Προς το περιεχόμενο

Άγνωστες λέξεις; Ρωτήστε εδώ !


Luxx

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Από μεταφρασεις του KDE που ειδα συμπτυξη μεταφραζεται το collapse :

 

#. i18n: file: ktorrent/fileselectdlg.ui:116

#. i18n: ectx: property (text), widget (KPushButton, m_collapse_all)

#: rc.cpp:170

msgid "Collapse All"

msgstr "Σύμπτυξη όλων"

 

#. i18n: file: ktorrent/fileselectdlg.ui:123

#. i18n: ectx: property (text), widget (KPushButton, m_expand_all)

#: rc.cpp:173

msgid "Expand All"

msgstr "Ανάπτυξη όλων"

 

 

#: kdeui/jobs/kwidgetjobtracker.cpp:655

msgid "Click this to collapse the dialog, to hide details"

msgstr ""

"Κλικ σε αυτό για τη σύμπτηξη του διαλόγου και την απόκρυψη λεπτομερειών"

 

#: extenders/extenderitem.cpp:972

msgid "Collapse this widget"

msgstr "Σύμπτυξη του γραφικού συστατικού"

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • Απαντ. 449
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση

Συχνή συμμετοχή στο θέμα

Άι = σύντμηση του άγιος

Άει = προστακτική (ρήματος που δε θυμάμαι) που σημαίνει πάνε, πήγαινε

 

 

Αϊ δεν υπάρχει

Αη/Άη δεν υπάρχει

 

Αυτά θυμάμαι μια ζωή από σχολικά βιβλία, κι εξωσχολικά.

Χωρίς γραμματικά λινκς.

 

Υπάρχουν τρία άι στην ελληνική γλώσσα:

  1. άι ή άε ή α = πάγαινε, άντε, τράβα (από το άγε)
  2. άι ή άου = επιφώνημα πόνου | ενθουσιασμού (ονοματοποιία)
  3. Άι ή Αϊ = πρόθημα αντί του Άγιος (συντετμημένος τύπος)

 

Στο πρώτο άι δεν δικαιολογείται γραφή άει, καθότι το -ει δεν μπορεί να προκύψει από το -ε (του άγε).

 

Στο τρίτο Άι δεν δικαιολογείται γραφή Άη, διότι το -η δεν μπορεί να προκύψει από το Άγιος. Η γραφή Αϊ βασίζεται στο ότι η λέξη είναι ουσιαστικά μία δίφθογγος (πρβλ. γάιδαρος) που συμπροφέρεται σε μία συλλαβή (και ως μονοσύλλαβη λέξη δεν τονίζεται).

 

---------- Προσθήκη στις 11:52 ---------- Προηγούμενο μήνυμα στις 11:49 ----------

 

Από μεταφρασεις του KDE που ειδα συμπτυξη μεταφραζεται το collapse :

 

Και οι επίσημες αποδόσεις τής Microsoft είναι:

  • collapse = σύμπτυξη
  • collapsed = συνεπτυγμένος

 

---------- Προσθήκη στις 11:58 ---------- Προηγούμενο μήνυμα στις 11:52 ----------

 

Πάντα είχα την απορία τι σημαίνει φελέκι ,ξέρετε αυτό απο τη φράση " #!@* το φελέκι σου"

 

http://sarantakos.wordpress.com/2009/02/18/feleki/

 

---------- Προσθήκη στις 12:02 ---------- Προηγούμενο μήνυμα στις 11:58 ----------

 

Πώς προφέρεται συνήθως το “έγγειος”;

Παρατηρώ ότι όσα “γγ” είναι αποτέλεσμα αφομοιώσεως του “ν” (από εν+, συν+ κλπ), συνήθως καταλήγουν να διαβάζονται ως ένα απλό “γ”, ενώ μη σύνθετες λέξεις, όπως πχ ο “φθόγγος” ως “γκ” (ng?).

 

Έχεις δίκιο ότι διαβάζουμε το -γγ- ως /ŋγ/ (π.χ. συγγραφέας = siŋγraféas). Ωστόσο κατά ΛΚΝ και η λέξη έγγειος και η λέξη έγκυος έχουν κοινή προφορά: én<g>ios.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Ευχαριστώ για την απάντηση, έστω και τώρα.

 

Όσον αφορά το "άει", δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε νέο τύπο; Θέλω να πω, το συνηρημένο πληρόω/πληροίς/πληροί το γράφουμε και πληρεί γιατί στην Νέα και τα 3 είδη συνηρημένων συγχωνεύτηκαν στη χρήση. (Αν και το άγω δεν είναι συνηρημένο εξ όσων γνωρίζω)

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Ευχαριστώ για την απάντηση, έστω και τώρα.

 

Όσον αφορά το "άει", δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε νέο τύπο; Θέλω να πω, το συνηρημένο πληρόω/πληροίς/πληροί το γράφουμε και πληρεί γιατί στην Νέα και τα 3 είδη συνηρημένων συγχωνεύτηκαν στη χρήση. (Αν και το άγω δεν είναι συνηρημένο εξ όσων γνωρίζω)

 

Χεχε, κάλλιο αργά παρά ποτέ (αφού τώρα πήρα μυρωδιά το παρόν νήμα). :-) Κατ' αρχάς να πω ότι χαίρομαι που μας δίνεται η αφορμή να συζητήσουμε κάποια θέματα για τη γλώσσα. Ας τα δούμε λοιπόν ένα-ένα.

 

Πρώτα το πληρώ. Το συγκεκριμένο ρήμα είναι από τα ελάχιστα σε -όω που παραμένουν σε χρήση μέχρι και σήμερα. Σχεδόν όλα τα υπόλοιπα ρήματα σε -όω μεταπλάστηκαν στη νέα ελληνική με κατάληξη -ώνω. Ο μεταπλασμός αυτός έγινε λόγω του αοριστικού συνοπτικού θέματος -ωσ- που είχαν τα συγκεκριμένα ρήματα: Δηλαδή, τα ρήματα σε -όω είχαν αόριστο σε -ωσα [ ζημιώ -> ζημίωσα, ελευθερώ -> ελευθέρωσα ] και εξαιτίας της έλξης άλλων ρημάτων με αόριστο σε -σα (π.χ. έχασα, έφθασα) που είχαν ενεστώτα σε -νω (χάνω, φθάνω), μεταπλάστηκαν και αυτά κατ' αναλογία: ζημιώνω, ελευθερώνω. Ωστόσο, ειδικά το πληρώ παραμένει σε χρήση για τον απλούστατο λόγο ότι το πληρώνω έχει υποστεί σημασιολογική μεταβολή, με αποτέλεσμα να πρόκειται για ρήμα με άλλη σημασία από εκείνη τού πληρώ — επομένως δεν είναι δυνατόν το πληρώνω να υποκαταστήσει το πληρώ. (Όσοι έχουν κάνει στρατό θα θυμούνται το «πληρώσατε μέχρι της γραμμής» που αναγράφουν οι δεξαμενές καυσίμων των στρατιωτικών οχημάτων, όπου πληρώσατε = γεμίστε και όχι πληρώστε.) Ένα άλλο ρήμα σε -όω που επιζεί έτσι απολιθωμένο είναι και το αξιώ, αλλά όχι τόσο σε αυτήν τη μορφή (αφού το νεοελληνικό αξιώνω ταυτίζεται σημασιακά μαζί του, οπότε δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιείται πλέον το αξιώ), όσο στο σύνθετό του απαξιώ. Τα πληρώ και απαξιώ είναι λόγια ρήματα και επ' ουδενί σε προσεγμένο γραπτό λόγο δεν μπορεί να γίνει δεκτή γραφή με -είς, -εί — είναι λάθος. Πάντα ορθογραφούνται με -οίς, -οί: Δεν πληροίς τις προϋποθέσεις / Απαξιοί να μας απευθύνει τον λόγο. Στο β' πληθ. ενεστ. η κατάληξη είναι -ούτε: (εσείς) πληρούτε, απαξιούτε. Στην ίδια οικογένεια έχουν επιβιώσει και μια χούφτα λόγια ρήματα στη μεσοπαθητική φωνή: δικαιούμαι (κι εδώ έχουμε σημασιακή διαφορά με το δικαιώνομαι), ισούμαι (αλλά στα σύνθετα: εξισώνομαι), καρπούμαι (δεν διαφέρει από το καρπώνομαι, αλλά στα σύνθετα: επικαρπούμαι), υποχρεούμαι (κι εδώ έχουμε σημασιακή διαφορά με το υποχρεώνομαι).

 

Για το άγε, τώρα, που έγινε άι. Η προστακτική δεν έχει σε κανένα ρήμα κατάληξη -ει, πράγμα που θα δικαιολογούσε ίσως το να σκεφτόμασταν να εντάξουμε τον τύπο άι στο ίδιο πρότυπο. Η διαδικασία με την οποία προήλθε το άι είναι ότι αρχικά σιγήθηκε το /γ/ στο άγε και πήραμε το άε, και κατόπιν υπέστη στένωση το /e/ και προέκυψε το άι. Λόγω της συγκεκριμένης εξελικτικής διαδρομής, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί γραφή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, παρά μόνον έτσι: άι. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ρήμα άγω έχει δώσει συνολικά τρία προτρεπτικά μόρια από ισάριθμους τύπους του: Το άι (από το άγε), το άμε (από το άγωμεν, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού /γ/ και έκκρουση του /ο/ από το ισχυρότερο /a/) και το άντε (από το άγετε, με έκκρουση του /e/ από το ισχυρότερο /a/ και ηχηροποίηση του ενδοφωνηεντικού /t/ σε /nd/). Ειδικά το άντε, έχει και τριτυπία: Υπάρχει και ως άιντε (όπου η μεταβατική μορφή άεντε υπέστη στένωση /ae/ -> /ai/) και ως διαλεκτικό άιτε (χωρίς, δηλαδή, ηχηροποίηση). Κι όλα αυτά από το μικρό και θαυματουργό άγω, ένα αξιοθαύμαστο αρχαίο ρήμα που κατορθώνει κι επιζεί σε δεκάδες σύνθετα και "ταλαιπωρεί" πολύ κόσμο με τον εντελώς ιδιόρρυθμο τρόπο με τον οποίο σχηματίζει τους χρόνους του (-αγ-, -αγάγ-, -ήγ-, -ήγαγ-). :-)

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Το post σου μπαίνει στο κουτάκι με τους θησαυρούς που βρίσκω στο φόρουμ.

Χωρίς να είμαι γλωσσολόγος (αν και με εξιτάρει* η γλώσσα), νομίζω ότι δεν θα αργήσει η μέρα που και τα τελευταία ρήματα σε -οω θα ενταχτούν στο σύστημα της Νέος Ελληνικής. Μέχρι τότε θα γράφω "Άγε", γιατί σέβομαι την ιστορική ορθογραφία μεν, αλλά το "άι" μου χτυπάει άσχημα στο μάτι :P.

 

*Αλήθεια, αυτά τα -αρ-ω, ιζ-ω των ρημάτων που δεν φαίνεται να σημαίνουν κάτι από που μας ήρθαν; Απλά ευφωνία;

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Το παραγωγικό τέρμα -άρω είναι ξενικής αρχής· πρωτοεμφανίζεται στη μεσαιωνική ελληνική, σε μια εποχή δηλαδή που τα ελληνικά δέχθηκαν σημαντικές επιδράσεις από τη βενετική και την ιταλική γλώσσα. Οι προαναφερθείσες γλώσσες είχαν πολλά ρήματα σε -are, -ar και -er, τα οποία εντάχθηκαν στην ελληνική με το κοτσάρισμα του ωμέγα στο τέρμα τους· κι έτσι το ιταλικό curare έγινε κουράρω, το βενετικό bater έγινε μπατάρω, το ιταλικό copiare έγινε κοπιάρω, το ιταλικό abballare έγινε αμπαλάρω κ.ο.κ. Η διαδικασία αυτή είχε δύο συνέπειες: Η πρώτη ήταν να ακολουθήσει και η ενσωμάτωση γαλλικών ρημάτων σε -er με ακριβώς όμοιο τρόπο, κι έτσι έχουμε λανσάρω από το lancer, μακιγιάρω από το maquiller κ.ο.κ. Η δεύτερη ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι πολλά από αυτά τα ξενικά ρήματα είχαν και αντίστοιχο ουσιαστικό (π.χ. copia -> κόπια, maquillage -> μακιγιάζ, emballage -> αμπαλάζ), οπότε πολλές ιταλικές ή γαλλικές λέξεις που δεν είχαν ρήμα σε -are, -ar ή -er να σχηματίσουν στην ελληνική ρήματα σε -άρω: έτσι το καμουφλάζ έδωσε το καμουφλάρω, το αγκαζέ το αγκαζάρω, η ρεκλάμα το ρεκλαμάρω, το πακέτο το πακετάρω, το μπιζ το μπιζάρω κ.π.ά. Τελικό αποτέλεσμα ήταν το παραγωγικό τέρμα -άρω να αυτονομηθεί και πλέον να προσκολλάται γενικότερα σε άκλιτες ξένες λέξεις παράγοντας ελληνικά ρήματα, κι έτσι από το τουρκικό γιούχα να έχουμε το γιουχάρω, από τα αγγλικά σουτ, φλερτ, τσεκ, γκουγκλ να έχουμε τα σουτάρω, φλερτάρω, τσεκάρω και γκουγκλάρω αντίστοιχα, κ.ο.κ.

 

Το παραγωγικό τέρμα -ίζω, από την άλλη, είναι αρχαιοελληνικό και κοινότατο. Προήλθε από ουσιαστικά σε -ίς, -ίδος τα οποία είχαν τελικό θεματικό σύμφωνο -δ, οπότε έδιναν -ίζω (από -ιδ-jω): ελπίς -> ελπίζω, σφραγίς -> σφραγίζω, ασπίς -> (προ/συν/υπερ)ασπίζω. Το -ίζω υιοθετήθηκε αμέσως με ενθουσιασμό, τολμώ να πω, ως παραγωγική κατάληξη, κι άρχισε να χρησιμοποιείται ως επίθημα σε διάφορα θέματα, ασχέτως τελικού φθόγγου: τόνος -> τονίζω, καπνός -> καπνίζω, χάρις (χάριτος) -> χαρίζω, αγών -> αγωνίζομαι, τραυλός -> τραυλίζω, Λάκων -> λακωνίζω — και όχι μόνον από ουσιαστικά, αλλά και από ρήματα (βάπτω -> βαπτίζω), επιρρήματα (χωρίς -> χωρίζω), ακόμη κι από φράσεις (από κεφαλή -> αποκεφαλίζω). Στη συνέχεια, στη μεσαιωνική ελληνική, επειδή τα ρήματα σε -ίζω είχαν αόριστο σε -ισα (τονίζω -> τόνισα), άσκησαν έλξη και σε άλλα ρήματα που σχημάτιζαν αόριστο σε -ήσα με αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε σχηματισμό νέου ενεστώτα σε -ίζω· κι έτσι το ζωγραφώ μέσω του εζωγράφησα έδωσε το ζωγραφίζω, το σήπομαι μέσω του εσάπησαν έδωσε το σαπίζω, το ρήγνυμι μέσω του ερράγησαν έδωσε το ραγίζω κ.ο.κ. Το -ίζω εξελίχθηκε σε παραγωγικότατο επίθημα, λοιπόν, συνδυαζόμενο και με επίθετα (κίτρινος -> κιτρινίζω, αδύνατος -> αδυνατίζω), ξενικές λέξεις (καβγάς -> καβγαδίζω), άκλιτες λέξεις (πάτσι -> πατσίζω), φράσεις (καλώς όρισες -> καλωσορίζω) και μέσω ονοματοποιίας (νιαουρίζω, γαβγίζω, πλατσουρίζω, μουγκανίζω, κακαρίζω).

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 3 εβδομάδες αργότερα...

Η λέξη «όνομα» είναι αρχαιότατη και στην ίδια οικογένεια έχουμε και τις λέξεις με την ίδια σημασία στις ιταλικές (π.χ. γαλλ. nom, ιταλ. nome, ισπαν. nombre), τις γερμανικές (π.χ. γερμ. Name, αγγλ. name, ολλανδ. naam) και άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ο αιολικός και δωρικός τύπος τής λέξης ήταν «ὄνυμα», και από αυτόν έχουν προέλθει τα σύνθετα σε -ώνυμος (π.χ. ανώνυμος), -ώνυμο (π.χ. επώνυμο), -ωνύμιο (π.χ. τοπωνύμιο) και -ωνυμία (π.χ. συνωνυμία). Το αρχικό όμικρον της λέξης ὄνυμα έγινε ωμέγα λόγω του φαινομένου τής αρχαίας ελληνικής που καλείται «έκταση εν συνθέσει», κι εξαιτίας του οποίου γράφουμε ανώμαλος (από το ομαλός) κλπ.

 

Ήδη από την αρχαιότητα η λέξη όνομα χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα για να δηλώσει τη σημασία «προσωπικό όνομα (δηλ. το πώς καλείται κάποιος)», αλλά και τη σημασία «φήμη, υπόληψη». Επίσης στην αρχαιότητα (π.χ. Πλάτωνος Κρατύλος) το όνομα χρησιμοποιείται και με τη σημασία «λέξη», αντιδιαστελλόμενο με το ρήμα (ῥῆμα) που σήμαινε «φράση» (γι' αυτό στη γραμματική μαθαίνουμε ότι τα ουσιαστικά και τα επίθετα είναι «ονόματα» — άλλωστε, η λέξη ουσιαστικό εισήχθη μόλις το 1796 από τον Κοραή).

 

Από την ομηρική κιόλας εποχή, η λέξη όνομα εδωσε το ρήμα ονομάζω, που σημαίνει «δίνω όνομα». Η (αρχαία) λέξη ονομασία προέρχεται από το ονομάζω, όπως και άλλες αρχαίες λέξεις που επιζούν μέχρι σήμερα, όπως π.χ. ονομαστός (αρχική σημασία: «αυτός που έχει ονομαστεί») και ονομαστκός (αρχική σημασία: «ο σχετικός με ονομασία»). Άξιο μνείας εδώ είναι το γεγονός ότι σήμερα χρησιμοποιούμε και το (ελληνιστικό) ρήμα ονοματίζω με τη σημασία «δίνω όνομα» που έχει και το ρήμα ονομάζω. Ωστόσο, αυτή η σημασία τού ονοματίζω είναι κατοπινότερη, και συγκεκριμένα των μεσαιωνικών χρόνων· αρχικά το ονοματίζω σήμαινε «διαπληκτίζομαι σχετικά με τα ονόματα».

 

Ας πάμε τώρα και στην ερώτηση σχετικά με τη διάκριση στη χρήση των δύο λέξεων: όνομα και ονομασία. Η λέξη όνομα έχει πολύ ευρύτερη χρήση, και δίνει επίσης πλήθος παγιωμένες ή παροιμιακές εκφράσεις· οπότε θα προσδιορίσουμε το πεδίο χρήσης τής λέξης ονομασία, που είναι πιο εστιασμένο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις:

  1. Η ενέργεια του ρήματος ονομάζω. Αντιστοιχεί στο αγγλικό γερούνδιο naming.
  2. Το αποτέλεσμα του ρήματος ονομάζω στη σημασία «δίνω όνομα (συνήθως επίσημα) σε κάτι (κυρίως άψυχο)». Έτσι π.χ. θα μιλήσουμε για ονομασία προϊόντος, αυτοκινήτου κλπ: Η Seat άλλαξε την ονομασία τού Málaga σε Gredos στην Ελλάδα, για να είναι πιο εύηχο. Συχνά η λέξη ονομασία χρησιμοποιείται όταν ονομάζουμε ολόκληρη κατηγορία ή ομάδα ομοειδών πραγμάτων, ενώ η λέξη όνομα όταν ονομάζουμε έναν συγκεκριμένο εκπρόσωπο ή μέλος αυτής τής κατηγορίας ή ομάδας — εντούτοις θα διαπιστώσετε ότι η εν λόγω διάκριση παραείναι λεπτή για να τηρείται (για να μην πω πως από κάποιο σημείο και μετά χάνει και το νόημά της), οπότε υφίσταται μια αρκετά μεγάλη γκρίζα ζώνη όπου οι λέξεις όνομα και ονομασία χρησιμοποιούνται ως πλήρως εναλλακτά συνώνυμα· αυτό π.χ. βλέπουμε στο ότι οι όροι «όνομα πλοίου» και «ονομασία πλοίου» είναι αμφότεροι εξίσου δόκιμοι.
  3. Το αποτέλεσμα του ρήματος ονομάζω στη σημασία «απονέμω επίσημα κάποιον τίτλο, βαθμό ή αξίωμα». Αντιστοιχεί στο γαλλικό nomination (και αποδίδει τα αγγλικά appointment, assignment και designation).
  4. Στην παγιωμένη έκφραση ονομασία (ανώτερης προέλευσης) χρησιμοποιείται αποκλειστικά η λέξη ονομασία και αποδίδει το appellation.
  5. Άφησα για το τέλος τη δυσκολότερη (από την άποψη της διάκρισης στη χρήση) περίπτωση, όπου πολύ συχνά (αλλά όχι πάντοτε) οι λέξεις όνομα και ονομασία είναι πλήρως εναλλακτές. Πρόκειται για το αποτέλεσμα του ρήματος ονομάζω στη σημασία «δίνω όνομα σε κάτι (π.χ. πράγμα, έννοια, τόπο, ιδέα, φαινόμενο, ομάδα, κατηγορία) για να το δηλώσω και να το ξεχωρίσω από άλλα». Για το πότε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη μια λέξη στη θέση τής άλλης, μπορούμε πολύ απλά να εμπιστευτούμε το γλωσσικό μας αισθητήριο. Π.χ. μπορούμε να πούμε: «Τα ντόμπερμαν οφείλουν την ονομασία / το όνομα της ράτσας τους σε έναν γερμανό φοροεισπράκτορα», αλλά δεν μπορούμε να πούμε: «Η ονομασία τού σκύλου μου είναι Αζόρ»· εδώ θα πρέπει να πούμε «το όνομα». Επίσης, μπορούμε να πούμε: «Η ονομασία / το όνομα του νικελίου ανάγεται στη γερμανική παραφθορά τού κύριου ονόματος Νικόλαος στην ειδική σημασία "δαίμονας"», αλλά δεν μπορούμε να πούμε: «Το όνομα των μεταλλευμάτων που περιέχουν νικέλιο είναι "νικελιούχα"»· εδώ θα πρέπει να πούμε «η ονομασία». Όπως προανέφερα και στην §2, υφίσταται κι εδώ η λεπτή διάκριση μεταξύ ομάδας με κοινά χαρακτηριστικά (όπου ονομασία) και συγκεκριμένου εκπροσώπου της (όπου όνομα), για την οποία ισχύουν τα υπόλοιπα που είπα ήδη εκεί σχετικά με τις αλληλοεπικαλυπτόμενες χρήσεις στην πράξη.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!

Δημιουργία νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα
  • Δημιουργία νέου...