Δεν ήταν σίγουρη. Ήθελε να ουρλιάξει από τον πόνο, όμως δεν ήταν βέβαιη για τις δυνάμεις της. Μέχρι πριν κάποια χρόνια κατανοούσε πως ήταν νοσηρό όλο αυτό που ζούσε, δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα για να το αλλάξει. Ήταν δεμένη μαζί του και κάθε της απόπειρα να σκεφτεί έστω την ιδέα να τον παρατήσει συνοδευόταν από τύψεις. Τύψεις, τύψεις και ενοχές. Αρχικά ήταν εγκλωβισμένη στο ίδιο της το μυαλό. Έπειτα στο ίδιο της το σπίτι.
"Μη, δεν μπορώ...", κατάφερε να ψελλίσει, με φωνή μόλις που ακουγόταν, σαν θρόισμα στα ξερά φύλλα ενός δέντρου που το είχε γδύσει ο χειμώνας. Εκείνος δεν την άκουγε, ήταν τόσο μανιασμένος που ο θόρυβος του αίματος στα μηνίγγια του υπερνικούσε κάθε άλλον του περιβάλλοντος.
Την χτυπούσε αλύπητα, με γροθιές και κλωτσιές σε όλο το γυμνό της σώμα, βγάζοντας άναρθρες κραυγές από το στόμα του. Κραυγές ικανοποίησης και ζωώδους αγριότητας. Εκείνη είχε διπλωθεί από τον πόνο και τον εξευτελισμό, πεσμένη στο κρύο πάτωμα της κουζίνας με τα χέρια της να έχουν αγκαλιάσει τα γόνατά της. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, η ενστικτώδης αντίδραση στα χτυπήματά του. Δεν ήταν δάκρυα θλίψης ή μίσους, αυτό άλλωστε θα προϋπέθετε να αισθάνεται τα ανάλογα συναισθήματα, η Ανθή όμως είχε πάψει να αισθάνεται οποιοδήποτε συναίσθημα για εδώ και αρκετά χρόνια. Τα δάκρυα που έτρεχαν σαν μικρά ποτάμια ήταν η μοναδική διέξοδος του σώματός της στην έκφραση του φυσικού πόνου που την διακατείχε.
Μέσα της προσευχόταν. Μια έκκληση στον Θεό να την λυτρώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν από το μαρτύριό της. Ήταν σίγουρη πλέον πως το τέλος ήταν κοντά και δεν την φόβιζε καθόλου, ίσα ίσα ήταν κάτι που αποζητούσε κάθε μέρα, μόνο που δεν είχε την δύναμη να πραγματοποιήσει μόνη της. Εκλιπαρούσε να πάψει πλέον να υπάρχει για να σταματήσει ο πόνος της. Προσευχόταν όμως και για την ψυχή εκείνου, ακόμα και την ύστατη αυτή στιγμή ήθελε ο Θεός να τον βοηθήσει. Να τον συγχωρήσει για το κακό που της προξένησε. Εκείνη το είχε κάνει ήδη, με την ανιδιοτέλεια ενός σκυλιού που γλύφει το χέρι του αφεντικού του που μόλις το έχει μαλώσει.
Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός κρότος στην πόρτα του σπιτιού κάνοντας το χέρι του να μείνει μετέωρο για μια στιγμή πριν ξαναπέσει με δύναμη πάνω στην πλάτη της γυναίκας.
"Ανοίξτε! Αστυνομία" είπε η βροντερή φωνή ενός αστυνόμου όσο ο συνάδελφός του χτυπούσε την ξύλινη πόρτα του ρετιρέ που βρισκόταν στον τέταρτο όροφο μιας από τις πολλές όμοιες πολυκατοικίες της περιοχής.
Ο ιδιοκτήτης του διπλανού διαμερίσματος ακούγοντας τις φωνές άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον διάδρομο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και το κρύο τον έκανε να τυλιχτεί σφιχτά στην ρόμπα του. "Εγώ σας κάλεσα. Θα πρέπει να βρείτε τρόπο να μπείτε μόνοι σας στο σπίτι. Ο ίδιος δεν πρόκειται να σας ανοίξει..."
"Λυπάμαι αυτό δεν μπορεί να γίνει δίχως την εντολή κάποιου εισαγγελέα"
"Μα την σκοτώνει! Την σακατεύει νυχθημερόν την κακομοίρα, γίνεται συνεχώς αυτό! Δεν μπορείτε να κάνετε κάτι;" είπε με απόγνωση.
"Μακάρι να μπορούσαμε κύριε μου. Μακάρι... Όμως δεν είναι εύκολο σε τέτοιες περιπτώσεις. Αν δεν υπάρξει καταγγελία από την ίδια δεν μπορούμε να επέμβουμε αυτεπαγγέλτως. Έχετε δοκιμάσει να μιλήσετε σε κάποιον κοινωνικό λειτουργό; Στην ίδια την γυναίκα;" ρώτησε με θλίψη ο αστυνόμος.
"Έχουμε προσπαθήσει τα πάντα... Δεν την αφήνει στιγμή μονάχη για να της μιλήσει κάποιος, άλλωστε η ίδια λόγω της κακοποίησης και της ασιτίας στην οποία την υποβάλλει δεν έχει το σθένος και την θέληση για να βοηθηθεί. Οι κοινωνικοί λειτουργοί δεν μπόρεσαν να προσφέρουν κάτι παραπάνω δυστυχώς... για εκείνη..." απάντησε κάνοντας μεταβολή και σέρνοντας τα πόδια του κατευθύνθηκε στο διαμέρισμά του.
"Μισό λεπτάκι, πρέπει να σας πάρουμε κατάθεση" φώναξε ο ένας αστυνομικός.
"Μην κουράζεστε. Έχουμε καταθέσει όλοι οι γείτονες. Αλλά φαίνεται πως το καθίκι ξέρει τι κάνει..." ήρθε η απάντηση πίσω από την κλειστή πόρτα.
Στο εσωτερικό του σπιτιού της τραγωδίας επικρατούσε τώρα ησυχία. Η Ανθή προσπαθούσε με κόπο να γεμίσει οξυγόνο τους πνεύμονές της˙ το κλάμα της όμως σε συνδυασμό με τα σπασμένα της πλευρά μετέτρεπε την αναπνοή σε ένα νέο βάναυσο μαρτύριο. Εικόνες περνούσαν σαν σφαίρες πίσω από τα κλειστά μάτια της.
Τότε που είχε πάρει το καράβι για την Γερμανία, μικρό κορίτσι ήταν όταν πέθαναν οι γονείς της και πήγε στην ξενιτιά στον θείο της, τότε που ξεκίνησε να δουλεύει στην λάντζα σε μια ελληνική ταβέρνα του Αμβούργου διότι όπως είχε πει ο θείος της έπρεπε να βγάζει μόνη το ψωμί της˙ τότε που είδε πρώτη φορά εκείνον τον ξανθό νέο με το θλιμμένο βλέμμα. Τότε που παντρεύτηκαν τότε που εκείνος νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρικό ίδρυμα, (ναι θεία, όμως οι γιατροί είπαν πως θα είναι καλά, αρκεί να παίρνει τα φαρμάκά του)˙ τότε που ήρθαν μαζί στην Ελλάδα, (θα δεις αγαπημένε μου θα σου αρέσει εδώ)˙ τότε που άρχισε να την χτυπά, (όχι θεία δεν έκλαιγα, να λίγο κρυωμένη είμαι)˙ τότε που εκείνος ξεκίνησε να πίνει και να ξεσπά πάνω της, (έπεσα από τις σκάλες κυρά Λένα, ορίστε τα κοινόχρηστα, φεύγω με περιμένει ο άνδρας μου). Τότε... Τότε που ήταν ακόμα η Ανθή.
Την ησυχία γκρέμισε ο ήχος από γυαλί που έσπαζε. Εκείνος τώρα ξεσπούσε την μανία του στα γυάλινα ομοιώματα γατών που η Ανθή μάζευε από παλιά. Πόσο τις αγαπούσε τις γάτες της... Πάντα έβαζε λίγο φαγάκι σε εκείνες της γειτονιάς ακόμα και όταν η ίδια πεινούσε. Κάποιες φορές μάλιστα έφερνε κάποιο μικρό γατάκι και στο σπίτι παρόλο που εκείνος φώναζε. Είχε μεγάλη ανάγκη να αγαπά και να αγαπιέται και μονάχα με εκείνες το βίωνε αυτό... Όμως τον τελευταίο καιρό ούτε με τις γάτες δεν την άφηνε να έχει επαφή και τώρα να, της έσπασε και τις ψεύτικες.
Ένας πόνος σαν από μαχαίρι, βίαιος και βασανιστικός της έσκισε την καρδιά. "Όχι τις γάτες μου, όχι, όχι..." ήθελε να φωνάξει, μα κραυγή δίχως νόημα βγήκε από τα χείλη της.
Εκείνος σαν να ξύπνησε από λήθαργο, τίναξε το κεφάλι του και προχώρησε στην κουζίνα όπου κειτόταν η Ανθή. Την κοίταξε με σαδιστικό βλέμμα καούν την κλώτσησε στο στέρνο. Την κλώτσησε ξανά και ξανά και ξανά ...
Ένας αναστεναγμός βγήκε από το στήθος της και η κυρά Ανθούλα δεν πονούσε πια, δεν ένιωθε πια... Δεν υπήρχε πια...
Ο άνδρας κουρασμένος πήρε ένα μπουκάλι μπύρα από το ψυγείο προσπερνώντας το κορμί της και κάθισε στην μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού ενώ τα ουρανισια μάτια του κοιτούσαν παγωμένα το κενό.
Στα εβδομήντα τέσσερα χρόνια της η κυρά Ανθούλα έφυγε από την ζωή. "Τουλάχιστον ησύχασε η ψυχούλα της" έλεγαν οι γείτονες στους αστυνόμους που το επόμενο πρωί ήρθαν για να μαζέψουν θύμα και θύτη μετά από τηλεφώνημα κάποιου που είχε βραχνή φωνή, όχι όμως όνομα. Τα κτήνη δεν έχουν άλλωστε όνομα, δεν έχουν καν ψυχή. Ψυχή έχουν τα λουλούδια...

 


 

 

Αυτα ειναι δυο παλια μου, τα εχω ανεβασει παλι. Εχω κι αλλα γμτ αλλα γραφω παντα στο χερι και μετα βαριεμαι να τα πληκτρολογω. :P

  • Like 4
Δημοσ.

Ο Καθρέφτης

 

 

 

 

 

 

Πρελούδια και Εφιάλτες

 

 

 

 

 

 

 

 

Αυτα ειναι δυο παλια μου, τα εχω ανεβασει παλι. Εχω κι αλλα γμτ αλλα γραφω παντα στο χερι και μετα βαριεμαι να τα πληκτρολογω. :P

Είσαι συγγραφέας;;;

Δημοσ.

Πολύ ωραίος ο τρόπος που γράφεις.ειδικά στη δεύτερη ιστορία.εύχομαι να εκδοθεί κ άλλο βιβλίο σου.είναι αδιακρισία να ρωτήσω ποιο το βιβλίο σου;τυγχάνει να εργάζομαι σε βιβλιοπωλείο.

  • Like 1
  • Moderators
Δημοσ.

Πολύ ωραίος ο τρόπος που γράφεις.ειδικά στη δεύτερη ιστορία.εύχομαι να εκδοθεί κ άλλο βιβλίο σου.είναι αδιακρισία να ρωτήσω ποιο το βιβλίο σου;τυγχάνει να εργάζομαι σε βιβλιοπωλείο.

Eυυχαριστω πολυ!!

Αδιακρισια οχι, απλως δεν το διαφημιζω εδω :)

 

Ας ποσταρουν ομως και τα υπολοιπα μελη, πολυ ομορφο το θεμα του Manuel :D

  • Like 1

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!

Δημιουργία νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα
  • Δημιουργία νέου...