Προς το περιεχόμενο

Πίνακας επιτευγμάτων

  1. Crash24

    Crash24

    News Editors


    • Πόντοι

      134

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      2.042


  2. nchatz

    nchatz

    News Editors


    • Πόντοι

      26

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      1.930


  3. poulinos

    poulinos

    Reviewers


    • Πόντοι

      17

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      87.145


  4. polemikos

    polemikos

    News Editors


    • Πόντοι

      9

    • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

      4.286


Δημοφιλές περιεχόμενο

Προβολή περιεχομένου με τις περισσότερες αντιδράσεις από 26/04/2023 σε Reviews

  1. Μετά το FRITZ!Box 6850 5G, το FRITZ!Repeater 3000 AX , το FRITZ!7530 AX τα FRITZ!Box 4060/4040, το FRITZ!Repeater 6000, το FRITZ!Repeater 1200 AX και το FRITZ!Repeater 3000 που ανέβηκαν στο παρελθόν στον πάγκο των δοκιμών, σειρά είχε να δούμε την αναβαθμισμένη έκδοση του FRITZ!Box 5530 Fiber που δεν είναι άλλο από το FRITZ!Box 5590 Fiber. Όπως έχουμε μάθει και από τα υπόλοιπα μοντέλα της AVM το 5590 μεταφράζεται ως: 55 επειδή είναι για τεχνολογία Fiber και το 90 επειδή είναι το καλύτερο και πιο δυνατό μοντέλο της σειράς. Το FRITZ!Box 5590 Fiber ήρθε για να αντικαταστήσει το FRITZ!Box 5491 που ήταν ο προκάτοχος του για το GPON όπως και του FRITZ!Box 5490 που ήταν για AON. Σήμερα θα δούμε αναλυτικά το FRITZ!Box 5590 Fiber. Αυτή η νέα και ενδιαφέρουσα πρόταση της AVM έρχεται να προστεθεί στην γκάμα των προϊόντων που μπορούν να μας προσφέρουν Internet μέσα από την δύναμη της οπτική ίνας. Για αρκετούς τα FTTH Modem Routers (ΟΝΤ) είναι κάτι άγνωστο. Για άλλους είναι μία πραγματικότητα που την ζουν κάθε μέρα αφού το FTTH έχει φτάσει στην περιοχή τους ενώ για άλλους είναι ένα "'όνειρο" και είναι στην αναμονή περιμένοντας το FTTH να γίνει διαθέσιμο. Πριν προχωρήσουμε στο Review θα πρέπει να αναφέρουμε μερικές τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με την τεχνολογία του FTTH και στην δική μας περίπτωση του GPON όπως και για το FRITZ!5590 Fiber. Αυτή η εισαγωγή είναι απαραίτητη για να λυθούν οι απορίες που θα προκύψουν. Ας ξεκινήσουμε: Στην Ελλάδα το FTTH που δίνουν οι πάροχοι είναι τεχνολογίας PON (Passive Optical Network) και υπάρχει και το AON (Active Optical Network). Το PON συγκεκριμένα είναι GPON δηλαδή Gigabit Passive Optical Network. Τι είναι τώρα το GPON και πως λειτουργεί. Με πολύ απλά λόγια από την πλευρά του παρόχου υπάρχει ένα OLT (Optical Line Terminal) το οποίο είναι το "μηχάνημα" που πάνω σε αυτό έχουν συνδεθεί οι οπτικές ίνες που φέρνουν το Internet στο σπίτι μας και στο ONT (Optical Network Terminal). Ενδιάμεσα από το OLT και το ONT υπάρχουν Passive Optical Splitters. Τι κάνουν αυτά: Τα Passive Optical Splitters δέχονται μία οπτική ίνα ως Input και βγάζουν πολλές ίνες ως Output. Οπότε από το OLT μπορεί να έχουμε πχ 10 ίνες οι οποίες όμως δεν θα πάνε σε 10 σπίτια αλλά η κάθε μία από αυτές μπορεί να πάει σε ένα passive optical splitter που το χωρίζει σε 32 ίνες. Έτσι σε μία ίνα αντί για 1 συνδρομητή μπορεί να είναι 32 συνδρομητές. Πάμε τώρα σε αυτό που ενδιαφέρει στην πράξη εμάς τους τελικούς χρήστες. Εφόσον μία οπτική ίνα εξυπηρετεί 32 συνδρομητές πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνει διαχωρισμός ποιος συνδρομητής είναι ποιος. Οπότε το κάθε ONT έχει ένα μοναδικό ID που συνήθως αναφέρεται πάνω στο ίδιο το ONT. Στην περίπτωση του FRITZ!Box 5590 το ID είναι της μορφής AVMG xxxx xxxx. Για να αναγνωριστεί και να "συγχρονίσει" το ONT πάνω στην οπτική ίνα πρέπει ο πάροχος να το δηλώσει στο OLT. Αν δεν το δηλώσει τότε δεν θα γίνει ποτέ το Connection. Με την ισχύουσα νομοθεσία στην Ελλάδα που αναφέρει ότι ο πάροχος πρέπει να υποστηρίζει οποιοδήποτε Modem Router, θα νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να αγοράσουμε ένα FTTH Modem Router κοινώς ένα ONT και να δώσουμε στον πάροχο μας το ID και να είμαστε έτοιμοι για surfing. Δυστυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Στην περίπτωση του FTTH ο πάροχος δεν θα δεχτεί να περάσει το ID του ONT ώστε να γίνει η σύνδεση. Μας δίνει ένα δικό του ONT το οποίο απλά μετατρέπει την οπτική ίνα σε Ethernet και μετά μας δίνει την επιλογή να εγκαταστήσουμε οποιοδήποτε Router επιθυμούμε αρκεί να έχει WΑΝ Port. Στην παρακάτω φωτογραφία βλέπουμε ένα HUAWEI ONT το οποίο απλά μετατρέπει την οπτική ίνα σε Ethernet. Που θέλουμε να καταλήξουμε. Τo FRITZ!Box 5590 Fiber λειτουργεί και ως ONT αλλά ταυτόχρονα έχει και WΑΝ Port για να εγκατασταθεί ως Router. Την παρούσα στιγμή δεν μπορούμε λόγω των περιορισμών να εγκαταστήσουμε το FRITZ!Box 5590 Fiber ως ONT αλλά μόνο ως Router. Θα μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε όλα τα χαρακτηριστικά του εν λόγω CPE αλλά η διασύνδεση θα είναι με το ONT που μας έχει δώσει ο πάροχος και όχι απευθείας με την οπτική ίνα πάνω στο FRITZ!Box 5590 Fiber. Την δεδομένη στιγμή που γράφεται το παρόν Review μόνο η Cosmote δίνει το FRITZ!Box 5530 Fiber στις συνδέσεις 1Gbit χωρίς την χρήση ξεχωριστού ONT. Στο μέλλον ας ελπίσουμε ότι θα αλλάξουν κάποια πράγματα στην νομοθεσία και θα μπορεί ο χρήστης να χρησιμοποιήσει το FRITZ!Box 5590 Fiber χωρίς ONT. Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε το SFP που έχει το FRITZ!Box 5590 Fiber το οποίο είναι για GPON και πρέπει να συνδεθεί με οπτική ίνα LC-APC και όχι SC-APC που δέχονται τα ONT των ελληνικών παρόχων. Σε αυτό το Review θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες που μας προσφέρει το FRITZ!Box 5590 Fiber. Οι ρυθμίσεις και η παραμετροποίηση δεν αλλάζουν σε κάτι συγκριτικά με τα υπόλοιπα FRITZ!Box λόγω του ενιαίου FRITZ!OS 7 που είναι εγκατεστημένο στις συσκευές. Οπότε οποιοδήποτε μοντέλο και να έχει ήδη στην κατοχή του ο χρήστης από αυτήν την σειρά αλλά και την προηγούμενη, το Web Interface είναι ακριβώς το ίδιο. Υπάρχει η ίδια ευκολία ρυθμίσεων (Mesh, WPS) για τον αρχάριο χρήστη που μπορεί να μην κατέχει πολλές γνώσεις. Οι δυνατότητες που διαθέτει είναι πάρα πολλές όπως θα δούμε και επίσης αναβαθμίζονται συνεχώς. Το μόνο που θα χρειαστεί για την εγκατάσταση του είναι μια μια παροχή ρεύματος και να τρέξουμε την αυτοματοποιημένη διαδικασία. Μέσα σε 2-3 λεπτά είναι έτοιμο για χρήση. Η AVM για όποιον δεν γνωρίζει διαθέτει μια μεγάλη γκάμα προϊόντων όπως VDSL2/ADSL2+/4G/5G/FTTH Routers, Powerlines, WiFi Sticks, DECT Phones(FON), Repeaters όπως και συσκευές για Radiator Control, Power Outlets. Ιδρύθηκε το 1986, έχει έδρα το Βερολίνο και το 2021 απασχολούσε 880 υπαλλήλους. Το 2021 πραγματοποίησε τζίρο 570 εκατομμύρια ευρώ. Τo τμήμα υποστήριξης όπως και το τμήμα κατασκευής βρίσκονται στη Γερμανία, ενώ τα προϊόντα της εταιρείας συνοδεύονται από 5 χρόνια εγγύησης. Η AVM είναι ένας από τους κορυφαίους κατασκευαστές προϊόντων στην Ευρώπη για ευρυζωνικές και ψηφιακές συνδέσεις. To όνομα AVM όλοι το γνωρίζουν πλέον μετά από τόσα χρόνια και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι συνώνυμο με την πρωτοπορία, την αξιοπιστία και την τεχνολογική υπεροχή. Διαθέτει το ευέλικτο λειτουργικό σύστημα FRITZ!OS που είναι σήμα κατατεθέν της AVM. Το πρώτο μου προϊόν από την AVM ήταν ενα Bluetooth ISDN που για την εποχή του ήταν πολύ "μπροστά". Η AVM με λίγα λόγια, απλά ξεφεύγει από το μέσο όρο των συμβατικών Routers που κατακλύζουν την αγορά. Φέτος η AVM κλείνει και τα 20 χρόνια στην αγορά. https://en.avm.de/about-avm/press/press-releases/2024/03/20-years-of-fritzbox-the-heart-of-the-digital-home-is-celebrating-its-birthday H AVM ακόμα και όταν βγάλει ένα νεότερο προϊόν συνεχίζει να αναβαθμίζει και τα παλιότερα μοντέλα. Έτσι ξέρουμε ότι τα χρήματα που θα διαθέσουμε για την αγορά του εξοπλισμού δεν θα πάνε χαμένα λόγω ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα βγει νεότερο μοντέλο. Επίσης κάτι που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι αντίθετα με άλλες εταιρείες δεν υπάρχουν ΣΥΝΗΘΩΣ Version 1 , Version 2, Version 3. Το τονίζουμε αυτό διότι πολλές εταιρείες βγάζουν το ίδιο προϊόν σε νέο Version με αποτέλεσμα να σταματάει η υποστήριξη μετά από λίγο καιρό στο παλιό Version. Και επειδή το Hardware είναι διαφορετικό έχουν και άλλα Firmware. Στην AVM ακόμα και να υπάρξει Version 2 θα αναβαθμιστεί κανονικά και το Version 1. Αυτό διότι το FRITZ!OS 7 είναι ένα ολοκληρωμένο λειτουργικό που θα προσφέρει στην συσκευή μας όλες τις αναβαθμίσεις που θα πάρουν και οι υπόλοιπες. Φανταστείτε το ως Windows που απλά τα εγκαθιστούμε σε οποιονδήποτε υπολογιστή θέλουμε. Τέλος, υπάρχει δωρεάν υποστήριξη από την AVM μέσω E-mail. Τι είναι το FTTH; Θα το εξηγήσουμε με πολύ απλά λόγια: To Fiber to the Home (οπτική ίνα μέχρι την κατοικία) ή FTTH είναι μια FTTx τεχνολογία (δηλαδή μια αρχιτεκτονική σύνδεσης σε δίκτυο Οπτικών ινών), στην οποία η οπτική ίνα φτάνει μέχρι το χώρο (κατοικίας ή εργασίας) του τελικού χρήστη. Το FTTH έρχεται έτσι σε αντίθεση με μεθόδους όπως οι Fiber to the Building (FTTB), Fiber to the Node (FTTN), Fiber to the Curb (FTTC), ή Hybrid Fibre-Coaxial (HFC), στις οποίες χρησιμοποιείται κάποιο παραδοσιακό φυσικό μέσο (όπως χάλκινα ή ομοαξονικά καλώδια) για το τελευταίο μίλι (Last Mile). To FTTH, λόγω του ότι χρησιμοποιεί 100% οπτικές ίνες, μπορεί να πετύχει πάρα πολύ υψηλούς ρυθμούς μετάδοσης δεδομένων. Unboxing FRITZ!Box 5590 Fiber Η πρώτη μας έκπληξη ήταν ότι είναι λίγο μεγαλύτερο σε διαστάσεις συγκριτικά με τα περισσότερα FRITZ!Βox που έχουμε κάνει Review. Το μέγεθος του δηλαδή είναι 254 x 63 x 191 mm συγκριτικά με το FRITZ!Box 7530 AX που είναι 200 x 45 x 152 mm. Για όποιον έχει το FRITZ!Box 7590 AX τότε είναι ακριβώς το ίδιο μέγεθος. Λογικό το μεγαλύτερο μέγεθος αφού και τα Interfaces είναι πολύ περισσότερα συγκριτικα με το FRITZ!Box 7530 AX αλλά και το μικρότερο μοντέλο που είναι το FRITZ!Box 5530 Fiber. To FRITZ!Box 5590 Fiber έρχεται σε μία όμορφη συσκευασία, με το μπλε χρώμα να κυριαρχεί όπως μας έχει συνηθίσει η AVM σε όλα τα προϊόντα της. Η συσκευασία είναι από σκληρό χαρτόνι. Στην μπροστά πλευρά βλέπουμε το FRITZ!Box 5590 Fiber, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, που είναι υποστήριξη Fiber Optics, Wireless Dual Band, Gigabit Lan, Dect, Usb, 2.5Gbit Wan κτλ. Aναγράφεται με μεγάλα γράμματα ότι είναι NEW Version Wi-Fi 6. Είναι Dual Radio και θα αναφερθούμε σε αυτό πιο αναλυτικά παρακάτω. Στην πίσω πλευρά σε διάφορες γλώσσες (δεν υπάρχουν ελληνικά) αναφέρονται πιο αναλυτικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, όπως και με ποιες συσκευές της AVM μπορεί να συνδυαστεί, όπως ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Fon και άλλα. Στην πάνω και κάτω πλευρά αναγράφεται το μοντέλο όπως υπάρχει και το Logo FRITZ!, ενώ στην δεξιά πλευρά αναγράφονται τα πλεονεκτήματα του όπως και τα περιεχόμενα της συσκευασίας που θα δούμε και σε φωτογραφίες στην συνέχεια του Review. Στην αριστερή πλευρά αναφέρονται κάποιες υποσημειώσεις όπως Modem ID και ότι είναι η έκδοση με SFP GPON. Παρότι είναι το μόνο FRITZ!Box που δεν γράφει πάνω ότι έχει 5 χρόνια εγγύηση στην πράξη ισχύει η 5ετής εγγύση που έχουν άλλωστε όλα τα FRITZ!Box που είναι και η μεγαλύτερη που έχουμε δει σε δικτυακά προϊόντα. Συνεργάζεται με όλα τα Mesh προϊόντα της AVM για να έχει ο χρήστης ένα ενιαίο δίκτυο, με εύκολη διαχείριση και παραμετροποίηση. Ας δούμε τι κρύβεται μέσα στο κουτί: Ανοίγοντας την συσκευασία βρίσκουμε το εγχειρίδιο χρήσης, που αναγράφονται τα βήματα της εγκατάστασης με εικόνες και κείμενα σε διάφορες γλώσσες. Δεν υπάρχει ούτε εδώ η ελληνική γλώσσα, αλλά όπως και στα άλλα προϊόντα της AVM οι εικόνες βοηθούν πάρα πολύ στην εγκατάσταση. Συνοδεύεται από ένα καλώδιο Ethernet 1.5m, ένα διαφημιστικό φυλλάδιο με τις κατηγορίες των προϊόντων που έχει η AVM, μία καρτέλα με τα στοιχεία για το WiFi (SSID, Network Key και FRITZ!Box Password) και ένα ενημερωτικό φυλλάδιο σχετικά με την απόρριψη των ηλεκτρονικών συσκευών. Στην καρτέλα για το WiFI υπάρχουν κενά πεδία, που αντίστοιχα μπορούμε να γράψουμε τα δικά μας SSID, Network Key και FRITZ!Box Password, ώστε να τα θυμόμαστε. Και φυσικά το FRITZ!Box 5590 Fiber σε λευκό/κόκκινο χρώμα, με το τροφοδοτικό του. Επίσης αναγράφονται πληροφορίες για τα LED του. Συνοδεύεται από πενταετή εγγύηση, όπως όλα τα προϊόντα της AVM. Δεν υπάρχει αναλυτικό εγχειρίδιο για την συσκευή σε Cd ή σε έντυπη μορφή, το οποίο δεν θεωρείται αρνητικό, αφού τα εγχειρίδια είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της εταιρείας. Επιπλέον μέσα στo Web Interface του FRITZ!Box υπάρχουν οδηγίες/επεξηγήσεις για όλες τις επιλογές. Η πάνω πλευρά εκτός από τα ενδεικτικά LED, (στα οποία μπορούμε να ρυθμίσουμε την φωτεινότητα τους) έχει και τα πλήκτρα για συγκεκριμένες λειτουργίες όπως και θύρες εξαερισμού. Η κάτω πλευρά είναι όλο θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε η μπροστινή πλευρά να είναι ανασηκωμένη ελαφρώς, αφήνοντας ένα μικρό κενό στο κάτω μέρος, για την αποτελεσματική ψύξη του, ακόμα και το καλοκαίρι που οι θερμοκρασίες ενδέχεται να είναι υψηλές. Η συσκευασία έρχεται με ταινία ασφαλείας. Στο Site της AVM για κάθε προϊόν πέρα από το Manual υπάρχουν και FAQ για να λύσουν τυχόν απορίες σχετικά με τα Features και την παραμετροποίηση της συσκευής. Το Manual μπορεί κανείς να το κατεβάσει από το: https://assets.avm.de/files/docs/fritzbox/fritzbox-5590/fritzbox-5590_man_en_GB.pdf ενώ το Quick Guide είναι διαθέσιμο εδώ: https://assets.avm.de/files/docs/fritzbox/fritzbox-5590/fritzbox-5590_qig_en_GB.pdf Στο Υoutube μπορούμε να δούμε τις δυνατότητες για τα FRITZ! προϊόντα. https://www.youtube.com/fritzboxenglish Το FRITZ!Box 5590 FIber παρότι είναι για FTTH όπως και το FRITZ!Box 5530 Fiber στην πράξη έχει μερικές αναβαθμίσεις συγκριτικά με το δεύτερο. Συγκεκριμένα εδώ μπορούμενα δούμε τις διαφορές τους και για ευκολία ακολουθεί ένα Screenshot. Την παράσταση κλέβει η 2.5Gbit Wan θύρα. Και υπάρχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό. Tο FRITZ!Box 5491 Fiber ήταν για GPON ενώ το FRITZ!Box 5490 Fiber για AON. Πλέον δεν χρειάζονται δύο διαφορετικά μοντέλα. Το FRITZ!Box 5590 Fiber είναι ένα και αναλόγως το SFP που θα εγκαταστήσουμε μπορεί να λειτουργήσει και σε GPON αλλά και σε AON. Το Easter Egg θα το αναφέρουμε πιο μετά γιατί υπάρχει ακόμα ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Close up στις Gigabit Lan που μπορεί να συνδεθεί μία συσκευή. Από αριστερά προς τα δεξιά έχουμε. SFP Connector, Fon1/Fon2, 2.5Gbit Wan, 4 x Gigabit Lan, Power Connector και μία USB 3.0. Στην μπροστινή πλευρά υπάρχουν τα ενδεικτικά LED και τα αντίστοιχα κουμπιά για διάφορες λειτουργίες. Πχ ενεργοποίηση του (WPS). Αναλόγως το χρώμα και αν αναβοσβήνουν μας δίνουν πληροφορίες για την σύνδεση. Στο πάνω και στο κάτω μέρος έχει τις θύρες εξαερισμού για την παθητική ψύξη του εξοπλισμού. Δεν υπάρχουν ενοχλητικά ανεμιστηράκια να δουλεύουν και να μας ενοχλούν σε περίπτωση που το έχουμε τοποθετήσει στο δωμάτιο μας. Το τροφοδοτικό του μάρκας Ktec είναι 12 Volt και 2,5 Amps (30W). Σε ένα μικρό Sticker στο κάτω μέρος υπάρχει το SSID, το Network Key το Default FRITZ!Box Password και το Modem ID. Αξίζει να σημειωθεί ότι όση ώρα το δοκιμάσαμε, η θερμοκρασία παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα. Παρακάτω θα αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά του FRITZ!Box 5530 Fiber , πως το παραμετροποιούμε και τι μας προσφέρει. FRITZ!Box 5590 Fiber. Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί ONT (εφόσον αλλάξει κάτι στην νομοθεσία). PBX για μια μικρή εταιρεία ώστε να μην χρειαστεί αγορά ξεχωριστού τηλεφωνικού κέντρου. 4G, 5G Dongle ως backup σε περίπτωση που υπάρχει πρόβλημα της οπτικής ίνας. NAS, Media Server, Fax, Τηλεφωνητής. Χρήσιμα Feature για μια εταιρεία. Usb εκτυπωτής ο οποίος μπορεί με το FRITZ!Box να μετατραπεί σε δικτυακό. Οι χρήσεις είναι πάρα πολλές και μπορούν να γίνουν όλες ταυτόχρονα. Τεχνικά Χαρακτηριστικά FRITZ!Box 5590 Fiber Ασύρματο router με υποστήριξη AON, GPON and XGS-PON. (ΑΟΝ ΙTU-T G.652; IEEE 802.3ah-2004 1000BASE-BX10)/(GPON ITU-T G.984.2/984.5)/(XGS PON ITU-T G.9807) 4 x Gigabit Lan (10/100/1000) Wi-Fi 6 up to 2400 Mbit/s (5GHz) Wi-Fi 6 up to 1200 Mbit/s (2.4GHz) Dual Wireless Radios 1 x 5 GHz and 1 x 2.4 GHz (802.11 ac/n/g/a). Ταυτόχρονη χρήση και των δύο Band. 4 x 4 Wi-Fi 6 with MIMO Mesh WiFi WPA2/WPA3 encryption Wi-Fi Protected Setup (WPS) Μέση κατανάλωση 12 Watt Push Service Led on/off Διαστάσεις 254 x 63 x 191 mm Eco Mode, Energy Saving Smart Steering και CrossBand Repeating Fritz!OS Maximum Transmitter Power. Αν δεν θέλουμε το WiFi να εκπέμπει στο 100% μπορούμε να ελαττώσουμε το ποσοστό εκπομπής IPv6 Χαμηλή κατανάλωση 2 x USB 3.0 2 x FXS. (2 x RJ11 , 1 x TAE) Media Server Κουμπί Wlan για απενεργοποίηση/ενεργοποίηση του WiFi Dect Base Station with HD Telephony. Up to six cordless telephones IP-based Telephony Dect ULE, Han Fun Υποστήριξη VPN, Firewall, DynDns, IPv6, Parental Control, Guest Network, WOL FRITZ!OS με υποστήριξη FRITZ!NAS, MyFRITZ!. Η AVM εξασφαλίζει την ασφάλεια και προσθέτει νέες λειτουργίες και αναβαθμίσεις με καινούρια Firmwares, ακόμα και για παλαιότερα μοντέλα, ώστε να είναι up to date Δυνατότητες Fax to Mail, FRITZ!App Fon για iOS και Android Υποστήριξη Eco Mode, DECT Eco, Energy Saving αναλόγως το ποιες λειτουργίες του FRITZ!Box χρησιμοποιούμε, για ελαχιστοποίηση στην κατανάλωση FRITZ!App Fon Stateful Packet Inspection Firewall DLNA/UPnP AV Wake on Lan over the internet FRITZ!Box 5590 Fiber. Τι μας προσφέρει Λειτουργία ONT/Wan Router Ασύρματη σύνδεση με Tablets και Smartphones και ενσύρματη ή ασύρματη σύνδεση με έναν ή περισσότερους υπολογιστές. Parental Control για τον περιορισμό της χρήσης του Internet, με την χρήση διαφόρων προφίλ. Υποστήριξη DynDns, σε περιπτώσεις απομακρυσμένης πρόσβασης σε συσκευές συνδεδεμένες στο FRITZ!Box 5590 FIber. QoS (Quality Of Service). Υποστήριξη VPN (IPSec) για απομακρυσμένη διαχείριση. Υποστήριξη IPV6. Mesh networking: Μέσα από το Web Interface μπορεί να γίνει κεντρική διαχείριση όλων την συνδεδεμένων συσκευών FRITZ. Παραμετροποίηση του ως Mesh Repeater. Το FRITZ!Box με ένα USB Stick συνδεδεμένο στη μία εκ των δύο USB 3.0 θύρα. Δυνατότητα δημιουργίας Guest Network όπως και δημιουργία κανόνων στο Parental Control, ώστε να ελέγχουμε την πρόσβαση στο Internet και το δίκτυο. Push Service για ενημέρωσή με E-mail για την χρήση του, όπως και τυχόν αλλαγές στο Configuration. Τέσσερις Gigabit Ethernet και Dual Band WiFi για γρήγορες μεταφορές δεδομένων ανάμεσα στους υπολογιστές, Smartphone, Tablets, ενσύρματα και ασύρματα. 2 θύρες USB 3.0 που μπορούμε να συνδέσουμε ένα USB εκτυπωτή ώστε να γίνει δικτυακός και να μπορούν όλες οι συσκευές στο δίκτυο να εκτυπώνουν. Εναλλακτικά μπορεί να συνδεθεί ένας USB σκληρός δίσκος ή ένα USB Stick ώστε να χρησιμοποιείται για αποθήκευση από όλους τους χρήστες και να υπάρχει ακόμα και απομακρυσμένη πρόσβαση στο Nas Storage, σε περίπτωση που είμαστε εκτός χώρου και χρειαζόμαστε πρόσβαση στα αρχεία. Με το FRITZ!Nas ορίζουμε τους χρήστες και τα δικαιώματα που θα έχουν για την πρόσβαση στο Nas Storage. Η Usb μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με USB 4G, 5G Dongle. Wan Port 2.5Gbit Στην FXS, μπορεί να συνδεθεί αναλογική τηλεφωνική συσκευή ή ένα PSTN PBX. DECT Base Station με δυνατότητα σύνδεσης μέχρι 6 ασύρματων συσκευών DECT είτε της AVM είτε ενός τρίτου κατασκευαστή, αρκεί να συνεργάζονται. Δυνατότητα του FRITZ!Box να λειτουργεί ως PBX. Είτε χρησιμοποιήσουμε την FXS, είτε το DECT Base Station, μπορούμε την VoIP τηλεφωνία να την δρομολογήσουμε όπου επιθυμούμε. Η κάθε μία συσκευή θα έχει ένα εσωτερικό νούμερο ώστε να μπορεί να γίνει μεταφορά της κλήσης, από την μία τηλεφωνική συσκευή στη άλλη. Και για όσους δεν σηκώνονται το πρωί, μια τηλεφωνική συσκευή πάνω στο FRITZ!Box μετατρέπεται σε ξυπνητήρι και αρχίσει να κουδουνίζει την ώρα που επιθυμείτε εσείς. Λειτουργία Fax to Mail. Δεν υπάρχει λόγος να γίνεται σπατάλη χαρτιού και μελανιού/toner για τα Fax. Το Fax μετατρέπεται σε E-mail και αποστέλλεται στο E-mail που επιθυμεί ο χρήστης. Με το FRITZ!APP Fon, ένα Smartphone μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασύρματη τηλεφωνική συσκευή και να πραγματοποιεί, δέχεται κλήσεις με ασφάλεια (VPN) είτε από το τοπικό δίκτυο είτε από το απομακρυσμένο. Δεν χρειάζεται πλέον να γίνεται εκτροπή για να μην χάνουμε τις κλήσεις, δεν χρειάζεται να διαθέτουμε ασύρματο τηλέφωνο στο χώρο μας. Απλά ένα Smartphone. Υποστηρίζει συσκευές για SMART HOME. Η διαχείρισή τους, μπορεί να γίνει από το τοπικό αλλά και από το απομακρυσμένο δίκτυο. Υπάρχουν Smart Plugs, όπως το FRITZ!DECT 200 που είδαμε σε προηγούμενο Review, το FRITZ!DECT 301 που είναι ένα Smart Radiator για να ρυθμίζεται την θερμοκρασία του χώρου σας πριν ακόμα φτάσετε εκεί ή και το FRITZ!DECT 500 που είναι μια Smart λάμπα. Επιπρόσθετα το FRITZ!DECT 440 που είναι ένας τετραπλός διακόπτης που μπορούμε να ορίσουμε διαφορετικές λειτουργίες για κάθε κουμπί. Υποστηρίζει Media Server/Web Radio/Podcast, ώστε να βλέπετε τις αγαπημένες σας ταινίες ή να ακούτε την μουσική σας κάνοντας Streaming κατευθείαν από τον USB σκληρό δίσκο/USB Stick που έχετε συνδέσει στις USB 3.0 του FRITZ!Box. Με Gigabit Ethernet και WiFi με συνολικό Bandwidth 3600Mbits (2400+1200) το Streaming ακόμα και στα 4K γίνεται πανεύκολα. Τι κρύβεται στο εσωτερικό της συσκευής Δεν θα άντεχα να μην μπω στον πειρασμό να ανοίξω τα πλαστικά του FRITZ!Box ώστε να δω τι κρύβεται μέσα του. Μετά την αφαίρεση των πλαστικών βλέπουμε το παρακάτω. Στα αριστερά και δεξιά εκεί που ενώνονται το μαύρο, μπλέ, άσπρο καλώδιο είναι οι Antennas. Ομολογώ ότι είναι το πρώτο μοντέλο της FRITZ που ανοίγω και βλέπω ψύκτρα. Μία μαύρη μεγάλη ψύκτρα καλύπτει πολλά Components. Η ψύξη είναι παθητική ώστε να μην χρειαστούν Fan για την ψύξη. Ότι τοποθετήθηκε ψύκτρα από την άλλη είναι απολύτως λογική. Τα SFP γενικότερα σε λειτουργία αναπτύσσουν αρκετά μεγάλη θερμοκρασία συν την επιπλέον θερμοκρασία από το WiFi Module κτλ κτλ. Mesh Networking To FRITZ!Os 7 υποστηρίζει Mesh Networking. Μέσα από το Web Interface υπάρχει όλη η τοπολογία του δικτύου με τις συνδεδεμένες συσκευές στις οποίες άμα κάνουμε κλικ θα μας δρομολογήσει στο Web Interface τους. Οι συνδεδεμένες συσκευές μπορεί να είναι ένα FRITZ!WLAN Repeater, ένα FRITZ!Dect, ένα FRITZ!Powerline μέχρι και ένα δεύτερο FRITZ!Box. Έτσι το Mesh Networking μας βοηθάει στην κεντρική διαχείριση όλων των FRITZ! συσκευών από μία σελίδα, όπως και λόγω των Features του Mesh Networking, οι ρυθμίσεις που έχουμε κάνει στο FRITZ!Box, για παράδειγμα στην καρτέλα Wireless μπορούν να μεταφερθούν απευθείας στο FRITZ!WLAN Repeater ή στο FRITZ!Powerline. Επιπλέον δεν χρειάζεται να συνδεθούμε στην κάθε συσκευή, για να εγκαταστήσουμε ένα νεότερο Firmware. Αν υπάρχει νεότερο Firmware θα μας το εμφανίσει αυτόματα και απλά πατάμε το Update για να γίνει εγκατάσταση. Η λειτουργία για Update του Firmware δεν ισχύει μόνο για τις συνδεδεμένες συσκευές στο FRITZ!Box αλλά και για το ίδιο το FRITZ!Box. Αν έχουμε ένα Guest Network θα μεταφερθούν οι ρυθμίσεις σε όλο το Mesh Network. Το Mesh Networking, αρχίζει και "μπαίνει" όλο και περισσότερο στην ζωή μας με τις περισσότερες εταιρείες να βγάζουν καινούρια προϊόντα ή αναβαθμίσεις για τα υπάρχοντα, ώστε να υπάρχει υποστήριξη. Όπως βλέπουμε στην παρακάτω φωτογραφία στην καρτέλα Mesh, υπάρχει ένα σχεδιάγραμμα τι έχει συνδεθεί που και με ποιο τρόπο. Εδώ θα εμφανιστούν όχι μόνο οι ασύρματες συσκευές που έχουν συνδεθεί όπως στην περίπτωση μας ένα Laptop και ένα Smartphone αλλά και όλες οι συσκευές της AVM. Επίσης αν ανιχνευτεί αυτόματα καινούριο Firmware μας το εμφανίζει και απλά πατάμε (όπως και έγινε) το κουμπί Perform Update ώστε να αναβαθμιστεί στην τελευταία έκδοση. Tο Mesh Networking δεν έχει περιορισμούς. Δημιουργήθηκε για να καλύψει από ένα μικρό χώρο, που θα χρειαστεί μόνο ένα Powerline ή ένα Repeater, μέχρι πολύ μεγάλους χώρους που θα χρειαστούν πολλά Powerlines , Repeaters, Access Points ώστε να υπάρχει συνολική κάλυψη. Μερικά από τα χαρακτηριστικά του Mesh Network σε συνδυασμό με τα FRITZ! Μέσα από το FRITZ!Box μπορούμε να δούμε την τοπολογία του δικτύου μας. Όλες οι FRITZ συσκευές εμφανίζονται σε ένα ενιαίο σχέδιο. Με μία ματιά βλέπουμε που και πως έχει συνδεθεί η συσκευή μας, ποια συσκευή είναι και την IP που έχει πάρει. Αν υπάρχει αναβάθμιση για μία FRITZ συσκευή θα εμφανιστεί το κουμπί για να την κάνουμε Update. Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε για Firmware, δεν χρειάζεται να πάμε στο Web Interface της κάθε συσκευής για να γίνει το Update. Απλά πατάμε το Update και όλα τα υπόλοιπα γίνονται αυτόματα. Με την χρήση του Mesh και του WPS όλες οι ρυθμίσεις που έχουμε πραγματοποιήσει στο FRITZ!Box θα περαστούν αυτόματα και στις υπόλοιπες πχ το Guest Network κτλ. Ταυτόχρονα θα υπάρχει ένα SSID. Όλο το δίκτυο και όλες οι συσκευές θα αποτελούν μέρος αυτού του δικτύου. Δεν χρειάζεται να αλλάζουμε δίκτυο κάθε φορά που μετακινούμαστε στο χώρο. Το Smart Roaming θα μας συνδέσει αυτόματα στο ασύρματο δίκτυο που έχει το καλύτερο σήμα. Υποστηρίζονται οι τεχνολογίες Smart Steering, WiFi Steering και CrossBand Repeating. Όλα εύκολα και απλά. Με απλά λόγια το FRITZ θα αποφασίσει με βάση το φόρτο του δικτύου και άλλες παραμέτρους αν μια Dual Band συσκευή θα πρέπει να αλλάξει Band για καλύτερη απόδοση του δικτύου. Και με το WiFi Steering αν έχουμε πολλαπλές συσκευές FRITZ, τότε η ασύρματη συσκευή μας θα συνδέεται κάθε φορά αυτόματα στο WiFi που έχει το καλύτερο σήμα ώστε να έχουμε μέγιστες αποδόσεις. Το Mesh δίκτυο μπορεί να αποτελείται από ένα FRITZ!Box και ένα FRITZ!Repeater για ένα μικρό χώρο μέχρι πολλά FRITZ!Repeaters, FRITZ!Powerlines για ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο. Άτομα κάθε ηλικίας που δεν έχουν πολλές γνώσεις μπορούν εύκολα και απλά να δημιουργήσουν το δικό τους δίκτυο στο σπίτι χωρίς να χρειαστεί να κάνουν πολύπλοκες ρυθμίσεις ή να ζητήσουν βοήθεια από έναν εξειδικευμένο τεχνικό. Εγκατάσταση/Παραμετροποίηση Η εγκατάσταση είναι αρκετά εύκολη και τα βήματα που πρέπει να πραγματοποιηθούν, είναι τα παρακάτω: ΠΡΟΣΟΧΗ. Τα βήματα αναφέρονται στην εγκατάσταση ως Router με την χρήση της Wan Port και όχι ως ONT. Σύνδεση του τροφοδοτικού με το FRITZ!Box 5590 Fiber με μία διαθέσιμη πρίζα ρεύματος. Σύνδεση του FRITZ!Box 5590 Fiber με τον υπολογιστή μας με Fast/Gigabit Ethernet ή με WiFi με τα στοιχεία SSID/Wlan Network Key που αναγράφονται στην καρτέλα που υπάρχει στην συσκευασία. Η παραμετροποίηση μπορεί να γίνει και από Smartphone, Tablet, ή Laptop. Από τον browser ανοίγουμε την διεύθυνση http://fritz.box ή την IP 192.168.178.1 για να συνδεθούμε με το Web Interface με τον κωδικό FRITZ!Box Password που υπάρχει στην καρτέλα. Αυτόματα τρέχει ο Wizard για την αναγκαία παραμετροποίηση. Παραμετροποιούμε με την χρήση της Wan Port όπως και τη VoIP τηλεφωνία. Υπάρχει και δυνατότητα παραμετροποίησης του εξοπλισμού και από το Smartphone ή το Tablet μας με το MyFRITZ!App. Με το MyFRITZ!App έχετε εύκολη και ασφαλή πρόσβαση στο FRITZ!Box και στο οικιακό σας δίκτυο στο σπίτι ή εν κινήσει. Μέσω της προστατευμένης, ιδιωτικής σύνδεσης VPN, μπορείτε να έχετε πρόσβαση και να ελέγχετε τις συσκευές και τα δεδομένα στο οικιακό σας δίκτυο. Η εφαρμογή σας ειδοποιεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα για κλήσεις, φωνητικά μηνύματα και άλλα συμβάντα. Απολαύστε πρόσβαση από κινητά από παντού στις φωτογραφίες, τη μουσική και άλλα δεδομένα που είναι αποθηκευμένα στο FRITZ!Box σας. Επιπρόσθετα υπάρχουν πολλά Apps για smartphones πχ FRITZ!App Fon από την AVM ώστε να εκμεταλλευτούμε το FRITZ!Box ακόμα περισσότερο. FRITZ!App Wlan To FRITZ!App Wlan είναι ένα Application για Smartphones το οποίο μας προσφέρει αρκετές δυνατότητες για το ασύρματο δίκτυο. Μπορούμε να δούμε σε ποια συσκευή FRITZ! είμαστε συνδεδεμένοι και ας έχει όλο το δίκτυο το ίδιο SSID. Θα μας βοηθήσει να αξιολογήσουμε αν το FRITZ!Repeater , FRITZ!Box είναι στην κατάλληλη θέση για να πετύχουμε την μέγιστη ταχύτητα ή αν χρειάζεται να το μετακινήσουμε αλλού. Μας εμφανίζει ποιες συσκευές δεσμεύουν ποια κανάλια και επιπρόσθετα μας δίνεται η δυνατότητα να τρέξουμε μετρήσεις ταχύτητας στο WiFi. Με τις μετρήσεις αυτές θα γνωρίζουμε αν η συσκευή είναι στο σωστό σημείο σε σύγκριση με το FRITZ!Box ή το FRITZ!Repeater και ποια είναι η μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να επιτευχθεί στα 2.4GHz και στα 5Ghz από εκείνο ακριβώς το σημείο. Web Interface FRITZ!Box 5590 Fiber Η Default IP για το Web Interface είναι η 192.168.178.1, που μπορούμε να συνδεθούμε με Ethernet ή με WiFi. Την πρώτη φορά που θα συνδεθούμε και αφού διαλέξουμε την γλώσσα που επιθυμούμε μας ζητάει να βάλουμε το Password. Μετα το Password θα ξεκινήσει αυτόματα ο Wizard, που θα μας ρωτήσει σε ποια χώρα βρισκόμαστε. Αφού διαλέξουμε Greece, κάνει ένα Reboot και μετά συνεχίζει ο Wizard, που μας ρωτάει αν θέλουμε να ενεργοποιήσουμε τα Diagnostics and Maintenance. Μετά μας ρωτάει αν θα χρησιμοποιήσουμε την SFP Port ή την Wan Port. Διαλέγουμε Connection via a network termination device (ONT) και πατάμε Configure Internet Connection via Lan. Στην επόμενη καρτέλα, μας ρωτάει για το όνομα του παρόχου και αν θα γίνει κλήση PPPOE ή χρήση DHCP. Εμείς διαλέγουμε PPPOE και εισάγουμε το Username/Password του παρόχου. Μπορούμε να αλλάξουμε και τα Connection Settings για χρήση VLAN. Συνεχίζει ο Wizard με επιλογές για να παραμετροποιήσουμε την Voip τηλεφωνία, το WiFi και να γίνει έλεγχος για πιο νέο Firmware. Δεν χρειάστηκε κάποια άλλη ρύθμιση και είχαμε απευθείας Internet. Τόσο απλά και εύκολα! Όπως βλέπουμε και στην παρακάτω εικόνα στους Providers υπάρχει ήδη η Cosmote. Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε την καρτέλα Overview που μας δείχνει αρκετά στοιχεία για την σύνδεση μας με τον Provider αλλά και για τους Clients στο Lan. FRITZ!OS 7 Το FritzOS είναι το λειτουργικό σύστημα για τα προϊόντα της AVM. Με αυτόματες αν το επιθυμούμε αλλά και εξαιρετικά συχνές αναβαθμίσεις είναι εδώ για να μας προσφέρει ένα τεράστιο εύρος λειτουργιών που μας επιτρέπει να ρυθμίσουμε ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά στη χρήση και στο customization του router. Εύχρηστο UI, προηγμένα security features αλλά και τη δυνατότητα να φτιάξουμε το δικό μας NAS δίκτυο, το εν λόγω λειτουργικό σύστημα αποτελεί το σήμα κατατεθέν της AVM. Πρόκειται από μόνο του, έναν επιπρόσθετο λόγο για να διαλέξουμε ένα από τα τα routers της. Αυτό που κάνει το FRITZ!Box 5590 Fiber να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό, είναι η δύναμη του λειτουργικού συστήματος FRITZ!OS. Κάτι που οφείλουμε να σημειώσουμε πως ισχύει για όλα τα προϊόντα FRITZ! της AVM. Το FRITZ!OS συνδυάζει ιδανικά την ευκολία χρήσης με έναν μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών και λειτουργιών. Το καθαρό user interface και οι χρήσιμοι οδηγοί σε καθοδηγούν βήμα-βήμα για την ολοκλήρωση κάθε είδους ρύθμισης. Συχνά προσθέτουν ακόμα και νέες λειτουργίες. Μπορείς να απολαμβάνεις ασφαλές σερφάρισμα χάρη στο ενσωματωμένο firewall ή να απαγορεύσεις την πρόσβαση σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες. WiFi 6 Ποια είναι η διαφορά για το νέο αυτό Standard και τι μας προσφέρει. Το 2020 είναι το έτος του WiFi 6 , που προσφέρει μεγαλύτερες ταχύτητες και καλύτερες επιδόσεις. Τα ονόματα IEEE 802.11 AC ή ως συντόμευση Wireless AC αλλάζουν και αυτά και πλέον γίνεται αντικατάσταση από Version Numbers. Ο λόγος που γίνεται, είναι η πιο εύκολη και σαφής αναγνώριση των ασύρματων προτύπων. Ποια είναι τα πλεονεκτήματα του WiFi 6; OFDMA : Ποιο αποδοτικό. Το OFDMA στο WiFi 6 αναθέτει “κομμάτια” του ασύρματου δικτύου σε διαφορετικές συσκευές με αποτέλεσμα πιο αποδοτικό διαμοιρασμό όπως και παραπάνω Bandwidth ανά Stream. 1024-QAM : To WiFi 6 αυξάνει την ταχύτητα του ασύρματου δικτύου συγκριτικά με τον προκάτοχό του μέχρι και 40%. 2.4 GHz : Ένα μεγάλο άλμα για τα 2.4 GHz. Από τότε που παρουσιάστηκαν τα 2.4 GHz πριν περίπου 10 χρόνια δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Η βαρύτητα είχε πέσει στα 5GHz. Με το WiFi 6 αυτό αλλάζει και το Bandwidth έχει σχεδόν διπλασιαστεί. Μπορούν να συνδεθούν παραπάνω συσκευές και αυτό εξυπηρετεί τις περιπτώσεις που κάποιος έχει πολλές συσκευές που λειτουργούν μόνο στα 2.4 Ghz. ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ, ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΗΣΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ : Η μπαταρία στα Smartphones και σε άλλες φορητές συσκευές θα αυξηθεί με το WiFi 6 με τους νέους μηχανισμούς εξοικονόμησης ενέργειας που διαθέτει. Επιπρόσθετα υποστηρίζεται WPA3 για μεγαλύτερη ασφάλεια. Το FRITZ!Box 5590 Fiber υποστηρίζει 2.4 GHz και 5 GHz (WiFi 6) Δοκιμές Αφού αναφέραμε αναλυτικά τα χαρακτηριστικά συνέχεια είχε να το υποβάλουμε σε μερικές δοκιμασίες. Η FTTH σύνδεση 100Mbit Download/10Mbit Upload λειτούργησε σταθερά και απροβλημάτιστα. Με ευκολία καταφέραμε στο WiFi και στα 5Ghz να τερματίσουμε το Bandwidth από το Laptop και το Smartphone. Έγιναν δοκιμές τόσο με τοπική πρόσβαση όσο και απομακρυσμένη με ένα Kingston USB Stick 128Gbytes σε NTFS που ήταν συνδεδεμένο στην USB και έγιναν αντιγραφή τυχαία αρχεία δοκιμαστικά από το USB stick στο laptop και αντίστροφα. Το ίδιο το FRITZ!Box διαθέτει όπως αναφέρει στο Interface 1.47 GB free internal space, ώστε για μικρά αρχεία να μην χρειάζεται να συνδεθεί εξωτερικός σκληρός δίσκος ή USB Stick. Ο εσωτερικός χώρος είναι πιο πολύ για Fax, για μυνήματα του τηλεφωνητή και για μικρά αρχεία όπως Word κτλ. Θα ήταν μια πολύ καλή κίνηση η AVM να ενσωμάτωνε για παράδειγμα 64Gbytes ή ακόμα και 128Gbytes εσωτερικού χώρου ώστε ο χρήστης να μπορεί να αποθηκεύσει και ταινίες. Πλέον το κόστος για 64/128Gbytes είναι πολύ μικρό. Το Guest Network έγινε παραμετροποίηση με ελάχιστα clicks και ήταν έτοιμο για να δώσει πρόσβαση σε όποιον το χρειαζόταν. Συνδέσαμε το FRITZ!Dect 200 για να παρατηρούμε την θερμοκρασία του χώρου και το FRITZ!Powerline 1260E για να δώσουμε Internet σε ένα απομακρυσμένο PC. Συνδέσαμε στην Gigabit Lan θύρα του FRITZ!Box 5590 Fiber το ΕΟΝ ΒΟΧ ώστε να παρακολουθήσουμε μία ταινία. Δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα κατά την προβολή μιας ταινίας. Δοκιμάστηκε το EON BOX και ασύρματα και όλα λειτούργησαν απροβλημάτιστα. Επίσης υποστηρίζει Band Steering. Όταν μία συσκευή υποστηρίζει και 2.4GHz αλλά και 5GHz, το FRITZ!Box μπορεί να καθορίσει σε ποιο από τα δύο Bands πρέπει να συνδεθεί η συσκευή για να έχει τις μέγιστες επιδόσεις. Τα 5GHz ναι μεν είναι καλύτερα στο θέμα της μέγιστης ταχύτητας αλλά τα 2.4GHz τα καταφέρνουν καλύτερα όταν πρέπει να διαπεράσουν ένα εμπόδιο σε αντάλλαγμα χαμηλότερες ταχύτητες. Επιπλέον το Band Steering αναλαμβάνει να αλλάξει το Band που έχει συνδεθεί μια συσκευή αν κρίνει ότι υπάρχει μεγάλο φόρτο σε αυτό για αποφυγή μειωμένης ταχύτητας. Δοκιμάσαμε να συνδέσουμε πολλές συσκευές (Smartphones, Tablets, Laptops) ταυτόχρονα στο WiFi και δεν αντιμετωπίσαμε πρόβλημα. Επόμενη δοκιμή ήταν να συνδέσουμε την έξυπνη λάμπα της AVM (FRITZ!DECT 500) στο FRITZ!Box το οποίο απαιτεί ελάχιστα κλικ ώστε να μας προσφέρει όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου στο χώρο μας. Διαλέξτε το χρώμα που ταιριάζει στην διάθεση σας ή για την δουλειά που θέλετε να κάνετε. Δοκιμάσαμε να συνδέσουμε πολλές συσκευές (Smartphones, Tablets, Laptops) ταυτόχρονα στο WiFi και δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα που είναι απολύτως λογικό αφού ειναι Dual Radio/Band. Εφαρμόσαμε σε ένα Smartphone εύκολα και επιτυχώς ένα προφίλ, ώστε να έχει πρόσβαση μόνο στις σελίδες που είχαμε ορίσει. Κατεβάσαμε το FRITZ!App Wlan στο Samsung Galaxy S22. Το συγκεκριμένο Smartphone υποστηρίζει Wi-Fi 6 οπότε και συνδέθηκε στα 1.2Gbps με το FRITZ!Box και με WPA3. Μέσα από το συγκεκριμένο App έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε Speedtest ώστε να δούμε την μέγιστη ταχύτητα που μπορούμε να πετύχουμε στο σημείο που βρισκόμαστε. Είναι ένα εργαλείο ώστε να δούμε αν κάποιο σημείο στο σπίτι δεν έχει καλό WiFi και που ίσως να χρειάζεται την προσθήκη ενός Repeater/Access Point. Έγινε σύνδεση στο FRITZ!Box με το Laptop HP ENVY το οποίο έχει για Wireless Network Adapter την Intel WiFi 6 AX201. Το Laptop συνδέθηκε στα 2400Mbit !!!!! Μια λειτουργία που θα εκτιμήσουν πολλοί την σήμερον ημέρα είναι ότι μπορεί να φτιαχτεί λίστα με τους ανεπιθύμητους αριθμούς που δεν θέλουμε να μπορούν να μας καλέσουν. Τα νούμερα μπορεί να είναι μεμονωμένα, μπορεί να είναι κάποιο φάσμα ή ακόμα και ολόκληρος τηλεφωνικός κατάλογος που θα έχουμε δημιουργήσει μέσα στο FRITZ!Box!!!! Υποστηρίζει WPA3 για μέγιστη ασφάλεια, κάτι που το καθιστά ακόμα πιο FutureProof. Στην επόμενη δοκιμή αφού συνδεθήκαμε στο WiFi του FRITZ!Box 5590 Fiber αρχίσαμε να περπατάμε προς ένα FRITZ!Repeater που είχαμε εγκαταστήσει για να δούμε αν και πόσο γρήγορα θα γίνει η εναλλαγή στο πιο δυνατό σήμα. Πράγματι εκεί που το σήμα είχε μειωθεί, το Smart Roaming ανέλαβε να μας συνδέσει στο FRITZ!Repeater που είχε καλύτερο σήμα. Η αλλαγή γίνεται ταχύτατα, και ο χρήστης δεν θα την αντιληφθεί πάρα μόνο από το ότι θα έχει ξανά δυνατό σήμα. Επαναλάβαμε την δοκιμή την ώρα που είχαμε ανοιχτό συνέχεια το Measure WiFi του FRITZ!App Wlan και στο γράφημα φαίνεται μια στιγμιαία πτώση της ταχύτητας μέχρι να γίνει η εναλλαγή. Αυτό επιτυγχάνεται λόγω των χαρακτηριστικών του Mesh Network. Ότι συσκευή FRITZ και να βάλουμε στο δίκτυο μας είτε Repeater είτε Access Point είτε Powerline θα εμφανιστεί μέσα στο Mesh Networking του FRITZ!Box 5590 Fiber. Και μπορούν να συνδεθούν όπως εμείς επιθυμούμε. Ατέλειωτοι συνδυασμοί. Αν έχουμε συνδέσει ένα USB Stick, ή ένα USB HDD στο FRITZ!Box συνεχίζει να είναι διαθέσιμο κανονικά είτε συνδεόμαστε στο FRITZ!Box κατευθείαν είτε διαμέσου ενός FRITZ!Repeater. Οι φωτογραφίες, τα τραγούδια, οι ταινίες μας διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή. Αν αντιμετωπίσουμε προβλήματα στο δίκτυο μας μπορούμε εύκολα να βρούμε που είναι το πρόβλημα. Μέσα από το FRITZ!Box μπορούμε να δούμε όλο το δίκτυο μας χάρις στο Mesh Networking. Βλέπουμε τι έχει συνδεθεί που, τι IP έχει και σε τι ταχύτητα έχει γίνει το Connection. Οπότε με αυτά τα στοιχεία μπορούμε να δούμε γιατι πχ ο συγκεκριμένος Client που συνδέεται στο χ Repeater έχει χαμηλή ταχύτητα. Επίσης αν έχουμε κάποιο FRITZ!Box που μας έχει περισσέψει μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως Access Point/Repeater. Και το Mesh Networking δεν ισχύει μόνο για το Internet αλλά και για την τηλεφωνία μας με τα FRITZ!Fon (Mesh Telephony). FAQ Στο Site της AVM υπάρχει το Knowledge Base όπου μπορούμε να βρούμε απαντήσεις σε πολλαααααά ερωτήματα. https://en.avm.de/service/fritzbox/knowledge-base/?product=FRITZ-Box-5590-Fiber&query= Εμείς θα απαντήσουμε σε ένα δύο βασικά ερωτήματα που αφορούν τους ελληνικούς Providers. 1.Μπορώ να χρησιμοποιήσω την Fiber Port. -> Όχι. Στην παρούσα φάση ο πάροχος δεν θα δεχτεί να περάστει το Modem ID στο OLT για να έχετε πρόσβαση στο Internet. 2. Ποιο είναι το Easter Egg? Το Easter Egg αν και το αναφέραμε πιο πάνω χωρίς να το αναλύσουμε είναι ότι το FRITZ!Box 5590 Fiber μπορεί να δεχτεί XGS-PON SFP το οποίο στην πράξη είναι 10-Gigabit-capable symmetric passive optical network. Υποστηρίζει μέχρι 10Gbit Download/10Gbit Upload. Δυστυχώς κανείς πάροχος ακόμα δεν το υποστηρίζει και σίγουρα δεν πρόκειται να το δούμε σύντομα. 3. Έχω Vodafone/Cosmote. Θα λειτουργήσει η VoIP τηλεφωνία στο FRITZ!Box. Ναι, θα χρειαστεί να την παραμετροποιήσετε manually αφού ο πάροχος σας δώσει τα στοιχεία. 4. Για Nova όμως δεν μας είπες. Η Nova ήταν να κάνει κάποιες αλλαγές ώστε να μπορεί ο τελικός χρήστης να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε CPE θέλει και να μπορεί να λειτουργεί η τηλεφωνία. Δεν γνωρίζω αν έχουν ολοκληρωθεί οι ενέργειες και στο Insomnia.gr δεν έχω δει κάπου κάποιο θέμα που να παραμετροποίησε ένας χρήστης την τηλεφωνία σε FRITZ!Box. Επίσης η NOVA δεν έδινε ONT Standalone αλλά έδινε το Nokia που είναι Modem, Router και ONT σε ένα. Θεωρητικά θα πρέπει να δώσει στον χρήστη απλά ένα ONT όπως κάνει η Cosmote και η Vodafone ώστε ο χρήστης να συνδέσει το FRITZ!Box 5590 Fiber πίσω από αυτο. Αν κάποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω ας με ενημερώσει για να γίνει Edit το παρόν Review. Συμπεράσματα Κάπου εδώ το Review οδεύει προς το τέλος του όλοι περιμένουν τα συμπεράσματα μας σχετικά με το FRITZ!Box 5590 Fiber και κατά πόσο αξίζει η αγορά του. Για τον χρήστη που θέλει ένα καλό, σταθερό Router το FRITZ!Box 5590 Fiber είναι εδώ. Είναι ένα Modem Router - ONT που όπως αναφέραμε, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλά διαφορετικά σενάρια και καταστάσεις που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινότητα μας. Είναι μία αξιόλογη λύση όταν το Modem Router του παρόχου δεν μπορεί να μας καλύψει και επιθυμούμε πολύ παραπάνω Features. Είναι ένα δυνατό Hardware για τον απαιτητικό χρήστη. Τα χαρακτηριστικά του θα ικανοποιήσουν τους περισσότερους χρήστες, αφού μας παρέχει πολλές δυνατότητες. Συγκριτικά με άλλα Modem Router δίνει πολύ παραπάνω λειτουργίες όπως Guest Network, Mesh Networking και αυτό δικαιολογεί την τιμή του, που είναι κάπως αυξημένη. Τη στιγμή που γράφεται το Review η τιμή του ξεκινάει στα 326 Ευρώ στο www.skroutz.gr . Λόγω του Mesh Networking και των LED η παραμετροποίηση μπορεί να γίνει πολύ εύκολα χωρίς να μπερδέψει τον χρήστη και υπάρχουν αναλυτικές οδηγίες σε κάθε βήμα με επεξήγηση. Ακόμα και αν οι γνώσεις του χρήστη είναι περιορισμένες με τον αρχικό Wizard που θα τρέξει αυτόματα, θα γίνουν όλες οι απαραίτητες ρυθμίσεις για να έχουμε Internet ενσύρματα και ασύρματα. Λόγω του Mesh το troubleshooting γίνεται ακόμα πιο εύκολο αφού μπορούμε από το σχεδιάγραμμα να δούμε που υπάρχει το πρόβλημα. Επίσης η δυνατότητα λειτουργίας και ως Mesh Repeater, κάνει την αγορά μας πιο Futureproof. Ακόμα και εάν οι ανάγκες αλλάξουν ή θελήσουμε να το χρησιμοποιήσουμε σε κάποιον άλλο χώρο σε άλλο Mode, το FRITZ!Βox 5590 Fiber είναι εκεί και μπορεί να το επιτύχει. Το Internet μπορεί να διαμοιραστεί ενσύρματα σε μία κονσόλα, έναν αποκωδικοποιητή, ή ασύρματα σε Smartphones, Laptops και Tablets. Το Dual Band WiFi 6 είναι αρκετό για να υποστηρίξει Streaming σε μία Smart TV από το Internet ή από μια συσκευή που βρίσκεται στο τοπικό μας δίκτυο. Επιπρόσθετα με τις δύο FXS και το DECT Station μας δίνεται η δυνατότητα να έχουμε ένα Mini PBX με δυνατότητα Fax, αυτόματου τηλεφωνητή και κουδούνι πόρτας. Το Dual Band WiFi και οι Gigabit Ports θα αντεπεξέλθουν επιτυχώς στο μεγάλο φόρτο και το Guest Network θα είναι Up and Running σε ελάχιστο χρόνο για να εξυπηρετήσει τους επισκέπτες. Streaming, Podcasts, Nas Storage, FXS όλα εκεί, σε ένα FRITZ!Box μαζεμένα, για να είναι η παραμετροποίηση πιο εύκολη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Ένα FRITZ!Box πολλά Features. Για όποιον θέλει κάτι καλύτερο από το Router του παρόχου και με περισσότερες δυνατότητες τότε το FRITZ!Box 5590 Fiber είναι η ιδανική λύση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επεκτείνει το WiFi δίκτυο μας ως Repeater ή ως Access Point αν και η πρωταρχική του χρήση δεν είναι αυτή. Γιατί να διαλέξουμε τo συγκεκριμένα FRITZ!Box και όχι κάποιο άλλο προϊόν από έναν άλλο κατασκευαστή; Έχουν παραπάνω δυνατότητες συγκριτικά με άλλα Modem Router. Αναβαθμίζονται για να μας προσφέρουν περισσότερες δυνατότητες, όπως το Mesh Networking. Μπορούν να συνεργαστούν με τα υπόλοιπα προϊόντα της AVM για ένα ολοκληρωμένο δικτυακό περιβάλλον. Κοινή ενιαία πλατφόρμα (FRITZ!OS). Eίναι μια ολοκληρωμένη λύση για το σπίτι αλλά ακόμα και για μια μικρή εταιρεία. Στο παρακάτω Link αναφέρονται κάποια από τα πλεονεκτήματα γιατί να αγοράσουμε προϊόντα FRITZ!. https://en.avm.de/fritz-heres-why/ Επίσης υπάρχουν ακόμα αρκετές δικτυακές συσκευές που δεν διαθέτουν WiFi ή το WiFi είναι Optional οπότε η ύπαρξη τεσσάρων Gigabit Ports είναι χρήσιμη. Το FRITZ!Box 5590 Fiber μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο από τον οικιακό χρήστη, αλλά μπορεί παράλληλα να αποτελέσει και μια αξιόπιστη και πανίσχυρη λύση για όλες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θέλουν κάτι καλύτερο. Προσωπικά δοκιμάζοντας και αυτό το προϊόν της AVM μόνο θετικά λόγια μπορώ να πω, τόσο από την ποιότητα κατασκευής όσο και από τις δυνατότητες που προσφέρει. Έχοντας δοκιμάσει και άλλα Routers, μπορώ να πω ότι είναι μια αγορά που αξίζει και που θα αφήσει ευχαριστημένο το χρήστη. Πολλοί ενδεχομένως να πουν ότι τα FRITZ! σε μερικές περιπτώσεις είναι πιο ακριβά από άλλες λύσεις. Είναι απολύτως λογικό διότι η πληθώρα των Features, το ανεβάζει αρκετά πάνω από τον ανταγωνισμό και δικαιολογεί το κόστος. Η τιμή παρότι φαίνεται υψηλή , στην πράξη δεν είναι και τόσο. Αν κοιτάξουμε την αγορά θα δούμε ότι τα Router που υποστηρίζουν τέτοια χαρακτηριστικά είναι σχετικά ακριβά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ακόμα και παλαιότερα μοντέλα FRITZ, χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα για διάφορες λειτουργίες σε ένα δίκτυο. Επίσης σε κάθε αναβάθμιση Firmware πέρα από διόρθωση κάποιων Bugs που μπορεί να υπάρχουν, προσθέτονται και καινούρια χαρακτηριστικά. Και είναι ένα CPE που θα το κρατήσει κανείς για πολλά χρόνια. Αυτό που συνεχίζει και μου κάνει θετική εντύπωση με τα FRITZ!, είναι η πληθώρα ρυθμίσεων και των διαφορετικών Modes. Με αυτόν τον τρόπο ακόμα και αν αναβαθμίσουμε σε ένα πιο καινούριο μοντέλο, μπορούμε το προηγούμενο να το χρησιμοποιήσουμε με διαφορετικό τρόπο. Επίσης θα μας συντροφεύει με αναβαθμίσεις και νέα Security Features για πολλά χρόνια μετά την αγορά του. Να ενημερώσουμε ότι το FRITZ!OS 7.80 είναι διαθέσιμο για τα FRITZ! προϊόντα. To FRITZ! Lab είναι μια υποσελίδα στο site της AVM που απευθύνεται στους χρήστες που θέλουν να δοκιμάσουν πρώτοι τα νέα Firmware που βγαίνουν για τα προϊόντα που έχουν στη κατοχή τους. Τα FRITZ!Box 5590 Fiber είναι η ναυαρχίδα της AVM για το FTTH και για τον χρήστη που θέλει τα μέγιστα. Η τελική απόφαση είναι δική σας. Εμείς είμαστε εδώ να λύσουμε τις απορίες σας. Ευχαριστούμε την AVM για την παραχώρηση του δείγματος δοκιμής.
    14 πόντοι
  2. Ένα από τα προβλήματα ή μία από τις προκλήσεις, αν προτιμάτε, που φέρνει μαζί της η ακατάπαυστη χρήση της τεχνολογίας, είναι η έκθεση των ματιών των ανθρώπων σε οθόνες. Από το tablet στο smartphone κι από την τηλεόραση στον υπολογιστή, οι ώρες που περνάμε μπροστά από μία οθόνη σε καθημερινή βάση φτάνουν συχνά σε δυσθεώρητα νούμερα. Οι ειδικοί έχουν κρούσει επανειλημμένα τον κώδωνα του κινδύνου σε ό,τι αφορά την υγεία των ματιών μας, με τους κατασκευαστές να έχουν σκύψει τα τελευταία χρόνια πάνω από το πρόβλημα, προσπαθώντας να βρουν λύση. Η TCL είναι ένας εξ αυτών, έχοντας αναπτύξει την τεχνολογία NXTPAPER με την οποία έχει πλαισιώσει το tablet της, NXTPAPER 11. Τι προσφέρει αυτό και πού υπερτερεί έναντι του ανταγωνισμού; Πάμε να το αναλύσουμε. Σχεδιασμός Το NXTPAPER 11 είναι μία πρόταση στις 11 ίντσες ή για να ακριβολογούμε στις 10,95. Οι διαστάσεις του είναι 259,04 x 163,64 x 6,9 χιλ. ενώ το βάρος του κυμαίνεται στα 462 γραμμάρια. Παίρνοντάς το στα χέρια σας, θα διαπιστώσετε ότι η κατασκευή και συναρμολόγησή του είναι αρκετά στιβαρές (απόρροια του σώματος αλουμινίου), αποπνέοντας έτσι έναν premium αέρα που για τα οικονομικά του δεδομένα. Η προτεινόμενη τιμή λιανικής στη χώρα μας είναι €280 συνιστά μάλλον ευχάριστη έκπληξη, με την εντυπωσιακή συσκευασία να περιλαμβάνει θήκη προστασίας και το Τ-Pen που θα μιλήσουμε στη συνέχεια. Στην πρόσοψη δεσπόζει η οθόνη LCD ενώ στις πλάγιες όψεις θα βρείτε όλα κι όλα δύο πλήκτρα: αυτό της ενεργοποίησης και εκείνο της αυξομείωσης της έντασης του ήχου. Η συσκευή έρχεται και με τέσσερα στερεοφωνικά ηχεία εκ δεξιών και εξ ευωνύμων ενώ διατίθεται μόνο σε ένα χρώμα (σκούρο γκρι). Περί μπλε ακτινοβολίας Πριν περάσουμε στην οθόνη που αποτελεί και το μεγάλο «όπλο» του NXTPAPER 11, θα ήταν καλό να μιλήσουμε για το πρόβλημα που έρχεται να λύσει εκείνη: τη βλαβερή μπλε ακτινοβολία. Είμαστε σίγουροι πως θα έχετε συναντήσει τον παραπάνω όρο σε αρκετές περιπτώσεις. Αυτό που ενδεχομένως όμως να μη γνωρίζετε είναι πως δεν έχουν όλα τα είδη μπλε ακτινοβολίας τα ίδια βλαβερά αποτελέσματα. Η μπλε ακτινοβολία εντοπίζεται στο ορατό φάσμα, ανάμεσα στα 380 και τα 500 nm. Ξεχωρίζει γιατί διαθέτει το μικρότερο μήκος κύματος και κατ’ επέκταση την υψηλότερη ενέργεια από το ορατό φως. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η βλαβερή μπλε ακτινοβολία είναι εκείνη μεταξύ 415 και 455 nm. Ο άνθρωπος χρόνο με τον χρόνο περνά ολοένα και περισσότερες ώρες μπροστά σε κάποια οθόνη. Οι πιο πρόσφατες έρευνες κάνουν λόγο για έξι ώρες και 37 λεπτά ημερησίως κατά μέσο όρο με τον αριθμό αυτό να αυξάνεται σημαντικά στις νεότερες γενιές. Η έκθεση στη βλαβερή μπλε ακτινοβολία δε, έχει συνδεθεί με μια σειρά διαφόρων παθήσεων, από πονοκεφάλους και ξηροφθαλμία, μέχρι θολή όραση και εκφύλιση της ωχράς κυλίδας, ενώ έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει και τον κιρκάδιο ρυθμό, το «ρολόι» του σώματος, από τη λειτουργία του οποίου εξαρτάται η ποιότητα του ύπνου (και κατ’ επέκταση πολλά άλλα ακόμα). Οθόνη – Εμπειρία θέασης Έχοντας εξηγήσει το πρόβλημα της μπλε ακτινοβολίας, ήρθε η ώρα να περάσουμε και στην οθόνη του NXTPAPER 11 που είναι άλλωστε και ο βασικός λόγος για τον οποίο θα προτιμήσει κάποιος την πρόταση της TCL. Πρόκειται για μία LCD 10,95 ιντσών, με πάνελ IPS, ανάλυσης FHD+ (2000x1000 pixels), ρυθμό ανανέωσης 60 Hz, 10 σημεία αφής, δυνατότητα απεικόνισης 16,7 εκατ. χρωμάτων, μέγιστη φωτεινότητα 500 nits και τεχνολογίες NXTPAPER 2.0 (150% φωτεινότερη σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη έκδοση κατά την TCL) και NXTVISION. Σημειώστε ότι καταλαμβάνει το 85% της επιφάνειας της πρόσοψης του tablet. Η υφή της είναι ματ, κάτι που ναι μεν κρατά μακριά τις δαχτυλιές στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως μοιραία θα κάνει τη ζωή σας δυσκολότερη όσο περισσότερο μεγαλώνει η γωνία θέασης. Η αντιθαμβωτική της επιφάνεια πάντως, διευκολύνει σημαντικά τη χρήση του tablet σε εξωτερικούς χώρους, έστω κι αν η μέγιστη φωτεινότητα είναι μάλλον χαμηλή. Στη θεωρία -και με λίγη φαντασία- είναι σαν η οθόνη να διαθέτει έξτρα επιστρώσεις μεμβράνης ή γυαλιού, μόνο που στην πραγματικότητα η TCL έχει πετύχει τον στόχο της με έναν συνδυασμό hardware (επίστρωση νανοχημικού υλικού, ισορροπία μεταξύ κόκκινου, μπλε και πράσινου, φιλτράρισμα οπίσθιου φωτισμού) και software. Σύμφωνα με την TCL, το NXTPAPER 11 έχει τη δυνατότητα φιλτραρίσματος του 61% της βλαβερής μπλε ακτινοβολίας, ένα ποσοστό που έχει πιστοποιηθεί από την TUV Rheinland. Δοκιμάζοντάς το μπορεί να μην ήμασταν σε θέση να μετρήσουμε τις επιδόσεις του, όμως οι εμπειρίες θέασης και ανάγνωσης που μας προσέφερε ήταν πράγματι από τις πιο ξεκούραστες (αν όχι οι πλέον ξεκούραστες) που είχαμε με κάποιο tablet. Η οθόνη έδειξε την αξία της κυρίως τις βραδινές ώρες: αν συνηθίζετε να διαβάζετε, να ενημερώνεστε ή εν πάση περιπτώσει να περνάτε την ώρα σας στο tablet πριν κοιμηθείτε, το NXTPAPER 11 θα αποδειχθεί σωτήριο. Ενεργοποιώντας τη λειτουργία ανάγνωσης (Reading mode), η οθόνη μετατρέπεται σε μονόχρωμη όπως ακριβώς σε ένα e-reader. Παράλληλα υπάρχουν λειτουργίες φροντίδας ματιών (ρίχνει τους τόνους των χρωμάτων) και σκοτεινού περιβάλλοντος. Γενικώς η όλη εμπειρία ήταν εξαιρετική ως προς την ανάγνωση, πραγματοποιώντας πλήρως την υπόσχεση της TCL για υφή που παραπέμπει σε χαρτί. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Κάτω από την οθόνη των 10,95 ιντσών όμως κρύβονται υποσυστήματα που συνθέτουν ένα αξιόλογο tablet. Η TCL έχει εξοπλίσει το NXTPAPER 11 με chipset MTK Helio P60T και οκταπύρηνο επεξεργαστή, γραφικά Imagination PowerVR GE8320, 4 GB RAM και 128 GB εσωτερικού αποθηκευτικού χώρου με δυνατότητα προσθήκης κάρτας μνήμης microSD έως και 1 TB. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του NXTPAPER 11 είναι λίγο-πολύ ό,τι θα περίμενε κάποιος από μία πρόταση στη συγκεκριμένη κατηγορία και κρίνονται επαρκή για τον λόγο για τον οποίο θα το προτιμήσει. Η λύση της TCL άλλωστε έρχεται να αντικαταστήσει τα e-readers, ανταγωνιζόμενη παράλληλα άλλες budget υλοποιήσεις: η λογική λέει πως ο μέσος χρήστης, πέραν της ανάγνωσης, θα το χρησιμοποιήσει για browsing, επικοινωνία, ενημέρωση, gaming και σε κάποιον βαθμό streaming (και ως προς αυτό το τελευταίο, το NXPAPER 11 δεν είναι ότι απογοητεύει, απλά δεν αριστεύει). Εδώ αξίζει να κάνουμε μια παρένθεση για να δηλώσουμε την ικανοποίησή μας με τον ήχο που αποδίδει το tablet. Τα τέσσερα ηχεία του προσφέρουν ισχυρό και ισορροπημένο, στερεοφωνικό ήχο με βαθύ μπάσο. Η TCL έχει ενσωματώσει την τεχνολογία Sound Booster για έξτρα νεύρο. Tο NXTPAPER 11 τα καταφέρνει αξιοπρεπώς και σίγουρα καλύτερα σε σχέση με την προηγούμενη γενιά της σειράς. Για όσους θέλουν πάντως πιο… πριβέ εμπειρίες, μπορούν να συνδέσουν τα ασύρματα ακουστικά της αρεσκείας τους μέσω Bluetooth (υποστηρίζεται το πρότυπο Bluetooth 5.0). Δεν θα λέγαμε όχι και σε θύρα 3,5 χιλ. για έξτρα ευελιξία αλλά η TCL δεν μας έκανε το χατίρι. Η μπαταρία του συγκαταλέγεται χωρίς αμφιβολία στα δυνατά του σημεία. Με χωρητικότητα που φτάνει τα 8000 mAh, προσφέρει στο tablet την απαραίτητη αυτονομία προκειμένου ο χρήστης του να το εκμεταλλευτεί δίχως να έχει τον νου του διαρκώς στις αντοχές του. Σύμφωνα με την TCL, το NXTPAPER 11 αντέχει 13 ώρες online streaming με τη φωτεινότητα της οθόνης στο 65% και την ένταση του ήχου στο 35%. Χρησιμοποιώντας το κατά τη διάρκεια των δοκιμών μας, ήμασταν σε θέση να βγάλουμε μέχρι και ολόκληρες μέρες χρήσης χωρίς φόρτιση, κάτι που είμαστε σίγουροι πως μπορεί να κάνει ο καθένας, εφ’ όσον γίνει λίγο δημιουργικός σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείριση πόρων της συσκευής. Αξίζει να προσθέσουμε ότι υποστηρίζεται και αμφίδρομη φόρτιση με χρήση ειδικού μετασχηματιστή. Για τις κάμερές του δεν έχουμε να πούμε κάτι το ιδιαίτερο. Τα tablets σπάνια μας δίνουν λόγο να κάνουμε ειδική αναφορά στον τομέα της φωτογραφίας και του βίντεο και το NXTPAPER 11 δεν αποτελεί εξαίρεση. Η TCL το έχει εφοδιάσει με δύο κάμερες 8 MP έκαστη, μία στην πρόσοψη και μία στην πίσω όψη του. Η ποιότητά τους δεν είναι κάτι το συγκλονιστικό: φτάνουν για τηλεδιασκέψεις και λογικά αυτός θα είναι και μόνος λόγος για τον οποίο θα τις χρησιμοποιήσετε. Στα θετικά και το γεγονός πως η πίσω κάμερα διαθέτει γωνία θέασης 100ο προσφέροντας μεγαλύτερα κάδρα και ένα κλικ εντυπωσιακότερες εικόνες σε σχέση με ό,τι ίσως να περιμένατε. Η μόνη μας ένσταση εδώ είναι πως θα περιμέναμε να έχει δοθεί έμφαση στην κάμερα πρόσοψης αφού αυτή χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον στις βιντεοκλήσεις… Το NXTPAPER 11 τρέχει Android 13, προσφέροντας έτσι μία αρκετά φιλική προς τον χρήστη εμπειρία. Διαθέτει πλήθος επιπρόσθετων λειτουργιών σχεδιασμένων να βελτιώσουν την εργονομία και την παραγωγικότητα, όπως τα Extend (επέκταση οθόνης υπολογιστή), Floating Window (κάτι σαν picture-in-picture που θα σας επιτρέψει να παρακολουθείτε βίντεο κατά το browsing ή το chatting) και PC Mode (δημιουργεί ένα περιβάλλον που παραπέμπει σε Windows για ευκολότερη διαχείριση αρχείων και φακέλων). Για να είμαστε ειλικρινείς δεν θα λέγαμε όχι και σε μία έκδοση με λίγη περισσότερη μνήμη RAM η οποία θα εξασφάλιζε στο tablet πολύ πιο ομαλές επιδόσεις και θα του έδινε έστω μια ώθηση στο gaming. Ως προς αυτό το τελευταίο μην περιμένετε πολλά, πέραν των απλών, casual τίτλων. Από την πρώτη στιγμή πάντως της αρχικής ρύθμισης, η TCL κάνει σαφές ότι το NXTPAPER 11 απευθύνεται και στις μικρές ηλικίες, κάτι απόλυτα λογικό. Έτσι μία από τις αρχικές ερωτήσεις που θα κληθείτε να απαντήσετε είναι αν η συσκευή θα χρησιμοποιηθεί από ένα παιδί ή έναν ενήλικα, προχωρώντας αυτόματα στη συνέχεια στις κατάλληλες ρυθμίσεις προκειμένου να γλυτώσετε χρόνο. Ένα θετικό με το NXTPAPER 11 είναι το ότι η TCL δεν το γέμισε με bloatware όπως συμβαίνει με άλλες προτάσεις της budget κατηγορίας. Η home screen του συστήματος είναι γεμάτη με εφαρμογές της Google αλλά πέραν αυτών, τα apps που χρειάστηκε να διαγράψουμε δυσανασχετώντας ήταν λιγότερα του μέσου όρου. Εγκατεστημένες θα βρείτε και μια σειρά από εφαρμογές της ίδιας της TCL -κάποιες είναι δωρεάν και κάποιες απαιτούν ετήσια συνδρομή. Συμπέρασμα Πριν καταλήξουμε στη γνώμη μας για το TCL NXTPAPER 11 θα πρέπει να μπούμε στη θέση του καταναλωτή που σκέφτεται να επενδύσει σε αυτό και να καταλάβουμε τι θέλει από το tablet του. Ξεκινάμε με το ότι πρόκειται για μία λύση στη budget κατηγορία, οπότε αναπόφευκτα υπάρχουν και συγκεκριμένοι περιορισμοί ως προς τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες. Το ζητούμενο είναι μία συσκευή που θα έχει τη δυνατότητα να ικανοποιήσει τις βασικές, καθημερινές ανάγκες ενός μέσου/casual χρήστη με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγνωση, και το NXTPAPER 11 πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις. Είναι κατάλληλο για browsing σε sites και social media, προσφέρει ικανοποιητικές -αν και όχι τέλειες- εμπειρίες streaming βίντεο, αποδίδει εξαιρετικό για τα δεδομένα του ήχο και επιτυγχάνει ικανοποιητικές επιδόσεις φτάνει να μην το ζορίσει κανείς (εξ ου και η επιθυμία μας για έκδοση με 8 GB RAM). Mπορεί να τρέξει και χαμηλών απαιτήσεων video games, αποτελώντας ένα από τα tablets που προτείνουμε για τις μικρές ηλικίες ενώ χάρη στο Android 13 και τις επιπρόσθετες λειτουργίες της TCL, θα προσαρμοστεί στις ανάγκες του εκάστοτε χρήστη, αυξάνοντας μέχρι και την παραγωγικότητά του (για έλεγχο και απάντηση σε emails, λήψη σημειώσεων, δημιουργία εγγράφων κλπ). Φυσικά εκεί που το NXTPAPER 11 «λάμπει» είναι σε κάθε είδους εμπειρία ανάγνωσης. Ό,τι κι αν θελήσει να διαβάσει κάποιος, από βιβλία και εγχειρίδια, μέχρι περιοδικά και έγγραφα, το tablet της TCL δεν θα κάνει τα πράγματα απλά πιο ευχάριστα αλλά και πιο υγιεινά για τα μάτια. Για όσους αρέσκονται στο γράψιμο και θέλουν το ολοκληρωμένο πακέτο της TCL, υπάρχει και η γραφίδα T-Pen με τα 4096 επίπεδα πίεσης που το «απογειώνει». Εξαιρετικά βολική και άνετη στο κράτημα, σε συνδυασμό με τη ματ οθόνη, είναι λες και κρατάτε σημειώσεις σε τετράδιο. Το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι η γραφίδα αποτελεί μέρος του πακέτου, μαζί με μια πανέμορφη θήκη, κάτι που σίγουρα ανεβάζει την αξία του προϊόντος σε συνδυασμό με την ανταγωνιστική τιμή. Εν τέλει, αξίζει το NXTPAPER 11; Διαβάστε προσεκτικά τις προηγούμενες τρεις παραγράφους κι αν σε αυτές δείτε να αντικατοπτρίζονται τα «θέλω» και οι προτεραιότητές σας, τότε σκεφτείτε το σοβαρά. Πρόκειται για μία εξαιρετικά αξιόλογη πρόταση και εκ των καλυτέρων στην κατηγορία της.
    10 πόντοι
  3. Τους τελευταίους μήνες, η εταιρεία be quiet! ανανεώνει σταδιακά και ουσιαστικά την προϊοντική της γκάμα, ανακοινώνοντας νέες λύσεις ή ανασχεδιασμένες εκδόσεις ήδη επιτυχημένων εμπορικά προϊόντων. Ανάμεσα στα νέα προϊόντα που παρουσίασε η γνωστή Γερμανική εταιρεία βρίσκεται και το Dark Base 701, ένα κουτί που απευθύνεται σε παίκτες και απαιτητικούς χρήστες, οι οποίοι επιθυμούν να «στήσουν» ένα σύστημα υψηλών προδιαγραφών για παιχνίδι ή εργασία με απαιτητικές εφαρμογές δημιουργίας περιεχομένου. Όπως είναι φανερό και από την ονομασία του, το συγκεκριμένο κουτί, που αποτελεί το βασικό θέμα του παρόντος άρθρου, ανήκει στη σειρά «Dark Base», την κορυφαία σειρά κουτιών της γνωστής κατασκευάστριας. Η σειρά Dark Base που διακρίνεται για την υψηλή ποιότητα κατασκευής, την απαράμιλλη ευελιξία και τα κορυφαία χαρακτηριστικά ψύξης και μείωσης θορύβου βρίσκεται πάνω από τη σειρά Silent Base, τη σειρά Shadow Base και την οικονομικότερη σειρά Pure Base. Επαγγελματική εμφάνιση και υψηλή ποιότητα κατασκευής Το Dark Base 701 ακολουθεί τη γνωστή «επαγγελματική» σχεδιαστική γλώσσα της εταιρείας που συνδυάζει λιτές γραμμές με απέριττα, μίνιμαλ στοιχεία. Καθώς ωστόσο προορίζεται και για παίκτες, στην πρόσοψη υπάρχουν δύο σχετικά διακριτικές κάθετες ράβδοι φωτισμού τεχνολογίας LED RGB που «τρέχουν» κατά μήκος των δύο εμπρόσθιων πυλώνων. Για ακόμη μία φορά η be quiet! παρουσίασε ένα προϊόν μέσω του οποίου αποδεικνύει την προσοχή και την έμφαση που δίνει στην ποιότητα κατασκευής και στην λεπτομέρεια με εξαιρετικής ποιότητας πλαστικά τμήματα και αψεγάδιαστο φινίρισμα που βρίσκεται στην κορυφή της «τροφικής αλυσίδας». Κορυφαία ροή αέρα και ευχρηστία Το Dark Base 701 αποτελεί τον διάδοχο του Dark Base 700, το οποίο σχεδιάστηκε με γνώμονα την αθόρυβη λειτουργία, χαρακτηριστικό που είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί στη ροή του αέρα. Καθώς ωστόσο τα υποσυστήματα των υπολογιστών γίνονται ολοένα και απαιτητικότερα ενεργειακά, οι απαιτήσεις για καλή ψύξη και επαρκή ροή αέρα είναι σημαντικά μεγαλύτερες. Με το τελευταίο κατά νου, η be quiet! σχεδίασε το κουτί Dark Base 701 με διάτρητα πάνελ ώστε να αυξηθεί η ροή του αέρα στο εσωτερικό του κουτιού. Ευελιξία και συμβατότητα To Dark Base 701 διαθέτει υποστήριξη για έως και δύο συστήματα υδρόψυξης 360 mm, τα οποία μπορούν να τοποθετηθούν στο άνω ή στο μπροστινό τμήμα του κουτιού. Επίσης, υποστηρίζει τροφοδοτικά ATX μήκους έως 250 mm και κάρτες γραφικών μήκους έως 430 mm. Από πλευράς ανεμιστήρων, μπορούν να τοποθετηθούν έως και τρεις ανεμιστήρες 120mm ή 140mm στο άνω τμήμα ή στο μπροστινό μέρος ενώ ένας ακόμη ανεμιστήρας 120mm ή 140mm μπορεί να τοποθετηθεί στο πίσω μέρος. Για αυξημένη ροή αέρα, μπορεί να τοποθετηθεί ένας επιπλέον ανεμιστήρας 120mm ή 140mm στο κάτω μέρος του κουτιού. Όπως μπορείτε να δείτε και στην παρακάτω εικόνα, το Dark Base 701 διαθέτει πολλά αφαιρούμενα ή συρταρωτά τμήματα για μέγιστη ευελιξία και προσαρμοστικότητα. Χάρη σε αυτή την λογική, η διαδικασία συναρμολόγησης -ή αναβάθμισης- ενός υπολογιστή γίνεται απλούστερη ενώ ευκολότερος είναι και ο καθαρισμός εφόσον κριθεί απαραίτητος. Χαρακτηριστικά και δυνατότητες Στο άνω τμήμα της πρόσοψης, το κουτί της be quiet! διαθέτει μία υποδοχή USB 3.2 Gen 2 Type-C και δύο υποδοχές USB 3.2 Gen 1 Type-A, υποδοχές για μικρόφωνο και ακουστικά και δύο κουμπιά, ένα για τους ανεμιστήρες (για τη ρύθμιση του ρυθμού περιστροφής των ανεμιστήρων που έχουν συνδεθεί με τον ενσωματωμένο ελεγκτή PWM σε τρία επίπεδα) και έναν για τον φωτισμό των δύο διακριτικών ράβδων στην πρόσοψη και των ανεμιστήρων (οι οποίοι έχουν συνδεθεί με τον ελεγκτή φωτισμού που επίσης διαθέτει το κουτί). Όσον αφορά στον φωτισμό, υπάρχουν προ-ρυθμισμένα χρώματα και εφέ (τύπου ουράνιου τόξου). Τόσο το άνω τμήμα όσο και τα «πλαϊνά καλύμματα» αφαιρούνται εύκολα χάρη στις χειρόβιδες που υπάρχουν. Το ένα από τα δύο πλαϊνά καλύμματα είναι κατασκευασμένο από φιμέ ενισχυμένο γυαλί (tempered glass) ενώ το άλλο διαθέτει ηχομονωτική επένδυση (πάχους μερικών χιλιοστών) για τον περιορισμό του παραγόμενου θορύβου, αν και όπως αναφέραμε, πρώτο μέλημα της be quiet! με το Dark Base 701 ήταν η αδιάλειπτη και ισχυρή ροή αέρα προς το εσωτερικό για την υψηλότερη δυνατή απόδοση και όχι ο περιορισμός του θορύβου (υπάρχει η σειρά Silent Base για όσους επιθυμούν αθόρυβη λειτουργία). Το άνω τμήμα της κατασκευής είναι διάτρητο για μέγιστη ροή αέρα. Ακριβώς από κάτω υπάρχει μία ειδική, μεταλλική βάση (tray) που αφαιρείται και τοποθετείται συρταρωτά. Η βάση επιτρέπει την εγκατάσταση έως και τριών ανεμιστήρων 120mm ή 140mm ή την εγκατάσταση ενός ψυγείου υδρόψυξης μεγέθους 360mm. Η εγκατάσταση/ τοποθέτηση του ψυγείου υδρόψυξης στο άνω μέρος του κουτιού είναι εξαιρετικά απλή κατά αυτόν τον τρόπο καθώς σου επιτρέπει να εργαστείς με το ψυγείο και τη βάση εύκολα και μακριά από το κουτί. Η εταιρεία πάντως έχει προ-εγκαταστήσει τρεις ποιοτικούς και υψηλής απόδοσης ανεμιστήρες Silent Wings 140mm PWM στο κουτί, έναν στο μπροστινό τμήμα, έναν στο άνω τμήμα και έναν στο πίσω μέρος (140mm). Η εταιρεία βεβαίως έχει εφοδιάσει το Dark Base 701 και με φίλτρα σκόνης (στην πρόσοψη και στο κάτω μέρος) που αφαιρούνται εύκολα και πλένονται για… ανώδυνο καθάρισμα. Η Dark Base 701 διαθέτει επτά συνολικά υποδοχές PCIe και τρεις κάθετα προσανατολισμένες υποδοχές PCIe καθώς υποστηρίζει και κάθετα τοποθετημένες κάρτες γραφικών με σχεδιασμό έως και τριών υποδοχών (triple-slot) και όχι παραπάνω καθώς είτε δεν θα υπάρχει αρκετή ροή αέρα (η κάρτα γραφικών σχεδόν θα ακουμπά στο γυάλινο πλαϊνό) είτε θα χρειαστεί να κάνετε… πατέντες. Σκεφτείτε τώρα να τοποθετήσετε την κάρτα γραφικών κάθετα με την μητρική πλακέτα ανεστραμμένη; Ευτυχώς, το Dark Base 701 δίνει και αυτή τη δυνατότητα επιλογής στον χρήστη για ένα αρκετά εντυπωσιακό αποτέλεσμα όπως μπορείτε να δείτε και στην παρακάτω εικόνα. Η βάση για την μητρική (το motherboard tray) μπορεί να αφαιρεθεί και να τοποθετηθεί ανάποδα ώστε να εξυπηρετήσει ιδιαίτερες ανάγκες (υπάρχουν ορισμένοι χρήστες που προτιμούν να έχουν τον υπολογιστή στην αριστερή πλευρά του γραφείου τους, οπότε είναι θετικό που το Dark Base 701 παρέχει αυτή την ευκολία) ή για να διευκολύνει την εγκατάσταση των υποσυστημάτων για κάποια συγκεκριμένη ομάδα χρηστών. Το τροφοδοτικό, το οποίο τοποθετείται στη θέση του συρταρωτά από το πίσω μέρος του κουτιού, βρίσκεται όπως θα δείτε και παρακάτω στο δικό του διαμέρισμα για λόγους που έχουν να κάνουν με την καθαρότερη ροή αέρα, τον περιορισμό της παραγόμενης -από το τροφοδοτικό- θερμότητας αλλά και του θορύβου. Ο θάλαμος για το τροφοδοτικό απομονώνει το συγκεκριμένο υποσύστημα από τα υπόλοιπα. Τα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης είναι η μείωση του θορύβου και η ελαχιστοποίηση των παρεμβολών στη ροή του αέρα και στην θερμοκρασία των υπόλοιπων υποσυστημάτων. Ο θάλαμος απομόνωσης επίσης βοηθάει σημαντικά και στην τακτοποίηση των καλωδίων (ώστε να μην φαίνονται και να μην επηρεάζουν αρνητικά το ρεύμα αέρα) ενώ ενσωματώνει και τον κλωβό για τους τρεις σκληρούς δίσκους 3,5” (σύμφωνα με την εταιρεία μπορεί να δεχτεί πέντε μονάδες αποθήκευσης 3,5” και τρεις μονάδες αποθήκευσης 2,5”. Ακριβώς πάνω από τον κλωβό για τους σκληρούς δίσκους υπάρχει ένα αφαιρούμενο πλαστικό κάλυμμα (το οποίο μπορεί να αλλάξει με ένα άλλο που διαθέτει γρίλιες για τον εξαερισμό των σκληρών δίσκων). Με την αφαίρεση του συμπαγούς πλαϊνού καλύμματος, έχετε πρόσβαση σε αρκετές δυνατότητες και λύσεις διαχείρισης των καλωδιώσεων για ένα άψογο οπτικά αποτέλεσμα. Πίσω από τη συρταρωτή βάση της μητρικής πλακέτας βρίσκεται ο PWM και ARGB ελεγκτής/ hub που επιτρέπει την σύνδεση έως και οκτώ ανεμιστήρων PWM και δύο επιπλέον συσκευών ARGB (έχουν ήδη συνδεθεί οι μπροστινές ράβδοι φωτισμού και οι τρεις προεγκατεστημένοι ανεμιστήρες). Συμπέρασμα Το Dark Base 701 δεν είναι τερατώδες από άποψη διαστάσεων ( 565 x 249 x 523 mm με τα ποδαράκια), μπορεί όμως να χωρέσει σχεδόν τα πάντα, ακόμα και μητρικές τύπου EATX με διαστάσεις 305 x 275 mm, τροφοδοτικά ATX μήκους έως 250 mm και κάρτες γραφικών μήκους έως 430 mm. Επίσης μπορεί να δεχτεί έως και δύο ψυγεία υδρόψυξης έως και 360mm. Αν και οι σειρές Shadow Base και Silent Base διαθέτουν εξαιρετικές λύσεις για όλους τους χρήστες -ειδικά τους χρήστες και παίκτες που δίνουν προτεραιότητα στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα θορύβου- όσοι αποζητούν την υψηλότερη απόδοση είναι καλύτερο να στραφούν σε κάποιο προϊόν της σειράς Dark Base και το νεότερο «701» είναι μία εξαιρετική πρόταση, με κορυφαία ποιότητα κατασκευής και φινίρισμα, πολλές δυνατότητες και ακόμα περισσότερες ευκολίες.
    9 πόντοι
  4. Η σειρά T της Xiaomi είναι αρκετά ιδιαίτερη εκ φύσεως. Με τις συσκευές της να κυκλοφορούν λίγο πριν το λανσάρισμα της αμέσως επόμενης αριθμητικά, ξεφεύγουν από την πεπατημένη που ακολουθούν οι περισσότεροι σχεδιαστές με smartphones που είτε είναι πιο συμπαγή και ελαφριά, είτε έχουν λίγο πιο light τεχνικά χαρακτηριστικά. Στην περίπτωση του Xiaomi 13T Pro όμως έχουμε πιθανότατα ό,τι καλύτερο θα μπορούσαμε να περιμένουμε, χάρη σε μία πρόταση που υπερτερεί στα σημεία του 13 Pro εισάγοντας παράλληλα αρκετές καινοτομίες στη σειρά T και ενώ από πλευράς κόστους βρίσκεται σε υψηλά μεν, αρκετά πιο… γήινα δε επίπεδα. Τι εντυπώσεις μας άφησε όμως το Xiaomi 13T Pro; Για να δούμε… Εμφάνιση – Σχεδιασμός Από πλευράς διαστάσεων το Xiaomi 13T Pro δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το 13 Pro. Μιλάμε για μια συσκευή που δεν περνά απαρατήρητη άλλωστε με διαστάσεις 162,2 x 75,7 x 8,5 χιλ. και βάρος που κυμαίνεται μεταξύ 200 και 206 γραμμαρίων -ανάλογα την έκδοση που θα επιλέξει κάποιος. Έρχεται σε τρεις επιλογές χρωμάτων: απαλό πράσινο, μαύρο και ανοιχτό μπλε. Από αυτές, οι δύο πρώτες φέρουν γυάλινη πλάτη με την τρίτη να διαθέτει επένδυση από vegan δέρμα (σημείωση: η λέξη «vegan» δεν θα πρέπει να δημιουργεί εντυπώσεις ως προς τη βιωσιμότητα του κινητού, αφού η συσκευασία του κάθε άλλο παρά φιλική απέναντι στο περιβάλλον είναι ενώ δεν αναφέρεται η χρήση ανακυκλωμένων υλικών στην κατασκευή του). Αισθητικά η τελευταία είναι κλάσεις ανώτερη των άλλων δύο: η αίσθηση που αφήνει στην αφή είναι απλά υπέροχη, η υφή είναι συν τοις άλλοις και αντιολισθητική ενώ και το ίδιο το χρώμα την κολακεύει ακόμα περισσότερο. Μόνη παραφωνία το πλαίσιο των καμερών το οποίο είναι μαύρου χρώματος και ξεχωρίζει πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε (ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που έχουμε δει πραγματικά premium υλοποιήσεις όπως αυτές των ASUS Zenfone 10, iPhone 15, Samsung Galaxy S23 κ.α.). Σε αυτό ξεχωρίζουν η κύρια κάμερα και ο τηλεφακός ενώ σε περίπτωση που θελήσετε να ισορροπήσετε τη συσκευή σε μία επιφάνεια, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη διάφανη θήκη που θα βρείτε στη συσκευασία. Επιπλέον η μαύρη έκδοση που είχαμε για τους σκοπούς της δοκιμής, μάζευε πολύ εύκολα δακτυλιές. Η αριστερή πλευρά του smartphone είναι εντελώς άδεια. Στη δεξιά υπάρχουν τα πλήκτρα αυξομείωσης της έντασης του ήχου και ενεργοποίησης/κλειδώματος ενώ στην επάνω του πλευρά συναντάμε τη θύρα υπερύθρων, μικρόφωνο και το ένα -το μικρότερο- εκ των δύο στερεοφωνικών ηχείων. Στην κάτω έχουμε τη θύρα USB Type-C, το έτερο ηχείο και την υποδοχή για την κάρτα SIM. Στην πρόσοψη φυσικά δεσπόζει η οθόνη για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω ενώ ψηλά στο κέντρο υπάρχει σε μορφή punch hole η (spoiler alert) μάλλον μέτρια κάμερα πρόσοψης. Η συναρμολόγηση της συσκευής πάντως είναι αρκετά στιβαρή αφήνοντας άριστες εντυπώσεις, ενώ στα θετικά προσμετράμε και την προστασία από νερό και σκόνη βάσει πιστοποίησης IP68. Οθόνη – Κάμερες Η Xiaomi δεν έκανε… τσιγγουνιές σε ό,τι αφορά την οθόνη του 13T Pro αφού το έχει εφοδιάσει με μία AMOLED 6,67 ιντσών, ανάλυσης FHD+ (μεταφράζεται σε 2712 x 1220 pixels) στα 446 ppi, με λόγο διαστάσεων 20:9, μέγιστο ρυθμό ανανέωσης εικόνας 144 Hz, ρυθμό δειγματοληψίας έως και 480 Hz, τυπική και μέγιστη φωτεινότητα 1200 και 2600 nits και τεχνολογίες AdaptiveSync, HDR10+ και Dolby Vision. Φέρει προστασία Corning Gorilla Glass 5 ενώ από κάτω της υπάρχει σαρωτής δακτυλικού αποτυπώματος ο οποίος μας άφησε άριστες εντυπώσεις κατά τις δοκιμές μας αφού σε όλες τις περιπτώσεις ήταν ταχύτατος, επιτρέποντας το ξεκλείδωμα της συσκευής και την ταυτοποίησή μας στη στιγμή και δίχως την παραμικρή καθυστέρηση. Η οθόνη του Xiaomi 13T Pro δεν είναι ιδανική μόνο στα χαρτιά αλλά και στην πραγματικότητα. Για την ακρίβεια μιλάμε για την καλύτερη οθόνη που έχουμε δει σε συσκευή της Xiaomi (μαζί με αυτές των 13T και Redmi K60 Ultra) και μία από τις καλύτερες προτάσεις στην κατηγορία του 13T Pro μαζί με εκείνη του Motorola Edge 40 Pro. Η εμπειρίες θέασης που χαρίζει είναι απλά εξαιρετικές, προσφέροντας και πλήρεις δυνατότητες παραμετροποίησης. Ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να προσαρμόσει τον ρυθμό ανανέωσης. Βρήκαμε ότι η αυτόματη λειτουργία είναι μακράν η καλύτερη επιλογή που μπορεί να κάνει κανείς, με το smartphone να αυξομειώνει τον ρυθμό ανανέωσης μεταξύ 60 και 144 Hz ανάλογα την εφαρμογή (υπάρχει και επιλογή 30 Hz αλλά πρακτικά χρησιμοποιείται μόνο για τις ανάγκες της λειτουργίας Always On). Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ο ρυθμός θα βρίσκεται στα 60 Hz ενώ εννοείται πως τα 144 Hz προσφέρονται μόνο στις εφαρμογές και τα παιχνίδια που τα υποστηρίζουν (hint: δεν είναι πολλά). Δεν έχουμε κανένα παράπονο ως προς τα χρώματα και την πιστότητά τους. Η συσκευή διαθέτει βάθος χρώματος 12 bit (με δυνατότητα απεικόνισης έως 68 δισ. χρώματα) προσφέρει διάφορες επιλογές, καθεμία εκ των οποίων αφορά και διαφορετικό χρωματικό χώρο (DCI-P3, DCI-P3 με έξτρα κορεσμό, sRGB). Η φωτεινότητα βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα με τις τιμές της να ανταποκρίνονται πλήρως στα όσα υπόσχεται η Xiaomi. Η αυτόματη προσαρμογή μοιάζει να ‘ναι για άλλη μια φορά η βέλτιστη λύση αφού εξασφαλίζει πως ακόμα και κάτω από τις ακτίνες του ήλιου, το περιεχόμενο της οθόνης θα είναι ευδιάκριτο (βοηθά σε αυτό και η λειτουργία Sunlight Boost). Εκεί που η οθόνη του Xiaomi 13T Pro δείχνει τα δόντια της, είναι κατά το streaming και το gaming. Η υποστήριξη HDR10, HDR10+ και Dolby Vision έχει ως αποτέλεσμα το συμβατό περιεχόμενο (βλ. Netflix, Prime και λοιπές πλατφόρμες που το υποστηρίζουν) να φαίνεται απλά υπέροχο. Όσον αφορά στο gaming, οι υψηλοί ρυθμοί ανανέωσης και δειγματοληψίας κάνουν θαύματα, προσφέροντας gameplay χωρίς ίχνος lag, κάτι που βέβαια οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά της συσκευής στα οποία θα επεκταθούμε παρακάτω. Εξίσου ενδιαφέροντα είναι τα πράγματα στον τομέα των καμερών. Για τις ανάγκες του 13T Pro, η Xiaomi συνεργάστηκε με τη Leica για πρώτη φορά στη συγκεκριμένη σειρά, προικίζοντάς το με ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σετ τριών φακών. Έτσι λοιπόν, στο πίσω μέρος του Xiaomi 13T Pro συναντάμε φακό επτά σημείων ανάλυσης 50 MP με αισθητήρα Sony IMX 707 1/1,28 ιντσών στα 1,22 μm, διάφραγμα f/1,9 και OIS, τον οποίο πλαισιώνει τηλεφακός πέντε στοιχείων OmniVision OV50D ανάλυσης επίσης 50 MP, 0,61 μm, 1/2,88 ιντσών, οπτικό zoom 2x και διάφραγμα f/1,9 και υπερευρυγώνια κάμερα OmniVision OV13B στα 13 MP, 1,12 μm, 1/30,6 ιντσών και διάφραγμα f/2,2. Η κύρια κάμερα μπορεί να μοιάζει με πισωγύρισμα σε σχέση με εκείνη του Xiaomi 12T Pro, τουλάχιστον βάσει τεχνικών χαρακτηριστικών (υπενθυμίζουμε ότι ο προκάτοχος του 13T Pro διέθετε κάμερα ανάλυσης 200 MP) όμως στην πράξη τα όσα μπορεί να πετύχει είναι κλάσεις ανώτερα. Για την ακρίβεια, το Xiaomi 13T Pro διαθέτει όπως διαπιστώσαμε μία από τις καλύτερες κάμερες όχι απλά στην κατηγορία του αλλά στην αγορά! Στη διάθεσή σας βρίσκονται δύο λειτουργίες επεξεργασίας: η Leica Vibrant και Leica Authentic. Σε κάθε σας λήψη θα πρέπει να έχετε επιλέξει μία εκ των δύο. Η πρώτη προσφέρει πιο ζωηρά και έντονα χρώματα με υψηλότερη αντίθεση, ενώ η δεύτερη εστιάζει στον ρεαλισμό.Παράλληλα υπάρχει και λειτουργία AI για έξτρα βελτιώσεις η οποία όμως είναι καθαρά προαιρετική. Η προεπιλεγμένη ανάλυση των φωτογραφιών του Xiaomi 13T Pro είναι στα 12,5 MP. Έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε τα 50 MP όμως ρεαλιστικά δεν θα δείτε σπουδαίες διαφορές -πέραν των επιπρόσθετων λεπτομερειών λόγω της μεγαλύτερης ανάλυσης. Παρ’ ότι δοκιμάσαμε αρκετά και τις δύο λειτουργίες, δεν μπορέσαμε να βγάλουμε «νικητή». Όχι ότι είναι απαραίτητο να γίνει κάτι τέτοιο. Τα πάντα είναι θέμα προτίμησης και αισθητικής του εκάστοτε χρήστη: η Leica Vibrant εκμεταλλεύεται περισσότερο το HDR, η Leica Authentic δίνει έμφαση στο φυσικό αποτέλεσμα. Διαλέγετε και παίρνετε. Περνώντας στη λειτουργία πορτρέτου, το Xiaomi 13T Pro σας δίνει ουκ ολίγες επιλογές προκειμένου να βρείτε εκείνη που σας εκφράζει περισσότερο. Όποια κι αν επιλέξετε, το αποτέλεσμα θα είναι λεπτομερέστατο, με σπουδαία χρώματα και φυσικούς τόνους, ενώ και το bokeh είναι ακριβώς όπως πρέπει. Το Xiaomi 13T Pro δεν πτοείται ούτε όταν πέσει το σκοτάδι. Διαθέτει Auto Night Mode το οποίο και θα σας συστήναμε να χρησιμοποιήσετε αφού το smartphone ξέρει καλύτερα από εσάς πότε πρέπει να χρησιμοποιήσει τη σχετική λειτουργία και πότε όχι. Όπως και τη μέρα πάντως, έτσι και τη νύχτα -ή τέλος πάντων σε χώρους με περιορισμένο φως- οι λήψεις σας θα είναι άκρως εντυπωσιακές, χωρίς θόρυβο, με μεγάλο δυναμικό εύρος και εντυπωσιακό βαθμό λεπτομέρειας. Γενικά παρατηρήσαμε τις ημέρες που δοκιμάζαμε τη συσκευή, μια "δίψα" για την πραγματοποίηση φωτογραφικών λήψεων, κάτι που είχαμε καιρό να νιώσουμε. Εκεί που δυστυχώς το Xiaomi 13T Pro μας τα χαλάει είναι στην κάμερα πρόσοψης. Η Xiaomi επέλεξε να το εξοπλίσει με έναν αισθητήρα Sony IMX596 ανάλυσης 20 MP, 26 χιλ. και διαφράγματος f/2,2 στις 1/2,8 ίντσες σχεδιασμού Quad Bayer. Ναι μεν υποστηρίζονται HDR και Auto Night Mode όμως η ποιότητα είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων μέτρια. Η κάμερα είναι μια χαρά για βιντεοκλήσεις και selfies που θα τις χαζέψετε στην οθόνη του smartphone όμως για καθετί παραπάνω κρίνεται μάλλον ανεπαρκής. Εννοείται πως η Leica δεν έχει την παραμικρή εμπλοκή στη συγκεκριμένη κάμερα και πώς θα μπορούσε άλλωστε. Η Xiaomi θα μπορούσε να διορθώσει το πρόβλημα σε μεταγενέστερη έκδοση της σειράς T, όμως με το 13T Pro έπαιξε κι έχασε. Στα του βίντεο, μπορείτε να τραβήξετε 8K@24fps κλιπ, αν και η δική μας προτίμηση ήταν η επιλογή 4K@60fps, κυρίως λόγω καλύτερης σταθεροποίησης. Η ρύθμιση αυτή προσφέρεται τόσο στην κύρια κάμερα, όσο και στον τηλεφακό, με την υπερευρυγώνια να έχει ταβάνι τα 1080p@60fps. Στη διάθεσή σας βρίσκονται αρκετές έξτρα δυνατότητες όπως λειτουργία Super Stable, Teleprompter (θα το βρουν εξαιρετικά χρήσιμο όσοι αρέσκονται να δημιουργούν περιεχόμενο βίντεο), HDR10+ και δυνατότητα επιλογής codec (h.264 ή h.265). Το Xiaomi 13T Pro δεν θα σας απογοητεύσει ό,τι κι αν διαλέξετε με το τελικό αποτέλεσμα να διαθέτει σπουδαία αντίθεση, ισορροπημένα χρώματα και μεγάλο δυναμικό εύρος. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Στο εσωτερικό του το Xiaomi 13T Pro κρύβει το ισχυρότερο SoC της MediaTek, Dimensity 9200+. Μπορεί αυτό βάσει benchmarks να υπολείπεται σε ισχύ του Snapdragon 8 Gen 2 του 13 Pro όμως στην πράξη δεν πρόκειται να εντοπίσετε κάτι τέτοιο όσο κι αν ζορίσετε τη συσκευή. Ο οκταπύρηνος επεξεργαστής συνοδεύεται από γραφικά ARM Immortalis G-715 MC11, 12 GB ή 16 GB ταχύτατης RAM και 256 GB, 512 GB ή 1 TB αποθηκευτικού χώρου UFS 4.0 χωρίς υποδοχή για κάρτα μνήμης (αλλά με δυνατότητα RAM Extension 4 GB, 6 GB ή 8 GB). Προσπαθήσαμε να φέρουμε το Xiaomi 13T Pro στα όριά του. Τρέξαμε απαιτητικά video games (Asphalt 9: Legends, EA Sports FC 24, Mortal Kombat, GRID Autosport), χρησιμοποιήσαμε εφαρμογές παράλληλα και αρχίσαμε να εναλλασσόμαστε κατά ριπάς μεταξύ τους. Το Xiaomi 13T Pro δεν κατάλαβε τίποτα, παραμένοντας εξίσου σβέλτο. Το μόνο που παρατηρήσαμε σε κάποια από τα παραπάνω ήταν μία ελαφριά αύξηση της θερμοκρασίας στις επιφάνειές του αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να μας ενοχλήσει. Η συσκευή θερμαινόταν κομματάκι και κατά τη φόρτιση, κάτι μάλλον αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς την σούπερ ταχεία φόρτιση 120 W που υποστηρίζει με χρήση του παρεχόμενου φορτιστή που σας περιμένει μέσα στη συσκευασία. Η μπαταρία των 5000 mAh βγάζει άνετα μία ημέρα σκληρής χρήσης (αν μιλάμε για casual καταστάσεις, τότε θα τη δείτε να αντέχει και μέχρι το επόμενο μεσημέρι) κι ακόμα κι όταν έρθει η ώρα της φόρτισης, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερα: 0-100 σε κάτι λιγότερο από μισή ώρα! Αν υπήρχε και ασύρματη φόρτιση, το Xiaomi 13T Pro θα άγγιζε την τελειότητα. Η συσκευή τρέχει Android 13 με την Xiaomi να προσφέρει -κρατηθείτε- τέσσερα χρόνια αναβαθμίσεων λειτουργικού και πέντε χρόνια ενημερώσεων ασφαλείας. Με άλλα λόγια, αν ψάχνετε για μία future-proof λύση, εδώ είστε. Στο Xiaomi 13T Pro συναντάμε το MIUI 14, ένα από τα πιο ιδιαίτερα περιβάλλοντα χρήστη αφού αισθητικά ακροβατεί μεταξύ Android και iOS: αν συνεχίσετε με τις προεπιλογές του, θα καταλήξετε με ένα περιβάλλον που φέρνει περισσότερο σε αυτό της Apple, κάτι που ενδεχομένως να μπερδέψει όσους έρχονται από άλλους κατασκευαστές Android. Οι φίλοι της Xiaomi πάντως δεν θα έχουν πρόβλημα, κάτι που ισχύει με οποιονδήποτε είναι διατεθειμένος να αφιερώσει χρόνο ώστε να προσαρμόσει το MIUI στα μέτρα του -και αυτό δεν πρόκειται να τον απογοητεύσει. Οι συντομεύσεις, τα πρόσθετα μενού και οι έξτρα λειτουργίες είναι εδώ για να κάνουν τη ζωή σας ευκολότερη, φτάνει να τα ανακαλύψετε. Στα θετικά του περιβάλλοντος της Xiaomi βρίσκεται και το περιορισμένο bloatware. Συμπέρασμα Το Xiaomi 13T Pro είναι μία από τις πλέον value for money προτάσεις στην κατηγορία του ειδικά αν συνδυαστεί με τις πολύ ενδιαφέρουσες προωθητικές ενέργειες στις οποίες προχωρά η εδώ αντιπροσωπεία κατά το λανσάρισμα. Αν βρίσκεστε σε αναζήτηση high-end Android συσκευής, το συγκεκριμένο θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει την ιδανική επιλογή για εσάς. Με σπουδαία οθόνη, υπέροχες κάμερες, μεγάλη αυτονομία και φοβερά τεχνικά χαρακτηριστικά που εγγυώνται απόλυτα ομαλές εμπειρίες χρήσης όσο κι αν το ζορίσετε, το Xiaomi 13T Pro έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στα «θέλω» σας όποια κι αν είναι αυτά. Τα όποια αρνητικά του είναι δευτερευούσης σημασίας και μπροστά στα όσα μπορεί να κάνει, περνούν μάλλον απαρατήρητα.
    9 πόντοι
  5. Το φετινό iPhone 15 Pro αποτελεί σημείο αναφοράς, ίσως για τον πιο παράξενο λόγο. Δεν θα συζητηθεί τόσο λόγω της κάμερας, της οθόνης ή του design αλλά λόγω της… θύρας USB-C. Είναι το πρώτο iPhone που λέει «αντίο» στη θύρα Lightning κι εκσυγχρονίζεται, προσφέροντας ευελιξία στους χρήστες. Πέραν αυτού, όμως, υπάρχουν κι άλλες βελτιώσεις σε κάμερα, σχεδιασμό και «εντόσθια». Έχοντας χρησιμοποιήσει για αρκετό διάστημα το iPhone 15 Pro, παραθέτουμε την γνώμη μας για τη φετινή ναυαρχίδα της Apple. Σχεδιασμός – Οθόνη Η πρώτη μεγάλη αλλαγή φαίνεται από την στιγμή που πιάνουμε τη συσκευή στα χέρια μας. Είναι ελαφρύτερη κατά ~20 γραμμάρια (πλέον στα 221 γραμμάρια), χάρη στο υλικό κατασκευής που προτιμήθηκε φέτος: τιτάνιο αντικαθιστά το ανοξείδωτο ατσάλι του περυσινού μοντέλου. Οι διαστάσεις παραμένουν παρόμοιες όμως ελάχιστα μικρότερες (159.9x76.7x8.3cm), οπότε η χρήση με ένα χέρι είναι λίγο ευκολότερη υπόθεση. Οι τέσσερις καμπύλες και οι επίπεδες πλευρές παραμένουν ανέγγιχτα, διατηρώντας την σχεδιαστική φιλοσοφία των τελευταίων λίγων μοντέλων της εταιρείας. Στην πλάτη δεν αλλάζουν πολλά, πέραν του υλικού. Είναι σίγουρα ωραίο στο άγγιγμα και δεν γλιστράει όσο περιμέναμε, αλλά είναι εξίσου σίγουρο πως το κινητό θα φοράει συνεχώς θήκη – η πιστοποίηση IP68, για προστασία από νερό και σκόνη, παραμένει. Στην επάνω αριστερή γωνία βρίσκεται το κλασικό πλέον κομμάτι της κάμερας, με στρογγυλεμένες γωνίες και ημιδιάφανο υλικό, φιλοξενώντας τρεις φακούς. Στη δεξιά πλευρά υπάρχει το πλήκτρο ενεργοποίησης, όμως στην αριστερή υπάρχει μια έκπληξη. Αντί του mute button, πλέον υπάρχει το action button, ένα απλό κουμπί όπως τα δύο πλήκτρα ρύθμισης έντασης που βρίσκονται από κάτω του. Το action button προσφέρει κάτι πιο χρήσιμο από το mute ή τουλάχιστον, για εκείνους που έχουν το iPhone αθόρυβο σχεδόν πάντοτε. Στην ίδια πλευρά, βρίσκεται η υποδοχή κάρτας SIM. Το action button είναι χρήσιμο, όπως θα δούμε πιο αναλυτικά αργότερα, αλλά από άποψης σχεδιασμού θα μπορούσε να είναι λίγο πιο εύχρηστο. Όπως έχει, δεν ξεχωρίζει στο άγγιγμα από το κουμπί της έντασης, οπότε μέχρι να συνηθίσουμε την ύπαρξή του σκεφτόμασταν δύο φορές ποιο κουμπί πάμε να πατήσουμε. Στην κάτω πλευρά βρίσκουμε ηχείο και μικρόφωνο, όπως και κάτι που -επιτέλους- μπορούμε να γράψουμε για ένα iPhone: μια θύρα USB-C. Μετά από τόσα χρόνια και τόσες συσκευές (όπως και πιέσεις από την Ε.Ε.) η Apple αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τη θύρα που βρίσκουμε σε κάθε άλλο κινητό, όπως και αμέτρητες άλλες συσκευές, από αξεσουάρ μέχρι laptops. Ευχαριστούμε Ε.Ε! Στην μπροστινή πλευρά υπάρχει η οθόνη τεχνολογίας Super Retina XDR με πάνελ OLED και διαγώνιο 6.7”. Υποστηρίζει HDR10 και Dolby Vision κι ο ρυθμός ανανέωσης φτάνει τα 120Hz, ενώ η φωτεινότητα βρίσκεται στα 1000nits με peak στα 1600nits (2000nits σε εξωτερικούς χώρους). Παρατηρούμε πως τα περιθώρια είναι ελάχιστα μικρότερα, δίνοντας μια καθαρή όψη στη συσκευή, όμως θα τα θέλαμε μικρότερα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η οθόνη είναι «κόσμημα», με κανένα ψεγάδι σε οποιονδήποτε τομέα: από χρώματα μέχρι φωτεινότητα, μαύρα στα σκοτεινά σημεία και ταχύτητα, δεν υπάρχει κάτι που μας απογοήτευσε είτε παίζαμε παιχνίδια, είτε βλέπαμε ταινίες, είτε απλώς χρησιμοποιούσαμε το κινητό για καθημερινές δουλειές. Μόνο ένα πράγμα παραμένει απαράλλαχτο, δυστυχώς, κι είναι το “dynamic island”. Τα pixels ενδιάμεσα του island και του πλαισίου είναι πρακτικά άχρηστα, ενώ η τοποθέτησή του λίγο πιο χαμηλά (συγκριτικά με την αρχική τοποθεσία του παλιού notch) κάνει ακόμη πιο ενοχλητική την παρουσία του. Σίγουρα είναι πιο χρήσιμο από τη στιγμή που μπορεί να εμφανίζει δυναμική πληροφορία ως μέρος του iOS αλλά το 1 χρόνο που έχει περάσει από την πρώτη του υλοποίηση στο iPhone 14 Pro, δεν μπορούμε να πούμε ότι οι developers το αγάπησαν αφού ελάχιστες τρίτες εφαρμογές το εκμεταλλεύονται. Επιδόσεις – Μπαταρία Στο iPhone 15 Pro ενσωματώνεται το πρώτο τσιπ 3nm, το A17 Pro της Apple. Η RAM αναβαθμίστηκε επίσης, πλέον φτάνοντας τα 8GB αντί για τα 6GB και η ROM προσφέρεται στα 128GB, 256GB, 512GB και 1TB. Οι πιο παρατηρητικοί θα δουν πως η επιλογή των 128GB είναι και πάλι εδώ αν και στη Max έκδοση αποτελεί παρελθόν, κάτι που ίσως δούμε τον επόμενο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένα από τα σημεία διαφοροποίησης από το μεγαλύτερο αδερφάκι του, πέρα από τη μεγαλύτερη οθόνη, μπαταρία και το καλύτερο zoom. Το Geekbench αποτελεί το κοινό σημείο μεταξύ iOS και Android, όσον αφορά στη σύγκριση επιδόσεων, οπότε στραφήκαμε εκεί. Το iPhone 15 Pro επέστρεψε σκορ 2932 (Single-Core) και 7310 (Multi-Core), σχεδόν 40% (Single-Core) και 36% (Multi-Core) περισσότερο από τα αντίστοιχα του Samsung Galaxy S23 Ultra. Ας έχουμε κατά νου, πάντα, ότι τέτοιες συγκρίσεις δεν είναι 1:1 αφού το λειτουργικό σύστημα και πολλά ακόμη στοιχεία παίζουν σημαντικό ρόλο, σε κάθε περίπτωση υπάρχει σαφής διαφορά από τις android ναυαρχίδες. Μια άλλη, πιο ουσιαστική σύγκριση είναι με το περυσινό Phone 14 Pro, το οποίο βρισκόταν στις ~400 (Single-Core) και ~1000 (Multi-Core) μονάδες χαμηλότερα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά στο πόσο καλά τα πήγε στην καθημερινότητά μας. Δεν υπήρξε εφαρμογή που καθυστέρησε έστω και ελάχιστα να ανοίξει, το multi-tasking ήταν πάντοτε άμεσο κι οποιαδήποτε δουλειά θέλαμε να κάνουμε, γινόταν άμεσα. Επεξεργαστήκαμε φωτογραφίες και βίντεο, χρησιμοποιήσαμε πολλές εφαρμογές (Slack, Outlook, Gmail, Adobe Lightroom, Spotify και άλλες), κάποιες ταυτόχρονα και κάποιες όχι, όμως σε καμία περίπτωση δεν είχαμε πρόβλημα. Στα παιχνίδια, ο A17 Pro υπόσχεται τρομερά πράγματα. Η Apple παρουσίασε τα Resident Evil Village, Assassin’s Creed Mirage και Death Stranding να τρέχουν απευθείας στο iPhone 15 Pro, όχι μέσω cloud ή κάποιου παρόμοιου τρόπου, το οποίο από μόνο του είναι εντυπωσιακό. Βέβαια, ακόμη δεν είναι κανένα παιχνίδι διαθέσιμο, οπότε από πρώτο χέρι δεν έχουμε εμπειρία του πόσο κοντά στις υποσχέσεις της εταιρείας βρίσκεται η πραγματικότητα. Σε πράγματα απτά, όπως τα Fantasian, Call of Duty Mobile, Genshin Impact, Castlevania Grimoire of Souls και άλλα, τα γραφικά και η απόδοση ήταν στο κορυφαίο επίπεδο δίχως ψεγάδι. Παίζοντας σε τόσο μεγάλη και ποιοτική οθόνη, η εμπειρία ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να περιμένουμε από gaming σε smartphone. Η μπαταρία φτάνει τα 4852mAh και είναι ελάχιστα μεγαλύτερη συγκριτικά με το αντίστοιχο περυσινό μοντέλο. Ήδη τα τελευταία μοντέλα έχουν μικρές βελτιώσεις στην αυτονομία, χωρίς να ξεπερνά όμως σε καμία περίπτωση τη 1 μέρα. Η αυτονομία μπορεί να αγγίξει τις δύο ημέρες χρήσης με την οθόνη στα 60Hz και την εξοικονόμηση ενέργειας ενεργή. Η φόρτιση είναι άλλη ιστορία. Παρά την στροφή σε USB-C, υποστηρίζεται φόρτιση στα 20W η οποία χρειάζεται περίπου μιάμιση ώρα, με το 0%-50% να επιτυγχάνεται σε περίπου 35-40 λεπτά. Είναι απογοητευτικά νούμερα για μια ναυαρχίδα τέτοιας τιμής κι ελπίζουμε κάποια στιγμή η Apple να ασχοληθεί με το θέμα της φόρτισης. Η ασύρματη φόρτιση παραμένει στα 15W, όμως είναι ακόμη πιο αργή – καλοδεχούμενη η επιλογή, βέβαια. Με το iOS 17, έρχονται διάφορες βελτιώσεις, με την σημαντικότερη για εμάς να είναι τα widgets. Πλέον, είναι εφικτό να γίνονται επιλογές σε ένα widget απευθείας από την αρχική οθόνη, χωρίς να ανοιχτεί η εφαρμογή του (π.χ. τικ σε μια λίστα αντικειμένων). Μια εντυπωσιακή νέα λειτουργία είναι το StandBy Mode, όπου το iPhone -όταν φορτίζει και βρίσκεται σε οριζόντια διάταξη- αυτόματα μπαίνει σε λειτουργία always-on και προβάλλει πληροφορίες όπως η ώρα, το ημερολόγιο και άλλες. Είναι όμορφο μεν, αλλά ουσιαστικά προϋποθέτει τη χρήση συγκεκριμένων φορτιστών για να λειτουργήσει κι έτσι, δεν θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον. Τέλος, το action button είναι σίγουρα καλοδεχούμενο, αφού μπορεί να συνδεθεί με μια συντόμευση ή εφαρμογή και, πατώντας το παρατεταμένα, να εκτελέσει την ενέργεια που ορίσαμε. Αρχικά, είναι ρυθμισμένο να λειτουργεί όπως το mute button που αντικατέστησε, δηλαδή πατώντας το να ενεργοποιείται ή απενεργοποιείται η σίγαση. Σίγουρα, είναι ωραίο να ορίζουμε συντομεύσεις σε ένα πλήκτρο, όμως μπορεί να εκτελέσει μόνο μία ενέργεια αφού λειτουργεί μόνο με παρατεταμένο πάτημα. Το απλό ή διπλό πάτημα δεν κάνει οτιδήποτε, οπότε η όλη ευελιξία του περιορίζεται αρκετά. Δεν είναι κάτι που δεν λύνεται μέσω software update, θεωρούμε, οπότε μακάρι η Apple να το κάνει λίγο πιο ευέλικτο σύντομα. Κάμερα Με μια ματιά, οι κάμερες είναι σχεδόν ίδιες με του περυσινού μοντέλου. Ενσωματώνεται αισθητήρας 48MP wide (24mm, f/1.78, sensor shift OIS) στη βασική κάμερα, ένας αισθητήρας 12MP ultra-wide (f/2.2) κι ένας τηλεφακός 12MP (f/2.8). Εδώ βρίσκουμε και μια σημαντική διαφορά με το Pro Max αφού το οπτικό zoom φτάνει στο μεγαλύτερο μοντέλο το 5x, από 3x στα προηγούμενα μοντέλα αλλά και το iPhone 15 Pro. Από μόνη της, η προσθήκη αυτή ανεβάζει ένα σκαλί την κάμερα του Max με το «καλημέρα», καθώς είναι μια αλλαγή που ζητούσαμε πολύ και επιτέλους, η Apple την υλοποίησε όμως μόνο στο Pro Max μοντέλο πο πρέπει να έχετε υπόψη σας. Επίσης ,το ψηφιακό zoom στη περίπτωση αυτή φτάνει το 25x (από 15x στο Pro). Η βασική κάμερα του iPhone 15 Pro πλέον τραβάει φωτογραφίες στα 24MP απευθείας, αντί για 12MP όπως στο προηγούμενο μοντέλο. Επιπλέον, φωτογραφίζοντας πρόσωπα ή ζώα σε λειτουργία πορτρέτου, είναι εφικτό να προστεθεί εφέ bokeh σε δεύτερο χρόνο, σαν να τραβήχτηκε η φωτογραφία απευθείας με αυτό τον τρόπο. Σε φωτογραφίες εντός πόλης, με ήλιο ή συννεφιά, τα αποτελέσματα ήταν σαν να βγήκαν από επαγγελματική φωτογραφική μηχανή. Καμία υπερβολή σε χρώματα ή φώτα, μόνο ρεαλιστικές εικόνες με βάθος στην χρωματική παλέτα. Φωτογραφίσαμε κτήρια, αυτοκίνητα, πλατείες, άτομα εν κινήσει, οτιδήποτε βλέπαμε μπροστά μας και τα αποτελέσματα ήταν πάντοτε υπέροχα. Ακόμη και σε κοντινή ανάλυση, δεν εντοπίζαμε εμφανή σημάδια ψηφιακής επεξεργασίας, ούτε στα σκοτεινά σημεία μιας φωτογραφίας, ούτε εκεί όπου μπλέκονται πολλές λεπτομέρειες σε ένα σημείο. Παρομοίως, οι νυχτερινές λήψεις ήταν εξίσου εντυπωσιακές, κάνοντας κυριολεκτικά την νύχτα μέρα με άνεση. Τα πορτρέτα είναι ίσως τα εντυπωσιακότερα που έχουμε δει, αποφεύγοντας την υπερβολική επεξεργασία και φαινόμενα “beautify”, αποτυπώνοντας απλώς όσα βλέπει ο φακός. Οι ατέλειες, οι γραμμές στο δέρμα, οι τρίχες, όλα είναι εύκολα διακριτά και τα αποτελέσματα πολύ φυσικότερα από ότι συμβαίνει σε άλλες ναυαρχίδες και μάλιστα, με μηδενική προσπάθεια από πλευράς χρήστη. Ο υπερευρυγώνιος φακός δεν άλλαξε ιδιαίτερα, με ουσιαστική διαφορά να είναι η αντιθαμβωτική επίστρωση στο γυαλί του φακού. Σίγουρα δεν αγγίζει τα επίπεδα ποιότητας του βασικού αισθητήρα, αλλά παραμένει ποιοτικός και με το παραπάνω, τουλάχιστον για τη χρήση που κάνουμε εμείς – τοπία, μεγάλες εκτάσεις, γενικότερα πλάνα όπου δεν μας νοιάζει τόσο η μικρή λεπτομέρεια, όσο η απαθανάτιση ενός μεγάλου κάδρου. Σε νυχτερινές λήψεις, η ποιότητα δεν είχε μεγάλη απόκλιση, οπότε κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί πρωί και βράδυ. Περνάμε στον τηλεφακό, ο οποίος τα καταφέρνει άψογα σε έως και 3x zoom. Συγκρίνοντας το αποτέλεσμα με άλλες ναυαρχίδες, στο ίδιο επίπεδο zoom, η ποιότητα είναι -στην χειρότερη- συγκρίσιμη όμως συνήθως, καλύτερη. Πρακτικά, όλα τα οφέλη της βασικής κάμερας (χρώματα, λεπτομέρεια, μηδενικός θόρυβος κλπ) κληρονομούνται σε έως και 5x οπτικό zoom, οπότε θέματα που είναι λίγο πιο μακριά αποτυπώνονται άψογα. Δοκιμάζοντας το 15x digital zoom, βέβαια, τα αποτελέσματα αλλάζουν αρκετά. Οι φωτογραφίες είναι ικανοποιητικές μεν, όμως χάνουν πολύ την λάμψη και τη λεπτομέρεια, με τα χρώματα να δείχνουν μουντά και τον θόρυβο να εμφανίζεται συχνά. Είναι πρόοδος μεν, αλλά υπάρχουν αρκετά περιθώρια βελτίωσης. Γενικότερα, το zoom στο iPhone 15 Pro παραμένει ένα από τα αδύνατα σημεία της συσκευής, με τον ανταγωνισμό να έχει καλύτερες επιδόσεις. Επίσης, ένα παράδοξο που παρατηρήσαμε, είναι πως παρά τις αλλαγές στο γυαλί των φακών, εμφανίζονται κατοπτρισμοί στο βίντεο. Είναι ένα πρόβλημα που το έχουμε αναφέρει και σε παρουσιάσεις προηγούμενων μοντέλων, οπότε περιμέναμε να έχει λυθεί με την αλλαγή γυαλιού, όμως δεν ισχύει. Κατά τα άλλα, οι επιδόσεις στα βίντεο είναι οι αναμενόμενες: σταθερότητα επαγγελματικού επιπέδου, κρυστάλλινη ποιότητα εικόνας, καθαρός ήχος χωρίς επιπλέον εξοπλισμό. Για vlogging και παρόμοιες χρήσεις, μπορεί άνετα να αντικαταστήσει μια φωτογραφική μηχανή για τους περισσότερους χρήστες. Συμπέρασμα Συνολικά, το iPhone 15 Pro είναι μια από τις καλύτερες συσκευές που πιάσαμε ποτέ στα χέρια μας. Η οθόνη είναι φανταστική, το ίδιο κι ο επεξεργαστής, τον οποίο ανυπομονούμε να δοκιμάσουμε σε AAA games όπως το Assassin’s Creed Mirage. Η μπαταρία μεγάλωσε και αντέχει το ίδιο και περισσότερο, ενώ η κάμερα επίσης βελτιώθηκε, κυρίως στο κομμάτι του οπτικού zoom. Βέβαια, το εντυπωσιακότερο σημείο είναι η θύρα USB-C, προσφέροντας πρωτόγνωρη ευελιξία στη συμβατότητα με φορτιστές και αξεσουάρ. Παραμένει «αγκάθι» η αργή φόρτιση στα 20W, παρά την αλλαγή θύρας. Επίσης, το action button είναι μια καλή ιδέα, αλλά περιορίζεται αρκετά και καταλήγει να μην χρησιμοποιείται τόσο όσο περιμέναμε. Τέλος, το dynamic island είναι εκνευριστική επιλογή, μια μαύρη κηλίδα σε μια -κατά τα άλλα- άριστη οθόνη.
    9 πόντοι
  6. Πριν λίγα χρόνια, η Xiaomi μπήκε στην κατηγορία των flagships για τα καλά και με το Xiaomi 14 Ultra υπενθυμίζει πού στοχεύει. Συνεχίζοντας την στρατηγική συνεργασία με την Leica, η Xiaomi ενσωματώνει ένα εντυπωσιακό σύστημα κάμερας στη ναυαρχίδα της, η οποία στοχεύει να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τις κραταιές δυνάμεις της κατηγορίας. Έχοντας χρησιμοποιήσει το smartphone για ένα διάστημα, μεταφέρουμε την εμπειρία μας. Σχεδιασμός – Οθόνη Στον τομέα του σχεδιασμού, δεν έχουν γίνει δραματικές αλλαγές συγκριτικά με το περυσινό μοντέλο. Η πλάτη είναι επενδυμένη με οικολογικό δέρμα μαύρου ή άσπρου χρώματος, έχοντας το λογότυπο της Xiaomi κάθετα στην κάτω αριστερή γωνία, ενώ το 1/3 της συσκευής καταλαμβάνεται από το τεράστιο κομμάτι της κάμερας που βρίσκεται ψηλά. Είναι μια στρογγυλή βάση που περιλαμβάνει τέσσερις φακούς και φλας, με το λογότυπο της Leica στο κέντρο. Με μια ματιά (και αρκετή φαντασία), θυμίζει την όψη μιας κλασικής κάμερας Leica η οποία διαθέτει παρόμοια χρώματα και διάταξη στη μέση της, με το ασημένιο σώμα να εκτείνεται επάνω και κάτω. Προφανώς, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εδώ, όμως σίγουρα ο σχεδιασμός είναι κομψός δεδομένου του πρώτου σοκ που προκαλεί η τεράστια κάμερα. Σε διαστάσεις, κινείται σε αναμενόμενα υψηλά νούμερα, φτάνοντας τα 16.14x7.53x0.92cm με βάρος 224 γραμμάρια. Ενισχύεται με προστασία IP68 για νερό και σκόνη, ενώ το πλαίσιο αλουμινίου υπόσχεται αντοχή. Η οθόνη, που θα δούμε αναλυτικά αργότερα, διαθέτει γυαλί “Xiaomi Shield Glass” που φαίνεται ποιοτικό μεν, όμως δεν δοκιμάσαμε τις αντοχές του. Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα κατασκευής σε κάθε επίπεδο είναι υψηλή και αρμόζουσα μιας τέτοιας συσκευής. Στην δεξιά πλευρά θα βρούμε το πλήκτρο ρύθμισης έντασης και ενεργοποίησης, με την θύρα για κάρτα SIM να βρίσκεται στην κάτω πλευρά μαζί με τη θύρα USB-C. Ο αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος βρίσκεται πίσω από την οθόνη, όχι ιδιαίτερα χαμηλά, οπότε το ξεκλείδωμα με ένα χέρι είναι εφικτό παρά το μέγεθος της συσκευής. Βέβαια, υποστηρίζει και face unlock, για ακόμη ευκολότερο ξεκλείδωμα. Περνώντας στην οθόνη, βλέπουμε ένα πάνελ 6.73” τύπου LTPO AMOLED, με ανάλυση WQHD+ (3200x1440), δυναμικό ρυθμό ανανέωσης 1Hz-120Hz και μέγιστη φωτεινότητα στα 3000nits (περίπου 1000nits σε κανονική λειτουργία). Η Xiaomi συνεχίζει να επιλέγει ελαφρώς κυρτές πλευρές για την οθόνη, όχι μόνο στα πλάγια αλλά και κατακόρυφα, κάτι που σπάνια εντοπίζεται αλλού. Στο χέρι, η συσκευή κάθεται τέλεια παρά το μέγεθός της, καθώς και το πλαίσιο αλουμινίου έχει κυρτότητα που συνεχίζει έως την πλάτη, οπότε δεν υπάρχουν γωνίες που κάνουν άβολο το κράτημα μετά από ώρα. Το μοναδικό δύσκολο, όπως σε κάθε συσκευή τέτοιου μεγέθους, είναι η χρήση με ένα χέρι. Παρακολουθώντας περιεχόμενο σε HDR10+ (υποστηρίζει και Dolby Vision), η οθόνη δείχνει την ποιότητά της, έχοντας εξαιρετική απόδοση χρώματος και φωτεινότητα, αλλά και πραγματικά μαύρα χάρη στο πάνελ. Ο χρήστης έχει την δυνατότητα να προσαρμόσει την οθόνη περαιτέρω, μέσω έτοιμων color modes ή προσαρμόζοντας τις τιμές RGB, κάτι που δεν συναντάμε συχνά. Η οθόνη επίσης προσφέρει δυνατότητα always-on και διάφορα οπτικά στυλ, οπότε σε επίπεδο λειτουργιών, δεν υπολείπεται οποιασδήποτε άλλης ναυαρχίδας. Κάτω από έντονη ηλιοφάνεια, η οθόνη παρέμεινε εύκολη στην ανάγνωση ακόμη και με γυαλιά, με την αυτόματη ρύθμιση φωτεινότητας. Τα 3000nits που αναφέρονται, δεν θα τα δει κανείς πρακτικά στην καθημερινότητά του, καθώς αφορούν περιεχόμενο HDR κι όχι απλή χρήση, όμως ακόμη και στα 1000nits η οθόνη ήταν ευανάγνωστη. Σημειώνουμε πως η συσκευή διαθέτει στερεοφωνικά ηχεία (ένα κάτω συν το μεγάφωνο επάνω) με υψηλή ένταση, οπότε ακουμπώντας το κινητό και παρακολουθώντας ταινίες η εμπειρία ήταν άψογη – το ίδιο ισχύει και για παιχνίδια. Επιδόσεις – Μπαταρία Οι διαθέσιμες εκδόσεις του Xiaomi 14 Ultra δεν είναι πολλές, οπότε η εμπειρία για κάθε χρήστη θα είναι λίγο-πολύ ίδια. Έρχεται με Qualcomm Snapdragon 8 Gen 3 (1x Cortex-X4 @ 3.3GHz, 3x Cortex-A720 @ 3.2GHz, 2x Cortex-A720 @ 3.0 GHz, 2x Cortex-A520 @ 2.3 GHz, GPU: Adreno 750). Κάθε μοντέλο έρχεται με 16GB LPDDR5X RAM και 512GB UFS 4.0 ROM, με την κινεζική αγορά να διαθέτει περισσότερες επιλογές, όμως τουλάχιστον οι διεθνείς αγορές (όπως η δική μας) λαμβάνει την έκδοση με 16GB RAM αντί για 12GB. Πέραν αυτών, το Xiaomi 14 Ultra διατίθεται σε λευκό ή μαύρο χρώμα, με λευκό οικολογικό δέρμα και ασημένιο πλαίσιο ή μαύρο οικολογικό δέρμα και μαύρο πλαίσιο, αντίστοιχα. Πρώτα, τα benchmarks. Ο Snapdragon 8 Gen 3 έφερε σκορ 6852 (Multi-Core) και 2214 (Single-Core) στο Geekbench 6, καταλαμβάνοντας θέση στην πρώτη τριάδα και στην κορυφή, αντίστοιχα. Φυσικά, οι διαφορές από τον υπόλοιπο ανταγωνισμό είναι ουσιαστικά μηδαμινές, με μονάχα λίγες μονάδες να διαχωρίζουν τα κινητά. Όχι πως σημειώνεται ως αρνητικό για το Xiaomi 14 Ultra, απλά τονίζουμε την ομοιογένεια που προκύπτει στις ναυαρχίδες, αφού οι περισσότερες ενσωματώνουν το κορυφαίο SoC της Qualcomm. Ουδεμία έκπληξη προκαλεί, επομένως, το γεγονός πως και στην πραγματικότητα δεν εντοπίζονται αποκλίσεις από το αναμενόμενο. Το Xiaomi 14 Ultra διαχειρίζεται με χαρακτηριστική άνεση την απλή καθημερινότητά μας, περιλαμβάνοντας multi-tasking και πολλαπλά παράθυρα στο παρασκήνιο, από Slack και Outlook/Gmail μέχρι social, OneDrive και συναφείς εφαρμογές. Το multi-tasking κύλισε νεράκι, ακόμη και με παιχνίδι ανοιχτό στο παρασκήνιο, κάνοντας την εμπειρία αναμενόμενα άψογη. Σε παιχνίδια, δοκιμάσαμε τα Genshin Impact, Call of Duty Warzone Mobile, PUBG Mobile, Mortal Kombat και άλλα. Οι επιλογές σε παιχνίδια με υποστήριξη για 120Hz ήταν λίγες, οπότε το μεγαλύτερο μέρος των δοκιμών το περάσαμε στα 60Hz/fps. Παιχνίδια με υψηλές απαιτήσεις, όπως το Genshin Impact, τα πήγαν περίφημα και σταθερά στα 60fps στις υψηλότερες ρυθμίσεις γραφικών, με λιγότερο απαιτητικά παιχνίδια να κρατούν τον πήχη στα ίδια επίπεδα. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο εδώ, είναι η διαχείριση θερμότητας. Η Xiaomi αναφέρει την ύπαρξη μεγαλύτερου θαλάμου ατμού στη συσκευή, κάτι που παρατηρήσαμε εμμέσως από την θερμοκρασία που παρέμενε σε διαχειρίσιμα επίπεδα μετά από μια ώρα συνεχούς παιχνιδιού π.χ. με Genshin Impact. Το κινητό ζεσταινόταν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν γινόταν καν ενοχλητικό στο άγγιγμα. Ένα σημείο όπου ο προκάτοχός του υπέφερε συγκριτικά με τον ανταγωνισμό, είναι η αυτονομία. Περιληπτικά, το Xiaomi 13 Ultra οριακά έβγαζε μία ημέρα χρήσης, μάλιστα όχι ιδιαίτερα έντονης. Στο Xiaomi 14 Ultra βρίσκουμε μπαταρία 5000mAh, ίδιας χωρητικότητας με του προηγούμενου μοντέλου, όμως ένας συνδυασμός λογισμικού και SoC καταφέρνει να αποδώσει μεγαλύτερη αυτονομία στη φετινή συσκευή. Πλέον, κάνοντας την συνηθισμένη χρήση στη συσκευή μας, καταφέραμε να φτάνουμε στην ώρα του ύπνου με απόθεμα 20%-25%. Είναι αναβάθμιση μεν, παραμένει πίσω από τον ανταγωνισμό δε, καθώς σε καθαρό χρόνο χρήσης (screen time) είχαμε 3-4 ώρες την ημέρα. Σε αυτό που υπερτερεί του ανταγωνισμού, είναι η φόρτιση. Αφενός διαθέτει ταχεία φόρτιση 90W, αφετέρου ο συμβατός φορτιστής περιλαμβάνεται στο πακέτο, όταν άλλοι οριακά περιλαμβάνουν ένα… καλώδιο. Με τον φορτιστή αυτόν, η μπαταρία κάνει το 0%-100% σε περίπου 35 λεπτά οπότε τουλάχιστον αν υπάρχει πρίζα κοντά (π.χ. στη δουλειά, πριν το σχόλασμα), ο αντίκτυπος της χαμηλής αυτονομίας κάπως ισοσταθμίζεται. Το Xiaomi 14 Ultra κατέχει μια πρωτιά: είναι η πρώτη συσκευή με HyperOS. Το νέο λειτουργικό της Xiaomi αντικαθιστά το MIUI, παραμένει όμως βασισμένο σε Android 14. Για όσους έχουν τριβή με το MIUI, οι διαφορές δεν θα είναι κοσμογονικές – σε θεμελιώδες επίπεδο, δεν αλλάζει κάτι (π.χ. σε λειτουργίες ή χειρισμό). Αυτό που κυρίως αλλάζει είναι η απόδοση, με το νέο λειτουργικό να φαίνεται σταθερότερο και ταχύτερο, καθώς προβλήματα που συχνά-πυκνά αντιμετωπίζαμε σε προηγούμενες συσκευές δεν εμφανίστηκαν εδώ. Και στο HyperOS, η Xiaomi επενδύει στη διπλή διαχείριση ειδοποιήσεων/συντομεύσεων. Σύροντας το δάχτυλο από πάνω προς τα κάτω, ξεκινώντας από την αριστερή πλευρά έρχονται οι ειδοποιήσεις κι από την δεξιά οι συντομεύσεις. Για όσους έχουν συνηθίσει σε άλλες παραλλαγές του Android, η διαφορά είναι μεγάλη κι ίσως ενοχλητική. Για όσους προέρχονται από iPhone ή πρόσφατες συσκευές Xiaomi, δεν θα φανεί ξένο. Η Xiaomi υπόσχεται τέσσερις αναβαθμίσεις Android και πενταετή υποστήριξη μέσω ενημερώσεων ασφαλείας, ένα πολύ θετικό βήμα όμως πίσω από τον ανταγωνισμό. Αυτό που δεν είδαμε στο HyperOS είναι μια μεγάλη ενσωμάτωση AI χαρακτηριστικών, στα πρότυπα του άμεσου αντιπάλου του μοντέλου, του Galaxy S24 Ultra, κάτι που κάνει τη διαφορά στο λογισμικό. Θεωρητικά βέβαια μπορεί η Xiaomi να καλύψει αυτό το κενό με κάποια μελοντική αναβάθμιση του HyperOS παρουσιάζοντας AI λειτουργίες χρήσιμες στον τελικό χρήστη όπως κάποια σύνοψη μεγάλων κειμένων, χρήσιμων εργαλείων στην επεξεργασία φωτογραφιών και άλλα. Για την ώρα πάντως, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει ούτε σε επίπεδο φημολογίας. Κάμερα Πάμε στην κάμερα, το νούμερο ένα σημείο αναφοράς της συσκευής. Χρησιμοποιεί μια τετράδα καμερών με αισθητήρες 50MP έκαστη, όμως η βασική διαθέτει αισθητήρα Sony LYT-900 και μέγεθος 1”. Ο υπερευρυγώνιος φακός διαθέτει αισθητήρα Sony IMX858 κι ύστερα, περιλαμβάνονται δύο τηλεφακοί με οπτικό zoom 3.2x και 5x αντίστοιχα. Ο βασικός φακός διαθέτει μεταβαλλόμενο διάφραγμα, από f/1.63 σε f/2.0, f/2.80 και f/4.0, όπως και οπτική σταθεροποίηση. Ξεκινώντας με τη βασική κάμερα, οι φωτογραφίες βγαίνουν επαρκώς φωτεινές χωρίς να χαλάει η φυσικότητα των χρωμάτων ή των σκοτεινών σημείων, σε μια ηλιόλουστη ημέρα. Φωτογραφίζοντας σε πάρκο, στον δρόμο και μέσα στο σπίτι ή στο μπαλκόνι, τα αποτελέσματα ήταν σταθερά εντυπωσιακά και τονίζουμε το «φυσικά». Το μεταβαλλόμενο διάφραγμα, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες δυνατότητες της κάμερας, μπορούν να προσφέρουν εξαιρετικό εφέ bokeh. Οι δύο τηλεφακοί βοηθούν, διαχωρίζοντας πολύ καλά το θέμα από το παρασκήνιο και το θόλωμα, οπότε όποιος έχει γνώσεις φωτογραφίας ή όρεξη να πειραματιστεί, σίγουρα θα αποκτήσει φοβερά αποτελέσματα. Ειδικά στα πορτρέτα, το σύνολο των δυνατοτήτων συνδυάζεται και το αποτέλεσμα είναι φανταστικό, εφάμιλλο μιας καλής mirrorless ή DSLR. Τα πρόσωπα κρατούν αναλλοίωτη την λεπτομέρεια ακόμη και στο δέρμα, ενώ οι άκρες παραμένουν διακριτές, με εξαίρεση δύσκολες περιπτώσεις όπου οι άκρες των μαλλιών ίσως χαθούν στο παρασκήνιο – όλα αυτά σε κοντινότερη ανάλυση. Κάνοντας zoom στο 3.2x, τα αποτελέσματα παραμένουν στο υψηλότερο επίπεδο και δεν παρατηρούμε κάποια αισθητή διαφορά σε χρώματα, ποιότητα ή θόρυβο μεταξύ μιας απλής φωτογραφίας και μίας τραβηγμένης σε 3.2x. Στο 5x, τα αποτελέσματα παραμένουν λίγο-πολύ ίδια, πάντοτε μιλώντας για την απόδοση σε 50MP σε όλα τα παραπάνω σενάρια. Στο 10x zoom, ψηφιακό πλέον, οι διαφορές είναι εμφανείς και κυρίως αφορούν θόρυβο, αλλά και εντονότερη αντίθεση. Δεν είναι άσχημα, ειδικά δεδομένου του επιπέδου μεγέθυνσης, οπότε συνολικά σε συνθήκες ημέρας ή καλού φωτισμού δεν υπάρχει οποιοδήποτε παράπονο από την κάμερα. Σε πορτρέτα, μακροφωτογραφία, zoom ή απλή χρήση του 1x, η απόδοση είναι η κορυφαία που έχουμε δει φέτος και δύσκολα θα εκθρονιστεί στο μέλλον. Η νυχτερινή λήψη παράγει εφάμιλλης ποιότητας αποτελέσματα, διατηρώντας την λεπτομέρεια στις πηγές φωτός, διαχωρίζοντας σωστά τα χρώματα και εμφανίζοντας λεπτομέρειες μέσα σε σκοτεινά σημεία χωρίς παραφωνίες που προκύπτουν από υπερβολική επεξεργασία. Οι σκιές εμφανίζονται λίγο φωτεινότερες από όσο θα μας άρεσε, όμως όχι αισθητικά άσχημες – παραμένει ξεκάθαρο πως είναι νυχτερινές φωτογραφίες και δεν γίνεται προσπάθεια μετατροπής της νύχτας σε μέρα, όπως βλέπουμε ορισμένες φορές. Τα ίδια ισχύουν και για τους δύο τηλεφακούς, που παράγουν αξιέπαινα αποτελέσματα, με εξαίρεση ίσως τον φακό 5x που βγάζει λίγο πιο μουντές φωτογραφίες. Περνώντας στον υπερευρυγώνιο φακό, η απόδοση δεν είναι ίδια με της βασικής κάμερας, όπως ήταν αναμενόμενο. Αξιοσημείωτο πως φτάνει έως 0.5x αντί για 0.6x που συνήθως βλέπουμε. Η απόδοση είναι ποιοτική, οριακά χαμηλότερη από ότι στις υπόλοιπες κάμερες κι αυτό οφείλεται κυρίως στον θόρυβο που ευκολότερα εμφανίζεται εδώ. Παρόλα αυτά, χρώματα, λεπτομέρεια και αντίθεση είναι πολύ κοντά στην βασική κάμερα αν όχι ίδια σε ορισμένες περιπτώσεις. Σε νυχτερινές λήψεις, τα αποτελέσματα είναι παραπάνω από ικανοποιητικά με μια ματιά, αλλά σε κοντινή ανάλυση εμφανίζονται ατέλειες στην λεπτομέρεια. Στα βίντεο, οι κάμερες προσφέρουν πάλι ποιοτικά αποτελέσματα, καταγράφοντας σε 4K60 ανεξαιρέτως (ακόμη και η μπροστινή το καταφέρνει). Η οπτική σταθεροποίηση και το εύρος χρώματος είναι αξιοσημείωτα εδώ, καθώς από την βασική έως την υπερευρυγώνια και τους τηλεφακούς, οι κάμερες προσφέρουν πρακτικά ίδια εμπειρία λήψης, χρώματα αν και θα καταλάβετε την εναλλαγή των καμερών στο zoom. Περπατώντας και καταγράφοντας, ακόμη και με τον υπερευρυγώνιο φακό, το αποτέλεσμα είναι σταθερό και αισθητικά όμορφο. Σε νυχτερινές λήψεις, το μοναδικό που δεν ικανοποιεί τόσο συγκριτικά με όλα όσα προσφέρονται, είναι η απόδοση της υπερευρυγώνιας κάμερας – κυρίως διότι τα χρώματα είναι πιο μουντά και ο θόρυβος εμφανίζεται συχνά. Τέλος, η μπροστινή κάμερα των 32MP είναι εμφανώς πιο απλή συγκριτικά με τις υπόλοιπες, όμως ποιοτικά ικανοποιητική. Οι λεπτομέρειες διατηρούνται, το δέρμα δεν ωραιοποιείται σε αφύσικο βαθμό και τα καταφέρνει καλά σε μέτριο φωτισμό εντός σπιτιού. Δεν θα εντυπωσιάσει, ούτε θα αφήσει κάποιον με παράπονο, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Να μιλήσουμε λίγο και για το Photography Kit, το οποίο περιλαμβάνεται άνευ επιπλέον κόστους για τις προπαραγγελίες, χωρίς να έχουμε ενημέρωση αν στη συνέχεια θα πωλείται ξεχωριστά. Πρόκειται για εξέλιξη του kit που είδαμε και στο προηγούμενο μοντέλο, το οποίο πρακτικά μετατρέπει το Xiaomi 14 Ultra σε φωτογραφική μηχανή. Το kit αποτελείται από μια λαβή (με ενσωματωμένη μπαταρία 1500mAh) με πλήκτρα κλείστρου, διαφράγματος και zoom, μια επιπλέον θήκη για το κινητό και δύο χρωματιστά μεταλλικά δαχτυλίδια (προσαρμογέας φίλτρου 67mm) για τον φακό που αλλάζουν την όψη της συσκευής. Η λαβή συνδέεται μέσω USB-C με το κινητό, δίνοντάς του την όψη μιας mirrorless κάμερας και παράλληλα, φορτίζοντάς το. Μπορεί η χωρητικότητα να μην είναι τεράστια, όμως με τη λαβή ενσωματωμένη, ουσιαστικά χρησιμοποιούσαμε το κινητό για φωτογραφίες επί αρκετή ώρα δίχως να έχει πραγματικό αντίκτυπο στην μπαταρία, αφού αναπληρωνόταν. Εν ολίγοις, όποιος σκοπεύει να ασχοληθεί πολύ με φωτογραφίσεις, το kit βολεύει στο κομμάτι της αυτονομίας. Φυσικά, βολεύει και στο κομμάτι της άνεσης. Τα φυσικά πλήκτρα κάνουν την εμπειρία λίγο-πολύ ίδια με μιας παραδοσιακής κάμερας, ενώ η σύνδεση μέσω USB-C μηδενίζει τον χρόνο απόκρισης, ο οποίος ήταν λίγο μεγαλύτερος στην περυσινή εκδοχή λόγω σύνδεσης μέσω Bluetooth. Στο χέρι, η λαβή προσθέτει σημαντικό βάρος σε ένα ήδη βαρύ κι ογκώδες κινητό, όμως διευκολύνει τόσο πολύ στο κράτημα που δεν αποτελεί πρόβλημα. Εξάλλου, δεν θα βρίσκεται μόνιμα συνδεδεμένη στο κινητό. Η θήκη που περιλαμβάνεται δίνει όψη δέρματος στην πλάτη του Xiaomi 14 Ultra κι εναρμονίζεται με τη λαβή, οπότε το αποτέλεσμα θυμίζει ακόμη περισσότερο μια φωτογραφική μηχανή της Leica. Τα χρωματιστά δαχτυλίδια είναι όμορφα, αν και προτιμήσαμε το ασημένιο αντί του μπρούτζινου χρώματος, καθώς έδενε καλύτερα με το κινητό για τα δικά μας γούστα. Το μοναδικό παράπονο εδώ είναι πως η κάμερα ήδη εξέχει αρκετά, οπότε τα δαχτυλίδια ακουμπούν π.χ. στο τραπέζι όταν ακουμπάμε το κινητό, οπότε εύκολα μπορούν να γρατζουνιστούν. Συμπέρασμα Το Xiaomi 14 Ultra είναι μια φανταστικών δυνατοτήτων κάμερα, που συνοδεύεται από ένα ικανότατο smartphone. Δεν είναι υπερβολή να κλείσουμε έτσι, αφού πέραν της ομολογουμένως ασυναγώνιστης φωτογραφικής μηχανής που ενσωματώνει, το Xiaomi 14 Ultra ακολουθεί λίγο-πολύ το περυσινό μοντέλο σε σχεδιασμό και δυνατότητες, απλώς αναβαθμίζοντας τα εξαρτήματα. Για άτομα που θέλουν το κάτι παραπάνω σε κάμερα, αλλά κι ένα smartphone που δεν θα ζοριστεί πουθενά αλλού, το Xiaomi 14 Ultra είναι η δελεαστικότερη πρόταση της αγοράς. Ο πιο ουσιαστικός ανταγωνισμός είναι ο εαυτός του, δηλαδή η υψηλή τιμή (1499€) που το τοποθετεί σε μια «μοναχική» λίστα στην κορυφή. Πέραν αυτού, το μεγαλύτερο παράπονό μας έχει να κάνει με την αυτονομία, για την οποία σίγουρα δεν θα γραφτούν ύμνοι όπως αναμφίβολα θα συμβεί για την κάμερα.
    8 πόντοι
  7. Είναι μικρόβιο που, άπαξ και το «κολλήσεις», δύσκολα σε αφήνει. Μιλάμε για την ιδέα του smart home και τον εύκολο και οικονομικό τρόπο που μπορεί πλέον ο καθένας να δημιουργήσει έξυπνα σενάρια ασφάλειας και εξοικονόμησης ενέργειας για το σπίτι του. Στο review αυτό δοκιμάζουμε μια από τις καλύτερες προτάσεις στην ελληνική αγορά, αυτή της Aqara, με την εταιρεία να διαθέτει μια σειρά από έξυπνα προιόντα τα οποία καλύπτουν πολλές από τις ανάγκες ενός έξυπνου σπιτιού, συμβατά με τις κορυφαίες πλατφόρμες έξυπνου σπιτιού, όπως αυτή του HomeKit και της Google (Home). Εμείς λάβαμε τα Aqara Hub M2, Cube T1 Pro, Camera Hub G2H Pro και μια συλλογή από αισθητήρες (κίνησης, διαρροής νερού κλπ). Στο κείμενο που ακολουθεί θα αναφερθούμε σε όλα τα παραπάνω και την εμπειρία μας, έχοντας χρησιμοποιήσει το οικοσύστημα στο σπίτι. Εμφάνιση - Σχεδιασμός Πρώτη συσκευή είναι η «καρδιά» του οικοσυστήματος, το Aqara Hub M2. Είναι η μία από τις δύο συσκευές μαύρου χρώματος από όσες θα αναλυθούν στο κείμενο, αποτελώντας τον «εγκέφαλο» του συστήματος και πρέπει να ξεχωρίζει αφού η άλλη τοποθετείται εκτός σπιτιού (Smart Video Doorbell). Σε κάθε περίπτωση, ο σχεδιασμός είναι απλός και απέριττος, με τη συσκευή να είναι επίπεδη και στρογγυλή στην κορυφή, με κυρτές πλευρές που καταλήγουν στην βάση. Επάνω εντοπίζεται μόνο το λογότυπο της Aqara, χαραγμένο στο ματ πλαστικό, ενώ το κυρίως σώμα είναι γυαλιστερό μαύρο. Μπροστά βρίσκεται ένα κουμπί σύζευξης συνοδευόμενο από μια μικρή ένδειξη LED. Στην πίσω πλευρά βρίσκονται υποδοχές Ethernet, USB-A και micro-USB. Η τελευταία χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία με βάση το καλώδιο που υπάρχει στη συσκευασία αλλά χωρίς τον παρεχόμενο αντάπτορα πρίζας ενώ η USB-A χρησιμοποιείται μόνο για σύνδεση σε διαγνωστικό. Η θύρα micro-USB θα μπορούσε να ήταν USB-C χάριν ευκολίας, και έτσι θα χρειαστεί να βρείτε ένα USB-A αντάπτορα πρίζας για να συνδέσετε το καλώδιο εκτός και αν έχετε ήδη κάποιο περισσευούμενο micro-USB φορτιστή εύκαιρο. Στο κάτω μέρος θα δούμε πολλαπλές τρυπούλες κι αυτό διότι από εκεί βγαίνει ο ήχος του ενσωματωμένου ηχείου. Σειρά έχει το Aqara Camera Hub G2H Pro, μια κάμερα που εκτελεί και χρέη hub. Ο σχεδιασμός της θυμίζει επιτραπέζιο μικρόφωνο, με μια μικρή βάση που στηρίζει το μακρόστενο κυρίως σώμα σε έναν βραχίονα. Γύρω από τον φακό υπάρχει ένα πλατύ μαύρο δαχτυλίδι, όπου κρύβονται αισθητήρες και επιπλέον εξαρτήματα. Στο κάτω μέρος του σώματος, υπάρχει υποδοχή για κάρτα microSD και στην πλάτη υπάρχουν τρύπες για το μικρόφωνο, το ηχείο και μια θύρα τροφοδοσίας micro-USB. Μετά, το Aqara Cube T1 Pro. Ο συγκεκριμένος κύβος, όπως προδίδει και το όνομά του, είναι λευκός και μικρός σε μέγεθος (4.5x4.5x4.5cm). Μία πλευρά έχει κεντραρισμένο το λογότυπο της Aqara και οι υπόλοιπες από δύο έως έξι βούλες, μαρκάροντας ξεχωριστά κάθε όψη του κύβου για εύκολο προγραμματισμό ενεργειών. Οι υπόλοιπες συσκευές υιοθετούν το ίδιο γενικό μοτίβο, δηλαδή απλό και λευκό design με στρογγυλεμένες γωνίες και ένα λιτό γραφικό στην όψη που υποδεικνύει την χρήση τους – για παράδειγμα ένα θερμόμετρο στον αισθητήρα θερμοκρασίας, μια σταγόνα στον αισθητήρα διαρροής κλπ. Χαρακτηριστικά – Απόδοση Ως η καρδιά του συστήματος, το Aqara Hub M2 είναι πάλι πρώτο εδώ. Έρχεται με συνδεσιμότητα Wi-Fi 2.4GHz και Ethernet, υποστηρίζοντας πρωτόκολλα Zigbee 3.0, Bluetooth 5.0 LE όπως και IR. Στο κουτί τονίζεται η συμβατότητα με Apple HomeKit αλλά υποστηρίζονται συσκευές συμβατές με Amazon Alexa, Google Home και IFTTT. Για τις δικές μας δοκιμές, στηριχθήκαμε στην υλοποίηση του Apple HomeKit. Αρχικά, η πρώτη επαφή και ρύθμιση των συσκευών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε το Aqara App είτε το Apple Home app. Εμείς επιλέξαμε την πρώτη λύση που είναι και η πιο ολοκληρωμένη με βάση τις περισσότερες ρυθμίσεις που δίνει η εταιρεία μέσω της δική της εφαρμογή. Βέβαια δεν έλειψε και η δυνατότητα σύνδεσης με το HomeKit, όπου το Hub χρειάστηκε λίγα λεπτά μόνο κι αμέσως εμφανίστηκε στη λίστα συσκευών του Apple Home. Οι δυνατότητές του εκεί είναι κάπως περιορισμένες όπως είναι λογικό, καθώς από μόνο του δεν μπορεί να κάνει πολλά. Μπορεί να λειτουργήσει ως ξυπνητήρι και, αν τοποθετηθεί σε σημείο όπου «βλέπει» συσκευές που λειτουργούν με υπέρυθρες, μπορεί να προγραμματιστεί για να τις ελέγχει. Μας φάνηκε χρήσιμο για συσκευές όπως ένας αφυγραντήρας ή το κλιματιστικό, οπότε σίγουρα είναι καλοδεχούμενη δυνατότητα. Ωστόσο, το ηχείο είναι αρκετά αδύναμο ακόμη και για ξυπνητήρι, ενώ το προηγούμενο μοντέλο διέθετε φωτάκι νυκτός το οποίο εδώ απουσιάζει. Στα θετικά η δυνατότητα χρήσης φωνητικών εντολών μέσω της Siri, όπου το ηχείο τα πήγε καλά παρά τις εμφανείς αδυναμίες του για πιο σύνθετες ενέργειες. Τέλος, υποστηρίζει έως και 32 συσκευές μόνο του ενώ με τη χρήση repeaters, μπορεί να φτάσει τις 128. Η κάμερα Aqara G2H Pro άφησε πολύ θετικές εντυπώσεις, ιδίως λόγω μερικών ιδιαιτεροτήτων υπέρ της χρήσης Apple Home. Η κάρτα microSD είναι μια καλοδεχούμενη δυνατότητα, αλλά η υποστήριξη cloud παρέχει σίγουρα μεγαλύτερη ασφάλεια στο ενδεχόμενο διάρρηξης. Παρότι η Aqara δεν προσφέρει κάποια τέτοια υπηρεσία, μπορεί να συνδεθεί με το iCloud και να ανεβάζει τις καταγραφές απευθείας εκεί, μάλιστα χωρίς επιπλέον χρέωση πέραν της ήδη υπάρχουσας για την υπηρεσία. Μια ακόμη λειτουργία που προσφέρει το Apple Home είναι ο διαχωρισμός ανίχνευσης μεταξύ ανθρώπων, κατοικιδίων και οχημάτων (αν τοποθετηθεί σε εξωτερικό χώρο), αν και δεν είχαμε την δυνατότητα να το δούμε στην πράξη. Αυτό που καταφέραμε να δοκιμάσουμε, είναι η επικοινωνία δύο δρόμων. Παρακολουθούσαμε τα παιδιά σε άλλο δωμάτιο και τους μιλήσαμε, μας άκουσαν καθαρά κι εμείς το ίδιο, οπότε για παιδιά, ηλικιωμένους ή κατοικίδια είναι καλή λύση. Επίσης, στο βασικό Aqara app δίνεται η δυνατότητα σύνδεσης με NAS στο ίδιο δίκτυο για την αποθήκευση των καταγραφών, όμως απαιτείται κάρτα microSD για να λειτουργήσει η υπηρεσία. Για μια κάμερα τέτοιου κόστους, σίγουρα οι δυνατότητες είναι ουκ ολίγες, ξεχωρίζοντας από τον ανταγωνισμό. Υπενθυμίζουμε πως μπορεί να λειτουργήσει και ως hub για ένα οικοσύστημα συσκευών Aqara, οπότε η απόκτηση του Aqara G2H Pro και 2-3 μικροσυσκευών ακόμη είναι απόλυτα λογική κίνηση για κάποιον που δεν θέλει να χτίσει κάτι τεράστιο. Χρησιμοποιώντας την κάμερα σε εσωτερικό χώρο, δοκιμάσαμε τον έλεγχο κινήσεων σε φωτεινά και σκοτεινά δωμάτια. Το αποτέλεσμα ήταν σταθερά καλό, ακόμη και για μικρές κινήσεις – προτιμούμε ένα πιο ευαίσθητο σύστημα σε εσωτερικό χώρο. Με ποιότητα που φτάνει τα 1080p, τόσο οι νυχτερινές όσο και οι κανονικές λήψεις είχαν πολύ καλή εικόνα, κρατώντας λεπτομέρειες ακόμη και στην άκρη του δωματίου. Τα βίντεο καταγράφονται στα 20fps και όταν ανιχνεύεται μια κίνηση, το γεγονός μαρκάρεται στο χρονοδιάγραμμα του βίντεο για εύκολο εντοπισμό. Ο κύβος Aqara Cube T1 Pro ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ουσιαστικά, αντικαθιστά ένα παραδοσιακό χειριστήριο και κάθε πλευρά του εκτελεί μια ενέργεια. Είναι λίγο δύσκολο να θυμάται κανείς τι ακριβώς κάνει η κάθε μεριά απλώς από μνήμη ή έχοντας κολλήσει αυτοκόλλητες ετικέτες στην κάθε πλευρά, το οποίο δεν είναι απαραίτητα πρόβλημα της συσκευής ή του σχεδιασμού. Παρόλα αυτά, αναθέσαμε απλές ενέργειες με άμεσο αντίκτυπο για να καταλαβαίνουμε τι λειτουργεί και τι όχι, όπως η αλλαγή χρώματος στα φώτα. Η απόκριση ήταν άμεση και μέσα σε 1-2 δευτερόλεπτα είχε γίνει αυτό που «διέταξε» ο κύβος, οπότε η χρησιμότητα και λειτουργικότητά του του ως χειριστήριο δεν είναι υπό συζήτηση. Μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για απλές ενέργειες έναντι ρουτίνας ή φωνητικών εντολών. Ας δούμε όμως και τους διάφορους αισθητήρες. Πρώτος είναι ο αισθητήρας πόρτας/παραθύρου Aqara T1, τον οποίο χρησιμοποιήσαμε προφανώς, σε πόρτα και παράθυρο. Δοκιμάσαμε κάποια πρακτικά σενάρια, όπως μια ενημέρωση όταν η πόρτα μένει ανοιχτή για πάνω από 5 λεπτά ή ανάβουν τα φώτα του σαλονιού όταν η πόρτα ανοίγει απογευματινές ώρες. Αντίστοιχα, να ειδοποιούμαστε αν το παράθυρο στο δωμάτιο των παιδιών ανοίξει. Παρόμοιες δοκιμές κάναμε και με τον αισθητήρα κίνησης Aqara P1. Τον τοποθετήσαμε στον διάδρομο έξω από το δωμάτιο των παιδιών, ώστε αν το βράδυ χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν το μπάνιο, να ανάψουν αυτόματα τα φώτα για μερικά λεπτά. Σίγουρα μπορούν να δημιουργηθούν και πιο σύνθετα σενάρια, αλλά σε τεχνικό επίπεδο, οι αισθητήρες ανταποκρίθηκαν όπως περιμέναμε. Ο αισθητήρας δόνησης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Η εταιρεία προτείνει να μην τοποθετείται σε μεταλλικά ντουλάπια και κουτιά, καθώς θα υπολειτουργεί. Οπότε δοκιμάσαμε να τον τοποθετήσουμε στο συρτάρι του ξύλινου γραφείου, για να ενημερωνόμαστε όταν κάποιος το ανοίγει (κυρίως για τα παιδιά). Η αλήθεια είναι πως λειτούργησε, αλλά υπάρχουν και πιο δημιουργικοί τρόποι να τον αξιοποιήσει κανείς, αφού πέραν της δόνησης ανιχνεύει και την αλλαγή κλίσης. Θεωρητικά, μπορεί να τοποθετηθεί σε ένα ντουλάπι ή μια πόρτα, αλλά και σε συσκευές όπως πλυντήρια που παράγουν δονήσεις όταν λειτουργούν. Ύστερα, ο αισθητήρας θερμοκρασίας και υγρασίας Aqara T1. Σίγουρα πρέπει να τοποθετηθεί σε πολύ ιδανικό σημείο του χώρου, ώστε να μην εκτίθεται π.χ. στο φως του ήλιου ή ρεύματα αέρα και παράγει λανθασμένα αποτελέσματα. Οπότε τον τοποθετήσαμε πιο κεντρικά, σε ένα σημείο αρκετά ασφαλές. Σκοπός ήταν να ενεργοποιεί το καλοριφέρ όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από ένα επίπεδο, όπως και τον αφυγραντήρα όταν η υγρασία φτάσει σε ένα επίπεδο. Και στις δύο περιπτώσεις ανταποκρίθηκε καλά, όμως ιδανικά θα θέλαμε να τον δοκιμάσουμε και το καλοκαίρι, για να ενεργοποιεί τον κλιματισμό ή ανεμιστήρες. Αντίστοιχα, ο αισθητήρας νερού/διαρροής Aqara T1 είναι κάτι που ευχόμαστε να μην χρησιμοποιήσουμε σε πραγματικό σενάριο. Τον τοποθετήσαμε κάτω από τον νιπτήρα της κουζίνας, ώστε αν υπάρξει διαρροή να μας ενημερώσει έγκαιρα. Ευτυχώς, όσο καιρό το δοκιμάζαμε δεν προέκυψε κάτι τέτοιο, οπότε τον… βοηθήσαμε ρίχνοντας λίγες ποσότητες νερού περιμετρικά του. Χρειάστηκε να αδειάσουμε λίγα ποτήρια νερού προτού λειτουργήσει, το οποίο είναι μάλλον λογικό, καθώς μια διαρροή δύσκολα θα περιοριστεί σε ποσότητες 1-2 ποτηριών νερού. Για τον αισθητήρα ποιότητας αέρα TVOC, οι δοκιμές ήταν πιο περιορισμένες. Μπορούσαμε να ζητήσουμε μια ειδοποίηση αν η ποιότητα αέρα έπεφτε κάτω από το “Good”, ώστε να ανοίξουμε ένα παράθυρο και να φρεσκαριστεί ο χώρος. Για να πιέσουμε τον αισθητήρα, ψεκάζαμε διάφορα αποσμητικά γύρω του και πράγματι, η ποιότητα αέρα έπεφτε κατακόρυφα όπως βλέπαμε στην οθόνη του και λειτουργούσε η αυτοματοποίηση. Ιδανικά θα θέλαμε να έχουμε έναν smart ιονιστή, ο οποίος θα λειτουργούσε δυναμικά βάσει της ποιότητας αέρα, όμως δεν είχαμε στην κατοχή μας τέτοια συσκευή. Ώρα για την έξυπνη πρίζα. Η συγκεκριμένη συσκευή δοκιμάστηκε με έναν ανεμιστήρα καθαρά για τις ανάγκες του κειμένου, προκειμένου να τον κάνει «έξυπνο» και να τρέχουν οι αυτοματοποιήσεις. Εδώ υπάρχει ένα μικρό παράπονο για την υλοποίηση του HomeKit. Παρότι η πρίζα μπορεί να διαβάζει την κατανάλωση των συνδεδεμένων συσκευών και να την αποθηκεύει μέσω του Aqara app, δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα για το Apple Home. Τουλάχιστον, ένα άλλο σημείο παραμένει κοινό ανάμεσα στις δύο υλοποιήσεις: δεν μπορούν να γίνουν αυτοματοποιήσεις βάσει της κατανάλωσης, οπότε η λειτουργία είναι κάπως πιο περιορισμένη σε επίπεδο «ενεργοποίησε/απενεργοποίησε την πρίζα». Με μέγιστο φορτίο στα 1875W, μπορεί να αντέξει πολλές ενεργοβόρες συσκευές και ένα άλλο θετικό είναι πως λειτουργεί ως repeater, οπότε αν τοποθετηθεί στο κατάλληλο σημείο του σπιτιού είναι ιδανική λύση για να διευρύνει το δίκτυο συσκευών Aqara smart home. Τέλος ένα κομμάτι του οικοσυστήματος που μας άρεσε ίσως λίγο περισσότερο από τα άλλα, το Smart Video Doorbell G4, το οποίο είναι εξαιρετικά εύκολο στην εγκατάστασή του κι’ αυτό. Στην ουσία είναι ένα κουδούνι με κάμερα για το σπίτι που δεν χρειάζεται καμία σύνδεση. Το κεντρικό κομμάτι, το κουδούνι, διαθέτει ένα τεράστιο κουμπί και από πάνω του ακριβώς μια κάμερα με 1080p ανάλυση. Στο εσωτερικό δέχεται 6 μπαταρίες AAA που σύμφωνα με την εταιρεία και ανάλογα με τη χρήση, η αυτονομία τους μετριέται σε μήνες. Εντός του σπιτιού βάζουμε το μικρό ηχείο (σύνδεση με usb-c πρίζα) που μας ενημερώνει ότι κάποιος μας έχει χτυπήσει το κουδούνι. Μόλις πατήσει κάποιος το κουμπί, βλέπουμε σχετική αναφορά στο iPhone/iPad/android μας όπου και βλέπουμε σε πραγματικό χρόνο το video από τον επισκέπτη μας και με πολύ καλή ανάλυση. Οι δυνατότητες είναι αρκετές ενώ μας άρεσε το ότι μπορούμε να καταγράψουμε σε microSD την κίνηση έξω από το σπίτι μας, με την κάρτα να τοποθετείται όμως στο ηχείο εντός του σπιτιού και όχι στην κάμερα έξω. Οι περισσότερες από τις παραπάνω συσκευές λειτουργούν μέσω Zigbee, προσφέροντας σιγουριά πως θα λειτουργήσουν ακόμη κι αν το Wi-Fi έχει πρόβλημα, ενώ η κατανάλωση ενέργειας είναι πολύ χαμηλή. Με μια πλακέ μπαταρία (π.χ. CR2450, ανάλογα τη συσκευή) μπορούν να αντέξουν από μήνες έως πενταετία, ανάλογα πάντοτε τον τύπο συσκευής και τη χρήση που γίνεται. Επομένως, μετά την πρώτη ρύθμιση θα χρειαστεί καιρός για να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους ξανά. Συμπέρασμα Το οικοσύστημα smart συσκευών της Aqara είναι μια πλήρης λύση που μας βοήθησε πρακτικά να μετατρέψουμε όλο το σπίτι σε smart home ενώ το κόστος τους είναι ιδιαίτερα προσιτό. Υπολογίστε ότι το Μ2 Smart Hub κοστίζει περίπου 50€, οι αισθητήρες μεταξύ 15-20€ ενώ η κάμερα γύρω στα 60€. Η εγκατάσταση όπως αναφέραμε και παραπάνω είναι ιδιαίτερα εύκολη, είτε αφορούν την τοποθέτηση χωρίς καλώδια και με τα απαραίτητα αυτοκόλλητα είτε τις ρυθμίσεις στο app της Aqara. Στα highlights μπαίνει σίγουρα η Aqara Camera Hub G2H Pro λόγω επιδόσεων και ευελιξίας, όπως και το Aqara Hub M2 που πάλι, κάνει περισσότερα από την απλή λειτουργία ως hub – αν και θα θέλαμε ένα καλύτερο ηχείο. Οι αισθητήρες έκαναν αξιόπιστα την δουλειά τους και η γκάμα συσκευών που παρέχεται καλύπτει ουσιαστικά κάθε πιθανό σενάριο για έναν χρήστη, όσο σύνθετο κι αν θέλει να κάνει το smart home του. Η συνολική εικόνα που μας αφήνει το οικοσύστημα της Aqara είναι αναμφίβολα θετική. Ρίχνοντας μια ματιά στον κατάλογο της Aqara βλέπουμε και άλλες λύσεις για το έξυπνο σπίτι (πχ. Εξωτερικός διακόπτης τοίχου ρολών), κάτι που δείχνει ξεκάθαρα ότι μιλάμε για μια ολοκληρωμένη πρόταση. Αν τη συνδυάσουμε με την πανεύκολη εγκατάσταση, τη συμβατότητα με το οικοσύστημα έξυπνου σπιτιού της Apple και της Google, όπως επίσης και την πολύ καλή δουλειά της ελληνικής αντιπροσωπείας (ελληνικό documentation, στα περισσότερα προϊόντα), νομίζουμε ότι οι λύσεις της Aqara είναι από τις κορυφαίες προτάσεις για κάποιον που ψάχνεται να φτιάξει ένα οικονομικό άλλα ικανότατο έξυπνο σπίτι.
    7 πόντοι
  8. Με τις ώρες που περνάμε μπροστά σε κάποιου είδους οθόνη να αυξάνονται σταθερά κάθε χρόνο που περνά, ολοένα και περισσότεροι είναι εκείνοι που αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον αντίκτυπο της τεχνολογίας στην υγεία των ματιών τους. Ως εκ τούτου, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ευαισθητοποιημένο σε ό,τι αφορά τη φροντίδα των ματιών μόνο ευκαταφρόνητο δεν είναι, κάτι που έχει γίνει κατανοητό και από πλευράς κατασκευαστών οι οποίοι πλέον αφιερώνουν σημαντικούς πόρους στην ανάπτυξη σχετικών τεχνολογιών. Στη… μάχη για τα μάτια του κόσμου (pun intended), η TCL είναι μία από τις εταιρείες που μέχρι στιγμής έχουν ξεχωρίσει, κυρίως χάρη στην τεχνολογία NXTPAPER την οποία συναντάμε στις ομώνυμες σειρές smartphones και tablets. Το 40 NXTPAPER είναι μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πρόταση αφού ενσωματώνει άρτια χαρακτηριστικά, διαθέτει οθόνη που παραπέμπει σε χαρτί και κυκλοφορεί σε δύο εκδόσεις (4G/5G) με αρκετά διαφορετικές προδιαγραφές. Αξίζει όμως την προσοχή και τα χρήματά σας; Πάμε να του ρίξουμε μια ματιά. Σημείωση: είχαμε στα χέρια μας και τις δύο εκδόσεις του 40 NXTPAPER. Καθώς όμως αυτές διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, σε κάθε κατηγορία θα κάνουμε ξεχωριστή αναφορά στην καθεμία. Σχεδιασμός Το 40 NXTPAPER 5G είναι μία αρκετά συμπαγής συσκευή. Το design του δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη της budget κατηγορίας αποπνέοντας πάντως στιβαρότητα. Οι διαστάσεις του είναι 164,46 x 75,4 x 8,99 χιλ. με το βάρος του να αγγίζει τα 192 γραμμάρια. Το σώμα του μπορεί να στερείται την premium, μεταλλική κατασκευή άλλων προτάσεων, όμως προσφέρει σταθερό κράτημα. Στην πρόσοψη κυριαρχεί η οθόνη των 6,6 ιντσών με το teardrop notch ενώ στα πλάγια υπάρχουν τα πλήκτρα ενεργοποίησης (με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος) και αυξομείωσης της έντασης του ήχου. Η εν λόγω έκδοση διατίθεται σε μαύρο χρώμα. Στην περίπτωση του 40 NXTPAPER 4G τώρα, ναι μεν έχουμε παρεμφερή σχεδιασμό, με μεγαλύτερες όμως διαστάσεις πλην του προφίλ (168,16 x 75,73 x 7,89 χιλ.) και ανεπαίσθητα μεγαλύτερο βάρος (195 γραμμάρια). Το σώμα του είναι κατασκευασμένο από 2D υαλοβάμβακα (fiberglass), σήμα-κατατεθέν της budget κατηγορίας (η 4G έκδοση του 40 NXTPAPER άλλωστε ίσα που ξεπερνά το φράγμα των €200) με την οθόνη να είναι στις 6,78 ίντσες, επίσης με teardrop notch για την κάμερα πρόσοψης. Στα πλάγια έχουμε τα ίδια δύο πλήκτρα με τη συσκευή να διατίθεται σε σκούρο μπλε και ένα ιδιαίτερο οπαλιοειδές. Μπλε ακτινοβολία και φροντίδα ματιών Πριν περάσουμε στην οθόνη, ας κάνουμε μια παρένθεση για ένα μικρό… μάθημα (ή φρεσκάρισμα, για όσους γνωρίζουν το θέμα) όσον αφορά στο πρόβλημα που έρχεται να λύσει το 40 NXTPAPER. Μπλε ακτινοβολία: είναι η ακτινοβολία που βρίσκεται μεταξύ 380 και 500 nm στο ορατό φάσμα και πρόκειται για εκείνη με το μικρότερο μήκος κύματος και τη μεγαλύτερη ενέργεια από το ορατό φως. Δεν είναι όμως όλα τα… μπλε το ίδιο. Συγκεκριμένα, η ακτινοβολία που εμπίπτει μεταξύ 415 και 455 nm θεωρείται βλαβερή, έχοντας συνδεθεί με παθήσεις των ματιών (ξηροφθαλμία, θολή όραση, εκφύλιση ωχράς κηλίδας), πονοκεφάλους, αποσυντονισμό του κιρκάδιου ρυθμού κ.α. Αντίθετα, η ακτινοβολία μεταξύ 460 και 500 nm θεωρείται ευεργετική και κάπου εδώ είναι που η τεχνολογία και εν προκειμένω η TCL έρχεται να κάνει το θαύμα της. Στην περίπτωση των συσκευών NXTPAPER, smartphones αλλά tablets, η TCL έχει πετύχει ένα πολύ ιδιαίτερο φιλτράρισμα της μπλε ακτινοβολίας, περιορίζοντάς την στο ασφαλές εύρος μεταξύ 457 και 462,5 nm, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των βλαβερών εκπομπών έως και κατά 61%. Αυτού του είδους η διαχείριση μάλιστα δεν επηρεάζει την απαραίτητη, ευεργετική μπλε ακτινοβολία ενώ έχει πιστοποιηθεί και από την TUV Rheinland. Οθόνη – Εμπειρία θέασης Περνώντας λοιπόν στα χαρακτηριστικά του TCL 40 NXTPAPER 5G, δε θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από κάτι άλλο πέραν της οθόνης του. Πρόκειται για μία 6,6 ιντσών, ανάλυσης HD+ (720 x 1612 pixels, σαν να λέμε) που καλύπτει το 84% της συνολικής επιφάνειας πρόσοψης, με ρυθμό ανανέωσης 90 Hz, λόγο διαστάσεων 20:9, αντίθεση 1500:1 και τυπική φωτεινότητα 500 nits. Το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί κάποιος, είναι πως μιλάμε για μία οθόνη πολύ μικρής ανάλυσης σε σχέση με το μέγεθός της κι όμως, η εικόνα της δεν έχει τη θολούρα που θα φανταζόταν. Ενδεχομένως να υπέθετε πως η τεχνολογία NXTPAPER θα επηρέαζε τα χρώματα κάνοντάς τα να φαίνονται πιο άτονα, πιο παστέλ. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η οθόνη απέχει παρασάγγας φυσικά από τις AMOLED προτάσεις της αγοράς όμως η ποιότητά της βρίσκεται σε άριστα επίπεδα τηρουμένων των αναλογιών -και ο ρυθμός ανανέωσης των 90 Hz βοηθά σημαντικά. Το 40 NXTPAPER 4G τώρα διαθέτει κατά τι μεγαλύτερη οθόνη, μία hole-punch στις 6,78 ίντσες, ανάλυσης FHD+ (1080 x 2460 pixels) στα 396 PPI, με ρυθμό ανανέωσης 90 Hz που καταλαμβάνει το 91% της πρόσοψης. Ο λόγος διαστάσεών της είναι 20,5:9 με τη φωτεινότητα να εντοπίζεται στα 450 nits (τυπική τιμή) και την αντίθεση να βρίσκεται στα επίπεδα του 1500:1. Σε σύγκριση με εκείνη της έκδοσης 5G είναι κομματάκι πιο ευκρινής, με την υψηλότερη ανάλυση να παίζει τον ρόλο της. Είναι πάντως εξίσου ομαλή ως προς την κίνηση, διαθέτοντας πρακτικά τις ίδιες λειτουργίες και δυνατότητες. Το εντυπωσιακό με αυτήν, είναι η υποστήριξη γραφίδας, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του 40 NXTPAPER 5G! H TCL διαθέτει ως προαιρετικό αξεσουάρ προστατευτική θήκη και γραφίδα με ειδική θέση για την τελευταία! Όχι κάτι το απαραίτητο αλλά σίγουρα καλοδεχούμενο για όσους το έχουν ανάγκη. Ανεξαρτήτως έκδοσης πάντως, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Η επίστρωση της TCL προσφέρει εικόνα χωρίς πολλές αντανακλάσεις, κάνοντας έτσι την κάθε εμπειρία θέασης αρκετά πιο άνετη, ιδίως αν μιλάμε για ανάγνωση κειμένων. Η συσκευή είναι σε θέση να προσαρμόζει τη φωτεινότητα της οθόνης και τη θερμοκρασία του χρώματος ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Η δε υφή της πράγματι παραπέμπει σε χαρτί, δίνοντας την αίσθηση πως κρατάτε στα χέρια σας ένα μικροκαμωμένο e-reader. Παρά την ιδιαίτερη φύση της, τα χρώματα δεν εμφανίζονται αλλοιωμένα με την εικόνα να μην υποφέρει από το κιτρίνισμα που παρατηρείται σε άλλες υλοποιήσεις. Η δε λειτουργία θέασης ρυθμίζεται εύκολα μέσα από τα Settings, ανάλογα με το τι θέλετε να κάνετε (και μάλιστα η προσαρμογή αφορά μέχρι και το περιβάλλον χρήστη). Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Αφήνοντας την οθόνη και περνώντας στα λοιπά χαρακτηριστικά της συσκευής, το 40 NXTPAPER 5G έρχεται εξοπλισμένο με chipset MediaTek Dimensity 700 (MT6833V) το οποίο περιλαμβάνει οκταπύρηνο επεξεργαστή (2 x A76 2,2 GHz, 6 x A55 2 GHz) και γραφικά ARM Mali-G57. Η TCL έχει ενσωματώσει στο smartphone την τεχνολογία RAM Expansion, χάρη στην οποία αυτό «δανείζεται» 6 GB ROM, διπλασιάζοντας επί της ουσίας τη μνήμη RAM του όποτε υπάρχει ανάγκη. Δοκιμάζοντάς το βέβαια ουδέποτε αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα σε ό,τι είχε να κάνει με τη συνολική εμπειρία χρήσης: η εναλλαγή μεταξύ των εφαρμογών γινόταν άνετα, χωρίς κολλήματα και καθυστερήσεις. Ως προς τη χωρητικότητα, τα 256 GB μνήμης κρίνονται ικανοποιητικά ενώ προσφέρεται και δυνατότητα προσθήκης κάρτας microSD έως και 1 TB. Θα περίμενε κανείς πως η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο εκδόσεων του 40 NXTPAPER θα ήταν η συνδεσιμότητα (4G ή 5G). Φευ όμως. Η TCL αποφάσισε να λανσάρει δύο συσκευές που ναι μεν μοιράζονται το ίδιο όνομα (για την ακρίβεια η μία ονομάζεται 40 NXTPAPER 5G και η άλλη απλώς 40 NXTPAPER) όμως διαθέτουν εντελώς άλλα χαρακτηριστικά. Το chipset της 4G έκδοσης είναι ένα MediaTek Helio G88 με οκταπύρηνο επεξεργαστή (2 x A75 2 GHz, 6 x A55 1,8 GHz) και γραφικά ARM Mali-G52. Η RAM είναι αυξημένη, στα 8 GB, επίσης με τεχνολογία RAM Expansion που τη διπλασιάζει στα 16 GB με 8 GB από τη ROM όταν παραστεί ανάγκη. Ο εσωτερικός αποθηκευτικός χώρος της 4G έκδοσης είναι 256 GB και υποστηρίζονται κάρτες microSD έως 2 TB. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως αν και σε συνολικές επιδόσεις ο επεξεργαστής της 5G έκδοσης είναι ανώτερος, εκείνος της 4G παίρνει τη ρεβάνς σε πιο απαιτητικές διεργασίες όπως π.χ. στο gaming. Οι διαφορές τους πάντως είναι μικρές και δύσκολα θα γίνουν αντιληπτές από τον μέσο χρήστη. Το ίδιο ισχύει και με τη RAM αφού για το εύρος χρήσης μίας budget συσκευής, τα 6 GB του 40 NXTPAPER 5G είναι έτσι κι αλλιώς αρκετά. Και οι δύο συσκευές έρχονται με Android 13 με την TCL να προσφέρει ενημέρωση στην επόμενη έκδοση του λειτουργικού: ο ένας χρόνος πάντως που εγγυάται η εταιρεία κρίνεται μάλλον ανεπαρκής με βάση τα δεδομένα του σήμερα και τα όσα βλέπουμε στον ανταγωνισμό. Οι δύο συσκευές έχουν πάντως παρόμοια κάμερα… κατά τα 2/3: η κύρια κάμερα και η κάμερα macro είναι οι ίδιες, με τη διαφορά να εντοπίζεται για κάποιον αδιευκρίνιστο -και μάλλον αχρείαστο- λόγο στην τρίτη κάμερα. Ο βασικός φακός είναι πέντε στοιχείων, ανάλυσης 50 MP με μέγεθος 1/2,76 ίντσες, μέγεθος κόκκου 0,64 μm, διάφραγμα F/1,8 και PDAF. Η κάμερα macro είναι στα 2 MP, τριών στοιχείων, μεγέθους 1/5 ιντσών, με μέγεθος κόκκου 1,75 μm και διάφραγμα F/2,4. Σε ό,τι αφορά την τρίτη κάμερα, στο μεν 40 NXTPAPER 5G είναι μία κάμερα βάθους 2 MP (1/5 ιντσών, 1,75 μm, F/2,4) ενώ στο δε 40 NXTPAPER 4G είναι μία υπερευρυγώνια 5 MP (1/5 ιντσών, 1,12 μm, F/2,2, 114,9ο). Ο λόγος για τον οποίο έγινε η παραπάνω επιλογή είναι άγνωστος. Οι κάμερες των δύο συσκευών πάντως προσφέρουν ικανοποιητικά αποτελέσματα -για τα δεδομένα τους. Οι λήψεις έχουν αρκετά ζεστά χρώματα χωρίς αυτά να μοιάζουν αφύσικα, εφ’ όσον υπάρχει επαρκής φωτισμός. Όταν πέφτει το σκοτάδι βέβαια τα πράγματα δυσκολεύουν, κάτι που δεν προκαλεί πάντως έκπληξη (όσο υψηλών προδιαγραφών κι αν είναι το 40 NXTPAPER, μιλάμε για budget συσκευή). Η TCL το έχει προικίσει με αλγορίθμους AI που βελτιώνουν την ποιότητα της εικόνας ενώ υπάρχει και ενσωματωμένο εργαλείο επεξεργασίας για όσους αρέσκονται να δημιουργούν περιεχόμενο. Διαφοροποιήσεις εντοπίζονται και στην κάμερα πρόσοψης. Στην περίπτωση του 40 NXTPAPER 5G έχουμε φακό 8 MP που ναι μεν θα σας καλύψει στις βιντεοκλήσεις και θα σας χαρίσει χαριτωμένες selfies αλλά μέχρι εκεί. Στο δε 40 NXTPAPER 4G την εμφάνισή της κάνει μία ανώτερη κάμερα πρόσοψης 32 MP που χαρίζει φωτεινότερες λήψεις με χρώματα σε πιο φυσικούς τόνους. Και στις δύο συσκευές υπάρχει αλγόριθμος ωραιοποίησης που βελτιώνει το τελικό αποτέλεσμα. Ως προς τη μπαταρία, το 40 NXTPAPER 5G έρχεται με μία χωρητικότητας 5000 mAh που υποστηρίζει ταχεία φόρτιση 15 W. Η TCL υποστηρίζει πως επιτυγχάνει έως και 17% αποτελεσματικότερη κατανάλωση σε σχέση με μία παρόμοια ανταγωνιστική συσκευή και από άποψη αυτονομίας, δεν μείναμε απογοητευμένοι. Το smartphone βγάζει άνετα μία μέρα τυπικής χρήσης και με λίγη προσοχή έφτασε να αντέχει ακόμα και μέχρι το μεσημέρι της επόμενης. Για μία πλήρη φόρτιση πάντως (0-100%) απαιτούνται περίπου τρεις ώρες. Στην περίπτωση του 40 NXTPAPER 4G, έχουμε μπαταρία 5010 mAh με ταχεία φόρτιση 33 W όμως. Χρειάστηκε μόλις μισή ώρα για να τη φορτίσουμε σε ποσοστό 0-50% με τις αντοχές της συσκευής να ξεπερνούν άνετα και εδώ τη μία ημέρα τυπικής χρήσης. Αξίζει να αναφέρουμε πως το 40 NXTPAPER μας ικανοποίησε στην αναπαραγωγή βίντεο και στις δύο του εκδόσεις. Αφ’ ενός η οθόνη τα καταφέρνει μια χαρά, αφ’ ετέρου η εικόνα πλαισιώνεται από ήχο που φέρει την υπογραφή της DTS: αν δεν διαθέτετε ενσύρματα (υπάρχει θύρα 3,5 χιλ.) ή Bluetooth ακουστικά ή δεν θέλετε να τα χρησιμοποιήσετε, τα ηχεία του smartphone κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους. Συμπέρασμα Το 40 NXTPAPER στη θεωρία είναι μία συσκευή που έρχεται σε δύο εκδόσεις, όμως στην πράξη συνιστά δύο τελείως διαφορετικές προτάσεις. Η TCL αποφάσισε να χρησιμοποιήσει διαφορετικά υποσυστήματα στο κάθε μοντέλο κι έτσι, ενώ τα 4G και 5G μοιάζουν με μια πρώτη ματιά, αποτελούν περισσότερο… απλή συνωνυμία. Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα, είναι το γεγονός πως δεν υπάρχει κάποιο περισσότερο και κάποιο λιγότερο τεχνικά προηγμένο μοντέλο όπως γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις (όταν με μια ματιά στα χαρακτηριστικά, κάποιος μπορεί να εντοπίσει μεμιάς ποια είναι η «pro» συσκευή). Το 5G έχει θεωρητικά ανώτερη συνδεσιμότητα και καλύτερο επεξεργαστή, όμως το 4G τα καταφέρνει καλύτερα στο gaming, έχει περισσότερη RAM και δέχεται μεγαλύτερης χωρητικότητας κάρτες microSD. Η μια συσκευή έχει κάμερα βάθους, η άλλη υπερευρυγώνια ενώ διαφοροποιήσεις έχουμε ακόμα στην κάμερα πρόσοψης και τη μπαταρία. Κοινή συνισταμένη πάντως και των δύο μοντέλων είναι η οθόνη τους και η πρώτη επίσημη υλοποίηση της τεχνολογίας NXTPAPER της TCL σε smartphone, κάνοντας την πολύωρη χρήση της συσκευής, μια απροβλημάτιστη διαδικασία. Ποιο απ’ τα δύο 40 NXTPAPER λοιπόν είναι το καλύτερο; Αδυνατούμε να πούμε. Η κάθε συσκευή έχει τα δικά της πλεονεκτήματα έντι της άλλης, οπότε το καλύτερο που έχει να κάνει ο χρήστης, είναι να τις συγκρίνει ώστε να δει ποια ικανοποιεί τα «θέλω» και τις προτεραιότητές του και να κάνει κατόπιν την επιλογή του. Το μόνο βέβαιο είναι πως πρόκειται για δύο πραγματικά αξιόλογες προτάσεις στη budget κατηγορία που μόνο απαρατήρητες δεν περνούν, κάνοντας τη διαφορά στην πολύωρη χρήση και στην ανάγνωση περιεχομένου.
    7 πόντοι
  9. H Synology αποτελεί έναν από τους πλέον έμπειρους και αξιόπιστους κατασκευαστές στην αγορά των δικτυακών συσκευών αποθήκευσης -αυτών που αποκαλούμε NAS από τα αρχικά των λέξεων Network-Attached Storage. Το άρτι αφιχθέν DiskStation DS223 συνιστά μία ιδιαίτερα σημαντική κυκλοφορία αφού με αυτό η Synology κάνει άνοιγμα στο κοινό των μικρών επιχειρήσεων και οικιακών χρηστών που αναζητούν μία εναλλακτική λύση αποθήκευσης των δεδομένων τους, μακριά από τις βασισμένες στο cloud διάφορες προτάσεις. Ιδανικό για επιχειρήσεις μικρού μεγέθους, αποκεντρωμένες και μη, επαγγελματίες και freelancers που συνηθίζουν να δουλεύουν από το σπίτι ή εν πάση περιπτώσει απομακρυσμένα, το DiskStation DS223 έρχεται με όπλα την προσιτή του τιμή και την πληθώρα χαρακτηριστικών που διαθέτει να αποτελέσει μία άψογη entry-level πρόταση, φτάνει τουλάχιστον όσοι αποφασίσουν να επενδύσουν σε αυτό, να το κάνουν συνειδητοποιημένα, γνωρίζοντας τι παίρνουν. Πάμε να δούμε όμως αναλυτικά τα χαρακτηριστικά και την απόδοση του DS223. Σχεδιασμός Οι γνώστες του χώρου, φανταστείτε μία φρεσκαρισμένη έκδοση του DS218. Κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγράψει κάποιος το DiskStation DS223 και από πλευράς εμφάνισης τουλάχιστον δε θα έπεφτε έξω. Το budget NAS της Synology υιοθετεί τον ίδιο σχεδιασμό και εδώ που τα λέμε, δεν υπήρχε κανένας λόγος για κάτι διαφορετικό. Η συσκευή είναι αρκετά συμπαγής, έχοντας διαστάσεις 165 x 108 x 232,7 χιλ. και βάρος που δεν ξεπερνά τα 1,28 κιλά χωρίς δίσκους στο εσωτερικό. Το περίβλημά του είναι πλαστικό ενώ κάτω από αυτό υπάρχει ένας στιβαρός, μεταλλικός σκελετός. Το τροφοδοτικό είναι εξωτερικό, κάτι που κρίνεται απόλυτα πετυχημένο, αφού συνεισφέρει στη διατήρηση της θερμοκρασίας στο εσωτερικό του σε χαμηλά επίπεδα. Στην πρόσοψη συναντάμε τέσσερις ενδείξεις LED που ενημερώνουν για τη λειτουργία, την ενσύρματη δικτύωση και τους δύο δίσκους. Η φωτεινότητά τους ρυθμίζεται, κάτι αν μη τι άλλο ικανοποιητικό. Παράλληλα υπάρχει μία θύρα USB, το πλήκτρο ενεργοποίησης και ακόμα ένα πλήκτρο με το πάτημα του οποίου αντιγράφετε αυτόματα τα δεδομένα από μία εξωτερική μονάδα αποθήκευσης στο NAS. Η πρόσοψη αφαιρείται αποκαλύπτοντας τις δύο υποδοχές του συστήματος για δίσκους 3,5 ιντσών. Υποστηρίζεται hot-swapping με την προσθαφαίρεση των δίσκων να γίνεται με δυο κινήσεις και χωρίς τη χρήση εργαλείων. Με λίγη περισσότερη προσπάθεια θα τοποθετήσετε δίσκους 2,5 ιντσών. Θεωρητικά τίποτα δε σας εμποδίζει να αφήσετε την πρόσοψη ελεύθερη (χωρίς το κάλυμμά της δηλαδή), ιδίως αν αλλάζετε τακτικά δίσκους. Ενδεχομένως να παρατηρήσετε κάτι που μοιάζει με υποδοχή για κάρτα μνήμης: δυστυχώς όμως, το DS233 όπως και οι άλλες πρόσφατες προτάσεις της Synology, δεν προσφέρει τέτοια δυνατότητα. Στην πίσω όψη δεσπόζει ο μοναδικός ανεμιστήρας της συσκευής μαζί με τις άλλες δύο θύρες USB και τη θύρα δικτύου. Σημειώστε ότι οι τρεις USB είναι τύπου 3.2 Gen 1 (με μέγιστη ταχύτητα 5 Gbit/s) ενώ η θύρα δικτύου είναι 1 Gbit. Θεωρητικά όλες τους θα μπορούσαν να είναι ένα «κλικ» πάνω αλλά ακόμα κι έτσι δεν αποτελούν deal-breakers, τηρουμένων των αναλογιών. Κατά τα άλλα δε γίνεται να μην παρατηρήσετε το πλήθος αεραγωγών σε όλες τις πλευρές του DS223 -μέχρι και στο λογότυπο της Synology στα πλάγια. Η σημασία της παθητικής ψύξης σε μία συσκευή που δε διαθέτει κανέναν ανεμιστήρα στο εσωτερικό της (πέραν φυσικά εκείνου στην πίσω της πλευρά) είναι τεράστια και το DS223 τα πάει περίφημα στον τομέα αυτό. Λειτουργίες – Χαρακτηριστικά Το DS223 υποστηρίζει δύο δίσκους μέγιστης χωρητικότητας 18 TB έκαστος με τη σχετική γκάμα να περιλαμβάνει πέραν των μοντέλων της ίδιας της Synology και έναν ικανοποιητικό αριθμό από προτάσεις άλλων κατασκευαστών (Seagate, Toshiba και Western Digital). Υποστηρίζονται δε διατάξεις RAID 0, RAID 1 καθώς και Synology Hybrid RAID. Στο εσωτερικό του κρύβει έναν επεξεργαστή Realtek RTD1619 (6x ARM Cortex-A55) τον οποίο πλαισιώνουν 2 GB μνήμης DDR4. Αν και με δεδομένη τη χρήση για την οποία προορίζεται το DS223, τα παραπάνω επαρκούν, το γεγονός ότι η RAM είναι συγκεκριμένη και δε γίνεται να αλλάξει -ώστε π.χ. να την αναβαθμίσετε σε 4 GB, ποσότητα που μπορεί να αντέξει ο επεξεργαστής-συγκαταλέγεται μάλλον στα αρνητικά της πρότασης της Synology. Η απόδοση του DS223 πάντως είναι άριστη. Στις ρυθμίσεις μας η συσκευή χρησιμοποιούσε οριακά 200-300 MB από τη RAM για τις βασικές της λειτουργίες, φτάνοντας το 1 GB σε καταστάσεις υψηλού φόρτου εργασίας. Ένα από τα χαρακτηριστικά που βρήκαμε ιδιαίτερα χρήσιμα, ήταν η αυτόματη προσαρμογή της λειτουργίας της, ανάλογα με τη χρήση. Η αδρανοποίησή της ήταν άμεση, όταν δεν υπήρχε κάποιου είδους εργασία, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την ανάλογη προσαρμογή στην ταχύτητα περιστροφής του ανεμιστήρα και βέβαια την κατανάλωση. Σύμφωνα με τη Synology, η τελευταία κυμαίνεται στα 17,3 W σε κατάσταση πλήρους λειτουργίας και τα 4 W μόλις σε κατάσταση αναμονής. Όπως κι αν χρησιμοποιήσαμε πάντως το DS223, μείναμε απόλυτα ικανοποιημένοι από τα επίπεδα θορύβου του. Η ροή του αέρα στο εσωτερικό του είναι εξαιρετική, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα οι θερμοκρασίες να περιορίζονται σε αποδεκτά επίπεδα. Όσοι πάντως θέλουν το κάτι παραπάνω και πιάνουν τα χέρια τους, μπορούν να δοκιμάσουν να αλλάξουν τον ανεμιστήρα του NAS με έναν της επιλογής τους. Αξίζει να αναφέρουμε πως η συσκευή συνοδεύεται από διετή εγγύηση με προοπτική επέκτασής της στα τέσσερα χρόνια -με το αζημίωτο φυσικά. Στη συσκευασία θα βρείτε πέραν του DS223 και του τροφοδοτικού, καλώδιο Cat 5e ενός μέτρου και βίδες για δίσκους 2,5 ιντσών. Το DS223 τρέχει το DSM (Synology DiskStation Manager) 7.2. Το λογισμικό ανέκαθεν αποτελούσε το δυνατό χαρτί της Synology και δεδομένου του κοινού στο οποίο στοχεύει το εν λόγω προϊόν, η όλη εμπειρία χρήσης δε θα μπορούσε να ήταν καλύτερη. Υποστηρίζεται κάθε λειτουργικό σύστημα, με τον χρήστη να έχει πρόσβαση πρακτικά στην πλήρη σουίτα εργαλείων και υπηρεσιών της Synology, συμπεριλαμβανομένων των Office, Chat, Photos, Cloud Sync, Hyper Backup, Drive, Surveillance Station, File Station κ.α. Το κεντρικό μενού είναι όμορφο και χρηστικό, χωρίς να δυσκολευτείτε να βρείτε αυτό που ψάχνετε. Ο Package Manager περιέχει αρκετές εφαρμογές και εργαλεία προκειμένου να μετατρέψετε το DS223 σε ένα web server αλλά και σε ένα cloud server στον οποίο θα μπορείτε να αποθηκεύετε φωτογραφίες και κάθε είδους αρχεία, στα οποία θα έχετε πρόσβαση από το smartphone, το laptop ή το tablet σας, όπου και αν βρίσκεστε. Ειδικά το backup φωτογραφιών που κάνετε λήψη από το smartphone σας, μπορεί να γίνετε αυτόματα backup στο DS223 όπως ακριβώς συμβαίνει με cloud storage υπηρεσίες όπως το Google Photos και το OneDrive. Ένα φάουλ υπάρχει με την απουσία του Plex Media Server που για την ώρα δεν υποστηρίζεται, κάτι που όπως μαθαίνουμε είναι αρκετά πιθανό να αλλάξει τους προσεχείς μήνες. Συμπέρασμα Μία συσκευή NAS που απευθύνεται σε ένα περισσότερο… entry-level κοινό, το DS223 αποτελεί μία εξαιρετικά value for money πρόταση. Σε σημαντικά χαμηλότερη τιμή απ’ ό,τι οι πιο προσιτές λύσεις της Synology, έχει μεν ορισμένα χτυπητά αρνητικά (USB 5 Gbit/s, φιξαρισμένη RAM, απουσία αναγνώστη καρτών μνήμης) τα οποία ωστόσο δεν αρκούν για να αποτρέψουν κάθε ενδιαφερόμενο από την αγορά του. Με το λογισμικό και την εγγύηση του ονόματος της Synology να το πλαισιώνει, το DS223 μπορεί εύκολα να αποτελέσει το πρώτο βήμα στον κόσμο των NAS για τη μικρή επιχείρηση και τον ευέλικτο freelancer.
    7 πόντοι
  10. Στα πλαίσια της έκθεσης Gamescom που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Κολωνία, στη Γερμανία, η τοπική εταιρεία σχεδίασης τροφοδοτικών, κουτιών, ανεμιστήρων και συστημάτων ψύξης για υπολογιστές be quiet! παρουσίασε τη νέα σειρά Shadow Base 800, με την οποία ευελπιστεί να φέρει την κορυφαία λειτουργικότητα, την υψηλή ποιότητα και την όμορφη εμφάνιση σε περισσότερους χρήστες. Η σειρά Shadow Base 800, όπως λέει η εταιρεία, σχεδιάστηκε για χρήστες που αναζητούν ένα κουτί υπολογιστή που έχει βελτιστοποιηθεί για να προσφέρει την υψηλότερη δυνατή ροή αέρα στο εσωτερικό του υπολογιστή και που προσφέρει παράλληλα αρκετό χώρο για εκτεταμένους συνδυασμούς εξαρτημάτων και υποσυστημάτων, όπως μητρικές κάρτες μεγέθους E-ATX, high-end κάρτες γραφικών (οι οποίες απαιτούν καλή ροή του αέρα), πολυπύρηνους επεξεργαστές υψηλής συχνότητας που ψύχονται με σύστημα υδρόψυξης που μπορεί να περιλαμβάνει ψυγείο ακόμα και 420 mm. Αν και δεν υπάρχει προϊόν της εταιρείας που να μην έχει βελτιστοποιηθεί ώστε να παράγει τα λιγότερο δυνατά επίπεδα θορύβου -άλλωστε στην εμπορική επωνυμία της περιλαμβάνεται η λέξη «quiet»- η σειρά Shadow Base 800 που έρχεται σε πέντε διαφορετικές παραλλαγές, έχει βελτιστοποιηθεί για μέγιστη ροή αέρα στο εσωτερικό και επομένως τόσο η πρόσοψη όσο και το άνω μέρος των κουτιών υπάρχουν πάνελ με ανοικτό πλέγμα (επομένως είναι διάτρητα και αεροδιαπερατά) με αφαιρούμενα φίλτρα σκόνης για μέγιστη προστασία και εύκολο καθαρισμό. Τα κουτιά της σειράς διαθέτουν επίσης διαστάσεις που επιτρέπουν, τόσο στο άνω τμήμα όσο και στην πρόσοψη, την εγκατάσταση ψυγείων υδρόψυξης με διαστάσεις έως και 420 mm, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τους απαιτητικούς και ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες. Το εμπρόσθιο πάνελ I/O (εισόδων/εξόδων) παρέχει 1x θύρα USB 3.2 Gen.2 Type-C, 2x υποδοχές USB 3.2 Type-A καθώς και εισόδους/εξόδους ήχου. Οι εκδόσεις DX και FX (εμείς έχουμε στη διάθεση μας το be quiet! Shadow Base 800 FX) διαθέτουν επίσης ένα κουμπί για τον έλεγχο του φωτισμού ARGB. Για μεγαλύτερη ευκολία, έξυπνα ενσωματωμένες «μπάρες» καλωδίων στο εσωτερικό και πίσω από τη βάση της μητρικής κάρτας βοηθούν σημαντικά στη διαχείριση των καλωδίων. Οι υποδοχές PCIe στο πίσω μέρος επίσης μπορούν να περιστραφούν κατά 90° για να υποστηρίξουν την κάθετη εγκατάσταση της κάρτας γραφικών (απαιτείται ο σχετικός riser που πωλείται ξεχωριστά). Φυσικά, όπως κάθε σύγχρονο κουτί που απευθύνεται, μεταξύ άλλων και σε streamers- διαθέτει πλαϊνό πάνελ από ανθεκτικό γυαλί (tempered glass) που επιτρέπει τη θέα στο εσωτερικό του υπολογιστή. Πέντε διαφορετικές παραλλαγές Shadow Base 800; Η σειρά Shadow Base 800 περιλαμβάνει πέντε διαφορετικές παραλλαγές του ίδιου κουτιού που καλύπτουν διαφορετικές απαιτήσεις και ανάγκες αλλά έχουν ακριβώς την ίδια, εξαιρετικής σχεδίασης βάση. Πιο συγκεκριμένα, το μοντέλο Shadow Base 800 διατίθεται σε μαύρο χρώμα και συνοδεύεται από 3x ανεμιστήρες Pure Wings 3 140mm PWM ενώ το Shadow Base 800 DX διαθέτει LED ARGB και ελεγκτή ARGB στην πρόσοψη και διατίθεται σε μαύρο και λευκό χρώμα με μαύρες λεπτομέρειες. Οι 3x ανεμιστήρες επίσης είναι τύπου Pure Wings 3 140mm PWM. Το Shadow Base 800 FX διαθέτει τον ίδιο μπροστινό φωτισμό ARGB με την έκδοση DX αλλά οι 3x ανεμιστήρες Pure Wings 3 140mm έχουν αντικατασταθεί από 4x ανεμιστήρες Light Wings 140mm PWM. Στον εξοπλισμό της συγκεκριμένης έκδοσης επίσης περιλαμβάνεται ένας ελεγκτής ARGB/ PWM (hub) που μπορεί να συνδεθεί έως και 8x συσκευές. A Παράθυρο Πλαϊνού Πάνελ I Light Wings / 140mm B Πλαϊνό Πάνελ J Κάλυμμα Ροής Αέρα για το Διαμέρισμα του Τροφοδοτικού C Εμπρόσθιο Πάνελ K Βάση Στήριξης PCIe D Εμπρόσθιο Φίλτρο Σκόνης L Βάση Στήριξης HDD E Κάτω Φίλτρο Σκόνης M Μπάρα Διαχείρισης Καλωδιώσεων F Άνω Πάνελ Πλέγματος N Πίσω βάση στήριξης SSD / HDD G Πάνελ Διαμερίσματος Τροφοδοτικού O Ελεγκτής PWM / ARGB H Πάνελ SSD Αν και όπως αναφέραμε όλες οι εκδόσεις διαθέτουν την ίδια σχεδίαση με την εκτεταμένη χρήση πλέγματος που έχει στο επίκεντρο τη μέγιστη δυνατή ροή αέρα και τις μεγάλες διαστάσεις, η σειρά Shadow Base 800 προσφέρει μία έκδοση για τον καθένα. Η έκδοση DX προσθέτει LED στο μπροστινό μέρος και η έκδοση FX αντικαθιστά τους ανεμιστήρες Pure Wings 3 με ανεμιστήρες Light Wings ARGB και έναν ελεγκτή ARGB/PWM. Η Shadow Base 800 DX White δεν είναι ολόλευκη καθώς διατηρεί ορισμένα μαύρου χρώματος χαρακτηριστικά και λεπτομέρειες για να επεκτείνει την αντίθεση που δημιουργούν οι μαύρου χρώματος ανεμιστήρες Pure Wings 3. Η Shadow Base 800 FX White που έχουμε στη διάθεση μας από την άλλη πλευρά είναι ολόλευκη για απόλυτη ομοιομορφία. Η σειρά Shadow Base έχει κατά πρώτο λόγο να κάνει με τη ροή του αέρα και την ψύξη ώστε να βοηθήσει τον χρήστη να επιτύχει την υψηλότερη δυνατή απόδοση. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο έχει εφοδιαστεί με πλέγμα στο μπροστινό και άνω τμήμα. Η θήκη προσφέρει πολύ χώρο ώστε ο αέρας να ρέει ευκολότερα διαμέσου και γύρω από τα εξαρτήματα. Όποιος το επιθυμεί μπορεί να εγκαταστήσει στον υπολογιστή έως και 8x ανεμιστήρες 120mm ή 140mm και μεγάλα ψυγεία (έως και 2x ψυγεία 420 mm ταυτόχρονα). Σε αυτή τη διαμόρφωση, οι μπροστινοί ανεμιστήρες πρέπει να τοποθετηθούν μπροστά από το πλαίσιο ανεμιστήρα και το μπροστινό ψυγείο δεν πρέπει να έχει πάχος μεγαλύτερο από 39mm. Εάν προτιμάτε να μην εγκαταστήσετε κανένα ψυγείο ή ένα μικρότερο ψυγείο στην κορυφή (C), η μέγιστη απόσταση στο μπροστινό μέρος αυξάνεται στα 66mm, επιτρέποντας διαμορφώσεις push-pull ή ακόμα πιο χοντρά ψυγεία. Από μόνος του, ο συνδυασμός ψυγείου και ανεμιστήρα στο επάνω μέρος μπορεί να έχει πάχος έως και 59mm πριν προσκρούσει στη μητρική πλακέτα. Άλλα παραδείγματα περιλαμβάνουν την εξαιρετική υποστήριξη μητρικών πλακετών E-ATX. Η μπάρα καλωδίων μπορεί να μετακινηθεί, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμα και με πλήρεις πλακέτες E-ATX (305mm x 330mm). Οι μεγάλες κάρτες γραφικών 4 υποδοχών μπορούν να εγκατασταθούν τόσο οριζόντια (με τον τυπικό τρόπο) όσο και κάθετα (με ένα προαιρετικό καλώδιο riser), στρέφοντας τις υποδοχές PCIe κατά 90°. Είτε το σχέδιο είναι μια πληθώρα ανεμιστήρων για μέγιστη ροή αέρα είτε μια περίτεχνη εγκατάσταση υδρόψυξης, η σειρά Shadow Base 800 προσαρμόζεται σε κάθε απαίτηση. Shadow Base 800 FX Το Shadow Base 800 FX είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα που αποδεικνύει την προσοχή και την έμφαση που δίνει η εταιρεία be quiet! στη λεπτομέρεια και στην ποιότητα κατασκευής των προϊόντων της. Το κουτί, χωρίς να ανήκει στην κορυφαία, high-end, σειρά της εταιρείας, ξεπερνά σε ποιότητα φινιρίσματος, ποιότητα κατασκευής και χαρακτηριστικά διάφορες ναυαρχίδες άλλων εταιρειών. Το αριστερό πλαϊνό κάλυμμα είναι κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου σχεδόν από ενισχυμένο γυαλί (tempered glass) αφήνοντας εκτεθειμένο το εσωτερικό του υπολογιστή. Η πρόσοψη, είναι διάτρητη (διαθέτει ένα αρκετά ανθεκτικό πλέγμα) ενώ το ίδιο πλέγμα υπάρχει και στους δύο πυλώνες αριστερά και δεξιά. Περιμετρικά στους πυλώνες της πρόσοψης βρίσκεται ταινία LED ARGB με τον φωτισμό να μπορεί να ελεγχθεί μέσω του στρογγυλού κουμπιού στην πρόσοψη και του ελεγκτή ή μέσω του λογισμικού της πλατφόρμας φωτισμού που διαθέτετε (π.χ. ASUS Aura Sync, ASRock Polychrome Sync κ.ά.). Επίσης παρέχεται 1x θύρα USB 3.2 Gen.2 Type-C, 2x υποδοχές USB 3.2 Type-A καθώς και δύο είσοδοι ήχου 3.5mm για μικρόφωνο και ακουστικά. Στο άνω τμήμα του Shadow Base 800 FX υπάρχει ένα φίλτρο σκόνης που ευθυγραμμίζεται και «ασφαλίζει» με μαγνήτες. Το φίλτρο αφαιρείται εύκολα με μία κίνηση και καθαρίζεται εξίσου εύκολα και απλά. Στο κάτω μέρος επίσης υπάρχει ένα ακόμη φίλτρο, το οποίο αφαιρείται/ τοποθετείται συρταρωτά και είναι επίσης εύκολο στον καθαρισμό. Η εγκατάσταση του τροφοδοτικού πραγματοποιείται πολύ εύκολα (επίσης υπάρχει ξεχωριστό «διαμέρισμα» για το τροφοδοτικό και τους σκληρούς δίσκους για καλύτερη διαχείριση της ροής αέρα στο εσωτερικό, ευκολότερη διαχείριση των καλωδιώσεων και τον περιορισμό του θορύβου). Όπως επίσης αναφέρουμε και πιο πάνω στο κείμενο, η μεταλλική βάση με τις υποδοχές PCIe μπορεί να περιστραφεί κατά 90° για να υποστηρίξει την κάθετη εγκατάσταση της κάρτας γραφικών (στη συγκεκριμένη περίπτωση θα χρειαστεί να προμηθευτείτε ξεχωριστά τον σχετικό riser). Το δεξί πλαϊνό κάλυμμα διαθέτει ηχομονωτική επένδυση από την εσωτερική πλευρά -όχι ιδιαίτερα παχιά όσο αυτή που χρησιμοποιείται στα ακριβότερα high-end κουτιά της εταιρείας. Το εσωτερικό, είναι αρκετά ευρύχωρο και ικανό να δεχτεί mainboards έως και τύπου E-ATX καθώς και δύο ψυγεία υδρόψυξης έως 420 mm, χαρακτηριστικό που σπάνια συναντάς σε κουτιά ανεξαρτήτου κλάσης. Όπως μπορείτε να δείτε και στην παρακάτω φωτογραφία, το Shadow Base 800 FX διαθέτει 4x ανεμιστήρες Light Wings 140mm PWM. Προσέξτε επίσης την κάθετη μπάρα για τη διαχείριση και απόκρυψη των καλωδίων. Στο κάτω τμήμα, υπάρχει ένα ξεχωριστό διαμέρισμα για το τροφοδοτικό και τους σκληρούς δίσκους 3.5” (παρέχεται σχετική βάση για έναν από αυτούς). Το κάλυμμα στη δεξιά πλευρά με τις γρίλιες εξαερισμού μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα. Σε ένα χάρτινο κουτί υπάρχουν διάφορες βίδες, αποστάτες και αντικραδασμικά, λαστιχένια στηρίγματα για την εγκατάσταση του σκληρού δίσκου και φυσικά η σχετική βάση. Από την δεξιά πλευρά και αφού αφαιρέσετε το μεταλλικό κάλυμμα έχετε πρόσβαση στον ελεγκτή PWM/ARGB που διαθέτει λευκού χρώματος PCB επιβεβαιώνοντας την προσοχή που δίνει η εταιρεία στην λεπτομέρεια. Η μπάρα αριστερά αφαιρείται εύκολα χάρη σε μία χειρόβιδα και μπορεί να φιλοξενήσει έως και 2x μονάδες SSD 2,5”. Ο ελεγκτής PWM/ARGB είναι ήδη συνδεδεμένος με το εμπρόσθιο πάνελ I/O, με τις λωρίδες φωτισμού στην πρόσοψη και με τους 4x ανεμιστήρες Light Wings 140mm PWM. Διαθέτει πάντως αρκετές θέσεις ακόμα για πρόσθετο εξοπλισμό. Συμπερασματικά Η νέα σειρά Shadow Base 800 αποτελείται από πέντε μοντέλα, τα Shadow Base 800 Black, Shadow Base 800 DX Black, Shadow Base 800 DX White, Shadow Base 800 FX Black και Shadow Base 800 FX White με τις ενδεικτικές τιμές να ξεκινούν από τα €149,90 και να φτάνουν τα €209,90. Με τιμή που ξεπερνά τα €200, το Shadow Base 800 FX White είναι αναμφισβήτητα ακριβό όμως παράλληλα διαθέτει πολύ καλή ποιότητα κατασκευής και φινίρισμα, 4x ανεμιστήρες επίσης πολύ καλής ποιότητας, ενσωματωμένο φωτισμό ARGB, ελεγκτή PWM/ARGB και άλλες δυνατότητες (π.χ. δυνατότητα εγκατάστασης όχι ενός αλλά δύο ψυγείων υδρόψυξης έως και 420 mm) και ευκολίες που το φέρνουν στις κορυφαίες θέσεις της κατηγορίας του. Αν αναζητάτε ένα κουτί σε αυτά τα χρήματα, αξίζει και με το παραπάνω να το λάβετε υπόψη σας.
    6 πόντοι
  11. Η αγορά των φορητών PC σε μορφή κονσόλας έχει πάρει τα πάνω της και η ASUS, πάντοτε δοκιμάζοντας νέα και διαφορετικά πράγματα, κυκλοφόρησε το ASUS ROG Ally. Πρόκειται για ένα πανίσχυρο PC με Windows 11, το οποίο μπαίνει στην (μεγάλη) τσέπη και ακολουθεί τον χρήστη οπουδήποτε. Λόγω των Windows 11, η συμβατότητά του είναι άψογη κι έτσι, πρακτικά μπορεί να παίξει οτιδήποτε, από οποιαδήποτε εποχή. Πλέον, η νέα κονσόλα διατίθεται προς πώληση και στη χώρα μας, οπότε εξασφαλίσαμε μια κονσόλα για δοκιμές. Σχεδιασμός – Οθόνη Ξεκινάμε με τον σχεδιασμό, ο οποίος έρχεται με… υπογραφή ROG. Η κονσόλα είναι κατάλευκη με ορισμένες πινελιές χρώματος σε λίγα σημεία. Αρχικά, τα πλήκτρα ABXY στη δεξιά πλευρά, έχουν μπλε, γκρι, πράσινο και κόκκινο χρώμα αντίστοιχα, χωρίς να είναι ιδιαίτερα έντονο. Αριστερά και δεξιά, στις κάτω γωνίες, υπάρχει ένα μικρό λογότυπο ROG επάνω σε ασημί, ιριδίζων αυτοκόλλητο. Μια παρόμοια, διαγώνια λωρίδα υπάρχει στην πίσω πλευρά, λεπτή και ασημένια με ιριδίζων εφέ. Πέραν αυτού, υπάρχει χρώμα RG σε ένα φωτεινό δαχτυλίδι γύρω από τους δύο μοχλούς, το οποίο με τη σειρά του, έχει διάφορα εφέ και δυνατότητες εξατομίκευσης. Πέραν αυτών, οι δύο μοχλοί είναι μαύροι και αντίστοιχα, το D-pad επίσης μαύρο, όπως και τα τέσσερα επάνω πλήκτρα και τα δύο που βρίσκονται στην πλάτη. Τα ηχεία της συσκευής βρίσκονται μπροστά, στα αριστερά και δεξιά της οθόνης. Πίσω βρίσκονται οι είσοδοι αέρα, ο ένας στο σχήμα του λογοτύπου ROG, ενώ επάνω βρίσκονται οι δύο έξοδοι αέρα. Επάνω έχει μια θύρα ακουστικών, μια υποδοχή κάρτας microSD, βύσμα εισόδου εξωτερικής κάρτας γραφικών και ακριβώς δίπλα μια θύρα USB-C 3.2 Gen 2 για φόρτιση ή σύνδεση σε άλλες συσκευές (π.χ. οθόνες). Πιο δεξιά, τα δύο πλήκτρα έντασης και δίπλα τους, δύο LED (κατάσταση φόρτισης και λειτουργία). Τέλος, λίγο πιο δεξιά ακόμη, βρίσκεται το πλήκτρο ενεργοποίησης, στο οποίο μάλιστα ενσωματώνεται αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος, οπότε συνδυάζεται γρήγορη σύνδεση και ασφάλεια χωρίς καθυστερήσεις για τον χρήστη. Μη ξεχάσουμε να αναφέρουμε και τη θύρα σύνδεσης εξωτερικής GPU και συγκεκριμένα της XG Mobile, της ίδιας που υποστηρίζει το ROG Flow laptop της ASUS, η οποία απογειώνει τις επιδόσεις με την παρουσία μιας RTX 4090 GPU στο εσωτερικό της. Υπήρχε λόγος να υποστηρίξει κάτι τέτοιο η ASUS στο ROG Ally ; Πιστεύουμε όχι αφού αφορά εξαιρετικά λίγους χρήστες (το επιπλέον κόστος ξεπερνά τα 2000 ευρώ) αλλά σε κάθε περίπτωση η εταιρεία πιστεύει ότι υπάρχει ενδιαφέρον. Στις δύο άκρες της επάνω πλευράς, βρίσκονται δύο δυάδες πλήκτρων RB/LB και RT/LT. Τα δύο B είναι μακρόστενα και κάνουν ωραίο «κλικ» σε κάθε πάτημα, ενώ οι δύο σκανδάλες είναι πλατιές και άνετες στο δάχτυλο, όμως χωρίς να έχουν μεγάλο βάθος στο πάτημα. Είναι άψογες για τα περισσότερα παιχνίδια δράσης κλπ, όμως όσοι θέλουν τον απόλυτο έλεγχο στο γκάζι σε ένα παιχνίδι racing, ίσως χρειαστεί να κάνουν κάποιες ρυθμίσεις στην ευαισθησία των πλήκτρων. Σε γενικές γραμμές, θυμίζουν τις σκανδάλες ενός DualSense, οπότε κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους σε όλα τα παιχνίδια για τον μέσο χρήστη. Οι διαστάσεις της συσκευής φτάνουν τα 28x11.1x2.12cm με βάρος περίπου στα 600 γραμμάρια. Για να γίνεται ευκολότερο το κράτημα, στις δύο πίσω άκρες υπάρχουν εξογκώματα, τα οποία αγκαλιάζει το χέρι. Δεν είναι πολύ μεγάλα, όμως είναι εργονομικά και πράγματι βοηθούν. Χωρίς να αυξάνεται το πάχος της συσκευής, το κράτημα είναι πολύ άνετο ακόμη και για πολύωρο παιχνίδι. Κεντραρισμένη μπροστά βρίσκεται, φυσικά, μια μεγάλη οθόνη 7” με πάνελ τύπου LED, λόγο διάστασης 16:9, ανάλυση 1080p, μέγιστο ρυθμό ανανέωσης 120Hz και μέγιστη φωτεινότητα στα 500nits. Είναι μια εκπληκτική οθόνη, από χρώματα μέχρι φωτεινότητα και ρυθμό ανανέωσης, κάνοντας κάθε παιχνίδι να δείχνει όμορφο. Επιπλέον, η υψηλή ανάλυση είναι καλοδεχούμενη και ο λόγος διάστασης 16:9 σημαίνει άνετη προσαρμογή πολλών παιχνιδιών στις διαστάσεις της οθόνης, όπως και παρακολούθηση π.χ. ταινιών χωρίς μαύρες μπάρες. Στο πνεύμα της πολυτελούς κατασκευής που επιδεικνύει η κονσόλα, η οθόνη προστατεύεται από γυαλί, κάτι που δεν βοηθάει με τις αντανακλάσεις, όμως σε καλά φωτισμένο χώρο δείχνει άψογη. Επιπλέον, με τόσο υψηλή φωτεινότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα σε εξωτερικό χώρο όπως και διαπιστώσαμε, αρκεί να βρεθεί η κατάλληλη γωνία για να καταπολεμηθούν οι αντανακλάσεις. Αριστερά και δεξιά της οθόνης, βρίσκονται τέσσερα πλήκτρα μοιρασμένα σε δυάδες: “Select” και πλήκτρο συντομεύσεων (θα αναλυθεί παρακάτω) και δεξιά “Start” και ASUS Armoury Crate (επίσης θα αναλυθεί παρακάτω). Είναι μικρά όμως πατιούνται εύκολα και ακριβώς από πάνω τους βρίσκονται δύο μικρόφωνα, ένα σε κάθε πλευρά. Επιπλέον, αριστερά και δεξιά της οθόνης βρίσκονται από ένας αναλογικός μοχλός, μεσαίου σχετικά ύψους και μεγέθους. Στην εσοχή, ένας σχετικά λεπτός αντίχειρας χωράει οριακά, οπότε άνθρωποι με μεγαλύτερα δάχτυλα θα ελέγχουν τον μοχλό με την άκρη του δαχτύλου μόνο. Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή στο πώς τοποθετείται το δάχτυλο - ο δεξιός μοχλός είναι κοντά στην οθόνη κι έτσι εύκολα μπορεί να την ακουμπήσει και εκείνη να το θεωρήσει ως κλικ. Οι δύο μοχλοί δεν είναι τοποθετημένοι στο ίδιο ύψος, αλλά σε διαγώνια μεταξύ τους διάταξη. Τέλος, στην αριστερή πλευρά, ανάμεσα στον μοχλό και στην οθόνη (και λίγο πιο κάτω σε σχέση με τον μοχλό) βρίσκεται το D-pad, πάλι κάπως μικρό αλλά χωρίς να δημιουργεί πρόβλημα στη χρήση, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση. Συνοπτικά, ο σχεδιασμός είναι καθαρός και το λευκό όμορφο -αν και απαιτεί φροντίδα για να μην λερώνεται- ενώ τα χρώματα και λογότυπα σε καμία περίπτωση δεν είναι υπερβολικά, όπως σε ορισμένα gaming laptops της εταιρείας. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Το ASUS ROG Ally έρχεται σε δύο εκδόσεις: με επεξεργαστή AMD Ryzen Z1 (6 cores, 12 threads 30W max TDP, 2.8 TFlops, 4GB VRAM και 4 compute units) και AMD Ryzen Z1 Extreme (8 cores, 16 threads 30W max TDP, 8.6 TFlops, 4GB VRAM και 12 compute units). Κατά τα άλλα, οι δύο εκδόσεις μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά: ίδια οθόνη, 16GB LPDDR5 RAM, 512GB PCIe 4.0 SSD και μπαταρία 40 WHrs. Ένα σημαντικό ατού της κονσόλας, είναι πως περιλαμβάνονται Windows 11, τα οποία θα δούμε παρακάτω πώς διαμορφώνουν την εμπειρία χρήστη. Η ASUS μας προμήθευσε με την κορυφαία έκδοση που ενσωματώνει το Z1 Extreme chipset, με τη δεύτερη έκδοση να είναι σημαντικά πιο περιορισμένη σε επίπεδο επιδόσεων, και με την κυκλοφορία της να υπολογίζεται το Φθινόπωρο. Αρχικά, τα παιχνίδια. Η κονσόλα μπορεί να υποστηρίξει, πρακτικά, οτιδήποτε υποστηρίζει ένα PC. Οπότε, κατεβάσαμε παιχνίδια από Xbox, Steam, Epic, Battle.net και GOG για να δοκιμάσουμε. Ανάμεσα σε αυτά ήταν τα Cyberpunk 2077, Forza Horizon 5, Halo Infinite, Death Stranding, Red Dead Redemption 2, Silent Hill 4: The Room και The Witcher III: Wild Hunt. Δεν είναι πολύ εκτενής η λίστα, διότι ο SSD των 512GB γέμιζε και έπρεπε διαρκώς να σβήνουμε παιχνίδια για να κατεβάσουμε νέα (π.χ. το FH5 ξεπερνάει τα 100GB). Πάμε να τα δούμε με τη σειρά. Στο Cyberpunk 2077, δοκιμάσαμε ένα μίγμα Medium και High για να έχουμε ~50fps σε Performance Mode με ανάλυση 720p, ενώ γυρίζοντας σε Turbo Mode είχαμε σχεδόν σταθερά 60fps. Έχοντας περισσότερα Medium από ότι High, είδαμε βελτιώσεις και στις δύο περιπτώσεις. Το Silent Mode χρειαζόταν να είναι όλα στα Low για να διατηρεί ένα σταθερό ρυθμό καρέ, που κλειδώσαμε στα 30fps γιατί οτιδήποτε περισσότερο ήταν ασταθές. Στο The Witcher III: Wild Hunt, ρυθμίσαμε τα γραφικά σε Medium και είχαμε σχεδόν σταθερά 60fps (διακυμάνσεις από 55-60fps) σε Performance Mode και κλειδωμένα 60fps σε Turbo Mode. Ανεβάζοντας τις ρυθμίσεις σε High, είχαμε 45-60fps σε Turbo Mode, με το χαμηλότερο όριο να εμφανίζεται μέσα στα χωριά κι όχι τόσο στον ανοιχτό κόσμο. Οι ρυθμίσεις Medium σε Turbo Mode ήταν κλειδωμένες στα 60fps, πάντοτε σε 720p για όλα τα παραπάνω. Επόμενο είναι το Halo Infinite, το multiplayer συγκεκριμένα, όπου δεν καταφέραμε να έχουμε κάτι περισσότερο από 45fps σε Low και Turbo Mode. Δεν είναι αμιγώς πρόβλημα της κονσόλας αυτό, βέβαια, γιατί η αλήθεια είναι πως το Halo Infinite δεν έχει βελτιστοποιηθεί όσο θα έπρεπε. Ωστόσο, μπορεί να βοηθηθεί η κατάσταση, καταργώντας το High Res Texture Pack που κατεβαίνει μαζί με το παιχνίδι. Με τις ίδιες ρυθμίσεις και χωρίς το πακέτο, το παιχνίδι έπαιζε άνετα στα 60fps σε Performance Mode – δεν χρειαζόταν καν το Turbo. Επιπλέον, κερδίζονται περίπου 12GB αποθηκευτικού χώρου. Επομένως, πρώτη κίνηση για Halo Infinite, «ξήλωμα» του Texture Pack. Μετά, Death Stranding, ένα παιχνίδι που δείχνει πολύ όμορφο και χρειάζεται καλά γραφικά. Ευτυχώς, σε Performance Mode με τις ανώτατες ρυθμίσεις γραφικών (πάντα σε 720p) κινούταν μεταξύ 55-60fps. Γυρίζοντας σε Turbo Mode, κρατούσε άνετα τα 60fps σταθερά. Κάτι που δεν εμφανίζεται συχνά σε τέτοιες αναλύσεις, είναι το Silent Hill 4: The Room. Το συγκεκριμένο εγκαταστάθηκε περισσότερο για να επιβεβαιώσουμε πως τρέχει άψογα σε Windows/ROG Ally, κάτι που δεν πετύχαμε σε Linux/Steam Deck. Φυσικά, τα αποτελέσματα αναμενόμενα: εγκαταστάθηκε σε λίγα λεπτά και έπαιζε αψεγάδιαστα σε 720p, χωρίς «ταρζανιές» στην εγκατάσταση. Σειρά έχει το Red Dead Redemption 2, για το οποίο μάλιστα, η ASUS έχει δημοσιεύσει ολόκληρο οδηγό ρυθμίσεων για το καλύτερο αποτέλεσμα. Η εταιρεία προτείνει 1080p με FSR και ένα μίγμα Medium/Low και Ultra (σε λίγες περιπτώσεις, π.χ. Textures) με αποτέλεσμα 45-55fps. Προτιμήσαμε μια μέση λύση, 720p με Low/Medium και High textures που μας έδωσε 50fps σε Turbo Mode και 40fps σε Performance, με ρυθμισμένο FSR σε Performance. Μπορεί τα 60fps να μην είναι σταθερά, όμως ένας «κόφτης» στα 45fps ή στα 30fps είναι απολύτως ρεαλιστική επιλογή. Μάλιστα, στα 30fps είναι εφικτή ακόμη και η επιλογή παιχνιδιού σε 1080p με ανώτερα γραφικά σε διάφορα σημεία. Τέλος, το Forza Horizon 5. Σε 720p/Low, τα 60fps ήταν κλειδωμένα. Ανεβάζοντας σε Medium, είχαμε λίγες πτώσεις στα 50-52fps, ενώ σε High ακόμη μεγαλύτερες, πάντοτε σε Performance Mode. Ανεβάζοντας την δύναμη σε Turbo Mode, τα High ήταν σχεδόν κλειδωμένα στα 60fps. Δοκιμάζοντας να παίξουμε σε 1080p, η πτώση ήταν τόσο μεγάλη που δεν είχε κανένα νόημα – πρόκειται για παιχνίδι που επωφελείται των 60fps και δεν υπάρχει λόγος να πέσει στα μισά. Κατά γενικό κανόνα, παρατηρούμε το εξής: το Performance Mode είναι μια άψογη λύση για 45fps, το Turbo για 60fps και το Silent για 30fps, μιλώντας για νεότερα παιχνίδια. Τα 720p είναι μονόδρομος για καλές επιδόσεις, όμως κάποιος που αρκείται στα 30fps μπορεί κάλλιστα να ανέβει στα 1080p σε πολλούς τίτλους. Ακόμη, τα 120Hz της οθόνης είναι καλοδεχούμενα και σε παιχνίδια όπως το Warzone (σε 720p/Minimum) ή σε παλαιότερους/λιγότερο απαιτητικούς τίτλους (Ori and the Will of the Wisps, Hollow Knight) αλλά σίγουρα δεν θα τα πιάσει ένας τίτλος όπως π.χ. το Cyberpunk 2077. Σχετικά με τον χειρισμό, προσφέρονται δυνατότητες χρήσης των πλήκτρων σαν παραδοσιακό χειριστήριο αλλά και ως ποντίκι/πληκτρολόγιο, με τον δεξιό μοχλό να λειτουργεί ως κέρσορας. Για παιχνίδια όπως το Broken Sword 5 που δοκιμάσαμε, είναι μια καλή λύση, διευρύνοντας την συμβατότητα της συσκευής, όμως σίγουρα όσα είναι προσαρμοσμένα σε χειριστήριο προσφέρουν την καλύτερη εμπειρία. Τα δύο πλήκτρα στην πλάτη είναι μια καλή προσθήκη, αφού προφανώς, προσφέρουν άλλες δύο ενέργειες χωρίς δυσκολία χειρισμού – μπορούν να γίνουν π.χ. το άλμα σε ένα FPS ώστε το δάχτυλο να μην φεύγει από τον δεξιό μοχλό. Ένα ακόμη καλό είναι η θερμοκρασία και ο θόρυβος. Για την ακρίβεια, ακόμη κι όταν παίζαμε Forza Horizon 5 σε Turbo Mode και με το καλώδιο φόρτισης συνδεδεμένο, ο θόρυβος του ανεμιστήρα ήταν ανεπαίσθητος και η θερμοκρασία δεν σκαρφάλωσε σε ανησυχητικά επίπεδα. Ήταν λίγο θερμό εκεί που ακουμπούν τα δάχτυλα στην πλάτη, όμως κατά τα άλλα, δεν γινόταν αισθητή η θερμοκρασία. Μετά, πάμε στα του λογισμικού. Όπως σημειώσαμε πριν, υπάρχει αριστερά ένα κουμπί συντομεύσεων που επιτρέπει την εμφάνιση performance monitor, την λήψη screenshot/video, την εναλλαγή μεταξύ Silent/Performance/Turbo Mode και άλλων ρυθμίσεων. Μπορεί ακόμη να μπει καρφωτό όριο fps (30, 45, 60, off) Είναι εύχρηστο και βολικό, ακόμη και μέσα στο παιχνίδι, ενώ μπορεί να προσαρμοστεί βάζοντας και βγάζοντας πλακίδια κατά το δοκούν. Από την άλλη μεριά, το κουμπί ASUS Armoury Crate που είναι η «βάση» της συσκευής. Όσα παιχνίδια έχουν εγκατασταθεί μέσα από τους γνωστούς launchers (Steam, Xbox, Epic κλπ) εμφανίζονται εκεί, οπότε η βιβλιοθήκη τίτλων δεν είναι κατακερματισμένη σε καμία περίπτωση. Επιπλέον, μέσα από το Armoury Crate γίνονται ενημερώσεις για την κονσόλα και το λογισμικό της, όπως και ρυθμίζονται διάφορα σημεία, όπως ο φωτισμός γύρω από τους μοχλούς. Είναι εξίσου εύχρηστο με το μενού συντομεύσεων και βολεύει που συγκεντρώνονται πολλά (παιχνίδια, ρυθμίσεις, updates κλπ) σε ένα σημείο. Μια μικρή σημείωση: αν προμηθευτείτε το ASUS ROG Ally, βεβαιωθείτε πως έχετε ολοκληρώσει όποια διαθέσιμη ενημέρωση υπάρχει στο Armoury Crate. Η ASUS το προτείνει και πράγματι, η απόδοση της κονσόλας αυξήθηκε σημαντικά μετά τα updates. Τώρα, το κομμάτι Windows. Αρχικά, η συμβατότητα και ευκολία που αυτή προσφέρει είναι ασύγκριτη, αφού οτιδήποτε κι αν εγκατασταθεί θα μπορεί να παίξει αν το hardware το επιτρέπει. Μπορεί να μοιάζει κάτι μικρό, όμως αν μείνουμε στο παράδειγμα του Silent Hill παραπάνω, τότε σίγουρα δεν είναι λίγο. Πέραν αυτού, η χρήση Windows έχει όλα τα θετικά και αρνητικά που θα περίμενε κανείς. Δηλαδή, είναι ένας υπολογιστής τσέπης που σημαίνει ότι, με ένα πληκτρολόγιο και ποντίκι, μπορεί κανείς να το χρησιμοποιήσει σαν laptop και να γράψει κείμενα ή να κάνει video editing. Μπορεί να εγκαταστήσει προγράμματα κάθε είδους, από VPN μέχρι οτιδήποτε χωράει ο νους, χωρίς δυσκολία. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που το ROG Ally έρχεται με προεγκατεστημένο το Microsoft Office οπότε φανταστείτε τι όμορφα που μπορεί να μεταμορφωθεί σε επιτραπέζιο υπολογιστή μόλις το συνδέσετε με μια οθόνη ή ακόμα και τηλεόραση, μέσω ενός HDMI καλωδίου. Επιπλέον, κάθε συσκευή συνοδεύεται από τρίμηνη συνδρομή Xbox Game Pass Ultimate. Ωστόσο, δεν είναι όλα ρόδινα. Ναι μεν η ASUS φρόντισε να βοηθήσει την κατάσταση με τον χειρισμό, αλλά κάποια προβλήματα παραμένουν. Με ορισμένες συντομεύσεις, μπορεί κανείς να μπει στον Task Manager με δύο πλήκτρα, κάτι πολύ χρήσιμο και καλοδεχούμενο. Όμως η γενικότερη πλοήγηση δεν είναι πάντα τόσο εύκολη, αφού ο χρήστης είτε θα περιηγείται αγγίζοντας την οθόνη είτε θα χρησιμοποιεί τον δεξιό μοχλό ως κέρσορα σε συνδυασμό με πλήκτρα. Κάποια στοιχεία του γραφικού περιβάλλοντος δεν είναι πολύ μεγάλα, οπότε η αφή είναι δύσχρηστη κι από την άλλη, ο μοχλός δεν έχει την ακρίβεια ποντικιού. Μετά, το ψηφιακό πληκτρολόγιο είναι πολύ βολικό γιατί αναιρεί την ανάγκη για επιπλέον εξοπλισμό, αλλά είναι τόσο μεγάλο στην οθόνη 7” που ορισμένες φορές κρύβει τα πεδία εισαγωγής κειμένου. Δεν πρόκειται για προβλήματα που θα χαλάσουν ολοκληρωτικά την εμπειρία κανενός -θα ήταν υπερβολή να το πούμε- όμως η επίγευση που αφήνουν τα Windows είναι αυτή του ανέτοιμου. Ξεκάθαρα, θέλουν δουλειά για να λειτουργούν απροβλημάτιστα σε μικρότερες οθόνες αφής. Κάτι στο οποίο μας καλόμαθε το Steam Deck, όμως απουσιάζει εδώ, είναι τα δύο trackpads. Οι επιφάνειες αφής που βρίσκονται κάτω από τους μοχλούς του Steam Deck βοηθούν τόσο σε FPS όσο και σε adventure games, όπως φυσικά και στην περιήγηση στα μενού, η οποία θα ήταν απείρως ευκολότερη αν τα είχε το ASUS ROG Ally. Και για το τέλος, η μπαταρία. Η ASUS υπόσχεται έως και εννέα ώρες χρήσης σε μικτά σενάρια, όπως παρακολούθηση βίντεο και ελαφρύ gaming. Εμείς αφιερωθήκαμε αποκλειστικά σε παιχνίδια και τα αποτελέσματα απείχαν αρκετά από αυτό το νούμερο. Συγκεκριμένα, παίζοντας παιχνίδια όπως το Cyberpunk 2077 ή το Forza Horizon 5, η μπαταρία άντεχε μετά βίας μία ώρα. Σε λιγότερο απαιτητικά παιχνίδια, όπως το Silent Hill 4: The Room που επέτρεπε τη χρήση Silent Mode, η αυτονομία αυξήθηκε αρκετά (2.5 με 3 ώρες) όμως πάλι δεν είναι εντυπωσιακή. Δεδομένων των δυνατοτήτων της κονσόλας, είναι «αμαρτία» που η μπαταρία δεν μπορεί να ακολουθήσει, αν και κάπως αναμενόμενο. Επιπλέον, η απλή περιήγηση σε περιβάλλον Windows καταναλώνει αρκετά περισσότερα από όσα θα μπορούσε. Για παράδειγμα, στο Steam Deck μπορεί να μπει όριο στα 3W, ενώ εδώ το χαμηλότερο είναι τα 9W, καταναλώνοντας άσκοπα μπαταρία. Με το Performance Monitor που εμφανίζεται μέσω μιας απλής συντόμευσης, μπορούμε εύκολα να βλέπουμε πόση ενέργεια καταναλώνει ένα παιχνίδι και να το περιορίσουμε αναλόγως. Για παράδειγμα, το Silent Hill 4 δεν χρειάζεται να ανέβει σε κάτι ανώτερο του Silent Mode στα 9W, ενώ το Death Stranding τα καταφέρνει περίφημα και στο Performance Mode, χωρίς ανάγκη για Turbo. Τέτοιες κινήσεις είναι απαραίτητες για να γίνεται καλύτερη διαχείριση της μπαταρίας - το Death Stranding κερδίζει περίπου ένα μισάωρο με αυτή την απλή αλλαγή. Η ταχύτητα φόρτισης, τουλάχιστον, είναι άριστη. Με φορτιστή USB-C 65W, μπορεί να φορτίσει από το 0% στο 100% μέσα σε περίπου τρία τέταρτα αν δεν χρησιμοποιείται παράλληλα, ενώ παίζοντας Forza Horizon 5 στα 30W, η φόρτιση χρειάστηκε περίπου μιάμιση ώρα για να ολοκληρωθεί. Για το κλείσιμο, η τιμή. Το ASUS ROG Ally έρχεται στην χώρα μας με προτεινόμενη λιανική τιμή στα 799€ για την έκδοση με Z1 Extreme. Η έκδοση με τον απλό Z1 δεν έχει κυκλοφορήσει πουθενά, όμως η διαφορά τιμής αναμένεται να είναι στα 100€, δηλαδή 699€. Δεδομένης της μεγάλης διαφοράς επιδόσεων που αποτυπώνεται στα benchmarks (δεν έχουμε το μοντέλο με Z1 για να ξέρουμε από πρώτο χέρι) μεταξύ των δύο επεξεργαστών, είναι σίγουρα προτιμότερη η αγορά του μοντέλου με Z1 Extreme. Σε ορισμένα παιχνίδια, όπως το Red Dead Redemption 2, φαίνεται διαφορά ακόμη και 30fps (από 70fps του Z1 Extreme στα 40fps του Z1), οπότε αν ο προϋπολογισμός βγαίνει, ο Z1 Extreme είναι μονόδρομος. Συμπέρασμα Το ASUS ROG Ally έχει πολλά θετικά. Από την άψογη οθόνη μέχρι τον σχεδιασμό, τις ευκολίες του ASUS Armoury Crate και φυσικά, τις επιδόσεις, είναι μια πολύ καλή λύση για όποιον θέλει να παίζει παιχνίδια οπουδήποτε χωρίς να κουβαλάει ολόκληρο gaming laptop. Η άνεση των Windows έρχεται με ένα (σχετικά μικρό) τίμημα, βέβαια, κι αυτό είναι η πλοήγηση. Δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη, όσο κι αν βοηθάει την κατάσταση η ASUS. Ένα μεγαλύτερο παράπονο είναι η αυτονομία, η οποία δεν εντυπωσιάζει, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα σημεία της κονσόλας. Για πρώτη προσπάθεια, η ASUS τα κατάφερε πολύ καλά και δεν πρόκειται ούτε για μισοτελειωμένη, ούτε για πειραματική κονσόλα – έχει πολλά θετικά και σίγουρα θα βρει το κοινό της.
    6 πόντοι
  12. Η OnePlus πάντοτε προσπαθούσε να προσφέρει premium εμπειρίες και συσκευές, εφάμιλλες μιας ναυαρχίδας σε όλα πλην του κόστους. Με το OnePlus 12, η εταιρεία ακολουθεί την ίδια τακτική και ενσωματώνει πολλά στοιχεία που ανήκουν σε smartphones από το «επάνω ράφι», είτε πρόκειται για την κάμερα είτε για το σύνολο των λειτουργιών. Είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε τη συσκευή για ένα σύντομο διάστημα, οπότε και παραθέτουμε την εμπειρία μας μαζί της. Σχεδιασμός – Οθόνη Από το προηγούμενο μοντέλο στο νέο, οι εξωτερικές αλλαγές δεν είναι μεγάλες όμως ορισμένες είναι εμφανείς. Η βασικότερη έχει να κάνει με το υλικό της πλάτης, το οποίο αντί για γυαλιστερό πλέον είναι ανάγλυφο (στη μαύρη έκδοση) κι έτσι μένει ευκολότερα σταθερό στο χέρι, ενώ δεν μαζεύει δαχτυλιές εύκολα. Η πράσινη έκδοση είναι πιο εντυπωσιακή, όμως η γυαλιστερή πλάτη γλιστράει και οι δαχτυλιές φαίνονται. Δεν υπάρχει καλό και κακό εδώ, παρά μόνο γούστο, κι εφόσον στην πραγματικότητα το κινητό θα μπει σε θήκη από την πρώτη ημέρα λίγη σημασία έχει για εμάς. Το σημαντικό εδώ είναι η ύπαρξη Corning Gorilla Glass 5 και στις δύο περιπτώσεις, προσφέροντας ανθεκτικότητα στη συνολική κατασκευή. Με διαστάσεις 16.43x7.58x0.92cm, το OnePlus 12 είναι ελαφρώς πιο μακρόστενο από ένα συνηθισμένο smartphone τέτοιων αναλογιών, οπότε ευκολότερα μπορούμε να το «τυλίξουμε» στο ένα χέρι και να το κρατάμε με ασφάλεια. Σε αυτό βοηθάει και η ελαφριά κυρτότητα στις πλευρές της οθόνης, κάνοντας το χέρι να αγκαλιάζει τη συσκευή με φυσικό τρόπο. Στην πλάτη, τα βλέμματα θα τραβήξει αναμφίβολα το μεγάλο κομμάτι της κάμερας. Ένα μεγάλο σε έκταση, αλλά μικρό σε πάχος, στρογγυλό εξόγκωμα φιλοξενεί τους τρεις φακούς της κάμερας. Παρότι φαινομενικά είναι η ίδια διάταξη με του προηγούμενου μοντέλου, τα χρώματα δένουν καλύτερα με την πλάτη της συσκευής, κάτι που παρατηρούμε στο Flowy Emerald (πράσινο) χρώμα. Έτσι, ναι μεν το ένα τρίτο της πλάτης αφιερώνεται στην κάμερα, όμως εναρμονίζεται με το χρώμα. Κατά τα άλλα, η πλάτη φέρει μόνο το λογότυπο της OnePlus στο κέντρο και τίποτα άλλο. Στη δεξιά πλευρά θα βρούμε το κουμπί ενεργοποίησης και το κουμπί ρύθμισης έντασης, όμως το κουμπί σίγασης βρίσκεται αριστερά πλέον. Η δεξιά πλευρά έρχεται πιο κοντά στα πρότυπα των περισσότερων εταιρειών όμως για όσους το είχαν συνηθίσει, θα χρειαστεί ένα διάστημα προσαρμογής. Κατά τα άλλα, δεν αλλάζουν πολλά, με την επάνω πλευρά καθαρή από πλήκτρα και εισόδους και την κάτω να φιλοξενεί τη θύρα USB-C και την υποδοχή κάρτας SIM. Μπροστά θα βρούμε μια πανέμορφη οθόνη LTPO OLED 6.8” με δυναμικό ρυθμό ανανέωσης 1Hz-120Hz, ανάλυση QHD+ (3168x1440) και προστασία Gorilla Glass Victus 2. Η OnePlus υπόσχεται μέγιστη φωτεινότητα στα 4300nits, όμως οι πραγματικές μετρήσεις σε όλο το πάνελ δείχνουν πως κινείται περίπου στα 1200nits – η διαφορά είναι στον τρόπο μέτρησης. Σε κάθε περίπτωση, η οθόνη ανταγωνίζεται εύκολα ναυαρχίδες της εποχής προσφέροντας άνετη ανάγνωση ακόμη και υπό το φως του ήλιου, αλλά και πολύ χαμηλό όριο για να μην τυφλώνει σε σκοτεινούς χώρους. Συνολικά, η ακρίβεια των χρωμάτων, η ποιότητα εικόνας και η απόκριση ήταν άψογα, κάτι που φάνηκε πολύ σε παιχνίδια και ταινίες. Στο κάτω μέρος της οθόνης ενσωματώνεται αισθητήρας ανάγνωσης δακτυλικού αποτυπώματος, ο οποίος λειτουργεί σβέλτα ακόμη και με ελαφρώς βρεγμένο δάχτυλο χάρη σε βελτιώσεις που έκανε η εταιρεία. Καλό θα ήταν να μην εκτίθεται σε νερό το κινητό, ωστόσο, καθώς φέρει προστασία IP65 – ικανοποιητική μεν, σίγουρα όχι αντάξια ναυαρχίδας. Μέσα στο κουτί βρίσκονται διάφορα καλούδια, από τον φορτιστή 100W έως ενσωματωμένη μεμβράνη οθόνης. Αν μη τι άλλο, μας έλειψαν τέτοιες κινήσεις. Επιδόσεις – Μπαταρία Η ναυαρχίδα της OnePlus συνδυάζεται με εκείνη της Qualcomm, αξιοποιώντας τον Snapdragon 8 Gen 3. Από πλευράς μνήμης, έρχεται με 12GB ή 16GB RAM και 256GB, 512GB ή 1TB αποθηκευτικού χώρου. Ενσωματώνει επίσης Wi-Fi 7, Bluetooth 5.4 και 5G καλύπτοντας κάθε ανάγκη ασύρματης σύνδεσης και με το παραπάνω. Για τον επεξεργαστή, τα benchmarks δίνουν μια γεύση των όσων είδαμε και στην πράξη. Συγκεκριμένα, σε Geekbench 6 φέρνει σκορ 2241 (Single-Core) και 6779 (Multi-Core), ενώ σε 3D Mark Wild Life Unlimited σκόραρε 19482 με μέσο όρο τα 116fps. Φυσικά, όλα αυτά επιβεβαιώθηκαν και σε σενάρια πραγματικής χρήσης, όπου το κινητό διαχειριζόταν με ευκολία κάθε είδους multi-tasking που δοκιμάσαμε ενώ μας έκανε θετική εντύπωση η καλή διαχείριση θερμότητας σε εκτεταμένες περιόδους παιχνιδιού. Συνολικά, οι επιδόσεις του μαρτυρούν μια συσκευή που αποδίδει στο υψηλότατο επίπεδο και θα συνεχίσει εκεί για καιρό. Με μπαταρία που φτάνει τα 5400mAh, το OnePlus 12 είναι στα +400mAh συγκριτικά με τον προκάτοχό του. Αυτό φαίνεται και στην πράξη, καθώς έβγαζε άνετα μια ημέρα χρήσης με 5G ενεργοποιημένο, ενώ ρίχνοντας την κατανάλωση η αυτονομία ξεπερνούσε τη μια ημέρα. Συνολικά, τα αποτελέσματα είναι τα αναμενόμενα αν όχι λίγο καλύτερα από του ανταγωνισμού στην κατηγορία. Ένα σημείο όπου δεν υπάρχει σύγκριση με τον ανταγωνισμό είναι η φόρτιση. Με 100W ενσύρματη και 50W ασύρματη φόρτιση, οι χρόνοι είναι πραγματικά αμελητέοι – το 0%-100% γίνεται σε λιγότερο από 40 λεπτά. Με 15 λεπτά στην πρίζα, το κινητό φορτίσει περίπου έως το 50%. Και υπενθυμίζουμε, ο φορτιστής που προσφέρει τέτοιες δυνατότητες είναι μέρος του πακέτου, οπότε δεν υπάρχουν κρυμμένα κόστη δεκάδων ευρώ. Το φετινό Oxygen OS βασίζεται σε Android 14 και παραμένει μια φανταστική εμπειρία. Συνδυάζει απλότητα και πρακτικότητα, κάτι που λείπει από πολλά λειτουργικά πλέον. Είναι πολύ κοντά σε μια εμπειρία stock Android, με όλη την ταχύτητα που υπόσχεται μια τέτοια ναυαρχίδα. Η OnePlus παρέχει υποστήριξη μέσω τεσσάρων αναβαθμίσεων λειτουργικού και πενταετή υποστήριξη μέσω ενημερώσεων ασφαλείας, κάτι που λίγες εταιρείες προσφέρουν. Κάμερα Στην τριάδα καμερών κυριαρχεί η βασική των 50MP (f/1.6) με οπτική σταθεροποίηση, συνοδευόμενη από μια ultra-wide 48MP και έναν αναβαθμισμένο τηλεφακό 64MP με 3x οπτικό zoom και 120x ψηφιακό zoom. Η μπροστινή κάμερα των 32MP επίσης εντυπωσιάζει, ενσωματώνοντας ψηφιακή σταθεροποίηση. Να σημειώσουμε πως η βασική κάμερα ενσωματώνει φακό Sony LYT-808, από τους κορυφαίους της εταιρείας ενώ για ακόμη μια χρονιά, η Hasselblad συνεργάστηκε με την OnePlus στο σύστημα καμερών. Η ποιότητα εικόνας της βασικής κάμερας είναι αξιοθαύμαστη, με ζωντανά όμως όχι πολύ έντονα χρώματα, διατήρηση λεπτομέρειας και πρακτικά ανύπαρκτο θόρυβο σε καλά φωτισμένα περιβάλλοντα. Κάτι που παρατηρήσαμε είναι μια τάση προς τους θερμούς τόνους, όχι ιδιαίτερα έντονη για να ενοχλεί όμως σίγουρα υπαρκτή. Καθώς προτιμάμε πιο φυσικά αποτελέσματα στις φωτογραφίες μας, θα πούμε ότι λειτούργησε υπέρ και σίγουρα δίνει μια ξεχωριστή ταυτότητα στην OnePlus. Ειδικά όταν αξιοποιούσαμε το Master Mode (Pro Mode), μπορούσαμε να δημιουργήσουμε φοβερά αποτελέσματα με σχετικά λίγο κόπο. Το πλήθος ρυθμίσεων, από ταχύτητα κλείστρου έως vignette και πολλαπλές ρυθμίσεις εστίασης, προσφέρει όλα τα εργαλεία που χρειάζονται έμπειροι ή πειραματιζόμενοι φωτογράφοι για να φτιάξουν κάτι σύνθετο. Υπάρχουν δυνατότητες για Hi-Res και RAW, όμως οι φωτογραφίες RAW δεν αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητες της κάμερας και η ανάλυση δεν είναι στο μέγιστο δυνατό. Αυτό παραμένει σημείο όπου ο ανταγωνισμός προχώρησε, διότι κατά τα άλλα, η σουίτα της OnePlus είναι πλούσια και σε ορισμένα σημεία, καλύτερη από ορισμένων ναυαρχίδων. Τα πορτρέτα αξιοποιούν το 3x zoom για να δώσουν εκπληκτικά αποτελέσματα, με πολύ καλό bokeh και διαχωρισμό ατόμου από το παρασκήνιο. Φέρνει πιο κοντά το θέμα από το 2x άλλων συσκευών, κάνοντας ευκολότερη τη διαδικασία του καδραρίσματος. Αξιοποιώντας το zoom σε απλές φωτογραφίες, βλέπουμε άριστα αποτελέσματα έως το 3x (το όριο του οπτικού) και μικρή πτώση ποιότητας έως το 10x. Τα αποτελέσματα του 10x είναι πολύ καλής ποιότητας και για μια φωτογραφία σε συναυλία ή κάτι παρεμφερές, είναι παραπάνω από ικανοποιητικά. Από εκεί και έπειτα, μέχρι το 120x, τα αποτελέσματα γίνονται ολοένα και πιο «λασπωμένα» με τις λεπτομέρειες να χάνονται, οπότε δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Παρόλα αυτά, πάντοτε καλό να υπάρχει η επιλογή, καθώς με την σταθερότητα ενός τριπόδου και σε πιο ικανά χέρια ίσως φέρει καλά αποτελέσματα. Σε σκοτεινές σκηνές, η απόδοση ήταν εξίσου καλή στη βασική κάμερα. Η λεπτομέρεια διατηρείται σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, όπως και τα χρώματα, ενώ τα πολύ φωτεινά σημεία έχουν επίσης καλή διατήρηση των παραπάνω χωρίς να «απορροφούνται» τα πάντα στο φως. Ο θόρυβος είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα αλλά σίγουρα εμφανίζεται σε πολύπλοκες λήψεις. Γενικά μας άφησε ικανοποιημένους, όπως και η αυτόματη εναλλαγή σε Night Mode. Για την ultra-wide κάμερα, τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά. Τα χρώματα χάνουν την ζωηράδα της βασικής κάμερας και γίνονται λίγο πιο μουντά, ενώ η λεπτομέρεια διατηρείται καλά μεν όμως σε κοντινή ανάλυση εμφανίζονται ατέλειες. Παραμένει μια τίμια και αξιόπιστη λύση για περιπτώσεις φωτογράφισης τοπίων ή τέτοιων χρήσεων, όπου δύσκολα θα απογοητεύσει. Οι φωτογραφίες με την selfie κάμερα έχουν βελτιώσεις που προέρχονται κυρίως από το λογισμικό, καθώς διατηρούνται φυσικότεροι οι τόνοι και φεύγει το στρώμα μουντίλας που καλύπτει τις εικόνες όταν ο φωτισμός είναι μέτριος. Τα αποτελέσματα δεν δείχνουν υπερβολικά επεξεργασμένα, οπότε είναι φυσικά κι αντίστοιχα, η εικόνα ήταν άψογη για χρήση σε βιντεοκλήσεις. Συμπέρασμα Στη συντριπτική πλειοψηφία των δυνατοτήτων, το OnePlus σκαρφαλώνει στην κορυφή και ανταγωνίζεται άμεσα -αν όχι ξεπερνάει- άλλες συσκευές στην κατηγορία του. Από την οθόνη έως τον επεξεργαστή κι από την φόρτιση έως την κάμερα και το λειτουργικό, αποδίδει στο υψηλότερο επίπεδο. Με τιμή γύρω στα 1000€ και δυνατότητες απόσυρσης για περαιτέρω πτώση του κόστους, είναι μια πραγματικά καλή ευκαιρία για όσους αναζητούν ένα flagship σε πιο προσιτή τιμή, δίχως εμφανείς αδυναμίες.
    5 πόντοι
  13. Με το Dark Base Pro 901, η be quiet! δεν άφησε τίποτα στην τύχη. Δεν είναι μόνο το κορυφαίο φινίρισμα, η υψηλή ποιότητα κατασκευής, οι υψηλής απόδοσης και αθόρυβοι ενσωματωμένοι ανεμιστήρες ή ο πίνακας ελέγχου αφής και οι φωτιζόμενες λεπτομέρειες αλλά και οι ευκολίες διαχείρισης, η κορυφαία συμβατότητα και η καινοτομική ευελιξία που το καθιστούν ενδεχομένως ένα από τα πλέον καλά μελετημένα κουτιά για υπολογιστές υψηλής απόδοσης που έχουμε δει. Το νέο Dark Base Pro 901 κάνει -όπως διαπιστώσαμε- περισσότερα πράγματα από ένα τυπικό κουτί υπολογιστή. Το Dark Base Pro 901 διαδέχτηκε το γνωστό και δημοφιλές Dark Base Pro 900 και πρωτοπαρουσιάστηκε στην έκθεση Computex 2023 που πραγματοποιήθηκε στις αρχές του Καλοκαιριού στην Ταϊπέι, στην Ταϊβάν. Το κουτί επιτρέπει στους χρήστες να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις δυνατότητες του hardware τους και βεβαίως να το επιδείξουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο χάρη στο πλαϊνό κάλυμμα από ενισχυμένο γυαλί τύπου «tempered glass». Το κουτί μπορεί να δεχτεί οποιονδήποτε τύπο mainboard ακολουθεί τις προδιαγραφές ATX, από τύπου Mini-ITX έως και E-ATX (Extended ATX) χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Χάρη επίσης στο ευρύχωρο εσωτερικό -περίπου 82,7 λίτρα – υπάρχει χώρος για οποιαδήποτε σχεδόν διαμόρφωση ψύξης. Ο χρήστης μπορεί να εγκαταστήσεις κάρτες γραφικών με μήκος έως και 49,5 εκατοστών (εφόσον αφαιρεθεί ο κλωβός για τους σκληρούς δίσκους) ή με μήκος έως και 37 εκατοστών με τον κλωβό για τους σκληρούς δίσκους 3,5” εγκατεστημένο. Επίσης μπορεί να δεχτεί ψύκτρες (αερόψυξης) με ύψος έως και 19 εκατοστών. Με τη πρώτη ματιά, εμφανισιακά, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λιτό και σχεδόν «επαγγελματικό». Σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βαρετό (εκτός και αν σας αρέσουν τα κουτιά που μοιάζουν να βγήκαν από ταινία… τρανσφόρμερς), το ακριβώς αντίθετο θα λέγαμε. Παρακάτω, όπως θα διαβάσετε, δικαιολογούμε την άποψη μας. Συσκευασία και εξοπλισμός/παρελκόμενα Ο πρόσθετος εξοπλισμός και τα παρελκόμενα… εκπλήσσουν. Ενδεχομένως να μην έχουμε συναντήσει άλλο κουτί που να διαθέτει τόσο πρόσθετο εξοπλισμό. Τα δύο χάρτινα κουτιά που συνοδεύουν το Dark Base Pro 901 περιέχουν τα παρακάτω πρόσθετα: To «Part Box» περιέχει: Βίδες διάφορων τύπων και μεγεθών και αποστάτες Βάση στήριξης για την κάρτα γραφικών και βάση στήριξης για κάθετη εφαρμογή της κάρτας γραφικών Σφιγκτήρες καλωδιώσεων Ο κλωβός υποστήριξης της συσκευής ανάγνωσης/εγγραφής οπτικών δίσκων Ένα ειδικό κάλυμμα για την καλύτερη διαχείριση των καλωδίων εφόσον εγκατασταθεί mainboard με μεγάλο πλάτος To «Accessories Box» περιέχει: Διάτρηση πρόσοψη Διάτρητο, με γρίλιες κάλυμμα για τον θάλαμο του τροφοδοτικού Κάλυμμα (side panel) για το κρύψιμο των καλωδιώσεων και των drives στην δεξιά πλευρά Πρόσθετη βάση για ψυγείο υδρόψυξης Υψηλή απόδοση ή αθόρυβη λειτουργία; Όπως συμβαίνει και με το Silent Base 802 που δοκιμάσαμε πρόσφατα, το Dark Base Ori 901 περιλαμβάνει στη συσκευασία αρκετά ανταλλάξιμα τμήματα που μπορούν να εξυπηρετήσουν δύο τρόπους λειτουργίας: στην πρώτη περίπτωση παρέχονται όλα όσα χρειάζεστε για να επιτύχετε την υψηλότερη δυνατή απόδοση με χαμηλά επίπεδα θορύβου ενώ στην δεύτερη περίπτωση παρέχονται όλα τα απαραίτητα για να επιτύχετε λειτουργία με τα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα θορύβου. Στη συσκευασία του νέου κορυφαίου κουτιού της be quiet! ο χρήστης θα βρει μία ανταλλάξιμη πρόσοψη (front panel) καθώς και ένα μετατρεπόμενο άνω πάνελ (top panel) που περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά τμήματα με ηχομονωτική επένδυση και ένα διάτρητο κάλυμμα. Στην περίπτωση που ο χρήστης επιλέξει τη λειτουργία υψηλότερης απόδοσης (επομένως πρέπει να επιλέξει τα τμήματα που επιτρέπουν τη μεγαλύτερη δυνατή ροή αέρα στο εσωτερικό) μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διάτρητη πρόσοψη και το διάτρητο άνω πάνελ. Στην περίπτωση που επιθυμεί τα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα θορύβου, τότε μπορεί να επιλέξει να τοποθετήσει στο άνω πάνελ τα δύο συμπαγή και επενδυμένα με ηχομονωτικό υλικό πλαστικά τμήματα που παρέχονται καθώς και τη συμπαγή πρόσοψη (σε αυτή τη περίπτωση ο αέρας εισέρχεται στο εσωτερικό κυρίως από το κάτω μέρος και τις διάτρητες «κολώνες» αριστερά και δεξιά της πρόσοψης) Ένα ακόμη τμήμα που μπορείτε να αλλάξετε για να ενισχύσετε τη ροή του αέρα και την απόδοση ή την αθόρυβη λειτουργία είναι το πλαστικό κάλυμμα που βρίσκεται στο άνω τμήμα του ξεχωριστού θαλάμου για το τροφοδοτικό και τους σκληρούς δίσκους 3,5”. Μπορείτε να αντικαταστήσετε το συμπαγές κάλυμμα με ένα που διαθέτει γρίλιες και επιτρέπει τη ροή του αέρα ανάμεσα στα δύο ξεχωριστά τμήματα του κουτιού. Όσοι χρήστες προτιμούν ένα ακόμα περισσότερο τακτοποιημένο εσωτερικό -και ελαφρώς μικρότερα επίπεδα θορύβου επίσης- μπορούν να χρησιμοποιήσουν το ειδικό κάλυμμα για το δεξί side panel που μπορείτε να δείτε παρακάτω. Η χρηστικότητα…. Ανεστραμμένη Οι ευκολίες που προσφέρει το Dark Base Pro 901 είναι αμέτρητες. Ο χρήστης μπορεί να κάνει σχεδόν ότι… θέλει με το εσωτερικό και να τοποθετήσει τη μητρική κανονικά, ανεστραμμένα κ.λπ. Το ίδιο μπορεί να κάνει και με την κάρτα γραφικών, καθώς προσφέρονται όλα όσα χρειάζονται για κάθετη ή οριζόντια τοποθέτηση. Αποθηκευτικές μονάδες 2,5” και 3,5” Το κουτί της be quiet! διαθέτει 2 υποδοχές για σκληρούς δίσκους 3,5” (συνολικά μπορεί να δεχτεί έως και 7) και 6 υποδοχές για αποθηκευτικές μονάδες 2,5” (σκληρούς δίσκους ή solid state drives) αν και ο μέγιστος αριθμός μπορεί να αυξηθεί έως και τις 16 αποθηκευτικές μονάδες. Κρυφή υποδοχή για… optical drive Και όμως, υπάρχει μία κρυφή υποδοχή για την εγκατάσταση μίας συσκευής αναπαραγωγής/εγγραφής οπτικών δίσκων στο κάτω μέρος της πρόσοψης. Απλώς πιέζετε λίγο πάνω από το λογότυπο της be quiet! (push-to-release) στην πρόσοψη για να ανοίξει ένα πορτάκι και να εμφανιστεί η υποδοχή 5,25” για τη συσκευή. Σε αυτή τη περίπτωση ωστόσο, θα χρειαστεί να αφαιρέσετε τον κλωβό με τις υποδοχές για τους δύο σκληρούς δίσκους 3,5” που βρίσκονται από πίσω. Κορυφαία συμβατότητα και ευελιξία Χάρη στις γενναιόδωρες διαστάσεις, το Dark Base Pro 901 μπορεί να αποτελέσει μία εξαιρετική βάση για οτιδήποτε έχετε φανταστεί για τη ψύξη ή τον φωτισμό του συστήματός σας. Έτσι, μπορείτε να εγκαταστήσετε συνολικά έως και 11 ανεμιστήρες και ψυγεία υδρόψυξης έως και 420 mm. Πιο συγκεκριμένα, μπορείτε να εγκαταστήσετε 3x ανεμιστήρες 140/ 120 mm στο άνω τμήμα, 3x ανεμιστήρες 140/ 120 mm στο μπροστινό τμήμα, 3x ανεμιστήρες 140/ 120 mm στο πλάϊ, 1x ανεμιστήρα 140/ 120 mm στο πίσω μέρος και 1x ανεμιστήρα 140/ 120 mm στο κάτω μέρος. Για όσους προτιμούν τις λύσεις αερόψυξης, το κουτί διαθέτει αρκετό πλάτος ώστε να επιτρέπει την εγκατάσταση ψύκτρας με ύψος έως και 190 mm. Όπως αναφέραμε, μπορείτε να εγκαταστήσετε ψυγεία υδρόψυξης έως και 420 mm. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να εγκατασταθεί ψυγείο 120/240 ή 360 mm στο άνω τμήμα, ψυγείο 120/140/240/280/360 ή 420 στο μπροστινό μέρος, ψυγείο 120/240 ή 360 mm στο πλάϊ και ψυγείο 120 ή 140 mm στο πίσω μέρος. Οι επιλογές λοιπόν διαμόρφωσης ποικίλουν οπότε δύσκολα δεν θα βρείτε κάποια που να μην ταιριάζει στις ιδιαίτερες ανάγκες σας. Αθόρυβοι και ισχυροί προεγκατεστημένοι ανεμιστήρες Το κουτί διαθέτει προ-εγκατεστημένους 3x ανεμιστήρες Silent Wings 4 PWM που είναι βελτιστοποιημένοι για να δημιουργούν ισχυρό ρεύμα αέρα και εκπληκτική στατική πίεση χωρίς να παράγουν θόρυβο. Τα χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από άλλους είναι το 6πολικό 3φασικό μοτέρ που συνεισφέρει σημαντικά στην απόδοση και στη χαμηλή κατανάλωση, τα υδροδυναμικής τεχνολογίας ρουλεμάν για μειωμένους συντονισμούς και κραδασμούς και τα ειδικά σχεδιασμένα πτερύγια της φτερωτής με τις αυλακώσεις που αυξάνουν στη στατική πίεση. Το πλαίσιο για τη φτερωτή με τις σχήματος χοάνης οπές είναι επίσης βελτιστοποιημένο για αυξημένη στατική πίεση. Την ώρα που στο Silent Base 802, η εταιρεία προσάρμοσε κάτω από το άνω τμήμα του κουτιού μία βάση για το ψυγείο του συστήματος υδρόψυξης -ή τους ανεμιστήρες αν προτιμάτε τη λύση της αερόψυξης- που μπορούσε να βγει συρταρωτά, στη περίπτωση του Dark Base Pro 901, η συγκεκριμένη βάση είναι πλήρως αποσπώμενη και αφαιρείται και τοποθετείται από το άνω μέρος. Αν και η συγκεκριμένη λύση -που είναι αρκετά έξυπνη ομολογουμένως- δεν κάνει και καμία σημαντική διαφορά σε σχέση με τη λύση που έχει προτιμηθεί στο Silent Base 802, εντούτοις ενσωματώνει fan hub και pogo pin connector που καθιστά την εγκατάσταση των ανεμιστήρων και του ψυγείου καθώς και τη διαχείριση των καλωδιώσουν μία αρκετά περισσότερο εύκολη διαδικασία. Φωτιζόμενα στοιχεία Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του Dark Base Pro 901 είναι η ενσωματωμένη φωτιζόμενη λωρίδα LED ARGB που «τρέχει» κατά μήκος του ξεχωριστού διαμερίσματος του τροφοδοτικού και της πρόσοψης. Η λωρίδα είναι λεπτή και κομψή και επομένως ο φωτισμός είναι σχετικά διακριτικός. Πίνακας ελέγχου με πλήκτρα αφής Ένα από τα πιο ωραία στοιχεία του Dark Base Pro 901 είναι το εμπρόσθιο πάνελ I/O με τις υποδοχές και τα πλήκτρα ελέγχου για την ταχύτητα περιστροφής των ανεμιστήρων και τον φωτισμό που είναι αφής. One more thing! Πως θα σας φαινόταν να μπορείτε να φορτίσετε ασύρματα το κινητό σας, απλώς ακουμπώντας το στο άνω τμήμα του κουτιού του υπολογιστή σας; Ωραίο ε; Στο άνω τμήμα του κουτιού, λίγο πίσω από το εμπρόσθιο πάνελ I/O υπάρχει μία επιφάνεια φόρτισης που είναι συμβατή με ασύρματης φόρτισης συσκευές Qi. Τι άλλο να ζητήσεις από ένα κουτί υπολογιστή; Συμπέρασμα Αν και πρόκειται για ένα εντυπωσιακό αναμφισβήτητα κουτί, το Dark Base Pro 901 μπορεί να περάσει «απαρατήρητο» στα μη υποψιασμένα μάτια κάποιον χρηστών. Αυτό όμως είναι και το βασικό στοιχείο που το καθιστά ξεχωριστό: πολύ ουσία, χωρίς φανφάρες. Με πολλές έξυπνες λύσεις και καινοτομικά χαρακτηριστικά, το κουτί της be quiet! είναι ιδανικό για απαιτητικούς, gamers και ενθουσιώδεις με την τεχνολογία χρήστες. Έχει όλα όσα χρειάζονται, σε «επαγγελματικού προφίλ περιτύλιγμα» και με λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά. Το be quiet! Dark Base Pro 901 είναι ένα από τα καλύτερα κουτιά high-end υπολογιστών στην αγορά, αν δεν είναι το καλύτερο. Είναι ακριβούτσικο, αλλά συγκριτικά με τον ανταγωνισμό, το Dark Base Pro 901 αξίζει και το παραμικρό ευρώ.
    5 πόντοι
  14. Τα ultrabooks της ASUS αποτελούν σημαντικό κομμάτι της αγοράς, αφού η εταιρεία διαθέτει πολλαπλά μοντέλα με διάφορες δυνατότητες για να καλύπτει κάθε ανάγκη. Ένα από αυτά είναι το νέο ASUS Zenbook S 13 OLED, κάτι που, όπως μαρτυράει ο τίτλος, είναι από το «επάνω ράφι». Ανήκοντας στην premium σειρά Zenbook S, προσφέρει υψηλές επιδόσεις σε ένα μικρό, λεπτό κι ελαφρύ σασί, όπου κρύβεται μια οθόνη OLED. Το ASUS Zenbook S 13 OLED πέρασε από τα χέρια μας για δοκιμαστικούς σκοπούς και αναλύουμε την εμπειρία μας με αυτό, στο κείμενο που ακολουθεί. Σχεδιασμός – Οθόνη Βγάζοντας το laptop από το κουτί, στεκόμαστε για λίγο στον σχεδιασμό της επάνω εξωτερικής πλευράς, όπου υπάρχει μια μικρή και διακριτική αναφορά στο μοντέλο στη μια γωνία, με την υπόλοιπη επιφάνεια να καλύπτεται από καλαίσθητες γραμμές που νομίζουμε σχηματίζουν "κάπως" το γράμμα A. Η ASUS μας προμήθευσε με το χρωματισμό Basalt-Gray, ο οποίος είναι πιστεύουμε και ο καλύτερος ανάμεσα στις διαθέσιμες επιλογές Σε διάφορα σημεία, διασχίζεται από ανοιχτόχρωμες γκρι γραμμές που κάνουν ωραία αντίθεση στο σκούρο γκρι, αλουμινένιο σώμα. Από κάτω είναι αρκετά απλοϊκός ο σχεδιασμός, με οπές για τους δύο ανεμιστήρες και τίποτα άλλο αξιοσημείωτο. Το ASUS Zenbook S 13 OLED είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο όμορφα laptop που έχουν περάσει από τα γραφεία μας, χωρίς να χάνει καθόλου σε ποιότητα κατασκευής. Το μεταλλικό σώμα του Zenbook S 13 OLED είναι από μαγνήσιο, με την ASUS να έχει χρησιμοποιήσει μια ειδική διαδικασία που παράγει μια παχιά, πυκνή επίστρωση οξειδίου του μετάλλου, η οποία προστατεύει το laptop από τη φθορά, ενώ τυχόν δαχτυλιές δεν έχουν θέση στην επιφάνεια του laptop. Οι διαστάσεις του φτάνουν τα 29.6x21.6x1.09cm με βάρος 1 κιλό, κάνοντάς το όχι μόνο πολύ ελαφρύ αλλά και εξαιρετικά λεπτό. Με μόλις ένα εκατοστό πάχος, είναι σαν να κρατάμε ένα μπλοκάκι στο χέρι ενώ στην τσάντα είναι σαν να ξεχνάμε πως υπάρχει. Αν πιστεύεις ότι αυτό προϋποθέτει ότι η πρόταση της ASUS είναι "ευαίσθητη", τότε σε ενημερώνουμε ότι κάτι τέτοιο απέχει πολύ από την πραγματικότητα και λόγω των υλικών που έχουν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του, με το Zenbook S 13 OLED εμπνέει εμπιστοσύνη. Στην δεξιά πλευρά, βρίσκουμε μια θύρα USB 3.2 Gen 2 Type-A και ένα βύσμα 3.5mm, ενώ στην αριστερή βρίσκονται μια θύρα HDMI 2.1 και δύο θύρες Thunderbolt 4 USB-C. Μία από αυτές χρησιμοποιείται για την φόρτιση, με τον παρεχόμενο φορτιστή USB-C 65W. Παρότι για το πάχος του προσφέρει αρκετές θύρες και μάλιστα πλήρους μεγέθους (HDMI, USB-A), πάντοτε μας ενοχλούσε και θα μας ενοχλεί όταν δεν προσφέρεται θύρα φόρτισης και απαιτείται να αξιοποιούμε μια από τις USB όμως από την άλλη δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι η ASUS έχει καταφέρει σε ένα τόσο λεπτό σασί να ενσωματώσει και την κλασσική θύρα USB-A. Ανοίγοντας την οθόνη, η οποία ανοίγει εύκολα και δεν λύγιζε, παρατηρούμε αρχικά πως το laptop παίρνει λίγο ύψος. Η ASUS επέλεξε να κάνει το κάτω μέρος λίγο πιο μικρό από το επάνω, οπότε η οθόνη λειτουργεί σαν στήριγμα που ανεβάζει το laptop περίπου 2 εκατοστά, με την εταιρεία να το ονομάζει ErgoLift. Το έχουμε δει και σε άλλες σειρές της εταιρείες, και συνεχίζουμε να το αγαπάμε αφού όχι μόνο επιτρέπει στους ανεμιστήρες να λειτουργούν ανεμπόδιστοι, αλλά το πληκτρολόγιο παίρνει κλίση που μας βοήθησε στην πληκτρολόγηση. Επιστρέφουμε στο «κυρίως θέμα» του design. Πρόκειται για την οθόνη αφής 13.3” τύπου OLED, με ανάλυση 2.8K (2880x1800) και λόγο διάστασης 16:10. Τα περιθώρια είναι ελάχιστα και εκμεταλλεύεται σχεδόν όλη την έκταση. Προσφέρει μέγιστη φωτεινότητα 550nits και κάλυψη χρώματος DCI-P3 100%, ενώ υποστηρίζει DisplayHDR 500 True Black και Dolby Vision. Με λίγα λόγια, είναι φανταστική στο χαρτί αλλά και στην πράξη. Είναι τόσο φωτεινή, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε εξωτερικούς χώρους ενώ η ακρίβεια χρώματος είναι ανώτερη από τον ανταγωνισμό – άμεσο ή μη. Μένοντας στην οθόνη, αυτή έρχεται "calibrated" όμως η ASUS πάει την όλη ιστορία (πολύ) πιο πάνω δίνοντας μας τη δυνατότητα να επιλέξουμε εμείς κάποιο διαφορετικό color profile, μέσα από την εφαρμογή MyASUS. Στην ίδια εφαρμογή μπορούμε να βρούμε και άλλες ρυθμίσεις για την οθόνη (και όχι μόνο), δίνοντας μας δυνατότητες που δεν έχουμε συνηθίσει να παίρνουμε σε laptops.Επιπλέον, η οθόνη μπορεί να διπλώσει και το laptop να γίνει οριζόντιο, κάτι που κάνει εύκολη τη χρήση γραφίδας και θα βοηθήσει πολύ τους γραφίστες. Υποστηρίζεται το ASUS pen 2.0 και, παρότι δεν περιλαμβάνεται στην συσκευασία, θα ήταν μια πολύ καλή πρόταση αγοράς για όσους σκοπεύουν να κάνουν τέτοια χρήση με το συγκεκριμένο laptop. Το γυαλί της οθόνης είναι Gorilla Glass NBT, οπότε δεν υπάρχει κανένας φόβος φθοράς για τέτοιου είδους χρήση. το πληκτρολόγιο, το key travel του 1mm κάνει απολαυστική την πληκτρολόγηση και το συγκεκριμένο κείμενο δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου σε αυτό. Τα πλήκτρα έχουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για να πατιούνται εύκολα όμως όχι υπερβολικό ώστε να γίνονται λάθη. Από κάτω, βρίσκουμε ένα μεγάλο touchpad (12.9x8.1 εκατοστών) που επίσης είναι ευρύχωρο και άνετο, χωρίς να ανιχνεύει λάθος κλικ παρότι το ακουμπήσαμε κατά λάθος σε διάφορες περιπτώσεις. Το μοναδικό παράπονο εδώ, είναι η ενσωμάτωση του πλήκτρου ενεργοποίησης σε μορφή ίδια με του υπόλοιπου πληκτρολογίου. Βρίσκεται στην επάνω δεξιά γωνία και δύσκολα θα το πατήσει κάποιος κατά λάθος (δεν έτυχε σε εμάς), αλλά πάντοτε προτιμούμε να είναι εντελώς ξεχωριστό. Εξοπλισμένα με Dolby Atmos, τα δύο ηχεία της Harman/Kardon κάνουν αξιέπαινη δουλειά για τόσο μικρό και λεπτό laptop, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο, δεν είχαν αρκετό μπάσο. Για βιντεοκλήσεις ή μια σειρά, είναι παραπάνω από άψογα, δίχως να «σπάνε» σε υψηλή ένταση κι αυτό αρκεί για εμάς. Περισσότερο τα χρειαστήκαμε σε βιντεοκλήσεις, παρά σε οτιδήποτε άλλο. Η κάμερα, μια ASUS AiSense ανάλυσης Full HD, ενσωματώνει αισθητήρες υπερύθρων οπότε το Windows Hello λειτουργεί άψογα για ξεκλείδωμα του υπολογιστή. Στις βιντεοκλήσεις, η ανάλυση ήταν από τα θετικά στοιχεία, όπως και η ακρίβεια χρώματος. Εδώ αξίζει ένα μπράβο στην ASUS που δεν έβαλε μια φθηνή κάμερα 720p σε ένα premium laptop, όπως συμβαίνει πολύ συχνά (ακόμη και από την ίδια την ASUS). Ένα ακόμη μπράβο και για τις δυνατότητες του μικροφώνου όπου με το βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, μπορούμε να έχουμε ακύρωση εξωτερικών θορύβων για απροβλημάτιστα meetings, με την εφαρμογή MyASUS και εδώ να μας δίνει τη δυνατότητα για περισσότερες ρυθμίσεις. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Περνάμε στα εσωτερικά του laptop, όπου βρίσκουμε έναν επεξεργαστή Intel Core i7-1355U (ή Intel Core i5-1335U), 16GB LPDDR5 RAM, 1TB PCIe 4.0 NVMe M.2 SSD με διαφορετικούς συνδυασμούς να είναι πιθανοί (σε RAM και SSD). Από άποψης γραφικών, η επιλογή είναι μόνο η Intel Iris Xe, οπότε φαίνεται ξεκάθαρα πως το laptop προορίζεται για παραγωγικότητα κι όχι για gaming. Στο κομμάτι των επιδόσεων, έχει αρκετό ενδιαφέρον. Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για ένα ισχυρό laptop. Δοκιμάσαμε να το έχουμε ως βασικό υπολογιστή για μερικές μέρες, λειτουργώντας τα Slack, Outlook, Word, Excel και παρόμοια προγράμματα παράλληλα με έναν Edge browser φορτωμένο με 10-15 καρτέλες τη φορά. Σε αυτά τα σενάρια, δεν αντιμετωπίσαμε πρόβλημα ούτε με τους ανεμιστήρες και τη θερμοκρασία, ούτε με τις επιδόσεις. Παράλληλα, δοκιμάσαμε να τρέξουμε το Geekbench 6 benchmark, στο οποίο επέστρεψε σκορ 2268 (Single-Core), 7748 (Multi-Core) και 14477 στο OpenCL test. Στο Cinebench R23, επέστρεψε 6447 και σε μετέπειτα δοκιμές έπεσε κατά περίπου 300 μονάδες, ενώ από την πρώτη δοκιμή οι ανεμιστήρες δούλευαν στο τέρμα. Η θερμοκρασία του laptop έφτασε περίπου στους 65 βαθμούς, προτού καταφέρει να «ηρεμήσει». Παρόμοια φαινόμενα (υψηλών στροφών ανεμιστήρων και θερμοκρασίας) είδαμε και όταν δοκιμάσαμε το UL Procyon, ένα από τα καλύτερα benchmark που βασίζονται σε γνωστές παραγωγικές εφαρμογές όπως το Office και το Creative Cloud της Adobe. Κατά την εξαγωγή βίντεο κυρίως, το μηχάνημα φάνηκε να ζορίζεται αρκετά, φέροντας όμως σε πέρας την αποστολή του με επιτυχία. Στο κομμάτι των παιχνιδιών, καταφέραμε να έχουμε καλή απόδοση στο The Witcher III: Wild Hunt σε Medium ρυθμίσεις γραφικών και σταθερή απόδοση σε ελαφρύτερα παιχνίδια, όπως το Counter-Strike: Global Offensive. Βέβαια, δεν αφιερωθήκαμε πολύ στα παιχνίδια, αφού ούτως ή άλλως δεν είναι αυτός ο σκοπός του laptop, όμως χαμηλών απαιτήσεων games μπορεί να τα υποστηρίξει σε ικανοποιητικό βαθμό. Σειρά έχει η μπαταρία, χωρητικότητας 63Wh. Με απλή χρήση καταφέραμε να έχουμε τουλάχιστον 8 με 10 ώρες, χρησιμοποιώντας εφαρμογές που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές στην κατανάλωση. Χρησιμοποιώντας εφαρμογές όπως Photoshop, η διάρκεια μειωνόταν κατά περίπου 1-2 ώρες, έχοντας πάντα την φωτεινότητα στο 50%-60% στις παραπάνω περιπτώσεις. Γενικώς, είναι ικανοποιητική η διάρκεια δεδομένου του πόσο λεπτό και ελαφρύ είναι το laptop και μας εξέπληξε ευχάριστα. Η φόρτιση διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα, με το φορτιστή των 65W να έρχεται σε απόλυτη αρμονία με το Zenbook S 13 OLED και να είναι μικρός σε μέγεθος, με μακρύ καλώδιο, κάτι που είναι χρήσιμο. Εγκατεστημένα, πέραν των Windows 11 Pro, υπάρχουν διάφορα προγράμματα της ASUS. Υπάρχουν κάποια χρήσιμα, όπως το ASUS GlideX που μεταφέρει την εικόνα από διάφορες συσκευές στο laptop, κι υπάρχουν άλλα όχι τόσο χρήσιμα, όπως το McAfee Antivirus. Ευτυχώς, όσα δεν χρειαζόμασταν μπορούσαν να αφαιρεθούν εύκολα και γρήγορα. Συμπέρασμα Το ASUS Zenbook S 13 OLED είναι, αδιαμφισβήτητα, ένα premium laptop σε όλα του. Από τον εξωτερικό σχεδιασμό, την κορυφαία ποιότητα κατασκευής, μέχρι την άψογη οθόνη κι από την ποιοτική webcam ως το άνετο πληκτρολόγιο, δύσκολα θα απογοητεύσει οποιονδήποτε. Οι επιδόσεις του είναι πολύ καλές για σενάρια γραφείου και παραγωγικότητας, ειδικά σε συνδυασμό με την υψηλή αυτονομία του. Το μοναδικό «αγκάθι» σε όλα αυτά, είναι πως ζεσταίνεται αρκετά όταν ζορίζεται, με αντίκτυπο στις επιδόσεις. Για πιο βαριές δουλειές, δεν είναι σίγουρο πως θα ανταποκριθεί ακόμη κι αν τα τεχνικά χαρακτηριστικά το επιτρέπουν.
    5 πόντοι
  15. Τα τελευταία χρόνια, η Huawei έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο σε ό,τι αφορά τα smartwatches της και συγκεκριμένα τις premium προτάσεις. Σε αυτή την ιδιαίτερα απαιτητική (μιας που το κόστος ενός τέτοιου ρολογιού ξεπερνά άνετα αυτό ενός καλού smartphone το οποίο, υποτίθεται, πλαισιώνει) κατηγορία τοποθετείται και το Watch 4 Pro, η πιο πρόσφατη έκδοση του Pro μοντέλου της κινεζικής εταιρείας. Σε τι βαθμό όμως δικαιολογεί το Huawei Watch 4 Pro τα €549 που θα σας στοιχίσει στην καλύτερη περίπτωση -γιατί όπως θα δούμε, η ακριβή του εκδοχή φτάνει τα €649; Ας το αναλύσουμε… Εμφάνιση – Σχεδιασμός Από αισθητικής πλευράς, το Watch 4 Pro είναι ένα από τα πιο όμορφα smartwatches που έχουμε δει ως τώρα. Στα 48 χιλ. βλέπετε, δεν το λέτε ακριβώς μικροκαμωμένο. Αν μάλιστα ο καρπός σας είναι μικρού μεγέθους, τότε το ρολόι θα μοιάζει ακόμα πιο ογκώδες. Παρ’ όλα αυτά όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση άκομψο ή αντιαισθητικό. Το σώμα του είναι κατασκευασμένο από κράμα τιτανίου αεροδιαστημικού τύπου. Μάλιστα, ο ακριβής τύπος του τελευταίου είναι το λεγόμενο TC4, ένα κράμα 5ης βαθμίδας (Ti 6Al-4V) το οποίο είναι ακόμα πιο ανθεκτικό από το αγνό τιτάνιο, αντέχοντας σε θερμοκρασίες έως και 315οC -θεωρείται ως κράμα «ειδικών αποστολών» σε αεροδιαστημική, κατασκευές, βιοϊατρική και μηχανολογία. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την αδιαβροχοποίηση βάσει πιστοποίησης IP68, την αντοχή σε πίεση 5 ΑΤΜ για καταδύσεις σε βάθος έως και 30 μέτρα και βέβαια το κρύσταλλο από ζαφείρι που προστατεύει την πρόσοψη του ρολογιού, καθιστούν το Watch 4 Pro ιδανικό για κάθε είδους δραστηριότητα, όσο extreme κι αν είναι. Το κράμα τιτανίου που λέγαμε μάλιστα, είναι και αρκετά ελαφρύ: το ρολόι σκέτο, δε ζυγίζει πάνω από 48 γραμμάρια. Η δε υφή του είναι τέτοια, που του επιτρέπει να «στέκεται» σε κάθε εμφάνιση, όσο επίσημη κι αν είναι αυτή. Έρχεται μάλιστα σε δύο εκδόσεις: μία με καφέ δερμάτινο λουράκι και μία με μπρασελέ, επίσης από τιτάνιο: από αυτές, μόνο η δεύτερη προσφέρει την προαναφερθείσα αντοχή σε πίεση υπό το νερό. Κατά τα άλλα οι δυο τους είναι ολόιδιες, τόσο ως προς το design, όσο και σχετικά με τις λειτουργίες. Στα δεξιά του, το Watch 4 Pro διαθέτει μία κορώνα, με το πάτημα της οποίας εμφανίζονται οι εγκατεστημένες σε αυτό εφαρμογές. Κάτω από αυτή θα βρείτε το δεύτερο κουμπί του ρολογιού με το οποίο αποκτάτε πρόσβαση σε apps που τρέξατε πρόσφατα. Οθόνη Η οθόνη του smartwatch είναι τύπου LTPO και καταλαμβάνει το 71,72% της συνολικής επιφάνειας της πρόσοψής του, μια συμπαθητική επίδοση που μάλιστα είναι βελτιωμένη κατά 5,3% σε σχέση με το Watch 3 Pro. Το μαύρο πλαίσιο έχει περιοριστεί σημαντικά ενώ η παρουσία 3D κυρτού γυαλιού, κάνει το τελικό αποτέλεσμα να είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό. Η Huawei, εμπνευσμένη από το τελευταίο σύνορο έχει προσθέσει στο ρολόι επτά διαφορετικές προσόψεις με ισάριθμα ουράνια σώματα: τη Γη, τον Άρη, την Αφροδίτη, τον Δία, τον Κρόνο, τον Ερμή και τη Σελήνη. Όλα τους είναι εντυπωσιακά υιοθετώντας διάφορα sci-fi στοιχεία (τετραγωνισμένη γραμματοσειρά, δυνατότητα αποτύπωσης των συντεταγμένων σας κλπ). Αν δεν είστε φαν του διαστήματος πάντως, θα έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε μέσα από 20.000 και βάλε προσόψεις. Λειτουργίες – Επιδόσεις Το πρώτο πράγμα που μας έκανε εντύπωση στο Watch 4 Pro, ήταν η ευχάριστη εμπειρία χρήσης του. Η Huawei μελέτησε άψογα τον ανταγωνισμό, ακούγοντας παράλληλα το feedback των πελατών της, με αποτέλεσμα να μας παρουσιάσει μία συσκευή που προσφέρει απόλυτα ομαλό τρόπο χειρισμού. Η σύζευξη του ρολογιού με το smartphone γίνεται στη στιγμή, ενώ απαιτείται το Huawei Health για τη διαχείριση του τελευταίου. Τα διαθέσιμα widgets θα κάνουν τη ζωή σας ευκολότερη ενώ οι επιλογές παραμετροποίησης σε συνδυασμό με τον Huawei Assistant θα σας επιτρέψουν να φέρετε το Watch 4 Pro στα μέτρα σας. Το ρολόι είναι σε θέση να καταγράφει με απόλυτη ακρίβεια τις κινήσεις σας, ενσωματώνοντας τριψήφιο αριθμό λειτουργιών άσκησης, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται και κάποιες που δε θα μαντεύαμε ούτε με αίτηση (οδήγηση σε αγώνες γκολφ, ελεύθερη κατάδυση κ.α.). Για τους λάτρεις του ποδηλάτου υπάρχουν οι Petal Maps, χάρτες που όμως είναι σχεδιασμένοι για χρήση μέσω smartwatch, χωρίς smartphone δηλαδή. Το Watch 4 Pro θα σας βοηθήσει να βρείτε τον δρόμο της επιστροφής αν ξεχαστείτε σε τέτοιο βαθμό κατά το τρέξιμο που χάσετε την αίσθηση του χώρου, με την AI να αναλαμβάνει χρέη personal trainer συμβάλλοντας στην αξιολόγηση και τη βελτίωση των επιδόσεών σας στο τρέξιμο. Last but not least εδώ, τα activity rings που ναι μεν θυμίζουν Apple Fitness αλλά μας άρεσαν πολύ! Αν τα παραπάνω σας φάνηκαν εντυπωσιακά (hint: είναι), περιμένετε να διαβάσετε τι κάνει το Watch 4 Pro στον τομέα της προληπτικής υγείας. Αν το κοιτάξετε προσεκτικά, θα δείτε ότι η κάτω του πλευρά είναι γεμάτη αισθητήρες, κάτι απαραίτητο με όλα αυτά που προσφέρει. Είναι σε θέση να πραγματοποιεί έλεγχο του αναπνευστικού σε πραγματικό χρόνο αξιολογώντας την αναπνοή σας, τα επίπεδα SpO2, ακόμα και τυχόν βήχα που μπορεί να έχετε, ενημερώνοντάς σας αν κάτι δεν πάει καλά. Αν το lifestyle σας δεν είναι και το πιο υγιεινό (βλ. καπνιστές, κατοίκους επιβαρυμένων περιοχών κλπ), έχετε έναν ακόμα λόγο να εξετάσετε το Watch 4 Pro. Το ρολόι προσφέρει ακόμα δυνατότητες ηλεκτροκαρδιογραφήματος, ανίχνευσης αρτηριακής ακαμψίας και ελέγχου ποιότητας ύπνου. Κερασάκι στην τούρτα, η λειτουργία Health Glance χάρη στην οποία σας δίνει μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ευεξίας σας μέσα σε 60 δευτερόλεπτα. Συνδυάζοντας αισθητήρες και αλγορίθμους και με το πάτημα ενός κουμπιού, το Watch 4 Pro θα σας δώσει μία πλήρη έκθεση της κατάστασης του οργανισμού σας μέσα σε ένα λεπτό. Το Huawei Health μάλιστα προσφέρει πλέον και τάσεις, έτσι ώστε να βλέπετε την εξέλιξη που έχουν οι διάφοροι δείκτες σας κι αν κάτι δε σας αρέσει, είτε να ακολουθήσετε τις συμβουλές του συστήματος και να προσπαθήσετε να το βελτιώσετε, είτε να ενημερώσετε άμεσα τον γιατρό σας. Υπάρχει και δυνατότητα να μοιραστείτε στοιχεία με άλλους χρήστες που όμως τη βρήκαμε κομματάκι… αδιάκριτη. Η Huawei έκανε σημαντικά βήματα προς τα εμπρός και σε ό,τι έχει να κάνει με τη μπαταρία του ρολογιού. Ενεργοποιώντας το Smart Mode, το Watch 4 Pro άντεξε λίγο πάνω από τέσσερις ημέρες τυπικής χρήσης, ενώ στο Ultra-long Battery Life Mode, το διάστημα αυτό «εκτοξεύτηκε» στις τρεις βδομάδες (σχεδόν 21 ημέρες). Η δε φόρτιση απαιτεί όλη κι όλη μιάμιση ώρα. Αν δεν έχετε τόσο χρόνο, τότε υπολογίστε ότι με 15-20 λεπτά, το smartwatch σας θα έχει την ενέργεια που χρειάζεται για μια ολόκληρη μέρα σας. Σημειώστε ότι για να πετύχετε τους παραπάνω χρόνους, θα πρέπει να ξεχάσετε τη λειτουργία always on της οθόνης (μικρό το κακό, πιστέψτε μας). Το Watch 4 Pro, τέλος, υποστηρίζει και eSIM, είτε χρησιμοποιώντας τον ίδιο αριθμό με το smartphone σας (μέσω One Number), είτε με ανεξάρτητο αριθμό, για κλήσεις και μηνύματα άνευ τηλεφώνου, υποστηρίζοντας και τους δύο παρόχους που προσφέρουν παρόμοια υπηρεσία στη χώρα μας (Cosmote και Vodafone). Συμπέρασμα Είναι υπέροχο οπτικά. Είναι αδιαμφισβήτητα ανθεκτικό. Είναι πραγματικά «έξυπνο» ως προς τον τρόπο λειτουργίας. Είναι πλήρες από άποψη υπηρεσιών. Το Watch 4 Pro είναι premium σε όλα, συμπεριλαμβανομένης και της τιμής του. Αν έχετε βγει στη γύρα για ένα πραγματικά κορυφαίο ρολόι, η πρόταση της Huawei έχει κερδίσει με το σπαθί της τη θέση της στη λίστα σας ακόμα και είστε κάτοχος iPhone.
    5 πόντοι
  16. Με τη διάθεση ισχυρότερου hardware, είναι φυσικό να παρουσιάζονται όλο και ισχυρότερα τροφοδοτικά για να καλύψουν τις απαιτήσεις και τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται. Κατά καιρούς, έχουμε παρουσιάσει ή αξιολογήσει νέα προϊόντα της εταιρείας be quiet!, μίας εταιρείας που «έκανε όνομα» πρώτα για τα χαμηλού θορύβου τροφοδοτικά της πριν εισέλθει σε νέες προϊοντικές κατηγορίες με την ίδια εμπορική επιτυχία. Η εταιρεία πλέον προσφέρει πέρα από σειρές τροφοδοτικών για κάθε απαίτηση ή τσέπη, διάφορα υψηλής ποιότητας προϊόντα ψύξης και υποσυστήματα, όπως ψύκτρες επεξεργαστών, συστήματα υδρόψυξης, ανεμιστήρες ή κουτιά υπολογιστών και όλα τους έχουν κοινό παρονομαστή: τεχνολογίες μετριασμού του παραγόμενου θορύβου. Επιστρέφοντας στα προϊόντα που έκαναν διάσημη την εταιρεία και που δεν είναι άλλα από τα τροφοδοτικά, η be quiet! διαθέτει μία πλήρη γκάμα που ξεκινά από τη σειρά System Power 9 (θα εξαιρέσουμε από τη… συζήτηση τις σειρές SFX Power και TFX Power 3). Η σειρά System Power 9 προβάλει ως πλεονεκτήματα τις 2 ισχυρές 12V rails, τον ελεγχόμενο με βάση τη θερμοκρασία ανεμιστήρα 120mm, την πιστοποίηση 80 PLUS® Bronze για αποδοτικότητα έως και 89% και την semi-modular σχεδίαση. Αποτελείται από τέσσερα μοντέλα ισχύος από 400W έως 700W. Η σειρά System Power 9 μαζί με τη σειρά System Power 10 που περιλαμβάνει πέντε μοντέλα ισχύος από 450W έως 850W απευθύνονται σε χρήστες που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα προϊόν που να συνδυάζει καλή τιμή, αξιοπιστία και χαμηλά επίπεδα θορύβου. Ένα σκαλοπάτι πιο πάνω βρίσκεται η σειρά System Power 10. Η σειρά αποτελείται από μοντέλα που διαθέτουν ενσωματωμένες καλωδιώσεις και καλύπτουν είτε τις προδιαγραφές 80 PLUS® Bronze είτε τις προδιαγραφές 80 PLUS® Bronze Gold για αποδοτικότητα έως και 93.4%. Ακριβώς πιο πάνω στη γκάμα της βρίσκεται η σειρά Pure Power 11, η οποία σύμφωνα με την be quiet! αποτελεί τον καλύτερο συνδυασμό κόστους και χαρακτηριστικών. Καλύπτει τις προδιαγραφές 80 PLUS® Gold για αποδοτικότητα έως 92% και αποτελείται από τέσσερα μοντέλα ισχύος από 400W έως 700W. Η σειρά Pure Power 12 Μ που βρίσκεται ένα σκαλί πιο πάνω, σχεδιάστηκε για να προσφέρει υψηλής ποιότητας χαρακτηριστικά και δυνατότητες και χαμηλά επίπεδα θορύβου σε όσο το δυνατόν ανταγωνιστικότερη τιμή. Τα τροφοδοτικά που ανήκουν στη συγκεκριμένη σειρά διαθέτουν πιστοποίηση 80 PLUS® Gold για αποδοτικότητα έως 93,7% και προβάλουν ως βασικά πλεονεκτήματα τη συμβατότητα με τις προδιαγραφές του προτύπου ATX 3.0 καθώς και του PCIe 5.0 των πλέον σύγχρονων καρτών γραφικών. Η σειρά Pure Power 12 M είναι μία περισσότερο οικονομική πρόταση σε σύγκριση με τις σειρές Straight Power 11, Dark Power ή Dark Power Pro. Πριν αναφερθούμε στη σειρά Pure Power 12 M, ας αναφέρουμε και τα βασικότερα χαρακτηριστικά των προαναφερθέντων σειρών. Τα τροφοδοτικά της σειράς Straight Power 11 που διαθέτουν wire-free σχεδιασμό και αθόρυβο ανεμιστήρα 135mm είναι διαθέσιμα με πιστοποίηση 80 PLUS® Gold (750W, 850W και 1000W) και 80 PLUS® Platinum (550W, 650W, 750W, 850W, 1000W, 1200W). Με την πιστοποίηση 80 PLUS® Platinum, η ενεργειακή αποδοτικότητα αγγίζει το 94,1%. Οι σειρές Dark Power 13 και Dark Power Pro 13 διαθέτουν πιστοποίηση 80 PLUS® Titanium και επομένως η ενεργειακή αποδοτικότητα αγγίζει το 95,8%. Διαθέτουν frameless ανεμιστήρα Silent Wings για λιγότερους στροβιλισμούς και θόρυβο που συμπληρώνεται από σχεδίαση με εκτεταμένη χρήση πλέγματος και ικανοποιούν τις προδιαγραφές ATX 3.0 ενώ παρέχουν συμβατότητα με τις νεότερες κάρτες γραφικών PCIe 5.0. Η σειρά Dark Power 13 αριθμεί τρία μοντέλα (750W, 850W και 1000W) και η σειρά Dark Power Pro 13 αριθμεί δύο μοντέλα (1300W και 1600W0). Η σειρά Pure Power 12 M επιδεικνύει αποδοτικότητα 80 PLUS® Gold χρησιμοποιώντας dual 12V rails και διατίθεται σε επιλογές από 550 W έως 1000W και 1200 W πλέον. Στη διάθεση μας είχαμε το νεότερο και ισχυρότερο μοντέλο, το οποίο απευθύνεται σε χρήστες με υψηλές απαιτήσεις αλλά όχι απαραίτητα και τα περισσότερα χρήματα (δυστυχώς δεν έχουμε επίσημη πληροφόρηση για την τιμή του στη χώρα μας, ωστόσο στο εξωτερικό βρήκαμε το συγκεκριμένο μοντέλο να στοιχίζει λίγο πάνω από τα €200). Επειδή είχαμε δοκιμάσει πρόσφατα την έκδοση 1000W, δεν υπήρχε λόγος να επεκταθούμε ιδιαίτερα στο συγκεκριμένο άρθρο για το μοντέλο των 1200W καθώς διαφέρουν κατά βάση μόνο στην ισχύ. Το Pure Power 12 M που είναι full modular, ακολουθεί το ίδιο layout όσον αφορά τις υποδοχές για τις καλωδιώσεις με τη σειρά που αντικαθιστά (Pure Power 11 FM). Αυτή τη φορά ωστόσο, καλύπτονται οι προδιαγραφές ATX 3.0 και από τον εξοπλισμό του δεν απουσιάζει ο 12VHPWR connector που βρίσκεται σε όλες τις νέες κάρτες γραφικών GeForce RTX της NVIDIA. Οι προδιαγραφές ATX (Advanced Technology eXtended) όπως είναι γνωστό αναπτύχθηκαν από την Intel το 1995 και μέχρι σήμερα -εκσυγχρονισμένες και ανανεωμένες- εξακολουθούν να καθορίζουν την ανάπτυξη των σημερινών μητρικών καρτών, των τροφοδοτικών και άλλων υποσυστημάτων των υπολογιστών. Με τις ανάγκες για περισσότερη ισχύ να αυξάνονται -κυρίως εξαιτίας των υπερσύγχρονων καρτών γραφικών- οι προδιαγραφές ATX 3.0 για τα τροφοδοτικά έθεσαν τις βάσεις για την καθιέρωση του 16-pin 12VHPWR connector (12-pins για την παροχή τάσης και 4-pins για sensing- ο οποίος μπορεί να προσφέρει έως και 600 W στις σύγχρονες κάρτες γραφικών, αντικαθιστώντας έως και τέσσερις 6+2 PCIe connectors. Όμως το πρότυπο ATX 3.0 μαζί με τον νέο 16-pin 12VHPWR connector έρχονται και με άλλα πλεονεκτήματα που πηγαίνουν πέρα από τα οφέλη στη διαχείριση των καλωδιώσεων. Για παράδειγμα, όχι μόνο το ATX 3.0 μπορεί να παρέχει περισσότερη ισχύ, μπορεί να το κάνει και ασφαλέστερα, καθώς περιορίζει τη τάση που μπορεί να παρασχεθεί στις κάρτες γραφικών, ώστε να μην ξεπερνά τα όρια που μπορεί να προσφέρει ένα τροφοδοτικό, έχει μεγαλύτερο spike load tolerance ενώ στα χαμηλά φορτία επιδεικνύει βελτιωμένη αποδοτικότητα. Με την αναβάθμιση της σειράς «Pure Power», πλέον καλύπτονται οι προδιαγραφές ATX 3.0 υποστηρίζοντας τόσο τις νέες PCIe 5.0 κάρτες γραφικών όσο και τις παλαιότερες, προσφέροντας έως και τέσσερεις 6+2-pin connectors. Η εταιρεία χρησιμοποιεί την γνωστή τοπολογία «LLC + SR (Synchronous Rectifier) + DC-to-DC» στην οποία χρησιμοποιούνται ελεγκτές IC αντί για παθητικά στοιχεία παλαιότερης τεχνολογίας. Η be quiet! αξιοποίησε ελεγκτές (ολοκληρωμένα) για να παρακολουθούν αδιάκοπα την εισερχόμενη και εξερχόμενη τάση προσαρμόζοντας τις παραμέτρους των ζωτικών εξαρτημάτων στην κατάλληλη κατάσταση φορτίου. Η ισχύς του τροφοδοτικού που είχαμε στα χέρια μας είναι 1200 W (1250 W Peak Power) με δύο ανεξάρτητες 12V rails. Η εταιρεία υποστηρίζει ότι ακόμα και αν η κάρτα γραφικών απαιτήσει ξαφνικά παραπάνω ισχύ για μικρή χρονική περίοδο, το τροφοδοτικό μπορεί να τη διαχειριστεί με άνεση καθώς στιγμιαία μπορεί να προσφέρει έως και τη διπλάσια ισχύ από την ονομαστική! Παράλληλα, το προϊόν καλύπτει τις προδιαγραφές 80 PLUS® Gold (θεωρητικά η αποδοτικότητα του αγγίζει το 93,7%) ενώ εξοπλίζεται με έναν επίσης ιδιαίτερα αποδοτικό και αθόρυβο ανεμιστήρα 120mm [σύμφωνα με την εταιρεία, ο θόρυβος με 100% φορτίο δεν ξεπερνά τα 34,3 dB(A) ενώ με μικρότερο φορτίο, πρακτικά είναι αθόρυβο]. Το προϊόν καλύπτεται από εγγύηση 10 ετών από την εταιρεία, κάτι που εν μέρει μαρτυρά τη χρήση εξαιρετικά ποιοτικών υλικών, μεταξύ των οποίων και Ιαπωνικών πυκνωτών 105°C. Παρά την μεγάλη ισχύ, η πλατφόρμα της be quiet! είναι αρκετά συμπαγής και το αποτέλεσμα δεν ξεπερνά σε διαστάσεις τα 160 x 150 x 86 mm. Όπως σε κάθε προϊόν της εταιρείας, το φινίρισμα είναι άψογο, χωρίς προβλήματα ή ατέλειες. Το τροφοδοτικό εξοπλίζεται με έναν αθόρυβο ανεμιστήρα 120mm, η λειτουργία του οποίου είναι temperature-controlled. Στην εικόνα μπορείτε να δείτε τις υποδοχές για τη σύνδεση των καλωδιώσεων, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και ο νεότερος connector 12VHPWR που μπορεί να προσφέρει ισχύ 600W. Στη συσκευασία, πέρα από το τροφοδοτικό βρίσκεται μία σειρά από καλώδια για τη σύνδεση των διάφορων connectors με εκείνους που βρίσκονται στα διάφορα υποσυστήματα (π.χ. 20+4-ATX 12V connector, 4+4-pin EPS 12V connector, 8-pin EPS 12V connector, PCIe 5.0 12VHPWRM connector, 4x PCIe 6+2-pin connectors κ.ά.). Το τροφοδοτικό είναι πλήρως αρθρωτό (full modular), με επενδυμένες ιδιαίτερα ποιοτικές καλωδιώσεις (8 σε αριθμό). Παρακάτω μπορείτε να δείτε ένα σχεδιάγραμμα με τα καλώδια που περιλαμβάνονται στη συσκευασία. Συμπέρασμα Το νέο τροφοδοτικό Pure Power 12 M 1200W της be quiet! αποδεικνύεται μία εξαιρετικά ποιοτική και παράλληλα συμφέρουσα λύση για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν ένα τροφοδοτικό με future-proof χαρακτηριστικά (ATX 3.0, συμβατότητα με PCIe 5.0 μέσω του 16-pin 12VHPWR connector), υψηλή ποιότητα κατασκευής, αθόρυβη λειτουργία και αρκετή ισχύ για να καλύψει με άνεση τις απαιτήσεις ενός συστήματος με κορυφαίο πολυπύρηνο επεξεργαστή και higher-end κάρτα γραφικών GeForce RTX ή Radeon RX χωρίς να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη του. Το προτείνουμε ανεπιφύλακτα!
    5 πόντοι
  17. Νωρίς-νωρίς μέσα στη νέα χρονιά, η Samsung ανακοίνωσε τη νέα σειρά Samsung Galaxy S και η ναυαρχίδα της έφτασε στα χέρια μιας για δοκιμές. Προφανώς, αναφερόμαστε στο Samsung Galaxy S24 Ultra, το υπέρ-smartphone που αποτελεί την αιχμή του δόρατος για την εταιρεία αλλά και για την πλατφόρμα του Android γενικότερα. Για τη φετινή μορφή του μοντέλου, βασικός πυλώνας στον οποίο στηρίζεται η Samsung είναι η ενσωμάτωση AI στο λογισμικό, όμως βελτιώσεις έχουν γίνει και σε άλλα σημεία. Ας δούμε αναλυτικά τι προσφέρει και τι εντυπώσεις μας άφησε. Σχεδιασμός – Οθόνη Με μια ματιά, δύσκολα θα εντοπιστούν οι διαφορές ανάμεσα στο φετινό και το περυσινό μοντέλο. Διατηρεί την ίδια αισθητική, με αυστηρές γωνίες, μέγεθος αρκετά υπολογίσιμο (162.3x79x8.6mm) και ανάλογο βάρος (περίπου στα 230 γραμμάρια). Η πλάτη φιλοξενεί τους τρεις φακούς της κάμερας, οι οποίοι εξέχουν ελαφρώς και κατά τα άλλα, η υπόλοιπη έκταση είναι επίπεδη και λιτή. Η συσκευή διατίθεται σε τέσσερα χρώματα: Titanium Black, Titanium Gray, Titanium Violet και Titanium Yellow. Όπως μάλλον είναι προφανές από τις ονομασίες, το σώμα του κινητού είναι κατασκευασμένο από τιτάνιο, ανώτερης ποιότητας υλικό συγκριτικά με το αλουμινένιο πλαίσιο του περυσινού μοντέλου. Όπως συνηθίζει τα τελευταία χρόνια η εταιρεία, έτσι κι εδώ σε διάφορα σημεία χρησιμοποιήθηκαν ανακυκλωμένα υλικά για την κατασκευή της συσκευής. Στην πλάτη δεν χρησιμοποιείται γυαλί, οπότε το μέταλλο δεν γλιστράει τόσο, κάτι που σίγουρα προτιμάμε. Ούτως ή άλλως, βέβαια, το κινητό πιθανότατα θα μπει σε θήκη από την πρώτη στιγμή οπότε η πλάτη θα καλύπτεται. Να σημειώσουμε πως διαθέτει πιστοποίηση IP68 για προστασία ενάντια σε νερό και σκόνη. Στην αριστερή πλευρά δεν θα βρούμε κάποιο πλήκτρο ή οτιδήποτε άλλο, καθώς τα πλήκτρα έντασης και ενεργοποίησης βρίσκονται στη δεξιά πλευρά. Στην κάτω πλευρά θα βρούμε ένα ηχείο, μια θύρα USB-C, την υποδοχή της κάρτας SIM και την υποδοχή της γραφίδας S Pen, η οποία περιλαμβάνεται στη συσκευασία. Όπως αναφέραμε και πέρυσι, η συγκεκριμένη αλλαγή είναι άκρως βοηθητική και ανυπομονούμε να δούμε ανάλογη ενσωμάτωση της γραφίδας στη σειρά Z Fold. Μπροστά βρίσκεται η τεράστια οθόνη μεγέθους 6.8”, τύπου Dynamic AMOLED 2X, με ανάλυση QHD+, φωτεινότητα στα 1500nits (2600nits peak) και δυναμικό ρυθμό ανανέωσης από 1Hz έως 120Hz. Το εντυπωσιακότερο όμως, για εμάς, δεν κρύβεται πίσω από τα παραπάνω νούμερα, αλλά στο γυαλί. Το Corning Gorilla Armor που προστατεύει την οθόνη, είναι παράλληλα εφοδιασμένο με μια ειδική αντιθαμβωτική επίστρωση που μειώνει τις αντανακλάσεις «κατά 75%» όπως λέει η εταιρεία. Είναι δύσκολο να μετρήσουμε την ακρίβεια του αριθμού, όμως με απλά λόγια, φωτισμός που έφεγγε απευθείας στην οθόνη έμοιαζε σαν να «απορροφάται» από εκείνη, αφήνοντας μόνο μια ανεπαίσθητη αντανάκλαση. Το ίδιο και στους εξωτερικούς χώρους, όπου σε μια ηλιόλουστη ημέρα, οι αντανακλάσεις δεν εμπόδιζαν στο ελάχιστο την ανάγνωση κι όχι μόνο γιατί η φωτεινότητα έφτανε σε πολύ υψηλά επίπεδα, αλλά κυρίως διότι το γυαλί δεν επέτρεπε στις αντανακλάσεις να τραβήξουν την προσοχή. Κι εκεί που η παρακολούθηση βίντεο ήταν ήδη μια από τις αγαπημένες μας δραστηριότητες στο περυσινό μοντέλο, εδώ έγινε ακόμη καλύτερη λόγω της συγκεκριμένης αλλαγής. Κατά τα άλλα, το multi-tasking είναι εξαιρετικά εύκολο χάρη στην τεράστια έκταση της οθόνης, όπως και τις καθαρές γωνίες. Μπορεί ένα σώμα με στρογγυλεμένες γωνίες να είναι αισθητικά πιο όμορφο για πολλούς, όμως σίγουρα προτιμούμε την προσέγγιση της σειράς S Ultra. Η Samsung έκανε μια ακόμη αλλαγή με την οποία μας βρίσκει σύμφωνους, η οποία αφορά τις στρογγυλεμένες πλευρές της οθόνης. Στη φετινή συσκευή η οθόνη είναι εντελώς επίπεδη, κάτι που διορθώνει κι ένα πρόβλημά μας με την περυσινή συσκευή: την απόδοση της γραφίδας. Εκεί που στις άκρες συχνά ήταν δύσκολη η χρήση λόγω της καμπύλης, πλέον δουλεύει απροβλημάτιστα ενώ στο κράτημα δεν άλλαξε δραστικά η εμπειρία μας με την αφαίρεση της κυρτότητας. Στο κομμάτι του ήχου, το Samsung Galaxy S24 Ultra παραμένει άψογο χάρη στα στερεοφωνικά ηχεία που υποστηρίζουν Dolby Atmos. Παιχνίδια και ταινίες είχαν ικανοποιητική ένταση (αν όχι και υπερβολική, στο max) με δυνατό μπάσο και καθαρό ήχο στους διαλόγους. Η συσκευασία περιλαμβάνει ένα καλώδιο φόρτισης, μια κίνηση που στοχεύει στην προστασία του περιβάλλοντος από περιττά αξεσουάρ, όπως ισχυρίζονται πλέον οι εταιρείες. Βέβαια, περισσότερο καλό θα έκανε η μείωση παραγωγής τόσων μοντέλων κάθε χρόνο, κατά τη γνώμη μας. Επιδόσεις – Μπαταρία Στο εσωτερικό της συσκευής θα βρούμε τον επεξεργαστή Qualcomm Snapdragon 8 Gen 3 (1x Cortex-X4 @ 3.3GHz, 5x Cortex-A720 @ 3.2GHz, 2x Cortex-A520 @ 2.3GHz, GPU: Adreno 750) και 12GB RAM, με τον αποθηκευτικό χώρο να φτάνει τα 256GB, 512GB ή 1TB χωρίς να υποστηρίζεται επέκταση μέσω κάρτας microSD όπως ισχύει τα τελευταία χρόνια. Σε απόλυτα νούμερα, υπάρχει σαφής βελτίωση στις επιδόσεις συγκριτικά με του περυσινού μοντέλου, όπως φαίνεται στα σχετικά benchmarks. Στο GeekBench 6 επιστρέφει σκορ 2283 και 7105 σε single/multi-core αντίστοιχα, ξεπερνώντας τον προκάτοχό του κατά περίπου 300 και 1500 μονάδες, αντίστοιχα. Στην πράξη, τα αποτελέσματα είναι τα αναμενόμενα, δηλαδή δεν καταφέραμε να βρούμε κάτι που να ζορίζει το κινητό είτε στην καθημερινότητα είτε σε πιο εντατική χρήση. Από πλευράς παιχνιδιών, δοκιμάσαμε τα Genshin Impact, Devil May Cry: Peak of Combat, Call of Duty: Mobile και Tower of Fantasy, στις μέγιστες ρυθμίσεις γραφικών. Τα αποτελέσματα και εδώ ήταν άριστα, ενώ πρέπει να σημειωθεί το πόσο καλή διαχείριση της θερμότητας έγινε. Αυτό οφείλεται στον μεγάλο θάλαμο ατμού και στο σύστημα ψύξης γενικότερα, τα οποία είχαμε δει κατά την πρώτη παρουσίαση της συσκευής, αφού ακόμη και όταν βρισκόταν στη φόρτιση ενώ παίζαμε, το κινητό δεν υπερθερμάνθηκε ποτέ. Περνάμε στο κομμάτι της αυτονομίας και της φόρτισης, όπου βρίσκουμε μια μπαταρία μεγέθους 5000mAh, χωρίς αλλαγή από το περυσινό μοντέλο. Παρομοίως, η ταχύτητα φόρτισης παραμένει στα 45W (ενσύρματη) και 15W (ασύρματη), όπως και οι χρόνοι φόρτισης (περίπου μιάμιση ώρα για το 0%-100%). Με γενική χρήση διαφόρων εφαρμογών γραφείου και social χωρίς παιχνίδια, η μπαταρία κράτησε μιάμιση με δύο ημέρες, ενώ με εντονότερη χρήση είχαμε μια πλήρη ημέρα μακριά από την πρίζα. Τα νούμερα δεν είναι άσχημα από μόνα τους, όμως δεν έγιναν βελτιώσεις σε κανέναν τομέα, από τη χωρητικότητα της μπαταρίας έως τους χρόνους φόρτισης. Είναι τα μοναδικά σημεία που δεν θυμίζουν flagship, αν δούμε την ευρύτερη εικόνα της αγοράς. Σειρά έχει το λογισμικό, όπου χρησιμοποιείται το One UI 6.1 βασισμένο σε Android 14. Από χρονιά σε χρονιά οι αλλαγές δεν είναι τόσο δραστικές όσο άλλες φορές, κυρίως εστιάζοντας σε κομμάτια αισθητικής και εξατομίκευσης. Σημαντικό να σημειωθεί πως η εταιρεία υπόσχεται επτά χρόνια αναβαθμίσεων Android και υποστήριξης μέσω ενημερώσεων ασφαλείας, κάτι ανήκουστο στον χώρο των Android smartphones. Για ένα κινητό με τόσο ισχυρά τεχνικά χαρακτηριστικά, η επταετής υποστήριξη είναι τεράστιο συν, καθώς σφραγίζει την μακροζωία του. Βασικά, ίσως και να το παρακάνει εδώ η Samsung.. Galaxy AI Και τώρα ένα κομμάτι για το οποίο η Samsung μίλησε πολύ: η τεχνητή νοημοσύνη. Συγκεκριμένα, το Galaxy AI, όπως ονομάζεται, είναι ενσωματωμένο στη συσκευή και προσφέρει διάφορες λειτουργίες που διευκολύνουν τον χρήστη, σε συνεργασία με τη Google. Κυρίως, χρησιμοποιείται σε γραπτά και προσφέρει σύνοψη κειμένων (σημειώσεων ή μιας ιστοσελίδας, για παράδειγμα) ή μεταγλώττιση απευθείας στην εφαρμογή μηνυμάτων. Αντίστοιχα, μπορεί να κάνει αυτόματη μετάφραση μιας κλήσης σε γραπτό κείμενο ή απομαγνητοφώνηση αφότου καταγράψει οτιδήποτε μέσω του μικροφώνου (π.χ. μια ομιλία όπου παρευρίσκεται ο χρήστης). Ας τα δούμε αναλυτικά. Circle to Search Η συγκεκριμένη λειτουργία είναι αυτή που προωθεί περισσότερο η Samsung, αφού επιτρέπει την αναγνώριση αντικειμένων και προσώπων σε μια φωτογραφία, φτάνει να την κυκλώσετε αφού πατήσετε παρατεταμένα το home button. Τότε σχεδόν άμεσα, το Galaxy S24 Ultra θα σας εμφανίσει παρόμοιες φωτογραφίες, μέσω των οποίων θα μπορέσετε να μάθετε περισσότερα. Αν και παρόμοια λειτουργία προσέφερε και το Google Lens, το Circle to Search δεν έχει καμία σχέση αφού είναι πολύ πιο γρήγορο και εντυπωσιακά πιο εύστοχο όπως διαπιστώσαμε στις δεκάδες δοκιμές μας. Μπόρεσε να εντοπίσει ακριβώς το ίδιο παιχνίδι παιχνίδι που του δείξαμε σε μια φωτογραφία, το μοντέλο μιας ξυριστικής μηχανής, μια συγκεκριμένα μπάλα ποδοσφαίρου και άλλα πολλά, χωρίς να "ιδρώσει" ενώ και οι ίδιοι παραξενευτήκαμε από την ευστοχία του. Η συγκεκριμένη λειτουργία είναι σίγουρο ότι δεν είναι "gimmick" και θα τη χρησιμοποιήσετε συχνά πυκνά, ειδικά όταν δουλεύει τόσο καλά. Chat Αssist Η λειτουργία αυτή επιτρέπει τη συνομιλία με κάποιον που μιλάει κάποια γλώσσα που δεν γνωρίζουμε. Στην ουσία μεταφράζει εισερχόμενα και εξερχόμενα μηνύματα σε πραγματικό χρόνο, κάνοντας εφικτή τη συνομιλία. Στις 13 γλώσσες που υποστηρίζει, δεν περιλαμβάνονται τα Ελληνικά, κάνοντας τη χρήση της για τους περισσότερους, δύσκολη. Όπως μας ενημέρωσε η Samsung, η υποστήριξη ελληνικών όχι μόνο γι'αυτή τη λειτουργία αλλά και για άλλες, είναι μέσα στα σχέδια της εταιρείας, και ίσως η χώρα μας περιλαμβάνεται στο δεύτεορ κύμα χωρών που θα ανακοινωθεί μέσα στο χρόνο. Πάντως το Chat Assist αναλαμβάνει να προτείνει και απαντήσεις με βάση το περιεχόμενο του μηνύματος, ή να επαναδιατυπώσει την απάντηση σε διαφορετικό στυλ, κάτι πολύ χρήσιμο. Note Assist Από την άλλη, το Note Assist είναι μια λειτουργία που θα χρησιμοποιήσετε σίγουρα αφού υποστηρίζει (και) τα ελληνικά, δίνοντας τη δυνατότητα οργάνωσης των σημειώσεών σας, αλλά και την πολύ χρήσιμη λειτουργία δημιουργίας περιλήψεων μεγάλων κειμένων, εμφανίζοντας τα κεντρικά σημεία του σε μια bulletin λίστα. Μια άλλη δυνατότητα πάντα μέσα από την εφαρμογή Notes της Samsung είναι η αυτόματη στοίχιση και διαστήματα χειρόγραφων σημειώσεων όταν χρησιμοποιείτε το S Pen. Transcript Assist Άλλη μια AI λειτουργία του Galaxy S24 Ultra που δεν υποστηρίζει (για την ώρα) τα ελληνικά είναι το Transcript Assist που επιτρέπει την απομαγνητοφώνηση μιας ομιλίας σε γραπτό κείμενο, το οποίο ο χρήστης μπορεί στη συνέχεια όχι μόνο να τη μεταφράσει, αλλά και να να δημιουργήσει μια περίληψη. Web Assist Το Web Assist είναι σωτήριο -ειδικά από τη στιγμή που υποστηρίζει και ελληνικές ιστοσελίδες-, επιτρέποντας τη σύνοψη μεγάλων κειμένων που έχετε συναντήσει σε κάποια ιστοσελίδα. Μέσω του Samsung Internet browser και πατώντας το Galaxy AI πλήκτρο, μπορείτε να έχετε γρήγορα μια σύνοψη της ιστοσελίδας, χωρίς να χρειαστεί αν τη διαβάσετε ολόκληρη. Στις δοκιμές μας, το Web Assist έκανε πολύ καλή δουλειά. Wallpaper Μας άρεσε και η δυνατότητα δημιουργίας wallpaper μέσω του ΑΙ, το οποίο είναι μοναδικό για τη συσκευή σας, χωρίς κάποιος άλλος να έχει πρόσβαση σ' αυτό. Θεωρητικά, οι δυνατότητες είναι ενδιαφέρουσες και έχουν πρακτικά οφέλη, ειδικά για άτομα που ταξιδεύουν συχνά στο εξωτερικό ή συνομιλούν με άλλους σε διαφορετική γλώσσα. Πρακτικά, οι δοκιμές μας ήταν περιορισμένες καθώς τα ελληνικά δεν υποστηρίζονται στα περισσότερα σενάρια, όμως ήδη και σ' αυτές τις λίγες που υπάρχει υποστήριξη, είναι πολύ χρήσιμες, με την υλοποίηση της Samsung να είναι πολύ καλή. Κάμερα Η ανάλυση της βασικής κάμερας φτάνει τα 200 Megapixels (f/1.7 με OIS), έναν τηλεφακό ανάλυσης 10MP με 3x optical zoom, έναν υπερευρυγώνιο φακό 12MP και μια περισκοπική κάμερα ανάλυσης 50MP με 5x optical zoom. Στην μπροστινή πλευρά, η κάμερα έχει ανάλυση 12MP. Ξεκινάμε λίγο ανάποδα αυτή τη φορά, καθώς μια μεγάλη αλλαγή βρίσκεται στον περισκοπικό φακό. Πέρυσι, τη θέση του είχε μια κάμερα με δυνατότητα για 10x optical zoom με έναν αισθητήρα 10MP, ενώ φέτος έχουμε 5x optical zoom και αισθητήρα 50MP. Παρότι με μια ματιά φαίνεται για υποβάθμιση, είμαστε πιο χαρούμενοι με το φετινό αποτέλεσμα. Αρχικά, έχουμε καλύτερο εφέ bokeh στο zoom έως και 5x, το οποίο είναι πιο συχνό να χρησιμοποιήσουμε στην καθημερινότητα από το 10x. Επιπλέον, χάρη στον βελτιωμένο αισθητήρα των 50MP, η διαφορά ποιότητας σε μια εικόνα με 10x zoom ανάμεσα στη φετινή και την περυσινή συσκευή δεν είναι εύκολα ορατή. Σίγουρα, σε κοντινή ανάλυση φαίνονται οι ατέλειες σε γραμμές και γωνίες, αλλά σε γενικές γραμμές τα αποτελέσματα είναι κοντά. Περνάμε στη βασική κάμερα των 200MP, όπου οι αλλαγές δεν έχουν να κάνουν τόσο με το hardware (ίδιος αισθητήρας άλλωστε) όσο με το λογισμικό. Πολύ συχνά, σημειώνουμε στα κείμενά μας πως οι φωτογραφίες από κινητά Samsung έχουν κάπως έντονα χρώματα. Με το Galaxy S24 Ultra, οι τόνοι είναι πιο φυσικοί και μας χαροποιεί, καθώς οι φωτογραφίες είναι πιο κοντά σε ένα φυσικό αποτέλεσμα δίχως να χρησιμοποιούμε το (εκτενές και εύχρηστο) Pro Mode. Το ίδιο ισχύει και στις νυχτερινές φωτογραφίες, όπου οι διαφορές δεν είναι τόσο εμφανείς συγκριτικά με του περυσινού μοντέλου, οπότε παρατηρούμε το ίδιο καλό αποτέλεσμα: ισορροπία ανάμεσα σε μαύρο και γκρι, διατήρηση λεπτομέρειας, όχι υπερέκθεση, φυσικοί τόνοι. Πρόκειται για κάμερα ενός flagship, σίγουρα, όμως με χαρά θα υποδεχόμασταν την ίδια φυσικότητα στις φωτογραφίες επόμενων μοντέλων της εταιρείας, αντί για τα έντονα χρώματα που τόσα χρόνια βλέπουμε. Σε ορισμένες φωτογραφίες όμως, παρατηρήσαμε πως ο θόρυβος ήταν πιο εμφανής, κάτι που είδαμε και στα βίντεο αργότερα. Εικάζουμε πως εμφανίζεται σε μια προσπάθεια του AI να βελτιώσει τη φωτεινότητα, όμως δεν καταφέρνει να διαχειριστεί καλά τις λεπτομέρειες που προκύπτουν από την αυξημένη φωτεινότητα, δημιουργώντας μικρές φωτεινές κουκκίδες σε ξεκάθαρα σκοτεινά σημεία. Φαίνεται πρόβλημα του software, οπότε ευελπιστούμε σε σύντομη επίλυση μέσω update. Σε μέτρια φωτισμένους χώρους, η έκθεση είναι ιδανική. Ο σκοτεινός ουρανός δεν γίνεται υπερβολικά φωτεινός, ούτε οι φωτεινές επιγραφές «τυφλώνουν», όμως οι λεπτομέρειες στα πιο σκοτεινά σημεία είναι διακριτές. Δεν πρόκειται για μια συνολική αύξηση στη φωτεινότητα, αλλά για μια πιο συστηματική προσέγγιση στα σημεία που χρειάζεται. Αντίστοιχα στα πορτρέτα, οι λεπτομέρειες στο πρόσωπο και τα ρούχα διατηρούνται με ιδανική ισορροπία, χωρίς να τονίζονται υπερβολικά ούτε να εξαλείφονται σε μια προσπάθεια «βελτίωσης» των υφών. Ταυτόχρονα, η επιλογή για εξαγωγή φωτογραφιών σε μορφή RAW επιστρέφει βελτιωμένη, πλέον συνδυάζοντας λήψεις των 50MP και των 12MP για να δημιουργήσει εικόνες των 24MP με βελτιωμένη ποιότητα. Για τις φωτογραφίες των 200MP, το κόστος σε αποθηκευτικό χώρο είναι δίολου αμελητέο και πάλι, φτάνοντας τα 40MB-50MB. Για καθημερινές φωτογραφίες, πάντως, τα 50MP φτάνουν και περισσεύουν τουλάχιστον με τις δικές μας απαιτήσεις. Παραδόξως, η απόδοση της ultra-wide κάμερας είναι κοντά στη βασική από άποψης χρωμάτων, κάτι που συνήθως σημειώναμε ότι δεν ίσχυε σε προηγούμενα μοντέλα. Εκεί που η βασική κάμερα έδινε υπερβολική έμφαση στα χρώματα, η ultra-wide είχε πιο φυσικούς τόνους. Πλέον, με τις αλλαγές στην επεξεργασία των εικόνων της βασικής κάμερας, τα αποτελέσματα μεταξύ των δύο είναι πιο κοντά στο συγκεκριμένο κομμάτι, έχοντας φυσικά μεγάλη διαφορά στην ποιότητα. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα αποτελέσματα της ultra-wide είναι αντικειμενικά άσχημα, αφού οι λεπτομέρειες διατηρούνται σε πολύ καλό επίπεδο ακόμη και σε πιο κοντινά αντικείμενα, ενώ ακόμη και σε χαμηλό φωτισμό κάνει καλή διαχείριση της έκθεσης και ο θόρυβος δεν μας ανησύχησε. Για τις φωτογραφίες, πέραν της κλασικής σουίτας χειροκίνητης επεξεργασίας και μερικών προεπιλογών, προσφέρονται δυνατότητες επεξεργασίας μέσω AI. Τα αποτελέσματα -υπό προϋποθέσεις- είναι αρκετά πειστικά. Για παράδειγμα, αφαιρώντας μακρινά αντικείμενα από το πλάνο ή προσθέτοντας κομμάτια ουρανού σε μια φωτογραφία, πολύ δύσκολα καταλάβαινε κανείς ότι η φωτογραφία έχει υποστεί τέτοια επεξεργασία. Παρόμοιες δυνατότητες υπάρχουν και στο κομμάτι του βίντεο. Αρχικά, η ποιότητα φτάνει πάλι στα 8K/30fps, με οπτική σταθεροποίηση και εξαιρετική απόδοση σε χαμηλό φωτισμό όπως και σε φωτεινές σκηνές. Στο κομμάτι του AI, μια ωραία δυνατότητα είναι η μετατροπή ρυθμού καρέ σε 120fps για οποιοδήποτε βίντεο, κάτι που λειτουργεί εξαιρετικά με τις όποιες δυσκολίες μπορεί να εμφανιστούν σε πιο δύσκολα σημεία (π.χ. στιγμιαία να εξαφανιστεί ή να αλλάξει χρώμα ένα κινούμενο κομμάτι). Η μπροστινή κάμερα αποδίδει ικανοποιητικά σε επίπεδο λεπτομέρειας και χρωμάτων, ίσως τείνοντας λίγο περισσότερο σε μουντό αποτέλεσμα από ότι σε ζωηρότερο. Δεν έχουμε κάποιο μεγάλο παράπονο, καθώς η φυσικότητα της εικόνας είναι σε ικανοποιητικό επίπεδο δεδομένου ότι την χρησιμοποιούσαμε κυρίως για βιντεοκλήσεις ή μια selfie με παρέα. Και σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, όπως μια φωτογραφία σε δωμάτιο με μοναδικό φως την οθόνη του υπολογιστή, τα αποτελέσματα παρέμειναν σε καλό επίπεδο και δύσκολα εντοπίζαμε εμφανείς ατέλειες. Συμπέρασμα Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το Samsung Galaxy S24 Ultra είναι το κορυφαίο Android smartphone αυτή τη στιγμή. Επιδόσεις, κάμερες, διαχείριση θερμοκρασίας, υποστήριξη software, ενσωμάτωση S Pen, οθόνη – έχει τα πάντα και δεν κάνει εκπτώσεις σε τίποτα από αυτά. Αντιθέτως, έκανε βελτιώσεις σε σημεία όπου χρειαζόταν, όπως τον σχεδιασμό της οθόνης και τους τόνους των φωτογραφιών. Μοναδικά παράπονα είναι κάτι νέο και κάτι παλιό – η ενσωμάτωση του AI έχει χώρο για βελτίωση (ειδικά αν συνυπολογίσουμε την έλλειψη υποστήριξης ελληνικών), ενώ το θέμα της φόρτισης είναι «αγκάθι» που δεν άλλαξε καθόλου.
    4 πόντοι
  18. Ο χώρος των drones είναι -για πολλούς- συναρπαστικός και ταυτόχρονα ξένος. Κυρίως λόγω της νομοθεσίας αλλά και των διάφορων μοντέλων που υπάρχουν, τα οποία μπορεί να «τρομάξουν» κάποιον που αναζητά να κάνει το ξεκίνημα. Το HoverAir X1 έρχεται για να δώσει λύση σε αυτούς τους προβληματισμούς, υποσχόμενο εύκολο χειρισμό, έξυπνες δυνατότητες για την κάμερα, ασφάλεια στις πτήσεις και πολλά ακόμη. Μπορεί αυτό το μικρό drone να φέρει νέο κοινό στον κόσμο των drones; Το χρησιμοποιήσαμε και το αναλύουμε στο κείμενο που ακολουθεί. Εμφάνιση - Σχεδιασμός Ξεκινώντας από την εμφάνιση και τον σχεδιασμό του HoverAir X1, το drone φαίνεται ξεχωριστό από την πρώτη ματιά. Με διαστάσεις περίπου 12.7x14.5 εκατοστά με ύψος 3 εκατοστά και βάρος περίπου 125 γραμμάρια, διαθέτει συμπαγή και ελαφριά κατασκευή, ενώ ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά φορητό. Κι αν δεν μπορεί να τοποθετηθεί απευθείας σε κάποια τσάντα, διπλώνει και αγγίζει τα 12.7x8.6 εκατοστά, μπαίνοντας ακόμη και σε μεγάλη τσέπη με ασφάλεια. Η κατασκευή του είναι -αποδεδειγμένα- ανθεκτική. Οι έλικες και τα ευαίσθητα μέρη περιβάλλονται από πλαστικό, κάτι που μπορεί να μην κάνει το drone να δείχνει τόσο κομψό όσο άλλα, όμως σίγουρα έχουν πρακτικό όφελος. Σε πραγματικό παράδειγμα, το drone έκανε... πτήση επάνω στην τηλεόραση του σαλονιού και δεν έπαθε την παραμικρή ζημιά - ευτυχώς ούτε η τηλεόραση. Με άλλα, φθηνά drones είχαμε κακή εμπειρία από αντίστοιχες συγκρούσεις, οπότε από το design και μόνο κάνουμε ήδη καλή αρχή. Διπλωμένο - Ανοιχτό Επιστρέφοντας στα του σχεδιασμού, έχει σχετικά λεπτή γραμμή και ενσωματώνονται φώτα LED για νυκτερινή πτήση. Στην επάνω μεριά, βρίσκονται δύο μόνο πλήκτρα: ένα για ενεργοποίηση και ένα για ρύθμιση προεπιλεγμένου flight path. Ουσιαστικά, τον τρόπο με τον οποίο ακολουθεί το θέμα (περισσότερα για αυτό παρακάτω), την απόσταση που κρατάει κλπ. Τέτοιες ρυθμίσεις, πιο εξειδικευμένες, δεν γίνονται μέσω του drone ούτως ή άλλως, καθώς απαιτείται το σχετικό app. Έχοντας δοκιμάσει το drone με μικρά παιδιά στο σπίτι, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι ασφαλές για χρήση (τηρουμένων των αναλογιών) σε τόσο κλειστό χώρο. Οι έλικες καλύπτονται και δύσκολα θα μπει το χέρι του κατόχου ή του παιδιού μέσα στα κενά του πλαστικού, οπότε με τη σωστή καθοδήγηση ενός μεγαλύτερου, ένα παιδί μπορεί να γνωρίσει τον κόσμο των drones μέσω του HoverAir X1. Πάντοτε, τονίζουμε, απαιτείται προσοχή και τίποτα δεν είναι δεδομένο. Κάμερα Η κάμερα του HoverAir X1 προσφέρει διαθέτει ανάλυση 12MP σε φωτογραφίες και φτάνει τα 2.7Κ σε βίντεο. Δίνονται επιλογές λήψης σε 2.7K/30fps και 1080p/60fps, όπως και 1080p/30fps με HDR. Δεν είναι η ισχυρότερη κάμερα που υπάρχει σε drone τέτοιου μεγέθους, είναι η αλήθεια, όμως απευθύνεται σε αρχάριους κι όχι σε επαγγελματίες, οπότε οι προσφερόμενες αναλύσεις θα εξυπηρετήσουν για selfie videos, υλικό από τοπία ή παρακολούθηση ενός ποδηλάτη σε δράση, ας πούμε. Διαθέτει ηλεκτρονική σταθεροποίηση εικόνας και gimbal 2 αξόνων, οπότε οι λήψεις εν κινήσει είναι καλύτερες από όσο περιμέναμε. Βέβαια, σε πιο δύσκολες διαδρομές κάπου-κάπου εμφανίζεται μικρή ταλάντευση στις λήψεις, αλλά και πάλι, δεν μιλάμε για ένα επαγγελματικών προδιαγραφών drone οπότε δεν θα το κρίνουμε τόσο αυστηρά εδώ. Το ίδιο ισχύει και για λήψεις που γίνονται με χαμηλό φωτισμό, όπου και εκεί δεν θα πρέπει να περιμένετε θαύματα. Μιλώντας για αυτό, μέσω της εφαρμογής δίνονται οι επιλογές για τα εξής flight paths: Orbit, Follow, Reveal, Overhead, Hover και Custom, όπου περιλαμβάνονται πρακτικά δύο ακόμη (Dolly Track και Snapshot). Δεν έχει τόσο νόημα να αναλύσουμε τι κάνει το καθένα, καθώς η γενική ιδέα είναι ίδια: εστιάζει σε ένα θέμα, κινούμενο ή μη, και ανάλογα με το flight path πραγματοποιεί πτήση για να το κινηματογραφήσει. Δοκιμάσαμε να κάνουμε περίπατο με το drone να μας ακολουθεί ή να βρίσκεται μπροστά μας, να κάνει κύκλους γύρω μας και κάθε άλλο συνδυασμό, τόσο κρατώντας απόσταση όσο και ερχόμενο πιο κοντά. Για ένα vlog ή ακόμη καλύτερα, την απαθανάτιση στιγμών σε διακοπές, σίγουρα δεν θα απογοητεύσει κανέναν ούτε σε επίπεδο ποιότητας εικόνας, ούτε σε επίπεδο λειτουργιών. Μέσα από την εφαρμογή μπορούμε να δηλώσουμε τις ρυθμίσεις που επιθυμούμε για κάθε mode (πχ μέγιστο ύψος, μέγιστη απόσταση στο zoom out) οπότε και αυτά θα ισχύουν κάθε φορά που θα επιλέγουμε το αντίστοιχο mode. Κι εδώ, βέβαια, κάποια πράγματα δεν είναι σε επίπεδο συγκρίσιμο με drones από τις «παραδοσιακές δυνάμεις». Συγκεκριμένα, η αποφυγή εμποδίων συμπεριλαμβάνεται ως λειτουργία, όμως αντί να κάνει μανούβρα αποφυγής (όσο απλή ή σύνθετη κι αν είναι), απλώς διακόπτει την πτήση και προσγειώνεται για ασφάλεια. Σίγουρα είναι προτιμότερο από το να κουτουλάει σε τοίχους και κολώνες, απλά η εμπειρία δεν είναι η καλύτερη στο σενάριο που συμβεί κάτι τέτοιο. Πέρα από τις αυτοματοποιημένες λειτουργίες, έχουμε επίσης τη δυνατότητα να πετάξουμε ελεύθερα το HoverAirX1, κάτι που θα χρειαστούμε το smartphone. Τα πλήκτρα ελέγχου δεν είναι και τα πιο εύχρηστα, όμως η δουλειά σας θα γίνει αν θέλετε ένα πιο εντυπωσιακό πλάνο. Χειρισμός - Αυτονομία Το HoverAir X1 λειτουργεί μέσω του Hover X1 app. Είναι απλό και εύκολο από την πρώτη επαφή, δίχως να απαιτεί πολλές πληροφορίες ή να έχει πολύπλοκα μενού. Τα όσα βλέπει η κάμερα βρίσκονται ψηλά στην οθόνη και πιο κάτω βρίσκονται μεγάλα πλήκτρα χειρισμού, σε τέτοιο βαθμό που ακόμη κι ένα παιδάκι κατάφερε να το χειριστεί. Για αυτόνομη χρήση, υπάρχουν διάφοροι περιορισμοί. Η μέγιστη απόσταση μπορεί να φτάσει τα 30 μέτρα και το μέγιστο ύψος τα 15 μέτρα, πράγματα που δεν υπολογίζονται όταν χρησιμοποιείται ένα flight path. Ούτως ή άλλως, ο βασικός τρόπος χρήσης για τους περισσότερους κατά πάσα πιθανότητα θα είναι τα flight paths για selfie photos ή videos. Ο περιορισμός ύψους και απόστασης δεν μας περιόρισε σε σενάρια που πραγματικά θέλαμε να αυτονομήσουμε το drone, για παράδειγμα μέσα στο σπίτι ή σε έναν ανοιχτό χώρο παρέα με τα παιδιά. Η εφαρμογή είναι πάντως πολύ καλή, δίνοντας σαφείς οδηγίες για το πως να χρησιμοποιήσετε κάθε mode, συνοδεύοντας καθένα απ' αυτά με ένα βίντεο για μεγαλύτερη επεξήγηση. Το αρνητικό σημείο είναι ότι τα κείμενα είναι όλα στα αγγλικά. Η καταγραφή εικόνων και βίντεο γίνεται στο drone ακόμη κι αν δεν βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με το κινητό κι όταν συνδεθούν, τα δεδομένα μεταφέρονται. Πριν τη σύνδεση, μπορείτε να πάρετε μια γεύση της λήψης σας από το κινητό, όμως με πολύ χαμηλότερη ανάλυση. Αυτό πάντως δεν σημαίνει πως έχει απεριόριστο αποθηκευτικό χώρο και συνήθως βοηθάει κατά την ενεργοποίηση του drone, για κάποια γρήγορη λήψη, κι όχι για όλη τη διάρκεια μιας πτήσης. Η εμβέλεια είναι η κλασσική ενός wifi drone, κάτι που σημαίνει ότι δεν πρέπει να περιμένετε θαύματα και για να αποφύγετε τυχόν χτυποκάρδια, δεν θα πρέπει να το παρακάνετε. Όσον αφορά την αυτονομία, το HoverAir X1 φέρεται να προσφέρει 11 λεπτά πτήσης βάσει του κατασκευαστή και σε δικές μας δοκιμές είδαμε πως έφτασε περίπου στα 10 λεπτά συνεχούς πτήσης με μια φόρτιση - αποδεκτή, θα λέγαμε, απόκλιση. Ακόμη, στο πακέτο που λάβαμε περιλαμβάνεται μια ακόμη μπαταρία, οπότε θεωρητικά με ένα διάλειμμα λίγων δευτερολέπτων, προσφέρει 20 λεπτά χρήσης προτού χρειαστεί πάλι φόρτιση. Αυτή υπολογίστε ότι χρειάζεται περίπου 1 ώρα για να ολοκληρωθεί. Για ένα drone τέτοιας κατηγορίας, τα νούμερα είναι αποδεκτά και μη εντυπωσιακά, κινούνται σε αναμενόμενα επίπεδα. Αυτό που μας έκανε ευχάριστη εντύπωση είναι η συμπερίληψη δεύτερης μπαταρίας, για το κιτ που λάβαμε. Στην αγορά διατίθενται δύο παραλλαγές: ένα πακέτο με drone, μπαταρία και φορτιστή κι ένα πακέτο με δύο μπαταρίες και φορτιστή δύο μπαταριών μαζί. Κατά τα άλλα, δυνατότητες και οτιδήποτε άλλο, είναι ίδια ανάμεσα στις εκδόσεις. Συμπέρασμα Συνολικά, το HoverAir X1 εντυπωσιάζει με τον σχεδιασμό του, την αξιόλογη κάμερα και την ευκολία χρήσης. Παρέχει μια ισορροπία μεταξύ απόδοσης, λειτουργιών και τιμής, κάνοντάς το ιδανική επιλογή για αρχάριους και χρήστες που αναζητούν ένα φορητό, ποιοτικό drone ειδικά αν ενδιαφέρονται να ανεβάζουν στα social media τους εύκολα, πολύ πιο εντυπωσιακά πλάνα. Σύμφωνα με την εταιρεία, για την περίοδο του Black Friday, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να προμηθευτούν το HoverAir X1 με έκπτωση 15% μέσα από την ιστοσελίδα της εταιρείας, μια προσφορά που λήγεις στις 29 Νοεμβρίου. Η τιμή του mini drone κυμαίνεται στα €429.
    4 πόντοι
  19. Η Samsung αποφάσισε να ανανεώσει τη γκάμα των tablets της παρουσιάζοντας τη σειρά Galaxy Tab S9. Μπορεί σε ορισμένους το ενάμισι έτος που μεσολάβησε μεταξύ αυτού και του προκατόχου του (το Galaxy Tab S8 κυκλοφόρησε στις αρχές του 2022) να μοιάζει αιώνας, ειδικά σε μία εποχή που η τεχνολογία εξελίσσεται με αλματώδεις ρυθμούς, ωστόσο η Samsung φρόντισε να μας αποζημιώσει και με το παραπάνω, έχοντας πραγματοποιήσει ουσιαστικές και διόλου ασήμαντες βελτιώσεις στη νέα γενιά συσκευών της. Από τα Galaxy Tab S9, S9+ και S9 Ultra πάντως, περισσότερο ωφελημένο μοιάζει το πρώτο το οποίο και δοκιμάζουμε, και τους λόγους θα τους αναλύσουμε ευθύς αμέσως. Σχεδιασμός – Τεχνικά χαρακτηριστικά Ρίχνοντας κάποιος μια ματιά στο Galaxy Tab S9, θα δει ένα κράμα Galaxy Tab S9 και Galaxy S23. Η κορεατική εταιρεία έχει πατήσει επάνω στο premium design της προηγούμενης γενιάς tablets της (το οποίο, εδώ που τα λέμε, δεν είχε κάποιο πρόβλημα) βελτιστοποιώντας το στα σημεία, με τις επιρροές του Galaxy S23 να είναι εμφανείς. Κοιτώντας το στην πλάτη φερ’ ειπείν, θα διαπιστώσετε ότι οι δύο κάμερες έγιναν μία με τον φακό της να εξέχει πλέον ακριβώς όπως και στη σειρά των smartphones της Samsung. Η χαρακτηριστική εσοχή για το S Pen παραμένει και μάλιστα η γραφίδα πια φορτίζει όπως κι αν την τοποθετήσει κάποιος. Στην πρόσοψη ξεχωρίζει η οθόνη με την κάμερα να έχει τοποθετηθεί στο πλαίσιό της χωρίς να εξέχει -όπως π.χ. στο Galaxy Tab S9 Ultra. Περνώντας στα τεχνικά χαρακτηριστικά της συσκευής, στην «καρδιά» της συναντάμε έναν Snapdragon 8 Gen 2 που μάλιστα αποτελεί και την ίδια, ελαφρώς υπερχρονισμένη έκδοση που έχει χρησιμοποιηθεί και στα Galaxy S23. Σε σχέση με τον προκάτοχό του ο οποίος διέθετε την προηγούμενη κορυφαία πρόταση της Qualcomm, θα πρέπει να περιμένετε 34% καλύτερες επιδόσεις σε επίπεδο επεξεργαστή και 41% σε ότι αφορά τη GPU, μια αύξηση που φανερώνει και το πόσο καλύτερη είναι φέτος η πρόταση της Qualcomm. Το SoC πλαισιώνεται από 8 GB RAM και 128 GB χωρητικότητας ή 12 GB RAM και 256 GB χωρητικότητας ενώ υποστηρίζεται και κάρτα microSD. Το Galaxy Tab S9 έχει περίπου ίδιες διαστάσεις και βάρος (498 ή 500 γραμμάρια, ανάλογα την έκδοση που θα επιλέξετε) με το προηγούμενο μοντέλο με το προφίλ του πάντως να είναι σημαντικά μικρότερο (5,9 χιλ. έναντι 6,3 χιλ.). Διατίθεται με Wi-Fi 6E (από τα πρώτα tablets) και προαιρετική συνδεσιμότητα 5G με τη μπαταρία του να είναι στα 8400 mAh, ένα «κλικ» πιο πάνω απ’ αυτή του Galaxy Tab S8. Τον ήχο υπογράφει, τέλος, η AKG με τέσσερα ηχεία, 20% μεγαλύτερα συγκριτικά με εκείνα της προηγούμενης γενιάς. Το Galaxy Tab S9 έρχεται δυστυχώς σε δύο χρώματα, μαύρο και μπεζ, και λέμε δυστυχώς διότι όπως μας έχει αποδείξει επανειλημμένα η Samsung (τόσο π.χ. στην περίπτωση του Galaxy S23, όσο και σε αυτή του Galaxy Tab S8) όταν θέλει δεν στερείται φαντασίας. Τουλάχιστον η κατασκευή του tablet είναι αρκετά στιβαρή ενώ για πρώτη φορά στη σειρά υπάρχει και αδιαβροχοποίηση βάσει IP68, με τη Samsung να διατείνεται πως το Galaxy Tab S9 μπορεί να μείνει έως και 30 λεπτά σε βάθος 1,5 μέτρου καθαρού νερού (hint: δεν υπάρχει κανένας λόγος να το επιχειρήσετε). Σημειώστε ότι η προαναφερθείσα πιστοποίηση ισχύει και για το S Pen -τη βασική του έκδοση τουλάχιστον που έρχεται με τη συσκευή. Στο πακέτο πέραν του tablet και της γραφίδας, θα βρείτε και καλώδιο φόρτισης χωρίς όμως τον φορτιστή τον οποίο θα πρέπει να αγοράσετε ξεχωριστά. Οθόνη Η οθόνη του Galaxy Tab S9 αξίζει ειδική μνεία κι αυτό διότι με την τρέχουσα γενιά tablets της Samsung, λέμε αντίο μια για πάντα στις LCD! Η εταιρεία έχει εφοδιάσει τις νέες της συσκευές με Dynamic AMOLED 2X, ακριβώς όπως συμβαίνει και με τα smartphones της και το αποτέλεσμα είναι θεαματικό. Με κάλυψη DCI-P3 σε ποσοστό μεγαλύτερο του 120%, ρυθμό ανανέωσης έως και 120 Hz, ανάλυση 2560 x 1600 και όλα αυτά μέσα σε μόλις 11 ίντσες και με επίστρωση Corning Gorilla Glass και σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος, συνιστούν ένα μικρό τεχνολογικό θαύμα που «απογειώνει» κάθε είδους εμπειρία χρήσης -από απλό καθημερινό multitasking, μέχρι streaming, gaming και ό,τι άλλο βάλει ο νους σας. Τοποθετώντας δε το Galaxy Tab S9 πλάι στον προκάτοχό του, μιλάμε για τη μέρα με τη νύχτα! Η συσκευή είναι σε θέση να προσδιορίζει ακόμα τον φωτισμό του περιβάλλοντος, προσαρμόζοντας τη λειτουργία της (βλ. φωτεινότητα) αυτόματα μέσω ενός συστήματος το οποίο η Samsung αποκαλεί Vision Booster. Αυτό ουσιαστικά έχει τρία επίπεδα και ανάλογα με το πού βρίσκεστε, κάνει σε πραγματικό χρόνο τις απαραίτητες ρυθμίσεις για να μην έχετε να ασχολείστε με τίποτα. Υποβάλαμε το Galaxy Tab S9 στο πιο hardcore τεστ που θα μπορούσαμε, τη λειτουργία κάτω από τον καυτό αιγαιοπελαγίτικο ήλιο μέσα στον Αύγουστο και δεν μας απογοήτευσε. Ακόμα και με τον ήλιο κόντρα, ήμασταν σε θέση να το χρησιμοποιήσουμε. Δεν προσφερόταν για ακατάπαυστο streaming βέβαια αλλά για να δούμε κάτι εν τάχει (ένα email, τον χάρτη, τίτλους ειδήσεων κλπ) ήταν μια χαρά. Λειτουργίες – Επιδόσεις Το Galaxy Tab S9 έρχεται με έναν συνδυασμό Android 13 και One UI 5.1, ένας συνδυασμός που εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται μάλλον ευεργετικός. Το περιβάλλον χρήστη της Samsung είναι από τα καλύτερα και καθαρότερα που υπάρχουν στην αγορά, προσφέροντας πληθώρα χρήσιμων λειτουργιών και συντομεύσεων. Έχει δοθεί έμφαση σε διάφορα εργαλεία παραγωγικότητας όπως το Clip Studio Paint, το LumaFusion και το ArcSite τα οποία μπορούν να αποδειχθούν πράγματι χρήσιμα, αν και εκεί που πραγματικά «λάμπει» το tablet, είναι εφ’ όσον διαθέτετε και άλλες συσκευές του οικοσυστήματος Galaxy. Τότε και μόνο τότε θα έχετε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτείτε στο έπακρο λειτουργίες όπως κοινή χρήση πληκτρολογίου, εύκολη μεταφορά και κοινή χρήση αρχείων ή τις προηγμένες εφαρμογές υγείας των wearables της κορεατικής εταιρείας (βλ. Galaxy Watch). Δοκιμάζοντας το Galaxy Tab S9 πάντως σε συνθήκες καθημερινής χρήσης, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Μιλάμε για ένα πραγματικό θηρίο από πλευράς επιδόσεων, έτοιμο να καλύψει κάθε σας ανάγκη -και με την αυτόματη εκκίνηση του DeX mode με τη σύνδεση πληκτρολογίου, θεωρητικά μπορεί να στείλει στην εφεδρεία ακόμα και το laptop σας, εφ’ όσον μιλάμε για casual καταστάσεις. Για τις κάμερές του (13 MP η κύρια, 12 MP η πρόσοψης) δεν έχουμε να πούμε και πολλά. Η ποιότητά τους είναι καλή για tablet, είτε μιλάμε για την κύρια κάμερα πίσω είτε για την selfie όπου θα τη χρησιμοποιήσετε για βιντεοκλήσεις. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτές ενός κορυφαίου smartphone ή ενός επαγγελματικού laptop, αλλά αν δεν έχετε απαιτήσεις, θα κάνουν καλά τη δουλειά τους. Η μπαταρία του αντέχει γύρω στις 15 ώρες ενώ για τη φόρτιση χρησιμοποιείται τεχνολογία 45 W -με αμφίδρομη απ’ ευθείας φόρτιση από και προς Galaxy smartphone μάλιστα. Αν επιλέξετε την έκδοση 5G θα έχετε τεράστια ευελιξία και ελευθερία κινήσεων αφού πρόκειται για dual-SIM συσκευή που υποστηρίζει μάλιστα και eSIM. Ένας από τους τομείς που το Galaxy Tab S9 αφήνει πίσω του τον ανταγωνισμό είναι η αναπαραγωγή media, με το συνδυασμό ηχείων και οθόνης να δίνουν ίσως το κορυφαίο αποτέλεσμα στην κατηγορία των tablets. Η Samsung μάλιστα συνεργάζεται με τις κορυφαίες υπηρεσίες στο χώρο του video streaming όπως το Netflix, Prime Video, Paramount+ και Hulu, οι οποίες υποστηρίζουν HDR10+ για ακόμα καλύτερη εικόνα. Ευελπιστούμε ότι η έλλειψη του Disney+ από αυτή τη λίστα των υπηρεσιών είναι προσωρινή. Σε αντίστοιχα κορυφαία επίπεδα βρίσκεται και η αναπαραγωγή παιχνιδιών, όπου ειδικά ο ήχος απογειώνει την όλη εμπειρία, ενώ το σύστημα ψύξης στο εσωτερικό δεν αφήνει τη συσκευή να πιάσει μεγάλες θερμοκρασίες. Περιτό να αναφέρουμε ότι με αυτά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, το νέο tablet της Samsung μπορεί να ανταπεξέλθει ακόμα και στις πιο απαιτητικές εφαρμογές, χωρίς καθυστερήσεις. DeX Mode Σε ότι αφορά την παρουσία του S Pen, επικροτούμε την απόφαση της εταιρείας να το περιλαμβάνει μέσα στη συσκευασία, ενώ όπως έχουμε μάθει από τα θρυλικά Galaxy Note, η Samsung διαθέτει πολύ καλή υποστήριξη σε επίπεδο software. Εκτός από την παρουσία του Samsung Notes, της εφαρμογής που είναι ιδανική για καταγραφή χειρόγραφων σημειώσεων και όχι μόνο, το Galaxy Tab S9 έρχεται με μια ακόμα κορυφαία εφαρμογή του είδους, το GoodNotes το οποίο μάλιστα διατίθεται με δωρεάν ετήσια συνδρομή. Φυσικά το κλασσικό μενού με όλες τις διαθέσιμες επιλογές του S Pen, εμφανίζεται στο δεξί μέρος της οθόνης μόλις σε αυτή πλησιάσει το ψηφιακό stylus, επιτρέποντας μεταξύ άλλων να μεταφράσουμε ένα κείμενο αφού το επιλέξουμε πολύ εύκολα, να κάνουμε εγγραφή οθόνης, να δημιουργήσουμε ένα AR σκίτσο, και πολλά άλλα. Αξίζει να αναφέρουμε, τέλος, πως η Samsung δίνει αρκετό βάρος στα αξεσουάρ, προσφέροντας τρεις διαφορετικών τύπων θήκες: book cover με ελεύθερη τοποθέτηση πληκτρολογίου, smart book cover με σχεδιασμό origami για οριζόντια και κατακόρυφη τοποθέτηση και outdoor cover από ενισχυμένο αλουμίνιο και με πιστοποίηση MIL-STD 810H. Για όσους δε ανησυχούν για την ιδιωτικότητά τους, υπάρχει και οθόνη απορρήτου που περιορίζει τη θέαση του περιεχομένου της οθόνης σε γωνία 30ο αριστερά και δεξιά. Πέραν του απλού S Pen, υπάρχει και το S Pen Creator Edition το οποίο προορίζεται, όπως προδίδει και το όνομά του, για όσους δημιουργούν περιεχόμενο (σχεδιαστές, γραφίστες κλπ). Δέχεται διαφορετικά ακροφύσια (μύτες δηλαδή) ανάλογα με το τι θέλει να κάνει κάποιος ενώ είναι και λίγο πιο μαλακό για πιο άνετο κράτημα. Η πιστοποίηση IP68 όμως έχει αντικατασταθεί από IPX4. Ενημέρωση: Η Samsung ανακοίνωσε ότι από τις 28 Μαρτίου 2024, η αναβαθμισμένη έκδοση One UI 6.1 θα φέρει το Galaxy AI σε μια ευρύτερη γκάμα συσκευών, μεταξύ των οποίων και τη σειρά Galaxy Tab S9. Συγκεκριμένα, οι σειρές Galaxy S23, S23 FE, Z Flip5, Z Fold5, Tab S9 (5G) και Tab S9 (Wi-Fi) θα εξοπλιστούν με το Galaxy AI, προσφέροντας στους χρήστες "καινοτόμους τρόπους επικοινωνίας, δημιουργίας και παραγωγικότητας". Οι λειτουργίες Interpreter και Live Translate αναλαμβάνουν να κάνουν τα ταξίδια στο εξωτερικό πιο εύκολα, μεταφράζοντας τις συζητήσεις και τις κλήσεις των χρηστών σε πραγματικό χρόνο. Επιπροσθέτως, με τη λειτουργία Circle to Search with Google, οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν πρόσθετες πληροφορίες για οτιδήποτε τους ενδιαφέρει, απλά κυκλώνοντάς το στην οθόνη της συσκευής τους. Με τη λειτουργία Generative Edit, οι χρήστες θα μπορούν να επεξεργαστούν τις φωτογραφίες τους όπως επιθυμούν, ακόμη και αν δεν είναι τέλειες από την αρχή. Τέλος, το Note Assist, με δυνατότητες όπως η αυτόματη μορφοποίηση κειμένου, η δημιουργία περίληψης και η μετάφραση, θα ενισχύσει σημαντικά την καθημερινή παραγωγικότητα των χρηστών. Συμπέρασμα Με το Galaxy Tab S9 η Samsung πέτυχε κάτι σπάνιο: να προσφέρει επαρκή αφορμή για αναβάθμιση, ακόμα και στους κάτοχους της αμέσως προηγούμενης γενιάς tablets της. Με φρεσκαρισμένα χαρακτηριστικά και σπουδαία οθόνη, το Galaxy Tab S9 προσφέρει αυτή τη στιγμή την αρτιότερη και πιο ολοκληρωμένη εμπειρία χρήσης σε Android που υπάρχει στην αγορά. Ακόμα κι αν τα €1000 που θα χρειαστείτε πάνω-κάτω για την αγορά του σας φαίνονται πολλά, στη χειρότερη μπορείτε να κυνηγήσετε κάποιο deal. Άλλωστε η πολιτική αναβαθμίσεων της Samsung και για τα tablets, δίνει στο χρήστη τη δυνατότητα να αναβαθμίσει το νέο του tablet με τις νέες μεγάλες εκδόσεις του Android που θα κυκλοφορήσουν σε διάστημα 4 ετών. Αν θέλετε τη γνώμη μας όμως, κάντε το βήμα και επενδύστε στη νεότερη γενιά: δεν θα σας απογοητεύσει.
    4 πόντοι
  20. H ASUS είναι αδιαμφισβήτητα μία από τις εταιρείες που έχουν σημειώσει την εντυπωσιακότερη πρόοδο στην κατηγορία των laptops τα τελευταία χρόνια. Διαθέτοντας πλέον σειρές για όλα τα γούστα αλλά και τους τύπους χρηστών, πρόκειται για μία εταιρεία που έχει τον τρόπο να διατηρεί διαρκώς «φρέσκιες» τις προτάσεις της, τόσο από άποψη χαρακτηριστικών, όσο και από πλευράς στυλ. Τα Zenbook, ιδιαίτερα, έχουν φτάσει να θεωρούνται το αμάλγαμα της λειτουργικότητας και της αποδοτικότητας και το 14 UM3402Y έρχεται να πιστοποιήσει του λόγου το αληθές. Τι το κάνει όμως να ξεχωρίζει από τον ανταγωνισμό και σε ποιον βαθμό καλύπτει τα «θέλω» του χρήστη στον οποίο κλείνει το μάτι; Πάμε να τα δούμε ένα προς ένα… Σχεδιασμός – Οθόνη Το ASUS Zenbook 14 UM3402Y ανήκει στην κατηγορία των laptops 14 ιντσών και αυτό από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα στο οποίο αξίζει να σταθούμε. Ευτυχώς για τις πλάτες μας, οι εποχές που οι 15 και οι 15,6 ίντσες αποτελούσαν τη νόρμα σε ό,τι αφορά τα μεγέθη των φορητών υπολογιστών, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Με τις οθόνες να σημειώνουν τεράστια πρόοδο -όπως θα δούμε να συμβαίνει και με το συγκεκριμένο μηχάνημα παρακάτω- οι κατασκευαστές έχουν πια τη δυνατότητα να επιλέγουν μικρότερη διαγώνιο χωρίς να χάνουν σε ανάλυση. Αν καταφέρουν δε να στριμώξουν τα διάφορα υποσυστήματα στο εσωτερικό του laptop, τίποτα δεν τους εμποδίζει να κατέβουν τις κατηγορίες μεγέθους. Η λύση της ASUS λοιπόν έχει διαστάσεις 31,36 x 22,06 x 1,69 εκατ. και αν πρέπει να κρατήσετε κάτι απ’ όλα αυτά, μείνετε στο τελευταίο: το προφίλ του συστήματος είναι εξαιρετικά λεπτό, κάτι που σε συνδυασμό με το βάρος των 1,35 κιλών, το καθιστούν ιδανικό για όσους μετακινούνται πολύ. Σύμφωνοι, έχουμε δει και ελαφρύτερα laptops, όμως η ποιότητα κατασκευής και ο μεταλλικός σκελετός που αποπνέουν έναν απόλυτα premium αέρα, θα σας αποζημιώσουν πλήρως. Το σύστημα έρχεται μόνο σε μαύρο χρώμα, οπότε αν αρέσκεστε στις ευφάνταστες προτάσεις που έχουμε δει εσχάτως από άλλους κατασκευαστές, θα μείνετε με την επιθυμία. Το όμορφο, λιτό μονόγραμμα της ASUS που βρίσκεται χαραγμένο στο καπάκι πάντως, κερδίζει τις εντυπώσεις. Το «αεράτο» και λεπτεπίλεπτο look του συστήματος ίσως να μη σας προϊδεάζει για την ανθεκτικότητά του. Κάπου εδώ λοιπόν, να πούμε ότι το Zenbook 14 UM3402Y πληροί τις προδιαγραφές του προτύπου ανθεκτικότητας του στρατού ξηράς των ΗΠΑ, MIL-STD-810H, έχοντας υποβληθεί πέραν των εσωτερικών ελέγχων της ASUS, σε 12 τυποποιημένες δοκιμές (26 αν μετρήσουμε όλες τις σχετικές διαδικασίες) έτσι ώστε να συνεχίσει να αποδίδει ή εν πάση περιπτώσει να μην έχει πρόβλημα σε αντίξοες συνθήκες (ακραίες θερμοκρασίες, πίεση, υγρασία, ηλιακή ακτινοβολία), πτώσεις, δονήσεις, έκθεση σε άμμο/σκόνη κλπ. Δεν αποπειραθήκαμε να το πετάξουμε κι από γραφείο αλλά αν μη τι άλλο τα παραπάνω μας επέτρεψαν να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο χρησιμοποιώντας το. Παρά το λεπτό του προφίλ και το συμμαζεμένο του design, το Zenbook 14 UM3402Y διαθέτει πλήρες προφίλ συνδεσιμότητας. Στην αριστερή του πλευρά υπάρχει μόνο μία USB 3.2 Gen 2 Type-A αφού το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας καταλαμβάνουν οι αεραγωγοί. Στη δεξιά ωστόσο συναντάμε δύο USB Gen 2 Type-C, μία HDMI 2.1, θύρα τροφοδοσίας, σύνθετη θύρα ήχου 3,5 χιλ. και αναγνώστη καρτών microSD. Ανοίγοντας το καπάκι ξεπροβάλλει η θεσπέσια οθόνη με το εξαιρετικά λεπτό πλαίσιο τριών πλευρών να προσφέρει μία υπέροχη εμπειρία θέασης. Στο επάνω του τμήμα έχει τοποθετηθεί η κάμερα του laptop, μία απόφαση που μας βρίσκει 100% σύμφωνους (οι κατασκευαστές κάποτε θα πρέπει να καταλάβουν ότι αυτή είναι η θέση της webcam). Το πληκτρολόγιο καταλαμβάνει περίπου τη μισή επιφάνεια της βάσης του συστήματος και είναι τύπου chiclet, με οπίσθιο φωτισμό και απόσταση διαδρομής πλήκτρων 1,4 χιλ. Πρόκειται για το σύνηθες πληκτρολόγιο των laptops της ASUS, με τα ελαφρώς κυρτά πλήκτρα πλήρους μεγέθους, προσφέροντας μία απόλυτα ικανοποιητική εμπειρία πληκτρολόγησης. Στη θέση του υπερμεγέθους touchpad συναντάμε το NumberPad, την υλοποίηση της ASUS που με το πάτημα ενός κουμπιού μετατρέπεται από touchpad σε numpad αφής για ευκολότερη εισαγωγή αριθμών. Αν και χρησιμοποιούσαμε το NumberPad ως touchpad στο 90% και πλέον του χρόνου μας, θεωρούμε πως θα βολέψει ιδιαίτερα όσους περνούν την καθημερινότητά τους στο Excel. Ήρθε η ώρα όμως να περάσουμε και στην οθόνη του laptop που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί και ένα από τα δυνατά του σημεία. Μιλάμε για μία IPS 14 ιντσών, σχεδιασμού NanoEdge τεσσάρων πλευρών, ανάλυσης 2560 x 1600 και αναλογίας διαστάσεων 16:10 με μέγιστη φωτεινότητα 400 nits και κάλυψη χρωματικού χώρου sRGB σε ποσοστό 100%, καθώς επίσης και πιστοποίηση από την TUV Rheinland (περισσότερα γι’ αυτή οσονούπω). Καταλαμβάνει το 90% της επιφάνειας πρόσοψης του φορητού, προσφέροντας μία όμορφη εμπειρία θέασης, τόσο κατά την εργασία, όσο και κατά την ψυχαγωγία (browsing, streaming κλπ). Με ό,τι κι αν καταπιαστήκαμε, ήταν σε θέση να μας χαρίσει ευκρινή εικόνα με ζωηρά αλλά απόλυτα ρεαλιστικά χρώματα (όχι επιπέδου OLED, αλλά αν μη τι άλλο ικανοποιητικά). Αυτή που χρήζει ειδικής μνείας, είναι η άνετη εμπειρία θέασης που απολαύσαμε ασχέτως εφαρμογής ή εργασίας: ακόμα κι όταν χρησιμοποιούσαμε εφαρμογές γραφείου σε περιβάλλον χαμηλού φωτισμού, τα μάτια μας δεν διαμαρτυρήθηκαν ούτε στιγμή. Αξίζει να υπενθυμίσουμε βέβαια πως η οθόνη του Zenbook 14 UM3402Y έρχεται με πιστοποίηση χαμηλών εκπομπών βλαβερής μπλε ακτινοβολίας από την TUV Rheinland, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα καλύτερη φροντίδα ματιών. Το αποτέλεσμα ήταν εξίσου άψογο και κατά το streamάρισμα περιεχομένου. Η φωτεινότητα δεν είναι στα δυνατά σημεία της οθόνης χωρίς όμως να υστερεί του μέσου όρου. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Το Zenbook 14 UM3402Y που έφτασε στα χέρια μας διέθετε AMD Ryzen 5-7530U, πλαισιωμένο από 16 GB on board LPDDR4X RAM, SSD 1 TB M.2 NVMe PCIe 3.0 και on board κάρτα γραφικών AMD Graphics. Ως εκ τούτου μιλάμε για ένα ισχυρό laptop, ικανό να ανταπεξέλθει στις ανάγκες ενός απαιτητικού χρήστη. Κατά τις δοκιμές μας δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα ακόμα και στις πλέον ζόρικες συνθήκες multitasking (εναλλαγή μεταξύ browser με 20+ tabs ανοιχτά, Outlook, Excel, PDF, Photoshop) και μάλιστα δίχως να παρατηρήσουμε σημαντική αύξηση στη θερμοκρασία του. Στο Geekbench 6.1 πήραμε σκορ 1953 (Single Score) και 7079 (Multi Score) ενώ στο 3D Mark (Time Spy) 1314. Η ASUS δημιούργησε το Zenbook 14 UM3402Y έχοντας κατά νου εργαζόμενους, entrepreneurs και δημιουργούς περιεχομένου που δεν θέλουν ένα ικανό σύστημα χωρίς να επενδύσουν πολλά χρήματα. Οι τεχνολογίες που συναντάμε σε αυτό δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης. Κατ’ αρχάς στα της δικτύωσης, έχουμε υποστήριξη Bluetooth 5.3 και Wi-Fi 6E (802.11ax) με τεχνολογία WiFi Master Premium. Δοκιμάσαμε το σύστημα σε μια σειρά από wireless hotspots σε ιδιωτικά και δημόσια δίκτυα και η απόδοσή του ήταν άριστη. Η δε πιο πρόσφατη έκδοση του πρωτοκόλλου Bluetooth ενισχύει ακόμα περισσότερο τον future-proof χαρακτήρα του laptop -μιας που ολοένα και περισσότερες συσκευές την υιοθετούν. Ο φορητός της ASUS διαθέτει ακόμα σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος στο πλήκτρο ενεργοποίησης (δουλεύει άψογα με το Windows Hello των Windows 11 για ξεκλείδωμα σε ένα δευτερόλεπτο) και μονάδα TPM. Αν είστε από εκείνους που περνούν ώρες επί ωρών σε καθημερινή βάση σε Zoom, Teams ή Meet, τότε το Zenbook 14 UM3402Y θα κάνει τη ζωή σας κατά τι ευκολότερη. Όπως προείπαμε, η κάμερά του (υπάρχουν επιλογές 720p και 1080p) βρίσκεται στη σωστή θέση, αποτυπώνοντάς σας όσο το δυνατόν πιο κολακευτικά (για την ιστορία, οι κάμερες που βρίσκονται στο κάτω τμήμα της οθόνης τονίζουν τον λαιμό και το προγούλι). Ο αλγόριθμος 3DNR βελτιστοποιεί στο μέτρο του δυνατού την εικόνα -ενισχύοντας ουσιαστικά αντίθεση και φωτεινότητα και αφαιρώντας τον θόρυβο- ενώ τα διπλά μικρόφωνα σε συνδυασμό με την εξουδετέρωση θορύβου μέσω AI διασφαλίζουν πως ο συνομιλητής σας θα σας ακούει «καμπάνα». Ο σαφώς business χαρακτήρας του συστήματος πάντως δεν σημαίνει ότι υστερεί στα υπόλοιπα. Ναι, η onboard κάρτα γραφικών της AMD δεν το κάνει ακριβώς την πρώτη επιλογή για τους gamers (αν και ακόμα κι έτσι θα είστε σε θέση να παίξετε παιχνίδια που δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις σε γραφικά με τα settings λίγο κάτω απ’ το medium -μην πάτε και βάλετε τίποτα Baldur’s Gate 3) όμως σε ό,τι αφορά το streaming για παράδειγμα, θα είστε μια χαρά. Η ASUS έχει συνεργαστεί με τη Harman Kardon για την πιστοποίηση του συστήματος ήχου και η αλήθεια είναι πως το Zenbook 14 UM3402Y μας εξέπληξε ευχάριστα με την ένταση που ήταν σε θέση να βγάλει -και την απουσία παραμορφώσεων, τηρουμένων των αναλογιών. Ένας από τους τομείς που η ASUS συνηθίζει να τα πηγαίνει περίφημα είναι στην αυτονομία και το συγκεκριμένο μηχάνημα δεν αποτελεί εξαίρεση. Η μπαταρία των 75 Wh φτάνει άνετα για μία πλήρη ημέρα παραγωγικής εργασίας. Τις 22 ώρες που υπόσχεται βέβαια η ASUS δεν τις είδαμε (αφού προκύπτουν έπειτα από δοκιμή με το Wi-Fi αποσυνδεδεμένο και τη φωτεινότητα στα 150 cd/m2, τουτέστιν βάσει ενός όχι και τόσο ρεαλιστικού σεναρίου) αλλά δεν είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα να συμπληρώσουμε ακόμα και 12 ώρες τυπικής χρήσης. Εκεί που η ASUS δικαιώθηκε πανηγυρικά, ήταν στη φόρτιση, αφού χρειάστηκαν μόλις 50 λεπτά για να φτάσει από το μηδέν στο 60%, κάτι που θα εκτιμήσουν ιδιαίτερα όσοι μετακινούνται μεταξύ δωματίων, γραφείων, αιθουσών συναντήσεων και πελατών. Προσθέτουμε εδώ ότι η φόρτιση μπορεί να γίνει χρησιμοποιώντας έναν οποιονδήποτε φορτιστή USB Type-C 5-20 V (υπάρχει και συμβατότητα με Power Delivery) για μεγαλύτερη ευκολία και ευελιξία. Κάτι ακόμα που εκτιμήσαμε στη συσκευή της ASUS, ήταν η απουσία bloatware -κι αν αυτό το θεωρείτε δεδομένο, σας συστήνουμε να ρίξετε μια ματιά στο review του Lenovo Yoga Book 9i. Η ASUS έχει κρατήσει τα Windows 11 σχετικά καθαρά και λέμε «σχετικά» αφού ναι μεν εντοπίσαμε apps που ουδέποτε συναινέσαμε στην εγκατάστασή τους (Netflix, Spotify και το αναθεματισμένο McAfee) αλλά τουλάχιστον μιλάμε για εφαρμογές και πλατφόρμες που η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών χρησιμοποιεί έτσι κι αλλιώς. Για την προσαρμογή του laptop στις ανάγκες σας πάντως υπάρχει το MyASUS, ένας πίνακας ελέγχου, μέσω του οποίου θα ρυθμίσετε τα πάντα (από τις προτεραιότητες του Wi-Fi και το προφίλ χρώματος οθόνης, μέχρι την εξουδετέρωση θορύβου και την ταχύτητα λειτουργίας των ανεμιστήρων). Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν δύο ακόμα εφαρμογές της ASUS: το GlideX και το ScreenXpert 3. Το πρώτο θα σας διευκολύνει σε ό,τι έχει να κάνει με το screen mirroring/extension, προκειμένου φερ’ ειπείν να εκμεταλλευτείτε ένα tablet ως δεύτερη οθόνη για το laptop σας. Το δεύτερο κάνει κομματάκι ευκολότερη τη διαχείριση παραθύρων εφαρμογών που είναι ανοιχτά σε διάφορες οθόνες -συνδεδεμένες με το Zenbook 14 UM3402Y. Και οι δύο πάντως είναι καθαρά προαιρετικές και ένα σεβαστό ποσοστό κατόχων του laptop, δεν πρόκειται να τις ανοίξει ούτε μία φορά για δείγμα -στη χειρότερη, μπορείτε να τις δοκιμάσετε κι αν δεν σας κάνουν, να τις διαγράψετε (θα έχετε τη δυνατότητα να τις κατεβάσετε εκ νέου). Συμπέρασμα Το Zenbook 14 UM3402Y είναι μία ολοκληρωμένη πρόταση από την ASUS. Συμπαγές και λειτουργικό, απευθύνεται σε όσους δίνουν έμφαση στην παραγωγικότητα, αναζητώντας ένα laptop με καλή σχέση τιμής/απόδοσης. Οι 14 ίντσες, το χαμηλό βάρος και το λεπτό του προφίλ, το καθιστούν εξαιρετικά βολικό στη μεταφορά, ενώ το κόστος του δεν κρίνεται απαγορευτικό με βάση τα χαρακτηριστικά του. Η δε οθόνη προσφέρει εξαιρετικές και ξεκούραστες εμπειρίες θέασης, δίνοντας έμφαση στη φροντίδα των ματιών, ακόμα κι όταν μιλάμε για πολύωρη χρήση. Η τεχνολογία αφής δουλεύει εξαιρετικά και η παρεχόμενη γραφίδα πολύ θα θέλαμε να γίνει παράδειγμα προς μίμηση και για τις άλλες εταιρείες. Ακόμα κι έτσι όμως, με ή χωρίς οθόνη αφής, το Zenbook 14 UM3402Y δεν παύει να είναι ένα σύστημα που αξίζει την προσοχή σας. Κομψό, μοντέρνο, στιβαρό, με άρτια χαρακτηριστικά και πλήρες προφίλ συνδεσιμότητας, τα κάνει όλα χωρίς να υστερεί κάπου. Αν αναζητάτε ένα αξιόπιστο και συμπαγές μηχάνημα που θα σας επιτρέψει να μεγιστοποιήσετε και να διατηρήσετε σταθερή την παραγωγικότητά σας, το συγκεκριμένο δικαιούται να βρίσκεται στο ρετιρέ της λίστας σας.
    4 πόντοι
  21. Gaming σε laptop: τόσα πολλά άστρα πρέπει να ευθυγραμμιστούν για να πετύχει η συνταγή, που δεν βλέπουμε πολύ συχνά κάτι εξαιρετικά μοναδικό. Το ASUS ROG Strix Scar 17, η πιο πρόσφατη κυκλοφορία της ASUS στην κατηγορία, έρχεται υποσχόμενο πολλά. Με τον νεότερης τεχνολογίας AMD Ryzen 9 μέσα του, όπως κι ένα κάρο άλλα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά, τραβάει τα βλέμματα. Έφτασε στα χέρια μας, παίξαμε και παραθέτουμε την άποψή μας. Σχεδιασμός – Οθόνη Το design του ASUS ROG Strix Scar 17 είναι γνώριμο. Μαύρο μεταλλικό σασί, το (φωτιζόμενο) λογότυπο ROG στο κάλυμμα της οθόνης με μια διαγώνια γραμμή που «σκίζει» στα δύο το κάλυμμα. Η γραμμή εκτείνεται και στον λαιμό της οθόνης, όπου υπάρχει διχρωμία – το μεγαλύτερο μέρος είναι μαύρο, όμως περίπου το ¼ είναι ασημένιο με μεγάλα ανάγλυφα γράμματα “ROG”. Στην κάτω πλευρά, ένα τόξο από τη μέση και προς τον χρήστη είναι επίσης φωτιζόμενο με ρυθμιζόμενα RGB LED, τα οποία φωτίζουν προς τα κάτω. Αυτό που δεν είναι ρυθμιζόμενο, είναι το λογότυπο, το οποίο απλώς ανάβει πάντοτε, κάτι που δεν είναι πάντα ιδανικό στο σπίτι. Ως 17άρι laptop, αναμενόμενα έχει αρκετά μεγάλες διαστάσεις και βάρος. Συγκεκριμένα, φτάνει περίπου τα 3 κιλά (2.94kg) με διαστάσεις 39.5x28.2x2.83cm. Στην πίσω πλευρά θα βρούμε γρίλιες εξαερισμού και μερικές θύρες: 2x USB Type-C 3.2 Gen 2, 2.5G LAN, HDMI 2.1 και υποδοχή για τον φορτιστή των 330W. Αριστερά υπάρχουν πάλι γρίλιες εξαερισμού και πιο κοντά στο κέντρο, δύο θύρες USB-A 3.2 Gen 1 και μια θύρα ακουστικών 3.5mm. Η δεξιά πλευρά είναι καθαρή, πλην ενός ακόμη κομματιού με γρίλιες. Κάτω, το μεγαλύτερο μέρος καλύπτεται από γρίλιες εξαερισμού, οπότε είναι προτιμότερο να τοποθετείται κάπου όπου δεν θα φράζουν οι τρύπες. Ανοίγοντας το laptop, βλέπουμε το μεγάλο touchpad (130 x 77mm) ελαφρώς πιο αριστερά από το κέντρο. Το πληκτρολόγιο που βρίσκεται από επάνω είναι πλήρους μεγέθους με NumPad και προφίλ 2mm. Είναι άνετο για πληκτρολόγηση, αθόρυβο και άμεσο, ενώ πέραν του NumPad περιλαμβάνει και πέντε προγραμματιζόμενα πλήκτρα. Στη χρήση, το πληκτρολόγιο ήταν άψογο και άμεσο, όμως θα θέλαμε λίγο μεγαλύτερα τα βελάκια – υπάρχει αρκετός ελεύθερος χώρος εκεί, δεν εξηγείται να είναι τόσο μικρά. Κάτω από το πληκτρολόγιο υπάρχει φωτισμός RGB ανά πλήκτρο, με επιλογή ανάμεσα σε στατικό χρώμα ή 12 εφέ. Δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής φωτισμού ανά πλήκτρο ή ανά ομάδες πλήκτρων, κάτι που θα θέλαμε ενώ στα μείον είναι και η ευκολία με την οποία μπορούμε να αφήσουμε δαχτυλιές. Περνάμε στην οθόνη, ένα τεράστιο πάνελ 17.3” τεχνολογίας IPS με ανάλυση QHD (2560x1440), φωτεινότητα 350nits και ρυθμό ανανέωσης στα 240Hz με απόκριση 3ms GtG. Ο ρυθμός ανανέωσης είναι εκπληκτικά υψηλός και, όπως θα δούμε παρακάτω, πολλά παιχνίδια μπορούν να τρέξουν σε τόσο υψηλά fps με άνεση. Δοκιμάζοντας την οθόνη σε περιβάλλον γραφείου, ο φωτισμός ήταν επαρκής και το πάνελ δεν αντανακλούσε τα φώτα, οπότε εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φωτεινούς χώρους. Με κάλυψη χρώματος DCI-P3 100%, μπορεί να λειτουργήσει τόσο καλά για gaming όσο και για επεξεργασία εικόνας ή βίντεο, τρία σενάρια που δοκιμάσαμε στον υπολογιστή και δεν μας απογοήτευσε. Στα πλάγια και επάνω, τα περιθώρια είναι αμελητέα, ενώ το περιθώριο στο κάτω μέρος είναι αισθητά μεγαλύτερο όμως δεν ενοχλεί. Δίνει την αίσθηση πως ο βραχίονας είναι πιο στιβαρός, κάτι που φαίνεται να ισχύει στο διάστημα που χρησιμοποιήσαμε το laptop, αφού ανοίγαμε την οθόνη με δύο χέρια για προσοχή (και λόγω μεγέθους) και υπήρχε λίγη αντίσταση. Στο κάτω μέρος βρίσκονται στερεοφωνικά ηχεία με πιστοποίηση Dolby Atmos, τα οποία παράγουν πολύ δυνατό ήχο και ισχυρό μπάσο, τα οποία εκτιμήσαμε στο παιχνίδι όπως και σε μουσική ή ταινίες. Έχοντας τα παραπάνω κατά νου, η εμπειρία που μας προσέφερε σε οτιδήποτε οπτικοακουστικό ήταν άριστη. Εφόσον μιλάμε για gaming laptop, πάντοτε προτιμούσαμε μεγάλη οθόνη για να το απολαμβάνουμε στο έπακρο – ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται για συσκευές με τόσο μεγάλη αυτονομία ώστε να μας ενδιαφέρει πολύ το χαμηλό βάρος ή ο όγκος. Οπότε με το ASUS ROG Strix Scar 17, βλέπαμε ταινίες και παίζαμε παιχνίδια στο γραφείο με φοβερή άνεση, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον εξοπλισμός ή στήσιμο-ξεστήσιμο (πλην του ποντικιού). Η επάνω πλευρά της οθόνης έχει ένα μικρό εξόγκωμα κι αυτό φιλοξενεί την webcam, ανάλυσης HD. Δεν είναι η καλύτερη ούτε η χειρότερη webcam που έχουμε χρησιμοποιήσει, οπότε για επαγγελματικού επιπέδου βιντεοκλήσεις, δεν είναι ιδανική. Για μια φιλική βιντεοκλήση είναι ικανοποιητική κι αυτό μας καλύπτει με το παραπάνω. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Χωρίς καμία αμφιβολία, το εντυπωσιακότερο χαρακτηριστικό του ASUS ROG Strix Scar 17 είναι ο επεξεργαστής του. Είναι η πρώτη μας επαφή με τον AMD Ryzen 9 7945HX, ένα «κτήνος» με χρονισμό στα 2.5GHz (5.4GHz Boost), 64MB L3 Cache και 55W TDP. Συνδυάζεται με μια NVIDIA GeForce RTX 4090 16GB (175W), 32GB RAM DDR5 @ 4800Hz όπως κι έναν 1TB Samsung SSD με ταχύτητες 6.7GB/s read και 4.9GB/s write. Πρώτα, τρέξαμε ορισμένα benchmarks. Στο Cinebench R23 έφερε σκορ 1557 (ST) και 27850 (nT), στο Geekbench 5 σκορ 2290 (Single) και 14577 (Multi) και στο TimeSpy DX12 σκορ 12591. Πρόκειται για έναν από τους γρηγορότερους επεξεργαστές στην αγορά αυτή τη στιγμή, δείχνοντας πως η AMD δεν αστειεύεται και η Intel θα πρέπει να… ιδρώσει πολύ για το ψωμί της στο εξής. Προφανώς, στην απλή καθημερινότητα του γραφείου δεν αντιμετωπίσαμε το παραμικρό ζήτημα χρησιμοποιώντας Slack, Outlook, Word, Excel μαζί με Edge browser όπου είναι διαρκώς ανοιχτά τα Gmail, YouTube και πολλαπλές άλλες καρτέλες. Ταυτόχρονα, δοκιμάσαμε να τρέξουμε παιχνίδι παράλληλα με video editing και πάλι, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου – όλα όσα κάναμε, εναλλάσσοντας και παράθυρα, ήταν αστραπιαία και με μηδενικά κολλήματα. Κι όλα αυτά, είναι πολύ αξιοσημείωτο πως γίνονται με τόσο χαμηλή κατανάλωση. Τρέχοντας το PugetBench για το Davinci Resolve, πήραμε σκορ 2123, από τα καλύτερα που έχουμε δει ανεξαρτήτως συστήματος. Σε performance mode (αντί του turbo mode), όπως και χρησιμοποιήσαμε κατά κύριο λόγο το laptop, οι ανεμιστήρες έμεναν κάτω από τα 30dBA. Στο turbo mode η διαφορά είναι αισθητή, αφού δεν παρατηρήσαμε να πέφτουν κάτω από 50dBA παίζοντας παιχνίδια. Δική μας προτίμηση ήταν ξεκάθαρα το performance mode, αφού στα παιχνίδια που παίζαμε είχαμε ήδη πολύ υψηλά fps και ποιότητα, οπότε ποιος ο λόγος να μας παίρνει τα αυτιά ο ανεμιστήρας; Ενδεχομένως για πιο απαιτητικές εργασίες το turbo mode να είναι χρήσιμο ή ακόμη κι απαραίτητο, όμως μας κάλυψε και με το παραπάνω το «απλό» performance mode. Μιλώντας για παιχνίδια, δοκιμάσαμε αρκετά μόνο και μόνο για να… θαυμάσουμε τα αποτελέσματα και την αρμονική συνεργασία μεταξύ AMD και NVIDIA αφού στο συγκεκριμένο laptop συναντιούνται οι κορυφαίες τους προτάσεις για το mobile χώρο. Πρώτο-πρώτο το Cyberpunk 2077, που έχει λάβει και μπόλικα patches για ζητήματα γραφικών και τεχνικά γενικότερα. Σε ρυθμίσεις High/1080p, έφτασε τα 144fps και σε 1440p τα 90fps κατά μέσο όρο, πάντοτε σε performance profile. Αντίστοιχα, το Final Fantasy XIV με τις καλύτερες δυνατές ρυθμίσεις, ξεπερνούσε τα 100fps σταθερά σε 1440p. Στο Rainbow Six Siege, είδαμε αστρονομικά νούμερα – 450fps σε High/1080p και 200fps σε 1440p. Το Red Dead Redemption 2 ήταν το πιο… σκληρό καρύδι, φτάνοντας τα 80fps σε High/1080p και πάνω από 70fps στις υψηλότερες ρυθμίσεις και 1440p. Συνέχεια με F1 2022 όπου και εδώ είχαμε αστρονομικά νούμερα με μέσο όρο 376fps, με ενεργό το FidelityFX Sharpening. Παίξαμε και Forza Horizon 5, όπου με τα πάντα στο Extreme, το ROG Strix Scar 17 δεν ίδρωσε καν δίνοντας 129fps ενώ με Ultra Preset ανεβήκαμε στα 141fps. Γενικά, ήταν δύσκολο να βρούμε παιχνίδια που έτρεχαν με λιγότερα από 100fps στις υψηλότερες ρυθμίσεις στο performance mode, ενώ το turbo mode έφερε μεν καλύτερα αποτελέσματα όμως -καθαρά για τη δική μας περίπτωση- δεν άξιζε ο επιπλέον θόρυβος. Αν κάποιος φοράει ακουστικά ή δεν τον ενοχλεί, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη καλύτερα χάρη στο turbo mode. Ένα άλλο σημείο όπου ο AMD Ryzen 9 7945HX δείχνει τα «δόντια» του, είναι αυτό που δεν περιμέναμε να δούμε σε ένα gaming laptop: στην αυτονομία. Το ASUS ROG Strix Scar 17 έρχεται με μπαταρία 90Wh και υπόσχεται τουλάχιστον 6 ώρες αυτονομίας σε performance mode, ενδεχομένως ακόμη περισσότερο σε battery saver και περίπου 3 ώρες σε turbo mode. Για ένα gaming laptop, και δη τόσο ισχυρό, τα νούμερα είναι πολύ υψηλά και καλοδεχούμενα. Έξι ώρες χρήσης (όχι παιχνιδιού, προφανώς) σημαίνουν πως πράγματι μιλάμε για έναν ευέλικτο υπολογιστή που ναι μεν μπορεί να γίνει ένα τρομερό workstation, όμως αν προκύψει ανάγκη, προσφέρει μερικές ώρες χρήσης μακριά από πρίζα. Το λογισμικό ASUS Armoury Crate που συνοδεύει το laptop προσφέρει αρκετές ανέσεις και πληροφορίες για να φέρετε το σύστημα στα μέτρα σας. Χώρια του ότι ο φωτισμός μπορεί να συγχρονιστεί με άλλα περιφερειακά ASUS, έχει πιο πρακτικές χρήσεις όπως τη δημιουργία profiles για διάφορα παιχνίδια ή προγράμματα, εύκολα updates σε drivers και εφαρμογές, όπως και δώρα για τα μέλη. Δεν είναι η πιο μεγάλη και πλούσια σουίτα επιλογών, όμως είναι χρήσιμη σε όσα δίνει και κυρίως, δεν είναι παρεμβατική – οπότε κερδίζει πόντους για εμάς. Συμπέρασμα Το ASUS ROG Strix Scar 17 είναι το κορυφαία gaming laptop που έχουμε δοκιμάσει και σίγουρα ένα στα top 3 της αγοράς, κάτι που οφείλεται εν πολλοίς στον κορυφαίο AMD Ryzen 9 7945X που δίνει ρεσιτάλ στις επιδόσεις και την κατανάλωση ενέργειας. Η αυτονομία είναι πολύ καλή για ένα gaming laptop και ο θόρυβος στο performance profile χαμηλός. Μια μεγάλη, ποιοτική οθόνη συνδυάζεται με δύο δυνατά και καλοφτιαγμένα ηχεία για μια πολύ καλή οπτικοακουστική εμπειρία. Τα μοναδικά ουσιαστικά παράπονα έχουν να κάνουν κυρίως με ορισμένα σημεία στον σχεδιασμό της συσκευής, οπότε είναι κάπως υποκειμενικά όμως σίγουρα θα απασχολήσουν αρκετούς. Αν κάποιος προτίθεται να κινηθεί σε ένα top-end gaming laptop και να βλέπει τριψήφια fps σχεδόν σε κάθε παιχνίδι, η λύση είναι εδώ.
    4 πόντοι
  22. Η ASUS συνεχίζει την επέλασή της στον χώρο των φορητών υπολογιστών. Σειρά έχει το ανανεωμένο ASUS ROG Zephyrus G16 του 2024 σε διάφορες εκδόσεις και τιμές, το οποίο έκλεψε τις εντυπώσεις στη CES 2024 όταν και οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν πρώτη φορά. Η συγκεκριμένη σειρά διαθέτει ισχυρά χαρακτηριστικά, ανήκοντας στην οικογένεια των ROG, και τα Zephyrus ισορροπούν μεταξύ κομψότητας και δύναμης τόσο οπτικά όσο και πρακτικά. Είναι laptop που μπορεί να αντέξει gaming ή γραφιστικά, όμως διατηρεί λεπτό προφίλ και εύκολη φορητότητα. Έχοντας χρησιμοποιήσει για αρκετό διάστημα το ASUS ROG Zephyrus G16, παραθέτουμε τη γνώμη μας. Σχεδιασμός – Οθόνες Ξεκινάμε με το πάχος, μιας και είπαμε πως έχει λεπτό προφίλ, το οποίο φτάνει στα 17.4mm. Δεδομένων των χαρακτηριστικών του (π.χ. RTX 4090), είναι εντυπωσιακό πόσο λεπτό παραμένει, με τους μηχανικούς της εταιρείας να κάνουν θαύματα τόσο σ' αυτό το μοντέλο όσο και στο αδερφάκι του των 14". Ως 16άρι σε διαστάσεις οθόνης, φτάνει τα 35.4x24.6cm και μπορεί εύκολα να τοποθετηθεί σε τσάντα πλάτης. Το βάρος του αγγίζει σχεδόν τα 2 κιλά, οπότε ούτε είναι πούπουλο, ούτε ασήκωτο – η μεταφορά γενικώς είναι εύκολη υπόθεση. Όσο για την εξωτερική του εμφάνιση, είναι ιδιαίτερη και τραβάει τα βλέμμα όμως όχι για τους συνήθεις λόγους που το κάνει ένα gaming laptop. Στο επάνω κάλυμμα θα βρούμε μια διαγώνια γραμμή στο κέντρο, στην οποία βρίσκονται μικρά LED που μπορούν να ανάβουν ρυθμικά είτε για ομορφιά, είτε συγχρονισμένα με λειτουργίες όπως οι ειδοποιήσεις. Μπορούν, βέβαια, και να απενεργοποιηθούν όμως δεν μας ενόχλησαν. Πέραν αυτών, στην κάτω αριστερή γωνία υπάρχει ένα λογότυπο ASUS ROG και κατά τα άλλα, το αλουμινένιο σώμα είναι καθαρό και όμορφο που δύσκολα θα καταλάβει κάποιος ότι μιλάμε για ένα από τα καλύτερα gaming laptop της αγοράς. Στα χέρια μας ήρθε η λευκή έκδοση (Platinum White) όμως κυκλοφορεί και σε πιο παραδοσιακό μεταλλικό γκρι. Στη δεξιά πλευρά θα βρούμε μία θύρα USB 3.2 Gen2 Type-C που ντουμπλάρει ως DisplayPort 1.4 με G-Sync και φέρει USB PD 100W 3.0. Επιπλέον, θα βρούμε μια θύρα USB 3.2 Gen2 Type-A και έναν αναγνώστη καρτών SD. Στην αριστερή πλευρά βρίσκεται η υποδοχή του φορτιστή, οπότε οι θύρες USB μένουν ελεύθερες, μαζί με μία Thunderbolt 4/DP2.1 για iGPU και 100W PD 3.0. Βρίσκονται επίσης μια θύρα HDMI 2.1 FRL και μία κοινή θύρα ακουστικών/μικροφώνου. Ένα συχνό παράπονο που έχουμε σε σύγχρονα laptops σχετικά με τις θύρες, δεν υφίσταται εδώ, αφού πέραν της ξεχωριστής θύρας για τροφοδοσία υπάρχει και αναγνώστης καρτών – όλα καλοδεχούμενα. Ανοίγοντας το laptop βλέπουμε εξίσου λιτό σχεδιασμό, με το πληκτρολόγιο κεντραρισμένο και αριστερά-δεξιά να βρίσκονται κάθετες σειρές οπών, πίσω από τις οποίες βρίσκονται τα ηχεία. Συγκεκριμένα, έρχεται με έξι ηχεία (2 tweeters και 4 woofers, με υποστήριξη Dolby Atmos) και η εμπειρία ήχου είναι φανταστική. Πλούσια, γεμάτη μπάσο και με καθαρά πρίμα, είναι εξίσου άριστη για παιχνίδια, βίντεο και μουσική. Πίσω στον σχεδιασμό, το πληκτρολόγιο καταλαμβάνει σχεδόν τη μισή έκταση, έχοντας χώρο για τέσσερα πλήκτρα macro στην επάνω αριστερή μεριά και προς τα δεξιά βρίσκεται το κουμπί ενεργοποίησης. Τα πλήκτρα έχουν ικανοποιητικό βάθος, γέρνοντας περισσότερο προς το ρηχό, όμως προσαρμοστήκαμε εύκολα και πληκτρολογούσαμε κείμενα με άνεση. Ενδιαφέρον έχει το touchpad, που είναι γιγαντιαίων διαστάσεων και καταλαμβάνει την κάθετη έκταση από το πληκτρολόγιο έως και την κάτω άκρη, ενώ σε πλάτος είναι περίπου το ένα τρίτο του συνόλου και λίγο παραπάνω. Είναι αρκετά εύχρηστο και το μεγάλο μέγεθος βόλεψε σε μικροεργασίες στο Photoshop, ενώ σε browsing και απλές δουλειές ήταν παραπάνω από αρκετό για κάθε κίνηση. Στην κάτω πλευρά του laptop θα βρούμε πολλαπλές εξόδους αέρα, λόγω του συστήματος απαγωγής θερμότητας vapor chamber που ενσωματώνεται. Με τον τρόπο που ανοίγει η οθόνη, δεν τερματίζει στις 180 μοίρες οπότε το κενό από κάτω της αξιοποιείται από τους αεραγωγούς. Έτσι, ο θερμός αέρας δεν καταλήγει στο κάτω μέρος της οθόνης, όπως συμβαίνει σε πολλά laptops, αλλά φεύγει μακριά από το σώμα της συσκευής. Θα δούμε στην πορεία και πόσο καλά διαχειρίζεται τη θερμότητα. Η οθόνη έχει μέγεθος 16” και εντυπωσιακό πάνελ OLED (κυκλοφορεί και με TFT) ανάλυσης 2.5K (2560x1600) με ρυθμό ανανέωσης στα 240Hz και μέγιστη φωτεινότητα στα 500nits. Απευθυνόμενη σε επαγγελματίες, έχει κάλυψη 100% DCI-P3 και πιστοποιήσεις Pantone, Dolby Vision και VESA DisplayHDR TrueBlack 500. Όπως και σε άλλα laptops της εταιρείας, έτσι κι εδώ η εμπειρία είναι αψεγάδιαστη τόσο σε χρώματα, όσο και σε χρόνους απόκρισης ή ομαλότητα. Κάνοντας color correction σε διάφορα βίντεο, η εμπειρία ήταν απολαυστική και δεν είχε να ζηλέψει κάτι από το… αντίπαλο δέος που συχνά προτιμούν οι γραφίστες. Τα πράγματα ήταν εξίσου θετικά στο gaming, όπου δοκιμάσαμε τίτλους με σκοτεινά περιβάλλοντα ή πλούσιες χρωματικές παλέτες. Στο πρόσφατο Dead Space, οι σκοτεινοί διάδρομοι και τα χαμηλά φώτα που τρεμόπαιζαν μέσα τους αποτυπώθηκαν τέλεια χάρη στο OLED πάνελ, ενώ τίτλοι όπως το Okami HD ή το Hi-Fi Rush έλαμψαν και πήραν ζωή. Από την άλλη, παιχνίδια όπως το Counter-Strike 2 που δεν εμπίπτουν τόσο στις παραπάνω κατηγορίες, επωφελήθηκαν από τον πολύ υψηλό ρυθμό ανανέωσης που μπορούσε να υποστηρίξει τόσο η οθόνη, όσο και η κάρτα γραφικών. Συνολικά, η οπτικοακουστική απόδοση είναι κορυφαίου επιπέδου από κάθε άποψη. Μια σύντομη αναφορά και στην 1080p webcam, μόνο και μόνο για τις υψηλές επιδόσεις της. Η ASUS δεν σκέφτηκε να… γλιτώσει σε κόστη χρησιμοποιώντας μια φθηνή επιλογή, αντ’ αυτού ενσωματώνοντας μια αξιόλογη κάμερα που εξυπηρετεί ακόμη και για vlogging, με ευκρινή εικόνα και χαμηλό θόρυβο. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Στα χέρια μας έφτασε το ASUS ROG Zephyrus G16 με Intel Core Ultra 9 185-H, 32GB LPDDR5x RAM, κάρτα γραφικών NVIDIA GeForce RTX 4090 16GB και 2TB PCIe 4.0 NVMe M.2 SSD. Υπάρχουν παραλλαγές με οθόνη TFT, κάρτα γραφικών RTX 4050 έως 4090 και επεξεργαστή Intel Core Ultra 7, με αντίστοιχες αλλαγές σε RAM και αποθηκευτικό χώρο. Αυτό οδηγεί τις τιμές να ξεκινούν από τις 2000€ και φτάνουν έως τα διπλάσια χρήματα. Υπάρχουν επιλογές για Intel Core Ultra 7, Intel Core Ultra 5 και συνδυασμούς RAM/ROM έως 32GB/2TB, οπότε το πιο οικονομικό μοντέλο αναμένεται κάτω από τις 2000€. Και εδώ γίνεται ένα σημαντικό βήμα, ρίχνοντας σημαντικά την τιμή αγοράς συγκριτικά με προηγούμενα μοντέλα της σειράς. Μια ακόμη σημείωση για τις διαφορές έχει να κάνει με τις οθόνες, οι οποίες στα πιο προσιτά μοντέλα έχουν ανάλυση 2K (1920x1200) και ρυθμό ανανέωσης στα 60Hz, όμως κατά τα άλλα διατηρούν κοινά χαρακτηριστικά. Δοκιμάσαμε, αρχικά, κάποια benchmarks. Πρώτο ήταν το Cinebench R23, για το οποίο πήραμε δεδομένα σε Turbo (80W), Performance (65W) και Silent (60W) mode. Στη πρώτη περίπτωση, το σκορ κινήθηκε περίπου στις 18.500 (multi core) και στις 3.000 (single core), πέφτωντας ελάχιστα με τις δύο άλλες επιλογές Και σε πραγματικά σενάρια χρήσης, είδαμε πως το Performance mode ήταν αρκετό ακόμη και σε απαιτητικά παιχνίδια, ενώ το Silent κάλυπτε με άνεση μεσαίων απαιτήσεων τίτλους όπως και εργασία σε π.χ. Adobe Photoshop. Το Turbo δεν μας χρειάστηκε πραγματικά, τουλάχιστον στη δική μας ρουτίνα, όμως αναμφίβολα υπάρχουν ανάγκες που καλύπτει είτε σε βαριές εργασίες είτε σε ακόμη πιο πολύπλοκα games. Σε άλλα benchmarks πήραμε σκορ 2448 στο Geekbench 6.2 για single core επιδόσεις και 14195 για multi-core, 7027 στο Time Spy Extreme στο 3D Mark και 7594 στο PC Mark 10. Οι ανεμιστήρες λειτουργούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα θορύβου, με μέγιστη τιμή περίπου τα 50dB σε Turbo Mode, φτάνοντας τα 42-45dB σε Performance με χαμηλότερο όριο τα 35dB σε Silent mode. Ακόμη και σε Turbo, ο ήχος των ηχείων καλύπτει τον θόρυβο των ανεμιστήρων, ενώ σε Performance ή Silent είναι αμελητέα ενόχληση που «πνίγεται» σε περιβάλλον γραφείου ούτως ή άλλως και θα γίνει αντιληπτός μόνο σε απόλυτη ησυχία (π.χ. στο σπίτι). Μετρήσαμε επίσης τις θερμοκρασίες στα παραπάνω τρία modes. Παίζοντας Cyberpunk 2077 σε Turbo mode, οι θερμοκρασίες άγγιξαν τους 90 βαθμούς Κελσίου σε CPU και 85 σε GPU. Γυρίζοντας σε Performance mode, είχαμε πτώση 5-10 μονάδων σε CPU και GPU, ενώ σε Silent mode η πτώση ήταν ακόμη μεγαλύτερη και το «ταβάνι» πλέον ήταν στους 75-80 βαθμούς Κελσίου. Παρατηρήσαμε πως το laptop ήταν πολύ ζεστό στην αφή προς σημείο από όπου εξάγεται ο θερμός αέρας, οπότε δοκιμάσαμε να το τοποθετήσουμε σε μια απλή βάση που το σήκωνε ελαφρώς ψηλότερα. Με αυτή την απλή κίνηση, η θερμοκρασία έπεσε περίπου 5-7 μονάδες σε Turbo και Performance mode, με μικρότερη αλλά υπαρκτή πτώση ακόμη και σε Silent. Φαίνεται πως ο αέρας δεν παγιδεύεται στην οθόνη μεν, αλλά δύσκολα ξεφεύγει από κάτω της και δη αν πρόκειται για ξύλινη επιφάνεια. Σε επιδόσεις, δεν περιμέναμε κάτι λιγότερο από το «τέλειο». Ray tracing όπου ήταν εφικτό, γραφικά στο Ultra και ανάλυση QHD ήταν το «ταβάνι» σε διάφορα παιχνίδια, όπως Cyberpunk 2077, όπου πήραμε 70-80fps με ελάχιστες πτώσεις. Πηγαίνοντας σε παιχνίδια όπως DOTA 2, Red Dead Redemption 2, The Witcher III: Wild Hunt, Doom Eternal και άλλα, ο τριψήφιος αριθμός fps ήταν στάνταρ, πάντοτε μιλώντας για Turbo mode. Στο Performance, η απόδοση έπεσε μεν όμως όχι δραματικά, με το Cyberpunk 2077 να κινείται ανάμεσα σε 65-70fps και τους υπόλοιπους τίτλους να είναι πάνω από τα 100fps ή ελάχιστα κάτω. Τέλος, το Silent mode τα πήγε καλά τηρουμένων των αναλογιών, κρατώντας σταθερά 30fps με ίδιες ρυθμίσεις στο Cyberpunk 2077, τις οποίες αν ρίχναμε σε ένα μίγμα Medium/High παίρναμε ξανά σταθερά 60fps. Είχαμε μεγάλες πτώσεις ακόμη και στο Doom Eternal, που είναι τρομερά βελτιστοποιημένο, τρέχοντας πλέον στα 80fps – σχεδόν στο ένα τρίτο συγκριτικά με το Turbo. Παλαιότεροι τίτλοι ή λιγότερο απαιτητικοί θα τρέξουν σταθερά και στις μέγιστες ρυθμίσεις σε Silent mode, ενώ το Performance ήταν η χρυσή τομή για εμάς. Η μπαταρία των 90Wh προσφέρει αυτονομία που τερματίζει περίπου στις 6 ώρες, βάσει δικών μας δοκιμών. Ρίχνοντας τον ρυθμό ανανέωσης στα 60Hz και κρατώντας την φωτεινότητα στο 60%, δουλεύαμε σε προγράμματα Office για περίπου 5-6 ώρες σε Silent mode. Δοκιμάζοντας παιχνίδια, ακόμη και σε Silent mode, παίρναμε το πολύ μιάμιση ώρα χρήσης. Για επεξεργασία φωτογραφιών σε Photoshop, κινούταν κάπου στις 2-3 ώρες ενώ για βίντεο, έπεφτε πάλι στις 1-2 ώρες. Είναι κυρίως υπολογιστής που απαιτεί σταθερή τροφοδοσία, δεδομένων των δυνατοτήτων του, αλλά για βασικές εργασίες η αυτονομία είναι απλώς ικανοποιητική και μπορεί να κρατηθεί μερικές ώρες εκτός πρίζας. Το τροφοδοτικό των 240W που τον συνοδεύει χρειάζεται περίπου 2 ώρες για μια πλήρη φόρτιση, χρόνος που αυξάνεται αν χρησιμοποιείται τροφοδοσία USB-C – τουλάχιστον προσφέρει ευελιξία για μια ώρα ανάγκης. Μέσω της εφαρμογής Armoury Crate γίνεται η επιλογή προφίλ λειτουργίας (Turbo κλπ), όπως και δίνεται η δυνατότητα για δημιουργία προφίλ όπου ο χρήστης ρυθμίζει ταχύτητα ανεμιστήρων κλπ. Από το ίδιο λογισμικό παραμετροποιείται η λειτουργία του LED στην πλάτη της οθόνης, όπως και χρωματικές ρυθμίσεις οθόνης, ρύθμιση των πλήκτρων macro και άλλα. Στην περίπτωση του LED, όπως αναφέραμε έχουμε πλέον μια απλή λωρίδα και παρελθόν αποτελούν οι πρώτες υλοποιήσεις που έδιναν πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα με animation και γράμματα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό αφού κατά γενική ομολογία τα νεότερα μοντέλα ειναι πιο όμορφα, δίνοντας έναν πιο επαγγελματικό χαρακτήρα αν και στο εσωτερικό τους διαθέτουν κορυφαία χαρακτηριστικά για gaming αξιώσεων. Σε κάθε περίπτωση, όπως έχουμε σημειώσει και παλιότερα, το Armoury Crate είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις εύχρηστου, χρήσιμου και καθόλου παρεμβατικού λογισμικού που συνεισφέρει θετικά στην εμπειρία. Συμπέρασμα Το φετινό ASUS ROG Zephyrus G16 είναι μια σπάνια περίπτωση, όπου σε κάθε σχεδόν τομέα τα καταφέρνει περίφημα χωρίς αστερίσκους. Από τον συνδυασμό CPU/GPU μέχρι τις θύρες κι από την οθόνη έως τα ηχεία ή την webcam, είναι μια premium λύση που δικαιολογεί το (καθόλου ευκαταφρόνητο) κόστος αγοράς. Ένα σημείο όπου αναμέναμε να μην διακριθεί -κι έτσι συμβαίνει- είναι η αυτονομία, ενώ παρά το καλοφτιαγμένο σύστημα διαχείρισης θερμότητας, μια απλή βάση το κάνει να αποδίδει ακόμη καλύτερα (και δεν θα έπρεπε).
    3 πόντοι
  23. Με το Realme 12 Pro Plus 5G, η Realme επέλεξε να επαναπροσδιορίσει ορισμένα στοιχεία του προκατόχου του, προσφέροντάς μας αυτή τη φορά μία πολύ πιο ισορροπημένη, εξίσου ποιοτική, αν και κομματάκι ακριβότερη συσκευή -με την ελαφρά αύξηση της τιμής πάντως να κατατάσσει πλέον το smartphone στην κατηγορία των high-end συσκευών. Ακόμα κι έτσι ωστόσο, έχουμε να κάνουμε με μία πρόταση που προσφέρει μία εντυπωσιακή, all-around εμπειρία χρήσης, καλύπτοντας στο έπακρο τα «θέλω» του απαιτητικού χρήστη. Πάμε να τη δούμε αναλυτικότερα. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Ως προς το look, η συσκευή θυμίζει έντονα το Realme 11 Pro Plus. Η πιο χτυπητή διαφορά βρίσκεται στο κυκλικό τμήμα στην πλάτη του, με τους φακούς να είναι πλέον συμμετρικά τοποθετημένοι. Κατά τα άλλα η υπόλοιπη επιφάνεια είναι καλυμμένη με vegan δέρμα, φέροντας στο μέσον της ένα διακριτό χώρισμα που παραπέμπει σε φερμουάρ. Αν και η αίσθηση που αποπνέει αυτό είναι πραγματικά premium, το πλαστικό πλαίσιο μετριάζει την όλη εμπειρία, αν και βοηθά στη διατήρηση του βάρους -οριακά- κάτω από τα 200 γραμμάρια. Τόσο η πλάτη, όσο και η οθόνη στην πρόσοψη του Realme 12 Pro Plus 5G φέρουν κυρτά άκρα, κάτι που κάνει το κράτημά του ιδιαίτερα άνετο. Σε συνδυασμό μάλιστα και με το εξαιρετικά λεπτό προφίλ του (μόλις 8,75 χιλ.) μιλάμε για μία από τις πλέον κομψές και συμπαγείς συσκευές που κυκλοφορούν στην αγορά. Αξίζει να σημειώσουμε πως το τηλέφωνο έρχεται σε κόκκινο, μπεζ και μπλε χρώμα ενώ φέρει προστασία από νερό και σκόνη βάσει IP65. Οθόνη & κάμερες Στην πρόσοψη όπως αναμενόταν κυριαρχεί η οθόνη των 6,7 ιντσών με τα κυρτά άκρα, όπως προείπαμε (κάτι που δεν συνηθίζεται από τα smartphones στο εύρος τιμών του του Realme 12 Pro Plus 5G). Καταλαμβάνει το 93% της συνολικής επιφάνειας, η ανάλυσή της είναι 2412 x 1080 και προσφέρει λόγο αντίθεσης 5.000.000:1, κάλυψη 100% του χώρου DCI-P3 και χρώμα 10-bit, ρυθμό δειγματοληψίας 240 Hz και ρυθμό ανανέωσης έως 120 Hz. Ο τελευταίος προσαρμόζεται βάσει τριών ρυθμίσεων: standard για 60 Hz σταθερά, auto select για αυτόματη προσαρμογή ανάλογα με την εφαρμογή, high για 120 Hz σταθερά με ελάχιστες εξαιρέσεις. Αν τα παραπάνω σας φαίνονται γνώριμα… είναι. Η οθόνη του Realme 12 Pro Plus 5G είναι η ίδια OLED με εκείνη του προκατόχου του με τις επιδόσεις της να παραμένουν ικανοποιητικές έναν χρόνο αργότερα. Προστατεύεται μάλιστα από γυαλί (χωρίς όμως να ξέρουμε τον κατασκευαστή του), φέρει πιστοποίηση χαμηλών εκπομπών μπλε ακτινοβολίας από την TUV Rheinland ενώ είναι εξοπλισμένη και με σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος ο οποίος δουλεύει αρκετά καλά, ίσως καλύτερα και από πιο ακριβές προτάσεις. Στις κάμερες τώρα, ο «κράχτης» του Realme 11 Pro Plus, η κύρια κάμερα των 200 MP αποτελεί παρελθόν, χωρίς όμως αυτό να αποτελεί απαραίτητα αρνητική εξέλιξη. Η Realme επέλεξε να προικίσει τη συσκευή με ένα πιο ισορροπημένο σύστημα το οποίο είναι σε θέση να χαρίσει, όπως διαπιστώσαμε κι οι ίδιοι, σπουδαία αποτελέσματα. Έτσι, το Realme 12 Pro Plus 5G έρχεται με κύρια κάμερα 64 MP (f/2,8, φακό τεσσάρων στοιχείων 16-71 χιλ., αισθητήρα 1/2 ιντσών, OIS), περισκοπικό τηλεφακό Sony IMX890 50 MP (f/1,8, φακό έξι στοιχείων, OIS) και υπερευρυγώνια κάμερα 8 MP (f/2,2, φακό πέντε στοιχείων, FOV 112ο). Ο συνδυασμός αυτός τα καταφέρνει περίφημα μέρα και νύχτα, χαρίζοντας λήψεις με εντυπωσιακή λεπτομέρεια και ελάχιστο θόρυβο. Τα χρώματα είναι σε ρεαλιστικούς τόνους με την AI να βάζει μεν το χεράκι της αλλά δίχως να αλλοιώνει τις λήψεις. Σε περίπτωση που θελήσετε να zoomάρετε, την καλύτερη δουλειά την κάνει ο τηλεφακός με το 3x zoom: οι φωτογραφίες σας θα παραμείνουν πεντακάθαρες, ακόμα κι όταν ο φωτισμός δεν είναι και ο καλύτερος δυνατός. Αν και μπορείτε να ανέβετε σε υψηλότερα επίπεδα εστίασης, το συγκεκριμένο (3x) είναι μάλλον αυτό που θα σας δώσει τις καλύτερες εικόνες. Ο τηλεφακός του Realme 12 Pro Plus 5G μας άφησε πολύ καλές εντυπώσεις (όχι κι άδικα αφού στην κατηγορία του, δύσκολα θα βρει κανείς καλύτερο) και στα πορτρέτα, αν και εδώ απαιτείται φωτισμός άνω του μετρίου. Στα των βίντεο προσφέρονται αρκετές επιλογές έως και 4K/60fps, ενώ υπάρχει και ultra-steady λειτουργία 1080p/60fps. Η ποιότητα είναι κανονική για την κατηγορίαχ, χωρίς εκπλήξεις. Αναφορικά με την κάμερα πρόσοψης, είναι μία Sony 32 MP (f/2,4, φακός πέντε στοιχείων, FOV 90ο) που στέκεται στο ύψος της. Λειτουργίες – Επιδόσεις Στο εσωτερικό του Realme 12 Pro Plus 5G έχουμε καινούριο επεξεργαστή και συγκεκριμένα τον οκταπύρηνο Snapdragon 7s Gen 2 στα 4 nm. Οι επιδόσεις του είναι σαφώς ανώτερες από τον Mediatek Dimensity 7050 του Realme 11 Pro Plus και ως εκ τούτου η απαραίτητη αναβάθμιση έχει γίνει. Πλαισιώνεται δε από 8 ή 12 GB RAM και χωρητικότητα 128 ή 256 GB (κάποιες αγορές θα πάρουν και εκδόσεις με 512 GB). Η Realme δεν αναφέρει τον τύπο της τελευταίας όμως με βάση τις ταχύτητές της, δεν πρόκειται για UFS 4.0 -και πάλι όμως δεν πρόκειται να σας δημιουργήσει προβλήματα. Η συσκευή «φοράει» Android 14 το οποίο συμπληρώνει το Realme UI 5.0. Τα δύο τους προσφέρουν μία απόλυτα ομαλή και σβέλτη εμπειρία χρήσης, με αρκετό bloatware το οποίο μπορείτε όμως να αφαιρέσετε πανεύκολα. Ακόμα όμως και με την παρουσία του, το smartphone παραμένει ταχύτατο ακόμα κι όταν είχαμε ανοίξει πρακτικά κάθε app που είχαμε στο μεταξύ εγκαταστήσει σε αυτό. Σε ό,τι έχει να κάνει με το gaming, δοκιμάσαμε διάφορους τίτλους με τα settings στη μέση (από PUBG Mobile και League of Legends: Wild Rift, μέχρι Genshin Impact και Dead Cells) και σε αρκετές περιπτώσεις τα fps παρέμειναν σταθερά γύρω στα 60. Ο ήχος από την άλλη ήταν ικανοποιητικός, με τη συσκευή να διαθέτει στερεοφωνικά ηχεία με υποστήριξη Dolby Atmos. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως στα του streaming, αν και υπάρχει υποστήριξη HDR10+, αυτή αφορά συγκεκριμένες εφαρμογές μόνο. Ενώ για παράδειγμα στο YouTube παίζει κανονικά, δεν ισχύει το ίδιο και στο Netflix, οπότε έχετε το υπ’ όψιν σας. Η μπαταρία του Realme 12 Pro Plus 5G είναι της τάξης των 5000 mAh, προσφέροντας καλή αυτονομία που μεταφράζεται σε περίπου 14 ώρες browsing και 18 streaming μέσω YouTube. Σε ό,τι έχει να κάνει με τη φόρτιση, θα βολευτείτε με 67W SUPERVOOC (αντί για τα 100 W του Realme 11 Pro Plus), κάτι που σημαίνει ότι το 0-100% ολοκληρώνεται σε σχεδόν 45 λεπτά. Απαραίτητη επισήμανση, ότι η Realme αποτελεί ένας από τους λίγους κατασκευαστές που περιλαμβάνουν το γρήγορο φορτιστή στη συσκευασία, κάτι που ισχύει και σ' αυτή την περίπτωση. Συμπέρασμα Η περίπτωση του Realme 12 Pro Plus 5G έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αν και σε ορισμένους τομείς εμφανίζεται κατώτερο του προκατόχου του, στην πραγματικότητα πρόκειται για μία πιο ισορροπημένη και ολοκληρωμένη πρόταση που αποδίδει εξαιρετικά, όποιες κι αν είναι οι προτεραιότητες του χρήστη -φωτογραφία, social sharing, gaming, streaming κ.α. Με εντυπωσιακή αισθητική, άρτια χαρακτηριστικά και μία ευχάριστη εμπειρία χρήσης, το Realme 12 Pro Plus 5G θέτει σοβαρή υποψηφιότητα για όσους σκέφτονται την αγορά μίας συσκευής στα χαμηλά στρώματα της high-end κατηγορίας. Το κόστος της συσκευής έχει οριστεί στα 569€ για το μοντέλο με 12GB μνήμη και 512GB αποθηκευτικό χώρο ενώ την ίδια στιγμή η Realme διαθέτει στην αγορά και την «απλή» έκδοση με λίγο μειωμένα τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά και αντίστοιχα μειωμένη τιμή στα 469€.
    3 πόντοι
  24. Φαίνεται πως η ASUS έχει βαλθεί να καλύψει κάθε κενό στην αγορά των laptops. Όχι μόνο κατασκευάζει εντυπωσιακούς υπολογιστές για gaming ή παραγωγικότητα, αλλά καταφέρνει να δημιουργεί εντυπωσιακά υβρίδια, όπως το ASUS ROG Flow X16. Πρόκειται για μια συσκευή 2-in-1, εξίσου ιδανική για gaming και για εργασίες γραφείου ή γραφιστική. Το νεότερο μοντέλο της σειράς ASUS ROG Flow έφτασε στα χέρια μας και το δοκιμάσαμε, παραθέτοντας την σχετική εμπειρία μας στο κείμενο που ακολουθεί. Σχεδιασμός – Οθόνη Για αρχή, εστιάζουμε στο σασί. Η κατασκευή δείχνει την ποιότητά της με το πρώτο άγγιγμα, καθώς οι εξωτερικές πλευρές του laptop είναι κατασκευασμένες από κράμα αλουμινίου, ενώ στο εσωτερικό χρησιμοποιείται κράμα μαγνησίου και αλουμινίου. Το καπάκι είναι κομψό και χωρίς σχεδιαστικές υπερβολές, έχοντας διαγώνιες ανάγλυφες γραμμές σε όλη την επιφάνεια ενώ το λογότυπο της εταιρείας βρίσκεται σε μια γωνία, μικρό και διακριτικό. Είναι μια καλή μέση λύση για επαγγελματίες και gamers, καθώς ούτε δείχνει υπερβολικά απλό και βαρετό, ούτε τραβάει την προσοχή με κάθε δυνατό τρόπο. Το συγκεκριμένο μοντέλο έρχεται με οθόνη 16”, οπότε οι διαστάσεις της συσκευής φτάνουν τα 35.5x24.3x1.94 εκατοστά με βάρος περίπου στα 2 κιλά. Δεν είναι το ελαφρύτερο της κατηγορίας, αλλά για τέτοιου μεγέθους οθόνη, το βάρος είναι σε κανονικά επίπεδα και η μεταφορά απροβλημάτιστη. Στην αριστερή πλευρά θα βρούμε θύρες φόρτισης, HDMI 2.1, Thunderbolt 4, θύρα ακουστικών και ROG XGm για σύνδεση με εξωτερική κάρτα γραφικών. Στην απέναντι πλευρά, δύο θύρες USB 3.2 Type-A, μια θύρα microSD και το πλήκτρο ενεργοποίησης. Η πίσω πλευρά (κάτω από την οθόνη) είναι καθαρή από θύρες και όλα βρίσκονται στα πλάγια, οπότε ο εξαερισμός καταλαμβάνει όλη την πίσω πλευρά. Στην κάτω πλευρά του laptop θα βρούμε κι άλλες γρίλιες εξαερισμού, όπως και δύο ακόμη λωρίδες για τα ηχεία. Ανοίγοντας το καπάκι, θα βρούμε το φωτιζόμενο πληκτρολόγιο και ένα γενναιόδωρου μεγέθους touchpad από κάτω, ενώ αριστερά και δεξιά του πληκτρολογίου βρίσκονται δύο λωρίδες με τρύπες, κάτω από τις οποίες βρίσκονται τα ηχεία. Τα πλήκτρα είναι αρκετά μεγάλα και πέραν του βασικού πληκτρολογίου, άλλα τέσσερα πλήκτρα βρίσκονται ανάμεσα στο πληκτρολόγιο και στην οθόνη, με συντομεύσεις π.χ. για τον ήχο. Παρότι τα πλήκτρα είναι μεγάλα και άνετα στη χρήση (τόσο για gaming όσο και για δακτυλογράφηση), τα βελάκια παραμένουν εκνευριστικά μικρά, παρότι υπάρχει χώρος ανεκμετάλλευτος. Μετά, η προσοχή μας πάει στην οθόνη, μια πανέμορφη IPS οθόνη αφής 16” τεχνολογίας Mini-LED με ανάλυση 2560x1600, λόγο διάστασης 16:10 και πυκνότητα 178ppi. Υποστηρίζει HDR, κάλυψη sRGB 100%, η μέγιστη φωτεινότητα φτάνει στα 550nits και ο ρυθμός ανανέωσης στα 240Hz. Να σταθούμε στην τεχνολογία Mini-LED, η οποία χρησιμοποιήθηκε και στο περυσινό μοντέλο με μεγάλη επιτυχία. Όπως ήταν αναμενόμενο, η οθόνη έχει υψηλή φωτεινότητα, ζωντάνια στα χρώματα και αξιοπρεπέστατα μαύρα, εντυπωσιάζοντας σε κάθε τομέα. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια τεχνικά άριστη οθόνη που δεν αφήνει κανέναν με παράπονο, αφού μπορεί να υποστηρίξει τα πάντα από gaming μέχρι γραφιστική. Υποστηρίζει ακόμη και γραφίδες, οπότε εδώ έρχεται να «κολλήσει» μια σχεδιαστική επιλογή της ASUS που κάνει τη σειρά ROG Flow να ξεχωρίζει. Η οθόνη περιστρέφεται 180 μοίρες, οπότε το laptop λειτουργεί τόσο ως παραδοσιακός φορητός υπολογιστής, όσο και ως tablet ή οτιδήποτε ενδιάμεσο – για παράδειγμα, μπορεί να διπλώσει σε σχήμα Λ και να σταθεί σε ένα τραπέζι. Αυτή η ευελιξία δεν είναι κάτι καινούριο, από μόνη της, αλλά το ASUS ROG Flow X16 προσφέρει πάρα πολλά και καταλήγει να ξεχωρίζει. Ο συνδυασμός επιδόσεων και σχεδιασμού είναι μοναδικός, αφού με την ίδια ευκολία που μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε ως οθόνη (σε διάταξη Λ) παίζοντας παιχνίδια με χειριστήριο, τόσο εύκολα το χρησιμοποιούμε κι ως laptop εργασίας για π.χ. επεξεργασία βίντεο ή κειμένων. Τα ηχεία κάνουν καλή δουλειά σε γενικές γραμμές, ειδικά όταν βλέπαμε σειρές και ταινίες. Προφανώς, το μπάσο είναι απλώς ικανοποιητικό, δεδομένου ότι μιλάμε για laptop, οπότε σε μουσική και παιχνίδια τα πηγαίνει καλά δίχως να καταφέρνει θαύματα, όμως θα μπορούσαν να έχουν λίγο υψηλότερη ένταση. Το πλαίσιο της οθόνης είναι πολύ λεπτό περιμετρικά, αλλά καταφέρνει να χωρέσει μια IR 1080p camera στο επάνω μέρος. Μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί ευχάριστη έκπληξη, κάτι που σπάνια λέμε ακόμη και για πολύ εντυπωσιακά laptops, καθώς κατέγραφε πολύ καθαρή εικόνα με μέτριο φωτισμό. Αντίστοιχα, το μικρόφωνο έπιανε πολύ καλά την ομιλία και έκοβε τον περισσότερο θόρυβο του παρασκηνίου, πιάνοντας μονάχα πολύ δυνατές π.χ. εκρήξεις από τα ηχεία στη μέγιστη ένταση. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Το ASUS ROG Flow X16 έρχεται με Intel Core i9-13900H, 16GB DDR5 RAM, 1TB SSD και μία GPU NVDIA RTX 4000 (4050, 4060 ή 4070). Ο επεξεργαστής δεν αλλάζει, όπως αλλάζουν η RAM και η GPU, οπότε σε κάθε σενάριο το laptop είναι ικανό για πολλά και δεν υπάρχει «αδύναμη» εκδοχή του. Στα δικά μας χέρια έφτασε η έκδοση με RTX 4060. Τρέξαμε ορισμένα benchmarks, προτού πάμε σε πιο πρακτικές δοκιμές, και πήραμε πολύ υψηλά σκορ. Στο Cinebench R23 έφερε 1746 (single) και 13649 (multi) κι αντίστοιχα στο Geekbench 5.5 έφερε 1993 (single) και 13931 (multi). Στο Photoshop Pugetbench σκορ 116.1 και στο Premier Pro Pugetbench σκορ 1210, δείχνοντας και την ισχύ της κάρτας γραφικών. Περνώντας σε πραγματικές δοκιμές, ξεκινάμε με τα βασικά. Οι εφαρμογές γραφείου που χρησιμοποιούμε συνήθως, όπως Office, Slack κλπ εννοείται πως έτρεχαν απροβλημάτιστα, σε σημείο που δεν υπάρχει λόγος αναφοράς σε κάτι περισσότερο. Βέβαια, στο ίδιο laptop κάνουμε και photo/video editing, όπου η δύναμή του φάνηκε περισσότερο. Κάναμε κυρίως επεξεργασία βίντεο σε 1080p και κάποιες δοκιμές σε 4K -πάντα με Premiere Pro- όπου αφενός δεν είχαμε κολλήματα όσο σύνθετο κι αν ήταν το project, αφετέρου το rendering ενός πεντάλεπτου βίντεο απαιτούσε λίγο-πολύ τον ίδιο χρόνο και λίγο περισσότερο. Στα παιχνίδια, ο κανόνας ήταν το 1080p με τις υψηλότερες ρυθμίσεις γραφικών. Το The Witcher III: Wild Hunt παρέμενε στα 100fps, το Cyberpunk 2077 κοντά στα 70fps, το Shadow of the Tomb Raider στα 120fps και το Final Fantasy XIV παρομοίως. Το Doom Eternal παρέμεινε πολύ ψηλά (στα 260-280fps) και το Red Dead Redemption 2 στα 100fps. Η γενική ιδέα αποτυπώνεται: τα καταφέρνει περίφημα σε κάθε παιχνίδι και θα τα καταφέρνει για καιρό, ακόμη κι αν η RTX 4060 που χρησιμοποιεί είναι στα 120W κι όχι στα 150W. Είναι απορίας άξιο, βέβαια, για ποιο λόγο δεν προσφέρεται με RTX 4080 ή 4090, καθώς περιορίζονται λίγο οι δυνατότητες και η μακροζωία του μηχανήματος. Μια επιπλέον ώθηση δίνεται μέσω του Turbo Mode, βάσει του οποίου είδαμε και τα παραπάνω νούμερα. Ένα σκαλοπάτι κάτω βρίσκεται το Performance Mode, το οποίο φέρνει κατά κανόνα 10-20fps λιγότερα ανά παιχνίδι κι ύστερα έρχεται το Silent Mode που τα ρίχνει λίγο περισσότερο, όμως γλιτώνει τον διαρκή θόρυβο των ανεμιστήρων, οι οποίοι δουλεύουν στο τέρμα σε Turbo Mode. Ακόμη και στο Turbo Mode, είναι εξαιρετική η δουλειά στην ψύξη. Σε Turbo Mode και με παιχνίδι να παίζει, έφτανε τους 55-60 βαθμούς Κελσίου, ενώ σε Silent Mode για δουλειά γραφείου, έμενε κάτω από τους 50 αν όχι κάτω από τους 40 σε ιδανικές συνθήκες. Όσο για τη μπαταρία, χρησιμοποιεί μία χωρητικότητας 90Wh. Στη μπαταρία, μπαίνει αυτόματα όριο στην οθόνη ρυθμίζοντας τον ρυθμό ανανέωσης στα 60Hz, για εξοικονόμηση ενέργειας. Κάνοντας επεξεργασία κειμένου, πήραμε περίπου 6 ώρες χρήσης σε Silent Mode προτού χρησιμοποιήσουμε τον φορτιστή, ενώ σε gaming μόλις μία ώρα ή λίγο περισσότερο, όπως είναι και λογικό. Σε video editing, πήραμε περίπου 3 ώρες, ανάλογα και τη χρήση (π.χ. πόσο συχνά κάναμε rendering). Γενικά, η μπαταρία δεν είναι από τα δυνατά σημεία του αν το δούμε σε απόλυτα νούμερα, αλλά για ένα gaming laptop δεν είναι άσχημη καθώς έχουμε συνηθίσει οι 3-4 ώρες να είναι το ταβάνι. Το λογισμικό ASUS Armoury Crate που έρχεται μαζί με το laptop προσφέρει διάφορες ανέσεις και λειτουργίες. Μέσω αυτού, ο φωτισμός μπορεί να συγχρονιστεί ανάμεσα σε περιφερειακά ASUS, μπορούν να γίνουν ρυθμίσεις στα προφίλ χρήσης, τη συχνότητα των ρολογιών και διάφορες άλλες τροποποιήσεις. Είναι εύχρηστο και χρήσιμο software, δίχως να μπλέκεται στα πόδια μας, οπότε συνολικά αφήνει καλή εντύπωση. Συμπέρασμα Η εντύπωση που μας αφήνει το ASUS ROG Flow X16 είναι αναμφίβολα θετική. Ένα 2-in-1 με εντυπωσιακές επιδόσεις σε οτιδήποτε κι αν δοκιμάσαμε, αλλά και με μια οθόνη όπου χαίρεσαι να βλέπεις το οτιδήποτε. Θετική εντύπωση μας έκανε και το σύστημα ψύξης, το οποίο κατάφερνε να κρατάει σε πολύ ομαλά επίπεδα την θερμοκρασία ακόμη και κατά το παιχνίδι. Από άποψης εργονομίας, προσφέρει αρκετές θύρες και άνετο design, δίχως κάποιο ξεκάθαρο μειονέκτημα ή έλλειψη. Τα μοναδικά παράπονα που έχουμε αφορούν λεπτομέρειες στον ήχο και το πληκτρολόγιο, αλλά το πιο πρακτικό είναι η προσφορά RTX 4060 ως ανώτατη επιλογή σε GPU. Μπορεί να υποστηρίζει εξωτερικές κάρτες γραφικών, αλλά ρεαλιστικά, μια 4080 ή 4090 θα ήταν προτιμότερη επιλογή.
    3 πόντοι
  25. Η εργονομία αποτελεί ένα από τα βασικά ζητούμενα σε ένα ποντίκι. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα άτομα που το χρησιμοποιούν για πολλές ώρες σε καθημερινή βάση (ναι, σε όλους μας είναι λίγο-πολύ απαραίτητο όμως υπάρχουν κάποιες εργασίες κατά τις οποίες το χέρι πρέπει να βρίσκεται μονίμως επάνω του), ένα ποντίκι με προσεγμένο όχι τόσο αισθητικά όσο λειτουργικά σχεδιασμό, είναι απαραίτητο. Η παρατεταμένη χρήση υπολογιστή -και κατ’ επέκταση ποντικιού- άλλωστε θεωρείται πως αυξάνει τις πιθανότητες για παθήσεις όπως σύνδρομα καρπιαίου σωλήνα και επαναληπτικής καταπόνησης (RSI). Με αυτά ως βάση έκανε την εμφάνισή του το 2017 το HandshoeMouse της Hippus. Επρόκειτο για το πρώτο ποντίκι στον κόσμο που δημιουργήθηκε κατόπιν επιστημονικής έρευνας επάνω στην ανατομία την οποία ξεκίνησε το Erasmus University Medical Center στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας και συνέχισε το Hasselt University στην ομώνυμη πόλη του Βελγίου. Η λέξη handshoe σημαίνει γάντι στα Ολλανδικά και αντικατόπτριζε πλήρως τη φύση του ποντικιού καθώς αυτό προσαρμοζόταν πλήρως στο χέρι του εκάστοτε χρήστη, με τον τελευταίο να είναι σε θέση να επιλέξει το μέγεθος αλλά και τον σχεδιασμό του (για δεξιόχειρες ή για αριστερόχειρες). Έχοντας μια αγάπη για εργονομικά περιφερειακά, είχαμε προχωρήσει σε δοκιμή του συγκεκριμένου mouse, το οποίο μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Η Hippus ωστόσο δεν έμεινε εκεί. Έχοντας συλλέξει πολύτιμα δεδομένα από τους χρήστες του HandshoeMouse, προχώρησε σε αλλαγές και βελτιώσεις στον σχεδιασμό του, το «μπόλιασε» με νέες τεχνολογίες και το λάνσαρε εκ νέου, αυτή τη φορά ως HandshoeMouse Shift. Τι το διαφορετικό έχει αυτό όμως σε σχέση με τον προκάτοχό του; Πόσο διαφορετική είναι η εμπειρία που προσφέρει συγκριτικά με τα άλλα εργονομικά ποντίκια της αγοράς και εν τέλει πόσο μας βόλεψε; Πάμε να τα δούμε ένα προς ένα. Σχεδιασμός Ο σχεδιασμός του HandshoeMouse Shift έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά από εκείνον του πρώτου HandshoeMouse. Η νέα βερσιόν του ποντικιού θυμίζει πραγματικά σαλάχι με το κυρίως τμήμα του ποντικιού να επεκτείνεται, τρόπο τινά, τόσο πλευρικά, όσο και προς τα πίσω (τη βάση του δηλαδή). Τα «φτερά» επιτρέπουν στον χρήστη να ακουμπήσει τα δάχτυλα που δεν χρησιμοποιεί για να κρατά το ποντίκι (τον αντίχειρα και το μικρό) ενώ η έξτρα επιφάνεια προς τα πίσω αποτελεί μία εξαιρετικά βολική βάση για τον καρπό. Το design του HandshoeMouse είναι αμφιδέξιο έτσι ώστε να χρησιμοποιείται τόσο από δεξιόχειρες, όσο και από αριστερόχειρες. Πρόκειται για μία σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με το προηγούμενο προϊόν της Hippus το οποίο ερχόταν, αν θυμάστε, σε δύο εκδόσεις, ανάλογα με το «καλό» χέρι του εκάστοτε χρήστη. Η δε κλίση του ρυθμίζεται στις 25ο και προς τις δύο πλευρές. Πρόκειται για την πλέον εργονομική γωνία αφού μειώνει στο ελάχιστο τη μυϊκή δραστηριότητα και κατ’ επέκταση τη νευρική διέγερση κατά τη χρήση του ποντικιού. Από αισθητικής πλευράς πάντως, το HandshoeMouse κυμαίνεται σε πολύ υψηλότερα στάνταρ σε σχέση με το HandshoeMouse, με την ποιότητα κατασκευής όμως να μη μας ικανοποιεί πλήρως. Το ποντίκι έχει χάσει την «καμπούρα» που είχε στην προηγούμενη εκδοχή του, αφού την έχει αντικαταστήσει με τη «σαλιάρα» γύρω-γύρω του. Εξακολουθεί να προσφέρεται πάντως σε τρία διαφορετικά μεγέθη (small, medium και large) με τον χρήστη να καλείται να μετρήσει το μήκος από τη βάση της παλάμης του έως το άκρο του παράμεσού του (17 εκατ. για το small, 19 εκατ. για το medium και 21 εκατ. για το large). Εμείς δοκιμάσαμε το μεσαίο μέγεθος το οποίο ήταν το πιο κατάλληλο για το χέρι μας. Ενημέρωση 7/12: Σε ότι αφορά το σχεδιασμό του HandshoeMouse Shift, ο επικεφαλής σχεδιασμού επικοινώνησε μαζί μας μετά τη δημοσίευση της παρουσίασης για να μας δώσει πολύ χρήσιμες πληροφορίες για τις αποφάσεις πίσω από αυτό. "Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας με ασθενείς με RSI και σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα παρατηρήσαμε όχι μόνο ότι οι παρεμβάσεις των χειρουργών δεν ήταν ιδιαίτερα λεπτές αλλά και ότι δεν είχαν προσφέρει λύση. Από την ανατομία του πήχυ γνωρίζαμε ότι οι πιέσεις και οι καταπονήσεις προκαλούνται μέσω της μεσοοστικής μεμβράνης, όπως μπορείτε να δείτε στην παρακάτω εικόνα. Εάν ένας ασθενής δεν έλεγχε αυστηρά ένα περιφερειακό όπως ένα ποντίκι με τη γωνία μεταξύ πήχυ και παλάμης να βρίσκεται στις 25 μοίρες, τότε αναπόφευκτα προκαλούταν πίεση και καταπόνηση. Αυτό που συμπεράναμε τότε είναι ότι έπρεπε να παράσχουμε μια στήριξη για το χέρι ώστε να επιτυγχάνεται η επιθυμητή γωνία. Η "σαλιάρα" όπως αναφέρεται είναι αποτέλεσμα εμπειρικής έρευνας σε σχέση με την περιοχή στήριξης της παλάμης του χεριού. Ήταν θέμα αναζήτησης της καλύτερης λύσης, δηλαδή της βέλτισης προσαρμογής για την παροχή της απόλυτης άνεσης. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας παρατηρήσαμε επίσης παράπονα από την καρπομετακαρπική άρθρωση του αντίχειρα, ειδικά στις περιπτώσεις εκείνων των χρηστών που έπιαναν το ποντίκι με τον παρακάτω τρόπο. Όταν σχεδιάσαμε ή λίγο-πολύ επανασχεδιάσαμε το HandshoeMouse για την έκδοση Shift, αντιμετωπίσαμε και αυτό το θέμα. Όπως αντιλαμβάνεστε, το αποτέλεσμα είναι ό,τι καλύτερο για την παροχή άνεσης. Φυσικά οι 25 μοίρες επιτυγχάνονται και στις δύο εκδόσεις, καθώς η παράμετρος αυτή αποτελεί αδιαπραγμάτευτο στοιχείο". Χαρακτηριστικά Το HandshoeMouse είναι plug and play: το συνδέετε και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είναι έτοιμο προς χρήση. Προσφέρει δε, τόσο ασύρματη, όσο και ενσύρματη λειτουργία. Στην πρώτη περίπτωση η σύνδεση γίνεται μέσω Bluetooth, ενώ στη δεύτερη μέσω καλωδίου (συνοδεύεται από USB Type-C σε Type-A, αρκετά μεγάλου μήκους). Είναι εξοπλισμένο με μη αφαιρούμενη, επαναφορτιζόμενη μπαταρία, κάτι που η Hippus θα μπορούσε να είχε αποφύγει. Το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στη φόρτιση η οποία γίνεται με χρήση του καλωδίου και διαρκεί περίπου τρεις ώρες αν πραγματοποιηθεί με το που ανάψει η σχετική ένδειξη LED, όσο στο γεγονός πως έπειτα από τέσσερα χρόνια τυπικής χρήσης, σύμφωνα με τις προδιαγραφές, οι αντοχές της μπαταρίας θα αρχίσουν να μειώνονται με αποτέλεσμα να απαιτείται συχνότερη φόρτιση. Αν αφήσετε τη μπαταρία να αδειάσει εντελώς, τότε μιλάμε για τις διπλάσιες ώρες φόρτισης, Αν αποφασίσετε να το χρησιμοποιείτε ασύρματα πάντως (δεν έχετε λόγο να μην το κάνετε), η αυτονομία του εντοπίζεται μεταξύ τεσσάρων και έξι εβδομάδων. Η ανάλυσή του είναι στα 1000 dpi και δυστυχώς δεν αλλάζει (το αρχικό HandshoeMouse έπαιζε στα 1500 dpi), με το polling rate, τον ρυθμό δηλαδή με τον οποίο το ποντίκι στέλνει δεδομένα που σχετίζονται με τη θέση του στον υπολογιστή, να φτάνει τα 120 Hz. Από αυτά στοιχεία αντιλαμβάνεστε ότι οι gamers δεν έχουν καμία δουλειά μαζί του, κάτι που προκύπτει εξ άλλου και από τον περιορισμένο αριθμό πλήκτρων του -τρία όλα κι όλα. Στο διάστημα που το χρησιμοποιήσαμε, χρειάστηκε σίγουρα ένας μεγαλύτερος χρόνος για να το συνηθίσουμε σε σχέση με τον προκάτοχό του, όμως τα αποτελέσματα είναι σύντομα ορατά, ειδικά αν χρησιμοποιείται κάποιο παραδοσιακό ποντίκι που έχει τσακωθεί με την εργονομία. Συμπέρασμα Η ζωή με το HandshoeMouse Shift είναι υπέροχη. Ασχέτως των παρελκόμενων, το ποντίκι πραγματοποιεί τα όσα υπόσχεται, προσφέροντας μία άνετη και εξαιρετικά εργονομική εμπειρία χρήσης. Χρησιμοποιώντας το, το χέρι υιοθετεί μία πραγματικά φυσική θέση, με τον πήχη και τον καρπό να απολαμβάνουν πλήρη στήριξη χωρίς να απαιτείται κανενός είδους περιστροφή. Η συνολική εμπειρία χρήσης ενός ποντικιού με κλίση 25ο είναι πολύ πιο βολική ακόμα κι από εκείνη ενός κατακόρυφου μοντέλου τύπου Logitech MX Vertical ή Anker AK-UBA. Εν τέλει όμως γιατί να προτιμήσει κάποιος το HandshoeMouse Shift σε σχέση με κάποιο εργονομικό μοντέλο όπως π.χ. το Lift της Logitech, ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που η τιμή του είναι τσιμπημένη (θα το κάνετε δικό σας έναντι περίπου €160 αλλά τουλάχιστον με δωρεάν μεταφορικά); Τη διαφορά την κάνει, κακά τα ψέματα, η επιλογή μεγέθους. Μετρώντας το χέρι σας και επιλέγοντας το κατάλληλο μέγεθος ποντικιού, θα εξασφαλίσετε τέλειο κράτημα, άψογη εφαρμογή και απόλυτη στήριξη, μεγιστοποιώντας την εργονομία και βελτιστοποιώντας την όλη εμπειρία. Το HandshoeMouse Shift διορθώνει αρκετά από τα κακώς κείμενα του προκατόχου του όμως εξακολουθεί να υστερεί σε κάμποσα σημεία. Για τον χρήστη όμως που βάζει τη φροντίδα των χεριών του πάνω απ’ όλα, όλα αυτά περνούν σε δεύτερη μοίρα, κάνοντας το HandshoeMouse Shift ως την ιδανική επιλογή no matter what.
    3 πόντοι
  26. Η κατηγορία των foldables είναι πιθανότατα και εκείνη με τις περισσότερες ιδιαιτερότητες σε ό,τι αφορά τα smartphones και εδώ που τα λέμε, πώς θα μπορούσε να ίσχυε κάτι άλλο, όταν μιλάμε για συσκευές που συνδυάζουν τα κορυφαία τεχνικά χαρακτηριστικά με τις απαιτήσεις του foldable σχεδιασμού. Το Open δεν σηματοδοτεί απλώς την είσοδο της OnePlus στο κλαμπ των κατασκευαστών που έχουν δοκιμάσει την τύχη τους στην εν λόγω αγορά, αλλά έρχεται να επαναπροσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό τα στάνταρ στην κατηγορία του, διαθέτοντας ανώτερα τεχνικά χαρακτηριστικά σε χαμηλότερη τιμή συγκριτικά με τις κυρίαρχες foldable συσκευές όπως π.χ. το Galaxy Z Fold5 της Samsung, το Mate X3 της Huawei και το Pixel Fold της Google. Ας το αναλύσουμε αφού αναφέρουμε ότι η συσκευή θα κυκλφορήσει κανονικά και στη χώρα μας, πιθανότατα στα τέλη του μήνα. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Το πρώτο πράγμα που παρατηρήσαμε, παίρνοντας στα χέρια μας το OnePlus Open, ήταν το συμπαγές του design και το αρκετά χαμηλό του βάρος: στην έκδοση μαύρου χρώματος που είχαμε στη διάθεσή μας, αυτό δεν ξεπερνά τα 239 γραμμάρια. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι στην Ευρώπη και φυσικά στην Ελλάδα, η OnePlus έχει επιλέξει να διαθέσει τη συσκευή αποκλειστικά σε μια πολύ όμορφη απόχρωση σε πράσινο του σμαραγδιού, με τη μαύρη έκδοση να κυκλοφορεί μόνο στην Ινδία όπως ενημερωθήκαμε. Την ίδια στιγμή η συσκευή είναι απόλυτα στιβαρή αποπνέοντας έναν premium αέρα όσον αφορά την κατασκευή και τη συναρμολόγησή της, κάτι που αν μη τι άλλο πρέπει να πιστωθεί στην OnePlus. Οι διαστάσεις του OnePlus Open είναι ανάμεσα στις 153,4 x 143,1 x 5,8 (ή 5,9 ανάλογα την έκδοση) χιλ. όταν είναι ανοιχτό και 153,4 x 73,3 x 11,7 (ή 11,9) χιλ. όταν είναι κλειστό, φέρνοντάς το στα ίδια περίπου επίπεδα με ένα iPhone Pro Max, μόνο που εδώ μιλάμε για μια πολύ μεγαλύτερη οθόνη. Με τη συσκευή κλειστή, στην πρόσοψή της κυριαρχεί η εξωτερική της οθόνη. Στην πλάτη έχουμε ένα κυκλικό πλαίσιο που ναι μεν εξέχει ελαφρώς αλλά ενσωματώνεται στο σώμα απόλυτα φυσικά, έχει υφή που παραπέμπει σε CD και περιλαμβάνει τους φακούς των καμερών. Στο κάτω τμήμα της βρίσκεται το λογότυπο της OnePlus. Σχεδιαστικά, το Open μοιάζει με πιστή αντιγραφή του Oppo Find N3, κάτι απόλυτα λογικό αν αναλογιστούμε πως η OnePlus αποτελεί θυγατρική της Oppo (και με τη διαφορά ότι το Open είναι εδώ ενώ το Find N3 δεν πρόκειται να το δούμε στην Ελλάδα). Το smartphone ανοίγει όπως ένα βιβλίο, αποκαλύπτοντας την κύρια οθόνη στο εσωτερικό του. Όντας ανοιχτό, στην αριστερή του πλευρά έχουμε το Alert Slider της OnePlus ενώ στη δεξιά τα πλήκτρα ενεργοποίησης/κλειδώματος και προσαρμογής της έντασης του ήχου. Το πολύ λεπτό προφίλ του OnePlus Open αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τον όμορφο σχεδιασμό του, χωρίς όμως να επηρεάζει τις αντοχές του. Η OnePlus έκανε εξαιρετική δουλειά στον μηχανισμό άρθρωσης, υιοθετώντας ενιαία αρχιτεκτονική (εν αντιθέσει με τις περισσότερες προτάσεις της αγοράς που βασίζονται σε μηχανισμούς τριών στοιχείων), σε μία κίνηση που ναι μεν έχει παίξει τον ρόλο της στο χαμηλό βάρος της συσκευής αλλά δίχως να θέτει σε κίνδυνο την ανθεκτικότητα και τη στιβαρότητά της. Η οθόνη προστατεύεται από Ceramic Guard (σύμφωνα με την OnePlus είναι 20% ανθεκτικότερο σε σχέση με το Corning Gorilla Glass Victus) και τρεις ακόμα επιστρώσεις: γυαλί, αντιθαμβωτικό φίλτρο και TPU. Για την κατασκευή του OnePlus Open έχουν χρησιμοποιηθεί κράματα από τιτάνιο και κοβάλτιο/μολυβδαίνιο, αμφότερα ανθεκτικότερα απ’ ό,τι το ανοξείδωτο ατσάλι τύπου 316L. Ο μηχανισμός άρθρωσης βασίζεται σε υγρό μέταλλο από κράμα ζιρκονίου, έχοντας εκτός από μεγαλύτερες αντοχές και πολύ πιο διακριτική παρουσία. Η «ράχη» του OnePlus Open, το «αυλάκι» δηλαδή στη μέση της κύριας οθόνης του, είναι σχεδόν αόρατη, συγκριτικά με το Galaxy Z Fold5. Πολύ βολική κρίνεται, τέλος, και η θέση του Alert Slider που αναφέραμε νωρίτερα αφού έχει γίνει με γνώμονα τη χρήση της συσκευής με το ένα χέρι -βοηθά σημαντικά και η υφή του. Οθόνες – Κάμερες Οι οθόνες του OnePlus Open είναι με μία λέξη εξαιρετικές και με εξαίρεση την πυκνότητα pixels και το μέγεθος, μοιράζονται τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά. Στην πρόσοψή του έχουμε μία Super Fluid AMOLED με LTPO 3.0 στις 6,31 ίντσες λοιπόν, με ανάλυση 2K (2484 x 1116 pixels) στα 431 ppi, λόγο διαστάσεων 20:9, δυναμικό ρυθμό ανανέωσης 10-120 Hz, τυπική και μέγιστη φωτεινότητα 1400 nits και 2800 nits αντίστοιχα, ρυθμό δειγματοληψίας 240 Hz και χρώμα 10 bit με υποστήριξη των χώρων DCI-P3 (σε ποσοστό 100%) και sRGB. Στο εσωτερικό του βρίσκεται η κύρια οθόνη, μία Flexi-fluid AMOLED με LTPO 3.0 στις 7,82 ίντσες, ανάλυσης 2K (σαν να λέμε 2440 x 2268 pixels) στα 426 ppi και λόγου διαστάσεων 1,0758:1 που καταλαμβάνει το 89,6% της συνολικής επιφάνειας. Και εδώ η τυπική και μέγιστη φωτεινότητα είναι στα 1400 nits και 2800 nits με τους ρυθμούς ανανέωσης εικόνας και δειγματοληψίας να αγγίζουν τα 120 Hz και 240 Hz και βάθος χρώματος στα 10 bit. Η ποιότητα της εικόνας είναι απλά εξαιρετική. Το OnePlus Open διαθέτει λειτουργία υψηλής φωτεινότητας (HBM) η οποία ενεργοποιείται αυτόματα κάνοντας το περιεχόμενο της οθόνης ευδιάκριτο ακόμα κι όταν βρίσκεστε σε εξωτερικούς χώρους μια ηλιόλουστη μέρα. Θα έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε χρωματικό χώρο, ρυθμίζοντας παράλληλα τα χρώματα προκειμένου να ανταποκρίνονται στα «θέλω» σας. Ως προς τον ρυθμό ανανέωσης, το smartphone είναι σε θέση να κάνει τη βέλτιστη επιλογή ανάλογα με τη λειτουργία και το περιεχόμενο που καταναλώνετε. Ο υψηλός ρυθμός δειγματοληψίας κάνει το OnePlus Open τέλεια επιλογή και για όσους ενδιαφέρονται για gaming, εγγυώμενος gameplay χωρίς lag. Σε ό,τι έχει να κάνει δε με το συμβατό με Dolby Vision περιεχόμενο σε εφαρμογές όπως Netflix και Prime Video, θα απολαύσετε εμπειρίες χωρίς προηγούμενο. Την κρυστάλλινη εικόνα (που αξίζει να σημειώσουμε πως παραμένει ανεπηρέαστη από τα προστατευτικά φίλτρα της οθόνης του OnePlus Open) πλαισιώνει ο εξίσου εντυπωσιακός ήχος που πηγάζει από το τριπλό σύστημα ηχείων της συσκευής, ακόμα μία πρωτιά για το Open. Η OnePlus χρησιμοποίησε αρχιτεκτονική που σε συνδυασμό με τους απαραίτητους αλγορίθμους προσφέρει χωρικό ήχο, αλλάζοντας επίπεδο στην τεχνολογία Dolby Atmos, είτε ακούτε από τα ηχεία του Open, είτε από τα ακουστικά σας. Οι κάμερες αποτελούν αδιαμφισβήτητα ένα από τα πλέον δυνατά αν όχι το δυνατότερο σημείο του Open. Η OnePlus έχει συνεργαστεί με τη Hasselblad, το λογότυπο της οποίας φαίνεται στο πλαίσιο στην πλάτη, πλάι στους φακούς. Τα αποτελέσματα της συνεργασίας αυτής δεν είναι τόσο εμφανή όσο σε άλλες συσκευές (π.χ. σε αυτές της Xiaomi που φέρουν την υπογραφή της Leica) όμως όπως θα δούμε στην πορεία, συμβάλλουν σε μία βελτιωμένη συνολικά εμπειρία. Το Open έρχεται με πέντε κάμερες συνολικά: τρεις στην πλάτη, μία στην πρόσοψη και μία στο εσωτερικό του μέρος για απόλυτη ελευθερία κινήσεων. Το κύριο σύστημα αποτελείται από τρεις φακούς. Η κύρια κάμερα είναι μία Sony LYTIA-T808 στα 48 MP με αισθητήρα 1/1,43 ιντσών, 24 χιλ., διάφραγμα f/1,7, OIS και AF. Ο τηλεφακός είναι ανάλυσης 64 MP με αισθητήρα 1/2 ίντσας, 145 χιλ., διάφραγμα f/2,6, AF και in-sensor zoom 6x (υπάρχει και Ultra Res zoom 120x). Η υπερευρυγώνια κάμερα, τέλος, είναι 48 MP με αισθητήρα επίσης 1/2 ίντσας, 14 χιλ., οπτικό πεδίο 114ο, διάφραγμα f/2,2 και AF. Από αυτές, η βασική κάμερα διαθέτει τεχνολογία Pixel Stacked που της επιτρέπει να αιχμαλωτίζει ακόμα περισσότερο φως για μεγαλύτερο δυναμικό εύρος και κατ’ επέκταση καλύτερη ποιότητα εικόνας. Ο δε ολοκαίνουριος αισθητήρας της Sony (μη σας μπερδεύει το Lytia, αποτελεί απλά rebranding των IMX) είναι εμφανώς ανώτερος από τους προκατόχους του. Η ποιότητα των λήψεων που μας χάρισε το OnePlus Open ήταν απλά εξαιρετική. Τολμούμε να πούμε πως ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας, με τη σύγκριση να γίνεται άνετα με τον υπόλοιπο ανταγωνισμό στα foldables. Οι εικόνες είχαν χρώματα σε φυσικούς τόνους και ακόμα κι όταν η AI χρειάστηκε να βάλει το χέρι της, τα αποτελέσματα δεν έμοιαζαν αφύσικα. Ο τηλεφακός κάνει θαύματα στο 6x με την εικόνα να εμφανίζεται άνευ απωλειών και χωρίς καθόλου θόρυβο. Το δε Ultra Res zoom που φτάνει στο 120x έχει τις αναμενόμενες παθογένειες του ψηφιακού zoom. Εκεί που η Hasselblad δείχνει την αξία της είναι στα πορτρέτα. Για αυτά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τόσο την κύρια κάμερα, όσο και τον τηλεφακό αλλά σε κάθε περίπτωση ενεργοποιήστε τη λειτουργία πορτρέτου (Hasselblad Portrait Mode). Οι λήψεις σας θα είναι το ίδιο εντυπωσιακές ακόμα κι όταν ο φωτισμός δεν βοηθά ενώ καλό είναι και το bokeh, με κάποιες ατέλειες όμως να είναι ορατές. Στα του βίντεο, υποστηρίζεται εγγραφή περιεχομένου σε Dolby Vision HDR (4k@30fps). Το σύστημα OIS της κάμερας κρατά την εικόνα απόλυτα σταθερή ενώ μπορείτε να ανέβετε σε 4K@60fps χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Στο σύνολό της πάντως, η εμπειρία εγγραφής βίντεο δεν βρίσκεται στα υπόλοιπα υψηλά επίπεδα που έχει θέσει η συσκευή, με την εναλλαγή φακών στο τελικό αποτέλεσμα να είναι εμφανής, με την παρουσία θορύβου ή με την αλλαγή χρωμάτων. Πάντως αν γράφετε βίντεο σε εξωτερικό χώρο, θα έχετε το κεφάλι σας ήσυχο εστιάζοντας στο περιεχόμενο και όχι στον καιρό χάρη στην προστασία από σταγόνες νερού βάσει πιστοποίησης IPX4, που είναι κατώτερη από αυτή που υποστηρίζουν οι foldable προτάσεις της Samsung. Ανοίγουμε παρένθεση εδώ για να πούμε πως η OnePlus έχει δημιουργήσει οπές απορροής στον μηχανισμό άρθρωσης ενώ έχει μονώσει τα σημαντικότερα υποσυστήματα στο εσωτερικό του Open για έξτρα προστασία από το νερό. Πέραν των τριών βασικών καμερών, το OnePlus Open έχει και δύο ακόμα: μία επάνω και στο κέντρο της εξωτερικής του οθόνης και μία στην επάνω δεξιά γωνία της εσωτερικής. Η πρώτη είναι ανάλυσης 32 MP (1/3,14 ιντσών, 0,7 um, f/2,4) ενώ η δεύτερη είναι στα 20 MP (1/4 ιντσών, 0,7 um, f/2,2). Μπορεί ποιοτικά να μη συγκρίνονται με το σύστημα της τριπλής κάμερας στο πίσω μέρος του κινητού, όμως αμφότερες θα σας χαρίσουν όμορφα αποτελέσματα και φωτεινές λήψεις για λεπτομερείς selfies και ευκρινείς βιντεοκλήσεις. Αν μη τι άλλο βρίσκονται στο επίπεδο που θα περίμενε κανείς από τις κάμερες πρόσοψης μίας συσκευής αυτού του επιπέδου. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του OnePlus Open είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ζητήσει κάποιος από μία high-end συσκευή. Επεξεργαστής Snapdragon 8 Gen 2 με X70 5G chipset και γραφικά Adreno 740, περί τα 16 GB ταχύτατης LPDDR5X RAM με δυνατότητα επέκτασης μνήμης με 4 GB, 8 GB ή 12 GB και εσωτερικός αποθηκευτικός χώρος 512 GB τύπου UFS 4.0. Καλά είναι τα πράγματα και με τη μπαταρία, με μία από τις μεγαλύτερες χωρητικότητες που έχουμε δε σε αναδιπλούμενη συσκευή, στα 4805mAh, βγάζοντας άνετα μια ολόκληρη μέρα χρήσης (εκτός κι αν το ρίχναμε στο gaming με αποτέλεσμα να «ξεζουμίζεται» χωρίς ιδιαίτερο κόπο). Τουλάχιστον προσφέρεται ταχεία (αλλά όχι ασύρματη) φόρτιση 67 W με το 0-100 να επιτυγχάνεται σε κάτι παραπάνω από μισή ώρα. Not bad. Το Open τρέχει Android 13 με την OnePlus να υπόσχεται τέσσερα χρόνια αναβαθμίσεων λογισμικού, έως και το Android 17, και πέντε ενημερώσεων λογισμικού, γεγονός που προστατεύει την επένδυση στη συσκευή καθιστώντας την απόλυτα future-proof (το Wi-Fi 7 είναι ένα ακόμα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση). Το Android πλαισιώνεται από το OxygenOS 13.2 το οποίο έρχεται με αρκετές λειτουργίες κομμένες και ραμμένες στα μέτρα του Open. Με τέτοια οθόνη θα περίμενε κανείς πως το multitasking θα ήταν στα δυνατά σημεία του smartphone και έτσι έχουν τα πράγματα. Θα είστε σε θέση να έχετε έως και τρεις εφαρμογές ανοιχτές παράλληλα στην οθόνη, προσαρμόζοντας το εκάστοτε παράθυρο όπως εσείς επιθυμείτε μέσω της λειτουργίας Open Canvas που αγαπήσαμε. Οι περισσότερες που δοκιμάσαμε δε, δεν είχαν κανένα θέμα να προσαρμοστούν με τρόπο απόλυτα φυσικό στην οθόνη του Open. Θα έχετε τη δυνατότητα να δημιουργήσετε συνδυασμούς εμφάνισης εφαρμογών, αποθηκεύοντάς τους για εύκολη πρόσβαση, κάτι πολύ βολικό σε περίπτωση που συνηθίζετε να χρησιμοποιείτε «πακέτο» διάφορα apps. Στη διάθεσή σας βρίσκεται μια σειρά από συντομεύσεις κινήσεων και νευμάτων που θα σας λύσουν τα χέρια, επιτρέποντάς σας να μεταπηδάτε από εφαρμογή σε εφαρμογή, να μεγιστοποιείτε και να ελαχιστοποιείτε παράθυρα. Το OnePlus Open διαθέτει μία ειδική λειτουργία μέσω της οποίας δημιουργείται μία μπάρα εργασίας παρόμοια μ’ εκείνη των Windows για άμεση πρόσβαση στις εφαρμογές της αρεσκείας σας. Σε αυτή, αν προσέξετε, υπάρχει και φάκελος με όλα τα αρχεία που έχετε προσπελάσει πρόσφατα, ό,τι πρέπει για εσάς που συνηθίζετε να ανταλλάζετε αρχεία μεταξύ εφαρμογών (π.χ. λήψη μέσω Viber και αποστολή σε WhatsApp). Σε κάθε περίπτωση, η OnePlus έχει κάνει καλή δουλειά σε επίπεδο λογισμικού προκειμένου να αξιοποιεί τη μεγάλη οθόνη του Open όμως η σύγκριση στο συγκεκριμένο τομέα με το Galazy Z Fold5, φανερώνει ότι η Samsung το έχει πάρει λίγο πιο ζεστά το θέμα. Η συσκευή έρχεται με αρκετές προεγκατεστημένες εφαρμογές, πολλές από τις οποίες είναι της Google τις οποίες θα βρείτε στο δικό τους φάκελο. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όσο κι αν ζορίσαμε το OnePlus Open, αυτό… δεν κατάλαβε τίποτα. Δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να τρέξει τα απαιτητικότερα παιχνίδια του Google Play Store, να streamάρει βίντεο, να μας επιτρέψει να καταγράψουμε περιεχόμενο και κατόπιν να το επεξεργαστούμε και να διαχειριστεί browsers με δεκάδες tabs ανοιχτά -πολλές φορές, πολλά εξ αυτών ταυτόχρονα. Ακόμα κι όταν οι συνθήκες έγιναν αρκετά απαιτητικές, δεν παρατηρήσαμε σημαντική αύξηση στη θερμοκρασία των επιφανειών του, κάτι που μας «αναγκάζει» να δώσουμε τα εύσημα στην OnePlus για το σύστημα ψύξης και απαγωγής της θερμότητας που σχεδίασε, ειδικά για τις ανάγκες του Open. Το μόνο που μας λείπει από άποψη χαρακτηριστικών είναι υποστήριξη κάρτας microSD ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν υπάρχει έκδοση με 1 TB χωρητικότητας. Συμπέρασμα Με τιμή €1899 (και αποκλειστική διάθεση στη χώρα μας από τα καταστήματα Κωτσόβολος), το OnePlus Open ντεμπουτάρει όντας φθηνότερο από τα Samsung Galaxy Z Fold5 και Huawei Mate X3. Με πολύ καλά τεχνικά χαρακτηριστικά, σπουδαίες οθόνες, εκπληκτικές κάμερες και άρτια ποιότητα κατασκευής, φέρνει σαφείς βελτιώσεις στο forma factor ενός μεγάλου foldable smartphone. Απόλυτα future-proof χάρη στα τέσσερα χρόνια αναβαθμίσεων λειτουργικού (και τα πέντε ενημερώσεων ασφαλείας) που προσφέρει η OnePlus, το Open είναι η ναυαρχίδα που θέτει εκ νέου τα στάνταρ στην κατηγορία των foldables.
    3 πόντοι
  27. Στην εποχή που οι κατασκευαστές smartphones κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να μεγεθύνουν όσο είναι δυνατόν τις συσκευές τους, υπάρχει ακόμα μία διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα χρηστών που προτιμά τις πιο συμπαγείς προτάσεις. Τα πιο συμμαζεμένα ως προς τις διαστάσεις τους smartphones αποτελούν επί του παρόντος τη μειοψηφία στην αγορά, ενώ όσοι αναζητούν μία συσκευή που μοιάζει να ‘χει έρθει από μια άλλη εποχή, δεν έχουν στη διάθεσή τους premium προτάσεις. Η ASUS είναι από τους λίγους κατασκευαστές που ασχολούνται με την κατασκευή ναυαρχίδων σε μικρό μέγεθος μέσω της σειράς Zenfone και όσα μοντέλα δοκιμάσαμε κατά το παρελθόν, μας άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις. Στη διάθεσή μας είχαμε το Zenfone 10, την τελευταία πρόταση της εταιρείας στα μικρά αλλά δυνατά smartphones. Με την ASUS να παραμένει πιστή στο πλάνο που έχει χαράξει για τη σειρά τα τελευταία χρόνια -παρά κάποια πρόσφατη φημολογία που διαψεύστηκε κατηγορηματικά- το εν λόγω smartphone συνιστά μία high-end (σε χαρακτηριστικά και τιμή) πρόταση, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα όσων ψάχνουν κινητό που να μπορούν να χειριστούν άνετα με το ένα χέρι. Πάμε να δούμε τι προσφέρει. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Όπως προαναφέραμε, το Zenfone 10 δεν διαφέρει ως προς τη σχεδιαστική του φιλοσοφία από τον προκάτοχό του. Πριν από οτιδήποτε άλλο, η ASUS έδωσε έμφαση στη φορητότητα της συσκευής. Με διαστάσεις 146,5 x 68,1 x 9,4 χιλ. και βάρος 172 γραμμαρίων με σωστή κατανομή, πρόκειται για μία συσκευή που προσφέρει εύκολο και σταθερό κράτημα, καθώς επίσης και άνετο χειρισμό με το ένα χέρι δίχως να απαιτούνται γι’ αυτό παλάμη και δάχτυλα μεγέθους… Αντετοκούνμπο! Το Zenfone 10 είναι αδιάβροχο βάσει πιστοποιητικού IP68 ενώ διατίθεται στη χώρα μας σε μαύρο και πράσινο χρώμα. Είχαμε στα χέρια μας τη μαύρη έκδοση αλλά σίγουρα η πράσινη έκδοση είναι αυτή που ξεφεύγει από τα τετριμμένα και το κολακεύει κατά τη γνώμη μας ακόμα περισσότερο. Το look του Zenfone 10 δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνο του Zenfone 9 (αν βάλετε το ένα δίπλα στο άλλο, δύσκολα θα καταλάβετε ποιο είναι ποιο). Brownie points στην ASUS για το γεγονός ότι βελτίωσε ορισμένες λεπτομέρειες (π.χ. τους δακτυλίους των φακών) και ξεφορτώθηκε διάφορα αχρείαστα στοιχεία με πρώτο και καλύτερο το κείμενο στην πλάτη, συμβάλλοντας έτσι σε ένα πιο μίνιμαλ και ως εκ τούτου «καθαρό» design. Στην πρόσοψη δεσπόζει φυσικά η οθόνη με τη selfie cam (punch-hole τύπου) να βρίσκεται στην επάνω αριστερή γωνία. Στα δεξιά υπάρχουν τα πλήκτρα αυξομείωσης της έντασης του ήχου και το smart key (με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος) ενώ η μεγάλη έκπληξη συναντάται στην επάνω του πλευρά όπου βρίσκεται θύρα ήχου 3,5 χιλ. -κάτι που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη αν αναλογιστεί κανείς ότι απουσιάζει σε μεγαλύτερου μεγέθους συσκευές. Ένας εύκολος τρόπος για να ξεχωρίζει κανείς το Zenfone 10 έναντι του Zenfone 9, είναι από το λογότυπο για τα 10 χρόνια της σειράς στην κάτω δεξιά γωνία της πλάτης του. Οθόνη – Κάμερες Η οθόνη της συσκευής είναι κατασκευής Samsung, διαγωνίου 5,92 ιντσών, τύπου AMOLED με ανάλυση FHD+ (ή 1080 x 2400) και μέγιστη φωτεινότητα 1100 nits που ναι μεν δεν είναι κι ό,τι καλύτερο έχουμε δει ποτέ, όμως αρκεί για να κάνει κανείς μια χαρά τη δουλειά του ακόμα και σε εξωτερικούς χώρους (τη δοκιμάσαμε ντάλα μεσημέρι καλοκαιριάτικα στην Αθήνα, άρα δεν έχουμε αμφιβολία). Η ASUS αναφέρει ως μέγιστο ρυθμό ανανέωσης τα 144 Hz με αστερίσκο ότι αφορά μόνο video games αφού η συγκεκριμένη επιλογή είναι διαθέσιμη αποκλειστικά μέσω Game Genie. Κατά τα άλλα θα έχετε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσετε τη συσκευή στα 60, 90 και 120 Hz. Σημειώστε ότι η οθόνη προστατεύεται από Corning Gorilla Glass Victus. Περνώντας στα των καμερών του Zenfone 10 τώρα, η ASUS το έχει εξοπλίσει με τρεις κάμερες -δύο στο πίσω μέρος και μία πρόσοψης. Ο βασικός φακός είναι ο IMX766 της Sony (καμία αλλαγή εδώ) με ανάλυση 50 MP και διάφραγμα f/1,9 και πλαισιώνεται από μία υπερευρυγώνια κάμερα 13 MP με οπτικό πεδίο 120ο. Η ποιότητα των φωτογραφιών είναι πάρα πολύ καλή, κάτι που οφείλεται εν μέρει και στον τρόπο με τον οποίο η AI επεξεργάζεται κάθε λήψη, χωρίζοντας την εκάστοτε εικόνα σε τμήματα και βελτιστοποιώντας καθένα εξ αυτών ξεχωριστά. Σε ορισμένες περιπτώσεις βέβαια το AF μας δυσκόλεψε αχρείαστα, κάτι που ευελπιστούμε πως θα διορθωθεί μέσω software update στο μέλλον. Ευτυχώς το Zenfone 10 μας αποζημίωσε προσφέροντας άμεση πρόσβαση στην κάμερα μέσω διπλού πατήματος του πλήκτρου ενεργοποίησης. Σε γενικές γραμμές η AI κάνει καλή δουλειά, αν και κάποιες λήψεις έβγαζαν μια παράξενη -και σίγουρα απροσδόκητη- πράσινη εσάνς. Στα πορτρέτα, το bokeh φαίνεται αρκετά φυσικό, φτάνει να μην το παρακάνετε αφού από ένα σημείο κι έπειτα, το θέμα σας θα φαίνεται αφύσικα έντονα. Όσο ο φωτισμός μειώνεται, την εμφάνισή του κάνει μοιραία ο θόρυβος. Το σχετικό Night mode βελτιώνει κάπως τα πράγματα αλλά παρ’ ό,τι τα τελικά αποτελέσματα είναι σαφώς ανώτερα σε σχέση με αυτά του Zenfone 9, τα επίπεδα έκθεσης δεν βρίσκονται εκεί που θα περιμέναμε. Εν πάση περιπτώσει, αν αποφασίσετε να αρχίσετε τις νυχτερινές φωτογραφίες, βεβαιωθείτε ότι υπάρχει κάπου κοντά σας μια κάποια πηγή φωτός. Για τις περιπτώσεις που ζουμάρετε, η ASUS έχει αναπτύξει και ενσωματώσει την τεχνολογία HyperClarity, χάρη στην οποία η AI αναλαμβάνει χρησιμοποιώντας τα μη επεξεργασμένα αρχεία RAW, να ενισχύσει τις λεπτομέρειες για καθαρότερες εικόνες. Η υπερευρυγώνια κάμερα του Zenfone 10 δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο. Ναι μεν το οπτικό πεδίο των 120ο προσμετράται στα θετικά της, ωστόσο οι παραμορφώσεις στα άκρα της εικόνας και στις περιπτώσεις που κάτι βρίσκεται κοντά στον φακό ή κάποιος κινείται το βράδυ, είναι έντονες. Υπενθυμίζουμε ότι η συσκευή δεν διαθέτει κάμερα macro. Στην πρόσοψη έχουμε μία νέα selfie cam 32 MP η οποία χρησιμοποιεί αισθητήρα RGBW με αποτέλεσμα να αιχμαλωτίζει περισσότερο φως με πολύ λιγότερο θόρυβο συγκριτικά με τους αισθητήρες τύπου RGBB που χρησιμοποιούν οι περισσότερες προτάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν οι selfies που τραβήξαμε με το Zenfone 10 να είναι αρκετά πιο φωτεινές με το πρόσωπό μας να βρίσκεται πραγματικά στο προσκήνιο, ακόμα κι όταν το background διέθετε έντονα χρώματα. Φυσικά ο μεγαλύτερος «κράχτης» του Zenfone 10 δεν είναι άλλος από το Hybrid Gimbal Stabilizer των έξι αξόνων που υπόσχεται βίντεο πιο σταθερά από ποτέ. Το φοβερό είναι ότι η συσκευή της ASUS πραγματοποιεί στο ακέραιο την υπόσχεσή της. Ο μηχανισμός σταθεροποίησης του κινητού είναι τέτοιος που κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει ότι δεν διαθέτετε και το πιο σταθερό χέρι. Προφανώς και το όλο σύστημα έχει όρια (μη νομίζετε ότι εσείς θα επιδίδεστε σε αγώνα ανώμαλου δρόμου και το βίντεό σας θα είναι λες και είστε ακίνητοι) αλλά για χρήση σε νορμάλ συνθήκες (περπατώντας, κωπηλατώντας, κάνοντας ποδήλατο σε οδόστρωμα κλπ) είναι ό,τι πρέπει. Γενικώς ο συνδυασμός hardware OIS και software EIS του Zenfone 10, δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι είναι εφάμιλλος εκείνος μερικών από των πιο γνωστών καμερών δράσης. s_stable_video.mp4 Στην πράξη το κινητό χρησιμοποιεί την εικόνα που καταγράφει προκειμένου να καδράρει μέσα σε αυτή, εκείνη που «σερβίρει» στον χρήστη. Με τη δεύτερη να παραμένει σταθερά εντός της πρώτης και σε συνδυασμό με τη μετακίνηση του κάδρου ώστε να ακυρώνει αυτή της κάμερας, επιτυγχάνεται το τελικό αποτέλεσμα. Τα βίντεο που τραβήξαμε με το Zenfone 10 ήταν εξαιρετικά φωτεινά με την AI να φωτίζει ακόμα και τις πιο σκούρες περιοχές των πλάνων. Η τεχνολογία OZO Audio εξουδετερώνει αποτελεσματικά τον θόρυβο του αέρα, δίνοντας μία πιο κινηματογραφική χροιά στα τραβηγμένα σε εξωτερικούς χώρους βίντεο ενώ για όσους νιώθουν την ανάγκη να καταγράψουν εικόνα σε ανάλυση 8K, υπάρχει και αυτή η δυνατότητα. Λειτουργίες – Επιδόσεις Σε ό,τι αφορά στις προδιαγραφές του τώρα, το Zenfone 10 κρύβει μέσα του έναν Snapdragon 8 Gen 2, 8 ή 16 GB LPDDR5X RAM και 128, 256 ή 512 GB αποθηκευτικού χώρου τύπου UFS 4.0 -τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά εξαρτώνται φυσικά από την έκδοση που θα προτιμήσει κάποιος. Η απόκριση της συσκευής είναι εξαιρετική: το SoC είναι έτσι κι αλλιώς άριστη επιλογή, με το λειτουργικό να έχει προσαρμοστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε -σε συνδυασμό με το Zen UI- να εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματα του hardware. Εκκινώντας τη συσκευή για πρώτη φορά μας έκανε θετική εντύπωση η δυνατότητα επιλογής μεταξύ stock Android και «ASUS Optimized» με τη δεύτερη μάλιστα να μην έρχεται με το bloatware από το οποίο υποφέρουν τόσοι και τόσοι κατασκευαστές. Εδώ θα ανοίξουμε μία παρένθεση για να αναφερθούμε σε κάτι που θα απασχολήσει τους κατόχους του Zenfone 10 σε βάθος χρόνου: την υποστήριξη. Όπως έχει ανακοινωθεί, η ASUS προτίθεται να υποστηρίξει τη συσκευή με δύο χρόνια ενημερώσεων λειτουργικού και τέσσερα ενημερώσεων ασφαλείας. Αν και η επίδοση αυτή πριν από μία πενταετία θα ήταν ικανοποιητική, δεν μπορούμε να πούμε πως ισχύει το ίδιο και για το σήμερα. Τα δύο χρόνια είναι απογοητευτικά, ιδίως όταν μιλάμε για ένα smartphone που στοιχίζει κάμποσες εκατοντάδες ευρώ και ως εκ τούτου η αγορά του αποτελεί επένδυση. Οι καινοτομίες της ASUS αφορούν ως επί το πλείστον τον χειρισμό του Zenfone 10, περιλαμβάνοντας επιλογές συντομεύσεων, δυνατότητα προγραμματισμού του smart key, λειτουργίες συντομεύσεων, προβολή always on, προσαρμογή ταχύτητας animations και -μία μάλλον αχρείαστη- λειτουργία χρήσης με το ένα χέρι μεταξύ -πολλών- άλλων. Για τους gamers ανάμεσά σας υπάρχει το Game Genie με μια σειρά από πολύ χρήσιμες ρυθμίσεις πέραν των 144 Hz που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου. Για να αναφέρουμε ορισμένες εξ αυτών, θα έχετε τη δυνατότητα να streamάρετε περιεχόμενο πανεύκολα, συνδέοντας απλά τον λογαριασμό σας σε YouTube ή Twitch, να απενεργοποιήσετε ειδοποιήσεις και να κλειδώσετε την προβολή και τη φωτεινότητα της οθόνης κ.α. Παρ’ ότι η συσκευή δεν είχε πρόβλημα να τρέξει κάθε τίτλο που δοκιμάσαμε, σας υπενθυμίζουμε ότι μιλάμε για οθόνη στις 5,92 ίντσες όλες κι όλες… Ειδική μνεία οφείλει να γίνει στον ήχο. H ASUS έχει εφοδιάσει το Zenfone 10 με διπλά, στερεοφωνικά ηχεία τα οποία είναι αρκετά ισχυρά, τηρουμένων πάντα των αναλογιών (μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για μια πραγματικά μικρή συσκευή). Η συσκευή πάντως έχει νεύρο, κάτι που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην εμπλοκή της Dirac. Η τεχνολογία Dirac Virtuo έχει ως αποτέλεσμα αναπάντεχα χωρικό ήχο χωρίς παραμορφώσεις ακόμα κι όταν η ένταση βρίσκεται στο max, με την εφαρμογή ASUS AudioWizard να προσφέρει πρόσβαση σε ισοσταθμιστή 10 ζωνών (υπάρχουν και τέσσερις επιλογές δραστηριότητας, ανάλογα με το περιεχόμενο που απολαμβάνετε: Dynamic, Music, Cinema, Game). Οι διαφορές ήταν μικρές αλλά αισθητές -πιο καθαρά εφέ, βαθύτερο μπάσο κλπ. Αν έχετε ξεπεράσει προ πολλού την εποχή των καλωδίων, τότε η υποστήριξη aptX Lossless θα σας επιτρέψει να χρησιμοποιήσετε τα ακουστικά Bluetooth της αρεσκείας σας. Θα περίμενε κανείς ότι το μικρό μέγεθος του Zenfone 10 θα επηρέαζε και τη χωρητικότητα της μπαταρίας του. Έτσι είναι, τουλάχιστον στους αριθμούς. Η συσκευή φέρει μπαταρία χωρητικότητας 4300 mAh όμως η αλήθεια είναι πως στην πράξη τα καταφέρνει πολύ καλύτερα. Κάτι ο Snapdragon 8 Gen 2 και κάτι η συνολικά άριστη διαχείριση πόρων που επιτυγχάνει το Zenfone 10, του επιτρέπουν να προσφέρει σχεδόν ένα 24ωρο συνεχούς, απαιτητικής χρήσης με μία μόνο φόρτιση! Σύμφωνα με την ASUS μάλιστα, αν ο χρήστης επιλέγει να το φορτίζει σε ποσοστό έως και 80% αντί για το πλήρες 100%, τότε θα επιβραδύνει σημαντικά την αποδυνάμωση της μπαταρίας συν τω χρόνω (σε 500 κύκλους φόρτισης, οι απώλειες θα περιοριστούν από το 15% στο 7%), διπλασιάζοντας τη διάρκεια ζωής της. Τα μεγάλα νέα εδώ βέβαια δεν είναι άλλα από την υποστήριξη ασύρματης φόρτισης βάσει προτύπου Qi, έστω κι αν η όλη διαδικασία είναι σχετικά αργή (15 W). Για πιο σβέλτες καταστάσεις, προσφέρεται τεχνολογία ταχείας φόρτισης HyperCharge στα 30 W. Όπως και να ‘χει, η μπαταρία δεν θα σας δημιουργήσει προβλήματα αφού το πιθανότερο είναι πως ακόμα και έπειτα από μία γεμάτη μέρα, θα πάτε για ύπνο με τη συσκευή στο 30-35%. Συμπέρασμα Το Zenfone 10 της ASUS βρίσκεται στην πολύ ιδιαίτερη θέση να… παίζει ουσιαστικά μόνο του στην κατηγορία του. Κακά τα ψέματα, αν κάποιος αναζητά μία συμπαγή, μικροκαμωμένη αλλά ταυτόχρονα πανίσχυρη και πολυεπίπεδη συσκευή smartphone, πέραν της πρότασης της ASUS, οι επιλογές του είναι η εξής μία: το Sony Xperia 10 V το οποίο όμως βρίσκεται τουλάχιστον δυο επίπεδα κάτω από πλευράς συνολικών λειτουργιών, χαρακτηριστικών και επιδόσεων. Το Zenfone 10 δεν είναι φθηνό. Έρχεται όμως με μία εντυπωσιακή γκάμα προδιαγραφών που θα καλύψει και τους πλέον απαιτητικούς. Οι βελτιώσεις του σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη έκδοσή του είναι στοχευμένες και καλά μελετημένες, αν και έχουμε την αίσθηση ότι η ASUS θα μπορούσε να έχει θέσει τον πήχη υψηλότερα. Το φετινό Zenfone πάντως κλείνει το μάτι σε όσους δεν πείστηκαν από το περυσινό μοντέλο και, εδώ που τα λέμε, αποτελεί μία εξαίρετη επιλογή. Εκτός κι αν αποφασίσουν να κάνουν υπομονή για του χρόνου.
    3 πόντοι
  28. Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να δώσουμε στη Sony σε ό,τι αφορά τη σειρά των true wireless earbuds της, είναι πως έκδοση με την έκδοση γίνονται ολοένα και καλύτερα. Έτσι λοιπόν τα φετινά WF-1000XM5 έρχονται με ενδιαφέρουσες βελτιώσεις, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό, σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο μοντέλο, τα WF-1000XM4 που είχαν κάνει την εμφάνισή τους δύο χρόνια νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2021. Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι κατά πόσο οι βελτιώσεις αυτές αρκούν για να πείσουν το κοινό (όσους επένδυσαν στα WF-1000XM4 αλλά και όσους είχαν την υπομονή να περιμένουν για την επόμενη έκδοση) για την αξία τους, ειδικά μάλιστα που η τιμή τους έχει αυξηθεί κατά €40 σε σχέση με εκείνη των προκατόχων τους (τα €279 έχουν γίνει €319). Σχεδιασμός Αν κάτι γίνεται ξεκάθαρο με την πρώτη ματιά στα WF-1000XM5 είναι πως η Sony δεν επαναπαύεται σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό τους. Τα WF-1000XM4 άλλωστε άφηναν μπόλικα περιθώρια βελτίωσης τα οποία η ιαπωνική εταιρεία εξάντλησε σε μεγάλο βαθμό με τη νέα τους έκδοση. Τα WF-1000XM5 είναι κατά 25% μικρότερα και 20% ελαφρύτερα σε σχέση με τα αμέσως προηγούμενα, με το βάρος του κάθε ακουστικού μάλιστα να είναι μόλις 5,9 γραμμάρια. Ο σχεδιασμός τους είναι πιο καμπυλωτός αλλά συνολικά καταλαμβάνει λιγότερο όγκο, τόσο στο τμήμα που μπαίνει μέσα στο αυτί (κρατήστε το αυτό, θα επανέλθουμε), όσο και αυτό που εξέχει. Η Sony διαθέτει τα WF-1000XM5 σε δύο χρώματα, ένα γυαλιστερό μαύρο και ένα μπεζ -το οποίο για άγνωστους προς εμάς λόγους, η εταιρεία επιμένει να αναφέρει ως «ασημί» στις προδιαγραφές. Σε αυτό το τελευταίο θα πρέπει να σταθούμε και ο λόγος είναι πως το μπεζ αναδεικνύει πολύ καλύτερα το πανέμορφο design των ακουστικών, δένοντας μάλιστα και άριστα με τα χρυσού χρώματος εξωτερικά μικρόφωνα (τα οποία ναι, παραμένουν χρυσά, αλλά δίχως να μοιάζουν τόσο με βαλβίδες). Σύμφωνοι, το μπεζ βρωμίζει πολύ πιο εύκολα και δεν συγχωρεί σε σχέση με το μαύρο αλλά αν προσέχετε στοιχειωδώς τα gadgets και τις συσκευές σας, αξίζει να το τολμήσετε. Στο ίδιο χρώμα με τα ακουστικά προσφέρεται και η θήκη μεταφοράς και φόρτισής τους η οποία έχει επίσης μειωθεί σε όγκο, με τη Sony να της έχει δώσει έναν πιο «αεροδυναμικό» σχεδιασμό που της επιτρέπει να μπαίνει πολύ πιο εύκολα σε τσέπες. Στη συσκευασία θα βρείτε ακόμα καλώδιο φόρτισης καθώς και τέσσερα σετ από ελαστικά ακροφύσια, μία μάλλον ευχάριστη έκπληξη αφού οι περισσότερες προτάσεις της αγοράς περιορίζονται στα τρία (η Sony έχει προσθέσει στα small, medium και large ένα super small, προκειμένου να εξασφαλίσει πως η εφαρμογή στο αυτί του χρήστη είναι η καλύτερη δυνατή, κάτι απόλυτα λογικό αφού από αυτήν εξαρτάται η ενεργή εξουδετέρωση θορύβου ή ANC). Εφαρμογή Όπως προαναφέραμε, τα WF-1000XM5 έχουν μικρότερο μέγεθος σε σχέση με τους προκατόχους τους, κάτι που αποτελεί ευχή αλλά και κατάρα. Από τη μία είναι πολύ πιο άνετα -σε βαθμό που ξεχνάτε πως τα φοράτε- και διακριτικά αλλά από την άλλη εφαρμόζουν δυσκολότερα στο αυτί. Θυμάστε που είπαμε ότι το τμήμα τους που μπαίνει στον εξωτερικό ακουστικό πόρο είναι μικρό; Ε, είναι τόσο μικρό που ακόμα και με τα μεγάλου μεγέθους ακροφύσια, τα ακουστικά παρουσιάζουν τάσεις… απόδρασης κάθε φορά που κουνιέστε έντονα ή εν πάση περιπτώσει περισσότερο από το φυσιολογικό -είτε πρόκειται για τρέξιμο στο πλαίσιο άσκησης, είτε για μάσημα φαγητού (ναι, μας έτυχε ακόμα κι εκεί). Αυτό που θα πρέπει να τονίσουμε βέβαια εδώ, είναι πως όπως συμβαίνει με όλα τα in-ear ακουστικά, το αν θα εφαρμόσουν σταθερά στα αυτιά ενός χρήστη είναι και λίγο… κορώνα-γράμματα. Πόσες φορές δε σας έχει τύχει να σας παραπονεθεί κάποιος γνωστός σας άλλωστε για ένα σετ earbuds που δεν κάθεται με τίποτα στα αυτιά του, μόνο και μόνο για να διαπιστώσετε δοκιμάζοντάς το με τη μία ότι δεν εντοπίζετε το παραμικρό πρόβλημα. Το γεγονός πως η Sony έχει πλαισιώσει τα WF-1000XM5 με τέσσερα ακροφύσια, αν μη τι άλλο βοηθά κάπως την κατάσταση, κάτι που ισχύει και με τη λειτουργία ελέγχου εφαρμογής του συνοδευτικού app. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Οι τεχνικές προδιαγραφές των WF-1000XM5 είναι εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακές. Σε πρώτη φάση, έρχονται με νέας γενιάς επεξεργαστή: οι V1 των WF-1000XM4 έχουν δώσει τη θέση τους στους V2 οι οποίοι σε συνδυασμό με τα έξι συνολικά μικρόφωνα (τρία στο κάθε ακουστικό) προσφέρουν βελτιωμένες επιδόσεις ANC, ακόμα και στις πιο χαμηλές συχνότητες. Με δεδομένο ότι έχετε φροντίσει να εφαρμόσετε το πιο ταιριαστό ακροφύσιο και τα έχετε φορέσει καλά, τα WF-1000XM5 θα κάνουν εξαιρετική δουλειά σε ό,τι αφορά την εξουδετέρωση θορύβων περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου μάλιστα και του αέρα, κάτι στο οποίο αρκετά ανταγωνιστικά μοντέλα τα βρίσκουν σκούρα. Η Sony έχει μάλιστα ενσωματώσει και έναν ειδικό επεξεργαστή (HD Noise Cancelling Processor QN2e) που απ’ ό,τι φαίνεται εκ του αποτελέσματος, κάνει δουλειά. Ο ήχος τώρα είναι απλά εξαιρετικός. Ό,τι τύπου μουσική κι αν δοκιμάσαμε, ήμασταν σε θέση να απολαύσουμε πεντακάθαρο ήχο με πλήρη αντίληψη κάθε οργάνου. Τόσο στις ψηλές, όσο και στις χαμηλές συχνότητες, τα όσα έφταναν στα αυτιά μας ήταν απλά υπέροχα, δημιουργώντας ένα πλούσιο, μελωδικό ηχόχρωμα. Οι ανανεωμένοι και μεγαλύτεροι οδηγοί των 8,4 χιλ. (μιλάμε για αύξηση μεγέθους της τάξης του 40% σε σχέση με εκείνους των έξι χιλ. των WF-1000XM4) κάνουν πράγματι τη διαφορά με τον χρήστη να έχει την ευκαιρία χρησιμοποιώντας το app Headphones Connect της Sony να επιλέξει προεπιλογή EQ ή να δημιουργήσει το δικό του (κομμένο και ραμμένο στις προτιμήσεις του) μέσω μίας σύντομης διαδικασίας. Οι δύο νέοι επεξεργαστές δείχνουν την αξία τους επί το έργο και συγκεκριμένα όταν αποφασίσετε να πραγματοποιήσετε κλήσεις από κάποιο θορυβώδες περιβάλλον. Η Sony ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιείται ένας αλγόριθμος εξουδετέρωσης θορύβου που βασίζεται στην AI και έχει εκπαιδευτεί επάνω σε ένα σύνολο από 500 εκατ. δείγματα φωνών. Όλο αυτό που μόλις διαβάσατε μπορεί να ακούγεται πομπώδες, όμως σας διαβεβαιώνουμε ότι είναι πέρα για πέρα αληθές. Κάναμε κλήσεις από φανάρι σε διασταύρωση στην Κηφισίας, από την αίθουσα check-in στο Ελευθέριος Βενιζέλος, από το κατάστρωμα πλοίου που μόλις είχε αναχωρήσει από το λιμάνι του Πειραιά και από την παραλιακή στα έργα ασφαλτόστρωσης που γίνονται στο Δέλτα Φαλήρου. Σε καμία από τις τέσσερις περιπτώσεις οι συνομιλητές μας δεν ήταν σε θέση να εντοπίσουν από πού τους καλούσαμε… Όπως και κάθε σετ true wireless earbuds που σέβεται τον εαυτό του, έτσι και τα WF-1000XM5 διαθέτουν λειτουργία transparency, χάρη στην οποία επιτρέπουν στον χρήστη να ακούσει ομιλίες στο άμεσο περιβάλλον του χωρίς να χρειαστεί να βγάλει τα ακουστικά. Η εναλλαγή μεταξύ των λειτουργιών εξουδετέρωσης θορύβου και transparency γίνεται πρακτικά χωρίς καθυστέρηση, ακόμα και στην περίπτωση που ξεκινήσετε να μιλάτε ξαφνικά (χρειάζονται κάποια δέκατα προκειμένου να το αντιληφθούν τα ακουστικά με αποτέλεσμα η πρώτη σας λέξη να ακούγεται σχεδόν πάντα ελαφρώς κομμένη αλλά μικρό το κακό). Στα θετικά των WF-1000XM5 το ότι σε περίπτωση που αντιληφθούν κάποιον πολύ έντονο ήχο, ενώ βρίσκονται σε λειτουργία transparency, ενεργοποιούν επί τόπου το ANC. Ένα ακόμα στοιχείο των WF-1000XM5 στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε, έστω και για λίγο, είναι ο χωρικός ήχος. Εδώ βέβαια θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η Sony σαν… κάτι να μας χρωστά, αφού ναι μεν μπορέσαμε να τον κάνουμε να λειτουργήσει με ορισμένες εφαρμογές σε συγκεκριμένες συσκευές αλλά πολλά «combos» είχαν θέματα. Απ’ ό,τι διαβάσαμε βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκεκριμένη δυνατότητα είναι να την υποστηρίζει το ίδιο το τηλέφωνο. Η λογική λέει πως η Sony αργά ή γρήγορα θα ενισχύσει τα WF-1000XM5 στον εν λόγω τομέα μέσω μελλοντικού firmware update. Η αφαίρεση των ακουστικών από τη θήκη τους μπορεί να αποδειχθεί κομματάκι ζόρικη: κάτι το ενιαίο πλαστικό τους σώμα, κάτι το τόσο δα σχήμα τους και κάτι η ίδια η θήκη που όπως προείπαμε είναι πια πολύ πιο συμπαγής σε σχέση με τις προηγούμενες εκδόσεις της, μπορεί να δυσκολέψει απρόσμενα τη ζωή σας -ειδικά αν τα χέρια σας γλιστρούν. Εφαρμόζοντας τα ακουστικά στα αφτιά σας, θα ακούσετε τον χαρακτηριστικό τόνο σύνδεσης, κάτι που μας εξέπληξε δυσάρεστα αφού είχαμε συνηθίσει να ξεκινάμε με τη στάθμη της μπαταρίας (βλ. WF-1000XM4). Ως προς την αυτονομία, μιας που αναφερθήκαμε στη θήκη, τα WF-1000XM5 προσφέρουν περίπου οκτώ ώρες με ενεργοποιημένο ANC και 12 χωρίς αυτό. Η θήκη τους εξασφαλίζει άλλες δύο πλήρεις φορτίσεις, οπότε μιλάμε για μέγιστο σύνολο αυτονομίας 36 ώρες που δεν το λέτε κι άσχημο. Εκεί πάντως που το σετ της Sony λάμπει είναι σε ό,τι αφορά την ταχεία φόρτιση: με τρία λεπτά φόρτισης όλα κι όλα εξασφαλίζετε μία ολόκληρη ώρα λειτουργίας σε μία επίδοση που ενδεχομένως να αποτελεί και ρεκόρ στην κατηγορία. Για μία πλήρη φόρτιση πάντως υπολογίστε ότι χρειάζονται περί τις 3,5 ώρες. Για τον έλεγχό τους, τα WF-1000XM5 βασίζονται ως επί το πλείστον σε λειτουργίες αφής. Βέβαια για την αυξομείωση της έντασης του ήχου για παράδειγμα χρειάζονται τέσσερις επαφές με το αντίστοιχο ακουστικό (το δεξί για αύξηση, το αριστερό για μείωση), κάτι που ίσως να είναι κομματάκι υπερβολικό, αφού είμαστε βέβαιοι ότι για κάτι τόσο σύνηθες, η Sony θα μπορούσε να βρει μια πιο εύκολη κίνηση. Τουλάχιστον για κάθε σας κίνηση υπάρχει ο χαρακτηριστικός ηχητικός τόνος επιβεβαιώνοντάς την. Αυτό που μας άρεσε πάντως ιδιαίτερα στα WF-1000XM5 ήταν ο έλεγχος μέσω κινήσεων του κεφαλιού. Η αποδοχή ή απόρριψη μίας κλήσεις φερ’ ειπείν γνέφοντας καταφατικά ή αρνητικά, είχε την πλάκα της -και ήταν και βολική! Κάτι ακόμα πως μας άρεσε είναι η πολύ χρήσιμη ενσωμάτωση λειτουργίας με το Spotify, Η σύζευξη των ακουστικών με τις συμβατές συσκευές σας δεν θα μπορούσε να ήταν πιο εύκολη. Τα WF-1000XM5 ενσωματώνουν τεχνολογία Bluetooth 5.3 (εξ ου και η υψηλή αυτονομία) και συνδέονται έως και με δύο συσκευές ταυτόχρονα: αν δεχτείτε κλήση σε μία εξ αυτών, θα δώσουν αυτόματα προτεραιότητα σε αυτή, σταματώντας τυχόν αναπαραγωγή πολυμέσων στην άλλη. Η σύζευξη αυτή καθ’ αυτή μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε πατώντας στο πλήκτρο που βρίσκεται στην πλάτη της θήκης, πάνω από τη θύρα USB Type-C (έχοντας τοποθετήσει και τα δύο ακουστικά μέσα), είτε χρησιμοποιώντας το app ενώ τα φοράτε. Στα θετικά των WF-1000XM5 η ταυτόχρονη υποστήριξη Bluetooth Multipoint και LDAC, κάτι που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Συμπέρασμα Και κάπου εδώ αρχίζουν τα δύσκολα… Βλέπετε, αν εστιάσουμε στην ποιότητά τους και μόνο, ξεχνώντας καθετί άλλο, τα WF-1000XM5 είναι μία εξαιρετική πρόταση. Για την ακρίβεια είναι ολοκληρωμένα σε τέτοιο βαθμό που δυσκολευτήκαμε να βρούμε αρνητικά για να συμπεριλάβουμε στην παρούσα παρουσίαση -δύο κι αυτά με το στανιό! Έχουν τόσο προσεγμένο design που μιλάμε για ένα από τα ομορφότερα και διακριτικότερα σετ ακουστικών που θα βρείτε στην αγορά. Διαθέτουν πλήρες προφίλ συνδεσιμότητας, υποστηρίζοντας κάθε πιθανό και απίθανο codec, καθώς και σπουδαία αυτονομία. Ο ήχος τους είναι «καμπάνα», αποδίδοντας υπέροχα σε όλο το φάσμα συχνοτήτων. Η δε εξουδετέρωση θορύβου είναι από τις καλύτερες που έχουμε δει, καθιστώντας τα έτσι τέλεια για κάθε περιβάλλον (από ένα γεμάτο κόσμο γραφείο, μέχρι καμπίνα αεροπλάνου) και ως εκ τούτου και για κάθε χρήστη. Ναι, ΟΚ, η εφαρμογή τους στο αυτί θα μπορούσε ενδεχομένως να ήταν λίγο καλύτερη αλλά όπως εξηγήσαμε, από τη μία αυτό είναι μάλλον δύσκολο λόγω του πιο συμπαγούς σχεδιασμού (κάτι κερδίζουμε, κάτι χάνουμε…) και από την άλλη πρόκειται για κάτι που έχει να κάνει με τον άνθρωπο και συγκεκριμένα τον τύπο και την ανατομία του αυτιού του. Το πρόβλημα με τα WF-1000XM5 όμως είναι ότι κυκλοφορούν στο πλαίσιο μίας γενικότερης σειράς και έχοντας να αντιμετωπίσουν έντονο ανταγωνισμό -που μάλιστα στη high-end κατηγορία είναι αμείλικτος. Δεν σας κρύβουμε ότι η αύξηση των €40 στην προτεινόμενη τιμή λιανικής τους συγκριτικά με τα WF-1000XM4 μας χάλασε: σύμφωνοι, πρόκειται για ένα κορυφαίο προϊόν αλλά μήπως το ίδιο δεν ισχύει με κάθε καινούρια premium κυκλοφορία ανεξαρτήτως τύπου συσκευής; Ναι, η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία είναι ιδιαίτερη αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την αύξηση άνω του 14% στην τιμή των WF-1000XM5, ειδικά μάλιστα όταν οι βελτιώσεις τους σε σχέση με τους προκατόχους τους είναι μεν υπαρκτές αλλά όχι και ριζοσπαστικές (τα WF-1000XM4 ήταν έτσι κι αλλιώς σε πολύ καλά επίπεδα). Για κάποιον που έδωσε σχεδόν το ίδιο ποσό πριν δύο-δυόμισι χρόνια, δεν θεωρούμε ότι τα WF-1000XM5 δικαιολογούν την αναβάθμιση. Για κάποιον που έχει ξεμείνει με κάποιο παλιότερο μοντέλο και αναζητά εναλλακτική των AirPods Pro, των Galaxy Buds ή των Bose QuetComfort το συζητάμε. Στη χειρότερη, η κυκλοφορία των WF-1000XM5 ενδεχομένως να αποτελέσει την αφορμή για ορισμένα πραγματικά καλά deals στα WF-1000XM4. Όπως βολεύεται ο καθείς.
    3 πόντοι
  29. Η φετινή ναυαρχίδα της Samsung έφτασε, με το Samsung Galaxy S23 Ultra να ηγείται της νέας σειράς. Αλλάζοντας πολλά, κυρίως στο εσωτερικό, δεν πρόκειται για κάποια δραματική ανανέωση εκ πρώτης όψεως όμως όσα φέρνει είναι καλοδεχούμενα. Η συσκευή πέρασε από τα χέρια μας, δοκιμάστηκε και παρακάτω αποτυπώνουμε την εμπειρία μας μαζί της. Σχεδιασμός – Οθόνη Εξωτερικά, το κινητό είναι πρακτικά ολόιδιο με το Galaxy S22 Ultra. Αυτό σημαίνει διαστάσεις 163.4x78.1x8.9mm και βάρος 233 γραμμάρια, ένα τηλέφωνο πολύ μεγάλο που «γεμίζει» την παλάμη και το βάρος είναι αισθητό. Όσον αφορά στον σχεδιασμό, η πλάτη φιλοξενεί τρεις κάμερες σε κάθετη διάταξη και δίπλα μια κάμερα και έναν αισθητήρα ξανά σε κάθετη διάταξη, με τους φακούς μονάχα να προεξέχουν και οποιοδήποτε εξόγκωμα καμερών να αποτελεί παρελθόν. Κατά τα άλλα, η πλάτη είναι πεντακάθαρη φέροντας μόνο το λογότυπο της εταιρείας στο κάτω μέρος. Διατίθεται σε τέσσερα χρώματα: Phantom Black, Green, Cream και Lavender. Το πρώτο, κλασικό χρώμα είναι αυτό που είχε η συσκευή μας. Τα υλικά του κινητού προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από ανακύκλωση, όπως και η γραφίδα S Pen που περιλαμβάνεται. Η πλάτη της συσκευής είναι γυάλινη, τύπου Gorilla Glass Victus 2 και το πλαίσιο αλουμινένιο, διατηρώντας την κλασική ποιότητα που χαρακτηρίζει τη σειρά. Δεδομένου ότι πρόκειται για τόσο μεγάλη συσκευή, το γυαλί της πλάτης δεν βοηθάει ιδιαίτερα στο κράτημα γιατί είναι γλιστερό, όμως κατά πάσα πιθανότητα λίγοι θα κρατήσουν τη συσκευή εκτός θήκης. Η αριστερή πλευρά της συσκευής είναι εντελώς καθαρή, με τα πλήκτρα έντασης και ενεργοποίησης, το οποίο λειτουργεί και ως αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος, να βρίσκονται στην δεξιά πλευρά. Η επάνω πλευρά είναι επίσης καθαρή, με λίγες οπές μικροφώνων και τίποτα άλλο. Κάτω θα βρούμε ένα ηχείο, μια θύρα USB-C και την υποδοχή κάρτας SIM. Βεβαίως, δεξιά υπάρχει η υποδοχή του S Pen, το οποίο μπαίνει μέσα στο κινητό. Μπροστά θα βρούμε μια τεράστια οθόνη 6.8” τύπου Dynamic AMOLED 2x, με ανάλυση Quad HD (3088x1400) και μέγιστη φωτεινότητα στα 1750 nits. Ο ρυθμός ανανέωσης ρυθμίζεται αυτόματα ή χειροκίνητα, φτάνοντας από τα 120Hz έως το 1Hz. Η αυτόματη ρύθμιση φάνηκε να λειτουργεί δίχως προβλήματα, οπότε δεν ασχοληθήκαμε ιδιαίτερα με τις χειροκίνητες επιλογές, όμως καλό είναι να υπάρχουν για όσους θέλουν π.χ. να εξοικονομήσουν μπαταρία βάζοντας όριο τα 60Hz. Οι οθόνες των Galaxy S Ultra είχαν πάντα πιο αυστηρές γωνίες συγκριτικά με άλλα κινητά, κάτι που τις κάνει ιδιαίτερα απολαυστικές για ταινίες και σειρές. Παρακολουθώντας βίντεο από το Netflix, η ποιότητα ήταν άψογη τόσο στα φωτεινά και πολύχρωμα όσο στα σκοτεινά και μουντά σημεία κάθε εικόνας. Είναι από τις λίγες φορές που ένα smartphone μάς έδωσε τόση ευχαρίστηση στον συγκεκριμένο τομέα. Η κάμερα είναι διακριτική, τύπου punch-hole, και δεν εμποδίζει στην παρακολούθηση βίντεο όμως σίγουρα θα προτιμούσαμε μια λύση όπως στην εσωτερική κάμερα του Galaxy Fold 4, η οποία παίρνει τα χρώματα της οθόνης και «κρύβεται». Ειδικά για άτομα με τις δικές μας συνήθειες, που δεν περιλαμβάνουν τόσο πολύ την χρήση της κάμερας selfie, μια τέτοια δυνατότητα θα ήταν άκρως καλοδεχούμενη. Παράλληλα, η οθόνη είναι άψογη και για εργασία, με τα έγγραφα κειμένων να διαβάζονται άνετα και εξίσου άνετα να γράφουμε. Η εμπειρία γίνεται ακόμη καλύτερη με το S Pen, που επιτρέπει να διαλέγουμε κομμάτια κειμένου ή εικόνας με ευκολία, να γράφουμε χειρόγραφες σημειώσεις οι οποίες μετατρέπονται σε ψηφιακό κείμενο και άλλες παρόμοιες λειτουργίες. Δεν αλλάζει κάτι δραστικό συγκριτικά με την περυσινή υλοποίηση, παραμένει κάτι ευπρόσδεκτο αλλά όχι κάτι επαναστατικό για εμάς. Επίσης, κάτι που πρέπει να αλλάξει για να συνοδεύει καλύτερα το S Pen, είναι η κυρτότητα της οθόνης. Στην καμπύλη δεν πιάνει εύκολα η γραφίδα, κάτι που παρατηρήσαμε κυρίως κάνοντας multi-tasking, αφού το περιεχόμενο έφτανε συχνότερα στις άκρες της οθόνης. Δεδομένου του πόσο τετραγωνισμένη είναι η οθόνη, θα βοηθούσε και η καμπύλη να εξομαλυνθεί πλήρως. Τα δύο ηχεία της συσκευής προσφέρουν ποιοτικό και δυνατό ήχο, άψογο για ταινίες και παιχνίδια, με την αναμενόμενη ελαφρά παραμόρφωση στην μουσική όταν η ένταση είναι κοντά στο 100%. Κάνουν άψογα τη δουλειά τους, βέβαια, σε όλα τα σενάρια που τα χρησιμοποιήσαμε και το μοναδικό παράπονο είναι πως, ανάλογα το πώς κρατάει κανείς το κινητό σε οριζόντια θέση, ίσως καλύπτει λίγο το ηχείο με το χέρι παίζοντας παιχνίδια. Στη συσκευασία θα βρούμε ένα καλώδιο φόρτισης και τίποτα άλλο πρακτικής αξίας, δείχνοντας το… μινιμαλιστικό πνεύμα των εταιρειών που όσο πάει αφαιρούν και περισσότερα από το κουτί. Επιδόσεις – Μπαταρία Το Samsung Galaxy S23 Ultra έρχεται με αποθηκευτικό χώρο 256GB, 512GB ή 1TB και 8GB ή 12GB RAM. Για το τέλος, αφήσαμε το… κερασάκι. Καμία έκδοση της φετινής κυκλοφορίας δεν περιλαμβάνει επεξεργαστή Exynos, αλλά αποκλειστικά φέρουν τον Qualcomm Snapdragon 8 Gen 2 (1x Cortex-X3 @ 3.36GHz, 2x Cortex-A715 @ 2.8GHz, 2x Cortex-A710 @ 2.8GHz και 3x Cortex-A510 @ 2.0GHz, GPU: Adreno 740). Στο Geekbench 5, ο επεξεργαστής επέστρεψε σκορ 1394 (Single-Core) και 4883 (Multi-Core), δραματικά ανώτερα από τα αντίστοιχα του Galaxy S22 Ultra. Οπότε, αφενός δεν τίθεται θέμα Exynos σε καμία αγορά, αφετέρου η δύναμη είναι τόση που δεν υπάρχει κάτι το οποίο θα ζορίσει πραγματικά τη συσκευή. Από multi-tasking με 3-4 εφαρμογές ανοιχτές, μέχρι παιχνίδια όπως Genshin Impact σε max ρυθμίσεις γραφικών, δεν υπήρξε κάτι που ζέστανε τη συσκευή ή προκάλεσε καθυστερήσεις και δύσκολα θα δούμε κάτι τέτοιο στο κοντινό μέλλον. Το μεγαλύτερο κέρδος, ίσως, είναι στην εξοικονόμηση ενέργειας. Παρότι το κινητό εξοπλίζεται με μπαταρία 5000mAh, όπως και ο προκάτοχός του, η μπαταρία διαρκεί αισθητά περισσότερο. Με όριο στα 60Hz, άντεξε ακόμη και δύο ημέρες προτού η μπαταρία φτάσει σε μονοψήφια νούμερα. Με τον προσαρμόσιμο ρυθμό ανανέωσης, χρειαζόταν φόρτιση πριν το τέλος της δεύτερης ημέρας, οπότε οι χρήστες δεν «τιμωρούνται» ιδιαίτερα αν προτιμούν τα 120Hz. Αλλά, η φόρτιση είναι άλλη ιστορία. Με όριο τα 45W ενσύρματα και 10W ασύρματα, η τόσο μεγάλη μπαταρία δεν φορτίζει πολύ γρήγορα. Η Samsung ισχυρίζεται πως κάνει το 0%-65% σε μισή ώρα, όμως σε εμάς έφτασε κάτω από το 60%. Επίσης, μια πλήρης φόρτιση χρειάζεται περίπου μια ώρα, πάντοτε με φορτιστή 45W ο οποίος κοστίζει 50€ επιπλέον. Αν κάποιος έχει φορτιστή 25W από προπέρσινη ναυαρχίδα Samsung, ας πούμε, ο χρόνος φόρτισης αυξάνεται ακόμη περισσότερο αν δεν δώσει τα επιπλέον 50€. Θέλαμε σίγουρα καλύτερα αποτελέσματα σε τέτοια κλίμακα τιμής. Το One UI 5.1, βασισμένο σε Android 13, φέρνει όσα περιμέναμε από μια συσκευή Samsung. Πολλές δυνατότητες παραμετροποίησης, καθόλου παρεμβατικές εφαρμογές και… εκπλήξεις όπως διαφημίσεις, μηδενικά κολλήματα και crashes. Δεδομένου πως η εταιρεία υπόσχεται 4 χρόνια αναβαθμίσεων Android και 5 χρόνια ενημερώσεων ασφαλείας, το κινητό θα φτάσει έως το Android 17 (θεωρητικά) και πάλι θα λειτουργεί άψογα, κάνοντάς το μια καλή επιλογή για όσους προτίθενται να επενδύσουν πολλά για μια συσκευή που θα κρατήσουν αρκετά χρόνια. Ενημέρωση: Η Samsung ανακοίνωσε ότι από τις 28 Μαρτίου 2024, η αναβαθμισμένη έκδοση One UI 6.1 θα φέρει το Galaxy AI σε μια ευρύτερη γκάμα συσκευών, μεταξύ των οποίων και το Galaxy S23 Ultra. Συγκεκριμένα, οι σειρές Galaxy S23, S23 FE, Z Flip5, Z Fold5, Tab S9 (5G) και Tab S9 (Wi-Fi) θα εξοπλιστούν με το Galaxy AI, προσφέροντας στους χρήστες "καινοτόμους τρόπους επικοινωνίας, δημιουργίας και παραγωγικότητας". Οι λειτουργίες Interpreter και Live Translate αναλαμβάνουν να κάνουν τα ταξίδια στο εξωτερικό πιο εύκολα, μεταφράζοντας τις συζητήσεις και τις κλήσεις των χρηστών σε πραγματικό χρόνο. Επιπροσθέτως, με τη λειτουργία Circle to Search with Google, οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν πρόσθετες πληροφορίες για οτιδήποτε τους ενδιαφέρει, απλά κυκλώνοντάς το στην οθόνη της συσκευής τους. Με τη λειτουργία Generative Edit, οι χρήστες θα μπορούν να επεξεργαστούν τις φωτογραφίες τους όπως επιθυμούν, ακόμη και αν δεν είναι τέλειες από την αρχή. Τέλος, το Note Assist, με δυνατότητες όπως η αυτόματη μορφοποίηση κειμένου, η δημιουργία περίληψης και η μετάφραση, θα ενισχύσει σημαντικά την καθημερινή παραγωγικότητα των χρηστών. Κάμερα Περνάμε στην κάμερα, έναν από τους τομείς που βελτιώθηκαν αισθητά. Βασικός πρωταγωνιστής είναι η κάμερα με αισθητήρα 200MP (f/1.7), που συνοδεύεται από μια ultra-wide 12MP (f/2.2), έναν τηλεφακό 10MP με 3x optical zoom (f/2.4) και έναν τηλεφακό 10MP με 10x optical zoom (f/4.9). Η μπροστινή κάμερα διαθέτει ανάλυση 12MP. Τι σημαίνουν τα 200MP στην πράξη; Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες στην οθόνη του κινητού, δεν πρόκειται για κάποια κοσμογονική αλλαγή που ίσως περιμένει κανείς από τον διπλασιασμό των MP. Ωστόσο, δεν σημαίνει πως η κάμερα πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Οι φωτογραφίες συνεχίζουν να έχουν φοβερή λεπτομέρεια, τόσο σε φωτεινά όσο και σε σκοτεινά σημεία, με το δεύτερο κυρίως να προκαλεί πολύ θετικές εντυπώσεις. Δεν πρόκειται για φαινόμενο υπερέκθεσης που μετατρέπει το μαύρο σε γκρι, αλλά για πραγματικά σκοτεινές εικόνες όπου η λεπτομέρεια διατηρείται άψογα. Το ίδιο ισχύει τόσο για φωτογραφίες σε φωτεινούς χώρους με σκοτεινά σημεία, αλλά και για νυχτερινές λήψεις, οι οποίες πράγματι είναι αισθητά καλύτερες συγκριτικά με τα αποτελέσματα του περυσινού μοντέλου. Αν είχαμε ένα παράπονο από την κάμερα, δεν έχει να κάνει με την ποιότητα ή κάποια εμφανή επεξεργασία που υφίστανται οι εικόνες, αλλά με την παλέτα χρωμάτων. Παραμένουν λίγο πιο ζωηρά τα χρώματα, όπως συνηθίζεται σε κινητά Samsung, εις βάρος της φυσικότητας σε ορισμένες σκηνές. Βέβαια, αυτό είναι και θέμα γούστου οπότε δεν το μετράμε σαν πραγματικό μειονέκτημα. Εξάλλου, μπορεί να γίνει εύκολα επεξεργασία τόσο στο κινητό όσο και σε υπολογιστές, και δη επαγγελματικού επιπέδου επεξεργασία, αφού επιτρέπεται εξαγωγή σε μορφή RAW για φωτογραφίες τραβηγμένες στα 50MP (πέρυσι, το όριο ήταν στα 12MP). Ένα άλλο πλεονέκτημα του νέου αισθητήρα, είναι πως ο χρήστης μπορεί να τραβήξει μια φωτογραφία και να κάνει περικοπή, για να κάνει zoom σε ένα σημείο χωρίς να μειωθεί η ποιότητα, λόγω της εξαιρετικά υψηλής ανάλυσης. Ο αντίκτυπος, βέβαια, είναι πως οι φωτογραφίες στα 200MP απαιτούν έκαστη περίπου 40MP, οπότε πολύ γρήγορα φτάνουν να καταλαμβάνουν αρκετό χώρο στη μνήμη. Τα 3x και 10x optical zoom προσφέρουν ποιότητα που δεν βρίσκεται εύκολα σε κινητό, ενώ το 30x Superzoom επίσης προσφέρει πολύ καλής ποιότητας εικόνες, κάτι που δεν συνηθίζεται σε φωτογραφίες με τόσο υψηλό ψηφιακό zoom. Η ultra-wide κάμερα είναι πολύ ποιοτική, τόσο σε επίπεδο χρωμάτων όσο και ανάλυσης, θορύβου και λεπτομέρειας. Τραβώντας την ίδια σκηνή τόσο με τον βασικό όσο και με τον ultra-wide φακό, τα αποτελέσματα ήταν πολύ ικανοποιητικά ακόμη και σε νυχτερινή λήψη. Στο κομμάτι του βίντεο, υποστηρίζεται ακόμη και ανάλυση 8K σε 30fps και Super Steady Mode, με ακόμη καλύτερη σταθεροποίηση συγκριτικά με του περυσινού μοντέλου. Εύκολα μπορεί κανείς να τραβήξει κινηματογραφικού ύφους βίντεο, από άποψης σταθερότητας στην κίνηση, καθώς με χαλαρό τρέξιμο-γρήγορο περπάτημα οι λήψεις ήταν αρκετά καλές. Το Super Steady Mode έχει τον ανάλογο αντίκτυπο στην ποιότητα, κυρίως στα χρώματα, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι εμφανώς χειρότερο – μόνο αν συγκρίνει κανείς λήψεις με και χωρίς το SSM θα δει την διαφορά. Τέλος, η μπροστινή κάμερα έχει πολύ διαφορετική εικόνα συγκριτικά με την περυσινή. Αρχικά, από 40MP ο αισθητήρας πλέον είναι στα 12MP. Παρόλα αυτά, δείχνει περισσότερη λεπτομέρεια μεν, αλλά τα χρώματα είναι πολύ πιο μουντά και χωρίς ζωηράδα, σίγουρα όχι τη ζωηράδα που έχουν οι υπόλοιπες κάμερες. Κατά τα άλλα, για βιντεοκλήσεις και την εκάστοτε selfie είναι άψογη, ενώ και στις νυχτερινές λήψεις τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Μπορεί με μια ματιά η αλλαγή από τα 40MP στα 12MP να μοιάζει με «σκότωμα», αλλά η πραγματικότητα διαφέρει. Συμπέρασμα Το Samsung Galaxy S23 Ultra είναι η κορυφαία ναυαρχίδα με Android που μπορεί να αποκτήσει κανείς, από σχεδόν κάθε άποψη. Αυτονομία, ισχύς, οθόνη, ευελιξία (S Pen), φωτογραφία και βίντεο – σε όλους τους τομείς τα καταφέρει άψογα. Με εξαίρεση, δυστυχώς, την φόρτιση που είναι κατώτερη των προσδοκιών μας και ένα παράπονο για την κυρτότητα της οθόνης. Κοιτάζοντας συνολικά τη συσκευή, βέβαια, είναι δύσκολο να σταθεί κανείς σε αυτά και να μην την προτείνει. Ακόμη και από άποψης μακροχρόνιας υποστήριξης λογισμικού, είναι ανώτερη του ανταγωνισμού με διαφορά. Για όποιον ψάχνει ένα κινητό που θα κρατήσει χρόνια, λειτουργώντας άψογα σε υψηλό επίπεδο, το Galaxy S23 Ultra είναι μονόδρομος.
    3 πόντοι
  30. Οι συσκευές της σειράς ROG Phone της ASUS θεωρούνται κατά γενική ομολογία εκ των κορυφαίων προτάσεων στην υποκατηγορία των gaming smartphones. Η φετινή τους «ενημέρωση» βαδίζει εκ του ασφαλούς, περιλαμβάνοντας δύο μοντέλα (το «απλό» ROG Phone 7 και το πληρέστερο ROG Phone 7 Ultimate) τα οποία έρχονται με στοχευμένες αλλαγές σε σχέση με τους προκατόχους τους, αλλαγές που δεν δικαιολογούν την αναβάθμιση από τα ROG Phone 6 αλλά ανοίγουν ξεκάθαρα την ψαλίδα μεταξύ της Asus και των ανταγωνιστριών της (βλ. Xiaomi, Nubia, ακόμα και Samsung ή OnePlus). Πάμε να δούμε τι είναι αυτό που κάνει όμως τόσο καλά -για ακόμα μια χρονιά- το Asus ROG Phone 7 Ultimate. Σχεδιασμός Το ROG Phone 7 Ultimate είναι gaming smartphone και δεν ντρέπεται να το φωνάξει. Εν αντιθέσει με το «απλό» ROG Phone 7, έρχεται σε ένα μόνο χρώμα, λευκό, με το κάτω τμήμα της πλάτης του να διαθέτει ματ φινίρισμα και το επάνω πιο γυαλιστερό. Ολόκληρη η πλάτη προστατεύεται από Gorilla Glass 3, τη στιγμή που στην πρόσοψη έχει χρησιμοποιηθεί το πιο πρόσφατο Corning Gorilla Glass Victus. Πέραν της στιβαρής κατασκευής, η Asus ενίσχυσε και την προστασία του τηλεφώνου απέναντι σε νερό και σκόνη, αφού πλέον αυτό έρχεται με πιστοποίηση IP54 -ναι, δεν είναι κι ό,τι καλύτερο υπάρχει στην αγορά αλλά τηρουμένων των αναλογιών (και των θυρών/πλήκτρων του ROG Phone 7 Ultimate) είναι μια χαρά. Στο πίσω μέρος του ROG Phone 7 Ultimate συναντάμε το πλαίσιο των φακών των καμερών του, το AeroActive Portal (ένας αγωγός που ανοίγει αυτόματα με την προσάρτηση του AeroActive Cooler 7 -περισσότερα γι’ αυτό οσονούπω) και την οθόνη ROG Vision. Πρόκειται για μία έγχρωμη οθόνη την οποία ο χρήστης μπορεί να προγραμματίσει κατά βούληση, έτσι ώστε να εμφανίζει συγκεκριμένες ειδοποιήσεις, να πληροφορεί για την κατάσταση της συσκευής ή απλά να αναπαράγει το μήνυμα της αρεσκείας του μέσω στατικών εικόνων και animations που έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει ή να κατεβάσει (όπως και στο ROG Phone 6 αλλά με σημαντικά μεγαλύτερη ποικιλία). Καθώς περιεργάζεστε τη συσκευή, δε γίνεται να μην προσέξετε τις δύο θύρες USB Type-C: η μία βρίσκεται στο κάτω μέρος της ενώ η άλλη βρίσκεται στην αριστερή της πλευρά, πλάι σε δύο pogo pins. Ο λόγος ύπαρξής τους είναι απλός και έχει να κάνει με τη διευκόλυνσή σας καθώς παίζετε, όταν και κατά πάσα πιθανότητα θα κρατάτε το κινητό με οριζόντιο προσανατολισμό. Αξίζει να αναφέρουμε πάντως ότι αν και οι δύο θύρες υποστηρίζουν τεχνολογίες Asus HyperCharge, Direct Charge και PowerDelivery έως 65 W, μόνο αυτή στα αριστερά της συσκευής προσφέρει ταχύτητες USB 3.1 Gen 2 (ήτοι 10 Gbit/s) και συνδεσιμότητα DisplayPort 1.4 -με την άλλη να είναι μια απλή USB 2.0. Εξίσου προσεγμένα είναι τα πράγματα και στο εσωτερικό του ROG Phone 7 Ultimate. Το SoC έχει τοποθετηθεί στο κέντρο με τη μπαταρία να είναι χωρισμένη στα δύο και τοποθετημένη επάνω και κάτω από το πρώτο. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται άριστη κατανομή βάρους για άνετη χρήση κρατώντας τη συσκευή οριζόντια καθώς επίσης και σημαντικά καλύτερη ψύξη (θα τη δούμε αναλυτικότερα παρακάτω) και θερμοκρασίες έως και 10 βαθμούς χαμηλότερες σε σχέση με το ROG Phone 6. Τα παραπάνω στα χαρτιά δείχνουν -και είναι- εντυπωσιακά αλλά όπως θα περίμενε κανείς μοιραία επηρεάζουν τις διαστάσεις και το βάρος του ROG Phone 7 Ultimate. Στα 173 x 77 x 10,4 χιλ. και ζυγίζοντας περί τα 239 γραμμάρια αυτό, δε συνιστά και ό,τι πιο συμπαγές -αλλά αυτό ελάχιστα θα απασχολήσει τους κατόχους του. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Η Asus εξόπλισε το ROG Phone 7 Ultimate με πραγματικά κορυφαία υποσυστήματα. Στο εσωτερικό του λοιπόν συναντάμε έναν Snapdragon 8 Gen 2 που μπορεί να μην έχει τους ίδιους υψηλούς χρονισμούς με εκείνον των νέων Galaxy (απόρροια της συμφωνίας αποκλειστικότητας της Samsung με την Qualcomm), όμως πλαισιώνεται από 16 GB ταχύτατης LPDDR5X και 512 GB χωρητικότητας τύπου UFS 4.0 (χωρίς δυνατότητα προσθήκης κάρτας SD) που του επιτρέπουν να αποδίδει άριστα -ξεκάθαρα καλύτερα απ’ ό,τι το περυσινό ROG Phone 6 και σε ορισμένες περιπτώσεις (ανάλογα το benchmark που χρησιμοποιήθηκε) ξεπερνώντας ακόμα και ανταγωνιστικές ναυαρχίδας όπως το Galaxy S23 Ultra. Στα γραφικά, η Asus έχει χρησιμοποιήσει μία υπερχρονισμένη GPU Adreno 740 αγνώστων λοιπών στοιχείων. Η ψύξη αποτελεί βασικό ζητούμενο σε ένα gaming phone το οποίο αναμενόμενα «ζορίζεται» πολύ περισσότερο από μία οποιαδήποτε άλλη συσκευή. Ευτυχώς στην περίπτωση του ROG Phone 7 Ultimate η βάση υπήρχε από τα προηγούμενα χρόνια, οπότε η Asus είχε πολύ συγκεκριμένα πράγματα να διορθώσει ή ορθότερα να βελτιώσει. Το σύστημα ψύξης GameCool 7 διαθέτει θάλαμο ατμού νέου σχεδιασμού που απομακρύνει τον διπλάσιο θερμό αέρα απ’ ό,τι ένα τυπικό design. Η συσκευή συνοδεύεται από το AeroActive Cooler 7, ένα πρόσθετο αξεσουάρ το οποίο με τα χρόνια έχει αναπτυχθεί παράλληλα με το ίδιο το τηλέφωνο. Η πιο πρόσφατη εκδοχή του είναι ελαφρώς πιο ογκώδης σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη αλλά όπως θα διαπιστώσετε, έχει λόγο. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα επιπρόσθετο αξεσουάρ που επιτρέπει στο ROG Phone 7 Ultimate να αναδείξει τις δυνατότητές του. Το AeroActive Cooler 7 συνδέεται στο τηλέφωνο (εφαρμόζοντας άψογα) με ειδικά κλιπ χρησιμοποιώντας παράλληλα τα pogo pins και τη USB Type-C. Διαθέτει κι αυτό με τη σειρά του μία τέτοια θύρα καθώς και μία ακόμα 3,5 χιλ. συν τέσσερα επιπλέον φυσικά (και πλήρως προγραμματιζόμενα) πλήκτρα. Η κατασκευή του είναι τέτοια που εκτοξεύει αέρα τόσο προς την πλάτη και το εσωτερικό της συσκευής, όσο και προς την οθόνη. Σύμφωνα με την Asus, προσφέρει έως και 8 βαθμούς χαμηλότερη θερμοκρασία οθόνης και έως και 25 βαθμούς χαμηλότερη θερμοκρασία επιφάνειας στην πίσω πλευρά του ROG Phone 7 Ultimate χάρη στον συνδυασμό ανεμιστήρα και ψύκτρας Peltier. Αυτό που ουσιαστικά κάνει το AeroActive Cooler 7 είναι να εστιάζει στο κέντρο του τηλεφώνου, εκεί δηλαδή που βρίσκεται το SoC και ως εκ τούτου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη ψύξης. Η μπαταρία του Asus ROG Phone 7 Ultimate είναι συνολικής χωρητικότητας 6000 mAh υιοθετώντας όμως τεχνολογία MMT (Middle Middle Tab), χάρη στην οποία φορτίζει από το κέντρο προς τα άκρα αναπτύσσοντας έτσι χαμηλότερες θερμοκρασίες και επιτυγχάνοντας μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Μία πλήρης φόρτιση παίρνει περίπου 45 λεπτά ενώ από πλευράς αυτονομίας, δε θα έχετε κανένα πρόβλημα να βγάλετε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς την ανάγκη για powerbank ή πρίζα (μιλάμε φυσικά για ισορροπημένη, τυπική χρήση). Η Asus έχει δώσει σπουδαίο βάρος στη διαχείριση των πόρων του ROG Phone 7 Ultimate, επιτρέποντας στον χρήστη να ρυθμίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια της εμπειρίας χρήσης του αλλά και της φόρτισης βάσει των προτεραιοτήτων του (αυτονομία, ταχύτητα). Οθόνη – Κάμερες Η οθόνη της συσκευής είναι της τάξης των 6,78 ιντσών, συνιστώντας μία από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος που έχουμε δει σε smartphone αλλά προσφέροντας ικανοποιητικές εμπειρίες gameplay -σε τελική ανάλυση το ROG Phone 7 Ultimate δεν είναι υπερβολή να πούμε πως κοντράρεται μεταξύ άλλων με συσκευές όπως το Steam Deck και το Nintendo Switch OLED (OK, διαφορετική γκάμα παιχνιδιών αλλά εξίσου, handheld εμπειρία). Η ανάλυση της οθόνης είναι στα 2448 x 1080 pixels με λόγο διαστάσεων 20:4,9 στα 395 ppi. Το πάνελ είναι κατασκευής Samsung και ο ρυθμός ανανέωσής της φτάνει τα 165 Hz με τον χρήστη να μπορεί είτε να επιλέξει μεταξύ των 60, 90, 120, 144 και 165 Hz, είτε να αφήσει τη συσκευή να τον προσαρμόσει αυτόματα (που είναι και η καλύτερη επιλογή). Ο ρυθμός δειγματοληψίας της οθόνης είναι στα 720 Hz με τη μέγιστη φωτεινότητα να φτάνει τα 500 nits μέσω slider και τα 1000 nits μέσω αυτόματης προσαρμογής. Υποστηρίζονται κάλυψη χρωματικού χώρου DCI-P3 σε ποσοστό 111% και περιεχόμενο HDR10+ ενώ κάτω από την οθόνη υπάρχει και αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος. Η εμπειρία μας από την οθόνη του ROG Phone 7 Ultimate ήταν άψογη. Τα χρώματα ήταν θεσπέσια έτσι κι αλλιώς αλλά ακόμα κι αν ανήκετε στους «ψείρες» που θέλουν να έχουν τον τελευταίο λόγο στις ρυθμίσεις της συσκευής τους, δεν πρόκειται να απογοητευτείτε. Μπορείτε να πειραματιστείτε με τις διάφορες λειτουργίες που προσφέρονται, να προσαρμόσετε τη θερμοκρασία και άλλα πολλά, με τις ρυθμίσεις σας μάλιστα να δύνανται να διαφοροποιηθούν ανάλογα με το παιχνίδι. Γενικώς να έχετε υπ’ όψιν σας ότι πέραν της οθόνης, θα έχετε τη δυνατότητα να φέρετε ολόκληρη τη συσκευή στα μέτρα σας, αφού το ROG UI θα σας προσφέρει πλήρη ελευθερία κινήσεων -σε πρακτικά αλλά και αισθητικά θέματα. Σημειώστε ότι το ROG Phone 7 Ultimate τρέχει Android 13 με την Asus να εγγυάται δύο χρόνια αναβαθμίσεων λειτουργικού και τέσσερα ασφαλείας. Στα των καμερών τώρα, δεν έχουμε να πούμε και πολλά αφού είναι ίδιες κι απαράλλαχτες με εκείνες της προηγούμενης γενιάς ROG Phone. Έτσι, έχουμε τη… συνήθη τριπλέτα: κύρια κάμερα 50 MP με αισθητήρα Sony IMX766 (1/1,56 ιντσών, 1,0 μm, f/1,9, PDAF), υπερευρυγώνια 13 MP με αισθητήρα OV13B (120 μοίρες fov, f/2,2) και κάμερα macro 5 MP (f/2,0). Η ποιότητα των λήψεων δεν ήταν άσχημη, με τα χρώματα να αποτυπώνονται σε φυσικούς τόνους, τις λεπτομέρειες να είναι ευδιάκριτες και τον θόρυβο ελάχιστος. Οι φωτογραφίες βγαίνουν στα 12,5 MP, ρύθμιση που θα καλύψει τους περισσότερους. Το zoom φτάνει το 8x με το 2x να είναι χωρίς απώλειες στην ποιότητα. Σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού η σχετική λειτουργία αποτελεί την καλύτερη επιλογή αφού χαρίζει λήψεις ευκρινείς χωρίς να το παρακάνει με την επεξεργασία. Σε ό,τι αφορά τα βίντεο, η σταθεροποίηση εικόνας λειτουργεί άριστα. Εμείς προτιμάμε το EIS τριών αξόνων, ωστόσο υπάρχει και η επιλογή του HyperSteady (το οποίο μάλιστα προσφέρεται τόσο στην ευρυγώνια, όσο και στην υπερευρυγώνια κάμερα). Θεωρητικά θα είστε σε θέση να τραβήξετε κλιπ ανάλυσης 8K στα 24 fps, όμως πραγματικά δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο. Θα σας προτείναμε να κατεβάσετε την ανάλυση στα επίπεδα του 4K και να απολαύσετε τα ζωηρά χρώματα, το δυναμικό εύρος. Η μόνη κάμερα που είναι καινούρια στο ROG Phone 7 Ultimate είναι η selfie των 32 MP που βρίσκεται στο πλαίσιο της οθόνης, έτσι ώστε να μην επηρεάζεται η εμπειρία θέασης. Χωρίς να διεκδικεί δάφνες ποιότητας, κάνει τη δουλειά της όπως πρέπει. Θα σας χαρίσει συμπαθητικές selfies με ικανοποιητικό βάθος και ρεαλιστικές αποχρώσεις. Αν είχε και autofocus θα ήταν ακόμα καλύτερη. Gameplay Όλα τα παραπάνω όμως δε θα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα αν δεν πλαισιώνονταν και από το κατάλληλο λογισμικό. Εδώ είναι που το ROG Phone 7 Ultimate δείχνει τα δόντια του με το X Mode και το X Mode+, με το τελευταίο να αντικαθιστά το πρώτο με το που συνδέσετε το AeroActive Cooler 7. Οι επιλογές σας είναι πραγματικά εξωπραγματικές, έχοντας τη δυνατότητα να ρυθμίσετε κάθε λογής παράμετρο, από την απόδοση της συσκευής, μέχρι τις επιλογές της οθόνης, την ψύξη, τα πλήκτρα ελέγχου, τις ειδοποιήσεις, το δίκτυο -με λίγα λόγια τα πάντα! Μπορείτε να κατεβάσετε μέχρι και ρυθμίσεις πλήκτρων που έχουν δημιουργήσει άλλοι παίκτες. Το Game Genie θα εξελιχθεί σε βασικό σας όπλο κατά το gameplay. Ξεκινά αυτόματα μαζί με το εκάστοτε παιχνίδι και σας δίνει τη δυνατότητα να streamάρετε και να γράψετε περιεχόμενο, να αφήσετε τον τίτλο να τρέχει στο παρασκήνιο, να δημιουργήσετε ζώνες ανάδρασης για ρεαλιστικότερες εμπειρίες κ.α. και όλα αυτά χωρίς καν να χρειαστεί να πατήσετε pause. Όπως και τα προηγούμενα ROG Phone, έτσι και το φετινό διαθέτει τα λεγόμενα AirTrigger, 14 στον αριθμό πλήκτρα υπερήχων τα οποία ο χρήστης μπορεί να προγραμματίσει όπως επιθυμεί προκειμένου να διευκολυνθεί παίζοντας. Οι διαφορές σε σχέση με τις άλλες εκδόσεις ROG Phone πάντως είναι ελάχιστες, με την Asus να κάνει μικρές προσθήκες σε ό,τι αφορά την ευαισθησία, την απόσταση ενεργοποίησης κλπ. Στα του ήχου, το ROG Phone 7 Ultimate έρχεται με διπλά, μεγάλα ηχεία πέντε μαγνητών 12 x 16, καθένα εκ των οποίων έχει δική του ενίσχυση Cirrus Logic CS35L45. Το smartphone της Asus φέρει πιστοποίηση Hi-Res Audio για αναπαραγωγή αρχείων 24-bit/96 kHz και 24-bit/192 kHz κατόπιν σύνδεσης σε αντίστοιχα πιστοποιημένες συσκευές. Η ένταση κυμαίνεται σε άκρως ικανοποιητικά επίπεδα, ούσα κατά 50% αυξημένη σε σχέση με το προηγούμενο ROG Phone, κάτι που οφείλεται εν μέρει και στη Dirac η οποία για ακόμα έναν χρόνο συνεργάζεται με την Asus. Σε συνδυασμό με το GameFX, το τελικό αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, με ήχο ακριβείας που εκτοξεύεται στερεοφωνικά προς το μέρος του παίκτη χωρίς παραμορφώσεις. Και όλα αυτά πριν καν συνδεθεί το AeroActive Cooler 7 το οποίο συν τοις άλλοις στο εσωτερικό του κρύβει και ένα ολόκληρο subwoofer που απογειώνει την εμπειρία. Το ROG Phone 7 Ultimate μας χάρισε μία απόλυτα σταθερή εμπειρία gameplay χωρίς εκπλήξεις και σε ό,τι είχε να κάνει με την πρόσβαση στο internet. Διαθέτει τρεις κεραίες Wi-Fi μεταξύ των οποίων εναλλάσσεται αυτόματα, επιλέγοντας εκείνη με το ισχυρότερο σήμα (έτσι ώστε να μην περιορίζεστε στον τρόπο που το κρατάτε). Παράλληλα είναι συμβατό με πρωτόκολλα Wi-Fi 6E και Wi-Fi 7, προσφέροντας έτσι μια σχετική ασφάλεια σε βάθος χρόνου. Συμπέρασμα Ανανεωμένο εκεί που χρειαζόταν, το ROG Phone 7 Ultimate είναι απλά η καλύτερη gaming συσκευή smartphone που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην αγορά. Με άριστο σύστημα ψύξης, κορυφαία χαρακτηριστικά και σπουδαία οθόνη, θα επιτρέψει την αναπαραγωγή κάθε παιχνιδιού με τα settings στο max. Το AeroActive Cooler 7 και η θήκη του αποτελούν ευχάριστη προσθήκη στην εντυπωσιακή συσκευασία (όπως και ο φορτιστής των 65 W) και όταν με το καλό η Asus ενημερώσει και τα λοιπά αξεσουάρ της, τότε πλέον θα μιλάμε για μία υπερπλήρη πρόταση που υπόσχεται και θα κάνει level up σε κάθε εμπειρία gameplay.
    3 πόντοι
  31. Η Huawei έρχεται να ταράξει τα νερά στον χώρο των ακουστικών TWS με τα FreeClip, μία πρόταση που υιοθετεί έναν εντελώς διαφορετικό σχεδιασμό συγκριτικά με ό,τι έχουμε δει ως τώρα. Ενδεχομένως κάποιοι να υποστηρίξουν πως δεν υπήρχε ανάγκη για κάτι τόσο διαφορετικό (όταν μάλιστα έχουμε ήδη τα in-ear, half in-ear και over-ear), όμως στην πραγματικότητα μία έξτρα επιλογή με την ονομασία open-ear, και μάλιστα όταν είναι τόσο ποιοτική, δεν πρόκειται να βλάψει κανέναν. Τουναντίον μάλιστα, τα FreeClip αποτελούν μία ενδιαφέρουσα τεχνικά πρόταση που τυγχάνει να είναι και μία από τις πιο κομψές που υπάρχουν στην αγορά. Πάμε να τα δούμε. Σχεδιασμός - Εφαρμογή Το design των FreeClip είναι εκείνο που μαγνητίζει το ενδιαφέρον. Εν αντιθέσει με ό,τι έχουμε δει ως τώρα, τα εν λόγω ακουστικά θυμίζουν κλιπ -εξ ου και η ονομασία τους. Αποτελούνται από τρία τμήματα: το Acoustic Ball που είναι και το ακουστικό, το Comfort Bean που εφαρμόζει την πίσω πλευρά του αφτιού και το C bridge που τα ενώνει. Στην πράξη τοποθετούνται πανεύκολα με το C bridge να έχει οριζόντιο προσανατολισμό. Σημειώστε ότι κλιπ με την έννοια του… κλιπ (όπως π.χ. θα ίσχυε σε ένα σκουλαρίκι) δεν υπάρχει πουθενά. Αν και ο σχεδιασμός παραπέμπει σε κάτι τέτοιο, ο χρήστης απλώς τα τοποθετεί στα αφτιά του κι εκείνα… στέκονται. Η Huawei αναφέρει πως χρησιμοποίησε δεδομένα από 30.000 ανθρώπους (και αντίστοιχα αφτιά) προκειμένου να πετύχει design που να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις και σε γενικές γραμμές τα κατάφερε. Φορώντας τα FreeClip είναι σαν να… μην τα φορά κανείς χωρίς καμιά υπερβολή. Με αμελητέο βάρος που εντοπίζεται στα 5,6 γραμμάρια ανά ακουστικό, η όλη εμπειρία είναι από τις πιο άνετες που είχαμε -αν όχι η πλέον άνετη. Εν ολίγοις, μία που θα τα φορέσετε και μία που θα ξεχάσετε πως βρίσκονται στα αφτιά σας. Η δε εφαρμογή τους είναι εξαιρετική. Τα φορέσαμε περπατώντας, τρώγοντας, ανεβαίνοντας σκάλες και τρέχοντας μεταξύ άλλων: ό,τι κι αν κάναμε παρέμειναν στη θέση τους χωρίς το παραμικρό πρόβλημα, κάτι που τα καθιστά ως εκ τούτου εξαιρετική επιλογή και για τους λάτρεις της άσκησης. Αν αναρωτιέστε «και γιατί να μην προτιμήσουν κάποιο από τα δοκιμασμένα σετ TWS γυμναστικής» ο λόγος είναι απλός: διότι τα FreeClip μπορούν να πλαισιώσουν άνετα ακόμα και τις πιο επίσημες εμφανίσεις. Έρχονται σε δύο χρώματα, ανοιχτό μοβ και μαύρο που αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο τον όμορφο σχεδιασμό τους. Τα ακουστικά φυσικά συνοδεύονται από θήκη μεταφοράς και φόρτισης, στο ίδιο χρώμα με αυτά. Ανεξαρτήτως του χρώματος που θα προτιμήσετε, θα πρέπει να έχετε υπ’ όψιν σας πως η θήκη έρχεται με ματ υφή ενώ τα ακουστικά με γυαλιστερή, δημιουργώντας μία ενδιαφέρουσα αντίθεση -η οποία καθόλου δεν μας χαλάει, αφού η αντανακλαστική επιφάνεια των ακουστικών δείχνει υπέροχη. Η θήκη διαθέτει LED ένδειξη τριών χρωμάτων που αποτυπώνει την κατάσταση της μπαταρίας της: κόκκινο αν είναι κάτω του 25%, κίτρινο μεταξύ 25% και 75% και πράσινο για άνω του 75%. Το δε σχήμα της είναι στρογγυλό ταιριάζοντας με τη γενικότερη προσέγγιση που επέλεξε για τα FreeClip η Huawei. Στην αυτονομία που προσφέρει στα τελευταία, θα αναφερθούμε παρακάτω. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Καλό το look, όμως αυτό που θέλει κάποιος από ένα σετ ακουστικών είναι πρώτα απ’ όλα να… κάνει τη δουλειά του και τα FreeClip δεν απογοητεύουν. Αν διαθέτετε συσκευή Android ή πιο συγκεκριμένα Huawei (με HarmonyOS), θα σας συστήναμε να κατεβάσετε την εφαρμογή AI Life, μέσω της οποίας θα κάνετε τα πάντα, από τη ζεύξη τους με το κινητό σας, μέχρι τη ρύθμισή τους και την εγκατάσταση firmware updates. Τα FreeClip υποστηρίζουν παράλληλη σύνδεση με δύο συσκευές, παρέχοντας έτσι έξτρα ευελιξία αφού μπορείτε να τα χρησιμοποιείτε π.χ. ενώ εργάζεστε στο laptop, όντας παράλληλα σε θέση να απαντήσετε σε κλήσεις στο τηλέφωνό σας χωρίς κανένα πρόβλημα -η δε μετάβαση από τη μία συσκευή στην άλλη γίνεται χωρίς καμία καθυστέρηση. Το κάθε ακουστικό διαθέτει δύο μικρόφωνα και σύστημα που αναγνωρίζει και εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό τον ήχο από τον αέρα και φωνές από το περιβάλλον. Με αυτή την τριπλή πρακτικά λύση, τα FreeClip προσφέρουν μία πολύ καλή εμπειρία ακρόασης στον συνομιλητή σας, έστω κι αν ορισμένες φορές οι φωνές των γύρω σας περνούν στην κλήση. Η παθητική εξουδετέρωση θορύβων δεν είναι εξίσου αποτελεσματική με τα μοντέλα που διαθέτουν ελαστικά ακροφύσια σφραγίζοντας ερμητικά τα αφτιά, όμως αν μη τι άλλο προσφέρει μία ισορροπημένη εμπειρία ακρόασης χωρίς να χάνεται η επαφή με το περιβάλλον. Να είστε απλά προσεκτικοί με την ένταση του ήχου, αφού αν το παρακάνετε, θα γίνετε ενοχλητικοί για τους διπλανούς σας. Ο ήχος από την πλευρά του είναι καλός. Οι ομιλίες σε κλήσεις, podcasts και audiobooks είναι καθαρές ενώ μέσα από την εφαρμογή AI Life και το EQ της, θα έχετε τη δυνατότητα να προσαρμόσετε διάφορες ρυθμίσεις. Τα FreeClip φέρουν πιστοποίηση IP54, έτσι ώστε να συνεχίσετε να τα χρησιμοποιείτε και ιδρωμένοι (αλλά όχι στη βροχή). Η δε αυτονομία τους φτάνει τις οκτώ ώρες (αναπαραγωγή μουσικής) με μία πλήρη φόρτιση και τις 32 αν συνυπολογίσουμε και τη θήκη. Όχι κι άσχημα. Από τις διάφορες έξυπνες λειτουργίες των FreeClip, δεν γίνεται να μην ξεχωρίσουμε την αναγνώριση αφτιού. Παίρνοντας τα ακουστικά στα χέρια σας, θα διαπιστώσετε πως δεν υπάρχει δεξί και αριστερό: και τα δυο είναι ίδια! Η διανομή των ρόλων γίνεται ανάλογα με τη θέση που έχουν στη θήκη τους. Αν νιώσετε πως είναι ανάποδα, δεν έχετε παρά να ξαναβάλετε στη θήκη τους κλείνοντας το καπάκι και έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα να τα τοποθετήσετε εκ νέου στα αφτιά σας! Κατά τα άλλα υποστηρίζονται έλεγχος μέσω αγγίγματος (για κλήσεις και αναπαραγωγή μουσικής) και Audio Sharing (για παράλληλη σύνδεση FreeClip/FreeBuds σε συσκευές Huawei). Συμπέρασμα Τα FreeClip είναι τα καλύτερα ακουστικά στην κλάση τους αφήνοντας πίσω τους άλλες παρόμοιες προτάσεις όπως τα LinkBuds της Sony που δίνουν έμφαση στην άνεση και δευτερευόντος στα άλλα χαρακτηριστικά! Η Huawei δημιουργεί επί της ουσίας μία νέα κατηγορία, προσφέροντάς μας μία πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση με αχτύπητο design και δυνατές επιδόσεις. Ακροβατώντας μεταξύ των fashionable και workout TWS, τα FreeClip τα καταφέρνουν καλά -απέχοντας από το τέλειο- στις προδιαγραφές και των δύο κατηγοριών. Η τιμή τους είναι βέβαια κομματάκι «αλμυρή» στα €199, ενώ χρειάζονται συσκευή Huawei προκειμένου να ξεδιπλώσουν όλες τις αρετές τους. Αν είστε σε θέση να αποδεχθείτε και να καλύψετε τις συγκεκριμένες απαιτήσεις, τότε σκεφτείτε τα σοβαρά, ειδικά τις πρώτες μέρες διάθεσης όπου η Huawei δίνει δώρο με κάθε αγορά, το Band 8.
    2 πόντοι
  32. Η κατηγορία των business laptops είναι μία από τις πλέον υπερπλήρεις. Οι εποχές άλλωστε που οι επαγγελματίες βασίζονταν σε desktops για να κάνουν τη δουλειά τους έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, με τα laptops να αποτελούν ουσιαστικά μονόδρομο, ακόμα κι αν ο εργαζόμενος δεν το κουνάει από το γραφείο του. Ως εκ τούτου, το να βρεθεί πρόταση που να ξεχωρίσει και μάλιστα με διαφορά από το σύνολο είναι αρκετά σπάνιο. Με αυτό κατά νου, αντιλαμβάνεστε γιατί η περίπτωση του ExpertBook B9 OLED της ASUS διαφέρει. Ένα business laptop που μοιάζει να «τικάρει» όλα τα κουτάκια, ικανοποιώντας και με το παραπάνω τα «θέλω» του απαιτητικού χρήστη, δίχως φαινομενικά να υστερεί κάπου. Είναι όντως έτσι τα πράγματα; Πάμε να δούμε. Σχεδιασμός Η ASUS καυχιέται πως το ExpertBook B9 OLED είναι το ελαφρύτερο business laptop με οθόνη OLED στις 14 ίντσες και δεν έχουμε λόγο να μην την πιστέψουμε. Με διαστάσεις 31,1 x 21,5 x 1,57 εκατ. και βάρος 1008 γραμμάρια (όπως το μετρήσαμε εμείς και όχι 990 όπως υποστηρίζει η εταιρεία), πρόκειται για ένα πραγματικό τεχνολογικό «θαύμα». Αυτό που κάνει το τελικό αποτέλεσμα όμως ακόμα πιο εντυπωσιακό, είναι η ποιότητα κατασκευής του συστήματος. Το να πετύχει κάποιος κατασκευαστής βάρος ενός κιλού, ας πούμε ότι είναι εφικτό. Το να το καταφέρει ικανοποιώντας παράλληλα τις προϋποθέσεις του άκρως απαιτητικού προτύπου MIL-STD 810H του αμερικανικού στρατού, είναι απλά ανήκουστο. Για την κατασκευή του ExpertBook B9 OLED έχει χρησιμοποιηθεί κράμα μαγνησίου-λιθίου, το οποίο είναι 14% ελαφρύτερο σε σχέση με το μαγνησίου-αλουμινίου (η πυκνότητά του κράματος μαγνησίου-λιθίου είναι 1,6 g/cm3, σε σχέση με τα 1,81 g/cm3 του μαγνησίου-αλουμινίου και τα 2,69 g/cm3 του αλουμινίου). Παράλληλα, η πατενταρισμένη διαδικασία Thixomolding μειώνει τα απαιτούμενα υλικά κατά 29% και τον χρόνο παραγωγής κατά 75% συμβάλλοντας τα μέγιστα σε ένα «πράσινο» προϊόν. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειώσουμε πως το laptop συνοδεύεται από πιστοποιήσεις EPEAT Gold, Energy Star 8.0, A στο RIF (Repairability Index for French), WEEE, RoHS και FSC MIX. Η συναρμολόγηση του συστήματος δεν θα μπορούσε να ήταν στιβαρότερη. Κατ’ αρχάς όπως προείπαμε, το ExpertBook B9 OLED πληροί τα στάνταρ του MIL-STD 810H, έχοντας υποβληθεί σε εξαντλητικές δοκιμές οι οποίες αφορούν: άνοιγμα/κλείσιμο (50.000 κύκλοι), πτώση (από ύψος 120 εκατ.), πίεση (βάρους 50 κιλών), πίεση στο πάνελ (βάρους 28 κιλών), ανθεκτικότητα πληκτρολογίου (10 εκατ. χτυπήματα πλήκτρων), αντοχή σε σταγόνες νερού (διαρροές έως 400 κυβικά εκατοστά), λειτουργία σε ακραίες θερμοκρασίες, ανθεκτικότητα θυρών (5000 συνδέσεις/αποσυνδέσεις και 15.000 για τις USB Type-C) κ.α. Ο μηχανισμός άρθρωσης της οθόνης (ανοίγει πλήρως σε γωνία 180ο) είναι ενισχυμένος για έξτρα αντοχή, ενώ το ίδιο ισχύει και με τις θύρες Ι/Ο οι οποίες είναι ανοξείδωτες. Όσο για τη motherboard, 22 ελαστικά στηρίγματα τη διατηρούν σταθερή, προστατεύοντάς την παράλληλα από τυχόν φθορές. Η ίδια λογική έχει ακολουθηθεί και στην υπόλοιπη επιφάνεια της βάσης του ExpertBook B9 OLED με 29 ελαστικά υποστηρίγματα να διασφαλίζουν πως η πίεση κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλο το εύρος της επιφάνειάς του. Γενικώς, ακόμα κι αν μετακινείστε συνέχεια, το laptop της ASUS θα σας ακολουθήσει χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Οθόνη – Χαρακτηριστικά Το ExpertBook B9 OLED διαθέτει μία οθόνη OLED HDR 14 ιντσών με λόγο διαστάσεων 16:10, ανάλυση έως και 2880 x 1800 pixels, ρυθμό αντίθεσης 1.000.000:1, χρόνο απόκρισης 0,2 ms, μέγιστη φωτεινότητα 400 nits και φωτεινότητα μαύρου 0,0005 nits. Υποστηρίζει HDR περιεχόμενο ενώ προσφέρει κάλυψη 100% του χρωματικού χώρου DCI-P3 (με δυνατότητα εναλλαγής μεταξύ DCI-P3, Display P3 και sRGB). Φέρει, τέλος, πιστοποιήσεις VESA DisplayHDR 600 True Black και PANTONE Validated. Τα χρώματα ρυθμίζονται, όμως όποια επιλογή κι αν προτιμήσει κανείς, η ποιότητα της εικόνας είναι απλά εκπληκτική. Αυτό που οφείλουμε να υπογραμμίσουμε, είναι οι κατά 70% περιορισμένες εκπομπές βλαβερής μπλε ακτινοβολίας (με πιστοποίηση από την TUV Rheinland), κάτι που θα βρουν ιδιαίτερα χρήσιμο όσοι συνηθίζουν να περνούν μεγάλο μέρος της ημέρας τους μπροστά από την οθόνη του laptop. Θεωρούμε ότι πρέπει να σταθούμε στα μέτρα που έχει λάβει η ASUS για να αποφύγει ή τέλος πάντων να μειώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις πιθανότητες εμφάνισης burn-in. Προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν αλλοίωση των χρωμάτων, το laptop έρχεται με προεπιλεγμένο το Dark mode των Windows και ενεργοποιημένη την επιλογή προστασίας της οθόνης OLED, στο πλαίσιο της οποίας, μειώνεται αυτόματα η φωτεινότητα της οθόνης έπειτα από πέντε λεπτά απραξίας. Ακόμα, το ExpertBook B9 OLED έρχεται εφοδιασμένο με αλγορίθμους της Samsung που εντοπίζουν τα φθαρμένα pixels, ενισχύοντας το ρεύμα που περνά από μέσα τους προκειμένου να μην επηρεάζεται η συνολική εικόνα. Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα τεχνικά χαρακτηριστικά του συστήματος, υπάρχουν επιλογές επεξεργαστή Intel Core i5 και Core i7 τελευταίας (13ης) γενιάς τον οποίο πλαισιώνουν έως και 64 GB LPDDR5X on-board RAM, δίσκος M.2 SSD PCIe 4.0 χωρητικότητας 1 ή 2 TB και μπαταρία πολυμερών λιθίου 63 Wh. Ανεξάρτητη κάρτα γραφικών δεν υπάρχει, κάτι απόλυτα λογικό και αναμενόμενο μιας που έχουμε να κάνουμε ξεκάθαρα με ένα business laptop. Η μονάδα που έφτασε στα χέρια μας για τις ανάγκες του παρόντος review διέθετε επεξεργαστή Intel Core i7-1355U, 16 GB RAM και δίσκο SSD χωρητικότητας 1 TB. Από πλευράς θυρών, το σύστημα έρχεται με μία USB 3.2 Gen 2 Type-A, δύο Thunderbolt 4.0 Type-C, HDMI 2.1, σύνθετη θύρα ήχου 3,5 χιλ. και micro HDMI σε RJ45, ενώ υπάρχει και υποδοχή ασφαλείας Kensington. Στη δεξιά του πλευρά συναντάμε και πλήκτρο ενεργοποίησης με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος. Το ExpertBook B9 OLED έρχεται είτε με Windows 11, είτε με Windows 11 Pro. Υποστηρίζει Wi-Fi 6E (802.11ax), Bluetooth 5.3 και NFC. Η ενσωματωμένη του κάμερα είναι μία Full HD υπερύθρων για εικόνα 1080p με φυσικό κάλυμμα για εξασφαλισμένη προστασία ιδιωτικού απορρήτου (αυτό που η ASUS ονομάζει Webcam Shield) και άμεσο ξεκλείδωμα συστήματος και είσοδο στα Windows μέσω αναγνώρισης προσώπου και Windows Hello. Η ποιότητά της κρίνεται αρκετά καλή, ειδικά αν τη συνδυάσουμε με τα AI χαρακτηριστικά, για τα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Επιδόσεις & εμπειρία χρήσης Όπως θα περίμενε κανείς, το ExpertBook B9 OLED «πετάει» ακόμα κι όταν το πράγμα ζορίζει, τουτέστιν σε απαιτητικές καταστάσεις multitasking. Δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα τρέχοντας διάφορα προγράμματα και εφαρμογές παράλληλα: το σύστημα συνέχισε να αποκρίνεται ταχύτατα χωρίς το παραμικρό θέμα. Το μόνο άξιο σχολιασμού, είναι ο αυξημένος θόρυβος που κάνει σε τέτοιες περιπτώσεις καθώς οι δύο του ανεμιστήρες (περισσότερα γι’ αυτούς οσονούπω) δουλεύουν υπερωρίες. Το θετικό της όλης υπόθεσης είναι ότι κάνουν δουλειά, αφού η θερμοκρασία των επιφανειών του παραμένει σε χαμηλά επίπεδα δίχως να ζεσταίνει τον χρήστη. Τρέξαμε διάφορα benchmarks προκειμένου να διαμορφώσουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις δυνατότητες του ExpertBook B9 OLED και τα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά. Στο Cinebench R23, το σύστημα της ASUS έβγαλε 6252 και 1630 πόντους σε CPU Multi Core και Single Core αντίστοιχα. Η βαθμολογία του στο PCMark 10 Extended ήταν 4928 πόντοι. Στο Geekbench 6.2.2 είχαμε σκορ 2019 και 8524 σε Single Core και Multi Core, ενώ τέλος, στο 3Dmark, το laptop συγκέντρωσε 1334 πόντους στα γραφικά, 4854 στη CPU και 1496 (Good) συνολικά στο Time Spy. Στα του gaming δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούμε: στο Battlefield V στα 1440p με τα settings στο ultra, τα 30 fps μοιάζουν ουτοπικά…, οπότε είναι κρίμα να το προσπαθήσετε περισσότερο. Αναφορικά με τις αντοχές της μπαταρίας του, η ASUS κάνει λόγο για αυτονομία πλήρους ημέρας. Εμείς πάντως θα διαφωνήσουμε αφού υπό ρεαλιστικές συνθήκες κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατόν. Παρά το μικρό του μέγεθος, το ExpertBook B9 OLED διαθέτει πληκτρολόγιο πλήρους μεγέθους με απόσταση μεταξύ των πλήκτρων (κέντρο από κέντρο) 19,05 χιλ. και απόσταση διαδρομής πλήκτρου 1,5 χιλ. Η προσεκτικά σχεδιασμένη επιφάνεια των πλήκτρων επιτρέπει στα δάχτυλα να γλιστρούν επάνω τους εξασφαλίζοντας έτσι άνετη πληκτρολόγηση, ενώ με τη βοήθεια του ExpertWidget, ο χρήστης μπορεί να δημιουργήσει τα δικά του πλήκτρα συντομεύσεων (Fn + αριθμητικά πλήκτρα 1-4). Σε ό,τι αφορά το touchpad, και τώρα έχει διχασμένη προσωπικόττηα αφού το ExpertBook B6 έρχεται με το ASUS NumberPad, ένα αριθμητικό keypad με φωτισμό LED το οποίο εναλλάσσεται μεταξύ touchpad και numpad με το πάτημα ενός κουμπιού. Είχαμε δώσει παλιότερα σε άλλο review τα εύσημα μας στην ASUS γι'αυτή την ιδέα και πραγματικά θα θέλαμε να την αντιγράψουν και άλλοι κατασκευαστές. Το trackpad πάντως είναι αρκετά μεγάλο σε μέγεθος και υποστηρίζει τουλάχιστον 11 gestures για έξτρα ευελιξία, κάνοντας πολύ καλύτερη την πλοήγηση στα Windows. Εκεί που πρέπει να κάνουμε ειδική μνεία, είναι στα business στοιχεία ασφαλείας τα οποία είναι πολλά και ποικίλα. Το ExpertBook B9 OLED έρχεται με δυνατότητα για μονάδα TPM 2.0 για έξτρα ασφάλεια, βάσει των προδιαγραφών της εκάστοτε επιχείρησης ή οργανισμού. Ο αισθητήρας NFC επιτρέπει στον χρήστη να συνδεθεί ακόμα πιο εύκολα στα Windows, αν για κάποιο λόγο εκείνος δεν θέλει να χρησιμοποιήσει την αναγνώριση προσώπου (βλ. κάμερα υπερύθρων) ή τον σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος. Η υποδοχή ασφαλείας Kensington εξασφαλίζει φυσική προστασία του laptop από κλοπές ενώ το κάλυμμα της κάμερας είναι ό,τι πρέπει για όσους ανησυχούν για το ιδιωτικό τους απόρρητο. Υπάρχει, τέλος και δυνατότητα πλήρους ελέγχου (ανάγνωση/εγγραφή) των θυρών USB. Το ExpertBook B9 OLED υποστηρίζει ακόμα και την τεχνολογία Intel vPro η οποία είναι σχεδιασμένη προκειμένου να βοηθήσει επιχειρήσεις και οργανισμούς, μεγάλους και μικρούς, να διατηρήσουν το δυναμικό τους παραγωγικό, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία των περιουσιακών της στοιχείων και απλοποιώντας τη διαχείριση του στόλου της μέσα από την εφαρμογή εταιρικών πολιτικών, την ενεργοποίηση λειτουργιών ασφαλείας και την αποτελεσματική συντήρηση των συστημάτων. Το ExpertBook B9 OLED λοιπόν έρχεται με τα συστήματα Intel Hardware Shield (για προστασία σε επίπεδο hardware, BIOS/firmware, λειτουργικού και εφαρμογής) απέναντι σε κάθε λογής απειλές, Intel Active Management για απομακρυσμένη διαχείριση και Intel Stable IT Platform για ενημέρωση συστήματος. Συνεχίζοντας με τη διαχείριση του ExpertBook B9 OLED, περνάμε στο ASUS Control Center, το λογισμικό που καθιστά δυνατά τον έλεγχο υλικού και λογισμικού, την ενημέρωση λογισμικού και BIOS, την ενεργοποίηση και απενεργοποίηση του συστήματος, το πρόγραμμα εργασίας και την ενεργειακή διαχείρισή του, όλα απομακρυσμένα. Με το ASUS Business Manager ο χρήστης θα δημιουργήσει και θα διαχειριστεί σημεία επαναφοράς του συστήματός του (better safe than sorry), ενώ το επανασχεδιασμένο BIOS προσφέρει μία εύχρηστη και φιλική εμπειρία. Για κάθε ενδιαφερόμενο, ASUS και ExpertBook B9 OLED υποστηρίζουν και Windows Autopilot. Λίγο πιο πάνω αναφέραμε πως ακόμα κι όταν πιέσαμε το laptop, αυτό δεν έδειξε να ανεβάζει ιδιαίτερα θερμοκρασία. Σε αυτό παίζει τον ρόλο του το επανασχεδιασμένο σύστημα ψύξης το οποίο κάνει εξαιρετική δουλειά. Αποτελείται από δύο αποδοτικούς ανεμιστήρες οι οποίοι δεν μειώνουν απλά τη θερμοκρασία του επεξεργαστή κατά 27% αλλά είναι και κατά 32% πιο αθόρυβοι ενώ έχουν και 46% μικρότερες ενεργειακές απαιτήσεις σε σχέση με εκείνους του ExpertBook της αμέσως προηγούμενης γενιάς. Η μονάδα ψύξης του συστήματος είναι μάλιστα έτσι σχεδιασμένη ώστε να ενισχύει τη ροή του αέρα, εξασφαλίζοντας ταχύτερη απαγωγή θερμότητας. Στα παραπάνω προσθέστε και το σύστημα απομάκρυνσης σκόνης (με την εκκίνηση του συστήματος, οι ανεμιστήρες περιστρέφονται στιγμιαία προς την αντίθετη κατεύθυνση) και έχετε μία απόλυτα ολοκληρωμένη -και αποτελεσματική- λύση. Εκεί όμως που οφείλουμε να βγάλουμε το καπέλο στην ASUS, είναι στα όσα μπορεί να κάνει ο χρήστης μέσα από το MyASUS. Το τελευταίο δεν είναι καινούριο καθώς πλαισιώνει τα συστήματα της εταιρείας εδώ και κάμποσα χρόνια. Στο ExpertBook B9 OLED όμως έχει αναβαθμιστεί σημαντικά, διαθέτοντας πλέον πολλές και άκρως σημαντικές λειτουργίες. Αν πρέπει να τις αναλύσουμε βάσει σημασίας, θα ξεκινήσουμε από την εξουδετέρωση θορύβου μέσω AI η οποία μπορεί να αποβεί σωτήρια για τους business χρήστες που ταξιδεύουν πολύ και καλούνται συχνά να δώσουν το «παρών» σε συναντήσεις και τηλεδιασκέψεις σε Zoom και Teams από τρένα, lounges, καφέ κλπ. Με το πάτημα ενός αποκλειστικού κουμπιού στο πληκτρολόγιο, οι αλγόριθμοι της ASUS φιλτράρουν αποτελεσματικότατα τους ανεπιθύμητους θορύβους περιβάλλοντος που αιχμαλωτίζουν τα τρία μικρόφωνα του laptop για κρυστάλλινες συνομιλίες. Αντίστοιχα, το AI ClearVoice Speaker κάνει το ίδιο αλλά με τον εισερχόμενο ήχο, έτσι ώστε οι συνομιλητές σας να φτάνουν «καμπάνα» στα αφτιά σας, ακόμα κι αν βρίσκονται σε θορυβώδη περιβάλλοντα. Μιας και αναφερθήκαμε στον ήχο, να αναφέρουμε ότι τα δύο ηχεία του συστήματος υποστηρίζουν τεχνολογία Dolby Atmos προσφέροντας μία εξαιρετική για τα δεδομένα της κατηγορίας εμπειρία ακρόασης με ρεαλιστικά αποτελέσματα και χωρικό ήχο, ιδίως αν αποφασίσετε να κάνετε το διάλειμμά σας απολαμβάνοντας το τελευταίο επεισόδιο της αγαπημένης σας σειράς, την playlist που ετοιμάσατε χθες βράδυ ή μία ταινία. Η διατήρηση της ποιότητας των ηχείων σε βάθος χρόνου ενισχύεται και με τη βοήθεια του έξυπνου ενισχυτή, μίας ακόμα πατέντας που συναντάμε σε αρκετές συσκευές της ASUS. Επιστρέφοντας στις λειτουργίες που θα βρει εξαιρετικά χρήσιμες ο μέσος business χρήστης, δεν γίνεται να μην αναφερθούμε στη λειτουργία AiSense Camera. Το ExpertBook B9 OLED έχει τη δυνατότητα να επεξεργαστεί την εικόνα της κάμερας, βελτιώνοντας τη φωτεινότητα, θολώνοντας το background και κάνοντας τα μάτια σας να μοιάζουν πως κοιτούν στον φακό για πιο φυσικές κλήσεις (αλήθεια, πόσο άβολο είναι όταν ο συνομιλητής σας κοιτά οπουδήποτε αλλού εκτός από τον φακό;). Το MyASUS ωστόσο δεν μένει μόνο στα παραπάνω αφού περιλαμβάνει και το GlideX το οποίο θα σας επιτρέψει να προσαρμόσετε εύκολα και γρήγορα την εμπειρία θέασής σας σε πολλαπλές οθόνες, εμφανίζοντας την οθόνη του smartphone σας μέσα σε αυτή του laptop (με πλήρη έλεγχο του τελευταίου με πληκτρολόγιο και ποντίκι) και επιτρέποντάς σας να χρησιμοποιήσετε το tablet σας σαν δεύτερη οθόνη. Συμπέρασμα Το ExpertBook B9 OLED είναι ένα εξαιρετικό business laptop που όπως αναφέραμε και στην εισαγωγή δεν υστερεί κάπου -με βάση τα όσα μπορεί να ζητήσει ο επαγγελματίας χρήστης πάντα. Τα όσα προσφέρει βέβαια κοστίζουν και αυτό αντικατοπτρίζεται πλήρως στην τιμή του η οποία είναι «τσουχτερή», γύρω στα €1700 αυτή την εποχή (Δεκέμβριος 2023). Σύμφωνοι δεν είναι για όλους, όμως όσοι αναζητούν ένα ισχυρό, ανθεκτικό και αξιόπιστο laptop (τύπου set and forget) για την εργασία τους, δεν χρειάζεται να κοιτάξουν κάπου αλλού.
    2 πόντοι
  33. Με το Samsung Galaxy Z Fold 5, η Samsung δείχνει εμπιστοσύνη στην επιτυχημένη και δοκιμασμένη συνταγή για ένα μεγάλου μεγέθους αναδιπλούμενο smartphone. Η φετινή πρόταση στοχεύει περισσότερο στην τελειοποίηση της φόρμουλας παρά στην ριζική αλλαγή ενός σχεδιασμού που πήρε πέντε γενιές για να βελτιώσει αργά και σταθερά. Η νέα συσκευή ήρθε και παρέμεινε στα χέρια μας για τις ανάγκες δοκιμών και παραθέτουμε την εμπειρία μας με εκείνη. Σχεδιασμός – Οθόνη Ξεκινώντας με τις εξωτερικές διαστάσεις, το Fold 5 διπλωμένο φτάνει τα 13.4mm σε πάχος, εκεί που ο προκάτοχός του βρισκόταν στα 14.2mm με 15.8mm λόγω της καμπύλης προς τον βραχίονα. Η καμπύλη αυτή έχει εξαλειφθεί και τα δύο μισά πλέον εφάπτονται στο κλείσιμο, κάνοντας την συσκευή να μοιάζει δραματικά λεπτότερη συγκριτικά με το Fold 4 παρότι τα νούμερα ίσως δεν το αποτυπώνουν. Σε ύψος φτάνει τα 154.9mm και σε πλάτος τα 67.1mm (διπλωμένο) και 129.9mm (ανοιχτό) με το βάρος στα 253 γραμμάρια. Δεν υπάρχει δραματική διαφορά από τις διαστάσεις του περυσινού μοντέλου, που σημαίνει πως η εξωτερική οθόνη παραμένει μακρόστενη και άβολη για χρήση με ένα χέρι αλλά αρκετά πρακτική για να λειτουργήσει σαν παραδοσιακό κινητό. Ο βραχίονας που ενώνει τα δύο μισά βρίσκεται πάλι αριστερά, λεπτότερος από πριν σε επίπεδο που πρακτικά είναι «αόρατος» κοιτώντας το κινητό από πάνω. Στο κράτημα είναι ανεπαίσθητος και βολικός, οπότε μιας και η οθόνη είναι επίπεδη, δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα κανονικό κινητό – εξαιρώντας την διάσταση. Το σώμα είναι κατασκευασμένο από Armor Aluminum, φέροντας πιστοποίηση IPX8 για αντοχή ενάντια σε νερό ενώ οι δύο εξωτερικές πλευρές είναι επενδυμένες με Gorilla Glass Victus 2. Η εσωτερική οθόνη παραμένει πλαστική και επικαλυμμένη με μεμβράνη αλλά «ανθεκτικότερη» κατά την εταιρεία, χωρίς λεπτομέρειες. Η δεξιά πλευρά φιλοξενεί το πλήκτρο ενεργοποίησης σε μια διακριτική εσοχή, καθώς χρησιμοποιείται και ως αναγνώστης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Από πάνω του βρίσκεται το διπλό πλήκτρο έντασης. Η υποδοχή κάρτας SIM βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του πλαισίου, με την επάνω πλευρά να διαθέτει ένα ηχείο και οπές μικροφώνων, ενώ κάτω βρίσκονται ένα ακόμη ηχείο και η θύρα USB-C. Στην πλάτη της συσκευής, βρίσκονται σε κάθετη διάταξη οι τρεις φακοί της κάμερας, υιοθετώντας τον σχεδιασμό του προηγούμενου μοντέλου, όπου οι φακοί εξέχουν ελαφρώς και το -μέχρι πρότινος- εξόγκωμα δεν υπάρχει. Είναι ένας πολύ πιο διακριτικός και ευπρόσδεκτος τρόπος να ενσωματώνεται η κάμερα στα κινητά και δικαίως επαναλαμβάνεται. Κατά τα άλλα, η πλάτη είναι καθαρή φέροντας μόνο μικρά λογότυπα στο κάτω μέρος, ενώ το λογότυπο της Samsung είναι χαραγμένο στον μεταλλικό βραχίονα. Η συσκευή διατίθεται σε χρώματα Icy Blue, Phantom Black και Cream, με το περυσινό κι αγαπημένο πράσινο να μην επιστρέφει. Τώρα, στις οθόνες. Ξεκινώντας από την εξωτερική, το μέγεθός της μένει στις 6.2”, νούμερο που παραπέμπει σε διαστάσεις κανονικές για ένα κινητό όμως μην ξεχνάμε πως το Fold 5 είναι μακρόστενο. Με ανάλυση HD+ (2316x904), δυναμικό ρυθμό ανανέωσης στα 48-120Hz και πάνελ Dynamic AMOLED 2X, η εξωτερική οθόνη δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από οποιαδήποτε άλλη ναυαρχίδα στην αγορά. Διπλώνοντας κι ακουμπώντας το κινητό σε γραφείο για να παρακολουθήσουμε οριζόντια βίντεο στην εξωτερική οθόνη, η εμπειρία ήταν άψογη τόσο από εικόνα όσο κι από ήχο. Τα δύο δυνατά ηχεία υποστηρίζουν Dolby Atmos και έχουν αρκετό μπάσο αλλά και καθαρότητα, για μουσική ή βίντεο. Η εσωτερική οθόνη φτάνει τις 7.6” με ανάλυση FHD+ (2716x1812), δυναμικό ρυθμό ανανέωσης 1-120Hz και φωτεινότητα στα 1200nits. Με εξαίρεση την φωτεινότητα, δεν υπάρχουν αλλαγές σε σύγκριση με το Fold 4 κι είναι χαμένη ευκαιρία – ο δυναμικός ρυθμός ανανέωσης θα μπορούσε να έχει το ίδιο εύρος και στις δύο οθόνες, όμως η εξωτερική δεν έλαβε κάποια αναβάθμιση. Κοιτώντας τις ανεξάρτητα από τα προηγούμενα μοντέλα, ωστόσο, είναι δύσκολο να πει κανείς πως δεν πρόκειται για εξαιρετικές οθόνες. Ναι, ο λόγος διάστασης της εσωτερικής οθόνης παραμένει τετραγωνισμένος όμως για ταυτόχρονη χρήση δύο εφαρμογών (ή περισσότερων) εφαρμογών, η εμπειρία είναι άψογη. Χρησιμοποιούσαμε ταυτόχρονα π.χ. Slack και Excel έχοντας τις εφαρμογές μοιρασμένες ώστε να καταλαμβάνουν το 50% έκαστη και η ταυτόχρονη χρήση ήταν άριστη εμπειρία. Αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας το Edge panel που υπάρχει στην επάνω δεξιά γωνία, φτιάξαμε ζευγάρια εφαρμογών για να ανοίγουν ταυτόχρονα και η πρώτη επιλογή μας ήταν… δύο Pokemon Go. Έτσι, παίζαμε σε δύο λογαριασμούς ταυτόχρονα, σε ένα κινητό, χωρίς να κόβεται με περίεργο τρόπο η εικόνα. Αντίστοιχα, με εξαίρεση τις μεγαλύτερες μαύρες μπάρες λόγω της διάστασης, η παρακολούθηση ταινιών και σειρών είναι ασυναγώνιστη εμπειρία. Πρακτικά, στις διακοπές βλέπουμε άνετα ταινίες ή διαβάζουμε ψηφιακά βιβλία έχοντας αντικαταστήσει το tablet. Μια ιδιαιτερότητα που επιστρέφει, είναι η κάμερα στην εσωτερική οθόνη. Είναι μασκαρεμένη στην επάνω δεξιά πλευρά, λειτουργώντας ως μέρος της οθόνης και μαυρίζει μόνο όταν είναι σε χρήση. Πάλι χρειάζεται λίγος χρόνος για συνήθεια, όμως πραγματικά, είναι από τις καλύτερες προσθήκες που έχουν γίνει σε smartphone κι ελπίζουμε να βελτιστοποιηθεί η τεχνολογία για να χρησιμοποιείται σε συσκευές κάθε είδους κι όχι αποκλειστικά foldables. Η ελαφρώς «πιξελιασμένη» περιοχή γίνεται… αόρατη μετά από λίγες ώρες χρήσης και μόνο κάποιος που την ψάχνει θα την εντοπίσει, οπότε σε απλά σενάρια χρήσης δεν ενοχλεί καθόλου. Ένα πρακτικό μειονέκτημα έχει, το οποίο κρατάμε για την ενότητα της κάμερας. Το S Pen συνεχίζει να υποστηρίζεται για την εσωτερική οθόνη, όμως όχι για την εξωτερική, κάτι που πιθανώς να ξενίσει για άλλη μια χρονιά τους χρήστες Galaxy Note που πλέον χρησιμοποιούν Galaxy Fold. Είναι ένα εκπληκτικό περιφερειακό, πολύ χρήσιμο και σχεδόν απαραίτητο για εκείνους που κάνουν μεγάλη χρήση του κινητού, όμως η Samsung συνεχίζει να μην το εκμεταλλεύεται πλήρως. Στο κουτί θα βρούμε ένα καλώδιο φόρτισης, εξωλκέα SIM και τίποτα άλλο ενδιαφέρον. Το S Pen δεν περιλαμβάνεται στη συσκευασία, παρότι μαζί, τα δυο τους είναι τέλειο ζευγάρι. Για τον λόγο αυτό, η συσκευή δεν μπορεί να φιλοξενήσει από μόνη της το S Pen αν αποκτηθεί, οπότε πρέπει να αποκτηθεί μαζί με θήκη σχεδιασμένη για να το φυλάσσει. Το θετικό είναι πως οι εν λόγω θήκες είναι λεπτότερες από ποτέ και η αποθήκευση εύκολη, όμως πάλι, είναι κρίμα. Επιδόσεις – Μπαταρία Σε κάθε έκδοση, το Galaxy Z Fold 5 έρχεται με 5G και 12GB RAM, ενώ ο αποθηκευτικός χώρος φτάνει τα 256GB, 512GB ή 1TB. Ο «εγκέφαλος» είναι ένας οκταπύρηνος Qualcomm Snapdragon 8 Gen 2 (1x Cortex-X3 @ 3.36GHz, 2x Cortex-A715 @ 2.8GHz, 2x Cortex-A710 @ 2.8GHz, 3x Cortex-A510 @ 2.0GHz, GPU: Adreno 740), το κορυφαίο chipset της εταιρείας αυτή την στιγμή. Χάριν συγκρίσεως, δοκιμάσαμε να τρέξουμε μερικά benchmarks και να δούμε πώς αποδίδει. Στο Geekbench 6, το σκορ έφτασε 1967 (Single-Core) και 5164 (Multi-Core), βαθμολογίες αρκετά υψηλότερες από του προηγούμενου Fold και καλύτερες από του Galaxy S23 Ultra. Φυσικά, σε πραγματικό περιβάλλον είναι που μετράνε οι επιδόσεις και μάλιστα, στο multi-tasking. Δοκιμάσαμε πολλά: Gmail και Outlook μαζί με Slack, δύο Pokemon Go μαζί με Spotify στο παρασκήνιο και Slack από πάνω τους, Edge browser μαζί με συνδυασμούς των παραπάνω. Ναι, υπήρξαν στιγμές που ζεστάθηκε η συσκευή -όχι σε ανησυχητικό βαθμό- όμως δεν εντοπίσαμε κολλήματα. Το multi-tasking δουλεύει ονειρεμένα άψογα, οπότε ένα από τα βασικά ατού της συσκευής είναι αντάξιο των (υψηλών, δεδομένων και της τιμής) προσδοκιών. Στο μέτωπο των παιχνιδιών, δοκιμάσαμε διάφορα. Πέραν του Pokemon Go που αναφέρθηκε (κι έτρεξε απροβλημάτιστα), τα Mario Kart Tour, Pokemon Unite, Genshin Impact, Call of Duty Mobile και PUBG Mobile ρίχτηκαν στην μάχη στις υψηλότερες ρυθμίσεις τους. Το κινητό ανταπεξήλθε και η εμπειρία ήταν απολαυστική, παίζοντας σε τόσο μεγάλη κι άνετη οθόνη με την ανάλυση και τα καρέ που θέλαμε, χωρίς περιορισμούς. Στο κομμάτι της μπαταρίας, η Samsung δεν δοκίμασε κάτι νέο – μένει στα 4400mAh, την ίδια χωρητικότητα που είχε όχι μόνο το Fold 4, αλλά και το Fold 3. Στην πράξη, φαίνεται πως αποδίδει καλύτερα, προσφέροντας περίπου μια ώρα επιπλέον χρήσης κι αυτό το οφείλει στον επεξεργαστή και το λογισμικό, όμως είναι άκρως απογοητευτικό που κυνηγήθηκε ένα λεπτότερο design (σε ένα ήδη παχύ κινητό) αντί για ουσιαστικές βελτιώσεις στην μπαταρία. Στην περίπτωσή μας, κρατάει κάτι παραπάνω από μια ημέρα χρήσης προτού χρειαστεί φόρτιση. Κι εκεί, πάλι, δεν έγινε καμία βελτίωση και η εικόνα είναι ίδια με του… Fold 2. Συγκεκριμένα, η ταχεία φόρτιση φτάνει στα 25W και το 0%-50% χρειάζεται περίπου μισή ώρα, όταν μια πλήρης φόρτιση χρειάζεται περίπου μιάμιση ώρα. Για ναυαρχίδα με υψηλό τετραψήφιο κόστος, είναι ανεπίτρεπτο να συνεχίζει η Samsung με τόσο χαμηλές επιδόσεις. Η ασύρματη φόρτιση φτάνει στα 10W, απαιτώντας ακόμη περισσότερο χρόνο, περίπου δυόμιση ώρες – είναι μια ωραία προσθήκη για ώρα έκτακτης ανάγκης και τίποτα περισσότερο. Το λογισμικό One UI 5.1 (βασισμένο σε Android 13) είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της συσκευής. Κάνει πολύ εύκολη την δημιουργία ομάδων εφαρμογών που ανοίγονται με ένα πάτημα, ενώ η μπάρα εργασιών που εμφανίζεται κάτω (στην μεγάλη οθόνη) είναι απίστευτα βολική – φιλοξενεί μισή ντουζίνα εφαρμογές και φέτος 4 ενεργές. Το Flex Mode επιστρέφει, ώστε όταν η οθόνη έχει κλίση (αλλά δεν είναι τελείως ανοιχτή) τότε μερικές εφαρμογές μεταφέρονται στο επάνω μισό και το κάτω μισό γίνεται χειριστήριο. Στον Edge, για παράδειγμα, μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη συσκευή σαν laptop, με επιφάνεια αφής, κέρσορα και υποστήριξη για gestures. Το νέο One UI φιλοξενεί καλύτερα το S Pen, επιτρέποντας την προεπισκόπηση μιας ανοιχτής εφαρμογής αν η γραφίδα αιωρείται πάνω από το εικονίδιό της, μεταξύ άλλων βελτιώσεων. Γενικώς όμως, δεν δίνεται η εντύπωση πως υπάρχει κάποια δραματική βελτίωση. Αν η συσκευή ερχόταν απευθείας με το One UI 6, που θα κάνει ντεμπούτο φέτος, τότε η εμπειρία ίσως ήταν πολύ πιο εντυπωσιακή όμως για την ώρα, οι αλλαγές-βελτιώσεις είναι μικρές πάνω σε ήδη καλοφτιαγμένα θεμέλια. Η λογική λέει πως το Fold 5 θα είναι από τις πρώτες συσκευές που θα λάβουν την αναβάθμιση, οπότε οι κάτοχοι του κινητού δεν θα μείνουν παραπονεμένοι. Ένα σημαντικό θετικό της Samsung είναι η παροχή τεσσάρων αναβαθμίσεων Android και πέντε ετών υποστήριξης μέσω ενημερώσεων ασφαλείας, δύο παροχές που δεν έχουν… αντίπαλο στην αγορά των Android συσκευών. Αν ο χρήστης επιθυμεί να επενδύσει μακροχρόνια στη συσκευή, τότε η εταιρεία προσφέρει σιγουριά. Ενημέρωση: Η Samsung ανακοίνωσε ότι από τις 28 Μαρτίου 2024, η αναβαθμισμένη έκδοση One UI 6.1 θα φέρει το Galaxy AI σε μια ευρύτερη γκάμα συσκευών, μεταξύ των οποίων και το Galaxy Z Fold 5. Συγκεκριμένα, οι σειρές Galaxy S23, S23 FE, Z Flip5, Z Fold5, Tab S9 (5G) και Tab S9 (Wi-Fi) θα εξοπλιστούν με το Galaxy AI, προσφέροντας στους χρήστες "καινοτόμους τρόπους επικοινωνίας, δημιουργίας και παραγωγικότητας". Οι λειτουργίες Interpreter και Live Translate αναλαμβάνουν να κάνουν τα ταξίδια στο εξωτερικό πιο εύκολα, μεταφράζοντας τις συζητήσεις και τις κλήσεις των χρηστών σε πραγματικό χρόνο. Επιπροσθέτως, με τη λειτουργία Circle to Search with Google, οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να αναζητήσουν πρόσθετες πληροφορίες για οτιδήποτε τους ενδιαφέρει, απλά κυκλώνοντάς το στην οθόνη της συσκευής τους. Με τη λειτουργία Generative Edit, οι χρήστες θα μπορούν να επεξεργαστούν τις φωτογραφίες τους όπως επιθυμούν, ακόμη και αν δεν είναι τέλειες από την αρχή. Τέλος, το Note Assist, με δυνατότητες όπως η αυτόματη μορφοποίηση κειμένου, η δημιουργία περίληψης και η μετάφραση, θα ενισχύσει σημαντικά την καθημερινή παραγωγικότητα των χρηστών. Κάμερα Κλείνοντας, η κάμερα. Συγκεκριμένα, το τριπλό σύστημα στην πλάτη συν των δύο selfie στην μπροστινή πλευρά. Η βασική κάμερα των 50MP (f/1.8) συνοδεύεται από μία ultra-wide των 12MP και έναν τηλεφακό των 10MP (οπτικό zoom 3x). Οι δύο selfie κάμερες έχουν ανάλυση 4MP (εσωτερική οθόνη) και 10MP (εξωτερική οθόνη). Η βασική κάμερα δεν έχει κάποια ουσιαστική διαφορά από την περυσινή κι όλες οι βελτιώσεις έρχονται λόγω του λογισμικού. Αυτό σημαίνει φωτογραφίες ζωντανές και ζωηρές -ίσως λίγο πιο ζωηρές, όπως συνηθίζει η Samsung- με καλή λεπτομέρεια και χαμηλό θόρυβο. Σε ηλιόλουστα τοπία, τα πήγε περίφημα και για έναν μέσο χρήστη που δεν αναζητά τις ατέλειες σε κάθε λήψη, δεν θα απογοητεύσει. Σε χαμηλό φωτισμό, τα πήγε καλά όμως όχι εντυπωσιακά. Ο θόρυβος στα σκοτεινά σημεία εμφανιζόταν κι όχι σπάνια, όμως η εικόνα φωτιζόταν επαρκώς και δεν χανόταν η λεπτομέρεια στα πολύ φωτεινά σημεία. Ένα θετικό είναι η συμπερίληψη οπτικού zoom 3x, με το ψηφιακό να φτάνει στο 10x και ύστερα στο 30x. Το οπτικό zoom βοηθάει πολύ σε περιπτώσεις που χρειάζεται η κάμερα να πάει ένα κλικ πιο κοντά, ώστε να καδραριστεί καλύτερα το θέμα και να μην χαλάσει η ποιότητα. Το ψηφιακό zoom, ακόμη κι από το 10x, έχει σημαντικές αλλοιώσεις και στην περίπτωσή μας, δεν χρησιμοποιήθηκε πολύ – ωστόσο είναι καλό, πάντα, να υπάρχουν επιλογές. Από την άλλη, τα πορτρέτα με τον βασικό φακό είναι εντυπωσιακά, από το σταδιακό ή πλήρες θόλωμα μέχρι την διατήρηση των ορίων του θέματος. Ο υπερευρυγώνιος φακός τα καταφέρνει μια χαρά για τα δεδομένα της περιστασιακής χρήσης που του κάνουμε. Κρατάει σε ικανοποιητικό βαθμό την λεπτομέρεια, τα χρώματα είναι λιγότερο ζωντανά συγκριτικά με του βασικού (όχι απαραίτητα κακό) και ο θόρυβος σε χαμηλά επίπεδα. Οι επιδόσεις στη νυχτερινή λήψη είναι ικανοποιητικές όμως όχι εντυπωσιακές. Βέβαια, για τα δεδομένα ενός υπερευρυγώνιου φακού, γενικά μιλώντας, είναι από τους καλύτερους που έχουμε δει σε κινητό, απλώς είναι τόσο περιστασιακή η χρήση του που δεν κάνει τη διαφορά στην απόφαση αγοράς. Η λήψη βίντεο ήταν ευχάριστη διαδικασία, κυρίως διότι η μεγάλη οθόνη μάς άφηνε να κινούμαστε με μεγάλη ελευθερία χωρίς να χάνουμε καμία λεπτομέρεια (κάτι που ισχύει και για τις φωτογραφίες). Η σταθεροποίηση εικόνας ήταν άψογη, απαιτώντας μόνο λίγη προσοχή στα βήματα και τις απότομες κινήσεις. Για vlogs και παρόμοιες χρήσεις, όπου το κινητό είναι σταθερό, η ποιότητα είναι εξαιρετική φτάνοντας μέχρι και 8K/30fps όμως μικρή σημασία έχει για τον μέσο χρήστη – ήδη στα 4K/60fps ο χώρος που «τρώει» ένα ολιγόλεπτο βίντεο είναι τρομερός. Σε σενάρια φωτογραφίας και βίντεο, μια δυνατότητα που επιστρέφει και χρησιμοποιούμε συχνά είναι η selfies με την βασική κάμερα. Η εξωτερική οθόνη λειτουργεί ως viewfinder, ώστε να δείχνει στον χρήστη όσα βλέπει η βασική κάμερα, οπότε πορτρέτα, καδράρισμα και vlogs έγιναν παιχνιδάκι. Δυνατότητες όπως το κλείδωμα σε πρόσωπο, στο οποίο εστιάζει η κάμερα και ακολουθεί, προσφέρουν ακόμη περισσότερα εργαλεία για όσους θέλουν να ασχοληθούν πιο συστηματικά με την δημιουργία βίντεο. Η selfie της εξωτερικής οθόνης, στα 10MP, κάνει την αξιόλογη δουλειά που θα περιμέναμε. Σε εσωτερικούς χώρους, όπου και χρησιμοποιήθηκε περισσότερο, η ποιότητα ήταν πολύ καλή και οι βιντεοκλήσεις κύλησαν τέλεια -από άποψης εικόνας και ήχου- με τους συνομιλητές μας να καταλαβαίνουν ότι δεν βρισκόμαστε σε υπολογιστή καθαρά λόγω των διαστάσεων εικόνας. Η εσωτερική selfie κάμερα, από την άλλη, δεν τα πηγαίνει εξίσου καλά. Θολώνει πάρα πολύ ακόμη και με επαρκή φωτισμό, ενώ με χαμηλωμένα φώτα, η εικόνα θυμίζει κάμερα πολύ παλαιότερης γενιάς. Κάνει την δουλειά της, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά τίποτα περισσότερο – κι αυτό είναι το βασικό της μειονέκτημα. Μένει κρυμμένη, όμως δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό. Συμπέρασμα Το Samsung Galaxy Z Fold 5 είναι αναμφίβολα ένα από τα καλύτερα foldables, αν όχι η κορυφαία επιλογή για πολλούς (ειδικά για power users). Συνδυάζει τόσα πολλά και καλά στοιχεία, από τις επιδόσεις έως τον βελτιωμένο σχεδιασμό, τις δυνατότητες των καμερών και το λογισμικό που κάνει παιχνιδάκι το multi-tasking. Συνολικά, είναι μια συσκευή που θα εντυπωσιάσει αφάνταστα οποιονδήποτε μπει στον κόσμο των foldables για πρώτη φορά. Για όποιον έχει κάποιο foldable των τελευταίων δύο, αν όχι τριών, ετών, τότε η αναβάθμιση δεν είναι τόσο ρεαλιστική επιλογή. Οι βελτιώσεις είναι λίγες, δεδομένου του κόστους, δύσκολα θα αναβαθμίσει κάποιος σε τόσο σύντομο διάστημα αν το όφελος δεν είναι σαφώς μεγαλύτερο – κι εδώ, δεν είναι.
    2 πόντοι
  34. Η φετινή μεγάλη κυκλοφορία της Huawei στον χώρο των smartwatches ακούει στο όνομα Huawei Watch GT 4. Το flagship ρολόι της εταιρείας απολαμβάνει μερικές ανανεώσεις, χωρίς να αλλάζει δραστικά από τους προκατόχους του, τουλάχιστον στα όσα προσφέρει: ένα ευέλικτο smartwatch σε σώμα πολυτελούς, παραδοσιακού ρολογιού. Έχοντας φιλοξενήσει το ρολόι στον καρπό μας για αρκετό διάστημα, παραθέτουμε την άποψή μας για αυτό. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Συνήθως δεν ξεκινάμε έτσι, αλλά πρώτα θα μιλήσουμε για τις παραλλαγές του μοντέλου. Το Huawei Watch GT 4 έρχεται σε επτά εκδόσεις – τέσσερις με την κάσα 46mm και τρεις με την κάσα 41mm. Οι αλλαγές μεταξύ όλων δεν βρίσκονται μόνο στο μέγεθος ή το χρώμα, αλλά και στον σχεδιασμό γενικότερα. Τα μοντέλα 46mm υιοθετούν σχεδιασμό στρογγυλεμένου οκταγώνου, ενώ τα 41mm που απευθύνονται στο γυναικείο κοινό, είναι ολοστρόγγυλα και πεντακάθαρα από οποιοδήποτε σχεδιαστικό «θόρυβο». Το μαύρο μοντέλο 46mm έχει λαστιχένιο λουράκι και μαύρη κάσα από ανοξείδωτο ατσάλι, το μοντέλο με καφέ δερμάτινο λουράκι (το οποίο δεν θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα) έχει ανοιχτόχρωμη ασημένια κάσα, το “Green Edition” 46mm έρχεται με πλεκτό πράσινο λουράκι από ανακυκλωμένα υλικά και ασημένια κάσα, ενώ το “Grey Edition” που δοκιμάζουμε εδώ έρχεται με μεταλλικό μπρασελέ και κάθε σημείο του σώματος είναι ασημένιο. Σε κάθε μοντέλο, τα λουράκια είναι αποσπώμενα και μπορούν να αλλαχθούν εύκολα, χωρίς εργαλεία, μέσω ενός ενσωματωμένου πίρου στις άκρες. Πρακτικά, ακόμη κι αν η αρχική έκδοση διαθέτει έναν πιο αθλητικό ή επίσημο χαρακτήρα, αυτό αλλάζει απλώς με ένα νέο λουράκι, κάτι αρκετά πρακτικό. Σε όλα τα μοντέλα, το περιθώριο μεταξύ οθόνης και κάσας είναι ελάχιστο, κάτι που φαίνεται πιο εύκολα στις εκδόσεις 41mm λόγω του απλούστερου design. Η έκδοση 46mm που παραλάβαμε εμείς, έχει ένα επίπεδο κουμπί στην κάτω δεξιά γωνία του οκταγώνου κι ένα περιστρεφόμενο κουμπί στην επάνω δεξιά, θυμίζοντας κλασικό ρολόι. Περιμετρικά της στεφάνης είναι χαραγμένοι αριθμοί, όπως και σε ένα κανονικό ρολόι, οπότε πέραν του πιο πλούσιου σχεδιασμού έχει και πρακτική αξία για κάποιον που χρησιμοποιεί αναλογικού τύπου καντράν. Από τα υλικά της κάσας και του λουριού έως το γυαλί του αισθητήρα στο κάτω μέρος, όλα είναι ποιοτικά στην όψη και το άγγιγμα. Δίνεται απευθείας η αίσθηση πως πράγματι είναι ναυαρχίδα, πολυτελές αξεσουάρ κι όχι απλώς καλοσχεδιασμένο, ακολουθώντας τη γνωστή πρακτική της Huawei τα τελευταία χρόνια στην κατηγορία των wearables. Όπως και με τα προηγούμενα ρολόγια της σειράς, έτσι κι εδώ δεν είχαμε παράπονο σταθερότητας, εφαρμογής ή αίσθησης στο χέρι. Σημείωση πως το μοντέλο 46mm, χωρίς το λουράκι, ζυγίζει 48 γραμμάρια – λίγα περισσότερα από το GT 3, οπότε η διαφορά είναι πρακτικά ανύπαρκτη. Τέλος, αντέχει έως και 50 μέτρα κάτω από το νερό (5ATM), άρα αν εκτεθεί σε βροχή και ιδρώτα μέσα στην καθημερινότητα δεν κινδυνεύει. Βέβαια, πάντα πρέπει να καθαρίζεται και να στεγνώνει σωστά, ανεξάρτητα από τον βαθμό προστασίας. Οθόνη Η οθόνη του μοντέλου 46mm φτάνει τις 1.43”, με πάνελ AMOLED και ανάλυση 466x466. Δεν είναι τύπου LTPO όπως στο Watch GT 4 Pro, αλλά δεν θεωρούμε πως θα επηρεαστεί ιδιαίτερα ο μέσος χρήστης. Είναι ευκρινής και φωτεινή σε εξωτερικούς χώρους, βολεύοντας στην ανάγνωση ακόμη και όταν δεν βρισκόμασταν υπό σκιά. Σημείωση πως δεν γνωρίζουμε τον επίσημο αριθμό σε nits, όμως κρίνοντας από τις ομοιότητες με την οθόνη του προηγούμενου μοντέλου που έφτανε τα 800nits, θα λέγαμε πως μάλλον κινείται στα ίδια ή παρόμοια νούμερα. Η οθόνη αφής χρησιμοποιείται για την πλοήγηση και τις τόσες επιλογές που προσφέρει το ρολόι, όμως τα πλαϊνά πλήκτρα συμπληρώνουν την εμπειρία, προσφέροντας έναν ακόμη τρόπο να ολοκληρώνονται κάποιες ενέργειες χωρίς να αγγίζουμε την οθόνη. Κυρίως, βοηθάει όταν τα χέρια είναι βρεγμένα ή ιδρωμένα, πέραν από βασικές λειτουργίες όπως π.χ. ενεργοποίηση του ρολογιού. Κάθε μία από τις επτά εκδόσεις του smartwatch έρχεται με διαφορετικό watch face, όμως εννοείται πως μπορεί να αλλαχτεί ανά πάσα στιγμή. Μέσα από το AppGallery προσφέρονται πάρα πολλές επιλογές σε αναλογικά ή ψηφιακά καντράν, από περίτεχνα μέχρι απλά ή εμπνευσμένα από την ποπ κουλτούρα. Κάποια είναι δωρεάν και κάποια επί πληρωμή, όμως η γκάμα είναι τόσο μεγάλη που δεν μπήκαμε στον πειρασμό να ξοδέψουμε ακόμη και το 1€-2€ που κόστιζαν κάποια. Λειτουργίες – Επιδόσεις Κάτω από το «καπό», το Huawei Watch GT 4 διαθέτει το λειτουργικό HarmonyOS της Huawei. Δοκιμασμένο και αξιόπιστο πλέον, το έχουμε δουλέψει σε αρκετά προηγούμενα ρολόγια της εταιρείας και η εμπειρία παραμένει -στον πυρήνα της- απαράλλαχτη με κάποιες καλοδεχούμενες προσθήκες. Αρχικά, η αρχική οθόνη όπου φιλοξενούνται οι εφαρμογές παραμετροποιείται, ώστε στο πλέγμα να τοποθετούνται οι εφαρμογές που χρησιμοποιούμε πιο συχνά, αντί να ακολουθείται η σειρά που επιλέγει το ρολόι. Σέρνοντας το δάχτυλο προς τα αριστερά, βλέπουμε τις «κάρτες» εφαρμογών, δηλαδή δεδομένα μιας συγκεκριμένης εφαρμογής που γεμίζουν την οθόνη για ευκολία στην πρόσβαση, αντί να αναζητούμε την εφαρμογή στο πλέγμα. Διάφορες εφαρμογές μπορούν να μπουν στις κάρτες, όμως δεν υποστηρίζονται από όλες. Σέρνοντας το δάχτυλο από αριστερά προς τα δεξιά μεταφερόμαστε στην προηγούμενη οθόνη, από πάνω προς τα κάτω εμφανίζεται το μενού γρήγορης πρόσβασης (για γρήγορες ρυθμίσεις, π.χ. δόνηση/ήχος κλπ) και από κάτω προς τα πάνω οι ειδοποιήσεις. Πατώντας το μεγάλο πλήκτρο επάνω αριστερά, εμφανίζεται το πλέγμα εφαρμογών και περιστρέφοντας το πλήκτρο, γίνεται μεγέθυνση για ευκολότερο εντοπισμό μιας εφαρμογής. Για να εκμεταλλευτεί κάποιος πλήρως το ρολόι, ιδανικά θα πρέπει να διαθέτει ένα Huawei smartphone, όμως λειτουργεί ικανοποιητικά καλά σε Android και iOS. Κοινός παρονομαστής είναι η εφαρμογή Huawei Health, η οποία μπορεί να κατέβει μέσα από το store κάθε λειτουργικού. Γενικά μιλώντας, η πλειοψηφία των δυνατοτήτων είναι διαθέσιμες σε κάθε μία από τις τρεις πλατφόρμες – αλλαγή καντράν, χρήση του ενσωματωμένου Petal Maps, ειδοποιήσεις κλπ. Αν κάποιος έχει κινητό άλλης μάρκας και επιθυμεί να αποκτήσει το Huawei Watch GT 4, μπορεί κάλλιστα να το κάνει. Μέσω του ενσωματωμένου μικροφώνου και ηχείου, οι χρήστες μπορούν να απαντούν ή να ξεκινούν κλήσεις σε συνεργασία με το συνδεδεμένο smartphone, ακόμη κι αν βρίσκονται έως και 100 μέτρα μακριά. Δεν εξαντλήσαμε το περιθώριο των 100 μέτρων, αλλά σε πραγματικά σενάρια (πολλαπλά δωμάτια μακριά ή έχοντας το κινητό στο αυτοκίνητο ενώ περπατούσαμε λίγο πιο μακριά) δούλεψε απροβλημάτιστα. Για μια λύση ανάγκης ή άνεσης (π.χ. στο τρέξιμο) είναι εξαιρετική δυνατότητα. Το AppGallery επιτρέπει την εγκατάσταση επιπλέον εφαρμογών, προσφέροντας εφαρμογές όπως το Strava για εγκατάσταση απευθείας στο ρολόι κι ενισχύοντας την αυτονομία του. Ωστόσο, η γκάμα διαθέσιμων εφαρμογών είναι μερικές δεκάδες και δεν έχει αλλάξει δραματικά από το προηγούμενο έτος ή ακόμη και ένα έτος παραπίσω. Επιπλέον, παρότι διαθέτει NFC, δεν μπορεί να υποστηρίξει πληρωμές μέσω NFC ακόμη κι αν εγκατασταθεί κάποια εφαρμογή που το υποστηρίζει. Στα της άθλησης, έρχεται με πάνω από 100 προγράμματα ασκήσεων κάθε είδος, καλύπτοντας περπάτημα, τρέξιμο, ποδηλασία, κολύμβηση και βάρη, μεταξύ πολλών άλλων. Προφανώς, η δημοφιλέστερη επιλογή (τρέξιμο) έχει ακόμη μεγαλύτερο βάθος από τις υπόλοιπες, διαχωρίζοντας το τρέξιμο βάσει χώρου (εσωτερικού, εξωτερικού, στάδιο). Στις νέες προσθήκες βρίσκουμε την ορειβασία, το snowboarding, το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, ακόμα και τα e-sports. Σε ερώτησή μας, μάθαμε ότι για την τελευταία δραστηριότητα, το smartwatch μετράει την «ένταση» και την «ενέργεια» που καταναλώνει ο gamer. Οι πληροφορίες που συλλέγονται για το τρέξιμο δεν είναι λίγες – τουναντίον, καλύπτουν άνετα τον αρχάριο και προσφέρουν πολύτιμα δεδομένα για τον έμπειρο. Πέραν των απλών -ταχύτητα, απόσταση κλπ- μετράει τον τρόπο πατήματος του ποδιού, το διάστημα που τα πόδια ακουμπούν στο έδαφος και τον διασκελισμό μεταξύ πολλών ακόμη. Επιπλέον, συγκρίναμε τις κοινές μετρήσεις μεταξύ του Huawei Watch GT 4 με εκείνες από ένα Garmin Forerunner στην ίδια διαδρομή, και παρατηρήσαμε ελάχιστη έως καμία απόκλιση, δείχνοντας την βελτίωση που έγινε στον αισθητήρα TruSeen 5.5+. Αυτό είναι κάτι που δίνει ιδιαίτερη έμφαση η Huawei φέτος με το GT4, του οποίου οι αισθητήρες είναι σε θέση να κάνουν σημαντικά πιο ακριβείς μετρήσεις με τα περισσότερα smartwatch της αγοράς, με τη μεγαλύτερη διαφορά να φαίνεται όταν υπάρχει μεγάλη ένταση στην προπόνησή σας. Πέρα της γυμναστικής και της άσκησης, μέσω της εφαρμογής Huawei Health, μπορούμε να καταχωρούμε τα γεύματα που κάνουμε επιλέγοντας φαγητό και μερίδα, για να υπολογιστούν οι θερμίδες. Είναι μια καλή ιδέα που άλλοι ανταγωνιστές υλοποιούν ήδη, όμως υπάρχουν λίγες επιλογές σε φαγητά και η χειροκίνητη διαδικασία είναι χρονοβόρα και θα την βαρεθείτε σύντομα εκτός και αν μείνετε πιστός στο στόχο σας. Αν απλοποιηθεί και βελτιωθεί, σίγουρα θα φανεί χρήσιμη για πολλούς, καθώς με τα δεδομένα αυτά εκπαιδεύεται ο αλγόριθμος και προτείνει ασκήσεις που ταιριάζουν περισσότερο στον καθένα βάσει διατροφικών συνηθειών. Παράλληλα, τα περισσότερα watch faces εμφανίζουν ανά πάσα στιγμή την κατανάλωση θερμίδων που έχετε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή, ενημερώνοντάς σας με σχετικά μηνύματα αν ξεχαστείτε να περάσετε κάποιο. Η εφαρμογή Huawei Health συγκεντρώνει ακόμη και τα δεδομένα ύπνου, επίπεδα άγχους, ρυθμό καρδιακού παλμού, επίπεδα οξυγόνου, καύση θερμίδων, βήματα, επίπεδα οξυγόνου στο αίμα και αρκετά ακόμη. Πρακτικά, έχει οτιδήποτε θα χρειαστεί κάποιος για να παρακολουθεί την φυσική του κατάσταση και να έχει μια εικόνα του πώς μεταβάλλονται ορισμένοι δείκτες. Η αποθήκευση στην εφαρμογή σημαίνει μεγάλη ιστορικότητα, χρήσιμη για όσους βάζουν μακροπρόθεσμους στόχους (π.χ. μείωση βάρους) και θέλουν την βοήθεια της εφαρμογής, υπενθυμίζοντας πότε πρέπει να αθλούνται, πώς, τι κατανάλωση φαγητού να κάνουν και άλλα. Μονάχα μια σημαντική απουσία σημειώνουμε κι είναι η έλλειψη ηλεκτροκαρδιογραφήματος, κάτι που βρίσκουμε συνήθως στη σειρά Pro όμως ίσως λείψει σε κάποιους βλέποντας πόσες άλλες δυνατότητες υποστηρίζει. Με τεχνολογία dual-band και υποστήριξη κάθε δορυφορικού δικτύου, το Watch GT 4 προσφέρει τεράστια ακρίβεια στην καταγραφή διαδρομή, ίσως την καλύτερη που έχουμε δει ανάμεσα από όλα τα έξυπνα ρολόγια που έχουμε δοκιμάσει. Κάνοντας την συνήθη διαδρομή που ακολουθούμε σε αντίστοιχες δοκιμές smartwatches (μια απόσταση περίπου 7 χιλιομέτρων που διαρκεί σχεδόν 45 λεπτά), μέσα σε δρόμους της Αθήνας με ό,τι αυτό συνεπάγεται από κτήρια, τα αποτελέσματα ήταν πολύ καλά, οριακά καλύτερα από του προηγούμενου μοντέλου. Αυτή η διαδρομή γινόταν μέρα πάρα μέρα ή καθημερινά, είτε περπατώντας είτε με ελαφρύ τρέξιμο. Στο σενάριο της καθημερινής άσκησης και σε λειτουργία εξοικονόμησης ενέργειας, η μπαταρία άντεχε περίπου 10-11 ημέρες χωρίς φόρτιση, έχοντας απενεργοποιήσει τις συχνές περιοδικές μετρήσεις π.χ. παλμών. Ενεργοποιώντας τις, η μπαταρία άντεχε 5-7 ημέρες, ανάλογα και το πόσο έντονη χρήση γινόταν στη διάρκεια της ημέρας. Η Huawei ισχυρίζεται πως η μπαταρία των 524mAh μπορεί να προσφέρει έως και 14 ημέρες χρήσης, κάτι που φαίνεται εφικτό για άτομα που δεν θα κάνουν τόσο έντονη χρήση, καθημερινή άσκηση κλπ. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, η αυτονομία είναι από τις καλύτερες που έχουμε δει σε smartwatch τέτοιων δυνατοτήτων, συνεχίζοντας την πολύ καλή παράδοση που έχει η εταιρείας στον τομέα αυτό. Κερασάκι στην τούρτα είναι η υποστήριξη ασύρματης φόρτισης με κάθε συμβατό Qi φορτιστή. Συμπέρασμα Το Huawei Watch GT 4 συνδυάζει εμφάνιση με πρακτικότητα, καταγράφοντας πολλά δεδομένα που θα εκτιμήσουν όσοι αθλούνται πιο εντατικά όμως χωρίς να ξενίζει όσους ασχολούνται λίγο ή καθόλου και εστιάζουν στην «έξυπνη» πλευρά του. Η εφαρμογή Huawei Health είναι το «κερασάκι», εύχρηστη και υπερπλήρης από δυνατότητες και πληροφορίες, αλλά και συμβατή με smartphones εκτός της οικογένειας Huawei. Βέβαια, η δυνατότητα εγκατάστασης επιπλέον εφαρμογών δεν είναι τόσο μεγάλο νέο πια, αφού φαίνεται να υπάρχει στασιμότητα στο AppGallery. Επίσης, για να επιτευχθεί η αυτονομία που αναφέρεται, πρέπει να γίνουν αρκετές θυσίες. Τέλος, η χρήσιμη νέα λειτουργία καταγραφής γευμάτων είναι πολύ χρονοβόρα για να επαναλαμβάνεται ευλαβικά σε καθημερινή βάση – θέλει βελτιώσεις.
    2 πόντοι
  35. Με το Samsung Galaxy Watch6 Classic, η Samsung επιχειρεί να φέρει ένα πολυαγαπημένο design στο προσκήνιο, κάτι που τραβάει περισσότερο το βλέμμα από κάθε άλλη αναβάθμιση που φιλοξενείται μέσα στο ρολόι. Το smartwatch της Samsung έφτασε… στον καρπό μας και περιγράφουμε την εμπειρία μας μαζί του. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Όπως πάντα, ξεκινάμε από έξω προς τα μέσα. Το Watch6 Classic υιοθετεί ένα σχεδιασμό που έμεινε εκτός για μια χρονιά, οι φίλοι της σειράς δεν εκτίμησαν την κίνηση και πλέον, κάνει θριαμβευτική επιστροφή. Ο λόγος για την περιστρεφόμενη, φυσική στεφάνη που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στην απλή σειρά Watch6 και το Watch6 Classic. Με κατασκευή από ανοξείδωτο ατσάλι, η αντοχή είναι δεδομένη, αν και το περυσινό υλικό ήταν τιτάνιο και η επιστροφή σε ατσάλι μάς πηγαίνει δύο γενιές πίσω. Το γυαλί είναι επενδυμένο με ζαφείρι, οπότε παραμένει πολύ ανθεκτικό ενάντια σε γρατζουνιές και γενικότερες κακουχίες. Οι δύο εκδόσεις, 43mm και 47mm, είναι ελαφρώς μεγαλύτερες από των προηγούμενων ετών και κάνουν την οθόνη να φτάνει στο εντυπωσιακό νούμερο της 1.5”, ενάντια στις 1.4” που έως τώρα ήταν το μέγιστο για ένα smartwatch της Samsung. Παρόλα αυτά, σε έναν μεσαίου μεγέθους καρπό, το ρολόι των 47mm δεν μοιάζει τεράστιο ούτε είναι βαρύ, φτάνοντας τα 49 γραμμάρια (μόλις 3 γραμμάρια επάνω από πέρυσι, παρά την αύξηση μεγέθους). Στη δεξιά πλευρά βρίσκονται δύο πλήκτρα χειρισμού κι ανάμεσα ένα μικρόφωνο, ενώ το ηχείο βρίσκεται στην αριστερή πλευρά. Η συσκευή διατίθεται σε μαύρο και ασημί χρώμα, με μεταλλικό περίβλημα και παρεχόμενο λουράκι από οικολογικό δέρμα. Αν κάποιος θέλει να αλλάξει λουράκι, η διαδικασία είναι πανεύκολη και χρειάζεται μόνο μερικά δευτερόλεπτα – πρακτικά, είναι κουμπωτά. Οπότε, το ίδιο ρολόι μπορεί να χρησιμοποιείται για άθληση, καθημερινή βόλτα κι επίσημη έξοδο, με μια απλή αλλαγή λίγων δευτερολέπτων. Συνεχίζοντας με την αντοχή, το ρολόι φέρει πιστοποίηση IP68, MIL-STD-810H και αντέχει σε βάθος 5ATM, οπότε η χρήση μέσα σε νερό δεν αποτελεί εμπόδιο. Η εταιρεία αναφέρει πως αντέχει σε γλυκό νερό και, για λόγους εγγύησης, καλό θα ήταν να αποφεύγονται οι δοκιμές σε θαλάσσιο νερό όμως αν τύχει, τότε με ένα καλό ξέπλυμα ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος να προκληθεί ζημιά. Ας επιστρέψουμε στην στεφάνη, το βασικό χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης έκδοσης. Είναι πιο λεπτή από ποτέ και περιστρέφεται για να προσφέρει έναν ακόμη τρόπο χειρισμού, συνδυάζοντας χαρακτηριστικά παραδοσιακού ρολογιού με τις δυνατότητες ενός έξυπνου ρολογιού. Η στεφάνη βοηθάει στον χειρισμό, κυρίως στην πλοήγηση του μενού, κάτι που μπορεί να γίνει και μέσω αφής σε συνδυασμό με τα πλήκτρα. Η μεγέθυνση της οθόνης οφείλεται εν μέρει και στην λεπτότερη στεφάνη, η οποία ξεκάθαρα είναι ομορφότερη από κάθε προηγούμενη εκδοχή της και το ρολόι δεν μοιάζει υπερβολικό. Είναι πολύ κομψό αν συνδυαστεί με ένα π.χ. καφέ λουράκι, εκεί που τα προηγούμενα μοντέλα ήταν πολύ καλά μεν, αλλά λίγο πιο ογκώδη από όσο θα θέλαμε. Είναι θέμα γούστου αυτά, όμως αναμφισβήτητα, η λεπτότερη στεφάνη κρατάει τον σχεδιασμό πιο καθαρό. Επιπλέον, είναι η πρώτη φορά που η σειρά Classic προσφέρεται σε δύο μεγέθη, οπότε εκείνοι που προτιμούν μικρότερο ρολόι δεν χρειάζεται να μείνουν χωρίς την φυσική στεφάνη. Οθόνη Περνάμε στην οθόνη, το πάνελ της οποίας είναι τύπου Super AMOLED με μέγεθος 1.5” (1.3” για τα 43mm) και ανάλυση 480x480 (432x432 για τα 43mm). Δεν έχουν κοινοποιηθεί τα επίσημα νούμερα της φωτεινότητας, αλλά βάσει των προηγούμενων δύο μοντέλων, πρέπει να βρίσκεται τουλάχιστον στα 1000nits καθώς δεν παρατηρείται κάποια (αρνητική) διαφορά στις επιδόσεις. Επομένως, σε εξωτερικούς χώρους διαβάζεται άνετα και στο σκοτάδι λειτουργεί ως ένας πολύ χρήσιμος φακός αν χρειαστεί. Η φωτεινότητα δεν ξεπερνούσε το 40-50% σε εξωτερικούς χώρους, ενώ σε κλειστούς χώρους, ακόμη και το 10% ήταν αρκετό. Φυσικά, το δοκιμασμένο κι αγαπημένο πάνελ Super AMOLED προσφέρει άψογα, ζωηρά χρώματα και τα πολλαπλά watch faces αναδεικνύουν τις δυνατότητές της. Από παραδοσιακά καντράν με δείκτες έως ψηφιακά, φωτογραφίες και μικρές λεπτομέρειες (π.χ. εικονίδια), τα πάντα δείχνουν εκπληκτικά. Όπως κάθε φορά, δοκιμάσαμε την λειτουργία Always On χρησιμοποιώντας ένα παραδοσιακό καντράν και το αποτέλεσμα ήταν φανταστικό σε συνδυασμό με τη στεφάνη – αλλά δεν το προτιμούμε για μακροχρόνια χρήση λόγω πιθανού burn-in και εξοικονόμησης μπαταρίας. Τα watch faces που περιλαμβάνονται καλύπτουν αρκετά γούστα, αλλά είναι πανεύκολο να εγκατασταθούν άλλα τόσα και μάλιστα δωρεάν, μέσω του Galaxy Store. Υπάρχουν και επιλογές προς αγορά, συνήθως πολύ φθηνές, αλλά η γκάμα των δωρεάν επιλογών είναι τόσο μεγάλη που δεν χρειάστηκε να το σκεφτούμε καν. Λειτουργίες – Επιδόσεις Ο επεξεργαστής του φετινού μοντέλου είναι W930, νεότερος και καλύτερος όμως μια σημαντικότερη αναβάθμιση έρχεται στη RAM, η οποία φτάνει τα 2GB αντί των 1.5GB όπου «τερμάτιζε» για πολλά χρόνια. Ο αποθηκευτικός χώρος είναι στα 16GB, οπότε μπορεί να αξιοποιηθεί για πολλά τραγούδια και φωτογραφίες. Από πλευράς ασύρματης επικοινωνίας, διαθέτει Bluetooth 5.3, LTE6 (για τα μοντέλα LTE), Wi-Fi 5GHz και NFC. Το Wear OS 4 που περιλαμβάνεται είναι πολύ κοντά στην εμπειρία του One UI 5, οπότε οι χρήστες κινητών Samsung θα έχουν μια σχεδόν απαράλλαχτη εμπειρία μεταξύ των δύο συσκευών. Το μενού έρχεται σέρνοντας το δάχτυλο από κάτω προς τα πάνω σε μορφή πλέγματος κι όταν υπάρχουν πολλές εφαρμογές, φαίνεται τακτοποιημένο κι εύχρηστο. Από αριστερά προς τα δεξιά εμφανίζονται οι ειδοποιήσεις κι από δεξιά προς τα αριστερά όλα τα tiles, οι συντομεύσεις που έχει ορίσει ο χρήστης για διάφορα πράγματα – από μετρητές βημάτων, άγχους, Spotify ή οτιδήποτε άλλο είναι συμβατό με τη λειτουργία. Από επάνω προς τα κάτω, εμφανίζεται το κεντρικό μενού όπου π.χ. ενεργοποιούνται λειτουργίες όπως η Τοποθεσία, Bluetooth κλπ. Το πόσο βολικό είναι το Wear OS θα ειπωθεί άλλη μια φορά, καθώς η ελευθερία που παρέχει είναι τρομερή. Από Google Maps και Spotify έως Google Pay και WhatsApp, οι επιλογές είναι πάρα πολλές και κερδίζει επάξια το όνομα “smartwatch”. Ειδικά η έκδοση LTE, μπορεί να αυτονομηθεί σε τέτοιο βαθμό που να… «τρώει» τη δουλειά του smartphone. Η εφαρμογή Galaxy Wear είναι απαραίτητη για τη ρύθμιση του ρολογιού, αφού μέσω εκείνης ορίζονται συντομεύσεις, αλλάζονται τα καντράν, ενεργοποιούνται ειδοποιήσεις και πολλά άλλα. Βέβαια, δεν είναι όλα ρόδινα, αφού το smartwatch ξεκάθαρα είναι σχεδιασμένο για να συνοδεύει smartphones της Samsung, περιορίζοντας τις δυνατότητες που παρέχει σε άλλες συσκευές Android ενώ δεν συνεργάζεται με iPhone. Από πλευράς των υπολοίπων δυνατοτήτων, ο βασικός αισθητήρας ακριβείας επιστρέφει με μερικές βελτιώσεις. Οι βασικές λειτουργίες, όπως ηλεκτροκαρδιογράφημα, μέτρηση οξυγόνου στο αίμα, μέτρηση πίεσης, βημάτων, παλμών κλπ είναι όλα εδώ. Μέσω του Women’s Health, προσφέρεται και παρακολούθηση του κύκλου έμμηνου ρύσεως, αναγνωρίζοντας συμπτώματα και ενημερώνοντας έγκαιρα. Στις βασικές μετρήσεις, έχοντας πάει για τρέξιμο ή περπάτημα, παρατηρήσαμε μικρή απόκλιση από διαδρομή σε διαδρομή. Για τον μέσο χρήστη που θέλει μια γενική εικόνα, πιθανότατα αυτό δεν θα αποτελέσει πρόβλημα όμως για εκείνους που θέλουν απόλυτη ακρίβεια και χτίζουν προγράμματα προπόνησης γύρω από αυτή, μάλλον δεν θα καλύψει πλήρως την ανάγκη. Η σουίτα παρακολούθησης υγείας, ωστόσο, είναι υπέρ-πλήρης κι έτσι δεν απογοητεύει εκείνους που ίσως θέλουν να ξεκινήσουν πιο εντατική ενασχόληση με την άσκηση ή στενότερη παρακολούθηση της υγείας τους. Η μέτρηση σύνθεσης σώματος και ο ορισμός στόχων σε κιλά, ποσοστά λίπους κλπ βοηθούν σημαντικά στην ενημέρωση ακόμη κι όσων δεν είναι εξοικειωμένοι με τέτοιες λειτουργίες. Μέσω των διάφορων αισθητήρων, υπολογίζεται το ποσοστό λίπους, οι μύες, τα επίπεδα υγρών σώματος και πολλά ακόμη, τα οποία χρησιμοποιούνται για να φτιάξει ένα προφίλ για τον χρήστη, κάτι που αργότερα αξιοποιείται για προσαρμογή των προπονήσεων αν το επιθυμεί. Η εφαρμογή Samsung Health είναι το κεντρικό σημείο όλων αυτών, όπου καταγράφονται οι ασκήσεις (π.χ. περπάτημα), οι μεταβολές στο σώμα, δημιουργούνται προγράμματα άσκησης και καταχωρούνται τα φαγητά που καταναλώνονται για να υπολογιστούν οι θερμίδες τους. Είναι πολύ εύχρηστη και απλή, χωρίς να γίνεται «τρομακτική» από άποψης όγκου πληροφοριών και κατά πάσα πιθανότητα, θα μυήσει αρκετούς στην διαδικασία παρακολούθησης υγείας. Βέβαια, μην ξεχνάμε πως δεν αντικαθιστά τους γιατρούς και την σωστή παρακολούθηση της υγείας μας. Υπάρχουν πολλαπλά έτοιμα προγράμματα ασκήσεων, από κοιλιακούς έως τρέξιμο και βάρη, μετρώντας τις επαναλήψεις και άλλα δεδομένα (π.χ. θερμίδες ή απόσταση) παράλληλα προβάλλοντας στην οθόνη τον τρόπο που γίνεται μια άσκηση. Τα προγράμματα αυτά είναι πάνω από 100, οπότε καλύπτουν πρακτικά κάθε ανάγκη, ενώ υπάρχει η δυνατότητα ελεύθερης (πιο γενικού ύφους) μέτρησης ή δημιουργίας προγράμματος. Κάποια προγράμματα είναι πιο λεπτομερή, όπως τα περισσότερα που έχουν να κάνουν με τρέξιμο. Το GPS μετράει με (σχεδόν άριστη) ακρίβεια την διαδρομή, την αλλαγή υψομέτρου και την ταχύτητα, παράλληλα υπολογίζοντας και την διαδρομή επιστροφής. Για καθορισμένες διαδρομές, οι χρήστες μπορούν να λαμβάνουν και καθοδήγηση μέσω δονήσεων ή φωνής. Το πρόγραμμα παρακολούθησης ύπνου, που δημιουργεί προφίλ βάσει των συνηθειών διάφορων ζώων, επιστρέφει και παραμένει μια διασκεδαστική επιλογή. Για παράδειγμα, εμείς κοιμόμασταν όπως ένα… λιοντάρι. Οι συνήθειες του καθενός καταγράφονται, όπως και ένα «σκορ», πράγματα που μπορούν να αλλάξουν αν μεταβληθούν οι συνήθειες του χρήστη. Η προτροπή να κοιμάται κάποιος καλύτερα, εννοώντας ποιοτικότερα, είναι μια καλή προσθήκη στη σουίτα λειτουργιών και δίνει ένα κίνητρο να εξερευνήσουν οι χρήστες τη δυνατότητα καταγραφής ύπνου, κάτι που δεν είναι τόσο «φαντεζί» όσο τα διάφορα προγράμματα άσκησης και η υποστήριξη εφαρμογών. Οι ίδιες μετρήσεις ύπνου αξιοποιούνται και στις προτάσεις άσκησης, όπου φαίνεται ξεκάθαρα η συνέργεια μεταξύ όλων των δυνατοτήτων. Οι τελικές προτάσεις προπόνησης φτιάχνονται βάσει δεδομένων ύπνου, διατροφής, σώματος και άσκησης, έχοντας έναν προσωπικό βοηθό πάντα μαζί. Ένα πράγμα που θέλει δουλειά και φέτος, είναι η αυτονομία. Η μπαταρία των 425mAh (300mAh στα 43mm) προσφέρει -κατά την εταιρεία- περίπου 30 με 40 ώρες χρήσης. Είναι πολύ μικρότερη από του περυσινού μοντέλου (590mAh), με τον αναμενόμενο αντίκτυπο. Δίχως το GPS ενεργοποιημένο διαρκώς, δίχως ήχο (μόνο δόνηση), δίχως Always On και δίχως κάθε ειδοποίηση να έρχεται στο ρολόι, η μπαταρία άντεχε μία με μιάμιση ημέρα. Για κάποιον που κάνει εντονότερη χρήση όλων των λειτουργιών, πιθανότατα θα εξαντλείται σε μία ημέρα το πολύ. Η φόρτιση διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα με τον παρεχόμενο φορτιστή και το 0%-50% χρειάζεται κάτι παραπάνω από μισή ώρα. Είναι άψογες όλες οι λειτουργίες και δυνατότητες, αλλά δίχως μεγάλη αυτονομία, δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα. Αν το ρολόι αφαιρείται διαρκώς από τον καρπό για να φορτίσει, χάνει μετρήσεις και γενικότερα, δεν είναι καθόλου ιδανική εμπειρία – κοστίζει όσο ένα mid-range smartphone. Συμπέρασμα Η αλλαγή στη φυσική στεφάνη είναι η πιο καλοδεχούμενη από τις φετινές προσθήκες, όπως και η δυνατότητα αγοράς σε δύο μεγέθη. Το Samsung Galaxy Watch6 Classic είναι μια αδιαμφισβήτητα ποιοτική πρόταση για smartwatch, καλύπτοντας κάθε πιθανό παραθυράκι χρήσης – από μια πλήρη σουίτα παρακολούθησης υγείας έως τεράστια κάλυψη εφαρμογών. Το βασικό μειονέκτημα είναι η αυτονομία που όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά μειώθηκε, όπως και η περιορισμένη υποστήριξη για συσκευές που δεν είναι Samsung.
    2 πόντοι
  36. Εδώ και λίγα χρόνια οι κατασκευαστές laptops πειραματίζονται με μοντέλα τα οποία διαθέτουν δύο οθόνες. Πρόκειται για συσκευές που ως επί το πλείστον κατατάσσονται στη high-end κατηγορία -όχι τόσο από άποψη τεχνικών χαρακτηριστικών, όσο από πλευράς τιμής- και σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη φιλοσοφία τους, έχουν ως αποτέλεσμα να απευθύνονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό. Σε αυτή την κατηγορία λοιπόν αποφάσισε να «βουτήξει» για τα καλά εσχάτως η Lenovo με το Yoga Book 9i το οποίο, όσοι θυμάστε, είχε ανακοινωθεί στη φετινή CES. Και μπορεί να μην είναι το πρώτο laptop με δύο οθόνες από την εταιρεία, είναι όμως το πρώτο φορητό σύστημα στον κόσμο με δύο ισότιμες και ισομεγέθεις οθόνες OLED, κάτι που του προσδίδει αν μη τι άλλο εντυπωσιακή ευελιξία. Σε ποιους απευθύνεται ωστόσο και πώς δικαιολογεί την «αλμυρή» του τιμή; Ας το συζητήσουμε… Σχεδιασμός – Οθόνη Όταν είναι κλειστό, το Lenovo Yoga Book 9i θυμίζει ένα απλό, τυπικό laptop. Το χρώμα στο οποίο έρχεται, αυτή η απόχρωση του πράσινου που παραπέμπει σε ένα απαλό σμαραγδί, κολακεύει ιδιαίτερα τον λιτό αλλά θελκτικό σχεδιασμό του. Οι διαστάσεις του δεν ξεφεύγουν από αυτές της κατηγορίας των 13 ιντσών: 299,1 x 203,9 x 15,95 χιλ. με βάρος 1,34 κιλών. Όχι ακριβώς ελαφρύ αλλά εν πάση περιπτώσει άνετο στη μεταφορά. Παρατηρώντας το μάλιστα προφίλ, θα διαπιστώσει κάποιος ότι η βάση του laptop είναι ελαφρώς πιο παχιά σε σχέση με την οθόνη του, γι’ αυτό και ανοίγοντάς το, αναμφίβολα θα εκπλαγεί. Στη θέση της οθόνης βρίσκεται η… οθόνη ή τουλάχιστον η μία εκ των δύο οθονών. Πρόκειται για μία OLED διαγωνίου 13,3 ιντσών, ανάλυσης 2880 x 1800 (2.8K σαν να λέμε), με κάλυψη DCI-P3 σε ποσοστό 100%, μέγιστη φωτεινότητα 400 nits, HDR 500, ρυθμό ανανέωσης 60 Hz, λόγο διαστάσεων 16:10 και τεχνολογία αφής. Το πλαίσιό της είναι εξαιρετικά λεπτό ενώ στο μικρό «εξόγκωμα» που υπάρχει στο επάνω μέρος της και κάνει το άνοιγμα της συσκευής ακόμα πιο εύκολο, συναντάμε την κάμερα. Εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται όμως το πληκτρολόγιο και το touchpad, εντοπίζεται αντ’ αυτών μία δεύτερη οθόνη αφής, ολόιδια με την κύρια! Με τη διάταξη του Lenovo Yoga Book 9i και την ελευθερία κινήσεων που προσφέρει θα ασχοληθούμε παρακάτω. Για την ωραία αξίζει να αναφέρουμε ότι ψηλαφίζοντας τη συσκευή, θα βρούμε όλες κι όλες τρεις θύρες: όλες τους είναι Thunderbolt 4, δύο βρίσκονται δεξιά και μία αριστερά. Στη δεξιά πλευρά του συστήματος υπάρχουν ακόμα το πλήκτρο ενεργοποίησης με LED ένδειξη και ο διακόπτης για την κάμερα (πάντοτε ευπρόσδεκτο χαρακτηριστικό ασφαλείας). Το Yoga Book 9i είναι φτιαγμένο ξεκάθαρα για τους θιασώτες του wireless lifestyle, οπότε ξεχάστε USB Type-A, HDMI και σύνθετη θύρα ήχου 3,5 χιλ. Πλαισιώνεται από πληκτρολόγιο που εφαρμόζει με μαγνήτες στη βάση του, επάνω από την οθόνη, καθώς επίσης και ποντίκι Bluetooth. Το πρώτο προσφέρει μία άνετη εμπειρία χρήσης, διαθέτοντας πλήκτρα μεγάλου μεγέθους και ικανοποιητικής απόστασης διαδρομής, τηρουμένων των αναλογιών. Αν έχετε μάθει να κάνετε τη δουλειά σας σε μηχανικό πληκτρολόγιο θα απογοητευτείτε αλλά σε τελική ανάλυση, μιλάμε για πληκτρολόγιο laptop, οπότε οι προσδοκίες θα πρέπει να είναι ανάλογες. Το ποντίκι δύο πλήκτρων μας άφησε μία σαφώς πιο μέτρια γεύση: θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε no-name ποντίκι Bluetooth και η αλήθεια είναι πως εδώ η Lenovo θα μπορούσε να τα έχει καταφέρει λίγο καλύτερα. Ευελιξία Αρκετά όμως με τον σχεδιασμό του Lenovo Yoga Book 9i. Πάμε να δούμε τι ακριβώς μπορεί να κάνει κάποιος με αυτό και πώς θα το χρησιμοποιήσει. Η πιο «απλή» στάση που δύναται να υιοθετήσει αυτό, είναι εκείνη του τυπικού laptop, που κοιτώντας το προφίλ δηλαδή σχηματίζει το γράμμα «L». Οι επιλογές του χρήστη εδώ είναι κατά βάση τρεις. Αρχικά μπορεί να ανοίξει απλά το laptop χωρίς να συνδέσει κανένα αξεσουάρ. Με το «ξύπνημά» του θα ενεργοποιηθεί η κύρια οθόνη του (η «επάνω»): ο χρήστης θα πρέπει είτε να εισάγει το password του, είτε να κοιτάξει την κάμερα αφού δεν υπάρχει σαρωτής δακτυλικού αποτυπώματος. Με την είσοδο στα Windows ενεργοποιείται και η δεύτερη οθόνη, στη βάση. Φέρνοντας τα δάχτυλά σας σε αυτή σε μία κίνηση σαν να παίζετε πιάνο, εμφανίζεται στο επάνω τμήμα της ένα ψηφιακό πληκτρολόγιο και στο κάτω ένα επίσης ψηφιακό touchpad. Εναλλακτικά, έχετε την επιλογή να προσαρτήσετε το φυσικό συνοδευτικό πληκτρολόγιο του laptop επάνω στη βάση του. Αν το κάνετε αυτό, δύο είναι τα τινά: είτε θα το τοποθετήσετε στο επάνω τμήμα της βάσης, οπότε στο κάτω θα εμφανιστεί το touchpad που λέγαμε πιο πριν, είτε θα το τοποθετήσετε στο κάτω τμήμα της, οπότε και θα χρησιμοποιήσετε το επάνω μισό σαν δεύτερη οθόνη -όπως φερ’ ειπείν έχει κάνει με ουκ ολίγες συσκευές της στο παρελθόν η ASUS. Σε κάθε περίπτωση, η συμπεριφορά του ψηφιακού touchpad δεν μπορούμε να πούμε ότι μας ενθουσίασε αφού και η υψομετρική διαφορά του φυσικού πληκτρολογίου εμπόδιζε την ομαλή κίνηση του χεριού και η απόκρισή του είχε θέματα. Το ψηφιακό πληκτρολόγιο είναι ΟΚ για περιορισμένη χρήση. Αν σκοπεύετε να… του δώσετε να καταλάβει, το φυσικό περιφερειακό είναι μάλλον απαραίτητο. Η τρίτη επιλογή περιλαμβάνει το κανονικό άνοιγμα του laptop με παράλληλη χρήση του πληκτρολογίου και του ποντικιού, αν και δεν βολεύει καθόλου (για να έχει νόημα κάτι τέτοιο, χρειάζεται, όπως θα δούμε παρακάτω, η συνοδευτική βάση). Αξίζει να σημειώσουμε πάντως ότι κατά την εναλλαγή μας μεταξύ των τριών προβολών και συγκεκριμένα όταν χρησιμοποιούσαμε το φυσικό πληκτρολόγιο, οι εφαρμογές που είχαμε ανοίξει κατά το παρελθόν στη δεύτερη οθόνη συνέχιζαν να εμφανίζονται σε αυτή, ακόμα κι όταν το πληκτρολόγιο βρισκόταν επάνω της, κάτι που μετρίασε την όλη εμπειρία -αλλά ευελπιστούμε να διορθωθεί μέσω ενημέρωσης. Περιστρέφοντας τη βάση προς τα πίσω κατά 180ο το σύστημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως tablet. Δεν είναι, όπως προαναφέραμε, ελαφρύ όμως προσφέρει αν μη τι άλλο δυνατότητα δημιουργίας σημειώσεων με φυσικό τρόπο, χάρη στην κομψή γραφίδα με τα 4096 επίπεδα πίεσης (στο χρώμα του συστήματος μάλιστα για έξτρα κουλ εφέ). Εκεί όμως που το Yoga Book 9i «λάμπει», είναι με χρήση της ειδικής μαγνητικής βάσης του. Επίσης στο χρώμα της συσκευής, αποτελεί μέρος της συσκευασίας και κλέβει εξ αρχής τις εντυπώσεις με το ιδιαίτερο σχήμα της που παραπέμπει σε origami. Μπορείτε να τοποθετήσετε το laptop επάνω της τόσο οριζόντια (με τη μία οθόνη δίπλα στην άλλη σαν ανοιχτό βιβλίο) όσο και κατακόρυφα (με τη μία οθόνη επάνω από την άλλη). Το πληκτρολόγιο μπορεί να αποσπαστεί από τη βάση, δίνοντάς σας την απαραίτητη απόσταση από την -σχεδόν- ενιαία οθόνη των 20 και κάτι ιντσών. Από τις δοκιμές μας, καταλήξαμε στο ότι η δεύτερη λύση είναι κι η καλύτερη για τηλεδιασκέψεις αφού φέρνει την κάμερα σχεδόν στο ύψος του προσώπου. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Το Lenovo Yoga Book 9i που έφτασε στα χέρια μας ήταν μία από τις ισχυρότερες εκδόσεις που κυκλοφορούν αφού διέθετε Core i7-1355U, 16 GB RAM, SSD χωρητικότητας 1 TB και ενσωματωμένα γραφικά Iris Xe. Η απόδοσή του όπως θα περίμενε κάποιος ήταν εξαιρετική, είτε μιλάμε για τυπικές εφαρμογές γραφείου (Office, browsing σε πολλαπλά tabs, cloud apps κλπ), είτε μιλάμε για πιο απαιτητικές καταστάσεις (Adobe Photoshop και Premiere, Movavi κ.α.). Το throttling είναι σχεδόν ανύπαρκτο και ως εκ τούτου, το σύστημα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ακόμα και ανάγκες gaming, έστω και με τα «ταπεινά» γραφικά της Intel. Το πρόβλημά μας σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν τόσο το framerate το οποίο σε Diablo IV και Street Fighter 6 παρέμεινε σε «τίμια» επίπεδα (όπου τίμια > 30 fps), όσο η αύξηση της θερμοκρασίας και του θορύβου που μας έκαναν να προβληματιστούμε για την κατάσταση του Yoga Book 9i σε βάθος χρόνου. Τρέχοντας το GeekBench 6, πήραμε σκορ 14605 στο OpenCLI test ενώ στο PC Mark 10 είχαμε σκορ 5307. Κακά τα ψέματα όμως, το παρόν μηχάνημα δεν προορίζεται για gamers. Κατά την ανάπτυξή του, είναι φως φανάρι πως η Lenovo είχε κατά νου τους επαγγελματίες που κυκλοφορούν πολύ, ταξιδεύουν συχνά αλλά παρ’ όλα αυτά χρειάζονται τη δεύτερη οθόνη όπως η Ρεάλ Μαδρίτης σέντερ φόρ (απεγνωσμένα). Το Yoga Book 9i έρχεται να προσφέρει ακριβώς αυτού του είδους την ευελιξία, μπορώντας να ανταποκριθεί περίφημα σε ένα μεγάλο εύρος περιβαλλόντων -άρα και απαιτήσεων: από την καμπίνα ενός αεροσκάφους και τον πάγκο ενός καφέ, μέχρι το πίσω κάθισμα ενός ταξί και ένα τυπικό γραφείο. Η έλλειψη συμβατικών θυρών είναι ένα πρόβλημα, όμως η Lenovo θεωρεί ότι ο κάτοχος του Yoga Book 9i βρίσκεται πια στη wireless εποχή (εξ ου και η παρουσία Bluetooth 5.2 και Wi-Fi 6E). Συνεχίζοντας τη σκιαγράφηση του εν δυνάμει κατόχου του Lenovo Yoga Book 9i, είναι ο επαγγελματίας που θα περάσει ένα σοβαρό μέρος της ημέρας του σε τηλεδιασκέψεις (work from anywhere FTW). Για όσους λοιπόν το Zoom και το Teams έχουν γίνει δεύτερη φύση, αξίζει να αναφέρουμε πως τόσο η κάμερα, όσο και το μικρόφωνο του laptop τα καταφέρνουν άριστα. Η πρώτη είναι ανάλυσης 5 MP και εν αντιθέσει με το trend των τελευταίων ετών, σύμφωνα με το οποίο για τη ρύθμιση της κάμερας σε ένα laptop απαιτείται πτυχίο μοντέρ λόγω των αναρίθμητων επιλογών με τις οποίες παρουσιάζεται ο χρήστης, εδώ τα πράγματα είναι απλά: ρυθμίζετε φωτεινότητα, αντίθεση και έκθεση και αυτό ήταν όλο! Εξαιρετική ποιότητα πάντως, ακόμα κι όταν ο φωτισμός δεν ήταν ο πρέπων. Στα του μικροφώνου, έχουμε διάταξη διπλών μικροφώνων που μάλιστα εξουδετερώνουν σε ικανοποιητικό βαθμό τους θορύβους περιβάλλοντος. Μιας και πιάσαμε τον ήχο, θα σας γυρίσουμε πίσω στον σχεδιασμό του Yoga Book 9i. Σας έκανε εντύπωση ο αρκετά ογκώδης -βάσει των στάνταρ του σήμερα- μηχανισμός άρθρωσης της οθόνης; Αν προσέξετε λίγο καλύτερα, θα δείτε ότι η μπάρα εκεί δεν είναι μια τυχαία μπάρα αλλά φιλοξενεί τα τέσσερα (!) ηχεία της συσκευής, δύο tweeters και δύο woofers του 1 W έκαστο που μάλιστα φέρουν και την υπογραφή της Bowers & Wilkins! Το καλό εδώ είναι πως όπως κι αν έχετε τοποθετήσει το laptop, ο ήχος θα εκτοξεύεται μονίμως από το κέντρο προς το μέρος σας. Το κακό είναι ότι περιμέναμε κάτι με λίγο περισσότερο νεύρο και βαθύτερο μπάσο (ιδίως διαβάζοντας για τη συνεισφορά της B&W). Ας υποθέσουμε όμως πως τον περισσότερο χρόνο χρήσης του Yoga Book 9i θα τον περάσετε φορώντας ακουστικά, οπότε μικρό το κακό. Η μπαταρία του φορητού είναι μία 80 Wh, τεσσάρων κελιών. Θεωρητικά η μεγάλη χωρητικότητα αφήνει υποσχέσεις για κάτι καλό, με τη Lenovo να κάνει λόγο για μέχρι και 7,3 ώρες. Σε πραγματικές συνθήκες πάντως (γιατί, ας μη γελιόμαστε, κανείς δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει ένα laptop όπως το Yoga Book 9i έχοντας απενεργοποιημένες τεχνολογίες όπως Wi-Fi και Bluetooth ή δίχως να ασχοληθεί με multitasking), οι αντοχές του συστήματος έφτασαν λίγο πάνω από τις πέντε ώρες -επίδοση που πάντως δεν είναι κακή. Στη συσκευασία περιλαμβάνεται και φορτιστής 65 W ο οποίος χρειάζεται περίπου δύο ώρες για μία πλήρη φόρτιση (οι δύο θύρες Thunderbolt 4 / USB 4.0 που βρίσκονται στα δεξιά υποστηρίζουν always-on φόρτιση). Κάτι που οφείλουμε να ομολογήσουμε πως μας έπιασε μάλλον απροετοίμαστους, ήταν το bloatware που συναντήσαμε στα Windows 11 Home. Για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, στη Lenovo θεώρησαν καλή ιδέα να πλαισιώσουν το laptop με διάφορες εφαρμογές δικές τους, της Intel και άλλων κατασκευαστών, εφαρμογές που η συντριπτική πλειοψηφία των χρηστών δεν πρόκειται να τρέξει ούτε μία φορά. Η εγκατάστασή τους θα μπορούσε να ήταν προαιρετική και μόνο κατόπιν επιλογής του χρήστη. Α, και κάποια στιγμή το ανέκδοτο με υπηρεσίες τύπου McAfee LiveSafe και λοιπά upsells πρέπει να σταματήσει: όχι Lenovo, ο κάτοχος του συστήματος μόλις σου έδωσε δύο και βάλε χιλιάρικα. Πίστεψέ μας, δεν θέλει να σου δώσει κι άλλα. Το λογισμικό της Lenovo πάντως που αξιοποιεί το hardware είναι πολύ καλό, με πολλές επιλογές δίνοντας έμφαση στην καλύτερη αξιοποίηση των 2 οθονών, είτε για gaming είτε για εφαρμογές και καταγραφή σημειώσεων. Συμπέρασμα Το βασικό ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι σε ποιους απευθύνεται το Lenovo Yoga Book 9i. Είναι ένα ακριβό (premium, high-end, πείτε το όπως θέλετε) σύστημα που προσφέρει μία πολύ ιδιαίτερη εμπειρία χρήσης. Γνώμη μας είναι πως θα βολέψει δημιουργούς περιεχομένου, freelancers και ανώτατα στελέχη που χρειάζονται ένα ευέλικτο σύστημα, ικανό να προσαρμοστεί στους ρυθμούς της ζωής τους, αλλά που θα καλόβλεπαν την προοπτική μίας δεύτερης οθόνης. Πληκτρολόγιο, βάση και γραφίδα συμπτύσσονται όλα σε ένα, καταλαμβάνοντας ελάχιστο χώρο, αποτελώντας έτσι μία άριστη λύση για όσους δίνουν βάρος στη φορητότητα. Το multitasking αποκτά πραγματικά άλλη αίσθηση, με το σύστημα στην εκδοχή που το δοκιμάσαμε, να είναι σε θέση να κάνει τα πάντα. Αξίζουν όλα αυτά το ποσό που θα κληθεί να δαπανήσει κάποιος για το Lenovo Yoga Book 9i; Για κάποιους χρήστες, μπορεί και να το αξίζουν. Θέμα προτεραιοτήτων είναι όλα. Κι αν αυτή τη χρονιά η πρόταση της Lenovo φαντάζει για ορισμένους από εσάς overkill, δώστε της δυο-τρία χρόνια και τα ξαναλέμε: η εποχή που το Yoga Book 9i θα αποτελεί τη νόρμα στα laptops, δεν αργεί.
    2 πόντοι
  37. Η σειρά-ναυαρχίδα της Huawei επιστρέφει, με το Huawei P60 Pro στην πρώτη γραμμή. Όπως και οι προκάτοχοί του, έτσι κι αυτό έρχεται με κάμερα απίστευτων δυνατοτήτων, όπως και με χαρακτηριστικά ενός πραγματικά κορυφαίου smartphone σε όλους τους τομείς. Η Huawei, παρά την κατάσταση με τα Google Mobile Services, ενδεχομένως να βρίσκεται στην καλύτερη φάση της ζωής της, έχοντας υπερβεί κολοσσιαία εμπόδια και συνεχίζοντας να παράγει εμβληματικές συσκευές. Το Huawei P60 Pro έφτασε στα χέρια μας, το δοκιμάσαμε και το αναλύουμε στο κείμενο που ακολουθεί. Σχεδιασμός – Οθόνη Ξεκινάμε με τον εξωτερικό σχεδιασμό, συγκεκριμένα τις διαστάσεις, οι οποίες φτάνουν τα 16.1x7.45x0.83cm και το βάρος στα 200 γραμμάρια, δηλαδή είναι ελάχιστα μεγαλύτερο και πιο βαρύ συγκριτικά με το αντίστοιχο προηγούμενο μοντέλο. Συνεχίζει να διαθέτει προστασία IP68 ενάντια σε νερό και σκόνη, απόρροια μιας ποιοτικής κατασκευής με πλαίσιο από ανοξείδωτο ατσάλι και γυάλινη πλάτη. Τα φετινά χρώματα, Black και Rococo Pearl, είναι εξίσου εντυπωσιακά και ιδιαίτερα. Από τη μία, το πάντοτε άψογο μαύρο, από την άλλη το «μαρμάρινο» Rococo Pearl που τραβάει τα βλέμματα. Στην πίσω πλευρά, πάνω αριστερά εντοπίζεται η κάμερα – γενναιόδωρη σε μέγεθος. Ο φακός φτάνει σχεδόν μέχρι το κέντρο, όμως δεν εξέχει ιδιαίτερα από το σώμα και το κινητό δεν «χορεύει» όταν ακουμπάει σε τραπέζι. Ο μεγάλος φακός διαθέτει ένα ασημένιο δαχτυλίδι περιμετρικά, ενώ οι δύο μικρότεροι επάνω και κάτω από αυτόν, είναι δραματικά μικρότεροι και χωρούν στο ευρύτερο, οβάλ εξόγκωμα που φιλοξενεί το σύστημα κάμερας. Πέραν αυτών, η πλάτη είναι πεντακάθαρη με το λογότυπο Huawei να εμφανίζεται κάθετα στην αριστερή κάτω γωνία, σε μέγεθος που δεν τραβάει εύκολα το μάτι. Γενικά, παρά τον μεγάλο αισθητήρα και φακό, η κάμερα δεν δείχνει άσχημη στην πλάτη του κινητού, ούτε είναι κεντραρισμένη για να τραβάει το μάτι. Η αριστερή πλευρά της συσκευής είναι καθαρή από πλήκτρα και οπές, καθώς στη δεξιά πλευρά βρίσκονται τα πλήκτρα ενεργοποίησης και ρύθμισης έντασης, ενώ κάτω θα βρούμε την υποδοχή καρτών SIM, μια θύρα USB-C και ένα ηχείο. Το πλήκτρο ενεργοποίησης εξέχει όσο και το πλήκτρο έντασης, καθώς ο αισθητήρας δακτυλικών αποτυπωμάτων βρίσκεται κάτω από την οθόνη και όχι ενσωματωμένος σε κουμπί. Γυρνώντας μπροστά, βρίσκουμε την οθόνη μεγέθους 6.67” με πάνελ τεχνολογίας LTPO OLED και ανάλυση 2700x1220 με πυκνότητα 444ppi. Σε σχέση με την οθόνη στο περυσινό μοντέλο, έχουν γίνει ουσιώδεις αναβαθμίσεις, με κυριότερο τον δυναμικό ρυθμό ανανέωσης που φτάνει από το 1Hz στα 120Hz και το touch sampling rate στα 300Hz. Υποστηρίζει HDR10+ και βάθος χρώματος 10-bit, προσφέροντας φοβερά ακριβή και ποιοτικά χρώματα, όπως και άψογη αντίθεση με πραγματικό μαύρο στα σκοτεινά σημεία. Η φωτεινότητα φτάνει στα 1500nits, οπότε ακόμη και σε έντονη ηλιοφάνεια δεν είχαμε κανένα απολύτως θέμα με την ανάγνωσή της. Από παιχνίδια μέχρι ταινίες και σειρές, οτιδήποτε παρακολουθήσαμε έδειχνε άψογο. Τα περιθώρια είναι πολύ μικρά και η κάμερα τύπου punch-hole στην κορυφή δεν «κλέβει» πολύ χώρο. Μέσα σε όλα τα τεχνικά, έρχεται η πιστοποίηση TÜV Rheinland για να ολοκληρώσει την λίστα. Είναι μια από τις ποιοτικότερες οθόνες, αν όχι η ποιοτικότερη, που έχουν φτάσει στα χέρια μας τα τελευταία χρόνια. Ένα πρόβλημα που παραμένει, αλλά λύνεται με μερικά επιπλέον βήματα, είναι η ύπαρξη HDR σε εφαρμογές όπως Netflix κλπ. Απευθείας από τις εφαρμογές, το HDR δεν υποστηρίζεται, όμως αν τρέξουν μέσα από την εφαρμογή Gbox (περισσότερα στη συνέχεια) τότε το HDR υποστηρίζεται κανονικά. Επιδόσεις – Μπαταρία Το Huawei P60 Pro έρχεται με τον Snapdragon 8+ Gen 1 4G, ένα οκταπύρηνο SoC (Octa-core, 1x [email protected] GHz, 3x Cortex-A710 @ 2.75 GHz, 4x Cortex-A510 @ 2.0 GHz, GPU: Adreno 730) και συνοδεύεται από 8GB ή 12GB LPDDR5 RAM και 256GB ή 512GB ROM. Δεν είναι το τελευταίο μοντέλο της αγοράς μεν, όμως στην πράξη μικρή (σχετικά) σημασία έχει. Αυτό που μάλλον θα απασχολήσει περισσότερους, είναι η έλλειψη υποστήριξης δικτύων 5G. Η αναγκαιότητα ή χρησιμότητά του δεν είναι στις προτεραιότητες όλων, όμως ενδεχομένως να βλάψει την μακροζωία της συσκευής. Στα benchmarks που τρέξαμε, είδαμε εντυπωσιακά νούμερα που αντικατοπτρίζουν την καθημερινότητά μας με το κινητό. Στο Geekbench 5 επέστρεψε σκορ 1325 (Single-Core) και 4255 (Multi-Core), στο 3D Mark Wild Life Extreme σκορ 2783. Στο νεότερο Geekbench 6, πήραμε 1465 πόντους στο Single Score και 4046 στο Multi-Core. Στην καθημερινότητά μας, οι βασικότερες εφαρμογές ήταν Slack, Spark, Gmail, Spotify, τη σουίτα Office και την αντίστοιχη της Google, όπως και παρόμοιου είδους εφαρμογές γραφείου και παραγωγικότητας. Ο Edge browser ήταν η βασική μας επιλογή -δοκιμάζουμε συχνά την δυνατότητα AI που προστέθηκε- και φιλοξενούσε διαρκώς πάνω από δυο ντουζίνες καρτέλες. Όπως ήταν αναμενόμενο, στα παραπάνω δεν δυσκολεύτηκε ποτέ. Στραφήκαμε στα παιχνίδια, όπως τα Genshin Impact, Call of Duty Mobile και League of Legends Wild Rift. Το απαιτητικό Final Fantasy VII The First Soldier που συνήθως δοκιμάζουμε, δυστυχώς πλέον κατέβασε ρολά και δεν μπορέσαμε να το δοκιμάσουμε. Ωστόσο, τα καλά νέα είναι πως τα πήγε άψογα στα τρία παραπάνω και σε πολλά ακόμη, λιγότερο απαιτητικά παιχνίδια. Για παράδειγμα, στο Genshin Impact κρατούσε 45-50fps σταθερά, ενώ στο Call of Duty Mobile και LOL Wild Rift κρατούσε τα 60fps, πάντοτε στις υψηλότερες ρυθμίσεις γραφικών. Η μπαταρία του Huawei P60 Pro έχει χωρητικότητα 4815mAh, αισθητά μεγαλύτερη συγκριτικά με του προκατόχου του. Στις δοκιμές μας, κρατούσε το κινητό «ζωντανό» για περίπου μιάμιση μέρα, έχοντας ενεργοποιημένο τον δυναμικό ρυθμό ανανέωσης και απέχοντας από παιχνίδια. Με μια ώρα παιχνιδιού, χρειαζόταν μια φόρτιση τις πρώτες βραδινές ώρες. Κινείται στα επίπεδα της κατηγορίας του, όμως με 500mAh περισσότερα συγκριτικά με το περυσινό μοντέλο, σίγουρα περιμέναμε κάτι καλύτερο. Υποστηρίζει ταχεία φόρτιση Huawei SuperCharge 88W ενσύρματα και 50W ασύρματα. Μέσα σε 15 λεπτά, φτάνει περίπου στο 50% και μια πλήρης φόρτιση απαιτεί περίπου 40 λεπτά. Υπάρχει η δυνατότητα για Turbo Charging, προσφέροντας 5%-10% στον ίδιο χρόνο φόρτισης. Σε μια ανάγκη, σίγουρα βοηθάει όμως δεν πρόκειται για δραστικά διαφορετικά νούμερα. Ο φορτιστής περιλαμβάνεται και φέτος στη συσκευασία και μάλιστα διαθέτει στο πίσω μέρος διπλή είσοδο USB Type A και USB Type C, κάτι σίγουρα βολικό. Στην Ευρώπη, το Huawei P60 Pro έρχεται με EMUI 13, βασισμένο σε Android 13. Προσφέρει πλήθος επιλογών και δυνατοτήτων εξατομίκευσης, όπως και διάφορες ευκολίες, αλλά αρκετά συχνά μάς δίνει την εντύπωση του «υπερφορτωμένου» στο μάτι. Από άποψης απόδοσης, τα πηγαίνει άψογα οπότε δεν μας απασχόλησε αυτό – το θέμα της εμφάνισης είναι περισσότερο υποκειμενικό. Τα Google Mobile Services επίσημα απουσιάζουν για άλλη μια χρονιά, οπότε εφαρμογές Google Maps κλπ δεν περιλαμβάνονται στη συσκευή εξ αρχής. Όμως πλέον, είναι ευκολότερο από ποτέ για οποιονδήποτε να περάσει σχεδόν κάθε εφαρμογή στο κινητό και να μην είναι εμφανές αυτό το μειονέκτημα. Μέσω του AppGallery, αλλά και εφαρμογών όπως το Gbox που πλέον είναι ενσωματωμένο στο App Gallery, είναι εύκολη η εύρεση και εγκατάσταση εφαρμογών που κανονικά δεν θα «έπρεπε» να βρίσκονται στο κινητό μέσα σε λίγα λεπτά. Για τον μέσο χρήστη, θα πρόκειται για λίγη περισσότερη ώρα στο αρχικό στήσιμο της συσκευής που όμως θα προσφέρει φοβερή αξία κι αξίζει τον κόπο. Σε αντίθεση με την παλιότερη λύση του Gspace, αυτή του Gbox είναι πολύ καλύτερη, με την εφαρμογή να εγκαθίσταται κανονικά μαζί με τις άλλες στην οθόνη των εφαρμογών χωρίς κάποια διαφορετική ένδειξη ενώ λαμβάνουν κανονικά όλες τις ενημερώσεις τους. Ένα άλλο πρόβλημα του παρελθόντος, αυτό της χρήσης μιας Huawei συσκευής για ανέπαφες πληρωμές, λύνεται με τη χρήση της εφαρμογής της Curve, την οποία ο χρήστης μπορεί να κατεβάσει από το App Gallery και να προσθέσει τις κάρτες που διαθέτει από ελληνικές συστημικές τράπεζες και όχι μόνο. Στη συνέχεια μπορεί να πραγματοποιεί ανέπαφες πληρωμές επιλέγοντας την κάρτα που θέλει να χρησιμοποιήσει, κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τις λύσεις των Google Pay και Apple Pay. Όπως και με το προηγούμενο μοντέλο, έτσι κι εδώ δεν είναι πολύ ξεκάθαρο για πόσα χρόνια θα υποστηρίζεται το λογισμικό της συσκευής. Άλλες ναυαρχίδες προσφέρουν από δύο έως πέντε χρόνια υποστήριξης με αναβαθμίσεις και ενημερώσεις, ενώ το τοπίο είναι κάπως ομιχλώδες για την Huawei. Κάμερα Για το τέλος, η κάμερα που σημειώσαμε στην αρχή και στην οποία ανυπομονούσαμε να φτάσουμε. Ο βασικός ευρυγώνιος αισθητήρας έχει ανάλυση 48MP με μεταβαλλόμενο διάφραγμα f/1.4-f/4.0, μέγεθος 25mm και οπτική σταθεροποίηση. Ο δεύτερος αισθητήρας έχει επίσης ανάλυση 48MP, ένας τηλεφακός με διάφραγμα f/2.1 και μέγεθος 90mm, με sensor-shift stabilization και οπτική σταθεροποίηση, όπως και οπτικό zoom 3.5x. Τέλος, ο υπερευρυγώνιος φακός 13MP έχει διάφραγμα f/2.2 και μέγεθος 13mm. Στην μπροστινή πλευρά, βρίσκεται ένας υπερευρυγώνιος φακός 13MP με διάφραγμα f/2.4. Η βασική κάμερα μάς άφησε άφωνους στις πρωινές δοκιμές. Το μεταβαλλόμενο διάφραγμα επέτρεπε να φέρουμε στα μέτρα μας το θόλωμα και το φως κάθε λήψης, ώστε με λίγό «πείραγμα» να πάρουμε φανταστικές φωτογραφίες που μοιάζουν να προέρχονται από επαγγελματική φωτογραφική μηχανή. Από τα ακριβή χρώματα μέχρι την απουσία θορύβου και την φυσική όψη των φωτογραφιών, που δείχνουν σαν να μην υφίστανται καμία επεξεργασία, τα αποτελέσματα είναι άριστα. Κι όλα αυτά σε φωτογραφίες 12MP, χωρίς να είναι απαραίτητη η αλλαγή στο mode των 48MP. Εννοείται πως η ποιότητα αυτή υπάρχει και στα πορτρέτα, στα οποία το εφέ bokeh δείχνει καλύτερο από ποτέ. Η δεύτερη κάμερα προσφέρει εξίσου ποιοτικές λήψεις, με την απουσία του μεταβαλλόμενου διαφράγματος αλλά την προσθήκη του οπτικού zoom 3.5x. Πάλι, τα χρώματα, οι λεπτομέρειες και το φυσικό ύφος παραμένουν, ενώ προστίθεται η δυνατότητα για αναλλοίωτη μεγέθυνση στα 3.5x, χωρίς να εμφανίζεται θόρυβος ή αλλοίωση της εικόνας. Ακόμη και στο 10x zoom, όπου η ποιότητα εμφανώς είναι χαμηλότερη, ο θόρυβος και οι αλλοιώσεις δεν εμφανίζονται – το μοναδικό που παρατηρήσαμε εδώ είναι η φανερά επεξεργασμένη εικόνα, όμως δεν περιμέναμε κάτι διαφορετικό σε τόσο μεγάλη μεγέθυνση. Τα πράγματα χαλάνε αρκετά πάνω από το 30x zoom, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα θα λέγαμε ότι είναι τουλάχιστον ανεκτό. Η υπερευρυγώνια κάμερα είναι ίσως η καλύτερη που έχουμε δει, προσφέροντας ποιότητα εικόνας εφάμιλλη με των δύο άλλων καμερών, όμως σαφέστατα λιγότερη ευκρινείς και καθαρές. Παρόλα αυτά, ακόμη κι εδώ δεν είδαμε θόρυβο. Ο τηλεφακός και ο υπευρυγώνιος μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μακροφωτογραφία, κάτι που κάνουν πολύ καλά και μπορούν να εστιάζουν στο θέμα από τα 15 εκατοστά. Προφανώς, η κάμερα των 48MP παρήγαγε πολύ καλύτερες εικόνες από του υπερευρυγώνιου φακού, όμως εφόσον υπάρχουν επιλογές και για τα δύο δεν μας πειράζει. Οι νυχτερινές λήψεις με τους δύο ισχυρούς φακούς δείχνουν εξίσου εκπληκτικές με τις πρωινές, έχοντας λεπτομέρεια και ακρίβεια στα χρώματα ακόμη και σε πολύ χαμηλό φωτισμό. Το Night Mode μπορεί να προσφέρει φωτεινότερες φωτογραφίες αν χρειαστεί, όμως είναι πιθανό να τις φωτίσει λίγο περισσότερο από όσο χρειάζεται και να χάσουν τη φυσικότητά τους. Κατά τα άλλα, ο υπερευρυγώνιος φακός παράγει τίμια αποτελέσματα και σίγουρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί άνετα ακόμη και σε σκοτεινά τοπία. Το άλλο που μπορείτε να διαπιστώσετε και από τα samples, είναι ότι το HDR κάνει θαύματα και σίγουρα η πρωτιά του P60 Pro στο DxOMark μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Στα βίντεο, η ποιότητα φτάνει έως 4K/60fps με πολύ ποιοτικά αποτελέσματα, δεδομένης και της οπτικής σταθεροποίησης. Η έμφαση δεν είναι στο βίντεο αλλά στις φωτογραφίες, οπότε ναι μεν υπάρχουν όλα τα εργαλεία για να δημιουργήσει κάποιος εντυπωσιακά πλάνα όμως είναι περισσότερο στο δικό του χέρι παρά στην όποια βοήθεια από το λογισμικό. Τέλος, η selfie κάμερα είναι μια… επιστροφή στην πραγματικότητα μετά την απίστευτη τριάδα καμερών στην πλάτη. Δεν έχει κάποιο ξεκάθαρο πρόβλημα και σίγουρα θα ικανοποιήσει για μια βιντεοκλήση ή γρήγορη selfie, όμως μετά τη χρήση της βασικής κάμερας δύσκολα θα προτιμήσει κανείς τη selfie ακόμη κι αν συνεπάγεται λίγο περισσότερο κόπο. Συμπέρασμα Μια φανταστική ναυαρχίδα που έχει όλα τα απαραίτητα συστατικά για να γίνει ξεχωριστή. Οθόνη-κόσμημα, κορυφαίες επιδόσεις, καλή αυτονομία με γρήγορη φόρτιση μπαταρίας και κυρίως, ένα σύστημα καμερών που συναγωνίζεται φωτογραφικές μηχανές. Τα αρνητικά είναι, λίγο-πολύ, αυτά που παρατηρούμε συστηματικά στις τελευταίες κυκλοφορίες της Huawei. Έλλειψη 5G, έλλειψη GMS, έλλειψη υποστήριξης HDR σε εφαρμογές όπως Netflix – δύο από αυτά παρακάμπτονται εύκολα, όμως αν υπήρχαν εξ αρχής θα ήταν το ιδανικό. Αυτό που δεν παρακάμπτεται είναι η μπαταρία, που δεν μας απογοήτευσε με τις επιδόσεις της, όμως θα την θέλαμε λίγο καλύτερη δεδομένης και της μεγαλύτερης χωρητικότητας.
    2 πόντοι
  38. Η αγορά των foldables μεγαλώνει και η γκάμα διευρύνεται, με την Oppo να προσθέτει το Oppo Find N2 Flip στις επιλογές διαθέσιμων μοντέλων παγκοσμίως. Πρόκειται για μια συσκευή που τραβάει τα βλέμματα από άποψης χαρακτηριστικών όπως και κόστους αγοράς, καθώς έρχεται με «άγριες διαθέσεις» για να κοντράρει τους μεγάλους κατασκευαστές. Το νέο αναδιπλούμενο κινητό της Oppo, που διατίθεται και στη χώρα μας, έφτασε στα χέρια μας. Εμείς το δοκιμάσαμε και… ξεδιπλώνουμε τη γνώμη μας στο κείμενο που ακολουθεί. Σχεδιασμός – Οθόνη Πρώτα απ’ όλα, η εξωτερική εμφάνιση. Στα χέρια μας ήρθε η συσκευή σε μωβ χρώμα, ένα απαλό λιλά κάπως «παγωμένο» στο κυρίως σώμα και πολύ γυαλιστερό στον βραχίονα που ενώνει τα δύο μισά, τα οποία είναι επενδυμένα με Gorilla Glass 5. Στο ίδιο σημείο θα βρούμε και το λογότυπο της Oppo χαραγμένο, το οποίο είναι πολύ διακριτικό. Το αλουμινένιο πλαίσιο έχει επίσης μεταλλική όψη, όμως όχι τόσο έντονη όσο ο βραχίονας. Η συσκευή έχει διαστάσεις 166.2x75.2x7.5mm ανοιχτή και 85.5x75.2x16mm διπλωμένη, με βάρος 191 γραμμάρια, οπότε εύκολα ξεχνάει κανείς πως βρίσκεται στην τσέπη του κι είναι πούπουλο στο χέρι. Στο κάτω μισό του κινητού, η πλάτη είναι πεντακάθαρη όμως στο επάνω μισό, βρίσκουμε δύο κάμερες και μια μεγάλη οθόνη 3.26” που καλύπτει κάθετα πάνω από τη μισή έκταση της πλάτης. Διαθέτει ανάλυση 382x720, φωτεινότητα στα 900nits και ρυθμό ανανέωσης στα 120Hz με πάνελ AMOLED όπως και στη βασική οθόνη που θα δούμε παρακάτω. Στην συγκεκριμένη, μικρή οθόνη μπορούμε να βλέπουμε ειδοποιήσεις, να διαβάζουμε μηνύματα (ακόμη και να απαντάμε μέσω έτοιμων απαντήσεων) ή να διαχειριστούμε τη μουσική που παίζει το κινητό. Βεβαίως, λειτουργεί και σαν «καθρέπτης» για selfies με τις βασικές κάμερες ή για να στήνει κάποιος το κινητό σε ένα τραπέζι και να τραβάει φωτογραφίες και βίντεο βλέποντας όσα βλέπει και η κάμερα. Το θετικό σε αυτή την υλοποίηση είναι πως ο λόγος διάστασης της οθόνης είναι πολύ κοντά σε αυτόν της κάμερας, οπότε η εικόνα που βλέπουμε είναι λίγο-πολύ το τελικό αποτέλεσμα που θα έχουμε. Επιπλέον, λόγω μεγέθους είναι πολύ πρακτική ακόμη και σε αποστάσεις 2 μέτρων μακριά από το κινητό. Μπορούμε εύκολα να τραβήξουμε vlogs, ας πούμε, χωρίς επιπλέον εξοπλισμό. Τι θα θέλαμε από την οθόνη αυτή; Σίγουρα, περισσότερη λειτουργικότητα. Στην όψη, είναι μια μικρογραφία της βασικής οθόνης. Στην πράξη, είναι πολύ περιορισμένη τόσο στα widgets που μπορεί να υποστηρίξει όσο και στις λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, έχει αρκετό μέγεθος για να υποστηρίξει έστω ένα μικροσκοπικό πληκτρολόγιο ή ένα κουμπί φωνητικής πληκτρολόγησης για απάντηση σε μηνύματα. Περιορίζοντας τις απαντήσεις μόνο σε προεπιλεγμένα κείμενα, μας δίνει την εντύπωση πως δεν αξιοποιείται όσο θα μπορούσε. Υπάρχουν πάντα εφαρμογές τρίτων κατασκευαστών που επεκτείνουν δραματικά τις δυνατότητές της όμως θα θέλαμε κάτι τέτοιο να γίνει από την ίδια την εταιρεία. Η αριστερή πλευρά του κινητού είναι καθαρή, καθώς τα πλήκτρα έντασης και ενεργοποίησης βρίσκονται δεξιά, με το τελευταίο να είναι και αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος. Κάτω θα βρούμε μια θύρα USB-C, ένα ηχείο και την υποδοχή κάρτας SIM. Ένα παράπονο εδώ έχει να κάνει με την τοποθέτηση των πλήκτρων έντασης, τα οποία είναι πολύ ψηλά στο επάνω μισό και όταν το κινητό είναι ανοιχτό, θέλει λίγο τέντωμα για να τα φτάσουμε. Με το κινητό ανοιχτό, βλέπουμε μια punch-hole camera στην κορυφή και ένα ανεπαίσθητο περιθώριο περιμετρικά. Το τσαλάκωμα της οθόνης δεν φαίνεται σχεδόν καθόλου, ούτε με σβηστή οθόνη και σίγουρα όχι με ενεργοποιημένη. Μονάχα κάτω από το φως του ήλιου παρατηρήσαμε πως «εμφανίζεται», αλλά και πάλι, με ενεργοποιημένη οθόνη δεν έπεφτε εύκολα το μάτι μας εκεί. Επίσης, πολύ καλό το ότι δεν μένει κενό ανάμεσα στα δύο μισά όταν διπλώνει, οπότε συνολικά η υλοποίηση βραχίονα/οθόνης είναι άψογη. Στα της οθόνης, πρόκειται για ένα πάνελ τύπου AMOLED μεγέθους 6.8” με ανάλυση 1080x2520, μέγιστη φωτεινότητα στα 1600nits και ρυθμό ανανέωσης στα 120Hz. Μπορεί να φτάσει μέχρι και το 1Hz, αλλάζοντας δυναμικά βάσει του περιεχομένου, όμως μπορεί και να κλειδωθεί στα 60Hz μέσω των ρυθμίσεων. Υποστηρίζεται και HDR10+, οπότε σε συμβατό περιεχόμενο τα χρώματα δείχνουν ακόμη καλύτερα. Γενικά, δεν υπάρχει κανένα παράπονο από την οθόνη, είναι ίσως από τις καλύτερες που θα μπορούσαμε να έχουμε σε smartphone και δη αναδιπλούμενο – υψηλή φωτεινότητα, δυναμικός ρυθμός ανανέωσης, άψογα χρώματα και μαύρα, όπως και ανεπαίσθητο τσαλάκωμα που κάνει την παρακολούθηση ταινιών πολύ καλή εμπειρία. Στο κουτί βρίσκεται μια πλαστική, διάφανη θήκη (πολύ καλή πινελιά) και φορτιστής 44W με καλώδιο φόρτισης. Πριν πάμε στα πιο τεχνικά, μια σημείωση: το κινητό δεν διαθέτει προστασία ενάντια σε νερό και σκόνη, κάτι που σιγά-σιγά βλέπουμε σε άλλα αναδιπλούμενα. Το θεωρούμε αρκετά σημαντικό για την μακροζωία της συσκευής, κυρίως όσον αφορά στη σκόνη (λόγω βραχίονα), οπότε ας υπάρχει κατά νου. Επιδόσεις – Μπαταρία Το Oppo Find N2 Flip έρχεται με MediaTek Dimensity 9000+ (1x Cortex-X2 @ 3.05GHz, 3x Cortex-A710 @ 2.85GHz, 4x Cortex-A510 @ 1.8 GHz, GPU: Mali-G710), 8GB RAM και 256GB ROM, χωρίς δυνατότητα επέκτασης μέσω κάρτας μνήμης. Ο Dimensity εντυπωσιάζει άλλη μια φορά, χωρίς να αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα σε εφαρμογές όπως Slack, Spotify, Outlook, Gmail, Word και άλλες που δουλεύαμε είτε μεμονωμένα είτε ταυτόχρονα. Στο Geekbench 5, έφερε σκορ 938 (Single-Core) και 3263 (Multi-Core), χαμηλότερο από ανταγωνιστικές συσκευές. Στο νέο Geekbench 6έχουμε 1123 και 3268 αντίστοιχα ενώ στο 3D Mark Wild Life Extreme έφερε σκορ 2637, κατατάσσοντάς το κάπου στη μέση συγκριτικά με άλλες συσκευές. Μπορεί τα benchmarks να μην εντυπωσιάζουν, όμως σε πραγματικές συνθήκες, ο Dimensity καλύπτει άνετα τις ανάγκες του μέσου χρήστη, του gamer και γενικότερα των περισσότερων. Στο Genshin Impact, για παράδειγμα, είχε καλή απόδοση τηρουμένων των αναλογιών, με (κατά κύριο λόγο) σταθερά 60fps σε ρυθμίσεις Medium και σταθερά 45fps σε Highest. Τα Asphalt 9 Legends, Call of Duty Warzone Mobile και Pokemon Unite, από την άλλη, είχαν πολύ σταθερότερη απόδοση σε ίδιες ή καλύτερες ρυθμίσεις γραφικών, οπότε τα περισσότερα παιχνίδια θα τρέχουν απροβλημάτιστα. Όσον αφορά στη μπαταρία, έχει χωρητικότητα 4300mAh. Ο παρεχόμενος φορτιστής υπόσχεται φόρτιση 0%-24% σε 10 λεπτά και 0%-100% σε 60 λεπτά, κάτι που παρατηρήσαμε ότι ισχύει με αμελητέες αποκλίσεις. Η διάρκεια μπαταρίας είναι μέτρια προς καλή, δεδομένης της χωρητικότητας, αφού συνήθως έφτανε σε μονοψήφια νούμερα είτε το βράδυ είτε νωρίς την επόμενη ημέρα. Δύο ημέρες, που είναι ο «στόχος» μας συνήθως, δεν άντεξε με ένα ρεαλιστικό σενάριο χρήσης. Το ColorOS 13 που διαθέτει η συσκευή, είναι βασισμένο σε Android 13 χωρίς πολλές παραλλαγές. Μερικές από τις πιο αξιοσημείωτες είναι η δυνατότητα χρήσης ενός ψηφιακού κατοικίδιου στην εξωτερική οθόνη, το οποίο φροντίζαμε σαν Tamagotchi. Υπάρχει μια ενότητα με όλες τις δυνατότητες που αφορούν την φύση του κινητού ως αναδιπλούμενο, από όπου αλλάζει το wallpaper της εξωτερικής οθόνης και άλλα – με λίγα λόγια, δεν είναι χωμένα σε μενού ρυθμίσεων. Υπάρχουν κάποιες προεγκατεστημένες εφαρμογές, οι οποίες όμως μπορούν να απεγκατασταθούν γρήγορα. Στα πολύ θετικά η υποστήριξη για τέσσερις αναβαθμίσεις Android και πέντε χρόνια ενημερώσεων ασφαλείας, κάτι που βρίσκουμε μόνο σε ορισμένα flagships. Κάμερα Επιστρέφουμε στην πλάτη και στις κάμερες. Η βασική έχει ανάλυση 50MP (f/1.8, 1/1.56”) με αισθητήρα Sony IMX890 και η δεύτερη είναι ultra-wide με ανάλυση 8MP (f/2.3). Η selfie κάμερα φτάνει στα 32MP. Όσον αφορά στις δυνατότητες, ο βασικός φακός είναι με διαφορά ο καλύτερος. Διατηρεί πολύ φωτεινές τις εικόνες και δεν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα χρώματα, οπότε μοιάζουν πιο φυσικά συγκριτικά με φωτογραφίες άλλων εταιρειών – αυτό είναι και θέμα γούστου, βέβαια. Οι λεπτομέρειες δεν χάνονται σε μια καλά φωτισμένη εικόνα, ούτε δημιουργείται θόρυβος, οπότε ακόμη και μέσα στο σπίτι οι φωτογραφίες ήταν πολύ ποιοτικές. Δεν δείχνουν να υφίστανται πολλή επεξεργασία, οπότε διατηρούν ένα πιο φυσικό ύφος από κάθε άποψη. Οι νυχτερινές λήψεις είναι ίσως λίγο πιο εντυπωσιακές, από την άποψη ότι τα αποτελέσματα είναι πολύ κοντά στις κανονικές φωτογραφίες. Τα χρώματα παραμένουν αυθεντικά, οι λεπτομέρειες διατηρούνται σε καλό επίπεδο, με εξαίρεση ορισμένα πολύπλοκα σημεία όπου κάπως μπλέκονται οι πιο θολές λεπτομέρειες με τις πιο ξεκάθαρες και το αποτέλεσμα είναι κάπως «λασπωμένο». Αυτό παρατηρείται μόνο σε κοντινή ανάλυση, βέβαια, οπότε δεν αποτελεί πρόβλημα στην απλή καθημερινότητα. Η ultra-wide κάμερα, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν διατηρεί τα ίδια επίπεδα ποιότητας ούτε σε φωτεινότητα, ούτε σε λεπτομέρειες, ούτε σε χρώματα. Οι φωτογραφίες βγαίνουν πιο σκοτεινές από όσο θα θέλαμε κι αυτό είναι το βασικό μας πρόβλημα, καθώς ούτως ή άλλως δεν περιμένουμε από μια ultra-wide φωτογραφία να είναι πολύ λεπτομερής. Ένα μείον της βασικής κάμερας είναι η έλλειψη οπτικού zoom πέραν του 2x. Υπάρχει η δυνατότητα για 20x digital zoom, όμως με την αναμενόμενη πτώση σε ποιότητα, που για εμάς δεν αξίζει τον κόπο. Θα θέλαμε κάτι περισσότερο, μιας και η βασική κάμερα μας άφησε γενικώς ικανοποιημένους. Οι δυνατότητες του FlexForm Mode, όταν το κινητό είναι διπλωμένο σε ενδιάμεση θέση, είναι ικανοποιητικές. Η εξωτερική οθόνη είναι άψογη ποιοτικά και όσα δείχνει βοηθούν στην τελική λήψη, οπότε οι selfies με τη βασική κάμερα γίνονται πανεύκολη υπόθεση. Απευθείας από την εξωτερική οθόνη επιλέγονται τα Photo, Portrait και Video modes, για να χρησιμοποιείται η κάμερα χωρίς να ξεδιπλώνεται το κινητό. Γενικώς, το λογισμικό εξυπηρετεί πολύ καλά σε όποια σενάρια δοκιμάσαμε. Η μπροστινή κάμερα των 32MP έχει, απλώς, ικανοποιητικά αποτελέσματα και όχι πολλά περισσότερα. Είναι κάτι ανάμεσα στην ulta-wide και τη βασική κάμερα ως προς την ποιότητα, δηλαδή θέλει αρκετή βοήθεια από τον φωτισμό του περιβάλλοντος για να αποτυπώσει μια καλή εικόνα, όμως οι καλές εικόνες της αναμφίβολα δείχνουν όμορφες. Συμπέρασμα Το Oppo Find N2 Flip δεν είναι απλώς μια ακόμη επιλογή σε foldables, αλλά μια συσκευή που επιχειρεί να πάει τον πήχη λίγο ψηλότερα. Το τσαλάκωμα της οθόνης είναι πρακτικά αόρατο, η μεγάλη εξωτερική οθόνη έχει προοπτικές και η βασική κάμερα προσφέρει πολύ καλά αποτελέσματα. Η τιμή είναι σίγουρα δελεαστική, όμως για να κρατηθεί τόσο χαμηλά έγιναν μερικές περικοπές, με κυριότερη για εμάς την έλλειψη πιστοποίησης IPX8 και την επιλογή chipset. Η αυτονομία θα μπορούσε να ήταν καλύτερη, όμως και η εξωτερική οθόνη λίγο πιο ευέλικτη. Είναι σίγουρο πως η Oppo έχει καταφέρει πολλά και η συσκευή είναι αξιοπρόσεκτη, οπότε το μέλλον αναμένεται ακόμη καλύτερο όσο η κατηγορία των αναδιπλούμενων smartphone καλωσορίζει νέες εταιρείες. Το Oppo Find N2 Flip κυκλοφορεί στην Ελλάδα αποκλειστικά από τα καταστήματα ΓΕΡΜΑΝΟΣ και COSMOTE
    2 πόντοι
  39. Τα τελευταία χρόνια η ASUS έχει πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο στην κατηγορία των smartphones και μπορεί τα ROG Phone να είναι εκείνα που μαγνητίζουν το ενδιαφέρον (απόλυτα λογικό, μιας και πρόκειται για τα καλύτερα, κατά πάσα πιθανότητα gaming smartphones της αγοράς), όμως και τα Zenfone δεν πάνε πίσω. Η νέα ναυαρχίδα της σειράς μάλιστα, το Zenfone 11 Ultra, έρχεται με σπουδαίες προσθήκες και άκρως εντυπωσιακά τεχνικά χαρακτηριστικά, προσφέροντας μία απόλυτα ολοκληρωμένη, high-end εμπειρία, στο πλαίσιο μίας πρότασης ικανής να καλύψει και τους πλέον απαιτητικούς. Πάμε να τη δούμε αναλυτικά. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Το Zenfone 11 Ultra ξεχωρίζει εξ αρχής, πολύ πριν το πάρει στα χέρια του κάποιος. Όταν οι περισσότεροι κατασκευαστές περιορίζονται σε ένα ουδέτερο design χωρίς κάτι το ενδιαφέρον, η ASUS δεν δίστασε να πειραματιστεί και εκ του αποτελέσματος αυτό της βγήκε σε καλό, με το τελικό αποτέλεσμα να διαφέρει σημαντικά από το Zenfone 10. Η συσκευή έρχεται σε τέσσερις διαφορετικές αποχρώσεις (μπεζ της άμμου, γκρι, μαύρο και ανοιχτό μπλε που είχαμε στα χέρια μας) συνδυάζοντας ματ και γυαλιστερή υφή, ενώ στην πλάτη της φέρει ένα διακριτικό αλλά συνάμα κομψό σχέδιο με το μονόγραμμα της εταιρείας, που θυμίζει το κινέζικο «人» (το σύμβολο για τη λέξη «άνθρωποι» που ακόμα κι αν δεν σας λέει κάτι, δεν παύει να αποτελεί μία ευπρόσδεκτη λεπτομέρεια). Η ελαφρώς ανυψωμένη επιφάνεια που βρίσκονται οι φακοί των καμερών έχει σε όλες τις εκδόσεις μαύρο χρώμα. Οι διαστάσεις της συσκευής είναι 163,8 x 76,8 x 8,9 χιλ. με το βάρος της να ανέρχεται στα 224 γραμμάρια, αριθμοί όχι μικροί αλλά μάλλον λογικοί, αν αναλογιστεί κανείς πως το Zenfone 11 Ultra προσεγγίζει τις επτά (!) ίντσες. Υπενθυμίζουμε για να έχετε ένα μέτρο σύγκρισης, ο προκάτοχός του, το Zenfone 10 διέθετε οθόνη 5,9 ιντσών και μάλιστα με μεγαλύτερο πλαίσιο. Το smartphone προσφέρει ακόμα προστασία από νερό και σκόνη βάσει IP68. Όπως και να ‘χει, οι προσεγμένες καμπύλες του και η ορθή κατανομή του βάρους του, προσφέρουν άνετο κράτημα, ωστόσο αν έχετε μικρά χέρια, έχετε υπ’ όψιν σας πως η χρήση του με το ένα μάλλον θα σας δυσκολέψει -τουλάχιστον για παρατεταμένες περιόδους. Θα κάνουμε μία παρένθεση ώστε να αναφερθούμε στον «πράσινο» χαρακτήρα της συσκευής, κάτι που θεωρούμε πως θα έπρεπε να αποτελεί βασικό στόχο για κάθε κατασκευαστή. Το σώμα του Zenfone 11 Ultra είναι κατασκευασμένο από 100% ανακυκλωμένο αλουμίνιο ενώ η οθόνη του ενσωματώνει ανακυκλωμένο γυαλί, φιλικό προς το περιβάλλον, σε ποσοστό 22%. Την ίδια στιγμή η συσκευασία του είναι από χαρτί με πιστοποίηση FSC, περιλαμβάνοντας μη τοξικό μελάνι σόγιας (η ASUS έχει μειώσει τη χρήση πλαστικού σε ποσοστό 94%) ενώ για το τηλέφωνο και το καλώδιο έχει χρησιμοποιηθεί χάρτινο περιτύλιγμα. Οθόνη – Κάμερες Όπως προείπαμε, η ASUS αναβάθμισε σημαντικά την οθόνη του νέου Zenfone, όσον αφορά τόσο στις διαστάσεις, όσο και στην ποιότητα εικόνας. Η συσκευή έρχεται με μία επίπεδη AMOLED 6,78 ιντσών -κατασκευής Samsung-, που καταλαμβάνει το 94% της επιφάνειας πρόσοψης, απόρροια του εκπληκτικά λεπτού πλαισίου που δεν ξεπερνά τα 1,67 χιλ. Με ανάλυση FHD+, δυναμικά προσαρμόσιμο ρυθμό ανανέωσης 1-120 Hz που μπορεί να φτάσει και τα 144 Hz σε λειτουργία παιχνιδιού, φωτεινότητα HBM (High Brightness Mode) 800 nits και μέγιστη 2500 nits, είναι πραγματικά σκέτη απόλαυση. Είτε streamάρετε περιεχόμενο, είτε παίζετε κάποιο video game, είτε απλά επιδίδεστε σε browsing στο web ή στα social media, θα σας καλύψει απόλυτα, χαρίζοντάς σας φωτεινές εικόνες με ζωηρά χρώματα και ομαλή κίνηση. Κάτω από την επιφάνειά της βρίσκεται σαρωτής δακτυλικού αποτυπώματος ο οποίος δεν μας δυσκόλεψε καθόλου κατά τη χρήση ενώ πάνω από αυτή, έχουμε Gorilla Glass Victus 2. Η ASUS έδωσε σημαντικό βάρος και στις κάμερες της συσκευής, αναγνωρίζοντας το γεγονός πως δεν υπάρχει πια χρήστης που θα επενδύσει σε μία ναυαρχίδα όντας διατεθειμένος να κάνει «εκπτώσεις» στην ποιότητα των φωτογραφιών ή των βίντεο που θα καταγράφει. Έτσι το Zenfone 11 Ultra έρχεται με σύστημα τριών φακών: έναν κύριο Sony IMX890 ανάλυσης 50 MP (1/1,56 ίντσες, f/1,9) με Hybrid Gimbal Stabilizer 3.0 έξι αξόνων, υπερευρυγώνιο freeform 13 MP (f/2,2) με οπτικό πεδίο 120ο και τηλεφακό στα 32 MP (f/2,4, ενσωματωμένο OIS, 3x οπτικό zoom, pixel binning 1,4 μm). Οι επιδόσεις του τηλεφακού ακόμα και στο ψηφιακό zoom που φτάνει το 30x, είναι ίσως οι καλύτερες που έχουμε δει στο συγκεκριμένο τομέα από οποιοδήποτε smartphone εξαιτίας της λειτουργίας HyperClarity που ενεργοποιείται αυτόματα μετά το zoom σε 10x. Ο υπερευγώνιος φακός των 13MP είδαμε ελάχιστη παραμόρφωση στις γωνίες, κάτι που οδηγεί σε εντυπωσιακά αποτελέσματα για όσους αρέσκονται στη φωτογράφιση μεγάλων αντικειμένων ή και κτιρίων. Στην πρόσοψη υπάρχει κάμερα 32 MP με αισθητήρα RGBW, οπτικό πεδίο 90ο και pixel binning 1,4 μm. Εδώ η ASUS έχει δώσει έμφαση στον καλύτερο φωτισμόγια όσους βρίσκονται αντιμέτωποι με selfies σε χαμηλές συνθήκες φωτισμού. Διαβάζοντας και μόνο τα παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς πως έχουμε να κάνουμε ένα ολοκληρωμένο και απόλυτα ισορροπημένο σύστημα καμερών, όμως το αποτέλεσμα είναι εκείνο που θα πείσει και τους πλέον «δύσκολους». Ο μηχανισμός σταθεροποίησης της κύριας κάμερας είναι το κάτι άλλο, με την εταιρεία να δίνει ιδιαίτερη έμφαση σ' αυτό στα τελευταία μοντέλα της σειράς, κάνοντας τη διαφορά από τον ανταγωνισμό. Η νέα έκδοση του Hybrid Gimbal Stabilizer της ASUS κοντράρει επάξια ακόμα και τα πιο ακριβά gimbals, έχοντας προσθέσει στο υπάρχον ρεπερτόριό του (δυναμικά προσαρμόσιμο EIS, Quick Shot κ.α.), το λεγόμενο Firework (αφορά τη λειτουργιά φωτεινής τροχιάς, είναι εντυπωσιακό αλλά απαιτεί τρίποδο) και το Super Hyper Steady Video Recording (ναι, στο όνομα πάσχει κάπως αλλά δεν θα σας απασχολήσει αυτό). Στην πράξη, θα είστε σε θέση να καταγράψετε απόλυτα ομαλά βίντεο που θα μοιάζουν σαν να έχουν τραβηχτεί με action camera. Δοκιμάσαμε τη συσκευή σε διάφορες συνθήκες και μείναμε απόλυτως ικανοποιημένοι. , αφού ακόμα κι όταν το παρακάναμε με τις κινήσεις των χεριών μας, η εικόνα παρέμεινε σχεδόν ανεπηρέαστη. Για τη γενική πάντως εγγραφή βίντεο, αντιμετωπίσαμε διάφορα θέματα όπως το κλασσικό στις android συσκευές με το μη ομαλό zoom, αλλά και στις εναλλαγές των καμερών όπου παρατηρούνται διαφορές στο χρώμα αλλά και μικρά glitches. Ζούμε όμως στην εποχή στης AI και η τελευταία δεν θα μπορούσε να λείπει από το Zenfone 11 Ultra. Η ASUS έχει ενισχύσει το σύστημα καμερών της συσκευής με αρκετές έξτρα λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένου και του AI Portrait Video. Τι ακριβώς κάνει αυτό; Χρησιμοποιώντας έναν νέο αλγόριθμο τεχνητής νοημοσύνης, έχει τη δυνατότητα να εφαρμόζει bokeh σε βίντεο ανάλυσης έως και 4K σε πραγματικό χρόνο, προσφέροντας έτσι απόλυτα κινηματογραφικές λήψεις και καλύπτοντας μάλιστα όχι μόνο ανθρώπινα πρόσωπα αλλά και κατοικίδια (σκύλους/γάτες). Φανταστείτε το θόλωμα παρασκηνίου που θα είχατε τραβώντας μία φωτογραφία αλλά σε βίντεο. Κρατήστε πάντως την AI: θα επανέλθουμε σε αυτή παρακάτω. Θετικές εντυπώσεις μας άφησε και ο ήχος των κλιπ μας ο οποίος ήταν πεντακάθαρος, ακόμα και όταν οι εγγραφές έγιναν σε χώρους με αρκετό θόρυβο (η ASUS έχει συνεργαστεί με την OZO σε αυτό). Τα διπλά στέρεο ηχεία, βοηθούν στην καλύτερη αναπαραγωγή μέσω των ενσωματωμένων dual stereo ηχείων, Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Τα παραπάνω δεν θα ήταν δυνατά αν το Zenfone 11 Ultra δεν ενσωμάτωνε ένα πραγματικά ισχυρό τσιπ όπως τον Snapdragon 8 Gen 3 της Qualcomm που σύμφωνα με την ASUS προσφέρει ταχύτερες επιδόσεις κατά 30% και 25% αντίστοιχα σε CPU και GPU. Η αλήθεια είναι πως το smartphone δεν τα πάει κι άσχημα στα benchmarks, επιτυγχάνοντας 2286 σε single-core και 7120 σε multi-core στο Geekbench 6, 20.571 στο PC Mark 3.0 και 2.161.028 (TTL) στο Antutu. Στο Wildlife Stress Test του 3D Mark, το καλύτερο σκορ της συσκευής ήταν 18.583 με τη σταθερότητα να ανέρχεται σε 83,8%. Το SoC πλαισιώνεται δε από 16 GB LPDDR5X RAM και 256 ή 512 GB αποθηκευτικού χώρου UFS 4.0, χαρακτηριστικά που του επιτρέπουν να αποδίδει άψογα ακόμα και κατά τις πλέον απαιτητικές καταστάσεις multitasking. Ειλικρινά δεν υπάρχουν πολλά να πούμε εδώ: σε ό,τι δοκιμή κι αν υποβάλαμε το Zenfone 11 Ultra, δεν έδειξε να ζορίζεται. Ανοίξαμε όσα tabs ήταν ανθρωπίνως δυνατό σε browser, streamάραμε περιεχόμενο, τρέξαμε κάθε app που είχαμε εγκαταστήσει και το smartphone συνέχισε να ανταποκρίνεται εξίσου σβέλτα. Στα του gaming, δεν αποτελεί υπερβολή αν κάποιος υποστηρίξει πως ουσιαστικά έχουμε επιδόσεις εξαιρετικά κοντά σε εκείνες του ROG Phone 8, αν όχι εφάμιλλές τους. Παίξαμε PUBG Mobile, Marvel Snap, Asphalt 9: Legends και Call of Duty Mobile ανεβάζοντας τα settings και το framerate παρέμεινε σταθερό. Τα δε 144 Hz κάνουν πραγματικά τη διαφορά στο gameplay, χαρίζοντάς μας από τα πιο ομαλά gaming sessions που έχουμε ζήσει ποτέ. Ειδική αναφορά οφείλουμε να κάνουμε στη μπαταρία του Zenfone 11 Ultra η οποία πλέον έχει φτάσει σε χωρητικότητα τα 5500 mAh (και λέμε πλέον διότι στο Zenfone 10 που κυκλοφόρησε λιγότερο από έναν χρόνο πριν, το αντίστοιχο μέγεθος ήταν μόλις 4300 mAh). Σύμφωνα με τις δοκιμές της ASUS, η αυτονομία της συσκευής μπορεί να ξεπεράσει και τις 26 ώρες, όμως σε ένα πιο ρεαλιστικό σενάριο, ο χρόνος αυτός κατεβαίνει στις 18-19 ώρες. Ακόμα κι έτσι όμως μιλάμε για μία εκπληκτική επίδοση που ανάλογα με τη χρήση, μπορεί να καλύψει κάποιον έως και για δύο ημέρες -σχεδόν- χωρίς φόρτιση. Σε ό,τι αφορά την τελευταία, προσφέρεται τεχνολογία HyperCharge 65W καθώς επίσης και συμβατότητα με πρότυπο Qi για ασύρματη φόρτιση 15W. Εδώ έχουμε δύο ενστάσεις αφού η ASUS δεν περιλαμβάνει φορτιστή για πρώτη φορά σε Zenfone μοντέλο, ενώ δεν υποστηρίζει και το νέο ασύρματο πρότυπο Qi2 που βοηθά στην πιο αξιόπιστη ασύρματη φόρτιση. Μπορέσαμε πάντως να φορτίσουμε πλήρως το Zenfone 11 Ultra από 0 στο 100% με ένα φορτιστή USB-, ο οποίος υποστηρίζει PD3.0, μια διαδικασία που μας πήρε περίπου 40 λεπτά. Στα των ασύρματων τεχνολογιών, αξίζει να σημειώσουμε τα Bluetooth 5.4, Wi-Fi 7 (πιστοποίηση ή Wi-Fi 7-ready) και NFC, ενώ για έξτρα ευελιξία υπάρχει και θύρα 3,5 χιλ, κάτι πάντα ευπρόσδεκτο. Επιστρέφοντας στην AI, η ASUS έχει προικίσει τη συσκευή με μία σειρά από άκρως ενδιαφέρουσες και πραγματικά χρήσιμες λειτουργίες που έστω κι αν ορισμένες εξ αυτών βρίσκονται ακόμα στα… σπάργανα, δεν παύουν να δείχνουν το μέλλον για την κατηγορία. Το AI Call Translator είναι μία εξ αυτών, μεταφράζοντας σε πραγματικό χρόνο τις κλήσεις σας, προκειμένου να μιλήσετε με τον συνομιλητή σας χωρίς απαραίτητα αυτός να γνωρίζει τη γλώσσα σας. Για την ώρα υποστηρίζει περιορισμένο αριθμό γλωσσών (Κινέζικα, Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ιαπωνικά, Ισπανικά και Πορτογαλικά) και απαιτεί Wi-Fi, καθώς δεν λειτουργεί με σύνδεση δικτύου (4G/5G) ή mobile hotspot. Αν και δεν είχαμε τη δυνατότητα να το δοκιμάσουμε, σε ερώτησή μας, η ASUS μας ενημέρωσε ότι η λειτουργία θα διατεθεί με μελλοντική ενημέρωση ενώ δεν καταφέραμε να μάθουμε κάτι συγκεκριμένο για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας. Εξίσου βολικό είναι και το AI Transcript που είναι σε θέση να μετατρέπει φωνητικές εγγραφές και σημειώσεις σε κείμενο, το οποίο μετά μπορεί να συνοψίσει με το πάτημα ενός κουμπιού. Και εδώ ισχύουν οι ίδιοι περιορισμοί με το AI Call Translator, ωστόσο μιλάμε για μία λειτουργία που θα λύσει τα χέρια τόσο σε επαγγελματίες, όσο και σε απλούς χρήστες. Οι περισσότεροι συνηθίζουν να κρατούν τις φωτογραφίες τους αποθηκευμένες στα κινητά τους, μόνο που η εύρεση της κατάλληλης σε μία γκαλερί με εκατοντάδες χιλιάδες εικόνες τις περισσότερες φορές καταλήγει να είναι τρομακτικά χρονοβόρα ως διαδικασία. Ευτυχώς, το Zenfone 11 Ultra ενσωματώνει το σύστημα Semantic Search που είδαμε για πρώτη φορά στο ROG Phone 8. Η σημασιολογική αναζήτηση εκμεταλλεύεται ένα ειδικά ανεπτυγμένο μοντέλο AI έτσι ώστε να «σερβίρει» στον χρήστη τις εικόνες που θέλει εκείνος βάσει του όρου που θα εισάγει. Αν φερ’ ειπείν ψάχνετε λήψεις από φαγητά, ηλιοβασιλέματα, selfies κλπ, μπορείτε να τις… περιγράψετε και η AI του Zenfone 11 Ultra θα αναλάβει να ψάξει και να τις βρει. Το ίδιο μάλιστα ισχύει και με αναζήτηση εφαρμογών και ρυθμίσεων, κάνοντας την όλη αλληλεπίδραση με τη συσκευή πολύ πιο φυσική. Μία ακόμα τεχνολογία που είδαμε στο ROG Phone 8 και επιστρέφει στο Zenfone 11 Ultra είναι εκείνη της εξουδετέρωσης θορύβου μέσω AI. Η ASUS εξ άλλου κάνει εδώ και χρόνια άψογη δουλειά στον εν λόγω τομέα στα laptops της, οπότε θα ήταν κρίμα να μην εφάρμοζε το know-how της και στα smartphones. Έτσι, η συσκευή ενσωματώνει τη σχετική τεχνολογία με το όλο αποτέλεσμα να είναι πραγματικά χρήσιμο. Καθώς δεν υπάρχει καλύτερο περιβάλλον για δοκιμή αυτής της λειτουργίας από τους δρόμους της Αθήνας, βγήκαμε σε κεντρικές αρτηρίες όπως η Βασιλίσσης Σοφίας και η Κηφισίας και δοκιμάσαμε να πραγματοποιήσουμε κλήσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμα κι όταν βρεθήκαμε σε καφέ (εσωτερικό χώρο) με κάμποσο κόσμο, οι συνομιλητές μας ήταν σε θέση να μας ακούσουν καθαρά ή τουλάχιστον καθαρότερα απ’ ό,τι συνήθως. Δύο έξτρα λειτουργίες που προσφέρει/υποστηρίζει το Zenfone 11 Ultra και θεωρούμε πως αξίζει να υπογραμμίσουμε είναι το Phone Link και το GlideX. Το πρώτο επιτρέπει τον συγχρονισμό μεταξύ smartphone και υπολογιστή για εύκολη μεταφορά αρχείων (βλ. drag & drop και copy/paste), mirroring οθόνης και streaming εφαρμογών, με την εφαρμογή των Windows να φέρνει κοντά τις δύο πλατφόρμες (Android και Windows). Με λίγα λόγια, ό,τι πρέπει αν έχετε να μεταφέρετε αρχεία, σημειώσεις, φωτογραφίες κλπ από το τηλέφωνο στο desktop/laptop σας. Το δεύτερο κάνει λίγο-πολύ τα ίδια αλλά μέσω ενσύρματης σύνδεσης. Όσοι δε, αποφασίσουν να προμηθευτούν υπολογιστή αργότερα μέσα στη χρονιά που θα ενσωματώνει το Snapdragon X Elite SoC, θα έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τη δυνατότητα συγχρονισμού που προσφέρει η τεχνολογία Seamless της Qualcomm. Η συσκευή τρέχει το Android 14, με την εταιρεία να σας ρωτάει κατά τη διάρκεια των αρχικών ρυθμίσεων, αν επιθυμείτε το stock Android περιβάλλον, ή αυτό της ASUS που είναι πιο πλούσιο και διαφοροποιείται σε μερικά σημεία. Όμως η εταιρεία, δεν κάνει το ένα βήμα παραπάνω, όπως άλλωστε είδαμε τους τελευταίους μήνες από άλλους μεγάλους κατασκευαστές, περιορίζοντας τις μελλοντικές αναβαθμίσεις λογισμικού στα 2 χρόνια για μεγάλες εκδόσεις του Android, και στα 4 χρόνια για ενημερώσεις ασφαλείας. Συμπέρασμα Εν τέλει, το Zenfone 11 Ultra είναι μία ναυαρχίδα με τα όλα της, με σαφείς ομοιότητες με το ROG Phone 8 που είδαμε στις αρχές Ιανουαρίου στη CES 2024. Διαθέτει σπουδαία τεχνικά χαρακτηριστικά, επιτυγχάνοντας κορυφαίες επιδόσεις. Έρχεται με ξεκάθαρες βελτιώσεις σε σχέση με τον προκάτοχό του, αριστεύοντας πρακτικά σε κάθε κατηγορία, ενώ -για την ώρα- ξεφεύγει από το compact μικρό σχήμα που διέκρινε τα προηγούμενα μοντέλα. Εντυπωσιακή οθόνη, φοβερές κάμερες, κορυφαίες επιδόσεις και μία σειρά από ενδιαφέρουσες αν μη τι άλλο λειτουργίες AI, συνθέτουν το προφίλ μίας high-end συσκευής που είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως θα ικανοποιήσει στο έπακρο τους power users. H συσκευή όπως ενημερωθήκαμε, έρχεται στη χώρα μας στα μέσα Απριλίου με προτεινόμενη τιμή τα 1099€ ενώ για την περίοδο των προπαραγγελιών θα υπάρξει έκπτωση 50€. Αν η τσέπη σας το σηκώνει (ναι, δεν είναι φθηνό αλλά είναι από τις οικονομικότερες ναυαρχίδες) τότε το Zenfone 11 Ultra μπορεί να αποτελέσει μία εξαιρετικά πετυχημένη αγορά που θα σας βγάλει ασπροπρόσωπους για κάμποσα χρόνια, καλύπτοντας κάθε έκφανση της καθημερινότητάς σας.
    1 πόντος
  40. Ξέρουμε πολύ καλά πώς είναι να εργάζεσαι για ώρες επί ωρών, «αγκαλιά» με ένα πληκτρολόγιο κι ένα ποντίκι, καθισμένος σε μια καρέκλα. Αυτό ενέχει πολλά προβλήματα, κάποια από τα οποία η Logitech επιχειρεί να λύσει με το Logitech Wave Keys keyboard, ένα εργονομικό πληκτρολόγιο γραφείου που συνδυάζεται άψογα με το εργονομικό Logitech MX Vertical mouse. Δοκιμάσαμε το πληκτρολόγιο -γράψαμε και το παρόν κείμενο μέσω εκείνου- και παραθέτουμε τη γνώμη μας. Εμφάνιση - Σχεδιασμός Οπτικά, το Logitech Wave Keys κάνει εντύπωση από την πρώτη στιγμή. Υιοθετεί την πινελιά του υπερυψωμένου κέντρου, όμως δεν χωρίζει σε δύο ομάδες τα πλήκτρα με ένα ξεκάθαρο χώρισμα στην μέση – είναι ενιαίο και κυματιστό. Πέραν της ομορφιάς του σχεδιασμού, δηλαδή, είναι εργονομικό και βοηθάει τον χρήστη να τοποθετεί πιο σωστά τα χέρια του κατά την πληκτρολόγηση. Οι διαστάσεις του πληκτρολογίου φτάνουν τα 37.6x21.9x3cm, ζυγίζοντας περίπου 700 γραμμάρια. Είναι πιο μικρό σε μέγεθος από ένα τυπικό πληκτρολόγιο πλήρους μεγέθους, τουλάχιστον στο πλάτος, καθώς τα πλήκτρα έχουν επίσης τοποθετηθεί σε διάταξη κύματος-τόξου. Υπάρχει μια καμπύλη από την επάνω άκρη προς την κάτω, εντονότερη κοντά στο κέντρο όπου το πληκτρολόγιο έχει το μεγαλύτερο ύψος. Τα πλήκτρα έχουν επαρκές κενό ανάμεσά τους, τουλάχιστον αρκετό ώστε η αλλαγή από παραδοσιακό πληκτρολόγιο στο Logitech Wave Keys να μην είναι δύσκολη. Με δυο λόγια, δεν χρειάστηκε ιδιαίτερος χρόνος προσαρμογής στα νέα δεδομένα παρά τις διαφορές στον σχεδιασμό. Ως πληκτρολόγιο πλήρους μεγέθους, διαθέτει NumPad και η σειρά πλήκτρων F1-F12 προσφέρει επιπλέον λειτουργίες όπως mute και emojis. Μέσω του λογισμικού που συνοδεύει τη συσκευή, μπορούν να προγραμματιστούν για να εξυπηρετούν άλλους σκοπούς, δίνοντας ελευθερία στον χρήστη – για παράδειγμα, η εντολή στο πλήκτρο emoji ήταν η πρώτη αλλαγή που κάναμε. Στην κάτω πλευρά, όπου ακουμπούν οι καρποί, υπάρχει ενσωματωμένο μαξιλαράκι. Είναι απαλό στο άγγιγμα και δεδομένου ότι οι καρποί κινούνται (στην περίπτωσή μας τουλάχιστον), δεν προκάλεσε ερεθισμούς στο δέρμα ή ενοχλήσεις. Το σώμα του πληκτρολογίου και τα πλήκτρα είναι κατασκευασμένα από πλαστικό ABS, προσφέροντας καλή ποιότητα κατασκευής όμως όχι κάτι πέραν των συνηθισμένων. Το πληκτρολόγιο διαθέτει δύο ποδαράκια στο κάτω μέρος, τα οποία μαζεύονται ή επεκτείνονται για να δώσουν κλίση στο πληκτρολόγιο. Είναι θετικό που δεν είναι μονίμως σε κλίση, καθώς εμάς μας βολεύει μεν, όμως σε άλλα πληκτρολόγια όπου δεν προσφέρεται η δυνατότητα είναι κάπως περιοριστικά – κάποιος που έχει πιο ψηλά την καρέκλα ή τα μπράτσα, για παράδειγμα, ίσως να μην χρειάζεται επιπλέον κλίση στο πληκτρολόγιο. Κάτι που μας έλειψε είναι ο φωτισμός στα πλήκτρα, ο οποίος απουσιάζει εντελώς. Σε ένα τυπικό πληκτρολόγιο δεν θα μας απασχολούσε καθώς σπάνια χρειάζεται να κοιτάζουμε το πληκτρολόγιο όταν π.χ. γράφουμε ένα κείμενο, όμως παρά την εύκολη μετάβαση στον κυματιστό σχεδιασμό χρειάστηκε κάπου-κάπου να ρίχνουμε μια ματιά στη θέση των δακτύλων μας και των πλήκτρων. Στο σκοτάδι, ήταν λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα, χωρίς να είναι ένα τεράστιο πρόβλημα όμως παραμένει άξιο αναφοράς. Χαρακτηριστικά – Απόδοση Το Logitech Wave Keys είναι ασύρματο, απαιτώντας τον αντάπτορα USB που το συνοδεύει προκειμένου να συνδεθεί με υπολογιστές, όμως διαθέτει και συνδεσιμότητα Bluetooth δίνοντάς του μεγαλύτερη ευελιξία (π.χ. σύνδεση σε φορητές συσκευές όπως tablets). Μπορεί, μάλιστα, να συνδεθεί σε πολλαπλές συσκευές ταυτόχρονα (μέχρι 3) και να γίνεται εναλλαγή με το πάτημα ενός κουμπιού. Σε περιβάλλον γραφείου αλλά και σε σπίτι, χρησιμοποιώντας είτε τον αντάπτορα είτε το Bluetooth δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα συνδεσιμότητας, παρεμβολών κλπ. Το ίδιο ισχύει και για τα λειτουργικά συστήματα που υποστηρίζει, όπου και πάλι δεν συναντήσαμε κανένα πρόβλημα είτε με Windows 11 είτε με macOS Sonoma. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει ένδειξη των σχετικών πλήκτρων που περιμένετε ανά λειτουργικό, το start για παράδειγμα στα Windows καθώς και τα option/command στο macOS. Για την τροφοδοσία του πληκτρολογίου, χρησιμοποιούνται δύο μπαταρίες τύπου AAA, οι οποίες προσφέρουν -όπως αναφέρει η εταιρεία- έως και 36 μήνες χρήσης. Προφανώς, δεν προλάβαμε να περάσουμε τρία χρόνια με το πληκτρολόγιο για να επιβεβαιώσουμε αν ο ισχυρισμός είναι ακριβής, αλλά πρότερη εμπειρία με προϊόντα της Logitech δείχνουν πως αν υπάρχει απόκλιση θα είναι αμελητέα. Για εμάς, μπαίνει στα θετικά η χρήση μπαταριών AAA αντί ενσωματωμένης επαναφορτιζόμενης μπαταρίας, καθώς η διάρκεια ζωής της συσκευής δεν συνδέεται με την υγεία της μπαταρίας, η οποία σε βάθος χρόνου θα φθίνει. Βέβαια, θα μπορούσε να προσφέρει και την δυνατότητα ενσύρματης χρήσης είτε για λόγους συμβατότητας είτε για λόγους άνεσης (π.χ. δεν υπάρχουν ανταλλακτικές μπαταρίες μια δεδομένη στιγμή). Στην πράξη, χρησιμοποιώντας το πληκτρολόγιο μας άρεσε απευθείας το πόσο αθόρυβο είναι. Χρησιμοποιώντας τεχνολογία μεμβράνης, κάθε πάτημα πλήκτρου παράγει αμελητέο θόρυβο και σίγουρα δεν ενοχλεί ούτε σε ένα ήσυχο σπίτι. Η απόκριση των πλήκτρων ήταν καλή, χωρίς να απαιτείται δύναμη στο πάτημα, αν και τα πλήκτρα έχουν λίγο μεγαλύτερο βάθος από το ιδανικό για τις προτιμήσεις μας. Παρόλα αυτά, η εμπειρία ήταν αναμφίβολα άψογη. Δοκιμάσαμε να συνδυάσουμε την χρήση του Logitech Wave Keys με το Logitech MX Vertical, για να έχουμε ένα πλήρως εργονομικό συνδυασμό. Προκειμένου να χρησιμοποιήσουμε το ποντίκι αρκετά και να μην εστιάσουμε στο πληκτρολόγιο, στραφήκαμε σε σενάρια όπως επεξεργασία εικόνας στο Adobe Photoshop. Εστιάζοντας στην οθόνη, μπορούσαμε σχετικά εύκολα να εντοπίσουμε τα πλήκτρα που θέλαμε δίχως να κοιτάζουμε το πληκτρολόγιο, αποδεικνύοντας πόσο φυσική είναι η τοποθέτησή τους. Το ποντίκι παρέμεινε απολαυστικό και ξεκούραστο καθ’ όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας και μετά από μερικές ώρες χρήσης και των δύο, πράγματι νιώσαμε τη διαφορά κι είναι δύσκολο να αποτυπωθεί με λέξεις. Αρχικά δεν νιώθαμε ενοχλήσεις σε καρπούς και πήχεις, ενώ η στάση του σώματος έμεινε σωστή για ώρες, δίχως να νιώθουμε κούραση στα χέρια ή τους ώμους. Δεν οφείλονται όλα αυτά αποκλειστικά στις δύο συσκευές, όμως η συμβολή τους ήταν μεγάλη. Τέλος, όσον αφορά στο λογισμικό Logi Options+, οι δυνατότητες που προσφέρει είναι καλοδεχούμενες και η χρήση του γενικά εύκολη. Για παράδειγμα, πέρα από την απλή ανάθεση ενεργειών στα προγραμματιζόμενα πλήκτρα, μπορούν να ανατεθούν εντολές όπως το άνοιγμα εφαρμογών. Πρόκειται για λογισμικό που ανοίξαμε και χρησιμοποιήσαμε λίγες φορές, δίχως να γίνεται εμπόδιο κι ούτε να περιπλέκει τα πράγματα. Συμπέρασμα Συνολικά, το Logitech Wave Keys είναι μια προσιτή και ποιοτική λύση για όσους περνούν ώρες χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή και θέλουν να παραμένουν ξεκούραστοι, δίχως να καταπονούν τα χέρια και το σώμα τους γενικότερα. Είναι μια άψογη επιλογή για όσους δεν έχουν χρησιμοποιήσει προηγουμένως ένα εργονομικό πληκτρολόγιο, αφού ο σχεδιασμός του δεν διαφέρει δραστικά από ενός τυπικού πληκτρολογίου. Όσοι έχουν εμπειρία από το άλλο εργονομικό πληκτρολόγιο της εταιρείας, το K860 το οποίο έχει πιο «επιθετικό» εργονομικό σχεδιασμό, δεν έχουν να κερδίσουν κάτι με τη μετάβασή τους στο Wave Keys και ίσως μάλιστα δεν το βρουν τόσο άνετο λόγω μικρότερου μεγέθους. Logitech K860 Ergonomic Keyboard (άνω) - Logitech Wave Keys (κάτω) Συνολικά το Logitech Wave Keys, είναι ένα αξιόλογο πακέτο από κάθε άποψη και τα ελάχιστα αρνητικά δεν υπερισχύουν των πολλών θετικών.
    1 πόντος
  41. Η Redmi, το sub-brand της Xiaomi, είναι γνωστό για τις value for money προτάσεις του που στην πλειοψηφία τους έρχονται με χαρακτηριστικά που θα περίμενε να βρει κανείς σε ακριβότερες συσκευές. Το Redmi Note 12 Pro+ είναι μία τέτοια που έχοντας διατεθεί εδώ και μήνες στις αγορές ανατολικότερων χωρών, έκανε επιτέλους την εμφάνισή του και στην Ελλάδα. Η τιμή των €499 σε συνδυασμό με την κύρια κάμερα των 200 MP συνιστούν μεν συνδυασμό που δεν περνά απαρατήρητος, όμως η αλήθεια είναι πως αν επιλέξουμε να μείνουμε σε αυτά, θα αδικήσουμε το Note 12 Pro+. Αναρωτιέστε γιατί; Πάμε να το συζητήσουμε… Εμφάνιση – Σχεδιασμός Το Redmi Note 12 Pro+ είναι… μπαμπάτσικο. Στις 6,67 ίντσες, με διαστάσεις 163 x 76,03 x 7,98 χιλ. και βάρος 187 γραμμάρια, δεν είναι ακριβώς μικροκαμωμένο. Η Xiaomi όμως έδωσε βάση στον σχεδιασμό του, χρησιμοποιώντας γυαλί στην πλάτη του (οι υπόλοιπες επιφάνειες είναι από πολυκαρβονικό) και υιοθετώντας design με στρογγυλεμένες γωνίες, κάτι που προσφέρει άνετο και σταθερό κράτημα. Στην πρόσοψη κυριαρχεί φυσικά η οθόνη, με την κάμερα selfie να υιοθετεί punch-hole στυλ. Στα δεξιά έχουμε τα πλήκτρα αυξομείωσης της έντασης του ήχου και ενεργοποίησης με ενσωματωμένο σαρωτή δακτυλικού αποτυπώματος (η συσκευή ξεκλειδώνει και με αναγνώριση προσώπου), ενώ στην επάνω και την κάτω πλευρά υπάρχουν διπλά ηχεία (μια χαρά ποιότητα ήχου φτάνει να μην έχετε τίποτα παράλογες απαιτήσεις). Στην επάνω όψη της συσκευής σας περιμένει μάλιστα και μία ακόμα έκπληξη: θύρα 3,5 χιλ. για ακουστικά! Η πλάτη του Redmi Note 12 Pro+ μας άφησε γλυκόπικρη γεύση: από τη μία το μηχανικά κατεργασμένο πλαίσιο των φακών που εξέχει ελαφρά να υιοθετεί μίνιμαλ προσέγγιση χορταίνοντας το μάτι κι από την άλλη το αντιαισθητικό κείμενο πιστοποιήσεων να χαλάει μάλλον την όλη εικόνα. Επιπλέον, οι δαχτυλιές δημιουργούνται πολύ εύκολα και θα πρέπει να τις καθαρίζετε συχνά πυκνά. Οθόνη & κάμερες Η οθόνη όπως προείπαμε είναι της τάξης των 6,67 ιντσών. Πρόκειται για το πρώτο πάνελ τύπου Flow AMOLED στη σειρά Redmi Note και μολονότι θα το προτιμούσαμε λίγο πιο φωτεινό, κάνει τη δουλειά του και με το παραπάνω. Τα χρώματα αποτυπώνονται ζωηρά αλλά ρεαλιστικά και σε φυσικούς τόνους, με τον χρήστη να έχει πλήρη ελευθερία κινήσεων ως προς τη ρύθμισή τους. Προσφέρεται επιλογή μεταξύ χρωματικών χώρων DCI-P3 και sRGB καθώς και προσαρμογή RGB ξεχωριστά. Η γωνία θέασης είναι ευρεία σε τέτοιο βαθμό που δεν πρόκειται να επηρεάσει την εμπειρία θέασής σας, ενώ υποστηρίζονται HDR10+ και Dolby Vision. Η ανάλυση είναι στα 1080 x 2400 ενώ ο ρυθμός ανανέωσης «παίζει» είτε στα 60 Hz, είτε στα 120 Hz. Ενδιάμεσες επιλογές μπορεί να μην υπάρχουν όμως τουλάχιστον η προσαρμογή του γίνεται αυτόματα ανάλογα με το περιεχόμενο της οθόνης. Φυσικά ο «κράχτης» στο Redmi Note 12 Pro+ δεν είναι άλλος από την κύρια κάμερα. Τα 200 MP άλλωστε δεν περνούν απαρατήρητα, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για την πρώτη συσκευή της Xiaomi που πιάνει το συγκεκριμένο όριο. Το μεγάλο πλεονέκτημα της συγκεκριμένης ανάλυσης είναι η πληθώρα δυνατοτήτων που προσφέρει στον χρήστη ως προς το κροπάρισμα. Ο τελευταίος μπορεί λ.χ. να τραβήξει μια φωτογραφία στα 200 MP και να αφήσει την AI μέσω της λειτουργίας ProCut να την «κόψει» καταλλήλως (4:3, 1:1, 16:9, πορτρέτο για Instagram κλπ), δημιουργώντας εντελώς διαφορετικές λήψεις, ανάλογα με το σημείο που θα εστιάσει. Η συσκευή προσφέρει 2x οπτικό ζουμ μέσω κροπαρίσματος, το οποίο δείχνει μια χαρά. Οτιδήποτε μεγαλύτερο αυτού ωστόσο, ρίχνει σημαντικά την ποιότητα και ως εκ τούτου δε συνίσταται. Η λειτουργία 4-to-1 Ultra HD (ουσιαστικά πάτε το pixel binning στα 50 MP) αποτελεί τη χρυσή τομή μεταξύ μεγέθους και ποιότητας εικόνας. Σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, η κάμερα του Redmi Note 12 Pro+ δεν τα πάει κι άσχημα τηρουμένων των αναλογιών. Με τη σχετική λειτουργία ενεργοποιημένη, θα παρατηρήσετε ότι ο θόρυβος κυμαίνεται σε αρκετά χαμηλά επίπεδα, έστω κι αν η ταχύτητα εστίασης αυξάνεται σημαντικά ενώ ακόμα κι η παραμικρή κίνηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ανεπιθύμητη θολούρα. Η κύρια κάμερα γράφει βίντεο 4K/30fps και 1080p/60fps χωρίς όμως σταθεροποίηση εικόνας. Πλαισιώνεται δε από δύο ακόμα: μία υπερευρυγώνια (8 MP, f/2.2) και μία macro (2 MP, f/2.4) που όμως δεν ξεχωρίζουν σε καμία περίπτωση. Στην πρόσοψη, η selfie cam είναι στα 16 MP και χαρίζει σπουδαία πορτρέτα εφ’ όσον αφιερώσετε λίγο χρόνο στην προσαρμογή της αφού οι αλγόριθμοι ωραιοποίησης κάπου το παρακάνουν (ευτυχώς η συσκευή θυμάται τις ρυθμίσεις σας). Αυτό που μας άρεσε πάντως ήταν το θόλωμα παρασκηνίου, λειτουργία στην οποία το Redmi Note 12 Pro+ τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από τον ανταγωνισμό. Λειτουργίες – Επιδόσεις Στο εσωτερικό του, το smartphone κρύβει έναν MediaTek Dimensity 1080 ο οποίος ναι μεν σε γενικές γραμμές αποδίδει καλά όμως είναι υποδεέστερος των Exynos 1380 και Snapdragon 7 Gen 1 που συναντάμε σε άλλες συσκευές στην ίδια τιμή. Αν και η απόκριση του Redmi Note 12 Pro+ ήταν γενικώς ικανοποιητική (τα 8 GB RAM της βασικής έκδοσης του smartphone βοηθούν), στο gaming χρειάστηκε να κάνουμε κάμποσες παραχωρήσεις. Τουλάχιστον δεν απογοητευτήκαμε σε ό,τι αφορά την ψύξη του, αφού όσο κι αν το ζορίσαμε, οι θερμοκρασίες στις διάφορες επιφάνειές του δεν ξέφυγαν, απόρροια του συστήματος με φύλλα γραφίτη και θάλαμο ατμού. Η μπαταρία είναι χωρητικότητας 5000 mAh υποστηρίζοντας λειτουργία ταχείας φόρτισης HyperCharge Boost. Μία πλήρης φόρτιση ολοκληρώθηκε σε κάτι παραπάνω από 20 λεπτά κάνοντας χρήση του παρεχόμενου φορτιστή και ενεργοποιώντας το Boost. Η δε αυτονομία του Redmi Note 12 Pro+ είναι στα πλεονεκτήματά του, αφού έπειτα από μία μέρα τυπικής χρήσης, αυτό άντεξε μέχρι και το επόμενο μεσημέρι. Αν μάλιστα προσέξετε λίγο απαιτητικές λειτουργίες όπως την εγγραφή βίντεο 4Κ, το streaming και το gaming, θα έχετε ακόμα μεγαλύτερη άνεση. Ο εσωτερικός αποθηκευτικός χώρος του κινητού είναι της τάξης των 256 GB και μολονότι κρίνεται επαρκής, η απουσία υποδοχής κάρτας SD δε γίνεται να περάσει απαρατήρητη. Τουλάχιστον θα απελευθερώσετε σημαντικό χώρο αφαιρώντας το bloatware με το οποίο έρχεται -δυστυχώς- το Redmi Note 12 Pro+, διαδικασία που του κόβει πόντους, αφού δεν είναι κι ό,τι πιο ευχάριστο για κάποιον που μόλις πήρε στα χέρια του το καινούριο του smartphone. Το MIUI 14 κάνει ό,τι μπορεί για να δημιουργήσει ένα βολικό περιβάλλον χρήστη, όμως η αλήθεια είναι πως το Android 12… πάλιωσε πια. Συμπέρασμα Ένα εξαιρετικό all-around smartphone, με ορισμένα σπουδαία -και κάποια όχι και τόσο- χαρακτηριστικά και σούπερ σχέση τιμής/απόδοσης, το Redmi Note 12 Pro+ είναι μία ενδιαφέρουσα λύση. Ο ανταγωνισμός όμως στη mid-range κατηγορία και δη στο εύρος €450-550 είναι αδυσώπητος (Galaxy A54, Vivo V23, Xiaomi 13 Lite, Galaxy A34, Pixel 6a). Αν ο αισθητήρας της κάμερας είναι για εσάς το α και το ω, τότε ενδεχομένως η πρόταση της Xiaomi να είναι και εκείνη που θα σας καλύψει περισσότερο.
    1 πόντος
  42. H κατηγορία των smartwatches έχει αρχίσει να εξαπλώνεται προσβλέποντας στο κοινό εκείνης των πολυτελών παραδοσιακών ρολογιών. Εδώ και χρόνια άλλωστε οι δυο τους βαδίζουν σε παράλληλα μονοπάτια με τις μεταξύ τους διαφορές να είναι ως επί το πλείστον διακριτές. Τα στεγανά ωστόσο σιγά-σιγά αρχίζουν να σπάνε, κάτι που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις ναυαρχίδες των smartwatches, ένα εκ των οποίων τυγχάνει και το ολοκαίνουριο Watch Ultimate της Huawei. Με τιμή που ξεπερνά ακόμα κι εκείνη ενός high-end smartphone, το εν λόγω ρολόι αποτελεί τον ορισμό του premium, συνδυάζοντας τεχνικά χαρακτηριστικά, λειτουργίες, ποιότητα κατασκευής και βέβαια στυλ. Εμφάνιση – Σχεδιασμός Μια ματιά στο Huawei Watch Ultimate αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι έχει να κάνει με ένα πραγματικά προσεγμένο ρολόι. Για την πρόσοψή του έχει χρησιμοποιηθεί κράμα υγρού μετάλλου από ζιρκόνιο, κάτι που του προσδίδει έξτρα αντοχή στη διάβρωση αλλά και τις ακραίες θερμοκρασίες. Σύμφωνα με τη Huawei, το κράμα υγρού μετάλλου από ζιρκόνιο ξεπερνά κατά πολύ τόσο το ανοξείδωτο ατσάλι του Huawei Watch 3, όσο και το κράμα τιτανίου του Huawei Watch GT 3 Pro σε δύναμη, ανθεκτικότητα, πυκνότητα ανά κυβικό εκατοστό και αντοχή στη διάβρωση. Για να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται, το Huawei Watch Ultimate είναι αδιάβροχο σε βάθος 100 μέτρων ή πίεση 10 ατμοσφαιρών. Εδώ δεν μιλάμε απλά για αδιαβροχοποίηση τύπου IP68 αλλά για πιστοποίηση ISO 22810 και πρότυπο καταδυτικού εξοπλισμού EN13319. Η αδιάβροχη στρώση φίλτρου σε συνδυασμό με τα μεμβρανοειδή στοιχεία που επιτρέπουν στο ρολόι να «αναπνέει», το καθιστούν πλήρως ασφαλές μεταξύ άλλων και για τις καλοκαιρινές σας βουτιές -ή πολύ περισσότερο καταδύσεις. Η αλήθεια είναι πως το δοκιμάσαμε σε διάφορες δραστηριότητες εξωτερικού χώρου, συμπεριλαμβανομένων κολύμβησης, πεζοπορίας, ποδοσφαίρου και μπάσκετ και παρά τις διάφορες προκλήσεις (νερό, επαφές, έκθεση στον ήλιο, χτυπήματα κλπ) δεν έδειξε να καταλαβαίνει τίποτα. Το Huawei Watch Ultimate έρχεται σε δύο εκδόσεις: Voyage Blue και Expedition Black. Η πρώτη έχει έναν… θαλασσινό αέρα ούσα κατάλληλη για λάτρεις της ιστιοπλοΐας (ή της παραλίας) ενώ η δεύτερη έρχεται σε ένα πιο ουδέτερο μαύρο. Η Voyage Blue συνοδεύεται από μπρασελέ από τιτάνιο και λουράκι τύπου HNBR (είναι ελαφρύτερο και ανθεκτικότερο από τα τυπικά λουράκια φθορο-πολυμερών) ενώ η Expedition Black μόνο από το λουράκι HNBR. Εννοείται ότι αν γνωρίζετε από πολυτελή ρολόγια, αμέσως θα καταλάβετε ότι το Watch Ultimate έχει πολλά κοινά στοιχεία από ένα θρυλικό ρολόι της Rolex, το Submariner κάτι που του δίνει έξτρα πόντους. Το ρολόι τώρα έρχεται σε ένα μέγεθος και αυτό είναι… μεγάλο. Με οθόνη 1,5 ίντσας (μεταφράζεται σε διάμετρο 48,5 χιλ.) και βάρος 76 γραμμάρια, το Huawei Watch UltImate είναι ογκώδες. Ο δε σχεδιασμός του είναι ο ορισμός του premium, αφού αφήνει πίσω του τον ανταγωνισμό στα smartwatches (ω, ναι, ακόμα και τα ακριβότερα μοντέλα της Garmin) και κοιτά στα μάτια πολυτελή ρολόγια παραδοσιακών κατασκευαστών. Γύρω από την κεραμική στεφάνη, εντοπίζουμε τρία πλήκτρα: αυτό στα αριστερά και το κάτω δεξιά χρησιμεύουν στην άμεση πρόσβαση σε συγκεκριμένες εφαρμογές και λειτουργίες, ενώ το επάνω δεξιά είναι μία κλασική περιστρεφόμενη κορώνα που αναλαμβάνει την πλοήγηση. Οθόνη Η Huawei εξόπλισε το ρολόι με μία οθόνη πολυκρυσταλλικού πυριτίου χαμηλής θερμοκρασίας (σαν να λέμε LTPO) AMOLED 1,5 ίντσας με επίστρωση από ζαφείρι, ανάλυση 466 x 466 στα 311 PPI που ενεργοποιείται με μία κίνηση του καρπού ή ένα άγγιγμα του χρήστη. Η οθόνη έχει λειτουργία always on την οποία μάλιστα επιτυγχάνει χωρίς να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη μπαταρία. Χρησιμοποιώντας το smartwatch πάντως ουδέποτε αντιμετωπίσαμε πρόβλημα σε ό,τι αφορά την ανάγνωση των πληροφοριών που απεικονίζονταν σε αυτή ακόμα και κάτω από έντονη ηλιοφάνεια. Σημειώστε ότι το ρολόι συνοδεύεται από έξι νέα faces, δύο εκ των οποίων είναι αποκλειστικά για τις ισάριθμες εκδόσεις του. Αξίζει να σημειώσουμε, τέλος, πως σε περίπτωση κατάδυσης, η λειτουργία αφής της οθόνης απενεργοποιείται με αποτέλεσμα ο χειρισμός του Huawei Watch Ultimate να γίνεται μόνο με χρήση των τριών πλήκτρων του. Λειτουργίες – Επιδόσεις Το Huawei Watch Ultimate έρχεται εφοδιασμένο με μια σειρά από λειτουργίες, κομμένες και ραμμένες στα μέτρα των φίλων της περιπέτειας. Σε ό,τι αφορά τις καταδύσεις για παράδειγμα, συναντάμε ειδικές εφαρμογές για scuba και ελεύθερη κατάδυση, αμφότερες με περισσότερους από 20 τύπους υπενθυμίσεων και ειδοποιήσεων με ειδική έμφαση στη διαδικασία αποσυμπίεσης. Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το Expedition, το οποίο με την ενεργοποίησή του, βάζει το ρολόι σε mood πεζοπορίας, απεικονίζοντας στην οθόνη τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει κανείς. Το Huawei Watch Ultimate είναι συμβατό με πέντε τύπους δορυφορικών συστημάτων πλοήγησης (GPS, GLONASS, GALILEO, BEIDOU, QZSS) καθώς επίσης και δορυφόρους τύπου L1 και L5. Για εσάς που αρέσκεστε να γυμνάζεστε σε μέρη άγνωστα (π.χ. στην εξοχή), το Find Your Direction θα αναλάβει να σας καθοδηγήσει με ακρίβεια στον προορισμό σας. Δυστυχώς δεν υπάρχει δυνατότητα σύνδεσης σε δίκτυο κινητής, κάτι που σημαίνει ότι μοιραία θα εξακολουθήσετε να βασίζεστε στο smartphone σας -ακόμα κι αν βγείτε χωρίς αυτό πάντως, το ρολόι θα κρατήσει αναλυτικά στοιχεία των κινήσεών σας, αναλαμβάνοντας να ενημερώσει το προφίλ σας μόλις βρεθεί και πάλι εντός εμβέλειας Bluetooth με το τηλέφωνό σας. Η Huawei διατείνεται πως το Watch Ultimate αντέχει έως και δύο εβδομάδες. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής, φτάνει να χρησιμοποιείτε το ρολόι πολύ προσεκτικά, τουτέστιν χωρίς ιδιαίτερες καταγραφές δραστηριότητας, ηλεκτροκαρδιογραφήματα, παρακολούθηση παλμού, always-on λειτουργίας κλπ. Με τυπική χρήση, η αυτονομία πέφτει στο μισό (ήτοι μία εβδομάδα) που και πάλι όμως δεν είναι κι άσχημη επίδοση. Η φόρτιση είναι σκέτη απόλαυση πάντως, αφού για έναν πλήρη κύκλο 0-100% απαιτείται όλη κι όλη μία ώρα. Ο χρήστης πάντως έχει τον τελευταίο λόγο σχετικά με τη διάρκεια της μπαταρίας, αφού μπορεί να ρυθμίσει κατά βούληση τις διάφορες διαθέσιμες λειτουργίες. Κατά τα άλλα, το Huawei Watch Ultimate τρέχει HarmonyOS 3.0 και διαθέτει πάνω από 100 λειτουργίες προπόνησης. Προσφέρει πληροφορίες για τον ίδιο τον χρήστη (βλ. ηλεκτροκαρδιογράφημα, διάγνωση αρτηριακής σκληρίας, επίπεδα άγχους, ποιότητα ύπνου βάσει TruSleep 3.0 κλπ) αλλά και για το περιβάλλον γύρω του (ατμοσφαιρική πίεση, υψόμετρο, προειδοποιήσεις για καταιγίδες κ.α.). Το δοκιμάσαμε τόσο με συσκευές Android, όσο και με iPhoneχωρίς πρόβλημα, με την εφαρμογή Υγεία της Huawei να είναι αρκετά καλή και να δίνει περισσότερες και αναλυτικές πληροφορίες για την άσκησή μας και γενικότερα την καθημερινότητά μας. Συμπέρασμα Ένα premium smartwatch για όσους αναζητούν κάτι που να… βγάζει μάτι με την καλή έννοια, το Huawei Watch Ultimate είναι μία πρόταση που απευθύνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό. Με άριστη ποιότητα κατασκευής, υπέροχο στυλ και πληθώρα εντυπωσιακών τεχνικών χαρακτηριστικών και λειτουργιών, μιλάμε πιθανότατα για μία από τις πληρέστερες προτάσεις της αγοράς (αν όχι την πληρέστερη). Αν το σηκώνουν το πορτοφόλι και ο καρπός σας, δώστε του μια ευκαιρία.
    1 πόντος
  43. Η vivo ενισχύει περαιτέρω την παρουσία της στη χώρα μας με την κυκλοφορία του vivo X90 Pro, τον διάδοχο της περυσινής ναυαρχίδας της εταιρείας που δημιούργησε αίσθηση και έθεσε υψηλά στάνταρ για τα κορυφαία smartphone της εταιρείας. Για άλλη μια φορά, δίνεται μεγάλη έμφαση στη φωτογραφία και το βίντεο, χωρίς ωστόσο να σημαίνει πως τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά μένουν πίσω. Η νέα συσκευή έφτασε στα χέρια μας, περάσαμε αρκετό χρόνο μαζί της και καταγράφουμε την εμπειρία μας στο κείμενο που ακολουθεί. Σχεδιασμός – Οθόνη Από το μαύρο κουτί του κινητού ξεπροβάλλει η τεράστια συσκευή, διαστάσεων 164.07x74.53x9.34mm και βάρους 214.8g, δηλαδή δεν «λυπάται» τίποτα σε μέγεθος και βάρος. Το πρώτο που θα παρατηρήσει κανείς είναι η πλάτη, η οποία όχι μόνο φιλοξενεί τις κάμερες σε ένα μεγάλο κυκλικό εξόγκωμα, αλλά φέρει επένδυση από μαύρο vegan δέρμα. Στην όψη, θυμίζει τα υλικά μιας DSLR και με τόσο μεγάλες κάμερες, θα μπορούσε κανείς να πει πως πρόκειται για DSLR που μετατράπηκε σε κινητό. Οριζόντια στην πλάτη, σπάζοντας στα δύο το δέρμα, βρίσκεται μια μεταλλική λωρίδα όπου αναγράφεται το σλόγκαν “Xtreme imagination” και λίγο παρακάτω, ανάγλυφο πάνω στο δέρμα βρίσκεται το λογότυπο της εταιρείας. Άλλο ένα κομμάτι κειμένου βρίσκεται στην επάνω πλευρά της συσκευής, όπου αναγράφεται το “professional photography”. Η πρώτη εντύπωση είναι μικτή, γιατί από τη μία η όψη με το δέρμα είναι πανέμορφη, από την άλλη τα δύο αυτά σλόγκαν είναι παντελώς περιττά για μια ναυαρχίδα. Διαφοροποιούν τη συσκευή, αλλά για τους λάθος λόγους. Παρόλα αυτά, το δέρμα είναι μια άψογη επιλογή, προσφέροντας διαφορετική όψη από τον ανταγωνισμό αλλά κυρίως, πολύ σταθερό κράτημα. Επιτέλους, ένα κινητό τέτοιου επιπέδου που δεν έχει γυαλί και δεν γλιστράει από το χέρι. Πιο εύκολα θα αφήναμε το vivo X90 Pro χωρίς θήκη παρά οποιαδήποτε άλλη ναυαρχίδα της αγοράς. Επίσης , φέρει πιστοποίηση IP68, οπότε προστατεύεται από νερό και σκόνη. Κατά τα άλλα, το design είναι πολύ καθαρό, έχοντας κάτω μια θύρα USB-C, ένα ηχείο και την θύρα κάρτας SIM, ενώ δεξιά βρίσκονται τα πλήκτρα ρύθμισης έντασης και ενεργοποίησης. Οι υπόλοιπες πλευρές δεν έχουν κάτι, πέρα από τα μικρόφωνα της επάνω πλευράς. Να σημειωθεί πως ο αισθητήρας δακτυλικού αποτυπώματος δεν βρίσκεται στο πλήκτρο ενεργοποίησης, όπως συνηθίζεται πλέον, αλλά κάτω από την οθόνη. Μπροστά, θα βρούμε μια μεγάλη οθόνη 6.78” τεχνολογίας OLED με ανάλυση QHD+ (1260x2800) και πυκνότητα 452ppi. Προσφέρει κάλυψη χρώματος DCI-P3 100% και ο ρυθμός ανανέωσης φτάνει στα 120Hz, ενώ η φωτεινότητα είναι επίσης υψηλή με όριο τα 1300nits. Στα πλάγια, η οθόνη είναι ελαφρώς κυρτή, δίνοντας ακόμη πιο premium όψη στο κινητό χωρίς να γίνεται εμπόδιο στο κράτημα και την χρήση. Στην πράξη, η οθόνη είναι άριστη, καθώς η συνεργασία της vivo με τη Zeiss προσφέρει καρπούς και εδώ με τη μορφή ενός “Zeiss natural mode” για τα χρώματα. Καθώς προτιμούμε τα πιο φυσικά χρώματα από τα έντονα και πολύ ζωηρά, είναι μια καλοδεχούμενη προσθήκη. Σε συνδυασμό με την υποστήριξη HDR10+, βλέπαμε σειρές και ταινίες με άνεση και ποιότητα που θα περιμέναμε από μια ναυαρχίδα. Τα δύο ηχεία που βρίσκονται επάνω και κάτω παράγουν στερεοφωνικό ήχο, που συμπληρώνει πολύ καλά τα βίντεο, έχοντας καλό μπάσο για τις πιο έντονες σκηνές δράσης. Πέρα από αυτά, ο ρυθμός ανανέωσης εναλλάσσεται αυτόματα ή ρυθμίζεται χειροκίνητα. Προτιμήσαμε την αυτόματη επιλογή και λειτούργησε απροβλημάτιστα, προσφέροντας ομαλή κίνηση στο σκρολάρισμα και τη γενικότερη χρήση του κινητού. Η υψηλή φωτεινότητα ήταν επίσης χρήσιμη σε εξωτερικούς χώρους, όπου (με εξαίρεση τη γυαλάδα του ήλιου) η οθόνη παρέμενε ευανάγνωστη. Συνολικά, η οθόνη μας άφησε ικανοποιημένους από κάθε άποψη. Στο κουτί θα βρούμε έναν φορτιστή 120W, καλώδιο φόρτισης και μια διάφανη θήκη σιλικόνης, προσφέροντας όλα όσα χρειαζόμαστε για να αξιοποιήσουμε πλήρως τη συσκευή χωρίς να μπούμε σε επιπλέον έξοδα, από το οποίο θα μπορούσαν να παραδειγματιστούν και άλλοι μεγάλοι κατασκευαστές. Επιδόσεις – Μπαταρία Το vivo X90 Pro θα είναι για πολλούς η πρώτη επαφή με το νέο flagship SoC της Mediatek. Το κινητό έρχεται με το οκταπύρηνο Mediatek Dimensity 9200 (1x Cortex-X3 @ 3.05GHz, 3x Cortex-A715 @ 2.85GHz, 4x Cortex-A510 @ 1.8GHz, GPU: Mali-G710) και 12GB RAM, με αποθηκευτικό χώρο 256GB. Στο εσωτερικό της συσκευής βρίσκεται και vapor chamber για διαχείριση της θερμότητας, κάτι που θέλαμε πολύ να δοκιμάσουμε. Ας βγάλουμε από τη μέση τα τυπικά, στα οποία δεν εντοπίζεται κανένα απολύτως πρόβλημα. Multi-tasking με Slack, Spotify, Outlook, Gmail, Word και παρόμοιες εφαρμογές ήταν η καθημερινότητά μας, την οποία και διαχειρίστηκε άψογα, όπως και ήταν αναμενόμενο. Στο Geekbench 5, έλαβε σκορ 1386 (Single-Core) και 4301 (Multi-Core), λίγο χαμηλότερο από τους άμεσους ανταγωνιστές του, όμως στο 3D Mark Wildlife Extreme η διαφορά ήταν μηδαμινή (22.2fps). Στο Geekbench 6 το Χ90 Pro μας έδωσε 1712 στο Single Core kai 4204 στο multicore, γύρω στους 1000 πόντους διαφορά με το S23 Ultra. Με λίγα λόγια, ναι, στο χαρτί ο Dimensity 9200 δεν τα πηγαίνει τόσο καλά όσο το καλύτερο τσιπ της Qualcomm, ωστόσο στην πραγματικότητα οι επιδόσεις κατά τη χρήση δεν διαφέρουν και το λέμε έχοντας χρησιμοποιήσει συσκευές και των δύο πλευρών. Τώρα, στα παιχνίδια. Από Genshin Impact έως Asphalt 9 Legends, Call of Duty Warzone Mobile και άλλα, δεν είχαμε κανένα θέμα σε Maximum ρυθμίσεις γραφικών με εξαίρεση το Genshin Impact, που έπεσε στα Medium για να κρατήσει σταθερά τα 60fps. Επιστρέφοντας στο θέμα του vapor chamber, παρατηρήσαμε πως μετά από αρκετή ώρα παιχνιδιού το κινητό ανέπτυξε αισθητή θερμοκρασία μεν, αλλά ποτέ δεν προβληματιστήκαμε μήπως υπερθερμαίνεται. Στο κομμάτι της αυτονομίας, το vivo X90 Pro έρχεται με μπαταρία χωρητικότητας 4870mAh και υποστηρίζει φόρτιση 120W με τον παρεχόμενο φορτιστή. Εδώ βλέπουμε πως το Dimensity 9200 κάνει καλή διαχείριση ενέργειας, αφού με τυπική χρήση βγάζαμε περίπου μιάμιση ημέρα προτού φτάσει σε μονοψήφια νούμερα και χρειαστεί φόρτιση. Σε πιο χαλαρές μέρες, που δεν κάναμε διαρκή χρήση, έφτασε ακόμη και το βράδυ της δεύτερης ημέρας προτού το βάλουμε στην πρίζα. Μιλώντας για αυτό, φορτίζει πλήρως σε περίπου 27 λεπτά στη γρήγορη ρύθμιση και σε περίπου 30 λεπτά με το “Safe” mode, που προφυλάσσει την μπαταρία από περιττή φθορά. Μιλάμε για μηδαμινή διαφορά, οπότε δεν είδαμε λόγο να χρησιμοποιούμε τη γρήγορη ρύθμιση για πλήρη φόρτιση. Ωστόσο, χάρη σε εκείνη μπορεί να φτάσει το 50% σε μόλις 11 λεπτά, κάτι που δεν θέλαμε να χρησιμοποιούμε συχνά για να μην καταπονείται άσκοπα η μπαταρία, όμως σίγουρα θα αποδειχτεί χρήσιμο σε καταστάσεις ανάγκης. Τέλος, υποστηρίζεται ταχεία ασύρματη φόρτιση 50W, η οποία είναι καλοδεχούμενη αν και δεν είχαμε την ευκαιρία να τη δοκιμάσουμε λόγω έλλειψης τέτοιου φορτιστή. Η συσκευή έρχεται με Funtouch OS 13 βασισμένο σε Android 13, το οποίο προσφέρει αρκετές επιλογές παραμετροποίησης και εξατομίκευσης, κυρίως μέσω των widgets. Ως λειτουργικό, κάνει καλά τη δουλειά του χωρίς ξεκάθαρα προβλήματα, αλλά συνοδεύεται από πολλές, περιττές εφαρμογές που δεν αρμόζουν σε ένα flagship. Ένα ακόμη θετικό είναι η υποστήριξη της εταιρείας, που υπόσχεται αναβαθμίσεις για τρία χρόνια και ενημερώσεις ασφαλείας για τέσσερα χρόνια, καλύτερα από πολλούς ανταγωνιστές. Κάμερα Το «κυρίως πιάτο» του vivo X90 Pro είναι η κάμερα, όπως φαίνεται κι από το μάρκετινγκ, αφού παντού βρίσκεται το όνομα της Zeiss. Ο βασικός φακός wide των 50MP (f/1.75, 1”, OIS, Zeiss optics) συνοδεύεται από έναν ακόμη wide 50MP (f/1.6, OIS) για πορτρέτα και έναν τρίτο ultra-wide (12MP, f/2.0) για ευρυγώνιες λήψεις. Και οι τρεις φακοί ενισχύονται από φίλτρο Zeiss T* που κρατάει καθαρές τις λήψεις. Για αρχή, ο βασικός, άκρως εντυπωσιακός φακός. Ξεκινάμε με το Night Mode, που δεν το συνηθίζουμε, καθαρά γιατί μας εντυπωσίασε πολύ. Συντηρεί τα χρώματα με μεγάλη ακρίβεια και φωτίζει ομοιόμορφα τα σκοτεινά σημεία, χωρίς υπερβολική έκθεση ούτε εμφανή θόρυβο. Παράλληλα, όλο αυτό δεν γίνεται εις βάρος της λεπτομέρειας. Μετατρέπει τη νύχτα σε μέρα, κυριολεκτικά, μονάχα με το φως του φεγγαριού ή μερικές λάμπες στον δρόμο. Είναι από τα πιο εντυπωσιακά Night Mode που έχουμε δει σε κινητό, αν όχι το καλύτερο, δεδομένης και της διαφοράς τιμής συγκριτικά με τον ανταγωνισμό και πραγματικά μας εντυπωσίασε στη Βαρκελώνη όπου και το δοκιμάσαμε αρκετά. Φυσικά, σε φωτογραφίες με πλούσιο φως, τα πράγματα είναι εξίσου ποιοτικά, με άριστη διατήρηση χρώματος και λεπτομέρειας, χωρίς θόρυβο και χωρίς περιττές επεμβάσεις που χαλάνε την φυσικότητα της φωτογραφίας. Το μοναδικό αρνητικό είναι πως το zoom περιορίζεται στο 2x (οπτικό), οπότε ναι μεν υπάρχει η δυνατότητα για ψηφιακό zoom 10x, αλλά χάνεται τόσο η ποιότητα που δεν έχει νόημα. Μια λειτουργία που μας αρέσει όποτε την συναντάμε -όχι πολύ συχνά είναι το Miniature Mode, που κάνει τις λήψεις να φαίνονται σαν μακέτα με μινιατούρες. Είναι πολύ εύκολο να βγουν τέτοιες φωτογραφίες και το αποτέλεσμα είναι πανέμορφο, σε αντίθεση με τις πολύ ειδικές συνθήκες που χρειάζεται π.χ. η μακροφωτογραφία. Υπάρχουν επιπλέον λειτουργίες για φωτογράφιση της Σελήνης και των αστεριών, οι οποίες πάλι φέρνουν πολύ καλά αποτελέσματα με ελάχιστο κόπο και χωρίς την ανάγκη για τρίποδο, απλώς δεν μας έβγαινε πολύ αυθόρμητα να τις αξιοποιούμε, σε αντίθεση με το Miniature Mode. Περνώντας στα πορτρέτα, τα διάφορα εφέ bokeh που επιτρέπει η κάμερα είναι όλα υπέροχα, δίνοντας ακριβώς τόση λεπτομέρεια όση θέλει ο χρήστης χωρίς το αποτέλεσμα να μοιάζει ξεκάθαρα επεξεργασμένο ή ως απλό εφέ θολώματος του παρασκηνίου. Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη είναι το Cineflare Portrait, που προσθέτει ρυθμιζόμενο focus flare σε μια φωτογραφία κι έτσι κάθε λήψη μπορεί να γίνει λίγο πιο ιδιαίτερη. Γενικά, η βασική κάμερα και τα τόσα modes είναι η χαρά του φωτογράφου. Στην ultra-wide κάμερα, η πτώση σε ποιότητα χρώματος και λεπτομέρειας είναι αισθητή, όχι απαραίτητα γιατί έχει κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα αλλά γιατί η βασική κάμερα έχει τόσο υψηλή ποιότητα. Ακόμη κι αυτή, όμως, τα καταφέρνει πολύ καλά σε νυχτερινές λήψεις, διατηρώντας ένα επίπεδο ποιότητας και συνοχής μεταξύ των καμερών που δεν έχουν όλα τα flagships. Εξίσου μεγάλο βάθος επιλογών βρίσκουμε και στο βίντεο, όπου επιτρέπεται η καταγραφή σε 4K και υποστηρίζονται δυνατότητες όπως Night Sports (εξάλειψη ειδώλων κίνησης σε νυχτερινές λήψεις), zero shutter lag (καταγραφή με μηδενική καθυστέρηση κλείστρου, για εντυπωσιακά πλάνα) και cinematic bokeh. Προσφέρει, όπως και η βασική κάμερα, πολλά εργαλεία που θα αξιοποιήσουν οι πιο δημιουργικοί αλλά και εκείνοι που θέλουν να πειραματιστούν. Τέλος, η μπροστινή κάμερα των 32MP. Πάλι ενσωματώνει τεχνολογίες που βγάζουν άψογα αποτελέσματα, όπως πολλαπλά είδη bokeh, και η ποιότητα είναι πολύ καλή για τα δεδομένα μιας selfie κάμερας. Το μοναδικό παράπονο είναι το fixed focus, όμως ούτως ή άλλως δεν μας έλειψε τόσο στην πράξη. Συμπέρασμα Το vivo X90 Pro είναι μια πανάξια ναυαρχίδα που τα καταφέρνει περίφημα σε κάθε πλευρά, από ταχύτητα και αυτονομία έως φόρτιση και φυσικά, κάμερα. Το εξαιρετικό design της πλάτης συμπληρώνεται από μια υπέροχη οθόνη στην μπροστινή πλευρά, όπου η Zeiss έχει βάλει το χεράκι της, όπως έκανε και με τις κάμερες. Τα μοναδικά στοιχεία που θα θέλαμε να είναι αλλιώς, έχουν να κάνουν με την έλλειψη zoom (πέραν του πολύ βασικού επιπέδου), κάποιες πινελιές μετριότητας στο design της συσκευής και το bloatware που συνοδεύει το λογισμικό. Σε γενικές γραμμές όμως, δεν αρκούν για να χαλάσουν μια εξαιρετική εμπειρία και μία από τις πιο δυνατές προτάσεις στην αγορά για τη φετινή χρονιά.
    1 πόντος
  44. Καθώς η… επέλαση της vivo στη χώρα μας συνεχίζεται, το vivo Y35 έφτασε στα χέρια μας και το δοκιμάσαμε για αρκετές ημέρες προτού αποτυπώσουμε τις σκέψεις μας στο παρακάτω κείμενο. Μπορεί να ανήκει στη μεσαία -και δημοφιλέστερη- σειρά της εταιρείας, ωστόσο στοχεύει ψηλότερα από όσο αρχικά φαίνεται. Μεγάλη κι άνετη οθόνη, λιτός σχεδιασμός, δύο μεγάλες κάμερες στην πλάτη και μέσα εξαρτήματα που το καθιστούν άξιο προσοχής. Για να δούμε τις λεπτομέρειες όμως που συνήθως κάνουν και τη διαφορά. Σχεδιασμός – Οθόνη Πιστό στη σχεδιαστική φιλοσοφία της σειράς Y, το vivo Y35 έχει στρογγυλεμένες γωνίες, ίσιο πλαίσιο και πλάτη πεντακάθαρη πλην του λογοτύπου της εταιρείας και φυσικά, το κομμάτι που στεγάζει την κάμερα στην επάνω αριστερή γωνία. Η κάμερα έχει δύο μεγάλους, στρογγυλούς φακούς σε κάθετη διάταξη και λίγο πιο «κρυμμένο» έναν τρίτο φακό στην κάτω δεξιά γωνία, με το LED φλας ακριβώς από πάνω του. Η συσκευή διατίθεται σε δύο χρώματα: Dawn Gold και Starlit Blue. Όπως πάντα, το πρώτο είναι πιο ζωηρά χρωματισμένο και το δεύτερο πιο απλό, «παίζοντας» ωστόσο με το φως. Το βάρος του κινητού ανέρχεται στα 188 γραμμάρια και οι διαστάσεις του στα 16.43x7.11x0.83cm, με σώμα κατασκευασμένο από πλαστικό σε όλα του τα σημεία πλην της οθόνης, που παραμένει γυάλινη (με άγνωστο τύπο ανθεκτικότητας). Γενικώς, για όσους έχουν ασχοληθεί με το πρόσφατο vivo Y22s, πρόκειται για σχεδόν ίδιο καλούπι και μέγεθος. Στη δεξιά πλευρά της συσκευής βρίσκουμε το πλήκτρο ενεργοποίησης, με ενσωματωμένο αισθητήρα δακτυλικού αποτυπώματος. Πάνω από αυτό, βρίσκεται το πλήκτρο ρύθμισης έντασης. Στην απέναντι πλευρά δεν υπάρχουν πλήκτρα ή θύρες, αφού η θύρα καρτών SIM βρίσκεται στην επάνω πλευρά. Κάτω θα βρούμε τη θύρα USB-C, μαζί με θύρα ακουστικών 3.5mm κι ένα ηχείο. Περνάμε στην οθόνη, μεγέθους 6.58” με πάνελ IPS LCD και ανάλυση FHD+ (2408x1080). Μπορεί το είδος του πάνελ να μην εντυπωσιάζει, ούτε τα διόλου αμελητέα περιθώρια περιμετρικά, αλλά με ρυθμό ανανέωσης στα 90Hz και υψηλή ανάλυση, είναι μια τίμια λύση στην κατηγορία του. Προφανώς, θα προτιμούσαμε ένα πάνελ τύπου OLED, σε κάθε περίπτωση. Παρακολουθήσαμε σειρές όπως 1899 που είναι αρκετά σκοτεινή, JoJo’s Bizarre Adventure που έχει πλούσια χρώματα και μερικές ταινίες. Παρότι δεν μας άφησαν κάποιο ιδιαίτερο παράπονο τα χρώματα, η φωτεινότητα φάνηκε κάπως χαμηλή και σε εξωτερικούς χώρους μας δυσκόλεψε λίγο ορισμένες φορές. Κατά τα άλλα, σε εσωτερικό χώρο ήταν επαρκής και παρακολουθήσαμε ταινίες και σειρές απροβλημάτιστα. Ο ρυθμός ανανέωσης ρυθμίζεται στα 60Hz, στα 90Hz ή σε ρύθμιση αυτόματης εναλλαγής μεταξύ των δύο. Προηγουμένως, αναφερθήκαμε σε ένα ηχείο. Αυτό είναι και το μοναδικό της συσκευής, οπότε ο ήχος είναι μονοφωνικός, άρα παρότι η εικόνα δεν μας άφησε αρνητικές εντυπώσεις, σίγουρα θα θέλαμε ένα δεύτερο ηχείο απλώς για στερεοφωνικό ήχο σε χαλαρή χρήση, π.χ. σειρές. Στη συσκευασία περιλαμβάνεται εξωλκέας SIM και φορτιστής με καλώδιο, αλλά εδώ υπάρχει ένας αστερίσκος στον οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω. Επιδόσεις – Μπαταρία Συνεχίζουμε με τις επιδόσεις, όπου τα πράγματα παίρνουν ενδιαφέρουσα τροπή. Το vivo Y35 έρχεται με Qualcomm Snapdragon 680 (4x Kryo 265 Gold @ 2.4 GHz, 4x Kryo 265 Silver @ 1.9GHz, GPU: Adreno 610) που υποστηρίζει δίκτυα 4G. Ο επεξεργαστής συνοδεύεται από 8GB μνήμης RAM και 256GB ROM, επεκτάσιμη μέσω microSD. Σε καθημερινή βάση, χρησιμοποιούσαμε εφαρμογές όπως Slack, Outlook, Gmail, Google Docs/Sheets, Office και πολύ συχνά παράλληλα λειτουργούσε το Spotify. Επίσης, συχνά ελέγχαμε τα social media από τη συσκευή, όπως και χρησιμοποιούσαμε τον browser. Για τέτοιες εργασίες και καθημερινότητες, ο Snapdragon 680 τα καταφέρνει καλά και χωρίς κάποιο πρόβλημα που τουλάχιστον έγινε αισθητό. Βοηθάει πάρα πολύ η μεγάλη RAM, κάτι που παρατηρήσαμε και στις εναλλαγές από εφαρμογή σε εφαρμογή. Σε αυτό βοήθησε σίγουρα και η Extended RAM 2.0, που δημιουργεί 8GB εικονικής RAM αξιοποιώντας κενό χώρο της ROM, για να βοηθήσει όταν χρειάζεται. Δοκιμάσαμε και μερικά παιχνίδια, όπου τα πράγματα παρέμειναν ικανοποιητικά στην καλύτερη. Παιχνίδια όπως Pokemon Unite, Call of Duty Mobile, Asphalt 9 Legends και League of Legends Wild Rift έτρεχαν σταθερά στα 60fps σε ρυθμίσεις γραφικών έως και Medium. Στο Genshin Impact, έπρεπε η ποιότητα να πέσει στο Low για να έχουμε παρόμοια αποτελέσματα – παρόμοια, διότι υπήρχαν πτώσεις καρέ εδώ κι εκεί, αλλά η εμπειρία γενικά ήταν καλή. Για ένα smartphone σε τέτοια κατηγορία τιμής, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητες οι επιδόσεις του στο gaming, ενώ με απλή καθημερινή χρήση πάλι δεν έχει κάποιο πρόβλημα. Στο κομμάτι της αυτονομίας τώρα, η μπαταρία έχει χωρητικότητα 5000mAh και μέσα στο κουτί περιλαμβάνεται φορτιστής 18W. Το παράδοξο είναι πως η συσκευή υποστηρίζει ταχεία φόρτιση έως και 18W, κάτι που ο φορτιστής αυτός προφανώς δεν προσφέρει. Αναμφίβολα, πρόκειται για κίνηση που κρατάει το κόστος χαμηλά κι είναι καλοδεχούμενη η συμπερίληψη φορτιστή γενικώς. Πίσω στη μπαταρία, καταφέραμε να φτάσουμε σε μονοψήφιο το υπόλοιπο μπαταρίας μέσα σε περίπου μία ημέρα με έντονη χρήση, χωρίς να κρύβουμε ότι περιμέναμε κάτι περισσότερο. Φορτίζοντας με τον παρεχόμενο φορτιστή, είδαμε πως χρειάζεται περίπου μιάμιση ώρα για μια πλήρη φόρτιση, με περίπου 20 λεπτά στην πρίζα να προσφέρουν περίπου 40%. Δεν καταφέραμε να μετρήσουμε τους χρόνους με φορτιστή 18W, ωστόσο η εικόνα σίγουρα θα είναι πολύ διαφορετική προς το καλύτερο, αφού η μιάμιση ώρα για μια φόρτιση δεν είναι ιδανική, όμως είναι κάπως αναμενόμενη για την κατηγορία. Από το κουτί βγαίνει με λειτουργικό Funtouch 12, βασισμένο σε Android 12. Το ωραίο του Funtouch είναι η εξατομίκευση που προσφέρει, επιτρέποντάς μας να προσαρμόσουμε οτιδήποτε από widgets μέχρι γραφικά και εφέ, εύκολα. Κατά τα άλλα, δεν είναι πολύ φορτωμένο με επιλογές και πληροφορίες, οπότε η συνολική εμπειρία είναι θετική. Κάμερα Επιστρέφοντας στην πλάτη, βλέπουμε έναν βασικό φακό 50MP wide (f/1.8), έναν φακό macro (2MP, f/2.4) και έναν αισθητήρα βάθους (2MP). Η μπροστινή κάμερα έχει ανάλυση 16MP. Όπως και με το vivo Y22s, απουσιάζει ένας φακός ultra-wide. Θα ανταλλάζαμε τον φακό macro με έναν ultra-wide, διότι τον χρησιμοποιούμε πολύ συχνότερα, όμως μπορεί κάποιοι να καλύπτονται με τον βασικό wide και ο macro να τους επιτρέπει περισσότερη δημιουργικότητα. Σε κάθε περίπτωση, ξεκινάμε με τις επιδόσεις της βασικής κάμερας. Αρχικά, είναι κανόνας το να υπάρχει καλός φωτισμός. Έχοντας αυτό, οι φωτογραφίες είναι πολύ καλές για τα δεδομένα της κατηγορίας, έχοντας μια καλή ισορροπία στα χρώματα χωρίς να τα κάνει πολύ έντονα ή ξεθωριασμένα. Επίσης, η λεπτομέρεια και οι υφές διατηρούνται σε καλό επίπεδο, με κάποιες ατέλειες να φαίνονται βέβαια σε πολύ κοντινή ανάλυση. Το βράδυ, το Night Mode προσπαθεί πολύ και τα αποτελέσματα συχνά είναι εντυπωσιακά, έχοντας κατά νου το κόστος της συσκευής. Τα χρώματα είναι αρκετά καλοδιατηρημένα και τα πολύ φωτεινά σημεία της εικόνας δεν παραμορφώνονται εύκολα. Περνάμε στα πορτρέτα, όπου ο αισθητήρας βάθους κάνει εξαιρετική δουλειά. Θολώνει με ακρίβεια γύρω από το άτομο ενώ όλα τα καλά της βασικής λειτουργίας παραμένουν, όπως η ποιότητα χρώματος κλπ. Η ιδιαίτερη περίπτωση του φακού macro έχει σειρά, ο οποίος λειτουργεί από απόσταση 4 εκατοστών. Τα «μοντέλα» μας ήταν διάφορα μικροαντικείμενα του γραφείου ή μικροπράγματα από το σπίτι, τα οποία φωτογραφίσαμε από πολύ κοντά. Το μοτίβο ήταν ξεκάθαρο: χρειαζόταν καλός φωτισμός για να δοθεί ένα καλό αποτέλεσμα και πράγματι, ορισμένες λήψεις ήταν αρκετά δημιουργικές και μας άρεσε το αποτέλεσμα. Τέλος, η μπροστινή κάμερα λειτουργεί κοντά στα πρότυπα της βασικής, όμως με τα πάντα ένα σκαλοπάτι κάτω. Πιο εύκολα εμφανίζεται θόρυβος, τα χρώματα δεν είναι τόσο ζωηρά και το θόλωμα στα πορτρέτα δεν έχει τόση ακρίβεια (λόγω της έλλειψης αισθητήρα βάθους). Αλλά, παραμένει μια τίμια κι αξιόπιστη λύση για βιντεοκλήσεις ή περιστασιακές selfies – απλώς, σε σύγκριση με τη βασική κάμερα οι διαφορές είναι αισθητές. Για το βίντεο, είναι μία από τις κακές στιγμές του Y35 χωρίς να δικαιολογείται από το επίπεδο τιμής από τη στιγμή που έχουμε δει καλύτερα αποτελέσματα από παρόμοιες προτάσεις. Τα χρώματα δεν εντυπωσιάζουν, υπάρχει αισθητός θόρυβος, η εστίαση δεν είναι γρήγορη ενώ "καίγεται" εύκολα όταν η λήψη μας γίνεται κάτω από ηλιοφάνεια. Συμπέρασμα Το vivo Y35 είναι μια συσκευή στη μεσαία κατηγορία, με τιμή οριακά στην budget κατηγορία, κι αυτό είναι που το αναδεικνύει συγκριτικά με άλλα κινητά παρόμοιων προδιαγραφών. Το «αστέρι» είναι η κάμερά του, η οποία αποδίδει πολύ καλά σε γενικές γραμμές και τα πορτρέτα με αυτή είναι εντυπωσιακά. Οι επιδόσεις σε παιχνίδια ήταν επίσης καλές, άνω του μετρίου και με σταθερά 60fps σε όσα δοκιμάσαμε. Αυτά που δεν μας εντυπωσίασαν τόσο, είναι το πάνελ τεχνολογίας LCD που «θαμπώνει» κάπως μια, κατά τα άλλα, ανώτερη εμπειρία. Παρομοίως, η απουσία ενός δεύτερου ηχείου υπενθυμίζει σε ποια κατηγορία ανήκει το κινητό. Ωστόσο, τα πηγαίνει καλά σε πιο θεμελιώδη πράγματα και η συνολική εικόνα που αφήνει είναι θετική.
    1 πόντος
  45. Το καλό WiFi στην άνεση των σπιτιών μας έχει γίνει ουσιαστικό μέρος της ζωής μας. Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τηλεργασία, κατ' οίκον εκπαίδευση, streaming, gaming ή γυμναστήριο στο σπίτι. Η πρόκληση είναι να υπάρχει WiFi σε όλο το σπίτι. Αυτό μπορεί να γίνει δύσκολο, ειδικά όταν πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν το WiFi ταυτόχρονα. Αν θέλετε να εργαστείτε στο γραφείο σας και παράλληλα τα παιδιά να παίζουν στο παιδικό δωμάτιο και να κατεβάζετε και μια ταινία ώστε να τη δείτε αργότερα ίσως να μην μπορείτε. Γιατί; Το router μπορεί να βρίσκεται σε μια γωνία και οι τοίχοι να αποτρέπουν το WiFi να λειτουργεί αποτελεσματικά. Με τα Devolo WiFi 6 Repeater 5400 και 3000, αποδεικνύουμε πόσο εύκολο είναι να επεκτείνετε το WiFi του router σας στο διαμέρισμά σας. Τη Devolo τη γνωρίζουμε από τα PLC της, τα οποία έχουμε παρουσιάσει μέσα από την σελίδα του Insomnia. Πρόσφατα κυκλοφόρησε δύο νέα WiFi Repeater, το WiFi 6 Repeater 5400 και WiFi 6 Repeater 3000. Πρόκειται για δύο νέα Repeaters που προστέθηκαν στην οικογένεια της Devolo, για επέκταση του ασύρματου δικτύου ενός χώρου, τα οποία όμως φέρνουν τεχνολογίες που έχουμε δει ως τώρα στα Powerlines της Devolo. Η Devolo παρουσιάζει τα Devolo WiFi 6 Repeater 3000 και 5400, δύο Repeaters με δυνατότητα δημιουργίας ενός ενιαίου δικτύου Mesh. Εξοπλισμένα με Wi-Fi 6 και ταχύτητες 5400Mbps και 3000Mbps αντίστοιχα, είναι εδώ για να λύσουν τα προβλήματα κάλυψης και ταχύτητας που ενδεχομένως να αντιμετωπίζουμε στο χώρο μας. Οι δυνατότητες της τεχνολογίας Mesh είναι εδώ για να κάνουν την εμπειρία μας ακόμα καλύτερη, αφού τα προτερήματα που προσφέρει η συγκεκριμένη τεχνολογία είναι πάρα πολλά. Ήρθαν για να λύσουν τα προβλήματα με το Wi-Fi που μπορεί να έχει οποιοδήποτε σπίτι – ιδίως μεγαλύτερα σπίτια, μεζονέτες, σπίτια με πολλαπλά δωμάτια ή ορόφους, γραφεία ή οτιδήποτε παρεμφερές. Ο τρόπος σύνδεσης των Devolo WiFi 6 Repeater 5400 και 3000 όπως θα δούμε στην συνέχεια, είναι εξαιρετικά απλός και ο καθένας μπορεί να το εγκαταστήσει μόνος του. Οπότε η ευκολία σε συνδυασμό με τις παροχές που προσφέρει είναι ένας εξαιρετικά δελεαστικός συνδυασμός. Ας τα δούμε λίγο πιο αναλυτικά, καταγράφοντας τις εντυπώσεις και την εμπειρία μας με αυτά. Unboxing Devolo WiFi 6 Repeater 3000 Το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 έρχεται σε μια αρκετά μικρή συσκευασία, που είναι ελάχιστα μεγαλύτερη από το μέγεθος του Repeater. Η συσκευασία είναι στα ωραία χρώματα που μας έχει συνηθίσει η Devolo πλέον, που ειναι το λευκό και το πράσινο. (ECO). Μέσα στην συσκευασία θα βρούμε το Devolo WiFi 6 Repeater 3000, κάποια εγχειρίδια τα οποία είναι για Safety and Service και ένα έγχρωμο χαρτί στο οποίο αναγράφονται οι οδηγίες χρήστης. Η παραμετροποίηση όπως αναφέρεται μπορεί να γίνει με δύο τρόπους. Είτε με την χρήση του WPS Button, είτε με την χρήση του Devolo Home Network App που μπορεί να κατεβάσει ο χρήστης πχ από το Google Store ή αντίστοιχα το Apple Store. Το 3000 κυριολεκτικά μπορεί να τοποθετηθεί οπουδήποτε αφού θα περάσει απαρατήρητο λόγω του μεγέθους του και δεν θα ενοχλεί καθόλου. Το τροφοδοτικό του είναι ενσωματωμένο στην ίδια την συσκευή, οπότε και η τοποθέτηση του μπορεί να γίνει ακόμα και σε μία πρίζα στο διάδρομο. Το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 είναι 7,1 cm x 14,9 cm σε διαστάσεις. Γενικότερα δεν είναι μεγάλο σε μέγεθος ούτε βέβαια από τα πιο μικρά αλλά μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα Dual Band Repeater το οποίο είναι και WiFi 6. Στην κάτω πλευρά υπάρχει μια θύρα Gigabit Ethernet για να συνδέσουμε μία ενσύρματη συσκευή ή για να μετατραπεί σε Access Point. Unboxing Devolo WiFi 6 Repeater 5400 Αντίστοιχα με το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 το 5400 έρχεται σε μία αρκετά μεγαλύτερη συσκευασία. Ο λόγος πέρα απο τις μεγαλύτερες ταχύτητες, είναι οτι το 5400 έρχεται με εξωτερικό τροφοδοτικό. Ενώ το 3000 μπορεί να κουμπώσει απευθείας στην πρίζα όποτε δεν χρειάζεται να το στηρίξουμε, το 5400 πρέπει να το ακουμπήσουμε κάπου και μετά να συνδέσουμε το εξωτερικό τροφοδοτικό. Οπότε ένας ακόμα λόγος για το ποιο θα προτιμήσουμε για αγορά έχει να κάνει με το που σκοπεύουμε να το εγκαταστήσουμε. Το 5400 θα μας προσφέρει μεγαλύτερες ταχύτητες αλλά το 3000 μπορεί να τοποθετηθεί κυριολεκτικά οπουδήποτε χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει πχ ένα τραπεζάκι για να το ακουμπήσουμε. Στο 5400 αντίστοιχα υπάρχουν πάλι τα ίδια εγχειρίδια απλά όπως αναφέραμε είναι πιο μεγάλο σε μέγεθος και υπάρχει εξωτερικό τροφοδοτικό. Και στα δύο παραπάνω Repeaters αν κοιτάξουμε στις συσκευασίες απέξω θα δούμε να αναφέρονται τα παρακάτω: Τα 3 χρόνια εγγύησης δείχνουν την εμπιστοσύνη που έχει η Devolo στα προϊόντα της, όπως και την γερμανική υπεροχή στην κατασκευή. Είναι Plug and Play αφού δεν χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις για την εγκατάσταση. Είναι WiFi 6 άρα ξέρουμε ότι είμαστε on the edge of technology και ότι έχουμε κάνει μια FutureProof αγορά και ότι υποστηρίζει Mesh WiFi ώστε να μπορούμε να εκμεταλευτούμε όλα τα προτερήματα της συγκεκριμένης τεχνολογίας. Και επειδή πλέον όλα γίνονται από ενα Smartphone, για αυτό το σκοπό έχει φτιαχτεί το Devolo Home Network App για να γίνουν όλα απλά, εύκολα και γρήγορα. Το Devolo WiFi Repeater 5400 είναι 11,5cm x 14cm. Είναι πιο λεπτό από το 3000 αλλά ένα κλικ πιο μεγάλο. Συγκριτικά με αντίστοιχα Repeaters του εμπορίου παραμένει μικρό. Ένα μεγάλο προτέρημα είναι ότι η βάση στήριξης δεν είναι ξεχωριστή. Στο κάτω μέρος της συσκευής υπάρχουν 2 "ποδαράκια" τα οποία τα ανοίγουν και γίνονται η βάση στήριξης. Πολύ απλό και ταυτόχρονα έξυπνο διότι δεν αυξάνεται ο όγκος της συσκευής. Μεταξύ των δύο, το 5400 είναι το ικανότερο και ακριβότερο, υποστηρίζοντας ταχύτητες έως 5400Mbps αντίθετα με τα 3000Mbps του 3000. Αυτό επιτυγχάνεται χάρη στο σύστημα κεραιών Multi-User MIMO 4x4/2x2. Η συσκευή είναι σχεδιασμένη να στέκεται όρθια. Στη μπροστινή πλευρά τόσο στο 5400 όσο και στο 3000 υπάρχουν τέσσερα ενημερωτικά LED για να ξέρουμε τη ποιότητα σύνδεσης που έχει επιτευχθεί με το υπάρχον ασύρματο δίκτυο το οποίο θέλουμε να επεκτείνουμε ώστε να γνωρίζουμε αν έχει τοποθετηθεί στο σωστό σημείο ή αν είναι πολύ μακρυά ή πολύ κοντά στην συσκευή που θα γίνει Repeat. Στη πίσω πλευρά συναντάμε δυο θύρες Gigabit Lan, την έξοδο τροφοδοσίας καθώς και ένα ακόμα πλήκτρο για εύκολη σύνδεση με ασύρματα δίκτυα μέσω τεχνολογία WPS. Εγκατάσταση Όπως αναφέραμε η εγκατάσταση μπορεί να γίνει με την χρήση του Devolo Home Network. Ανοίγοντας το App θα μας βγάλει επιλογή για Add new devices. Αφού το πατήσουμε, θα εμφανιστούν οι διαθέσιμες επιλογές για ποιο είδος συσκευής θέλουμε να προσθέσουμε. Εμείς διαλέξαμε Repeaters και μετά υπάρχουν οι επιλογές για το μοντέλο. Ξεκινήσαμε με το WiFi 6 Repeater 3000. Διαλέγοντας την επιλογή βγαίνουν τα επόμενα βήματα τα οποία είναι πολύ εύκολα, κατανοητά και μας πηγαίνουν βήμα βήμα. Οι επιλογές είναι δύο. Μπορούμε να παραμετροποιήσουμε το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 με την χρήση του WPS ή να γίνει μέσα από το App. Εφόσον έχουμε 2 Repeaters θα δοκιμάσουμε το κάθε ένα και με διαφορετικό τρόπο. Για αρχή θα δοκιμάσουμε την χρήση του App. Ακολουθήσαμε όλα τα βήματα χωρίς καμία δυσκολία και η εγκατάσταση ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Αξίζει να τονίσουμε ότι η διαδικασία είναι υπερβολικά εύκολη σε σημείο που μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Κυριολεκτικά έχει φτιαχτεί η διαδικασία ακόμα και για άτομα που δεν έχουν γνώσεις γύρω από το αντικείμενο, ώστε να μην αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα. Είναι πολύ αναλυτικά τα βήματα. Επίσης δίνονται Tips για την σωστή τοποθέτηση του Repeater. Βάλαμε το Repeater πολύ κοντά στο Router και το App μας ανέφερε οτί μπορεί να βελτιωθεί η κάλυψη αν μετακινήσουμε το Repeater σε άλλο σημείο. Και μέσα από το App θα βρούμε πολλές διαθέσιμες επιλογές όπως το να ανοίξουμε το Web Interface του Repeater, να κάνουμε Firmware Update που πραγματοποιείται αυτόματα κτλ. Μετά την επιτυχή εγκατάσταση του νέου Repeater, η συσκευή θα ενημερωθεί αυτόματα κατά τη διάρκεια της πρώτης νύχτας μεταξύ 12 π.μ. και 4 π.μ. Η ενημέρωση μπορεί επίσης να γίνει χειροκίνητα, οπότε αν προτιμάτε αυτή την επιλογή μπορείτε να συνδεθείτε στο Web Interface και να γίνει ο έλεγχος και η αναβάθμιση από εκεί. Πλεονέκτημα: Δεν χρειάζεται να εισάγουμε νέο κωδικό πρόσβασης στις ασύρματες συσκευές σας και η περιαγωγή εντός του δικτύου WiFi πραγματοποιείται πολύ γρήγορα. Όλο το δίκτυο έχει ένα ενιαίο SSID με τον ίδιο κωδικό. Η τοποθέτηση των Repeaters πρέπει να γίνει σε μια θέση όπου το σήμα WiFi που λαμβάνουν από το router να είναι αρκετά καλό. Αυτό διασφαλίζει ότι το σήμα που "επαναλαμβάνει" ή "επεκτείνεται" είναι εξίσου ισχυρό. Η ένδειξη σήματος τεσσάρων επιπέδων στο μπροστινό μέρος του Repeater μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε τη βέλτιστη θέση. Αν τοποθετηθεί πολύ μακρυά το WiFi που θα λαμβάνει το Repeater θα είναι ασθενές με αποτέλεσμα μειωμένες επιδόσεις. Αν τοποθετηθεί πολύ κοντά τότε ναι μεν το σήμα θα είναι πολύ καλό αλλά θα χάσουμε στην κάλυψη που θα προσφέρει το Repeater. Σειρά είχε η παραμετροποίηση του Devolo WiFi Repeater 5400. Αυτή τη φορά η παραμετροποίηση έγινε με το WPS το οποίο βέβαια πρέπει να υποστηρίζεται και από το Router που έχουμε. Πλέον τα περισσότερα Router έχουν επιλογή για WPS είτε μέσα από το Web Interface είτε με την χρήση κουμπιού WPS. Θα πρέπει επίσης να μην το έχουμε απενεργοποιήσει μέσα από το Web Interface. Και σε αυτήν την περίπτωση η παραμετροποίηση έγινε επιτυχώς. Μπορεί να χρειάζεται λίγο χρόνο παραπάνω αλλά δεν θα χρειαστεί καν να διαλέξουμε ποιο δίκτυο θέλουμε να κάνουμε Repeat. Όλα θα γίνουν με την χρήση του WPS. Φυσικά είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν πολλαπλά repeater στη σειρά (cascade). Επιπλέον, τα Repeater μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως Access Points, για παράδειγμα 1) για την απενεργοποίηση του WiFi από το router ή 2) εάν έχουμε ήδη θύρες Ethernet στα δωμάτια του σπιτιού μας, για να δημιουργήσουμε ένα WiFi HotSpot απευθείας στα επιθυμητά δωμάτια χρησιμοποιώντας τα Devolo Repeater. Χαρακτηριστικά Devolo WiFi 6 Repeater 5400 και 3000 Ας δούμε τα χαρακτηριστικά τους με απλά λόγια. Μία θύρα Gigabit Ethernet για το 3000 και δύο θύρες Gigabit Ethernet για το 5400. Η/Οι θύρα/ες είναι Gigabit δηλαδή 10/100/1000Mbps και μπορούν να χρησιμοποιηθούν με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος είναι να συνδέσουμε πάνω μια συσκευή που δεν έχει Wireless ώστε να μπορεί να έχει Internet/Δίκτυο πχ έναν αποκωδικοποιητή. Ο δεύτερος τρόπος για όσους έχουν δομημένη καλωδίωση στο σπίτι/ χώρο εργασίας είναι να παραμετροποιηθούν ως Access Points. Σε αυτή την λειτουργία το Internet φτανει στα Repeater με Ethernet καλώδιο και το Repeater απλά το μεταδίδει. Το πλεονέκτημα στο Access Point Mode είναι ότι πλέον δεν υπάρχει περιορισμός πόσο μακρυά θα τοποθετηθεί από το Router που έχουμε, αρκεί να μην ξεπεράσουμε τα 100 μέτρα που είναι το μέγιστο μήκος του Ethernet. Υποστηρίζει Crossband Repeating. Η παράλληλη χρήση των συχνοτήτων WiFi 2,4 Ghz και 5 GHz αυξάνει τους ρυθμούς μετάδοσης. Υποστήριξη WiFi 6 για ακόμα μεγαλύτερες ταχύτητες στο WiFi στα 2,4 Ghz αλλά και στα 5 Ghz. Όσον αφορά στην ασφάλεια, το δίκτυο προστατεύεται με 128-Bit AES Encryption και υποστηρίζει το πρωτόκολλο WPA3 που προσφέρει υψηλού επιπέδου ασφάλεια, με την προϋπόθεση να υποστηρίζεται από τις συνδεδεμένες συσκευές. Το WPA3 είναι το τελευταίο πρωτόκολλο ασφάλειας ώστε να να νιώθουμε ασφαλείς. Τα προηγούμενα πρωτόκολλα WPA/WPA2 επίσης υποστηρίζονται, οπότε δεν θα υπάρξουν θέματα ασυμβατότητας με παλιότερης γενιάς συσκευές. Διαθέτουν κουμπί WPS ώστε η παραμετροποιήση να γίνεται ακόμα πιο εύκολη "αντιγράφοντας" τις ρυθμίσεις του WiFi από το Router που έχουμε. Επιπρόσθετα υποστηρίζει WiFi Mesh με τα υπόλοιπα προϊόντα της Devolo που το υποστηρίζουν. Αυτό εχει ως αποτέλεσμα το δίκτυο μας να είναι ενιαίο και να έχουμε στην διάθεση μας όλα τα προτερήματα της συγκεκριμεμένης τεχνολογίας. Το 5400 διαθέτει τέσσερις ισχυρές κεραίες και το OFDMA παρέχει σταθερούς ρυθμούς μεταφοράς δεδομένων για μεγάλο αριθμό συσκευών, εφαρμογών και παράλληλων χρηστών. Η κατανάλωση του 3000 ανέρχεται στα 6.1 watt! και του 5400 στα 8.2 watt. Ένα από τα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι το Air Time Fairness. To Air Time Fairness εξασφαλίζει την αποτελεσματική χρήση του διαθέσιμου χρόνου μετάδοσης. Δηλαδή οι γρήγορες συσκευές έχουν προτεραιότητα συγκριτικά με τις πιο αργές συσκευές ώστε να μην υπάρχει καθυστέρηση στο δίκτυο μας. Το 3000 υποστηρίζει 574 Mbps στα 2,4 Ghz και 2402 Mbps στα 5 Ghz. Αντίστοιχα το 5400 υποστηρίζει 574 Mbps στα 2,4 Ghz και 4800 Mbps στα 5 Ghz. Υπάρχει Reset Button για να μπορούμε να τα επαναφέρουμε στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, αν χρειαστεί. Πέρα από το App μπορούμε να συνδεθούμε με την IP στο Web Interface και να πραγματοποιήσουμε οποιαδήποτε λειτουργία θέλουμε. Πλεονεκτήματα των Devolo repeaters με μία γρήγορη ματιά • Εύκολη εγκατάσταση – με το πάτημα ενός κουμπιού WPS στο Repeater mode • Τα τέσσερα επίπεδα του LED που δείχνουν πόσο ισχυρό είναι το σήμα WiFi για να βρούμε την κατάλληλη θέση για το repeater • Όμορφο και νέο design • WiFi 6 και λειτουργίες Smart Mesh (Access Point Steering, Client Steering, Band Steering, Airtime Fairness, Beamforming). Τεχνολογίες όπως Parental Control, Fast Roaming, WiFi Timing είναι διάθεσιμες για εμάς. • Σταθερή σύνδεση WiFi • Υψηλές ταχύτητες WiFi • Υποστήριξη από το νέο Devolo Home Network app. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις επιπλέον δυνατότητες όπως για παράδειγμα το Guest WiFi. • Θύρες Gigabit για να δώσουμε στις συσκευές μας γρήγορο Internet μέσω LAN • Εύχρηστα και πολύ καλή σχέση τιμής-απόδοσης Επιπλέον, υποστηρίζεται η τεχνολογία OFDMA αντί της OFDM , που καθιστά το δίκτυο περισσότερο αποδοτικό. To OFDMA είναι Multi user αντίθετα με το OFDM που είναι Single user. H νέα σειρά κληρονομεί όλα τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων μοντέλων της Devolo, όπως τις λειτουργίες Mesh, ώστε ο χρήστης εύκολα να μπορεί να έχει σε όλο του το σπίτι το ίδιο WiFi δίκτυο και να μη χρειάζεται να κάνει πολύπλοκες ρυθμίσεις στις συσκευές του. Επιπρόσθετα σημαντική λειτουργία του Mesh ειναι το AP Steering. Oι συσκευές είναι μόνιμα συνδεδεμένες στο ισχυρότερο σημείο πρόσβασης ακόμα και όταν ο χρήστης μετακινείται μέσα στο σπίτι. Ο χρήστης θα έχει πάντα ισχυρή σύνδεση και τις καλύτερες δυνατές ταχύτητες ακόμα και όταν αλλάζει σημείο πρόσβασης. Επιπλέον, χάρη στη τεχνολογία Band steering, οι συσκευές συνδέονται αυτόματα στη καλύτερη συχνότητα, εφόσον υπάρχει ενιαίο SSID στα 2,4 Ghz και 5 Ghz . Ένα Smartphone μπορεί να συνδέεται στα 5Ghz ενώ μία έξυπνη ζυγαριά που δεν υποστηρίζει τα 5 Ghz, να συνδέεται στα 2,4 Ghz. Μπορούμε να φτιάξουμε Guest δίκτυο το οποίο να έχεις συγκεκριμένους κανόνες πρόσβασης πχ να μην έχουν πρόσβαση οι συσκευές στο τοπικό δίκτυο, μπορούμε να έχουμε schedule για το πότε θα λειτουργεί το WiFi και μπορούμε να βλέπουμε τις συσκευές που είναι συνδεδεμένες στο δίκτυο, είτε ενσύρματα είτε ασύρματα. Καλό άλλα όχι αναγκαίο είναι το Router που έχουμε για πρόσβαση στο Internet να είναι WiFi 6 για να έχουμε καλύτερες επιδόσεις στο δίκτυο που γίνεται repeat, αφού τα συγκεκριμένα Devolo Repeaters υποστηρίζουν WiFi 6. Αν χρησιμοποιούμε ένα Router που λειτουργεί μόνο στα 2,4 Ghz ή δεν υποστηρίζει WiFi 6, το αποτέλεσμα δεν θα είναι το βέλτιστο και σε αυτή τη περίπτωση καλό θα ήταν να αλλάξουμε Router ή να προμηθευτούμε ένα από τα δύο Repeater και να το μετατρέψουμε σε Access Point και ένα δεύτερο για να κάνει το Repeating. Δοκιμές Σειρά είχαν να γίνουν μερικά απλά και κατανοητά τεστ ώστε να δούμε τι μπορεί να μας προσφέρει. Επειδή το WiFi στο VDSL Router που είχαμε στην κατοχή μας δεν ήταν WiFi 6 αποφασίσαμε και συνδέσαμε το Devolo WiFi 6 Repeater 5400 ως Access Point δηλαδή με Ethernet καλώδιο στο VDSL Router και μετά έγινε παραμετροποίηση του Devolo Wifi 6 Repeater 3000 ως Repeater. To VDSL Router με το 5400 τοποθετήθηκαν στο σαλόνι και το 3000 στο υπνοδωμάτιο. Για να δούμε τα αποτελέσματα. Για τις δοκιμές χρησιμοποιήσαμε το Samsung Galaxy S10+ που υποστηρίζει WiFi 6. Τρέξαμε speedtest στην 100αρα VDSL κοντά στο Devolo WiFi 6 Repeater 3000 με SSID test. Είχαμε 90,92 Mbit που είναι και το μέγιστο της VDSL που έχουμε. Από το ίδιο σημείο συνδεθήκαμε στο ασύρματο δίκτυο του VDSL Router με SSID GOOFAKOS και τρέξαμε πάλι Speedtest. Η ταχύτητα λόγω πιο χαμηλού σήματος ήταν στα 68,49Mbit. Τρέξαμε speedtest στην 100αρα VDSL αυτή τη φορά από το μπαλκόνι του σπιτιού στο Devolo WiFi 6 Repeater 3000 με SSID test. Είχαμε 89,83 Mbit που είναι και το μέγιστο της VDSL που έχουμε. Από το ίδιο σημείο συνδεθήκαμε στο ασύρματο δίκτυο του VDSL Router με SSID GOOFAKOS και τρέξαμε πάλι Speedtest. Η ταχύτητα λόγω ακόμα μεγαλύτερης απόστασης από το VDSL Router άρα και ακόμα πιο χαμηλό σήμα έπεσε στα 38,53 Mbit. Στην παραπάνω εικόνα βλέπουμε τα αποτελέσματα από δοκιμές που έγιναν σχετικά με το πόσο καλό/ποιοτικό ήταν το WiFi. Στην αριστερή εικόνα είμαστε στο δωμάτιο που βρίσκεται το Devolo Wifi 6 Repeater 3000. Όπως βλέπουμε έχουμε συνδεθεί με WiFi 6 και η ποιότητα του σήματος είναι εξαιρετική (SSID test). Αντίθετα από εκείνο το σημείο το ασύρματο δίκτυο του VDSL Router φτάνει με δύο από τις τέσσερις γραμμές (SSID GOOFAKOS). Οπότε αντιλαμβανόμαστε τα προτερήματα του Devolo Wifi 6 Repeater 3000. Στην δεξιά εικόνα έχουμε βγεί στο μπαλκόνι. Το VDSL Router λειτουργεί οριακά με μία γραμμή ενώ το Devolo Wifi 6 Repeater 3000 έχει τρεις στις τέσσερις γραμμές. Στο σημείο αυτό ενώ το browsing με το VDSL Router είναι σχεδόν αδύνατο και πολύ αργό, το Devolo Wifi 6 Repeater 3000 λειτουργεί με πολύ καλό σήμα και έχουμε ένα αξιόπιστο WiFi. Το σπίτι που έγιναν οι δοκιμές είναι 75 τετραγωνικά μέτρα και λόγω τοίχων το VDSL Router δεν επαρκεί για να το καλύψει. Και με το Repeater καταφέραμε να λύσουμε αυτό το θέμα και έχοντας και το Devolo Wifi 6 Repeater 5400 έχουμε και WiFi 6. Αλλά ακόμα και χωρίς το Devolo Wifi 6 Repeater 5400 πάλι με την VDSL γραμμή των 100Mbit δεν θα αντιμετωπίζαμε κανένα πρόβλημα. Πολλές φορές διαβάζουμε σε Forum οι χρήστες να αναζητούν ένα πιο δυνατό WiFi Router για να έχουν καλύτερο σήμα. Το ποιοτικό WiFi γίνεται με πολλαπλά Repeaters, Access Points και όχι με ένα που μπορεί ενδεχομένως να εκπέμπει παραπάνω από το νόμιμο. Οπότε τα δύο νέα Repeaters της Devolo έρχονται για να λύσουν αυτό ακριβώς το πρόβλημα. Γρήγορο Internet σε όλους τους χώρους με ένα ενιαίο δίκτυο. Συμπεράσματα Και τα δυο νέα repeater της Devolo μας άφησαν πάρα πολύ καλές εντυπώσεις. Πανεύκολη εγκατάσταση, πολλαπλές επιλογές στις ρυθμίσεις, εξαιρετική απόδοση και FutureProof αγορά είναι μερικά από τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Μπορεί να συνδυαστεί χωρίς κανένα πρόβλημα με τα Powerline της Devolo. H συνεργασία όλων των συσκευών είναι εξαιρετική με τις λειτουργίες MESH να κάνουν τη χρήση του ασύρματου δικτύου πανεύκολη από όλες τις συσκευές. Με τα Devolo WiFi 6 Repeater 5400 και 3000, το WiFi είναι πλέον πιο αποδοτικό και σε κάθε γωνιά του σπιτιού σε χρόνο μηδέν. Το πρότυπο WiFi 6 βάζει smartphone, υπολογιστές, tablet και κονσόλες παιχνιδιών στην ταχεία λωρίδα του αυτοκινητόδρομου δεδομένων. Αυτό κάνει την ψηφιακή καθημερινότητά μας, από τις τηλεδιασκέψεις έως το online streaming, απλά πιο διασκεδαστική. Το καλύτερο: Αυτό το Repeater WiFi λειτουργεί με οποιοδήποτε Router και μπορεί να επεκτείνει το δίκτυο ευέλικτα. Απλά το συνδέουμαι και απολαμβάνουμε ταχύτητες μεταφοράς δεδομένων έως και 5400Mbps και 3000Mbps αντίστοιχα. Μπορούμε επίσης να συνδέσουμε και ενσύρματες συσκευές, όπως Smart TV, συσκευές πολυμέσων ή κονσόλες παιχνιδιών, με Gigabit διασύνδεση μέσω καλωδίου Ethernet. Είτε σερφάρουμε με το tablet είτε κάνουμε streaming 4K στη Smart TV η απόδοση θα είναι η μέγιστη. Τα Devolo Repeaters επιτρέπουν πολλές ταυτόχρονες συνδέσεις χωρίς καμία απώλεια ποιότητας στη σύνδεση. Το Devolo WiFi 6 Repeater 3000 είναι διαθέσιμο στα 99 ευρώ την στιγμή που γράφεται αυτό το review και το Devolo WiFi 6 Repeater 5400 στα 148 ευρώ. Η Devolo παρέχει 3 χρόνια εγγύηση για όλα της τα προϊόντα της όπως αναφέρεται και στην συσκευασία. Συνολικά, και τα δυο νέα repeater της Devolo μας άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις. Εύκολη εγκατάσταση, πολλές επιλογές στις ρυθμίσεις, εξαιρετική απόδοση και καλή τιμή είναι μερικά από τα βασικά του χαρακτηριστικά. Αν μάλιστα κάποιος έχει ήδη και powerline συσκευές της Devolo, η συνεργασία όλων των συσκευών είναι εξαιρετική με τις λειτουργίες MESH να κάνουν τη χρήση του ασύρματου δικτύου πανεύκολη από όλες τις συσκευές.
    1 πόντος
  46. Στις 4 Νοεμβρίου κυκλοφόρησαν και επίσημα οι 12ης γενιάς επεξεργαστές της Intel, με την κωδική ονομασία Alder Lake, οι οποίοι υπόσχονται δραματική αύξηση στις επιδόσεις σε σχέση με τους προηγούμενους Rocket Lake. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Intel τα καινούρια CPUs διαλύουν τους AMD Zen 3, με τους τελευταίους να βρίσκονται στην αγορά αρκετό καιρό όμως και σύντομα η AMD θα τους ανανεώσει οπότε ο πόλεμος θα αρχίσει ξανά. Η πιο σημαντική αλλαγή στους Alder Lake είναι η κατασκευή τους η οποία ανομάζεται Intel 7. Στην ουσία πρόκεται για λιθογραφία των 10nm αλλά μέσω ειδικού σχεδιασμού έχει τα ίδια αποτελέσματα, σύμφωνα με την Intel πάντα, σε εξοικονόμιση χώρου με την 7nm λιθογραφία που χρησιμοποιούν άλλοι κατασκευαστές. Οπότε και η Intel την ονομάζει Intel 7, σε μια προσπάθεια να τραβήξει τα βλέματα μακρυά από τα πραγματικά νανόμετρα. Το μάρκετινγ σε όλο το μεγαλείο του. Αν δεν μπορείς να ακολουθήσεις τον ανταγωνισμό σε κάτι, μετενόμασε το! Οι καινούριοι Alder Lake έρχονται σε έξι εκδόσεις και αποτελούνται από δύο ειδών πυρήνες, τους υψηλής απόδοσης, Golden Cove, και τους χαμηλής κατανάλωσης, Gracemont. Η Intel υπόσχεται 19% αυξημένες επιδόσεις στους Golden Cove ή P πυρήνες έναντι των Cypress Cove των Rocket Lake και περίπου 20% αύξηση σε σχέση με τους AMD Zen 3. Η ενσωματωμένη κάρτα γραφικών είναι η UHD770 για την οποία δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, μιας και δεν είναι καινούρια. Αν θέλετε κάτι απλά για να κρατάει το καλώδιο σύνδεσης με την οθόνη στη θέση του, θα βολέψει. Αν όμως θέλετε να παίζεται κανά παιχνίδι που και που, τότε θα χρειαστείτε ξεχωριστή κάρτα γραφικών. Οι μεγάλες αλλαγές, εκτός από τους νέους πυρήνες, είναι o νέας τεχνολογίας PCIe δίαυλος επικοινωνίας και η καινούριου τύπου μνήμη που υποστηρίζουν οι Alder Lake. Ευτυχώς, για εσάς που δε θέλετε να βάλετε βαθιά το χέρι στην τσέπη, υπάρχει υποστήριξη DDR4. Οι Alder Lake υποστηρίζουν μέχρι και 128GB DDR5-4800 MHz RAM και έχουν 40-bit κανάλια επικοινωνίας για κάθε ζεύγος μνημών DIMMs, ενώ η DDR4 χρησιμοποιεί ένα 64-bit κανάλι για κάθε DIMM. Όσον αφορά τις PCIe συσκευές, υποστηρίζεται το καινούριο Gen 5 πρότυπο. Οι Alder Lake έχουν 16 PCIe Gen 5 διαύλους οι οποίοι πηγαίνουν προς τη θύρα της κάρτας γραφικών. Διαθέτουν επίσης τέσσερα Gen 4 διαύλους με τη θύρα NVMe, που βρίσκεται κοντά στον επεξεργαστή. Για να εκμεταλευτείτε τα παραπάνω όμως, χρειάζεται και το ανάλογο Chipset, με το οποίο θα ασχοληθούμε αργότερα. Για την υποστήριξη όλων των καινούριων χαρακτηριστικών, ειδικά των P και E πυρήνων, απαιτείται και το ανάλογο λογισμικό, το οποίο δεν είναι άλλο από τα Windows 11. Σε αυτή την έκδοση των Windows βρίσκουμε για πρώτη φορά την ποιότητα εξυπηρέτησης για διεργασίες λογισμικού. Τα προγράμματα ενημερώνουν το λειτουργικό για την ισχύ που απαιτούν, οπότε και προωθούτε προς τους αντίστοιχους πυρήνες, είτε τους P είτε τους E. Ο Thread Director της Intel αναλαμβάνει αυτή τη διαδικασία. Το καινούριο Intel Ζ690 chipset είναι το πρώτο που υποστηρίζει τους επεξεργαστές νέας γενιάς και το πιο προηγμένο από τα νέας τεχνολογίας chipset, καθώς και το πιο ακριβό. Υποστηρίζει DDR5 αλλά και DDR4, προς το παρόν όμως δε θα βρείτε μητρικές κάρτες με ταυτόχρονη υποστήριξη και των δύο ειδών μνήμης. Το Z690 έχει αυξημένο εύρος ζώνης σε σχέση με τον προκάτοχο του, για την επικοινωνία με τις περιφερειακές συσκευές. Επιπλέον διαθέτει ενσωματωμένο SATA RAID ελεγκτή, υποστήριξη 2.5 Gigabit Ethernet και υποστήριξη για ένα σκασμό από USB θύρες, ανάμεσα στις οποίες και τέσσερις USB 3 2x2. Η διαδικασία υπερχρονισμού είναι διαφορετική από ότι είχαμε συναντήσει μέχρι στιγμής λόγω των δύο τύπων πυρήνων που διαθέτουν οι επεξεργαστές Alder Lake. Οι P και E πυρήνες μπορούν να χρονιστούν διαφορετικά και ανεξάρτητα. Επιπλέον η μνήμη μπορεί να αλλάξει συχνότητα λειτουργία στον αέρα, κάτι που θα χαροποιήσει ιδιαίτερα τους ψαγμένους χρήστες. Μέσα από το νέο Intel Extreme Tuning Utility λογισμικό έχετε πρόσβαση σε όλες τις επιλογές υπερχρονισμού των καινούριων επεξεργαστών. Θέλει αρκετό χρόνο και υπομονή για να τα ανακαλύψετε και για να τα πειράξετε όλα, μέχρι να φτάσετε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αρκετά όμως με τις, απαραίτητες, λεπτομέρειες. Ας περάσουμε και στην ουσία που δεν είναι άλλη από το πώς αποδίδουν οι καινούριοι επεξεργαστές. Τεστ Συστήματα Intel και AMD Λόγω της πρόσφατης αλλαγής σε Windows 11 δεν υπήρχε χρόνος για πλήρη ανανέωση της βάσης δεδομένων των επεξεργαστών, οπότε και θα πρέπει να αρκεστείτε σε έναν μόνο αντίπαλο για τον Intel i9-12900KF, ο οποίος θα είναι ο AMD Ryzen 7 5800x. Στο AMD σύστημα το DOCP έχει ενεργοποιηθεί για να επιτρέψει 4000 MHz ταχύτητα στις μνήμης. Επιπλέον το Vcore έχει τεθεί στα 1.3V και η θερμοκρασία throttling στους 95 βαθμούς Κελσίου. Το Intel σύστημα χρησιμοποιεί μια Asus Prime Z690-A μητρική, 32 GB DDR5 RAM, Corsair Dominator και το ίδιο σύστημα ψύξης με το AMD σύστημα, μια Noctua Chromax.Black NH-D15s. Τέλος, η θερμοκρασία που έλαβαν μέρος όλες οι δοκιμές είναι 24, +-2, βαθμοί Κελσίου. Καμιά από τις Intel, Asus και Corsair δεν μας έστειλε υλικό για τις ανάγκες της δοκιμής αυτής. Μόνο η Noctua και οι Patriot βοήθησαν με την ψύκτρα και τις DDR4 μνήμες του AMD συστήματος. Αποτελέσματα Δοκιμών Synthetic Benchmarks – Super Pi & wPrime Ο επεξεργαστής της Intel εύκολα περνά μπροστά εδώ. AIDA 64 CPU Benchmarks, Digital Photo Processing, Encryption & Hashing Στο μετροπρόγραμμα κωδικοποίησης του AIDA ο Intel χάνει, αλλά κερδίζει στα υπόλοιπα δύο. Rendering Στο Blender χρησιμοποιώ την BMW 27 σκηνή. Ο Intel διαλύει τον κακόμοιρο AMD σε αυτό το τεστ. Στο Cinebench και πάλι δυνατή πρωτιά για τον Intel. Το Corona Renderer είναι παλιό αλλά ακόμη παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τις επιδόσεις στο rendering. Παρόλο που το image που χρησιμοποίησα δουλεύει άψογα σε άλλα συστήματα και επιπλέον τσέκαρα τον δίσκο για λάθη αρκετές φορές, το DaVinci δε δούλευε σωστά στη σκηνή που επέλεξα για rendering, στο Intel σύστημα. Είτε με πετούσε στην επιφάνεια εργασίας ή κόλλαγε. Μετά από αρκετή ώρα κατάφερα να βγάλω αποτελέσματα. Δεν είμαι σίγουρος αν οφείλετε το πρόβλημα στον επεξεργαστή ή στις DDR5 μνήμες, ή σε κάποια ασυμβατότητα του DaVinci. Θα το ψάξω με την πρώτη ευκαιρία. Και στο Keyshot η διαφορά στις επιδόσεις είναι τεράστια. Ανάπτυξη Λογισμικού Στην ανάπτυξη λογισμικού η διαφορά είναι μεγάλη. Επιδόσεις Web Browser Καμία σχέση μεταξύ των δύο επεξεργαστών και στην εκτέλεση κώδικα Javascript. AI – Machine Learning Το Tensorflow τρέχει πολύ πιο γρήγορα στον 12900KF. Productivity και Microsoft Office Ακόμη και σε εφαρμογές γραφείου, η διαφορά μεταξύ των επεξεργαστών είναι μεγάλη. Συμπίεση Δεδομένων Δεν περίμενα τόσο μεγάλη διαφορά στη συμπίεση δεδομένων. Τόσο στη συμπίεση όσο και στην αποσυμπίεση, το μετροπρόγραμμα του 7-Zip αποδίδει πολύ καλύτερα στον Intel επεξεργαστή. Media Encoding Σημαντικό προβάδισμα και πάλι για τον Intel και στην κωδικοποίηση πολυμέσων. Puget Μετροπρογράμματα Δεν περίμενα μικρότερη διαφορά και στα μετροπρογράμματα της Puget. HD Gaming Σε HD gaming τα πράγματα είναι λίγο μπερδεμένα. Σε δύο παιχνίδια, Cyberpunk 2077 και Assasin’s Creed Valhalla ο AMD περνά μπροστά, ενώ χάνει με τεράστια διαφορά στα Hitman 3 και Far Cry 6. Στο Shadow of the Tomb Raider η διαφορά είναι επίσης εμφανής, ενώ είναι μικρότερη στο Metro Exodus το οποίο δείχνει να έχει ένα πάνω ταβάνι στα frames. Κατανάλωση Ενέργειας Όπως ήταν αναμενόμενο, ο πανίσχυρος 12900KF θέλει πολύ ρεύμα σε multi-thread καταστάσεις, ενώ σε μονού-thread είναι αρκετά οικονομικός, περνώντας μπροστά από τους Zen 3 και Rocket Lake. Αποδοτικότητα H Intel κράτησε την αποδοτικότητα κοντά στα επίπεδα της προηγούμενης γενιάς, ενώ η αποδοτικότητα με πολλαπλά threads είναι πολύ καλή. Θερμοκρασίες Λειτουργίας Τις μέγιστες θερμοκρασίες λειτουργίες τις μετράω με το Blender, αντί του εξωπραγματικού Prime95 και small FFTs συνδυασμού, που μπορεί μέχρι και να προκαλέσει μόνιμη βλάβη σε επεξεργαστές με μικρή λιθογραφία κατασκευής όπως οι Zen 3. Οι 12ης γενιάς Intel έχουν δύο διαφορετικούς πυρήνες με διαφορετικές θερμοκρασίες λειτουργίες, οπότε και στο παρακάτω γράφημα έλαβα υπόψη τον πιο ζεστό P(erformance) πυρήνα. Υπερχρονισμός Από τη στιγμή που ακόμη και η πανίσχυρη D15s τα βρίσκει σκούρα με τον 12900KF, χτυπώντας 99αρα στον πιο ζεστό πυρήνα, δεν υπάρχει νόημα για manual overclock. Μόνο αν έχετε μια καλή υδρόψυξη θα πρέπει να πουσάρετε περισσότερο τον συγκεκριμένο επεξεργαστή. Σε αντίθετη περίπτωση αφήνετε τον αλγόριθμο υπερχρονισμού της Intel να αναλάβει. Το πρόγραμμα επίσης της Intel, XTU overclocking software, θα βοηθήσει πολύ τους επίδοξους overclockers με δυνατά συστήματα ψύξης. Όπως και να έχει είπα να δοκιμάσω την τύχη μου με το XTU και το άφησα να «πάει» τον επεξεργαστή μέχρι και 5.01 GHz σε όλους τους πυρήνες και έτρεξα τα παρακάτω μετροπρογράμματα, όπου μπορείτε να δείτε τις διαφορές. IR Images Με το CPU Overclocked & Blender Συνολικές Επιδόσεις & HD Gaming Επιδόσεις Ο i9-12900KF είναι 19,5% μπροστά από τον Ryzen 7, ο οποίος χάνει 15% περίπου από τον Ryzen 9 5900x. Αυτό σημαίνει ότι ο i9 είναι 4.5% μπροστά από τον 5900x. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση, δεδομένου ότι ο προηγούμενης γενιάς i9-11900Κ έχανε από τον Ryzen 9 κατά 16%. Η διαφορά στις επιδόσεις των παιχνιδιών υπάρχει, αλλά δεν είναι τόσο μεγάλη σε σχέση με την συνολική που είδαμε παραπάνω. Απόδοση ανά Τιμή – ALL CPU Tests & Gaming Χάρις στις πρόσφατες μειώσεις τιμών, ο 5800x περνά σημαντικά μπροστά από τον 12900KF, ειδικά στα παιχνίδια. Συμπέρασμα Μερικοί θα αναρωτιέστε, μα γιατί δεν χρησιμοποίησε τον AMD Ryzen 9 5900x, απέναντι στον i9-12900KF, απλά διότι δε μου έστειλε η AMD τον συγκεκριμένο επεξεργαστή και τον 5800x της δοκιμής τον έχω πληρώσει από την τσέπη μου. Το ίδιο συνέβη φυσικά και με το σύστημα της Intel, με όλα τα πράγματα να είναι αγορασμένα από μένα μιας και η Intel δεν υποστηρίζει κανένα Ελληνικό media, από όσο γνωρίζω τουλάχιστον. Μετά από αρκετό καιρό η Intel κερδίζει ξανά το βραβείο των κορυφαίων επιδόσεων με τους Alder Lake επεξεργαστές, οι οποίοι είναι σαφώς καλύτεροι από τους αντίστοιχους Zen 3. Αν ζοριστεί ο γίγαντας Intel έχει τα μέσα και την τεχνογνωσία να ανταποδώσει το χτύπημα και εν τέλη αυτό είναι καλό, για όλους εμάς, τους καταναλωτές. Βλέπετε, οι τιμές των AMD Zen 3 έχουν αρχίσει επιτέλους να πέφτουν και θα πέσουν και άλλο, μέχρι να βγει η νέα γενιά επεξεργαστών που θα αντιμετωπίσει τους Alder Lake. Ελπίζω σύντομα να μου δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσω και το μικρότερο μέλος της νέας σειράς της Intel, τον i5-12600K και να τον αντιπαραθέσω απέναντι στον AMD Ryzen 5 5600x.
    1 πόντος
  47. Τις τελευταίες εβδομάδες, μια νέα έκδοση του PlayStation 5 έκανε την εμφάνισή της στην Ιαπωνία, διαθέτοντας αρχικά μικρότερο βάρος κατά 300 γραμμάρια αλλά και διαφορετικό τρόπο εγκατάστασης της βάσης η οποία δεν απαιτεί πλέον κατσαβίδι. Όμως η σημαντικότερη αλλαγή βρίσκεται στο εσωτερικό της κονσόλας και πιο συγκεκριμένα στο σύστημα ψύξης, με τη Sony να έχει προχωρήσει σε αλλαγές πιθανότατα για τη μείωση του κόστους παραγωγής αλλά και καλύτερων επιδόσεων στον τομέα της θερμοκρασίας. Μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε ένα από τα πρώτα κομμάτια της κονσόλας που πλέον διατίθεται και στην Ελλάδα, και φυσικά δε χάσαμε την ευκαιρία να προχωρήσουμε στις απαραίτητες δοκιμές προκειμένου να διαπιστώσουμε τι τελικά ισχύει και τι όχι. Η πρώτη μέτρηση που κάναμε είναι αυτή για το θόρυβο λειτουργίας και τις στροφές περιστροφής του ανεμιστήρα των PS5 κάτω από τις ίδιες συνθήκες λειτουργίας. Γιατί μπορεί να αυξήσαν τις στροφές στο νέο PS5 για να αντισταθμίσουν την πιο μικρή ψύκτρα, οπότε αν πάρεις απλά μετρήσεις θερμοκρασίας το αποτέλεσμα δε θα σημαίνει κάτι. Οι μετρήσεις θερμοκρασίας μεταξύ νέου και παλιού PS5 θα πρέπει να «δεθούν» με τον εκλυόμενο θόρυβο. Μόνο έτσι η σύγκριση θα είναι δίκαιη. Πως να εντοπίσετε τη νέα έκδοση Πώς ξεχωρίζει το νέο PS5, είτε μιλάμε για την έκδοση με οπτικό οδηγό (disc) είτε για τη ψηφιακή έκδοση (digital) ; Όπως μπορείτε να δείτε και από τις φωτογραφίες, δίπλα στο Pegi.info (ένα 7) υπάρχει ένας κωδικός. Η νέα έκδοση διαθέτει τον κωδικό CFI-1116A (disc) and CFI-1100B (digital) σε αυτό το σημείο. Στα παλιά μοντέλα οι αντίστοιχοι κωδικοί είναι CF1016A (disc) και CFI-1015B (digital). Γνωρίζουμε πάντως ότι η έκδοση με τον κωδικό CFI-1116A (disc) είναι ήδη διαθέσιμη στη χώρα μας. Μετρήσεις θερμοκρασίας Εδώ είναι το σημείο που θέλει προσοχή. Θα τοποθετήσουμε 4 σένσορες σε κάθε PS5, στα ίδια ακριβώς σημεία, για να έχουμε μια πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει. Και τα δύο PlayStation (παλιά και νέα έκδοση) θα τρέχουν ταυτόχρονα, βασικά θα βρίσκονται στην εισαγωγική σκηνή του παιχνιδιού DMC 5 Special Edition οπότε και τα αποτελέσματα θα είναι άμεσα συγκρίσιμα. Η θερμοκρασία ambient θα είναι κοντά στους 26 βαθμούς Κελσίου. Παρόλο που διαθέτουμε ένα πανάκριβο Keysight logger στη διάθεση μας, θα χρησιμοποιήσουμε ένα Picoscope TC-08 temperature logger, το οποίο είναι πολύ πιο εύκολη στη χρήση. Θα πάρουμε και IR φωτογραφίες με μια πανάκριβη κάμερα της Fluke, αλλά αυτές είναι πιο πολύ για λόγους εντυπωσιασμού μιας και οι σένσορες μέσα στα PS5 αναφέρουν πολύ πιο αξιόπιστες μετρήσεις. PS5 CFI-1116A vs CF1016A Πέρα από μετρήσεις θερμοκρασίας, ήχου και duty cycle ανεμιστήρα, θα πάρουμε επίσης και μετρήσεις κατανάλωσης σε διάφορε models λειτουργίας και στις δυο κονσόλες. Για τις μετρήσεις κατανάλωσης θα χρησιμοποιήσουμε έναν υψηλής ακρίβειας αναλυτή ενέργειας, της GW-Instek. Εξωτερικές Διαφορές Εξωτερικά οι δύο εκδόσεις είναι ακριβώς ίδιες. Οι μόνες αλλαγές που εντοπίσαμε είναι οι παρακάτω: Διαφορετική βίδα στερέωσης για τη βάση (stand) του PS5. 300 γραμμάρια πιο ελαφρύ το νέο PS5 Εσωτερικές Διαφορές CFI-1116A vs CF1016A (αλλά και ομοιότητες) Ο ανεμιστήρας στα PS5 που έχουμε στη διάθεση μας είναι ακριβώς ο ίδιος και στα δύο μοντέλα, ο Nidec G12L12MS1AH-56J14. Για όσους δεν το γνωρίζουν, η Nidec είναι κορυφαία και πανάκριβη μάρκα ανεμιστήρων. Υπόψιν δεν έχουν όλα τα PS5 τον ίδιο ανεμιστήρα ο οποίος διαφοροποιείται ανάλογα με τη φουρνιά παραγωγής. H ψύκτρα στο νέο PS5 είναι εμφανώς πιο μικρή στο νέο PS5 CFI-1116A αλλά έχει τον ίδιο αριθμός heatpipes με την παλιά. Στην πλακέτα του Wi-Fi και Bluetooth τα καλώδια έχουν διαφορετικό χρώμα και υπάρχουν δύο έξτρα συνδέσεις στο πάνω μέρος. Σε γενικές γραμμές η πιο σημαντική διαφορά είναι η ψύκτρα. Fan Duty Cycle Θόρυβος Στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο μας, προχωρήσαμε σε μια σειρά δοκιμών, πολλές από τις οποίες μπορείτε να δείτε στο βίντεο που συνοδεύει αυτή την παρουσίαση όπως αυτές για το ανεμιστήρα και φυσικά τις διαφορές στις δύο θερμοκρασίες των δύο μοντέλων. Σε ότι αφορά το θόρυβο, δεν θα πρέπει να περιμένετε κάποια διαφορά. Θερμοκρασίες Κατανάλωση Συμπέρασμα Ποιο το συμπέρασμα τελικά των παραπάνω μετρήσεων; Παρόλα τα όσα λέγονται το τελευταίο διάστημα, στις δικές μας μετρήσεις το νέο PS5 δείχνει να είναι κατά τι καλύτερο από το αρχικό μοντέλο, τουλάχιστον το μοντέλο που είχαμε στη διάθεσή μας. Δεδομένο είναι ότι η θερμοκρασία εξόδου στο νέο PS5 είναι υψηλότερη από το «παλιό», κάτι που σημαίνει ότι το σύστημα ψύξης κάνει καλύτερη δουλειά. Δεν πρόκειται για κάποια αλλαγή στον επεξεργαστή ή στο ρεύμα (CPU Core Voltage) αυτού μιας και οι καταναλώσεις ενέργειας είναι παραπλήσιες. Επίσης, είμασταν τυχεροί αφού και τα δύο PlayStation 5 που είχαμε στη διάθεσή μας είχαν το ίδιο μοντέλο ανεμιστήρα με την ίδια ρύθμιση στο κύκλωμα ελέγχου στροφών. Οπότε οι όποιες διαφορές στα αποτελέσματα οφείλονται κατά κύριο λόγο στη διαφορετικής σχεδίασης ψύκτρα. Όσοι σκέφτεστε να προχωρήσετε στην αγορά της κονσόλας, θα σας προτείναμε να προμηθευτείτε τη νέα έκδοση η οποία όπως μάθαμε, θα πάρει πολύ σύντομα τη θέση της προηγούμενης.
    1 πόντος
  48. Θυμάμαι ότι υπήρχε μια εποχή όπου σπανίως έβλεπες σύστημα χωρίς μια sound blaster (κάρτα ήχου). Καθώς περνούσαν τα χρόνια όμως και οι κατασκευαστές εφοδίαζαν τις μητρικές κάρτες (mainboards) με ολοένα και καλύτερα κυκλώματα αναπαραγωγής ήχου, φτάσαμε στο σήμερα όπου σπανίως θα δεις ακόμη και gaming συστήματα με ανεξάρτητες κάρτες ήχου. Προσωπικά το βρίσκω άσκοπο να επενδύει κάποιος σε ένα καλό ηχοσύστημα για το PC του ή σε ένα καλό σετ ακουστικών και να μη τα οδηγεί με μια καλή κάρτα ήχου. Εκτός βέβαια και αν επιλέξει ηχοσύστημα ή ακουστικά που διαθέτουν το δικό τους κύκλωμα επεξεργασίας ήχου. Συνήθως αυτά χρησιμοποιούν σύνδεση USB. Το σημερινό μενού περιλαμβάνει τη Sound Blaster X G6 της Creative. Η συγκεκριμένη εταιρία έχει μια μεγάλη ιστορία (και εμπειρία) στα προϊόντα ήχου, οπότε περιμένω και το προϊόν, το οποίο και κοστίζει 150 ευρώ, να συμπεριφερθεί ανάλογα στις δοκιμές που θα το υποβάλω. Πρόκειται στην ουσία για μια USB κάρτα ήχου με περιορισμένες διαστάσεις, η οποία διαθέτει ωραία εμφάνιση και συμπαθητικό φινίρισμα. Η Creative υπόσχεται 130dB από το 32-bit/384KHz DAC (Digital to Analog Converter) καθώς και υποστήριξη ήχου Dolby Digital 5.1 και 7.1 (virtual surround). Υπάρχουν είσοδοι τόσο στο μπροστά όσο και στο πίσω μέρος της κάρτας, καθώς και μερικοί διακόπτες και κουμπιά στο πλαϊνό μέρος. Στην πρόσοψη βρίσκουμε επίσης και ένα ποτενσιόμετρο, για τη ρύθμιση της στάθμης εξόδου. Η G6 είναι συμβατή με PCs, κονσόλες (Xbox, Switch και PS4) καθώς και με ακουστικά. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δε διαθέτει υποδοχή 6.35mm οπότε και θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε έναν αντάπτορα 3.5mm σε 6.35mm μιας και τα περισσότερα high-end ακουστικά διαθέτουν το μεγάλο βύσμα. Καλό θα ήταν να συμπεριλάμβανε μέσα στα παρελκόμενα η Creative τον παραπάνω adaptor, αλλά αυτό δυστυχώς δεν έγινε. Η προίκα της G6 απαρτίζεται από ένα USB καλώδιο και ένα οπτικό. Αρκετά φτωχή για ένα ακριβό προϊόν και συν τοις άλλοις και τα δύο καλώδια είναι αρκετά κοντά. Πέραν της σύνδεσης με το PC, η θύρα micro USB στο πίσω μέρος της G6 είναι για την παροχή της απαιτούμενης ενέργειας. Προσωπικά θα ήθελα να δω μια θύρα Type-C εδώ, η οποία έχει μεγαλύτερη αντοχή μεταξύ άλλων. Τα Scout/direct, SBX και headphone gain κουμπιά βρίσκονται σε αυτή την πλευρά. Το πρώτο ενισχύει τους θορύβους του περιβάλλοντος, στα παιχνίδια, βοηθώντας σας στο να εντοπίσετε που υπάρχει έντονη δραστηριότητα (και εχθροί). Το SBX ενεργοποιεί τα εφέ ήχου (καρτέλα Sound στο Sound Blaster Connect), και το headphone gain είναι γι΄αυτούς που θα συνδέσουν ακουστικά κατευθείαν πάνω στην G6. Δυναμώνει αρκετά την ένταση. Για τη σύνδεση σε κονσόλα που διαθέτει οπτική έξοδο, χρησιμοποιήστε το παρεχόμενο καλώδιο για να συνδέσετε την κονσόλα με την G6 (θύρα Line/Optical In) και μετά μπορείτε να συνδέσετε τα ακουστικά σας στην αντίστοιχη μπροστινή έξοδο. Θα πρέπει βέβαια να έχετε συνδέσει και το καλώδιο USB στην G6, για να τροφοδοτηθεί. Τώρα την τροφοδοσία USB μπορείτε να την πάρετε είτε από την κονσόλα, είτε από έναν οποιοδήποτε power adaptor. Στο PC τα πράγματα είναι περίπου τα ίδια. Συνδέετε την G6 μέσω USB με το σύστημα και μετά μπορείτε να συνδέσετε είτε ακουστικά, είτε τα ηχεία σας στην έξοδο line out. Ακόμη και αν διαθέτετε ασύρματα ακουστικά, η επεξεργασία του ήχου γίνεται από την G6 μιας και αναλαμβάνει τα καθήκοντα του επεξεργαστή ήχου από τη στιγμή που θα την επιλέξετε ως την default συσκευή αναπαραγωγής από τα Windows. Ο ήχος που προσφέρει η G6 είναι απλά συναρπαστικός. Σε σχέση με την onboard κάρτα ήχου που χρησιμοποιούσα τόσο καιρό, η διαφορά είναι τρομακτική! Το εύρος δυνάμωσε και όλα τα ακούσματα έγιναν πολύ πιο ζωντανά και γέμισαν όλες οι συχνότητες. Τα Logitech Z623 ακούγονται εντελώς διαφορετικά, με πιο γεμάτα μπάσα (με την ανάλογη επιλογή από το λογισμικό της κάρτας ενεργοποιημένη) και τα ασύρματα ακουστικά της Sony (WH-1000XM2), επιτέλους αναπαράγουν ήχο αντίστοιχο της τιμής τους.   Sound Blaster Connect Η Creative διαθέτει και μια εφαρμογή, μέσω της οποίας μπορείτε να ρυθμίσετε την G6 και να τη φέρετε στα μέτρα σας. Υπάρχουν διάφορα έτοιμα modes λειτουργίας για να επιλέξετε, αν δε θέλετε να ασχοληθείτε και να φτιάξετε κάποιο δικό σας. Έχετε αρκετές ρυθμίσεις στη διάθεση σας στην Sound καρτέλα, αν θέλετε να ασχοληθείτε παραπάνω. To Scout mode είναι για gaming καταστάσεις και σύμφωνα με την Creative σας επιτρέπει να ακούσετε πέραν του οπτικού σας πεδίου, στο παιχνίδι, ώστε να αναγνώρισε πιο εύκολα τον εχθρό που σας παραμονεύει (η καλύτερα έρχεται καταπάνω σας). Η G6 διαθέτει φυσικά και ADC (Analog to Digital Converter) για την εγγραφή από μικρόφωνο. Μέσω αυτής της καρτέλας μπορείτε να επιλέξετε το χρωματισμό του φωτιζόμενου “X”, στο πάνω μέρος της κάρτας. Διάφορες επιλογές που έχουν να κάνουν με ηχητικά εφέ στα ακουστικά και τα ηχεία, καθώς και ο μίκτης των εισόδων/εξόδων βρίσκονται σε αυτή την καρτέλα. Μετρήσεις Προσωπικά δε θεωρώ σοβαρή τη δοκιμή του οποιουδήποτε προϊόντος, αν δεν υπάρχουν κάποιες μετρήσεις που να δείχνουν κάτι περισσότερο από την υποκειμενική άποψη του δοκιμαστή (reviewer). Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο και πέρα από γνώσεις απαιτεί και ειδικό εξοπλισμό. Για τις παρακάτω μετρήσεις χρησιμοποίησα έναν USB παλμογράφο της Picoscope καθώς και μια συστοιχία από αντιστάσεις, για να εξομοιώσω το φορτίο (είτε ακουστικά είτε ηχεία). Μέτρησα την παραμόρφωση του σήματος και πήρα μια καλή ιδέα και από την ενίσχυση που αυτό δέχεται από την κάρτα ήχου. Το τεστ δείγμα ήταν ένα αρχείο ήχου WAV με 1 KHz συχνότητα (44100Hz, 16bit). Headphones output <96% (Waveform) Headphones output <96% (Fast fourier transform [FFT] spectrum) Headphones output 100% (Fast fourier transform [FFT] spectrum) Μέχρι το 96% η έξοδος των ακουστικών έχει μια πολύ μικρή παραμόρφωση. Από εκεί και πάνω όμως το κύκλωμα του ενισχυτή προσθέτει αρκετό θόρυβο το οποίο παράγει αρκετές αρμονικές, όπως βλέπετε και πιο πάνω. Η έξοδος line-out είναι πιο καθαρή από την αντίστοιχη των ακουστικών, μιας και η ενίσχυση είναι αρκετά μικρότερη (και σταθερή). Όπως βλέπετε στο παραπάνω screenshot, δεν υπάρχουν εμφανείς αρμονικές στο σήμα. Συμπέρασμα H Creative Sound BlasterX G6 είναι σίγουρα ακριβή στα 150 ευρώ, αλλά κατά τη γνώμη μου αξίζει 100% την υψηλή τιμή της. Μόνο όταν την πρόσθεσα στο PC μου κατάλαβα τη διαφορά από την ενσωματωμένη κάρτα ήχου που χρησιμοποιούσα μέχρι τώρα και απλά δεν υπάρχει γυρισμός πλέον. Το μεγάλο πλεονέκτημα της είναι ότι είναι συμβατή τόσο με PCs όσο και με κονσόλες. Αυτό που λείπει και θα μπορούσε να προστεθεί κάποια στιγμή, είναι ένα bluetooth κύκλωμα για να μπορεί να συνδεθεί και ασύρματα με ακουστικά. Το καλώδιο μπορεί να προσφέρει υψηλότερη ποιότητα ήχου αλλά ειδικά για τις κονσόλες δεν είναι το πιο πρακτικό μέσω μεταφοράς του ηχητικού σήματος. Θα ήθελα επίσης και είσοδο 6.25mm ακουστικών αντί της 3.5mm, μιας και τα περισσότερα high-end ακουστικά χρησιμοποιούν το μεγάλο βύσμα. Από τη στιγμή που η είσοδος είναι 3.5mm πάντως, η Creative θα έπρεπε να προμηθεύει και τον αντίστοιχο μετατροπέα (6.25mm to 3.5mm). Μας άρεσε Πεντακάθαρο line-out Αρκετά καθαρή έξοδος ακουστικών Τρομερή αναβάθμιση του ήχου σε σχέση με την onboard Εύχρηστο λογισμικό, με μεγάλες δυνατότητες Λιλιπούτειες διαστάσεις Ποτενσιόμετρο στο μπροστά μέρος για τη ρύθμιση του ήχου Είσοδοι/έξοδοι στο εμπρός και πίσω μέρος αυξάνουν την ευχρηστία Εμφάνιση Δεν μας άρεσε Κοντά παρεχόμενα καλώδια Έλλειψη μετατροπέα 6.25mm σε 3.5mm Παραμόρφωση στην έξοδο των ακουστικών σε >96% έντασης ενίσχυση
    1 πόντος
  49. Η HP έχει μια αξιόλογη πρόταση για όποιους αναζητούν gaming laptops και θέλουν να κρατήσουν το κόστος αγοράς τριψήφιο. Ας γνωρίσουμε καλύτερα το HP Pavilion Gaming 15-ec1000nv. Σχεδιασμός Αρχικά, ας σταθούμε στον σχεδιασμό. Οι διαστάσεις του laptop είναι 36x25.7x2.35cm και η συσκευή ζυγίζει παραλίγο 2 κιλά (1.98kg). Το σασί είναι λιτό και απέριττο, με επιβλητικές γωνίες και ένα κομψό, χρωμέ πράσινο λογότυπο HP στην πλάτη. Η ένωση της οθόνης με το κυρίως σώμα γίνεται από μια κεντραρισμένη ένωση με κενά προς τις άκρες. Ανοίγοντάς τη, θα παρατηρήσετε πως τα πλάγια bezels είναι πολύ μικρά, κάτι που βοηθά την οθόνη να «δείξει» περισσότερο, ενώ αντίστοιχα μικρό σχετικά περιθώριο βρίσκεται στο επάνω μέρος της. Εκεί, βρίσκεται η HP TrueVision HD κάμερα που πλαισιώνεται από μικρόφωνο διπλής συστοιχίας. Για καθημερινή χρήση, σε καλοφωτισμένο χώρο δίχως ιδιαίτερο θόρυβο, είναι ένας παραπάνω από ικανοποιητικός συνδυασμός. Η οθόνη εκτείνεται για 15.6” και διαθέτει ανάλυση Full HD, αντιθαμβωτικό IPS πάνελ με φωτεινότητα 250 nits και ακρίβεια χρώματος NTSC 45%. Δεδομένου πως πρόκειται για ένα budget gaming laptop, αποδίδει σε ικανοποιητικά όμως όχι εντυπωσιακά επίπεδα, κυρίως λόγω της χαμηλής φωτεινότητας που δεν βοηθάει ούτε στην απόδοση χρωμάτων ούτε στην απλή, καθημερινή χρήση. Παρόλα αυτά, κάνει τη δουλειά αρκετά καλά ώστε να μην είναι εμπόδιο στη διασκέδαση, αλλά δεν αποτελεί το εντυπωσιακότερο μέρος της συσκευής. Στην απέναντι μεριά, θα συναντήσετε ένα πλήρους μεγέθους πληκτρολόγιο με πράσινο οπίσθιο φωτισμό, ένα χρώμα που η εταιρεία προτιμά για τα μοντέλα Pavilion Gaming και δείχνει όμορφο συνδυαστικά με το μαύρο σώμα. Κάτω από το πληκτρολόγιο βρίσκεται το ευμέγεθες touchpad ενώ στην επάνω πλευρά τοποθετούνται δύο ηχεία, ρυθμισμένα από την Bang & Olufsen για να συνοδεύουν ηχητικά τη δράση. Ο ήχος είναι ποιοτικός τηρουμένων των αναλογιών, δίχως κάποια αισθητή κακοφωνία – το αντίθετο, μάλιστα, για κάποιον που απολαμβάνει μουσική, ταινίες και βίντεο σε σταθερή βάση. Ίσως δεν είναι απολύτως ικανοποιητικός για κάποιον που κυρίως ασχολείται με το gaming, καθώς όπως είναι αναμενόμενο για ένα laptop, το μπάσο δεν «κλωτσάει» όσο θα έπρεπε στη μέση μιας έντονης μάχης. Στο δεξί μέρος του σώματος εντοπίζονται μια θύρα Ethernet, μια έξοδο HDMI 2.0, μια συνδυαστική θύρα ακουστικών/μικροφώνου, μια είσοδο για κάρτες SD και δύο θύρες USB (η μία USB Type-C, η άλλη USB 3.0), ενώ η αριστερή πλευρά διαθέτει ακόμη μια θύρα USB 2.0 και την υποδοχή του βύσματος φόρτισης. Για την ασύρματη συνδεσιμότητα, χρησιμοποιείται ο αντάπτορας Realtek 802.11 b/g/n/ac (2x2) για τις ανάγκες του δικτύου και Bluetooth 5.0 για σύνδεση με άλλες συσκευές. Επιπλέον, υποστηρίζεται ασύρματη μετάδοση μέσω Miracast. Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις Περνώντας στις προδιαγραφές, τα πράγματα γίνονται σαφώς λαμπρότερα. Ο εξαπύρηνος επεξεργαστής AMD Ryzen 5 4600H (base clock 3.0 GHz, max boost 4.0 GHz) είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το laptop, πλαισιωμένος από 8GB DDR4 3200MHz (2x4GB, καταλαμβάνουν και τις 2 διαθέσιμες θέσεις) και την κάρτα γραφικών Nvidia GeForce GTX 1050 3GB, με έναν PCIe NVMe M.2 SSD 256GB να ολοκληρώνει τον βασικό κορμό του συστήματος. Από τον εξαπύρηνο επεξεργαστή (12 threads), έχουμε μόνο θετικές σημειώσεις, καθώς εντυπωσιάζει τόσο σε benchmarks όσο και σε πρακτική, καθημερινή χρήση. Συγκριτικά με τον Intel Core i5-9300H που υπήρχε στην αντίστοιχη περυσινή σειρά, η μετάβαση σε Ryzen 5 “Renoir” ήταν άλμα που, όπως θα δούμε παρακάτω, δυστυχώς δεν έγινε σε κάθε τομέα. Η κύρια χρήση που έγινε στο διάστημα που το είχαμε στην κατοχή μας ήταν η καθημερινότητα ενός επαγγελματία που δουλεύει μέσω internet/browser, οπότε είχαμε διαρκώς ανοιχτές καρτέλες με οτιδήποτε από Google Sheets έως YouTube videos και συχνά παράλληλα με ανοιχτό κάποιο από τα προγράμματα του MS Office. Με δεδομένα αυτά, η ταχύτητα παρέμενε σε υψηλά επίπεδα τόσο στη χρήση όσο και στο boot ή την απενεργοποίηση, με μηδενικά κολλήματα. PCMark 10 Benchmark Το “bottleneck” του συστήματος είναι αναμφίβολα η κάρτα γραφικών, καθώς παρά τον συνδυασμό της με ένα εξαιρετικό CPU, απλούστατα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει για κάποιον που έχει όχι ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, σε παιχνίδια όπως The Witcher III Wild Hunt κινείται μεταξύ 40-50fps σε ρυθμίσεις High, με το Medium να είναι η επιλογή που αποδίδει σε 60fps – και πάλι, σε κάποιες πιο απαιτητικές φάσεις (μάχες με πολλούς εχθρούς ή έντονα εφέ/χρήσει μαγείας) εντοπίσαμε αισθητή πτώση. Κάποια νεότερα παιχνίδια, όπως Forza Horizon 4 και Gears 5 που έχουν βελτιστοποιηθεί και για πιο αδύναμα συστήματα, κατάφεραν να αποδώσουν σε αξιοπρεπέστατο, σταθερά ικανοποιητικό επίπεδο με τα γραφικά σε Medium. Επομένως, πρόκειται για μια κάρτα γραφικών που θα «σηκώσει» με χαρακτηριστική ευκολία παιχνίδια όπως DOTA 2 και CS:GO, μπορεί να υποστηρίξει σε καλό επίπεδο κάποιες πρόσφατες κυκλοφορίες, αλλά δεν είναι αντάξια του αξιόλογου επεξεργαστή με τον οποίο συνδυάζεται. Για αμιγώς gaming χρήση, τα Medium γραφικά φαντάζουν ως «ταβάνι» σε πολλές περιπτώσεις και είναι αμφίβολο να βελτιωθεί η κατάσταση σε μελλοντικές κυκλοφορίες. Ας σημειωθεί πως η HP διαθέτει το μηχάνημα σε διάφορες παραλλαγές, μία από τις οποίες προσφέρει την Nvidia GeForce GTX 1650 Ti. Εφόσον είναι εντός budget, πρόκειται για επιλογή που θα πρέπει να γίνει δίχως δεύτερη σκέψη, για όποιον καταλήξει να προτιμήσει το συγκεκριμένο laptop. 3DMark Benchmark Όσον αφορά την ψύξη, οι ανεμιστήρες δεν δημιουργούν θόρυβο όταν γίνεται απλή χρήση ή λειτουργία εφαρμογών γραφείου. Όταν ξεκινήσουν τα games, βέβαια, οι στροφές ανεβαίνουν και μαζί τους ο θόρυβος. Δεν είναι κάτι που δεν μπορεί να υπερκαλυφθεί από τα ηχεία, όμως δεν είναι αυτός ο σκοπός τους. Το θετικό είναι ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η θερμοκρασία παραμένει σε φυσιολογικά επίπεδα δίχως κάποια αισθητή υπερθέρμανση ή πτώση σε απόδοση. Για το τέλος έμεινε ένα από τα καλύτερα χαρακτηριστικά του μηχανήματος, που είναι η αυτονομία. Το laptop είναι εξοπλισμένο με μπαταρία 3 στοιχείων και χωρητικότητα 52.5Wh. Η επίσημη ιστοσελίδα της HP αναφέρει πως η μπαταρία διαρκεί έως και 8 ώρες και 15 λεπτά, κάτι που μέσα από καθημερινή χρήση (γραφείου, όχι gaming) διαπιστώσαμε πως ισχύει με μια μικρή απόκλιση – έως μισή ώρα λιγότερο, καθώς η ένταση χρήσης δεν ήταν σταθερή επί 8 ώρες. Πρόκειται για μια ευχάριστη έκπληξη που σίγουρα θα εκτιμηθεί από όσους το θέλουν για κάτι ακόμη, πέραν του gaming, όπως εργασία. Με design που απέχει από την υπερβολή και διαστάσεις που δεν είναι απαγορευτικές για καθημερινή μεταφορά, θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει το laptop από το οποίο εργάζεται κάποιος σε καθημερινή βάση, στο οποίο επίσης παίζει και games. Σε περίπτωση που η μπαταρία εξαντληθεί, το HP Fast Charge μπορεί να τη φέρει από το 0% στο 50% σε περίπου 45 λεπτά, με τον όρο να είναι απενεργοποιημένο κατά τη διαδικασία φόρτισης. Αν με 45 λεπτά φόρτισης κερδίζει κάποιος περίπου 4 ώρες λειτουργίας, είναι και πάλι αυτονομία που κάποια σημερινά laptops έχουν ως μέγιστη διάρκεια, οπότε παραμένει εντυπωσιακό νούμερο. Ο φορτιστής μας εξέπληξε με το μικρό το μέγεθους που καθόλου δεν θυμίζει τα «τούβλα» που έχουμε δει σε άλλα gaming laptops. Συμπέρασμα Το HP Pavilion Gaming 15-ec1000nv απευθύνεται σε κάποιον που πραγματικά ξέρει τι ζητάει από τον υπολογιστή του. Αυτό διότι έχει έναν ικανότατο επεξεργαστή που εναρμονίζεται με την υψηλής συχνότητας RAM, τον γρήγορο SSD και την εντυπωσιακή αυτονομία, δίνοντας σε κάποιον επαγγελματία γραφείου μια εξαιρετική επιλογή για laptop δουλειάς. Η οθόνη θα θέλαμε να είναι λίγο ανώτερη σε φωτεινότητα, όμως δεν είναι αυτή το πρόβλημα. Για κάποιον gamer, το μοναδικό μελανό σημείο είναι η μέτρια κάρτα γραφικών που συμπληρώνει το παραπάνω σύστημα, καθώς όχι μόνο δεν του εξασφαλίζει ένα ξέγνοιαστο μέλλον αλλά αποδίδει απλώς ικανοποιητικά σε πρόσφατες κυκλοφορίες. Αν προορίζεται για χρήση με ελαφρύτερα παιχνίδια ή γίνεται η παραδοχή πως τα γραφικά θα παραμείνουν σε χαμηλότερα επίπεδα λεπτομέρειας, τότε μπορεί να ανταπεξέλθει, όμως είναι δύσκολο να προταθεί για κάτι περισσότερο από αυτά.
    1 πόντος
  50. God of War. Τρεις λέξεις, άπειρες εικόνες. Μία σειρά που στα 13 χρόνια ζωής της έμεινε πιστή στην αρχική της προσέγγιση, προσφέροντας ενός συγκεκριμένου τύπου εμπειρίες που έμελλε να γίνουν και το σήμα κατατεθέν της. Με αρκετές δεκάδες εκατομμύρια πωλήσεις και έχοντας καθιερωθεί στις συνειδήσεις του κοινού ως μία από τις δυνατότερες αποκλειστικότητες της Sony, θα περίμενε κανείς ότι το God of War ενδεχομένως να εκσυγχρονιζόταν, δύσκολα όμως θα άλλαζε. Η ανάγκη για κάτι τέτοιο ωστόσο ήταν κάτι παραπάνω από επιτακτική. Η πορεία του τελευταίου τίτλου της σειράς, God of War: Ascension ήταν απογοητευτική και η ανάγκη για μια νέα προσέγγιση θεωρείτο δεδομένη. Η Sony ανέθεσε την –ομολογουμένως δύσκολη- αποστολή αυτή στο στούντιό της στη Σάντα Μόνικα –το είχε κάνει ήδη μία φορά με το πρώτο God of War, οπότε αν μη τι άλλο ήταν το πλέον κατάλληλο για να προσεγγίσει εκ νέου το ίδιο του το έργο. Το αποτέλεσμα; Ένα από τα παιχνίδια-σημεία αναφοράς στην τρέχουσα γενιά…. Ελλάδα γιοκ Σε όλα τα προηγούμενα God of War, είχαμε συνηθίσει έναν Kratos οργισμένο, το μένος του οποίου πλήρωναν ως επί το πλείστον οι θεοί του Ολύμπου. Η ελληνική μυθολογία αποτελεί πλέον παρελθόν (δεν πρέπει να ξέμεινε και κανένας, τους ξεκλήρισε όλους) με το παιχνίδι να βασίζεται πλέον σε αυτή των Βίκινγκ. Η δράση του εξελίσσεται κατά βάση στο Midgard (σαν να λέμε, τη γη που γνωρίζουμε) με τον Kratos να επισκέπτεται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και άλλους κόσμους της σκανδιναβικής μυθολογίας. Το φετινό God of War δεν αποτελεί ακριβώς reboot για τη σειρά. Πράγματι, είναι τελείως διαφορετικό σε σχέση με τα προηγούμενα από πλευράς αισθητικής, gameplay και σεναριακού υποβάθρου, όμως δεν απαρνείται τη διαδρομή του. Ο Kratos έχει βρει απάγκιο στον παγωμένο κόσμο της σκανδιναβικής μυθολογίας (μη ρωτάτε πώς γίνεται κάτι τέτοιο) όμως η ζωή του μόνο ρόδινη δεν είναι. Το παιχνίδι ξεκινά με τον ίδιο και τον γιο του να κηδεύουν τη γυναίκα του. Όχι, ο στόχος του Kratos αυτή τη φορά δεν είναι να σκοτώσει τον Odin ή τον Thor αλλά κάτι πολύ πιο “γήινο”: να σκορπίσει τις στάχτες της γυναίκας του από το ψηλότερο βουνό του κόσμου. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά όσο φαίνονται, με αποτέλεσμα το παιχνίδι να μας προσφέρει γύρω στις 30 ώρες (κατά κάποιους 20, κατά άλλους 40) ποιοτικού single player περιεχομένου –ευτυχώς multiplayer δεν υπάρχει. Πόσο άλλαξες, πόσο άλλαξα Η πρώτη μεγάλη αλλαγή που θα προσέξει κάποιος στο God of War σε σχέση με τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, αφορά τον Kratos. Ο αιμοδιψής και αποκρουστικός αντιήρωας που με τρόπο σχεδόν σαδιστικό ξεπάστρευε έναν-έναν όποιον θεωρούσε εχθρό του μέχρι τώρα, έχει δώσει τη θέση του σε έναν άνθρωπο με πλήρη αντίληψη της διαδρομής και των λαθών του, έναν γεννημένο πολεμιστή που μάχεται εξ ανάγκης, έναν γκρινιάρη και ευέξαπτο πατέρα. Το πιθανότερο είναι πως κανείς μας δεν θα μπορούσε να φανταστεί τον Kratos ως πατρική φιγούρα κι όμως η Sony Santa Monica έχτισε τη σχέση του με τον Atreus, τον γιο του, αριστουργηματικά. Οι ρόλοι πατέρα-γιού εναλλάσσονται διαρκώς με εκείνους του δάσκαλου-μαθητή, με τον Kratos να προσπαθεί να προετοιμάσει τον γιο του για τη ζωή του ως πολεμιστής, όμως ακόμα κι έτσι, ο μικρός Atreus δεν διστάζει να κάνει ακόμα και πλάκα με τον πάντα βλοσυρό και αυστηρό πατέρα του. Το φινάλε του παιχνιδιού βρίσκει και τους δύο αλλαγμένους μέσα από μία σχέση που δοκιμάζεται, ωριμάζει και δυναμώνει. Πρόκειται για ένα υπέροχο δίδυμο που παίρνει το κόνσεπτ του Joel και της Ellie από το The Last of Us και το απογειώνει. Η βία δεν λείπει και από αυτό το God of War, μόνο που η αναπαράστασή της είναι αρκετά πιο ήπια. Σε αυτό βοηθούν και οι εχθροί που καλείται να αντιμετωπίσει ο Kratos αλλά κατά βάση, την ευθύνη φέρει το ίδιο το παιχνίδι που δεν “διψά” για αίμα. Για πρώτη φορά βλέπουμε τον Kratos σχεδόν να αναγκάζεται να δώσει τις μάχες του –χωρίς αυτό να επηρεάζει στο ελάχιστο βεβαίως την αποτελεσματικότητά του. Παίζει ωστόσο τον ρόλο του στον τόνο του God of War, το οποίο παρουσιάζεται πιο ώριμο, πιο μεστό από τους προκατόχους του. Κατά την προσφιλή συνήθεια της Sony, το God of War έρχεται πλήρως μεταγλωττισμένο στα Ελληνικά. Η δουλειά που έχει γίνει, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η καλύτερη σε τίτλο της Sony μέχρι στιγμής: οι ηθοποιοί που συμμετείχαν στη μεταγλώττιση (περί τους 22 με τον Δημήτρη Χαβρέ να δανείζει τη φωνή του στον Kratos) συνθέτουν ένα καστ που αν μη τι άλλο προσφέρει μία υψηλής ποιότητας –και φυσικά καλοδεχούμενη- εμπειρία στους Έλληνες παίκτες. Φυσικά υπάρχει και η δυνατότητα συνδυασμού Αγγλικών με ελληνικούς υπότιτλους, επιλογή που επίσης δεν πρόκειται να αφήσει παραπονεμένους όσους την προτιμήσουν. Το God of War είναι ένας τίτλος που σέβεται και τιμά τον Έλληνα καταναλωτή και αυτό είναι κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από την πρώτη οθόνη του παιχνιδιού, μέχρι τους τίτλους τέλους του. Και από gameplay; Η εμπειρία που προσφέρει το God of War δεν έχει καμία σχέση με αυτή των προηγούμενων τίτλων της σειράς –οποιουδήποτε εξ αυτών- καθώς τα πάντα έχουν αλλάξει. Υπό αυτό το πρίσμα είναι ανώφελο να μιλήσουμε για ομοιότητες και διαφορές, πολύ απλά διότι οι πρώτες σπανίζουν και οι δεύτερες διαδέχονται η μία την άλλη. Η δράση στο God of War είναι τρίτου προσώπου, ωστόσο η κάμερα βρίσκεται πλέον πίσω από τον Kratos. Η σειρά μας είχε συνηθίσει σε μακρινές λήψεις, θέλοντας έτσι να τονίσει το μέγεθος των εχθρών που είχε απέναντί του ο Kratos, κάτι που επιτυγχάνεται εξαιρετικά πλέον χάρη στα κινηματογραφικά γκρο πλαν πίσω από την πλάτη του ήρωα. Ο παίκτης είναι ελεύθερος να προσαρμόσει την κάμερα όπως θέλει, γεγονός που αφ’ ενός του δίνει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και από την άλλη χαρίζει ουκ ολίγες υπέροχες γωνίες λήψης –κάνοντας τους ήδη μεγαλόσωμους εχθρούς, ακόμα πιο επιβλητικούς. Οι αλυσίδες του Ολύμπου έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα τσεκούρι που είναι πλέον και το κύριο όπλο του Kratos. Το Leviathan βέβαια δεν είναι ένα οποιοδήποτε τσεκούρι, αφού ο ήρωας έχει τη δυνατότητα να το εκτοξεύει ενάντια στους αντιπάλους του, ρίχνοντάς τους στο έδαφος και παγώνοντάς τους, μέχρι να το καλέσει και πάλι πίσω στο χέρι του. Στο ενδιάμεσο, ο Kratos χρησιμοποιεί τα χέρια (light και heavy attacks) και την ασπίδα του, γεμίζοντας έτσι σιγά-σιγά το rage mode, ενώ επιπλέον κινήσεις ξεκλειδώνονται μέσω του skill tree και amulets που θα βρείτε παίζοντας. Στο πλάι σας θα βρίσκεται σταθερά και ο Atreus, η συμπεριφορά του οποίου είναι απλά υποδειγματική. Με τα βέλη και τα summons του θα φροντίσει ως επί το πλείστον να επιφέρει πλήγματα στους αντιπάλους σας, να τους κρατήσει μακριά, να τους απασχολήσει και να τους καθυστερήσει χωρίς να φοβάται να εμπλακεί και σε μάχες εκ του σύνεγγυς. Πέραν των εμπνευσμένων και πάντα απολαυστικών αλληλεπιδράσεών του με τον Kratos (η αρχική σκηνή τους είναι ιδιαίτερα ατμοσφαιρική και θέτει τις βάσεις για κάτι πραγματικά σπουδαίο) θα φροντίζει να σας καθοδηγεί –αλλά όχι να σας περιορίζει- σε ό,τι αφορά την εξέλιξη του παιχνιδιού. Ο χειρισμός έχει προσαρμοστεί στις κινήσεις του Kratos. Για τις βασικές επιθέσεις του θα χρησιμοποιήσετε πλέον τα R1/L1/R2, με το L2 θα στοχεύσετε –για να εκτοξεύσετε το Leviathan- ενώ για να αποτελειώσετε τους καθηλωμένους αντιπάλους σας θα χρησιμοποιήσετε το R3. Οι συνδυασμοί που θα κληθείτε να κάνετε, ίσως σας μπερδέψουν ελαφρά στην αρχή, όμως καθώς περνούν οι ώρες στο God of War, θα διαπιστώσετε ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί το παιχνίδι είναι αρκετά βολικό –επιτρέπει μεγαλύτερη ακρίβεια σε σχέση με τα face buttons του χειριστηρίου. Τα τελευταία έχουν συμπληρωματικό ρόλο –χρήση αντικειμένων, αποφυγή επιθέσεων, οδηγίες στον Atreus και επιστροφή τσεκουριού. Α, και το καλύτερο όλων; Τέρμα τα QTE! Κάτι σαν RPG Όλα τα παραπάνω (κάμερα, κινήσεις Kratos, Leviathan, ρόλος Atreus) συνδυάζονται αρμονικά, προσφέροντας υπέροχες, “χορταστικές” και άκρως κινηματογραφικές μάχες. Οι εχθροί ποικίλουν και μολονότι δεν ανταποκρίνονται πλήρως στη σκανδιναβική μυθολογία, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σύνολο. Από την άλλη βέβαια, πότε τα God of War ήταν πιστά στην –εκάστοτε- μυθολογία για να είναι και τώρα… Αυτό που έχει σημασία είναι η εμπειρία που χαρίζουν και από πλευράς gameplay, το God of War είναι πραγματικό διαμάντι. Όταν δεν εκσφενδονίζετε το τσεκούρι σας εναντίον αντιπάλων, θα κληθείτε να λύσετε διάφορους χαμηλής δυσκολίας γρίφους, να εξερευνήσετε το περιβάλλον γύρω σας, να επισκεφθείτε άλλους κόσμους και να ανακαλύψετε ξεχασμένα μυστικά, κερδίζοντας το δικαίωμα να εμπλουτίσετε το ρεπερτόριο κινήσεων και τις ικανότητές σας με νέα skills καθώς επίσης και να βελτιώσετε την πανοπλία και το τσεκούρι σας. Αυτό το τελευταίο είναι ακόμα μία καινοτομία που εισάγει το God of War του 2018. Μπορείτε είτε να αγοράσετε, είτε να φτιάξετε οι ίδιοι τον εξοπλισμό σας –και μάλιστα να κάνετε το ίδιο και για αυτόν του Atreus. Ό,τι φοράτε προφανώς θα επηρεάζει και τα χαρακτηριστικά σας –ακολουθώντας την τάση της εποχής που θέλει κάθε είδους τίτλο να εμπλουτίζεται με στοιχεία που παλαιότερα θα συναντούσαμε σε RPG- γι’ αυτό επιλέξτε με σύνεση. Η ανάπτυξη του χαρακτήρα σας –αν και ίσως υπέρ του δέοντος πολύπλοκη- είναι και αυτή που θα παίξει τον καθοριστικότερο ρόλο στην εξέλιξη του παιχνιδιού: όσο περισσότερα ξεκλειδώνετε, τόσο πιο εύκολη (λέμε τώρα…) θα κάνετε τη ζωή σας, γι’ αυτό φροντίστε να αφιερώσετε τον πρέποντα χρόνο στα side quests. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δεν θα ζημιωθείτε. Ο ιδανικός συνδυασμός Το God of War καταφέρνει κάτι μοναδικό. Μπορεί να μοιάζει με ένα παζλ τίτλων, αφού οι κάθε λογής επιρροές του είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς (Metroidvania, Bayonetta, The Last of Us, Horizon Zero Dawn, Devil May Cry) κι όμως παρ’ όλα αυτά κατορθώνει να έχει τη δική του ταυτότητα. Είναι ένα άξιο God of War, ικανό να καλύψει τα “θέλω” κάθε φίλου της σειράς και μάλιστα χωρίς να βαδίσει στα σίγουρα χνάρια των προκατόχων του. Δεν φοβάται να εξερευνήσει καινούριες προσεγγίσεις, να προσφέρει νέου είδους συγκινήσεις κι όμως, εν τέλει η εμπειρία που χαρίζει κατορθώνει να είναι με έναν μαγικό τρόπο αντάξια του ονόματος της σειράς. Χαρακτηρίζοντας κανείς το God of War απλά ένα πανέμορφο και εξαιρετικά άρτιο παιχνίδι, μάλλον το υποτιμά. Ο τίτλος της Sony Santa Monica είναι ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, μία αριστοτεχνικά στημένη περιπέτεια και ένα από τα ομορφότερα και καλύτερα παιχνίδια της τρέχουσας γενιάς. Κάθε χρονιά στο gaming είθισται να μνημονεύεται για το καλύτερο παιχνίδι της. Το 2017 ήταν το Breath of the Wild, το 2016 ήταν το Uncharted 4, το 2015 ήταν το Witcher 3. Χάρη στη Sony και το God of War, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου έχουμε την απάντησή μας για φέτος. Τι πειράζει που δεν έχουμε βγάλει καλά-καλά τον Απρίλιο; Μας άρεσαν Εκπληκτικό στυλ μαχών (κινήσεις, κάμερα, δράση –τα πάντα) Πανέμορφος κόσμος και εξαιρετικά προσεγμένη φωτογραφία Δυνατή σχέση ανάμεσα σε Kratos και Atreus που εξελίσσεται με το πέρασμα του χρόνου Gameplay με εντυπωσιακό βάθος και πληθώρα μηχανισμών Δεν μας άρεσαν Οι περισσότεροι εχθροί θα μπορούσαν να βρίσκονται σε οποιοδήποτε παιχνίδι Τα διάφορα παζλ παραμένουν σε γενικές γραμμές απλοϊκά Ανάπτυξη: SIE Santa Monica Studio | Έκδοση: Sony | Διάθεση: Sony Hellas | Πλατφόρμες: PS4
    1 πόντος
Ο πίνακας επιτευγμάτων έχει ρυθμιστεί σε UTC/GMT+00:00
  • Δημιουργία νέου...