Προς το περιεχόμενο

Εκοιμήθη ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος


MrSeanKon

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Iiopyr παλιά αυτά. Τωρα παίζει χρώμα ;)

 

Ρε παιδιά εχω κάποιες απορίες:

 

Γιατί αυτοί κοιμούνται και εμείς ψοφάμε? (εχει τοποθετηθεί το ερώτημα ήδη αλλά απάντηση δεν είδα, ειλικρινά θα με ενδιέφερε κάποια αιτιολογία)

 

Γιατί τέτοιος ρατσισμός στους απασχολούμενους στον Ιδιωτικό τομέα? Εγω δηλαδή δεν έχω δικαίωμα ούτε στο πένθος?

 

Την ημέρα της κηδείας που είναι αργία θα φάμε κάτι συγκεκριμένο? Οπως την 25 Μαρτίου τρώμε μπακαλιάρο? Κουτόχορτο ας πούμε?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • Απαντ. 625
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση
  • Moderators

Γιατί αυτοί κοιμούνται και εμείς ψοφάμε? (εχει τοποθετηθεί το ερώτημα ήδη αλλά απάντηση δεν είδα, ειλικρινά θα με ενδιέφερε κάποια αιτιολογία)

 

Και στις δύο περιπτώσεις συμβαίνει το ίδο ακριβώς πράγμα. Και αν σε ενδιαφέρει το τυπικό του θέματος, το "εκοιμήθη" χρησιμοποιείται και για τον υπόλοιπο κόσμο, τουλάχιστο από άτομα του κλήρου.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Γιατί αυτοί κοιμούνται και εμείς ψοφάμε? (εχει τοποθετηθεί το ερώτημα ήδη αλλά απάντηση δεν είδα' date=' ειλικρινά θα με ενδιέφερε κάποια αιτιολογία)

 

Γιατί τέτοιος ρατσισμός στους απασχολούμενους στον Ιδιωτικό τομέα? Εγω δηλαδή δεν έχω δικαίωμα ούτε στο πένθος?

 

Την ημέρα της κηδείας που είναι αργία θα φάμε κάτι συγκεκριμένο? Οπως την 25 Μαρτίου τρώμε μπακαλιάρο? Κουτόχορτο ας πούμε?[/quote']

 

 

1. Γιατί αυτοί είναι άαααααγιοι και τους παίρνει ο Θεος...εμας μας παίρνει ο Lucifer..

 

2. Οι ιδιωτικοί βγάζουν πολλά λεφτά, οπότε δεν συμβαδίζουν με τις προτροπές και απόψεις της εκκλησίας..Ξέρεις, φιλανθρωπίες κλπ...

 

3. Νομίζω το κουτόχορτο είναι μια πολύ καλή ιδέα.. Να ανοίξουμε ενα petition απαιτώντας το?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Μάλιστα. Παραπομπές έχεις που να λένε ότι η ορθοδοξία είναι η επίσημη θρησκεία;

:lol::lol::lol::lol::lol:

 

Πηγές έχουμε ρε παιδιά; :lol:

(άντε μετά να κάνεις σοβαρή συζήτηση)

 

 

Άλλα δύο-τρία τέτοια θα διαβάσω, θα πάρω το σκουτάρι μου, θα φορέσω την ρεντιγκότα μου, θα πιω δυο βότκες, θα βάλω και την κουκούλα μου και θα 'ρθω!

:lol::lol:

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Ο Αρχιεπίσκοπος θα μείνει η μεγαλύτερη μορφή στην εκκλησιαστική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος. Χωρίς να φοβηθεί τον θάνατο ζήτησε ο ίδιος να πεθάνει ξέροντας ότι εκεί που θα πάει θα είναι καλά.

 

emo ηταν ?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

:lol::lol::lol::lol::lol:

 

Πηγές έχουμε ρε παιδιά; :lol:

(άντε μετά να κάνεις σοβαρή συζήτηση)

 

 

Άλλα δύο-τρία τέτοια θα διαβάσω, θα πάρω το σκουτάρι μου, θα φορέσω την ρεντιγκότα μου, θα πιω δυο βότκες, θα βάλω και την κουκούλα μου και θα 'ρθω!

:lol::lol:

 

Όπως το περίμενα, το έκανες γαργάρα. Κάποιος άλλος που να μπορεί να αποδείξει ότι η ορθοδοξία είναι η "επίσημη" (εδώ γελάμε :lol: :lol: :lol:) θρησκεία υπάρχει; Και μάλιστα μέσα από το Σύνταγμα (εδώ γελάμε πάλι :lol: :lol: :lol:). Τί, όχι; Όπως το περίμενα.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Πάντως η υποκρισία για το ζήτημα είναι ένα νόμισμα και αυτό, με δύο όψεις, η μια αποτελεί την συμβολική επίθεση– στην καλύτερη περίπτωση- ή την θέση από εμπάθεια –στην χειρότερη - από ορισμένους σε αυτό το thread στο πρόσωπο ενός νεκρού και η άλλη είναι η έντονη/σκόπιμη έμφαση που δίνεται στον θάνατο ενός ανθρώπου επειδή υπήρξε επικεφαλής του εκκλησιαστικού σχήματος , βέβαια το ενδιαφέρον είναι ότι γίνεται διαχείριση ενός τραγικού γεγονότος καθολικά με σκοπό να αφορά όλους με το ζόρι και σε συγκεκριμένη κατεύθυνση.

 

Θεωρώ την πρώτη περίπτωση , ως ένα ξέσπασμα εν βρασμό ψυχής ,που λένε, και αυτό ως ένα σημείο το καταλαβαίνω, από την άλλη είμαι και εγώ εκνευρισμένος από την υποκρισία που εκδίδεται γενικά με φόντο το ότι ένας άνθρωπος με συγκεκριμένη δημοτικότητα υπέφερε. Με εκνευρίζει βέβαια γιατί θεωρώ , ότι στα επόμενα 5 λεπτά κάποιος άλλος άγνωστος θα πεθάνει ή θα μάθει ότι έχει καρκίνο και δεν θα τύχει σχετικής περίθαλψης γιατί ζει σε ένα νοσηρό κράτος , με ένα νοσηρό σύστημα υγείας . . . ίσως θα ήταν καλύτερα να πω ότι είναι κρίμα γιατί ζει σε μια κοινωνία που νοσεί ενιαία και το χειρότερο είναι ότι ίσως θα πρέπει να το αντιμετωπίσει εντελώς ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ. Ωστόσο η υποκρισία αυτή αφορά τους παρατηρητές ενός ανθρώπου που υπέφερε και δοκιμάστηκε , ο πρωταγωνιστής έτσι και αλλιώς ήταν τελικά μόνος του , δεν υποκρίθηκε (ποιος κατορθωσε να υποκριθεί μπροστά στον θάνατο; ) απλά το αντιμετώπισε , όσο καλύτερα μπορούσε.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Πάντως 17 σελίδες για έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει προσφέρει τίποτα απολύτως στο νεοελληνικό κράτος πάει πολύ... Ποιος τη χάρη του δηλαδή.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Πάντως 17 σελίδες για έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει προσφέρει τίποτα απολύτως στο νεοελληνικό κράτος πάει πολύ... Ποιος τη χάρη του δηλαδή.

 

εδώ ορίστηκαν 4 μέρες πένθους...

ούτε στο ιράν!

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Όπως το περίμενα, το έκανες γαργάρα. Κάποιος άλλος που να μπορεί να αποδείξει ότι η ορθοδοξία είναι η "επίσημη" (εδώ γελάμε :lol: :lol: :lol:) θρησκεία υπάρχει; Και μάλιστα μέσα από το Σύνταγμα (εδώ γελάμε πάλι :lol: :lol: :lol:). Τί, όχι; Όπως το περίμενα.

 

 

 

2. Η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 3 του Συντάγματος

 

2.1. Στην § 1 του άρθρου 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας «διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928».

 

Η γραμματική διατύπωση αυτής της διάταξης αφήνει, με την πρώτη ματιά, την εντύπωση ότι η συνταγματική κατοχύρωση της Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξης του 1928 περιορίζεται μόνο σ' εκείνη τη διάταξή της που αναφέρεται στη συμμετοχή στις δύο συνόδους και επισκόπων από τις μητροπόλεις των λεγόμενων Νέων Χωρών.

 

2.2 Αυτή η αντίληψη όμως, ακόμη και μέσα στα στενά όρια της γραμματικής ερμηνείας, παραβλέπει όσα, στη συνέχεια, ορίζει η § 2 του ίδιου άρθρου 3 του Συντάγματος, δηλαδή ότι «το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου».

 

Αυτή η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 3 Σ έχει σημασία προς τις ακόλουθες δύο κατευθύνσεις:

 

- Πρώτον, ότι αναγνωρίζει, ως συνταγματικώς ισότιμο με τους ορισμούς της § 1, το ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς που ισχύει σε ορισμένες περιοχές του κράτους κατ' απόκλιση από όσα ισχύουν για την αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, όπως αυτή διέπεται από τον Καταστατικό Χάρτη της. Με άλλα λόγια, το κατά την παρ. 1 του άρθρου 3Σ και τον Καταστατικό Χάρτη αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας ισχύει, σε συνταγματικό επίπεδο, ισοτίμως και παραλλήλως με το ειδικό καθεστώς που αναγνωρίζεται συνταγματικώς ως ισχύον σε ορισμένες (τρεις) περιοχές του κράτους, δηλαδή στις Νέες Χώρες, στην Κρήτη και στη Δωδεκάνησο. Κάτι που, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, σημαίνει ότι

 

- Δεύτερον, οι κανόνες που διέπουν το ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς καθεμιάς από αυτές τις τρεις περιοχές του κράτους έχουν επίσης συνταγματική κατοχύρωση ισότιμη με εκείνην, της οποίας απολαύει ο Καταστατικός Χάρτης της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας.

 

2.3. Ετσι όμως ανακύπτει το περαιτέρω κρίσιμο ερώτημα: Ποιοι κανόνες ρυθμίζουν το ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς των λεγόμενων Νέων Χωρών;

 

Κανόνες της ελληνικής έννομης τάξης δεν υπάρχουν σχετικώς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το συνταγματικώς αναγνωριζόμενο ως ισχύον ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς των Νέων Χωρών είναι τάχα νομικώς αδέσποτο. Διέπεται από τις διατάξεις (και φυσικά όλες τις διατάξεις) της Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξης του 1928. Αλλοι κανόνες που να ρυθμίζουν το ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς των Νέων Χωρών δεν φαίνονται στον ορίζοντα.

 

Συνεπώς, η γραμματική ερμηνεία της § 2 του άρθρου 3 του Συντάγματος πειθαναγκάζει στην παραδοχή ότι όλες οι διατάξεις της Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξης του 1928, ως οι μοναδικοί κανόνες που ρυθμίζουν το ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς των Νέων Χωρών, έχουν συνταγματική κατοχύρωση, δεσμευτική για όλα τα εκάστοτε αρμόδια όργανα της πολιτείας.

 

Σ' αυτό το ερμηνευτικό πόρισμα προδήλως κατέληξε και η νεότερη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας2, η οποία δέχθηκε ότι, ναι μεν όλες οι μητροπόλεις της Ελλάδας [πλην Κρήτης (και Δωδεκανήσου)] υπάγονται κατ' αρχήν διοικητικά στην Εκκλησία της Ελλάδας, «από πολλών όμως απόψεων υφίσταται διαχωρισμός των Μητροπόλεων των "Νέων Χωρών", γιατί το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρεί επ' αυτών ιδιαίτερο δεσμό που εκδηλώνεται με τους διαλαμβανόμενους στις ανωτέρω διατάξεις ορισμούς». Ενώ εξάλλου οι διαλαμβανόμενοι «στις ανωτέρω διατάξεις» ορισμοί δεν είναι άλλοι από όλες τις πανηγυρικώς μνημονευόμενες στις αποφάσεις ΣτΕ 4068/1981, 534/1999 και 603/1999 παραγράφους Α' έως και Θ' της Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξης του 1928, συνακόλουθα και η παράγραφος Ε' αυτής της πράξης, που ορίζει ότι ο κατάλογος των εκλεξίμων προς αρχιερατεία για τις Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, τον οποίο καταρτίζει η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας αποστέλλεται προς έγκριση στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

 

3. Η ιστορική ερμηνευτική μέθοδος

 

3.1. Η κατοχύρωση, σε συνταγματικό επίπεδο, της δεσμευτικότητας για τον Ελληνα νομοθέτη του ειδικού εκκλησιαστικού καθεστώτος των Νέων Χωρών απαντά για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927, κάτω από το άρθρο 1 του οποίου είχε προστεθεί η ερμηνευτική δήλωση ότι «εις την αληθή έννοιαν του άρθρου 1 δεν αντίκειται η εν ταις Νέαις Χώραις και τη Κρήτη υφισταμένη εκκλησιαστική κατάστασις». Σ' αυτό το συνταγματικό καθεστώς εντάχθηκε τότε η 2231 Πατριαρχική Συνοδική Πράξη του 1928.

 

3.2. Μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας το 1935 και την ανόρθωση του βασιλικού θρόνου, αποκαταστάθηκε η ισχύς του Συντάγματος του 1911, δίχως καμία αναφορά στο ειδικό εκκλησιαστικό καθεστώς για τις περιοχές του κράτους που εντάχθηκαν σ' αυτό μετά το 1911.

 

3.3. Ομως με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1952 προστέθηκε στο άρθρο 1 η ερμηνευτική δήλωση, η οποία συνόδευε το άρθρο 1 του Συντάγματος του 1927, και συνεπώς υπό το Σύνταγμα του 1952 ίσχυε, αναφορικά με το πρόβλημα που απασχολεί την προκείμενη γνωμοδότηση, ό,τι σημειώθηκε πιο πάνω (υπό 3.1) ότι ίσχυε και υπό το Σύνταγμα του 1927.

 

3.4 Αυτή η ρύθμιση διατηρήθηκε και με τα συνταγματικά κείμενα των ετών 1968 και 1973 της δικτατορίας, και μάλιστα αναβαθμίστηκε επειδή ήδη εντάχθηκε μέσα στο συνταγματικό κείμενο, ως § 3, η άλλοτε απλή ερμηνευτική δήλωση, ότι δηλαδή «η υφισταμένη εις ωρισμένας περιοχάς του Κράτους εκκλησιαστική κατάστασις δεν αντίκειται εις τα διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου».

 

3.5. Το ισχύον Σύνταγμα:

 

(α) Διατηρεί, την ύπαρξη επίσημης Θρησκείας του Κράτους (επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα), και ως τέτοια αναγνωρίζει τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (άρθρο 3 § 1).

 

(β) Διατηρεί, ως νομική προσωπικότητα του δημόσιου δικαίου την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας (άρθρο 3 § 1).

 

(γ) Διατηρεί σε ισχύ την παράλληλη παραδοχή (στην § 2) ότι «το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε οριμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου».

 

(δ) Διατηρεί τον αυτοκέφαλο χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας (άρθρο 3 § 1), αλλά ήδη (για πρώτη φορά από και με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1975) την παράλληλη ισχύ, σε συνταγματικώς κατοχυρωμένο επίπεδο, «των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928», και

 

(ε) Περιορίζει τη συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου, ως του διοικητικού οργάνου της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, μόνο στους εν ενεργεία Αρχιερείς.

 

3.6. Με τη συνταγματική κατοχύρωση της ισχύος της «Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928», για πρώτη φορά διαμέσου της συνταγματικής αναθεώρησης του 1975, γίνεται αμέσως φανερό ότι, στο πλαίσιο της ερμηνευτικής κατανόησης αυτής της συνταγματικής κατοχύρωσης, δεν έχουν απολύτως καμία θέση ούτε η αλληλογραφία μεταξύ του τότε Οικουμενικού Πατριάρχη Βασιλείου και του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μήτε η πρακτική που είχε προηγηθεί του 1975 στις σχέσεις της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η επίκληση αυτής της αλληλογραφίας και της όποιας πρακτικής πριν από το 1975 δεν μπορεί να στηρίξει κανένα ερμηνευτικό επιχείρημα, αφού τότε δεν υπήρχε συνταγματική κατοχύρωση των διατάξεων της «Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928», ενώ εξάλλου το ισχύον Σύνταγμα εγγυάται την ισχύ των διατάξεων της «Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928», ως το νομικό υπόβαθρο του ειδικού εκκλησιαστικού καθεστώτος των Νέων Χωρών, δίχως καμία επιφύλαξη και κανένα συσχετισμό με την αλληλογραφία τούτη και την τυχόν αντίθετη εκκλησιαστική πρακτική του παρελθόντος.

 

3.7. Από την ιστορική τούτη εξέλιξη προκύπτει ότι ναι μεν η επίσημη Θρησκεία του ελληνικού Κράτους εκφράζεται διαμέσου του νομικού προσώπου της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, όμως παραλλήλως με αυτήν τη συνταγματική ρύθμιση, ισχύουν και τα χωριστά εκκλησιαστικά καθεστώτα που υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν με συνταγματική κατοχύρωση «σε ορισμένες περιοχές του Κράτους», σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος. Είναι αξιοπρόσεχτη και πειστική η ερμηνευτική τοποθέτηση του Αριστόβουλου Μάνεση και του Κωνσταντίνου Βαβούσκου, αναφορικά με το εκκλησιαστικό καθεστώς της επίσημης Θρησκείας του Κράτους, μέσα στην ελληνική συνταγματική τάξη3: «ως προς το "αυτοκέφαλον της Εκκλησίας της Ελλάδος" δέον να σημειωθή, ότι η τοιαύτη διατύπωσις δεν εκφράζει επακριβώς την σημερινή νομικήν θέσιν της ελλαδικής Εκκλησίας, και δη ως αύτη προσδιορίζεται διά των αμέσως εν συνεχεία διατάξεων του εδ. γ' της § 1 του άρθρου 3 Συντάγματος περί τηρήσεως των διατάξεων της Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως του 1928. Διότι η Πράξις αύτη ερείδεται επί της ρητώς εκπεφρασμένης προϋποθέσεως, ότι αι δι' αυτής υπαχθείσαι διοικητικώς εις την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος Μητροπόλεις των απελευθερωθεισών κατά τα έτη 1912-1913 και 1916-18 περιοχών, των λεγομένων "Νέων Χωρών" (πλην της Κρήτης και του Αγίου Ορους), (...) εξακολουθούν να ανήκουν "κανονικώς" εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, συναποτελούσαι μετά της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος την "Εκκλησίαν της Ελλάδος" (βλ. και Κ.Ν. 5438/1932). Συνεπώς η τελευταία αύτη, καθ' εαυτήν και εν τω συνόλω της, δεν δύναται να χαρακτηρίζεται ως Αυτοκέφαλος. Η επισημαινομένη αντίφασις οφείλεται εις το ότι οι συντάκται της σχετικής διατάξεως επανέλαβον χωρίς ιδιαιτέραν προσοχήν την στερεοτύπως υπό πάντων των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων χρησιμοποιηθείσαν διατύπωσιν "είναι αυτοκέφαλος", η οποία όμως ανεφέρετο, μέχρι και του Συντάγματος 1927, εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος, ως αύτη είχε χειραφετηθή, αρχικώς μεν εν τοις πράγμασιν, αντικανονικώς από του 1833, εν συνεχεία δε κανονικώς διά του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850 (...) Είναι πάντως βέβαιον, ότι διά της περί ης ο λόγος διατυπώσεως ο συντακτικός νομοθέτης δεν ηθέλησε να καθιερώση το Αυτοκέφαλον της εν γένει Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτοι και κατά το σκέλος των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου».

 

3.8 Από αυτές τις επισημάνσεις προκύπτει αβιάστως και κατά τρόπο που δεν επιδέχεται έλλογη αντίρρηση ότι η επίσημη Θρησκεία του ελληνικού Κράτους (η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα) δεν εκφράζεται αποκλειστικώς από την Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, αλλά παραλλήλως, σε χωριστά εδαφικά τμήματα του ελληνικού κράτους, και (α) από τις Μητροπόλεις των λεγόμενων Νέων Χωρών, που ανήκουν κανονικώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και απλώς επιτροπικώς και προσωρινώς έχουν ενταχθεί στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας, (β) από τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, που δίχως καμιά ιδιαιτερότητα ή άλλη επιφύλαξη, ανήκουν αποκλειστικώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, και (γ) από τις Μητροπόλεις της ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης, που έχει την κανονική εξάρτησή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ρητώς άλλωστε και το άρθρο 11 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος ορίζει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος παριλαμβάνει την Αρχιεπισκοπήν Αθηνών και τας Μητροπόλεις (Α') της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και (Β') του Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου.

 

3.9. Συνεπώς η επικεφαλίδα του κεφαλαίου ΣΤ' του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που προηγείται του άρθρου 12 και αναφέρεται στην εκλογή Αρχιεπισκόπου «Αθηνών και πάσης Ελλάδος», κατά την τελευταία τούτη φράση της «και πάσης Ελλάδος», είναι αντίθετη στο άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος Συντάγματος, και ως αντισυνταγματική είναι ανεφάρμοστη μέσα στην ελληνική έννομη τάξη, η οποία δεν επιτρέπει ούτε την απονομή τίτλων διακρίσεως (Σ 4 παρ. 7) που δεν δηλοποιούν συγκεκριμένο λειτούργημα, με σαφή έκταση αρμοδιοτήτων, μέσα στους κόλπους της ελληνικής πολιτείας.

 

4. Η τελολογική ερμηνεία

 

Σε επίπεδο τελολογικής ερμηνείας των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, είναι απόλυτα πειστική η θέση των Αριστόβουλου Μάνεση και Κωνσταντίνου Βαβούσκου, ότι σκοπός του άρθρου 3 Συντάγματος είναι να καταργήσει το εκκλησιαστικό καθεστώς της λεγόμενης «νόμω κρατούσης πολιτείας», έτσι ώστε να αποκόψει από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να ρυθμίζει τα θέματα της διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδας κατά την ελεύθερη βούληση και τις δικές του επιλογές σκοπιμότητας. Στόχος του άρθρου 3 του Συντάγματος είναι να καθιερώσει ένα νέο εκκλησιαστικό καθεστώς, δεσμευτικό για τον κοινό νομοθέτη και τα ελληνικά δικαστήρια, δηλαδή το καθεστώς της λεγόμενης «συναλληλίας», κάτι που σημαίνει ότι, κατά τη βούληση του συντακτικού νομοθέτη και το σκοπό του άρθρου 3 του Συντάγματος, ο κοινός Ελληνας νομοθέτης, κατά την ψήφιση εκάστοτε διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδας, δεν είναι εντελώς ελεύθερος, αλλά δεσμεύεται από εκείνους τους εκκλησιαστικούς κανόνες, που έχουν κατοχυρωθεί συνταγματικώς, δηλαδή από τον Πατριαρχιακό και Συνοδικό Τόμο του 1850, καθώς και από τη Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928. Εν όψει λοιπόν αυτού του αντικειμενικού σκοπού του άρθρου 3 του Συντάγματος και της αντίστοιχης βούλησης του συντακτικού νομοθέτη αυτού του άρθρου, όλες οι διατάξεις της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 είναι δεσμευτικές για τον κοινό νομοθέτη και όχι μόνον εκείνες που αναφέρονται στη συγκρότηση της Ιεράς Συνόδου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Η καθ' όλου διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδας, και όχι μόνον η συγκρότηση των Συνόδων, εκφεύγει, κατά το σκοπό του άρθρου 3 του Συντάγματος, από τις ελεύθερες επιλογές του κοινού νομοθέτη. Ο νομοθέτης έχει όριο στις ρυθμίσεις του. Κι αυτές, κατά το σκοπό του άρθρου 3 του Συντάγματος δεν μπορούν να είναι άλλες από όλες τις διατάξεις του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου του 1850, καθώς και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.

 

5. Η μέθοδος της στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων

 

5.1 Το προαναφερόμενο ερμηνευτικό πόρισμα των Αριστόβουλου Μάνεση και Κωνσταντίνου Βαβούσκου, στηριγμένο στην ασφαλή τελολογική ερμηνευτική μέθοδο, επιβεβαιώνεται και με την άλλη, επίσης κοινώς αποδεκτή ως ασφαλή ερμηνευτική μέθοδο της στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων. Πράγματι, στην περίπτωση των Μητροπόλεων των λεγόμενων Νέων Χωρών, υπάρχει από τη μία μεριά το συμφέρον του ελληνικού κράτους να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία και αυτών των Μητροπόλεων, ενώ από την άλλη μεριά υπάρχει το συμφέρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου να μην αποστερηθεί του απαραίτητου για τη δική του λειτουργία ποιμνίου. Η παράλληλη λοιπόν διαφύλαξη αυτών των δύο συμφερόντων, πάνω στη δικαιική αρχή της μεσότητας, δεν μπορεί να γίνει με άλλον τρόπο, παρά μόνο με την ερμηνευτική παραδοχή ότι όλες οι διατάξεις της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, η οποία εκδόθηκε με την εγγύηση της ελληνικής Κυβέρνησης, ως προς την τήρησή της, θα είναι δεσμευτικές για τον Ελληνα νομοθέτη.

 

5.2. Είναι αλήθεια πως, από την άλλη μεριά, υποστηρίχθηκε η παραδοξότητα ότι δεν ισχύουν οι διατάξεις εκείνες της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, οι οποίες δεν επαναλήφθηκαν και ως διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ομως αυτή η εκδοχή δεν αντέχει σε σοβαρό επιστημονικό διάλογο. Και τούτο, γιατί παραβλέπει ότι, σε περίπτωση αντίθετης ρύθμισης από διατάξεις απλού νόμου, όπως είναι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος, και διατάξεις του Συντάγματος, προδήλως υπερισχύουν οι διατάξεις του Συντάγματος. Αυτό ακριβώς τονίζουν στην κοινή γνωμοδότησή των και οι Αριστόβουλος Μάνεσης και Κωνσταντίνος Βαβούσκος, ότι δηλαδή «ήδη ο συντακτικός νομοθέτης δεν εγκαταλείπει την ρύθμισιν της διοικήσεως της Εκκλησίας εις την κατά το μάλλον και ήττον ελευθέραν και αυθαίρετον εκτίμησιν του κοινού νομοθέτου, αλλά θεσπίζει περιορισμούς προς εξασφάλισιν της Εκκλησίας έναντι κρατικών επεμβάσεων, ανεπιτρέπτων κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνας, του λοιπού δε και κατ' αυτό τούτο το Σύνταγμα. Ο συντακτικός νομοθέτης είναι εξ ορισμού νομικώς αδέσμευτος (...) Του κοινού όμως νομοθέτου η εξουσία προς ρύθμισιν των τοιούτων θεμάτων, και δη των εκκλησιαστικών πραγμάτων, δεν είναι απεριόριστος. Προσδιοριστική εν προκειμένω είναι η βούλησις του συντακτικού νομοθέτου».

 

6. Συμπέρασμα

 

Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει, κατά την επιστημονική γνώμη μου, ότι οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του Συντάγματος κατοχυρώνουν έναντι του απλού νομοθέτη την ισχύ και δεσμευτικότητα όλων ανεξαιρέτως των διατάξεων της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928, περιλαμβανομένων και των διατάξεων της παρ. Ε' αυτής της πράξης, αναφορικά με το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει τον αποστελλόμενο σε εκείνον κατάλογο των εκλογίμων προς Αρχιερατεία στις Μητροπόλεις των λεγόμενων Νέων Χωρών.

 

1. Ενδεικτικώς, ΣτΕ 546/1978.

 

2. ΣτΕ 4068/1981, 534/1999 και 603/1999.

 

3. Βλ. την § 4 της κοινής γνωμοδότησης Μάνεση και Βαβούσκου, όπως αυτή έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό «Εκκλησία», επίσημο όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος, τόμος Ν' (1975), σελ. 306-307.

 

 

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Αρχειοθετημένο

Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

Επισκέπτης
Αυτό το θέμα είναι πλέον κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

  • Δημιουργία νέου...