Προς το περιεχόμενο

Προτάσεις βιβλίων


paschalia

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • Απαντ. 6,7k
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση

Συχνή συμμετοχή στο θέμα

Συχνή συμμετοχή στο θέμα

Δημοσιευμένες Εικόνες

Συμφωνώ απόλυτα. Βασικά όλα τα βιβλία του Καζαντζάκη αξίζει να διαβαστούν εξαιρουμένων ίσως των ταξιδιωτικών.

Σαφέστατα όλα :-)

Η ασκητική ας πούμε που είναι και μικρό σύγγραμα αποτελεί σταθμό, αλλά εντάξει, επειδή είναι αρκετά "ψαγμένο" και φιλοσοφημένο, είμαι της άποψης να ξεκινάει κάποιος από κάτι πιο χαλαρό.

Ας πούμε το Ο Χριστός Ξανασταυρώνετε" που είναι μυθιστόρημα και η γλώσσα είναι πιο ευκολονόητη.

Όμως σαν τον Γκρέκο ρε παιδί μου... :rolleyes: :rolleyes:

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Συμφωνώ ο Χριστός ξανασταυρώνεται είναι μια καλή αρχή, μετά θα πήγαινα σε Καπεταν Μιχαλη ή Τελευταιο Πειρασμό την αναφορά στο Γκρεκο τη θεωρώ και γω από τα πιο ωραία εργα του Καζαντζάκη αλλά και δυσκολη ταυτόχρονα. Για την ασκητικη τώρα κρατησα μονο ορισμένα σημεία της, για μένα ο καζαντζάκης ειναι μεγαλύτερος συγγραφέας παρά φιλόσοφος. Άλλα έργα του δεν έχω διαβασει. :-)

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Θα σου έλεγα τον φτωχούλη του Θεού, που περιέχει ορισμένες εξαιρετικές περιγραφές, αλλά είναι πολύ "γλυκιά" βιογραφία με γλώσσα που εμένα τουλάχιστον με κούραζε λιγάκι.

Πιό εύκολος ο Ζορμπάς:-)

Γενικα ο Καζαντζάκης ειναι κορυφή, ότι και να λέμε:-):-)

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Μισώ το 1ο πρόσωπο. Δηλαδή όχι απλά μισώ, δεν διαβάζω ΚΑΘΟΛΟΥ βιβλία γραμμένα σε 1ο πρόσωπο. Αυτό που λες π.χ. το έχω αλλά δεν μπορώ να το διαβάσω κι ούτε πρόκειται.

Δεν διαφωνώ αλλα γιατί?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

εγω τωρα διαβαζω τα θανασιμα εργαλεια μια σειρα πολυ καλη η οποια περιλαμβανεται απο 4 βιβλια της cassandra's clare

τα βιβλια ειναι φαντασιας καθως περιλαμβανουν φανταστικους κοσμους και τερατα (βρικολακες,λυκανθρωποι κτλ )

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημοσ. (επεξεργασμένο)

Πρόσφατα διάβασα τούτο.

 

Τοπίο μυστικισμού και όχι μόνο, αβέβαιο τέλος, χλιαρό δεύτερο σκέλος του βιβλίου. Ωστόσο αξίζει μόνο και μόνο για το λεξιλογικό πλούτο των περιγραφών του.

 

Πληκτρολόγησα μερικά αποσπάσματα για του λόγου το αληθές:

Κάτω από το έντονο φως του ήλιου, μέσα στους αφρούς των κυμάτων, διέσχισαν τα νερά του ποταμού. Η φουσκοθαλασσιά δυνάμωσε σημαντικά, τινάζοντας το μικρό τους σκάφος πάνω στα κύματα σαν να ήταν παιδικό παιχνίδι. Από μακριά, η επιφάνεια της θάλασσας γυάλιζε σαν ένα μεγάλο κομμάτι ακριβού μπλε μεταξωτού πλουμισμένου με χρυσό. Από κοντά έβλεπες ότι τα νερά ήταν ταραγμένα, με υπόγεια ρεύματα και ψηλά κύματα. Μια μικρή, μαύρη πετρέλαιοκηλίδα, απόβλητο μιας φορτηγίδας που είχε ξεκινήσει από το Ζερεμί μεταφέροντας χαλίκι, γυάλιζε στις καυτές αχτίδες του ήλιου, ρίχντοντας έναν ιστό απο ουράνια τόξα στο διάβα τους. Όταν κοίταξε πίσω, η κηλίδα ήταν μαύρη κι ακίνητη, μια θολή, επίπεδη χαρακιά πάνω στα ταραγμένα νερά.

 

Συχνά είναι ξεσπάσματα αχνών αναρωτήσεων του συγγραφέα:

 

Στιγμές άφιξης, στιγμές αναχώρησης. Και μερικές φορές, ανάμεσά τους, λίγες στιγμές ομορφιάς -- τόσο λίγες που σημειώνονται μονάχα δύο ή τρεις φορές σε μια ανθρώπινη ζωή. Ακόμα κι αν κάποιος είχε ευλογηθεί να χαρεί περισσότερες, οι στιγμές έρχονταν σε τόσο αραιά διαστήματα, που τίποτα δεν μπορούσε να καλύψει το ενδιάμεσο κενό. Ούτε τα όνειρα, ούτε οι ελπίδες, ούτε τα ψέματα.

 

Ούτε καν τα ψέματα.

 

Ιδού και το blurb του ίδιου του βιβλίου:

 

Μετά από τρεις μήνες στην Αφρική, η Αϊτινή ζωγράφος Αντζελίνα Χάμελ επιστρέφει στο σπίτι της στο Μπρούκλιν. Το ίδιο βράδυ, παρακολουθώντας μια ταινία στο βίντεο, βλέπει άναυδη ανατριχιαστικές εικόνες μιας ιεροτελεστία βουντού. Και λίγο μετά, οδηγημένη από κάποιες κηλίδες αίματος, ανακαλύπτει κάτω απ'το πάτωμα του σαλονιού της κάτι απόλυτα φρικιαστικό. Παραλυμένη από τον τρόμο, καταφεύγει στην αστυνομία.

 

Ο υπαστυνόμος Ρόιμπεν Άμπραμς, που αναλαμβάνει την υπόθεση διαπιστώνει συγκλονιστικές διασυνεδέσεις ανάμεσα στο ταραγμένο παρελθόν της Αντζελίνα και μερικούς από τους πιο ισχυρούς πολιτικούς άντρες των ΗΠΑ. Αποφασίσμένος να φτάσει μέχρι το τέλος, πηγαίνει μαζί της στην Αϊτή. Όμως εκεί θα ρεθεί παγιδευμένος σ'ένα βασίλειο τρόμου και βασανιστηρίων, απ'όπου δεν υπάρχει ελπίδα απόδρασης...

 

Δεν είναι πολλά τα καλά BELL και σίγουρο τούτο δεν είναι το καλύτερο αλλά αν το είχα όντως αγοράσει δεν θα το μετάνοιωνα.

Επεξ/σία από Obsidian
Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

  • 2 εβδομάδες αργότερα...

Διάβασα πρόσφατα το "Πρόβλημα Σπινόζα". Αρκετά εμπορικό και πολύ προβεβλημένο από τα μεγάλα βιβλιοπολεία. Ευκολοδιάβαστο, σε κρατάει με τον τρόπο που είναι γραμμένο. Περιγράφει παράλληλα την ζωή του Ρόζενμπεργκ (πρωτεργάτη της ναζιστικής ιδεολογίας της εποχής του δευτέρου παγκοσμίου και επονομαζόμενου και φιλόσοφου του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος) και του Σπινόζα (Ολλανδός φιλόσοφος εβραϊκής καταγωγής). Μυθιστόρημα με αρκετά ιστορικά στοιχεία των 2 εποχών καθώς και κάποια φιλοσοφικά ζητήματα.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Για όσους ενδιαφέρονται γίνεται στο Metro mall το παζάρι βιβλίου 2012,είναι τα περισσότερα παλιά βιβλία αλλα είναι σε εξεφτελιστικά χαμηλές τιμές και υπάρχει ποικιλία,αρα είναι για όλα τα γούστα.Εγω σήμερα το είδα,δε ξέρω για πόσες μέρες θα είναι ακόμα.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Εχει βρεί κανείς την Θεωρία του Χάους απο τον lorenz μετεφρασμένη στα Ελληνικά?

 

Αν οχι την έχουμε στα Αγγλικά? Η γενικά κάποιο καλό βιβλίο που να λέει για την θεωρία του χάους?

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Παιδιά ξέρετε πώς λέγεται το βιβλίο "The wide wide world" της Susan Warner στα Ελληνικά? Επίσης έχετε να μου προτίνετε κάποιο βιβλιό που να είναι συλλογή από Ελληνική ποίηση? Όχι αναγκαστικά με "γνωστά" ποιήματα.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Ουράνης:

 

 

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι

μέσ᾿ στὴν κρύα μου κάμαρα, ὅπως ἔζησα μόνος·

στὴ στερνὴ ἀγωνία μου τὴ βροχὴ θὲ ν᾿ ἀκούω

καὶ τὸν κούφιο τὸν θόρυβο ποὺ ἀνεβάζει ὁ δρόμος.

 

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι

μέσα σ᾿ ἔπιπλα ξένα καὶ σὲ σκόρπια βιβλία,

θὰ μὲ βροῦν στὸ κρεββάτι μου. Θὲ νἀρθεῖ ὁ ἀστυνόμος

θὰ μὲ θάψουν σὰν ἄνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἱστορία.

 

Ἀπ᾿ τοὺς φίλους ποὺ παίζαμε πότε-πότε χαρτιὰ

θὰ ρωτήσει κανένας τους ἔτσι ἁπλά: «-Τὸν Οὐράνη

μὴν τὸν εἶδε κανείς; Ἔχει μέρες ποὺ χάθηκε!...»

Θ᾿ ἀπαντήσει ἄλλος παίζοντας: «-Μ᾿ αὐτὸς ἔχει πεθάνει».

 

Μιὰ στιγμὴ θὰ κοιτάξουνε ὁ καθένας τὸν ἄλλον,

θὰ κουνήσουν περίλυπα καὶ σιγὰ τὸ κεφάλι,

θὲ νὰ ποῦν: «Τ᾿ εἶν᾿ ὁ ἄνθρωπος!... Χτὲς ἀκόμα ζοῦσε!»

Καὶ βουβὰ τὸ παιγνίδι τους θ᾿ ἀρχινήσουνε πάλι.

 

Κάποιος θἆναι συνάδελφος στὰ «ψιλὰ» ποὺ θὰ γράψει

πὼς «προώρως ἀπέθανεν ὁ Οὐράνης στὴν ξένη,

νέος γνωστὸς εἰς τοὺς κύκλους μας, ποὖχε κάποτ᾿ ἐκδώσει

συλλογὴν μὲ ποιήματα πολλὰ ὑποσχομένην».

 

Κι αὐτὸς θἆναι ὁ στερνός της ζωῆς μου ἐπιτάφιος.

Θὰ μὲ κλάψουνε βέβαια μόνο οἱ γέροι γονιοί μου

καὶ θὰ κάνουν μνημόσυνο μὲ περίσιους παπάδες

ὅπου θἆναι ὅλοι οἱ φίλοι μου κι ἴσως-ἴσως οἱ ὀχτροί μου.

 

Θὰ πεθάνω ἕνα πένθιμο τοῦ φθινόπωρου δείλι

σὲ μία κάμαρα ξένη στὸ πολύβοο Παρίσι,

καὶ μία Κίττυ θαρώντας πὼς τὴν ξέχασα γι᾿ ἄλλην

θὰ μοῦ γράψει ἕνα γράμμα -καὶ νεκρὸ θὰ μὲ βρίσει.

 

 

Καρυωτάκης:

 

 

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει

στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.

Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση

μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού

θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,

και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.

 

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,

σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,

ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,

οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.

Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,

έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

 

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος

άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,

τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος

το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.

Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --

ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

 

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει

από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,

κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει

νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --

τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,

και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.

 

 

Καββαδίας:

 

 

Εβραζε το κύμα του γαρμπή.

Είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη

γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη

σ΄ άλλους παρλλήλους θα 'χεις μπει.

 

Κούλικο στο στήθος σου τατού,

που όσο κι αν το καις δεν λέει να σβήσει.

Είπαν πως την είχες αγαπήσει

σε μια κρίση μαύρου πυρετού.

 

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό

κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.

Κομπολόι κρατάς από κοράλλια

κι άκοπο μασάς κάθε πικρό.

 

Το Αλφα του Κενταύρου μια νυχτιά

με το παλιονώριο πήρα κάτου.

Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου :

"Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά".

 

Αλλοτε απ΄τον ίδιον ουρανό

έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,

με του καπετάνιου τη μιγάδα,

μάθημα πορείας νυχτερινό.

 

Σ' ένα μαγαζί του Nossi Be

πήρες το μαχαίρι, δυο σεlλίνια,

μέρα μεσημέρι απά στη λίνια

ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

 

Κάτου στις αχτές της Αφρικής

πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.

Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι

και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.

 

 

Καβάφης:

 

 

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας

σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -

χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·

τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,

κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

 

 

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,

και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.

Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.

 

 

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω

τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,

τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

 

 

 

Λαπαθιώτης:

 

 

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦν,

βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,

καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,

τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι...

 

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,

μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,

κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,

μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας...

 

Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ

τὰ περασμένα του λυπήσου:

μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,

τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,

 

λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,

μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,

καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,

παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν...

 

 

Δημουλά:

 

 

 

Ὁ ἔρωτας,

ὄνομα οὐσιαστικόν,

πολὺ οὐσιαστικόν,

ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,

γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,

γένους ἀνυπεράσπιστου.

Πληθυντικὸς ἀριθμὸς

οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.

 

Ὁ φόβος,

ὄνομα οὐσιαστικὸν

στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς

καὶ μετὰ πληθυντικὸς

οἱ φόβοι.

Οἱ φόβοι

γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

 

Ἡ μνήμη,

κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,

ἑνικοῦ ἀριθμοῦ

μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ

καὶ ἄκλιτη.

Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.

 

Ἡ νύχτα,

Ὄνομα οὐσιαστικόν,

Γένους θηλυκοῦ,

Ἑνικὸς ἀριθμός.

Πληθυντικὸς ἀριθμὸς

Οἱ νύχτες.

Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

 

 

Σκαρίμπας:

 

 

 

Νάναι σά νά μάς σπρώχνει ένας αέρας μαζί

πρός έναν δρόμο φιδωτό πού σβεί στά χάη,

καί σένα τού καπέλου σου πλατειά καί φανταιζί

κάποια κορδέλα του, τρελά νά χαιρετάει.

 

Και νάν' σάν κάτι νά μού λές, κάτι ωραίο κοντά

γι' άστρα, τή ζώνη πού πηδάν των νύχτιων φόντων,

κι αύτός ο άνεμος τρελά-τρελά νά μάς σκουντά

όλο πρός τή γραμμή των οριζόντων.

 

Κι όλο νά λές, νά λές, στά βάθη τής νυκτός

γιά ένα – μέ γυάλινα πανιά – πλοίο πού πάει

Όλο βαθιά, όλο βαθιά, όσο πού πέφτει εκτός:

έξω απ' τόν κύκλο των νερών – στά χάη.

 

Κι όλο νά πνέει, νά μάς ωθεί αύτός ο άνεμος μαζί

πέρ' από τόπους καί καιρούς, έως ότου – φως μου –

(καθώς τρελά θά χαιρετάει κείν' η κορδέλα η φανταιζί)

βγούμε απ' τήν τρικυμία αύτού τού κόσμου .

 

 

Ελύτης:

 

 

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια

 

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά

Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»

Μια στον αέρα, μια στη μουσική

 

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας

Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες

Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες

Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου

Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από

τους καταρράχτες

 

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό

Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά

Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

 

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό

 

Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο

 

Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

 

 

 

 

Ρίτσος:

 

 

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.

Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.

Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο

διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.

Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.

Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.

Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,

τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.

Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.

Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.

Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.

Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.

Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.

Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.

Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.

Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.

Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.

Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.

Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα ἡ κουβέρτα.

Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,

πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.

Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.

 

 

Σεφέρης:

 

Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας

ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε

ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ

ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο

μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι

ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε

νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

 

Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε

σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν

νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε

μὲ τόσο πάθος.

 

Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε

μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες

κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα

ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου

κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη

μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε

μέσα στὴ φυγή.

 

 

 

 

Εμπειρίκος:

 

Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη

Μέσα στο δάσος με το βόμβο των εντόμων

Και τις βαρειές σταγόνες απ' τ' αγιάζι

Που στάζει στα φυλλώματα των δένδρων

Κι ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές

Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων

Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς

Κρατώντας μες στο στόμα τους τραγούδια

Που μάθαν όταν ήτανε παιδιά

Και παίζανε κρυφτούλι μες στο δάσος.

 

 

Guest star, Εγγονόπουλος:

 

 

καίω τα νιάτα μου

που είναι κιθάρα

που είναι κινάρα

που είναι κινύρα

 

λέω το άθροισμα

που είναι Μερόπη

που είναι μετόπη

που είναι με τόπι

 

κλαίω τις θύμησες

σαν το κοράκι

σαν το Κοράνι

σαν το κοράλλι

 

κι είμ’ ο Μινώταυρος

μες στο σεντούκι

μες στο σεντόνι

μες στο σεντέφι

 

 

Καλή ανάρρωση.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!

Δημιουργία νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα

  • Δημιουργία νέου...